Άρθρα

Ο πόλεμος δι’ αντιπροσώπων των ΗΠΑ στην Ουκρανία

Το antapocrisis αναδημοσιεύει από το Κοσμοδρόμιο το κείμενο μιας παρουσίασης του John Bellamy Foster η οποία έγινε στις 31 Μαρτίου 2022 στο συμβουλευτικό σώμα του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας Tricontinental. Ο εκδότης του Monthly Review επιχειρηματολογεί για τον χαρακτήρα του πολέμου στην Ουκρανία ως “πολέμου δι’ αντιπροσώπων” στον οποίο εμπλέκονται άμεσα οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ως επιτιθέμενοι, και όχι απλώς ως πόλεμο ανάμεσα σε δύο χώρες (Ρωσία – Ουκρανία) στον οποίο η μία εισβάλει στο έδαφος της άλλης και η δεύτερη αμύνεται. Αναφέρεται επίσης στο στόχο της γεωπολιτικής επέκτασης τον οποίο ρητά υπηρετεί η πολιτική των ΗΠΑ επιχειρώντας να περικυκλώσει και να αποδυναμώσει τη Ρωσία. Τέλος, και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο, επιχειρηματολογεί αναλυτικά για την καταστροφική για την ανθρωπότητα (καθώς είναι ουτοπική και ανεφάρμοστη) επιδίωξη του Πενταγώνου να επιτύχει την πυρηνική υπεροχή, δηλαδή τον πόλεμο “αντιστάθμισης ισχύος”, σύμφωνα με τον οποίο, οι ΗΠΑ θα είναι σε θέση να καταστρέψουν το σύνολο των πυρηνικών δυνάμεων του αντιπάλου, προτού αυτές τεθούν σε λειτουργία. Ο John Bellamy Foster υποστηρίζει ότι μια Αμοιβαία Καταστροφή των πυρηνικών υπερδυνάμεων θα είναι ίσως λιγότερο οδυνηρή από έναν παγκόσμιο θερμοπυρηνικό πόλεμο που σε βάθος μερικών μηνών θα καταστρέψει τη ζωή στον πλανήτη.

Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση να πραγματοποιήσω αυτή την παρουσίαση. Για να μιλήσουμε για τον πόλεμο στην Ουκρανία, το σημαντικό είναι να αναγνωρίσουμε εξαρχής ότι συνιστά έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων [proxy war – proxy πόλεμος στο εξής]. Υπό αυτό το πρίσμα, ο ίδιος ο Λέον Πανέτα (Leon Panetta), ο οποίος ήταν διοικητής της CIA και αργότερα υπουργός Άμυνας υπό την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα, αναγνώρισε πρόσφατα ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένας «proxy πόλεμος» των ΗΠΑ, παρόλο που σπάνια αυτό γίνεται παραδεκτό. Για να είμαστε ξεκάθαροι, οι ΗΠΑ (με τη στήριξη του συνόλου του ΝΑΤΟ) βρίσκονται σε έναν μακρύ πόλεμο δι’ αντιπροσώπων με τη Ρωσία και την Ουκρανία ως πεδίο μάχης. Ο ρόλος των ΗΠΑ σε αυτό το πλαίσιο, όπως επιμένει ο Πανέτα, είναι να παρέχει όλο και πιο γρήγορα, όλο και περισσότερα όπλα, ώστε η Ουκρανία να διεξάγει τις μάχες, με τη στήριξη ξένων μισθοφόρων.

Οπότε πώς ξεκίνησε αυτός ο proxy πόλεμος; Προκειμένου να το καταλάβουμε, θα πρέπει να δούμε την μεγάλη ιμπεριαλιστική στρατηγική των ΗΠΑ. Εδώ, θα πρέπει να πάμε πίσω στο 1991, όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση, ή ακόμα πιο πίσω στη δεκαετία του ’80. Υπάρχουν δύο πτυχές σε αυτή τη μεγάλη ιμπεριαλιστική στρατηγική, μία ως προς τη γεωπολιτική επέκταση και τοποθέτηση, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης του ΝΑΤΟ, και μία άλλη ως προς την επιδίωξη των ΗΠΑ για την πυρηνική υπεροχή. Μια τρίτη επιδίωξη σχετίζεται με την οικονομία, όμως δεν θα αναλυθεί εδώ.

Η πρώτη επιδίωξη: Γεωπολιτική επέκταση

Η πρώτη επιδίωξη διατυπώθηκε στις Οδηγίες Αμυντικής Πολιτικής για τις ΗΠΑ του Πολ Γούλφοβιτς (Paul Wolfowitz) τον Φεβρουάριο του 1992, λίγους μόλις μήνες μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η μεγάλη ιμπεριαλιστική στρατηγική που υιοθετήθηκε εκείνη την περίοδο και ακολουθήθηκε έκτοτε, έχει να κάνει με τη γεωπολιτική διείσδυση στο πεδίο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και σε ό,τι ήταν γνωστό ως σοβιετική σφαίρα επιρροής. Η ιδέα ήταν να προληφθεί η εκ νέου ανάδειξη της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης. Αυτή η διαδικασία γεωπολιτικής επέκτασης των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ ξεκίνησε άμεσα, ενώ φάνηκε σε όλους τους πολέμους των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ που διεξήχθησαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες: στην Ασία, στην Αφρική και στην Ευρώπη. Υπό αυτό το πρίσμα ο πόλεμος του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του ’90 ήταν ιδιαίτερα σημαντικός. Ακόμα και όταν πραγματοποιούνταν η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν τη διαδικασία επέκτασης του ΝΑΤΟ μετακινώντας το όλο και περισσότερο προς Ανατολάς, ώστε να ενσωματώσουν όλα τα κράτη του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, καθώς και τμήματα της πρώην ΕΣΣΔ. Ο Μπιλ Κλίντον, κατά την προεκλογική του εκστρατεία το 1996, έθεσε την επέκταση του ΝΑΤΟ ως μέρος του προεκλογικού του προγράμματος. Το 1997, η Ουάσινγκτον ξεκίνησε την εφαρμογή της επέκτασης, προσθέτοντας εν τέλει 15 επιπλέον κράτη στο ΝΑΤΟ, διπλασιάζοντας το μέγεθός του και δημιουργώντας μια Ατλαντική Συμμαχία 30 μελών με στόχο τη Ρωσία, δίνοντας ταυτόχρονα στο ΝΑΤΟ έναν μεγαλύτερο παρεμβατικό ρόλο παγκοσμίως, όπως έγινε στη Γιουγκοσλαβία, στη Συρία και στη Λιβύη.

Όμως ο στόχος ήταν η Ουκρανία. Ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι (Zbigniew Brzezinski), που αποτέλεσε τον μεγαλύτερο όλων των σχεδιαστών στρατηγικής και ο οποίος ήταν ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Τζίμι Κάρτερ, υποστήριξε στο βιβλίο του «Η μεγάλη σκακιέρα» (1997) ότι η Ουκρανία ήταν ο «γεωπολιτικός άξονας περιστροφής» («geopolitical pivot») και ότι αν εντασσόταν στο ΝΑΤΟ και περνούσε υπό δυτικό έλεγχο, αυτό θα αποδυνάμωνε τόσο πολύ τη Ρωσία, ώστε να την έφερνε στα όρια της, αν δεν την διέλυε. Αυτός ήταν ο στόχος εξαρχής, και οι Αμερικανοί σχεδιαστές στρατηγικής και οι αξιωματούχοι της Ουάσινγκτον, μαζί με τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ, δήλωναν επανειλημμένα ότι ήθελαν να εντάξουν την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ έκανε επίσημο αυτό το στόχο το 2008. Μόλις λίγους μήνες πριν, το Νοέμβριο του 2021, στη νέα χάρτα στρατηγικής μεταξύ της προεδρίας Μπάιντεν στη Ουάσινγκτον και της κυβέρνησης Ζελένσκι στο Κίεβο, συμφωνήθηκε ότι ο άμεσος στόχος ήταν η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Όμως αυτό επίσης συνιστούσε πολιτική του ΝΑΤΟ εδώ και πολύ καιρό. Οι ΗΠΑ κατά τους τελευταίους μήνες του 2021 και στις αρχές του 2022 κινούνταν πολύ γρήγορα προς την στρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας, ώστε να καταστεί τετελεσμένο γεγονός (fait accompli). Η ιδέα, η οποία αρθρώθηκε από τον Μπρεζίνσκι και άλλους, ήταν ότι μόλις η Ουκρανία διασφαλιζόταν για το ΝΑΤΟ, τότε η Ρωσία θα ήταν τελειωμένη. Η εγγύτητα στην Μόσχα, με την Ουκρανία ως το 31ο μέλος στη συμμαχία του ΝΑΤΟ, θα έδινε στο ΝΑΤΟ σύνορα μήκους 1.200 μιλίων με τη Ρωσία, ο ίδιος δρόμος μέσω του οποίου τα στρατεύματα του Χίτλερ εισέβαλλαν στη Σοβιετική Ένωση. Όμως εν προκειμένω η Ρωσία θα ήταν αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη πυρηνική συμμαχία του κόσμου. Αυτό θα άλλαζε ολοκληρωτικά τον γεωπολιτικό χάρτη, δίνοντας στη Δύση τον έλεγχο της Ευρασίας στα δυτικά της Κίνας.

Η πραγματική εξέλιξη των πραγμάτων έχει την σημασία της. Ο proxy πόλεμος ξεκίνησε το 2014 όταν έλαβε χώρα στην Ουκρανία το πραξικόπημα του Μαϊντάν, το οποίο ενορχηστρώθηκε από τις ΗΠΑ, καθαιρώντας τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο και τοποθετώντας στη θέση του τους υπερεθνικιστές. Το άμεσο αποτέλεσμα του πραξικοπήματος ήταν η έναρξη της διαίρεσης της Ουκρανίας. Η Κριμαία ήταν μία ανεξάρτητη, αυτόνομη πολιτεία από το 1991 μέχρι το 1995. Το 1995, η Ουκρανία κατήργησε παράνομα το Σύνταγμα της Κριμαίας και την ενσωμάτωσε παρά τη θέλησή της. Ο λαός της Κριμαίας δεν αυτοπροσδιοριζόταν ως τμήμα της Ουκρανίας και ήταν εν πολλοίς Ρωσόφωνοι, με βαθιές πολιτισμικές σχέσεις με τη Ρωσία. Όταν ξεκίνησε το πραξικόπημα, με τους Ουκρανούς υπερεθνικιστές στην εξουσία, ο πληθυσμός της Κριμαίας ήθελε να αποσχιστεί. Η Ρωσία τούς έδωσε τη δυνατότητα μέσω ενός δημοψηφίσματος να μείνουν στην Ουκρανία ή να προσχωρήσουν στη Ρωσία. Επέλεξαν το δεύτερο. Ωστόσο, στην ανατολική Ουκρανία, ο κατά βάση ρωσικός πληθυσμός αποτέλεσε αντικείμενο καταπίεσης από υπερεθνικιστές και νεοναζιστικές δυνάμεις του Κιέβου. Η ρωσοφοβία και η ακραία καταπίεση των Ρωσόφωνων πληθυσμών στα ανατολικά ξεκίνησε-με την περιβόητη περίπτωση των 40 ανθρώπων που κάηκαν σε ένα δημόσιο κτήριο από νεοναζί που σχετίζονταν με το Τάγμα Αζόφ. Αρχικά υπήρχε ένας μεγαλύτερος αριθμός αποσχιστικών δημοκρατιών. Δύο επέζησαν στην περιοχή του Ντονμπάς, στο οποίο βρίσκονταν κυρίαρχα Ρωσόφωνοι πληθυσμοί: οι δημοκρατίες του Λουχάνσκ και του Ντονέτσκ.

Έτσι ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος στην Ουκρανία μεταξύ του Κιέβου στα δυτικά και του Ντονμπάς στα ανατολικά. Όμως ήταν, επίσης, ένας proxy πόλεμος, με τις ΗΠΑ/ΝΑΤΟ να στηρίζουν το Κίεβο και τη Ρωσία να στηρίζει το Ντονμπάς. Ο εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε αμέσως μετά το πραξικόπημα, όταν η ρωσική γλώσσα τέθηκε στην πραγματικότητα εκτός νόμου, σε βαθμό που άτομα μπορούσαν να δεχτούν πρόστιμα επειδή μίλησαν ρωσικά σε ένα κατάστημα. Ήταν μία επίθεση στη ρωσική γλώσσα και στον ρωσικό πολιτισμό, καθώς και μία βίαιη καταπίεση των πληθυσμών στο ανατολικό τμήμα της Ουκρανίας.

Αρχικά, περίπου 14.000 άνθρωποι έχασαν τις ζωές τους στον εμφύλιο πόλεμο. Και αυτές οι απώλειες βρίσκονταν στο ανατολικό κομμάτι της χώρας, με περίπου 2,5 εκατομμύρια πρόσφυγες να κατευθύνονται προς τη Ρωσία. Οι συμφωνίες του Μινσκ το 2014 και το 2015 οδήγησαν σε κατάπαυση πυρός, με τη μεσολάβηση της Γαλλίας και της Γερμανίας και τη στήριξη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Σε αυτές τις συμφωνίες, στις δημοκρατίες του Λουχάνσκ και του Ντονέτσκ θα δινόταν καθεστώς αυτονομίας εντός της Ουκρανίας. Όμως το Κίεβο παραβίασε τις συμφωνίες του Μινσκ επανειλημμένα, συνεχίζοντας τις επιθέσεις, έστω και με μειούμενη ένταση, ενάντια στις αποσχισθείσες δημοκρατίες στο Ντονμπάς και οι ΗΠΑ συνέχισαν να παρέχουν αναβαθμισμένη στρατιωτική εκπαίδευση και όπλα.

Η Ουάσινγκτον παρείχε μεγάλη στρατιωτική υποστήριξη στο Κίεβο από το 1991 μέχρι το 2021. Η άμεση στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο από τις ΗΠΑ ανερχόταν στα 3,8 δις. δολάρια από το 1991 μέχρι το 2014. Από το 2014 μέχρι το 2021 ανερχόταν στα 2,4 δις δολάρια, και εν τέλει εκτινάχθηκε μόλις ο Τζο Μπάιντεν αναδείχθηκε στην εξουσία. Οι ΗΠΑ στρατιωτικοποιούσαν την Ουκρανία πολύ γρήγορα. Το Ηνωμένο Βασίλειο και ο Καναδάς εκπαίδευσαν περίπου 50.000 Ουκρανούς στρατιώτες, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν εκείνους που εκπαιδεύτηκαν από τις ΗΠΑ. Η CIA στην πραγματικότητα εκπαίδευσε το Τάγμα Αζόφ και τους δεξιούς παραστρατιωτικούς. Όλα αυτά στόχευαν τη Ρωσία.

Οι Ρώσοι ήταν προβληματισμένοι κυρίως για τη πυρηνική πτυχή, εφόσον το ΝΑΤΟ είναι μία πυρηνική συμμαχία, ενώ αν η Ουκρανία εντασσόταν στο ΝΑΤΟ και πύραυλοι τοποθετούνταν στην Ουκρανία, ένα πυρηνικό χτύπημα θα πραγματοποιούνταν προτού προλάβει το Κρεμλίνο να απαντήσει. Ήδη υπάρχουν εγκαταστάσεις άμυνας έναντι των αντιβαλλιστικών πυραύλων στην Πολωνία και στη Ρουμανία, σημαντικές ως όπλα αντιστάθμισης ισχύος1 σε περίπτωση πρώτου πλήγματος (“first strike”) από πλευράς του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι τα αντιπυραυλικά συστήματα Aegis τα οποία είχαν τοποθετηθεί εκεί (Πολωνία, Ρουμανία), είναι εξίσου ικανά να εξαπολύσουν επιθετικούς πυρηνικούς πυραύλους. Όλα αυτά συνέβαλλαν στην είσοδο της Ρωσίας στον ουκρανικό εμφύλιο πόλεμο. Τον Φεβρουάριο του 2022, το Κίεβο προετοίμαζε μία μεγάλη επίθεση, με 130.000 στρατιώτες στα σύνορα του Ντονμπάς στα ανατολικά και στα νότια, βάλλοντας ήδη εντός του Ντονμπάς, με συνεχιζόμενη στήριξη από τις ΗΠΑ/ΝΑΤΟ. Αυτό ξεπέρασε τις ξεκάθαρα διατυπωμένες κόκκινες γραμμές της Μόσχας. Ως απάντηση, η Ρωσία πρώτα ανακοίνωσε ότι οι συμφωνίες του Μινσκ έχουν αποτύχει και έπειτα ότι οι δημοκρατίες του Ντονμπάς θα πρέπει να θεωρούνται ανεξάρτητα και αυτόνομα κράτη. Τότε παρενέβη στον ουκρανικό εμφύλιο πόλεμο στο πλευρό του Ντονμπάς, και σύμφωνα με ό,τι θεωρούσε δική της εθνική άμυνα.

Το αποτέλεσμα ήταν η διεξαγωγή στην Ουκρανία ενός proxy πόλεμου μεταξύ των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ και της Ρωσίας, αναπτυσσόμενος μέσα από τον ίδιο τον εμφύλιο που προέκυψε στην Ουκρανία, μετά από το πραξικόπημα που ενορχήστρωσαν οι ΗΠΑ. . Όμως, σε αντίθεση με όλους τους άλλους proxy πολέμους μεταξύ καπιταλιστικών κρατών, ο συγκεκριμένος πραγματοποιείται στα σύνορα μιας από τις μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις και προκύπτει από την, εδώ και καιρό διατυπωμένη, μεγάλη ιμπεριαλιστική στρατηγική στην Ουάσινγκτον που στοχεύει στην κατάληψη της Ουκρανίας για λογαριασμό του ΝΑΤΟ, προκειμένου να καταστραφεί η Ρωσία ως μεγάλη δύναμη και να παγιωθεί, όπως δήλωνε ο Μπρεζίνσκι, η υπεροχή των ΗΠΑ στον πλανήτη. Προφανώς, αυτός ο συγκεκριμένος proxy πόλεμος εγκυμονεί κινδύνους σε ένα επίπεδο που δεν έχουμε ξαναδεί μετά την κρίση των πυραύλων της Κούβας. Ύστερα από τη ρωσική επίθεση, η Γαλλία ανακοίνωσε ότι το ΝΑΤΟ είναι μια πυρηνική δύναμη και αμέσως μετά, στις 27 Φεβρουαρίου, οι Ρώσοι έθεσαν τις πυρηνικές τους δυνάμεις σε υψηλό επίπεδο συναγερμού.

Κάτι άλλο που χρειάζεται να κατανοήσουμε για τον proxy πόλεμο είναι ότι οι Ρώσοι έχουν επιδιώξει με αξιοσημείωτη επιτυχία την αποφυγή απωλειών αμάχων. Οι πληθυσμοί της Ρωσίας και της Ουκρανίας είναι συνδεδεμένοι, και για αυτό η Μόσχα προσπαθεί να κρατήσει τις απώλειες αμάχων πολιτών σε χαμηλά επίπεδα. Προσωπικότητες στους στρατούς των ΗΠΑ και της Ευρώπης παρατηρούν ότι οι απώλειες πολιτών είναι αξιοσημείωτα χαμηλά, σε σύγκριση τα επίπεδα των πολέμων των ΗΠΑ. Μία ένδειξη αυτού, είναι ότι οι στρατιωτικές απώλειες των ρωσικών στρατευμάτων είναι μεγαλύτερες από τις απώλειες Ουκρανών πολιτών, δηλαδή το αντίστροφο των όσων γίνονται στους πολέμους των ΗΠΑ. Αν δει κανείς τον τρόπο που οι ΗΠΑ διεξάγουν έναν πόλεμο, πχ στο Ιράκ, θα δει ότι επιτίθενται σε εγκαταστάσεις ηλεκτρικού και ύδρευσης και στο σύνολο των πολιτικών υποδομών, βάσει της εκτίμησης ότι, έτσι, θα προκληθεί δυσαρέσκεια στον πληθυσμό και θα εξεγερθεί εναντίον της κυβέρνησης. Όμως η στόχευση των πολιτικών υποδομών, αυξάνει φυσικά τις απώλειες αμάχων, όπως στο Ιράκ όπου οι απώλειες πολιτών από την εισβολή των ΗΠΑ ανέρχονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες. Η Ρωσία, αντίθετα, δεν έχει επιδιώξει να καταστρέψει τις πολιτικές υποδομές, κάτι το οποίο θα ήταν εύκολο για την ίδια να το κάνει. Ακόμα και εν μέσω πολέμου, συνεχίζει και πουλά φυσικό αέριο στο Κίεβο, εκπληρώνοντας τις συμφωνίες της. Δεν έχει καταστρέψει το ίντερνετ της Ουκρανίας.

Η Ρωσία παρενέβη κυρίως με στόχο την απελευθέρωση του Ντονμπάς, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ήταν κατειλημμένο από τις δυνάμεις του Κίεβου. Δόθηκε προτεραιότητα στην κατάληψη της Μαριούπολης, του κύριου λιμανιού, το οποίο θα καθιστούσε το Ντονμπάς βιώσιμο. Η Μαριούπολη είναι κατειλημμένη από το νεοναζιστικό Τάγμα Αζόφ. Το Τάγμα Αζόφ τώρα (31 Μαρτίου) ελέγχει λιγότερο από το 20% της πόλης. Κρύβονται στα παλιά σοβιετικά καταφύγια σε τμήματα της πόλης. Οι Λαϊκές Πολιτοφυλακές του Ντονέτσκ και οι Ρώσοι ελέγχουν το υπόλοιπο της πόλης. Υπάρχουν περίπου 100.000 παραστρατιωτικοί στην Ουκρανία. Οι περισσότεροι εκ των παραστρατιωτικών, εντός των ουκρανικών δυνάμεων που συγκροτούν το μεγαλύτερο μέρος των 130.000 στρατιωτών που περικυκλώνουν το Ντονμπάς, έχουν πλέον απωθηθεί από τον Ρωσικό Στρατό. Πέρα από τον έλεγχο του Ντονμπάς μαζί με τις λαϊκές πολιτοφυλακές, η Μόσχα επιδιώκει να πιέσει την Ουκρανία να αποστρατιωτικοποιήθει και να αποδεχτεί ένα καθεστώς ουδετερότητας, παραμένοντας εκτός του ΝΑΤΟ.

Αν εξετάσουμε την κατάσταση από την οπτική των ειρηνευτικών συμφωνιών – με τους Global Times να έχουν ετοιμάσει μια καλή σχετική επισκόπηση στις 31 Μαρτίου – μπορούμε να δούμε ποιο είναι το επίδικο του πολέμου. Το Κίεβο έχει καταρχάς συμφωνήσει στην ουδετερότητα, η οποία θα διασφαλίζεται από διάφορους εγγυητές από τη Δύση, όπως ο Καναδάς. Όμως το ακανθώδες ζήτημα στις διαπραγματεύσεις είναι αυτό που το Κίεβο αποκαλεί «εθνική κυριαρχία». Αυτό σχετίζεται με το Ντονμπάς και τον εμφύλιο πόλεμο. Η Ουκρανία επιμένει ότι το Ντονμπάς είναι μέρος της περιοχής της εθνικής της κυριαρχίας, ανεξαρτήτως από τις επιθυμίες του πληθυσμού στις αποσχισθείσες δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ, και οι Ρώσοι δεν μπορούν να το αποδεχτούν αυτό. Στην πραγματικότητα, οι λαϊκές πολιτοφυλακές και οι Ρώσοι συνεχίζουν την προσπάθεια για την απελευθέρωση περιοχών του Ντονμπάς, οι οποίες είναι κατειλημμένες από αυτές τις παραστρατιωτικές δυνάμεις. Αυτό συνιστά το βασικό ακανθώδες ζήτημα στις διαπραγματεύσεις, και είναι εκείνο που μας επιστρέφει στην πραγματικότητα του εμφυλίου πολέμου στην Ουκρανία. Οι ΗΠΑ σε αυτές τις διαπραγματεύσεις έπαιξαν τον ρόλο της οπισθέλκουσας δύναμης.

Η δεύτερη πτυχή: Η επιδίωξη της πυρηνικής υπεροχής

Εδώ είναι αναγκαίο να στραφούμε στην δεύτερη δεύτερο επιδίωξη της ιμπεριαλιστικής στρατηγικής των ΗΠΑ. Μέχρι στιγμής, έχω αναφερθεί στη μεγάλη ιμπεριαλιστική στρατηγική με όρους γεωπολιτικής, την επέκταση στην περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Μια στρατηγική που έχει αρθρωθεί με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο από τον Μπρεζίνσκι. Όμως εδώ υπάρχει μία άλλη πτυχή στην μεγάλη ιμπεριαλιστική στρατηγική των ΗΠΑ, η οποία χρειάζεται να συζητηθεί σε αυτό το πλαίσιο: δηλαδή η επιδίωξη για την νέα πυρηνική υπεροχή. Αν διαβάσει κανείς τη «Μεγάλη Σκακιέρα» του Μπρεζίνσκι, το βιβλίο του για την γεωπολιτική στρατηγική των ΗΠΑ, δεν θα βρει ούτε μια λέξη για τα πυρηνικά όπλα. Πιστεύω ότι η λέξη «πυρηνικός» δεν συναντάται καθόλου στο βιβλίο του. Παρ’ όλα αυτά, τα πυρηνικά είναι φυσικά στη συνολική στρατηγική των ΗΠΑ σε σχέση με τη Ρωσία. Το 1979, από τον Τζίμι Κάρτερ, όσο ο Μπρεζίνσκι ήταν Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του, αποφασίστηκε η υπέρβαση της Αμοιβαία Εγγυημένης Καταστροφής (Mutual Assured Destruction, MAD), με τις ΗΠΑ να ακολουθούν την στρατηγική «αντιστάθμισης ισχύος» όσον αφορά την πυρηνική υπεροχή. Η στρατηγική αυτή συμπεριελάμβανε την τοποθέτηση πυρηνικών πυραύλων στην Ευρώπη. Ο μαρξιστής ιστορικός και ακτιβιστής κατά των πυρηνικών Ε. Π. Τόμσον (E.P. Thompson), στο «Γράμμα στην Αμερική» (“A Letter to America”), που συμπεριλήφθηκε στο «Διαμαρτυρία και Επιβίωση» (“Protest and Survive”) από τις εκδόσεις Monthly Review Press το 1981, παραθέτει, στην πραγματικότητα, τον Μπρεζίνσκι, παραδεχόμενος ότι η στρατηγική των ΗΠΑ έχει στραφεί στον πόλεμο «αντιστάθμισης ισχύος».

Για να το εξηγήσουμε αυτό, είναι σημαντικό να πάμε λίγο ακόμα πιο πίσω. Μέχρι τη δεκαετία του 1960, η Σοβιετική Ένωση είχε φτάσει, όσον αφορά τα πυρηνικά, στο ίδιο επίπεδο με τις ΗΠΑ. Γι’ αυτό το ζήτημα, διεξήχθη εκτεταμένος διάλογος μέσα στο Πεντάγωνο και το σύμπλεγμα ασφαλείας, καθώς η ισοτιμία στα πυρηνικά συνεπαγόταν την «Αμοιβαία Εγγυημένη Καταστροφή»(MAD). Έτσι, αν οποιοδήποτε έθνος, εξαπέλυε επίθεση σε άλλο, χωρίς να έχει σημασία ποιο θα έκανε την αρχή, τότε θα επερχόταν η ολοκληρωτική καταστροφή και των δύο. Ο Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα (Robert McNamara), ο υπουργός Άμυνας του Τζον Φ. Κένεντι (John F. Kennedy), ξεκίνησε να προωθεί την ιδέα της «αντιστάθισης ισχύος», ώστε να παρακαμφθεί το MAD. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν δύο είδη πυρηνικών επιθέσεων. Το ένα έχει να κάνει με την αντιστάθμιση των επιπτώσεων2 και στοχεύει τις πόλεις, τον πληθυσμό και την υποδομή της οικονομίας του αντιπάλου. Σε αυτό βασίζεται το MAD. Το άλλο είδος επιθέσεων είναι ένας πόλεμος αντιστάθμισης ισχύος που στοχεύει στην καταστροφή των πυρηνικών δυνάμεων του εχθρού προτού αυτές τεθούν σε λειτουργία. Και, φυσικά, η στρατηγική αντιστάθμισης ισχύος ταυτίζεται με την στρατηγική του πρώτου πλήγματος. Οι ΗΠΑ υπό τον ΜακΝαμάρα ξεκίνησαν να διερευνούν την αντιστάθμιση ισχύος.

Τότε, ο ΜακΝαμάρα αποφάσισε ότι μια τέτοια προσέγγιση ήταν παράλογη, οπότε αποφάσισε να καταστήσει το MAD ως την στρατηγική αποτροπής που θα υιοθετούσαν οι ΗΠΑ. Αυτό κράτησε κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’60 και τη δεκαετία του ’70. Όμως το 1979, η κυβέρνηση Κάρτερ, της οποίας ο Μπρεζίνσκι ήταν Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, αποφάσισε να εφαρμόσει την στρατηγική αντιστάθμισης ισχύος. Οι ΗΠΑ εκείνη την περίοδο αποφάσισαν να εγκαταστήσουν πυραύλους Pershing II και Cruise με πυρηνικές κεφαλές στην Ευρώπη. Αυτό οδήγησε στην ανάδυση του ευρωπαϊκού κινήματος για τον πυρηνικό αφοπλισμό, το μεγάλο ευρωπαϊκό κίνημα ειρήνης.

Αρχικά, η Ουάσινγκτον τοποθέτησε στην Ευρώπη πυρηνικούς πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς Pershing II, καθώς και πυραύλους Cruise,. Η κίνηση έγινε μεγάλο ζήτημα για το κίνημα ειρήνης τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Οι κίνδυνοι του πυρηνικού πολέμου γιγαντώθηκαν. Η προεδρία του Ρόναλντ Ρέιγκαν προώθησε τη στρατηγική «Αντιστάθμισης Ισχύος» και πρόσθεσε την Πρωτοβουλία Στρατηγικής Άμυνας (πιο γνωστή με το παρατσούκλι «Πόλεμος των Άστρων»), η οποία οραματιζόταν ένα σύστημα το οποίο θα κατέρριπτε εξ’ ολοκλήρου όλους τους εχθρικούς πυραύλους. Αυτό ήταν εν πολλοίς μια φαντασίωση. Εν τέλει, εκείνη την περίοδο, η κούρσα των πυρηνικών σταμάτησε λόγω της δράσης τόσο του μαζικού κινήματος ειρήνης στην Ευρώπη εκατέρωθεν του Τείχους του Βερολίνου, όσο και λόγω του κινήματος για το «πάγωμα» των πυρηνικών στις ΗΠΑ, καθώς και της ανάδυσης του Γκορμπατσόφ στη Σοβιετική Ένωση. Όμως μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η Ουάσινγκτον αποφάσισε να υλοποιήσει την πυρηνική υπεροχή, προωθώντας την στρατηγική «Αντιστάθμισης ισχύος».

Τις περασμένες τρεις δεκαετίες, η Ουάσινγκτον συνέχισε να αναπτύσσει όπλα και στρατηγικές «Αντιστάθμισης ισχύος» , ενισχύοντας τις δυνατότητες των ΗΠΑ σε αυτόν τον τομέα, φτάνοντας σε σημείο που το 2006 ανακοινώθηκε ότι οι ΗΠΑ ήταν πλέον κοντά στην πυρηνική υπεροχή, όπως εξηγήθηκε εκείνη την περίοδο στο Foreign Affairs του Council of Foreign Relations (το βασικό κέντρο για τη Στρατηγική Μεγάλης Κλίμακας των ΗΠΑ). Το άρθρο στο Foreign Affairs διακήρυξε ότι η Κίνα δεν διέθετε πυρηνικό αποτρεπτικό παράγοντα απέναντι σε τυχόν πρώτο πλήγμα από τις ΗΠΑ, δεδομένων των βελτιώσεων στις τεχνολογίες στόχευσης και προσδιορισμού στόχων, ενώ ακόμα και οι Ρώσοι δεν θα μπορούσαν πλέον να βασίζονται στη βιωσιμότητα των πυρηνικών αποτρεπτικών παραγόντων τους. Η Ουάσινγκτον πίεζε για την ολοκληρωτική επίτευξη της πυρηνικής υπεροχής . Αυτό πήγαινε χέρι-χέρι με την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη διότι μέρος της στρατηγικής «Αντιστάθμισης Ισχύος» ήταν η τοποθέτηση όπλων αντιστάθμισης όλο και πιο κοντά στη Ρωσία, ώστε να μειωθεί ο χρόνος απόκρισης της Μόσχας.

Η Ρωσία ήταν ο κύριος στόχος αυτής της στρατηγικής. Την ίδια ώρα, η Κίνα ξεκάθαρα προοριζόταν να είναι ο δεύτερος στόχος. Όμως ο Τραμπ αποφάσισε να επιδιώξει τον κατευνασμό της Ρωσίας και να επικεντρωθεί στην Κίνα. Αυτό κάπως ανέτειλε τις διεργασίες, αποσταθεροποιώντας την Στρατηγική Μεγάλης Κλίμακας των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ, μιας και η επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν ένα σημαντικό τμήμα της στρατηγικής για την πυρηνική υπεροχή. Μόλις ανέλαβε η κυβέρνηση Μπάιντεν, έγιναν προσπάθειες να καλυφθεί ο χαμένος χρόνος όσον αφορά το «σφίξιμο της Ουκρανικής θηλιάς» της γύρω από τη Ρωσία.

Μπροστά σε όλα αυτά, οι Ρώσοι, ένα καπιταλιστικό, πλέον, κράτος που ανακτά το status της μεγάλης δύναμης, δεν ξεγελάστηκαν. Το έβλεπαν να έρχεται. Το 2007, ο Βλαντιμίρ Πούτιν ανακοίνωσε ότι ο μονοπολικός κόσμος ήταν μη επιτεύξιμος, ότι οι ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν την πυρηνική υπεροχή. Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα ξεκίνησαν να αναπτύσσουν όπλα τα οποία θα μπορούσαν να παρακάμψουν την αντιστάθμιση ισχύος, δηλαδή την στρατηγική των ΗΠΑ. Η ιδέα του πρώτου πλήγματος είναι ότι ο επιτιθέμενος -(με τις ΗΠΑ να είναι οι μόνες που πιθανόν πλησιάζουν στην ανάπτυξη αυτής της δυνατότητας), χτυπά τους επίγειους πυραύλους, είτε βρίσκονται σε οχυρωμένα σιλό, είτε είναι κινούμενοι, ενώ εντοπίζει τα υποβρύχια ώστε να μπορεί εξίσου να τα καταστρέψει. Ο ρόλος των αντιβαλλιστικών συστημάτων είναι να αναλαμβάνουν την αναχαίτιση οποιουδήποτε πυραύλου ανταπόδοσης δεν έχει καταστραφεί και καταφέρει να εκτοξευτεί . Φυσικά, η άλλη πλευρά, δηλαδή η Ρωσία και η Κίνα ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, τα γνωρίζει όλα αυτά, οπότε κάνει οτιδήποτε μπορεί για να προστατέψει τους πυρηνικούς αποτρεπτικούς παράγοντες ή τη δυνατότητα διεξαγωγής χτυπημάτων ανταπόδοσης. Τα τελευταία χρόνια, η Ρωσία και η Κίνα ανέπτυσσαν υπερηχητικούς πυραύλους. Αυτοί οι πύραυλοι κινούνται εξαιρετικά γρήγορα, πάνω από 5 Mach και, την ίδια στιγμή, είναι κατευθυνόμενοι, οπότε δεν μπορούν να εμποδιστούν από αντιβαλλιστικά συστήματα, αποδυναμώνοντας την δυνατότητα των ΗΠΑ να εξαπολύσουν επίθεση αντιστάθμισης ισχύος. Οι ίδιες οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμα αναπτύξει τεχνολογίες υπερηχητικών πυραύλων αυτού του είδους. Αυτός ο τύπος όπλου αποκαλείται από την Κίνα «το ρόπαλο του ασσασίνου», εννοώντας ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μία μικρότερη δύναμη προκειμένου να αντισταθμίσει τυχόν τεράστιο πλεονέκτημα στρατιωτικής ισχύος του αντιπάλου. Έτσι ενισχύεται η βασική αποτρεπτική ισχύς της Ρωσίας και της Κίνας, καθώς προστατεύονται οι δυνατότητες αντιποίνων στην περίπτωση πρώτου πλήγματος εναντίον τους. Είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες αντιστάθμισης των δυνατοτήτων πρώτου πλήγματος που διαθέτουν οι ΗΠΑ.

Μία άλλη πτυχή σε αυτό το πυρηνικό «chicken game» («παίγνιο του δειλού») είναι η κυριαρχία των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ στους δορυφόρους. Σε μεγάλο βαθμό, εξαιτίας αυτής της κυριαρχίας η στόχευση του Πενταγώνου είναι τόσο ακριβής ώστε να μπορούν να διανοηθούν τη δυνατότητα καταστροφής των οχυρωμένων σιλό πυραύλων με μικρότερες κεφαλές, εξαιτίας της απόλυτης ακρίβειας κατά τη στόχευσή τους, καθώς και την στόχευση υποβρυχίων. Όλα αυτά έχουν να κάνουν με τα συστήματα δορυφόρων. Αυτό δίνει στις ΗΠΑ, όπως πιστεύεται ευρέως, τη δυνατότητα καταστροφής οχυρωμένων σιλό πυραύλων ή τουλάχιστον τον κέντρων ελέγχου, με όπλα τα οποία δεν είναι πυρηνικά ή με μικρότερες πυρηνικές κεφαλές, λόγω αυξημένης ακρίβειας. Οι στρατοί της Ρωσίας και της Κίνας έχουν επομένως επικεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό στα όπλα κατά των δορυφόρων, έτσι ώστε να αντισταθμίσουν αυτό το πλεονέκτημα.

Πυρηνικός χειμώνας και ολική καταστροφή

Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται ιδιαίτερα άσχημα, όμως είναι σημαντικό να πούμε κάτι για τον πυρηνικό χειμώνα. Αν διαβάσει κανείς τα αποχαρακτηρισμένα κείμενα ο στρατός των ΗΠΑ (και φαντάζομαι ότι είναι αυτό ισχύει και για τον στρατό της Ρωσίας) στον τομέα των πυρηνικών έχει πάρει διαζύγιο με την επιστήμη. Στο αποχαρακτηρισμένο έγγραφο για τα πυρηνικά όπλα και τον πυρηνικό πόλεμο δεν υπάρχει ούτε μια αναφορά για πύρινη θύελλα στη συζήτηση για τον πυρηνικό πόλεμο. Όμως οι πύρινες θύελλες είναι στην πραγματικότητα αυτό που οδηγεί στον μεγαλύτερο αριθμό θανάτων σε μια πυρηνική επίθεση. Κατά τυχόν θερμοπυρηνική επίθεση σε πόλη οι πύρινες θύελλες μπορούν να απλωθούν σε μια έκταση που φτάνει στα 150 τετραγωνικά μίλια (στμ. 388 τετραγωνικά χιλιόμετρα ή 388.000 στρέμματα0 μια έκταση όσο περίπου η Θάσος). Τα στρατιωτικά κατεστημένα, που ασχολούνται με τις μάχες και την κυριαρχία σε τυχόν πυρηνικό πόλεμο, αφήνουν τις πύρινες θύελλες εκτός των αναλύσεων τους, ακόμα και όσον αφορά τους υπολογισμούς για την «Αμοιβαία Εγγυημένη Καταστροφή» (MAD). Όμως, το διαζύγιο με την επιστήμη τεκμηριώνεται και από το γεγονός ότι οι πυρηνικές θύελλες είναι εκείνες που προκαλούν τον πυρηνικό χειμώνα.

Το 1982, όταν τα όπλα «Αντιστάθμισης Ισχύος» τοποθετούνταν στην Ευρώπη, Σοβιετικοί και Αμερικανοί επιστήμονες της ατμόσφαιρας, συνεργαζόμενοι, δημιούργησαν τα πρώτα μοντέλα πυρηνικού χειμώνα. Σημαντικός αριθμός επιστημόνων, τόσο στη Σοβιετική Ένωση όσο και στις ΗΠΑ, ενεπλάκησαν στην έρευνα για την κλιματική αλλαγή, το οποίο είναι στην πραγματικότητα το αντίστροφο του πυρηνικού χειμώνα, αν και όχι με την ίδια ταχύτητα. Αυτοί οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι, σε έναν πυρηνικό πόλεμο με πύρινες θύελλες σε 100 πόλεις, το αποτέλεσμα θα ήταν μια πτώση στη μέση παγκόσμια θερμοκρασία κατά «ορισμένες δεκάδες βαθμούς» Κελσίου, όπως το προσδιόρισε εκείνη την περίοδο ο Καρλ Σαγκάν. Αργότερα αποστασιοποιήθηκαν από αυτό με περαιτέρω μελέτες και είπαν ότι αυτή η πτώση θα έφτανε μέχρι τους 20 βαθμούς Κελσίου. Όμως μπορείτε να φανταστείτε τι σημαίνει αυτό. Οι πύρινες θύελλες θα έφερναν τις στάχτες και τον καπνό στη στρατόσφαιρα. Αυτό θα εμπόδιζε το 70% της ηλιακής ενέργειας να φτάσει στη Γη, πράγμα που θα σήμαινε ότι όλες οι καλλιέργειες στη Γη θα σταματούσαν. Αυτό θα κατέστρεφε σχεδόν όλη τη χλωρίδα, με αποτέλεσμα οι άμεσες πυρηνικές επιπτώσεις στο Βόρειο Ημισφαίριο να συνοδεύονται επίσης από τον θάνατο σχεδόν όλων στο Νότιο Ημισφαίριο. Λίγοι θα επιζούσαν στον πλανήτη.

Οι μελέτες για τους πυρηνικούς χειμώνες έχουν δεχτεί κριτική από τον στρατό και το κατεστημένο στις ΗΠΑ ως υπερβολικές. Όμως, τον 21ο αιώνα, αρχής γενομένης από το 2007, οι μελέτες για τον πυρηνικό χειμώνα αναπτύχθηκαν, επαναλήφθηκαν και επιβεβαιώθηκαν πολλές φορές. Έδειξαν ότι ακόμα και σε έναν πόλεμο μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, με χρήση ατομικών βομβών επιπέδου Χιροσίμας, το αποτέλεσμα θα ήταν ένας όχι ιδιαίτερα σοβαρός πυρηνικός χειμώνας, αλλά σε συνδυασμό με τη μείωση της ηλιακής ενέργειας που φτάνει στη γη, θα αρκούσε για να σκοτωθούν δισεκατομμύρια άνθρωποι. Αντίθετα, σε έναν παγκόσμιο θερμοπυρηνικό πόλεμο, όπως έχουν δείξει οι μελέτες, ο πυρηνικός χειμώνας θα ήταν εξίσου άσχημος, αν όχι χειρότερος από αυτόν που έδειξαν οι αρχικές μελέτες τη δεκαετία του ’80. Και αυτό είναι επιστήμη. Είναι αποδεκτό στις κορυφαίες επιστημονικές δημοσιεύσεις και τα ευρήματα έχουν επιβεβαιωθεί επανειλημμένα. Είναι πολύ ξεκάθαρο όσον αφορά την επιστήμη ότι αν έχουμε μια παγκόσμια θερμοπυρηνική αντιπαράθεση, θα σκοτωνόταν το σύνολο του πληθυσμού της Γης με πιθανόν ελάχιστους από το ανθρώπινο είδος να επιζούν κάπου στο Νότιο Ημισφαίριο. Το αποτέλεσμα θα ήταν ολική καταστροφή του πλανήτη.

Πρώτα ο ΜακΝαμάρα σκέφτηκε ότι η »Αντιστάθμιση ισχύος» θα ήταν μια καλή ιδέα, διότι παρουσιαζόταν ως μια στρατηγική «Μακριά από τις Πόλεις». Οι ΗΠΑ μπορούσαν απλώς να καταστρέψουν τα πυρηνικά όπλα της άλλης πλευράς και να αφήσουν άθικτες τις πόλεις. Όμως αυτό αναιρέθηκε γρήγορα, και κανείς πλέον δεν το πιστεύει διότι τα περισσότερα κέντρα ελέγχου βρίσκονται μέσα ή κοντά στις πόλεις. Δεν υπάρχει τρόπος να καταστραφούν όλα αυτά σε ένα πρώτο πλήγμα χωρίς να γίνει επίθεση στις πόλεις. Επιπλέον, όταν μιλάμε για τις μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις, δεν υπάρχει τρόπος ώστε οι πυρηνικοί αποτρεπτικοί παράγοντες στην άλλη πλευρά να καταστραφούν ολοσχερώς, , καθώς ακόμα και ένα σχετικά μικρό μόλις μέρος των πυρηνικών οπλοστασίων των μεγάλων δυνάμεων θα μπορούσε να καταστρέψει όλες τις μεγάλες πόλεις στην άλλη πλευρά. Τυχόν διαφορετικές σκέψεις συνιστούν επικίνδυνες φαντασιώσεις που αυξάνουν τις πιθανότητες ενός παγκόσμιου θερμοπυρηνικού πολέμου ο οποίος θα καταστρέψει την ανθρωπότητα. Αυτό σημαίνει ότι οι βασικοί πυρηνικοί αναλυτές, οι οποίοι συμμετέχουν καθοριστικά στην εκπόνηση των δογμάτων «Αντιστάθμισης Ισχύος», προωθούν την πλήρη τρέλα. Οι σχεδιαστές του πυρηνικού πολέμου παριστάνουν ότι μπορούν να επικρατήσουν σε έναν πυρηνικό πόλεμο.

Ωστόσο, τώρα ξέρουμε ότι η MAD, η «Αμοιβαία Εγγυημένη Καταστροφή», όπως την είχαν σκεφτεί αρχικά, είναι λιγότερη ακραία από ο,τι θα σήμαινε σήμερα η διεξαγωγή ενός παγκόσμιου θερμοπυρηνικού πολέμου. Η «Αμοιβαία Εγγυημένη Καταστροφή» σημαίνει ότι και οι δύο πλευρές θα καταστρέφονταν, με εκατοντάδες εκατομμύρια θύματα. Όμως ο πυρηνικός χειμώνας σημαίνει ότι θα εξολοθρευόταν σχεδόν όλος ο πληθυσμός του πλανήτη.

Η στρατηγική «Αντιστάθμισης Ισχύος», η επιδίωξη της δυνατότητας επίτευξης του «πρώτου πλήγματος», ή η πυρηνική υπεροχή σημαίνουν ότι η κούρσα των πυρηνικών συνεχίζει εντεινόμενη, με την ελπίδα ότι θα παρακαμφθεί η MAD χωρίς να απειλείται στην πραγματικότητα η ύπαρξη του ανθρώπινου είδους. Ακόμα και αν ο αριθμός των πυρηνικών όπλων περιοριστεί, ο αποκαλούμενος «εκσυγχρονισμός» του πυρηνικού οπλοστασίου, ιδίως από την πλευρά των ΗΠΑ, είναι σχεδιασμένος ώστε να καταστήσουν εφικτή την «Αντιστάθμιση Ισχύος» και κατ’ επέκταση, να καταστήσουν εφικτό το πρώτο πλήγμα. Γι’ αυτό και η Ουάσινγκτον αποσύρθηκε από τις πυρηνικές συνθήκες όπως η Συνθήκη ABM και η Συνθήκη Πυρηνικών Πυραύλων Μεσαίου Βεληνεκούς. Θεωρούνταν ως εμπόδια των όπλων «Αντιστάθμισης Ισχύος», παρενοχλώντας τις επιδιώξεις του Πενταγώνου για την επίτευξη της πυρηνικής υπεροχής. Η Ουάσινγκτον αποσύρθηκε από όλες αυτές τις συνθήκες, ενώ ταυτόχρονα ήταν πρόθυμη να αποδεχτεί ένα όριο στο συνολικό αριθμό πυρηνικών όπλων διότι πλέον το παιχνίδι παιζόταν αλλιώς. Η στρατηγική των ΗΠΑ επικεντρώνεται στην αντιστάθμιση ισχύος και όχι στην αντιστάθμιση επιπτώσεων.

Όλα αυτά είναι πολλά για να αφομοιωθούν σε ένα τόσο σύντομο διάστημα. Όμως νομίζω ότι είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τις δύο πτυχές της ιμπεριαλιστικής Στρατηγικής Μεγάλης Κλίμακας των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ, προκειμένου να κατανοήσουμε γιατί το Κρεμλίνο θεωρεί ότι απειλείται και γιατί ενήργησε με τον τρόπο που ενήργησε, καθώς και γιατί αυτός ο proxy πόλεμος είναι τόσο επικίνδυνος για όλο τον κόσμο. Αυτό που πρέπει να έχουμε τώρα κατά νου είναι ότι όλοι αυτοί οι ελιγμοί για την απόλυτη παγκόσμια υπεροχή μας έχουν φέρει στα πρόθυρα ενός παγκόσμιου θερμοπυρηνικού πολέμου και την ολική παγκόσμια καταστροφή. Η μόνη απάντηση σε αυτό είναι η δημιουργία ενός μαζικού παγκόσμιου κινήματος για την ειρήνη, την οικολογία και τον σοσιαλισμό.

Πηγή: Monhtly Review online

Μετάφραση: Σωτήρης Λαπιέρης, Θοδωρής Τσαβέας

Αναδημοσίευση από ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ

1 Counterforce weapons: Όπλα που στοχεύουν σε στρατιωτικούς στόχους και όχι σε πολιτικές υποδομές, με αντικειμενικό σκοπό της απομείωση της ισχύος του αντιπάλου και την πρόληψη τυχόν δικών του επιθέσεων (ΣτΜ.)

2 Countervalue: Μαζί με την αντιστάθμιση ισχύος (counterforce) συνιστούν τα δύο δόγματα πυρηνικού πολέμου. Στην περίπτωση του δόγματος countervalue, ο στόχος είναι η επίτευξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερων απωλειών πολιτικών υποδομών και ανθρώπινων ζωών στον αντίπαλο. Το δόγμα counterforce στοχεύει αντίθετα στην ολοκληρωτική καταστροφή των πυρηνικών δυνατότητων του αντιπάλου, ώστε να το καταστήσει ευάλωτο απέναντι σε τυχόν επιθέσεις και να του αφαιρέσει την δυνατότητα εξαπόλυσης χτυπημάτων με τη μορφή αντιποίνων. Στην ελληνική βιβλιογραφία, δεν υφίσταται καθιερωμένη μετάφραση, οπότε εδώ επιλέγουμε για τον μεν countervalue την «αντιστάθμιση επιπτώσεων» και για το δε counterforce την «αντιστάθμιση ισχύος». 

Με την οικονομική επίθεση στη Ρωσία, η Αμερική πυροβολεί τη δική της αυτοκρατορία του δολαρίου

Οι αυτοκρατορίες ακολουθούν συχνά την πορεία μιας ελληνικής τραγωδίας, επιφέροντας ακριβώς  τη μοίρα που προσπαθούσαν να αποφύγουν. Αυτή είναι η περίπτωση της αμερικανικής αυτοκρατορίας, καθώς αποδιαρθρώνεται σε αργή κίνηση.

Στοιχειώδης υπόθεση της οικονομικής και διπλωματικής πρόβλεψης είναι ότι κάθε χώρα θα ενεργεί με βάση το δικό της συμφέρον. Αυτή η συλλογιστική δεν έχει ελπίδα στον σημερινό κόσμο. Παρατηρητές από όλο το πολιτικό φάσμα χρησιμοποιούν φράσεις όπως «πυροβολούν τα πόδια τους» για να περιγράψουν τη διπλωματική αντιπαράθεση των ΗΠΑ με τη Ρωσία.

Επί μία γενεά και πλέον, οι πιο εξέχοντες διπλωμάτες των ΗΠΑ προειδοποιούσαν γι’ αυτό που θεωρούσαν ως την απόλυτη εξωτερική απειλή: μια συμμαχία της Ρωσίας με την Κίνα, που θα κυριαρχεί στην Ευρασία. Οι οικονομικές κυρώσεις  της Αμερικής και η στρατιωτική αντιπαράθεση ωθούν επιπλέον κι άλλες χώρες στην αναδυόμενη ευρασιατική τροχιά τους.

Η αμερικανική οικονομική και χρηματοπιστωτική ισχύς προσδοκούσε να αποτρέψει αυτή τη μοίρα. Εδώ και μισό αιώνα, από τότε που οι ΗΠΑ κατάργησαν τον κανόνα του χρυσού, το 1971, οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου λειτουργούν με τον κανόνα του δολαρίου, κρατώντας τα διεθνή νομισματικά αποθεματικά τους σε μορφή ομολόγων του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, με καταθέσεις σε αμερικανικές τράπεζες και με αμερικανικές μετοχές και ομόλογα. Αυτό επέτρεπε στην Αμερική να χρηματοδοτεί τις στρατιωτικές της δαπάνες στο εξωτερικό, και να υποστηρίζει τα χρόνια ελλείμματά της που οφείλονταν στην αποβιομηχάνιση, δημιουργώντας IOU (υποχρεώσεις χρέους) σε δολάρια, τα οποία οι άλλες χώρες αποδέχονταν. Τα ελλείμματα του αμερικανικού ισοζυγίου πληρωμών  κατέληγαν ως αποθεματικά  στις κεντρικές τράπεζες των χωρών που έχουν πλεόνασμα ισοζυγίου πληρωμών, ενώ οι οφειλέτες του Παγκόσμιου Νότου χρειάζονται δολάρια για να πληρώνουν του κατόχους των ομολόγων τους και να διεξάγουν εξωτερικό εμπόριο.

Αυτό το νομισματικό προνόμιο –το  seignorage του δολαρίου, η διαφορά ανάμεσα στην ονομαστική αξία και στο κόστος παραγωγής του – επέτρεπε στην αμερικανική διπλωματία να επιβάλλει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές στον υπόλοιπο κόσμο, χωρίς να χρησιμοποιεί μεγάλη στρατιωτική ισχύ, με εξαίρεση την περίπτωση αρπαγής του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής.

Η πρόσφατη κλιμάκωση των αμερικανικών κυρώσεων που απαγορεύουν στις ευρωπαϊκές, ασιατικές και άλλες χώρες το εμπόριο και τις επενδύσεις στη Ρωσία, στο Ιράν και στην Κίνα, έχει επιβάλει τεράστιο κόστος ευκαιριών -κόστος χαμένων ευκαιριών – στους συμμάχους των ΗΠΑ.  Και η πρόσφατη κατάσχεση του χρυσού και των ξένων αποθεματικών της Βενεζουέλας, του Αφγανιστάν και τώρα της Ρωσίας, μαζί με τη στοχευμένη αρπαγή τραπεζικών λογαριασμών πλούσιων ξένων (με την ελπίδα να κερδίσουν την καρδιά και το μυαλό τους, όταν αυτοί προσπαθήσουν να ανακτήσουν τους κατασχεμένους λογαριασμούς τους), αποτέλειωσε την ιδέα ότι το δολάριο και οι δορυφόροι του, στερλίνα  και ευρώ, αποτελούν ασφαλείς επενδύσεις, όταν οι παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες είναι αβέβαιες.

Έτσι αισθάνομαι κάπως ανήσυχος, βλέποντας την ταχύτητα με την οποία αυτό το δομημένο γύρω από τον χρηματοπιστωτικό τομέα αμερικανικό σύστημα, έχει αποδολαριοποιηθεί  σε διάστημα μόλις ενός ή δύο χρόνων. Το βασικό θέμα του βιβλίου μου «Υπερ-ιμπεριαλισμός», ήταν πώς, τα περασμένα πενήντα χρόνια, ο κανόνας του  χρήματος που εξέδιδε το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών διοχέτευε τις ξένες αποταμιεύσεις στις αμερικανικές χρηματοπιστωτικές αγορές και στις τράπεζες, δημιουργώντας ελεύθερο πεδίο για τη διπλωματία του δολαρίου.

Πίστευα ότι της αποδολαριοποίησης θα ηγούνταν η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίες θα έπαιρναν τον έλεγχο των οικονομιών τους, για να αποφύγουν το είδος της χρηματοπιστωτικής πόλωσης που επιβάλλει τη λιτότητα στις ΗΠΑ[i].

Αλλά οι Αμερικανοί αξιωματούχοι τις αναγκάζουν να ξεπεράσουν οποιονδήποτε δισταγμό είχαν για την αποδολαριοποίηση.

Περίμενα  ότι το τέλος της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής οικονομίας που στηρίζεται στο δολάριο, θα ερχόταν με την αποχώρηση άλλων χωρών.  Αλλά δεν συνέβη αυτό. Οι ίδιοι οι Αμερικανοί διπλωμάτες  επέλεξαν να τερματίσουν τη διεθνή δολαριοποίηση, βοηθώντας τη Ρωσία να δημιουργήσει τα δικά της μέσα αυτάρκους γεωργικής και βιομηχανικής παραγωγής.

Αυτή η διαδικασία παγκόσμιου ρήγματος εξελίσσεται στην πραγματικότητα εδώ και αρκετά χρόνια, αρχίζοντας με τις κυρώσεις που απαγόρευαν στους συμμάχους του ΝΑΤΟ και άλλους οικονομικούς δορυφόρους της Αμερικής να εμπορεύονται με τη Ρωσία. Για τη Ρωσία, αυτές οι κυρώσεις είχαν το ίδιο αποτέλεσμα  που θα είχαν οι προστατευτικοί δασμοί.

Η Ρωσία ήταν  πολύ ενθουσιασμένη με την ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς για να λάβει μέτρα ώστε  να προστατεύσει τη δική της γεωργία ή βιομηχανία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της έδωσαν  την ώθηση  που χρειαζόταν, επιβάλλοντας εσωτερική αυτάρκεια στη Ρωσία. Όταν τα κράτη της Βαλτικής έχασαν τη ρωσική αγορά τυριών και άλλων αγροτικών προϊόντων, η Ρωσία δημιούργησε γρήγορα τον δικό της τομέα τυριών και γαλακτοκομικών προϊόντων – ενώ έγινε ο κορυφαίος εξαγωγέας σιτηρών στον κόσμο.

Η Ρωσία ανακαλύπτει (ή είναι στα πρόθυρα να ανακαλύψει) ότι δεν χρειάζεται αμερικανικά δολάρια  για να στηρίζει την ισοτιμία του ρουβλιού. Η κεντρική τράπεζά της μπορεί  να δημιουργεί τα ρούβλια που χρειάζεται για να πληρώνονται οι εσωτερικοί μισθοί και να χρηματοδοτείται ο σχηματισμός κεφαλαίου. Έτσι, οι αμερικανικές κατασχέσεις μπορεί τελικά να οδηγούν τη Ρωσία στο τέλος της νεοφιλελεύθερης νομισματικής φιλοσοφίας, όπως  υποστηρίζει επί μακρόν ο Σεργκέι Γκλάζιεφ, προς όφελος της  μοντέρνας νομισματικής θεωρίας.

Η ίδια δυναμική υπονόμευσης των  προσχηματικών αμερικανικών στόχων έχει εμφανιστεί  στις κυρώσεις εναντίον των Ρώσων δισεκατομμυριούχων. Η νεοφιλελεύθερη θεραπεία-σοκ και οι ιδιωτικοποιήσεις της δεκαετίας του 1990 άφησαν στους Ρώσους κλεπτοκράτες  μόνο έναν δρόμο για τη ρευστοποίηση των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων που είχαν αρπάξει. Αυτός ήταν να δημιουργήσουν εταιρείες μ’ αυτά, και να πουλήσουν τις μετοχές τους στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Οι εγχώριες αποταμιεύσεις εξανεμίστηκαν και οι Αμερικανοί σύμβουλοι έπεισαν τη ρωσική Κεντρική Τράπεζα να μη δημιουργεί χρήμα σε ρούβλια.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τα ορυκτά της χώρας για να χρηματοδοτήσουν τον εξορθολογισμό της ρωσικής βιομηχανίας και την κατασκευή κατοικιών. Αντί να επενδυθούν τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις σε νέα μέσα προστασίας της Ρωσίας, αυτά αναλώθηκαν στις αγορές από τους νεόπλουτους πολυτελών βρετανικών ακινήτων, θαλαμηγών και άλλων περιουσιακών στοιχείων που αγοράζονται με το χρήμα που μεταναστεύει για να μη φορολογηθεί. Το αποτέλεσμα, όμως, της ομηρίας των ρωσικών δολαρίων, στερλινών και ευρώ, ήταν το να γίνει το Σίτι του Λονδίνου ένας πολύ ριψοκίνδυνος τόπος για να τοποθετούν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Επιβάλλοντας κυρώσεις  στους πιο πλούσιους Ρώσους που είναι οι κοντινότεροι στον Πούτιν, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έλπιζαν ότι θα τους ωθούσαν να εναντιωθούν στην απομάκρυνσή του από τη Δύση και έτσι να χρησιμεύσουν ως πράκτορες επιρροής του ΝΑΤΟ. Αλλά στους Ρώσους δισεκατομμυριούχους αρχίζει να φαίνεται ασφαλέστερη η χώρα τους.

