Άρθρα

Τραμπ και Κίνα: Προς έναν Ψυχρό ή Θερμό Πόλεμο;

Με μια πρώτη ματιά, η διαμάχη ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα περιστρέφεται γύρω από ζητήματα αθέμιτων ανταγωνιστικών πρακτικών και κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας. Με μια πιο προσεκτική εξέταση του ζητήματος, αντιλαμβανόμαστε ότι σχετίζεται με κάτι πολύ πιο θεμελιώδες: με τις απεγνωσμένες προσπάθειες της Ουάσινγκτον να διατηρήσει την ηγεμονία της επί του πλανήτη. Οδεύουμε, άραγε, προς μία σύγκρουση των δύο τιτάνων;

Δύναμη απόλυτη και ανθεκτική στο χρόνο

Οι ΗΠΑ βγαίνουν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με μια τεράστια νίκη. Όλες οι παραδοσιακές και οι αναδυόμενες υπερδυνάμεις της εποχής έχουν εξαντληθεί πλήρως. Στην Ουάσινγκτον ονειρεύονται μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, σύμφωνα με την οποία θα είναι οι μόνοι επικεφαλής. Δυστυχώς, η ταχύτατη ανοικοδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης και η κατάρριψη του πυρηνικού μονοπωλίου ανέκοψαν αυτά τα σχέδια.

Μισό αιώνα αργότερα, το όνειρο γίνεται πραγματικότητα, με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Από εδώ και στο εξής, δεν θα υπάρχουν εμπόδια στην κυριαρχία της αυτοκρατορίας. Επιτέλους, οι ΗΠΑ αποτελούν τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη της παγκόσμιας πολιτικής σκακιέρας. Και έτσι θέλουν να παραμείνουν τα πράγματα. Το Πεντάγωνο αναφέρει το 1992:

«Ο πρωταρχικός μας στόχος είναι να εμποδίσουμε την ανάδυση ενός νέου αντιπάλου. Θα πρέπει να διατηρούμε τον μηχανισμό εκείνο που θα αποτρέπει τους δυνητικούς ανταγωνιστές μας ακόμη κι από την ίδια την φιλοδοξία για έναν αναβαθμισμένο ρόλο σε περιφερειακό ή παγκόσμιο επίπεδο».

Σε αυτήν τη φάση, η Κίνα δεν αποτελεί (ακόμη) απειλή. Η οικονομία της είναι υποανάπτυκτη και το ΑΕΠ της είναι μόλις το 1/3 του αμερικανικού ΑΕΠ. Είναι, επίσης, μια χώρα ασήμαντη στο στρατιωτικό επίπεδο. Εκείνη την περίοδο η Κίνα συγκεντρώνει το ενδιαφέρον πρωτίστως ως παράδεισος κερδοφορίας: έχει ένα τεράστιο απόθεμα φθηνού, πειθαρχημένου εργατικού δυναμικού, ενώ μπορεί να εξελιχθεί μακροπρόθεσμα σε μια ελκυστική νέα αγορά, καθώς διαθέτει το 1/5 του πληθυσμού παγκοσμίως.  Από την άλλη, η Κίνα αποβλέπει σε ξένες επενδύσεις και στην παγκόσμια αγορά, προκειμένου να αναπτυχθεί ραγδαία.

Στα μεγάλα καπιταλιστικά κέντρα, καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι με το οικονομικό άνοιγμα στην Κίνα ο καπιταλισμός θα παρεισφρήσει σταδιακά και κατά τρόπο μόνιμο στην Κίνα και θα καταφέρει εντέλει να την καταλάβει από το «κομμουνιστικό καθεστώς». Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: αφενός, ευνοϊκές προοπτικές για τις πολυεθνικές εταιρίες, αφετέρου εξάλειψη ενός ιδεολογικού αντιπάλου. Γι’ αυτό και η Κίνα γίνεται δεκτή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001.

Σε κάθε περίπτωση, η είσοδος στον ΠΟΕ τόνωσε πραγματικά την κινεζική οικονομία. Το 1995 η Κίνα ήταν 11η στη λίστα των χωρών με τις μεγαλύτερες εξαγωγές αγαθών. Είκοσι χρόνια αργότερα, βρίσκεται στην κορυφή της λίστας. Από την είσοδο στον ΠΟΕ, η οικονομία της έχει τετραπλασιαστεί. Αυτή η ανάπτυξη σήμανε σημαντικά κέρδη και για τις ΗΠΑ. Οι αμερικανικές πολυεθνικές κάνουν χρυσές δουλειές στην Κίνα. Οι πωλήσεις τους ανήλθαν πέρυσι σε 500 δις δολάρια, που σημαίνει 100 δις περισσότερα από το εμπορικό έλλειμμα ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα. Η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού στις ΗΠΑ αυξάνεται λόγω της εισαγωγής φθηνών κινεζικών εμπορευμάτων. Υπάρχουν, επίσης, σημαντικά πλεονεκτήματα σε νομισματικό επίπεδο. Προκειμένου να διατηρήσει την ισοτιμία μεταξύ γουάν και δολαρίου, η Κίνα αγοράζει τεράστια ποσότητα δολαρίων, που σημαίνει ότι οι ΗΠΑ αποκτούν πολύ φθηνές πιστώσεις και μπορούν να διατηρούν τα επιτόκια δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα.

Πέρα από τις αυταπάτες

Όμως, υπάρχει ένα τεράστιο «αλλά» στην όλη ιστορία: τίποτα δεν προχωράει βάση σχεδίου όσον αφορά την παλινόρθωση του καπιταλισμού εκ των έσω ή την αποδυνάμωση του κομμουνιστικού κόμματος.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας δεν τιθασεύτηκε μέσα από το εμπόριο. Το Κόμμα-Κράτος εξακολουθεί να ασκεί σταθερό έλεγχο στα ανώτερα επίπεδα της οικονομίας της Κίνας, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, μέσω της επιρροής του σε μεγάλες «ιδιωτικές» εταιρίες, οι οποίες μπορούν «να παραμείνουν κερδοφόρες και ιδιωτικές μόνο με την υποστήριξη του Κόμματος», λέει ο οικονομολόγος Brad W. Setser.

Αυτό το συνειδητοποιούν πλέον και οι κυρίαρχοι κύκλοι στις ΗΠΑ. Στην περιβόητη ομιλία του, ο Αντιπρόεδρος Pence το έθεσε χωρίς περιστροφές:

«Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, πιστέψαμε ότι μια ελεύθερη Κίνα αποτελούσε αναπόφευκτο επακόλουθο. Η Αμερική, μεθυσμένη από την αισιοδοξία που επικρατούσε στις αρχές του 21ου αιώνα, επέτρεψε στο Πεκίνο να έχει ελεύθερη πρόσβαση στην οικονομία μας, ενώ εντάξαμε την Κίνα στον ΠΟΕ. […] Όμως η ελπίδα εκείνη ματαιώθηκε».

Οι καπιταλιστικοί γίγαντες, δηλαδή χρηματοπιστωτικές, βιομηχανικές ή τεχνολογικές εταιρίες όπως η Google, η Amazon ή η Facebook, μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Όχι όμως στην Κίνα. Είναι ένα από λίγα μέρη σε αυτόν τον πλανήτη όπου οι κολοσσοί αυτοί ασκούν μικρή ή και καθόλου επιρροή. Επιπροσθέτως, η Κίνα δεν αποτελεί πια μια χώρα διαμετακόμισης, όπου τα προϊόντα απλώς συναρμολογούνται, με αποτέλεσμα να παρέχονται υπηρεσίες που δεν αποφέρουν ιδιαίτερα κέρδη για την ίδια τη χώρα.

Πηγή: αρθρογράφος

Το γεγονός ότι η Κίνα δεν είναι πια μια «παιδική χαρά» για τις μεγάλες πολυεθνικές είναι από μόνο του αρνητικό για τις ΗΠΑ. Όμως, το χειρότερο είναι ότι η οικονομική θέση των ΗΠΑ έχει αποδυναμωθεί, την ίδια περίοδο που αυτή της Κίνας έχει ενισχυθεί σημαντικά. Το 1980, το ΑΕΠ των ΗΠΑ αντιπροσώπευε το 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ της Κίνας ήταν λίγο παραπάνω από το 1/20. Σήμερα αντιπροσωπεύουν αμφότερα από 1/4.

Μάλιστα, η ανάπτυξη της Κίνας δεν είναι μόνο ποσοτική. Η κινεζική οικονομία έχει κάνει και ένα ποιοτικό άλμα προς τα εμπρός. Μεγάλη πρόοδος έχει σημειωθεί στο τεχνολογικό πεδίο. Μέχρι πρόσφατα, θεωρούνταν μια χώρα «αντιγραφέας» τεχνολογίας, ενώ σήμερα θεωρείται καινοτόμος. Σήμερα το 40% όλων των ευρεσιτεχνιών παγκοσμίως είναι κινεζικές, ποσοστό μεγαλύτερο από το αντίστοιχο  ΗΠΑ, Ιαπωνίας και Νότιας Κορέας σωρευτικά.  Το 2015 τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο «Made in China 2025», προκειμένου να αναπτυχθεί περαιτέρω η βιομηχανία και να επιτευχθεί μεγαλύτερη αυτονομία σε 10 τομείς – κλειδιά της οικονομίας.

Μέσα από την παραπάνω διαδρομή, τα κινεζικά προϊόντα και οι υπηρεσίες γίνονται όλο και πιο ανταγωνιστικά. Μακροπρόθεσμα θα απειλήσουν την πρωτοκαθεδρία των πολυεθνικών της Δύσης. Αυτό είναι, φυσικά, ένα ανεπιθύμητο και μη αποδεκτό αποτέλεσμα. Ο Peter Navarro, ανώτατος οικονομικός σύμβουλος του Trump δήλωσε ότι:

«Στο μανιφέστο της οικονομικής πολιτικής της, το “Made in China 2025”, η κυβέρνηση της Κίνας έχει θέσει αναλυτικούς στόχους σε σχέση με συγκεκριμένους βιομηχανικούς τομείς: από την τεχνητή νοημοσύνη, τη ρομποτική και την κβαντική υπολογιστική ως τα αυτοκατευθυνόμενα οχήματα… Αν η Κίνα καταλάβει αυτούς τους τομείς, τότε οι ΗΠΑ δεν θα έχουν κανένα οικονομικό μέλλον».

«Είναι ο στρατός, ηλίθιε»!

Σύμφωνα με τον Navarro, το πρόβλημα δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την οικονομία, την ευμάρεια ή τα κέρδη.

«Δεν κινδυνεύει μόνο η αμερικανική ευημερία… Η πνευματική ιδιοκτησία που προσπαθεί να πάρει η Κίνα αποτελεί τον βασικό της στόχο και παίζει ρόλο – κλειδί για την συνέχιση της στρατιωτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ».

Οι δηλώσεις του Navarro είναι εξόχως αποκαλυπτικές. Η κυβέρνηση Trump κραυγάζει για το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, όμως δεν είναι αυτή η βασική ανησυχία. Το σημαντικότερο είναι η διατήρηση της κυριαρχίας σε τρεις τομείς: την τεχνολογία, τους βιομηχανική παραγωγή του μέλλοντος και τους εξοπλισμούς. Η κυριαρχία αυτή απειλείται πρώτα και κύρια από την Κίνα.

Πηγή: OECD

O Navarro δεν εκφράζει προσωπικές του απόψεις, αλλά την κυβερνητική πολιτική. Η πολιτική αυτή αναπτύχθηκε αναλυτικά σε μια αποκαλυπτική έκθεση του Πενταγώνου, το Σεπτέμβριο του 2018. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, οι τρεις προαναφερθέντες τομείς –τεχνολογίες, οικονομία, εξοπλισμοί- είναι στενά συνυφασμένοι μεταξύ τους. Το τεχνολογικό προβάδισμα είναι απαραίτητο για την υπερίσχυση στον οικονομικό ανταγωνισμό και τη διατήρηση της στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας. Η έκθεση προειδοποιεί ότι:

«Οι κινεζικές δαπάνες στον τομέα της Έρευνας & Ανάπτυξης πλησιάζουν ταχέως τις αντίστοιχες των ΗΠΑ και πιθανότατα θα πετύχουν ισοτιμία κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον».

Η έκθεση αναφέρεται ρητά και στο «Made in China 2025».

«Μία από τις κυριότερες πρωτοβουλίες του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας στο πεδίο της βιομηχανίας, το “Made in China 2025”, επικεντρώνεται στην τεχνητή νοημοσύνη, την κβαντική υπολογιστική, τη ρομποτική, τα αυτόνομα και νέα ενεργειακά οχήματα, τις ιατρικές συσκευές υψηλής απόδοσης, τα εξαρτήματα πλοίων υψηλής τεχνολογίας, καθώς και σε άλλους ανερχόμενους τομείς που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εθνική άμυνα».

Η Πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt & Road Initiative – BRI) θεωρείται επίσης ως αρνητική εξέλιξη. Η BRI είναι ένα κινεζικό δίκτυο θαλάσσιων και χερσαίων εμπορικών δρόμων, που απλώνεται σε 64 χώρες και περιλαμβάνει επενδύσεις, δάνεια, εμπορικές συμφωνίες και πλήθος Ειδικών Οικονομικών Ζωνών, με συνολική αξία 900 δις δολάρια.

«Η στρατηγική της Κίνας για “μία Ζώνη, ένα Δρόμο» περιλαμβάνει τόσο κινήσεις συνεργασίας όσο και πιο επιθετικές επιλογές· στο πλαίσιο της παραπάνω πολιτικής, η Κίνα επεδίωξε την απόκτηση κρίσιμων υποδομών στις ΗΠΑ, όπως σιδηροδρόμων, λιμανιών και τηλεπικοινωνιών. Οι οικονομικές στρατηγικές της Κίνας, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς επιπτώσεις που επέφεραν οι βιομηχανικές πολιτικές άλλων κρατών, απειλούν σημαντικά τη βιομηχανική βάση των ΗΠΑ και δημιουργούν, κατά συνέπεια, όλο και μεγαλύτερο κίνδυνο στην εθνική τους ασφάλεια».

Όμως, η σχέση που συνδέει τεχνολογία, οικονομία και εξοπλισμούς είναι πολύ βαθύτερη. Προκειμένου να διατηρήσουν την στρατιωτική κυριαρχία τους, οι ΗΠΑ χρειάζονται μια δική τους σταθερή βιομηχανική βάση. Από την οπτική της εθνικής ασφάλειας, η παγκοσμιοποίηση έχει παρατραβήξει. Η μετεγκατάσταση τμημάτων της αμερικανικής οικονομίας στο εξωτερικό έχει διαβρώσει τη βάση της πολεμικής βιομηχανίας, υπονομεύοντας έτσι την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.

«Η απώλεια πάνω από 60.000 αμερικανικών εργοστασίων, μεγάλων εταιριών και σχεδόν 5 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στη βιομηχανία από το 2000, απειλεί να υπονομεύσει τη δυνατότητα των κατασκευαστών στις ΗΠΑ να ανταποκρίνονται στις εθνικές αμυντικές απαιτήσεις και δημιουργεί ανησυχία για την υγεία της βιομηχανικής βάσης παραγωγής και άμυνας. […] Σήμερα, στηριζόμαστε σε μεμονωμένες εγχώριες πηγές για ορισμένα προϊόντα και σε ξένες αλυσίδες ανεφοδιασμού για άλλα, και ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια πιθανή αδυναμία να παράγουμε εξειδικευμένα στρατιωτικά εξαρτήματα εντός συνόρων».

Η προστατευτική πολιτική της κυβέρνησης Trump δεν πυροδοτείται κυρίαρχα από το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Η έκθεση αναφέρεται σε αυτό μόνο παρεμπιπτόντως. Αυτό που έχει σημασία είναι η διασφάλιση μιας «δραστήριας αμυντικής βιομηχανικής βάσης», που θα στηρίζεται σε έναν «δραστήριο εγχώριο κατασκευαστικό τομέα» και σε «σταθερές αλυσίδες ανεφοδιασμού από το εξωτερικό». Αυτή είναι η «εθνική προτεραιότητα».

Όταν γίνεται λόγος για «αμυντικές δυνατότητες» αυτό σημαίνει, με  άλλα λόγια, πολεμική προετοιμασία. Αυτό που σκέφτεται το Πεντάγωνο δεν είναι μερικές περιφερειακές, μικρής κλίμακας συρράξεις, αλλά κατά βάση μία μεγάλη σε ένταση και διάρκεια πολεμική απόπειρα ενάντια στις «ρεβιζιονιστικές δυνάμεις», δηλαδή στην Κίνα και τη Ρωσία. Η έκθεση προτείνει την ριζική «αναδιοργάνωση» της αμερικανικής οικονομίας και την προετοιμασία για το «σενάριο μιας σύγκρουσης των μεγάλων δυνάμεων». Όπως το έθεσε και ένας υψηλά ιστάμενος στρατιωτικός αξιωματούχους:

«Είμαστε εδώ και καιρό απασχολημένοι με πολέμους χαμηλών τεχνολογικών απαιτήσεων ενάντια σε ανθρώπους που εκτοξεύουν βόμβες από τις καρότσες φορτηγών, ενώ όλο αυτό το διάστημα η Κίνα υπήρξε πιο ξύπνια και μας αιφνιδίασε. Εκεί θα επικεντρωθούμε τώρα».

Κατά τον 20ο αιώνα οι κυριότερες προσπάθειες των ΗΠΑ στρέφονταν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ κατά τον 21ο επικεντρώνονται στον «κινεζικό κίνδυνο». Στο πλαίσιο της διαβούλευσης για τον προϋπολογισμό του 2019, το Κογκρέσο διατύπωσε ρητά ότι «ο στρατηγικός ανταγωνισμός με την Κίνα σε μακροπρόθεσμο επίπεδο αποτελεί βασική προτεραιότητα των ΗΠΑ». Τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο την οικονομία, αλλά μια συνολική στρατηγική σε πολλά μέτωπα. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, απαιτείται «η συντονισμένη λειτουργία πολλών επιμέρους στοιχείων της κρατικής εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την διπλωματία, την οικονομία, τις μυστικές υπηρεσίες, την επιβολή της νομιμότητας και το στρατό, έτσι ώστε να προστατευθεί και να ενισχυθεί η εθνική ασφάλεια».

Στο άρθρο αυτό θα περιοριστούμε στα ζητήματα που αφορούν τη στρατηγική για την οικονομία και το στρατό.

Ένα οικονομικό σιδηρούν παραπέτασμα

O Trump επιδιώκει μια συνολική αναδιάταξη των οικονομικών σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας. Όπως το έχει θέσει και ο ίδιος με το γνωστό του στυλ:

«Όταν ανέλαβα βαδίζαμε σε μια κατεύθυνση που θα επέτρεπε τελικά στην Κίνα να είναι μεγαλύτερη από εμάς σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό δεν πρόκειται πια να συμβεί».

Προκειμένου να αναχαιτιστεί η άνοδος της Κίνας, είναι αναγκαία η οικονομική αποσύνδεση των ΗΠΑ από την Κίνα στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο. Τόσο οι κινεζικές επενδύσεις στις ΗΠΑ όσο και οι αμερικανικές επενδύσεις στην Κίνα πρέπει να περιοριστούν και να αποκλειστούν. Καταρχήν, δίνεται βάρος στους στρατηγικούς τομείς.

Θα πρέπει να περιοριστεί και το αμοιβαίο εμπόριο. Οι ΗΠΑ έχουν ήδη επιβάλει δασμούς στις μισές περίπου εισαγωγές από την Κίνα. Ο Trump απειλεί να επιβάλει δασμούς στο σύνολο των εισαγωγών, εάν κριθεί απαραίτητο. Στο στόχαστρο βρίσκονται και οι εξαγωγές προς την Κίνα. Για την ανάπτυξή της, η Κίνα εξαρτάται σημαντικά από υψίστης σημασίας εξαρτήματα, όπως μικροκυκλώματα (microchips). Το Μάιο του 2015, οι πωλήσεις μικροτσίπ στην ZTE, μια μεγάλη κινεζική εταιρία τηλεπικοινωνιών που απασχολεί 75.000 ανθρώπους, διακόπηκαν προσωρινά, θέτοντάς την σε κίνδυνο πτώχευσης. Η επιτυχημένη manager Kathleen Gaffney  προβλέπει ότι τα παραπάνω είναι μόνο η αρχή:

«Έχουμε το απόλυτο προβάδισμα στην τεχνολογία και την καινοτομία όσον αφορά τη βιομηχανία παραγωγής μικροκυκλωμάτων. Η Κίνα επιθυμεί να ηγηθεί κι αυτή μακροπρόθεσμα. Θα τα παράγουν στην Κίνα μέχρι το 2025. Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό να τους θέσουμε εμπόδια περιορίζοντας τις εξαγωγές μας.  Μια τέτοια κίνηση θα βλάψει την Κίνα αλλά δεν θα βλάψει το σύνολο της οικονομίας. Σε τέτοιου είδους ενέργειες θα προβούμε».