Επί δεκαετίες, το υπουργείο Οικονομικών και η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ έδιναν μάχη ενάντια στο να ανακτήσει ο χρυσός τον ρόλο του στα διεθνή αποθεματικά. Αλλά πώς θα βλέπουν άραγε η Ινδία και η Σαουδική Αραβία τα αποθέματά τους σε δολάρια, όταν ο Μπάιντεν και o Μπλίνκεν προσπαθούν να τις αναγκάσουν να ακολουθήσουν την «τάξη πραγμάτων που βασίζεται σε αμερικανικούς κανόνες» αντί τα δικά τους συμφέροντα; Οι πρόσφατες υπαγορεύσεις των ΗΠΑ τους άφησαν ελάχιστες εναλλακτικές πέρα από το να αρχίσουν να προστατεύουν την αυτονομία τους, μετατρέποντας σε χρυσό  τα αποθεματικά τους σε δολάρια και ευρώ, ως περιουσιακό στοιχείο που δεν έχει τη μοίρα της πολιτικής ομηρίας που επιβάλλουν οι όλο και πιο δαπανηρές και αποδιοργανωτικές απαιτήσεις των ΗΠΑ.

Η αμερικανική διπλωματία υπενθυμίζει συνεχώς στην Ευρώπη την άθλια υποτέλειά της, λέγοντας στις κυβερνήσεις της να ζητούν από τις εταιρείες τους να ξεφορτωθούν ρωσικά περιουσιακά στοιχεία πολύ κάτω από την αξία τους, μετά το μπλοκάρισμα των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Ρωσίας και την πτώση της ισοτιμίας του ρουβλίου. Η Blackstone, η Goldman Sachs και άλλοι επενδυτές των ΗΠΑ κινήθηκαν γρήγορα για να αγοράσουν ό,τι η Shell Oil και οι άλλες ξένες εταιρείες ξεφορτώνονταν.

Κανείς δεν πίστευε ότι η μεταπολεμική παγκόσμια τάξη του 1945-2020 θα υποχωρούσε τόσο γρήγορα. Μια πραγματικά νέα διεθνής οικονομική τάξη αναδύεται, αν και δεν είναι ακόμη σαφές ποια μορφή θα πάρει. Αλλά η «προώθηση της Αρκούδας», με την αντιπαράθεση ΗΠΑ/ΝΑΤΟ με τη Ρωσία, έχει περάσει το επίπεδο κρίσιμης μάζας. Δεν πρόκειται πλέον μόνο για την Ουκρανία. Αυτό είναι απλώς το έναυσμα, ένας καταλύτης για την απομάκρυνση μεγάλου μέρους του κόσμου από την τροχιά των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ.

Η επόμενη αναμέτρηση μπορεί να γίνει μέσα στην Ευρώπη την ίδια, καθώς οι εθνικιστές πολιτικοί  αναζητούν μια διέξοδο από τη λαβή της υπερβολικής ισχύος των ΗΠΑ  στους Ευρωπαίους και άλλους συμμάχους τους, η οποία στοχεύει να τους κρατήσει εξαρτημένους από το εμπόριο και τις επενδύσεις που βασίζονται στις ΗΠΑ. Το τίμημα της συνεχιζόμενης υπακοής τους θα επιβάλει πληθωρισμό κόστους στη βιομηχανία τους, ενώ εγκαταλείπουν τη δημοκρατική εκλογική πολιτική τους για να υποταχθούν στους ανθυπάτους του αμερικανικού ΝΑΤΟ.

Οι συνέπειες δεν μπορούν να θεωρηθούν «ακούσιες».  Πολλοί παρατηρητές έχουν επισημάνει τι ακριβώς θα συνέβαινε  —  πρώτα απ’ όλους ο πρόεδρος Πούτιν και ο υπουργός Εξωτερικών Λαβρόφ εξήγησαν ποια θα ήταν ακριβώς η αντίδρασή τους εάν το ΝΑΤΟ επέμενε να τους στριμώχνει στη γωνία, ενώ επιτίθεται στους ρωσόφωνους των ανατολικών περιοχών της Ουκρανίας και μεταφέρει βαρύ οπλισμό στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας. Οι συνέπειες ήταν προβλέψιμες. Οι νεοσυντηρητικοί που ελέγχουν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ απλώς δεν νοιάζονται. Εάν κάποιος αναγνωρίσει  τις ανησυχίες  της Ρωσίας, θεωρείται ότι «δείχνει κατανόηση στον Πούτιν».

Ό,τι δεν έκαναν οι ξένες χώρες για να αντικαταστήσουν το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλους βραχίονες της αμερικανικής διπλωματίας, το κατάφεραν οι ίδιοι οι Αμερικανοί πολιτικοί, αναγκάζοντας αυτές τις χώρες να το κάνουν. Αντί οι ευρωπαϊκές, μεσανατολικές και οι χώρες του Παγκόσμιου Νότου να απεμπλακούν απ’ αυτούς τους οργανισμούς, με βάση τους δικούς τους υπολογισμούς για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους, τις οδηγεί εκτός η ίδια η Αμερική, όπως έκανε με τη Ρωσία και την Κίνα. Περισσότεροι πολιτικοί αναζητούν την υποστήριξη των ψηφοφόρων τους, θέτοντας το ερώτημα εάν θα ήταν καλύτερα να εξυπηρετηθούν από νέες νομισματικές διευθετήσεις  για να αντικαταστήσουν το δολαριοποιημένο εμπόριο, τις επενδύσεις, ακόμη και την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους.

Η συντριπτική πίεση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων πλήττει ιδιαίτερα σκληρά τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που προκαλεί η ασθένεια COVID-19 και οι οφειλές του χρέους σε δολάρια που προβάλλουν στον ορίζοντα. Κάτι πρέπει να γίνει. Πόσο καιρό θα επιβάλλουν αυτές οι χώρες τη λιτότητα για να πληρώνουν τους ξένους κατόχους ομολόγων;

Πώς θα τα καταφέρουν η αμερικανική και ευρωπαϊκές οικονομίες εν όψει των κυρώσεων στις εισαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου, κοβαλτίου, αλουμίνιου, παλλάδιου και άλλων βασικών υλικών  από τη Ρωσία; Οι Αμερικανοί διπλωμάτες έχουν συντάξει έναν κατάλογο πρώτων υλών που η οικονομία τους χρειάζεται απελπισμένα και οι οποίες εξαιρούνται από τις εμπορικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν. Αυτό παρέχει στον Πούτιν  έναν κατάλογο των σημείων στα οποία πιεζόμαστε για να τον χρησιμοποιήσει στην αναδιαμόρφωση της παγκόσμιας διπλωματίας και βοηθά τις ευρωπαϊκές και άλλες χώρες να απομακρυνθούν από το σιδηρούν παραπέτασμα που έχει επιβάλει η Αμερική για να παγιδεύσει τους δορυφόρους της στην εξαρτώντας τους από τις πολύ ακριβότερες αμερικανικές προμήθειες.

Αλλά η τελική απομάκρυνση από τον αμερικανικό τυχοδιωκτισμό πρέπει να προέλθει από το εσωτερικό των ΗΠΑ. Καθώς πλησιάζουν οι ενδιάμεσες εκλογές, οι Ρεπουμπλικάνοι πιθανώς να μιλήσουν για τον πληθωρισμό τιμών που προκαλεί η βενζίνη και η ενέργεια ως αποτυχία του Μπάιντεν. Δεν είναι σαφές εάν η φιλο-ουκρανική προπαγάνδα θα έχει χάσει την επίδρασή της λόγω της υπερβολικής προβολής της. Αλλά εάν η Ρωσία νικήσει στον πόλεμο  σύντομα, οι Ρεπουμπλικάνοι θα σφυροκοπήσουν τον Μπάιντεν γιατί βασίστηκε σε δαπανηρές και κακοσχεδιασμένες κυρώσεις, ενώ η Αμερική χρειάζεται τις εξαγωγές του ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το φυσικό αέριο δεν είναι αναγκαίο μόνο για τη θέρμανση και την παραγωγή ενέργειας, αλλά και για την κατασκευή λιπασμάτων, στα οποία, υπάρχει ήδη παγκόσμια έλλειψη. Και αυτό έχει επιδεινωθεί με την παρεμπόδιση των εξαγωγών των ρωσικών και ουκρανικών σιτηρών, στέλνοντας στα ύψη τις τιμές των τροφίμων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.

Η προσπάθεια να αντιδράσει η Ρωσία στρατιωτικά και έτσι να εμφανιστεί ο κακός στον υπόλοιπο κόσμο αποδεικνύεται ένα επικίνδυνο τέχνασμα που στοχεύει απλώς στο να δείξει ότι η Ευρώπη πρέπει να συμβάλλει περισσότερο στο ΝΑΤΟ, να αγοράζει περισσότερα αμερικανικά όπλα και να προσδεθεί πιο σφιχτά στο εμπόριο, εξαρτώμενη από τις ΗΠΑ.  Η αστάθεια που έχει προκαλέσει αυτή η πολιτική θα μπορούσε να κάνει τις ΗΠΑ εξίσου απειλητικές με τη Ρωσία.

Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δεν δίσταζαν να εκφράζουν στον κόσμο τις ανησυχίες τους ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν τρελός και δημιουργεί προβλήματα στη διεθνή διπλωματία. Φαίνεται όμως ότι κάνουν τα στραβά μάτια στην επαναφορά από την  κυβέρνηση Μπάιντεν της αποτρόπαιας πολιτικής μίσους κατά της Ρωσίας μέσω του υπουργού Εξωτερικών Μπλίνκεν και της Βικτόριας Νούλαντ-Κάγκαν.  Μπορεί ο τρόπος και οι προσποιήσεις του Τραμπ να ήταν αγενείς, αλλά η νεοσυντηρητική σπείρα της Αμερικής έχει πολύ μεγαλύτερη εμμονή στο ζήτημα της απειλής μιας παγκόσμιας  αντιπαράθεσης. Γι’ αυτούς υπήρχε μόνο το ερώτημα ποια πραγματικότητα θα αναδειχθεί νικήτρια: η «πραγματικότητα» που πιστεύουν  ότι μπορούν να κατασκευάσουν αυτοί, ή η οικονομική πραγματικότητα που βρίσκεται πέρα από τον έλεγχο των ΗΠΑ.

[i] Βλ. πιο πρόσφατα Radhika Desai και Michael Hudson (2021), “Beyond Dollar Creditocracy: A Geopolitical Economy,” Valdai Club Paper No. 116. Moscow: Valdai Club, 7  Ιουλίου, ανατύπ. στο Real World Economic Review (97), rwer.wordpress.com.

Πηγή: Monthly Review

Τίποτα να χάσουν εκτός από τις αλυσίδες τους

«Οι προλετάριοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν εκτός από τις αλυσίδες τους. Έχουν έναν ολόκληρο κόσμο να κερδίσουν. Προλετάριοι όλων των χωρών, Ενωθείτε!». Αυτές είναι οι τρεις τελευταίες προτάσεις στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», περισσότερο γνωστό ως «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», που εκδόθηκε το 1848 και γράφτηκε την προηγούμενη χρονιά από τους Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς.[i] Οι λέξεις αυτές αποτελούν ένα εμψυχωτικό και ενωτικό κάλεσμα προς τους εργάτες και τις εργάτριες να επαναστατήσουν ενάντια σε μια κοινωνική τάξη πραγμάτων που τους κρατά αλυσοδεμένους κι έπειτα να χτίσουν συλλογικά έναν καλύτερο, πιο ελεύθερο κόσμο. Το 1848 ήταν ένα έτος ριζοσπαστικών εξεγέρσεων σε όλη την Ευρώπη και οι δύο επαναστάτες ήλπιζαν ότι το τέλος του καπιταλισμού θα ερχόταν σύντομα και ότι μια νέα κοινωνία θα μπορούσε να οικοδομηθεί πάνω στις στάχτες του.

Η άνοδος της Εργατικής Τάξης

Ας εξετάσουμε την περίφημη προτροπή των Μαρξ και Ένγκελς. Κατά πρώτον, οι προλετάριοι είναι οι μισθωτοί εργάτες, που ανήκουν στη μία από τις δύο μεγαλύτερες κοινωνικές τάξεις που υφίστανται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, με την άλλη να είναι οι καπιταλιστές που τους απασχολούν. Επειδή οι εργάτες δεν κατέχουν καθόλου ή κατέχουν ανεπαρκή μέσα παραγωγής, δεν μπορούν να επιβιώνουν εάν δεν πωλούν την εργατική τους δύναμη στους εργοδότες.

Ο Μαρξ πίστευε ορθά ότι καθώς ο καπιταλισμός αναπτυσσόταν, η μισθωτή εργασία θα γινόταν η συντριπτικά κυρίαρχη μορφή εργασίας. Όσο ο καπιταλισμός βρισκόταν σε πρώιμο στάδιο, κατά τον 16ο – 17ο αιώνα, υπήρχαν πολλοί ακόμη τύποι εργασιακών σχέσεων, καθώς συνυπήρχαν πολλοί τρόποι παραγωγής: η τροφοσυλλογή και το κυνήγι, η δουλεία, και διάφορα συστήματα υποτέλειας, όπως η φεουδαρχία. Όλοι, εκτός από τους τροφοσυλλέκτες και τους κυνηγούς, παρείχαν εργασία υπό συνθήκες εξαναγκασμού, διαφεντευόμενοι από δουλοκτήτες ή φεουδάρχες. Ο καπιταλισμός υπονόμευσε σταδιακά τον προκάτοχό του, το φεουδαρχικό σύστημα, σπάζοντας έτσι την άμεση, προσωπική και παντελώς άνιση σχέση που συνέδεε τους ευγενείς, που έλεγχαν τις αγροτικές γαίες, με τους δουλοπάροικους, που τις δούλευαν. Η γη μετατράπηκε σε αντικείμενο ιδιωτικής ιδιοκτησίας και οι δουλοπάροικοι εκδιώχθηκαν από τη γη και εξωθήθηκαν στη μισθωτή εργασία, είτε στις κωμοπόλεις και τις μητροπόλεις είτε σε  αγροκτήματα στην επαρχία. Τόσο στις πόλεις όσο και στην επαρχία, πολλοί μέχρι πρότινος δουλοπάροικοι έμεναν άνεργοι.

Αν και η φεουδαρχία έφθινε όσο αναπτυσσόταν ο καπιταλισμός, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τη δουλεία[ii]. Σύμφωνα με τον ιστορικό Gerald Horne, υπήρχε μια δραστήρια αγορά σκλάβων σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη, την Ευρασία και τον αραβικό κόσμο. Και όπως έχει αποδείξει ο Horne και άλλοι ιστορικοί, η δουλεία και ο καπιταλισμός συνδέονταν στενά. Η σκληρή μεταχείριση των σκλάβων από τους κερδοσκόπους δουλοκτήτες απέκτησε εξαρχής φυλετικά χαρακτηριστικά, προκειμένου να διακρίνονται όσοι ήταν σκλάβοι και κατά κανόνα έγχρωμοι από αυτούς που ήταν «λευκοί». Ο καπιταλισμός που ακολούθησε υιοθετούσε τα ίδια φυλετικά κριτήρια διάκρισης, ιδίως στην Αμερική και την Ευρώπη.

Κατά δεύτερον, ο Μαρξ και ο Ένγκελς είπαν ότι «οι προλετάριοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν, εκτός από τις αλυσίδες τους. Έχουν έναν κόσμο ολόκληρο να κερδίσουν». Στο σημείο αυτό υπονοούν ότι υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο σε σχέση με αυτούς τους προλετάριους. Το ανθρώπινο είδος υπάρχει εδώ και 100 χιλιάδες χρόνια και ίσως, όπως υποστηρίζουν σήμερα ορισμένοι αρχαιολόγοι, και πολύ περισσότερα. Αυτό σημαίνει ότι κατά το 90-95% του συνολικού χρόνου ύπαρξής τους στον πλανήτη, οι άνθρωποι ζούσαν σε μικρές ομάδες και επιβίωναν συλλέγοντας καρπούς, φρούτα και άλλα φυτά, ενώ τροφοδοτούνταν όποτε μπορούσαν με κρέας μέσω του κυνηγιού. Ραγδαίες αλλαγές επήλθαν στην κοινωνική οργάνωση των ανθρώπων όταν έμαθαν να καλλιεργούν φυτά. Κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης χρονικής περιόδου, η γεωργία αντικατέστησε σταδιακά την τροφοσυλλογή και το κυνήγι και μαζί με αυτήν την αλλαγή εμφανίστηκε και η διαίρεση των κοινωνιών σε τάξεις. Η γεωργία δημιούργησε συνθήκες κατάλληλες για την παραγωγή ενός πλεονάσματος αγαθών που υπερέβαινε τις βασικές ανάγκες και, κατ’ αποτέλεσμα κατέστη δυνατή η ύπαρξη ανθρώπων, οι οποίοι έπαιζαν έναν ρόλο στην κοινωνία, αλλά δεν εργάζονταν. Οι φεουδάρχες, οι αυτοκράτορες, οι δουλοκτήτες και οι όμοιοί τους σηματοδότησαν τη γέννηση της προ-καπιταλιστικής, ταξικής κοινωνίας· αυτοί οι άνδρες (και μερικές γυναίκες) μπορούσαν να χρησιμοποιούν τον ελεύθερο χρόνο τους και την πρόσβασή τους στο πλεόνασμα αγαθών, προκειμένου να ασκούν εξουσία στους αγρότες, τους δουλοπάροικους και τους δούλους, που εκτελούσαν τις απαραίτητες εργασίες για την παραγωγή προϊόντων. Αν και υπήρχαν μεγάλες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις διάφορες ταξικά οργανωμένες κοινωνικές δομές, η πιο βασική ομοιότητα ήταν η άμεση και προσωπική σχέση που συνέδεε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.

Ο καπιταλισμός μετασχημάτισε ριζικά τις ταξικά οργανωμένες κοινωνίες. Αντί για τις προσωπικές και άμεσες σχέσεις μεταξύ όσων ασκούσαν και όσων δεν ασκούσαν έλεγχο επί της παραγωγής, οι σχέσεις παραγωγής του νέου συστήματος διαμεσολαβούνται από μια απρόσωπη αγορά. Σήμερα οι εργάτες σπανίως γνωρίζουν προσωπικά τους ιδιοκτήτες των εταιριών όπου εργάζονται και συχνά δεν ξέρουν ούτε καν τα ονόματά τους, ενώ οι καταναλωτές σπανίως γνωρίζουν ποιος κατασκευάζει όσα αγοράζουν. Έτι περαιτέρω, η άντληση υπεραξίας από την εργασία όσων μοχθούν στα εργοστάσια, τα ορυχεία, τους μύλους, τα γραφεία και το πλήθος, εν γένει, των καπιταλιστικών επιχειρήσεων αποκρύπτεται από την αγορά.

Οι εργάτες φαινομενικά αμειβόμαστε με έναν μισθό που καθορίζεται από τις απρόσωπες δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης. Δεν είναι εμφανές ότι μας εκμεταλλεύονται, ότι η υπεραξία που παράγουμε μεταφέρεται με κάποιον τρόπο στην περιουσία του εργοδότη. Φαινομενικά, δεν βρισκόμαστε στην ίδια θέση με τον δουλοπάροικο που τον έβλεπαν να μεταφέρει μέρος της σοδειάς της οικογένειάς του στο σπίτι του γαιοκτήμονα. Ακόμη λιγότερο ομοιάζουμε με τους σκλάβους, καθώς ακόμα και τα ίδια τα σώματά τους ανήκαν στους αφέντες. Δεν εξαρτόμαστε από έναν άρχοντα ή έναν αφέντη υπό την απειλή της βίας ή ακόμη και του θανάτου, αλλά είμαστε ελεύθεροι να δουλέψουμε για όποιον μας προσλάβει. Πώς προκύπτει, λοιπόν, ότι δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, παρά μόνο τις αλυσίδες μας;

Για να αντιληφθούμε τι εννοούσαν οι Μαρξ και Ένγκελς, είναι αναγκαίο να καταλάβουμε πόσο ριζοσπαστικός είναι ο καπιταλισμός. Είναι ιδιαίτερης σημασίας το γεγονός ότι αποτελεί το πρώτο σύστημα στο οποίο υπάρχει μία εγγενής, επιτακτική ανάγκη για επέκταση. Γνωρίζουμε ότι ο στόχος κάθε καπιταλιστή είναι η συσσώρευση κεφαλαίου. Το παραπάνω προκαλείται και καθίσταται αναγκαίο από τον ανταγωνισμό μεταξύ των κεφαλαίων. Μία επιχείρηση είτε επεκτείνεται επιτυχώς, είτε πεθαίνει. Η αναζήτηση νέων, κερδοφόρων αγορών οδηγεί τους εργοδότες στην ανάπτυξη νέων προϊόντων και στην αναζήτηση νέων αγορών πάντα και παντού. Από το τοπικό επίπεδο στο εθνικό και από εκεί στο παγκόσμιο, αυτή είναι η πορεία που ακολουθεί το κεφάλαιο. Σήμερα, δεν υπάρχει σχεδόν καμία πτυχή της ζωής μας, από τη γέννηση ως το θάνατό μας, και κανέναν μέρος στον κόσμο, που να μην έχει διεισδύσει το κεφάλαιο. Καθώς έτσι έχουν τα πράγματα, οι επιχειρήσεις παγκόσμιας εμβέλειας διαιρούνται σε έναν σχετικά μικρό αριθμό μεγάλων κεφαλαίων, που ανήκουν κατά βάση σε ένα πολύ μικρό τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι επιχειρήσεις απασχολούν μια τεράστια τάξη ανθρώπων που πρέπει να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη. Οι εταιρίες, με τη βοήθεια και τις πλάτες των κυβερνήσεων, πετούν εκτός αγοράς τους μικρογαιοκτήμονες, τους αγρότες και τους ιδιοκτήτες μικρών, τοπικών επιχειρήσεων και τους εξωθούν στη μισθωτή εργασία. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού δημιουργεί μια διαρκώς αυξανόμενη ομάδα μισθωτών και κάνει τις εναλλακτικές σε σχέση με αυτόν τον τρόπο βιοπορισμού να φαίνονται λιγότερο ελκυστικές ή ακόμα και ανίκανες να αποφέρουν καρπούς.

Εξίσου δραματικές αλλαγές συμβαίνουν και εντός των χώρων εργασίας. Όπως γνωρίζουν όλοι οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες, το κλειδί για την παραγωγή κερδών είναι ο όσο το δυνατόν πληρέστερος έλεγχος κάθε πτυχής της επιχείρησής τους. Και τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από τον έλεγχο των εργαζομένων, καθώς αυτοί είναι οι βασικοί ενεργητικοί παράγοντες στην παραγωγή. Ο όρος «έλεγχος» αφορά εδώ τους τρόπους με τους οποίους οι εργαζόμενοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους καθώς και με τα εργαλεία και μηχανήματα που χρησιμοποιούν. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές συγκροτούν την παραγωγική διαδικασία και αυτή είναι που πρέπει να βρίσκεται υπό έλεγχο. Ιστορικά έχουν εφαρμοστεί πολλές και ποικίλες μέθοδοι ελέγχου της παραγωγικής διαδικασίας. Θα εξετάσουμε μερικές από τις πιο σημαντικές, κάθε μία από τις οποίες κατάφερε να μειώσει τη δυνατότητα των εργατών να επηρεάζουν την παραγωγή.

Η πρώτη μέθοδος ήταν η κεντρική διαχείριση της παραγωγής. Για παράδειγμα, στην Αγγλία η παραγωγή μάλλινων, υφαντών υφασμάτων γινόταν στα σπίτια των υφαντριών, με ακατέργαστο μαλλί και αργαλειούς που τους παρείχαν οι έμποροι μαλλιού. Το μαλλί μετατρεπόταν σε ύφασμα και το τελικό προϊόν επέστρεφε στον έμπορο που πλήρωνε ένα ορισμένο ποσό για κάθε κομμάτι. Ο έμπορος προσπαθούσε τότε να πουλήσει το ύφασμα. Παρά το γεγονός ότι αυτός ο τρόπος παραγωγής μαλλιού (και πολλών άλλων προϊόντων), που είναι γνωστός ως σύστημα εξωτερικής συνεργασίας ή οικιακής εργασίας, απέφερε κέρδη και επέτρεπε στους εμπόρους να πετυχαίνουν χαμηλότερες τιμές χονδρικής βάζοντας σε μεταξύ τους ανταγωνισμό τις διάφορες ομάδες των υφαντριών, δεν άφηνε στους ιδιοκτήτες του μαλλιού επαρκή περιθώρια ελέγχου της διαδικασίας παραγωγής. Τους ήταν δύσκολο να αποτρέψουν την κλοπή πρώτης ύλης που γινόταν μέσω της παραγωγής υφάσματος χαμηλότερης ποιότητας, ενώ εμποδιζόταν και η χρήση των μηχανών στην παραγωγή. Για να ξεπεράσουν τα παραπάνω προβλήματα, οι εργοδότες άρχισαν να συγκεντρώνουν τους εργάτες σε εργοστάσια, μονώροφα συνήθως κτήρια στα οποία η εργασία εκτελούνταν όπως συνήθως, αλλά είχε πλέον υπαχθεί στην άμεση επίβλεψη των ιδιοκτητών ή των επιστατών που είχαν αυτοί προσλάβει. Ένα σφύριγμα ήταν αρκετό για να σημάνει την έναρξη της εργασίας, ενώ ήταν δυνατή η επιβολή ποινών σε όσους προσέρχονταν αργά. Η κλοπή αποθαρρυνόταν υπό το άγρυπνο βλέμμα των επιστατών. Η μεγαλύτερη κλίμακα παραγωγής που συνεπάγεται η λειτουργία εργοστασίων κατέστησε επίσης οικονομικά βιώσιμη επιλογή την εισαγωγή μηχανών στην παραγωγή.

Η συγκεντροποίηση της παραγωγής επέτρεψε στους επιβλέποντες να παρατηρήσουν στενά πώς οι επιδέξιες υφάντρες ή άλλες κατηγορίες τεχνητών εκτελούσαν την εργασία τους. Άρχισαν να παρατηρούν ότι οι τεχνίτες αυτοί διαιρούσαν την εργασία τους σε επιμέρους καθήκοντα και λεπτομέρειες. Ο Harry Braverman περιέγραψε αναλυτικά αυτήν την διαίρεση της εργασίας στην διαδικασία κατασκευής ενός μεταλλικού χωνιού:

«Για παράδειγμα, ένας μεταλλουργός κατασκευάζει ένα χωνί: σχεδιάζει την πρόσοψή του πάνω σε μια λαμαρίνα και με βάση αυτό το σχέδιο αναπτύσσει το περίγραμμα της ανάπτυξης ενός χωνιού και του στομίου του. Έπειτα κόβει κάθε κομμάτι με ψαλιδιές και τομές, το τυλίγει ώστε να πάρει το κατάλληλο σχήμα και πρεσάρει ή βιδώνει τις ραφές. Έπειτα τυλίγει το επάνω μέρος του χωνιού, κολλάει τις ραφές, κολλάει ένα δακτύλιο, ξεπλένει το οξύ που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση και δίνει στο χωνί το τελικό του σχήμα.

Όταν όμως εφαρμόζει την ίδια διαδικασία για να κατασκευάσει μεγάλη ποσότητα ίδιων χωνιών, ο τρόπος δράσης του αλλάζει. Αντί να αρχίσει να δουλεύει απευθείας πάνω στο υλικό, φτιάχνει ένα σχέδιο για να υπολογίσει τη συνολική ποσότητα χωνιών που χρειάζεται· Έπειτα τα κόβει όλα τα καλούπια, το ένα μετά το άλλο, τα τυλίγει κ.λπ. Εν προκειμένω, αντί να κατασκευάσει ένα χωνί μέσα σε μία ή δύο ώρες, καταναλώνει ώρες ή ακόμη και μέρες σε κάθε βήμα της συνολικής διαδικασίας, κατασκευάζοντας σε κάθε στάδιο εξαρτήματα, σφιγκτήρες, συσκευές κ.λπ., τα οποία θα ήταν περιττά αν ήθελε να φτιάξει ένα μόνο χωνί, αλλά σε περίπτωση που χρειαζόταν να φτιάξει μια αρκετά μεγάλη ποσότητα, θα επιτάχυναν σημαντικά κάθε βήμα της διαδικασίας, με αποτέλεσμα η συνολική εξοικονόμηση χρόνου να δικαιολογεί την πρόσκαιρη δαπάνη περισσότερου. Ο μεταλλουργός έχει συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να κατασκευάσει μεγαλύτερες ποσότητες κατ’ αυτόν τον τρόπο με λιγότερο κόπο και μεγαλύτερη εξοικονόμηση χρόνου, παρά με το να ολοκληρώνει την κατασκευή καθενός χωνιού προτού προχωρήσει στο επόμενο[iii]».

Δεν χρειάστηκε πολλή σκέψη στους επιβλέποντες για να αντιληφθούν ότι θα ήταν πολύ φθηνότερο να αναθέτουν σε ανειδίκευτους εργάτες να εκτελούν επαναλαμβανόμενα, καθόλη τη διάρκεια του ωραρίου τους τα επιμέρους τμήματα της παραγωγικής διαδικασίας. Η λύση ήταν η μείωση του κόστους της εξειδικευμένης και συνεπώς ακριβότερης εργασίας. Ο εφευρέτης και μηχανικός Charles Babbage το εξήγησε αυτό τόσο αναλυτικά στο βιβλίο του «Για την Οικονομία των Μηχανών και της Μανιφακτούρας», με αποτέλεσμα ο Braverman να το ονομάσει «Αρχή του Babbage»[iv]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο μειωνόταν σημαντικά το κόστος παραγωγής, αλλά εντεινόταν και ο έλεγχος του εργοδότη επί της παρεχόμενης εργασίας, καθώς οι εργάτες μπορούσαν πλέον να εναλλάσσονται σε περισσότερα πόστα και να αντικαθίστανται εύκολα. Οι εργοστασιάρχες μπορούσαν να απασχολούν ακόμη και παιδιά για να εκτελούν επαναλαμβανόμενες εργασίες. Τόσο η συγκεντροποίηση όσο και η λεπτομερής διαίρεση της εργασίας σε επιμέρους τμήματα έδωσαν μεγάλη ώθηση στον εκμηχανισμό της παραγωγής, που με τη σειρά του ενέτεινε τον έλεγχο του κεφαλαίου στην παραγωγή, τόσο μέσω του καθορισμού του ρυθμού παραγωγής από της μηχανές όσο και μέσω της περαιτέρω απεξάρτησης της εργασίας από ειδικές γνώσεις ή δεξιότητες[v]. Ο Frederick Winslow Taylor, ο διάσημος γκουρού του διαχειριστικού ελέγχου, μπόρεσε, ως συνέπεια της ευρείας χρήσης των μηχανών στα καπιταλιστικά εργοστάσια, να αντιληφθεί τι κάνουν οι εργαζόμενοι με μηχανικούς όρους και στη συνέχεια να παροτρύνει τους εργοδότες να εφαρμόσουν την «επιστημονική του μέθοδο διαχείρισης της εργασίας». Πρώτα, οι επιβλέποντες έπρεπε να παρατηρήσουν προσεκτικά -πολλές φορές και με κάμερες- και να χρονομετρήσουν όλες τις κινήσεις που έκαναν οι εργαζόμενοι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους (αυτό σήμερα μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά, χωρίς καν οι εργαζόμενοι να γνωρίζουν ότι παρακολουθούνται). Οι εργοδότες μπορούσαν έτσι να μάθουν επακριβώς τι έκαναν τα εργατικά χέρια που προσλάμβαναν και με ποιο τρόπο, με αποτέλεσμα να αποκτούν γνώσεις που μέχρι τότε μόνο οι εργάτες κατείχαν. Οι επιμέρους εργασίες επαναπροσδιορίζονταν με μηχανικούς όρους και έπειτα αναπτυσσόταν ένα σύνολο αναλυτικών οδηγιών για την εκτέλεση κάθε εργασίας. Κατόπιν, όσοι προσλαμβάνονταν υποχρεώνονταν να εκτελούν τα καθήκοντά τους με μηχανικό τρόπο, κάνοντας ακριβώς ότι τους είπαν, δηλαδή πότε να ξεκινήσουν, πότε να ξεκουραστούν, πώς να κινούνται και ούτω καθεξής. Ολόκληρος ο σχεδιασμός της εργασίας μονοπωλούνταν πλέον από τον εργοδότη και την κλίκα των διευθυντών και των μηχανικών παραγωγής. Οι εργάτες εκτελούσαν απλώς εντολές.

Υπό την οπτική της ανάλυσής μας για το απόσπασμα των Μαρξ και Ένγκελς που παραθέσαμε, πιστεύουμε ότι οι παραπάνω μηχανισμοί ελέγχου της παραγωγής επέφεραν δύο επιπτώσεις στους εργάτες. Πρώτον, βάθυναν σημαντικά την εγγενή στον καπιταλισμό αλλοτρίωση. Η ικανότητα μετασχηματισμού της φύσης μέσω της στοχευμένης εργασίας μας καθορίζει ως είδος. Στον καπιταλισμό, το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας γίνεται ιδιοκτησία κάποιου άλλου. Οι εργάτες δεν έχουν πλέον κανέναν έλεγχο επ’ αυτού. Πριν τον καπιταλισμό, οι περισσότερες εργασίες απαιτούσαν μια σχετική εξειδίκευση και ακόμη και στον πρώιμο καπιταλισμό τα πράγματα παρέμεναν έτσι. Και δεδομένου ότι οι κεφαλαιούχοι δεν μπορούσαν να εκτελέσουν αυτές τις εργασίες, οι τεχνίτες διατηρούσαν κάποια επιρροή σε σχέση με την παραγωγή τους. Με την συγκεντροποίηση της παραγωγής, τον λεπτομερή καταμερισμό της εργασίας, τον εκμηχανισμό και τον Τεϋλορισμό, αυτοί που μοχθούσαν έγιναν απλά εργατικά «χέρια» και αποχωρίστηκαν από αυτό που παρήγαγαν, από το φυσικό κόσμο που τους περιέβαλε, από τους ίδιους τους εαυτούς τους. Δεν ήταν πια ολόκληρα ανθρώπινα όντα αλλά απλοί πωλητές εργατικής δύναμης.

Δεύτερον, και με μια δόση ειρωνείας, η αλλοτρίωση που δημιουργεί ο καπιταλισμός έχει την τάση να μετατρέπει τους εργάτες σε ομογενοποιημένη μάζα. Οι εργάτες ταυτίζονται ο ένας με τον άλλο εντός του εργοστασίου – είναι όλοι τους μισθωτoί εργάτες υποταγμένοι στην εξουσία του κεφαλαίου. Ο εκμηχανισμός και ο λεπτομερής καταμερισμός της εργασίας επιτείνουν το αίσθημα της ταύτισης, καθώς είναι όλοι τους αναλώσιμα μέρη ή, όπως το έθεσε ο Μαρξ, «παραρτήματα» των μηχανών. Καθώς η διαδικασία της ομογενοποίησης εντείνεται, καθώς η αλλοτρίωση γίνεται εμφανέστερη και ο καπιταλισμός παράγει όλο και περισσότερους μισθωτούς εργάτες, δημιουργείται μια εργατική τάξη. Όλες οι κοινωνίες καταλήγουν να διαιρούνται σε μια καπιταλιστική και μια εργατική τάξη. Αργά ή γρήγορα αυτοί που εργάζονται αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι οι επιλογές τους είναι περιορισμένες και ότι οι ζωές τους οριοθετούνται από το γεγονός ότι τα αφεντικά τους βλέπουν απλώς σαν κόστη παραγωγής που θα πρέπει να παραμένουν σε αυστηρά περιορισμένα όρια – τέτοια που συχνά δεν επιτρέπουν τίποτα περισσότερο από μια οριακή επιβίωση. Κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι μισθωτοί εργάτες μέχρι να είναι πολύ γέροι ή πολύ καταπονημένοι σωματικά και ψυχικά για να τους προσλάβει κάποιος. Οι δεξιότητες, τα όνειρα, η προφανής ικανότητά τους να κάνουν κι άλλα πράγματα καταπνίγονται διαρκώς. Μπορούν να γίνουν και οι ίδιοι καπιταλιστές; Απίθανο. Μπορούν να γίνουν ανεξάρτητοι τεχνίτες; Δύσκολα. Μπορούν να αποκτήσουν μια έκταση γης και να γίνουν επιτυχημένοι αγρότες; Αμφίβολο. Μέσα σε αυτό το σύστημα, οι προοπτικές τους είναι αμυδρές.

Μέσα από τη συνειδητοποίηση των παραπάνω γεννιέται το μικρόβιο μιας ιδέας. Ως ατομικότητες οι εργάτες είναι αδύναμοι. Καθώς όμως είναι πολλοί αριθμητικά και οι εργοδότες τους εξαρτώνται από την εργασία τους, εάν δράσουν ενωμένοι και αλληλέγγυοι, θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τον έλεγχο που υφίστανται. Αρχικά, εξεγείρονται με τρόπο φαινομενικά αυθόρμητο, αν και σε κάθε προσπάθεια διεκδίκησης του δίκιου και παρακώλυσης της παραγωγής υπάρχουν πάντα ηγέτες και προεργασία. Όταν, παραδείγματος χάριν, η τιμή κάποιου αναγκαίου αγαθού, όπως του ψωμιού, ξεπέρασε τις ιστορικά καθορισμένες ή θεωρούμενες ως «δίκαιες» τιμές, οι εργάτες εξεγέρθηκαν παίρνοντας το ψωμί από τα αρτοποιεία και καταστρέφοντας την ιδιοκτησία των «ανωτέρων» τους (χαρακτηριστικό παράδειγμα η εξέγερση του 1795 στη Μεγάλη Βρετανία)[vi]. Οι ναύτες σε αρκετές περιπτώσεις εξεγέρθηκαν ενάντια στην ναυτολόγησή τους, δηλαδή στην αιχμαλωσία και την καταναγκαστική εργασία στα πλοία. Το 1780 στο Λονδίνο «η πολύγλωσση εργατική τάξη της πόλης απελευθέρωσε τις φυλακές εν μέσω της σπουδαιότερης αστικής εξέγερσης του 18ου αιώνα[vii]». Στις αρχές του 19ου αιώνα η περίφημη λουδιτική εξέγερση των υφαντριών και των εργατών της κλωστοϋφαντουργίας στην Αγγλία δημιούργησε τριγμούς ακόμα και για την κυβέρνηση[viii]. Και ένα από τα πιο καίρια για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στοιχεία, οι σκλάβοι, οι οποίοι ήταν σε κάθε περίπτωση εργάτες, χωρίς όμως να πληρώνονται ή να απολαμβάνουν κάποια θεωρητική έστω ελευθερία, εξεγέρθηκαν με πάρα πολλούς τρόπους καθόλη τη διάρκεια του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα.

Καθώς ο καπιταλισμός άρχισε να κατακτά τον κόσμο και να εκτοπίζει τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής, οι εργάτες άρχισαν να τον συνηθίζουν, υπό την έννοια ότι άρχισε να φαίνεται «φυσιολογικός» και θεωρούνταν απίθανο να καταστραφεί άμεσα. Παρόλα αυτά, όταν το σύστημα ήταν ακόμη πρώιμο, πριν, ας πούμε, τα μέσα του 19ου αιώνα, οι άνθρωποι το βίωναν ως σοκ, ως την ολοκληρωτική διάλυση του μέχρι τότε τρόπου ζωής τους. Ο Βρετανός ιστορικός E.P. Thompson περιέγραψε τις αιτιάσεις τους ενάντια στο νέο σύστημα:

«Άνοδος μιας κυρίαρχης τάξης χωρίς καμία παραδοσιακή νομιμοποίηση ή υποχρέωση· μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα στους αφέντες και τον απλό άνθρωπο· προφανής εκμετάλλευση στην πηγή του νέου πλούτου και της εξουσίας· απώλεια της κοινωνικής θέσης και πάνω από όλα της ανεξαρτησίας του εργάτη και πλήρης εξάρτησή του από τα μέσα παραγωγής του αφεντικού· μεροληψία του νόμου· διατάραξη της παραδοσιακής, οικογενειακής οικονομίας·  πειθάρχηση, μονοτονία, τα ωράρια και οι συνθήκες εργασίας· απώλεια του ελεύθερου χρόνου και των βασικών ανέσεων· έκπτωση του ανθρώπου σε ρόλο «εργαλείου»[ix].

Αν πολλαπλασιάσουμε τα παραπάνω με ένα μεγάλο αριθμό, θα έχουμε μια ιδέα και για την καταπίεση που υφίσταντο οι σκλάβοι. Χωρίς αμφιβολία, το πλήγμα και το σοκ που επέφερε ο καπιταλισμός εξηγεί την οργή και τη βία που χαρακτήρισε τις πρώτες εξεγέρσεις της εργατικής τάξης. Ακόμη και σήμερα, όταν εντείνονται οι κακουχίες και οι συνθήκες δεν αντέχονται πια, εκδηλώνονται αντίστοιχες εξεγέρσεις. Με το πέρασμα, όμως, του χρόνου οι εργάτες προσαρμόστηκαν στο καπιταλιστικό εργασιακό καθεστώς και, καθώς αντιλήφθηκαν ότι η επιστροφή στον προηγούμενο τρόπο ζωής ήταν αδύνατη, άρχισαν να αναπτύσσουν μονιμότερες μορφές οργάνωσης, ικανές να αντιστέκονται στο κεφάλαιο μακροπρόθεσμα. Οι δύο σχεδόν παγκόσμιοι θεσμοί που δημιούργησαν ήταν τα εργατικά συνδικάτα και τα εργατικά πολιτικά κόμματα.

Θα μπορούσα να πω πολλά για αυτές τις δύο μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης, αλλά αυτό που πρέπει εδώ να αντιληφθούμε είναι ότι πολλά από αυτά τα συνδικάτα και τα κόμματα είχαν αρχικά ισχυρό αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό. Τα ψηφίσματα και οι εκθέσεις της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών (1864-74), εντός της οποίας κυρίαρχη φωνή ήταν ο Καρλ Μαρξ, είναι γεμάτα με παραδείγματα εκμετάλλευσης των εργατών, καταδεικνύουν την ανάγκη για παραγωγικούς συνεταιρισμούς υπό εργατική διαχείριση, υιοθετούν την αντίληψη ότι ο τελικός στόχος της εργατικής τάξης είναι η ολοκληρωτική χειραφέτησή της και αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα της στήριξης των εργατών σε κάθε χώρα. Άλλοτε δηλώνεται ρητά κι άλλοτε υπονοείται ότι η απόλυτη ελευθερία των εργατών δεν μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο του καπιταλισμού· αυτή θα γίνει πραγματικότητα μόνο μόνο μέσα από την κατάργηση του καπιταλισμού και την αντικατάστασή από μια κοινοπολιτεία συνεταιρισμένων παραγωγών[x].

Οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (IWW) ήταν ακόμη πιο δυναμικοί, με το προοίμιο του καταστατικού του να δηλώνει:

«Η τάξη των εργατών και η τάξη των εργοδοτών δεν έχουν τίποτα κοινό. Δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη όσο η πείνα και η ανάγκη πλήττουν εκατομμύρια εργαζόμενους, ενώ οι λίγοι, που συγκροτούν την τάξη των εργοδοτών, απολαμβάνουν όλα τα καλά της ζωής.

Η πάλη ανάμεσα στις δύο αυτές τάξεις πρέπει να συνεχιστεί μέχρι οι εργάτες του κόσμου να οργανωθούν ως τάξη, να καταλάβουν τα μέσα παραγωγής, να καταργήσουν τη μισθωτή εργασία και να ζήσουν σε αρμονία με τη Γη[xi]».

Ακόμη και η συντηρητική Αμερικανική Ομοσπονδία Εργατών έλεγε στο ιδρυτικό καταστατικό της:

«Ενώ διεξάγεται ένας αγώνας σε όλα τα πολιτισμένα έθνη του κόσμου ανάμεσα στους καταπιεστές και τους καταπιεζόμενους όλων των χωρών, ένας αγώνας ανάμεσα στον καπιταλιστή και τον εργάτη, που εντείνεται χρόνο με το χρόνο, αυτός θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα για τα εκατομμύρια των ανθρώπων του μόχθου, εάν δεν ενωθούν για την αμοιβαία προστασία και τα κοινά συμφέροντα τους»[xii].

Ενώ τα μεμονωμένα σωματεία συνήθως δεν ήταν ρητά αντικαπιταλιστικά, συχνά ανάμεσα στους ιδρυτές και τους ηγέτες τους υπήρχαν σοσιαλιστές. Τα συνδικάτα έπαιξαν, επίσης, ρόλο-κλειδί σε κοινωνικές επαναστάσεις, όπως της Ρωσίας ή της Κούβας.[xiii]

Όταν οι εργάτες αναπτύσσουν ένα επίπεδο συνείδησης που τους επιτρέπει να αντιληφθούν την συλλογική τους ισχύ, είναι φυσικό να επιθυμούν την αλλαγή της κατάστασης στους χώρους εργασίας τους. Είτε οι προσπάθειές τους παίρνουν τη μορφή των εξεγέρσεων, όπως εκείνες των Λουδιτών, είτε κατευθύνονται στη συγκρότηση εργατικών σωματείων, αυτό που πάντα επιδιώκουν είναι η βελτίωση των υφιστάμενων συνθηκών εργασίας. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αμυντικά τα αιτήματά τους, υπό την έννοια ότι αντιμάχονται μια ενέργεια του εργοδότη. Επιδιώκουν περιορισμούς της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας ή μείωση του χρόνου εργασίας, υψηλότερους μισθούς, ασφαλέστερες εργασιακές συνθήκες και ούτω καθεξής. Όταν βλέπουν τους αδερφούς και τις αδερφές τους σε άλλες χώρες να αντιμετωπίζουν αντίστοιχες καταστάσεις, κάνουν ότι μπορούν για να τους στηρίξουν. Αυτοί είναι οι «προλετάριοι όλων των χωρών».

Σύντομα, όμως, οι εργάτες αντιλαμβάνονται ότι τα σωματεία τους δεν μπορούν πάντα να επηρεάσουν τα πράγματα έξω από τους χώρους εργασίας. Ένας περιορισμός της διάρκειας της εργάσιμης μέρας στις 8 ή 10 ώρες για όλους τους εργαζόμενους δεν μπορεί να κερδηθεί από ένα μόνο σωματείο. Το ίδιο ισχύει και για τους περιορισμούς στην παιδική εργασία ή την απαγόρευση χρήσης επικίνδυνων ουσιών σε όλα τα εργοστάσια. Τα συνδικάτα δεν μπορούν εύκολα να εμποδίσουν τους πολέμους, τη δουλεία ή την λεηλασία των αποικιών. Τα ζητήματα αυτά είναι εθνικά ή και διεθνή. Ο καπιταλισμός πάντοτε ακμάζει υπό την αιγίδα ενός εθνικού κράτους, το οποίο φροντίζει για την ευλαβική τήρηση των εμπορικών συμφωνιών, την τήρηση του νόμου και της τάξης, διαθέτει στράτευμα και ένα εθνικό ταμείο που μαζεύει χρήματα μέσω της φορολογίας και του δανεισμού και ξοδεύει τα απαιτούμενα ποσά για τις λειτουργίες που επιλέγει να υπηρετήσει. Στις χώρες που επέτρεπαν τις εκλογές, οι εργάτες μάχονταν για το δικαίωμα τους στην ψήφο, ένα δικαίωμα που σχεδόν πάντοτε τους το στερούσαν. Και εκεί που δεν υπήρχαν εκλογές, διεκδικούσαν να υπάρξουν. Και σε κάθε περίπτωση, άρχισαν να απαιτούν από το κράτος να φροντίζει για τις ανάγκες τους. Για να επισημοποιήσουν την πολιτική τους παρουσία, δημιούργησαν πολιτικές οργανώσεις, κυρίως υπό τη μορφή εργατικών κομμάτων. Εάν αυτά καταλάμβαναν την εξουσία, είτε μέσω των εκλογών είτε μέσω ένοπλης εξέγερσης, θα μπορούσαν να καθορίζουν την κρατική πολιτική.

Οι εργάτες, ωστόσο, δεν υποτιμούσαν την πολιτική ισχύ του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα ορισμένοι προλετάριοι και οι σύμμαχοί τους ανάμεσα στην τάξη των διανοουμένων, όπως οι Μαρξ και Ένγκελς, να αντιληφθούν ότι οι πολιτικοί τους αγώνες θα πρέπει να συνδέονται με το ζήτημα του μετασχηματισμού τόσο του κράτους όσο και τους συστήματος παραγωγής και διαμοιρασμού του πλούτου. Αυτό σημαίνει ότι αντιλαμβάνονταν την διαρκώς αυξανόμενη εργατική τάξη ως τον παράγοντα εκείνο της ολοκληρωτικής κατάργησης του εαυτού της, του τέλους δηλαδή της ταξικής κοινωνίας και της οικοδόμησης ενός κόσμου αποτελούμενου από συνεταιρισμένους παραγωγούς, που θα τερματίσει την πολλαπλή αλλοτρίωση που γεννά η ταξική κοινωνία. Οι προλετάριοι όλων των χωρών πρέπει να ενωθούν με το εξής έμβλημα στα λάβαρά τους: «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του»[xiv]. Δεν έχουν τίποτα να χάσουν, παρά μόνο τις αλυσίδες τους.

Φραγμοί στην Ταξική Ενότητα

Αν και οι τελευταίες γραμμές του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, που αναλύθηκαν παραπάνω, παρουσιάζουν μια ικανοποιητική λογική αλληλουχία, διακρίνονται εγγενώς και από ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης. Οι Μαρξ και Ένγκελς το γνώριζαν αυτό και έγραψαν για πτυχές της υλικής πραγματικότητας της καπιταλιστικής κοινωνίας που συνιστούν εμπόδια για την ταξική συνειδητοποίηση και την ριζοσπαστική δράση της εργατικής τάξης. Υπήρχαν, βέβαια, και ζητήματα που δεν κατάφεραν να εξετάσουν. Ας μελετήσουμε διάφορα ζητήματα που αποτελούν τροχοπέδη για την ταξική συνειδητοποίηση και την ενότητα της εργατικής τάξης.

Οι μηχανισμοί ελέγχου της παραγωγής που εφαρμόζει το κεφάλαιο δημιουργούν νέες δυνατότητες για τους μισθωτούς εργάτες να αντιληφθούν τους εαυτούς τους ως τάξη και όχι απλώς ως καταπιεζόμενα άτομα. Είναι, όμως, και βαθιά αλλοτριωτικοί και η αποξένωση δεν οδηγεί απαραίτητα σε συνεκτική σκέψη. Ο λεπτομερής καταμερισμός της εργασίας, η έντασή του μέσω της χρήσης των μηχανών, και η αποειδίκευση που έφερε ο Τεϋλορισμός κάνουν την εργασία μια μονότονη, αποβλακωτική δραστηριότητα. Ο Adam Smith, στον Πλούτο των Εθνών, εκθείασε τον καταμερισμό της εργασίας, έγραψε όμως και το εξής:

«Καθώς ο καταμερισμός της εργασίας εξελίσσεται, η απασχόληση της συντριπτικής πλειοψηφίας όσων ζουν από την εργασία τους, δηλαδή του μεγαλύτερου μέρους του λαού, περιορίζεται στην εκτέλεση λίγων, απλών ενεργειών, συνήθως μίας ή δύο. Όμως οι γνώσεις των περισσότερων ανθρώπων αναγκαστικά διαμορφώνονται από τις συνήθεις ασχολίες τους. Ένας άνθρωπος του οποίου ολόκληρη η ζωή δαπανάται στην εκτέλεση μερικών απλών ενεργειών, οι συνέπειες των οποίων είναι μάλλον πάντα οι ίδιες ή πανομοιότυπες, δεν έχει καμία ευκαιρία να εφαρμόσει τις γνώσεις του και να σκεφτεί δημιουργικά, προκειμένου να αντιμετωπίσει δυσκολίες που ποτέ δεν προκύπτουν.  Είναι λοιπόν φυσική συνέπεια να χάνει την ικανότητά του να σκέφτεται έτσι και να γίνεται, σε γενικές γραμμές, τόσο ανόητος και αδιάφορος όσο μπορεί να γίνει ένα ανθρώπινο ον. Ο διανοητικός του λήθαργος τον καθιστά ανίκανο να απολαύσει ή να λάβει μέρος σε μια λογική συζήτηση, αλλά και να αντιληφθεί οποιοδήποτε γενναιόδωρο, ευγενές ή τρυφερό συναίσθημα και, κατά συνέπεια, να σχηματίσει οποιαδήποτε δίκαιη κρίση σχετικά με τα περισσότερα ζητήματα, ακόμη και τα πιο απλά θέματα της καθημερινότητας»[xv].

Το παραπάνω απόσπασμα μπορεί να είναι κάπως ακραίο και να αντικατοπτρίζει τις προκαταλήψεις του ίδιου του Smith. Σκεφτείτε, όμως, πως περιέγραψε ο εργάτης στην αυτοκινητοβιομηχανία Ben Hamper μια επίσκεψη που έκανε στο εργοστάσιο μαζί με την οικογένειά του, όταν ήταν παιδί, για να δει πώς δουλεύει ο πατέρας του:

«Στεκόμασταν εκεί για περίπου 40 λεπτά, που έμοιαζαν με ολόκληρη ζωή, και το μοτίβο δεν άλλαζε ποτέ. Αυτοκίνητο, παρμπρίζ. Αυτοκίνητο, παρμπρίζ. Η μια αγγαρεία μετά την άλλη. Το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Οι δεκαετίες να περνούν ανάμεσα από τα καδρόνια, τα κόκαλα να συνθλίβονται, τα επίμονα ρολόγια καταστέλλουν τη σάρκα, άλλο ένα παρμπρίζ, άλλο ένα τσιγάρο, πόλεμοι να αρχίζουν και να τελειώνουν, οι καταιγίδες να σιγομουρμουρίζουν το αλφάβητο, κοράκια κοιμισμένα ή νεκρά πάνω στα ηλεκτρικά σύρματα, αυτό το μηχανικό χταπόδι να στριφογυρίζει γύρω από το τίποτα, το απόλυτο τίποτα»[xvi].

Το πρόβλημα είναι ότι ο καπιταλισμός έχει την τάση να παράγει την εργατική δύναμη που χρειάζεται. Πρέπει να έχει τον έλεγχό της, συνεπώς οι θεσμοί που συγκροτούν το σύστημα –η αγορά, τα σχολεία, οι αστοί ακαδημαϊκοί, ιδιαίτερα οι οικονομολόγοι, που δουλειά τους είναι να δικαιολογούν κάθε επιλογή του κεφαλαίου, η ιδεολογία του ατομισμού, που στηρίζει το όλο οικοδόμημα- παράγουν πειθήνιους εργαζόμενους. Για να το θέσω διαφορετικά, με την εξέλιξη του χρόνου και καθώς οι γενιές που είδαν τις ζωές τους να έρχονται τα πάνω-κάτω από τη νέα κοινωνία έχουν εξαλειφθεί, αυτοί που πουλούν την εργατική τους δύναμη για να ζήσουν το θεωρούν κάτι «κανονικό», κάτι για οποίο δεν έχουν άλλη επιλογή. Η κανονικότητα αυτή εκτείνεται μέχρι την εξουσία που έχουν επί αυτών τα αφεντικά τους. Καθώς η ίδια η ανθρώπινή τους υπόσταση απομειώνεται και δεν μπορούν να επιδείξουν την έμφυτη ικανότητά τους να συλλαμβάνουν και να εκτελούν σύνθετες εργασίες, είναι φυσικό να εσωτερικεύουν τα παραπάνω και να θεωρούν πως έτσι έχουν τα πράγματα από τη φύση τους. Όταν ο καπιταλισμός εξυμνείται ακατάπαυστα, είναι εύκολο να αρχίσεις να νιώθεις πως αν δεν είσαι «επιτυχημένος», πρέπει να είναι δικό σου το λάθος. Έκανες λάθος επιλογές και τώρα θα πρέπει να υποστείς τις συνέπειες.

Πέρα από την καταστροφική επίδραση της αλλοτρίωσης στην πάλη της εργατικής τάξης, υπάρχουν – παρά την ομοιογένεια που παράγει ο κεντρικός έλεγχος της παραγωγής – πολλές διαφορές μεταξύ των εργατών που υπονομεύουν την μεταξύ τους αλληλεγγύη. Παραθέτω ορισμένα σημαντικά παραδείγματα, μερικά εκ των οποίων έθιξα και παραπάνω.

Η Εξειδίκευση. Σε κάθε επιχείρηση το επίπεδο εξειδίκευσης των εργαζομένων διαφέρει, μερικές φορές κατά πολύ, και συχνά αυτές οι διαφοροποιήσεις συνεπάγονται και άλλες διαφορές. Οι τεχνίτες, που ήταν εξειδικευμένοι σε μια τέχνη, ήταν κατά κανόνα οι πρώτοι μισθωτοί εργάτες που συγκρότησαν σωματεία. Είχαν πολλά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους ανειδίκευτους. Ήταν πιθανότερο να είναι εγγράμματοι· ήταν πιο δύσκολο να αντικατασταθούν· τους χαρακτήριζε συνήθως ομοιογένεια ως προς το φύλο, τη φυλή και την εθνικότητα. Στα πρώτα εργοστάσια οι πιο ανειδίκευτοι εργάτες ήταν γυναίκες και παιδιά, συχνά ορφανά που στέλνονταν από ορφανοτροφεία στους καπιταλιστές[xvii].Τα παιδιά δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην εκμετάλλευση που βίωναν, αν και οι εξειδικευμένοι εργάτες μάχονταν για την κατάργηση της παιδικής εργασίας. Όσον αφορά τις γυναίκες, η πατριαρχία που έχει χαρακτηρίσει τον καπιταλισμό από τη γέννησή του καθιστούσε απίθανο να δείξουν αλληλεγγύη οι άντρες στις γυναίκες εργάτριες, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι ακόμη και σήμερα οι άντρες απεχθάνονται την απασχόληση γυναικών σε πολλούς εργασιακούς χώρους και τους κάνουν τη ζωή δύσκολη. Επιπλέον, στα εργοστάσια όπου δεν είχαν ακόμη εισαχθεί οι μηχανές, οι ειδικευμένοι εργάτες απασχολούσαν ανειδίκευτους βοηθούς[xviii]. Στις ΗΠΑ οι πρώτοι ήταν συνήθως από τη Βόρεια Ευρώπη και οι τελευταίοι ήταν Ιρλανδοί ή κατάγονταν από τα νότια και ανατολικά τμήματα της Ευρώπης. Τα γλωσσικά εμπόδια και οι πολιτισμικές προκαταλήψεις των Άγγλων και Γερμανών τεχνιτών καθώς και το οικονομικό τους κίνητρο, να πληρώνουν το χαμηλότερο δυνατό μισθό στους ανειδίκευτους, καθιστούσε αδύνατη την μεταξύ τους αλληλεγγύη. Τα σωματεία των ειδικευμένων εργατών δεν δέχονταν τους ανειδίκευτους ως μέλη και οι συνομοσπονδίες των σωματείων των τεχνιτών δεν αναγνώριζαν τα καταστατικά των σωματείων των ανειδίκευτων.

Αυτό που περιπλέκει έτι περαιτέρω τα πράγματα είναι το γεγονός ότι ο καπιταλισμός είναι ένα εντυπωσιακά δυναμικό σύστημα. Οι επιχειρήσεις καταρρέουν και οι εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους. Νέες επιχειρήσεις μπαίνουν στο παιχνίδι. Παλιά επαγγέλματα πεθαίνουν και νέα γεννιούνται. Οι αλλαγές αυτές κάνουν εύθραυστες τις εργατικές οργανώσεις. Για παράδειγμα, το επάγγελμα του χειριστή μηχανής απαιτούσε γνώση των μηχανικών σχεδίων, άρτια γνώση της γεωμετρίας και επιδεξιότητα. Οι εργάτες αξιοποίησαν τις ικανότητές τους για να χτίσουν ένα ισχυρό συνδικάτο. Όμως, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το σύστημα του αριθμητικού ελέγχου, που αναπτύχθηκε από την Αεροπορία με έξοδα του δημοσίου, κατέστρεψε το επάγγελμα. Οι γνώσεις των χειριστών έχουν πια ενσωματωθεί σε προγράμματα υπολογιστών, τα οποία λειτουργούν τις μηχανές που μετατρέπουν τα μηχανικά σχέδια σε μηχανικά εξαρτήματα. Αυτό έχει μειώσει σημαντικά την ισχύ που είχαν οι χειριστές στη δουλειά τους, καθώς δεν χρειάζονται πλέον πολυετή μαθητεία για να την φέρουν αποτελεσματικά σε πέρας[xix].

Η Κινητικότητα του Κεφαλαίου. Το κεφάλαιο μπορεί να κινείται τόσο μέσα στο πλαίσιο του ίδιου κράτους όσο και διεθνώς. Στις ΗΠΑ, κατά τις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η βιομηχανική δραστηριότητα συγκεντρώθηκε στις βορειοανατολικές, μεσοδυτικές και βορειοδυτικές πολιτείες. Πολλές πόλεις και κωμοπόλεις ήταν προπύργια των εργατών από άποψη τόσο οικονομικής όσο και πολιτικής ισχύος. Σήμερα, η ισχύς αυτή έχει μειωθεί ή εξαφανιστεί, καθώς οι επιχειρήσεις μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στις νότιες πολιτείες αλλά και νοτιότερα από τα σύνορα, όπου οι εργάτες ήταν αδύναμοι. Και άρχισαν να μεταφέρουν ταχύτατα την παραγωγή στον «παγκόσμιο» Νότο, αναζητώντας χαμηλούς μισθούς και ευνοϊκές πολιτικές συνθήκες[xx]. Το ίδιο φαινόμενο εντοπίζεται σε όλες τις πλούσιες καπιταλιστικές χώρες. Μαζί του έρχεται και μια σημαντική υποχώρηση της πολιτικής επιρροής των εργατών σε όλα τα επίπεδα της διακυβέρνησης, που οδηγεί στην απώλεια των κεκτημένων της κοινωνικής πρόνοιας που συνέβαλε στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου των εργατών και τους κατέστησε λιγότερο ευάλωτους στις συνέπειες της ανεργίας, της αναπηρίας και της ασθένειας.

Ο Εθνικισμός και ο Ιμπεριαλισμός.  Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε στη μήτρα του εθνικού κράτους, που βοήθησε και υπέθαλψε το κεφάλαιο, το οποίο, όπως είπε ο Μαρξ, «στάζει από την κορφή ως τα νύχια, από κάθε του πόρο, αίμα και λάσπη»[xxi]. Ενώ η κρατική καταπίεση έχει υπάρξει σημαντικό εμπόδιο στην γέννηση και την ανάπτυξη ριζοσπαστικών εργατικών κινημάτων, τον ίδιο ρόλο έχει παίξει και η προώθηση του εθνικισμού: της ιδέας ότι κάθε άτομο σε μια χώρα έχει κατά κάποιο τρόπο το «προνόμιο» να ζει σε αυτήν και ότι αποτελεί καθήκον όλων η αφοσίωση στην κυβέρνησή τους. Υπάρχουν συνθήκες υπό τις οποίες ο εθνικισμός μπορεί να αποτελέσει προοδευτική δύναμη, όπως στους αντι-αποικιακούς και αντιμπεριαλιστικούς αγώνες. Σε γενικές, όμως, γραμμές αντιτίθεται στην διεθνιστική, εργατική αλληλεγγύη. Αυτό γιατί σηματοδοτεί μια ορισμένη «αποκλειστικότητα» που κάνει όσους κατάγονται από άλλες χώρες να φαίνονται ύποπτοι, όπως έγραψα και με αφορμή μια διαφορετική περίσταση:

«Ο εθνικισμός ως μια ιδεολογία “αποκλειστικότητας” απέκτησε γρήγορα μεγάλη ισχύ. Η καθιέρωση επίσημων γλωσσών, η ίδρυση ενός μηχανισμού απόλυτης προπαγάνδας στα δημόσια σχολεία και η επιστράτευση των εργαζομένων στους εθνικούς στρατούς στόχευαν να παροτρύνουν τους εργάτες να είναι αφοσιωμένοι στο έθνος. Το αντίθετο αυτής της αφοσίωσης είναι η δυσπιστία ή ακόμη και το μίσος προς όσους είναι “ξένοι”. Ο πατέρας μου ήταν συνδικαλιζόμενος βιομηχανικός εργάτης για 44 χρόνια, όμως οι εμπειρίες της ζωής του δεν ήταν ευνοϊκές για την ανάπτυξη αισθήματος διεθνιστικής αλληλεγγύης. Ειδικά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον διαμόρφωσε ως ένα σχεδόν φανατικό υποστηρικτή της κυβέρνησης των ΗΠΑ (και de facto υποστηρικτή του αμερικανικού κεφαλαίου στις περισσότερες περιπτώσεις) και ως ακροδεξιό, ξενοφοβικό σε ό,τι είχε να κάνει με τους Ιάπωνες, τους Σοβιετικούς ή τους Κινέζους[xxii]».

Η επιρροή του εθνικισμού στον «παγκόσμιο» Βορρά είναι εμφανής κάθε φορά που μια χώρα συμμετέχει σε έναν πόλεμο. Αμέσως, η πλειοψηφία των ανθρώπων και των οργανώσεων, των εργατικών σωματείων περιλαμβανομένων, τον υποστηρίζουν σχεδόν αντανακλαστικά. Οι σημαίες που κυματίζουν, οι όρκοι πίστεως και το τραγούδισμα των εθνικών ύμνων στα διάφορα αθλητικά γεγονότα μας παρέχουν επαρκείς αποδείξεις για την ισχύ του εθνικισμού. Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, το οποίο είχε «κληρονομήσει» την Διεθνή Ένωση των Εργατών των Μαρξ και Ένγκελς, ψήφισαν υπέρ της χρηματοδότησης της εισόδου της χώρας στον πόλεμο. Ακόμη και οι πάλαι ποτέ σοσιαλιστές υπέκυψαν στο δέλεαρ του εθνικισμού.

Ο εθνικισμός στις πλούσιες καπιταλιστικές χώρες συνδέεται στενά με τον ιμπεριαλισμό, με την χρήση δηλαδή της κρατικής ισχύος προκειμένου να επιτευχθεί η κυριαρχία στον «παγκόσμιο» Νότο  και, εν συνεχεία, να παραχθούν τεράστιες ροές πλούτου από τα καταπιεζόμενα προς τα κυρίαρχα έθνη. Η Αγγλία, η Γερμανία και οι ΗΠΑ έχουν επινοήσει κάθε λογής δικαιολογίες για να νομιμοποιήσουν το πλιάτσικό τους. Χρησιμοποιήθηκαν ρατσιστικά επιχειρήματα που υποστήριζαν ότι οι εργάτες και οι αγρότες των χωρών του Νότου δεν μπορούσαν να αναπτύξουν τα δικά τους εδάφη και ότι ήταν τυχεροί που τους βοήθησαν να το κάνουν οι πλούσιες χώρες. Τα χρηματικά ποσά που αντλούνταν από τις χώρες του Νότου ήταν τόσο μεγάλα, ώστε οι καπιταλιστές μπορούσαν να εξαγοράσουν τους εργάτες στα ιμπεριαλιστικά κράτη με μέρος αυτών και να τους πείσουν ότι ο ιμπεριαλισμός ήταν καλό πράγμα.  Συχνά τα εργατικά σωματεία και τα εργατικά πολιτικά κόμματα στις πλούσιες χώρες υποστήριξαν ιμπεριαλιστικούς πολέμους και τη λεηλασία ξένων κρατών από τα αφεντικά τους[xxiii].

Η Φυλή και το Φύλο. Σύγχρονοι μελετητές της καταγωγής του καπιταλισμού, ακολουθώντας τα βήματα συγγραφέων όπως ο W. E. B. Du Bois, έχουν υποστηρίξει με πειστικά επιχειρήματα ότι ο ρατσισμός και η πατριαρχία δεν αποτελούν δευτερεύοντα για τον καπιταλισμό ζητήματα. Αυτό σημαίνει ότι είναι αδύνατο να φανταστούμε έναν καπιταλισμό μη ρατσιστικό και μη σεξιστικό. Αντιθέτως, και τα δύο στοιχεία έχουν παίξει αποφασιστικό ρόλο για το καπιταλιστικό σύστημα και είναι απαραίτητα για τη λειτουργία του από την εμφάνισή του έως σήμερα[xxiv]. Για παράδειγμα, η δουλεία ήταν καίριας σημασίας για την ανάπτυξη του καπιταλισμού και στις ΗΠΑ, από τα τέλη του 17ου αιώνα, η δουλεία είχε φυλετικά χαρακτηριστικά[xxv]. Η δουλεία που βασιζόταν σε φυλετικά χαρακτηριστικά συνοδευόταν από ένα βαθύ και σύνθετο πλέγμα αντιλήψεων, με αποτέλεσμα να «κατασκευαστεί» μια «λευκή φυλή» ανώτερη από την «μαύρη φυλή». Οι αντιλήψεις αυτές ήταν τόσο ισχυρές ώστε έγιναν μέρος της εμπειρικής πραγματικότητας που βιώνει κάθε άνθρωπος. Ενώ, δηλαδή, η βιολογία μας λέει ότι δεν υπάρχει αυτό το πράγμα που λέμε «φυλή», παραβλέπουμε το επιστημονικό αυτό δεδομένο λόγω της ταυτοποίησής μας ως λευκών, μαύρων, καφέ και ούτω καθεξής. Οι κοινωνίες μας είναι φυλετικά δομημένες κι εμείς λειτουργούμε αναλόγως:

«Οι ατομικές μας επιλογές σχετικά με το κάθε πράγμα αποτελούν ταυτόχρονα και “κοινωνικές επιλογές”. Αυτές δομούν τον ευρύτερο κοινωνικό σχηματισμό, που με τη σειρά του επηρεάζει τις ατομικές μας αποφάσεις. Το πολιτικό μας σύστημα είναι ένα καλό παράδειγμα. Οι ΗΠΑ ιδρύθηκαν ως ένα κράτος του οποίου η ευμάρεια βασιζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στη δουλεία, που αποτελούσε τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής στις νότιες πολιτείες αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό ενσωματωμένη και στον καπιταλισμό του Βορρά. Το δουλεμπόριο, η παραγωγή σημαντικών αγαθών όπως το βαμβάκι ή ο καπνός, η κλωστοϋφαντουργία, η ναυτιλία, ο κατασκευαστικός κλάδος, η κατασκευή γεωργικών εργαλείων και πολλές άλλες οικονομικές δραστηριότητες συνδέονταν στενά με τη δουλεία.

Η δουλοκτητική οικονομία υποστηριζόταν από ένα σύνολο νομοθετημάτων που συντηρούσαν το όλο καταπιεστικό σύστημα. Ποιος έθεσε σε εφαρμογή αυτά το νομοθετήματα; Ήταν, δηλαδή, οι “κοινωνικές επιλογές” του συνόλου που επέτρεψαν, υποστήριξαν και διατήρησαν τη δουλεία ή μήπως οι επιλογές ορισμένων είχαν μεγαλύτερο ειδικό βάρος από ότι των υπολοίπων; Θα έπρεπε να είναι κάποιος… αργόστροφος για να υποστηρίξει ότι το 1789 υπήρχε πολιτική ισότητα στις ΗΠΑ. Οι σκλάβοι δεν είχαν καμία πολιτική ισχύ και, ακόμη και ανάμεσα σε όσους δεν ήταν σκλάβοι, οι γυναίκες δεν μπορούσαν να ψηφίζουν και σε αρκετές πολιτείες ακόμα και οι λευκοί άνδρες που δεν διέθεταν δική τους ιδιοκτησία δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Οι μαύροι στο Βορρά ήταν τυπικά ελεύθεροι, όμως υφίσταντο ακραίες φυλετικές και ταξικές διακρίσεις. Στην πολιτική σκηνή κυριαρχούσαν, λοιπόν, λευκοί ιδιοκτήτες περιουσίας που διαμόρφωσαν το σύστημα διακυβέρνησης, μαζί και το θεσμό της δουλείας, κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Και όταν πια η δουλεία τερματίστηκε, οι ανισότητες ως προς το εισόδημα και τον πλούτο είχαν διευρυνθεί τόσο, ώστε η κυριαρχία της λευκής, ανδρικής οικονομικής ελίτ είχε εδραιωθεί απόλυτα και ήταν δύσκολο να αποκαθηλωθεί αυτή από τη θέση της. Η κοινωνία που είχε σφυρηλατήσει αυτή η ελίτ ήταν δύσκολο να αλλάξει. Η δουλεία τερματίστηκε, όμως το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτή άκμασε παρέμενε το ίδιο[xxvi]».

Αντίστοιχα επιχειρήματα μπορούμε να φέρουμε και για την πατριαρχία. Ο καπιταλισμός πήρε την πατριαρχία που υπήρχε και στο προηγούμενο σύστημα και την διαμόρφωσε έτσι που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κεφαλαίου.

Ο φυλετικός και πατριαρχικός καπιταλισμός δημιούργησε εντός της εργατικής τάξης θεμελιώδεις διαχωρισμούς, που έχουν αποτελέσει από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ταξική ενότητα. Αντικειμενικά, υπάρχει μια εργατική τάξη, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι όσοι την αποτελούν έχουν συνείδηση της δυνατότητάς τους να διαταράσσουν την παραγωγή και το ίδιο το σύστημα. Όταν, όμως, ο ρόλος που παίζουν οι διαχωρισμοί βάσει της φυλής και του φύλου γίνει αντιληπτός -μαζί και ο ρόλος του τρίτου πυλώνα του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού-, τότε έχει ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για την οικοδόμηση μιας συνεκτικής και ριζοσπαστικής εργατικής τάξης. Αλλά αυτό είναι κάτι που εύκολα λέγεται και δύσκολα γίνεται.

Διαίρει και βασίλευε. Οι αντιπρόσωποι του κεφαλαίου αντιλήφθηκαν γρήγορα την ανάγκη και τη δύναμή τους να διαχωρίζουν τους εργάτες σε εχθρικά και ανταγωνιστικά μεταξύ τους στρατόπεδα. Το επίπεδο εξειδίκευσης, η φυλή, το φύλο – όλα τα παραπάνω έχουν αξιοποιηθεί για τη διάσπαση της εργατικής τάξης, τόσο εντός της παραγωγής όσο και εντός των χώρων που θα αποκαλέσουμε «κρησφύγετα του καπιταλισμού»[xxvii]. Οι επιχειρήσεις έχουν φτάσει μέχρι και στο να δημιουργούν στους εργασιακούς χώρους τεχνητές ιεραρχίες, τέτοιες δηλαδή που δεν έχουν καμία άμεση σχέση με την αποτελεσματικότερη οργάνωση της παραγωγής, αλλά διαχωρίζουν απλά τους εργαζόμενους σε ανταγωνιστικές ομάδες[xxviii].

Η Υγεία. Για τους εργοδότες, οι εργαζόμενοι δεν είναι τίποτα περισσότερο από κόστη παραγωγής που πρέπει να ελέγχονται και να ελαχιστοποιούνται. Αυτό έχει σημαντικότατες επιπτώσεις στον τρόπο που μεταχειρίζονται τους εργαζόμενους. Ο Μαρξ θέτει το ζήτημα αυτό εμφατικά:

«Αφήνοντας τη σφαίρα της απλής κυκλοφορίας ή της ανταλλαγής εμπορευμάτων, από την οποία ο αγοραίος οπαδός του ελεύθερου εμπορίου δανείζεται έννοιες και κανόνες για να κατανοήσει την κοινωνία του κεφαλαίου και της μισθωτής εργασίας, μπορούμε μάλλον να αντιληφθούμε τη μεταβολή στη φυσιογνωμία των δρώντων προσώπων που έχουμε ενώπιόν μας. O πρώην κάτοχος χρήματος προπορεύεται ως κεφαλαιοκράτης και ο κάτοχος της εργατικής δύναμης τον ακολουθεί ως εργάτης του. O πρώτος, πολυάσχολος, με ύφος περισπούδαστο, ο δεύτερος μαζεμένος, διστακτικός, σαν τον άνθρωπο που φέρνει να πουλήσει το ίδιο το τομάρι του στην αγορά, ξέροντας ότι το μόνο που τον περιμένει είναι η σφαγή»[xxix].

Η «σφαγή» παίρνει τη μορφή μιας ανηλεούς και ατελείωτης επίθεσης στο σώμα και το πνεύμα του εργάτη. Καθ’όλη την ιστορία του καπιταλισμού και σε κάθε χώρα, οι περισσότεροι εργάτες έγιναν ή  κατέστησαν μερικώς τουλάχιστον ανάπηροι μετά από μια ζωή μόχθου. Περιττό θα ήταν να πούμε ότι η κακή κατάσταση της υγείας της εργατικής τάξης δεν ευνοεί την κοινωνική αλλαγή[xxx].

Ερωτήματα και Αβεβαιότητες

Από εδώ και πέρα μπαίνουμε στο ψαχνό των κρίσιμων ζητημάτων. Κατά πόσο έχει αλλάξει μέχρι σήμερα τον κόσμο η εργατική τάξη; Μπορεί να προχωρήσει παραπέρα και να επιφέρει έναν παγκόσμιο κοινωνικό μετασχηματισμό, στο πλαίσιο του οποίου ο καπιταλισμός θα αντικατασταθεί από έναν ριζοσπαστικά δημοκρατικό, σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής, που θα διασφαλίζει τη μέγιστη, ουσιαστική ισότητα στο μέγιστο δυνατό βαθμό; Σε μια τέτοια κοινωνία το ρητό του Μαρξ «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» θα γινόταν πραγματικότητα[xxxi]. Από όσα έχω μέχρι στιγμής γράψει μπορούμε μόνο να πούμε ότι υπάρχουν δυνάμεις εντός της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων που ωθούν τους εργάτες προς αυτή την κατεύθυνση. Υπάρχουν, όμως, και δυνάμεις που δρουν στην αντίθετη κατεύθυνση. Συνεπώς, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα εξαρτάται από το ποια δύναμη έχει τη μεγαλύτερη ισχύ.  Αυτό το ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί μέσω της απλής παρατήρησης των αντικειμενικών συνθηκών. Αμφότερες οι ανταγωνιστικές τάξεις, το κεφάλαιο και οι εργάτες, έχουν ικανότητα αυτενέργειας, υπό την έννοια ότι μπορούν και οι δύο να δράσουν για να προωθήσουν τους στόχους τους. Την ίδια στιγμή, το παρελθόν βαραίνει τον καθένα μας, περιορίζοντας όχι μόνο αυτά που μπορούμε να κάνουμε, αλλά και όσα μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Δεν θα είναι τα πάντα δυνατά οποιαδήποτε στιγμή. Πρώτα από όλα, πρέπει να κατανοήσουμε τη φύση του κόσμου στον οποίο ζούμε. Δεύτερον, θα πρέπει να καταστρώσουμε ένα σχέδιο για να βελτιώσουμε την δική μας κατάσταση. Τρίτον, θα πρέπει να δράσουμε. Και τέταρτον, ενώ προχωράμε στη δράση, θα πρέπει να μελετάμε την αντίδραση, πώς επηρεαζόμαστε, πώς μεταβάλλεται η κατανόησή μας για τα πράγματα ανάλογα με τις πράξεις μας και πώς τροποποιούνται οι δυνατότητές μας. Κάθε βήμα είναι πολύπλοκο και δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε απόλυτα βέβαιοι για τις εκτιμήσεις μας, πολλώ δε μάλλον για την επιτυχία των προσπαθειών μας.

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη


[i]  Karl Marx and Frederick Engels, The Communist Manifesto (New York: Monthly Review Press, 1998).

[ii]  Πρέπει να σημειώσουμε ότι φεουδαρχικές παραγωγικές μονάδες υπήρχαν για πολύ καιρό, τουλάχιστον μέχρι και κατά τον 19ο αιώνα – παραδείγματος χάριν, υπήρχαν μεγάλα αγροκτήματα στην Λατινική Αμερική- κι αυτές λειτουργούσαν σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με τα πρότυπα της δουλείας, πιθανότατα με το ίδιο κίνητρο για συσσώρευση κεφαλαίου, που υπήρχε και στις φυτείες των σκλάβων στις ΗΠΑ.

[iii]  Harry Braverman, Labor and Monopoly Capital (New York: Monthly Review Press, 1998).

[iv]  Charles Babbage, On the Economy of Machinery and Manufactures, 4th ed. (London: Knight, 1835). Braverman, Labor and Monopoly Capital, 54–57.

[v]  Braverman, Labor and Monopoly Capital, 146–53

[vi]  Για τιην εξέγερση του ψωμιού στο Tewkesbury της Αγγλίας βλ. Derek Benson, “The Tewkesbury Bread Riot of 1795,” Bristol Radical History Group, 2013, https://brh.org.uk. Για μια λίστα των εξεγέρσεων για τα τρόφιμα, βλ. “List of Food Riots,” Wikipedia, http://en.wikipedia.org.

[vii]  Marcus Rediker and Peter Linebaugh, “The Many-Headed Hydra: Sailors, Slaves, and the Atlantic Working Class in the Eighteenth Century,” Journal of Historical Sociology 3, no. 3 (1990): 225–52.

[viii]  E. P. Thompson, The Making of the English Working Class (New York: Vintage, 1966).

[ix]  Thompson, The Making of the English Working Class.

[x] Για παραδείγματα, βλ. Συλλογή αρχείων και κειμένων της Πρώτης Διεθνούς

[xi]  βλ. “Preamble to the IWW Constitution,” https://iww.org.

[xii] Η Α.Ο.Ε. ιδρύθηκε το 1886.  Το απόσπασμα είναι από την πρώτη παράγραφο του καταστατικού της, όπως αυτή επικυρώθηκε στην ανανεωμένη εκδοχή του 1912.   “Constitution of the American Federation of Labor,” 1912

[xiii]  For Russia, see Paul LeBlanc, October Song (Chicago: Haymarket, 2017); for Cuba, see Steve Cushion, A Hidden History of the Cuban Revolution (New York: Monthly Review Press, 2016).

[xiv]  Karl Marx, Critique of the Gotha Program, 1875, available at http:// marxists.org.

[xv]  Adam Smith, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations (New York: Modern Library, 1937), 734–35.

[xvi]  Ben Hamper, Rivethead: Tales from the Assembly Line (New York: Warner, 1991), 2.

[xvii] Για αποτροπιαστικές λεπτομέρειες σχετικά με την εργασία των ορφανών στα βρετανικά εργοστάσια βλ. το μυθιστόρημα του  Glyn Rose, The Rape of the Rose (New York: Simon and Schuster, 1993).

[xviii]  Dan Clawson, Bureaucracy and the Labor Process (New York: Monthly Review Press, 1980).

[xix]  See David Noble, Forces of Production: A Social History of Industrial Automation (New York: Knopf, 1984).

[xx]  See the seminal work of John Smith, Imperialism in the Twenty-First Century (New York: Monthly Review Press, 2016).

[xxi]  Karl Marx, Capital, vol. 1 (London: Penguin, 2004).

[xxii]  Michael D. Yates, “Workers of All Countries, Unite: Will This Include the U.S. Labor Movement?” Monthly Review 52, no. 3 (July–August 2000): 48.

[xxiii]  Yates, “Workers of All Countries, Unite.”

[xxiv]  See, among many others, David R. Roediger, Class, Race and Marxism (New York: Verso, 2017); W. E. B. Du Bois, Black Reconstruction in America (Oxford: Oxford University Press, 2007); Gerald Horne, The Apocalypse of Settler Colonialism (New York: Monthly Review Press, 2018); Peter James Hudson, “The Racist Dawn of Capitalism,” Boston Review, March 14, 2016, http://bostonreview.net; Robin D. G. Kelley, “What Is Racial Capitalism and Why Does It Matter,” lecture given at the University of Washington, November 7, 2017, available at http://youtube.com; Roxanne Dunbar-Ortiz, An Indigenous Peoples’ History of the United States (Boston: Beacon, 2014); Nancy Fraser, “Expropriation and Exploitation in Racialized Capitalism: A Reply to Michael Dawson,” Critical Historical Studies 3, no. 1 (2016): 162–78; Nancy Fraser, “Behind Marx’s Hidden Abode: For an Expanded Conception of Capitalism,” New Left Review 86 (2014): 55–72; and John Bellamy Foster and Brett Clark, “Women, Nature, and Capital in the Industrial Revolution,” Monthly Review 69, no. 8 (January 2018): 1–24.

[xxv]  See Theodore W. Allen, The Invention of the White Race, vol. 1 (New York: Verso, 2012); Horne, The Apocalypse of Settler Colonialism; Walter Johnson, River of Dark Dreams: Slavery and Empire in the Cotton Kingdom (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2013).

[xxvi]  Michael D. Yates, “It’s Still Slavery by Another Name,” Cheap Motels and a Hot Plate blog, February 23, 2012, http://cheapmotelsandahotplate.org.

[xxvii]  Fraser, “Behind Marx’s Hidden Abode.”

[xxviii]  Two classic studies are Katherine Stone, “The Origin of Job Structures in the Steel Industry,” Review of Radical Political Economics 6 no. 2 (1974): 113–73; and Stephen A. Marglin, “What Do Bosses Do? The Origins and Functions of Hierarchy in Capitalist Production,” Review of Radical Political Economics 6 no. 2 (1974): 60–112.

[xxix]  Marx, Capital, vol. 1.

[xxx]  See Michael D. Yates, “Work Is Hell,” in The Great Inequality (London: Routledge, 2016), 73–90.

[xxxi]  Βλ. Marx, Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Η πλήρης δήλωσή του: «Σε µια ανώτερη φάση της κοµµουνιστικής κοινωνίας, όταν θα έχει εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόµων στον καταµερισµό της εργασίας και µαζί της και η αντίθεση ανάµεσα στην πνευµατική και τη σωµατική δουλειά, όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι µόνο µέσο για να ζεις, αλλά και η πρώτη ανάγκη της ζωής, όταν µε την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόµων θα έχουν αναπτυχθεί και οι παραγωγικές δυνάµεις και θα αναβλύζουν πιο άφθονα όλες οι πηγές του κοινωνικού πλούτου, τότε µόνο θα µπορεί να ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και η κοινωνία θα γράψει στη σηµαία της: Από τον καθένα ανάλογα µε τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα µε τις ανάγκες του!»

Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμιος Νότος

Εξηγεί η έννοια του ιμπεριαλισμού σημαντικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού κόσμου στον 21ο αιώνα; Ο Τζον Σμιθ έχει δίκιο να επιμένει ότι όντως εξηγεί. Το επιχείρημα του Σμιθ ενάντια στον Χάρβεϊ εγείρει τρία σημαντικά σημεία:

  1. Υπάρχει μια συνεχής και συστημική μεταφορά αξίας από τον παγκόσμιο Νότο (συμπεριλαμβανομένης της Κίνας) στον παγκόσμιο Βορρά.
  2. Η βάση ή η πηγή αυτής της παγκόσμιας μεταφορά είναι η υπερεκμετάλλευση των εργατών του παγκόσμιου Νότου.
  3. Ενώ η καπιταλιστική υπερεκμετάλλευση της εργασίας υφίσταται από την εποχή του Μαρξ, το πεδίο εφαρμογής της έχει επεκταθεί ταχύτατα, συμπεριλαμβάνοντας τον βιομηχανικό τομέα, και αυτό τροφοδοτεί την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Ο Χάρβεϊ δεν αρνείται εντελώς το δεύτερο σημείο, τουλάχιστον αναγνωρίζει ότι η υπερεκμετάλλευση της εργασίας συμβαίνει, αλλά δεν αποδέχεται ότι χρειαζόμαστε οποιαδήποτε επανεξέταση του Μαρξ για να καταλάβουμε αυτήν την έννοια. Το επιχείρημα του Χάρβεϊ είναι ότι η υπερεκμετάλλευση δεν θα πρέπει να αναδειχθεί σε ουσιώδη έννοια, ενώ επιπλέον δεν μπορεί να συμφωνήσει με τις συστημικές αναφορές του πρώτου και του τρίτου σημείου. Εν συντομία, ο Χάρβεϊ αρνείται την κατηγορηματική σημασία τόσο του ιμπεριαλισμού όσο και της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας.

Η επιλεκτικότητα των αποδείξεων

Το σημαντικό έργο του Σμιθ για τον ιμπεριαλισμό στον 21ο αιώνα ξεκινά από την ανάλυση των παγκόσμιων δομών παραγωγής και καταμερισμού της αξίας, η οποία περιλαμβάνει μια κριτική ανάλυση των ίδιων των διαθέσιμων σε εμάς δεδομένων και έχει ως σκοπό την ταυτοποίηση των τάσεων, ξεκινώντας από την στρεβλή έννοια της ψευδαίσθησης του ΑΕΠ [1]. Τόσο στο βιβλίο του όσο και στην απάντησή του στον Χάρβεϊ, ο Σμίθ παρουσιάζει αποδείξεις της μαζικής και αυξανόμενης απομύζησης αξίας από τον παγκόσμιο Νότο προς την Αμερική, την Ευρώπη και την Ιαπωνία και προκαλεί τον Χάρβεϊ να αποδείξει τον ισχυρισμό του πως η τάση αυτή έχει αναστραφεί.

Σε έντονη μεθοδολογική αντίθεση με τον Σμιθ, τα δεδομένα μέχρι στιγμής σχεδόν απουσιάζουν από την απάντηση του Χάρβεϊ, ενώ αυτά που δίνονται δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστα. Αλλά ακόμα και αυτά τα αναξιόπιστα δεδομένα θα πρέπει εξεταστούν εξονυχιστικά. Για παράδειγμα γράφει ο Χάρβεϊ:

Μια γρήγορη ματιά στην εκμετάλλευση της γης σε ολόκληρη την Αφρική δείχνει ότι κινεζικές εταιρείες και funds είναι πολύ πιο μπροστά από οποιονδήποτε άλλο στην απόκτησή της. Οι δύο μεγαλύτερες εταιρείες ορυκτών που δραστηριοποιούνται αυτή τη στιγμή στη ζώνη του χαλκού της Ζάμπια είναι Ινδικές και κινεζικές.

Όντως, με μια γρήγορη ματιά στη Ζάμπια βλέπει κανείς ότι οπό τις τέσσερεις μεγαλύτερες εταιρείες εξόρυξης χαλκού, δύο είναι καναδικές (η Barrick και η First Quantum), μία ελβετική (η Glencore) και μία είναι ιδιοκτησίας της Βρετανο-ινδικής σύμπραξης Vedanta. Κινεζικές εταιρείες ελέγχουν όντως διάφορα μικρότερα ορυχεία αλλά κανένα από τα μεγάλα. Η Κίνα παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο στα μεγάλα έργα υποδομής.

Οι πηγές της συσσώρευσης ξένων άμεσων επενδύσεων στη Ζάμπια από το 2016 και μετά είναι κατά 27.3% ο Καναδάς, το Ηνωμένο Βασίλειο με 20.3%, η Κίνα με 14.5%, η Ελβετία με 12.9%. Έτσι, το μερίδιο της Κίνας είναι όντως σημαντικό αλλά αυτό που διαφεύγει της οπτικής του Χάρβεϊ είναι το μεγαλύτερο μερίδιο του Καναδά και του Ηνωμένου Βασιλείου, δύο παραδοσιακών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στον τομέα των εξορύξεων. Τα δεδομένα της UNCTAD επιβεβαιώνουν την ταχύτατη αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων της Κίνας στον εξορυκτικό τομέα της Αφρικής. Αλλά είναι αυτό το μοναδικό μήνυμα που παίρνουμε από τον πίνακα που ακολουθεί;

Οι δέκα χώρες με τις ισχυρότερες άμεσες ξένες επενδύσεις στον εξορυκτικό τομέα στην Αφρική

Χώρα Προέλευσης Δις δολάρια το 2010 Δις δολάρια το 2015
ΗΠΑ 55 65
Ηνωμένο Βασίλειο 47 58
Γαλλία 52 54
Κίνα 13 35
Νότια Αφρική 19 22
Ιταλία 10 22
Ινδία 12 17
Σιγκαπούρη 20 16
Ελβετία 12 14
Μαλαισία 17 12

Όπως αναφέρεται και στον πίνακα, η μεγάλη εικόνα είναι ότι υπάρχει μια συνεχής υπεροχή των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, των τριών εδραιωμένων δυνάμεων στην Αφρική. Η Κίνα δεν βρίσκεται, ακόμα τουλάχιστον, αρκετά πιο μπροστά από τον δυτικό ιμπεριαλισμό, τον αγγίζει όμως γρήγορα και απειλεί σύντομα να τον υπερβεί. Αυτήν την στιγμή υπάρχει μια ολόκληρη βιομηχανία κινέζων παρατηρητών αλλά το ζήτημα είναι μέσα σε ποιο πλαίσιο και ενάντια σε ποιο ανταγωνισμό αναπτύσσεται η Κίνα;

Εδώ, ο δυτικός ιμπεριαλισμός είναι η κεκαλυμμένη πραγματικότητα. Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ότι η πραγματικότητα αυτού του κεκαλυμμένου κέντρου είναι ότι όλα τα μεγέθη αναφέρονται πάντα σε αμερικανικά δολάρια, το de facto παγκόσμιο συνάλλαγμα. Που είναι λοιπόν οι κριτικοί παρατηρητές του συνεχούς υπερκέρδους των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας (της Ελβετίας, του Καναδά, της Αυστραλίας κλπ), οι τράπεζες και οι εξαγωγικές επιχειρήσεις των οποίων είναι ακόμα και σήμερα οι βασικοί που επωφελούνται από την εκμετάλλευση της εργασίας και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής;

Ταυτόχρονα η παγκόσμια εξορυκτική βιομηχανία είναι ένας δείκτης για την δραματική ανάπτυξη της Κίνας. Η PWC δημοσιεύει κάθε χρόνο μια ετήσια αναφορά με τις 40 μεγαλύτερες εξορυκτικές βιομηχανίες στον κόσμο. Η δύο μεγαλύτερες με βάση το μερίδιο τους στην αγορά είναι η BHP Billiton και η Rio Tinto Zinc, και οι δυο διεθνικές επιχειρήσεις προελεύσεως Μεγάλης Βρετανίας-Αυστραλίας. Υπάρχει μόνο μια κινεζική εταιρεία στις 10 μεγαλύτερες αλλά 11 κινεζικές εταιρίες που κατατάσσονται στο τοπ 40. Η αναφορά δείχνει ότι η Κίνα μετατοπίζεται από βασική πηγή ζήτησης, όπως ήταν στον προηγούμενο «υπερ-κύκλο», βρισκόμενη σε κατάσταση αναμονής για τον επόμενο. Στη βάση του εμπορευματικού κύκλου οι Κινεζικές εταιρείες αγοράζουν περιουσιακά στοιχεία και ετοιμάζονται να εκμεταλλευτούν την επόμενη ανάπτυξη, με άλλα λόγια να ιδρύσουν βιομηχανικές γραμμές προσφοράς και να μετατραπούν οι ίδιοι τόσο σε παραγωγούς όσο και σε πωλητές βιομηχανικών ορυκτών. Αυτή είναι μια επιπλέον πρόκληση για τις υπάρχουσες δυνάμεις.

Πριν από αρκετό καιρό ο Κβάμε Νκρούμαχ σημείωσε ότι οι εξορυκτικές εταιρείες είναι ο κύριος αντιπρόσωπος της νέο-αποικιοκρατίας. Το σε ποιο βαθμό η ανάπτυξη της παρουσίας των κινεζικών επιχειρήσεων αλλάζει τις εκμεταλλευτικές σχέσεις στην Αφρική είναι μια κομμάτι μιας μεγαλύτερης συζήτησης στην οποία θα μπούμε αμέσως.

Ο μικρο-ιμπεριαλισμός ως νέο-αποικιοκρατία

Στην ιστοσελίδα roap.net ο Πάτρικ Μποντ τονίζει την ανάπτυξη ενός μικρό-ιμπεριαλισμού των χωρών της ομάδας των BRICS ως σημαντικό φαινόμενο της τελευταίας περιόδου που πρέπει κανείς να λάβει υπ’ όψιν. Μπορούμε να συμφωνήσουμε σε αυτό αλλά, όπως ισχυρίζεται ο Γουόλτερ Ντάουμ, η εμφάνιση των BRICS δεν σημαίνει το τέλος του ιμπεριαλισμού αλλά μάλλον είναι απόδειξη ενός μεταλλαγμένου ιμπεριαλισμού που μπαίνει σε μια νέα φάση.

Σε κάθε περίπτωση υπάρχει μια σημαντική διαφοροποίηση εντός της ομάδας των BRICS: ανάμεσα στους πρώην σοσιαλιστικούς γίγαντες την Ρωσία και την Κίνα από τη μια πλευρά, αμφότερες δυνητικές παγκόσμιες δυνάμεις, σε σύγκριση με τη Βραζιλία, την Νότια Αφρική και, παρά το τεράστιο μέγεθος της, την Ινδία από την άλλη. Το μεγάλο κεφάλαιο στις δεύτερες χώρες δεν είναι απόλυτα ανεξάρτητο από τη Δύση, κατά κανόνα συνεργάζεται με το δυτικό κεφάλαιο. Αυτές οι αλληλοσυνδεόμενες σχέσεις παίρνουν διάφορες μορφές, αλλά κυρίως συνεργασίας με αμοιβαία οφέλη και για τα δύο μέρη. Μια πλευρά αυτής είναι ο επαναπροσδιορισμός του Λονδίνου ως χρηματιστικού κέντρου. Μερικές από τις ισχυρότερες εξορυκτικές βιομηχανίες έχουν μεταφέρει την έδρα των εταιρειών τους από την χώρα προέλευσής τους στο Λονδίνο, όπου παίρνουν περισσότερα οφέλη από τις αγορές κεφαλαίου και απολαμβάνουν την προστασία του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τις επεμβάσεις τους παγκοσμίως. Η Νότια Αφρική επέτρεψε στις μεγάλες επιχειρήσεις της, αυτές του επωφελήθηκαν από το Απαρτχάιντ, να μεταναστεύσουν στο Λονδίνο στο τέλος της δεκαετίας του ‘90. Η Vedanta επίσης ακολούθησε την τάση αυτή. Σήμερα η Vedanta δεν είναι απλώς άλλη μια Ινδική επιχείρηση, είναι διεθνική ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ινδία. Με της ρίζες της στην περιουσία του Anil Agarwal, στον οποίο ανήκει ακόμα πάνω από το 60%, η Vedanta συμπεριλαμβάνεται στο χρηματιστήριο αξιών του Λονδίνου. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του υπερ-εκμεταλλευτικού μεγάλου κεφαλαίου που έχει εμφανιστεί στον παγκόσμιο νότο, αναζητώντας να ισχυροποιήσει τη θέση του και τους στόχους του μέσω της συνεργασίας με το χρηματιστικό κεφάλαιο και τα κράτη στο ιμπεριαλιστικό κέντρο.

Είναι σημαντικό να θυμηθούμε την ιδέα του μικρό-ιμπεριαλισμού που ανέπτυξε ο Ρουί Μάουρο Μαρίνι σχετικά με τη Βραζιλία και το οποίο επέκτεινε πιο γενικά ο Μποντ. Τα μικρό-ιμπεριαλιστικά κράτη βρίσκονται σε μια ασυνήθιστη κατάσταση στην παγκόσμια ιεραρχία των εθνών-κρατών. Ως μικρό-ιμπεριαλιστικά κράτη βρίσκονται σε μια μέση θέση η οποία περιορίζεται από τους κανόνες που θέτουν τα συμφέροντα των ισχυρότερων κρατών, ενώ ταυτόχρονα, ως μικρό-ιμπεριαλιστικά κράτη, έχουν μια δυνατότητα να επιβάλλονται στους περιφερειακούς γείτονές τους. Αυτό πρακτικά σε όρους παγκόσμιας οικονομικής εκμετάλλευσης σημαίνει ότι η αξία μεταφέρεται στα μικρό-ιμπεριαλιστικά κεφάλαια κυρίως από την περιφέρειά τους ενώ την ίδια στιγμή φεύγει από τις χώρες αυτές προς τον ιμπεριαλιστικό Βορρά (ή Δύση αν προτιμάτε). Ο μικρό-ιμπεριαλισμός βασίζεται παρ’ όλα αυτά στην υπερεκμετάλλευση αυτών που βρίσκονται στον πάτο με έναν πιο εξευγενισμένο καταμερισμό των υπερκερδών στην κορυφή της αλυσίδας.

Ο ιμπεριαλισμός στον 21ο αιώνα δεν κυριαρχεί, κατά βάση, άμεσα με αποικιοκρατικά μέσα αλλά έμμεσα μέσω μιας συμμαχίας των κυρίαρχων εθνικών ελίτ που ελέγχουν το έθνος-κράτος τους και  έχουν συνάψει εθελοντικά ένα σύμφωνο σίγουρου κέρδους με το διεθνές σύστημα. Η νέο-αποικιοκρατία είναι τόσο γνωστή ενδημική κατάσταση στη Αφρική και στον παγκόσμιο νότο που προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Μποντ χάνει την εικόνα της στην ανάλυσή του. Σχετικά με τη διαφθορά στην Αφρική γράφει:

Το τέχνασμα εδώ είναι η ικανότητα των τοπικών ελίτ – όχι απλά επιχειρήσεων της Δύσης ή των BRICS – να συσσωρεύουν offshore σε μέρη σαν τον Μαυρίκιο (το κέντρο της κερδοσκοπίας στην αφρικανική ήπειρο). Αυτή η πλευρά της κεφαλαιακής ροής δεν αποτελεί λειτουργία του καπιταλισμού αλλά απληστία των τοπικών αρχών και υψηλότερα κέρδη μιας μη-πατριωτικής αστικής τάξης που μπορεί να κατέχει κεφάλαια σε μορφή offshore (ακόμα και άσκοπα) αντί να επενδύει στις αφρικανικές οικονομίες, τα συναλλάγματα των οποίων συχνά χάνουν ταχύτατα την αξία τους.

Το ζήτημα που εγείρεται είναι σχετικό, το ότι δηλαδή η νέο-αποικιακή μορφή του ιμπεριαλισμού αποτελεί στην πραγματικότητα μια συμμαχία συμφερόντων που συμπεριλαμβάνει δύο μέρη, αλλά το υπόβαθρο της πηγής της διαφθοράς των τοπικών ελίτ είναι όντως αποτέλεσμα του καθολικού ελέγχου του ιμπεριαλισμού στο μέλλον των αφρικανικών εθνών. Στρατιωτικά, από την εποχή του Πατρίς Λουμούμπα, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν επέμβει δυναμικά για να εξασφαλίσουν ότι θα είναι οι άπληστοι και οι λιγότερο πατριώτες που θα κυβερνούν. Οικονομικά, είναι οι ιμπεριαλιστικές σχέσεις που καθορίζουν ότι τα αφρικανικά συναλλάγματα δε θα έχουν αξία, είναι οι ιμπεριαλιστικές εταιρείες που απομυζούν τον αφρικανικό πλούτο. Οι τοπικοί ολιγάρχες αποταμιεύουν τα κέρδη τους στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Εάν ο ιμπεριαλισμός, λοιπόν, μπορούσε να εκδιωχθεί με τον να τον βάλουμε απλά σε «αποσιωπητικά», θα είχαμε μια πραγματικά εύκολη δουλειά να κάνουμε!

Ο μικρό-ιμπεριαλισμός δεν σημαίνει το τέλος του ιμπεριαλισμού, αντίθετα  αποτελεί μετάλλαξη του νέο-αποικιακού καπιταλισμού και συνεχίζει να ενέχει πολλά από τα χαρακτηριστικά του, με μια περαιτέρω εσωτερίκευση και ταξική διαφοροποίηση στις ιμπεριαλιστικές και τις αντί-ιμπεριαλιστικές γραμμές.

Η υπερεκμετάλλευση της εργασίας ως μέσο μείωσης του κόστους

Ας γυρίσουμε τώρα στην θεωρία της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας. Η υπερεκμετάλλευση της εργασίας ως ιδιαίτερη διάσταση της υπεραξίας, τονίζει περαιτέρω τον διαχωρισμό που εισήγαγε ο Μαρξ ανάμεσα στο κόστος της εργατικής δύναμης για τον καπιταλιστή και τη χρησιμότητα της ως πηγή παραγωγής υπεραξίας. Το κεφάλαιο μπορεί να αυξήσει την υπεραξία με το να μειώσει το κόστος της εργατικής δύναμης, το αντίτιμο που πληρώνει για εργατική δύναμη μιας ορισμένης ποιότητας. Αυτό μειώνει τον απαραίτητο χρόνο εργασίας που απαιτείται για να παραχθεί «πληρωμένη εργασία» μιας ορισμένης αξίας και αυξάνει την «απλήρωτη εργασία» που αποκομίζει το κεφάλαιο. Με το να μειώνει το κόστος της εργατικής δύναμης το κεφάλαιο αποκομίζει μια επιπλέον υπεραξία σε βάρος του εργάτη και έτσι ο εργάτης βιώνει ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση. Η διάσταση αυτή της αυξημένης εκμετάλλευσης μέσω της μείωσης των μισθών (ή με το να μην πληρώνονται καθόλου μισθοί) βρίσκεται σε σύνδεση με τις υπόλοιπες διαστάσεις που ορίζουν την υπεραξία, ιδιαίτερα με το εύρος του χρόνου εργασίας, την ένταση της εργασίας και την παραγωγικότητα της εργασίας. Η υπερεκμετάλλευση της εργασίας απαιτεί μια περαιτέρω εμβάθυνση τις ιδέας της υπεραξίας του Μαρξ, πέρα από την απόλυτη υπεραξία και τη σχετική υπεραξία.

Για να εξηγήσουμε το παράδειγμα της Foxconn-Apple, όπου η υπεραξία παράγεται σε ένα μέρος του πλανήτη ενώ πραγματώνεται σε ένα άλλο, πρέπει να συμπληρώσουμε ένα ακόμα κενό στη θεωρία και αυτό είναι το να επεξηγήσουμε τη διαφορά ανάμεσα στο κόστος παραγωγής ενός αγαθού και στην αξία του. Ο Μαρξ μελετά αυτόν τον διαχωρισμό στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, όπου επεξηγεί τη σχέση ανάμεσα στην παραγωγή υπεραξίας και την πραγμάτωσή της ως κέρδος. Στην επιφανειακή πραγματικότητα του καπιταλισμού, η αξία ενός αγαθού δεν εμφανίζεται ως τέτοια αλλά ως μεταλλαγμένη μορφή του κόστους της παραγωγής συν του κέρδους, αυτό γνωρίζει ο ίδιος ο καπιταλισμός για τον εαυτό του. Αλλά ο καπιταλισμός δεν μπορεί, ούτε και του χρειάζεται, να εξηγήσει ότι η πηγή του κέρδους είναι η υπεραξία που αποκομίζει από τους εργάτες. Η εξήγηση του Μαρξ βασίζεται στην μετάλλαξη της μορφής από υπεραξία ως ουσία σε κέρδος ως εμφάνιση. Ο καπιταλιστής βλέπει μόνο κέρδος, πίσω από αυτό όμως πρέπει να υπάρχει κάποια υπεραξία. Όπως έχει ήδη σημειωθεί, ο Μαρξ δεν ενσωμάτωσε την υπερεκμετάλλευση της εργασίας στη θεωρία του της υπεραξίας στον πρώτο τόμο του κεφαλαίου, αλλά η ανάγκη αυτή είναι ακόμα πιο πρόδηλη στον τρίτο τόμο, εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν αυτή τη μετάλλαξη της μορφής από υπεραξία σε κέρδος, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Η επιπλέον υπεραξία γίνεται υπερκέρδος, το οποίο είτε παραμένει στα χέρια ενός κομματιού του κεφαλαίου που έχει ευκολότερη πρόσβαση σε φτηνή εργασία, είτε επεκτείνεται για να συμβάλει στην αύξηση του γενικού δείκτη του κέρδους.

Ο Τζον Σμιθ και διάφοροι άλλοι συγγραφείς έχουν αναλύσει τις σχέσεις που περιλαμβάνονται στις εταιρικές μορφές τύπου Foxconn-Apple, όπως κάνει και ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ, ο οποίος φαίνεται να συμφωνεί με την ανάλυσή μας όταν καταδεικνύει στο βιβλίο του «Δεκαεφτά Αντιθέσεις» τη διαφορά μεταξύ του χώρου παραγωγής της υπεραξίας και του χώρου πραγμάτωσης του κέρδους:

Με το να ασκούν ισχυρή πίεση στους καπιταλιστές παραγωγούς, οι έμποροι καπιταλιστές και οι χρηματιστές, για παράδειγμα, μπορούν να μειώσουν τις επιστροφές στους άμεσους παραγωγούς στο χαμηλότερο δυνατό, ενώ απομυζούν τεράστια κέρδη για τους εαυτούς τους. Έτσι λειτουργούν η Walmart και η Apple στην Κίνα, για παράδειγμα. Στην περίπτωση αυτή όχι μόνο η πραγμάτωση του κέρδους λαμβάνει χώρα σε έναν τελείως διαφορετικό τομέα, συμβαίνει επίσης στην άλλη άκρη του ωκεανού, σε μια άλλη χώρα, δημιουργώντας μια ιδιαίτερης σημασίας γεωγραφική μεταφορά πλούτου. (2015, σελ. 84) [2].

Και είναι ακριβώς έτσι. Αλλά τότε πως η εξήγηση αυτή ταιριάζει με τη θέση του Χάρβεϊ περί αντίστροφης μεταφοράς;

Ο Γουόλτερ Ντάουμ σχολιάζει καυστικά: «Μεταφορά πλούτου από την ανατολή στη δύση; Στο ίδιο βιβλίο, όπως έχει ήδη σημειώσει ο Τζον, ο Χάρβεϊ υποστηρίζει ότι η μεταφορά έχει αντιστραφεί: ‘‘Η ροή πλούτου από την ανατολή προς τη δύση που κυριάρχησε για περίπου δύο αιώνες έχει αντιστραφεί και η Κίνα σταδιακά έχει γίνει το δυναμικό κέντρο ενός παγκόσμιου καπιταλισμού καθώς η δύση, μετά την χρηματοοικονομική κατάρρευση του 2008, έχασε μεγάλο μέρος του γοήτρου της’’. Είναι αυτή η 18η αντίθεση του Χάρβεϊ;»[3].

Συνδυάζουμε λοιπόν τα δύο συστατικά της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας και της πραγμάτωσης του πλούτου και παίρνουμε μια θεωρητική έκρηξη. Η τιμή στην οποία η Foxconn πουλάει στην Apple επιτρέπει και στους δύο καπιταλιστές να παράγουν κέρδος, αλλά η αγοραστική τιμή της Apple έχει οριστεί στο κόστος παραγωγής συν ένα σημαντικά χαμηλότερο κέρδος για την Foxconn. Αυτό σημαίνει πως η επιπλέον υπεραξία που παράγεται από τους εργάτες στην Κίνα πραγματώνεται ως υπερκέρδος της Apple επί της Foxconn, εξ’ αιτίας της μεγάλης διαφοράς μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης. Η υπερεκμετάλλευση της εργασίας «κρύβεται» στους όρους της ανταλλαγής των εμπορευμάτων. Εδώ, ο ρόλος της Apple σε αυτή τη σχέση σε σύγκριση με τη Foxconn είναι παρόμοιος (αλλά όχι ίδιος) με αυτόν του γαιοκτήμονα με τους ενοικιαστές της γης στη μαρξιστική θεωρία της προσόδου γης. Η ιδιοκτησία της τεχνολογίας και του ονόματος της Apple είναι μια έκφραση μονοπωλίου εντός των πλαισίων του νόμου της αξίας[4].

Συνδυάζοντας τις συνθήκες της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας και της υψηλής παραγωγικότητας της εργασίας θα φτάσει κανείς στις πύλες του καπιταλιστικού παραδείσου, καθώς οι δύο συνθήκες ορίζουν τη σημασία του «φτηνό» ενός φτηνού προϊόντος. Αυτός ο συνδυασμός είναι θανατηφόρος για την υπερεκμεταλλευόμενη εργατική δύναμη, όπως αυτή της Foxconn, και βασίζεται συχνά και σε έμφυλη καταπίεση σε διάφορους τομείς.

Η γενική αυτή μέθοδος επεκτείνεται και βαθαίνει στις εξορυκτικές επιχειρήσεις. Στον εξορυκτικό καπιταλισμό η παραγωγικότητα της εργασίας επεκτείνεται στην οικειοποίηση από την πλευρά του κεφαλαίου κάθε συγκεκριμένης φυσικής συνθήκης που αποφέρει σε αξίες χρήσης σε σχέση με την προσπάθεια που καταβλήθηκε, πάρτε για παράδειγμα τα διαθέσιμα χαλκού. Εντός των ιμπεριαλιστικών κοινωνικών σχέσεων, η μείωση του κόστους πηγαίνει ένα βήμα παρά πέρα και δεν καλύπτει τα κοινωνικά και τα «παράπλευρα» κόστη της καταστροφής του περιβάλλοντος. Αυτό το φλογερό κοκτέιλ είναι κάτι περισσότερο από «συσσώρευση μέσω της εκδίωξης», όπως δηλώνει η πολυχρησιμοποιούμενη φράση του Χάρβεϊ. Η πρόσβαση στη γη και η μετατροπή της σε μέσο παραγωγής πραγματοποιείται αρχικά μέσω της εκδίωξης, μέσα από την εκδίωξη των γηγενών πληθυσμών μιας περιοχής από τη γη τους, και αργότερα μέσω της υπερεκμετάλλευσης ώστε να παραχθεί σημαντική υπεραξία και να μεταφραστεί σε κέρδος. Το να νοηματοδοτήσει κανείς τον ιμπεριαλισμό ως εκδίωξη ενέχει μια δόση αλήθειας είναι όμως εντελώς μονόπλευρη. Η εκδίωξη λειτουργεί ως προαπαιτούμενο για την εξορυκτική βιομηχανία, δεν εξηγεί όμως από μόνη της την εσωτερική συνθήκη συσσώρευσης υπερκέρδους μέσω της συσσώρευσης επιπλέον υπεραξίας, υπεραξία που παράγεται από τους εργάτες.

Η συσσώρευση κεφαλαίου μέσω της υπερεκμετάλλευσης αποτελεί την πρώιμη εξάντληση όλων των μορφών ζωής. Η ζωογόνος ενέργει των εργατών και η ζωογόνος ενέργεια που ο καπιταλισμός αντλεί από την φύση δεν μπορούν να αντικατασταθούν ποτέ.

 Τα όρια του Χάρβεϊ

Ο Χάρβεϊ φτάνει πια στο τέλος του μαρξιστικού του κύκλου. Επισημαίνει ότι με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και μαζί με αυτή με την κατάρρευση των παραδοσιακών κομμουνιστικών κομμάτων, η μαρξιστική σκέψη επιβίωσε κυρίως στον ακαδημαϊκό κόσμο. Εδώ κάποιος μπορεί μόνο να  αντιπαρατεθεί, με τις στρεβλώσεις που αυτό συνεπάγεται. Κατά τη γνώμη μου, η διαρκής συμβολή του Χάρβεϊ είναι ως ενημερωμένος μαρξιστής γεωγράφος και όχι ως κριτικός πολιτικός οικονομολόγος. Παρά την επικοινωνιακή και εκπαιδευτική συμβολή του και τη διασημότητα του ως «κορυφαίου μαρξιστή ειδικού», ο Χάρβεϊ είναι ένας αναξιόπιστος οδηγός όσον αφορά το Κεφάλαιο.

Ο Χάρβεϊ αστειεύεται για την ύπαρξη μιας ασθένειας που ονομάζεται «τομοπάθεια», της οποίας οι ασθενείς πιστεύουν ότι η μελέτη του πρώτου τόμου αρκεί για να κατανοήσει κανείς τη θεωρία του Μαρξ και δικαίως υποστηρίζει ότι δεν αρκεί. Τονίζει δε την ανάγκη να μελετηθούν και οι τρεις τόμοι του Κεφαλαίου για να αποκτηθεί μια ολιστική άποψη για τον Μαρξ. Δεν ακολουθεί όμως τις δικές του συμβουλές, και πιο συγκεκριμένα δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο να πει για το πρώτο μισό του τρίτου τόμου, κεφάλαια ένα έως τρία. Ως γεωγράφος ο Χάρβεϊ βάζει σε πρώτο πλάνο το κεφάλαιο έξι του τρίτου τόμου και τη θεωρία της προσόδου του Μαρξ, αλλά γενικά αντλεί τις κύριες γραμμές ερμηνείας του από την ολότητα του συστήματος του δεύτερου τόμου και όχι από τον τρίτο.

Πράγματι, ο Χάρβεϊ υποφέρει από τη σπανιότατη αλλά επεκτεινόμενη ασθένεια «τομοπάθεια». Σε σύνδεση με αυτό βρίσκεται και η αναφορά του ότι ο πρώτος τόμος αφορά την παραγωγή αξιών βασικών αγαθών, ο δεύτερος τόμος αφορά την πραγμάτωση και ο τρίτος τόμος σχετίζεται με τη διανομή. Αυτή η κατηγοριοποίηση είναι μόνο εν μέρει σωστή, επειδή χάνει ένα βασικό σημείο, το ότι ο Μαρξ ολοκληρώνει την εξήγησή του για την πραγμάτωση, την πραγμάτωση της υπεραξίας ως κέρδος, στα κεφάλαια ένα έως τρία του τρίτου τόμου, με αποκορύφωμα τον σχηματισμό του γενικού συντελεστή κέρδους και την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Μόνο αφότου ο Μαρξ έχει θεσπίσει τους νόμους του κέρδους, προχωρά στην ανάλυση της κατανομής του κέρδους ως τόκο, κέρδος του εμπόρου και πρόσοδο, δηλαδή από το τέταρτο κεφάλαιο και μετά. Η απόδοση του κεφαλαίου από τον Χάρβεϊ υποβαθμίζει τη σημασία των γενικών, συστημικών νόμων του κέρδους του Μαρξ, που αποδεικνύουν την αναπόφευκτη τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να παράγει κρίσεις.

Ο Χάρβεϊ θεωρεί τον καπιταλισμό διαδικασία διακριτή από το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, ενώ η μεθοδολογία του Μαρξ συνδυάζει και τις δύο πτυχές που εκφράζονται στους νόμους της κίνησης. Στο Κεφάλαιο οι αντιφατικές εσωτερικές σχέσεις επεξηγούνται ως συστημικοί νόμοι της κίνησης που δείχνουν ξεκάθαρα το αναπόφευκτο της συστημικής κρίσης. Ακόμη και προτού φτάσουμε στον Λένιν, ο Χάρβεϊ σκοντάφτει πάνω στον ντετερμινισμό του Μαρξ. Υπάρχουν πολλές εκφράσεις αυτού στο έργο του Χάρβεϊ: η προτίμηση του για τον ορισμό του Μαρξ ότι το κεφάλαιο είναι «αξία σε κίνηση» παρά «αξία που επεκτείνει τον εαυτό της», η λανθασμένη του παρουσίαση της εξήγησης του Μαρξ για τη σχετική υπεραξία, μια βασική έννοια του πρώτου τόμου[5], η αποστροφή του προς το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, η προτίμησή του για τον δεύτερο έναντι του τρίτου τόμου, η συνεχής έμφαση του στο πλεόνασμα κεφαλαίου κ.ο.κ.