Οι πιο σοβαροί σχολιαστές πιστεύουν ότι οι δασμοί που επιβάλλονται αφενός θα έχουν αρνητικές συνέπειες στην οικονομία των ΗΠΑ και ότι  αφετέρου θα επιλύσουν το πρόβλημα του ελλείμματος με την Κίνα. Δεν είναι όμως αυτή η πραγματική έγνοια του Trump και της κλίκας του. Ο βασικός τους στόχος είναι «να προσπαθήσουν να εμποδίσουν την τεχνολογική άνοδο της Κίνας παρά να κλείσουν μια συμφέρουσα για την αμερικανική οικονομία συμφωνία», όπως το έθεσε και ένας επενδυτής.

Η κυβέρνηση Trump προσπαθεί, ακόμη, να επεκτείνει τον εμπορικό της πόλεμο με την Κίνα και σε άλλες χώρες. Στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις με τον Καναδά και το Μεξικό για μια νέα συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, ο Trump έθεσε μια ρήτρα που ορίζει ότι οι δύο αυτές χώρες δεν μπορούν να συνάψουν καμία εμπορική συμφωνία με μια χώρα που δεν έχει «οικονομία της ελεύθερης αγοράς», δηλαδή με την Κίνα. Σκοπεύει να συνάψει στο μέλλον τέτοιες συμφωνίες και με χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εάν οι ΗΠΑ πετύχουν κάτι τέτοιο, θα αποτελέσει μεγάλο πλήγμα και την Κίνα και θα υψωθεί ένα είδος «οικονομικού σιδηρού παραπετάσματος» γύρω από τη χώρα.

Η αντι-κινεζική στάση δεν περιορίζεται στον Trump και μερικά «γεράκια» στην κυβέρνησή του. Μεγάλα τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου πιστεύουν ότι ΗΠΑ και Κίνα έχουν εμπλακεί σε έναν μακροπρόθεσμο, στρατηγικό ανταγωνισμό και ότι η άνοδος του ασιατικού γίγαντα αποτελεί απειλή για τη θέση των ΗΠΑ διεθνώς. Υπάρχει όλο και μεγαλύτερη συμφωνία ως προς το ότι η εμπορική πολιτική και η πολιτική εθνικής ασφάλειας θα πρέπει να είναι στο εξής ενιαίες και ότι ο Λευκός Οίκος θα πρέπει να απαντήσει δυναμικά στον στρατηγικό ανταγωνιστή του. Η δίψα για σύγκρουση μεγαλώνει.

Η αντι-κινεζική διάθεση διακατέχει Ρεπουμπλικανούς, υπέρμαχους της ελεύθερης αγοράς, «όρνια» της εθνικής ασφάλειας και ανθρώπους του Πενταγώνου. Διακατέχει, ακόμη, και Δημοκρατικούς και τμήμα των συνδικάτων και της αριστεράς. Αυτό σημαίνει ότι η επιθετική στάση απέναντι στην Κίνα θα διαρκέσει μάλλον για πολύ καιρό και σίγουρα δεν θα τερματιστεί μετά την αποχώρηση του σημερινού προέδρου από το οβάλ γραφείο.

«Άνοιξε πρώτος πυρ»

Η ανωτερότητα των ΗΠΑ στο στρατιωτικό επίπεδο είναι συντριπτική. Διαθέτουν 800 στρατιωτικές βάσεις σε πάνω από 70 χώρες και 150.000  στρατιώτες σε 177 χώρες. Οι ετήσιες στρατιωτικές δαπάνες ξεπερνούν τα 600 δις δολάρια, ποσό που υπερβαίνει το 1/3 των συνολικών δαπανών του πλανήτη. Είναι συνολικά 3 φορές περισσότερες σε σχέση με τις δαπάνες τις Κίνας και 12 φορές περισσότερες, αν υπολογιστούν κατά κεφαλήν.

Επί 70 χρόνια, οι ΗΠΑ κυριεύουν τις θάλασσες και τον εναέριο χώρο σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη, της Ανατολικής Ασίας περιλαμβανομένης. Απολάμβαναν σχεδόν απόλυτη ελευθερία κινήσεων και την δυνατότητα να στερούν από τους εχθρούς τους αυτήν την ελευθερία. Ο Trump επιθυμεί να παραμείνει έτσι:

«Η Αμερική δεν θα αποδεχθεί ποτέ να γίνει δεύτερη δύναμη. Θα κάνω τις ένοπλες δυνάμεις μας τόσο δυνατές, ώστε να μην φοβηθούμε ποτέ ξανά μια άλλη δύναμη».

Σύμφωνα με την έκθεση για την Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας του 2017, η Κίνα οικοδομεί «τον πιο ικανό και πιο χρηματοδοτούμενο στρατό στον κόσμο, μετά από τον δικό μας». Η «άλλη δύναμη» στην οποία αναφέρεται ο Trump είναι η Κίνα. Σύμφωνα με τον Πεντάγωνο, πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί η υπεροχή στην Ανατολική Ασία. Αυτό σημαίνει να περιοριστεί η Κίνα.

«Όσο η Κίνα συνεχίζει την οικονομική και στρατιωτική ανάπτυξή της, διεκδικώντας εξουσία μέσω μιας μακροπρόθεσμης, πανεθνικής στρατηγικής, θα συνεχίσει να ακολουθεί ένα πρόγραμμα στρατιωτικού εκσυγχρονισμού, που στοχεύει μεσοπρόθεσμα στην περιφερειακή ηγεμονία σε Ινδικό και Ειρηνικό και μακροπρόθεσμα στον εκτοπισμό των ΗΠΑ, προκειμένου να καταστεί παγκόσμια κυρίαρχος».

Στην ψυχροπολεμική του ομιλία τον περασμένο Οκτώβρη, ο Αντιπρόεδρος Pence δεν άφησε κανένα περιθώριο για αμφιβολίες:

«Το μήνυμά μας προς τους ηγέτες της Κίνας είναι το εξής: Αυτός ο Πρόεδρος δεν πρόκειται να κάνει πίσω. Όσο ενισχύουμε το στρατό μας, θα συνεχίσουμε να διασφαλίζουμε τα αμερικανικά συμφέρνοντα σε Ινδικό και Ειρηνικό».

Η στρατηγική κατά της Κίνας στο στρατιωτικό επίπεδο έχει δύο σκέλη: τον ανταγωνισμό για τους εξοπλισμούς και της περικύκλωση της χώρας.

Ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός έχει πάρει φωτιά. Οι ΗΠΑ δαπανούν 150 δις δολάρια ετησίως σε στρατιωτική έρευνα, δηλαδή 5 φορές περισσότερα από την Κίνα. Εργάζονται πυρετωδώς για μια νέα γενιά εξαιρετικά προηγμένων όπλων, drones και κάθε είδους ρομπότ, τα οποία δεν θα μπορεί να αντιμετωπίσει ένας μελλοντικός εχθρός. Τα F-35 ενσωματώνουν την κορυφαία τεχνολογία της εποχής και είναι 15-20 χρόνια πιο προηγμένα από τα κινεζικά μαχητικά αεροσκάφη. Στην ανάπτυξη τέτοιων όπλων προηγμένης τεχνολογίας χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο η τεχνητή νοημοσύνη, η κβαντική μηχανική, η τεχνολογία laser, οι υπερηχητικές ταχύτητες, η πυρηνική ανάφλεξη και ο ηλεκτρονικός πόλεμος. Πρόκειται για τις πολεμικές επιστήμες του μέλλοντος.

Προκειμένου να διατηρηθεί το εξοπλιστικό προβάδισμα, οι Κινέζοι θα πρέπει να κρατηθούν σε απόσταση. Σύμφωνα με την έκθεση για την Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας του Δεκεμβρίου του 2017,

«Ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός και η οικονομική διεύρυνση της Κίνας οφείλεται ως ένα βαθμό και στην πρόσβασή της στην οικονομία της καινοτομίας των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και των κορυφαίων αμερικανικών πανεπιστημίων».

Ο Λευκός Οίκος στρέφεται προς τον προστατευτισμό όχι μόνο σε σχέση με το εμπόριο, τις επενδύσεις ή την τεχνολογία, αλλά σε σχέση και με τη γνώση.

Ιδιαίτερη σημασία δίνεται και στα διαστημικά όπλα.

«Εάν η πολιτική της αποτροπής αποτύχει, είμαι πεπεισμένος ότι […] εάν έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν ισότιμο ή σχεδόν ισότιμο αντίπαλο, θα πρέπει να δώσουμε μάχη για την υπεροχή μας στο διάστημα», δηλώνει ο Στρατηγός John Raymond,  Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Πολεμικής Αεροπορίας.

Πέρυσι ο Trump αποφάσισε να ιδρύσει ένα νέο, πλήρως ανεπτυγμένο στρατιωτικό κλάδο: την Διαστημική Δύναμη των ΗΠΑ.

Η διεξαγωγή ενός προληπτικού πολέμου δεν αποκλείεται. Ο Bob Work, πρώην Υφυπουργός  Άμυνας, σημειώνει ότι η Κίνα αναπτύσσει πυραύλους που πλησιάζουν πολύ τις δυνατότητες των αμερικανικών.

«Οι ΗΠΑ δεν χρειάστηκε ποτέ να αντιμετωπίσουν έναν αντίπαλο που μπορούσε να ρίξει πυραύλους με τέτοιο βεληνεκές και τέτοια πυκνότητα βλημάτων όσο και οι ίδιες. Σε οποιονδήποτε μελλοντικό πόλεμο, η χρήση καθοδηγούμενων πυρομαχικών θα είναι τόσο εκτεταμένη και σημαντική[…]», ώστε θα έχει «μεγάλη σημασία να είμαστε οι πρώτοι που θα ανοίξουμε πυρ».

Το δεύτερο σκέλος του σχεδίου είναι η στρατιωτική περικύκλωση. Για το εξωτερικό της εμπόριο, η Κίνα βασίζεται κατά 90% στις θαλάσσιες μεταφορές. Περισσότερο από το 80% της πετρελαϊκής της τροφοδοσίας διέρχεται από τον Πορθμό της Malacca (κοντά στη Σιγκαπούρη), όπου οι ΗΠΑ έχουν μια στρατιωτική βάση. Ο Kissinger είπε κάποτε «έλεγξε το πετρέλαιο, και θα ελέγχεις τα κράτη». Σε κάθε περίπτωση, οι ΗΠΑ μπορούν με ευκολία να διακόψουν τη ροή πετρελαίου προς την Κίνα. Προς το παρόν, η Κίνα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Μέχρι το 2020, το 60% ολόκληρου του αμερικανικού στόλου θα βρίσκεται σταθμευμένο στην ευρύτερη περιοχή. Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι η Κίνα περικυκλώνεται και συμπιέζεται. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε εάν η Κίνα επρόκειτο να εγκαταστήσει μία οποιαδήποτε στρατιωτική εγκατάσταση –πόσο μάλλον μία βάση- κοντά στις ΗΠΑ.

Εντός του παραπάνω πλαισίου θα πρέπει να εξετάσουμε την κατασκευή μικρών νησιών από την Κίνα στη Νότια Θάλασσά της καθώς και τις αξιώσεις που εγείρει για ένα μεγάλο μέρος αυτής της περιοχής. Ο έλεγχος των θαλάσσιων διαδρομών μέσω των των οποίων μεταφέρονται η ενέργεια και τα βιομηχανικά αγαθά είναι ζωτικής σημασίας για το Πεκίνο.

Η Παγίδα του Θουκυδίδη

Η Κίνα απειλεί την υπεροχή των ΗΠΑ. Θα οδηγήσει αναπόφευκτα αυτή η διαπίστωση σε μια θανάσιμη παγίδα σαν κι αυτή που περιέγραψε πρώτος ο Θουκυδίδης; Ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός περιγράφει πως η ανάπτυξη της Αθήνας δημιούργησε φόβο στη Σπάρτη και την οδήγησε να διεξάγει πόλεμο εναντίον της για να την αποτρέψει. Ο ιστορικός Graham Allison σκιαγραφεί το πώς τα τελευταία 500 χρόνια υπήρξαν 16 ιστορικές περίοδοι κατά τις οποίες μία ανερχόμενη δύναμη απείλησε την κυριαρχία μιας κυρίαρχης δύναμης. Δώδεκα φορές η κατάσταση αυτή κατέληξε σε πόλεμο.

Η ιστορία δεν είναι νομοτέλεια, αποτελεί όμως σημαντικό δείκτη. Σε κάθε περίπτωση, η σταθερή στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ αποτελεί εγγύηση για την διατήρηση της οικονομικής υπεροχής τους. Όταν κάνουμε λόγο για οικονομική υπεροχή, αναφερόμαστε σε επιχειρήσεις χιλιάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, επιχειρήσεις εξαιρετικά ισχυρές που ασκούν τεράστια επιρροή στην πολιτική του Λευκού Οίκου, ανεξαρτήτως του εκάστοτε προέδρου. Τα δισεκατομμύρια των κερδών δεν θα παραδοθούν εύκολα, χωρίς έναν σκληρό αγώνα.

Όπως είπε και ο Μαρξ πριν από 160 χρόνια:

«Το κεφάλαιο απεχθάνεται την απουσία κέρδους ή το πολύ μικρό κέρδος». Εάν το κέρδος είναι μεγάλο, «το κεφάλαιο θα επιδείξει περίσσιο θράσος» κι εάν το κέρδος είναι πολύ μεγάλο «δεν θα υπάρξει έγκλημα που θα διστάσει να διαπράξει ούτε ρίσκο που θα διστάσει να πάρει».

Μερικοί θα υποστηρίξουν ότι η δύναμη μαζικής εξόντωσης που έχουν τα σύγχρονα όπλα είναι πολύ μεγάλη για να πάρει κάποιος το ρίσκο μιας σύρραξης μεγάλης κλίμακας. Όμως αυτή η λάθος συλλογιστική υπήρχε και πριν από εκατό χρόνια, σύμφωνα με την Katrina Mason.

«Πριν από λίγο περισσότερα από 100 χρόνια, οι αναλυτές εκτιμούσαν ότι τα όπλα ήταν τόσο τεχνολογικά ανεπτυγμένα και τόσο θανατηφόρα, ώστε κανείς δεν θα κατέφευγε στη χρήση τους. Πολλοί διατύπωναν την άποψη ότι ο αδιάκοπος εξοπλιστικός ανταγωνισμός ήταν μέρος μιας οικονομικής προσπάθειας ενίσχυσης της εγχώριας βιομηχανίας και υποτιμούσαν το ενδεχόμενο να οδηγήσει ένας τέτοιος ανταγωνισμός σε σύρραξη. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τους διέψευσε και στις δύο εκτιμήσεις».

Πώς μπορούν τα γιγαντιαία οικονομικά συμφέροντα να τεθούν υπό δημοκρατικό έλεγχο, ώστε να επικρατήσει η κοινή λογική κι όχι το κυνήγι του κέρδους; Το ερώτημα αυτό θα είναι καθοριστικό για το μέλλον.


*O Marc Vandepitte είναι Βέλγος φιλόσοφος και οικονομολόγος, συγγραφέας πολλών βιβλίων για τις σχέσεις Νότου-Βορρά, τη Λατινική Αμερική, την Κούβα και την Κίνα.

Πηγή: Global Research
Μετάφραση:
Ειρήνη Τσαλουχίδη

Οι ιδιαιτερότητες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στη Λατινική Αμερική

Οι ιδιαιτερότητες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Λατινική Αμερική

Οι ιδιαιτερότητες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Λατινική Αμερική

Η θεώρηση του ιμπεριαλισμού ως γενικού φαινομένου αδυνατεί να δει τον ιδιαίτερο τρόπο που αυτός  λειτουργεί, σε ένα συγκεκριμένο και προσδιορισμένο πλαίσιο. Ενώ η άσκηση της ιμπεριαλιστικής εξουσίας είναι μια κοινή στρατηγική, τα κίνητρά της, τα μέσα, οι στόχοι και η πρακτική ποικίλλουν, ανάλογα με τη φύση της ιμπεριαλιστικής χώρας και της χώρας την οποία στοχεύει.

Η Βενεζουέλα, ο σημερινός στόχος των Ηνωμένων Πολιτειών του πρόεδρου Ντόναλντ Τραμπ, είναι μια περίπτωση που απεικονίζει τις «ιδιαιτερότητες» της ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Θα προχωρήσουμε στο να περιγράψουμε το υπόβαθρο, τις τεχνικές και τις επιπτώσεις της ιμπεριαλιστικής αρπαγής της εξουσίας.

Ιστορικό Υπόβαθρο

Οι ΗΠΑ έχουν μακρά ιστορία παρέμβασης στη Βενεζουέλα, κυρίως για να αποκτήσουν τον έλεγχο του πετρελαϊκού της πλούτου. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, η Ουάσιγκτον στήριξε μια στρατιωτική δικτατορία -υπό την ηγεσία του Perez Jimenez- μέχρι αυτή να ανατραπεί από  την μαζική συμμαχία επαναστατικών, σοσιαλιστικών, εθνικοαπελευθερωτικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Η Ουάσιγκτον δεν μπορούσε να επέμβει και δεν επενέβη. Αντίθετα, πήρε το μέρος των κεντροαριστερών κομμάτων της Λαϊκής Δράσης (AD) και των κεντροδεξιών κομμάτων της COPEI τα οποία κήρυξαν τον πόλεμο ενάντια στη ριζοσπαστική αριστερά. Με την πάροδο του χρόνου οι ΗΠΑ επανάκτησαν την ηγεμονία τους έως ότου η οικονομία βρέθηκε σε κρίση την δεκαετία του 1990, οδηγώντας έτσι σε λαϊκές εξεγέρσεις και κρατικές σφαγές.

Οι ΗΠΑ δεν παρενέβησαν αρχικά, καθώς θεώρησαν ότι θα μπορούσε να ελέγξουν τον Ούγκο Τσάβες καθώς αυτός δεν είχε δεσμούς με την αριστερά. Επιπλέον, οι ΗΠΑ εκείνο το διάστημα είχαν ανοιχτά στρατιωτικά μέτωπα στα Βαλκάνια (Γιουγκοσλαβία) και στη Μέση Ανατολή και προετοιμάζονται για πολέμους εναντίον του Ιράκ και άλλων εθνικών χωρών που αντιτίθενται στο Ισραήλ και υποστηρίζουν την Παλαιστίνη.

Χρησιμοποιώντας το πρόσχημα μιας παγκόσμιας τρομοκρατικής απειλής, η Ουάσιγκτον ζητούσε υποταγή στα σχέδια της για έναν παγκόσμιο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».

Ο πρόεδρος Τσάβες δεν υπέκυψε. Δήλωσε ότι «δεν  μπορείς να καταπολεμήσεις  την τρομοκρατία με τρομοκρατία». Οι ΗΠΑ αποφάσισαν ότι η δήλωση ανεξαρτησίας του Τσάβες ήταν απειλή για την ηγεμονία των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική και όχι μόνο. Η Ουάσιγκτον αποφάσισε να ανατρέψει τον εκλεγμένο πρόεδρο Τσάβες, ακόμη και προτού εθνικοποιήσει την αμερικανική βιομηχανία πετρελαίου.

Τον Απρίλιο του 2002, οι ΗΠΑ διοργάνωσαν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο νικήθηκε μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες από την λαϊκή εξέγερση που υποστηρίχθηκε από κομμάτια του στρατού. Μια δεύτερη απόπειρα ανατροπής του προέδρου Τσάβες ξεκίνησε από τα στελέχη της πετρελαϊκής βιομηχανίας, μέσω ενός πετρελαϊκού αποκλεισμού (lock out). Ηττήθηκε από τους πετρελαιοπαραγωγούς και τους εκτός χώρας εξαγωγείς πετρελαίου. Η εθνική – λαϊκή επανάσταση του Τσάβες προχώρησε στην εθνικοποίηση των πετρελαϊκών εταιρειών που υποστήριζαν το lock out.

Τα αποτυχημένα πραξικοπήματα οδήγησαν την Ουάσιγκτον να υιοθετήσει προσωρινά μια εκλογική στρατηγική η οποία ήταν αδρά χρηματοδοτούμενη από την Ουάσιγκτον μέσω ελεγχόμενων ιδρυμάτων και ΜΚΟ. Οι επαναλαμβανόμενες εκλογικές ήττες οδήγησαν την Ουάσιγκτον να στραφεί σε εκλογικά μποϊκοτάζ και προπαγανδιστικές εκστρατείες με σκοπό να απονομιμοποιήσει την εκλογική επιτυχία του προέδρου Τσάβες.