Αλλά η αποκαλυπτική απόδειξη της λανθασμένης προσέγγισης του Χάρβεϊ έρχεται με την παρουσίαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως κύκλου, μια αναλογία με τον υδρολογικό κύκλο – το νερό εξατμίζεται από τη θάλασσα, σχηματίζει σύννεφα που ρίχνουν βροχή, γίνονται ποτάμια και επιστρέφει – έτσι ο κύκλος του κεφαλαίου περνά μέσα από την παραγωγή, την πραγμάτωση και τη διανομή και ούτω καθεξής. Η κρίση έρχεται αργότερα, όταν ο Χάρβεϊ αναρωτιέται «από πού προέρχεται η ενέργεια που ωθεί το σύστημα προς τα μπρος;». Στον υδρολογικό κύκλο η απάντηση είναι ο ηλιος, οι ακτίνες της ηλιακής ενέργειας. Στη συνέχεια, αναρωτιέται, ποια είναι η πηγή ενέργειας του κύκλου του κεφαλαίου; Παύση εδώ, ποια απάντηση θα δίνατε;

Δεν θα περίμενε κανείς ότι η απάντηση είναι η εργασία, ή ίσως η εργασία σε συνδυασμό με τη φύση, ως πηγές ενέργειας; Δεν είναι εκεί, μέσα από το κουτί που ονομάζεται «παραγωγή αγαθών», που η ζωντανή ενέργεια του εργατικού δυναμικού παράγει τη νέα αξία που ζωντανεύει ολόκληρο το σύστημα; Είτε πρόκειται για υποδούλωση στην αποικιακή φυτεία, φόρτωση στις αποβάθρες, αποβίβαση στο εργοστάσιο συναρμολόγησης, καθαρισμό τουαλέτας ή τοποθέτηση τούβλων – η εργασίας ωθεί το σύστημα. Η ακόμα πιο βαθιά κρυμμένη πηγή ενέργειας στο σύστημα είναι η μη αμειβόμενη και κοινωνικά μη αναγνωρισμένη φροντίδα, σχεδόν εξ ολοκλήρου εκτελούμενη από γυναίκες, που συμβάλλει στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Ωστόσο, η απάντηση του Χάρβεϊ δεν αναφέρει τίποτα από αυτά, και δεν την λες και εκπληκτική. Γι’ αυτόν, η νέα ενέργεια εισέρχεται στο σύστημα από τρία μέρη, από το κεφάλαιο στην παραγωγή, το κεφάλαιο στην πραγμάτωση και το κεφάλαιο στη διανομή. Όχι από την εργασία[6].

Τούτο είναι τότε το αφαιρετικό της θέσης του Χάρβεϊ: η ιεράρχηση της καπιταλιστικής διαδικασίας έναντι των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, το ότι δεν βλέπει το κεφάλαιο ως κάτι άλλο πέρα από μια αντιστροφή, ότι η κοινωνική του δύναμη μέσω των συσσωρευμένων χρημάτων είναι εντελώς παράγωγο της απαλλοτρίωσης της εργασίας. Η άρνηση του ιμπεριαλισμού δεν είναι μόνο η άρνηση της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, τελικά είναι άρνηση του ίδιου του εργατικού δυναμικού.

Για έναν αναγεννημένο Μαρξισμό, για τον αντιιμπεριαλισμό

Τέλος ερχόμαστε στο ζήτημα του ενεργού υποκειμένου. Η πιο πρόσφατη συμβολή του Χάρβεϊ ήταν ένα «σχόλιο», κατά βάση μια «διόρθωση» στην θεωρία της εξάντλησης[7] των Utsa Patnaik και Prabhat Patnaik. Οι εν λόγω συγγραφείς ασκούν κριτική στη θεωρία του ιμπεριαλισμού τόσο της Λούξεμπουργκ όσο και του Λένιν και δίνουν έμφαση στον ιμπεριαλισμό ως μια αμετάβλητη σχέση εντός του καπιταλισμού. Σύμφωνα με αυτούς, ο καπιταλισμός ήταν πάντα ιμπεριαλιστικός. Η θεωρία της εξάντλησης της Ινδίας έχει μακρά ιστορία, από τις μέρες ακόμα της βρετανικής αποικιοκρατίας[8]. Η κριτική κοινωνική επιστήμη στη Λατινική Αμερική και την Αφρική έχει παράξει παρόμοιες θεωρίες που απαντούν στις συνθήκες του αποικιοκρατικού καπιταλισμού και στα αποτελέσματά του. Δεν είναι μόνο οι μαρξιστές που αναγνωρίζουν την αποικιοκρατία ως εκμετάλλευση και ότι η κληρονομιά της κυριαρχεί στις σχέσεις της Ινδίας με την παγκόσμια οικονομία. Αλλά μια και τρέφουμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την μαρξιστική ανάπτυξη της θεωρίας της εξάντλησης, υπάρχει ένας κίνδυνος να αποσιωπηθούν οι φωνές αυτές.

Μπορεί ένας υπέρμαχος του Μαρξισμού να μιλήσει ενάντια στον ιμπεριαλισμό; Ακόμα και η αναφορά στον ιμπεριαλισμό ως σχήμα του σύγχρονου καπιταλισμού θα προκαλούσε την ενόχληση των μεγαλύτερων ειδήμονων του μαρξισμού παγκοσμίως. Αφού εξήγησε την επιρροή της βρετανικής αποικιοκρατικής και ιμπεριαλιστικής σκέψης στην Ινδία η Radha S’Souza κατέληξε ότι «δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε καπιταλιστική γνώση για να χτίσουμε τον σοσιαλισμό, ή ιμπεριαλιστική γνώση για να εξασκήσουμε τον αυτό-προσδιορισμό μας». Ο Χάρβεϊ απάντησε ότι «θα μπορούσατε να επιλύσετε όλα αυτά τα ερωτήματα χωρίς να αλλάξετε την δυναμική του καπιταλισμού» και αναρωτιέται «τι σημαίνει να είναι κανείς αντικαπιταλιστής».[9]

Αυτό μας οδηγεί στο ερώτημα από που πηγάζει η δύναμη του ιμπεριαλισμού και η αντίσταση απέναντι του στον 21ο αιώνα. Ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει, με τη μορφή δομικής βίας και διαμεσολαβητικών πολέμων ενάντια στους καταπιεσμένους του «τρίτου κόσμου», των οποίων η σημασία περνά απαρατήρητη στους κοσμήτορες του ευρώ-κεντρικού μαρξισμού.

Μία εξαίρεση από τον κανόνα του «απαρατήρητου» ήταν η σφαγή του Marikana, με την αστυνομία να ρίχνει νεκρούς 34 ανθρακωρύχους, η φοβερή τηλεοπτική παρουσία των οποίων τους μετέτρεψε σε άμεσο παγκόσμιο γεγονός που καταγράφηκε στην παγκόσμια συνείδηση. Ο Τόμας Πικεττί ανοίγει το βιβλίο του με τη σφαγή αυτή. Αλλά σύμφωνα με την εξήγηση του Πικεττί, η Marikana αφορούσε δομικά εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις και  δεν μπορεί να γίνει κατανοητή υπό τον περιοριστικό φακό της ανισότητας. Το μεταναστευτικό σύστημα της εργασίας, η κατάσταση της φυλετικής και έμφυλης υπερεκμετάλλευσης αφορούν την εξόρυξη πλατίνας όσο και την εξόρυξη χρυσού και διαμαντιών στο παρελθόν. Όπως γνωρίζω, ο σύντροφος Πάτρικ Μποντ συμφωνεί ότι η σφαγή βασίστηκε στην τοξική συμπαιγνία μεταξύ της ηγεσίας της ANC, της αστυνομίας και της εταιρίας Lonmin που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο[10]. Μετά τη σφαγή, ένας από τους κυριότερους δράστες, ο Cyril Ramaphosa, προστατεύτηκε από την Farlam κατά την επίσημη έρευνα και έκτοτε ανέβηκε στην προεδρία της, από την οποία και απευθύνει έκκληση για περισσότερες ξένες επενδύσεις. Εάν η σφαγή της Marikana και τα επακόλουθά της δεν αποτελούν ένδειξη διαρκούς νεοαποικιακού ιμπεριαλισμού, τότε τι είναι;

Οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία πλατίνας επέστρεψαν στην απεργία και ο αγώνας τους συνεχίζεται. Όπως και ο αγώνας των μαύρων φοιτητών κατά της αποικιοκρατίας και των νεοφιλελεύθερων διδάκτρων[11]. Όπως και ο αγώνας της επιτροπής της Amadiba που αγωνίζεται ενάντια  στην καταστροφή του τοπικού τρόπου ζωής από την αυστραλιανή εταιρία MRC, η οποία αποψιλώνει τις ακτές. Όπως και οι αγώνες της υπόθεσης Abahlali base Mjondolo και της επιτροπής στέγασης του Κέιπ Τάουν για την στοιχειώδη, αξιοπρεπή στέγαση. Οι άνθρωποι σε όλους αυτούς τους αγώνες αντιμετωπίζουν ποινικοποίηση και δολοφονίες αλλά συνεχίζουν τον αγώνα τους για αξιοπρέπεια. Είναι η ενέργεια της ανθρωπότητας.

Ως περαιτέρω επίδειξη της διαρθρωτικής και συνεχιζόμενης νέο-αποικιοκρατικής βίας και της φυσικοποίησης της, στην Κολομβία από την υπογραφή της «ειρηνευτικής συμφωνίας» τον Νοέμβριο του 2016, ο βρώμικος πόλεμος του κράτους οδήγησε σε 150.000 βίαια εκτοπισμένους και πάνω από 200 δολοφονημένους ακτιβιστές των κοινωνικών και περιβαλλοντικών κινημάτων[12]. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζεται η μαζική κινητοποίηση, όπως αποδεικνύει η γενική απεργία διάρκειας τριών εβδομάδων των Κολομβιανών με αφρικανική προέλευση στη Μπουεναβεντούρα τον Μάιο-Ιούνιο του 2017, κυριολεκτικά ένας αγώνας ζωής και θανάτου για μισό εκατομμύριο ανθρώπους, για να αποκτήσουν ένα δημόσιο νοσοκομείο στην παράκτια πόλη τους[13].

Όσο για τους διαμεσολαβητικούς πολέμους, ήταν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο που ως ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές δυνάμεις οργάνωσαν την γενοκτονική σφαγή των 70 και πλέον χιλιάδων ανθρώπων στο Ελάμ Ταμίλ το 2009 και όχι η Κίνα, παρά την οικονομική της δύναμη και της υποστήριξης της για λόγους ιδίου συμφέροντος στο δολοφονικό καθεστώς της Σρι Λάνκα[14].  Το Ελάμ Ταμίλ έχει την ατυχία να αναζητά την ανεξαρτησία του σε μια στρατηγική περιοχή για τον παιχνίδι των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, ακριβώς στο πέρασμα των μεγαλύτερων θαλάσσιων οδών του κόσμου στον ινδικό ωκεανό. Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο χρειάζονται ένα ενιαίο κράτος στη Σρι Λάνκα, και κυρίως χρειάζονται το λιμάνι του Τρινκομαλέ ως αναπόσπαστο κομμάτι της γεωστρατηγικής τους στον 21ο αιώνα, της επονομαζόμενης ως «βήμα στην Ασία». Τόσο με τον Ομπάμα όσο και με τον Τραμπ και τον Κλίντον οι ΗΠΑ δείχνουν με κάθε τρόπο ότι θα χρησιμοποιήσουν ναυτική δύναμη για να εμποδίσουν την ανάδειξη της Κίνας σε ανεξάρτητο παγκόσμιο παίκτη. Αυτή είναι η γεωγραφία του ιμπεριαλισμού.

Ας πάρουμε ένα τελευταίο παράδειγμα από το ίδιο μέρος του κόσμου, την λαϊκή εξέγερση στο Thoothukudi, στην Tamil Naadu ενάντια στη Vedanta, τη θυγατρική χαλκού της Sterlite, που σχεδίαζε να διπλασιάσει την παραγωγή στο εργοστάσιο τήξης χαλκού της, το οποίο παράγει ήδη το 40% του χαλκού της Ινδίας[15]. Οι κοντινές κοινότητες έχουν υποστεί τη μόλυνση του χυτηρίου για αρκετά χρόνια και αποφάσισαν πως δεν πάει άλλο. Κινητοποιήθηκαν για να ζητήσουν από τον «επαρχιακό εισπράκτορα» (που έπαιζε τον ρόλο του εισπράκτορας των εσόδων για τους Βρετανούς κατά την αποικιοκρατία) να εμποδίσει την επέκταση. Η αστυνομία δολοφόνησε δεκατρείς διαδηλωτές με τρόπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί στοχευμένος, ενώ ακολούθησαν μαζικές κρατήσεις και βασανιστήρια[16]. Μια ενθαρρυντική πτυχή σε μια τρομακτική κατάσταση είναι η άμεση ανταπόκριση των ομοεθνών των Ταμίλ της διασπορά, η εκστρατεία Foil Vedanta (Ματαιώστε τη Verdana) και άλλες εκστρατείες που προκάλεσαν μαζικές διαδηλώσεις στο Λονδίνο. Η προσπάθεια αλληλεγγύης του Λονδίνου ενδυναμώνει σημαντικά την καρδιά του αγώνα, το μαζικό κίνημα στην Ινδία.

Αγώνες όπως της Marikana, της Buenaventura και του Thoothukudi αποτελούν το πραγματικό κινηματικό πλαίσιο της πρόκλησης του Τζον Σμιθ στον Ντέιβιντ Χάρβεϊ. Η αντιπαράθεση επιβεβαιώνει την επείγουσα ανάγκη για έναν ανανεωμένο μαρξισμό που θα συμβάλλει στον επαναπροσδιορισμό του αντιιμπεριαλισμού, με την ιδιαίτερη ευθύνη μας να το πράξουμε στον παγκόσμιο Βορρά.

Μπορεί ο ευρωκεντρικός μαρξισμός να συνεχίσει να αρνείται το γεγονός ότι ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός είναι συστηματική λεηλασία της εργατικής τάξης στον παγκόσμιο Νότο; Τι σημαίνει στην πραγματικότητα το να είναι κανείς αντικαπιταλιστής, αν δεν είναι ταυτόχρονα αντιιμπεριαλιστής; Εάν δεν βοηθά τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ποια η αξία του μαρξισμού; Πρέπει να πολεμήσουμε τον  καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό στη θεωρία και την πρακτική. Όπου υπάρχει ο ιμπεριαλισμός, αργά ή γρήγορα η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται. Αυτές είναι αξίες που πρέπει επίσης να μεταφερθούν από Νότο σε Βορρά και πριν να είναι αργά.

[1] Βλέπε: John Smith, Imperialism in the 21st century Monthly Review Press, 2015, κεφάλαια 6 και 9 καθώς και John Smith ‘The GDP Illusion: Value Added versus Value Capture’ Monthly Review, Ιούλιος 2012.

[2] Andy Higginbottom ‘Structure and Essence in Capital and the Stages of Capitalism’ , στο Journal of Australian Political Economy, No. 70, 2012, σελ. 251-270

[3] Προσωπική επικοινωνία, 15 Ιουνίου 2018.

[4] Οι Torkill Lauesen και Zac Cope δίνουν μια καλή επεξήγηση επ’ αυτού στο ‘Imperialism and the Transformation of Values into Prices’, Monthly Review, Ιούλιος-Αύγουστος 2015, Νο. 67(3) , σελ. 54-67

[5]Ο Χάρβεϊ συνοψίζει τη θέση του Μαρξ ως εξής: «οι Μηχανές αποτελούν πηγή σχετικής υπεραξίας αλλά όχι αξίας» (David Harvey, A Companion To Marx’s ‘Capital’, 2010, σελ. 169). Αυτό δεν βγάζει κανένα νόημα, είναι συμπέρασμα που εξάγεται μέσω της αποκοπής των προτάσεων από το νόημά τους. Το σημαντικό σημείο εδώ είναι ότι το κεφάλαιο χρησιμοποιεί τις μηχανές ως «πηγή» σχετικής υπεραξίας μόνο επειδή έτσι η εργασία γίνεται περισσότερο παραγωγική και ο ατομικός χρόνος εργασίας που χρειάζεται για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου αγαθού είναι μικρότερος από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας. Η εργασία του εργάτη δημιουργεί αξία και σχετική υπεραξία, μέσω της χρήσης μηχανών για τον σκοπό αυτό.

[6] ‘Visualizing Capital’ με τον καθηγητή David Harvey, από το 22ο λεπτό και μετά

[7] Utsa Patnaik και Prabhat Patnaik, A Theory of Imperialism, 2017, Columbia University Press

[8] Για μια πρόσφατη αναφορά βλέπε Shashi Tharoor, Inglorious Empire: What the British Did to India, 2017, κεφάλαιο 1.

[9] Radha D’Souza, Industrialism, Law, Science and Imperialism, 2015, λεπτό 22:14 και David Harvey. Ομιλία στο Network AQ Conference II, 2015, λεπτό 18:45.

[10] Βλέπε Dali Mpofu, Mpati Qofa και Reghana Tulk, Heads of Agreement On Behalf Of Injured And Arrested Persons, 2014.

[11] Βλέπε Andy Higginbottom, The Marikana Massacre in South Africa: the Results of Toxic Collusion, 2018.

[12] Βλέπε Stephen Gill, ‘Are Colombia’s social leaders facing another extermination?’ Colombia Reports 22 February 2018

[13] Βλέπε Seb Ordóñez and Patrick Kane, Colombian strike: ‘To live with dignity, our people don’t give up’ 31 May 2017.

[14] Βλέπε Bremen Human Rights Association  and Permanent Peoples Tribunal on Sri Lanka

[15] Βλέπε Vedanta Resources, A Great Diversified Story–Mining Indaba presentation, 7 Φεβρουαρίου 2017,  σελ. 19

[16] NDTV “No Warning”: Witnesses Describe How Police Shot Anti-Sterlite Protesters, 29 Μαΐου 2018

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: Νάσια Πλιακογιάννη

Η νέα ιμπεριαλιστική δομή

Το άρθρο του Samir Amin δημοσιεύθηκε στο Monthly Review τον Ιούλιο του 2019. Αναπτύσσει τη θέση του γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού που κατά τη γνώμη του χαρακτηρίζει τον ιμπεριαλισμό το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα. Η κεντρική ιδέα

Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι ένας καπιταλισμός γενικευμένων μονοπωλίων. Αυτό που εννοώ με αυτό είναι ότι τα μονοπώλια δεν αποτελούν πλέον νησίδες (όσο σημαντικές και αν είναι) σε έναν ωκεανό εταιρειών που δεν είναι μονοπώλια -και κατά συνέπεια είναι σχετικά αυτόνομα- αλλά ένα ολοκληρωμένο σύστημα, και κατά συνέπεια ελέγχουν πλέον αυστηρά όλα τα παραγωγικά συστήματα. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ακόμη και οι μεγάλες που δεν ανήκουν επισήμως στα ολιγοπώλια, περικλείονται σε δίκτυα ελέγχου που έχουν δημιουργήσει τα μονοπώλια ένθεν κακείθεν. Κατά συνέπεια, το περιθώριο αυτονομίας τους έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Αυτές οι παραγωγικές μονάδες έχουν μετατραπεί σε υπεργολάβους των μονοπωλίων. Αυτό το σύστημα των γενικευμένων μονοπωλίων είναι το αποτέλεσμα ενός νέου σταδίου της συγκέντρωσης του κεφαλαίου στις χώρες της τριάδας (σ.μ. ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία) που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 1980 και του ’90.

Ταυτόχρονα, αυτά τα γενικευμένα μονοπώλια κυριαρχούν στην παγκόσμια οικονομία. Παγκοσμιοποίηση είναι το όνομα που οι ίδιοι έχουν δώσει στις επιταγές μέσω των οποίων ασκούν τον έλεγχό τους στα παραγωγικά συστήματα της περιφέρειας του παγκόσμιου καπιταλισμού (όλος ο κόσμος πέρα από τους εταίρους της τριάδας). Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από ένα νέο στάδιο του ιμπεριαλισμού.

Ως σύστημα, ο γενικευμένος και παγκοσμιοποιημένος μονοπωλιακός καπιταλισμός διασφαλίζει ότι τα μονοπώλια αυτά αντλούν ένα μονοπωλιακό ενοίκιο που εισπράττεται από τη μάζα της υπεραξίας (που μετατρέπεται σε κέρδη) που το κεφάλαιο αντλεί από την εκμετάλλευση της εργασίας. Στο βαθμό που αυτά τα μονοπώλια λειτουργούν στην περιφέρεια του παγκοσμιοποιημένου συστήματος, αυτό το μονοπωλιακό ενοίκιο μετατρέπεται σε ιμπεριαλιστικό ενοίκιο. Η διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου -η οποία ορίζει τον καπιταλισμό σε όλες τις διαδοχικές ιστορικές μορφές του- διέπεται συνεπώς από τη μεγιστοποίηση του μονοπωλιακού/ιμπεριαλιστικού ενοικίου.

Αυτή η μετατόπιση του κέντρου βάρους της συσσώρευσης του κεφαλαίου βρίσκεται πίσω από τη συνεχή επιδίωξη της συγκέντρωσης των εισοδημάτων και των περιουσιών, αυξάνοντας τα μονοπωλιακά ενοίκια, και τα οποία καταλαμβάνονται κυρίως από τις ολιγαρχίες (πλουτοκρατίες) που ελέγχουν τους ολιγοπωλιακούς ομίλους, εις βάρος των εργατικών εισοδημάτων και ακόμη και των εσόδων του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου. Με τη σειρά της, αυτή η συνεχώς αυξανόμενη ανισορροπία είναι η ίδια η προέλευση της χρηματιστικοποίησης του οικονομικού συστήματος. Αυτό που εννοώ είναι ότι ένα αυξανόμενο μέρος του πλεονάσματος δεν μπορεί πλέον να επενδυθεί στην επέκταση και ενίσχυση των παραγωγικών συστημάτων και ότι η “χρηματοοικονομική επένδυση” αυτού του αυξανόμενου πλεονάσματος είναι η μόνη δυνατή εναλλακτική λύση για τη συνέχιση της συσσώρευσης που ελέγχεται από τα μονοπώλια. Αυτή η χρηματιστικοποίηση, η οποία επιτείνει την αύξηση της άνισης κατανομής του εισοδήματος (και του πλούτου), δημιουργεί το αυξανόμενο πλεόνασμα από το οποίο τρέφεται. Οι χρηματοπιστωτικές επενδύσεις (ή, ακριβέστερα, οι επενδύσεις της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας) συνεχίζουν να αυξάνονται με ρυθμούς που κόβουν την ανάσα, δυσανάλογους με τους ρυθμούς αύξησης του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (που και ο ίδιος γίνεται τότε σε μεγάλο βαθμό ψευδής) ή τους ρυθμούς επενδύσεων στο παραγωγικό σύστημα. Η εκπληκτική αύξηση των χρηματοοικονομικών επενδύσεων απαιτεί -και συντηρεί- μεταξύ άλλων, την αύξηση του χρέους, σε όλες τις μορφές του, ιδίως του δημόσιου χρέους. Όταν οι υπάρχουσες κυβερνήσεις ισχυρίζονται ότι επιδιώκουν τον στόχο της “μείωσης του χρέους”, λένε σκόπιμα ψέματα. Η στρατηγική των χρηματιστικοποιημένων μονοπωλίων χρειάζεται την αύξηση του χρέους (την οποία επιδιώκουν και δεν αντιτίθενται) -ένα οικονομικά ελκυστικό μέσο για την απορρόφηση του πλεονάσματος από τα μονοπωλιακά ενοίκια. Οι πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται για τη “μείωση του χρέους”, όπως λέγεται, καταλήγουν στην πραγματικότητα να αυξάνουν τον όγκο του, που είναι η επιδιωκόμενη συνέπεια.

Οι πλουτοκράτες: Η νέα άρχουσα τάξη του παρωχημένου καπιταλισμού

Η λογική της συσσώρευσης έγκειται στην αυξανόμενη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του ελέγχου του κεφαλαίου. Η τυπική ιδιοκτησία μπορεί να διασκορπιστεί (όπως στους “ιδιοκτήτες” των μετοχών στα συνταξιοδοτικά προγράμματα), ενώ η διαχείριση αυτής της ιδιοκτησίας ελέγχεται από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.

Έχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο συγκέντρωσης της εξουσίας κυριαρχίας του κεφαλαίου, τέτοιο που οι μορφές ύπαρξης και οργάνωσης της αστικής τάξης, όπως ήταν γνωστές μέχρι σήμερα, έχουν μετασχηματιστεί πλήρως. Η αστική τάξη σχηματίστηκε αρχικά από σταθερές αστικές οικογένειες. Από γενιά σε γενιά, οι κληρονόμοι συνέχιζαν τις εξειδικευμένες δραστηριότητες των επιχειρήσεών τους. Η αστική τάξη χτίστηκε και οικοδομήθηκε σε βάθος χρόνου. Αυτή η σταθερότητα ενθάρρυνε την εμπιστοσύνη στις “αστικές αξίες” και προώθησε την επιρροή τους σε ολόκληρη την κοινωνία. Σε μεγάλο βαθμό, η αστική τάξη ως κυρίαρχη τάξη έγινε αποδεκτή ως τέτοια. Η πρόσβασή της στα προνόμια της άνεσης και του πλούτου φαινόταν άξια ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που παρείχε. Φαινόταν επίσης ότι είχε κυρίως εθνικό προσανατολισμό, ότι ήταν ευαίσθητη στα εθνικά συμφέροντα, όποιες κι αν ήταν οι ασάφειες και οι περιορισμοί αυτής της χειραγωγημένης έννοιας. Η νέα άρχουσα τάξη έρχεται σε απότομη ρήξη με αυτή την παράδοση. Ορισμένοι περιγράφουν τον εν λόγω μετασχηματισμό ως την ανάπτυξη των ενεργών μετόχων (που μερικές φορές χαρακτηρίζονται ακόμη και ως λαϊκιστές μέτοχοι) που αποκαθιστούν πλήρως τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Αυτός ο εγκωμιαστικός και παραπλανητικός χαρακτηρισμός νομιμοποιεί την αλλαγή και δεν αναγνωρίζει ότι η κύρια πτυχή του μετασχηματισμού αφορά τον βαθμό συγκέντρωσης στον έλεγχο του κεφαλαίου και τη συνακόλουθη συγκέντρωση της εξουσίας. Η νέα άρχουσα τάξη δεν μετριέται πλέον σε δεκάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια, όπως συνέβαινε με την παλαιότερη αστική τάξη. Επιπλέον, ένα μεγάλο ποσοστό της νέας αστικής τάξης αποτελείται από νεοεισερχόμενους που αναδείχθηκαν περισσότερο από την επιτυχία των οικονομικών τους πράξεων (ιδίως στο χρηματιστήριο) παρά από τη συμβολή τους στις τεχνολογικές ανακαλύψεις της εποχής μας. Η ταχύτατη άνοδός τους έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους προκατόχους τους, των οποίων η άνοδος πραγματοποιήθηκε σε πολλές δεκαετίες.

Ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας, ακόμη πιο έντονος από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, ενισχύει τη διαπλοκή της οικονομικής και της πολιτικής εξουσίας. Η “παραδοσιακή” ιδεολογία του καπιταλισμού έδινε έμφαση στις αρετές της ιδιοκτησίας εν γένει, ιδιαίτερα της μικρής ιδιοκτησίας -στην πραγματικότητα της μεσαίας ή μεσαίας-μεγάλης ιδιοκτησίας- που θεωρείται ότι προωθεί την τεχνολογική και κοινωνική πρόοδο μέσω της σταθερότητάς της. Σε αντίθεση με αυτό, η νέα ιδεολογία συσσωρεύει επαίνους στους “νικητές” και περιφρονεί τους “ηττημένους” χωρίς κανένα άλλο σκεπτικό. Ο “νικητής” εδώ έχει σχεδόν πάντα δίκιο, ακόμη και όταν τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι οριακά παράνομα, αν δεν είναι προφανώς παράνομα, και σε κάθε περίπτωση αγνοούν τις κοινά αποδεκτές ηθικές αξίες.

Ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει μετατραπεί σε πελατειακό καπιταλισμό μέσω της δύναμης της λογικής της συσσώρευσης. Ο αγγλικός όρος “crony capitalism” δεν θα πρέπει να προορίζεται μόνο για τις “υπανάπτυκτες και διεφθαρμένες” μορφές της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Λατινικής Αμερικής που οι “οικονομολόγοι” (οι ειλικρινείς και πεπεισμένοι πιστοί στις αρετές του φιλελευθερισμού) κατήγγειλαν παλαιότερα. Ισχύει τώρα για τον καπιταλισμό στις σύγχρονες Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Η σημερινή συμπεριφορά αυτής της άρχουσας τάξης είναι αρκετά κοντά σε εκείνη της μαφίας, ακόμη και αν η σύγκριση φαίνεται προσβλητική και ακραία.

Το πολιτικό σύστημα του σύγχρονου καπιταλισμού είναι πλέον πλουτοκρατικό. Αυτή η πλουτοκρατία προσαρμόζεται στην πρακτική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία έχει γίνει “δημοκρατία χαμηλής έντασης”. Είστε ελεύθεροι να ψηφίσετε όποιον θέλετε, κάτι που δεν έχει καμία σημασία, αφού η αγορά και όχι το Κογκρέσο ή το Κοινοβούλιο είναι αυτό που αποφασίζει για τα πάντα. Η πλουτοκρατία προσαρμόζεται και αλλού σε απολυταρχικές μορφές διαχείρισης ή σε εκλογικές δυνάμεις.

Αυτές οι αλλαγές έχουν αλλάξει το καθεστώς των μεσαίων τάξεων και τον τρόπο ενσωμάτωσής τους στο παγκόσμιο σύστημα. Οι τάξεις αυτές αποτελούνται τώρα κυρίως από μισθωτούς και όχι πλέον από μικρούς παραγωγούς εμπορευμάτων όπως πριν. Αυτός ο μετασχηματισμός εκδηλώνεται ως κρίση των μεσαίων τάξεων, που χαρακτηρίζεται από μια αυξανόμενη διαφοροποίηση: οι προνομιούχοι (υψηλοί μισθοί) έχουν γίνει οι άμεσοι φορείς της κυρίαρχης ολιγοπωλιακής τάξης, ενώ οι υπόλοιποι εξαθλιώνονται.

Οι κερδοσκόποι: Η νέα κυρίαρχη τάξη στην περιφέρεια

Η αντίθεση κέντρων/περιφέρειας δεν είναι καινούργια. Αποτελεί μέρος της παγκοσμιοποιημένης επέκτασης του καπιταλισμού από την αρχή, πριν από πέντε αιώνες. Κατά συνέπεια, οι τοπικές άρχουσες τάξεις των περιφερειακών καπιταλιστικών χωρών, είτε ήταν ανεξάρτητες είτε αποικίες, ήταν πάντα υποδεέστερες άρχουσες τάξεις, αν και εξακολουθούσαν να συνδέονται με τις χώρες τους, αντλώντας κέρδη από την ένταξή τους στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό.

Υπάρχει σημαντική ποικιλομορφία σε αυτές τις τάξεις, οι οποίες προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από εκείνες που κυριαρχούσαν στις κοινωνίες τους πριν από την υποταγή τους στον καπιταλισμό/ιμπεριαλισμό. Η επανάκτηση της ανεξαρτησίας οδήγησε συχνά στην αντικατάσταση αυτών των παλαιότερων (συνεργατικών) υποταγμένων τάξεων από νέες άρχουσες τάξεις -γραφειοκρατίες, κρατικές αστικές τάξεις- οι οποίες ήταν πιο νόμιμες στα μάτια του λαού (στην αρχή) λόγω της σύνδεσής τους με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Αλλά και εδώ πάλι, στις περιφέρειες που κυριαρχούνταν είτε από τον παλαιότερο ιμπεριαλισμό (μορφές πριν από το 1950) είτε από τον νέο ιμπεριαλισμό (από την εποχή του Μπαντούνγκ μέχρι περίπου το 1980), οι τοπικές άρχουσες τάξεις επωφελούνταν από μια ορατή σχετική σταθερότητα. Οι διαταραχές που προκλήθηκαν από τον ολιγοπωλιακό καπιταλισμό του νέου συλλογικού ιμπεριαλισμού (η τριάδα) ξερίζωσαν πραγματικά τις δυνάμεις όλων αυτών των παλαιότερων κυρίαρχων τάξεων στην περιφέρεια και τις αντικατέστησαν με μια νέα τάξη που θα ονομάσω κερδοσκόπους. Οι εν λόγω κερδοσκόποι είναι επιχειρηματίες, όχι δημιουργικοί επιχειρηματίες. Αποκομίζουν τον πλούτο τους από τις διασυνδέσεις τους με την κατεστημένη κυβέρνηση και τους ξένους αφέντες του συστήματος, είτε πρόκειται για εκπροσώπους των ιμπεριαλιστικών κρατών (ιδίως της CIA) είτε για τα ολιγοπώλια. Λειτουργούν ως καλοπληρωμένοι μεσάζοντες, επωφελούμενοι από ένα πραγματικό πολιτικό ενοίκιο. Αυτή είναι η προέλευση του μεγαλύτερου μέρους του πλούτου που συσσωρεύουν. Οι κερδοσκόποι δεν προσυπογράφουν πλέον καμία απολύτως ηθική και εθνική αξία. Σε μια καρικατούρα των alter-egos τους στα κυρίαρχα κέντρα, δεν ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο από την “επιτυχία”, τη συσσώρευση χρημάτων, με μια πλεονεξία που ξεχωρίζει πίσω από έναν υποτιθέμενο έπαινο του ατόμου. Και πάλι, οι μαφιόζικες, ακόμη και οι εγκληματικές συμπεριφορές δεν είναι ποτέ μακριά.

Ο σχηματισμός της νέας τάξης των κερδοσκόπων είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ανάπτυξη των μορφών λούμπεν-ανάπτυξης που χαρακτηρίζουν ευρέως τον σύγχρονο Νότο. Αλλά ο κύριος άξονας του κυρίαρχου μπλοκ διαμορφώνεται από αυτή την τάξη μόνο στις “μη ανερχόμενες” χώρες. Στις “αναδυόμενες” χώρες, το κυρίαρχο μπλοκ είναι διαφορετικό.

Οι υποτελείς τάξεις: Ένα γενικευμένο αλλά κατακερματισμένο προλεταριάτο

Ο Καρλ Μαρξ όρισε αυστηρά τον προλετάριο (ένα ανθρώπινο ον που αναγκάζεται να πουλήσει την εργατική του δύναμη στο κεφάλαιο) και αναγνώρισε ότι οι συνθήκες αυτής της πώλησης (“τυπικές” ή “πραγματικές” για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Μαρξ) ήταν πάντα διαφορετικές. Η κατάτμηση του προλεταριάτου δεν είναι ένα νέο φαινόμενο. Η περιγραφή ήταν πιο ακριβής για ορισμένα τμήματα της τάξης, όπως οι εργάτες του 19ου αιώνα στον νέο τομέα της μεταποίησης ή, ένα καλύτερο παράδειγμα, το εργοστάσιο του Φορντισμού στον 20ό αιώνα. Η εστίαση στον εργασιακό χώρο διευκόλυνε την αλληλεγγύη στους κοινούς αγώνες και την ωρίμανση της πολιτικής συνείδησης, αλλά ενθάρρυνε επίσης τον εργατισμό σε ορισμένους ιστορικούς μαρξισμούς. Ο κατακερματισμός της παραγωγής που προκύπτει από τη στρατηγική του κεφαλαίου να εφαρμόσει τις δυνατότητες που προσφέρουν οι σύγχρονες τεχνολογίες, χωρίς ωστόσο να χάσει τον έλεγχο της υπεργολαβικής ή αποσυγκεντρωμένης παραγωγής, αποδυναμώνει την αλληλεγγύη και ενισχύει την ποικιλομορφία στην αντίληψη των συμφερόντων.

Έτσι, το προλεταριάτο φαίνεται να εξαφανίζεται ακριβώς τη στιγμή που έχει γίνει πιο διαδεδομένο. Μορφές μικρής, αυτόνομης παραγωγής και εκατομμύρια μικροί αγρότες, τεχνίτες και έμποροι εξαφανίζονται και αντικαθίστανται από την υπεργολαβική εργασία, τις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων κ.λπ. Το ενενήντα τοις εκατό των εργαζομένων, τόσο στην υλική όσο και στην άυλη παραγωγή, γίνονται, με τυπικούς όρους, μισθωτοί εργάτες. Έχω βγάλει ορισμένα συμπεράσματα από τη διαφοροποίηση των μισθών. Μακριά από το να είναι ανάλογη με το κόστος της κατάρτισης για τα απαιτούμενα προσόντα, αυτή η διαφοροποίηση επιτείνεται στα άκρα. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε την αναγέννηση του αισθήματος αλληλεγγύης. “Εμείς, το 99 τοις εκατό”, λένε τα κινήματα Occupy. Αυτή η διπλή πραγματικότητα -η εκμετάλλευση όλων από το κεφάλαιο και οι ποικίλες μορφές και η βία αυτής της εκμετάλλευσης- αποτελεί πρόκληση για την Αριστερά, η οποία δεν μπορεί να αγνοήσει “τις αντιφάσεις μεταξύ των ανθρώπων”, αλλά και να παραιτηθεί από την προσπάθεια να προχωρήσει σε μια σύγκλιση των στόχων. Αυτό, με τη σειρά του, συνεπάγεται μια ποικιλομορφία στις μορφές οργάνωσης και δράσης του νέου γενικευμένου προλεταριάτου. Η ιδεολογία του “κινήματος” αγνοεί αυτές τις προκλήσεις. Η μετάβαση στην επίθεση απαιτεί μια αναπόφευκτη ανασυγκρότηση κέντρων ικανών να σκεφτούν την ενότητα των στρατηγικών στόχων.

Η εικόνα του γενικευμένου προλεταριάτου στην περιφέρεια, είτε αναδύεται είτε όχι, είναι διαφορετική με τουλάχιστον τέσσερις τρόπους: (1) η πρόοδος της “εργατικής τάξης”, ορατή στις αναδυόμενες χώρες, (2) η επιμονή μιας μεγάλης αγροτιάς που, ωστόσο, ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στην καπιταλιστική αγορά και, κατά συνέπεια, υπόκειται σε εκμετάλλευση από το κεφάλαιο, έστω και έμμεση, (3) η εξαιρετικά ταχεία ανάπτυξη των δραστηριοτήτων “επιβίωσης” που απορρέουν από τη λούμπεν-ανάπτυξη και (4) οι αντιδραστικές θέσεις μεγάλων τμημάτων των μεσαίων τάξεων όταν είναι οι αποκλειστικοί δικαιούχοι της ανάπτυξης.

Η πρόκληση για τη ριζοσπαστική Αριστερά σε αυτές τις συνθήκες είναι “να ενώσει τους αγρότες και τους εργάτες”, για να χρησιμοποιήσουμε όρους που προέρχονται από την Τρίτη Διεθνή, να ενώσει τους εργάτες (συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων άτυπων), την κριτική διανόηση και τις μεσαίες τάξεις σε ένα μέτωπο κατά των κομπραδόρων.

Νέες μορφές πολιτικής κυριαρχίας

Οι μετασχηματισμοί στην οικονομική βάση του συστήματος και στις ταξικές δομές που το συνοδεύουν έχουν αλλάξει τις συνθήκες άσκησης της εξουσίας. Η πολιτική κυριαρχία εκφράζεται πλέον μέσω μιας νέου τύπου “πολιτικής τάξης” και ενός κλήρου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που και οι δύο είναι αφιερωμένες αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του αφηρημένου καπιταλισμού των γενικευμένων μονοπωλίων. Η ιδεολογία του “ατόμου ως βασιλιά” και οι ψευδαισθήσεις του “κινήματος” που θέλει να μεταμορφώσει τον κόσμο, ακόμη και να “αλλάξει τη ζωή”(!) -χωρίς να θέτει το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας από τους εργαζόμενους και τους λαούς- ενισχύουν μόνο τις νέες μεθόδους άσκησης της εξουσίας του κεφαλαίου.

Στην περιφέρεια, μια εξαιρετικά καρικατούρα μορφή επιτυγχάνεται όταν η λούμπεν-ανάπτυξη περιορίζει την άσκηση της εξουσίας σε ένα κομπραδόρικο κράτος και μια τάξη κερδοσκόπων. Αντίθετα, στις αναδυόμενες χώρες, κοινωνικά μπλοκ διαφορετικού τύπου ασκούν πραγματική εξουσία, η νομιμοποίηση της οποίας απορρέει από την οικονομική επιτυχία των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Η αυταπάτη ότι η ανάδυση “στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό και με καπιταλιστικά μέσα” θα επιτρέψει να φτάσουμε τα κέντρα, σε συνδυασμό με τους περιορισμούς του εφικτού σε αυτό το πλαίσιο και τις συνακόλουθες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, ανοίγουν την πόρτα σε διαφορετικές πιθανές εξελίξεις που θα μπορούσαν να κινηθούν είτε προς το καλύτερο (προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού) είτε προς το χειρότερο (αποτυχία και επανακομπραδοποίηση).

Ο παρωχημένος καπιταλισμός και το τέλος του αστικού πολιτισμού

Τα χαρακτηριστικά των νέων κυρίαρχων τάξεων που περιγράφονται εδώ δεν είναι παροδικά συγκυριακά φαινόμενα. Ανταποκρίνονται αυστηρά στις λειτουργικές απαιτήσεις του σύγχρονου καπιταλισμού.

Ο αστικός πολιτισμός -όπως κάθε πολιτισμός- δεν μπορεί να αναχθεί στη λογική της αναπαραγωγής του οικονομικού συστήματος. Περιλαμβάνει μια ιδεολογική και ηθική συνιστώσα: τον έπαινο της ατομικής πρωτοβουλίας, βεβαίως, αλλά και την εντιμότητα και τον σεβασμό του νόμου, ακόμη και την αλληλεγγύη προς τον λαό, που εκφράζεται τουλάχιστον σε εθνικό επίπεδο. Αυτό το σύστημα αξιών εξασφάλιζε μια ορισμένη σταθερότητα στην κοινωνική αναπαραγωγή στο σύνολό της και σηματοδοτούσε τον κόσμο των πολιτικών αναπαραστάσεων στην υπηρεσία του. Αυτό το σύστημα αξιών εξαφανίζεται. Τη θέση του παίρνει ένα σύστημα χωρίς αξίες. Η άγνοια και η χυδαιότητα χαρακτηρίζουν μια αυξανόμενη πλειοψηφία σε αυτόν τον κόσμο των “κυρίαρχων”. Μια δραματική αλλαγή αυτού του είδους προαναγγέλλει το τέλος ενός πολιτισμού. Αναπαράγει αυτό που φαίνεται καθαρά από άλλες εποχές παρακμής. Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρώ ότι ο σύγχρονος ολιγοπωλιακός καπιταλισμός πρέπει πλέον απερίφραστα να χαρακτηριστεί ως παρωχημένος, ανεξάρτητα από τις φαινομενικές άμεσες επιτυχίες του, αφού αυτές απορροφώνται πλήρως σε μια πορεία που οδηγεί ξεκάθαρα σε μια νέα βαρβαρότητα. (Αναφέρομαι εδώ στη μελέτη μου “Επανάσταση ή παρακμή;”, η οποία έχει ήδη συμπληρώσει περισσότερα από τριάντα χρόνια)1.

Το σύστημα του γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, “παγκοσμιοποιημένο” (ιμπεριαλιστικό) και χρηματιστικό, καταρρέει μπροστά στα μάτια μας. Αυτό το σύστημα είναι εμφανώς ανίκανο να ξεπεράσει τις αυξανόμενες εσωτερικές του αντιφάσεις και είναι καταδικασμένο να συνεχίσει την τρελή του βιασύνη. Η κρίση του συστήματος δεν οφείλεται σε τίποτε άλλο παρά στην ίδια του την “επιτυχία”. Η στρατηγική που χρησιμοποιούν τα μονοπώλια έχει πάντα οδηγήσει στα επιδιωκόμενα αποτελέσματα μέχρι σήμερα: τα σχέδια λιτότητας, τα λεγόμενα κοινωνικά (στην πραγματικότητα αντικοινωνικά) σχέδια απολύσεων, εξακολουθούν να επιβάλλονται παρά την αντίσταση. Η πρωτοβουλία παραμένει, ακόμη και τώρα, στα χέρια των μονοπωλίων (των αγορών) και των πολιτικών τους υπηρέτες (των κυβερνήσεων που υποτάσσουν τις αποφάσεις τους στις λεγόμενες απαιτήσεις της αγοράς).

Οι αναλύσεις των αγώνων και των συγκρούσεων που ξεκινούν με την ιδέα της αμφισβήτησης της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας μας επιτρέπουν να τοποθετήσουμε το νέο φαινόμενο της “ανάδυσης” ορισμένων χωρών του Νότου.

Ωστόσο, αυτό το φθινόπωρο του καπιταλισμού δεν συμπίπτει με μια “άνοιξη των λαών”, η οποία συνεπάγεται ότι οι εργαζόμενοι και οι λαοί που αγωνίζονται έχουν κάνει μια ακριβή εκτίμηση των απαιτήσεων, όχι για να “τελειώσει η κρίση του καπιταλισμού” αλλά για να “τελειώσει ο καπιταλισμός “2. Αυτό δεν έχει συμβεί, ή δεν έχει συμβεί ακόμα. Το χάσμα που χωρίζει το φθινόπωρο του καπιταλισμού από την πιθανή άνοιξη των λαών προσδίδει στη σημερινή στιγμή της ιστορίας τον επικίνδυνα δραματικό της χαρακτήρα. Η μάχη μεταξύ των υπερασπιστών της καπιταλιστικής τάξης και εκείνων που, πέρα από την αντίστασή τους, μπορούν να ωθήσουν την ανθρωπότητα στο μακρύ δρόμο προς το σοσιαλισμό, που θεωρείται ως ένα ανώτερο στάδιο του πολιτισμού, έχει μόλις αρχίσει. Όλες οι εναλλακτικές λύσεις -οι καλύτερες αλλά και οι πιο βάρβαρες- είναι επομένως δυνατές.

Η ίδια η ύπαρξη αυτού του χάσματος απαιτεί κάποια εξήγηση. Ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο ένα σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο. Είναι επίσης ένα σύστημα που βασίζεται στην πόλωση της ανάπτυξής του σε παγκόσμια κλίμακα. Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός είναι τα δύο αδιαχώριστα πρόσωπα της ίδιας πραγματικότητας, αυτής του ιστορικού καπιταλισμού. Η αμφισβήτηση αυτού του συστήματος αναπτύχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα μέχρι το 1980, σε ένα μακρύ κύμα νικηφόρων αγώνων από τους εργαζόμενους και τους κυριαρχούμενους λαούς. Οι επαναστάσεις που διεξήχθησαν κάτω από τις σημαίες του μαρξισμού και του κομμουνισμού, οι μεταρρυθμίσεις που κατακτήθηκαν στο πλαίσιο μιας σταδιακής πορείας προς το σοσιαλισμό, οι νίκες των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων των αποικιοκρατούμενων και καταπιεσμένων λαών, όλα μαζί οικοδόμησαν σχέσεις ισχύος λιγότερο δυσμενείς για τους εργαζόμενους και τους λαούς από ό,τι προηγουμένως. Αλλά αυτό το κύμα εξαντλήθηκε χωρίς να καταφέρει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη συνέχισή του με νέες προόδους. Αυτή η εξάντληση επέτρεψε στη συνέχεια στο μονοπωλιακό κεφάλαιο να ξαναπάρει την επίθεση και να αποκαταστήσει την απόλυτη και μονομερή εξουσία του, ενώ τα περιγράμματα ενός νέου κύματος αμφισβήτησης του συστήματος μόλις που διακρίνονται. Σε αυτό το ημίφως της νύχτας που δεν έχει τελειώσει ακόμα και της ημέρας που δεν έχει αρχίσει ακόμα, τα τέρατα και τα φαντάσματα παίρνουν μορφή. Ενώ ο γενικευμένος μονοπωλιακός καπιταλισμός είναι πραγματικά τερατώδης, οι απαντήσεις των δυνάμεων της απόρριψης είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό νεφελώδεις.

Η Ανάδυση και η Λούμπεν Ανάπτυξη

Ο όρος ανάδυση χρησιμοποιείται από διάφορους ανθρώπους σε εξαιρετικά διαφορετικά συμφραζόμενα και τις περισσότερες φορές χωρίς να προσδιορίζεται με σαφήνεια το νόημά του. Η ανάδυση δεν μετριέται από έναν αυξημένο ρυθμό αύξησης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) ή των εξαγωγών για μεγάλο χρονικό διάστημα (πάνω από μια δεκαετία) ή από το γεγονός ότι η εν λόγω κοινωνία έχει επιτύχει ένα υψηλό επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπως το βλέπουν η Παγκόσμια Τράπεζα και οι συμβατικοί οικονομολόγοι. Η ανάδυση συνεπάγεται πολύ περισσότερα: συνεχή ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής μιας χώρας και αύξηση της ικανότητας των βιομηχανιών αυτών να είναι ανταγωνιστικές σε παγκόσμια κλίμακα.

Επιπλέον, πρέπει να αποσαφηνιστούν δύο ακόμη ερωτήματα: ποιες βιομηχανίες εμπλέκονται και τι εννοούμε με τον όρο ανταγωνιστικός. Θα πρέπει να αποκλείσουμε τις εξορυκτικές βιομηχανίες (ορυχεία και καύσιμα), οι οποίες από μόνες τους μπορούν, σε χώρες καλά προικισμένες από τη φύση, να παράγουν επιταχυνόμενη ανάπτυξη χωρίς να παρασύρουν στο πέρασμά τους όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες της εν λόγω χώρας. Ακραία παραδείγματα αυτών των “μη-αναδυόμενων” καταστάσεων είναι οι χώρες του Κόλπου, η Βενεζουέλα και η Γκαμπόν. Είναι επίσης απαραίτητο να εξετάζεται η ανταγωνιστικότητα των παραγωγικών δραστηριοτήτων της οικονομίας καθώς και του παραγωγικού συστήματος στο σύνολό του, και όχι μόνο η ανταγωνιστικότητα ενός επιλεγμένου αριθμού παραγωγικών μονάδων μεμονωμένα. Μέσω της μετεγκατάστασης ή της υπεργολαβίας, οι πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται σε χώρες του Νότου μπορούν να υποστηρίξουν τη δημιουργία τοπικών παραγωγικών μονάδων (θυγατρικών των πολυεθνικών ή αυτόνομων μονάδων) ικανών να εξάγουν στην παγκόσμια αγορά, γεγονός που τις καθιστά ανταγωνιστικές κατά την άποψη των συμβατικών οικονομικών. Η ανταγωνιστικότητα ενός παραγωγικού συστήματος εξαρτάται από διάφορους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, όπως το γενικό επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης των εργαζομένων σε όλα τα επίπεδα και η αποτελεσματικότητα όλων των θεσμών που διαχειρίζονται την εθνική πολιτική οικονομία (φορολογικό σύστημα, εταιρικό δίκαιο, εργασιακά δικαιώματα, πιστώσεις, δημόσια στήριξη κ.λπ.) Με τη σειρά του, το εν λόγω παραγωγικό σύστημα δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στις βιομηχανίες μεταποίησης που παράγουν βιομηχανικά προϊόντα για την παραγωγή και την κατανάλωση (αν και η απουσία αυτών σημαίνει πραγματικά ότι δεν υπάρχει παραγωγικό σύστημα που να αξίζει το όνομα), αλλά περιλαμβάνει επίσης την παραγωγή τροφίμων και γεωργικών προϊόντων, καθώς και τις υπηρεσίες που απαιτούνται για την κανονική λειτουργία του συστήματος (ιδίως τις μεταφορές και τις πιστώσεις).

Η έννοια της ανάδυσης, λοιπόν, συνεπάγεται μια πολιτική και ολιστική προσέγγιση του ζητήματος. Επομένως, μια χώρα είναι αναδυόμενη μόνο στο βαθμό που οι πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση στοχεύουν στον στόχο της οικοδόμησης και ενίσχυσης μιας οικονομίας που είναι στραμμένη προς το εσωτερικό (ακόμη και αν είναι ανοικτή προς το εξωτερικό) και, κατά συνέπεια, ικανή να διεκδικήσει την εθνική οικονομική της κυριαρχία. Αυτός ο σύνθετος στόχος συνεπάγεται ότι η διεκδίκηση αυτής της κυριαρχίας περιλαμβάνει όλες τις πτυχές της οικονομικής ζωής. Ειδικότερα, συνεπάγεται μια πολιτική που επιτρέπει σε μια χώρα να ενισχύσει την επισιτιστική της κυριαρχία καθώς και την κυριαρχία της στον έλεγχο των φυσικών πόρων και την πρόσβαση σε αυτούς από το εξωτερικό της εθνικής της επικράτειας. Αυτοί οι πολλαπλοί και συμπληρωματικοί στόχοι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους στόχους μιας κομπραδόρικης κυβέρνησης που αρκείται στο να προσαρμόζει το εφαρμοζόμενο μοντέλο ανάπτυξης στις απαιτήσεις του κυρίαρχου “φιλελεύθερου-παγκοσμιοποιημένου” παγκόσμιου συστήματος και στις δυνατότητες που αυτό προσφέρει.

Μέχρι στιγμής, δεν έχουμε πει τίποτα για τον προσανατολισμό της πολιτικής στρατηγικής που εφαρμόζει ένα συγκεκριμένο κράτος και μια συγκεκριμένη κοινωνία: Είναι καπιταλιστικό ή κινείται προς το σοσιαλισμό; Ωστόσο, αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τη συζήτηση, διότι η επιλογή του προσανατολισμού μιας άρχουσας τάξης έχει σημαντικές θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις στην ίδια την επιτυχία της ανάδυσης. Η σχέση μεταξύ των πολιτικών της ανάδυσης, από τη μια πλευρά, και των κοινωνικών μετασχηματισμών που τις συνοδεύουν, από την άλλη, δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την εσωτερική συνοχή των πρώτων, αλλά και από το βαθμό της συμπληρωματικότητάς τους (ή της σύγκρουσής τους) με τους δεύτερους. Οι κοινωνικοί αγώνες -ταξικοί αγώνες και πολιτικές συγκρούσεις- δεν προκύπτουν από την “προσαρμογή” στη λογική του σχεδίου ανάδυσης του κράτους- αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για το τι κάνει το κράτος. Η τρέχουσα εμπειρία καταδεικνύει την ποικιλομορφία και τις διακυμάνσεις αυτών των σχέσεων. Η ανάδυση συνοδεύεται συχνά από επιδείνωση των ανισοτήτων. Ωστόσο, η ακριβής φύση αυτών των ανισοτήτων πρέπει να διευκρινιστεί: Εμφανίζονται οι ανισότητες αυτές σε ένα πλαίσιο όπου μια μικρή μειοψηφία ή μια μεγαλύτερη (η μεσαία τάξη) επωφελείται από τις ασκούμενες πολιτικές, ενώ η πλειοψηφία των εργαζομένων εξαθλιώνεται, ή σε ένα πλαίσιο όπου παρατηρείται βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης αυτής της πλειοψηφίας, έστω και αν ο ρυθμός αύξησης του εισοδήματός της είναι χαμηλότερος από εκείνον των δικαιούχων του συστήματος; Με άλλα λόγια, οι εφαρμοζόμενες πολιτικές μπορούν να συνδέουν την ανάδυση με την εξαθλίωση ή όχι. Η ανάδυση δεν είναι ένα καθεστώς που μια χώρα επιτυγχάνει μια για πάντα. Αποτελείται από διαδοχικά βήματα – τα προηγούμενα, αν είναι επιτυχή, θα προετοιμάσουν το έδαφος για τα επόμενα ή, αν δεν είναι επιτυχή, θα οδηγήσουν σε αδιέξοδο.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η σχέση μεταξύ της αναδυόμενης οικονομίας και της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκεται η ίδια σε συνεχή μετασχηματισμό και αποτελεί μέρος διαφορετικών συνολικών δυνατοτήτων, οι οποίες θα μπορούσαν να στηρίξουν την κοινωνική αλληλεγγύη στο έθνος ή να την αποδυναμώσουν. Συνεπώς, η ανάδυση δεν είναι συνώνυμη με την αύξηση των εξαγωγών και την αυξανόμενη ισχύ μιας χώρας που μετριέται με αυτόν τον τρόπο. Η αύξηση των εξαγωγών εξαρτάται από την ανάπτυξη μιας εσωτερικής αγοράς που πρέπει να προσδιοριστεί (για την εργατική τάξη, τη μεσαία τάξη) και η πρώτη μπορεί να γίνει στήριγμα ή εμπόδιο για τη δεύτερη. Η αύξηση των εξαγωγών μπορεί έτσι να αποδυναμώσει ή να ενισχύσει τη σχετική αυτονομία της αναδυόμενης οικονομίας στις σχέσεις της με το παγκόσμιο σύστημα.

Η ανάδυση είναι ένα πολιτικό σχέδιο, όχι μόνο οικονομικό. Η αξιολόγηση της επιτυχίας της βασίζεται συνεπώς στην εξέταση της ικανότητάς της να μειώσει τον τρόπο με τον οποίο τα κυρίαρχα καπιταλιστικά κέντρα συνεχίζουν την κυριαρχία τους, παρά τις οικονομικές επιτυχίες των αναδυόμενων χωρών που μετρώνται με τους όρους της συμβατικής οικονομίας. Από την πλευρά μου, έχω ορίσει αυτά τα μέσα με όρους ελέγχου από τις κυρίαρχες δυνάμεις της τεχνολογικής ανάπτυξης, της πρόσβασης στους φυσικούς πόρους, του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού και νομισματικού συστήματος, των μέσων πληροφόρησης και των όπλων μαζικής καταστροφής. Υποστηρίζω επίσης τη θέση ότι υπάρχει πράγματι ένας συλλογικός ιμπεριαλισμός της τριάδας που σκοπεύει να διατηρήσει, με κάθε μέσο, την προνομιακή της θέση στην κυριαρχία του κόσμου και να εμποδίσει κάθε αναδυόμενη χώρα να αμφισβητήσει αυτή την κυριαρχία. Από αυτό συμπεραίνω ότι οι φιλοδοξίες των αναδυόμενων χωρών βρίσκονται σε σύγκρουση με τους στρατηγικούς στόχους της ιμπεριαλιστικής τριάδας και η έκταση της βίας σε αυτή τη σύγκρουση είναι ανάλογη με το βαθμό ριζοσπαστικότητας των προκλήσεων των αναδυόμενων χωρών προς τα προνόμια του κέντρου που απαριθμήθηκαν παραπάνω.

Τα οικονομικά της ανάδυσης δεν μπορούν επίσης να διαχωριστούν από τη διεθνή πολιτική των εν λόγω χωρών. Ευθυγραμμίζονται με τον πολιτικοστρατιωτικό συνασπισμό της τριάδας; Αποδέχονται, κατά συνέπεια, τις στρατηγικές που εφαρμόζει ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου; Ή επιχειρούν να τις αντιμετωπίσουν;

Ένα αυθεντικό σχέδιο ανάδυσης είναι το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που περιλαμβάνει τη μονομερή υποταγή στις απαιτήσεις του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού των γενικευμένων μονοπωλίων, το οποίο μπορεί να οδηγήσει μόνο σε αυτό που ονομάζω λούμπεν-ανάπτυξη. Δανείζομαι εδώ ελεύθερα τον όρο που χρησιμοποίησε ο αείμνηστος Αντρέ Γκούντερ Φρανκ για να αναλύσει μια παρόμοια ανάπτυξη, αλλά σε διαφορετικές χωρικές και χρονικές συνθήκες. Σήμερα, η λούμπεν-ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα της επιταχυνόμενης κοινωνικής αποσύνθεσης που συνδέεται με το μοντέλο “ανάπτυξης” (το οποίο δεν αξίζει το όνομα) που επιβάλλουν τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών κέντρων στις κυριαρχούμενες κοινωνίες της περιφέρειας. Αντανακλάται στη δραματική αύξηση των δραστηριοτήτων επιβίωσης (η λεγόμενη άτυπη σφαίρα), με άλλα λόγια, από την εξαθλίωση που είναι συνυφασμένη με τη μονομερή λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου.