Οι αποτυχημένες προσπάθειες της Ουάσιγκτον για την αποκατάσταση της ιμπεριαλιστικής εξουσίας, είχαν τα  αντίστροφα αποτελέσματα. Ο Τσάβες αύξησε την εκλογική του επιρροή, επέκτεινε τον κρατικό έλεγχο επί του πετρελαίου και άλλων κρατικών πόρων και ριζοσπαστικοποίησε τη λαϊκή του βάση. Επιπλέον, ο Τσάβες εξασφάλισε όλο και μεγαλύτερη υποστήριξη για τις αντιιμπεριαλιστικές του πολιτικές, μέσα στην κυβέρνηση. αλλά και στα κινήματα σε όλη τη Λατινική Αμερική και αύξησε την επιρροή και τους δεσμούς του σε όλη την Καραϊβική παρέχοντας επιδοτούμενο πετρέλαιο.

Ενώ διάφοροι σχολιαστές αποδίδουν την μαζική υποστήριξη και επιρροή του Πρόεδρου Τσάβες στο χαρισματικό του χαρακτήρα, οι αντικειμενικές συνθήκες, που είναι ιδιαίτερες για τη Λατινική Αμερική, ήταν αυτές που αποδείχθηκαν καθοριστικές. Στην ήττα των ιμπεριαλιστικών παρεμβάσεων από τον Πρόεδρο Τσάβες, συνέβαλαν πέντε προϋποθέσεις:

  1. Η βαθιά ανάμιξη των ΗΠΑ σε πολλούς παρατεταμένους πολέμους ταυτόχρονα – συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής, της Νότιας Ασίας και της Βόρειας Αφρικής, αποσυντόνισαν την Ουάσιγκτον. Επιπλέον, οι στρατιωτικές δεσμεύσεις των ΗΠΑ προς το Ισραήλ υπονόμευσαν τις προσπάθειες των ΗΠΑ να στραφούν εκ νέου στη Βενεζουέλα.
  2. Η πολιτική επιβολής κυρώσεων των ΗΠΑ έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της παραγωγικής έκρηξης του 2003-2011, η οποία παρείχε στην Βενεζουέλα, ως πετρελαιαγωγό χώρα τους οικονομικούς πόρους για τη χρηματοδότηση εγχώριων κοινωνικών προγραμμάτων και άρα την αντιμετώπιση των τοπικών μποϊκοτάζ από κομμάτια της ελίτ που συμμάχησαν με τις ΗΠΑ.
  3. Η Βενεζουέλα επωφελήθηκε από τις νεοφιλελεύθερες κρίσεις της δεκαετίας του 1990-2001, που οδήγησαν στην άνοδο των κεντροαριστερών πατριωτικών λαϊκών κυβερνήσεων σε ολόκληρη την περιοχή. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Αργεντινή, τη Βραζιλία, το Εκουαδόρ, τη Βολιβία και την Ονδούρα. Επιπλέον, τα «κεντρώα» καθεστώτα στο Περού και τη Χιλή παρέμειναν ουδέτερα. Επιπλέον η Βενεζουέλα και οι σύμμαχοί της εξασφάλισαν ότι οι ΗΠΑ δεν θα ελέγχουν την οργάνωση της περιφέρειας.
  4. Ο πρόεδρος Τσάβες, ως πρώην στρατιωτικός αξιωματούχος, εξασφάλισε την αφοσίωση των στρατιωτικών δυνάμεων, αποκόπτοντας τις προσπάθειες των ΗΠΑ για την οργάνωση πραξικοπημάτων.
  5. Οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές κρίσεις του 2008-2009 ανάγκασαν τις ΗΠΑ να ξοδέψουν πολλά τρισεκατομμύρια δολάρια για τη διάσωση των τραπεζών. Οι οικονομικές κρίσεις και η μερική ανάκαμψη ενίσχυσαν τα θησαυροφυλάκια του Υπουργείου Οικονομικών, αλλά εξασθένησαν τη σχετική επιρροή του Πενταγώνου.

Με άλλα λόγια, ενώ οι ιμπεριαλιστικές πολιτικές και οι στρατηγικοί στόχοι παρέμειναν, η ικανότητα των ΗΠΑ να κατακτούν περιοχές, περιοριζόταν από αντικειμενικούς όρους.

Παράγοντες που ευνοούν την ιμπεριαλιστική επέμβαση

Τις αντίστροφες περιστάσεις που ευνοούσαν τον ιμπεριαλισμό μπορούμε να τις διακρίνουμε στην πιο πρόσφατη εποχή. Περιλαμβάνουν τέσσερις προϋποθέσεις:

  1. Το τέλος της υπερπαραγωγής στην εμπορευματική παραγωγή αποδυνάμωσε τις οικονομίες των κεντροαριστερών συμμάχων της Βενεζουέλας και οδήγησε στην άνοδο των ακροδεξιών καθοδηγούμενων από τις ΗΠΑ καθεστώτων, καθώς και στην αύξηση των κινήσεων για πραξικοπήματα, των επίσης υποστηριζόμενων από τις ΗΠΑ, αντιπάλων του νεοεκλεγέντος προέδρου Μαδούρο.
  2. Η αποτυχία στη διαφοροποίηση των εξαγωγών, των αγορών, των χρηματοπιστωτικών συστημάτων και των συστημάτων διανομής κατά τη διάρκεια της περιόδου οικονομικής επέκτασης, οδήγησε σε μείωση της κατανάλωσης και της παραγωγής, και επέτρεψε στον ιμπεριαλισμό να προσελκύσει ψηφοφόρους, ιδίως από τους μεσαίους και κατώτερης μεσαίας τάξης καταναλωτές, τους εργαζόμενους, τους επιχειρηματίες και τους καταστηματάρχες.
  3. Το Πεντάγωνο επικέντρωσε τα στρατιωτικά του σχέδια από τη Μέση Ανατολή στη Λατινική Αμερική, εντοπίζοντας στρατιωτικούς και πολιτικούς συμμάχους – πελάτες ανάμεσα σε βασικά καθεστώτα – τη Βραζιλία, την Αργεντινή, το Εκουαδόρ, το Περού και τη Χιλή.
  4. Η πολιτική παρέμβαση της Ουάσιγκτον στις εκλογικές διαδικασίες της Λατινικής Αμερικής άνοιξε την πόρτα για την οικονομική εκμετάλλευση πόρων και την στρατολόγηση στρατιωτικών συμμάχων, έτσι ώστε να απομονώσει και να περικυκλώσει την πατριωτική, λαϊκή, Βενεζουέλα.

Οι αντικειμενικές εξωτερικές συνθήκες ευνοούσαν την ιμπεριαλιστική αναζήτηση της Ουάσιγκτον για κυριαρχία. Τα εγχώρια ολιγαρχικά λόμπι ισχύος ενίσχυσαν τη δυναμική για την ιμπεριαλιστική επέμβαση, την πολιτική κυριαρχία και τον έλεγχο της πετρελαϊκής βιομηχανίας.

Η μείωση των εσόδων από το πετρέλαιο της Βενεζουέλας, η κινητοποίηση της εκλογικής βάσης και η συστηματική δολιοφθορά της παραγωγής και της διανομής, είχαν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η αυτοανακηρυχθείσα δεξιά αγκάλιασαν το πραξικόπημα των ΗΠΑ καθοδηγούμενο από την ακροδεξιά, υιοθετώντας μια δημοκρατική και ανθρωπιστική ρητορική.

Η Ουάσιγκτον αύξησε τις οικονομικές κυρώσεις για να λιμοκτονήσει τους υποστηρικτές του Τσάβες, προερχόμενων από στρώματα χαμηλών εισοδημάτων, ενώ κινητοποίησε τους Ευρωπαίους και Λατινοαμερικανούς συμμάχους – υποτακτικούς της για να πιέσουν την παράδοση της Βενεζουέλας. Ταυτόχρονα σχεδίαζε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα.

Η τελική φάση του στρατιωτικού πραξικοπήματος που σχεδιάστηκε και οργανώθηκε στις ΗΠΑ απαιτούσε τρεις προϋποθέσεις:

  1. Μια διαίρεση στον στρατό ώστε να παρέχει στο Πενταγώνο και τους σχεδιαστές πραξικοπήματος ένα πρόσωπο και ένα πρόσχημα για μια «ανθρωπιστική» εισβολή των ΗΠΑ.
  2. Μια «συμβιβαστική» πολιτική ηγεσία που επιδιώκει πολιτικό διάλογο με τους αντιπάλους που προετοιμάζονται για πόλεμο.
  3. Τη δέσμευση όλων των λογαριασμών στο εξωτερικό και το κλείσιμο όλων των δανείων και αγορών από τα οποία εξακολουθεί να εξαρτάται η Βενεζουέλα.

Συμπεράσματα

Ο ιμπεριαλισμός είναι μια κεντρική πτυχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού των ΗΠΑ. Αλλά δεν μπορεί να επιτύχει τους στόχους και τα μέσα του όταν και όπως επιθυμεί. Οι μεταβολές σε παγκόσμιο επίπεδο καθεστώτων και ο συσχετισμός δυνάμεων μπορούν να αποτρέψουν και να καθυστερήσουν την ιμπεριαλιστική επιτυχία.

Τα πραξικοπήματα μπορούν να νικηθούν και να μετατραπούν σε ριζικές μεταρρυθμίσεις. Οι ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες μπορούν να αντιμετωπιστούν με επιτυχημένες οικονομικές πολιτικές και στρατηγικές συμμαχίες.

Η Λατινική Αμερική ήταν επιρρεπής σε ιμπεριαλιστικά πραξικοπήματα και στρατιωτικές επεμβάσεις. Ωστόσο, είναι επίσης σε θέση να οικοδομήσει περιφερειακές, ταξικές και διεθνείς συμμαχίες.

Σε αντίθεση με άλλες περιοχές και ιμπεριαλιστικούς στόχους, η Λατινική Αμερική αποτελεί έδαφος για τους ταξικούς και αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες. Οι οικονομικοί κύκλοι συνοδεύουν την άνοδο και πτώση των ταξικών διεκδικήσεων και ως εκ τούτου οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις προχωρούν και υποχωρούν.

Η επέμβαση των ΗΠΑ στη Βενεζουέλα είναι ο μακρύτερος πόλεμος του αιώνα μας (δεκαοκτώ χρόνια) – πέραν της εισβολής των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Η σύγκρουση δείχνει επίσης πως οι ΗΠΑ βασίζονται σε περιφερειακούς υποτακτικούς και υπερπόντιους συμμάχους για να τους παρέχουν κάλυψη για τις επεμβάσεις τους.

Ενώ τα πραξικοπήματα είναι συχνά, οι συνέπειές τους είναι ασταθείς – οι υποτακτικοί είναι αδύναμοι και τα καθεστώτα είναι ευάλωτα απέναντι σε λαϊκές εξεγέρσεις.

Τα αμερικανικά πραξικοπήματα κατά των λαοφιλών καθεστώτων οδηγούν σε αιματηρές σφαγές που δεν κατορθώνουν να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση μεγάλης κλίμακας.

Αυτές είναι οι «ιδιαιτερότητες» των πραξικοπημάτων κατά των λαών της Λατινικής Αμερικής.

Μετάφραση: Σοφία Χαντέρ

Πηγή: Global Research

Οι ΗΠΑ παρέχουν στρατιωτική ενίσχυση στο 73% των δικτατορικών καθεστώτων του πλανήτη

Για δεκαετίες, οι Αμερικανοί πολίτες έχουν ακούσει επανειλημμένα από την κυβέρνησή τους και τα ιδιωτικά ΜΜΕ ότι το κίνητρο για τις πολεμικές επιθέσεις που εξαπολύει ο πρόεδρός τους είναι γενικά η ανάγκη αντίδρασης απέναντι σε επιθετικές ή καταπιεστικές πράξεις διαφόρων «σατανικών δικτατόρων». Μας είπαν ότι έπρεπε να εισβάλουμε στο Ιράκ επειδή ο Σαντάμ Χουσεϊν ήταν ένας σατανικός δικτάτορας. Έπρεπε να βομβαρδίσουμε την Λιβύη, επειδή ο Μουαμάρ Καντάφι ήταν ένας σατανικός δικτάτορας, αποφασισμένος να αιματοκυλήσει το λαό του. Σήμερα, φυσικά, μας λένε ότι θα πρέπει να στηρίξουμε τους αντάρτες στη Συρία, επειδή ο Μπασάρ Αλ-Άσσαντ είναι ένας σατανικός δικτάτορας και ότι θα πρέπει να ακονίσουμε τα σπαθιά μας ενάντια στον Κιμ Γιονγκ-Ουν της Βόρειας Κορέας και τον Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας, επειδή είναι και αυτοί σατανικοί δικτάτορες.

Τα παραπάνω αποτελούν μέρος της γενικότερης ρητορικής των κυρίαρχων, ιδιωτικών ΜΜΕ – η οποία συνήθως δεν αμφισβητείται από κανέναν – που υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ ηγούνται του συνασπισμού των «Δυτικών δημοκρατιών» σε έναν παγκόσμιο αγώνα ενάντια στην τρομοκρατία και τον ολοκληρωτισμό, με στόχο την προαγωγή της δημοκρατίας.

Θέτω ένα απλό ερώτημα: Είναι αληθή τα παραπάνω; Η κυβέρνηση των ΗΠΑ αντιτίθεται όντως στα δικτατορικά καθεστώτα και προασπίζεται την δημοκρατία ανά τον πλανήτη, όπως μας έχουν πει επανειλημμένως;

Η εξεύρεση της αλήθειας δεν είναι εύκολη υπόθεση, όμως ομοσπανδιακές πηγές μας δίνουν μιαν απάντηση: Όχι. Σύμφωνα με το σύστημα της οργάνωσης Freedom House για την αξιολόγηση των πολιτικών δικαιωμάτων ανά τον κόσμο, υπάρχουν 49 κράτη στον πλανήτη, τα καθεστώτα των οποίων, με βάση τα στοιχεία του 2015, μπορούν σε γενικές γραμμές να χαρακτηριστούν «δικτατορικά». Σύμφωνα με τα δημοσιονομικά στοιχεία του 2015, του τελευταίου έτους για το οποίο έχουμε μέχρι στιγμής δημοσιευμένα στοιχεία, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ παρείχε στρατιωτική στήριξη σε 36 από τα καθεστώτα αυτά, με την ευγενική χορηγία των φόρων που πληρώνετε. Οι ΗΠΑ στηρίζουν αυτή τη στιγμή πάνω από το 73% των δικτατορικών καθεστώτων που υπάρχουν στον κόσμο!

Οι περισσότεροι πολιτικοποιημένοι άνθρωποι γνωρίζουν μερικές από τις πιο δημοσιοποιημένες περιπτώσεις, όπως την στρατιωτική ενίσχυση δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων που παρέχεται στην παγκόσμια πρωτεύουσα των αποκεφαλισμών, τη μισογύνικη μοναρχία της Σαουδικής Αραβίας και την καταπιεστική στρατιωτική δικτατορία που έχει πλέον την εξουσία στην Αίγυπτο. Παρόλα αυτά, οι απολογητές της ιμπεριαλιστικής εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας πιθανώς να προσπαθήσουν να δικαιολογήσουν μια τέτοια είδους στήριξη, υποστηρίζοντας πως η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος αποτελούν τις εξαιρέσεις στον κανόνα. Θα υποστηρίξουν, πιθανώς, ότι τα γενικότερα εθνικά μας συμφέροντα στη Μέση Ανατολή απαιτούν να παραβλέψουμε προς το παρόν την καταπιεστική φύση των συγκεκριμένων κρατών, προκειμένου να εξυπηρετήσουμε ένα ευρύτερο, δημοκρατικό σχέδιο σε ένα μεταγενέστερο, τελικό στάδιο.

Μια τέτοια ανοησία θα μπορούσε να δεχτεί κριτική από πολλές οπτικές, ξεκινώντας πρώτα από όλα από τον ταξικά μεροληπτικό τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνεται το τι συνιστά «εθνικό συμφέρον» των ΗΠΑ. Η έρευνά μου, όμως, για την στήριξη των ΗΠΑ στα δικτατορικά καθεστώτα ανά τον κόσμο αποδεικνύει ότι οι ενισχύσεις που παρέχει η κυβέρνησή μας στη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο δεν αποτελούν επ’ουδενί εξαίρεση στον κανόνα. Είναι ο κανόνας.

Πηγές και Μεθοδολογία της έρευνας

Δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρω πόσα από τα δικτατορικά καθεστώτα στον πλανήτη υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ. Από ότι φαίνεται κανείς δεν συγκεντρώνει ή διατηρεί μια λίστα, οπότε έπρεπε να το κάνω μόνος μου. Να λοιπόν πώς κατέληξα στο συμπέρασμά μου:

Βήμα 1ο: Καθόρισα πόσες από τις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο μπορούν σε γενικές γραμμές να χαρακτηριστούν δικτατορικές.

Ένας κοινώς αποδεκτός ορισμός της «δικτατορίας» είναι ότι πρόκειται για ένα σύστημα διακυβέρνησης στο οποίο ένα πρόσωπο ή μια μικρή ομάδα διαθέτει απόλυτη κρατική εξουσία, καθοδηγώντας, κατά συνέπεια, όλες τις κρατικές πολιτικές επιλογές και τις σημαντικές κυβερνητικές πράξεις – στερώντας από το λαό τη δυνατότητα να αλλάξει αυτές τις πολιτικές ή να αντικαταστήσει τους κυβερνώντες με άλλα μέσα πέρα από την επανάσταση ή το πραξικόπημα. Εξέτασα, αρχικά, πολλές ιστοσελίδες και οργανώσεις που ισχυρίζονταν ότι διαθέτουν λίστες των δικτατοριών που υπάρχουν ανά τον κόσμο, όμως οι περισσότερες είτε ήταν παρωχημένες είτε περιλάμβαναν μόνο τους «χειρότερους δικτάτορες» του κόσμου είτε είχαν παρόμοιες αδυναμίες, ή/και γενικότερα δεν περιέγραφαν με κάποιο τρόπο τη μεθοδολογία που ακολούθησαν προκειμένου να φτάσουν στη συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση. Ξέμεινα,εντέλει, με βασική πηγή τις ετήσιες εκθέσεις «Για την Ελευθερία στον Κόσμο» που δημοσιεύει η οργάνωση Freedom House, καθώς διέθετε την πιο εμπεριστατωμένη λίστα.

Αυτό δεν ήταν απολύτως ικανοποιητικό, καθώς η Freedom House μεροληπτεί ξεκάθαρα υπέρ των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης των ΗΠΑ[1]. Για παράδειγμα, κατατάσσει την Ρωσία στην κατηγορία των δικτατοριών. Στην εισαγωγή της έκθεσης «Για την Ελευθερία στον κόσμο» το 2017, εκφράζει την άποψη ότι «η Ρωσία, μέσω σοκαριστικών επιδείξεων ύβρεως και επιθετικότητας, παρενέβη στις εσωτερικές πολιτικές διαδικασίες των ΗΠΑ και άλλων δημοκρατιών, κλιμάκωσε την στρατιωτική της στήριξη προς το δικτατορικό καθεστώς του Άσσαντ στη Συρία και εδραίωσε την παράνομη κατοχή της σε περιοχές της Ουκρανίας». Μια πιο αντικειμενική οπτική θα παρατηρούσε ότι οι ισχυρισμοί περί ανάμειξης της ρωσικής κυβέρνησης στις αμερικανικές εκλογές δεν έχουν αποδειχθεί (εκτός κι αν έχει κανείς την τάση να δέχεται ανεπιφύλακτα ότι υποστηρίζουν ορισμένες μυστικές υποηρεσίες των ΗΠΑ)· ότι η αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ κυβέρνηση της Συρίας ζήτησε επισήμως την βοήθεια της Ρωσίας, κατά τρόπο σύμφωνο προς το διεθνές δίκαιο (σε αντίθεση με ότι ισχύει για τις επιθετικές πράξεις των ΗΠΑ και την στήριξή τους στην εκεί συντελούμενη εξέγερση)· θα αναγνώριζε τουλάχιστον ότι η ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία έλαβε χώρα εντός του γενικότερου πλαισίου της ξεδιάντροπης στήριξης που παρείχαν οι ΗΠΑ στο συντελούμενο στη χώρα πραξικόπημα.

Μολαταύτα, οι εκθέσεις της Freedom House φαίνεται πως είναι οι καλύτερες (αν όχι οι μόνες) εμπεριστατωμένες «μετρήσεις» της κατάστασης των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, που καλύπτουν κάθε κράτος στον κόσμο. Η οργάνωση χρησιμοποιεί μία ομάδα 130 περίπου αναλυτών από το εσωτερικό και το εξωτερικό, ειδικούς συμβούλους από τον ακαδημαϊκό χώρο, επιστημονικά επιτελεία και κοινότητες προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίοι φέρονται να αξιοποιούν μια ευρεία γκάμα πηγών, που περιλαμβάνει ειδησεογραφικά άρθρα, ακαδημαϊκές μελέτες, εκθέσεις μη κυβερνητικών οργανισμών και προσωπικές συνεντεύξεις. Οι «μετρήσεις» των αναλυτών συζητιούνται και υποστηρίζονται στις ετήσιες απολογιστικές συναντήσεις, που οργανώνονται για κάθε περιοχή του πλανήτη και παρακολουθούνται από το προσωπικό της Freedom House και από ένα πάνελ ειδικών. Οι τελικές «μετρήσεις» αποτυπώνουν την κοινή άποψη των αναλυτών, των ειδικών συμβούλων και του προσωπικού, ενώ σκοπός τους είναι η δυνατότητα σύγκρισης των στοιχείων από έτος σε έτος, αναφορικά με κράτη και ευρύτερες περιοχές. Η Freedom House αναγνωρίζει ότι «παρά το γεγονός ότι το στοιχείο της υποκειμενικότητας υπάρχει αναπόφευκτα σε ένα τέτοιου είδους εγχείρημα, κατά τη διαδικασία των αξιολογήσεων δίνεται έμφαση στη μεθοδολογική συνέπεια, τη διανοητική αυστηρότητα και τις δίκαιες, αμερόληπτες κρίσεις».

Καθένας μπορεί να διατηρεί τις αμφιβολίες του, όμως θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι η προφανής μεροληψία της Freedom House απέναντι στις ΗΠΑ στην πραγματικότητα εξυπηρετεί ακόμη περισσότερο τους σκοπούς της δικής μου έρευνας. Αν η ομάδα των ειδικών της ΜΚΟ κλίνει προς μια πιο ευνοϊκή για την κυβέρνηση των ΗΠΑ οπτική των πραγμάτων, αυτό σημαίνει ότι πιθανότατα θα ενέδιδε στον πειρασμό να μην εντάξει κράτη που στηρίζονται από τις ΗΠΑ στην κατηγορία των δικτατοριών. Κοντολογίς, εάν μέχρι και η Freedom House κατατάσσει μια κυβέρνηση που στηρίζεται από τις ΗΠΑ στις δικτατορίες, τότε μπορεί να είναι κανείς αρκετά σίγουρος ότι, εν προκειμένω, ο χαρακτηρισμός αυτός ευσταθεί.

Στην παρούσα έρευνα, έχω χρησιμοποιήσει την έκθεση της Freedom House «για την Ελευθερία στον κόσμο» του έτους 2016, παρά το γεγονός ότι έχει δημοσιευθεί και η έκθεσή της για το 2017. Το έκανα αυτό επειδή η έκθεση του 2016 αποτυπώνει την αξιολόγησή της για την κατάσταση των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών όπως αυτή είχε το 2015, πράγμα που αντιστοιχεί χονδρικά με τα στοιχεία για την στρατιωτική ενίσχυση και τις πωλήσεις όπλων των ΗΠΑ, που είναι διαθέσιμα για το δημοσιονομικό έτος 2015 (1 Οκτώβρη 2014 – 30 Σεπτέμβρη 2015) και το ημερολογιακό έτος 2015. (Θα συντάξω μία ανανεωμένη έκθεση μόλις δημοσιευθούν τέτοιου είδους στοιχεία για το δημοσιονομικό έτος 2016).

Για την εκτίμηση της κατάστασης των «πολιτικών δικαιωμάτων» και «ατομικών ελευθεριών» σε ένα κράτος, η Freedom House χρησιμοποιεί ένα βαθμολογικό σύστημα, προκειμένου να αξιολογήσει κάθε χώρα ως «ελεύθερη», «μερικώς ελεύθερη», και «ανελεύθερη», με κάθε κατηγορία να γνωρίζει και εσωτερική διαβάθμιση ανάλογα με τη βαθμολογία κάθε κράτους. Η οργάνωση περιγράφει το βαθμολογικό της σύστημα ως εξής: «Μία χώρα ή μια περιοχή λαμβάνει δύο βαθμολογίες (από το 7 έως το 1) – μία για τα πολιτικά δικαιώματα και μία για τα ατομικά -, που βασίζονται στις συνολικές βαθμολογίες που κατέγραψε η χώρα στα συγκεκριμένα ερευνητικά ερωτήματα, που αφορούσαν την κατηγορία των πολιτικών ή των ατομικών δικαιωμάτων αντίστοιχα. Κάθε συνολική βαθμολογία κυμαίνεται από το 1 έως το 7, με το 1 να αντιπροσωπεύει τον ύψιστο βαθμό ελευθερίας και το 7 τον χαμηλότερο, και αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη γκάμα βαθμολογήσεων στα επιμέρους ερωτήματα».

Προκειμένου να καθορίσω στην έρευνά μου ποιες χώρες μπορούν να χαρακτηριστούν δικτατορικές, επικεντρώθηκα μόνο στις βαθμολογίες τους αναφορικά με την κατάσταση των «πολιτικών δικαιωμάτων» και κατέταξα τα κράτη που έχουν αξιολογηθεί με 6 ή 7 στην κατηγορία των δικτατοριών. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι τα ατομικά δικαιώματα δεν έχουν σημασία, όμως το ζητούμενο στην παρούσα έρευνα είναι η αξιολόγηση του βαθμού της απολυταρχίας της πολιτικής ηγεσίας μιας χώρας, όχι η αξιολόγηση στοιχείων όπως η ελευθερία της έκφρασης, του τύπου κλπ. Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, όπως είναι φυσικό, τα κράτη με χαμηλές βαθμολογίες στον τομέα των πολιτικών δικαιωμάτων έχουν χαμηλές βαθμολογίες και στον τομέα των ατομικών δικαιωμάτων. Μια αξιολόγηση, όμως, της κατάστασης των πολιτικών δικαιωμάτων σε μία χώρα με βαθμό 6 ή 7 αντιστοιχεί πολύ περισσότερο στον ορισμό που δώσαμε για τα δικτατορικά καθεστώτα, σύμφωνα με το χαρακτηρισμό που δίνει η Freedom House για κάθε βαθμολογία:

6 – «Τα κράτη και οι περιοχές με βαθμολογία 6 αναγνωρίζουν πολύ περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα. Η διακυβέρνηση ασκείται από ένα μοναδικό κόμμα ή από στρατιωτικές δικτατορίες, από θρησκευτικές ιεραρχίες ή απόλυτους μονάρχες. Πιθανώς να αναγνωρίζουν ορισμένα πολιτικά δικαιώματα, όπως κάποιας μορφής αντιπροσώπευση ή αυτονομία για τις μειονότητες, ενώ μερικά από αυτά τα καθεστώτα είναι παραδοσιακές μοναρχίες, που ανέχονται την ύπαρξη πολιτικού διαλόγου και αποδέχονται επίσημα αιτήματα εκ μέρους του λαού».

7 – «Στις χώρες και τις περιοχές με βαθμολογία 7 αναγνωρίζονται ελάχιστα ή και καθόλου πολιτικά δικαιώματα, εξαιτίας της σοβαρής κυβερνητικής καταπίεσης που υπάρχει, σε συνδυασμό κάποιες φορές και με τη διεξαγωγή εμφυλίου πολέμου. Στα κράτη αυτά μπορεί επίσης να εκλείπει μία επίσημη και λειτουργική κεντρική κυβέρνηση και να μαστίζονται από την ακραία βία ή να κυβερνώνται από τοπικούς πολέμαρχους.»

Αν και είναι συζητήσιμο το κατά πόσο ταιριάζει σε ένα κράτος χωρίς καθόλου «λειτουργική κεντρική διακυβέρνηση» ο χαρακτηρισμός της δικτατορίας, πιστεύω ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση που σε ένα κράτος η διακυβέρνηση ασκείται defactoαπό πολέμαρχους ή αντίπαλους στρατούς ή παραστρατιωτικές ομάδες. Μια τέτοια κατάσταση σημαίνει απλώς ότι το κράτος αυτό κυβερνάται από δύο ή και περισσότερους δικτάτορες αντί για έναν.

Με βάση το σύστημα αξιολόγησης της Freedom House, το 2015 υπήρχαν λοιπόν 49 κράτη που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σε γενικές γραμμές ως δικτατορίες, και είναι τα εξής:

Το Αφγανιστάν, η Αλγερία, η Ανγκόλα, το Αζερμπαϊτζάν, το Μπαχρέιν, η Λευκορωσία, το Μπρουνέι, το Μπουρούντι, η Καμπότζη, το Καμερούν, η Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία, το Τσαντ, η Κίνα, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (Congo-Kinshasa), η Δημοκρατία του Κονγκό (Congo – Brazzaville), η Κούβα, το Τζιμπουτί, η Αίγυπτος, η Ισημερινή Γουϊνέα, η Ερυθραία, η Αιθιοπία, η Γκαμπόν, η Γκάμπια, το Ιράν, η Ιορδανία, το Καζακστάν, το Λάος, η Λιβύη, η Μαυριτανία, η Μιανμάρ, η Βόρεια Κορέα, το Ομάν, το Κατάρ, η Ρωσία, η Ρουάντα, η Σαουδική Αραβία, η Σομαλία, το Νότιο Σουδάν, το [Βόρειο] Σουδάν, η Σουαζιλάνδη, η Συρία, το Τατζικιστάν, η Ταϊλάνδη, το Τουρκμενιστάν, η Ουγκάντα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ουζμπεκιστάν, το Βιετνάμ και η Υεμένη.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Freedom House συμπεριέλαβε στις αξιολογήσεις της για το έτος 2015 και αρκετές ακόμη «οντότητες», που βαθμολογήθηκαν με 6 ή 7 στον τομέα των πολιτικών δικαιωμάτων, ο χαρακτήρας των οποίων ως ανεξάρτητων κρατών ήταν ιδιαίτερα αμφισβητούμενος: Κριμέα, Λωρίδα της Γάζας, Αζάντ Τζαμού και Κασμίρ, Νότια Οσετία, Θιβέτ, Υπερδνειστερία, Δυτική Όχθη και Δυτική Σαχάρα. Στην καταμέτρησή μου για τις 49 δικτατορίες που υφίσταντο στον πλανήτη το 2015 απέκλεισα αυτές τις περιοχές, που είτε είναι ήσσονος σημασίας είτε είναι αμφισβητούμενες.

Βήμα 2ο: Προσδιόρισα ποιες από όλες τις δικτατορίες στον κόσμο έλαβαν το 2015 χρηματοδότηση για στρατιωτική εκπαίδευση, για ανάπτυξη των εξοπλισμών τους ή εγκεκριμένες πωλήσεις όπλων από τις ΗΠΑ:

Σε αυτό το ερευνητικό στάδιο, βασίστηκα σε 4 πηγές, για τις δύο από τις οποίες χρειάστηκε αρκετό ψάξιμο μέχρι να τις εντοπίσω:

Α. Κοινή Έκθεση του Υπουργείου Άμυνας και του State Department των ΗΠΑ προς το Κογκρέσο, με τίτλο: «Εκπαίδευση Ξένων Στρατευμάτων κατά τα δημοσιονομικά έτη 2015-16 – Τόμος I και Τόμος II (Country Training Activities)»:

Αυτή είναι η πιο πρόσφατη ετήσια έκθεση που συντάχθηκε βάσει της διάταξης 656 του Νόμου για την Ενίσχυση Ξένων Κρατών (Foreign Assistance Act) του 1961 (όπως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί), και της διάταξης 652 του Νόμου για το Γενικό Προϋπολογισμό (Consolidated Appropriations Act), του 2008, που απαιτούν «να συντάσσεται, με ευθύνη του Υπουργείου Άμυνας και του State Department, μία έκθεση για τους συνολικούς πόρους που δαπανήθηκαν κατά το προηγούμενο δημοσιονομικό έτος για την στρατιωτική εκπαίδευση ξένου στρατιωτικού προσωπικού, καθώς και για τις δαπάνες που προτείνονται για το τρέχον δημοσιονομικό έτος»· από τους προαναφερόμενους πόρους εξαιρούνται όσοι αφορούν κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, την Αυστραλία, την Νέα Ζηλανδία και την Ιαπωνία.

Η έκθεση αυτή παρέχει στοιχεία για τις δαπάνες των ΗΠΑ για προγράμματα στρατιωτικής εκπαίδευσης, όπως το πρόγραμμα Πωλήσεων Στρατιωτικού Εξοπλισμού σε Ξένα Κράτη, τις Επιχορηγήσεις για Ξένα Στρατεύματα, το πρόγραμμα Διεθνούς Στρατιωτικής Εκπαίδευσης, το πρόγραμμα “Global Train and Equip” και το πρόγραμμα “Aviation Leadership” για την εκπαίδευση των πιλότων· ακόμη, για το πρόγραμμα Έκτακτων Αναλήψεων που προβλέπει ο Νόμος για την Ενίσχυση Ξένων Κρατών, το οποίο εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρο των ΗΠΑ να διατάξει την έκτακτη άντληση πόρων για στρατιωτικό υλικό, υπηρεσίες και εκπαίδευση, εάν προκύψει μία «αναπάντεχη κατάσταση ανάγκης, για την αντιμετώπιση της οποίας απαιτείται άμεση παροχή στρατιωτικής βοήθειας σε μια ξένη χώρα» και η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με άλλα μέσα. Στο πλαίσιο της έρευνάς μου, κατατάσσω τις παραπάνω δαπάνες στην κατηγορία της χρηματοδοτούμενης από τις ΗΠΑ στρατιωτικής εκπαίδευσης (Received US Military Training – βλ. Διαγράμματα στο τέλος).

Η έκθεση περιλαμβάνει στοιχεία και για τις δαπάνες των ΗΠΑ για την καταπολέμηση των ναρκωτικών και του εγκλήματος, για επιχειρήσεις για την παγκόσμια ειρήνη, για κέντρα μελετών για την ασφάλεια, για την απαγόρευση των ναρκωτικών και δραστηριότητες εναντίον τους, για την ενίσχυση επιχειρήσεων αποναρκοθέτησης, για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, για προγράμματα εκπαίδευσης στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας με μη θανατηφόρα μέσα κ.ά.· τις δαπάνες αυτές, στο πλαίσιο της έρευνας μου, δεν τις συμπεριέλαβα στις συνολικές δαπάνες για παροχή στρατιωτικής βοήθειας ή εκπαίδευσης. Είναι αρκετά βέβαιο ότι η ενίσχυση που παρέχουν οι ΗΠΑ μέσω τέτοιων προγραμμάτων θα μπορούσε να λειτουργήσει στην πράξη ως παροχή στρατιωτικής ενίσχυσης στα κράτη – λήπτες, αλλά προτιμώ να είμαι ιδιαίτερα επιφυλακτικός.

Από την έκθεση, προκύπτει ακόμη ότι στο πρόγραμμα για την Διεθνή Στρατιωτική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (International Military Education and Training – IMET) συμμετείχαν και απλοί πολίτες, ενώ περιελάμβανε την παροχή εκπαίδευσης γύρω από «στοιχεία του δημοκρατικού πολιτεύματος των ΗΠΑ, όπως είναι το δικαστικό σύστημα, η εποπτεία της νομοθετικής εξουσίας, η ελεύθερη έκφραση, τα ζητήματα ισότητας και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Θα μπορούσε, λοιπόν κανείς να ασκήσει κριτική στην επιλογή μου να εντάξω τις δαπάνες για το πρόγραμμα IMET στις δαπάνες για παροχή στρατιωτικής βοήθειας, με το επιχείρημα ότι στην πραγματικότητα εκπαιδεύει ξένους πολίτες και στρατιώτες στις δημοκρατικές, αντι-δικτατορικές αξίες. Όμως, μπορούμε να υποθέσουμε πως η κατάρτιση και εκπαίδευση στο πλαίσιο του παραπάνω προγράμματος καλείται «στρατιωτική» για κάποιο λόγο. Το πρόγραμμα βοηθάει τους μαθητευόμενους «στην βαθύτερη κατανόηση των ζητημάτων ασφάλειας και των μέσων για την αντιμετώπισή τους», και παρέχει «εκπαίδευση που ενισχύει τις ικανότητες των ενόπλων δυνάμεων των συμμετεχόντων κρατών, ώστε να μπορούν να υποστηρίξουν κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις και να λειτουργήσουν από κοινού με τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις». Με βάση τα παραπάνω, πιστεύω πως είναι δικαιολογημένη η προσμέτρηση του IMET στις δαπάνες για παροχή στρατιωτικής ενίσχυσης, ενώ θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει ότι το πρόγραμμα αυτό θα μπορούσε πιθανώς, κατά καιρούς, να παίζει κάποιο ρόλο στην υπεράσπιση των δημοκρατικών αρχών.

B. State Department, «Συνοπτικοί πίνακες εγκεκριμένων από το Κογκρέσο δαπανών για την παροχή ενισχύσεων σε τρίτα κράτη, Δημοσιονομικό έτος 2017».

Ο Πίνακας 3a αυτού του εντύπου παρέχει στοιχεία για το πως πραγματικά κατανέμονται οι ετήσιες δαπάνες για προγράμματα ενίσχυσης ξένων κρατών, ανά κράτος και ανά λογαριασμό, συμπεριλαμβανομένων και των δύο προγραμμάτων που μας ενδιαφέρουν, του προγράμματος Επιχορηγήσεων για Ξένα Στρατεύματα και του IMET. Από την άποψη αυτή, το παραπάνω έγγραφο αποτελεί κατά κάποιο τρόπο αντίγραφο της προηγούμενης πηγής, όμως το μελέτησα προκειμένου να διασταυρώσω τα στοιχεία μου.

Γ. Υπηρεσία για τη Συνεργασία σε θέματα Ασφάλειας, του Υπουργείου Άμυνας (DSCA), τμήμα Οικονομικής Πολιτικής και Ανάλυσης Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων, «Έκθεση ιστορικών στοιχείων αναφορικά με τις Διεθνείς Πωλήσεις Εξοπλισμών και Υλικών για Στρατιωτικές Υποδομές και άλλες μορφές Συνεργασίας στον τομέα της Ασφάλειας, 30 Σεπτεμβρίου 2015».

Η πηγή αυτή παρέχει στοιχεία για τη συνολική αξία σε δολάρια του στρατιωτικού υλικού και των υπηρεσιών που πωλήθηκαν σε ξένες κυβερνήσεις κατά το δημοσιονομικό έτος 2015, συμπεριλαμβανομένης τόσο της αξίας των συμφωνιών για μελλοντικές παραγγελίες όσο και αυτής για παραγγελίες που εκτελέστηκαν· τα στοιχεία αυτά παραθέτω στον παρακάτω πίνακα. Περιλαμβάνει, ακόμη, και άλλα στοιχεία σχετικά με την χρηματοδότηση στρατευμάτων που έφτασε σε ξένες κυβερνήσεις (είτε με τη μορφή πιστώσεων είτε με τη μορφή επιχορηγήσεων), ενώ αποτελεί μία επιπλέον πηγή για την εκπαίδευση που παρέχεται στο πλαίσιο του προγράμματος ΙΜΕΤ.

Δ. Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για ζητήματα Ειρήνης με έδρα τη Στοκχόλμη (Stockholm International Peace ResearchInstitute – SIPRI), «Στοιχεία για τη μεταφορά σημαντικών συμβατικών όπλων: ταξινομημένα ανάλογα με το κράτος – λήπτη. Συμφωνίες παράδοσης ή παραγγελίας κατά τα έτη 2015-2016».

Το Ινστιτούτο της Στοκχόλμης παρέχει ένα διαδραστικό εργαλείο με το οποίο ο χρήστης μπορεί να «παράξει» μία λίστα με τις πιο σημαντικές μεταφορές όπλων που πραγματοποιούνται από κάθε προμηθευτή, προς όλα ή προς συγκεκριμένα κράτη – λήπτες, για κάθε έτος. Παρά το γεγονός ότι το εργαλείο αυτό υπολογίζει μόνο τις «σημαντικές» μεταφορές συμβατικών όπλων, το μελέτησα προκειμένου να διασταυρώσω για άλλη μία φορά την ακρίβεια του πίνακα που κατασκεύασα. Στην ουσία επιβεβαίωσε την ακρίβεια της έκθεσης της DSCA, υπήρχαν όμως και ορισμένες πιθανές αποκλίσεις. Παραδείγματος χάριν, η DSCA καταγράφει πωλήσεις στρατιωτικού υλικού αξίας 8.000$ στην Ουγκάντα για το δημοσιονομικό έτος 2015, αλλά το Ινστιτούτο αναφέρει τη μεταφορά 10 τεθωρακισμένων οχημάτων τύπου RG-33, δύο μεταγωγικών αεροσκαφών τύπου Cessna – 208 και 15 τεθωρακισμένων οχημάτων τύπου Cougar για το ίδιο έτος. Η απόκλιση οφείλεται πιθανώς στην διαφορά τριών μηνών ανάμεσα στο δημοσιονομικό έτος 2015 και το ημερολογιακό έτος 2015, στις διαφορετικές μεθόδους χρονολόγησης των μεταφορών που έλαβαν χώρα, στις διαφορετικές μεθόδους εκτίμησης της αξίας του υλικού ή σε κάποιον άλλο, άγνωστο παράγοντα.