Μεταξύ των εμπειριών της ανάδυσης, ορισμένες αξίζουν πλήρως τον χαρακτηρισμό, επειδή δεν αποτελούν μέρος διαδικασιών λούμπεν-ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, σε αυτές τις καταστάσεις, η εξαθλίωση δεν πλήττει τις εργατικές τάξεις. Αντίθετα, παρατηρείται βελτίωση των συνθηκών ζωής τους, είτε μέτρια είτε ισχυρή. Δύο από αυτές τις εμπειρίες είναι σαφώς καπιταλιστικές: Νότια Κορέα και Ταϊβάν (δεν θα συζητήσω εδώ τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που κατέστησαν δυνατή την επιτυχία του εγχειρήματος της ανάδυσης σε αυτές τις δύο χώρες). Δύο άλλες κληρονομούν την κληρονομιά των σοσιαλιστικών επαναστάσεων: Κίνα και Βιετνάμ. Η Κούβα θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε αυτή την ομάδα αν καταφέρει να ξεπεράσει τις αντιφάσεις που υφίσταται σήμερα.

Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις ανάδυσης που συνδέονται με προφανείς διαδικασίες λούμπεν-ανάπτυξης. Η Ινδία είναι το καλύτερο παράδειγμα. Τμήματα της κατάστασης της χώρας αντιστοιχούν σε αυτό που απαιτεί και παράγει η ανάδυση. Υπάρχει μια κρατική πολιτική που στοχεύει στην ενίσχυση ενός ευμεγέθους βιομηχανικού συστήματος, υπάρχει μια συνοδευτική επέκταση της μεσαίας τάξης, υπάρχει πρόοδος στις τεχνολογικές δυνατότητες και στην εκπαίδευση, και υπάρχει μια εξωτερική πολιτική ικανή να αυτονομηθεί στην παγκόσμια σκηνή. Αλλά υπάρχει επίσης επιταχυνόμενη φτωχοποίηση για τη μεγάλη πλειοψηφία -τα δύο τρίτα της κοινωνίας. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα παράδειγμα ενός υβριδικού συστήματος που συνδυάζει την ανάδυση με τη λούμπεν-ανάπτυξη. Μπορούμε μάλιστα να αναδείξουμε τη συμπληρωματικότητα αυτών των δύο όψεων της πραγματικότητας. Πιστεύω, χωρίς να θέλω να κάνω μια τεράστια γενίκευση, ότι όλες οι άλλες χώρες που θεωρούνται αναδυόμενες ανήκουν σε αυτή την υβριδική οικογένεια, είτε πρόκειται για τη Βραζιλία, είτε για τη Νότια Αφρική, είτε για άλλες. Αλλά υπάρχουν επίσης -και αυτό ισχύει για τις περισσότερες άλλες χώρες του Νότου- καταστάσεις στις οποίες τα στοιχεία της ανάδυσης είναι ελάχιστα εμφανή, ενώ οι διαδικασίες της λούμπεν ανάπτυξης είναι σαφώς κυρίαρχες.

Η συμβολή του μαοϊσμού

Ο “εργατικός” και ευρωκεντρικός μαρξισμός της Δεύτερης Διεθνούς μοιραζόταν με την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής μια γραμμική θεώρηση της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία όλες οι κοινωνίες πρέπει πρώτα να περάσουν από ένα στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης, για το οποίο η αποικιοκρατία -από αυτή την άποψη “ιστορικά θετική”- φύτεψε τους σπόρους, πριν μπορέσουν να φιλοδοξούν να φτάσουν στο σοσιαλισμό. Η ιδέα ότι η “ανάπτυξη” ορισμένων (τα κυρίαρχα κέντρα) και η “υπανάπτυξη” άλλων (οι κυριαρχούμενες περιφέρειες) ήταν αδιαχώριστες, σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, και οι δύο έμφυτα προϊόντα της παγκόσμιας επέκτασης του καπιταλισμού, ήταν εντελώς ξένη προς αυτήν.

Η πόλωση που ενυπάρχει στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση -ένα μείζον γεγονός με σημαντικές παγκόσμιες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις- απαιτεί μια προοπτική που οδηγεί στην υπέρβαση του καπιταλισμού. Αυτή η πόλωση είναι η βάση για την πιθανή υποστήριξη μεγάλων τμημάτων των εργατικών τάξεων και, κυρίως, των μεσαίων τάξεων (των οποίων η ίδια η ανάπτυξη ευνοείται από τη θέση των κέντρων στο παγκόσμιο σύστημα) στις κυρίαρχες χώρες προς τον κοινωνικό-αποικιοκρατισμό. Ταυτόχρονα, μετατρέπει την περιφέρεια σε μια “ζώνη καταιγίδων” (όπως λέει η κινεζική έκφραση) σε μια μόνιμη φυσική εξέγερση ενάντια στην καπιταλιστική παγκόσμια τάξη. Βεβαίως, η εξέγερση δεν είναι συνώνυμη της επανάστασης, αλλά εγείρει τη δυνατότητα της τελευταίας. Τα κίνητρα για την απόρριψη του καπιταλιστικού μοντέλου δεν λείπουν, ακόμη και στο κέντρο του συστήματος, όπως δείχνει, μεταξύ άλλων, η περίπτωση του 1968. Αναμφίβολα, η διατύπωση της πρόκλησης που επέλεξε το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα κάποτε – “η ύπαιθρος περικυκλώνει τις πόλεις”- είναι κατά συνέπεια πολύ ακραία για να είναι χρήσιμη. Μια παγκόσμια στρατηγική για τη μετάβαση πέρα από τον καπιταλισμό προς τον παγκόσμιο σοσιαλισμό πρέπει να συντονίζει τους αγώνες στα κέντρα με εκείνους στην περιφέρεια του συστήματος.

Αρχικά, ο Β. Ι. Λένιν αποστασιοποιήθηκε από την κυρίαρχη θεωρία της Δεύτερης Διεθνούς και οδήγησε με επιτυχία μια επανάσταση στον “αδύναμο κρίκο” (Ρωσία), αλλά πάντα με την πεποίθηση ότι αυτό θα ακολουθούσε ένα κύμα σοσιαλιστικών επαναστάσεων στην Ευρώπη. Αυτή ήταν μια απογοητευμένη ελπίδα. Στη συνέχεια ο Λένιν κινήθηκε προς μια άποψη που έδινε μεγαλύτερη σημασία στη μετατροπή των εξεγέρσεων σε επαναστάσεις στην Ανατολή. Αλλά εναπόκειτο στο Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τον Μάο Τσετούνγκ να συστηματοποιήσουν αυτή τη νέα προοπτική.

Ο μαοϊσμός συνέβαλε αποφασιστικά σε μια συνολική αξιολόγηση των ζητημάτων και των προκλήσεων που αντιπροσωπεύει η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική επέκταση. Μας επέτρεψε να θέσουμε στο κέντρο της ανάλυσης τα κέντρα/περιφέρειες σε αντίθεση με την επέκταση του εγγενώς ιμπεριαλιστικού και πολωτικού “πραγματικά υπάρχοντος” καπιταλισμού και να αντλήσουμε από την ανάλυση αυτή όλα τα συνεπαγόμενα διδάγματα για τον σοσιαλιστικό αγώνα τόσο στα κυρίαρχα κέντρα όσο και στις κυριαρχούμενες περιφέρειες. Αυτά τα συμπεράσματα έχουν συνοψιστεί σε μια όμορφη έκφραση κινεζικού τύπου: “Τα κράτη θέλουν ανεξαρτησία, τα έθνη θέλουν απελευθέρωση και οι λαοί θέλουν επανάσταση”. Τα κράτη -οι κυρίαρχες τάξεις όλων των χωρών του κόσμου, όταν είναι κάτι άλλο από λακέδες και μεταφορείς εξωτερικών δυνάμεων- εργάζονται για να διευρύνουν το χώρο κίνησής τους που τους επιτρέπει να ελιχθούν μέσα στο (καπιταλιστικό) παγκόσμιο σύστημα και να αναδειχθούν από “παθητικοί” δρώντες, καταδικασμένοι να προσαρμόζονται μονομερώς στις κυρίαρχες απαιτήσεις του ιμπεριαλισμού, σε “ενεργούς” δρώντες, οι οποίοι συμμετέχουν στη διαμόρφωση της παγκόσμιας τάξης. Τα έθνη -δηλαδή, ιστορικά μπλοκ δυνητικά προοδευτικών τάξεων- επιθυμούν την απελευθέρωση, συγκεκριμένα την “ανάπτυξη” και τον “εκσυγχρονισμό”. Οι λαοί -δηλαδή, οι κυριαρχούμενες και εκμεταλλευόμενες εργατικές τάξεις- επιδιώκουν το σοσιαλισμό. Η φράση αυτή μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τον πραγματικό κόσμο σε όλη του την πολυπλοκότητα και, ως εκ τούτου, να διαμορφώσουμε αποτελεσματικές στρατηγικές δράσης. Συμμερίζεται την άποψη ότι η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον παγκόσμιο σοσιαλισμό θα είναι μακρά, πολύ μακρά μάλιστα, και, κατά συνέπεια, έρχεται σε ρήξη με την αντίληψη της Τρίτης Διεθνούς για τη “σύντομη μετάβαση”.

Οικολογία και μαρξισμός

Το οικολογικό ζήτημα τίθεται σχεδόν σε όλες τις συζητήσεις. Αυτό είναι κατανοητό, δεδομένου ότι το μέγεθος των οικολογικών καταστροφών είναι πλέον σαφώς ορατό. Ωστόσο, αυτές οι συζητήσεις σπάνια ξεπερνούν τη σύγχυση. Μόνο μια μειοψηφία κινημάτων κατανοεί ότι η απάντηση στην πρόκληση απαιτεί να αφήσουμε πίσω τη λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Οι κατεστημένες δυνάμεις κατάλαβαν γρήγορα τον κίνδυνο και κατέβαλαν μεγάλες, δήθεν επιστημονικές, προσπάθειες -που στην πραγματικότητα είναι καθαρά ιδεολογική προπαγάνδα- για να αποδείξουν ότι ένας πράσινος καπιταλισμός είναι εφικτός. Μίλησα γι’ αυτό στις αναλύσεις μου για τα ζητήματα της “βιώσιμης” ανάπτυξης.3 Επίσης, αντίθετα, υποστήριξα ότι τα έργα των Mathis Wackernagel και William Rees, στα οποία αναφέρθηκα, καταδεικνύουν τη δυνατότητα υπολογισμού (τονίζω τη λέξη υπολογισμός, δηλαδή ποσοτικοποιημένο μέτρο) των αξιών χρήσης, υπό την προϋπόθεση της αποδέσμευσης από τον καπιταλισμό. Το βιβλίο του François Houtart (2010) αναλύει την απάτη του “πράσινου καπιταλισμού”. Ο John Bellamy Foster (2000) έχει δώσει μια αριστουργηματική ανάλυση του Μαρξ ως οικολόγου.4 Για τους λόγους αυτούς, πιστεύω ότι θα ήταν χρήσιμο για τους αναγνώστες να γνωρίζουν ποια είναι η άποψή μου σε αυτά τα ζητήματα, την οποία έχω υποστηρίξει ακούραστα σε πολλές συζητήσεις. Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το βιβλίο μου Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας (2010).

Η άποψη των κυρίαρχων ρευμάτων του περιβαλλοντισμού, ιδίως της φονταμενταλιστικής ποικιλίας, δεν είναι ασφαλώς αυτή του μαρξισμού, αν και αμφότεροι δικαίως καταγγέλλουν τις καταστροφικές συνέπειες της “ανάπτυξης”.

Ο περιβαλλοντισμός αποδίδει αυτές τις καταστροφικές συνέπειες στην ευρωκεντρική και προμηθεϊκή φιλοσοφία που χαρακτηρίζει τη “νεωτερικότητα”, κατά την οποία ο άνθρωπος δεν αποτελεί μέρος της φύσης, αλλά ισχυρίζεται ότι υποτάσσει την τελευταία στην ικανοποίηση των αναγκών του. Η θέση αυτή συνεπάγεται μια μοιραία κουλτουραλιστική συνέπεια. Εμπνέει την έκκληση να ακολουθήσουμε μια άλλη φιλοσοφία που τονίζει την υπαγωγή του ανθρώπου στη φύση, τη “μητέρα” του. Με αυτό το σκεπτικό, υποτιθέμενες εναλλακτικές και καλύτερες φιλοσοφίες, όπως αυτή που προέρχεται από μια συγκεκριμένη ερμηνεία του Ινδουισμού, εξυμνούνται σε αντιπαράθεση με τη λεγόμενη δυτική φιλοσοφία. Πρόκειται για έναν κακώς μελετημένο έπαινο, ο οποίος αγνοεί το γεγονός ότι η ινδουιστική κοινωνία δεν διέφερε (και δεν διαφέρει) από τις λεγόμενες δυτικές κοινωνίες, ούτε όσον αφορά τη χρήση βίας (η ινδουιστική κοινωνία κάθε άλλο παρά μη βίαιη είναι, όπως ισχυρίζεται ότι είναι) ούτε την υποταγή της φύσης στην εκμετάλλευση.

Ο Μαρξ αναπτύσσει την ανάλυσή του σε ένα εντελώς διαφορετικό έδαφος. Αποδίδει τον καταστροφικό χαρακτήρα της συσσώρευσης του κεφαλαίου στη λογική της ορθολογικότητας του καπιταλισμού, η οποία διέπεται αποκλειστικά από την επιδίωξη του άμεσου κέρδους (βραχυπρόθεσμη κερδοφορία). Το αποδεικνύει αυτό και βγάζει τα ρητά συμπεράσματα στον 1ο τόμο του Κεφαλαίου.

Αυτές οι δύο μέθοδοι ερμηνείας της ιστορίας και της πραγματικότητας οδηγούν σε διαφορετικές κρίσεις σχετικά με το “τι πρέπει να γίνει” για να αντιμετωπιστεί η πρόκληση – οι καταστροφικές συνέπειες της “ανάπτυξης”. Οι περιβαλλοντολόγοι οδηγούνται στην “καταδίκη της προόδου” και έτσι ενώνονται με τους μεταμοντέρνους στην αρνητική θεώρηση των επιστημονικών ανακαλύψεων και των τεχνολογικών εξελίξεων. Αυτή η καταδίκη οδηγεί, με τη σειρά της, σε μια μέθοδο οραματισμού για το πώς θα μπορούσε να είναι το μέλλον, η οποία δεν είναι, τουλάχιστον, πολύ ρεαλιστική. Έτσι, γίνονται προβλέψεις κατά τις οποίες ένας συγκεκριμένος φυσικός πόρος θα εξαντληθεί (τα ορυκτά καύσιμα, για παράδειγμα), και στη συνέχεια η εγκυρότητα αυτών των -θανατηφόρα κινδυνολογικών- συμπερασμάτων γενικεύεται με τον ισχυρισμό ότι οι πόροι του πλανήτη δεν είναι άπειροι, ο οποίος είναι ασφαλώς σωστός κατ’ αρχήν, αλλά όχι απαραίτητα ως προς το τι μπορεί να συναχθεί από αυτόν. Ως εκ τούτου, αγνοούνται πιθανές μελλοντικές επιστημονικές ανακαλύψεις που θα μπορούσαν να αντικρούσουν ένα συγκεκριμένο κινδυνολογικό συμπέρασμα. Φυσικά, το μακρινό μέλλον παραμένει άγνωστο και ποτέ δεν θα υπάρξει καμία εγγύηση ότι η “πρόοδος” θα καθιστά πάντα δυνατή την εξεύρεση λύσεων σε άγνωστες μελλοντικές προκλήσεις. Η επιστήμη δεν υποκαθιστά την πίστη στην αιωνιότητα (θρησκευτική ή φιλοσοφική). Στο πλαίσιο αυτό, η τοποθέτηση της συζήτησης στη φύση των προκλήσεων και στους τρόπους αντιμετώπισής τους δεν θα μας οδηγήσει πουθενά.

Αντίθετα, τοποθετώντας τη συζήτηση στο έδαφος που καθάρισε ο Μαρξ -την ανάλυση του καπιταλισμού- είμαστε σε θέση να προχωρήσουμε στην ανάλυση των προκλήσεων. Ναι, θα υπάρξουν ακόμη επιστημονικές ανακαλύψεις στο μέλλον, βάσει των οποίων θα μπορούσαν να προκύψουν τεχνολογίες για τον έλεγχο του πλούτου της φύσης. Αλλά αυτό που μπορεί να υποστηριχθεί χωρίς φόβο αντιφάσεων είναι ότι όσο η λογική του καπιταλισμού αναγκάζει την κοινωνία να ασκεί τις επιλογές της με βάση τη βραχυπρόθεσμη κερδοφορία (που συνεπάγεται η αξιοποίηση του κεφαλαίου), οι τεχνολογίες που θα εφαρμοστούν για την εκμετάλλευση των νέων επιστημονικών επιτευγμάτων θα επιλέγονται μόνο αν είναι κερδοφόρες βραχυπρόθεσμα. Κατά συνέπεια, αυτό συνεπάγεται ότι οι τεχνολογίες αυτές θα ενέχουν όλο και μεγαλύτερο κίνδυνο να είναι καταστροφικές για το περιβάλλον. Μόνο όταν η ανθρωπότητα σχεδιάσει έναν τρόπο διαχείρισης της κοινωνίας που θα βασίζεται στην ιεράρχηση των αξιών χρήσης αντί των αξιών ανταλλαγής που συνδέονται με την αξιοποίηση του κεφαλαίου, θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια καλύτερη διαχείριση των σχέσεων μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης. Λέω “καλύτερη διαχείριση” και όχι “τέλεια διαχείριση”. Η τελευταία συνεπάγεται την εξάλειψη των περιορισμών στους οποίους υπόκειται κάθε ανθρώπινη σκέψη και δράση. Η πρώιμη κριτική του ευρωκεντρισμού που προώθησα (η οποία συνεχίζεται στη δεύτερη και διευρυμένη έκδοση του βιβλίου μου Ευρωκεντρισμός) συνεχίζει το έργο που ξεκίνησε ο Μαρξ ως αντίλογος στον πολιτιστικιστικό, μεταμοντέρνο και υποτίθεται περιβαλλοντικό λόγο5.

Η επιλογή των οικολόγων να συζητούν αυτά τα ζητήματα σε ένα λανθασμένο θεωρητικό πλαίσιο τους παγιδεύει, όχι μόνο σε θεωρητικά, αλλά κυρίως σε πολιτικά αδιέξοδα. Η επιλογή αυτή επιτρέπει στις κυρίαρχες δυνάμεις του κεφαλαίου να χειραγωγούν όλες τις πολιτικές προτάσεις που προκύπτουν από αυτήν. Είναι γνωστό ότι η κινδυνολογία επιτρέπει στις κοινωνίες της ιμπεριαλιστικής τριάδας να διατηρήσουν το προνόμιο της αποκλειστικής πρόσβασης στους πόρους του πλανήτη και να εμποδίσουν τους λαούς της περιφέρειας να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις της ανάπτυξής τους – είτε για καλό είτε για κακό. Είναι αναποτελεσματικό να απαντά κανείς στις “αντιασφαλιστικές” απόψεις με την επισήμανση του (αδιαμφισβήτητου) γεγονότος ότι οι ίδιες είναι απλά κατασκευάσματα των λόμπι (για παράδειγμα, του λόμπι της αυτοκινητοβιομηχανίας). Ο κόσμος του κεφαλαίου λειτουργεί πάντα με αυτόν τον τρόπο: τα λόμπι που υπερασπίζονται συγκεκριμένα συμφέροντα τμημάτων του κεφαλαίου έρχονται αενάως αντιμέτωπα μεταξύ τους και θα συνεχίσουν να το κάνουν. Τα λόμπι υπέρ των ενεργοβόρων επιλογών αντιμάχονται τώρα τα λόμπι υπέρ του “πράσινου” καπιταλισμού. Οι οικολόγοι θα μπορέσουν να βγουν από αυτόν τον λαβύρινθο μόνο αν καταλάβουν ότι πρέπει να γίνουν μαρξιστές.

Σημειώσεις

  1. Βλέπε Samir Amin, “Révolution ou Decadence? La Crise du Système Impérialiste Contemporain et Celle de l’Empire Romain,” Review: Fernand Braudel Center 4, αριθ. 1 (1980): 155-67.
  2. Βλέπε Samir Amin, Ending Capitalism or Ending the Crisis of Capitalism?, trans. Victoria Bawtree (Οξφόρδη, Ηνωμένο Βασίλειο: Pambazuka, 2011).
  3. Samir Amin, Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας, μτφρ. Brian Pearce και Shane Mage (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2010), 135-44.
  4. Βλέπε Mathis Wackernagel και William Rees, Our Ecological Footprint: Reducing Human Impact on the Earth (Gabriola Island, Canada: New Society, 1996)- François Houtart, Agrofuels: Big Profits, Ruined Lives and Ecological Destruction, trans. Victoria Bawtree (Νέα Υόρκη: Pluto, 2010)- John Bellamy Foster, Marx’s Ecology: (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2000).
  5. Samir Amin, Eurocentrism, 2η έκδοση, μτφρ. Russell Moore και James Membrez (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2009).

Πηγή: Monthly Review

φαρμακοβιομηχανίες

Οι φαρμακοβιομηχανίες στο σύγχρονο καπιταλισμό

Η φαρμακοβιομηχανία βρίσκεται εδώ και δεκαετίες στις πρώτες θέσεις της λίστας με τα υψηλότερα κέρδη[1]. Ο μύθος λέει ότι τα κέρδη της προέρχονται από την παραγωγή και την πώληση του πλήθους των θεραπευτικών επιτευγμάτων που έχει πετύχει η έρευνά της, όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Πρώτα από όλα, μετά την έκπτωση των φόρων, μόνο το 1,3% περίπου των χρημάτων που ξοδεύει η βιομηχανία φαρμάκων κατευθύνεται όντως στη βασική έρευνα, τον τύπο δηλαδή της έρευνας που οδηγεί στην παραγωγή νέων φαρμάκων[2]. Δεύτερον, η πλειοψηφία των νέων φαρμάκων που παράγονται από τις φαρμακευτικές εταιρίες προσφέρουν από ελάχιστα έως και καθόλου στην κατεύθυνση της δημιουργίας νέων θεραπευτικών επιλογών. Για παράδειγμα, τη δεκαετία 2005-2014, από τα 1.032 νέα φάρμακα και νέες θεραπευτικές χρήσεις παλαιότερων φαρμάκων που εισήχθησαν στη γαλλική αγορά μόνο 66 παρείχαν σημαντικά πλεονεκτήματα συγκριτικά με παλαιότερες θεραπείες, την ίδια στιγμή που περισσότερα από τα μισά αξιολογήθηκαν ως «τίποτα το καινούργιο» και 177 κατακρίθηκαν ως «απαράδεκτα», καθώς συνοδεύονταν από σοβαρές παρενέργειες και καθόλου πλεονεκτήματα[3].

Η βιομηχανία των φαρμάκων προσπαθεί να αιτιολογήσει τα υψηλά επίπεδα των κερδών της με το επιχείρημα ότι η έρευνα για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων ενέχει από τη φύση της πολύ μεγάλο οικονομικό κίνδυνο. Σε αυτό το σημείο, οι φαρμακευτικές εταιρίες ισχυρίζονται πως μόνο μία σε κάθε 10.000 νέες χημικές ενώσεις καταλήγει όντως στην παραγωγή ενός νέου φαρμάκου. Αυτό μπορεί να αληθεύει, ωστόσο η πλειοψηφία των χημικών ενώσεων που αποτυγχάνουν εγκαταλείπεται σε πολύ πρώιμα στάδια της έρευνας, όταν το κόστος είναι ακόμη χαμηλό. Το ποσό των 2,6 δις δολλαρίων που μνημονεύεται ως το αναγκαίο κόστος για να φτάσει ένα νέο φάρμακο στην αγορά[4] προκύπτει από απόρρητα στοιχεία των εταιριών και οι υπολογισμοί έχουν στηριχθεί σε ένα σύνολο εικασιών που έχει αμφισβητηθεί ευρέως [5]. Αν η ανάπτυξη νέων φαρμάκων ήταν μια υπόθεση με τόσο μεγάλο ρίσκο, τότε θα περίμενε κανείς τα κέρδη των εταιριών να γνωρίζουν διακυμάνσεις από καιρού εις καιρόν. Αντιθέτως, από το 1980 έως σήμερα, όλες οι μεγάλες εταιρίες τα πηγαίνουν πολύ καλά οικονομικά. Όπως σημειώνουν ο Stanley Finkelstein, γιατρός, και ο Peter Temin, οικονομολόγος, -εργαζόμενοι αμφότεροι στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (MIT) – «Όσες φορές κι αν έχουν προειδοποιήσει οι ειδικοί αναλυτές της φαρμακοβιομηχανίας ότι η λήξη μιας πατέντας θα οδηγήσει τη μία ή την άλλη εταιρία σε εξαφάνιση, αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ»[6].

Παρά τα διαχρονικά εντυπωσιακά επίπεδα κερδοφορίας που επιτυγχάνει, η βιομηχανία φαρμάκων περνάει κρίση εξαιτίας τριών αιτίων: της λήξης δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας που αναμενόταν να οδηγήσει σε μία απώλεια εσόδων της τάξης των 75 δις δολλαρίων κατά το διάστημα 2010-2015, της μικρής διοχέτευσης νέων φαρμάκων στην αγορά και της συμπίεσης των τιμών σε πολλές χώρες, στις οποίες συμπεριλήφθηκαν πρόσφατα και οι ΗΠΑ[7]. Η κρίση αυτή αντικατοπρίζει την ανάδυση της χρηματιστικοποίησης, της μετατόπισης δηλαδή του κέντρου βάρους της οικονομικής δραστηριότητας από την παραγωγή υλικών αγαθών στις χρηματιστηριακές δραστηριότητες, που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Pedro Cuatrecasas, από το τμήμα Φαρμακολογίας και Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, στο San Diego, υποστηρίζει ότι: “Οι μέτοχοι, οι τραπεζίτες – επενδυτές και οι αναλυτές, που γνωρίζουν ελάχιστα για την ανακάλυψη νέων φαρμάκων, ασκούν τεράστιες πιέσεις για άμεσα κέρδη στους διευθύνοντες συμβούλους και τα διοικητικά συμβούλια των φαρμακευτικών εταιριών»[8].

Προκειμένου να συνεχίσει να προσελκύει τη χρηματοπιστωτική κοινότητα, η βιομηχανία φαρμάκων έχει αναπτύξει σειρά νέων στρατηγικών. Με τη στρατηγική ανάπτυξης φαρμάκων “blockbusters” να στερεύει από κέρδη, οι εταιρίες έχουν μετατοπιστεί στο μοντέλο ανάπτυξης φαρμάκων “nichebuster” (βλ. παρακάτω). Με τη διοχέτευση λιγότερων πιθανών προϊόντων στη γραμμή της έρευνας και ανάπτυξης των εταιριών, έχει γίνει έτι σημαντικότερη η διασφάλιση ότι τα υπό ανάπτυξη φάρμακα θα περάσουν άθικτα από τη διαδικασία έγκρισης. Για να το πετύχουν αυτό οι φαρμακευτικές εταιρίες έχουν βαθύνει τη σχέση τους με τις εποπτικές υπηρεσίες, ώστε να καταστρατηγήσουν ή να διαφθείρουν τους στόχους των εποπτικών διαδικασιών, συχνά με την συμπαιγνία και της κυβέρνησης. Στοιχείο – κλειδί για την επιβίωση της βιομηχανίας φαρμάκων είναι η δυνατότητά της να επεκτείνει την χρονική περίοδο για την οποία έχει το μονοπώλιο στην πώληση προϊόντων, πράγμα που μεταφράζεται σε ισχυρότερα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, τόσο στον ανεπτυγμένο κόσμο όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες που αντιπροσωπεύουν τα αναδυόμενα οικονομικά κέντρα ανάπτυξης. Με την απειλή της μείωσης των τιμών να καραδοκεί, εναλλακτικός τρόπος για να αυξήσουν τα κέρδη τους οι εταιρίες είναι να αυξήσουν τον όγκο της συνταγογράφησης των υπαρχόντων και των νέων φαρμάκων. Η επίτευξη αυτού του στόχου περνά μέσα από τον έλεγχο της γνώσης σχετικά με το πώς και πότε θα πρέπει να συνταγογραφούνται φάρμακα. Το υπόλοιπο αυτής της πραγματείας απασχολείται με τη διερεύνηση των τεσσάρων αυτών στοιχείων: της ανάπτυξης φαρμάκων τύπου “nichebuster”, της διαφθοράς των μηχανισμών εποπτείας, της ενίσχυσης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και του ελέγχου της γνώσης γύρω από τα οφέλη και τις επιπτώσεις της χρήσης των φαρμακευτικών προϊόντων.

 Από τα φάρμακα κατηγορίας “blockbuster” στην κατηγορία “nichebuster”

Μέχρι πριν λίγα χρόνια, η φαρμακοβιομηχανία λειτουργούσε με βάση το μοντέλο που είναι γνωστό ως “blockbuster”. Η βιομηχανία στόχευε στην ανάπτυξη φαρμάκων για χρόνιες παθήσεις, συνήθεις στις ανεπτυγμένες χώρες, όπως οι καρδιοπάθειες ή ο διαβήτης, και έπειτα τα προωθούσε πολύ στην αγορά, με την προσδοκία πωλήσεων που άγγιζαν το 1 δις δολλάρια ετησίως. Οι ασθένειες που εκδηλώνονται κατά κύριο λόγο ή αποκλειστικά στις αναπτυσσόμενες χώρες σε μεγάλο βαθμό αγνοούνταν, καθώς οι ασθενείς που προσβάλλονταν δεν είχαν αξιόλογη αγοραστική δύναμη. Από τα 850 νέα θεραπευτικά προϊόντα που προωθήθηκαν στην αγορά την περίοδο 2000-2011, μόνο 37 (4%) ήταν ενδεδειγμένα για τέτοιου τύπου ασθένειες[9].

Πρόσφατα, εφόσον έχουν εξαντληθεί όλοι οι «εύκολοι» στόχοι, υπήρξε μετατόπιση από το μοντέλο “blockbuster” στο μοντέλο “nichebuster”, κατά το οποίο οι φαρμακευτικές εταιρίες στοχεύουν μικρές θεραπευτικές αγορές με φάρμακα που μπορούν να πουλήσουν για εκατοντάδες χιλιάδες δολλάρια σε κάθε ασθενή για μια ετήσια θεραπεία. Κατά αυτήν την έννοια, οι προκλήσεις που γνωρίζει η φαρμακοβιομηχανία ομοιάζουν με αυτές που αντιμετωπίζουν και άλλες βιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας. Η εξάντληση αγορών αποτελεί εγγενή συνθήκη στον καπιταλισμό, που απαιτεί «προϊόντα με διακριτική ικανότητα», -στην περίπτωσή μας όλο και πιο ακριβά προϊόντα για όλο και πιο μικρές αγορές-, προκειμένου να διασφαλίσει την κερδοφορία. Στις ΗΠΑ το κόστος των φαρμάκων που περιορίζουν την εξέλιξη της σκλήρυνσης κατά πλάκας έχει ανέλθει από 8.000-11.000$ ετησίως, που ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90, σε 60.000$ ετησίως[10]. Το 2013, 120 ογκολόγοι από 15 χώρες ένωσαν τις δυνάμεις τους για να καταγγείλουν τις τιμές των νέων αντικαρκινικών φαρμάκων, που έχουν φτάσει τις 100.000$ ή και παραπάνω για μια ετήσια θεραπεία[11]. Η άποψη ότι οι τιμές αυτές δικαιολογούνται από το υψηλό κόστος της έρευνας και ανάπτυξης των φαρμάκων θα πρέπει να εγκαταλειφθεί, όπως επιβεβαιώνει και ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Pfizer, Hank Mckinnel, που δήλωσε ότι: «αποτελεί πλάνη να ισχυρίζεται κανείς ότι η βιομηχανία μας ή οποιαδήποτε άλλη βιομηχανία κοστολογεί ένα προϊόν με γνώμονα την απόσβεση του κόστους για την έρευνα και ανάπτυξη[12]». Οι τιμές καθορίζονται από το πόσο μπορεί να αντέξει η αγορά. Όσο πιο απελπισμένοι είναι οι ασθενείς, τόσο πιο πολλά είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν.

Η διαφθορά στο σύστημα εποπτείας των φαρμάκων

Προτού οι εταιρίες μπορέσουν να αρχίσουν να κερδίζουν από τα φάρμακα που παράγουν, αυτά θα πρέπει να λάβουν έγκριση για να διοχετευθούν στην αγορά. Ωστόσο, σε μεγάλο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου, η προϋπόθεση αυτή είναι απλώς τυπική, καθώς το 1/3 των χωρών έχουν ελάχιστη ή πολύ μικρή ικανότητα εποπτείας της αγοράς φαρμάκων[13]. Ακόμη και σε χώρες όπως η Ινδία, ο έλεγχος των φαρμάκων είναι πολλές φορές μια κοροϊδία, όπως δείχνει και το παράδειγμα της εξέτασης κάποιων συνδυαστικών φαρμακευτικών προϊόντων (fixed-dose combination), προϊόντων που περιέχουν δηλαδή δύο ή περισσότερες δραστικές ουσίες, κατά το έτος 2011-12. Η έρευνα πρόσφατα αποκάλυψε ότι οι εταιρίες εκμεταλλεύτηκαν τα χαμηλά επίπεδα του ελέγχου για να πουλήσουν «πολλά εκατομμύρια δόσεις […] συνδυαστικών φαρμακευτικών προϊόντων που περιελάμβαναν φάρμακα, η χρήση των οποίων έχει περιοριστεί, απαγορευθεί ή εξαρχής απορριφθεί σε άλλες χώρες εξαιτίας της σύνδεσής της με σοβαρές παρενέργειες, ακόμη και με το θάνατο[14]».

Το ρυθμιστικό πλαίσιο για τα φάρμακα στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαβρωθεί μέσω της επιρροής της φαρμακοβιομηχανίας. Η Courtney Davis και ο John Abraham, που διδάσκουν φαρμακευτικές πολιτικές στο King’s College του Λονδίνου, παρατηρούν ότι «τα τελευταία 30 χρόνια έχουμε δει ένα σωρό απορρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων, που φαινομενικά στοχεύουν στην προώθηση της φαρμακευτικής καινοτομίας, η οποία θεωρείται πως εξυπηρετεί ταυτόχρονα τόσο τα εμπορικά συμφέροντα της φαρμακοβιομηχανίας όσο και την υγεία των πολιτών[15]». Μια αιτιολόγηση για τους λόγους που επιτρέπεται κάτι τέτοιο να συμβαίνει προκύπτει από τη νεοφιλελεύθερη θεωρία της μεροληψίας υπέρ των επιχειρήσεων[16]. Ο Abraham υποστηρίζει πως «Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία επιτρέπει τη δυνατότητα ύπαρξης ενός σχετικά ισχυρού, παρεμβατικού κράτους, το οποίο μπορεί να ενθαρρύνει την (απο)ρύθμιση της αγοράς φαρμάκων υπέρ των συμφερόντων των εταιριών και από κοινού με αυτές[17]».  Ο Abraham υποστηρίζει ακόμη ότι η φαρμακοβιομηχανία έχει τη δυνατότητα να καθοδηγεί το καθεστώς εποπτείας επηρεάζοντας όχι μόνο τις εποπτικές αρχές, αλλά και την ευρύτερη δημόσια διοίκηση κατά τρόπο άμεσο, μέσα από το lobbying, οικονομικές δωρεές και άλλες δραστηριότητες – για παράδειγμα, μέσω του να επιτύχει το διορισμό εκπροσώπων φαρμακευτικών εταιριών σε επιτροπές υπεύθυνες για το γενικότερο κυβερνητικό σχεδιασμό. Ως άμεσο αποτέλεσμα, το κράτος υποστηρίζει ενεργητικά τους ευρείς μεταρρυθμιστικούς στόχους της φαρμακοβιομηχανίας.

Η καθαρότερη εκδήλωση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στο σύστημα εποπτείας των φαρμάκων είναι η ευρύτατη υιοθέτηση ανταποδοτικών τελών που καταβάλουν οι εταιρίες ως πληρωμή για τις υπηρεσίες των ρυθμιστικών αρχών, όπως η Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) και η Ρυθμιστική Αρχή Φαρμάκων και Προϊόντων Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου (UK MHRA). Οι μειώσεις της δημόσιας χρηματοδότησης του FDA αποτέλεσαν το βασικό μοχλό πίεσης για την εφαρμογή του συστήματος των ανταποδοτικών τελών στις ΗΠΑ. Η συνεχιζόμενη διστακτικότητα του Κογκρέσου να αυξήσει τη χρηματοδότηση του FDA ανάγκασε τον οργανισμό να εγκαταλείψει την προηγούμενη θέση του για αντίθεση στο σύστημα χρηματοδότησης μέσω ανταποδοτικών τελών που θα καταβάλλουν οι εταιρίες. Κατ’ εφαρμογή του Νόμου για τους Χρήστες Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων του 1992 (Prescription Drug User Fees Act – PDUFA), η βιομηχανία φαρμάκων συμφώνησε σε έναν συμβιβασμό: τα ανταποδοτικά τέλη που θα κατέβαλε θα λειτουργούσαν συμπληρωματικά προς την χρηματοδότηση του Κογκρέσου και τα χρήματα θα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την βελτιστοποίηση της αποδοτικότητας και της ταχύτητας της διαδικασίας αξιολόγησης νέων φαρμάκων με εμπορική επωνυμία. Κατά συνέπεια, η πλειοψηφία των πόρων από τα ανταποδοτικά τέλη αφιερώθηκε για την πρόσληψη επιπλέον προσωπικού αξιολόγησης των φαρμάκων. Μόνο μετά το 2007 επετράπη στην Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων να χρησιμοποιήσει κάποια από αυτά τα επιπλέον χρήματα για την εποπτεία της ασφάλειας προϊόντων που είχε ήδη εγκρίνει.

Ο PDUFA επικυρωνόταν ακολούθως ανά πενταετία, με την τελευταία ανανέωσή του να γίνεται το 2012. Ένα βασικό χαρακτηριστικό του PDUFA είναι ότι περιλαμβάνει διατάξεις που δεσμεύουν τον FDA να βελτιώνει διαρκώς το ποσοστό των νέων φαρμακευτικών εφαρμογών που εγκρίνονται εντός ορισμένης χρονικής περιόδου[18]. Καθώς οι πατέντες έχουν ορισμένη χρονική διάρκεια, όσο περισσότερο καιρό διατίθεται ένα φάρμακο στην αγορά τόσο μεγαλύτερο είναι το κέδρος των εταιριών από τις πωλήσεις του. Ο PDUFA, επιτρέποντας την ταχύτερη διάθεση των φαρμάκων στην αγορά, είχε ως αποτέλεσμα περισσότερα κέδρη για τις εταιρίες.

Έως το 1989, το 65% της χρηματοδότης της Διεύθυνσης Ελέγχου των Φαρμάκων στο Ηνωμένο Βασίλειο (ο προκάτοχος του MHRA) προερχόταν από τα ανταποδοτικά τέλη και το 35% από τη φορολογία. Τότε, η χρηματοδότηση άλλαξε και προέρχεται πλέον κατά 100% από τα ανταποδοτικά τέλη που καταβάλλουν οι εταιρίες, γεγονός που αντανακλούσε τη φιλοσοφία της κυβέρνησης των Συντηρητικών υπό την Θάτσερ, που πίστευε ότι η επιστήμη θα πρέπει να αναγκαστεί να «ανταποκρίνεται ταχύτερα» στις ανάγκες της βιομηχανίας[19]. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο, η φιλοσοφία των ανταποδοτικών τελών φαίνεται πως έχει γίνει αποδεκτή ήδη από την ίδρυση της αντίστοιχης εποπτικής αρχής. Γεννάται, λοιπόν, το ερώτημα: ποια συμφέροντα εξυπηρετούνται κατά προτεραιότητα, αυτά των πολιτών ή εκείνα των φαρμακοβιομηχανιών;

Τα αποδεικτικά στοιχεία καταδεικνύουν πως το σύστημα των ανταποδοτικών τελών έχει αρνητικές συνέπειες στην δημόσια ασφάλεια. Στις ΗΠΑ, ο καθιερωμένος χρόνος για την αξιολόγηση μίας αίτησης για την έγκριση ενός νέου φαρμάκου είναι 300 ημέρες και, κατ’ εφαρμογή του PDUFA, ο FDA υποχρεούται να διεκπεραιώνει το 90% των αιτήσεων εντός αυτών των χρονικών ορίων. Αν αυτός ο στόχος δεν επιτευχθεί, η ανανέωση της υποχρέωσης καταβολής ανταποδοτικών τελών εκ μέρους των εταιριών διακινδυνεύεται, με αποτέλεσμα να απειλείται ο οργανισμός με απώλεια σημαντικού μέρους της χρηματοδότησής του. Στην πράξη, φαίνεται πως όσο ο FDA παλεύει για να φτάσει την προθεσμία έκδοσης της απόφασης, τόσο χαλαρώνει τα στάνταρντς του για την αξιολόγηση της ασφάλειας του προϊόντος. Συγκριτικά με τα φάρμακα που εγκρίνονταν σε άλλες χρονικές περιόδους, αυτά που εγκρίνονταν κατά το τελευταίο δίμηνο πριν την παρέλευση των προθεσμιών είχαν 5 φορές περισσότερες πιθανότητες να αποσυρθούν από την αγορά για λόγους ασφαλείας και περίπου 4.5 φορές περισσότερες πιθανότητες να λάβουν μεταγενέστερα την ένδειξη του «μαύρου κουτιού», την ένδειξη δηλαδή που μπορεί να επιβάλλει ο FDA να φέρουν τα φάρμακα με τις πιο επικίνδυνες παρενέργειες[20].

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν κατατεθεί μία αίτηση για έγκριση νέου φαρμάκου στον EMA, ο οργανισμός είναι υπεύθυνος για την επιλογή των λεγόμενων «Εισηγητή» και «Συν-εισηγητή» (Rapporteur και Co-Rapporteur), δηλαδή πρέπει να επιλέξει ποιες από όλες τις εθνικές υπηρεσίες των κρατών-μελών θα διεκπεραιώσουν την αίτηση αξιολόγησης. Με δεδομένο ότι η πλειοψηφία των εποπτικών αρχών στις χώρες της Ε.Ε. χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από τα ανταποδοτικά τέλη, υπάρχει συχνά έντονος ανταγωνισμός μεταξύ τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν το ρόλο του Εισηγητή και Συν-εισηγητή, ώστε να εξασφαλίσουν έσοδα[21]. Ο ανταγωνισμός θέτει τις εθνικές εποπτικές αρχές υπό σημαντική πίεση, ώστε να συμμορφώνονται στο χρονοδιάγραμμα 210 ημερών που θέτει η Ε.Ε. για την έγκριση των φαρμάκων ή και να πετυχαίνουν ακόμη μικρότερο χρόνο, καθώς ένα από τα βασικά κριτήρια των εταιριών, όταν προτείνουν κάποια υπηρεσία στον EMA για τη θέση του Εισηγητή και Συν-εισηγητή, είναι τα ποσοστά των ταχείων διεκπεραιώσεων της διαδικασίας. Οι πέντε από τους συνολικά 15 εργαζόμενους στις γερμανικές, σουηδικές και βρετανικές εποπτικές αρχές, που έδωσαν συνέντευξη στους καθηγητές του Πανεπιστημίου του York, Abraham και Graham Lewis, συμφώνησαν με την άποψη ότι το χρονοδιάγραμμα αυτό αποτελεί απειλή για τη δημόσια υγεία, ενώ ακόμη πέντε απάντησαν πως πιθανώς να αποτελεί. Στο ίδιο πνεύμα, μια Επιτροπή του Βρετανικού Κοινοβουλίου αρμόδια για τη διερεύνηση της επιρροής της φαρμακοβιομηχανίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ο MHRA, όπως και πολλοί άλλοι εποπτικοί οργανισμοί, χρηματοδοτείται εξολοκλήρου από τα ανταποδοτικά τέλη που καταβάλουν αυτοί που πρέπει να εποπτεύει. Σε αντίθεση, όμως, με άλλους εποπτικούς οργανισμούς, ανταγωνίζεται άλλες ευρωπαϊκές υπηρεσίες προκειμένου να εξασφαλίσει πόρους. Η κατάσταση γεννά την εύλογη ανησυχία ότι ο οργανισμός μπορεί να ξεφύγει από το στόχο της προστασίας και της προαγωγής της δημόσιας υγείας πέρα από ό,τιδήποτε άλλο στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει πόρους από τα ανταποδοτικά τέλη των εταιριών[22]».

Αποτελεί «δικαίωμα» η διανοητική ιδιοκτησία;

Τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας (Intellectual Property Rights – IPRs) αποτελούν βασική πηγή εισοδήματος και κερδών για τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Στο σύγχρονο φαρμακευτικό περιβάλλον, τα βασικά δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας είναι τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας πάνω στα ίδια τα προϊόντα και τα δικαιώματα στα δεδομένα που παράγουν οι εταιρίες, όταν διεξάγουν κλινικές δοκιμές πριν την κυκλοφορία των προϊόντων τους στην αγορά, για να αξιολογήσουν την ασφάλεια και την αποδοτικότητά τους. Όσο πιο ισχυρή κατοχύρωση παρέχει το νομικό σύστημα μιας χώρας στα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, τόσο περισσότερο καιρό μπορούν να διατηρούν οι εταιρίες το μονοπώλιο στα προϊόντα τους και τόσο περισσότερα χρήματα μπορούν να κερδίζουν από αυτά. Συνεπώς, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η βιομηχανία φαρμάκων παλεύει όχι απλά για την προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας αλλά και για την ισχυρότερη κατοχύρωσή τους.

Μια από τις πρώτες εκδηλώσεις της μανίας με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας ήταν η άσκηση παρασκηνιακής πίεσης εκ μέρους της βιομηχανίας, που οδήγησε τις ΗΠΑ να επιμείνουν ώστε ο Καναδάς να ξηλώσει από το νομικό του σύστημα την πρόβλεψη για υποχρεωτικές άδειες* διανοητικής ιδιοκτησίας, ως αντάλλαγμα για την αρχική Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου ΗΠΑ-Καναδά του 1987[23] και έπειτα την Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου του 1994. Εκείνη την εποχή, χάρη στο σύστημα των υποχρεωτικών αδειών, ο Καναδάς μείωνε τις συνολικές φαρμακευτικές του δαπάνες κατά 15% περίπου[24]. (Μια υποχρεωτική άδεια επιτρέπει σε έναν παρασκευαστή γεννοσήμων να παράγει ένα φάρμακο ακόμη και αν αυτό υπόκειται σε πατέντα).

*[ΣτΜ: Οι υποχρεωτικές άδειες (compulsory licensing) αποτελούν την εξαίρεση στο σύστημα των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, το οποίο κατά κανόνα παραχωρεί αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης στον δημιουργό. Το σύστημα υποχρεωτικών αδειών επιτρέπει σε τρίτους να χρησιμοποιούν προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας για ορισμένες χρήσεις, που συνήθως εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, χωρίς να απαιτείται συναίνεση του δημιουργού και έναντι ορισμένης από το νόμο αμοιβής.]

Στις ΗΠΑ, τελευταία «νίκη» υπέρ των ισχυρότερων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας υπήρξε η κατοχύρωση δικαιώματος 12ετούς, αποκλειστικής εμπορικής εκμετάλλευσης των βιολογικών φαρμακευτικών προϊόντων, δηλαδή όσων αποτελούνται από ζωντανά κύτταρα. Αυτά τα δώδεκα χρόνια είναι αποτέλεσμα της πρόβλεψης για 4ετή προστασία των ερευνητικών δεδομένων και για 8ετή, μετέπειτα, αποκλειστική εκμετάλλευση των βιολογικών προϊόντων. Αυτό σημαίνει ότι ο FDA δεν θα δώσει άδεια σε ένα «βιο-ομοειδές» προϊόν, δηλαδή στο αντίστοιχο ενός γεννοσήμου στον τομέα των βιολογικών προϊόντων, κατά τη διάρκεια των 8 αυτών ετών. Πολλές φορές, η προστασία των ερευνητικών δεδομένων μπορεί να είναι πιο σημαντική κι από τις ίδιες τις πατέντες για τις εταιρίες, καθώς δεν χωρεί δικαστική προσφυγή εναντίον της, ενώ για τις πατέντες μπορεί να υπάρξει. Παρά το γεγονός ότι τα βιολογικά αντιπροσωπεύουν λιγότερο από 1% των συνταγών που γράφονται στις ΗΠΑ, ευθύνονται για το 28% της φαρμακευτικής δαπάνης, και το νούμερο αυτό αναμένεται να αυξηθεί[25]. Παραδείγματος χάριν, το Cerezyme, μια αγωγή για την νόσο του Gaucher, μιας σπάνιας, κληρονομικής διαταραχής έλλειψης ενός ενζύμου, κοστίζει 200.000$ ετησίως για κάθε ασθενή.

Σε διεθνές επίπεδο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, έχοντας τη στήριξη της φαρμακοβιομηχανίας, άσκησε πιέσεις για να διασφαλίσει την πρόβλεψη κάποιου μηχανισμού επίλυσης των διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών
(Investor – State Dispute Settlement – ISDS) στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες. Οι μηχανισμοί αυτοί επιτρέπουν στις εταιρίες να προσφεύγουν εναντίον κρατών[26]. Η εταιρία Eli Lilly έκανε χρήση των διατάξεων για την επίλυση διαφορών που προέβλεπε η Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου για να διεκδικήσει 500 εκ. δολλάρια από την κυβέρνηση του Καναδά, επειδή τα δικαστήρια του Καναδά ακύρωσαν τις πατέντες για δύο φάρμακά της[27]. Μπορεί οι διατάξεις για την προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, που περιλαμβάνονται στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην πρόσβαση σε φθηνά φάρμακα στις ανεπτυγμένες χώρες, καθώς προκαλούν καθυστέρηση στην κυκλοφορία των γεννοσήμων, όμως οι συνέπειες στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι πολύ πιο καταστροφικές. Για παράδειγμα, στο Βιετνάμ, με την υφιστάμενη νομοθεσία για τις πατέντες, το 68% των φορέων του HIV λαμβάνει αντιρετροϊκά φάρμακα, ενώ αν είχε εφαρμοστεί η αποτυχημένη τελικά Δια-ειρηνική Εμπορική Συμφωνία **(TPP), το ποσοστό αυτό θα είχε πέσει στο 30%[28].

** [Σ.τ.Μ: Trans-Pacific Partnership: Διεθνής εμπορική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλίας, Βιετνάμ, Περού, Χιλής, Μαλαισίας κ.ά. Προέβλεπε, μεταξύ άλλων, αλλαγές στα συστήματα προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, δυσχεραίνοντας έτσι την κυκλοφορία φθηνότερων, γεννοσήμων φαρμάκων. Δεν εφαρμόστηκε, καθώς οι ΗΠΑ υπό την νέα διοίκηση Τραμπ απέσυραν την υπογραφή τους.]

Η φαρμακοβιομηχανία έχει στην ιστορία της πάνω από τρεις δεκαετίες επιτυχούς άσκησης παρασκηνιακών πιέσεων για ισχυρότερα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, που αρχίζει με την εισήγηση στον 8ο Γύρο πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων της Ουρουγουάης, ο οποίος κατέληξε στην συγκρότηση του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου (World Trade Organization – WTO). Η Pfizer και ο τότε διευθύνων σύμβουλός της, Edmund Pratt, έπαιξαν βασικό ρόλο στο να πείσουν την κυβέρνηση των ΗΠΑ να θέσει το ζήτημα των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας ως βασικό στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων[29]. Το αποτέλεσμα ήταν η Συμφωνία για τις σχετιζόμενες με το Εμπόριο Πτυχές των Δικαιωμάτων Διανοητικής Ιδιοκτησίας του 1994 (Agreement on Trade-Related Aspects of Intellectual Property Rights – TRIPS), που επέβαλε ομοιόμορφες ρυθμίσεις για τις πατέντες σε όλα τα κράτη-μέλη του WTO, που σήμαιναν 20ετείς εμπορικές πατέντες για τα φαρμακευτικά προϊόντα και περιορισμό της χρήσης των υποχρεωτικών αδειοδοτήσεων ως μέσου για την επιτάχυνση της κυκλοφορίας γεννοσήμων στην αγορά. Ο στόχος της βιομηχανίας φαρμάκων ήταν να υποχρεώσει όλες τις χώρες να υιοθετήσουν στα νομικά τους συστήματα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας αντίστοιχα με εκείνα που προβλέπονταν στις ΗΠΑ, ανεξάρτητα από το επίπεδο της ανάπτυξής τους ή τη δυνατότητά τους να παρέχουν στους πλυθυσμούς τους φαρμακευτικές θεραπείες σε προσιτή τιμή. Πολλές ανεπτυγμένες χώρες δεν είχαν υιοθετήσει την πλήρη προστασία της πατέντας στα φαρμακευτικά προϊόντα έως και τη δεκαετία του ’70 ή και αργότερα, όταν το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν τους ανερχόταν σε δεκάδες χιλιάδες δολλάρια. Η συμφωνία TRIPS ανάγκασε αναπτυσσόμενες χώρες με κατά κεφαλήν ΑΕΠ εκατοντάδων ή λίγων χιλιάδων δολλαρίων να υιοθετήσουν αντίστοιχες ρυθμίσεις[30].

Εξαιτίας της ισχυροποίησης των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, ως το 2000 πολλές αναπτυσσόμενες χώρες είχαν έρθει αντιμέτωπες με μια κατάσταση όπου η τιμή της τριπλής θεραπείας για τον υιό HIV υπερέβαινε τα 10.000$ ετησίως ανά ασθενή και η δυνατότητα να έχουν πρόσβαση σε γεννόσημα φάρμακα χαμηλού κόστους επρόκειτο να εξαφανιστεί στο άμεσο μέλλον[31]. Αντιμέτωπη με αυξανόμενα ποσοστά μολύνσεων με τον ιό HIV και με τέτοιες τιμές για την αντίστοιχη θεραπεία, η Κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής πέρασε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 την «Τροποποιητική Πράξη για τον Έλεγχο των Φαρμάκων και των Σχετικών Ουσιών», η οποία προέβλεπε την υποκατάσταση των φαρμάκων που δεν υπόκειντο σε πατέντα από γεννόσημα φάρμακα και την δυνατότητα εισαγωγής γεννοσήμων, που δεν αποτελούσαν προϊόν απομίμησης, από τρίτες χώρες, χωρίς προηγούμενη άδεια των κατόχων των σχετικών δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Σε απάντηση, το 1998, 39 πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρίες, έχοντας την υποστήριξη των ΗΠΑ (επί κυβέρνησης Κλίντον) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προσέφυγαν εναντίον της κυβέρνησης της Νοτίου Αφρικής ισχυριζόμενες ότι το παραπάνω νομοθέτημα παραβίαζε τόσο τη συμφωνία TRIPS όσο και το σύνταγμα της χώρας. Εν τέλει, ενόψει της εκτεταμένης κοινωνικής αντίδρασης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ απέσυρε τη στήριξή της προς την δικαστική προσφυγή και χωρίς αυτήν οι εταιρίες απέσυραν την αγωγή τους[32].

Από τότε, οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. χρησιμοποιούν τις ρυθμίσεις της συμφωνίας TRIPS ως minimum για να θεωρηθεί μία ρύθμιση για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας αποδεκτή και προσπαθούν να εντατικοποιήσουν την προστασία τους με κάθε νεότερη εμπορική συμφωνία, εντάσσοντας σε αυτήν νέες και πιο αυστηρές διατάξεις. Ορισμένα από τα αποτελέσματα των παραπάνω κινήσεων είναι οι μεγαλύτερες περίοδοι παράτασης του χρόνου ισχύος μιας πατέντας (οι πατέντες μπορούν να παραταθούν πλέον και πέραν των 20 ετών) και η εξάλειψη της δυνατότητας προσφυγής εναντίον μιας πατέντας σε στάδιο προγενέστερο της χορήγησης του σχετικού δικαιώματος[33]. Κατ’ αντιστοιχίαν προς τις επιπτώσεις που περιγράψαμε σχετικά με την πρόσβαση σε φάρμακα για τον HIV στο Βιετνάμ, οι διατάξεις των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου που προβλέπουν εντατικότερη προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας ελαττώνουν σημαντικά την πρόσβαση σε συνταγογραφούμενα φάρμακα[34].

Η περίπτωση της Ταϋλάνδης είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα για το πώς κυβερνήσεις σε συνεργασία με τη φαρμακοβιομηχανία χρησιμοποιούν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας ως εργαλείο επιβολής στις αναπτυσσόμενες χώρες. Επικαλούμενη τις υψηλές τιμές των φαρμάκων και την υποχρέωσή της να παρέχει πρόσβαση σε βασικά φάρμακα, η Ταϋλάνδη εξέδωσε το 2006 μια υποχρεωτική άδεια για το lopinavir/ritonavir, ένα συνδυασμό ουσιών που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του HIV. Ο Επίτροπος Εμπορίου της Ε.Ε. απέστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον Υπουργό Εμπορίου της Ταϋλάνδης για το ζήτημα. Η Abbott, η εταιρία παραγωγής του lopinavir/ritonavir, αντέδρασε αποσύροντας όλες τις νέες φαρμακευτικές εφαρμογές που είχε υποβάλει στον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων της Ταϋλάνδης, συμπεριλαμβανομένης και της ιδιαιτέρως αναγκαίας, νεότερης εκδοχής του lopinavir/ritonavir, που ήταν ανθεκτική στην υψηλή θερμοκρασία[35].

Όταν τα γεννόσημα παράγονται κατόπιν χορήγησης υποχρεωτικής άδειας, οι επώνυμες εταιρίες καταγγέλλουν ταχύτατα το σχετικό μέτρο. Ο Marijn Dekkers, διευθύνων σύμβουλος της Bayer, χαρακτήρισε τις υποχρεωτικές αδειοδοτήσεις ως «κατ’ ουσίαν κλοπή», παρά το γεγονός ότι είναι απολύτως νόμιμες σύμφωνα με τη συμφωνία TRIPS. Επιπλέον, μιλώντας για το νέο και εξαιρετικά αποτελεσματικό για τη θεραπεία της ηπατίτιδας Γ φάρμακο της εταιρίας, το subosbuvir (Sovaldi), ο Dekkers σχολίασε: «Δεν αναπτύξαμε αυτό το φάρμακο για την αγορά της Ινδίας, ας είμαστε ειλικρινείς. Εννοώ, όπως γνωρίζετε, ότι αναπτύξαμε αυτό το προϊόν για δυτικούς ασθενείς, που μπορούν να το αντέξουν οικονομικά, το λέω με κάθε ειλικρίνεια»[36].