Βήμα 3ο: Η κατασκευή του Πίνακα

Η πρώτη στήλη του παρακάτω πίνακα περιλαμβάνει τα 49 κράτη που, σύμφωνα με τη Freedom House, κατατάσσονται στα δικτατορικά καθεστώτα. Η δεύτερη στήλη απεικονίζει τα κράτη εκείνα που έλαβαν στρατιωτική υποστήριξη από τις ΗΠΑ κατά το δημοσιονομικό έτος 2015, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέχει η πηγή Β, αλλά και η πηγή Γ. Η τρίτη στήλη απεικονίζει τα κράτη που συνήψαν συμφωνίες με τις ΗΠΑ για μελλοντικές πωλήσεις ή μεταφορές εξοπλισμών κατά το δημοσιονομικό έτος 2015, ενώ καταγράφεται και η αξία του στρατιωτικού υλικού σε δολάρια, με τα σχετικά στοιχεία να προέρχονται από την πηγή Γ αλλά και την πηγή Δ. Η τέταρτη στήλη απεικονίζει τα κράτη που όντως παρέλαβαν στρατιωτικό υλικό από τις ΗΠΑ κατά το δημοσιονομικό έτος 2015, ενώ παρατίθεται και η αξία σε δολάρια του σχετικού εξοπλισμού, με τα στοιχεία να προέρχονται από τις πηγές Γ και Δ.

USDictatorships1

USDictatorships2

US Support for the World’s Dictatorships, Fiscal Year 2015. (Chart:Rich Whitney)

Σκοπεύω να συντάξω αντίστοιχες αναφορές για την στήριξη που παρέχουν οι ΗΠΑ σε δικτατορικά καθεστώτα ανά τον κόσμο σε ετήσια βάση. Θα ξεκινήσω να επεξεργάζομαι μία έκθεση για το δημοσιονομικό έτος 2016 μόλις τα σχετικά στοιχεία καταστούν διαθέσιμα.

Πηγή: Global Research – Centre for Research on Globalization

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

O Rich Whitney είναι δικηγόρος, ηθοποιός, ραδιοφωνικός παραγωγός και DJ. Ακτιβιστής και πρώην υποψήφιος Κυβερνήτης του Κόμματος των Πρασίνων στο Illinois.


[1] Σ.τ.Μ: H Freedom House είναι μη κυβερνητική οργάνωση με έδρα τις ΗΠΑ που κατά δήλωσή της πραγματοποιεί έρευνες και υποστηρίζει τις πολιτικές ελευθερίες, τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Λαμβάνει το 86% της χρηματοδότησής της από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Περισσότερα: https://en.wikipedia.org/wiki/Freedom_House#Criticism

Η ιμπεριαλιστική στρατηγική της κατάκτησης: συνθήκες ειρήνης και αφοπλισμού

Εισαγωγή

Τα τελευταία χρόνια η αμερικανική ιμπεριαλιστική στρατηγική επιδίωξε να μειώσει το κόστος της ήττας και της υπονόμευσης ανεξάρτητων χωρών.

Τα μέσα και η μέθοδος είναι πολύ ορατά:–Καμπάνιες διεθνούς προπαγάνδας που δαιμονοποιούν τον υποδεικνυόμενο εχθρό. [Σ’ αυτές συμμετέχουν, και σ’ ένα βαθμό τις νομιμοποιούν, διάφορες υποτιθέμενα αριστερές ομάδες ή ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σ.τ.μ.]

–Στράτευση και συνεργασία Ευρωπαίων και περιφερειακών συμμάχων (Αγγλίας, Γαλλίας, Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ).

–Στρατολόγηση, εκπαίδευση και εξοπλισμός ντόπιων και ξένων μισθοφόρων που βαφτίζονται «αντάρτες» ή «δημοκράτες».

–Οικονομικές κυρώσεις ώστε να προκληθούν κοινωνικές εντάσεις μέσα στη χώρα-στόχο και πολιτική αστάθεια.

–Προτάσεις για τη διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας. Διαπραγματεύσεις χωρίς αμοιβαίες παραχωρήσεις, οι οποίες περιέχουν αλλαγές στα στρατηγικά όπλα με αντάλλαγμα υποσχέσεις για τον τερματισμό των κυρώσεων, για διπλωματική αναγνώριση και ειρηνική συνύπαρξη.

Ο στρατηγικός στόχος των ιμπεριαλιστών είναι ο αφοπλισμός προκειμένου να διευκολυνθεί η στρατιωτική και πολιτική παρέμβαση η οποία οδηγεί στην ήττα, στην κατοχή και στην αλλαγή καθεστώτος. Η επιβολή «πελατειακού καθεστώτος» που διευκολύνει τη λεηλασία των οικονομικών πόρων και εγγυάται την παραμονή των στρατιωτικών βάσεων όπως και τη διεθνή ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ και την παροχή ορμητηρίου για περαιτέρω κατακτήσεις εναντίον γειτονικών χωρών και ανεξάρτητων ηγετών που οι ΗΠΑ τους θεωρούν αντιπάλους τους.

Αυτό το πρότυπο παρατηρείται σε διάφορες περιοχές του κόσμου όπου εμφανίζονται χαρακτηριστικά παραδείγματα της αμερικανικής τακτικής και στρατηγικής για την οικοδόμηση αυτοκρατορίας, ιδίως στη Βόρεια Αφρική (Λιβύη), στη Μέση Ανατολή (Ιράκ, Παλαιστίνη, Συρία και Ιράν), στην Ασία (Βόρεια Κορέα) και στη Λατινική Αμερική (FARC στην Κολομβία).

Περίπτωση 1: Λιβύη

Ύστερα από αρκετές δεκαετίες αποτυχημένων προσπαθειών να ανατραπεί η δημοφιλής κυβέρνηση του Μ. Καντάφι μέσω τοπικών φυλετικών και μοναρχικών ένοπλων ομάδων και μέσω διεθνών οικονομικών κυρώσεων, οι ΗΠΑ πρότειναν μια πολιτική διαπραγματεύσεων και συμβιβασμού.

Άρχισαν διαπραγματεύσεις για να τερματιστούν οι κυρώσεις, πρόσφεραν διπλωματική αναγνώριση και εισδοχή στη «διεθνή κοινότητα», με αντάλλαγμα την εγκατάλειψη από τη Λιβύη των στρατηγικών όπλων συμπεριλαμβανομένων των μακράς εμβέλειας βαλλιστικών πυραύλων και άλλων αποτελεσματικών αποτρεπτικών μέσων. Οι ΗΠΑ, όλως, δεν μείωσαν τις στρατιωτικές βάσεις τους– τη στρατιωτική ετοιμότητά τους– που στόχευαν την Τρίπολη.

Το 2003, ο Καντάφι υπέγραψε μια συμφωνία με τον Μπους τον νεότερο. Υπογράφηκαν επίσης σημαντικές αμερικανο-λιβυκές συμφωνίες για το πετρέλαιο και διπλωματικές συμφωνίες. Η σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Μπους Κοντολίζα Ράις επισκέφθηκε τον πρόεδρο Καντάφι, ως μια συμβολική ενέργεια ειρήνης και φιλίας — την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ διοχέτευαν στρατιωτική βοήθεια σε ένοπλες ομάδες μέσα στη χώρα.

Τον Φεβρουάριο του 2011, οι ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Ομπάμα και την υπουργό Εξωτερικών Χ. Κλίντον μαζί με τους συμμάχους τους της ΕΕ (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο …) βομβάρδισαν τη Λιβύη – τις υποδομές της, τα λιμάνια, τα κέντρα μεταφορών, τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, τα νοσοκομεία και τα σχολεία της … Οι ΗΠΑ και η ΕΕ στήριξαν ένοπλες μισθοφορικές ομάδες που πήραν τον έλεγχο μεγάλων πόλεων και αιχμαλώτισαν, βασάνισαν και δολοφόνησαν τον Μ. Καντάφι. Πάνω από 2 εκατομμύρια μετανάστες εργάτες αναγκάστηκαν να φύγουν προς την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ή να επιστρέψουν στην Κεντρική Αφρική.

Περίπτωση 2: Ιράκ

Το Ιράκ υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν έπαιρνε όπλα και οικονομική βοήθεια από την Ουάσιγκτον για να επιτεθεί στο Ιράν. Αυτή η ντε φάκτο συμφωνία ώθησε τον Ιρακινό πρόεδρο να πιστέψει ότι η συνεργασία μεταξύ του εθνικιστικού Ιράκ και της ιμπεριαλιστικής Ουάσιγκτον εξέφραζε μια κοινή ατζέντα. Συνεπώς, η Βαγδάτη θεώρησε ότι θα είχε τη σιωπηρή αμερικανική υποστήριξη στην εδαφική της διαφορά με το Κουβέιτ. Όταν ο Σαντάμ εισέβαλε στο Κουβέιτ, οι ΗΠΑ βομβάρδισαν, κατέστρεψαν, κατέλαβαν και διαμέλισαν το Ιράκ. Υποστήριξαν την κατάληψη εδάφους από τους Κούρδους στο βορρά και επέβαλαν ζώνη απαγόρευσης πτήσεων. Στη συνέχεια, ο πρόεδρος Κλίντον βομβάρδισε επανειλημμένα το Ιράκ [επιβλήθηκαν επίσης εξαντλητικές οικονομικές κυρώσεις μέσω του ΟΗΕ], αλλά απέτυχε να απομακρύνει τον Σαντάμ.

Επί Μπους νεότερου, οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν πόλεμο μεγάλης κλίμακας, εισέβαλαν και έθεσαν υπό κατοχή το Ιράκ, δολοφονώντας αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες Ιρακινών και διαλύοντας όλη τη χώρα. Οι ΗΠΑ κατεδάφισαν συστηματικά το σύγχρονο κοσμικό κράτος και τους ζωτικούς θεσμούς του, υποδαυλίζοντας ταυτόχρονα τις πιο βάναυσες θρησκευτικές και εθνοτικές συγκρούσεις μεταξύ σιιτών και σουνιτών Ιρακινών.

Η απόπειρα του Ιράκ να συνεργαστεί με την Ουάσιγκτον τη δεκαετία του 1980 ενάντια στο Ιράν οδήγησε στην εισβολή, την καταστροφή της χώρας, τη δολοφονία χιλιάδων μη θρησκευτικών ηγετών, συμπεριλαμβανομένου του Σ. Χουσεΐν, καθώς και όλης της εκκοσμικευμένης και επιστημονικής διανόησης, και στη μετατροπή του Ιράκ σε ένα ξεδοντιασμένο υποτελές κράτος.

Περίπτωση 3: Συρία

Ο πρόεδρος της Συρίας Μπασάρ Άσαντ, σε αντίθεση με τον Καντάφι και τον Χουσεΐν, διατήρησε κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας απέναντι στα ανοίγματα της Ουάσιγκτον, παρόλο που αποδέχτηκε τις αμερικανικές επιδρομές στον Λίβανο και τη στήριξη της χριστιανικής μειονότητας και της φιλοδυτικής αντιπολίτευσης από τις ΗΠΑ.

Το 2011, οι ΗΠΑ παραβίασαν τον σιωπηρό συμβιβασμό τους και έδωσαν όπλα και χρήματα στους τοπικούς ισλαμιστές πελάτες τους για να τροφοδοτήσουν μια εξέγερση που πήρε τον έλεγχο μεγάλου μέρους της υπαίθρου χώρας και μεγάλων πόλεων, συμπεριλαμβανομένης της μισής Δαμασκού. Ο Άσαντ ζήτησε την υποστήριξη της Ρωσίας, του Ιράν και των μαχητών της λιβανέζικης Χεζμπολάχ. Τα επόμενα εφτά χρόνια, οι ένοπλες μισθοφορικές ομάδες που υποστηρίζουν οι ΗΠΑ και η ΕΕ ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, παρά την τεράστια στρατιωτική, οικονομική και επιμελητειακή υποστήριξη από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία.

Ενώ η Λιβύη και το Ιράκ απέτυχαν, η Συρία επέζησε και ανέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της, επειδή είχε την ετοιμότητα να εξασφαλίσει μια συμμαχία με στρατηγικούς συμμάχους πετυχαίνοντας να εξουδετερώσει τις ένοπλες μισθοφορικές ομάδες στο έδαφός της.

Περίπτωση 4: FARC (Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας)

Οι FARC σχηματίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ως στρατός χωρικών, κατά κύριο λόγο, που αυξήθηκε από 200 αρχικά σε σχεδόν 30.000 μαχητές με εκατομμύρια υποστηρικτές κυρίως στην ύπαιθρο. Στην πραγματικότητα, εκτός των μεγάλων πόλεων, στην Κολομβία είχε επικρατήσει ένα δυαδικό σύστημα εξουσίας.

Οι FARC έκαναν αρκετές προσπάθειες να διαπραγματευτούν μια συμφωνία ειρήνης με το κολομβιανό ολιγαρχικό καθεστώς. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μια προσωρινή συμφωνία οδήγησε τμήματα των FARC στην παράδοση των όπλων, τη συγκρότηση ενός κόμματος, της Πατριωτικής Ένωσης, και στη συμμετοχή στις εκλογές. Μετά από αρκετές εκλογικές επιτυχίες, η ολιγαρχία αιφνίδια παραβίασε τη συμφωνία, εξαπέλυσε μια εκστρατεία τρόμου και δολοφόνησε 5.000 ακτιβιστές του κόμματος και αρκετούς προεδρικούς και κοινοβουλευτικούς υποψήφιους, καθώς και εκλεγμένους αξιωματούχους. Έτσι, οι FARC επέστρεψαν στον ένοπλο αγώνα.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων διαπραγματεύσεων, στα 1980-81, το ολιγαρχικό καθεστώς σταμάτησε αιφνίδια τις συνομιλίες και πραγματοποίησε επιδρομές στο σημείο των συναντήσεων με σκοπό να δολοφονήσει τους αντιπροσώπους των FARC, οι οποίοι κατόρθωσαν να διαφύγουν. Παρά τις επανειλημμένες αποτυχίες, το 2016, οι FARC συμφώνησαν να διεξάγουν «διαπραγματεύσεις ειρήνης» με το καθεστώς του Χουάν Μάρκος Σάντος, ενός πρώην υπουργού Άμυνας που είχε ηγηθεί της εκστρατείας μαζικής εξόντωσης στις αγροτικές περιοχές και στις φτωχογειτονιές των πόλεων το 2001-2010. Όμως, είχαν ήδη πραγματοποιηθεί μεγάλες πολιτικές αλλαγές μέσα στις FARC. Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, είχαν δολοφονηθεί ή είχαν πεθάνει οι ιστορικοί ηγέτες και είχαν αντικατασταθεί από μια νέα φρουρά που δεν είχε ούτε την εμπειρία ούτε τη δέσμευση να εξασφαλίσει συμφωνίες οι οποίες θα προωθούσαν την ειρήνη με δικαιοσύνη, κρατώντας ταυτόχρονα τα όπλα στην περίπτωση που το αναξιόπιστο ολιγαρχικό καθεστώς, το οποίο είχε σαμποτάρει επανειλημμένα τις διαπραγματεύσεις, υπαναχωρούσε από τις «συμφωνίες ειρήνης».

Επιδιώκοντας τυφλά την ειρήνη, οι FARC συμφώνησαν να αποστρατεύσουν και να αφοπλίσουν τον επαναστατικό τους στρατό. Απέτυχαν να εξασφαλίζουν έλεγχο επί των κοινωνικο-οικονομικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένου του αναδασμού γης. Η ασφάλεια αφέθηκε στα χέρια των στρατιωτικών δυνάμεων του καθεστώτος που συνδέονται με τους μεγάλους γαιοκτήμονες, τις εφτά αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις και τα αποσπάσματα θανάτου των εμπόρων ναρκωτικών.

Η «συμφωνία ειρήνης» κατέστρεψε τις FARC. Όταν αφοπλίστηκαν, το καθεστώς υπαναχώρησε από τη συμφωνία: δεκάδες μαχητές των FARC δολοφονήθηκαν ή αναγκάστηκαν να φύγουν, οι ολιγάρχες διατήρησαν όλο τον έλεγχο στη γη εκτοπίζοντας τους αγρότες, αρπάζοντας φυσικούς πόρους, τη δημόσια χρηματοδότηση, και οι ελίτ έλεγξαν τις εκλογικές διαδικασίες. Οι ηγέτες των FARC και οι απλοί αγωνιστές φυλακίστηκαν και απειλήθηκαν με θανάτωση, ενώ τα ιδιωτικά και δημόσια ΜΜΕ επιδίδονται σε συνεχές μπαράζ εχθρικής προπαγάνδας εναντίον τους.

Η καταστροφική συμφωνία ειρήνης των FARC οδήγησε σε εσωτερικές διασπάσεις, διαιρέσεις και απομόνωση. Στα τέλη του 2017, οι FARC διαλύθηκαν: κάθε ομάδα ακολούθησε τον δικό της δρόμο. Ορισμένοι συνενώθηκαν και πάλι σε μικρές ανταρτικές ομάδες, άλλοι εγκατέλειψαν τον αγώνα και επιδίωξαν απασχόληση, νέες ευκαιρίες συνεργασίας με το καθεστώς ή έγιναν καλλιεργητές κόκας.

Η ολιγαρχία και οι ΗΠΑ εξασφάλισαν την παράδοση και την ήττα των FARC μέσω διαπραγματεύσεων που ουδέποτε εκπληρώθηκαν κατά τη διάρκεια τεσσάρων δεκαετιών στρατιωτικής σύγκρουσης.

Περίπτωση 5: Ιράν: η Πυρηνική Συμφωνία

Το 2015, το Ιράν υπέγραψε μια συμφωνία με εφτά συνυπογράφοντες: τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Κίνα, τη Ρωσία και την ΕΕ. Η συμφωνία προέβλεπε ότι το Ιράν θα περιόριζε την παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου το οποίο έχει διπλή χρήση –πολιτική και στρατιωτική— και θα την μετέφερε εκτός χώρας. Επέτρεψε την επιθεώρηση των πυρηνικών εγκαταστάσεών του από δυτικές υπηρεσίες – οι οποίες βρήκαν ότι η Τεχεράνη τηρεί πλήρως τις προβλέψεις της συμφωνίας.

Ως αντάλλαγμα, οι ΗΠΑ και οι συνεργάτες τους συμφώνησαν να τερματίσουν τις οικονομικές κυρώσεις, να ξεπαγώσουν τα ιρανικά περιουσιακά στοιχεία και να τερματίσουν τους εμπορικούς, τραπεζικούς και επενδυτικούς περιορισμούς.

Οι Ιρανοί τήρησαν πλήρως τα συμφωνηθέντα. Τα εργαστήρια εμπλουτισμένου ουρανίου σταμάτησαν να παράγουν και μετέφεραν εκτός χώρας το υπόλοιπο στοκ. Οι διεθνείς επιθεωρητές απέκτησαν πλήρη πρόσβαση στις ιρανικές εγκαταστάσεις.

Αντιθέτως, η κυβέρνηση του Ομπάμα δεν τήρησε τη συμφωνία. Ορισμένες κυρώσεις καταργήθηκαν, άλλες όμως ενισχύθηκαν, περιορίζοντας απόλυτα την πρόσβαση του Ιράν στις χρηματοπιστωτικές αγορές – μια σαφής παραβίαση της συμφωνίας.

Με την εκλογή του Ντ. Τραμπ, οι ΗΠΑ απέρριψαν τη συμφωνία («η χειρότερη που έχει συναφθεί ποτέ») και σε συνέργεια με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπ. Νετανιάχου απαίτησαν την πλήρη επαναφορά των κυρώσεων, τη διάλυση όλων των αμυντικών συστημάτων του Ιράν και την υποταγή του στις υπαγορεύσεις των ΗΠΑ, Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας όσον αφορά τη Μέση Ανατολή.

Με άλλα λόγια, ο Τραμπ απέρριψε τη συμφωνία, σε αντίθεση με όλες τις μεγάλες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, ευνοώντας τις θέσεις του Ισραήλ για απομόνωση, αφοπλισμό και επίθεση στο Ιράν και για την εγκατάσταση ενός καθεστώτος ανδρεικέλων στην Τεχεράνη.

Ο Γάλλος πρόεδρος Εμ. Μακρόν επιχείρησε να «τροποποιήσει» (sic) τη συμφωνία, προκειμένου να συμπεριλάβει κάποιες απαιτήσεις του Τραμπ όσον αφορά τις νέες στρατιωτικές παραχωρήσεις εκ μέρους του Ιράν, στις οποίες περιλαμβάνονται (1) η εγκατάλειψη των συμμάχων του στην περιοχή (Συρία, Ιράκ, Υεμένη, Παλαιστίνη, Λίβανος-Χεζμπολάχ και ισλαμικά μαζικά κινήματα), (2) η διάλυση και ο τερματισμός του εξελιγμένου αμυντικού συστήματος διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων, (3) η αποδοχή της αμερικανικής (ισραηλινής) επιτήρησης και επιθεώρησης όλων των ιρανικών στρατιωτικών βάσεων και επιστημονικών κέντρων.