Ελέγχοντας τη γνώση

Όσες κλινικές μελέτες αποτυγχάνουν να αποδείξουν την αποτελεσματικότητα ενός σκευάσματος ή εγείρουν σημαντικούς προβληματισμούς για την ασφάλειά του, μπορούν να επηρεάσουν δραματικά την πώληση του προϊόντος. Τον Ιούλιο του 2002, τα αποτελέσματα της κλινικής μελέτης που διεξήγαγε η Πρωτοβουλία για την Υγεία των Γυναικών (Women’s Health Initiative) έδειξαν ότι ο συνδυασμός οιστρογόνων/προγεστερόνης, που χρησιμοποιείται στην θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων και καρκίνου του μαστού στις γυναίκες που βρίσκονται μετά την κλιμακτήριο.[37] Μέχρι τον Ιούνιο του 2003, οι συνταγές για το Prempro, το πιο διαδεδομένο σκεύασμα οιστρογόνων/προγεστερόνης, είχαν μειωθεί κατά 66% στις ΗΠΑ.[38]

Προκειμένου να αποφύγουν σενάρια όπως το παραπάνω και να συνεχίσουν να αυξάνουν τα έσοδά τους, οι εταιρίες έχουν διευρύνει τη δράση τους από τον έλεγχο επί της ανάπτυξης νέων φαρμάκων στον έλεγχο επί της γνώσης για τα φάρμακα αυτά, με σκοπό να διασφαλίσουν ότι θα είναι το δικό τους μήνυμα αυτό που θα φτάσει στους γιατρούς και τους ασθενείς.[39] Οι φαρμακευτικές εταιρίες χρηματοδοτούν το σύνολο σχεδόν των κλινικών δοκιμών που διεξάγονται πριν εισαχθεί ένα φάρμακο στην αγορά, εκείνων δηλαδή που χρησιμοποιούνται ως βάση για την έγκριση ενός νέου φαρμάκου ή μια νέας ένδειξης για ένα υφιστάμενο φάρμακο. Οι δοκιμές αυτές αποτελούν το θεμέλιο της γνώσης σχετικά με ένα φάρμακο, κατά συνέπεια το αποτέλεσμά τους είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Ως χρηματοδότες, οι εταιρίες ελέγχουν κάθε πτυχή των κλινικών δοκιμών: από τον αρχικό σχεδιασμό τους ως τον τρόπο διεξαγωγής και ανάλυσης των ευρυμάτων τους, τον τρόπο υποβολής τους στις εποπτικές αρχές, όπως ο FDA, το εάν και πώς θα δημοσιευτούν, και σε μεγάλο βαθμό το πώς θα παρουσιαστούν στους γιατρούς.

Η μεροληψία υπέρ των εταιρικών συμφερόντων ξεκινά από τον σχεδιασμό της κλινικής μελέτης. Όταν το νέο φάρμακο που τίθεται υπό δοκιμή εξετάζεται συγκριτικά προς ένα άλλο φάρμακο, που κυκλοφορεί ήδη στην αγορά, μπορεί να επιλεχθούν ακατάλληλα χαμηλές ή υψηλές δόσεις του ανταγωνιστικού φαρμάκου, προκειμένου είτε να μειώσουν την αποδοτικότητά του είτε να αυξήσουν τις παρενέργειές του.[40] Κατά τη δεκαετία του ’80, ο συνηθέστερος λόγος για τον τερματισμό κλινικών δοκιμών σε τελευταία ερευνητικά στάδια, στις οποίες περιλαμβάνονταν δοκιμές θεραπειών για τον καρκίνο, τις καρδιαγγειακές νόσους και τη νεογνική σηψαιμία, ήταν το οικονομικό κόστος (σε ποσοστό 43%), συγκριτικά με λόγους όπως η αποδοτικότητα του φαρμάκου (31%) και η ασφάλειά του (21%).[41] Στους οικονομικούς λόγους περιλαμβανόταν η περιορισμένη εμπορική αγορά στην οποία απευθυνόταν το φάρμακο, το ανεπαρκές αναμενόμενο κέρδος από την επένδυση και η αλλαγή στις ερευνητικές προτεραιότητες που επερχόταν μετά από συγχωνεύσεις εταιριών. Ωστόσο, η διακοπή μιας έρευνας αποκλειστικά για οικονομικούς λόγους μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση του άρθρου 6 της Διακήρυξης του Ελσίνκι, που έχει θέσει διεθνώς αναγνωρισμένες προδιαγραφές για την διεξαγωγή κλινικών ερευνών.[42] Το άρθρο 6 δηλώνει ότι: «σε ιατρικές έρευνες που περιλαμβάνουν ανθρώπινα υποκείμενα, η ευημερία κάθε ξεχωριστού ερευνητικού υποκειμένου πρέπει να προέχει έναντι όλων των άλλων συμφερόντων». Ο τερματισμός κλινικών δοκιμών, πριν αυτές ολοκληρωθούν, με βάση αποκλειστικά οικονομικά κριτήρια στην πράξη σημαίνει ότι «τα τριμηνιαία επιχειρηματικά σχέδια ή η αλλαγή των διευθυνόντων συμβούλων» προέχουν έναντι «της υπεύθυνης διεξαγωγής ιατρικής έρευνας, η οποία ενέχει ένα κοινωνικό καθήκον και μια ηθική ευθύνη που υπερβαίνει τα τριμηνιαία επιχειρηματικά πλάνα ή την αλλαγή των διευθυνόντων».[43]

Υπάρχουν αποδείξεις για το γεγονός ότι δεν τίθενται όλα τα ερευνητικά δεδομένα που προκύπτουν από κλινικές δοκιμές στη διάθεση των εποπτικών αρχών και ότι παρουσιάζονται κατά τρόπο παραπλανητικό. Η εταιρία Merck δεν παρείχε εγκαίρως στον  FDA στοιχεία για τη θνησιμότητα, που αφορούσαν δύο έρευνες για τη χρήση του rofecoxib σε ασθενείς με Alzheimer ή άλλη γνωστική βλάβη.[44] Η Glaxo Smith Kline υπέβαλε στον FDA στοιχεία σχετικά με το φάρμακό της για το άσθμα, το salmeterol, που έδιναν την εικόνα μιας προφανούς μείωσης των κινδύνων που σχετίζονται με το φάρμακο, σε σχέση με τους πραγματικούς.[45]

Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο οι εταιρίες μεταβάλλουν την ερμηνεία των ερευνητικών αποτελεσμάτων στο μεσοδιάστημα από την υποβολή των στοιχείων στον FDA έως τον πραγματικό χρόνο δημοσίευσης των ερευνητικών δεδομένων, είναι η έρευνα που εξέτασε την αποτελεσματικότητα του celecoxib, ενός μη στεροειδούς, αντιφλεγμονώδους και παυσιπόνου φαρμάκου που κατασκεύασε η Pfizer. Η έρευνα που δημοσιεύτηκε στηριζόταν σε ερευνητικά δεδομένα 6 μηνών και φαινομενικά αποδείκνυε την προστατευτική δράση του celecoxib αναφορικά με τη μείωση των γαστρορραγιών συγκριτικά με παραδοσιακά αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Ωστόσο, οι δύο κλινικές δοκιμές που παρουσιάζονταν συνδυαστικά στην δημοσίευση συνεχίστηκαν για 12 και 16 μήνες, αντίστοιχα. Σε διάστημα 12 έως 16 μηνών δεν υπήρχε καμία διαφορά σε σχέση με τις παρενέργειες στο γαστρεντερικό σύστημα ανάμεσα στους ασθενείς εκείνους που χρησιμοποιούσαν το celecoxib και στους χρήστες παραδοσιακών μη στεροειδών, αντιφλεγμονωδών φαρμάκων.[46]

Η έννοια του “ghostwriting” στο πλαίσιο της φαρμακοβιομηχανίας αναφέρεται στην πρακτική κατά την οποία οι εταιρίες, ή κάποιος που λειτουργεί εκ μέρους τους, προσλαμβάνουν συγγραφείς κειμένων ιατρικού ενδιαφέροντος προκειμένου να συντάξουν ένα ιατρικό άρθρο ή μία επιστολή, που θα βασίζεται σε ερευνητικά δεδομένα που ανήκουν στην εταιρία. Το άρθρο μεταβιβάζεται, στη συνέχεια, σε κάποιον ακαδημαϊκό ερευνητή που συμφωνεί να το υπογράψει, συνήθως έναντι αμοιβής ή για λόγους πρεστίζ που σχετίζονται με την απόκτηση περισσότερων δημοσιεύσεων. Όταν το άρθρο εντέλει τυπώνεται, δεν υπάρχει καμία αναγνώριση του ρόλου που έπαιξε ο αφανής συγγραφέας στην παραγωγή του. Η εταιρία Wyeth επιστράτευσε τέτοιους αφανείς κειμενογράφους, προκειμένου να διατηρήσει τα κέρδη ύψους 2 δις δολαρίων από τις ετήσιες πωλήσεις του Premarin και του Prempro, των δύο προϊόντων της που χρησιμοποιούνταν για θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (HRT), τόσο πριν όσο και μετά από τη δημοσίευση της Πρωτοβουλίας για την Υγεία των Γυναικών, η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι των φαρμάκων τύπου HRT υπερτερούν έναντι των πλεονεκτημάτων τους. Τα δικαστικά αρχεία καταδεικνύουν ότι οι αφανείς κειμενογράφοι έπαιξαν τεράστιο ρόλο, συντάσσοντας 26 επιστημονικές εργασίες που υποστήριζαν τη χρήση των φαρμάκων τύπου HRT. Τα άρθρα αυτά δεν αποκάλυπταν το ρόλο που έπαιξε η Wyeth στην παραγγελία και την πληρωμή της δουλειάς αυτής.[47]

Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα επιλεκτικής δημοσίευσης των αποτελεσμάτων κλινικών δοκιμών που έγιναν για λογαριασμό των φαρμακοβιομηχανιών και είχαν αρνητικά αποτελέσματα. Από τις 37 έρευνες για αντικαταθλιπτικά φάρμακα, τα αποτελέσματα των οποίων ο FDA χαρακτήρισε ως αρνητικά ή αμφισβητήσιμα, οι 22 δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ.[48] Η μη δημοσίευση όλων των δεδομένων μπορεί να οδηγήσει σε υπερκτίμηση της αποτελεσματικότητας του φαρμάκου και υποτίμηση των παρενεργειών του. Τα δημοσιευμένα στοιχεία υπερεκτίμησαν τα ωφέλη του αντικαταθλιπτικού reboxetine έναντι ψευδοφαρμάκων (placebo) έως και κατά 115%, ενώ υποτίμησαν και τους κινδύνους του.[49] Απόρρητα αρχεία της εταιρίας GlaxoSmithKline χρησιμοποιήθηκαν για να καταδείξουν τις αποκλίσεις ανάμεσα στα πραγματικά αποτελέσματα μιας έρευνας που εξέτασε την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της χρήσης του αντικαταθλιπτικού paroxetine σε εφήβους και στα αποτελέσματα που τελικά δημοσιεύτηκαν.[50] Η δημοσίευση ισχυριζόταν πως «το paroxetine δεν προκαλούσε σε γενικές γραμμές προβλήματα και ήταν αποτελεσματικό σε εφήβους με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή»[51]. Εν αντιθέσει, σύμφωνα με τα καθορισμένα από πρωτόκολλο πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια ερευνητικά αποτελέσματα, «δεν υπήρξε σημαντική διαφορά ως προς την αποτελεσματικότητα ανάμεσα στο paroxetine και τα ψευδοφάρμακα στα δύο πρωτοβάθμια και στα έξι δευτεροβάθμια αποτελέσματα», ενώ το paroxetine συσχετίστηκε με επιβλαβείς συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης μιας αύξησης του αυτοκτονικού ιδεασμού.[52]

Οι εταιρίες αναγνωρίζουν, τέλος, πως υπάρχει ένα κενό αξιοπιστίας όταν παρουσιάζουν απευθείας στους γιατρούς στοιχεία σχετικά με τα προϊόντα τους. Προκειμένου να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα, επιστρατεύουν γιατρούς και ερευνητές θεωρούμενους ως «διαμορφωτές της κοινής γνώμης». Η διατήρηση της ψευδαίσθησης ότι οι παραπάνω «διαμορφωτές» αποτελούν ανεξάρτητες πηγές πληροφόρησης είναι ζωτικής σημασίας για τις εταιρίες, προκειμένου να διατηρείται και η εμπιστοσύνη των γιατρών που παρακολουθούν τις παρουσιάσεις τους. Όταν όμως ένας τέτοιος «διαμορφωτής» αρχίζει να δρα ανεξάρτητα και να παρεκκλίνει από τις απόψεις που καλλιεργούν οι εταιρίες, τότε ακριβώς αρχίζει να αμφισβητείται και η αξία του για αυτές[53]. Ένας τέτοιος «διαμορφωτής» συνέταξε μια σειρά ιατρικών αναφορών σχετικά με ένα συγκεκριμένο φάρμακο κάποιας εταιρίας, στις οποίες, όπως αποκάλυψε, παρουσίαζε το προϊόν ως λιγότερο επωφελές συγκριτικά με ένα αντίστοιχο φάρμακο άλλης εταιρίας. Όταν οι ιατρικές αυτές αναφορές δημοσιεύτηκαν, οι προσκλήσεις που δεχόταν για να μιλήσει σε συνέδρια μειώθηκαν από 4 έως 6 μηνιαίως σε ουσιαστικά καμία[54].

Ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός

Σε μία αδημοσίευτη εργασία του, ο Βρετανός οικονομολόγος Alan Maynard αναφέρει:

«Η οικονομική θεωρία προβλέπει ότι οι εταιρίες θα επενδύουν στην αλλοίωση επιστημονικών δεδομένων κάθε φορά που οι ωφέλειες από μια τέτοια πρακτική υπερβαίνουν το κόστος. Εάν η ανακάλυψη των δεδομένων αυτών αναμένεται να επιφέρει υψηλό κόστος για τις ρυθμιστικές αρχές, τότε η αλλοίωσή τους μπορεί να είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη. Η επένδυση χρημάτων στην αλλοίωση των ερευνητικών δεδομένων, τόσο των κλινικών όσο των οικονομικών, αναμένεται να γίνεται κατά τρόπο λεπτομερή και συνολικό όσον αφορά τα φαρμακευτικά προϊόντα, καταλαμβάνοντας κάθε πτυχή των διαδικασιών αξιολόγησής τους. Οι επενδύσεις αυτού του είδους αναμένεται να είναι εκτεταμένες όσο οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε επιστημονικό επίπεδο και σε επίπεδο χάραξης πολιτικών διατηρούν τεχνοκρατικό και απόρρητο χαρακτήρα, καθιστώντας την ανακάλυψη των πραγματικών δεδομένων δυσχερή και δαπανηρή[55]».

Παρά το γεγονός ότι η φαρμακοβιομηχανία μοιάζει ανίκητη, η κρίση που αντιμετωπίζει προσφέρει την ευκαιρία να υποστηρίξουμε νέους τρόπους εισαγωγής στην αγορά φαρμάκων που θα είναι πιο οικονομικά και θα ανταποκρίνονται σε πραγματικές ιατρικές ανάγκες, κι όχι στο στόχο της μεγιστοποίησης των εταιρικών κερδών. Το Ινστιτούτο “Mario Negri” στην Ιταλία, που υφίσταται από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, έχει να παρουσιάσει έναν εναλλακτικό τρόπο διεξαγωγής φαρμακολογικών ερευνών. Αναλαμβάνει μεν την επ’ αμοιβή διεξαγωγή ερευνών για λογαριασμό φαρμακευτικών εταιριών, διατηρώντας όμως την ανεξαρτησία του, μέσω του σχεδιασμού των κλινικών ερευνών, της διεξαγωγής τους, της συλλογής και ανάλυσης των δεδομένων και της δημοσίευσης των απατελεσμάτων χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη της χρηματοδοτικής πηγής. Επιπλέον, το Ινστιτούτο δεν δέχεται αντί πληρωμής κάποια πατέντα επί των φαρμακευτικών προϊόντων ούτε απαιτεί κάποιο άλλου τύπου πνευματικό δικαίωμα, ενώ διαθέτει ελεύθερα τα ερευνητικά δεδομένα. Απορρίπτει, τέλος, κάθε χρηματοδότηση όταν το επιστημονικό προσωπικό του καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται να εξυπηρετήσει το συμφέρον της δημόσιας υγείας[56].

Αν και αξίζει να εφαρμόσουμε το μοντέλο του Ινστιτούτου “Mario Negri” σε ευρύτερη κλίμακα, παραμένει το ζήτημα της επιλογής των φαρμάκων στα οποία θα επικεντρωθεί η έρευνα, καθώς και της διαμόρφωσης της τελικής τους τιμής από τις εταιρίες. Για την αντιμετώπιση των παραπάνω υπάρχουν ορισμένες προτάσεις που κυκλοφορούν εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία, με στόχο αφενός να κατευθυνθεί η έρευνα και ανάπτυξη φαρμάκων στα προϊόντα που ανταποκρίνονται σε πραγματικές ιατρικές ανάγκες, αντί σε εκείνα που απλώς ενισχύουν τα εταιρικά κέρδη· αφετέρου να πηγάζουν τα έσοδα των εταιριών πρωτίστως από την θεραπευτική αξία των φαρμάκων κι όχι τόσο από τις τιμές τους. Ο γερουσιαστής των ΗΠΑ Bernie Sanders σύστησε νομοθετικά και αναθεώρησε τον «Ειδικό Λογαρισμών Βραβείων Ιατρικής Καινοτομίας», με στόχο την αποσύνδεση των κινήτρων για έρευνα και ανάπτυξη φαρμακευτικών εφαρμογών από τις υψηλές τιμές των φαρμάκων μέσω βραβείων που ενισχύουν την καινοτομία. «Τα παρεχόμενα κίνητρα μπορούν να συντείνουν σε σημαντικούς στόχους όπως προϊόντα που […] αντιμετωπίζουν τις ερευνητικές προτεραιότητες από τη σκοπιά της εξυπηρέτησης της υγείας[57]».

Υπάρχει, περαιτέρω, και η «θεωρία της δήμευσης» (“sequestration thesis”) που έχει διατυπωθεί από τον Arthur Schafer, Διευθυντή του «Κέντρου για την Επαγγελματική Δεοντολογία και τις Εφαρμογές της» στο Πανεπιστήμιο της Manitoba[58].  Σύμφωνα με την παραπάνω πρόταση, ένας δημόσιος οργανισμός όπως τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (National Institutes of Health) ή το αντίστοιχό του σε άλλα κράτη, θα οργάνωνε και θα διαχειριζόταν τις κλινικές έρευνες και τα δεδομένα που παράγονταν από αυτές, αντλώντας την χρηματοδότησή του από την φορολόγηση των φαρμακευτικών εταιριών και/ ή τα συνολικά φορολογικά έσοδα[59]. «Οι φαρμακευτικές εταιρίες δεν θα πλήρωναν πλέον άμεσα τους επιστήμονες για να αξιολογήσουν τα προϊόντα τους· αντιθέτως,  οι επιστήμονες θα εργάζονταν για λογαριασμό του ελεγκτικού οργανισμού».[60] Ο Dean Baker, συνιδρυτής του «Κέντρου Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας» της Ουάσινγκτον, προχωράει ακόμη περισσότερο υποστηρίζοντας ένα σύστημα σύμφωνα με το οποίο όλες οι κλινικές έρευνες θα χρηματοδοτούνται από το δημόσιο, με το κόστος τους στις ΗΠΑ να καλύπτεται μέσω των χαμηλότερων τιμών για τα φάρμακα που υπάγονται στο πρόγραμμα Medicare και σε άλλα δημόσια προγράμματα πρόνοιας*.[61]

[*Σ.τ.Μ: Αναφέρεται σε δημόσια προγράμματα πρόνοιας, μέσω των οποίων το κράτος αναλαμβάνει την κάλυψη μέρους της φαρμακευτικής δαπάνης για συγκεκριμένα φάρμακα. Η πρόταση του Dean Baker σημαίνει την προνομιακή ένταξη των φαρμάκων που θα παράγονται στις ΗΠΑ από δημόσια έρευνα στα παραπάνω προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας].

Ορισμένα εθνικά συστήματα υγείας έχουν σημειώσει σχετική επιτυχία στον έλεγχο των συνολικών φαρμακευτικών δαπανών μέσω ποικίλων μηχανισμών. Ο Καναδάς έχει θεσπίσει ένα ανώτατο όριο για την τιμή εισαγωγής στην αγορά νέων φαρμάκων στα οποία αναγνωρίζεται πατέντα.[62] Κατ’ αποτέλεσμα, οι τιμές των επώνυμων φαρμάκων είναι, κατά μέσο όρο, περίπου 50% χαμηλότερες από τις αντίστοιχες τιμές στις ΗΠΑ.[63] Παρόλα αυτά, η τιμή αναφοράς που χρησιμοποιεί ο Καναδάς για την τιμολόγηση των φαρμάκων είναι ο μέσος όρος της τιμής τους σε 7 άλλες χώρες, μεταξύ των οποίες ορισμένες από τι πιο ακριβές στον κόσμο· αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι φαρμακευτικές δαπάνες στον Καναδά αντιστοιχούν σε 713$ κατά κεφαλήν, ποσό που κατατάσσει τον Καναδά στην 4η θέση των χωρών που ξοδεύουν περισσότερα για φάρμακα[64]. Η Αυστραλία, με το «Πρόγραμμα Φαρμακευτικής Πρόνοιας», που καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού, διαπραγματεύεται τις τιμές των φαρμάκων σε εθνικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, η Αυστραλία επιτυγχάνει τιμές για επώνυμα φάρμακα που είναι 9-10% χαμηλότερες από αυτές του Καναδά[65]. Η Νέα Ζηλανδία είναι ακόμη πιο επιθετική καθώς χρησιμοποιεί το σύστημα της κατάθεσης ανταγωνιστικών προσφορών για την εισαγωγή των γενοσήμων, ενώ τιμολογεί τα επώνυμα φάρμακα με ένα σύστημα τιμών αναφοράς. Με το σύστημα τιμολόγησης βάσει τιμών αναφοράς ομαδοποιούνται σε μια κατηγορία όλα τα φάρμακα που έχουν ισοδύναμο θεραπευτικό αποτέλεσμα για ένα ορισμένο πρόβλημα υγείας και έπειτα η κυβέρνηση πληρώνει για τον ασφαλισμένο μόνο το φθηνότερο φάρμακο της κατηγορίας. Μέσω των δύο αυτών τεχνικών και μερικών ακόμη μέτρων, η Νέα Ζηλανδία πλήρωσε το 2012 μόλις 777 εκατομμύρια NZ$, αντί να δαπανήσει 2.34 δισεκατομμύρια, όπως αναμενόταν, βάσει του ρυθμού αύξησης της φαρμακευτικής δαπάνης που είχε η χώρα κατά το 2000[66].

Ωστόσο, παρά τις όποιες επιτυχίες στον περιορισμό των συνολικών δαπανών, καμία αναπτυγμένη χώρα δεν έχει δείξει πρόθυμη να ανφισβητήσει το υπάρχον καθεστώς προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, το οποίο παραχωρεί μονοπώλια για πάνω από 20 χρόνια και αποκλείει από την αγορά τα πιο φθηνά γενόσημα φάρμακα. Όλα τα συστήματα εποπτείας της αγοράς φαρμάκων χρηματοδοτούνται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό μέσω ανταποδοτικών τελών, με αποτέλεσμα να υποθάλπεται έτσι ένα σύστημα που καθιστά τις εποπτικές αρχές ευεπηρέαστες απένταντι στις ανάγκες της φαρμακοβιομηχανίας για ταχεία έγκριση νέων προϊόντων. Εν τέλει, η διεξαγωγή των κλινικών μελετών παραμένει σε όλο τον κόσμο υπό τον έλεγχο των φαρμακευτικών εταιριών. Η προώθηση των φαρμάκων τόσο στους επαγγελματίες υγείας όσο και στους καταναλωτές είναι – ακόμη και σε χώρες όπως η Νέα Ζηλανδία – ζήτημα ανεπαρκώς ρυθισμένο, με αποτέλεσμα η γνώση τόσο αυτών που συνταγογραφούν τα φάρμακα όσο και των ασθενών να παραμένει περιορισμένη.

Οι φαρμακευτικές εταιρίες είναι εξαιρετικά ισχυρές λόγω του πλούτου τους. Συγκεντρώνουν τόση δύναμη με την ενεργό σύμπραξη των ρυθμιστικών αρχών και των κυβερνήσεων που εποπτέουν τις αρχές αυτές. Η εισαγωγή ενός συστήματος χρηματοδότησης μέσω ανταποδοτικών τελών σήμανε ότι -για οργανισμούς όπως ο FDA-προτεραιότητα έχουν πλέον οι αξίες της ελεύθερης αγοράς και όχι η δημόσια υγεία. Στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου, τα φάρμακα εγκρίνονται πλέον με όλο και λιγότερα αποδεικτικά στοιχεία και  το αποτέλεσμα είναι κακής ποιότητας θεραπευτικές αγωγές και περισσότερα προβλήματα ασφάλειας των φαρμάκων που κυκλοφορούν στην αγορά. Η εντατικοποίηση της προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας μέσω διεθνών και διμερών εμπορικών συμφωνιών προστατεύει τα εταιρικά κέρδη, αλλά σημαίνει ότι περιορίζεται σε παγκόσμια κλίματα η πρόσβαση σε απαραίτητα φάρμακα, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Στην τελική, η φαρμακοβιομηχανία μπορεί να χειραγωγεί τη γνώση σχετικά με την αξία των φαρμακευτικών προϊόντων βλάπτοντας όχι μόνο την γνώση των ιατρών, αλλά –το σημαντικότερο- βλάπτοντας την υγεία των ανθρώπων. Την ίδια στιγμή που η φαρμακοβιομηχανία αναπτύσσει νέες μεθόδους για να αντιμετωπίσει την εσωτερική της κρίση, μια κρίση που είναι εγγενής στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής φαρμάκων, υπάρχουν και σοβαρές προτάσεις για το πώς να κάμψουμε την ισχύ της και να διασφαλίσουμε ότι τα φάρμακα αναπτύσσονται και τιμολογούνται κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες της υγείας κι όχι απλώς στην ανάγκη για μεγαλύτερα κέρδη.


*O Joel Lexchin διδάσκει πολιτικές για την υγεία στο Πανεπιστήμιο του York και είναι γιατρός επειγόντων περιστατικών στην ιατρική – ερευνητική οργάνωση “University Health Care” στο Toronto. Το παρόν άρθρο αποτελεί διασκευή αποσπάσματος από το βιβλίο “Η Ιατρική Περίθαλψη στο χειρουργικό κρεβάτι: Υπερβαίνοντας τον Καπιταλισμό για το καλό της Υγείας μας» του Howard Waitzkin, που είναι διαθέσιμο από τις εκδόσεις του Monthly Review.

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

[1] Harriet Washington, Deadly Monopolies(New York: Anchor, 2011); Richard Anderson, “Pharmaceutical Industry Gets High on Fat Profits,” BBC News, November 6, 2014.

Donald W. Light and Joel Lexchin, “Foreign Free Riders and the High Price of US Medicines,” BMJ331 (2005): 958–60.

[3] Prescrire Editorial Staff, “New Drugs and Indications in 2014,” Prescrire International24 (2015): 107–10.

[4] Joseph A. DiMasi, Henry G. Grabowski, and Ronald W. Hansen, “Innovation in the Pharmaceutical Industry: New Estimates of R&D costs,” Journal of Health Economics47 (2016): 20–33.

[5] Donald W. Light and Rebecca N. Warburton, “Extraordinary Claims Require Extraordinary Evidence,” Journal of Health Economics24 (2005): 1030–33.

[6] Stanley Finkelstein and Peter Temin, Reasonable Rx: Solving the Drug Price Crisis(Upper Saddle River, NJ: FT, 2008).

[7] Greg Miller, “Is Pharma Running Out of Brainy Ideas?” Science329 (2010): 502–04; David Holmes, “Skies Darken Over Drug Companies,” Lancet 379 (2012): 1863–64.

[8] Pedro Cuatrecasas, “Drug Discovery in Jeopardy,” Journal of Clinical Investigation 116 (2006): 2837–42.

[9] Belen Pedrique, Nathalie Strub-Wourgaft, Claudette Some, Piero Olliaro, Patrice Trouiller, Nathan Ford, Bernard Pécoul, and Jean-Hervé Bradol, “The Drug and Vaccine Landscape for Neglected Diseases (2000–11): A Systematic Assessment,” Lancet Global Health 1 (2013): e371–79.

[10] Daniel M. Hartung, Dennis N. Bourdette, Sharia M. Ahmed, and Ruth H. Whitham, “The Cost of Multiple Sclerosis Drugs in the US and the Pharmaceutical Industry,” Neurology 84 (2015): 2815–22.

[11] Andrew Pollack, “Doctors Denounce Cancer Drug Prices of $100,000 a Year,” New York Times, April 25, 2013.

Hank McKinnell, A Call to Action: Taking Back Healthcare for Future Generations(New York: McGraw Hill, 2005).

[13] World Health Organization, The World Medicines Situation(Geneva: WHO, 2004).

[14] Patricia McGettigan, Peter Roderick, Rushikesh Mahajan, Abhay Kadam, and Allyson M. Pollock, “Use of Fixed Dose Combination (FDC) Drugs in India: Central Regulatory Approval and Sales of FDCs Containing Non-Steroidal Anti-Inflammatory Drugs (NSAIDs), Metformin, or Psychotropic Drugs,” PLoS Medicine12 (2015): e1001826.

[15] Courtney Davis and John Abraham, Unhealthy Pharmaceutical Regulation: Innovation, Politics and Promissory Science(Hampshire, UK: Palgrave Macmillan, 2013).

[16] John Abraham, “Sociology of Pharmaceuticals Development and Regulation: A Realist Empirical Research Programme,” Sociology of Health & Illness 30 (2008): 869–85.

[17] Davis and Abraham, Unhealthy Pharmaceutical Regulation.

[18] James L. Zelenay, Jr. “The Prescription Drug User Fee Act: Is a Faster Food and Drug Administration Always a Better Food and Drug Administration?” Food and Drug Law Journal60 (2005): 261–338.

[19] John Abraham, Science, Politics and the Pharmaceutical Industry: Controversy and Bias in Drug Regulation(London: UCL Press, 1995).

[20] Daniel Carpenter, Evan James Zucker, and Jerry Avorn, “Drug-Review Deadlines and Safety Problems,” New England Journal of Medicine 358 (2008):1354–61.

[21] John Abraham and Graham Lewis, “Europeanization of Medicines Regulation,” in John Abraham and Helen Lawton Smith, eds., Regulation of the Pharmaceutical Industry(Hampshire, UK: Palgrave Macmillan, 2003), 42–81.

βλ. 21

[23] House of Commons, Health Committee, The Influence of the Pharmaceutical Industry: Fourth Report of Session 2004–05, vol. 1 (London: Stationery Office Limited, April 5, 2005).

[24] Joel Lexchin, “Pharmaceuticals, Patents and Politics: Canada and Bill C-22,” International Journal of Health Services 23 (1993): 147–60.

[25] Ameet Sarpatwari, Jerry Avorn, and Aaron S Kesselheim, “Progress and Hurdles for Follow-On Biologics,” New England Journal of Medicine 372 (2015): 2380–82.

[26] James Love, “TPP, Designed to Make Medicine More Expensive, Reforms More Difficult,” Medium, June 8, 2015, http://medium.com.

[27] Kazi Stastna, “Eli Lilly Files $500M NAFTA Suit Against Canada Over Drug Patents,” CBC News, September 13, 2013.

[28] Hazel Moir, Deborah H. Gleeson, Brigitte Tenni, and Ruth Lopert, Assessing the Impact of Alternative Patent Systems on the Cost of Health Care: The TPP and HIV Treatment in Vietnam (Sydney: Asia-Pacific Innovation Conference, 2014).

[29] Peter Drahos, “Expanding Intellectual Property’s Empire: The Role of FTAs,” International Centre for Trade and Sustainable Development, November 2003, http://ictsd.org.

[30] Jean O. Lanjouw and William Jack, “Trading Up: How Much Should Poor Countries Pay to Support Pharmaceutical Innovation?” CGD Brief 4 (2004): 1–7

[31] Campaign for Access to Essential Medicines, Untangling the Web of Antiretroviral Price Reductions(Geneva: Médecins Sans Frontières, 2010).

[32] Ellen ’t Hoen, “TRIPS, Pharmaceutical Patents, and Access to Essential Medicines: A Long Way from Seattle to Doha,” Chicago Journal of International Law 3 (2002): 27–48.

[33] Stephanie Rosenberg, “Comparative Chart of Pharmaceutical Patent and Data Provisions in the TRIPS Agreement, Free Trade Agreements Between Trans-Pacific FTA Negotiating Countries and the U.S., and the U.S. Proposal to the Trans-Pacific FTA,” Public Citizen, November 8, 2012, http://citizen.org.

[34] Youn Jung and Soonman Kwon, “The Effects of Intellectual Property Rights on Access to Medicines and Catastrophic Expenditure,” International Journal of Health Services 45 (2015): 507–29.

[35] Ellen ‘t Hoen, The Global Politics of Pharmaceutical Monopoly Power: Drug Patents, Access, Innovation and the Application of the WTO Doha Declaration on TRIPS and Public Health (Diemen: AMB, 2009).

[36] “’We Didn’t Make This Medicine for Indians…We Made It for Western Patients Who Can Afford It’: Pharmaceutical Chief Tries to Stop India Replicating Its Cancer Treatment,” Daily Mail, January 24, 2014.

[37] Writing Group for the Women’s Health Initiative Investigators, “Risks and Benefits of Estrogen Plus Progestin in Healthy Postmenopausal Women: Principal Results from the Women’s Health Initiative Randomized Controlled Trial,” JAMA 288 (2002): 321–33.

[38] Adam L. Hersh, Marcia L. Stefanick, and Randall S. Stafford, “National Use of Postmenopausal Hormone Therapy: Annual Trends and Response to Recent Evidence,” JAMA 291 (2004): 47–53.

[39] Marc-André Gagnon, The Nature of Capital in the Knowledge-Based Economy: The Case of the Global Pharmaceutical Industry (Toronto: York University Press, 2009).

[40] Antonio Nieto, Angel Mazon, Rafael Pamies, Juan J. Linana, Amparo Lanuza, Fernando Oliver Jiménez, Alejandra Medina-Hernandez, and Javier Nieto, “Adverse Effects of Inhaled Corticosteroids in Funded and Nonfunded Studies,” Archives of Internal Medicine 167 (2007): 2047–53.

[41] Joseph A DiMasi, “Success Rates for New Drugs Entering Clinical Testing in the United States,” Clinical Pharmacology & Therapeutics 58 (1995): 1–14; Bruce M. Psaty and Drummond Rennie, “Stopping Medical Research to Save Money: A Broken Pact with Researchers and Patients,” JAMA 289 (2003): 2128–31.

[42] “WMA Declaration of Helsinki: Ethical Principles For Medical Research Involving Human Subjects,” World Medical Association, March 29, 2017.

[43] βλ. 42.

[44] Bruce M. Psaty and Richard A. Kronmal, “Reporting Mortality Findings in Trials of Rofecoxib for Alzheimer Disease or Cognitive Impairment: A Case Study Based on Documents from Rofecoxib Litigation,” JAMA 299 (2008): 1813–17.

[45] Peter Lurie and Sidney M. Wofle, “Misleading Data Analyses in Salmeterol (SMART) Study,” The Lancet 366 (2005): 1261–62.

[46] James M. Wright, Thomas L. Perry, Kenneth L. Bassett, and G. Keith Chambers, “Reporting of 6-Month vs 12-Month Data in a Clinical Trial of Celecoxib,” JAMA 286 (2001):2398–99.

[47] Natasha Singer, “Medical Papers by Ghostwriters Pushed Therapy,” New York Times, August 5, 2009.

[48] Eric H. Turner, Annette M. Matthews, Efthia Linardatos, Robert A. Tell, and Robert Rosenthal, “Selective Publication of Antidepressant Trials and Its Influence on Apparent Efficacy,” New England Journal of Medicine 358 (2008): 252–60.

[49] Dirk Eyding, Monika Lelgemann, Ulrich Grouven, Martin Härter, Mandy Kromp, Thomas Kaiser, Michaela F. Kerekes, Martin Gerken, and Beate Wiseeler, “Reboxetine for Acute Treatment of Major Depression: Systematic Review and Meta-Analysis of Published and Unpublished Placebo and Selective Serotonin Reuptake Inhibitor Controlled Trials,” BMJ 341 (2010): e4737.

[50] Jon Jureidini, Leeman B. McHenry, and Peter R Mansfield, “Clinical Trials and Drug Promotion: Selective Reporting of Study 329,” International Journal of Risk & Safety in Medicine 20 (2008): 73–81.

 [51] Martin B. Keller, Neal D. Ryan, Michael Strober et al., “Efficacy of Paroxetine in the Treatment of Adolescent Major Depression: A Randomized, Controlled Trial,” Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry 40 (2001): 762–72.

[52] S. Swaroop Vedula, Lisa Bero, Roberta W Scherer, and Kay Dickersin, “Outcome Reporting in Industry-Sponsored Trials of Gabapentin for Off-Label Use,” New England Journal of Medicine 361 (2009): 1963–71.

[53] Sergio Sismondo, “‘You’re Not Just a Paid Monkey Reading Slides’: How Key Opinion Leaders Explain and Justify Their Work,” Edmund J. Safra Working Papers, Harvard University, No. 26 (2013).

[54] John W. Norton, “Is Academic Medicine for Sale?” New England Journal of Medicine 343 (2000): 508.

[55] Alan Maynard, personal communication with the author, 2001.

[56] Donald W. Light and Antonio F. Maturo, Good Pharma: The Public-Health Model of the Mario Negri Institute (New York: Palgrave Macmillan, 2015).

[57] James Love, What’s Wrong with Current System of Funding R&D, and What Are Ideas for Reforms? (Washington, D.C.: Knowledge Ecology International, 2015).

[58] Arthur Schafer, “Biomedical Conflicts of Interest: A Defence of the Sequestration Thesis—Learning From the Cases of Nancy Olivieri and David Healy,” Journal of Medical Ethics 30 (2004): 8–24.

[59] Tracy R. Lewis, Jerome H. Reichman, and Anthony Deh-Chuen So, “The Case for Public Funding and Public Oversight of Clinical Trials,” Economists’ Voice 4 (2007): 1–4; Marcia Angell, The Truth About the Drug Companies: How They Deceive Us and What to Do About It (New York: Random House, 2004).

[60] Lewis, Reichman, and So, “The Case for Public Funding and Public Oversight of Clinical Trials.”

[61] Dean Baker, “The Benefits and Savings from Publicly Funded Clinical Trials of Prescription Drugs,” International Journal of Health Services 38 (2008): 731–50.

[62] Patented Medicine Prices Review Board, Annual Report 2016 (Ottawa: PMRPB, 2017), http://pmprb-cepmb.gc.ca.

[63] Patented Medicine Prices Review Board, Annual Report 2012 (Ottawa: PMPRB, 2013).

[64] Organization for Economic Co-operation and Development, Health at a Glance 2015: OECD Indicators (Paris: OECD, 2015).

[65] Productivity Commission, 2003, Evaluation of the Pharmaceutical Industry Investment Program, Research Report (Canberra: AusInfo, 2003)

[66] Pharmaceutical Management Agency, Annual Review 2012 (Wellington: PHARMAC, 2013), http://pharmac.govt.nz.

Σαμίρ Αμίν 1931 - 2018

Σαμίρ Αμίν: Μια μικρή εισαγωγή και φόρος τιμής

Ο Σαμίρ Αμίν γεννήθηκε στο Κάιρο το 1931 και σπούδασε στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα της Αιγύπτου (Lycée Français du Caire). Συνέχισε την ανώτατη εκπαίδευσή του στο Παρίσι στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών (“Sciences Po”) από όπου έλαβε το δίπλωμά του το 1952. Ακολούθησε το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών, όπου απέκτησε τον διδακτορικό του τίτλο στην Πολιτική Οικονομία το 1957. Εργάστηκε στο Γραφείο Σχεδιασμού της Αιγύπτου από το 1957 έως το 1960, έως ότου οι διωγμοί των κομμουνιστών από το καθεστώς Νάσερ τον ανάγκασαν να φύγει. Από το 1960 έως το 1963 ήταν υπάλληλος στο Υπουργείο Συντονισμού του νεοσύστατου Μάλι. Αφού έγινε καθηγητής στη Γαλλία το 1966, επέλεξε να διδάξει στο Παρίσι (Βενσέν) και στο Ντακάρ της Σενεγάλης. Η έδρα του επί σαράντα χρόνια είναι το Ντακάρ, όπου υπηρέτησε δέκα χρόνια ως διευθυντής του Αφρικανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Ανάπτυξης και Σχεδιασμού των Ηνωμένων Εθνών και από το 1980 διευθύνει το Αφρικανικό Γραφείο του Φόρουμ του Τρίτου Κόσμου. Είναι πρόεδρος του Παγκόσμιου Εναλλακτικού Φόρουμ[i].

Κατά την άποψή μου, το ευρύ έργο του Αμίν συνοψίζεται στη διπλή σημασία του «Ο νόμος της Αξίας και ο Ιστορικός Υλισμός», τίτλος ενός από τα βιβλία του που επανεκδόθηκε αργότερα ως «Ο νόμος της Παγκόσμιας Αξίας». Η πνευματική εργασία του Μαρξ, όπως σημειώνει, φαίνεται να χωρίζεται στα γραπτά για τα οικονομικά και στα γραπτά για την πολιτική.

Αυτή η φαινομενική αντιπαράθεση δύο ανεξάρτητων πεδίων οδήγησε σε μια ορισμένη ερμηνεία του μαρξισμού, η οποία βρίσκεται όχι μόνο στα βασικά εγχειρίδια και στα εκλαϊκευτικά φυλλάδια αλλά διαπερνά και τις κυρίαρχες τάσεις του μαρξισμού. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία υπάρχει, αφενός, μια σωστή οικονομική επιστήμη, η μαρξιστική πολιτική οικονομία. Από την άλλη μεριά, ο μαρξισμός υποτίθεται ότι είναι μια επιστήμη των κοινωνιών, ο ιστορικός υλισμός. Βάση της είναι η θεμελιώδης πρόταση ότι η ταξική πάλη είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Αυτά τα δύο «κεφάλαια» του μαρξισμού, θεωρούνται συμπληρωματικά. Η ενότητά τους προέρχεται από τη μέθοδο που εμπνέει και τα δύο[ii].

Για τον Αμίν, αυτή η βασική διαίρεση της μαρξιστικής θεωρίας δεν πρέπει να αμφισβητηθεί. Παρόλα αυτά, επιμένει ότι οι οικονομικοί νόμοι του καπιταλισμού, που συνοψίζονται από τον νόμο της αξίας, «υποτάσσονται στους νόμους του ιστορικού υλισμού»[iii]. Η οικονομική επιστήμη, ενώ είναι απαραίτητη, δεν μπορεί να εξηγήσει στο υψηλότερο δυνατό αφαιρετικό επίπεδο, όπως κάνουν οι μαθηματικές εξισώσεις, την πλήρη πραγματικότητα του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού – καθώς δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε την ιστορική προέλευση του καπιταλιστικού συστήματος ούτε τη φύση της ταξικής πάλης. Ούτε μπορεί να παρουσιάσει με αυστηρά καθοριστική μορφή τη σύγχρονη ιστορική εκδήλωση του νόμου της αξίας, που εκφράζεται ως θεωρία της «παγκοσμιοποιημένης αξίας», και η οποία απαιτεί το συνυπολογισμό παραγόντων, όπως η μονοπωλιακή εξουσία και η άνιση ανταλλαγή[iv]. Στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να δούμε τις σχέσεις της αξίας ως ιστορικά «μετασχηματιζόμενες», με τρόπους λιγότερο καθοριστικούς από ό,τι συμβαίνει στα αφηρημένα μοντέλα που βασίζονται σε μια ελεύθερα ανταγωνιστική οικονομία, τα οποία όμως εξακολουθούν να είναι αντικείμενο μιας ουσιαστικής πολιτικής-οικονομικής ανάλυσης.

Το έργο του Σαμίρ Αμίν επιχειρεί να διερευνήσει τα ευρύτερα φαινόμενα που αναλύονται από τον ιστορικό υλισμό και πώς αυτά άλλαξαν και αναμόρφωσαν τον νόμο της αξίας στον καπιταλισμό, καθώς μεταμορφώθηκε στο μονοπωλιακό του στάδιο και αργότερα στη σημερινή του φάση που κυριαρχείται από «γενικευμένα, χρηματιστηριοποιημένα και παγκοσμιοποιημένα ολιγοπώλια» της ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία)[v]. Είναι η υπεροχή του ιστορικού υλισμού πάνω στον νόμο της αξίας που μπορεί να συλλάβει επίσης την επαναστατική κοινωνική απάντηση των λαϊκών τάξεων στον καπιταλισμό, η οποία προκύπτει από τις αλληλεπιδράσεις του ταξικού και του εθνικού[vi].

Στην ανάλυση του Σαμίρ Αμίν, ο νόμος της αξίας και ο ιστορικός υλισμός δεν έχουν ισάξια ισχύ – μόνο και μόνο επειδή ο πρώτος δεν προσφέρει στον κόσμο καμία διέξοδο, ενώ ο τελευταίος το κάνει. Ωστόσο, είναι αδύνατη μια ουσιαστική κριτική κατανόηση του καπιταλισμού χωρίς κάποια κατανόηση του πώς ο νόμος της αξίας μετασχηματίστηκε κάτω από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό/ιμπεριαλισμό.

Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας

Με τα δικά του λόγια, η ανάλυση του Αμίν σχετικά με την «ιστορία του καπιταλισμού συμπίπτει με τα συμπεράσματα που οι Μπάραν, Σουήζυ και Μάγκντοφ (και μετά από αυτούς, η ομάδα του Monthly Review) έχουν αντλήσει από την προηγούμενη ανάλυσή τους του μονοπωλιακού καπιταλισμού»[vii]. Αυτά περιλαμβάνουν: (1) Την τάση του καπιταλισμού προς την υπερσυσσώρευση που σχετίζεται με το πρόβλημα της απορρόφησης του πλεονάσματος. (2) Τη στασιμότητα ως τον κανόνα και την ταχεία οικονομική ανάπτυξη ως την εξαίρεση στο πλαίσιο του αναπτυγμένου καπιταλισμού. (3) Την αναίρεση του ελεύθερου ανταγωνισμού μέσω της ανάπτυξης του μονοπωλιακού κεφαλαίου που ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα. (4) Την αντιμετώπιση της οικονομικής στασιμότητας εν μέρει μέσω της παραγωγής που συγκεντρώνεται στο κράτος[viii]. (5) Την αναγνώριση ότι η ταχεία ανάπτυξη του 1945-1975 ήταν κυρίως προϊόν των ιστορικών συνθηκών που δημιουργήθηκαν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και οι οποίες δεν μπορούσαν να διαρκέσουν. (6) Την εστίαση στην χρηματιστηριοποίηση, η οποία εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και του ‘80 ως ένα νέο, ισχυρότερο αντίδοτο στη στασιμότητα, «αδιαχώριστο από τις απαιτήσεις επιβίωσης του ίδιου του συστήματος»[ix].

Αυτή η αντίληψη για την οικονομική ανάπτυξη επεκτείνεται στη σκέψη του Σαμίρ Αμίν μέσω της ενσωμάτωσης έξι επιπλέον θέσεων: (1) Την ύπαρξη δύο ιστορικών φάσεων στην ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού – του μονοπωλιακού καπιταλισμού που είχε υπάρξει μέχρι το 1971 και του παγκόσμιου μονοπωλιακού χρηματιστικού καπιταλισμού έκτοτε[x]. (2) Την ικανότητα προσαρμογής του μονοπωλιακού κεφαλαίου σε δύο μεγάλες κρίσεις – του 1873-1945 και του 1971-σήμερα, μέσω της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης σε παγκόσμια κλίμακα, της χρηματιστικοποίησης και της «εμβάθυνσης της παγκοσμιοποίησης». (3) Τη διαμόρφωση σε παγκόσμιο επίπεδο «δύο μοντέλων συσσώρευσης», ενός αυτόκεντρου του Κέντρου, και ενός αποδιαρθρωμένου και προσανατολισμένου στο εξωτερικό, της Περιφέρειας. (4) Τη μετάβαση από την περίοδο της ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης που περιέγραφε ο Λένιν, στην περίοδο της ηγεμονίας των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, και από εκεί στο συλλογικό ιμπεριαλισμό της τριάδας με ηγεμόνα τις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του εικοστού αιώνα. (5) Τη διαίρεση μεταξύ Κέντρου και Περιφέρειας ως καθοριστική αντίθεση του συστήματος, η οποία αντανακλάται σε μια σειρά επαναστατικών κινημάτων στον τρίτο κόσμο. (6) «Τον μετασχηματισμό του νόμου της αξίας στο νόμο της παγκοσμιοποιημένης αξίας»[xi].

Η θεωρία της παγκόσμιας αξίας είναι η σημαντική συμβολή του Αμίν στην οικονομική θεωρία, την οποία μπορούμε να συνοψίσουμε ως ένα σύστημα άνισης ανταλλαγής / ιμπεριαλιστικής μίσθωσης που διχάζει τον παγκόσμιο Βορρά από τον παγκόσμιο Νότο. Σήμερα η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου εκδηλώνεται με την ανάπτυξη του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου. Το κεφάλαιο είναι όλο και πιο ευκίνητο (με τη βοήθεια της τεχνολογίας), καθώς οι γιγαντιαίες επιχειρήσεις γίνονται ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένες και χρηματιστικοποιούμενες. Εντούτοις, οι διαιρέσεις στο επίπεδο του εθνικού κράτους παραμένουν άθικτες, καθώς οι κυβερνήσεις προωθούν τα συμφέροντα των «εταιρειών τους» έναντι των άλλων χωρών, ενώ περιορίζουν την κινητικότητα της εργασίας[xii]. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα άνισης ανταλλαγής, στο οποίο η διαφορά στο μισθό της εργατικής δύναμης σε διαφορετικά έθνη, είναι μεγαλύτερη από τη διαφορά στην παραγωγικότητά τους. Αυτό δημιουργεί ένα σύστημα «ιμπεριαλιστικών ενοικίων» που συγκεντρώνονται στις παγκοσμιοποιημένες εταιρείες του Κέντρου – το οποίο, λιγότερο ευθέως, στους επίσημους οικονομικούς κύκλους αναφέρεται ως «παγκόσμιο αρμπιτράζ (σ.μτφ. πλεονέκτημα / επενδυτική ευκαιρία) εργασίας». (Μια ανάλογη διαδικασία συμβαίνει και με το φυσικό πλούτο που αντλείται από τον παγκόσμιο Νότο). Αυτό δείχνει την υπερεκμετάλλευση της εργασίας στην περιφέρεια, η οποία λαμβάνει μισθό μικρότερο από την αξία της εργατικής της δύναμης. Αυτή η κατάσταση κατέστη δυνατή και από την ύπαρξη ενός μαζικού παγκόσμιου εφεδρικού στρατού εργασίας που βρίσκεται κυρίως στην Περιφέρεια. Το γεγονός ότι η εργασία ανταμείβεται διαφορετικά στο Κέντρο από ό,τι στην Περιφέρεια και το γεγονός ότι αυτό σχετίζεται με την παγκοσμιοποίηση του μονοπωλιακού κεφαλαίου, αποτελεί την ουσία του ιμπεριαλιστικού συστήματος σήμερα. Η ύπαρξη χαμηλότερου ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασίας στο Βορρά και υψηλότερου ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασίας στο Νότο, αποτελεί το κύριο εμπόδιο για την ενότητα της παγκόσμιας εργατικής τάξης.

Ο ιστορικός υλισμός και η κριτική του “Απαρτχάιντ σε παγκόσμια κλίμακα”

Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας σημαίνει, σύμφωνα με τον Αμίν, ότι υπάρχει ένα ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα, το οποίο καλύπτει τόσο τον Βορρά όσο και τον Νότο, και που επιβάλλεται από το διεθνές μονοπωλιακό κεφάλαιο, υποστηριζόμενο από την τριάδα (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία). Ωστόσο, οι συνθήκες των ταξικών, εθνικών και ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων (καθώς και η πολιτική και ο πολιτισμός), αφορούν το μεγαλύτερο πεδίο του ιστορικού υλισμού. Αυτό το πεδίο δεν μπορεί να περιοριστεί στο νόμο της αξίας ακόμη και στην παγκοσμιοποιημένη του μορφή. Επιπλέον, ο ιστορικός υλισμός ασχολείται επίσης με την ανάλυση των προκαπιταλιστικών και των μετακαπιταλιστικών κοινωνιών για τις οποίες ο νόμος της αξίας δεν έχει άμεση σχέση.

Πράγματι, οι προσπάθειες να στενέψουμε τον ιμπεριαλισμό αποκλειστικά σε ό,τι εκλαμβάνουμε ως στενούς οικονομικούς νόμους ενός καθαρού καπιταλισμού (και της υποτιθέμενης πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης του μοντερνισμού), οδηγούν σε μοιραία λάθη. «Ο ίδιος ο όρος ιμπεριαλισμός», παρατηρεί ο Αμίν, έχει τεθεί σε απαγόρευση, καθώς έχει κριθεί «αντιεπιστημονικός». Απαιτούνται σημαντικές διαστρεβλώσεις για να αντικατασταθεί ο ιμπεριαλισμός με έναν πιο «αντικειμενικό» όρο, όπως «διεθνές κεφάλαιο» ή «διεθνικό κεφάλαιο». Λες και ο κόσμος διαμορφώθηκε αποκλειστικά από οικονομικούς νόμους, και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τεχνικές εκφράσεις για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Λες και το κράτος και η πολιτική, η διπλωματία και οι στρατοί έχουν εξαφανιστεί από τη σκηνή! Ο ιμπεριαλισμός είναι ακριβώς το αμάλγαμα των απαιτήσεων και των νόμων για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Είναι οι κοινωνικές, εθνικές και διεθνείς συμμαχίες που στηρίζουν την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Και είναι και οι πολιτικές στρατηγικές που χρησιμοποιούνται από αυτές τις συμμαχίες[xiii].

Ο ευρωκεντρισμός είναι μια ιδεολογία που συγκροτήθηκε ακριβώς, λέει ο Αμίν, για να αρνηθεί την παγκόσμια διαίρεση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας προτείνοντας μια ενιαία γραμμή εξέλιξης του πολιτισμού: αυτής που περιγράφει τη νεωτερικότητα ως το ξεδίπλωμα των «φυσικών» καπιταλιστικών παρορμήσεων, και που κάνει την Ευρώπη, ως πρότυπο αυτών των χαρακτηριστικών και παρορμήσεων, τη μοναδική οικουμενική κουλτούρα. Αντίθετα, ο Αμίν προτείνει μια ιστορία του πολιτισμού, στην οποία τα τυχαία πλεονεκτήματα της «Δύσης», που προέρχονται από τη φεουδαρχία – μια ιδιαίτερα οπισθοδρομική μορφή του τρόπου παραγωγής που χαρακτήριζε όλους τους πρώιμους πολιτισμούς (κοινωνίες υποτελείς σε αφέντες/άρχοντες) – οδήγησαν στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, πρώτα σε αυτές τις κοινωνίες. Αυτό, στη συνέχεια δημιούργησε ένα παγκόσμιο ρήγμα, που γεννήθηκε από την επιθετική επέκταση του καπιταλισμού και της αποικιοκρατίας.

Η άνοδος του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού από τα τέλη του 19ου αιώνα εδραίωσε ένα σύστημα «απαρτχάιντ σε παγκόσμια κλίμακα» που διακρίνει τις εύπορες χώρες του Βορρά από εκείνες του Νότου[xiv]. Αντί να υποφέρουν από μια αρχική υπο-ανάπτυξη, όπως θα μας δίδασκε η θεωρία του εκμοντερνισμού, οι χώρες της Περιφέρειας γνώρισαν, όπως μας το είπε η κλασική θεωρία της εξάρτησης, την «ανάπτυξη της υπο-ανάπτυξης». Σε αυτή την κατάσταση, οι κοινωνικοί τους σχηματισμοί αναδιαρθρώθηκαν βίαια και βρέθηκαν σε εξαρτημένη θέση (με την Ιαπωνία να είναι η μεγάλη εξαίρεση). Παρόλο που ορισμένες χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής ενσωματώνονται ολοένα και περισσότερο στην παγκόσμια μεταποιητική βιομηχανία από τα τέλη του 20ου αιώνα, άλλες χώρες, ιδίως στην υποσαχάρια Αφρική, υποβιβάστηκαν στην κατηγορία του «Τέταρτου κόσμου» ή μονίμως φτωχές. Επιπλέον, ακόμη και εκείνες οι χώρες που φαίνεται ότι αναπτύσσονται γρήγορα (οι «αναδυόμενες οικονομίες») εξακολουθούν να εξαρτώνται από πολλές απόψεις από τα κεφάλαια του Κέντρου και να εξαρτώνται από τα κράτη της τριάδας και τα διεθνή μονοπώλια[xv]. Η Κίνα, λόγω του μεγέθους της και της κληρονομιάς της μαοϊκής επανάστασης, αποτελεί για τον Αμίν τη σημαντικότερη εξαίρεση από αυτή την τάση, στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα.

Όσον αφορά την ταξική δομή του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, κυριαρχούν παγκοσμίως έξι τάξεις: (1) Η ιμπεριαλιστική αστική τάξη του Κέντρου, η οποία συγκεντρώνει προς όφελός της, μεγάλο μέρος της υπεραξίας της παγκόσμιας οικονομίας. (2) Το προλεταριάτο του Κέντρου, το οποίο μέχρι πρόσφατα απολάμβανε πραγματικές μισθολογικές αυξήσεις λίγο-πολύ παράλληλες με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. (3) Η εξαρτημένη αστική τάξη της Περιφέρειας που βρίσκεται σε άρρηκτη σχέση με το διεθνές κεφάλαιο. (4) Το προλεταριάτο της Περιφέρειας, που υπόκειται σε υπερεκμετάλλευση – λόγω της αποσύνδεσης της παραγωγικότητάς του από το μισθό του. (5) Οι αγρότες της Περιφέρειας, καταπιεσμένοι από τη διπλή εκμετάλλευση των προκαπιταλιστικών μορφών και της καπιταλιστικής παραγωγής. (6) Οι καταπιεστικές τάξεις των μη καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής (π.χ. παραδοσιακοί ολιγάρχες). Όλη αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί ένα σύνθετο τοπίο αγώνων και συμμαχιών[xvi].

Η συνδυασμένη επιρροή του ιμπεριαλισμού και της υπερεκμετάλλευσης σημαίνει ότι τα πολιτικά συστήματα στην Περιφέρεια συνήθως ρέπουν προς διάφορες μορφές απολυταρχίας, και ολόκληρη αυτή η ασταθής δομή υποστηρίζεται από στρατιωτικές παρεμβάσεις, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προκειμένου να διατηρηθεί ο έλεγχος των κρατών της Περιφέρειας, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις συχνά προωθούν οπισθοδρομικές κοινωνικές σχέσεις που προκύπτουν από τα βάθη της ιστορίας, όπως είναι η περίπτωση του πολιτικού Ισλάμ. Κατά την άποψη του Αμίν, το πολιτικό Ισλάμ είναι κυρίως δημιούργημα του ιμπεριαλισμού. Η εισαγωγή της δημοκρατίας στο Νότο, χωρίς τη μεταβολή των θεμελιωδών κοινωνικών σχέσεων ή χωρίς την αμφισβήτηση του ιμπεριαλισμού, δεν είναι παρά μια «απάτη» (και μάλιστα διπλής δεδομένου του πλουτοκρατικού χαρακτήρα των αποκαλούμενων «δυτικών δημοκρατιών»).