Η παρέμβαση του Μακρόν επιδίωκε να «σώσει» τη μορφή της «συμφωνίας» καταργώντας τα ουσιαστικά στοιχεία της. Ο Μακρόν συμμερίζεται τους σκοπούς του Τραμπ, αλλά επιδιώκει μια βήμα προς βήμα προσέγγιση, βασισμένη στην «τροποποίηση» της υπάρχουσας συμφωνίας. Ο Τραμπ επέλεξε την προσέγγιση του Ισραήλ, μια μετωπική αποκήρυξη συνολικά της συμφωνίας, συνοδεία ανοικτών απειλών στρατιωτικής επίθεσης, εάν το Ιράν απορρίψει τις παραχωρήσεις που απαιτούν οι ΗΠΑ και αρνηθεί να παραδοθεί στην Ουάσιγκτον.

Περίπτωση 6: Παλαιστίνη

Οι ΗΠΑ υποκρίθηκαν ότι μεσολάβησαν σε μια συμφωνία ειρήνης μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, που όριζε πως το Ισραήλ θα αναγνώριζε την Παλαιστίνη, θα τερμάτιζε την αποικιοποίησή της και θα επιδίωκε ειρηνικό διακανονισμό με αμοιβαία συμφωνία σε μια λύση δύο κρατών βάσει των προ του 1967 συνόρων και εδαφών και των ιστορικών δικαιωμάτων. Οι ΗΠΑ επί Κλίντον χαιρέτισαν τη συμφωνία και στη συνέχεια υποστήριξαν όλες τις παραβιάσεις της, τρέχουσες και μελλοντικές, από τους Ισραηλινούς. Πάνω από 600.000 έποικοι του Ισραήλ άρπαξαν γη και έδιωξαν δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους. Το Ισραήλ εισβάλλει συνέχεια στη Δυτική Όχθη και έχει δολοφονήσει και φυλακίσει δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους, έχει πάρει ολοκληρωτικά τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ. Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν, όπλισαν και χρηματοδότησαν βήμα προς βήμα την εθνοκάθαρση εις βάρος των Παλαιστίνιων που εφάρμοσε το Ισραήλ και την αλλαγή της σύνθεσης του πληθυσμού της Παλαιστίνης με την εγκατάσταση Εβραίων εποίκων.

Περίπτωση 7: Βόρεια Κορέα

Πρόσφατα, οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι τάσσονται υπέρ μιας κατόπιν διαπραγματεύσεων συμφωνίας την πρωτοβουλία για την οποία είχε ο Βορειοκορεάτης πρόεδρος Κιμ Γιονγκ-ουν. Η Πιονγιάνγκ προσφέρθηκε να τερματίσει τα πυρηνικά προγράμματα και τις πυρηνικές δοκιμές της και να διαπραγματευτεί μια συμφωνία διαρκούς ειρήνης που να περιλαμβάνει την αποπυρηνικοποίηση της χερσονήσου της Κορέας και τη διατήρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Νότια Κορέα.

Ο Τραμπ ακολούθησε μια τακτική «υποστήριξης» των διαπραγματεύσεων … ενώ, παράλληλα, ενέτεινε τις οικονομικές κυρώσεις και συνέχισε τις στρατιωτικές ασκήσεις στη Νότια Κορέα. Στην πορεία προς τις διαπραγματεύσεις οι ΗΠΑ δεν έκαναν αμοιβαίες παραχωρήσεις. Ο Τραμπ απειλεί να αποχωρήσει από τις διαπραγματεύσεις εάν η Β. Κορέα δεν υποταχθεί στην θέση της Ουάσιγκτον να αφοπλιστεί και να διαλύσει τα αμυντικά της συστήματα.

Με άλλα λόγια, ο Τραμπ απαιτεί από τη Β. Κορέα να ακολουθήσει την πολιτική εκείνη η οποία οδήγησε στην αμερικανική εισβολή, στρατιωτική κατάκτηση και καταστροφή του Ιράκ, της Λιβύης και των FARC.

Οι διαπραγματεύσεις της Ουάσιγκτον για μια συμφωνία ειρήνης με τη Β. Κορέα θα ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι με την πρόσφατα παραβιασθείσα από τις ΗΠΑ «πυρηνική συμφωνία» με το Ιράν – μονομερής αφοπλισμός της Τεχεράνης και στη συνέχεια υπαναχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία.

Για όσους οικοδομούν αυτοκρατορίες όπως οι ΗΠΑ, οι διαπραγματεύσεις αποτελούν μια τακτική αντιπερισπασμού για να αφοπλίσουν ανεξάρτητες χώρες, προκειμένου να τις εξασθενίσουν και στη συνέχεια να επιτεθούν, όπως δείχνουν όλα τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Συμπέρασμα

Στο κείμενό μας υπογραμμίσαμε πώς χρησιμοποιεί η Ουάσιγκτον τις «διαπραγματεύσεις» και τις «ειρηνευτικές διαδικασίες»: ως τακτικά όπλα για την οικοδόμηση της αυτοκρατορίας. Αφοπλίζοντας τους αντιπάλους, διευκολύνει τους στρατηγικούς σκοπούς, όπως η αλλαγή καθεστώτος.

Η επίγνωση ότι οι ιμπεριαλιστές είναι δόλιοι εχθροί δεν σημαίνει ότι οι χώρες πρέπει να απορρίπτουν τις ειρηνευτικές διαδικασίες και διαπραγματεύσεις – επειδή αυτό θα έδινε στην Ουάσιγκτον ένα προπαγανδιστικό όπλο. Αντ’ αυτού, οι αντίπαλοι του ιμπεριαλισμού θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τις παρακάτω κατευθύνσεις.

–Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να οδηγούν σε αμοιβαίες παραχωρήσεις – οι παραχωρήσεις δεν πρέπει να είναι μονόπλευρες, και κυρίως δεν πρέπει να μην είναι αμοιβαίες οι μειώσεις οπλικών προγραμμάτων.

–Οι διαπραγματεύσεις δεν πρέπει ποτέ να οδηγούν σε διάλυση των αμυντικών δυνάμεων, πράγμα που καθιστά πιο ευάλωτες τις χώρες και επιτρέπει αιφνίδιες επιθέσεις. Οι διαπραγματευτές πρέπει να διατηρούν την ικανότητά τους να επιβάλλουν υψηλό κόστος στις ιμπεριαλιστικές παραβιάσεις και ιδίως στις αιφνίδιες ανατροπές των στρατιωτικών και οικονομικών συμφωνιών. Οι ιμπεριαλιστές που παραβιάζουν τις συμφωνίες διστάζουν να επέμβουν όταν το ανθρώπινο και εθνικό τίμημα που θα πληρώσουν είναι υψηλό και πολιτικά αντιδημοφιλές.

–Όσοι εναντιώνονται στα ιμπεριαλιστικά σχέδια δεν πρέπει να είναι απομονωμένοι. Πρέπει να εξασφαλίζουν στρατιωτικές συμμαχίες. Η περίπτωση της Συρίας είναι σαφής. Ο Άσαντ έχτισε μια συμμαχία με τη Ρωσία, το Ιράν και τη Χεζμπολάχ που απέκρουσε αποτελεσματικά τους ένοπλους μισθοφόρους που στήριζαν οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, η ΕΕ, η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία.

Το Ιράν συμφώνησε να εξαλείψει την πυρηνική του ικανότητα, αλλά διατήρησε το πρόγραμμα των διηπειρωτικών αμυντικών του πυραύλων που του δίνει τη δυνατότητα αντιποίνων στην περίπτωση αιφνίδιων στρατιωτικών επιθέσεων από το Ισραήλ ή τις ΗΠΑ. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι το Ισραήλ θα επιμείνει να αναλάβουν οι ΗΠΑ το κόστος των πολέμων στη Μ. Ανατολή, προς δικό του όφελος.

Η Β. Κορέα έχει ήδη προχωρήσει σε μονομερείς, μη αμοιβαίες παραχωρήσεις έναντι των ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό έναντι της Ν. Κορέας. Εάν δεν μπορέσει να εξασφαλίσει συμμάχους (όπως η Κίνα και η Ρωσία) και εάν τερματίσει το πρόγραμμα των αποτρεπτικών πυρηνικών της όπλων θα υποστεί πίεση για ακόμη μεγαλύτερες παραχωρήσεις.

Η άρση των οικονομικών κυρώσεων μπορεί να εντάσσεται στις αμοιβαίες παραχωρήσεις, αλλά όχι με την υπονόμευση των στρατηγικών αμυντικών ικανοτήτων.

Οι βασικές αρχές είναι αμοιβαιότητα, στρατηγική άμυνα και τακτική οικονομική ευελιξία. Η κεντρική ιδέα είναι ότι δεν υπάρχουν μόνιμοι σύμμαχοι, μόνο μόνιμα συμφέροντα. Η πλανημένη εμπιστοσύνη στις αλαζονικές δυτικές ιμπεριαλιστικές «αξίες» και η μη ρεαλιστική αναγνώριση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων μπορεί να αποβούν μοιραίες για ανεξάρτητους ηγέτες και καταστροφικές για ένα λαό, όπως δείχνουν καθαρά οι περιπτώσεις του Ιράκ, της Λιβύης και της Παλαιστίνης, και κόντεψαν να γίνουν μοιραίες για τη Συρία. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό του Ιράν: οι ΗΠΑ υπέγραψαν μια συμφωνία το 2015 και την αποκήρυξαν το 2018.   Επιβάλλεται η Β. Κορέα να διδαχθεί από την ιρανική εμπειρία.

Το ιμπεριαλιστικό χρονοδιάγραμμα για την αποκήρυξη μιας συμφωνίας μπορεί να ποικίλλει. Η Λιβύη υπέγραψε συμφωνία αφοπλισμού με τις ΗΠΑ το 2003 και η Ουάσιγκτον τη βομβάρδισε το 2011.

Όπως και να έχει, ο κανόνας είναι ένας: δεν υπάρχει ιστορικό παράδειγμα ιμπεριαλιστικής δύναμης που να απαρνιέται τα συμφέροντά της για να τηρήσει μια συμφωνία. Τηρεί τις συμφωνίες μόνο όταν δεν έχει άλλη επιλογή.

Πηγή: Global Research

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Ποιοι είναι τα “Λευκά Κράνη”;

Με αφορμή την κραυγαλέα προβοκάτσια για χρήση χημικών όπλων από την κυβέρνηση Άσαντ στην Ντούμα της Συρίας, το antapocrisis αναδημοσιεύει ένα χρήσιμο και κατατοπιστικό άρθρο του Rick Sterling από το Global Research για το ποιόν της ομάδας “Λευκά Κράνη”. Όπως και σε προηγούμενες ψευδείς αναφορές και προβοκάτσιες, έτσι και στην πρόσφατη, τα “Λευκά Κράνη” είναι η βασική – αν όχι η μόνη- πηγή “πληροφόρησης” των Δυτικών ΜΜΕ. Η συγκεκριμένη ομάδα εμφανίζεται ως ανθρωπιστική αλλά αποτελεί προκάλυμμα των τζιχαντιστών και συνδέεται ευθέως με τις δυτικές υπηρεσίες και κυβερνήσεις που εμμονικά, εδώ και χρόνια, απεργάζονται σχέδια αλλαγής καθεστώτος στη Συρία. Το παρακάτω άρθρο είχε γραφτεί με αφορμή την υποψηφιότητα για Όσκαρ ενός ντοκιμαντέρ γεμάτου από τις σκοπιμότητες των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών για ανατροπή της κυβέρνησης της Συρίας ή έστω τον διαμελισμό της.

Τα ”Λευκά Κράνη” της Συρίας πάνε στο Χόλυγουντ

Του Rick Sterling.

Η ταινία του Netflix «Τα Λευκά Κράνη» μπορεί να κερδίσει ένα Όσκαρ στην κατηγορία «ντοκιμαντέρ μικρού μήκους» στα βραβεία της Ακαδημίας, την Κυριακή 26 Φεβρουαρίου. Δεν θα είναι κάποια έκπληξη, παρά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος οργανισμός είναι μια απάτη και η ταινία είναι μια σκηνοθετημένη τηλεοπτική διαφήμιση.

Τα Λευκά κράνη είναι ένα ευχάριστο παραμύθι όπως μια ταινία με ήρωα της Disney: 90% μύθος και κατασκευασμένη. Οι περισσότεροι από τους ισχυρισμούς σχετικά με τη Συριακή ομάδα διάσωσης είναι αναληθείς. Δεν είναι κατά κύριο λόγο Σύριοι, η ομάδα ξεκίνησε από τον Βρετανό στρατιωτικό εργολάβο James LeMesurier και έχει χρηματοδοτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες κυβερνήσεις.

Τα Λευκά Κράνη δεν αποτελούνται από εθελοντές, αντίθετα, πληρώνονται. Αυτό επιβεβαιώνεται στο βίντεο του Al Jazeera το οποίο δείχνει «εθελοντές» από τα Λευκά Κράνη να λένε ότι θα κατέβουν σε απεργία, αν δεν πληρωθούν σύντομα. Το μεγαλύτερο μέρος από την ισχυρή χρηματοδότηση της συγκεκριμένης ομάδας, πηγαίνει στο μάρκετινγκ το οποίο διευθύνεται από τον οργανισμό “The Syria Campaign” με έδρα τη Νέα Υόρκη.

Η μάνατζερ του “The Syria Campaign” είναι μια Ιρλανδοαμερικανή, η Anna Nolan, η οποία δεν έχει πατήσει ποτέ στη Συρία. Ένα παράδειγμα της εξαπάτησης είναι ότι η ιστοσελίδα του “The Syria Campaign” διαθέτει βίντεο που δείχνει παιδιά να χορεύουν και να παίζουν ποδόσφαιρο, υπονοώντας ότι είναι μέρος της αντιπολιτευόμενης απαίτησης για μια «ελεύθερη και ειρηνική» Συρία. Αλλά οι εικόνες του βίντεο ελήφθησαν από ένα ντοκιμαντέρ του BBC του 2010 σχετικά με την εκπαίδευση στη Συρία υπό την κυβέρνηση Μπάαθ (σ.μ. κυβέρνηση Άσαντ).

Όταν το ανατολικό Χαλέπι τελικά απελευθερώθηκε από τις ένοπλες ομάδες, αποκαλύφθηκε ότι τα κεντρικά γραφεία της ομάδας Λευκά Κράνη ήταν δίπλα στην έδρα της συριακής ένοπλης πτέρυγας της Αλ Κάιντα. Άμαχοι από το ανατολικό Χαλέπι ανέφεραν ότι τα Λευκά Κράνη αντέδρασαν κυρίως όταν δέχθηκαν επίθεση οι τζιχαντιστές. Λίγο μετά, αφού αναχώρησαν από το Χαλέπι με λεωφορεία που προμήθευσε η κυβέρνηση, τα Λευκά Κράνη εμφανίστηκαν στα βουνά πάνω από τη Δαμασκό, όπου συμμάχησαν με τρομοκρατικές ομάδες στη δηλητηρίαση και στη συνέχεια στη διακοπή της παροχής του νερού για πέντε εκατομμύρια ανθρώπους στη Δαμασκό.

Ο ισχυρισμός από τα Λευκά Κράνη ότι είναι ουδέτεροι και ανεξάρτητοι είναι άλλο ένα ψέμα. Εργάζονται μόνο σε περιοχές που ελέγχονται από τις ομάδες των ανταρτών, κυρίως της Νούσρα/Αλ Κάιντα. Οι ηγέτες τους καλούν ενεργά τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ να επέμβουν στη Συρία. Βίντεο δείχνει εργαζομένους από τα Λευκά Κράνη να μαζεύουν το πτώμα ενός άμαχου μετά την εκτέλεση και να γιορτάζουν τις νίκες των τρομοκρατών της Νούσρα/Αλ Κάιντα.

Η ταινία είναι τόσο απατηλή όσο και η ομάδα που προσπαθεί να ηρωοποιήσει.

Οι κινηματογραφιστές ποτέ δεν πάτησαν το πόδι τους στη Συρία. Οι λήψεις τους γίνονται στη νότια Τουρκία, όπου δείχνουν εκπαιδευόμενους από τα Λευκά Κράνη σε ένα ξενοδοχείο, να μιλάνε σε κινητά τηλέφωνα. Συγκινητικό. Υπάρχουν κάποια πλάνα από το εσωτερικό της Συρίας αλλά φαίνονται σκηνοθετημένα. Η εναρκτήρια σκηνή απεικονίζει έναν «εθελοντή» από τα Λευκά Κράνη να φεύγει στη δουλειά και να παρακαλά τον γιο του να μην ταλαιπωρήσει τη μαμά. Πραγματικό ή σκηνοθετημένο;

Το μήνυμα είναι απλό: εδώ υπάρχουν άνθρωποι που πρέπει να υποστηρίξουμε, δέχονται επίθεση από το βάναυσο «καθεστώς»… δεν πρέπει να «κάνουμε κάτι» για να το σταματήσουμε;

Ο Khaled Khatib φέρεται να είναι το πρόσωπο που γύρισε το βίντεο από το εσωτερικό της Συρίας. Φέρεται να έχει λάβει αμερικανική βίζα και θα παρακολουθήσει τα Όσκαρ. Αυτό θα συγκεντρώσει πιθανότατα την ιδιαίτερη προσοχή των μέσων ενημέρωσης. Κατά την ειρωνία της τύχης, μερικοί από εκείνους που έχουν αξιοποιήσει το ζήτημα των προσφύγων για τις δικές τους εκστρατείες συλλογής κεφαλαίων, όπως το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είναι ομάδες που προωθούν τον πόλεμο που δημιούργησε την κρίση των προσφύγων.

Ο Khatib ανέβασε σε tweet το πρώτο του βίντεο που δείχνει τα Λευκά Κράνη. Φαίνεται εντυπωσιακά ρεαλιστικό, με μια κοπέλα που ήταν εντελώς θαμμένη να βγαίνει χωρίς τραυματισμούς ή πληγές χωρίς πολλή σκόνη. Είναι πραγματικά δυνατό να σώσεις τους ανθρώπους τόσο γρήγορα; Στον πραγματικό κόσμο, στους διασώστες λένε να εργαστούν αργά έτσι ώστε να μην βλάψουν ούτε να επιδεινώσουν τυχόν σωματικές βλάβες. Το αρχικό βίντεο έχει το λογότυπο του Aleppo Media Center (AMC), το οποίο δημιουργήθηκε από τη Συριακή Οργάνωση Αποδήμων. Η διεύθυνσή τους στην K Street στην Ουάσιγκτον δείχνει ότι πρόκειται για μια ακόμη χρηματοδοτούμενη από τη Δύση εκστρατεία των μέσων ενημέρωσης που οδηγείται από πολιτικές σκοπιμότητες.

Τις τελευταίες ημέρες, με την ιδανική χρονική σύμπτωση για τα επερχόμενα Όσκαρ, υπάρχει μια ακόμη διάσωση – «θαύμα» …ένα άλλο κορίτσι εντελώς θαμμένο, αλλά που στη συνέχεια διασώζεται και απομακρύνεται σε χρόνο ρεκόρ – ότι πρέπει για ανάρτηση στα social media. Είναι πραγματικό ή σκηνοθετημένο;

Αυτό θέτει ένα ερώτημα σχετικά με την ακεραιότητα των Όσκαρ. Τα βραβεία δίνονται για πραγματική ποιότητα, αυθεντικότητα, ικανότητα και πάθος; Ή τα Όσκαρ μερικές φορές απονέμονται υπό πολιτική και οικονομική επιρροή; Υπάρχει πολιτικό κίνητρο για να προωθηθούν τα Λευκά Κράνη ως μέρος της προσπάθειας για την αποφυγή της κατάρρευσης της Δυτικής εκστρατείας για την ανατροπή της Συριακής κυβέρνησης.

Αυτές οι ίδιες οι κυβερνήσεις έχουν δώσει καραβιές κεφαλαίων για να τροφοδοτήσουν την προπαγανδιστική εκστρατεία. Την περασμένη εβδομάδα, το Συριακό Κίνημα Αλληλεγγύης (SSM– σ.μ. πρόκειται για φιλοκυβερνητική οργάνωση) έφτασε σε τρεις επιχειρήσεις στην περιοχή του Λος Άντζελες για να ζητήσει βοήθεια αμφισβητώντας την υποψηφιότητα από τα Λευκά Κράνη. Δύο από τις επιχειρήσεις αρνήθηκαν και η τρίτη είπε ότι είχαν ήδη πληρώσει για να προωθήσουν την υποψηφιότητα!

Η αληθινή πηγή και ο σκοπός των Λευκών Κρανών αποκαλύφθηκε σχεδόν πριν από δύο χρόνια. Πιο πρόσφατα η Vanessa Beeley έχει τεκμηριώσει το γεγονός ότι υπάρχει μια πραγματική Συριακή Πολιτική Άμυνα που ξεκίνησε το 1950 και είναι μέλος του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Άμυνας. Η οργάνωση αυτή είναι αντίθετη με την ομάδα που δημιουργήθηκε στην Τουρκία το 2013. Σύμφωνα με συνεντεύξεις στο έδαφος που έγιναν στο Χαλέπι, οι τρομοκράτες άρχισαν σκοτώνοντας πραγματικούς Σύριους διασώστες και κλέβοντας τον εξοπλισμό τους. Από τότε τα Λευκά Κράνη έχουν προμηθευθεί, από τη Δύση μέσω Τουρκίας, ολοκαίνουργια ασθενοφόρα και σχετικό εξοπλισμό διάσωσης.

Ο Max Blumenthal έχει γράψει σε δύο μέρη μια λεπτομερή εξέταση της «μυστηριώδους εταιρείας δημοσίων σχέσεων» πίσω από τα «Λευκά Κράνη». Και ο Jan Oberg έχει διεξάγει μια επισκόπηση έρευνας με υπέρ και κατά αναφορές, στο έργο του «Πόσο Γκρι είναι τα Λευκά Κράνη».

Παρόλα αυτά, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και μερικά «εναλλακτικά» μέσα ενημέρωσης, συνεχίζουν να προωθούν άκριτα το μύθο για τα «Λευκά Κράνη». Οι υποστηρικτές της ομάδας αξίζουν βραβείο για μάρκετινγκ και διαφήμιση. Πρόκειται για ένα πεδίο όπου η αλήθεια και η πραγματικότητα είναι άσχετα, καθώς όλα είναι σχετικά με το τι πουλιέται και τι χειραγωγείται. Σε αυτή τη βάση, τα «Λευκά Κράνη» έχουν μια απίστευτη επιτυχία. Η ομάδα ξεκίνησε ως «Πολιτική Άμυνα Συρίας» στην Τουρκία το 2013.

Ονομάστηκαν εκ νέου «Λευκά Κράνη» το 2014. Χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό το 2014 και το 2015 από τον Nicholas Krisof, την Avaaz και άλλους για να κάνουν εκστρατεία για την επίθεση εναντίον της Συρίας. Το 2016 η ομάδα έλαβε βραβείο από τον οργανισμό Right Livelihood Foundation και εξετάστηκε σοβαρά η υποψηφιότητά της για το Νόμπελ Ειρήνης. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν πόσο διαβρωμένα και υπό πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες μπορεί να είναι το συγκεκριμένο βραβείο και το Νόμπελ Ειρήνης.

Η ταινία Λευκά Κράνη είναι μια τακτική κίνηση στην συνεχιζόμενη εκστρατεία των στρεβλώσεων και την εξαπάτηση γύρω από τη Συρία. Είναι μια απάτη, ακριβώς όπως η ψεύτικη απαγωγή του δημοσιογράφου του NBC Richard Engel. Η απονομή των Όσκαρ θα είναι δείκτης για την ακεραιότητα των βραβείων της Ακαδημίας. Η αναφορά για τη συγκεκριμένη ιστορία θα είναι μια δοκιμασία της ακεραιότητας και της ακρίβειας των μέσων ενημέρωσης. Κατά ειρωνικό τρόπο, το Ισραηλινό τηλεοπτικό πρόγραμμα I24 παρουσίασε και τις δύο πλευρές και είχε τον τίτλο «Λευκά Κράνη: Ήρωες ή φάρσα;». Αντίθετα, η εξαιρετικά δημοφιλής και σεβαστή Democracy Now έχει μεταδώσει μόνο ένα μικρό κομμάτι προωθώντας την παραπληροφόρηση για τα “Λευκά Κράνη”. Οι επόμενες ημέρες θα αποκαλύψουν περισσότερα για τον πόλεμο προπαγάνδας εναντίον της Συρίας. Εντωμεταξύ στο διαδίκτυο το αίτημα για να μην δώσουν το Όσκαρ στην εξαπάτηση που διαπράτεται από τα Λευκά Κράνη συνεχίζει να συγκεντρώνει υπογραφές.

Πηγή: Global Research

Μετάφραση: antapocrisis

Το αμερικανικό «τζιχάντ εξπρές»: Ινδονησία – Αφγανιστάν – Συρία – Φιλιππίνες

Ήταν αργά τη νύχτα, αλλά στο αεροδρόμιο Soekarno-Hatta της Τζακάρτας, Τερματικό 3, υπήρχε πλήθος οικογενειών και φίλων που περίμεναν την άφιξη των δικών τους από το εξωτερικό.Ο φίλος μου Noor Huda Ismail είχε μόλις αφιχθεί από τη Σιγκαπούρη  και αποφάσισα να πάω να τον πάρω από το αεροδρόμιο για να κουβεντιάσουμε. […] κατά τη μία ώρα της διαδρομής προς την πρωτεύουσα και να ανταλλάξουμε ιδέες και πληροφορίες.

Ο  Huda  θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως ο πιο ενήμερος Ινδονήσιος «ειδικός για την τρομοκρατία». Μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, μεγάλωσε και εκπαιδεύτηκε σε μαντρασάδες (θρησκευτικά σχολεία) από τα οποία βγήκαν τα πιο διαβόητα στελέχη του τζιχάντ (ιερού πολέμου) στην Ινδονησία. Αργότερα, κατάφερε να «ξεκοπεί» από τον μουσουλμανικό φονταμενταλισμό, να μελετήσει και να γίνει τελικά ένας σεβαστός κινηματογραφιστής και διανοητής.

Επί χρόνια, οι δυο μας μελετάμε το περίπλοκο δίχτυ που έχει δημιουργήσει ο δυτικός ιμπεριαλισμός – ένα δίχτυ που κυριολεκτικά κατέστρεψε ολόκληρες χώρες, κλείνοντας άλλες «πίσω από τα σίδερα» σε μια πραγματική νεοαποικιακή δουλεία. Όλα αυτά έγιναν , βεβαίως, στο όνομα της «ελευθερίας και της δημοκρατίας», χρησιμοποιώντας συχνά διάφορες θρησκείες σαν εργαλεία, ακόμη και σαν όπλα.

Κατά τη διαδρομή λοιπόν συγκρίναμε τις σημειώσεις μας στα γρήγορα. Ο Huda με ενημέρωσε για την ταινία του «Jihad Selfie», και εγώ για το πολιτικό μυθιστόρημά μου «Aurora»,  ένα βιβλίο για το Αφγανιστάν που ακόμη το γράφω.

«Το Αφγανιστάν», είπε, «εκεί βρίσκονται οι αιτίες πολλών πραγμάτων … Θα θυμάσαι τη δεκαετία του 1980, τότε που οι ΗΠΑ χρησιμοποίησε κάποια στελέχη του τζιχάντ από την Ινδονησία, στέλνοντάς τα στο Αφγανιστάν…».

Ναι θυμόμουν αυτό το γεγονός. Γνώριζα ορισμένα πράγματα, αλλά όχι όλα. Το ότι Ινδονήσιοι και Μαλαίσιοι πήγαν να πολεμήσουν ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και στις κυβερνήσεις του Μπαμπράκ Καρμάλ και μετά του Μοχάμετ Νατζιμπουλάχ στο Αφγανιστάν ήταν κάτι με το οποίο ουδέποτε είχα ασχοληθεί στα βιβλία ή στις ταινίες μου. Τώρα, ένιωθα ότι ήταν κάτι σημαντικό, πολύ σημαντικό, με το οποίο έπρεπε να καταπιαστώ.

«Huda», ρώτησα, «πόσοι Ινδονήσιοι πήγαν να πολεμήσουν στο Αφγανιστάν, μετά τη σοβιετική επέμβαση, το 1979;»

Ο Huda δεν δίστασε, εξάλλου πάντα ξέρει τους αριθμούς:

«Μόνο από μία ομάδα προέρχονταν 350 μαχητές. Οι Ινδονήσιοι που πολέμησαν στο Αφγανιστάν είχαν τη βάση τους σε ένα στρατόπεδο που ανήκε στην Ittehad-al-Islami (Ισλαμική Ένωση). Το στρατόπεδο το διοικούσε ο Ustad Abdul Rab Rasul Sayyaf . Βεβαίως ο Rab Rasul Sayyaf είναι βαχαβίτης και οι βαχαβίτες χρηματοδοτούνταν εξ ολοκλήρου από τις ΗΠΑ. Αυτό που βλέπουμε σήμερα, όλες αυτές οι ‘τρομοκρατικές απειλές’, είναι ένα φαινόμενο μπούμερανγκ για ό,τι έχουν κάνει οι ΗΠΑ στην περιοχή, ιδίως στο Αφγανιστάν. Ακόμη και το ISIS τώρα: στα  2003 ήλθαν να ανατρέψουν τον Σαντάμ…»

Θα μπορούσα να συναντήσω κάποιον «απόφοιτο» του Αφγανιστάν εδώ στην Τζακάρτα;

«Βεβαίως, μπορείς», ένευσε καταφατικά. «Θα το κανονίσω όσο θα βρίσκεσαι εδώ».

***

Πριν από τη συνάντηση με τον τζιχαντιστή που είχε πολεμήσει στο Αφγανιστάν, ταξίδεψα στην πόλη Μπαντούγκ όπου συναντήθηκα με τον Iman Soleh, έναν καθηγητή στο τμήμα Κοινωνικής και Πολιτικής Επιστήμης (Πανεπιστήμιο του  Padjadjaran- UNPAD). Πρόκειται για  άλλη μια αναγνωρισμένη αυθεντία στο θέμα της «τρομοκρατίας». Ήλθε στο ξενοδοχείο μου μαζί με τη σύζυγό του, την καθηγήτρια Antik Bintari, ειδική στη διαχείριση συγκρούσεων, που διδάσκει στο ίδιο πανεπιστήμιο.

Ο καθηγητής  Iman Soleh και εγώ συζητήσαμε αρκετά για τη σχέση ανάμεσα στην «παλιά φρουρά» των Νοτιοασιατών (κυρίως Ινδονήσιων και Μαλαίσιων) τζιχαντιστών, των αποκαλούμενων «αποφοίτων του Αφγανιστάν», και για την πρωτοπορία, «ένα νέο κύμα» που σήμερα επιχειρεί να αποσταθεροποιήσει ακόμη και να καταστρέψει τη Συρία και τις Φιλιππίνες.

Παρόλο που η ονομασία «τζιχάντ» χρησιμοποιείται κατ’ εξακολούθηση και «κυριολεκτικά» σε όλα τα κατεστημένα δυτικά ΜΜΕ, ήταν σαφές σε όλους μας ότι πίσω από τις κτηνώδεις μάχες και τις περισσότερες φρικαλεότητες που εξαπολύθηκαν σε χώρες όπως η Συρία και [πρόσφατα] οι Φιλιππίνες κρύβονται γεωπολιτικά συμφέροντα της Δύσης γενικά και των ΗΠΑ πιο συγκεκριμένα.

Ο καθηγητής  Soleh εξήγησε τη «δυναμική» ως προς αυτό:

«Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, οι ΗΠΑ φοβούνταν το αποκαλούμενο ‘ντόμινο’. Μεταξύ άλλων πραγμάτων που συμβαίνουν σήμερα στις Φιλιππίνες υπό τον πρόεδρο Ντουτέρτε, η κυβέρνηση θέτει υπό έλεγχο τις δραστηριότητες των πολυεθνικών μεταλλευτικών ομίλων και η Δύση δεν μπορεί να το αποδεχθεί.  Οι Φιλιππίνες θέτουν τις περιβαλλοντικές ανησυχίες τους πάνω από τα βραχυπρόθεσμα κέρδη. Για τα εκατομμύρια των αριστερών αγωνιστών εδώ στην Ινδονησία και σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία, ο Ντουτέρτε αποτελεί παράδειγμα».

Συνεπώς, βάσει της ιμπεριαλιστικής λογικής,  πρέπει να οργανωθεί επίθεση στις Φιλιππίνες, να αποσταθεροποιηθεί η χώρα και γενικά να γίνει ό,τι και στη Συρία. Η ανυπακοή τιμωρείται με θάνατο. Και πώς αλλιώς θα γίνει αυτό αν όχι με το πιο αποφασιστικό όπλο που χρησιμοποιεί η Δύση επί δεκαετίες; Με τις εξτρεμιστικές θρησκευτικές τρομοκρατικές ομάδες. Ποια είναι η πιο αποτελεσματική ομάδα μαχητών για να φέρει σε πέρας  αυτό τον δύσκολο σκοπό, αν όχι οι τζιχαντιστές από τις ομάδες που ήδη έχουν αποδειχθεί τόσο αποτελεσματικές και θανάσιμες σε τόπους όπως το Αφγανιστάν;

Τώρα πλέον, ουδείς από όσους είναι έστω και ελάχιστα πληροφορημένοι για το θέμα αμφιβάλλει ότι η Δύση κατά κύριο λόγο ενδιαφέρεται να διατηρήσει «επ’ άπειρον τη σύγκρουση» σε αρκετές περιοχές του κόσμου. Όπως ο καθηγητής Soleh παρατηρεί:

«Πιστεύω ότι όλα αυτά δεν γίνονται μόνο για να ‘αποσταθεροποιηθούν’ οι Φιλιππίνες, αλλά  και γιατί η χώρα έχει περιοχές εν δυνάμει συγκρούσεων που θα μπορούσαν να ‘καλλιεργηθούν’. Το πιο χαρακτηριστικό  παράδειγμα είναι το κυρίως μουσουλμανικό νησί Μιντανάο σε μια χώρα που είναι κατ’ εξοχήν καθολική. Όπως ξέρουμε, οι Φιλιππίνες εμπλέκονται επίσης στη διαμάχη για τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, και οι ΗΠΑ επιχειρούν να κυριαρχήσουν πλήρως σ’ αυτή την περιοχή…»

Ο πρόεδρος Ντουτέρτε διέπραξε ένα «ασυγχώρητο λάθος» στα μάτια της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου, προσπαθώντας να επιλύσει την εδαφική διαφορά με την Κίνα όσο πιο γρήγορα και αποτελεσματικά ήταν δυνατόν.

***

Ας επιστρέψουμε όμως το «εξπρές τζιχάντ». Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το υπόβαθρο:

Η ινδονησιακή τζιχαντιστική, σαλαφιστική ομάδα Darul Islam είχε ως σκοπό τη δημιουργία χαλιφάτου και στράφηκε ενάντια στο κοσμικό/σοσιαλιστικό κράτος επί προέδρου Σοεκάρνο τη δεκαετία του 1950 και του 1960. Αυτή η ομάδα έλεγε: «Η τρομοκρατία είναι halal –επιτρεπτή”.

Ο καθηγητής  Saleh  αποσαφηνίζει:

«Τελικά, το ινδονησιακό κράτος διέλυσε την ‘Darul Islam’, αλλά σύντομα δημιουργήθηκε ένα παρακλάδι της, η ‘Komando Jihad’».

Η Komando Jihad μετασχηματίστηκε αργότερα στην υπερεθνική  ομάδα της Νοτιοανατολικής Ασίας  Jamaah Islamiyah (με πνευματικό ηγέτη της τον  Abu Bakar Bashir). Η ομάδα αυτή διατηρεί ενεργούς δεσμούς και συνεργασία με την al-Qaeda και το  Ισλαμικό Μέτωπο Απελευθέρωσης Μόρο [Μιντανάο] στις Φιλιππίνες, για να ονοματίσουμε μόνο δύο θρησκευτικές ανταρτικές ομάδες.

«Μαχητές από την Komando Jihad πήγαν στο Αφγανιστάν. Ιδεολογικά ήταν σκληροπυρηνικοί σαλαφιστές, αλλά με δυτική υποστήριξη. Πήραν δυτική βοήθεια για να αποκτήσουν όπλα και άλλα βασικά μέσα. Σύμφωνα με τις επαφές μου στις ινδονησιακές μυστικές υπηρεσίες, οι ΗΠΑ στήριζαν αυτή τη διείσδυση της ‘Komando Jihad’ και άλλων στο Αφγανιστάν.  Γνωρίζω επίσης ότι ο διοικητής του ινδονησιακού  στρατού στη δεκαετία του 1980, στρατηγός Moerdani, υποστήριζε τους Ινδονήσιους και Αφγανούς τζιχαντιστές, προμηθεύοντάς τους με όπλα (συμπεριλαμβανομένων των AK-47’s).
Και πάλι βάσει των πηγών μου στις ινδονησιακές μυστικές υπηρεσίες, οι ΗΠΑ βοήθησαν άμεσα στην  ‘αναχώρηση’ Ινδονήσιων τζιχαντιστών για το Αφγανιστάν, υπό την κάλυψη ‘ομάδων ισλαμικών σπουδών’ και άλλων ‘κοινοτήτων’ και η διαδρομή που ακολουθήθηκε ήταν: Ινδονησία-Μαλαισία-Φιλιππίνες-Αφγανιστάν».

Αυτά τα γεγονότα δεν έχουν τύχει ευρείας δημοσιότητας, αλλά δεν θα εξέπλητταν κανέναν εξοικειωμένο με την ινδονησιακή ιστορία: μετά το βάναυσο, καθοδηγούμενο από τις ΗΠΑ στρατιωτικό/θρησκευτικό πραξικόπημα του 1965, η Ινδονησία μετατράπηκε ταχύτατα από μια αντιιμπεριαλιστική, διεθνιστική και προοδευτική χώρα στον πιο πιστό σύμμαχο της Δύσης σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία. Κυρίαρχη «ιδεολογία» του νέου φασιστικού φιλοδυτικού καθεστώτος με επικεφαλής τον στρατηγό Σουχάρτο έγινε ο «αντικομμουνισμός». Επί χρόνια οι κομμουνιστές καθώς και οι υποτιθέμενοι κομμουνιστές σφαγιάζονταν σε όλο το αρχιπέλαγος, ενώ ο κομμουνισμός ως ιδεολογία απαγορεύθηκε, όπως και η κινεζική γλώσσα και κουλτούρα, συμπεριλαμβανομένων των δράκων και των παιχνιδιών. Η αντικομμουνιστική προπαγάνδα έγινε το μοναδικό δείγμα «πνευματικής» τροφής. Η τέταρτη πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου υπέστη ολική αντιδραστική επαναρρύθμιση και έγινε μία από τις πιο «θρηκευόμενες» χώρες  — λίγα χρόνια αργότερα κατέρρευσε κοινωνικά και πνευματικά.

Στην Ινδονησία, οι κατηγορίες για «αθεϊσμό» χρησιμοποιήθηκαν ευρέως προκειμένου να προκαλέσουν αναταραχή και να ωθήσουν στον εξτρεμισμό χιλιάδες δυνητικά και ήδη υπάρχοντα στελέχη του τζιχάντ.  Η αντίθεση στον αθεϊσμό, ακόμη και στην εκκοσμίκευση, έγινε το σύνθημα συσπείρωσης εκείνων που ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για τον τελικό σκοπό και όνειρο – το χαλιφάτο.

Στο Αφγανιστάν, η Δύση έπαιξε το ίδιο «παιχνίδι»,  όπως στην Ινδονησία μετά το 1965 και αλλού,  στη διάρκεια της «σοβιετικής εποχής».  Είναι σαφές και προφανές ότι το ιμπεριαλιστικό σχέδιο που καταρτίστηκε στην Ουάσιγκτον και το Λονδίνο είχε αρκετές εκδοχές και εφαρμόστηκε επιτυχώς σε πολλές διαφορετικές χώρες.

Στην Καμπούλ, ο θρυλικός Αφγανός διανοούμενος , δρ Omara Khan Masoudi,  μου εξήγησε:

«Το μεγαλύτερο λάθος που έκανε η Σοβιετική Ένωση στο Αφγανιστάν ήταν το ότι επιτέθηκε ευθέως στη θρησκεία. Εάν επέμενε αρχικά στα ίσα δικαιώματα και σιγά σιγά οδηγούσε προς τις αντιφάσεις της θρησκείας, πιθανώς θα είχε αποτέλεσμα … Αλλά άρχισαν να κατηγορούν τη θρησκεία για την καθυστέρηση της χώρας μας, στην πραγματικότητα για καθετί. Ή τουλάχιστον αυτή την ερμηνεία έδωσε ο συνασπισμός των εχθρών τους και βεβαίως η Δύση. Γιατί, όμως, η τρέχουσα δυτική εισβολή είναι τόσο ‘επιτυχής’; Γιατί υπάρχει τόσο μικρή πνευματική αντιπολίτευση; Κοιτάξτε το καθεστώς της Καμπούλ … Στη διάρκεια της διακυβέρνησής του, οι ΗΠΑ έπεισαν τους ανθρώπους ότι η δυτική εισβολή είναι ‘θετική’, ‘σέβεται τη θρησκεία και τις κουλτούρες τους’. Επαναλαμβάνουν συνεχώς ‘βάσει της τάδε και της δείνα σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών’  και πάλι ‘όπως αποφάσισαν τα Ηνωμένα Έθνη’. Χρησιμοποίησαν το ΝΑΤΟ, μια πολύ μεγάλη ομάδα χωρών, σαν ομπρέλα. Υπήρχε ένα ΄άκρως αποτελεσματικό’ πρωτόκολλο, το οποίο ανέπτυξαν … Σύμφωνα μ’ αυτό, δεν έκαναν τίποτε και ποτέ μονομερώς, αλλά πάντα με τη ΄διεθνή συναίνεση΄, προκειμένου να ‘βοηθήσουν τον αφγανικό λαό’. Από την άλλη, η Σοβιετική Ένωση δεν είχε ποτέ την ελάχιστη ευκαιρία να εξηγηθεί.  Δέχτηκε αμέσως επίθεση και σε όλα τα μέτωπα».