Η πολιτική απαίτηση στον Νότο για απελευθέρωση από τον Βορρά, εκφράζεται, σύμφωνα με τον Αμίν, με τη διάσκεψη του Μπαντούνγκ (σ.μτφ. Ινδονησία) του 1955, του κινήματος των Αδέσμευτων κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά η διάρρηξη των ιμπεριαλιστικών δεσμών έχει αποδειχθεί αδύνατη με απλούς πολιτικούς ελιγμούς σε κρατικό επίπεδο. Επιπλέον, με τη Σοβιετική Ένωση να μην υπάρχει πλέον ως εναλλακτική παγκόσμια δύναμη, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1990, το περιθώριο ελιγμών για τα κράτη του Νότου έχει γίνει ακόμη πιο περιορισμένο. Η κυριότερη ελπίδα για τα έθνη του Νότου έγκειται επομένως στις πραγματικές επαναστάσεις (που μπορούν να έχουν μια μεγάλη ποικιλία μορφών) και στη δημιουργία κοινωνικών μπλοκ που επιδιώκουν την ανάπτυξη σε εναλλακτική κατεύθυνση, αποσυνδέονται από την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, και στηρίζονται στην ανάπτυξη των αντιιμπεριαλιστικών συμμαχιών εντός του Νότου. Κρίσιμη για την παγκόσμια κοινωνική επανάσταση είναι η πολυπόθητη επανάσταση της εργατικής τάξης του Βορρά ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον ίδιο τον καπιταλισμό: μια προοπτική που γίνεται πιθανότερη καθώς το παγκόσμιο σύστημα μπαίνει σε οξείες διαμάχες. Παρόλα αυτά, οι πρωταγωνιστές της επαναστατικής αλλαγής στον εικοστό αιώνα ήταν οι καταπιεσμένες τάξεις της περιφέρειας – όπως φαίνεται σε μια ολόκληρη σειρά επαναστάσεων (Μεξικό, Ρωσία, Κίνα, Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ κλπ.), έτσι όπως εκφράστηκαν από την έκκληση του Τσε Γκεβάρα «για ένα, δύο, πολλά Βιετνάμ»[xvii]. Αυτές οι καταπιεσμένες τάξεις της Περιφέρειας, παραμένουν οι πρωταγωνιστές και του εικοστού πρώτου αιώνα.

Για τον Αμίν, και προφανώς για τους λαούς όλου του κόσμου, είναι οι δραματικές εξεγέρσεις της νέας μπελ επόκ του τέλους του εικοστού και των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα, οι οποίες έχουν σήμερα τη μεγαλύτερη ιστορική σημασία: εκείνες που λαμβάνουν χώρα στην Ασία (πχ Νεπάλ ), στη Λατινική Αμερική (πχ. Βενεζουέλα και Βολιβία) και στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή (πχ Αίγυπτος, Τυνησία, Υεμένη και Μπαχρέιν) – θέτοντας το ζήτημα της «Αραβικής Άνοιξης». Είναι αυτή η σημαντική συγκυρία – που σχετίζεται με την Αραβική εξέγερση – στην οποία εστιάζουν τα άρθρα του στο τρέχον τεύχος του Monthly Review. Με τα άρθρα του αυτά, επεκτείνει την ανάλυσή του ώστε να καλύψει τα ευρύτερα πολιτικά ζητήματα της «απάτης της Δημοκρατίας και της καθολικής εναλλακτικής».

Η απόλυτη καταστροφή που συνιστά ο καπιταλισμός για τον πλανήτη στην φάση του παγκόσμιου ολιγοπωλιακού – χρηματιστηριακού κεφαλαίου, είναι ξεκάθαρη στην ανάλυση του Αμίν και αντιπροσωπεύει, κατά τη γνώμη μου, το σημαντικότερο μήνυμα του. «Ο καπιταλισμός», γράφει, «προσαρμόζεται μόνο στις ανάγκες που δημιουργούν οι αγώνες και οι συγκρούσεις που διαμορφώνουν την ιστορία του. Το τίμημα είναι να τονίζεται ο χαρακτήρας του ως καταστροφέας των βάσεων του πλούτου, των ανθρώπων (που αντιμετωπίζονται ως εργατική δύναμη – εμπόρευμα) και της φύσης (που και αυτή υποβιβάζεται στο επίπεδο του εμπορεύματος). Η πρώτη μεγάλη κρίση (που ξεκίνησε το 1873) ξεπληρώθηκε με τριάντα χρόνια πολέμων και επαναστάσεων (1914-1945). Η δεύτερη κρίση, (ξεκίνησε το 1971), εισήλθε στο δεύτερο, εντελώς χαοτικό, στάδιο της εξέλιξής της με την οικονομική κατάρρευση του 2008, φέρνοντας φρίκη και καταστροφές που αποτελούν απειλή για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο καπιταλισμός έχει γίνει ένα ξεπερασμένο κοινωνικό σύστημα».

Αν θέλουμε τελικά να βγούμε από αυτό το «μακρύ τούνελ», δηλώνει, «διέξοδος θα είναι ο σοσιαλισμός» … μια κοινωνία που αποσκοπεί στην υπέρβαση «της κληρονομιάς της άνισης ανάπτυξης που είναι εγγενής στον καπιταλισμό» προσφέροντας σε «όλους τους ανθρώπους του πλανήτη ολόπλευρη κοινωνική ανάπτυξη» – σύμφωνη με τις οικολογικές απαιτήσεις[xviii].


[i] Samir Amin, “Samir Amin (born 1931)” (αυτοβιογραφία), σε Philip Arestis and Malcolm Sawyer, The Biographical Dictionary of Dissenting Economists (Northampton, MA: Edward Elgar, 2000), 1-7, και Accumulation on A World Scale (New York: Monthly Review Press, 1974). Για μια σύνοψη της πρώιμης ανάπτυξης της θεωρίας του Αμίν για την άνιση ανταλλαγή και την εξαρτημένη συσσώρευση δες John Bellamy Foster, The Theory of Monopoly Capitalism (New York: Monthly Review Press, 1986), 178-84.

[ii] Samir Amin, The Law of Value and Historical Materialism (New York: Monthly Review Press, 1978), 1-2.

[iii] Amin, The Law of Value and Historical Materialism, 3.

[iv] Samir Amin, The Law of Worldwide Value (New York: Monthly Review Press, 2010), 12-13. Η αναγνώριση εκ μέρους του Αμίν των περιορισμών που εμφανίζουν τα μαθηματικά μοντέλα, δεν τον αποτρέπει από το να τα χρησιμοποιεί με περιορισμένο τρόπο για να εκφράσει τις βασικές παραμέτρους του παγκόσμιου νόμου της αξίας. Ibid., 86-87. Πολλές πλευρές της θεωρίας του Αμίν για την παγκόσμια αξία, ήταν παρούσες κατά τη δεκαετία του 70. Δες Samir Amin, Imperialism and Unequal Development (New York: Monthly Review Press, 1977). Αυτό που άλλαξε και καθόρισε περισσότερο τα πράγματα ήταν η μεγάλη Οικονομική Κρίση του 2007-08, που έκανε καθαρό ότι ο μονοπωλιακός καπιταλισμός μπήκε σε μια νέα φάση ολιγοπωλιακού – χρηματιστικού κεφαλαίου (δες τη σημείωση 10) και οδήγησε τον Αμίν στην οριστική διαμόρφωση της άποψης του ιμπεριαλιστικού ενοικίου.

[v] Amin, The Law of Worldwide Value, 14.

[vi] Samir Amin, Class and Nation, Historically and in the Current Crisis (New York: Monthly Review Press, 1980).

[vii] Amin, The Law of Worldwide Value, 117.

[viii] Ο Αμίν αναφέρεται συγκεκριμένα στη δουλειά των Μπάραν και Σουήζυ για το “τμήμα 3” (σε διάκριση με το τμήμα 1, επένδυση, και τμήμα 2, κατανάλωση), που αντιπροσωπεύει τη διοχέτευση του πλεονάσματος προϊόντων επί μονοπωλιακού καπιταλισμού στις κρατικές δαπάνες, συχνά με τη μορφή στρατιωτικών δαπανών. Αλλά επίσης αναφέρεται στην αύξηση των μη παραγωγικών δαπανών στην οικονομία γενικά. Ο Αμίν παρατηρεί ότι για να αντιμετωπίσει ο Μπάραν αυτό το δύσκολο πρόβλημα εισήγαγε την έννοια του “πλεονάσματος”, συμπληρώνοντας τον παραδοσιακό υπολογισμό της υπεραξίας. Amin, The Law of Worldwide Value, 27. Δες επίσης John Bellamy Foster, “Marxian Economics and the State,” στο Foster and Henryk Szlajfer, The Faltering Economy (New York: Monthly Review Press, 1984), 325-49, and The Theory of Monopoly Capitalism, 24-50.

[ix] Amin, The Law of Worldwide Value, 118.

[x] Ο Αμίν χρησιμοποιεί τον όρο “ολιγοπωλιακό – χρηματιστικό κεφάλαιο” για να εξηγήσει την τελευταία φάση του καπιταλισμού. Δες Samir Amin, “’Market Economy’ or Oligopoly-Finance Capital,” Monthly Review 59, no. 11 (April 2008): 51-61. Αυτή η διατύπωση αντιστοιχεί στο πώς εμείς στο Monthly Review κατανοούμε την εξέλιξη της νέας φάσης του καπιταλισμού, και η οποία ξεκινά από την απόπειρα να κατανοηθούν οι δυνάμεις που αργότερα οδήγησαν στη Μεγάλη Οικονομική Κρίση του 2007-2008. Δες John Bellamy Foster, “Monopoly-Finance Capital,” Monthly Review 58, no. 7 (December 2006): 1-14; John Bellamy Foster and Fred Magdoff, The Great Financial Crisis (New York: Monthly Review Press, 2009).

[xi] Amin, The Law of Worldwide Value, 118-119, 89-90.

[xii] Η αναγνώριση της ζώσας σημασίας των διαιρέσεων των εθνικών κρατών είναι κρίσιμη για τη θεωρία του Αμίν για τον ιμπεριαλισμό και διαχωρίζει την ανάλυσή του τόσο από τις “θεωρίες της παγκοσμιοποίησης” που αρνούνται το έθνος κράτος, όσο και από τις θεωρίες του “διεθνικού κεφαλαίου” που υποστηρίζει, με πιο εξευγενισμένο τρόπο, το ίδιο επιχείρημα. Δες Samir Amin “Transnational Capitalism or Collective Imperialism,” Pambazuka News, 522, March 23, 2011, http://www.pambazuka.org.

[xiii] Samir Amin, Eurocentrism (New York: Monthly Review Press, 1989), 141.

[xiv] Amin, The Law of Worldwide Value, 53.

[xv] Οι πέντε τρόποι του μονοπωλιακού ελέγχου – τεχνολογία, οικονομία, φυσικοί πόροι, επικοινωνίες και στρατός – με τους οποίους το Κέντρο εξακολουθεί να ελέγχει την Περιφέρεια περιγράφονται στο βιβλίο του Σαμίρ Αμίν, Capitalism in the Age of Globalization (London: Zed Books, 1997), 4-5.

[xvi] Amin, The Law of Worldwide Value, 92-93.

[xvii] Amin, The Law of Worldwide Value, 122-28.

[xviii] Amin, The Law of Worldwide Value, 50, and Eurocentrism, 152.

 

Το παραπάνω κείμενο του John Bellamy Foster, εκδότη του Monthly Review, δημοσιεύτηκε με αφορμή τα 80α γενέθλια του Σαμίρ Αμίν, τον Οκτώβριο του 2011. Το συγκεκριμένο άρθρο συνόψιζε, κατά το περιοδικό, τη βασική συμβολή του Σαμίρ Αμίν στο κίνημα για την κοινωνική απελευθέρωση και το σοσιαλισμό.

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: antapocrisis

Ψηφιακή εργασία και ιμπεριαλισμός

Ένας αιώνας πέρασε τώρα από τον Ιμπεριαλισμό, το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού (1916) του Λένιν και το Ιμπεριαλισμός και την Παγκόσμια Οικονομία του Μπουχάριν (1915), καθώς επίσης και από το Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου της Ρόζας Λούξεμπουργκ του 1913, τα οποία μιλούν για τον ιμπεριαλισμό ως δύναμη και εργαλείο του καπιταλισμού. Ήταν μια εποχή παγκοσμίου πολέμου, μονοπωλίων, αντιμονοπωλιακών νόμων, απεργιών για αυξήσεις στους μισθούς, ανάπτυξης της γραμμής παραγωγής του Ford, της Οκτωβριανής Επανάστασης, της Μεξικανικής επανάστασης , της αποτυχημένης Γερμανικής επανάστασης και πολλών άλλων. Μια εποχή που είδε την εξάπλωση και εμβάθυνση των παγκόσμιων προκλήσεων στον καπιταλισμό.

Αυτό το άρθρο ανασκοπεί τον ρόλο του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας στις κλασσικές μαρξιστικές έννοιες του ιμπεριαλισμού και επεκτείνει αυτές τις ιδέες στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας στην παραγωγή της πληροφορίας και την τεχνολογία της πληροφορικής στο σήμερα. Θα υποστηρίξω ότι η ψηφιακή εργασία, ως το νεότερο σύνορο της καπιταλιστικής καινοτομίας και εκμετάλλευσης, παίζει κεντρικό ρόλο στις δομές του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Πατώντας πάνω σε αυτές τις κλασικές έννοιες, η ανάλυσή μου δείχνει ότι στον νέο ιμπεριαλισμό οι βιομηχανίες της πληροφορικής αποτελούν έναν από τους πιο συγκεντροποιημένους οικονομικούς τομείς, ότι η υπερ-βιομηχανοποίηση, η χρηματιστικοποίηση και η ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας πάνε μαζί, ότι οι πολυεθνικές εταιρείες πληροφορικής βασίζονται σε εθνικά κράτη, αλλά λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο και ότι η τεχνολογία της πληροφορικής έχει μετατραπεί σε μέσο πολέμου[i].

Ορίζοντας τον Ιμπεριαλισμό

Στο “εκλαϊκευμένο σκιαγράφημά” του, όπως υποτιτλίζει το έργο του ο Λένιν, ορίζει τον ιμπεριαλισμό ως

καπιταλισμό στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης, στο οποίο έχει καθιερωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η εξαγωγή κεφαλαίου έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία, έχει αρχίσει η διάσπαση του κόσμου μεταξύ των διεθνών τραστ, έχει ολοκληρωθεί η διαίρεση του συνόλου των εδαφών της υφηλίου μεταξύ των μεγαλύτερων καπιταλιστικών δυνάμεων[ii].

Ο Μπουχάριν και ο Πρεομπραζένσκι αντιλαμβάνονταν τον ιμπεριαλισμό ως «την πολιτική των κατακτήσεων που επιδιώκει το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο στον αγώνα του για την εξεύρεση αγορών πηγών πρώτων υλών και τόπους όπου μπορεί να επενδυθεί κεφάλαιο»[iii]. Ο Μπουχάριν, σύγχρονος του Λένιν και εκδότης της Πράβντα από το 1917 έως το 1929, κατέληξε σε συμπεράσματα όμοια με τον Λένιν όσον αφορά τα βασικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού, ορίζοντας τον ιμπεριαλισμό ως ένα «προϊόν του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού» και υποστηρίζοντας ότι «το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν μπορεί να ακολουθήσει άλλη πολιτική από τον ιμπεριαλισμό».[iv]

Για τον Μπουχάριν, ο ιμπεριαλισμός είναι αναγκαστικά μια μορφή κρατικού καπιταλισμού, δύσκολη έννοια να εφαρμοστεί στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος βασίζεται περισσότερο στην παγκόσμια κυριαρχία των εταιρειών παρά από των εθνών-κρατών. Έβλεπε τα έθνη ως «κρατικο-καπιταλιστικά τραστ», κλειδωμένα σε έναν «παγκόσμιο αγώνα» που οδηγεί σε παγκόσμιους πολέμους.[v] Για τον Μπουχάριν, ο ιμπεριαλισμός είναι απλώς «η έκφραση του ανταγωνισμού» μεταξύ αυτών των τραστ, που στοχεύουν στο «να συγκεντρώσουν και να συγκεντροποιήσουν κεφαλαίο στα χέρια τους».[vi] Ο Λένιν, αντιθέτως, έγραψε ότι «ένα βασικό χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού είναι η αντιπαλότητα μεταξύ διαφόρων μεγάλων δυνάμεων στην προσπάθεια τους να επιτύχουν την ηγεμονία, δηλαδή την κατάκτηση επικράτειας, όχι απαραίτητα άμεσα για τον εαυτό τους, όσο για να αποδυναμώσουν τον αντίπαλο και να υπονομεύσουν την δική του ηγεμονία του».[vii] Η διατύπωση του Λένιν για έναν ανταγωνισμό μεταξύ των «μεγάλων δυνάμεων» είναι πιο προσεκτική από την αντίληψη του Μπουχάριν σχετικά με τα τραστ των καπιταλιστών εντός του κράτους, διότι περιλαμβάνει τόσο επιχειρήσεις όσο και κράτη.

Εν τω μεταξύ, για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ ο ιμπεριαλισμός είναι η βίαιη γεωγραφική και πολιτική επέκταση της συσσώρευσης κεφαλαίου, η

ανταγωνιστική πάλη για αυτό που παραμένει ανοιχτό από το μη καπιταλιστικό περιβάλλον …. Με την υψηλή ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών και τον όλο και πιο έντονο ανταγωνισμό τους στην απόκτηση μη καπιταλιστικών περιοχών, ο ιμπεριαλισμός μεγαλώνει σε ανομία και βία, τόσο στην επιθετικότητα έναντι του μη καπιταλιστικού κόσμου όσο και στις όλο και πιο σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ των ανταγωνιζόμενων καπιταλιστικών χωρών. Όμως, όσο πιο βίαια, αδίστακτα και συντεταγμένα επιφέρει ο ιμπεριαλισμός την παρακμή των μη καπιταλιστικών πολιτισμών, τόσο ταχύτερα τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια της καπιταλιστικής συσσώρευσης.[viii]

Η Λούξεμπουργκ επιχειρηματολογεί για το στόχο του κεφαλαίου να επεκτείνει την εκμετάλλευση παγκόσμια, να «κινητοποιήσει την παγκόσμια εργατική δύναμη χωρίς περιορισμούς, με στόχο να χρησιμοποιήσει όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της υφηλίου».[ix]

Ανεξάρτητα από τις διαφορές τους, και οι τρείς, ο Λένιν, ο Μπουχάριν και η Λούξεμπουργκ, συμμερίζονται την πεποίθηση ότι ο ιμπεριαλισμός είναι «η τελική φάση του καπιταλισμού»[x] ή μια μορφή «καπιταλισμού σε παρακμή»[xi] και ότι κατά συνέπεια η «καταστροφή της αστικής τάξης είναι αναπόφευκτη»[xii]. Τέτοιες δηλώσεις δεν αντικατοπτρίζουν μόνο την πολιτική αισιοδοξία των επαναστατών της εποχής, αλλά και μια στρουκτουραλιστική και λειτουργική αντίληψη του καπιταλισμού που θεωρούσε αναπόφευκτη την παρακμή του συστήματος. Πράγματι, γράφουν την ίδια περίοδο με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, το οποίο έμελλε να ακολουθηθεί μετά από μια μικρή περίοδο ευημερίας από τη Μεγάλη Ύφεση και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- μια πραγματικότητα που πρόσφερε αρκετή στήριξη στα επιχειρήματά τους για την παγκόσμια αστάθεια του συστήματος. Εκατό χρόνια μετά όμως, ο καπιταλισμός συνεχίζει. Αλλά ενώ μπορεί να έχει πάρει νέες μορφές, ο καπιταλισμός μπορεί ακόμα να χαρακτηριστεί ως ιμπεριαλισμός και συνεχίζει να αντιμετωπίζει μεγάλα ξεσπάσματα εξ’ αιτίας των εγγενών τάσεων του να προκαλεί κρίσεις[xiii].

Εργασία και ιμπεριαλισμός

Και οι τρεις, ο Λένιν, ο Μπουχάριν και η Λούξεμπουργκ, αντιλαμβάνονταν τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας ως κεντρικό στοιχείο του ιμπεριαλισμού. Ο Λένιν χρησιμοποιεί την έννοια του καταμερισμού της εργασίας αναφερόμενος στη διαίρεση μεταξύ των βιομηχανιών στις οποίες συγκεκριμένες τράπεζες επικεντρώνουν τις επενδυτικές τους δραστηριότητες.[xiv] Βλέπει την εξαγωγή κεφαλαίου, σε αντίθεση με την εξαγωγή αγαθών, ως ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού:

Όσο ο καπιταλισμός παραμένει αυτό που είναι, το πλεόνασμα κεφαλαίου θα χρησιμοποιηθεί όχι για να αυξηθεί το βιοτικό επίπεδο των μαζών μίας χώρας, μια και αυτό θα σήμαινε μείωση των κερδών για τους καπιταλιστές, αλλά με σκοπό την αύξηση των κερδών από την εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό προς τις αναπτυσσόμενες χώρες. Σε αυτές τα κέρδη είναι συνήθως υψηλά, επειδή το κεφάλαιο είναι σπάνιο, η τιμή της γης σχετικά χαμηλή, οι μισθοί χαμηλοί, [και] οι πρώτες ύλες φθηνές[xv].

Ομοίως, ο Μπουχάριν, βασιζόμενος στον Μαρξ, ισχυρίστηκε ότι ένας κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας μεταξύ πόλης και υπαίθρου καθώς και μεταξύ επιχειρήσεων, κλάδων, οικονομικών υποδιαιρέσεων και εθνών – ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας – αποτελεί καθοριστικό στοιχείο του καπιταλισμού.[xvi] Αυτή η διαίρεση βασίζεται εν μέρει σε φυσικά (για παράδειγμα, το «κακάο μπορεί να παραχθεί μόνο σε τροπικές χώρες»[xvii]) και εν μέρει σε κοινωνικά αίτια, στην «άνιση ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων», η οποία «δημιουργεί διαφορετικά οικονομικά μοντέλα και διαφορετικές σφαίρες παραγωγής, επεκτείνοντας έτσι το πεδίο το διεθνούς κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας[xviii]… Η εργατική δύναμη κάθε μεμονωμένης χώρας γίνεται μέρος αυτής της παγκόσμιας κοινωνικής εργασίας μέσω της ανταλλαγής που λαμβάνει χώρα σε διεθνή κλίμακα».[xix] Λαμβάνοντας υπόψη την παγκόσμια αγορά και την άνιση παραγωγικότητα, οι λιγότερο παραγωγικές χώρες αναγκάζονται να πουλούν εμπορεύματα τιμές χαμηλότερες από την αξία τους για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν, πράγμα που οδηγεί σε ένα σύστημα άνισων συναλλαγών.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ στην έννοια που έδωσε η ίδια στον ιμπεριαλισμό, επικέντρωσε την προσοχή της στις «σχέσεις μεταξύ καπιταλιστικού και μη καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής», στις οποίες

κυριαρχικές μέθοδοι είναι η αποικιοκρατική πολιτική, ένα διεθνές σύστημα δανεισμού- η πολιτική των σφαιρών επιρροής- και ο πόλεμος. Η επιβολή, η απάτη, η καταπίεση, η λεηλάτηση χρησιμοποιούνται ανοιχτά χωρίς καμία απόπειρα απόκρυψης και χρειάζεται προσπάθεια για να ανακαλύψει κανείς, μέσα σε αυτή την αλληλεπίδραση πολιτικής βίας και ανταγωνισμών ισχύος, τους βλοσυρούς νόμους της οικονομικής διαδικασίας.[xx]

Για τη Λούξεμπουργκ, οι διεθνείς σχέσεις του ιμπεριαλισμού απαιτούν καταλήστευση και εκμετάλλευση της εργασίας: «Το κεφάλαιο χρειάζεται τα μέσα παραγωγής και την εργατική δύναμη ολόκληρης της υφηλίου για την αδιάκοπη συσσώρευση του». Συνεπώς, «δεν μπορεί να τα καταφέρει χωρίς τους φυσικούς πόρους και την εργατική δύναμη όλων των χωρών … “ιδρώτας, αίμα και βρωμιά σε κάθε πόρο από το κεφάλι μέχρι τα δάχτυλα” χαρακτηρίζει όχι μόνο τη γέννηση του κεφαλαίου αλλά και την πρόοδό του στον κόσμο σε κάθε του βήμα».[xxi]

Αν και ο Λένιν, ο Μπουχάριν και η Λούξεμπουργκ διέφεραν πολιτικά από πολλές απόψεις πάνω στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού, ειδικά σε θέματα σχετικά με τον ρόλο του εθνικισμού στους ταξικούς αγώνες και την απελευθέρωση, την εθνική αυτοδιάθεση και τη χρήση ξένων αγορών στον καπιταλισμό, είναι σαφές ότι και για τους τρεις θεωρητικούς η περιφέρεια δεν είναι απλώς πηγή πρώτων υλών και αγορά για την πώληση εμπορευμάτων αλλά κομμάτι ενός διεθνούς καταμερισμού εργασίας.[xxii] Ως κομμάτι αυτού του καταμερισμού, η εκμετάλλευση των εργατών στην περιφέρεια επιτρέπει την εξαγωγή και οικειοποίηση πλεονάσματος από τις μεγάλες επιχειρήσεις.

Ο Διεθνής καταμερισμός της ψηφιακής εργασίας

Οι παγκόσμιες επικοινωνίες, με τη μορφή του τηλέγραφου και των διεθνών πρακτορείων ειδήσεων, έπαιξαν ήδη ρόλο στον ιμπεριαλισμό από την εποχή του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, συμβάλλοντας στην οργάνωση και τον συντονισμό του εμπορίου, των επενδύσεων, της συσσώρευσης, της εκμετάλλευσης και του πολέμου.[xxiii] Εκατό χρόνια αργότερα, ποιοτικά διαφορετικά μέσα πληροφόρησης και επικοινωνίας όπως οι υπερυπολογιστές, το διαδίκτυο, οι φορητοί υπολογιστές, τα tablet, τα κινητά τηλέφωνα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Αλλά όπως ακριβώς και η εργασία των εργατών στην περιφέρεια κατά τα πρώιμα στάδια του ιμπεριαλισμού, η παραγωγή της πληροφορίας και της τεχνολογίας της πληροφορικής αποτελεί μέρος ενός διεθνούς καταμερισμού εργασίας, που συνεχίζει να διαμορφώνει τρόπους παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης.[xxiv]

Οι θεωρητικοί της κριτικής θεωρίας εισήγαγαν την δεκαετία του ’80 την έννοια του νέου διεθνούς καταμερισμού της εργασίας για να τονίσουν ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες είχαν γίνει φτηνές πηγές μεταποιητικής εργασίας και να παρακολουθήσουν την άνοδο των πολυεθνικών εταιρειών.[xxv] Στο βιβλίο τους «Κρίση χωρίς τέλος», ο Τζον Μπέλαμι Φόστερ και ο Ρόμπερτ Μακ Τσίσνεϊ αναλύουν την αύξηση των πολυεθνικών ως την προσπάθεια του κεφαλαίου να ξεπεράσει τη μακροπρόθεσμη οικονομική στασιμότητα και να επιτύχει παγκόσμια μονοπωλιακά κέρδη.[xxvi] Οι πολυεθνικές στοχεύουν να μειώσουν το μερίδιο των μισθών σε παγκόσμιο επίπεδο και να αυξήσουν τα κέρδη τους, εγκαθιστώντας ένα σύστημα παγκόσμιου ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων. Η συνέπεια είναι μια παγκόσμια αύξηση της εκμετάλλευσης που ο οι δυο τους, βασιζόμενοι στο έργο του Stephen Hymer, αποκαλούν «στρατηγική διαίρεσης και διακυβέρνησης».[xxvii]

Ο Πίνακας 1 παρουσιάζει συγκριτικά στοιχεία για τις 2.000 μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες παγκοσμίως, για τα έτη 2004 και 2014. Τα έσοδα αυτών των εταιρειών αντιπροσώπευαν πάνω από το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ, πράγμα που δείχνει ότι οι πολυεθνικές ανταγωνίζονται για το μονοπώλιο σε παγκόσμιο επίπεδο. Και στα δύο αυτά χρόνια, σχεδόν τα τρία τέταρτα του ενεργητικού τους σε πάγιο κεφάλαιο εξαγόταν από χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες – χρηματοδοτήσεις, ασφάλιση, ακίνητα – γεγονός που επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό των Φόστερ και Μακ Τσίσνεϊ, ότι μπορούμε να μιλάμε με ακρίβεια για ένα σύστημα παγκόσμιου μονοπωλιακού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.[xxviii] Παρ’ όλα αυτά, το εν λόγω ενεργητικό περιλαμβάνει επίσης σημαντικά μερίδια στις βιομηχανίες μεταφορών (υποδομές μεταφορών, πετρέλαιο και φυσικό αέριο, οχήματα), στην παραγωγή και στην πληροφορική (από τα τηλεπικοινωνιακά εξαρτήματα, λογισμικά και ημιαγωγούς έως τη διαφήμιση, το διαδίκτυο, τις εκδόσεις και τις εκπομπές). Όλα αυτά δείχνουν ότι σε διαφορετικές κλίμακες, ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν στοχεύει μόνο στον μονοπωλιακό χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, αλλά και στον μονοπωλιακό καπιταλισμό στον τομέα των μεταφορών, τον μονοπωλιακό υπερ-βιομηχανικό καπιταλισμό και τον μονοπωλιακό πληροφοριακό καπιταλισμό.[xxix]

Πίνακας 1. Συγκριτικός πίνακας των 2000 μεγαλύτερων πολυεθνικών εταιρειών, 2004-2014

  2004 2014
Συνολικά έσοδα $ 19.934 δισ. $ 38.361 δισ.
Συνολικά περιουσιακά στοιχεία $ 68.064 δισ. $ 160.974 δισ.
Συνολικά κέρδη $ 760,4 δισ. $ 2.927,5 δισ.
Μερίδιο των εσόδων στο παγκόσμιο ΑΕΠ 50,8% 51,4%
Μερίδιο των χρηματοοικονομικών προϊόντων, των ασφαλίσεων και των ακινήτων στα συνολικά περιουσιακά στοιχεία 70,8% 73,6%
Μερίδιο των χρηματοοικονομικών προϊόντων, ασφαλίσεων και ακινήτων στο συνολικό κέρδος 32,5% 33,5%
Μερίδιο της βιομηχανίας της πληροφορικής στα συνολικά περιουσιακά στοιχεία 5,9% 5,5%
Μερίδιο της βιομηχανίας της πληροφορικής στα συνολικά κέρδη 0.8% 17,3%
Μερίδιο της βιομηχανίας της πληροφορικής στα συνολικά έσοδα 11,3% 13,1%
Μερίδιο της βιομηχανίας μετακινήσεων στα συνολικά περιουσιακά στοιχεία 7,5% 6,9%
Μερίδιο της βιομηχανίας των μετακινήσεων στα συνολικά κέρδη 22,4% 19%
Μερίδιο της παραγωγικής βιομηχανίας στα συνολικά περιουσιακά στοιχεία 7,1% 6,9%
Μερίδιο της παραγωγικής βιομηχανίας στα συνολικά κέρδη 28,3% 18,6%
Κινέζικες πολυεθνικές ανάμεσα στις τοπ 2000 49 207
Αμερικάνικες πολυεθνικές ανάμεσα στις τοπ 2000 751 563
Μερίδιο των κινεζικώνπεριουσιακών στοιχείων 1.1% 13,7%
Μερίδιο των κινεζικών κερδών 3,6% 14,3%
Μερίδιο των Βορειοαμερικανικών και Ευρωπαϊκών περιουσιακών στοιχείων 77,4% 63,1%
Μερίδιο των Βορειοαμερικανικών και Ευρωπαϊκών κερδών 82,9% 61,7%

Μια σημαντική αλλαγή μεταξύ του 2004 και του 2014 ήταν η αύξηση των κινεζικών πολυεθνικών, των οποίων τα μερίδια των περιουσιακών στοιχείων, των εσόδων και των κερδών αυξήθηκαν δραματικά. Οι ευρωπαϊκές και βορειοαμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες δεν ελέγχουν πλέον τα τρία τέταρτα, αλλά τα δύο τρίτα του παγκόσμιου κεφαλαίου, πράγμα που σημαίνει ότι εξακολουθούν παρ’ όλα αυτά να κυριαρχούν. Το ότι οι κινεζικές πολυεθνικές παίζουν σημαντικότερο ρόλο δεν σηματοδοτεί θεμελιώδη τομή, αλλά μάλλον δείχνει ότι η Κίνα μιμείται τον καπιταλισμό του δυτικού τύπου, προς την εμφάνιση ενός «καπιταλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά».

Ο νέος διεθνής καταμερισμός της εργασίας βρίσκεται στην καρδιά της πληροφορικής και της ψηφιακής οικονομίας που παράγει τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας (ΤΠΕ) καθώς και πληροφορία καθ’ εαυτή. Οι διάφορες μορφές φυσικής εργασίας παράγουν τεχνολογίες πληροφοριών οι οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιούνται από τους εργαζόμενους των μέσων ενημέρωσης και της βιομηχανίας του πολιτισμού για να δημιουργήσουν ψηφιακό υλικό, όπως μουσική, ταινίες, δεδομένα, στατιστικά στοιχεία, πολυμέσα, εικόνες, βίντεο, κινούμενα σχέδια, κείμενα και άρθρα. Συνεπώς, η τεχνολογία και το παραγόμενο υλικό αλληλοσυνδέονται διαλεκτικά, έτσι ώστε η οικονομία της πληροφορίας να είναι ταυτόχρονα φυσική και μη φυσική. Η οικονομία της πληροφορίας δεν αποτελεί εποικοδόμημα ούτε είναι και άυλη, αλλά μάλλον μια συγκεκριμένη μορφή της οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων που διασχίζει το χάσμα μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος.

Το σχήμα 1 δείχνει ένα μοντέλο των κυριότερων διαδικασιών παραγωγής που εμπλέκονται στον διεθνή καταμερισμό της ψηφιακής εργασίας. Κάθε στάδιο παραγωγής περιλαμβάνει ανθρώπινα υποκείμενα (S) που χρησιμοποιούν τεχνολογίες εργασίας (Τ) σε αντικείμενα εργασίας (Ο), παράγοντας ένα νέο προϊόν. Το ίδιο το θεμέλιο της παγκόσμιας ψηφιακής εργασίας είναι ο γεωργικός κύκλος εργασίας με βάση τον οποίο οι ανθρακωρύχοι εξορύσσουν μεταλλεύματα. Αυτά τα ορυκτά μετατρέπονται σε αντικείμενα στο επόμενο στάδιο παραγωγής, καθώς μετατρέπονται σε στοιχεία ΤΠΕ, τα οποία με τη σειρά τους εισέρχονται στον επόμενο εργασιακό κύκλο ως αντικείμενα: οι εργαζόμενοι στη συναρμολόγηση κατασκευάζουν τεχνολογίες ψηφιακών μέσων χρησιμοποιώντας στοιχεία ΤΠΕ ως εισροές. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των εργασιών είναι οι τεχνολογίες ψηφιακών μέσων, οι οποίες διαχειρίζονται την παραγωγή, τη διανομή, την κυκλοφορία και την κατανάλωση διαφόρων τύπων πληροφοριών.

Σχήμα 1: Ο διεθνής καταμερισμός της ψηφιακής εργασίας

Με τον όρο «ψηφιακή εργασία», επομένως, δεν εννοούμε μόνο την παραγωγή ψηφιακού περιεχομένου. Πρόκειται για μια κατηγορία που καλύπτει μάλλον το σύνολο του τρόπου της ψηφιακής παραγωγής, ένα δίκτυο γεωργικών, βιομηχανικών και πληροφοριακών εργασιών που επιτρέπει την ύπαρξη και χρήση ψηφιακών μέσων. Τα υποκείμενα (S) που εμπλέκονται στον ψηφιακό τρόπο παραγωγής -ανθρακωρύχοι, μεταποιητές, συναρμολογητές και εργαζόμενοι στον τομέα των πληροφοριών- βρίσκονται σε συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις. Επομένως, αυτό που ορίζεται ως S στο σχήμα 1 είναι στην πραγματικότητα μια σχέση S1–S2 μεταξύ των διαφορετικών αυτών υποκειμένων ή ομάδων υποκειμένων.

Σήμερα, οι περισσότερες από αυτές τις ψηφιακές σχέσεις παραγωγής διαμορφώνονται από τη μισθωτή εργασία, τη δουλεία, την απλήρωτη εργασία, την επισφαλή εργασία και την αυτοαπασχόληση, καθιστώντας το διεθνή καταμερισμό της ψηφιακής εργασίας ένα τεράστιο και σύνθετο δίκτυο αλληλοσυνδεόμενων, παγκόσμιων διεργασιών εκμετάλλευσης. Αυτά κυμαίνονται από τους σκλάβους ανθρακωρύχους του Κονγκό που εξορύσσουν μεταλλεύματα για την κατασκευή των συστατικών μερών των ΤΠΕ, τους υπερ-εκμεταλλεύσιμους μισθωτούς στα εργοστάσια της Foxconn και τους χαμηλόμισθους μηχανικούς λογισμικού στην Ινδία, στους υπεραμειβόμενους μηχανικούς λογισμικού της Google και άλλων δυτικών εταιρειών, τους επισφαλώς αυτοαπασχολούμενους που δημιουργούν και διαδίδουν κουλτούρα και τους εργάτες στα ηλεκτρονικά απόβλητα που αποσυναρμολογούν τις ΤΠΕ, εκθέτοντας τον εαυτό τους σε τοξικά υλικά.

Ας δούμε ένα παράδειγμα ψηφιακής εργασίας. Το 2015, σύμφωνα με τον κατάλογο Fortune των μεγαλύτερων πολυεθνικών εταιρειών, η Apple ήταν η δωδέκατη μεγαλύτερη εταιρεία παγκοσμίως.[xxx]Τα κέρδη της αυξήθηκαν από 37 δισεκατομμύρια δολάρια το 2013 σε 39,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2014 και 44,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2015.[xxxi] Αυτή τη χρονιά, το iPhone ανερχόταν στο 56% των πωλήσεων της εταιρείας, τα iPad σε 17%, τα Mac σε 13% και τα iTune, το λογισμικό και άλλες υπηρεσίες σε 10%.[xxxii] Η εργασία των κινέζων εργατών που ασχολούνται στην κατασκευή ενός iPhone αποτελούσαν μόνο το 1,8% της τιμής του iPhone, ενώ τα κέρδη της Apple από τις πωλήσεις του iPhone ήταν 58,5% και οι προμηθευτές της Apple, όπως η ταϊβανέζικη εταιρεία Foxconn, κέρδισαν από αυτό 14,3%.[xxxiii] Έτσι, το iPhone 6 Plus δεν κοστίζει 299 δολάρια λόγω του κόστους εργασίας, αλλά μάλλον επειδή για κάθε τηλέφωνο, η Apple κερδίζει κατά μέσο όρο 175 δολάρια και η Foxconn 43 δολάρια, ενώ οι εργαζόμενοι που συναρμολογούν τα τηλέφωνα σε ένα εργοστάσιο της Foxconn λαμβάνουν μόλις 5 δολάρια. Το υψηλό κόστος των iPhone και άλλων προϊόντων είναι συνέπεια ενός υψηλού ποσοστού κέρδους και ενός υψηλού ποσοστού εκμετάλλευσης-άμεσα αποτελέσματα του διεθνούς καταμερισμού της ψηφιακής εργασίας. Η Κίνα είναι, όπως γράφουν οι Φόστερ και ΜακΤσίσνεϊ, «ο παγκόσμιος κόμβος συναρμολόγησης» σε ένα σύστημα «παγκόσμιου αρμπιτράζ της εργασίας και … υπερεκμετάλλευσης».[xxxiv]

Σύμφωνα με τη λίστα Fortune των 500 μεγαλύτερων εταιρειών παγκοσμίως, η Foxconn είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εταιρικός εργοδότης στον κόσμο, με περισσότερους από ένα εκατομμύριο εργαζόμενους, κυρίως από νέοι μετανάστες από την ύπαιθρο.[xxxv] Η Foxconn συναρμολογεί τα iPad, iMac, iPhone και το Amazon Kindle, καθώς και κονσόλες βιντεοπαιχνιδιών των Sony, Nintendo και Microsoft. Όταν δεκαεφτά εργαζόμενοι της Foxconn προσπάθησαν να αυτοκτονήσουν μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου του 2010, οι περισσότεροι με επιτυχία, το ζήτημα των απάνθρωπων συνθηκών εργασίας στην κινεζική βιομηχανία της πληροφορικής άρχισε να προσελκύει ευρύτερη προσοχή. Ένας αριθμός ακαδημαϊκών μελετών έχουν καταγράψει από τότε την καθημερινή πραγματικότητα στα εργοστάσια της Foxconn, όπου οι εργαζόμενοι πρέπει να υπομένουν τις χαμηλές αμοιβές, τις πολλές ώρες και τις συχνές μεταβολές στα προγράμματα εργασίας τους, τα ανεπαρκή μέτρα προστασίας, τα υπερπλήρη καταλύματα που μοιάζουν με φυλακές, τα ξεπουλημένα συνδικάτα που ελέγχονται από τους αξιωματούχους της εταιρείας και που οι εργαζόμενοι θεωρούν αναξιόπιστα, τις απαγορεύσεις της επικοινωνίας και της ομιλίας κατά τη διάρκεια της εργασίας, τους ξυλοδαρμούς και την παρενόχληση από τους φύλακες και το αηδιαστικό φαγητό.[xxxvi]

Την ίδια στιγμή, η Apple διατυμπανίζει στην Έκθεση Προόδου για την Υπευθυνότητα Προμηθευτών της του 2014 ότι η εταιρεία απαιτεί από τους “προμηθευτές της να επιτυγχάνουν κατά μέσο όρο 95% συμμόρφωση με το ανώτατο 60 ώρες εργασίας τη βδομάδα”.[xxxvii] Η Σύμβαση C030 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας σχετικά με το ωράριο εργασίας συνιστά ένα ανώτατο όριο σαράντα οκτώ ώρες ανά εργάσιμη εβδομάδα και όχι περισσότερες από οκτώ ώρες την ημέρα. Το γεγονός ότι η Apple υπερηφανεύεται για την επιβολή μιας εξηντάωρης εβδομαδιαίας εργασίας για στην αλυσίδα εφοδιασμού της δείχνει ότι ο σύγχρονος ιμπεριαλιστικός διεθνής καταμερισμός της ψηφιακής εργασίας δεν είναι απλώς εκμεταλλευτικός αλλά και αποτελεσματικά ρατσιστικός: η Apple θεωρεί ότι για τους ανθρώπους στην Κίνα, οι εξήντα ώρες εργασίας είναι ένα κατάλληλο στάνταρ.

Η έκθεση της Apple για το 2014 υποστηρίζει επίσης ότι η εταιρεία έχει ελέγξει τις συνθήκες εργασίας των περισσότερων από ένα εκατομμύριο εργαζομένων. Ωστόσο, αυτοί οι έλεγχοι δεν διεξάγονται ανεξάρτητα και ούτε τα αποτελέσματά τους αναφέρονται ανεξάρτητα. Από τη στιγμή που η Apple δεν βασίζεται σε ανεξάρτητες εταιρικές οργανώσεις όπως οι Φοιτητές και Πανεπιστημιακοί ενάντια στην Εταιρική Εκμετάλλευση (Students And Sholars against Corporate Misbehavior – SACOM), οι εκθέσεις της πρέπει να θεωρούνται εγγενώς προκατειλημμένες: οι εργαζόμενοι που γίνονται αντικείμενα έρευνας από τους ίδιους τους εργοδότες τους σίγουρα δεν θα αναφέρουν τις καταγγελίες τους, αν δεν θέλουν να χάσουν τις δουλειές τους.

Όσο για τις πολυάριθμες παραβιάσεις των εργασιακών δικαιωμάτων που αναφέρονται παραπάνω, το ύφος και η γλώσσα της έκθεσης αφήνουν να εννοηθεί ότι το πρόβλημα βρίσκεται στους προμηθευτές και στις τοπικές αρχές: «Οι προμηθευτές μας πρέπει να τηρούν τα αυστηρά πρότυπα του Κώδικα Συμπεριφοράς του Προμηθευτή της Apple και κάθε χρόνο ανεβάζουμε τον πήχη των απαιτήσεών μας … Ελέγχουμε όλους τους προμηθευτές τελικής συναρμολόγησης κάθε χρόνο». Η έκθεση δεν θα μπορούσε ποτέ να αναγνωρίσει ότι η συμπεριφορά αυτή εκπορεύεται από την ανάγκη των ίδιων των πολυεθνικών να παράγουν φτηνά και γρήγορα. Η ιδεολογική στρατηγική της Apple αποσπά την προσοχή από δική της ευθύνη για την εκμετάλλευση των Κινέζων εργατών.

Συμπέρασμα: Ιδεολογία και Αντίσταση

Η Apple έχει προωθήσει το iPhone 5 ως υπέρ της «πολυχρωμίας» και το iPhone 6 ως «μεγαλύτερο από το μεγάλο». Τέτοιου είδους συνθήματα υποδηλώνουν ότι η επανάσταση της ψηφιακής τεχνολογίας έχει δημιουργήσει μια νέα και καλύτερη κοινωνία που ωφελεί όλους. Παρόμοιες ιδεολογικές υποσχέσεις και αξιώσεις προωθούνται για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το cloud computing, τα bigdata, το crowd sourcing και τα υπόλοιπα παρόμοια φαινόμενα. Τέτοιοι ισχυρισμοί αποτελούν μορφές τεχνολογικού φετιχισμού που υποθέτουν ότι η τεχνολογία από τη φύση της προωθεί μια καλή κοινωνία χωρίς να αναλύει τις κοινωνικές σχέσεις των οποίων είναι μέρος. Στον τεχνολογικό φετιχισμό, όπως ακριβώς έγραψε ο Μαρξ για τον κλασικό φετιχισμό των αγαθών, η «σαφής κοινωνική σχέση μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων» παίρνει «τη φαντασιακή μορφή μιας σχέσης μεταξύ πραγμάτων».[xxxviii]

Αντιμετωπίζοντας τον διεθνή καταμερισμό της ψηφιακής εργασίας με τις κλασσικές έννοιες του ιμπεριαλισμού του Λένιν, της Λούξεμπουργκ και του Μπουχάριν, μας βοηθά να αποκαλύψουμε αυτόν τον τεχνολογικό φετιχισμό. Το παράδειγμα της Apple δείχνει ότι η ψηφιακή τεχνολογία και οι ιδεολογίες που την πλαισιώνουν στη διαφήμιση και την πολιτική συγκαλύπτονται από τη γοητεία του νέου που αγνοεί αναγκαστικά τη συνέχιση της παγκόσμιας εκμετάλλευσης.

Η Apple επιτυγχάνει υψηλά κέρδη στον διεθνή καταμερισμό της ψηφιακής εργασίας με την εξωτερική ανάθεση της μεταποιητικής εργασίας στην Κίνα, όπου η δυτική στρατηγική της «εξαγωγής κεφαλαίου» επιτυγχάνει υψηλά κέρδη, επειδή οι μισθοί είναι χαμηλοί και ο ρυθμός εκμετάλλευσης υψηλός.[xxxix] Η εκμετάλλευση των εργαζομένων στη Foxconn, την Pegatron και άλλες εταιρίες δείχνει ότι «ο ιδρώτας το αίμα και η βρωμιά σε κάθε πόρο από το κεφάλι μέχρι το δάκτυλο χαρακτηρίζει όχι μόνο τη γέννηση του κεφαλαίου, αλλά και την πρόοδό του στον κόσμο σε κάθε του βήμα».[xl] Μέσα από όλα αυτά, οι αναλύσεις του Λένιν και της Λούξεμπουργκ παραμένουν τόσο αληθινές στον εικοστό πρώτο αιώνα όσο και πριν εκατό χρόνια.

Οι Φόστερ και Μακ Τσίσνεϊ υποστηρίζουν ότι οι «αντιθέσεις του καπιταλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά» περιλαμβάνουν την υπερεπένδυση στον τομέα των κατασκευών και την αστική ακίνητη περιουσία, χαμηλή κατανάλωση, ακραία εκμετάλλευση, αυξανόμενη ανισότητα, αχρησιμοποίητες υποδομές, διακρίσεις ενάντια των εργατών-μεταναστών προερχόμενων από τις αγροτικές περιοχές, ρύπανση και περιβαλλοντική υποβάθμιση.[xli] Ωστόσο, οι αναφορές των μέσων ενημέρωσης στη Δύση για την Κίνα τείνει να αγνοεί την ενεργή πολιτική κουλτούρα της χώρας των εργατικών και κοινωνικών αγώνων που απορρέουν από αυτές ακριβώς τις αντιφάσεις. Σύμφωνα με στοιχεία του Εργατικού Δελτίου της Κίνας, 1.276 απεργίες έλαβαν χώρα στην Κίνα το 2014.[xlii] Η Κίνα δεν είναι μονολιθική, είναι μία κοινωνία με δραστήριους και έντονους αγώνες της εργατικής τάξης κατά της εκμετάλλευσης. Τον Οκτώβριο του 2014 και μετά από τις εργατικές αναταραχές του Ιουνίου του ίδιου χρόνου, χίλιοι εργαζόμενοι προχώρησαν σε απεργία για αυξήσεις μισθών στο εργοστάσιο της Foxconn στο Chongqing.[xliii]

Ο βραχυπρόθεσμος και μεσοπρόθεσμος στόχος των αγώνων της «ψηφιακής» εργατικής τάξης θα πρέπει να είναι ο σχηματισμός εταιρειών που ελέγχονται από τους εργαζόμενους στην ψηφιακή βιομηχανία και τη βιομηχανία του πολιτισμού σε όλα τα επίπεδα της παραγωγής και σε ολόκληρο τον πλανήτη ανεξάρτητα από το αν διαταράσσει τη λειτουργία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, την ανεξάρτητη οικονομία, την εξόρυξη ορυκτών ή τη συναρμολόγηση. Μακροπρόθεσμα, ο στόχος θα πρέπει να είναι η υπέρβαση της καπιταλιστικής οργάνωσης σε αυτές τις σφαίρες, μαζί με την ίδια την καπιταλιστική κοινωνία. Το ζήτημα του ρόλου που πρέπει να διαδραματίσει η εθνική ή διεθνής διάσταση των κοινωνικών αγώνων ενάντια στον ψηφιακό καπιταλισμό είναι θέμα στρατηγικών πολιτικών συζητήσεων. Σε μια επιστολή του 1867 προς τη Διεθνή Ένωση των Εργατών, ο Μαρξ υποστήριξε ότι «για να αντιταχθούν στους εργάτες τους, οι εργοδότες είτε φέρνουν εργάτες από το εξωτερικό είτε μεταφέρουν την παραγωγή σε χώρες που υπάρχει φθηνό εργατικό δυναμικό».[xliv] Είναι τόσο αλήθεια στο σήμερα όσο ήταν και τότε, το ότι εάν η «εργατική τάξη επιθυμεί να συνεχίσει τον αγώνα της έχοντας κάποιες πιθανότητες επιτυχίας», τότε η μόνη απάντηση στην παγκόσμια καπιταλιστική κυριαρχία είναι ότι «οι εθνικές οργανώσεις θα πρέπει να γίνουν διεθνείς».[xlv]

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: Νάσια Πλιακογιάννη

 

[i] Για μια πιο λεπτομερή ανάλυση: Christian Fuchs, “Media, War and Information Technology,” in Des Freedman and Daya Kishan Thussu, eds., Media and Terrorism: Global Perspectives (London: Sage, 2012), 47–62; Christian Fuchs, “Critical Globalization Studies: An Empirical and Theoretical Analysis of the New Imperialism,” Science & Society 74, no. 2 (2010): 215–47; Christian Fuchs, “Critical Globalization Studies and the New Imperialism,” Critical Sociology 36, no. 6 (2010): 839–67; and Christian Fuchs, “New Imperialism: Information and Media Imperialism?” Global Media and Communication 6, no. 1 (2010): 33–60.

[ii] Vladimir I. Lenin, “Imperialism, the Highest Stage of Capitalism,” in Collected Works, vol. 22 (London: Lawrence and Wishart, 1927), 266–67.

[iii] Nikolai Bukharin and Evgenii Preobrazhensky, The ABC of Communism (Monmouth, UK: Merlin Press, 2007 [1920]), 119.

[iv] Nikolai Bukharin, Imperialism and World Economy (New York: Monthly Review Press, 1973), 140.

[v] Στο ίδιο, σελ. 158.

[vi] Στο ίδιο, σελ. 120-121.

[vii] Λένιν, Ιμπεριαλισμός, σελ. 269 (έκδοση αναφέρεται παραπάνω)

[viii] Rosa Luxemburg, The Accumulation of Capital (New York: Routledge, 2003 [1913]), 426–27.

[ix] Στο ίδιο, σελ. 343.

[x] Στο ίδιο, σελ. 427.

[xi] Λένιν, Ιμπεριαλισμός, σελ.300.

[xii] Bukharin and Preobrazhensky, ABC of Communism, 143.

[xiii] Περισσότερα για παράδειγμα: John Bellamy Foster and Robert W. McChesney, The Endless Crisis: How Monopoly-Finance Capitalism Produces Stagnation and Upheaval from the USA to China (New York: Monthly Review Press, 2012); David Harvey, The New Imperialism (Oxford: Oxford University Press, 2003); and Ellen Meiksins Wood, Empire of Capital (London: Verso, 2003).

[xiv] Λένιν, Ιμπεριαλισμός, σελ. 221-222.

[xv] Στο ίδιο, σελ. 241.

[xvi] Bukharin, Imperialism and World Economy, σελ. 18, 21.

[xvii] Στο ίδιο, σελ. 19.

[xviii] Στο ίδιο, σελ. 20.

[xix] Στο ίδιο, σελ. 22.

[xx] Luxemburg, The Accumulation of Capital, σελ. 432.

[xxi] Στο ίδιο, σελ. 345-46, 433.

[xxii] Βλέπε την έκθεση του Paul Mattick του 1935 «Λούξεμπουργκ εναντίoν Λένιν» στο Anti-Bolshevik Communism (Monmouth, UK: Merlin Press, 1978).

[xxiii] Christian Fuchs, Digital Labor and Karl Marx (New York: Routledge, 2014).

[xxiv] Στο ίδιο.

[xxv] Folker Fröbel, Jürgen Heinrichs and Otto Kreye, The New International Division of Labor (Cambridge: Cambridge University Press, 1981).

[xxvi] Foster and McChesney, The Endless Crisis.

[xxvii] Στο ίδιο, σελ. 114-15, 119.

[xxviii] Στο ίδιο.

[xxix] Στο ίδιο.

[xxx] Fortune Global 500 list 2015, available at http://fortune.com.

[xxxi] Apple Inc., 10-K Report 2014. Available at http://sec.gov.

[xxxii] Στο ίδιο.

[xxxiii] Jenny Chan, Ngai Pun and Mark Selden, “The Politics of Global Production: Apple, Foxconn and China’s New Working Class,” New Technology, Work and Employment 28, no. 2 (2013): 100–15.

[xxxiv] Foster and McChesney, The Endless Crisis, σελ. 172.

[xxxv] Christian Fuchs, Culture and Economy in the Age of Social Media (New York: Routledge, 2015).

[xxxvi] Βλέπε Jenny Chan, “A Suicide Survivor: The Life of a Chinese Worker,” New Technology, Work and Employment 2, no. 2 (2013): 84–99; Chan, Pun, and Selden, “The Politics of Global Production”; Foster and McChesney, The Endless Crisis, 119–20, 139–40, 173; Ngai Pun and Jenny Chan, “Global Capital, the State, and Chinese Workers: The Foxconn Experience,” Modern China 38, no. 4 (2012): 383–410; Jack L. Qiu, “Network Labor: Beyond the Shadow of Foxconn,” in Larissa Hjorth, Jean Burgess and Ingrid Richardson, eds., Studying Mobile Media: Cultural Technologies, Mobile Communication, and the iPhone (New York: Routledge, 2012), 173–89; Jack L. Qiu, Goodbye iSlave: Rethinking Labor, Capitalism, and Digital Media (Champaign, IL: University of Illinois Press, 2016); and Marisol Sandoval, “Foxconned: Labor as the Dark Side of the Information Age,” tripleC 11, no. 2 (2013): 318–47.

[xxxvii] Apple Inc., Supplier Responsibility 2014 Progress Report, http://apple.com.

[xxxviii] Karl Marx, Capital, vol. 1 (London: Penguin, 1976), 165.

[xxxix] Λένιν, Ιμπεριαλισμός, σελ. 241.

[xl] Λούξεμπουργκ, Η συσσώρευση του κεφαλαίου, σελ. 433.

[xli] Foster and McChesney, The Endless Crisis, 157.

[xlii] Απεργιακός Χάρτης του Εργατικού Δελτίου της Κίνας, http://strikemap.clb.org.hk.

[xliii] “Thousands of Foxconn Workers Strike Again in Chongqing for Better Wages, Benefits, Κινεζικό Παρατηρητήριο Εργατών, http://chinalaborwatch.org.

[xliv] Karl Marx, “On the Lausanne Congress,” in MECW, vol. 20 (London: Lawrence and Wishart 1984), σελ. 421–423.

[xlv] Στο ίδιο, σελ. 422

Μία ζώνη, Ένας δρόμος. Η στρατηγική της Κίνας για μια Νέα Παγκόσμια Οικονομική Τάξη

Στα τέλη του 2013, ο Κινέζος πρωθυπουργός XiJinping ανακοίνωσε ένα ζεύγος νέων αναπτυξιακών και εμπορικών πρωτοβουλιών για την Κίνα και την ευρύτερη περιοχή: “την οικονομική ζώνη του δρόμου του μεταξιού” και “ θαλάσσιο δρόμο του μεταξιού του 21ου αιώνα”, από κοινού γνωστές με τη φράση: Μια ζώνη, Ένας δρόμος (One Belt, One Road: OBOR)[1]. Μαζί με την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (Asia Infrastructure Investment Bank: AIIB), οι πολιτικές του σχεδίου OBOR αντιπροσωπεύουν μια φιλόδοξη χωρική επέκταση του Κινεζικού κρατικού καπιταλισμού, οδηγούμενη από την πλεονάζουσα ικανότητα βιομηχανικής παραγωγής, όπως επίσης και από τα αναδυόμενα συμφέροντα του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου. Η κινεζική κυβέρνηση έχει δημοσίως τονίσει τα διδάγματα από την κρίση πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας της δεκαετίας του 1930 στη Δύση που επίσπευσε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και προώθησε αυτές τις νέες πρωτοβουλίες στο όνομα της “ειρηνικής ανάπτυξης”. Ωστόσο, η στροφή στην πολιτική OBOR δηλώνει ένα περιφερειακό σενάριο παρόμοιο με αυτό που ακολουθούνταν στην Ευρώπη μεταξύ του τέλους του 19ου αιώνα και των χρόνων πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ισχυρά κράτη διαγκωνίζονταν για βιομηχανική και στρατιωτική κυριαρχία. Η στρατηγική OBOR συνδυάζει χερσαία και ναυτιλιακή ισχύ, ενισχύοντας την υπάρχουσα Κινεζική ηγεμονία στον ωκεανό της Ανατολικής Ασίας.

Ιστορικά, κατά την δυναστεία Tang (618-907 μ.Χ.), το επεκτεινόμενο εμπόριο της Κίνας με τη Δύση, κινητοποίησε τον Ισλαμικό κόσμο να ασκήσει έλεγχο στους εμπορικούς δρόμους της Κεντρικής και Δυτικής Ασίας, αναγκάζοντας την Ευρώπη – υπό την πίεση της κρίσης αργύρου που είχε προκληθεί από τα συνεχή εμπορικά ελλείμματα – να αναζητήσει εμπορικούς δρόμους στην Ανατολή που θα επέτρεπαν την παράκαμψη των Ισλαμικών περιοχών. Μία μετά την άλλη, η Ισπανία, οι Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο και τελικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν κυρίαρχες ναυτιλιακές δυνάμεις, προστατεύοντας και ενισχύοντας τα εμπορικά τους συμφέροντα στην Ανατολική Ασία.

Εάν το σχέδιο OBOR ήταν απλώς “ένας δρόμος”, θα περιοριζόταν στο να είναι μια παραδοσιακή χερσαία στρατηγική, αλλά το σχέδιο OBOR διευρύνει τη δευτερεύουσα ναυτιλιακή ισχύ κατά μήκος της Κινεζικής Ακτής που υποστηρίζεται από την τεράστια έκταση της χώρας.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Άγγλος γεωγράφος Halford John Mackinder υποστήριζε ότι μια ισχυρή δύναμη που θα ενοποιούσε τα κανάλια των μεταφορών και του εμπορίου της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής δημιουργώντας ένα “παγκόσμιο-νησί”, θα ήταν έτοιμη να κυριαρχήσει στην υδρόγειο[2]. Το 1919 έγραψε ότι “όποιος κυβερνά την Ανατολική Ευρώπη ελέγχει την ενδοχώρα· όποιος κυβερνά το “παγκόσμιο νησί” ελέγχει τον κόσμο”[3]. Πρακτικά,ωστόσο, είναι ακόμη αναγκαίο να συντονίζονται ο έλεγχος των χερσαίων δρόμων με τις θαλάσσιες μεταφορές κατά μήκος των ακτών αυτού του “παγκόσμιου-νησιού”.

Το σχέδιο OBOR εξαρτάται από μια σειρά λεπτών γεωπολιτικών σχεδιασμών. Σήμερα, μόνο τρία κράτη μπορούν να θεωρηθούν ηπειρωτικές δυνάμεις: η Κίνα, η Ρωσία και οι Η.Π.Α. Η Κίνα δεν μπορεί απλά να ανοίξει έναν νέο χερσαίο Δρόμο του Μεταξιού, επειδή αναπόφευκτα αυτός θα έπρεπε να περάσει μέσα από τη Ρωσία. Από την ανάδυση της ως αυτοκρατορική δύναμη στα τέλη του 18ου αιώνα, η γεωπολιτική στρατηγική της Ρωσίας ήταν προσανατολισμένη προς την Ευρώπη, δίνοντας δευτερεύουσα μόνο προσοχή στην Ανατολική Ασία. Αυτή εν μέρει εξηγεί γιατί, ενώ η οικονομία της επωφελήθηκε από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου πριν μερικά χρόνια, η Ρωσία μικρή σημασία έδωσε στην πρόταση της Κίνας για τον Δρόμο του Μεταξιού. Ομοίως, η Ρωσία πρωτοστάτησε στη διαπραγμάτευση της νέας Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης που στοχεύει να εντάξει και να συνδέσει την Ευρώπη με τις πρώην σοβιετικές χώρες της Κεντρικής Ασίας. Θέτοντάς το ωμά, n Κίνα δεν ενέχονταν στην ενοποίηση της Κεντρικής Ασίας. Ωστόσο, στον απόηχο της ουκρανικής κρίσης, η Ρωσία αντιμετωπίζει την εχθρότητα της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, και με την παγκόσμια κάμψη των τιμών του πετρελαίου, η χώρα δεν έχει άλλη επιλογή από το να στραφεί ανατολικά και σοβαρά να λάβει υπόψη της την πρόταση της Κίνας για διηπειρωτική στρατηγική συνεργασίας. Παρόλα αυτά εάν οι σχέσεις με την Ευρώπη βελτιώνονταν, η Ρωσία γοργά θα στρεφόταν προς την Ευρώπη. Όσο στενά κι αν συνδεθούν τα περιφερειακά τους συμφέροντα, ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα μπορούν να μην έχουν εναλλακτική. Αυτός είναι ο λόγος που η γεωπολιτική στρατηγική της Κίνας παρουσιάζεται ως το σχέδιο OBOR, ένα διακριτά κινεζικό σχέδιο.

Εντούτοις, η Κίνα γνωρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν την απόπειρα OBOR ενισχύοντας τη συμμαχία τους με ομάδες κεφαλαιακών συμφερόντων – τόσο εντός όσο και εκτός της άρχουσας κλίκας – για να επαναβεβαιώσουν την επιρροή τους επί της μελλοντικής Κινεζικής ανάπτυξης. Πράγματι, από αυτή την άποψη οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη μεγάλη επιτυχία: η Κινεζική οικονομική γραφειοκρατία αποδέχεται την σταθερή υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών ως παγκόσμιας κεντρικής τράπεζας, καθιστώντας απίθανη την επερώτηση, πολλώ δε μάλλον την υπονόμευση της ηγεσίας των Η.Π.Α. στην παγκόσμια τάξη. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προσαρμόσουν τη διπλωματική στρατηγική τους αναφορικά με το σχέδιο OBOR. Το Ιράν για παράδειγμα, είναι ένα σημαντικό μέρος της πρότασης OBOR, και ανεξάρτητα από τους άλλους σκοπούς της, η συμφωνία των Η.Π.Α. με το Ιράν για τα πυρηνικά ήταν μια στρατηγική προσαρμογή που στόχευε να εξισορροπήσει την επιρροή της Κίνας στην περιοχή.

Θαλάσσια Ισχύς και η περιοχή της ASEAN

Για τόσο μικρός τόπος, η Σιγκαπούρη έχει επί μακρόν μεγάλη επιρροή και στρατηγική σημασία. Με τα στενά της Μαλάκα, ελέγχει ένα ζωτικό σημείο πρόσβασης για τις εμπορικές θαλάσσιες οδούς που συνδέουν την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία. Η Σιγκαπούρη σαφώς κατανοεί ότι η επιβίωσή της εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ Δύσης και Κίνας. Η Δύση θεωρούσε τον πρώτο πρωθυπουργό της Σιγκαπούρης, Lee Kuan Yew, έναν φλογερό μαχητή του Ψυχρού Πολέμου, αποφασισμένο να σταματήσει την εξάπλωση του Κομμουνισμού στην περιοχή. Έτσι, παρά τους στενούς δεσμούς του Lee με Κινέζους αξιωματούχους και την συμπάθειά τους για την αυταρχική αποδοτικότητα και τον κορπορατισμό της “ασιατικών αξιών” ιδεολογίας του, η Σιγκαπούρη ποτέ δεν θα γινόταν σύμμαχος της Κίνας. Ο Lee παρέμεινε πιστός στα Αμερικανικά συμφέροντα μέχρι τέλους: άμεσα μετά την ανάληψη της προεδρείας από τον Ομπάμα, ο Lee παρώθησε την διπλωματική “στροφή” στην Ασία και τον Ειρηνικό, και άνοιξε στρατιωτικά λιμάνια για να υποστηρίξει την ανάπτυξη νέων στρατιωτικών δυνάμεων εντός της περιοχής της Ένωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN). Δεδομένης αυτής της κληρονομιάς, η Κίνα δεν τρέφει αυταπάτες για την αφοσίωση της Σιγκαπούρης.

Για αυτούς και άλλους λόγους, η Κίνα επιθυμεί να ανοίξει άλλο κανάλι μεταφοράς από την νοτιοδυτική Κίνα προς τον Ινδικό Ωκεανό, παρακάμπτοντας τα στενά της Μαλάκα. Μία άλλη πιθανή νότια διαδρομή θα περνούσε μέσω του Πακιστάν ή του Μπαγκλαντές στον Ινδικό Ωκεανό. Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος θα ήταν να συνδεθεί με τη Σρι Λάνκα, όπου ένα νέο παγκόσμιας κλάσης λιμάνι θα ανοίξει ένα νέο διαμετακομιστικό κέντρο στον Ινδικό Ωκεανό. Η ASEAN είναι το σημείο εκκίνησης του θαλάσσιου δρόμου του μεταξιού που προτείνεται από την Κίνα, αλλά είναι επίσης και περιοχή γεμάτη με σύνθετα προβλήματα και όπου η επιρροή των Η.Π.Α. είναι βαθιά ριζωμένη.

Η ανάπτυξη της Κίνας και το σύστημα του Αμερικανικού Δολαρίου

Τα τελευταία χρόνια η Κίνα έχει αναλάβει έναν ηγετικό ρόλο στην εγκαθίδρυση μιας νέας σειράς διεθνών οικονομικών θεσμών, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Τράπεζας Ανάπτυξης (New Development Bank), το Αποθεματικό Ταμείο Έκτακτης Ανάγκης (Contingent Reserve Arrangement), την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (Asia Infrastructure Investment Bank: AIIB) και το Ταμείο του Δρόμου του Μεταξιού (Silk Road Fund), όπως επίσης και τον οργανισμό συνεργασίας της Σαγκάης. Μαζί αντιπροσωπεύουν ένα περιφερειακό αντίβαρο σε οργανισμούς δυτικής επιρροής όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα – και πιο πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – που έχουν κυριαρχήσει στην παγκόσμια οικονομική τάξη από την εποχή της υιοθέτησης του συστήματος Bretton Woods μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Κίνα ίσως είναι μόλις η τρίτη χώρα στην ιστορία, μετά την Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την ικανότητα να διαμορφώσει και να ηγηθεί ενός παγκόσμιου συστήματος οικονομίας και εμπορίου. Φυσικά, στο άμεσο μέλλον, η Κίνα δεν θα αντικαταστήσει το σύστημα του αμερικανικού δολαρίου· Θα μπορούσε το πολύ να σταθεί επί ίσοις όροις. Αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες υπερκέρασαν το Ηνωμένο Βασίλειο αναφορικά με την βιομηχανική παραγωγική ικανότητα στα τέλη του 19ου αιώνα, χρειάστηκαν άλλα 50 χρόνια και δύο παγκοσμίους πολέμους προτού μπορέσουν να κυριαρχήσουν στην παγκόσμια οικονομία. Η Κίνα αναγνωρίζει αυτήν την πραγματικότητα, και έχει με συνέπεια προωθήσει την AIIB και άλλους οργανισμούς ως συμπληρώματα, όχι ως ανταγωνιστές της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Ασιατικής Τράπεζας Ανάπτυξης (ADB).

Σε δέκα περίπου χρόνια, εφόσον κάποια μείζονα αστάθεια δεν αναστατώσει την κινεζική οικονομία, μοιάζει αναπόφευκτο ότι το νόμισμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας θα γίνει ένα από τα πιο σημαντικά διεθνή νομίσματα. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι καθόλου σαφές εάν το γουάν-ρενμίνμπι, ακόμη και σε 20 χρόνια, θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ηγεμονική θέση του αμερικανικού δολαρίου. Καθώς μια καπιταλιστική οικονομία βιομηχανοποιείται, η ισχύς του νομίσματός της εξαρτάται από την διαρκή παραγωγική ικανότητα, υποστηριζόμενη από την κυβέρνηση και την κοινωνία των πολιτών. Ωστόσο στην επόμενη φάση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, κύρια πηγή της αξιοπιστίας του νομίσματος είναι η πολιτική και στρατιωτική ισχύς της χώρας. Από αυτή τη σκοπιά, η αδιαμφισβήτητη θέση του αμερικανικού δολαρίου ως παγκόσμιο πιστωτικό νόμισμα προκύπτει κυρίως από την τεράστια στρατιωτική δύναμη των Η.Π.Α.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσωπεύουν το 40% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, ποσοστό μεγαλύτερο από το σύνολο των δαπανών των επόμενων 10 χωρών.

Φυσικά, μια συνεχώς επεκτεινόμενη στρατιωτική ηγεμονία δεν είναι η μόνη πηγή της οικονομικής κυριαρχίας των Η.Π.Α. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδιωτικές εταιρείες και κυβερνητικοί οργανισμοί στις Η.Π.Α. έχουν ηγηθεί παγκοσμίως στην τεχνολογική καινοτομία, όχι μόνο στην βιομηχανία όπλων αλλά και στα χημικά προϊόντα, τους ημιαγωγούς, το σινεμά και την τηλεόραση, την αεροπλοΐα, τους υπολογιστές, την οικονομία, τις επικοινωνίες και την πληροφορική. Όλες αυτές οι καινοτομίες έχουν διευκολύνει την παγκόσμια επέκταση της υψηλής προστιθέμενης αξίας του κεφαλαίου. Το θεμέλιο της αξίας του αμερικανικού δολαρίου, εκτός της αμερικανικής στρατιωτικής και πολιτικής δύναμης, είναι επομένως η μονοπωλιακή καινοτόμα ικανότητα των Η.Π.Α. να αυξάνει την προστιθέμενη αξία του κεφαλαίου.

Στην Κίνα σήμερα, το πνεύμα του ουτοπικού καπιταλισμού, ανεξέλεγκτο σε όλα τα επίπεδα της οικονομίας, οδηγείται από την πεποίθηση ότι εφόσον η κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις συνεχώς θα αποσύρονται ή θα διαλύονται για να αντικατασταθούν από ιδιωτικές επιχειρήσεις, η Κίνα θα ευλογείται από κάποια θαυματουργή δύναμη της αγοράς με την καινοτόμο ικανότητα για υψηλή προστιθέμενη αξία.

Αλλά χωρίς τεράστιες επενδύσεις στη συστηματική έρευνα και ανάπτυξη, είναι ασαφές το πως διάσπαρτες συγκεντρώσεις ιδιωτικού κεφαλαίου στην Κίνα θα μπορούσαν να κάνουν τέτοιες προόδους στο εγγύς μέλλον. Συνεπώς, το νόμισμα της Κίνας είναι απίθανο να αμφισβητήσει το αμερικανικό δολάριο ή ακόμη και το Ευρώ. Κατά ειρωνικό τρόπο, η μόνη δύναμη που φαίνεται ικανή να καταποντίσει το δολάριο είναι το ίδιο το όλο και πιο εικονικό χρηματοπιστωτικό σύστημα των Η.Π.Α.

Στην εξαγωγή κεφαλαίου την τελευταία δεκαετία, η Κίνα δεν είχε κανέναν συνολικό προγραμματισμό για ξένες επενδύσεις και ανάπτυξη, εμπλεκόμενη μερικές φορές σε γεωπολιτικές κρίσεις, όπως στη Λιβύη ή το Σουδάν, άλλες φορές σε γραφειοκρατικά τέλματα, όπως στο ρόλο που έπαιξε στον μεξικανικό σιδηρόδρομο υψηλής ταχύτητας και στα έργα στο λιμάνι της Σρι Λάνκα. Αυτή η αστοχία στον προσανατολισμό ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης ισχυρής υποστήριξης και συντονισμού από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπως η AIIB. Ενώ η Κίνα έχει γίνει μια σημαντική χώρα εξαγωγής κεφαλαίου, έχει σε μεγάλο βαθμό αποφύγει να προσχωρήσει σε ρητές πολιτικές ή οικονομικές συμμαχίες που θα μπορούσαν να προστατεύσουν τις μεγάλης κλίμακας ξένες επενδύσεις. Με την ίδρυση της Νέας Τράπεζας Ανάπτυξης και την AIIB, ωστόσο, οι οικονομικοί δεσμοί της Κίνας με τις γειτονικές χώρες έχουν γίνει πιο επίσημες και πιο εκτεταμένες. Από αυτή την άποψη, αντιπροσωπεύουν το είδος του διακρατικού θεσμικού οικοδομήματος που είναι αναγκαίο για να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση και στρατηγικό πλεονέκτημα στις εξαγωγές κεφαλαίου της Κίνας.

Ένας στόχος της «στροφής» της κυβέρνησης Ομπάμα στην Ασία-Ειρηνικό ήταν να αποτρέψει την ανάδυση μια αμοιβαία επωφελούς ασιατικής νομισματικής συμμαχίας ανάμεσα στην Κίνα, την Ιαπωνία και την Νότια Κορέα, που θα απειλούσε την υπεροχή του αμερικανικού νομίσματος στην περιοχή. Σε αυτή την κατεύθυνση, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενθάρρυναν την παλινόρθωση της δεξιάς πτέρυγας υπό τον Σίνζο Άμπε, βοηθώντας τη διαμόρφωση ενός αμυντικού δακτυλίου στον Ειρηνικό για να περιορίσει την Κίνα. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρηματοδότησαν την Δια-ειρηνική εμπορική συμφωνία (Trans-Pacific Partnership: TPP), εν μέρει για να διασφαλίσουν ότι η περιοχή Ασίας- Ειρηνικού θα παραμείνει οχυρό του δολαρίου. HAIIB αποτελεί την απάντηση της Κίνας. Παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν ισχυρές πιέσεις στους Ευρωπαίους και Ασιάτες συμμάχους τους να μην ενταχθούν στην τράπεζα, από την ίδρυσή της το 2015, η AIIB έχει ήδη προσελκύσει σημαντικές διεθνείς συμμετοχές, που περιλαμβάνουν όχι μόνο μείζονες αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως είναι της Βραζιλίας, τη Ινδίας και της Ρωσίας, αλλά επίσης και οικονομίες όπως της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ένας λόγος για την αργή πρόοδο των διαπραγματεύσεων για την TPP είναι ότι η συμφωνία έχει επικεντρωθεί στα συμφέροντα των Η.Π.Α., και η οριακή ανταπόδοση από την επίτευξη δασμολογικών μειώσεων μπορεί να αποδειχθεί ελάχιστη σε σύγκριση με τις οικονομικές επιπτώσεις.

Ωστόσο, η ίδρυση της ΑΙΙΒ ανάγκασε τις Ηνωμένες Πολιτείες και να επιταχύνουν αυτές τις διαπραγματεύσεις και να κάνουν σημαντικές παραχωρήσεις, φθάνοντας τελικά σε μια συμφωνία τον Οκτώβριο του 2015. (Παρά ταύτα, μετά από όλες αυτές τις προσπάθειες, η εκλογή του DonaldTrump έχει θέσει το μέλλον της TPP σε απρόβλεπτο κίνδυνο.)

Παραδόξως για τις Ηνωμένες Πολιτείες – οι οποίες ξεκίνησαν την ΤΡΡ με αρχική πρόθεση τον αποκλεισμό της Κίνας – η ΑΙΙΒ σηματοδοτεί την πρώτη φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποκλειστεί από μια σημαντική διεθνή οικονομική δομή, κάτι που έχει να συμβεί πριν από τη συμφωνία BrettonWoods. Όταν πιστοί Ευρωπαίοι σύμμαχοι όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ελβετία και άλλοι ανακοίνωσαν τη συμμετοχή τους, ο Ομπάμα κάλεσε μια συνάντηση έκτακτης ανάγκης για την εθνική ασφάλεια. Ο λόγος είναι ξεκάθαρος: Η ΑΙΙΒ αμφισβητεί, αν και ακόμη εντός ενός θεσμικού πλαισίου, την οικονομική ηγεμονία των Η.Π.Α. που επικρατούσε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Φυσικά, αυτοί οι σύμμαχοι δεν επιθυμούν ακόμη να εγκαταλείψουν το σύστημα που κυριαρχείται από το δολάριο, αλλά απλά να περιορίσουν τους κινδύνους, καθώς η ηγεμονία του δολαρίου δείχνει σαφή σημάδια εξάντλησης. Κατά την συγκρότηση της ΑΙΙΒ, η Κίνα έχει τονίσει τα κοινά συμφέροντα και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών, ό,τι καλύτερο για να προσελκύσουν τους ενδιαφερόμενους συμμάχους.

Η πρώτη χώρα που φέρεται να εντάχθηκε στην ΑΙΙΒ είναι η Ελβετία. Ωστόσο, επειδή οι Ελβετοί ιθύνοντες επιθυμούσαν να κρατήσουν τις διαπραγματεύσεις μυστικές και ανέβαλαν την ανακοίνωση της απόφασης, η Βρετανία ήταν η πρώτη Ευρωπαϊκή χώρα που επίσημα ανακοίνωσε τη συμμετοχής της. Το ό,τι τόσο η Ελβετία όσο και το Λουξεμβούργο, οχυρά του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που είχαν στο παρελθόν αρνηθεί να ενταχθούν στους περισσότερους διεθνείς οργανισμούς, εργάζονται τώρα με την ΑΙΙΒ, καταδεικνύει ότι η συμμαχία του BrettonWoods αντιμετωπίζει βαθιές εσωτερικές ρηγματώσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για το δίλημμα του Τρίφιν για το σύστημα Bretton Woods: τα συμφέροντα των Η.Π.Α. και των διαχρονικών συμμάχων τους αρχίζουν να εμφανίζουν ανυπέρβλητες ενδεχομένως αντιφάσεις.

Η θεσμική συνοχή αυτής της συμμαχίας διολισθαίνει για καιρό. Πρωταρχικός σκοπός του συστήματος BrettonWoods ήταν να διευκολύνει τις εξαγωγές πλεονάζουσας βιομηχανικής παραγωγικής ικανότητας και κεφαλαίου από τις Η.Π.Α. Τα συμφέροντα της μεταπολεμικής ανάπτυξης και η ανάκαμψη της Ευρώπης ήταν ευθυγραμμισμένα. Το 1971, όταν η κυβέρνηση Νίξον αποσυνέδεσε το δολάριο από τον χρυσό και οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να εξάγουν ρευστότητα σε μεγάλη κλίμακα, οι κινήσεις αυτές έμοιαζαν να εξυπηρετούν και τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ομοίως. Ωστόσο, τα τελευταία 20 χρόνια, οι θεμελιώδεις ανάγκες των δύο φαίνεται να έχουν έλθει σε σύγκρουση. Οι μεταρρυθμίσεις εντός του Δ.Ν.Τ. έχουν καθυστερήσει, επειδή οι Η.Π.Α. δεν θέλουν να παραιτηθούν από το δικαίωμα άσκησης βέτο, ενώ άλλοι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κυριαρχούμενοι επί μακρόν από τις Η.Π.Α. έχουν αποδειχθεί ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την ταχεία ανάδυση των οικονομιών της Ανατολικής Ασίας. Η ΑΙΙΒ, υπό την Κίνα, είναι ένα σαφές αποτέλεσμα αυτών των τάσεων.

Η συμμαχία ανταλλαγής ρευστότητας που σχηματίστηκε τον Οκτώβριο του 2013 μεταξύ 6 κεντρικών τραπεζών –της Τράπεζας του Καναδά, της Τράπεζας της Αγγλίας, της Τράπεζας της Ιαπωνίας, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Η.Π.Α., και της Εθνικής Τράπεζας της Ελβετίας – είναι σχεδιασμένη για να αποτρέψει μια άλλη μεγάλης κλίμακας κρίση ρευστότητας στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική όπως αυτή που επιτάχυνε την οικονομική κρίση του 2008-9. Όμως η συμμαχία αυτή είναι μόνο προληπτική. Το νέο παγκόσμιο παράδειγμα χρειάζεται τώρα νέους θεσμούς και δυναμικές ενεργητικές προτάσεις. Το Δ.Ν.Τ. και η Παγκόσμια Τράπεζα (και η θυγατρική της ΑDB), περιορισμένα από τα αμερικανικά συμφέροντα, δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτό. Μπορεί η Κίνα να αξιοποιήσει την ευκαιρία να εποπτεύσει την ανάπτυξη μια νέας παγκόσμιας οικονομικής συμμαχίας; Για μια μεγάλη βιομηχανική χώρα που μόλις εισέρχεται στην φάση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, όλο και περισσότερο αντιμετωπίζει εσωτερικές διαταραχές, η πρόκληση είναι πρωτοφανής και τεράστια.

Αποδυναμώνοντας Συμμαχίες

Η ίδρυση της ΑΙΙΒ φέρνει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε δύσκολη θέση, καθώς σηματοδοτεί την πρώτη σημαντική αποσκίρτηση στενών συμμάχων τους από την δημιουργία του ενιαίου μετώπου των δυτικών καπιταλιστικών χωρών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν έντονα επικρίνει τους Ευρωπαίους εταίρους τους, ιδίως το Ηνωμένο Βασίλειο που έχει απαντήσει αναλόγως. Η Νότια Κορέα και η Αυστραλία αποθαρρύνονταν να συμμετέχουν, κάτι που έκαναν την τελευταία στιγμή. Από τους μείζονες συμμάχους των Η.Π.Α., μένει μόνο η Ιαπωνία που επιθυμεί να ανακτήσει την περιφερειακή στρατιωτική της θέση, και τον Καναδά που υπήρξε αδιάφορος από την αρχή.

Επιπρόσθετα σε αυτές τις εντάσεις εντός της υπό αμερικανική ηγεσία οικονομικής τάξης, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι πολιτικές συμμαχίες των Ηνωμένων Πολιτειών και στην Ευρώπη και στην Ασία βρίσκονται σε παρόμοια ένταση. Για παράδειγμα, είναι πολύ δύσκολο για τους Ευρωπαίους συμμάχους, ιδίως την Γερμανία, να ακολουθήσει την σκληρή, νέο-ψυχροπολεμική στάση των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στη Ρωσία, όπου τα γερμανικά οικονομικά συμφέροντα είναι βαθιά ριζωμένα. Βεβαίως, πέρα από την εκτόξευση απειλών, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θέλουν πραγματικά να κάνουν πόλεμο με την Ρωσία. Ο ευρύτερος γεωπολιτικός τους στόχος είναι να υποδαυλίσουν συγκρούσεις ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Ρωσία, ό,τι καλύτερο για να αναστείλουν την ανάπτυξη μιας ισχυρής σύνδεσης Ευρώπης-Ρωσίας- Κεντρικής Ασίας. Με την Ουκρανική Κρίση, οι Ηνωμένες Πολιτείες ελπίζουν να απομονώσουν περαιτέρω τη Ρωσία από την υπόλοιπη Ευρώπη, με τις ίδιες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να στηρίζουν απρόθυμα.

Παρόμοιες αντιφάσεις έχουν προκύψει και στην Ασία. Η Νότια Κορέα και η Αυστραλία είναι βασικοί εταίροι στις προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να περιορίσουν την Κίνα, καθώς και μέλη της ΤΡΡ. Ωστόσο, έχουν επίσης προσχωρήσει και στην ΑΙΙΒ, σε μια έμμεση εναντίωση στην κυριαρχική επιρροή των Η.Π.Α. Μόνο η Ιαπωνία, βρισκόμενη εκτός και της ΤΡΡ και της ΑΙΙΒ, παραμένει πιστός σύμμαχος, σε μεγάλο βαθμό λόγω της συνεχούς αμερικανικής υποστήριξης στην στρατιωτική της ανάπτυξη. Τα μακρόστενα ιαπωνικά νησιά είναι ελλιπή σε πόρους και για να γίνει ένα ισχυρό κράτος η Ιαπωνία, είναι αναγκαίο να αναπτύξει ναυτική δύναμη και να επεκταθεί. Στο τέλος του19ου αιώνα, η Ιαπωνία νίκησε το ναυτικό της Κινεζικής Αυτοκρατορίας, στη συνέχεια σημείωσε νίκη εναντίον της Ρωσίας για να δεσπόσει στην περιοχή. Έπειτα η Ιαπωνία θέλησε να αμφισβητήσει την ισχυρή ναυτική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ηττήθηκε και καταλήφθηκε, για να γίνει εν τέλει υποτελής της αμερικανικής ναυτικής δύναμης. Σε κάθε περίπτωση, οι επικρατούσες πολιτικές ιδεολογίες στις δύο χώρες είναι επί μακρόν συμβατές μεταξύ τους.

Η Νότια Κορέα έχει υπάρξει για δεκαετίες ο κυριότερος περιφερειακός αντίπαλος της Ιαπωνίας. Μια ενωμένη Κορέα θα ήταν σε θέση να αμφισβητήσει την Ιαπωνία όσον αφορά τις πληθυσμιακές , στρατιωτικές και βιομηχανικές δυνατότητες. Αλλά προς το παρόν, η Νότια Κορέα έχει καταστήσει την Κίνα τον πιο σημαντικό εμπορικό εταίρο της, και τα δύο κράτη έχουν υπογράψει τη δική τους συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Ακόμη και υπό το πρίσμα μια μελλοντικής ενοποίησης, η Νότια Κορέα θα χρειαστεί εντέλει την βοήθεια της Κίνας. Ωστόσο η προοπτική μιας ενωμένης Κορεατικής χερσονήσου, δεν είναι καθόλου ελκυστική για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αφού η τρομερή τριάδα της Κίνας, της Κορέας και της Ιαπωνίας θα ανταγωνιζόταν ευθέως με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ανατολική Ασία. Επιπλέον, σε περίπτωση ένωσης, είναι αμφίβολο η νέα Κορέα να θελήσει να εγκαταλείψει τις πυρηνικές της δυνατότητες, οδηγώντας την τελικά να αναζητήσει στρατιωτική ανεξαρτησία από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι, παρά τους φαινομενικού δεσμούς, τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Νότιας Κορέας είναι προορισμένα να έρθουν σε σύγκρουση.

Ακόμη και η Ιαπωνία, ο στενότερος σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ασία, μπορεί να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο. Η χώρα παλεύει να αντιμετωπίσει το πλεόνασμα κεφαλαίου, και ανησυχεί για την εύρεση νέων αγορών για τις βιομηχανικές εξαγωγές της. Οι κορυφαίες εταιρείες της χώρας συνεπώς ελπίζουν η Ιαπωνία να προσχωρήσει στην ΑΙΙΒ. Αυτές οι τάσεις δεν είναι καινούριες: μετά την Ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997, η Ιαπωνία κινήθηκε προς την ίδρυση, του Ασιατικού Ταμείου Σταθερότητας, που θα μπορούσε να γίνει η κυρίαρχη οικονομική δύναμη στην Ασία που όμως συνάντησε το βέτο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ιαπωνία ηγείται της Ασιατικής Τράπεζας Ανάπτυξης (Asia Development Bank: ADB), αλλά εντέλει συμμορφώνεται με τις αμερικανικές οδηγίες. Η περιοχή έχει ετήσιες απαιτήσεις 800 δις δολαρίων για επενδύσεις σε υποδομές, αλλά η ADB έχει εγκρίνει μόλις 13.5 δις δολάρια. Η επιθυμία για στρατιωτική ανάπτυξη έχει κρατήσει την άρχουσα φιλελεύθερη δημοκρατική ελίτ της Ιαπωνίας σταθερά προσδεδεμένη στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά μακροπρόθεσμα η καθυπόταξη των ιαπωνικών συμφερόντων στην αμερικανική στρατηγική μπορεί να αποδειχθεί μη βιώσιμη.

Καθώς η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως μόνη υπερδύναμη έχει υποχωρήσει, τα συμφέροντα άλλων εθνικών συνασπισμών και συμμάχων έχει αναπτυχθεί ποικιλόμορφα. Οι εσωτερικές αντιφάσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των στενών τους συμμάχων βαθαίνουν μέρα με την ημέρα. Θα απαιτήσει προσεχτικό σχεδιασμό και επιμελή στρατηγική από την Κίνα για να βρει την καλύτερη θέση σε αυτήν την μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη. Για πάνω από δύο δεκαετίες, η Κίνα έχει κρατήσει χαμηλό διπλωματικό προφίλ σε σχέση με το μέγεθος και την ισχύ της. Στο προσεχές μέλλον, η κινεζική διπλωματία θα χρειαστεί νέες ιδέες και τακτικές.

Πέρα από την Ανάπτυξη, Προς την Κοινωνική Δικαιοσύνη

Από τη δεκαετία του 1950 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτυχώς εξήγαγαν την ιδεολογία της βιομηχανικής ανάπτυξης που εξυπηρετούσε εξίσου και τα οικονομικά και τα στρατιωτικά συμφέροντά τους. Ωστόσο, αφότου αυτή η κατευθυνόμενη από την Παγκόσμιο Τράπεζα “αναπτυξιοκρατία” είχε αφήσει πολλές αναδυόμενες χώρες εξαθλιωμένες και βουλιαγμένες στο εξωτερικό χρέος, ο αμερικανικός διπλωματικός λόγος μετατοπίστηκε τη δεκαετία του 1980 προς την οικοδόμηση θεσμών, τη δημοκρατία και την ελευθερία. Ειδικότερα, μετά τον Α΄ Πόλεμο του Κόλπου, ο αγώνας για “ελευθερία και δημοκρατία” έγινε η βασική θεματική της αμερικανικής γεωπολιτικής ιδεολογίας. Παρ΄ όλα αυτά, την τελευταία δεκαετία, οι ιμπεριαλιστικές εκστρατείες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν έχουν πυροδοτήσει μια αλληλουχία τοπικών συγκρούσεων που προκαλούν όχι μόνο τον θάνατο και τον εκτοπισμό πληθυσμών σε μαζική κλίμακα αλλά και προωθούν την άνοδο οργανώσεων όπως το Ισλαμικό Κράτος. Ο επίσημος λόγος της δημοκρατίας και της ελευθερίας, πάντα ανειλικρινής, έχει απαξιωθεί σημαντικά. Η “ασφάλεια” και η “ σταθερότητα” είναι τώρα τα συνθήματα της αμερικανικής στρατηγικής· Οι παλαιοί σκοποί της παγκόσμιας ειρήνης και της ευημερίας έχουν πέσει θύμα των καταστροφικών παρεμβάσεων των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η επίσημη ιδεολογία πίσω από το σχέδιο OBOR, αντίθετα, είναι η ειρηνική ανάπτυξη – για να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις στις υποδομές και να διευκολυνθεί η οικονομική ανάπτυξη, να προωθηθεί η συνεργασία και να ελαχιστοποιηθούν οι συγκρούσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ειρηνική ανάπτυξη είναι πιο συνετή και βιώσιμη από την αμερικανικού στυλ στρατιωτικοποιημένη “ασφάλεια”· η φτώχεια και η αδικία είναι θερμοκήπια του εξτρεμισμού.

Εντούτοις, ο λόγος για “ειρηνική ανάπτυξη” έχει τα δικά του τυφλά σημεία που αντικατοπτρίζουν τις εσωτερικές αντιφάσεις της Κίνας. Για παράδειγμα, πώς μπορεί η ΑΙΙΒ να αποφύγει τη ζημία που επέφεραν η Παγκόσμια Τράπεζα και άλλοι στο περιβάλλον και στους ντόπιους βιοτικούς πόρους; Πώς μπορεί η Κίνα να προωθήσει επενδύσεις σε υποδομές που οδηγούν στην τοπική ανάπτυξη μέσω της ποικιλότητας και της βιωσιμότητας, και όχι επενδύσεις που απλά υπηρετούν την ανάγκη εξεύρεσης αγορών για τις εξαγωγές της;

Η πρόκληση, με άλλα λόγια, είναι να διασφαλιστεί ότι η ΑΙΙΒ και το Ταμείο του Δρόμου του Μεταξιού δεν θα γίνουν απλά εταίροι του Δ.Ν.Τ. και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ανατολική Ασία. Δεδομένου ότι το σχέδιο OBORείναι ένας αγώνας για θεσμική επιρροή στην Ανατολική Ασία, ο αποφασιστικός παράγοντας επιτυχίας ή αποτυχίας του σχεδίου μπορεί να είναι η ανταγωνιστικότητα των κατευθυντηρίων αρχών του. Η Κίνα οφείλει να προωθήσει το μήνυμα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δίκαιης ανάπτυξης για να αντιμετωπίσει την “ήπιας ισχύος” πολιτική της θεσμικής μετάβασης που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προωθήσει από την δεκαετία του 1980.

Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι αυτή η υπεροχή στο επίπεδο του λόγου θα εξαρτηθεί τόσο από τις πράξεις όσο και από τις διατυπώσεις. Εάν η Κίνα συνεχίσει να απορροφά την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα μέσω της ταχείας αστικοποίησης χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αγροτική, πολιτισμική και οικολογική βιωσιμότητα, και αν η κυβέρνηση αποτύχει να αντιμετωπίσει τις οξείες κοινωνικές αντιθέσεις που προκαλούνται από τις διευρυνόμενες οικονομικές ανισότητες, τις εργατικές διαφορές, την περιβαλλοντική επιδείνωση και την επίσημη διαφθορά, τότε τα συνθήματα για “αναπτυξιοκρατία βασισμένη στις υποδομές” λίγη πειθώ θα έχουν στο εξωτερικό.

Τελευταία Επισήμανση: Μαθαίνοντας από την αγροτική κοινωνία

Από το τέλος της δυναστείας των Τσινγκ (1644-1911), καθώς η Κίνα έχει περάσει από μια σειρά αγώνων για εθνική ανεξαρτησία και ενότητα, η αγροτική κοινωνία ήταν πάντοτε κεντρικό στοιχείο στη δομή της διακυβέρνησης. Όποτε ένας από τους παραδοσιακούς μηχανισμούς της τοπικής διακυβέρνησης δέχονταν επίθεση, που απειλούσε τους βιοτικούς πόρους των χωρικών και των χωριών, ξεσπούσαν σοβαρές κοινωνικές συγκρούσεις, που προκαλούσαν μερικές φορές την εξέγερση των χωρικών. Από την κατάρρευση της δυναστείας Τσινγκ έως την πτώση της Δημοκρατίας της Κίνας το 1949, οι βίαιες εξεγέρσεις οδηγούμενες από τους αγρότες ήταν πάρα πολύ κοινές. Αλλά όπου ήταν δυνατόν να γίνει αποτελεσματική χρήση των παραδοσιακών κοινωνικών και οικονομικών θεσμών της αγροτικής κοινωνίας, οι αγροτικές κοινότητες υπήρξαν αναπόσπαστο στοιχείο της ανάπτυξης της χώρας. Ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες της βιομηχανοποίησης, η κινεζική ύπαιθρος έχει καταστεί πηγή τεράστιου “αποθέματος εργασίας”, επιτρέποντας στο κράτος να βασιστεί στο τρίπτυχο Sannong – το αποκαλούμενο τα “τρία στοιχεία της υπαίθρου”, των χωρικών, των χωριών και της γεωργίας – ως θεμέλιο του ταραχώδους αλλά διαρκούς εκσυγχρονισμού τα τελευταία 60 χρόνια.

Η κινεζική αγροτική κοινωνία έχει μπορέσει να απορροφήσει τους κινδύνους αυτού του εκσυγχρονισμού εξ’ αιτίας της σχέσης της με τη φύση, ένα πλεονέκτημα που ποτέ δεν έχει επαρκώς εκτιμηθεί. Η κινεζική αγροτική κοινωνία έχει διαμορφωθεί στην βάση κοινών αναγκών, όπως η άρδευση και η πρόληψη καταστροφών. Αυτή η αλληλεξάρτηση δημιουργεί έναν συλλογικό ορθολογισμό, όπου η κοινότητα, αντί του αγρότη ως άτομο ή της οικογένειας, είναι η βασική μονάδα διανομής και κατανομής των κοινωνικών πόρων. Αυτή η έμφαση στις συλλογικές ανάγκες έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την έμφαση της Δύσης στα ατομικά συμφέροντα. Επί χιλιάδες χρόνια, η κινεζική αγροτική κοινωνία είναι οργανικά ενσωματωμένη με την ποικιλομορφία της φύσης, επιτρέποντας την ανάδυση μιας ενδογενούς πολυθεϊστικής θρησκείας. Καθώς σχεδιάζει και προωθεί το όραμα της για αειφόρο ανάπτυξη και ειρηνικό εμπόριο, η Κίνα πρέπει να κοιτάξει προς τα μέσα, προς αυτές τις πανάρχαιες κοινωνικές δομές, ως οδηγό για το μέλλον.

Πηγή: Monthly Review


[1] This paper is an outcome of the sub-project on International Comparative Studies on National Security in the Process of Globalization” led by Sit Tsui, Southwest University, as part of a larger project, “A Study of the Structure and Mechanism of Rural Governance Basic to the Comprehensive National Security” led by Wen Tiejun at Renmin University, Beijing, and funded by the National Social Science Foundation of China (No. 14ZDA064)

[2] H. J. Mackinder, “The Geographical Pivot of History,”Geographical Journal23 (1904): 421–37.

[3] H. J. Mackinder, Democratic Ideals and Reality: A Study in the Politics of Reconstruction (Washington, DC: National Defense University Press, 1996), 150.

Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ

1. Η πρόσφατη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, το Brexit, η αύξηση της επιρροής των φασιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη, αλλά και, σε καλύτερη κατεύθυνση, η εκλογική νίκη του Σύριζα στην Ελλάδα και η άνοδος του Podemos, στην Ισπανία, αποτελούν εκδηλώσεις του βάθους της κρίσης του συστήματος του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Αυτό το σύστημα, που πάντα θεωρούσα μη βιώσιμο, υφίσταται ρήγματα μπροστά στα μάτια μας μέσα στον ίδιο τον πυρήνα του. Όλες οι προσπάθειες να το σώσουν με μικρές προσαρμογές –προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα– είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.

Τα ρήγματα του συστήματος αυτού δεν είναι συνώνυμα με προόδους προς τη δημιουργία μιας εναλλακτικής λύσης για τους λαούς: το φθινόπωρο του καπιταλισμού δεν συμπίπτει αυτομάτως με την άνοιξη των λαών. Τα διαχωρίζει μια παύση, προσδίδοντας στην εποχή μας έναν δραματικό τόνο που εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους. Παρ’ όλα αυτά, τα ρήγματα αυτά –επειδή ακριβώς είναι αναπόφευκτα– θα πρέπει να συλλαμβάνονται ως ιστορική ευκαιρία για τους λαούς. Ανοίγουν το δρόμο για πιθανές θετικές εξελίξεις προς τη δημιουργία μιας εναλλακτικής λύσης , η οποία αποτελείται από δύο αξεχώριστα στοιχεία: (i) σε εθνικό επίπεδο, την εγκατάλειψη των βασικών κανόνων της φιλελεύθερης οικονομικής διαχείρισης προς όφελος σχεδίων λαϊκής κυριαρχίας που διευκολύνουν την κοινωνική πρόοδο, (ii) σε διεθνές επίπεδο, τη δημιουργία ενός παγκόσμιου συστήματος πολλών κέντρων μέσω διαπραγματεύσεων. Παράλληλες πρόοδοι σ’ αυτά τα δύο επίπεδα θα καταστούν δυνατές μόνο εάν οι πολιτικές δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς συλλάβουν τη στρατηγική αυτών των αλλαγών και κατορθώσουν να κινητοποιήσουν τις λαϊκές τάξεις προς την επίτευξή τους. Προς το παρόν αυτό δεν είναι κατορθωτό, όπως έδειξαν οι υποχωρήσεις του Σύριζα, οι αμφισημίες και οι συγχύσεις της ψήφου στη Βρετανία και στις ΗΠΑ και η ακραία δειλία των κληρονόμων του ευρωκομμουνισμού.

2. Το σύστημα που κυριαρχεί στις χώρες της ιστορικής ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ. Δυτική Ευρώπη, Ιαπωνία) βασίζεται στην απόλυτη εξουσία των εθνικών χρηματοπιστωτικών ολιγαρχιών. Αυτές διαχειρίζονται το σύνολο των εθνικών παραγωγικών συστημάτων, έχοντας πετύχει να υπαγάγουν σχεδόν όλες τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, στη γεωργία, τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, σε καθεστώς υπεργολάβων προς αποκλειστικό όφελος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αυτές οι ολιγαρχίες διαχειρίζονται επίσης κατ’ αποκλειστικότητα τα πολιτικά συστήματα που κληρονόμησαν από την αστική εκλογική και κοινοβουλευτική δημοκρατία, έχοντας ως οικόσιτά τους τα δεξιά και κεντροαριστερά/ σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά κόμματα, με τίμημα τη διάβρωση της νομιμοποίησης της ίδιας της αστικής δημοκρατίας. Αυτές οι ολιγαρχίες ελέγχουν επίσης τους μηχανισμούς προπαγάνδας , μετατρέποντας τους διευθυντές των ειδησεογραφικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών μέσων, σε υπαλλήλους στη δική τους αποκλειστικά υπηρεσία. Καμία από αυτές τις πλευρές της δικτατορίας της ολιγαρχίας δεν αμφισβητείται από τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα στις χώρες της τριάδας, ιδίως στις ΗΠΑ.

Οι ολιγαρχίες της τριάδας προσπαθούν επίσης να επεκτείνουν την εξουσία τους σε ολόκληρο τον πλανήτη, επιβάλλοντας μια ειδική μορφή παγκοσμιοποίησης: τον παγκοσμιοποιημένο φιλελευθερισμό. Όμως, σ’ αυτό το πεδίο, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη αντίσταση από ό,τι μέσα στις κοινωνίες τους, ως κληρονόμοι και ωφελημένες από τα “πλεονεκτήματα” της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Διότι, αν και τα κοινωνικά δεινά που επιφέρει ο φιλελευθερισμός είναι ορατά στη Δύση, είναι δεκάδες φορές χειρότερα στις περιφέρειες του συστήματος, σε τέτοιο βαθμό ώστε ελάχιστα πολιτικά καθεστώτα να φαίνονται νομιμοποιημένα στα μάτια των λαών τους. Εύθραυστες σε ακραίο βαθμό, οι εργολαβικές των διεθνών καπιταλιστικών κέντρων άρχουσες τάξεις και τα κράτη που αποτελούν τους ιμάντες μεταβίβασης της κυριαρχίας του συλλογικού ιμπεριαλισμού της τριάδας ορθώς θεωρούνται από τις ολιγαρχίες των κέντρων αυτών αβέβαιοι σύμμαχοι. Συνεπώς, η λογική του συστήματος είναι να επιβάλει τη στρατιωτικοποίηση και το ιμπεριαλιστικό δικαίωμα της επέμβασης –συμπεριλαμβανομένου του πολέμου– στις χώρες του Νότου και της Ανατολής. Οι ολιγαρχίες της τριάδας είναι όλες “γεράκια”. Το ΝΑΤΟ, το εργαλείο της μόνιμης επιθετικότητάς τους, έχει, κατά συνέπεια, γίνει ο πιο σημαντικός θεσμός του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Απόδειξη αυτής της επιθετικότητας ήταν και ο τόνος των επισημάνσεων του Μπαράκ Ομπάμα κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιοδείας του στην Ευρώπη (Νοέμβριος 2016): διαβεβαίωσε τους Ευρωπαίους υποτελείς για τη δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Προφανώς, ο οργανισμός αυτός δεν παρουσιάστηκε ως όργανο επίθεσης –όπως πράγματι είναι– αλλά ως μέσο διασφάλισης της “άμυνας” της Ευρώπης. Από ποιον απειλείται;

Πρώτα απ’ όλα από τη Ρωσία, όπως μας λένε οι υπάλληλοι των ΜΜΕ. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική: ο Πούτιν κατηγορείται γιατί δεν δέχτηκε το ευρω-ναζιστικό πραξικόπημα του Κιέβου και την κυβέρνηση των γκάνγκστερ που εγκαταστάθηκε στη Γεωργία. Πρέπει να αναγκαστεί να τα αποδεχθεί –εκτός από τις οικονομικές κυρώσεις– και μέσω των πολεμικών απειλών της Χίλαρι Κλίντον.

Στη συνέχεια, όπως μας λένε, απειλείται από την τρομοκρατία του ισλαμικού τζιχαντισμού. Και πάλι, η κοινή γνώμη χειραγωγείται απόλυτα όσον αφορά αυτό το θέμα. Ο τζιχαντισμός αποτελεί το αναπόφευκτο προϊόν της συνεχούς υποστήριξης εκ μέρους της ιμπεριαλιστικής τριάδας του αντιδραστικού πολιτικού Ισλάμ που το εμπνεύστηκαν και το χρηματοδοτούν οι βαχαβίτες του Περσικού Κόλπου. Η άσκηση της αποκαλούμενη ισλαμικής iισχύος αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την ολική καταστροφή της ικανότητας των κοινωνιών της περιοχής αυτής να αντισταθούν στις υπαγορεύσεις της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ταυτόχρονα, προσφέρει το πιο αποτελεσματικό πρόσχημα, δίνοντας επίφαση νομιμοποίησης στις στρατιωτικές επεμβάσεις του ΝΑΤΟ. Απ’ αυτή την άποψη, ο Τύπος στις ΗΠΑ αναγνώρισε την κατηγορία του Τραμπ –ότι η Κλίντον είχε υποστηρίξει ενεργητικά την ίδρυση του Ισλαμικού Κράτους– ως απολύτως βάσιμη.

Εδώ χρειάζεται να προσθέσουμε ότι οι διακηρύξεις που συνοδεύουν τις επεμβάσεις του ΝΑΤΟ και τα περί υπεράσπισης της δημοκρατίας αποτελούν μια φάρσα συγκρινόμενα με την πραγματικότητα.

3. Συνεπώς, τα καλά νέα είναι η ήττα της Χίλαρι Κλίντον – και όχι ο θρίαμβος του Ντόναλντ Τραμπ. Ίσως, αποκρούεται η απειλή του γένους των πιο επιθετικών γερακιών των οποίων ηγούνται οι Ομπάμα Κλίντον. Και λέω “ίσως”, επειδή δεν είναι σαφές αν ο Τραμπ θα οδηγήσει τη χώρα του σε άλλο δρόμο.

Κατ’ αρχάς, ούτε η γνώμη της πλειοψηφίας που τον υποστήριξε ούτε της μειοψηφίας που διαδηλώνει εναντίον του τον υποχρεώνει να ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο. Η αντιπαράθεση αφορά απλώς ορισμένα προβλήματα της κοινωνίας στις ΗΠΑ (ιδίως τον αντιφεμινισμό και το ρατσισμό). Δεν αμφισβητεί τα οικονομικά θεμέλια του συστήματος που αποτελούν τη ρίζα της υποβάθμισης των κοινωνικών συνθηκών για σημαντικά τμήματα της κοινωνίας. Η ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης εκείνης των μονοπωλίων, μένει άθικτη. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Τραμπ είναι δισεκατομμυριούχος ήταν πλεονέκτημα και όχι εμπόδιο στην εκλογή του. Επιπλέον, ουδέποτε έγινε συζήτηση για την επιθετική εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον. Θα θέλαμε πολύ να δούμε σήμερα τους διαδηλωτές που απορρίπτουν τον Τραμπ να διαμαρτύρονται και κατά των επιθετικών θέσεων της Κλίντον πριν από τις εκλογές. Αυτό δεν έγινε, όπως είναι εμφανές. Οι πολίτες των ΗΠΑ δεν καταδίκασαν τις στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό και τα πραγματικά εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας που συνδέονται μ’ αυτές.

Η καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς δημιούργησε πολλές ελπίδες. Τολμώντας να εισαγάγει μια κοινωνική προοπτική στην αντιπαράθεση, ο Σάντερς έδωσε το έναυσμα για μια υγιή πολιτικοποίηση της κοινής γνώμης, που πλέον δεν είναι περισσότερο αδύνατη στις ΗΠΑ απ’ ό,τι αλλού. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να οικτίρουμε, υπ’ αυτές τις συνθήκες, την παράδοση του Σάντερς και το ότι κάλεσε τον κόσμο να υποστηρίξει την Κλίντον.

Σημαντικότερο από την “κοινή γνώμη” είναι το ότι η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ δεν διανοείται άλλη εξωτερική πολιτική από αυτή που ασκείται από την εποχή της ίδρυσης του ΝΑΤΟ εδώ και 70 χρόνια – από τη διασφάλιση της κυριαρχίας της σε όλο τον πλανήτη.

Μας λένε ότι στους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς που κυριαρχούν στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία υπάρχουν “περιστερές” και “γεράκια”. Ο πρώτος απ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς είναι βεβαίως καταχρηστικός: πρόκειται για γεράκια που απλώς σκέφτονται λίγο περισσότερο όταν πρόκειται να ξεκινήσουν μια νέα επιθετική εκστρατεία. Ο Τραμπ και η ακολουθία του μπορεί να συγκαταλέγονται σ’ αυτούς. Όχι ότι αυτό είναι θετικότερο. Πρέπει να υπάρχει επίγνωση: να αποφευχθούν οι ψευδαισθήσεις για τον Τραμπ, αλλά επίσης να αξιοποιηθεί η μικρή ρωγμή στο αμερικανικό οικοδόμημα για να ενισχυθούν πιθανές εξελίξεις προς τη δημιουργία μιας άλλης παγκοσμιοποίησης που να εμπεριέχει κάποιο σεβασμό στα δικαιώματα των λαών και στην απαίτηση για ειρήνη. Οι Ευρωπαίοι υποτελείς της Ουάσιγκτον φοβούνται αυτή τη δυνατότητα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Οι επισημάνσεις του Τραμπ σχετικά με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι αντιφατικές. Από τη μια, φαίνεται πρόθυμος να αναγνωρίσει το βάσιμο των φόβων της Ρωσίας για τα επιθετικά σχέδια του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και τη Γεωργία και να αναγνωρίσει ότι η Μόσχα υποστηρίζει τη Συρία σε μια μάχη εναντίον της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας. Από την άλλη όμως, έχει δηλώσει ότι θα καταργήσει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Επιπλέον, ακόμη δεν γνωρίζουμε εάν είναι αποφασισμένος να ακολουθήσει την πολιτική του Ομπάμα της χωρίς όρους υποστήριξης του Ισραήλ ή προτίθεται να προσδιορίσει αυτή την υποστήριξη.

4. Συνεπώς, πρέπει να τοποθετήσουμε την εκλογική νίκη του Τραμπ μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των εκδηλώσεων των εσωτερικών ρηγμάτων του συστήματος. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις παραμένουν αμφίσημες μέχρι σήμερα , προαναγγέλλοντας δυνατότητες για μια καλύτερη εξέλιξη αλλά και για απεχθείς μετατοπίσεις.

Ορισμένες εξελίξεις που συνδέονται μ’ αυτές τις εκδηλώσεις δεν αμφισβητούν, πάντως, την εξουσία της ολιγαρχικής άρχουσας τάξης. Αυτό σηματοδοτούν η υπόθεση του Brexit, η εκλογή του Τραμπ και τα προγράμματα των Ευρωπαίων φασιστών.

Η [εκ μέρους των Συντηρητικών] καμπάνια για το Brexit εμπεριείχε εμετική επιχειρηματολογία. Επιπλέον, δεν αμφισβητεί τη θεμελιώδη καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική επιλογή της Μ. Βρετανίας. Απλώς υποδεικνύει ότι, κατά τη διεξαγωγή της εξωτερικής πολιτικής του, το Λονδίνο θα πρέπει να έχει περιθώριο ελιγμών που να του επιτρέπει να συναλλάσσεται απευθείας με τους εταίρους του, πρώτα απ’ όλα με τις ΗΠΑ. Πίσω όμως απ’ αυτή την επιλογή διαφαίνεται επίσης κάτι που θα έπρεπε να είναι γνωστό: ότι η Μ. Βρετανία δεν αποδέχεται μια γερμανική Ευρώπη. Αυτή η διάσταση του Brexit είναι θετική.

Οι φασίστες στην Ευρώπη, που ο αέρας φουσκώνει τα πανιά τους, δεν ανταγωνίζονται την εξουσία των ολιγαρχιών στις αντίστοιχες χώρες τους. Το μόνο που επιθυμούν είναι να τους επιλέξουν αυτές οι ολιγαρχίες για να ασκήσουν την εξουσία στην υπηρεσία τους. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούν αηδιαστικά και άλλα ρατσιστικά επιχειρήματα που τους καθιστούν ανίκανους να απαντήσουν στις πραγματικές προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν οι λαοί των χωρών τους.

Η δύναμη του Τραμπ γειτνιάζει με αυτό το είδος της κίβδηλης κριτικής στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Ο “εθνικιστικός” τόνος στοχεύει στο να ενισχύσει τον έλεγχο της Ουάσιγκτον πάνω στους υποτελείς συμμάχους της και όχι να τους παραχωρήσει την ανεξαρτησία που δεν ζητούν καν. Από αυτή την άποψη, ο Τραμπ θα μπορούσε να υιοθετήσει κάποια μετριοπαθή μέτρα προστατευτισμού, τα οποία είχαν επιβάλει, ούτως ή άλλως, οι αμερικανικές κυβερνήσεις στους κατώτερους συμμάχους τους χωρίς να το λένε, απαγορεύοντάς τους να προβούν σε αντίποινα. Ως προς αυτό, μπορεί να δει κανείς μια αναλογία για το τι πιθανώς επιθυμεί να κάνει η βρετανική κυβέρνηση με το Brexit.

Ο Τραμπ δήλωσε ότι τα προστατευτικά μέτρα που σκέφτεται στοχεύουν πρωτίστως την Κίνα. Πριν από αυτόν, ο Ομπάμα και η Κλίντον είχαν ήδη μετατοπίσει το κέντρο βάρους των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων από τη Μ. Ανατολή στην Ανατολική Ασία, υποδεικνύοντας την Κίνα ως τον μεγάλο αντίπαλο. Αυτή η επιθετική οικονομική και στρατιωτική στρατηγική, σε κατάφωρη αντίθεση με τις αρχές του φιλελευθερισμού ως υπερασπίστρια του οποίου προβάλλεται η Ουάσιγκτον, θα μπορούσε να γίνει μπούμερανγκ ωθώντας την Κίνα προς μια σωτήρια εξέλιξη: στην ενίσχυση της τεράστιας εσωτερικής αγοράς της και στην αναζήτηση άλλων εταίρων μεταξύ των χωρών του Νότου.

Θα φτάσει ο Τραμπ τόσο μακριά ώστε να ακυρώσει τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικού (NAFTA); Εάν το κάνει, θα προσφέρει υπηρεσία στους λαούς του Μεξικού και του Καναδά απελευθερώνοντάς τους από το καθεστώς των αδύναμων υποτελών και ωθώντας τους να αναζητήσουν νέες κατευθύνσεις με βάση την ανεξαρτησία των σχεδιασμών τους. Δυστυχώς, είναι απίθανο η τεράστια πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών αντιπροσώπων στη Βουλή και τη Γερουσία, που έχουν παράσχει την άνευ όρων υποστήριξή τους στα συμφέροντα των αμερικανικών ολιγαρχιών, να επιτρέψει στον Τραμπ να προχωρήσει τόσο πολύ.

Οι συνέπειες της εχθρότητας του Τραμπ απέναντι στη συμφωνία για την κλιματική αλλαγή είναι λιγότερο σοβαρές απ’ αυτές που υποδεικνύουν οι Ευρωπαίοι πρωταγωνιστές της, διότι, δυστυχώς, είναι σαφές, –ή θα έπρεπε να είναι σαφές– ότι η συμφωνία, όπως και να ‘χει, θα μείνει νεκρό γράμμα, εφόσον οι πλούσιες χώρες δεν προτίθενται να τηρήσουν τις οικονομικές δεσμεύσεις τους σ’ αυτόν τον τομέα.

Από την άλλη, ορισμένες άλλες εκδηλώσεις των εσωτερικών ρηγμάτων της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης συνδέονται με θετικές κοινωνικές εξελίξεις, άλλες αδύναμες, άλλες πιο ισχυρές.

Στην Ευρώπη, η εκλογική νίκη του Σύριζα και η άνοδος του Podemos αποτελούν μέρος αυτού του πλαισίου. Αλλά τα σχέδια αυτών των νέων δυνάμεων παραμένουν αντιφατικά: από τη μια απορρίπτουν την επιβεβλημένη λιτότητα, ενώ από την άλλη καλλιεργούν ψευδαισθήσεις ότι μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να μεταρρυθμιστεί. Η ιστορία έχει δείξει ήδη πόσο εσφαλμένη είναι η αισιοδοξία γι’ αυτή τη μεταρρύθμιση, που στην πραγματικότητα είναι αδύνατη.

Στη Λατινική Αμερική, οι πρόοδοι που σημειώθηκαν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα σήμερα αμφισβητούνται. Τα κινήματα που επέβαλαν αυτές τις προόδους υποτίμησαν τον αντιδραστικό χαρακτήρα των μεσαίων τάξεων στις χώρες αυτές, ιδίως στη Βραζιλία και στη Βενεζουέλα, οι οποίες αρνήθηκαν να μοιραστούν με την εργατική τάξη τα οφέλη οποιασδήποτε ανάπτυξης αξίζει το όνομά της.

Τα αναδυόμενα σχέδια –ιδίως της Κίνας και της Ρωσίας– παραμένουν εξίσου αμφίβολα: είναι αντικειμενικός ο σκοπός τους να “προλάβουν” τις αναπτυγμένες χώρες με καπιταλιστικά μέσα και στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, την οποία είναι αναγκασμένες να αποδεχθούν; Ή, έχοντας επίγνωση ότι η πραγματοποίηση αυτού του σκοπού είναι αδύνατη, θα προσανατολιστούν οι κυβερνήσεις των εν λόγω αναδυόμενων χωρών περισσότερο προς την κατεύθυνση ανεξάρτητων και κυρίαρχων σχεδίων;

Πηγή: http://mrzine.monthlyreview.org

Αναδημοσίευση από το sxedio-b.gr