Στην πραγματικότητα, η Δύση πάντα χρησιμοποιούσε (και τελικά κατάφερε να εκτρέψει) το Ισλάμ. Ορισμένοι σπουδαίοι μουσουλμάνοι διανοητές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνάντησα στην Τεχεράνη, θεωρούν  ότι η Ουάσιγκτον, το Λονδίνο, το Παρίσι και άλλα κέντρα του δυτικού ιμπεριαλισμού και της νεοαποικιοκρατίας πέτυχαν, σε πολλά μέρη του κόσμου, να δημιουργήσουν μια εντελώς νέα και (για πολλούς αληθινούς και ευφυείς μουσουλμάνους) μη αναγνωρίσιμη θρησκεία.

***

Τα στελέχη του ινδονησιακού τζιχάντ που σκληραγωγήθηκαν στο Αφγανιστάν και εκπαιδεύτηκαν από Πακιστανούς τελικά επέστρεψαν στη χώρα τους. Εκεί «έπιασαν δουλειά», συμμετέχοντας σε λουτρά αίματος και σε δολοφονίες όπως αυτές στο νησί Άμπον  (περιοχή Μαλούκου) και στο  Πόσο (περιοχή Σουλαουέζι). Στο Άμπον, η σύγκρουση διήρκεσε από το 1999 μέχρι το 2002, 8.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν, ενώ χιλιάδες και των δύο φύλων  υπέστησαν βάναυσα, χωρίς τη θέλησή τους, περιτομή και ακρωτηριάστηκαν γενετικά.  Στο Άμπον είδα τους τζιχαντιστές εν δράσει, να κόβουν μέχρι θανάτου ένα αθώο αγόρι, μπροστά στα μάτια ενός πλήθους περαστικών που επιδοκίμαζαν.  Αργότερα περιέγραψα αυτή τη φρίκη στο διήγημα «Σημείο χωρίς επιστροφή» (“Point of No Return”).

Τότε, ήξερα ελάχιστα για τα συμβάντα στα οποία υπήρξα μάρτυρας και προσπαθούσα να τεκμηριώσω. Μόνο πολύ αργότερα, στο Μπαντούγκ, τον Μάιο του 2017, οι Iman Soleh και  Antik Bintari  μου εξήγησαν:

«Το Πόσο και το Άμπον, αυτά είναι ο ‘αφγανικός κρίκος’». «Στη διάρκεια εκείνων των σφαγών, συμμετείχαν  ακόμη κάποιοι ‘παλιοί τζιχαντιστές’ της εποχής του Αφγανιστάν. Ωστόσο, συμμετείχαν επίσης κάποιοι ‘φρέσκοι’ μαχητές, πολλοί από τους οποίους εκπαιδεύονταν από τους Ινδονήσιους ‘Αφγανούς’. Το Πόσο και το ΄Αμπον στην πραγματικότητα έπαιξαν το ρόλο των πεδίων  εκπαίδευσης. Μετά από αυτά τα γεγονότα, αναδείχθηκε μια νέα γενιά τζιχαντιστών».

***

Το ίδιο βράδυ –πολύ αργά τη νύχτα— αφού είχα οδηγήσει στον απελπιστικά μποτιλιαρισμένο κεντρικό αυτοκινητόδρομο που ενώνει την Μπαντούγκ με την Τζακάρτα, συνάντησα τον κ. Farihin, δραστήριο μέλος της εκτός νόμου οργάνωσης “JI” (Jamaah Islamiyah), έναν άνθρωπο που είχε συναντήσει προσωπικά τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, που είχε πολεμήσει στην Πακτιά και σε άλλες επαρχίες του Αφγανιστάν, πρώην μουτζαχεντίν και αμετανόητο τζιχαντιστή.

Ήθελα πολύ να μάθω, να καταλάβω πώς σκέφτονταν οι «απόφοιτοι του Αφγανιστάν», πώς έβλεπαν τον κόσμο και ποιοι ήταν οι σκοποί τους.

Ο κ. Farihin ήταν όντως εντυπωσιακός άνθρωπος: ευθύς, δυνατός, αρρενωπός, περήφανος, πολύ ευγενικός και με σκέψη εξ ολοκλήρου προϊόν πλύσης εγκεφάλου…

Το μίσος του για τον κομμουνισμό ήταν απεριόριστο, επικό. «Έβλεπε» παντού κομμουνιστές: στη Συρία, στη σημερινή Ρωσία, ακόμη και στο Αφγανιστάν του Καρζάι [πρωθυπουργού] και του Γκάνι [προέδρου]. Οτιδήποτε έστω και ανεπαίσθητα κοσμικό, οτιδήποτε δεν ήταν το χαλιφάτο, ήταν «κομμουνιστικό» μέσα σ’ αυτόν τον απλοϊκό, αλλά αποφασισμένο νου.

Αρχίσαμε με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν:

«Συνάντησα τον Οσάμα φευγαλέα, το 1987 και το 1988, αλλά τότε δεν ήταν ‘ουλαμάς’. Χρηματοδοτούσε τους μουτζαχεντίν. Ήταν εργολάβος στην επαρχία Πακτιά και είχε τη βάση του βόρεια αυτής της επαρχίας, σε ένα αραβικό στρατόπεδο, βοηθούσε τους μουτζαχεντίν και κατασκεύαζε δρόμους. Αφού μπήκαν οι Σοβιετικοί στο Αφγανιστάν, οι άνθρωποι του Οσάμα σχημάτισαν ένα ‘συμβούλιο’, ήταν σαν μια σκιώδης κυβέρνηση των μουτζαχεντίν».

Ο κ. Farihin πήγε στο Αφγανιστάν το 1987. Στη συνέχεια η ομάδα του  NII (Negara Islam Indonesia – Ισλαμικό Κράτος της Ινδονησίας) έλαβε μια «πρόσκληση» από τους μουτζαχεντίν.

Τι τον ώθησε να πάει στο Αφγανιστάν;

«Σ’ όλη την Ινδονησία ακουγόταν ότι μια μουσουλμανική χώρα είχε δεχθεί επίθεση από τη Σοβιετική Ένωση. Η αρχική επιθυμία μου ήταν να πολεμήσω τη Σοβιετική Ένωση. Αρχικά δεν μου επέτρεψαν να πάρω μέρος στις μάχες και δεν με έστειλαν στο Αφγανιστάν, αλλά στο Πακιστάν. Με διέταξαν να σπουδάσω στην εκεί  Στρατιωτική Ακαδημία Etihad Islami. Κάποια στιγμή, όλοι οι ξένοι τζιχαντιστές έπρεπε να φύγουν από το Πακιστάν και έτσι πήγαμε κατευθείαν στο Αφγανιστάν. Στην επαρχία Πακτιά έστησαν ένα ολόκληρο στρατόπεδο για εμάς. Εκεί μας επιτέθηκαν οι Σοβιετικοί αρκετές φορές, επιτέθηκαν στο δικό μας και στο ‘αραβικό στρατόπεδο’. Χρησιμοποιήθηκαν μαχητικά MIG-21. Όμως τότε οι Ρώσοι είχαν ήδη αρχίσει να αποσύρονται. Αφού έφυγαν οι Σοβιετικοί, στο Αφγανιστάν κυβερνούσε ακόμη μια κομμουνιστική κυβέρνηση, έτσι πολεμήσαμε και αυτήν. Ήμουν έτοιμος να πολεμήσω: πρώτα απ’ όλα τους Σοβιετικούς, παρά εκείνες τις κομμουνιστικές αφγανικές κυβερνήσεις. Στο Πακιστάν, είδα Ρώσους αιχμαλώτους, πιλότους, δεμένους με χειροπέδες. Δεν τους φοβόμουν».

Παρατήρησα αμέσως ότι ο κ.  Farihin δεν ένιωθε περηφάνια που την ομάδα του και γενικά τους μουτζαχεντίν τους υποστήριζαν οι ΗΠΑ και οι άλλες δυτικές χώρες. Επαναλάμβανε ότι δεν «είδε» άμεση αμερικανική ανάμειξη στη βοήθεια, ότι τα εφόδια έρχονταν από το Κατάρ, τη Σαουδική Αραβία και άλλες μουσουλμανικές χώρες. Γι’ αυτόν, ήταν ουσιώδες να φανεί η μάχη του στο Αφγανιστάν σαν «καθαρός» πανισλαμικός αγώνας.

Δεν ήμουν εκεί για να του αντιπαρατεθώ, αλλά για να ακούσω.

Μίλησε για τα μέτωπα στα οποία είχε πολεμήσει: στη Νανγκαράρ και την Τζαλαλαμπάντ, μεταξύ άλλων:

«Πήγαινα κατά σειρά σε διάφορα μέτωπα. Ο πόλεμος , οι μάχες ήταν ‘μεθοδικές’».

«Ποιος, όμως, ήταν ο στόχος;» ρώτησα.

Δεν δίστασε καθόλου να απαντήσει.

«Ο στόχος ήταν απλός: θέλαμε να εμποδίσουμε να γίνει αποδεκτή στο Αφγανιστάν η κομμουνιστική ιδεολογία».

Πόσα ήξερε για τον κομμουνισμό;

«Στην πραγματικότητα, οι γνώσεις μου γι’ αυτόν ήταν πολύ ρηχές. Κανένα πρόβλημα: ήμαστε πολεμικές μηχανές για τους μουτζαχεντίν. Μας είπαν ότι οι κομμουνιστές δεν πιστεύουν στον Θεό και ότι υποστηρίζουν το κοσμικό κράτος».

Αναρωτήθηκα αν γνώριζαν οτιδήποτε για το βελτιωμένο ιατρικό σύστημα, για την εκπαίδευση, για τη δημόσια παροχή στέγης, μεταφορών, αγαθών του πολιτισμού…

«Ξέρω πως ό,τι έκαναν οι κομμουνιστές ήταν καλό … Αλλά επειδή πίστευαν στον κομμουνισμό και το σοσιαλισμό, δεν ήταν ορθό, ήταν ‘haram’ [απαγορευμένο]. Εκείνο που μετρούσε ήταν ο όρκος μας στον Θεό. Από την άποψη της σημασίας, ο Θεός είναι το υπ’ αριθμόν ένα, και μετά έρχεται ο κόσμος των ανθρώπων».

Τον ρώτησα πώς βλέπει το σημερινό Αφγανιστάν.

«Όσο η κυβέρνησή του είναι κομμουνιστική, θα την πολεμάμε … Προσεύχομαι να νικήσουν οι Ταλιμπάν».

Προς στιγμήν νόμισα ότι παρανόησα: η κυβέρνηση του Αφγανιστάν είναι κομμουνιστική; Δεν ξέρει τίποτε για τις ΗΠΑ, για τη δυτική κατοχή;

«Ναι, αλλά οι ΗΠΑ πήγαν στο Αφγανιστάν για να πολεμήσουν τους Ταλιμπάν, όχι τον κομμουνισμό. Η κυβέρνηση είναι ακόμη κομμουνιστική, μαριονέτα της Ρωσίας».

Άλλαξα θέμα γρήγορα, αλλά τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν. Τον ρώτησα για τη Συρία και για το Ιράκ. Απάντησε ευγενικά:

«Εκπαιδεύω, εκπαιδεύουμε εθελοντές που είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν στη Συρία. Η Συρία δεν είναι μόνο κομμουνιστική, ξέρετε –Άσαντ και Ρώσοι–, αλλά και σιιτική».

Στη σημερινή Ινδονησία το να είσαι σιίτης είναι μεγάλο έγκλημα. Άνθρωποι δολοφονούνται, εξορίζονται και τρομοκρατούνται επειδή είναι σιίτες. Έγινα μάρτυρας σε ένα τέτοιο γεγονός, στο νησί Μαντούρα.

«Οι ‘απόφοιτοι του Αφγανιστάν’ εκπαιδεύουν, ιδεολογικά και στρατιωτικά,  μαχητές που είναι πρόθυμοι να πάνε στο εξωτερικό. Δεν είμαι σίγουρος αν το γνωρίζει η κυβέρνηση. Ίσως το γνωρίζουν οι μυστικές υπηρεσίες.  Στην εποχή του Σουχάρτο, υποστηριζόταν η μάχη εναντίον του κομμουνισμού. Είδα μέλη των ινδονησιακών μυστικών υπηρεσιών να αναπτύσσονται στα στρατόπεδα Αφγανών προσφύγων  στην Πεσαβάρ του Πακιστάν. Η πακιστανική μυστική υπηρεσία μάς είπε ότι η ινδονησιακή μυστική υπηρεσία διεξήγε επιχειρήσεις στην περιοχή.  Τότε, η Ινδονησία υποστήριζε τους μουτζαχεντίν και έτσι παίρναμε κάποια εφόδια απ’ αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων. Τότε, η Ινδονησία και το Πακιστάν είχαν θερμές φιλικές σχέσεις. Η πακιστανική μυστική υπηρεσία έκανε τη ζωή μας πολύ εύκολη: πηγαινοερχόμαστε ελεύθερα  μεταξύ Αφγανιστάν και Πακιστάν μέσω των συνόρων, ενώ σε αμάχους αυτό δεν επιτρεπόταν…»

Και ποια ήταν η αμοιβή; Ασφαλώς οι τζιχαντιστές δεν πολεμούσαν δωρεάν.

Η χαμηλότερη αμοιβή ήταν 150 δολάρια το μήνα, πολλά χρήματα για τη φτωχή Ινδονησία στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι αξιωματικοί έπαιρναν από 300 ως 400 δολάρια.

Πριν χωριστούμε, μιλήσαμε για το Αφγανιστάν, ως χώρα. Θυμήθηκε με συγκίνηση:

«Μου αρέσει αυτή η χώρα. Είναι όμορφη. Μου άρεσε η θρησκευτική ζωή εκεί. Οι Αφγανοί μας φέρονταν πολύ ευγενικά, μας μεταχειρίζονταν σαν φιλοξενούμενους … Μας πρότειναν επίσης  να παντρευτούμε γυναίκες τους, αλλά εκεί η τιμή της νύφης  ήταν πολύ υψηλή.  Κάποιες γυναίκες  είχαν γαλάζια μάτια και θέλαμε πολύ να τις παντρευτούμε, αλλά δεν είχαμε την οικονομική άνεση με τους μέτριους ‘μισθούς’ μας».

Του λείπει το Αφγανιστάν;

«Ναι».

«Και εμένα», ένευσα. «Αλλά θα ξαναπάω σύντομα».

Δεν αγκαλιαστήκαμε. Ήδη είχε καταλάβει ότι ανήκαμε στις αντίθετες πλευρές του οδοφράγματος και ότι πιθανώς ήμαστε μεγάλοι εχθροί μεταξύ μας. Αλλά μέχρι να χωριστούμε, παραμείναμε ευγενικοί, πολύ ευγενικοί: κατά τα αφγανικά ήθη.

***

«Οι τζιχαντιστές στην Ινδονησία εναντίον του αμερικανικού ιμπεριαλισμού; Ο, όχι, με κανέναν τρόπο», λέει χαμογελώντας η Dina Y. Sulaeman, μια Ινδονήσια πολιτική αναλύτρια, συγγραφέας του βιβλίου «Χιόνια στο Χαλέπι» ( “Salju Di Aleppo” ):

«Ο τζιχάντ στον οποίο θέλουν να συμμετέχουν οι Ινδονήσιοι βασίζεται στο μίσος… Στο βιβλίο μου εξηγώ πως οι Ινδονήσιοι πολεμιστές στη Συρία συνδέονται με αρκετές οργανώσεις: ‘Ikhwanul Muslimin’, ‘Hizbut Tahrir’ και Al Qaeda/ISIS.  Δυστυχώς, αυτές οι οργανώσεις έχουν υποστηρικτές στην Ινδονησία. Αυτοί διασπείρουν ψεύτικες φωτογραφίες και βίντεο για τη Συρία, προκειμένου να δημιουργήσουν συμπόνια, ακόμη και θυμό στον ινδονησιακό λαό ώστε να δώσει χρήματα ή και να συμμετάσχει στον τζιχάντ.  Γι’ αυτούς είναι μια καλή δοσοληψία. Διεξάγουν «ιερό πόλεμο», θα πάνε στον παράδεισο και επιπλέον πληρώνονται. Κατηγορούν τον Άσαντ ότι είναι ‘άπιστος’. Αυτό είναι το σύνθημα για τη συσπείρωσή τους».

«Η ‘κάλυψη’ από τα ινδονησιακά ΜΜΕ απλώς μεταφράζει όσα λένε τα δυτικά ΜΜΕ: το CNN, το BBC και άλλα…. Αν όχι αυτά, το Al-Jazeera που συχνά είναι χειρότερο … Το αποτέλεσμα είναι οι Ινδονήσιοι να ‘ανησυχούν πολύ’ για τη Συρία. Βεβαίως, στα βιβλία μου προσπαθώ να διορθώσω αυτές τις λανθασμένες απόψεις, αλλά ο μηχανισμός προπαγάνδας είναι πολύ ισχυρός».

«Όπως στο Αφγανιστάν», πρόσθεσα.

Νωρίτερα είχα ρωτήσει τον Noor Huda Ismail:

“Ωστόσο, οι ‘απόφοιτοι του Αφγανιστάν’ και οι οπαδοί του ISIS δεν νιώθουν,  αναγκαία, αμοιβαία συμπάθεια, έτσι δεν είναι;»

Ο Huda ένευσε καταφατικά, αλλά πρόσθεσε:

«Η Al-Qaeda και το  ISIS δεν τα πάνε καλά μαζί. Οι περισσότεροι μαχητές που υποστηρίζουν το ISIS συγκεντρώνονταν στο ίδιο τζαμί. Χρησιμοποιούν τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Ίσως οι ‘απόφοιτοι του Αφγανιστάν’ και οι υποστηρικτές του ISIS να μην νιώθουν αμοιβαία συμπάθεια, αλλά μοιράζονται την ίδια ιδεολογία, που είναι να ανατρέψουν και να αμφισβητήσουν τα εκκοσμικευμένα συστήματα».

«Και στην Ινδονησία;»

«Ναι, και στην Ινδονησία»

Το «εξπρές τζιχάντ» τρέχει τώρα και πάλι με ταχύτητα. Και η μία χώρα μετά την άλλη κομματιάζεται κάτω από τους ανελέητους τροχούς του.

Όσοι νομίζουν ότι γίνονται «όλα για το πετρέλαιο» κάνουν λάθος. Βεβαίως, η Δύση προσπαθεί να ελέγξει, πλήρως και με θηριωδίες, όλες αυτές τις κινήσεις στη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική , στο Ιράν και στο Αφγανιστάν. Αλλά δεν σταματά σ’ αυτό: τζιχαντιστικές ομάδες, που δημιουργήθηκαν από τη Δύση και τους συμμάχους της του Περσικού Κόλπου, χρησιμοποιήθηκαν για να αποσταθεροποιήσουν τους δύο μεγαλύτερους αντιπάλους της Δύσης: τη Ρωσία και την Κίνα.

Η Σοβιετική Ένωση ξεγελάστηκε και εισήλθε στο Αφγανιστάν το 1979, και στη συνέχεια καταστράφηκε βάρβαρα. Το ίδιο το Αφγανιστάν στην πορεία «θυσιάστηκε», οι κοινωνικές δομές του κατέρρευσαν και οι ελπίδες που είχε ο λαός του στραγγαλίστηκαν. Η Κίνα υποφέρει σήμερα από τις επιχειρήσεις αρκετών μουσουλμανικών τρομοκρατικών ομάδων και από άλλα θρησκευτικά εμφυτεύματα, που όλα ανεξαιρέτως υποστηρίζονται από τη Δύση.

Το πιο πιθανό είναι να αποτελέσουν οι Φιλιππίνες το επόμενο «μέτωπο». Αυτή η δραστηριότητα υπήρχε επί χρόνια και δεκαετίες στο Σούλου, στην αυτόνομη μουσουλμανική περιοχή του Μιντανάο, και αλλού, αλλά καθώς αυτό το κείμενο πάει για τύπωμα τα πράγματα επιδεινώνονται.

Η καταπολέμηση της τρομοκρατίας σε μέρη όπως η Συρία και το Αφγανιστάν ήταν και θα είναι όλο και περισσότερο ένας από τους βασικούς στόχους της εξωτερικής πολιτικής του Πεκίνου και της Μόσχας, προκειμένου να βοηθήσουν τις χώρες που πολιορκούνται και να αποτρέψουν το να γίνουν πεδία εκπαίδευσης των «αντικομμουνιστικών» και αντι-κοσμικών, θρησκευτικών, τρομοκρατικών στρατών.

Πηγή: Global Research

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου