Άρθρα

Πρόκειται για ταξικό πόλεμο πλέον

Η εικόνα κατά μήκος της λεωφόρου Μέλροουζ, μιας από τις πιο φημισμένες εμπορικές περιοχές του Λος Άντζελες, θυμίζει τη λέξη εκδίκηση. Θραύσματα από γυάλινες τζαμαρίες στο πεζοδρόμιο. Γκράφιτι στις βιτρίνες. Μυρωδιά καπνού παντού. Εδώ ήταν το επίκεντρο των λεηλασιών που έγιναν το Σάββατο βράδυ, λίγο πριν ο δήμαρχος Eric Garcetti κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε όλη την πόλη και απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις 8 μ.μ. Ο Garcetti κάλεσε αργότερα τον Κυβερνήτη Newsom να φέρει την Εθνοφυλακή. Είναι η πρώτη φορά που η Εθνοφυλακή κατεβαίνει στους δρόμους του Λος Άντζελες από το 1992, όταν δημοσιεύτηκε η ετυμηγορία για τους δολοφόνους του Ρόντνεϊ Κινγκ. Σήμερα, την Κυριακή (30/5), τα στρατιωτικά οχήματα και τα στρατεύματα προστατεύουν ό,τι έχει απομείνει μετά το ξέσπασμα μαζικού θυμού και οργής.

Ποντάροντας στο φόβο του κοινού, το Fox News χαρακτήρισε την καταστροφή μετά τις διαμαρτυρίες του Σαββάτου «βίαιες ταραχές». Η ντόπια εφημερίδα L.A. Times φρόντισε να επισημάνει ότι υπήρχαν «διαφοροποιήσεις μεταξύ των διαδηλωτών» και στη συνέχεια συνέχισε να ενοχοποιεί ως έγκλημα τις λεηλασίες. Και την Κυριακή το πρωί, ο Τραμπ δήλωσε ότι η κυβέρνησή του θα χαρακτηρίσει την Antifa τρομοκρατική οργάνωση. Πράγματι, οι διαδηλωτές που κατέβηκαν στους δρόμους του Λος Άντζελες για να εκφράσουν τη συλλογική οργή τους για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, ήταν ένα διαφοροποιημένο πλήθος με διαφοροποιημένες προθέσεις.

Οι άνθρωποι που κατηγορήθηκαν για τις λεηλασίες ήταν ένα μέρος αυτών που έμειναν στους δρόμους μετά τη διάλυση των συγκεντρώσεων. Τώρα θεωρούνται «κακοποιοί» και «κλέφτες» από όσους αγνοούν εύκολα την απογοήτευση και την οργή του πλήθους που εξαπλώθηκε στη Σάντα Μόνικα και σε όλο το Λονγκ Μπιτς το απόγευμα της Κυριακής. Η αγνόηση  του, ωστόσο, όχι μόνο κρύβει τον συστημικό ρατσισμό της Αμερικής, αλλά επίσης αδυνατεί να αντιμετωπίσει την τρομερή κοινωνική ανισότητα. Όπως εμφανίστηκε από το περασμένο Σαββατοκύριακο στους δρόμους του Λος Άντζελες και αλλού, η έκρηξη που συμβαίνει σε ολόκληρη τη χώρα αφορά τόσο το ταξικό ζήτημα όσο και τη φυλετική αδικία και την αστυνομική βιαιότητα.

Ο Τραμπ, με τον δικό του εγωιστικό τρόπο, ήλπιζε για αυτό το αποτέλεσμα, δηλώνοντας ότι ήθελε να γίνει «πρόεδρος σε καιρό πολέμου». Η ευχή έγινε πραγματικότητα. Οι φωτιές που έχει βάλει ο Τραμπ από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, έφτασαν τώρα στο κατώφλι του. Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι ένας πλήρης ταξικός πόλεμος σε εξέλιξη. Χωρίς αμφιβολία, ήταν μια τρομακτική καταιγίδα γεγονότων: η μαζική ανεργία λόγω πανδημίας που άγγιξε τα 40 εκατομμύρια, οι διαφοροποιήσεις στον θάνατο από τον κορωνοϊό λόγω της κοινωνικής και οικονομικής θέσης των ασθενών, η συνεχιζόμενη επίθεση στους μαύρους από μια στρατιωτικοποιημένη αστυνομική δύναμη μαζί με μια επιχειρηματική κυβέρνηση που σκόπιμα δεν προστατεύει τους πιο ευάλωτους πολίτες της.

Η λεηλασία καταστημάτων είναι εγγενώς ένα ταξικό ζήτημα, είτε τη βλέπεις δικαιολογημένα είτε όχι (υπάρχουν πάντα εξαιρέσεις φυσικά). Η πράξη της λεηλασίας είναι μια μακροχρόνια αμερικανική παράδοση, που χρονολογείται από την κλοπή των εδαφών των γηγενών και την αφρικανική σκλαβιά. Σήμερα, οι πλούσιοι άνθρωποι δεν λεηλατούν φυσικά τα εμπορικά κέντρα, είναι εξοικειωμένοι όμως με τη λεηλασία φυσικών πόρων και εργασίας, από τα ανθρακωρυχεία της Δυτικής Βιρτζίνιας μέχρι τις αποθήκες του Τζεφ Μπέζος της Άμαζον. Οι φτωχοί, ασκώντας τη λιγοστή τους δύναμη – ακόμη και με καταστροφικό και βίαιο τρόπο – εμφανίζουν μια εντελώς φυσική αντίδραση σε μια διαρκώς μειονεκτική κατάσταση ύπαρξης. Για αυτούς, η λεηλασία είναι μια κραυγή για βοήθεια, μια έκφραση απελπισίας.

Όλοι έχουμε δει το απαίσιο βίντεο. Ο αστυνομικός της Μινεάπολης Ντέρεκ Τσάβιν δολοφόνησε τον Τζορτζ Φλόιντ στο φως της ημέρας. Ο Φλόιντ, ασφυκτιούσε, φωνάζοντας τη μητέρα του. Όλοι έχουμε παρακολουθήσει τους σκληρούς λευκούς κυνηγούς, ένας ήταν και πρώην ντετέκτιβ, να κυνηγούν τον Αχμεντ Άρμπερι πριν τον σκοτώσουν. Είμαστε όλοι εξοικειωμένοι με τη μεγάλη λίστα των μαύρων που σκοτώθηκαν από αστυνομικούς με εντυπωσιακό ποσοστό – 2,5 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των λευκών. Γνωρίζουμε επίσης ότι το 20% του συνολικού πληθυσμού των μαύρων, ακόμη και πριν από την κρίση του κορωνοϊού, ζούσε σε σοβαρή φτώχεια, περίπου 9 εκατομμύρια άτομα. Οι συνθήκες σε ολόκληρη τη χώρα είναι ακόμη χειρότερες και, ως εκ τούτου, η βία θα συνεχίσει να εξαπλώνεται.

Φυσικά, τόσο η έντονη αδικία προς τους φτωχούς της χώρας μας όσο και η βιαιότητα εναντίον των μαύρων από τους αστυνομικούς – γκάνγκστερ που χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση προηγούνται της κυβέρνησης του Τραμπ. Ο Κορνέλ Γουέστ το επεσήμανε το βράδυ της Παρασκευής στο Anderson Cooper 360:

«Έχετε μια νεοφιλελεύθερη πτέρυγα του Δημοκρατικού κόμματος που βρίσκεται τώρα στη θέση του οδηγού… και πραγματικά δεν ξέρουν τι να κάνουν γιατί το μόνο που θέλουν να κάνουν είναι να δείχνουν περισσότερα μαύρα πρόσωπα, να δείχνουν περισσότερα μαύρα πρόσωπα. Αλλά πολλές φορές αυτά τα μαύρα πρόσωπα χάνουν τη νομιμοποίησή τους επειδή το κίνημα του Black Lives Matter υπήρξε την περίοδο που είχαμε έναν μαύρο Πρόεδρο, έναν μαύρο Γενικό Εισαγγελέα και έναν μαύρο Γενικός Γραμματέα Εσωτερικής Ασφάλειας».

Πιστεύετε ότι το περασμένο Σαββατοκύριακο ήταν φοβερό; Απλά περιμένετε. Εάν ο Ντέρεκ Τσάβιν απαλλαχθεί για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, οι πρόσφατες διαμαρτυρίες θα φαίνονται μικρές. Για να είμαστε καθαροί, μερικές από αυτές τις ταραχές, όπως η λεηλασία των μικρών επιχειρήσεων μειονοτήτων, είναι εντελώς αντιπαραγωγικές, γι’ αυτό και η Αριστερά έχει την υποχρέωση να οργανώσει και να κατευθύνει αυτή την οργή στους πραγματικούς δράστες, την καπιταλιστική τάξη και τους υπερασπιστές τους.

Η οικονομική και φυλετική καταπίεση στην Αμερική έχει φτάσει στο σημείο βρασμού. Η συστημική αλλαγή θα απαιτήσει μια συστηματική αναπροσαρμογή της οικονομικής και πολιτικής δομής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η απόγνωση θα οδηγεί μερικές από αυτές τις πράξεις, από την οπλοφορία μέχρι τα σπασμένα παράθυρα. Ωστόσο, είναι η υπάρχουσα φυλετική και ταξική δυναμική, η συνέπεια της ύπαρξης ενός καταπιεσμένου πληθυσμού, που θα συνεχίσει να τροφοδοτεί την εξέγερση – μια σοβαρή και εκτεταμένη εξέγερση που δεν θα μπορεί να περιορίσει για πολύ καιρό καμία επιβαλλόμενη απαγόρευση από δήμαρχο της πόλης.

Πηγή: CounterPunch

Μετάφραση: antapocrisis

Η Αργεντινή σε αναταραχή

Δεκαεφτά χρόνια μετά την κρίση του 2001 στην Αργεντινή, η κυβέρνηση του Μάκρι που αναδείχθηκε στην εξουσία το Δεκέμβριο του 2015, προωθεί ένα σκληρό πρόγραμμα διαρθρωτικών προσαρμογών για τον λαό ακολουθώντας τις δανειακές επιταγές του ΔΝΤ. Η χώρα, η οποία για το 2018 βρίσκεται στην προεδρία του G20,  είναι μία από αυτές που επηρεάζονται περισσότερο από την αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ, τη διαρροή κεφαλαίων, την αύξηση του δολαρίου και τη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, όπως συμβαίνει και με την κρίση που εξελίσσεται στην Τουρκία.

Στο πλαίσιο του εμπορικού πολέμου του προέδρου Τραμπ που έχει στόχο να ενισχύσει τις αμερικανικές εξαγωγές έναντι των υπολοίπων, η αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ έχει οδηγήσει σε άνοδο του δολαρίου, που τώρα δείχνει να είναι ασφαλέστερο από ποτέ. Δολάρια επαναπατρίζονται στις ΗΠΑ για να επωφεληθούν από την ραγδαία αύξηση των επιτοκίων, οι ταμειακές ροές ξαφνικά στεγνώνουν ενώ τα νομίσματα των αναδυόμενων οικονομιών πέφτουν απότομα.

Η αναταραχή στην Αργεντινή

Το πέσος είναι σε ελεύθερη πτώση, οι τιμές εκτινάσσονται, η κατανάλωση έχει μειωθεί στο ελάχιστο, η μεσαία τάξη συμπιέζεται, πολλές εταιρείες και επιχειρήσεις κλείνουν, η πείνα εξαπλώνεται στις απομακρυσμένες περιοχές και οι κερδοσκόποι πανικοβάλλονται χωρίς να ξέρουν τι να εφεύρουν για να αποφύγουν το ναυάγιο. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαμε να είχαμε διδαχθεί από την προηγούμενη κρίση ώστε να μην την αναπαράξουμρ: η Αργεντινή έχει ήδη αντιμετωπίσει την ίδια κατάσταση στο παρελθόν… ο λαός το θυμάται, 2001… υπήρχε πείνα, ήταν ο ήχος από τις άδειες κατσαρόλες όταν τις χτυπούν εξαγριωμένα κουτάλια μπροστά από κλειστές τράπεζες. Αυτό ήταν το «corralito». Από την άλλη πλευρά, το κεφάλαιο απομακρύνονταν διακριτικά, περιμένοντας καλύτερες μέρες. Το σενάριο που ενορχηστρώθηκε από το ΔΝΤ σε ολόκληρο τον πλανήτη επαναλαμβάνεται ατέρμονα, συνεχίζοντας με τις ίδιες εμετικές συστάσεις, ανεξάρτητα από το γεωγραφικό πλάτος της ενδιαφερόμενης χώρας.

Ο Μάκρι καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας της επαναλάμβανε συνεχώς το σύνθημα της «μηδενικής φτώχειας».  Σήμερα η δημοτικότητά του βυθίζεται και το σύνθημά του κείτεται ανάμεσα στις προεκλογικές υποσχέσεις που δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθούν, ενώ για μια ακόμα φορά η εμπιστοσύνη του λαού σκόνταψε, προδομένη από τη δύναμη του χρήματος. Λανθασμένα, η θεραπεία της λιτότητας, ο οποία το μόνο που κάνει είναι να επιδεινώνει την κοινωνική κατάσταση, έχει ήδη αρχίσει και εφαρμόζεται εδώ και περισσότερα από δύο χρόνια από μια σκληρή δεξιά κυβέρνηση.

Τα πρώτα 15 δις δολάρια του υπερ δανείου των 50 δις δολαρίων του ΔΝΤ που συμφωνήθηκε τον Ιούνιο, δε φαίνεται να είναι αρκετά για να σταθεροποιήσουν την οικονομία που έχει χτυπηθεί από έναν πληθωρισμό της τάξης του 30%, αποτέλεσμα της ισχυρής υποτίμησης του νομίσματος. Το πέσος έχασε σχεδόν το 20% της αξίας του έναντι του δολαρίου μέσα σε μόλις δύο μέρες, στις 29 και 30 Αυγούστου, και 98% μέσα στους τελευταίους 12 μήνες (50% από την αρχή του έτους), αγγίζοντας το ιστορικό χαμηλό των 40 πέσος ανά δολάριο.

Μέσα στην αλλοφροσύνη, η κεντρική τράπεζα της Αργεντινής ανέβασε το βασικό της επιτόκιο  από 45% σε 60% στις 30 Αυγούστου, ένα από τα υψηλότερα του κόσμου, ακολουθώντας μία αύξηση από 40% σε 45% στις 13 Αυγούστου, η οποία είχε στόχο την αύξηση των επενδύσεων σε εγχώριο νόμισμα. Παρ’ όλα αυτά, η ενέργεια αυτή όπως και άλλες ενέργειες της κεντρικής τράπεζας της Αργεντινής, η οποία από την αρχή της χρονιάς έχει πουλήσει περισσότερα από 12 δις δολάρια από τα αποθέματα συναλλάγματός της για να σταθεροποιήσει το πέσος, απέτυχαν να ικανοποιήσουν τον φόβο των επενδυτών ότι επίκειται πτώχευση ή να συγκρατήσουν την πτώση των τιμών. Προκλητικότατα, στις 31 Αυγούστου, μια μέρα μετά τη θεαματική άνοδο των επιτοκίων, ο αμερικανικός οίκος αξιολογήσεων, η Standard & Poor’s, έθεσε το χρέος της Αργεντινής υπό «αρνητική παρακολούθηση».

Η Λιτότητα του ΔΝΤ

Στις 3 Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος της Αργεντινής Μαουρίτσιο Μάκρι ανακοίνωσε ένα πακέτο σκληρής λιτότητας υπό την επίβλεψη του ΔΝΤ. Αυτό περιελάμβανε την εισαγωγή φόρου τεσσάρων πέσος ανά εξαγώγιμο δολάριο στις αγροτικές εξαγωγές, κάτι που ο ίδιο ο Μάκρι αναγνώρισε ότι πρόκειται για «κακούς φόρους» αλλά το ύψος του ελλείματος ήταν τέτοιο που απαιτούσε μέτρα ανάγκης. Αφού επιβλήθηκε τόση λιτότητα στους φτωχούς, το μέτρο του φόρου τελικά δεν ίσχυσε για τους παραγωγούς σόγιας και καλαμποκιού, τους μεγαλύτερους προμηθευτές συναλλάγματος της χώρας που χτυπήθηκαν σκληρά από μια ξηρασία ρεκόρ νωρίτερα αυτή τη χρονιά. Επιπρόσθετα, ο Μάκρι ανακοίνωσε την απομάκρυνση 12 από τα 22 υπουργεία του! Ο κ. Μάκρι δηλώνει ότι θα κλείσει τα υπουργεία πολιτισμού, εργασίας, επιστήμης και τεχνολογίας, ενέργειας, αγροτικής ανάπτυξης, υγείας, τουρισμού και περιβάλλοντος, για να τα μετατρέψει σε γραμματείες υπό την αιγίδα άλλων υπουργείων: το πολιτισμού και το επιστήμης και τεχνολογίας για παράδειγμα περνάνε στη δικαιοδοσία του υπουργείου παιδείας, το εργασίας στο υπουργείο παραγωγής, το υγείας στο κοινωνικής ανάπτυξης και το αγροτικής ανάπτυξης μετακινείται στο υπουργείο οικονομικών και απολύει 600 υπαλλήλους. Μέχρι τώρα, μόνο οι δικτατορίες των Αραμπουρου και Ονγκανια τόλμησαν να διαλύσουν το υπουργείο υγείας.

Στις 4 Σεπτεμβρίου ο υπουργός οικονομικών της Αργεντινής Νίκολας Ντουχοβνε και ο αντιπρόεδρος της κεντρικής τράπεζας Γκουστάβο Κανιονέρο επισκέφτηκαν το ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον για να διαπραγματευτούν μια αναθεώρηση της συμφωνίας που υπογράφηκε τον Ιούνιο και την επίσπευση της αποταμίευσης του δανείου. Η Αργεντινή στεγνώνει από ρευστότητα. Ταυτόχρονα, ο δικαστής Χόρχε ντι Λέλλο κατηγόρησε τον πρόεδρο Μάκρι για κατάχρηση εξουσίας και παραβίαση των καθηκόντων του ως δημόσιος αξιωματούχος επειδή υπέγραψε τη συμφωνία της 7ης Ιουνίου με το ΔΝΤ χωρίς πρώτα να την καταθέσει στη βουλή, παραβιάζοντας έτσι το σύνταγμα. Από την πλευρά του ο Μάκρι είναι ανίκανος να κατευνάσει την αυξανόμενη δυσαρέσκεια. Δήλωσε δε πρόσφατα στην τηλεόραση και επαναλαμβάνει συνεχώς ότι «η κρίση αυτή δεν είναι απλά μια ακόμα κρίση, πρέπει να είναι η τελευταία… τα δύσκολα έχουν ήδη περάσει». Παρ’ όλα αυτά, τα ίδια λάθη αναπαράγουν τα ίδια αποτελέσματα και η ιστορία επαναλαμβάνεται…

Στους δρόμους οι αυξανόμενες τιμές διογκώνουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Στο Μπουένος Άιρες, τη Λα Πλάτα, τη Ροζάριο, το Μαρ ντελ Πλάτα, σε διάφορες πόλεις της χώρας ο λαός εκφράζει τη δυσαρέσκειά του στην αύξηση των τιμών ή στις περικοπές του προϋπολογισμού που έχουν επιβληθεί στη δημόσια διοίκηση σαν αντάλλαγμα για το δάνειο του ΔΝΤ, περικοπές σαν αυτές που έχουν επιβληθεί στα δημόσια πανεπιστήμια. Σε απεργία για πάνω από έναν μήνα, οι καθηγητές των πενήντα επτά δημοσίων πανεπιστημίων απαιτούν αυξήσεις στους μισθούς τους. Ξυπνώντας τις τραγικές μνήμες της κατάρρευσης του 2001, τα συσσίτια είναι πάλι γεμάτα όχι μόνο με παιδιά αλλά με ολόκληρες οικογένειες… Ο αυξανόμενος πληθωρισμός μειώνει τα περιθώρια της ήδη πεσμένης κατανάλωσης και ο αμερικανικός κολοσσός Walmart έχει ήδη προβεί σε πώληση εκατό σούπερ μάρκετ. Η τιμή του ψωμιού έχει αυξηθεί περισσότερο από 20% μέσα σε λίγες μέρες. Όπως το 2001, ο λαός πεινάει για ψωμί και κοινωνική δικαιοσύνη.

Πηγή: Counterpunch

Ιταλία

Μια θύελλα εκκολάπτεται στην Ευρώπη: Η Ιταλία και τα δημόσια οικονομικά της βρίσκονται στο κέντρο της

Η Ρώμη ετοιμάζεται για μια χαλάρωση στις δημοσιονομικές πολιτικές της – κάτι που είναι ακριβώς αυτό που έχει ανάγκη η Ιταλία αυτήν την στιγμή, και ακριβώς το αντίθετο από αυτό που οι Βρυξέλες και οι κερδοσκόποι των χρηματιστηρίων, περιμένουν και απαιτούν.

Οι Βρυξέλες απαιτούν μια “δημοσιονομική εξυγίανση”. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ρώμη θα μειώσει το έλλειμα της – την ετήσια διαφορά ανάμεσα στις δαπάνες και την φορολογία – έτσι ώστε να ξεκινήσει να ξεπληρώνει το τεράστιο δημόσιο χρέος της, το οποίο ανέρχεται στο 131% του ΑΕΠ, οριακά το μεγαλύτερο στην ευρωζώνη μετά το Ελληνικό χρέος.

Η κυβέρνηση της Λέγκας και των Πέντε Αστέρων, έχει θέσει ως στόχο το έλλειμα της χώρας για τον επόμενο χρόνο να φτάσει το 2,4% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Ο αριθμός αυτός βρίσκεται αρκετά χαμηλά σε σχέση με το όριο του 3% που έχει θέσει η ΕΕ, ταυτόχρονα όμως, πολύ ψηλότερα από τον στόχο του 1,8% ετησίως, παραβιάζοντας τους κανόνες της ΕΕ, οι οποίοι καλούν για σταθερή μείωση του δημόσιου ελλείματος σε υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ιταλία, μέχρι να επέλθει ένας ισορροπημένος προϋπολογισμός.

Το σχέδιο της Ρώμης περιλαμβάνει μια αναστροφή της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης, κάτι που είχε θεσπιστεί το 2011, από την προηγούμενη κυβέρνηση του Κόμματος των Δημοκρατικών. Αυτή είναι μια προοδευτική κίνηση και οικονομικά λογική, καθώς θα αναγκάσει τους εργοδότες να προσλάβουν περισσότερους νέους εργαζόμενους νωρίτερα, εξυπηρετώντας την μείωση του 31% της νεανικής ανεργίας.

Ο προϋπολογισμός αυτός περιλαμβάνει επίσης ένα είδος “μισθού του πολίτη” που θα αφορά κυρίως τους νέους άνεργους, που τώρα βασίζονται στην οικογένεια τους για οικονομική υποστήριξη. Ο αρχηγός των Πέντε Αστέρων, Luigi Di Maio, έχει προτείνει  το ποσό των 780 ευρώ το μήνα για την “εξάλειψη της φτώχιας”. Φαίνεται βεβαίως υπερβολικό ποσό, όμως κάθε προσπάθεια να μειωθούν οι αριθμοί όσων ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχιας (οι οποίοι έχουν φτάσει τα 5,1 εκατομμύρια ή το 8,4% του πληθυσμού) κι έχουν τριπλασιαστεί τα τελευταία 10 χρόνια, θα πρέπει να θεωρηθεί καλοδεχούμενη.

Ο διάβολος θα φανεί πάντως στις λεπτομέρειες, που προς το παρόν δεν είναι αρκετές. Δυστυχώς δεν διαφαίνεται ο συγκεκριμένος «μισθός» να προσομοιάζει σε ένα «βασικό εισόδημα» που θα καταβάλλεται από την πολιτεία, ανεξαρτήτως από το ατομικό εισόδημα, τα έσοδα και την επαγγελματική κατάσταση του κάθε πολίτη. Για αυτό από μερικούς θεωρείται ως απάντηση στην “γενιά των μηδενικών ωρών»[i]. Αντιθέτως θα συνδεθεί με την υποχρέωση για εργασία: οι αποδέκτες του συγκεκριμένου επιδόματος, με εξαίρεση τους συνταξιούχους, θα υποχρεώνονται σε 8ώρη κοινωφελή εργασία την εβδομάδα, έτσι ώστε να αποδείξουν ότι αναζητούν εργασία, και να δεχτούν μια από τις πρώτες τρεις προσφορές εργασίας που θα δεχθούν. Αυτά ισχυρίζεται ο Di Maio.

Οι αριστεροί ψηφοφόροι – που άλλαξαν την ψήφο τους στις τελευταίες εκλογές από το κατ’ όνομα κεντροαριστερό αλλά στην πράξη νεοφιλελεύθερο Κόμμα των Δημοκρατικών, στο Κόμμα των Πέντε Αστέρων- αλλά και πολλοί νέοι ψηφοφόροι στήριξαν αυτή την ιδέα του βασικού μισθού. Πλέον όμως υπάρχουν φόβοι ότι στην πράξη θα είναι το ίδιο με το περίφημο πακέτο μεταρρυθμίσεων του καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, Hertz IV. Ακριβώς όπως περιγράφτηκε από την αμερικανική εφημερίδα The Nation ως “υποχρεωτική υπηρεσία επισφαλούς απασχόλησης”, οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις διεύρυναν μαζικά τους χαμηλόμισθους στη Γερμανία και οδήγησαν σε ακόμη χειρότερους μισθούς καθώς οι εργοδότες εκμεταλλεύονταν μια άφθονη προσφορά εργασίας.

Περίπου 2 δισεκατομμύρια ευρώ από τα 10 δισεκατομμύρια που προορίζονται για το συγκεκριμένο σχέδιο στον ιταλικό προϋπολογισμό θα επενδυθούν στα γνωστά αναποτελεσματικά Κέντρα Απασχόλησης της χώρας ώστε να βοηθήσουν στην υλοποίηση αυτού του σχεδίου. Οι περισσότεροι που θα λάβουν τον “μισθό του πολίτη” αναμένεται να είναι στο mezzogiorno (στη νότια περιοχή της Ιταλίας), όπου η φτώχεια και η ανεργία των νέων είναι υψηλότερες και όπου το κόμμα του Di Maio συγκέντρωσε μεγάλο ποσοστό ψήφων και το κόμμα αναδείχθηκε ως η μεγαλύτερη δύναμη στις γενικές εκλογές του Μαΐου.

Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση του τρόπου εργασίας δεν είναι μόνο το γεγονός ότι προσανατολίζεται να χτυπήσει την φτώχεια στο νότο. Είναι επίσης ότι συμπεραίνει πως το κύριο πρόβλημα της Ιταλίας είναι η προσφορά εργασίας. Δεν είναι. Στην Ιταλία χρειάζονται εργαζόμενοι με περισσότερες δεξιότητες αλλά όχι Mac Jobbers (εργαζόμενοι που αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα δουλειές και τομείς). Αυτοί, καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της αγοράς εργασίας, χάρη στους νόμους «Hire and Fire» (Προσέλαβε και Απέλυσε) που ψηφίστηκαν το 2014 από το Δημοκρατικό Κόμμα του Matteo Renzi.

Το ζήτημα κλειδί είναι η ζήτηση, όπως ισχύει εδώ και δύο δεκαετίες, κατόπιν των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και των ιδιωτικοποιήσεων σε χώρες ώστε να ενταχθούν και στη συνέχεια να παραμείνουν στον αυστηρό κλοιό της Ευρωζώνης. Αυτό οδήγησε σε μια απότομη πτώση των ασφαλών και σχετικά καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας του δημόσιου τομέα, σε συνδυασμό με μια γενικευμένη συμπίεση των μισθών, που οδήγησε τους απλούς Ιταλούς να δαπανούν λιγότερο σήμερα από ό,τι πριν από επτά χρόνια, και παρόλα αυτά εξακολουθούν να δαπανούν περισσότερα από όσα κερδίζουν. Εντούτοις, η μεταφορά κρατικού χρήματος στις τσέπες των πολιτών, για πρώτη φορά μπορεί να ενισχύσει την εγχώρια ζήτηση, ειδικά εάν σχεδιάζει ο De Maio να την παράσχει μέσω μιας «ηλεκτρονικής κάρτας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα ιταλικά καταστήματα». Αλλά θα είναι πιθανώς, ένα μέτρο ανεπαρκές και βραχύβιο. Ο μεγάλος κίνδυνος θα είναι οι μισθοί που σε όλο το εύρος τους, θα καταστέλλουν περαιτέρω την εγχώρια ζήτηση, όπως έγινε στη Γερμανία, φτιάχνοντας και στην Ιταλία έναν ζητιάνο εργαζόμενο, αντιπροσωπευτικό του μοντέλου εργασίας που προάγει το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα της Ευρώπης.

Τα υπόλοιπα μέτρα του προϋπολογισμού περιλαμβάνουν έναν ενιαίο φόρο και μια ακόμη φορολογική “αμνηστία” σε μια χώρα της οποίας το κρατικό ταμείο χάνει περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από φοροαποφυγές, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις. Οι νικητές αυτών των πολιτικών θα είναι οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι. Δεν θα δαπανήσουν τα επιπλέον χρήματα για να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, αλλά θα κρύψουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί.

Αυτό που χρειάζεται η Ιταλία – και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις επενδύουν σε θέσεις εργασίας – είναι το είδος της κρατικής ανάπτυξης και των μεγάλων δημόσιων δαπανών που εγκαταλείφθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 από διαδοχικές κυβερνήσεις των κεντροαριστερών και των δεξιών. Αλλά οι Salvini και Di Maio, οι αναπληρωτές πρωθυπουργοί, ιδεολογικά δεν δίνουν βαρύτητα στο δημόσιο τομέα. Υπάρχουν ελάχιστα ποσά στον προϋπολογισμό για τα κρατικά σχολεία και νοσοκομεία. Τα σχέδια ιδιωτικοποίησης της προηγούμενης κυβέρνησης παραμένουν αμετάβλητα. Όπως και οι υποσχέσεις προς ΗΠΑ και ΝΑΤΟ για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος για τα βομβαρδιστικά F-35, το οποίο με το εκπληκτικό κόστος των 14 δισεκατομμυρίων ευρώ συν 35 δισεκατομμύρια σε υλικοτεχνική υποστήριξη και άλλα έξοδα για τα επόμενα 30 χρόνια, θα δημιουργήσει μόνο 1.500 θέσεις εργασίας στην Ιταλία. Πράγμα αντίθετο με τις υποσχέσεις του κινήματος των Πέντε Αστέρων, ότι θα μείωνε τις στρατιωτικές δαπάνες, όσο βρισκόταν στην αντιπολίτευση και έκανε προεκλογικές καμπάνιες.

Σε τελική ανάλυση, η Ρώμη προγραμματίζει να δαπανήσει πολλά χρήματα που στην καλύτερη περίπτωση θα ενισχύσουν βραχυπρόθεσμα, μια οικονομία που τώρα είναι ζωντανή – νεκρή. Άλλωστε ποιος μπορεί να τα βάλει με την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ και τον Πρόεδρο της ΕΕ Ζαν Κλοντ Γιούνκερ;

Και ποιος, ειλικρινά, δεν θα ήθελε να τους δει να προπηλακίζουν τον Σαλβίνι; Είναι άλλωστε αυτό που θέλει να εμποδίσει τους πρόσφυγες που δραπετεύουν από τον πόλεμο, την πείνα και τη δυστυχία, στο να φτάσουν στις ιταλικές ακτές. Είναι αυτός που ζητά να τους εκτοπίζει ή να κάνει τον βίο αβίωτο για τους μετανάστες που ήδη ζουν στην Ιταλία, κλείνοντας τις επιχειρήσεις τους, αρνούμενος να εξασφαλίσει στα παιδιά τους τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.

Το πρόβλημα για την Kομισιόν είναι ότι στην πορεία προς τις Ευρωεκλογές τον Μάιο του 2019, είναι έξυπνη πολιτική κίνηση για τους Salvini και Di Maio (ο πρώτος ευρωσκεπτικιστής επί χρόνια, ο δεύτερος ηγέτης ενός κόμματος με ισχυρό ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα) να στήσουν ένα θέατρο με τις Βρυξέλλες. Και αυτό το παιχνίδι της μπλόφας θα συνεχίζεται στην Ιταλία για το επόμενο διάστημα.

 

[i] Η γενιά των μηδενικών ωρών ή τα συμβόλαια των μηδενικών ορών αφορούν εργασίες που πληρώνονται ανά ώρα και στις οποίες δεν προβλέπεται από τον εργοδότη ένας ελάχιστος αριθμός ωρών απασχόλησης.

Πηγή: Counterpunch

Μετάφραση: Σοφία Χάντερ

Σύνοδος ΗΠΑ-Β. Κορέας: δεξιότερα της Δεξιάς το Δημοκρατικό Κόμμα

Εάν χρειαζόταν περαιτέρω απόδειξη για να πειστεί κανείς ότι το Δημοκρατικό Κόμμα είναι πραγματικά κόμμα του πολέμου, αυτή δόθηκε όταν ο γερουσιαστής Τσακ Σχάμερ και άλλοι Δημοκρατικοί στη Γερουσία χρησιμοποίησαν ένα κυνικό τέχνασμα για να υποστηρίξουν μια θέση ακόμη δεξιότερα απ’ αυτήν του Τζον Μπόλτον όσον αφορά τη σύνοδο κορυφής του Τραμπ και του Κιμ Γιονγκ Ουν.

Τα στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος υποστήριξαν ότι η προγραμματισμένη σύνοδος κορυφής θα μπορούσε να κριθεί επιτυχής μόνο εάν οι Βορειοκορεάτες συμφωνούσαν να καταστρέψουν όλα τα πυρηνικά, χημικά και βιολογικά όπλα τους, να τερματίσουν την παραγωγή και τον εμπλουτισμό ουρανίου, να διαλύσουν τις υποδομές των πυρηνικών όπλων και να αναστείλουν τις δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων.

Αυτές οι απαιτήσεις θα συνιστούσαν μια άνευ όρων παράδοση εκ μέρους της βορειοκορεατικής ηγεσίας και δεν πρόκειται να εκπληρωθούν, όπως πολύ καλά γνωρίζουν οι Δημοκρατικοί.

Όμως, όσο προβληματικές κι αν είναι αυτές οι απαιτήσεις, το πραγματικό πρόβλημα, που δείχνει ότι η διεξαγωγή πολέμων αποτελεί και για τα δύο κόμματα το επίκεντρο της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ, είναι το εξής: εάν πρέπει να επιτευχθεί αυτό, και μόνο αυτό το αποτέλεσμα για να κριθεί επιτυχής η σύνοδος κορυφής, τότε όχι μόνο τοποθετείται ο πήχης σε ένα ύψος που ουδείς σοβαρός άνθρωπος θεωρεί δυνατό, αλλά και δίνει στην κυβέρνηση Τραμπ το ιδεολογικό άλλοθι για να προχωρήσει σε πόλεμο. Επειδή το να αναγκαστούν οι Βορειοκορεάτες να παραδοθούν αναπόφευκτα δεν μπορεί να επιτευχθεί, ουσιαστικά αποκλείεται κάθε άλλη επιλογή εκτός από τη στρατιωτική σύγκρουση.

Πρόκειται για ένα ασυνείδητο και κυνικό παιχνίδι που αποδεικνύει ότι κανένα από τα δύο κυρίαρχα κόμματα δεν έχει την ωριμότητα και την προνοητικότητα για να ηγείται.

Το Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα των ΗΠΑ υποστηρίζουν αμφότερα τη χρήση και την ανάπτυξη του μιλιταρισμού, της καταστολής και του πολέμου, αλλά με κάποιον τρόπο –ακόμη κι αν η ιστορική καταγραφή αποκαλύπτει το αντίθετο— το Δημοκρατικό Κόμμα κατάφερε να το βλέπουν ως το κόμμα που είναι λιγότερο πιθανό να υποστηρίξει τον πόλεμο απ’ ό,τι οι Ρεπουμπλικάνοι. Η αντίληψη αυτή πρέπει να αμφισβητηθεί ευθέως.

Το Δημοκρατικό Κόμμα έχει μια μακρά και αχρεία ιστορία που το συνδέει με τη Β. Κορέα, όπως και με κάθε άλλον ιμπεριαλιστικό πόλεμο που διεξήγαγαν οι ΗΠΑ μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ήταν οι πολιτικές του προέδρου των Δημοκρατικών Χ. Τρούμαν που διαίρεσαν την Κορεατική Χερσόνησο και οδήγησαν στον κτηνώδη αποικιακό πόλεμο που διεξήγαγαν οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις [Σ.τ.Μ. με τη συμμετοχή πολλών δυτικών κρατών μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας, την εποχή που η κυβέρνηση με έκτακτα στρατοδικεία εκτελούσε αγωνιστές της Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού].

Η σύγκρουση στην Κορέα ήταν πολύτιμη για τον Τρούμαν και τους συμβούλους του κόμματός του που επιδίωκαν να στρατιωτικοποιήσουν ξανά την αμερικανική οικονομία και συνεπώς χρειάζονταν τη δικαιολογία που τους παρείχε ο πόλεμος στην Κορέα. Ο Τρούμαν τριπλασίασε τον στρατιωτικό προϋπολογισμό και δημιούργησε το πλαίσιο για το δίκτυο των αμερικανικών βάσεων σε ξένες χώρες που, τελικά, θα κάλυπταν όλο τον κόσμο τις επόμενες δεκαετίες [Σ.τ.Μ. σήμερα είναι περί τις 800, εκ των οποίων μία από τις σημαντικότερες η βάση της Σούδας, στην Κρήτη].

Η δικομματική επιδίωξη για κυριαρχία σε όλο τον πλανήτη συνεχίζεται ακάθεκτα, χωρίς πραγματική εναντίωση από την «αντίσταση» του Δημοκρατικού Κόμματος. Ακόμη και η Καμπάνια για τους Φτωχούς (PPC) που άρχισε τον Μάιο και υποτίθεται ότι είναι ένα ανεξάρτητο ηθικό κίνημα μέχρι τώρα περιστρέφεται γύρω από το θέμα του ποια κόμματα και συμφέροντα είναι υπεύθυνα για τις «ηθικές αποτυχίες» των ΗΠΑ.

Αντίθετα, η Επιτροπή Επαναστατικής Δράσης, η Φοιτητική Μη Βίαιη Συντονιστική Επιτροπή, το φοιτητικό και νεολαιίστικο αντιπολεμικό κίνημα και τελικά ο δρ Κινγκ αναγνώρισαν σαφώς την ευθύνη και των δύο κομμάτων για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Αυτό που κατανοούσαν ο δρ Κινγκ και οι αγωνιστές τη δεκαετία του 1960 ήταν πως για να είναι κανείς πολιτικά και ηθικά συνεπής έπρεπε να κατονομάσει τους ενόχους και να αναγνωρίσει τα συγκεκριμένα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα που ωθούν προς τον πόλεμο και τον μιλιταρισμό.

Οι εκκλήσεις στην ηθική ως στοιχείο λαϊκής κινητοποίησης ενάντια στον πόλεμο μπορεί να είναι χρήσιμες. Αλλά έχουν ελάχιστα μεγαλύτερη επίδραση από τις online υπογραφές κειμένων διαμαρτυρίας, εάν η ουσία και το συγκριμένο υποκαθίστανται από αόριστες κοινοτοπίες.

Αυτό έγινε με την εβδομάδα δράσης κατά του πολέμου της Καμπάνιας για τους Φτωχούς. Μόλις λίγες ημέρες πριν αρχίσει η εβδομάδα, στη Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίστηκε άλλη μια αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού: με 351 προς 66, οι βουλευτές ενέκριναν μια σημαντική αύξηση στο απίστευτο ποσό των $717 δισεκατομμυρίων ετησίως.

Και μόλις λίγες ημέρες μετά την εβδομάδα δράσης για τον μιλιταρισμό και τον πόλεμο, οι Δημοκρατικοί γερουσιαστές έδωσαν το ασυνείδητο και οπορτουνιστικό τελεσίγραφό τους στην κυβέρνηση Τραμπ για τη Β. Κορέα, που θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει σε άλλον έναν παράνομο και ανήθικο αμερικανικό πόλεμο.

Το να μην κατονομάζονται οι Δημοκρατικοί ως πολεμοκάπηλοι, όπως είναι αποδεδειγμένα, είναι αυτό καθ’ εαυτό ανήθικο.

Είναι επίσης απολύτως σαφές ότι οι ηθικές εκκλήσεις δεν είναι αρκετές για να περιγράψουν τα συμφέροντα των καπιταλιστικών ελίτ και της επιδίωξής τους για πολέμους ως εκ διαμέτρου αντίθετα με τα συμφέροντα των εργαζομένων και των φτωχών, που χρησιμεύουν για τους πλούσιους σαν κρέας για τα κανόνια.

Η θέση που υιοθέτησε η ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος επιβεβαίωσε απλώς αυτό που ήδη ήταν κοινώς αντιληπτό ως ηγεμονική θέση της πλειονότητας του κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής.

Αντικειμενικά, ουδέποτε υπήρχε μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις δεξιές πολιτικές του Ντικ Τσένι ή του Τζον Μπόλτον και της νεοφιλελεύθερης δεξιάς πολιτικής των ηγετών του Δημοκρατικού Κόμματος. Οι διαφορές ήταν πάντα απλώς διαφορές τακτικής και όχι στρατηγικής, με την έννοια ότι αμφότεροι θέλουν να εκμηδενίσουν τους Βορειοκορεάτες.

Δυστυχώς, ο μόνος που διακατέχεται από σύγχυση για τις προθέσεις και τα συμφέροντα των ελίτ είναι ο απλός κόσμος, ιδίως εκείνα τα τμήματα του κοινού που έχουν συνηθίσει να πιστεύουν ότι το Δημοκρατικό Κόμμα είναι λιγότερο πολεμοκάπηλο και μιλιταριστικό απ’ ό,τι το Ρεπουμπλικανικό.

Το γεγονός είναι πως το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος είναι και αυτό Δεξιά. Ήττα της Δεξιάς σημαίνει ήττα του δικομματικού κατεστημένου, προς όφελός μας και προς όφελος όλου του κόσμου.

Γι’ αυτό οι δυνάμεις της ειρήνης, κατά του πολέμου και του ιμπεριαλισμού πρέπει να ξεκαθαρίσουν αυτές τις συγχύσεις. Το κίνημα πρέπει να διακηρύξει χωρίς υπεκφυγές τη θέση της Συμμαχίας των Μαύρων για την Ειρήνη: ούτε μια σταγόνα αίμα της εργατικής τάξης και των φτωχών για την υπεράσπιση των συμφερόντων της καπιταλιστικής ολιγαρχίας.

Πηγή: CounterPunch αναδημοσίευση από το sxedio-b.gr

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Η σκοτεινή πλευρά της ισραηλινής ανεξαρτησίας: Εθνοκάθαρση και ναζιστικού τύπου Lebensraum [σαν να λέμε Γάζα, σήμερα]

Στις 14 Μαΐου 1948,  το Ισραήλ κήρυξε την ανεξαρτησία του. Κάθε 15 Μαΐου, οι Παλαιστίνιοι τιμούν επίσημα την ημέρα της  Nakba.  Nakbaσημαίνει καταστροφή και αυτό ακριβώς ήταν η ανεξαρτησία του Ισραήλ για πάνω από 700.000 Άραβες και τα 5 εκατομμύρια των απογόνων τους-προσφύγων που εκδιώχθηκαν από τη γη τους, εξορίστηκαν, συχνά με τρομερή βία, προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για το ισραηλινό κράτος.

Χώρα χωρίς λαό;Στα τέλη του 19ου αιώνα, εμφανίστηκε ο σιωνισμός ως ένα κίνημα για την αναδημιουργία μιας εβραϊκής πατρίδας στην Παλαιστίνη, που τότε ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρόλο που οι Εβραίοι διοικούσαν βασίλεια σ’ αυτή την περιοχή πριν από 2.000 χρόνια, ουδέποτε αριθμούσαν πάνω από το 10% του πληθυσμού, από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.  Μια βασική προϋπόθεση του σιωνισμού ήταν αυτό που αποκάλεσε ο θεωρητικός των πολιτισμών Έντουαρντ Σαΐντ «εξαιρεμένη  παρουσία» του γηγενούς πληθυσμού της Παλαιστίνης. Κεντρικός μύθος των πρώτων σιωνιστών ήταν πως η Παλαιστίνη ήταν μια «χώρα χωρίς λαό [προορισμένη] για έναν λαό χωρίς χώρα».

Στον πυρήνα του, ο σιωνισμός είναι αποικιστικό κίνημα  λευκών Ευρωπαίων σφετεριστών που παραγκωνίζουν  Άραβες τους οποίους συχνά βλέπουν ως κατώτερους ή καθυστερημένους. Ο Τέοντορ Χερτσλ, πατέρας του σύγχρονου πολιτικού σιωνισμού, φανταζόταν το εβραϊκό κράτος της Παλαιστίνης ως «προμαχώνα του πολιτισμού ενάντια στη βαρβαρότητα». Άλλοι πρώιμοι σιωνιστές είχαν προειδοποιήσει για τα αρνητικά αυτού του τρόπου σκέψης. Ο μεγάλος Εβραίος δοκιμιογράφος Αχάντ Χα’ αμ είχε γράψει:

Συνηθίζουμε να πιστεύουμε ότι οι Άραβες είναι άγριος λαός της ερήμου που, σαν τους γαϊδάρους, δεν βλέπουν ούτε καταλαβαίνουν τι συμβαίνει γύρω τους. Αυτό είναι μεγάλο λάθος. Οι Άραβες … βλέπουν και καταλαβαίνουν τι κάνουμε και τι θέλουμε να κάνουμε στη χώρα. Όταν έλθει η στιγμή που θα αναπτυχθούμε σε  σημείο που να πάρουμε τη γη τους … οι γηγενείς δεν θα παραμερίσουν τόσο εύκολα [στο Enclosure: Palestinian Landscapes in a Historical Mirror].

Η εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη αυξήθηκε σημαντικά λόγω των πογκρόμ και του συχνά λυσσασμένου αντισημιτισμού που εκδηλώθηκε στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Καθώς, προς τα τέλη του  Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ο έλεγχος της Παλαιστίνης πέρασε από την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Βρετανία, ο Άρθουρ Μπάλφουρ, τότε υπουργός Εξωτερικών, διακήρυξε «την ίδρυση μιας εθνικής πατρίδας για τον εβραϊκό λαό στην Παλαιστίνη». Οι Ισραηλινοί και οι υποστηρικτές τους συχνά παραθέτουν τη Διακήρυξη Μπάλφουρ όταν υπερασπίζονται τη νομιμοποίηση του Ισραήλ. Αυτό που ουδέποτε αναφέρουν είναι ότι η  Διακήρυξη λέει παρακάτω ότι «δεν θα γίνει  τίποτε που μπορεί να ζημιώσει τα πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα των υπαρχουσών μη εβραϊκών κοινοτήτων στην Παλαιστίνη».

Οι «υπάρχουσες μη εβραϊκές κοινότητες» αποτελούσαν τότε πάνω από το 85% του πληθυσμού. Καθώς η σιωνιστική μετανάστευση αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό στα χρόνια του μεσοπολέμου, η σύγκρουση ανάμεσα στους νεοφερμένους Εβραίους και στους Άραβες που ζούσαν στην Παλαιστίνη επί αιώνες ήταν αναπόφευκτη.

Το παλαιστινιακό πρόβλημα

Ορισμένοι Άραβες αντέδρασαν στη μαζική είσοδο των Εβραίων  με ταραχές και επιθέσεις εναντίον τους. Οι Εβραίοι απάντησαν σχηματίζοντας πολιτοφυλακές. Εκατοντάδες Εβραίοι και Άραβες δολοφονήθηκαν σε συγκρούσεις και σφαγές κατά τη δεκαετία του 1920 και καθώς άλλο ένα μεγάλο κύμα εβραϊκής μετανάστευσης κατέκλυσε την Παλαιστίνη με την άνοδο του Χίτλερ, η Βρετανία συγκρότησε την Επιτροπή Πιλ για να εξετάσει το «παλαιστινιακό πρόβλημα». Η επιτροπή πρότεινε μια «λύση δύο κρατών», ενός για τους Εβραίους και ενός για τους Άραβες, με την Ιερουσαλήμ υπό βρετανικό έλεγχο για να προστατεύονται οι ιεροί τόποι των Εβραίων, των χριστιανών και των μουσουλμάνων.

Καθώς όμως πολλαπλασιάζονταν οι αραβικές επιθέσεις και τα εβραϊκά αντίποινα,  η Βρετανία, εξοργισμένη,  εξέδωσε το 1939 τη Λευκή Βίβλο ΜακΝτόναλντ, η οποία περιόριζε την εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη. Η Βίβλος δήλωνε με έμφαση ότι η «διακήρυξη Μπάλφουρ … δεν αποσκοπούσε να μετατρέψει την Παλαιστίνη σε εβραϊκό κράτος ενάντια στη βούληση του αραβικού πληθυσμού της χώρας». Στο εξής, οι εβραϊκές πολιτοφυλακές που πλέον ήταν οι επιτιθέμενες δυνάμεις και συχνά πραγματοποιούσαν απρόκλητες επιθέσεις εναντίον των Αράβων, άρχισαν να στοχεύουν και τους Βρετανούς κατακτητές.

Οι δύο πιο διαβόητες εβραϊκές τρομοκρατικές ομάδες ήταν η Irgun και η  Lehi, υπό την καθοδήγηση αντίστοιχα των Μεναχέμ Μπέγκιν και Γιτζάκ Σαμίρ, που αμφότεροι έγιναν πρωθυπουργοί του Ισραήλ. Η Irgun, που ήταν πολύ πιο ενεργή, πραγματοποίησε δολοφονίες και επιθέσεις με στόχο την εκδίωξη των Βρετανών. Στις 22 Ιουλίου 1946, η Irgun έβαλε βόμβα στο ξενοδοχείο «Βασιλιάς Δαβίδ» της Ιερουσαλήμ, σκοτώνοντας 91 ανθρώπους, μεταξύ των οποίων 17 Εβραίους – η επίθεση αυτή γιορτάζεται ακόμη στο Ισραήλ. Έβαλε βόμβες και άνοιξε πυρ σε αγορές με μεγάλο πλήθος, σε τρένα, σε κινηματογράφους και στα αστυνομικά και στρατιωτικά φυλάκια των Βρετανών, σκοτώνοντας εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Η Lehi, παράλληλα, δολοφόνησε, το 1944, τον Βρετανό υπουργό Αποικιών στο Κάιρο, ενώ σχεδίαζε να δολοφονήσει και τον Ου. Τσόρτσιλ.

«Δεν υπάρχει χώρος και για τους δύο»

Η Βρετανία, η οποία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμετώπιζε ισχυρούς οικονομικούς περιορισμούς ενώ η φήμη της δεχόταν πλήγματα, αποσύρθηκε από την Παλαιστίνη το 1947. Το «παλαιστινιακό πρόβλημα» παραδόθηκε στα νεοσύστατα Ηνωμένα Έθνη τα οποία, υπό την πίεση των ΗΠΑ, ψήφισαν το διαμελισμό της χώρας. Στους Άραβες δεν δόθηκε η δυνατότητα να πουν τη γνώμη τους. Οι Εβραίοι, με ένα τρίτο του πληθυσμού, πήραν το 55% του εδάφους. Οι Άραβες οργίστηκαν. Οι Εβραίοι πανηγύρισαν.

Ωστόσο, υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα με το σχέδιο διαμελισμού που επεξεργάστηκε ο ΟΗΕ. Εάν το κράτος του Ισραήλ επρόκειτο να είναι ταυτόχρονα εβραϊκό και δημοκρατικό, εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι θα έπρεπε να φύγουν. Για πάντα. Χρόνια νωρίτερα, ο Γιόζεφ Βάιτς, διευθυντής του Εβραϊκού Ταμείου Εθνικών Γαιών, είχε πει:

Μεταξύ μας πρέπει να είναι σαφές ότι δεν υπάρχει χώρος για δύο λαούς σ’ αυτή τη χώρα … και δεν υπάρχει άλλος τρόπος εκτός της μεταφοράς των Αράβων από εδώ στις γειτονικές χώρες … Δεν πρέπει να αφήσουμε ούτε ένα χωριό, ούτε μια φυλή. [Dying to Forget: Oil, Power, Palestine, and the Foundations of U.S. Policy in the Middle East].

«Κάτι σαν πογκρόμ»

Έτσι, ο Δαβίδ Μπεν-Γκουριόν, που έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ, και ο εσώτερος κύκλος της ισραηλινής ηγεσίας επεξεργάστηκαν το PlanD [Plan Dalet, το τέταρτο γράμμα της εβραϊκής αλφαβήτου], με «βασικό σκοπό την επιχείρηση καταστροφής των αραβικών χωριών», σύμφωνα με επίσημες διαταγές. Ορισμένες φορές η απλή απειλή βίας αρκούσε για να αναγκάσουν τους Άραβες να φύγουν από τα σπίτια τους. Άλλες φορές για να τους διώξουν έκαναν εκτεταμένες σφαγές. Στην πιο διαβόητη από τις 24 που ο Ισραηλινός ιστορικός Μπένι Μόρις αναγνώρισε ως σφαγές της Nakba, πάνω από 100 Άραβες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, δολοφονήθηκαν από εβραϊκές πολιτοφυλακές στο Ντέιρ Γιασίν, στις 9 Απριλίου 1948. Ένας εντεκάχρονος επιζών θυμόταν αργότερα:

«Έσπασαν την πόρτα, όρμησαν μέσα και άρχισαν να ψάχνουν … Πυροβόλησαν το γαμπρό και όταν μία από τις κόρες του ούρλιαξε, την πυροβόλησαν κι αυτή. Μετά φώναξαν τον αδελφό μου και τον πυροβόλησαν μπροστά μας  και όταν η μάνα μου ούρλιαξε κι έπεσε πάνω στον αδελφό μου, κρατώντας τη μικρή μου αδελφή που ακόμη βύζαινε, πυροβόλησαν και τη μάνα μου και τη σκότωσαν».

«Μου φάνηκε σαν πογκρόμ», ομολόγησε ο Μορντεκάι Γκιχόν, ένας αξιωματούχος των μυστικών υπηρεσιών της παραστρατιωτικής οργάνωσης Haganah, που σύντομα θα γινόταν ο πυρήνας των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων. «Φαινόταν όπως τότε που  οι Κοζάκοι ορμούσαν μέσα στις εβραϊκές γειτονιές». Εκτεταμένες λεηλασίες και κτηνώδεις, συχνά θανάσιμοι βιασμοί θύμιζαν επίσης τα αντισημιτικά πογκρόμ, μόνο που τώρα, αντί για θύματα,  επιτιθέμενοι ήταν οι Εβραίοι.

Τα νέα από το Ντέιρ Γιασίν εξαπλώθηκαν σαν  πυρκαγιά σε ξερόκλαδα  σ’ όλη την Παλαιστίνη, και πολλοί Άραβες έφυγαν για να σώσουν τη ζωή τους.  Αυτό ακριβώς ήθελαν οι Εβραίοι στρατιωτικοί διοικητές, οι οποίοι έβαζαν στα μεγάφωνα τις «εγγραφές του τρόμου», όπως έλεγαν, ουρλιαχτά δηλαδή παιδιών και γυναικών, όταν πλησίαζαν στα αραβικά χωριά.  Συνήθως, οι εβραϊκές πολιτοφυλακές όταν έκαναν επιθέσεις έδιναν την ευκαιρία στα θύματά τους να δραπετεύσουν, οι διοικητές προτιμούσαν να τρομοκρατούν τους Άραβες και να τους ωθούν στο φευγιό, παρά τις υπερβολικές σφαγές.

«Όπως οι Ναζί»

Η εθνοκάθαρση που πραγματοποίησαν οι Εβραίοι  στην Παλαιστίνη εις βάρος του αραβικού πληθυσμού εντάθηκε στο έπακρο όταν εισέβαλαν αραβικοί στρατοί από την Αίγυπτο, την Ιορδανία, τη Συρία και το Ιράκ, με σκοπό να διαλύσουν το νεογέννητο ισραηλινό κράτος. Στις 11 Ιουλίου 1948, ο Μοσέ Νταγιάν, μελλοντικός υπουργός Εξωτερικών και Άμυνας, επέδραμε στη Λίντα και σφαγίασε, με αυτόματα όπλα, χειροβομβίδες και κανόνι, πάνω από 250 άνδρες, γυναίκες και παιδιά — δεν εξαίρεσε ούτε τους υπερήλικες. Αυτό που ακολούθησε, με βάση τις εντολές του μελλοντικού πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν, ήταν η επονομαζόμενη Πορεία Θανάτου της Λίντα: 50-70.000 Άραβες εκδιώχθηκαν από την πόλη τους. Ο Ισραηλινός ρεπόρτερ Άρι Σάβιτ έγραψε:

Τα παιδιά κραύγαζαν, οι γυναίκες ούρλιαζαν, οι άνδρες οδύρονταν. Δεν υπήρχε νερό. Κάθε τόσο, μια οικογένεια … σταματούσε στην άκρη του δρόμου για να θάψει ένα μωρό που δεν είχε αντέξει τη ζέστη, για να αποχαιρετίσει μια γιαγιά που είχε καταρρεύσει από την κούραση. Μετά από λίγο, τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Μια μητέρα εγκατέλειψε κάτω από ένα δέντρο το μωρό της που έκλαιγε δυνατά, μια άλλη εγκατέλειψε το μόλις μιας εβδομάδας αγοράκι της [«Lydda 1948. A city, a massacre and the Middle East Today”, New Yorker, 2013.]

Η διεθνής κοινότητα έφριξε και εξοργίστηκε με τις κτηνωδίες που διέπραξαν οι Εβραίοι στα 1948-49. Στις ΗΠΑ, μια ομάδα εξεχόντων Εβραίων, συμπεριλαμβανομένου του Άλμπερτ Αϊνστάιν, επέκρινε με δριμύτητα τους «τρομοκράτες» που επιτέθηκαν στο Ντέιρ Γιασίν. [Μια επιστολή προς τους New York Times που υπογράφουν ο Α. Αϊνστάιν, η Χ. Άρεντ, ο Σ. Χουκ και αξίζει να διαβαστεί, ιδίως σήμερα: https://archive.org/details/AlbertEinsteinLetterToTheNewYorkTimes.December41948, σ.τ.μ.].

Άλλοι συνέκριναν τις εβραϊκές πολιτοφυλακές με τους Γερμανούς, μεταξύ αυτών ήταν και ο Άαρον Κίσλινγκ, πρώτος υπουργός Γεωργίας του Ισραήλ, που μοιρολογούσε γιατί «τώρα οι Εβραίοι συμπεριφέρονται όπως οι Ναζί, όλη μου η ύπαρξη συγκλονίζεται».

Πράγματι, οι Εβραίοι συμπεριφέρονταν περίπου όπως οι Ναζί όταν εκδίωκαν ή αφάνιζαν Άραβες για να δημιουργήσουν τον δικό τους «lebensraum» (ζωτικό χώρο) στην Παλαιστίνη.  Όταν όλα τέλειωσαν, πάνω από 400 αραβικά χωριά είχαν καταστραφεί ή εγκαταλειφθεί και οι κάτοικοί  τους –κάποιοι από τους οποίους ακόμη κρατούν τα κλειδιά των κλεμμένων σπιτιών τους— δεν επέστρεψαν ποτέ. Ο Μοσέ Νταγιάν, ένας από τους δοξασμένους ήρωες του Ισραήλ, σε μια ομιλία του το 1969 ομολόγησε, χωρίς να την ονοματίσει,  ότι το Ισραήλ πραγματοποίησε εθνοκάθαρση:

«Ήλθαμε σ’ αυτή τη χώρα, που ήδη κατοικούνταν από Άραβες, και ιδρύσαμε ένα εβραϊκό κράτος. Στη θέση των αραβικών χτίστηκαν εβραϊκά χωριά. Ακόμη δεν γνωρίζετε τα ονόματα εκείνων των αραβικών χωριών και δεν σας κατηγορώ, επειδή δεν υπάρχουν πλέον εκείνα τα βιβλία γεωγραφίας. Όχι μόνο  τα βιβλία εκείνα δεν υπάρχουν, μα ούτε και τα αραβικά χωριά βρίσκονται εκεί που ήταν. Δεν υπάρχει μέρος  σ’ αυτή τη χώρα που να μη ζούσε σ’ αυτό αραβικός πληθυσμός».

Πόλεμος ενάντια στην αλήθεια και τη μνήμη

Σήμερα, είναι οδυνηρό που λείπει αυτού του είδους η ειλικρίνεια τόσο ανάμεσα στους Εβραίους του Ισραήλ όσο και στους ομοθρήσκους και στους υποστηρικτές τους στις ΗΠΑ. Εκτός από τις προσπάθειες να φιμώσουν ακόμη και να θέσουν εκτός νόμου τα ειρηνικά κινήματα διαμαρτυρίας όπως το  κίνημα Μποϊκοτάζ, Απόσυρση Επενδύσεων και Κυρώσεις (BDS) στο κράτος του Ισραήλ, οι σιωνιστές και οι απολογητές σύμμαχοί τους –ορισμένοι με τη δική τους ανταγωνιστική ατζέντα [η αναφορά είναι για τους ευαγγελιστές οπαδούς του Τραμπ]—επιδιώκουν επιθετικά να σβήσουν από τη μνήμη τη Nakba. Αυτό επιτυγχάνεται με την άρνηση των εγκλημάτων που έχουν διαπράξει οι Ισραηλινοί και με τον στιγματισμό ως αντισημιτιστών όσων επιμένουν να τα θυμίζουν.

Η πιο σκαιά μεταχείριση επιφυλάσσεται στους Εβραίους που τολμούν να ρίχνουν φως στις βαναυσότητες του Ισραήλ. Ο Τέντι Κατζ, απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Χάιφα και ένθερμος σιωνιστής που αποκάλυψε τη μαζική σφαγή 230 Αράβων αιχμαλώτων, στην Ταντούρα, στις 22 Μαΐου  1948*, μηνύθηκε, εξευτελίστηκε δημοσίως και του αφαιρέθηκε το πτυχίο του για «προσβολή», επειδή απλώς είπε την άσχημη και άβολη αλήθεια. Η ισραηλινή κυβέρνηση έφτασε στο σημείο να στερήσει το «εκ γενετής  δικαίωμα επιστροφής» στο Ισραήλ σε όσους Εβραίους είναι επικριτικοί, ένα δικαίωμα που παραχωρείται σε κάθε άλλο Εβραίο στον κόσμο.

Ούτε επιστροφή, ούτε υποχώρηση

Καθώς οι Παλαιστίνιοι που υπέστησαν τη Nakba (Καταστροφή) εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες συχνά σε άθλια στρατόπεδα γειτονικών χωρών, τα Ηνωμένα Έθνη ενέκριναν το Ψήφισμα 194 (1948), το οποίο εγγυάται ότι κάθε Παλαιστίνιος πρόσφυγας θα μπορούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του και να λάβει αποζημίωση για τις καταστροφές. Ουδείς επέστρεψε. Το Ισραήλ αγνοεί και αυτό και πλήθος άλλων ψηφισμάτων του ΟΗΕ που εκδόθηκαν τις επόμενες δεκαετίες, και την ατιμωρησία του την εξασφαλίζει η τεράστια και αταλάντευτη υποστήριξη των ΗΠΑ.

Έχοντας αυτό το ελεύθερο και αυτή την ενθάρρυνση, το Ισραήλ υπάρχει 70 χρόνια ως κράτος και έχει συμπληρώσει μισό αιώνα παράνομης κατοχής στη Δυτική Όχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τα υψώματα του Γκολάν. Σήμερα, οι  παράνομοι οικισμοί /αποικίες των Εβραίων αποτελούν την αιχμή του δόρατος μιας εθνοκάθαρσης Αράβων στην Παλαιστίνη σε αργή κίνηση. Οι οικισμοί και οι δρόμοι που ανήκουν μόνο σε Εβραίους, το τείχος διαχωρισμού και τα πανταχού παρόντα στρατιωτικά φυλάκια ελέγχου είναι, σύμφωνα με τον Τζίμι Κάρτερ, τοn Ντέσμοντ Τούτου και άλλους, τα θεμέλια ενός κράτους απαρτχάιντ. Οι τακτικές εισβολές στη Γάζα, όπου στους  100 νεκρούς Παλαιστίνιους ισοδυναμεί 1 Ισραηλινός, η σφαγή ολόκληρων οικογενειών και η διαρκής οικονομική ασφυξία, καταδικάζονται παγκοσμίως  ως εγκλήματα πολέμου.

Και μέσα σ’ όλα αυτά, ο παλαιστινιακός λαός αντέχει, παρά τις τρομερές αντιξοότητες. Οι πιο έντιμοι από τις παλιότερες γενιές των σιωνιστών το είχαν προβλέψει. Όπως ο Αχάντ Χα’αμ το 1891 που προειδοποίησε ότι οι «γηγενείς δεν θα παραμερίσουν τόσο εύκολα» ή ο Μπεν Γκουριόν αργότερα που αναγνώρισε ότι «ένας λαός που πολεμάει ενάντια στους σφετεριστές της γης του δεν θα κουραστεί τόσο εύκολα».  Εβδομήντα χρόνια αργότερα, ούτε οι Παλαιστίνιοι ούτε οι Εβραίοι έχουν κουραστεί και ο κόσμος δεν είναι πιο κοντά στη λύση του «παλαιστινιακού προβλήματος». Ταυτόχρονα, Εβραίοι, Άραβες και ο κόσμος όλος προετοιμάζεται για την επόμενη αναπόφευκτη έκρηξη.

Αυτή είναι η θανάσιμη κληρονομιά της αποικιοκρατίας.

Πηγή: CounterPunch, Αναδημοσίευση από το Σχέδιο Β

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

 


* “Όλοι οι άνδρες της Ταντούρα μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο του χωριού, τους έβαλαν σε γραμμές και τους διέταξαν να αρχίσουν να σκάβουν, και οι άνδρες της κάθε γραμμής που τελείωναν το σκάψιμο πυροβολούνταν και έπεφταν μέσα στους λάκκους. Πράγμα που θυμίζει σε ορισμένους από εσάς αυτό που έκαναν οι Γερμανοί… μόλις τρία χρόνια μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο”—Teddy Katz, διάλεξη, Ν. Υόρκη 14/4/2005.(Σ.τ.μ.)

Θερμός πόλεμος: η ρωσομανία σε σημείο βρασμού

Έχουμε πόλεμο;

Ναι, από πολλές απόψεις.

Πρόκειται για έναν ανελέητο οικονομικό, διπλωματικό και ιδεολογικό πόλεμο με μια ιδέα  (μέχρι στιγμής) στρατιωτικού πολέμου και με μια πολύ δυνατή μυρωδιά περισσότερου, επικείμενου  στρατιωτικού πολέμου.

Εννοώ, βεβαίως, τον πόλεμο με τη Ρωσία, αν και η Ρωσία είναι ένας από τους πολλούς στόχους  αναδυόμενων αντιπάλων που οι ΗΠΑ θέλουν απελπισμένα να τιθασεύσουν πριν κάποιος απ’ αυτούς ή ένας συνδυασμός τους γίνει πολύ δυνατός για να ηττηθεί.  Οι στόχοι περιλαμβάνουν χώρες όπως η Κίνα και το Ιράν,  που είναι αναπτυσσόμενες δυνάμεις ικανές να αντισταθούν στην αμερικανική στρατιωτική επιθετικότητα εναντίον των εδαφών τους και σε περιφερειακό επίπεδο, και έχουν επιδείξει αρκετή τόλμη μη μένοντας μέσα στα προκαθορισμένα γεωπολιτικά κλουβιά τους.

Όμως η Ρωσία είναι η μόνη χώρα που παρενέβαλε τις στρατιωτικές της δυνάμεις στο αμερικανικό πρόγραμμα αλλαγής καθεστώτων – εμμέσως στην Ουκρανία, όπου δεν έφυγε από τη μέση, και ευθέως στη Συρία, όπου παρεμβλήθηκε ενεργά. Έτσι το εστιακό σημείο της επίθεσης είναι η Ρωσία, ο πρώτιστος στόχος  μιας παραδειγματικής τιμωρίας.

Όλα αυτά συνιστούν έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, ακόμη και πιο επικίνδυνο από τον παλιό;

Ο όρος αυτός θα ταίριαζε στην κατάσταση πριν από λίγους μήνες, αλλά η ταχύτητα, η μανία και ο συντονισμός της αντίδρασης της Δύσης/ΝΑΤΟ στην υποτιθέμενη δηλητηρίαση με νευροτοξικό παράγοντα του πρώην διπλού πράκτορα Σκρίπαλ και της κόρης του, στην Αγγλία, και η συγκρότηση πολεμικού υπουργικού συμβουλίου στην Ουάσιγκτον δείχνουν, κατά τη γνώμη μου, ότι η κατάσταση κινείται σε ένα άλλο επίπεδο επιθετικότητας.

Πέρα από τον Ψυχρό Πόλεμο. Ονομάστε τον Θερμό. Και η θερμοκρασία αυξάνεται.

Η ουσία του θέματος

[Στους δυτικούς σχεδιασμούς] εμπεριέχονται δύο βασικές εικασίες που, συνδυασμένες, καθιστούν την παρούσα κατάσταση πιο επικίνδυνη από ό,τι ένας Ψυχρός Πόλεμος.

Η μία είναι η εικασία της ενοχής –ή ακριβέστερα η εικασία ότι πάντα μπορεί να εκτοξεύονται κατηγορίες περί ρωσικής ενοχής και αυτό να εμπεδώνεται στη δυτική σκέψη.

Η κατασκευασμένη κατακραυγή για την υποτιθέμενη δηλητηρίαση των Σκρίπαλ το δείχνει πολύ χαρακτηριστικά.

Το άμεσο συμπέρασμα της Τερέζα Μέι ότι η ρωσική κυβέρνηση φέρει μετά βεβαιότητας την αποκλειστική ευθύνη για τη δηλητηρίαση των Σκρίπαλ είναι λογικά, επιστημονικά και ιατροδικαστικά αδύνατο.

Η ψευδής βεβαιότητα είναι το άκρον άωτον των ψευδών ειδήσεων. Απλώς, αυτό που ισχυρίζεται  η Μέι, ότι  «δεν υπάρχει άλλο συμπέρασμα εκτός του ότι είναι ένοχο το ρωσικό κράτος», δεν είναι αληθές. Το ψεύδος αυτής της δήλωσης  έχει επιβεβαιωθεί από πολλές πηγές – στις οποίες  συμπεριλαμβάνονται εκείνοι που ανέπτυξαν την αποκαλούμενη ουσία “Novichok”, μια σοβαρή ανάλυση πρώην επιθεωρητή των Ηνωμένων Εθνών στο Ιράκ που εργάστηκε στην καταστροφή των ρωσικών χημικών όπλων, κατεστημένες δυτικές επιστημονικές εκδόσεις όπως το New Scientist (“Other countries could have made “russian” nerve agent”) και η έμμεση, πραγματική, αλλά χωρίς να αναγνωρίζεται, αποκήρυξη αυτού του συμπεράσματος από την ίδια τη βρετανική κυβέρνηση. Όπως ανέφερε η βρετανική κυβέρνηση κατά λέξη,  βρήκε: «έναν νευροτοξικό παράγοντα ή σχετική ουσία», «ενός τύπου που ανέπτυξε η Ρωσία». Συνεπώς, είναι απόλυτο, θετικό, βέβαιο, αναμφίβολο ότι η ρωσική κυβέρνηση παρήγαγε το “Novichok”… ή κάτι άλλο.

Η Τερέζα Μέι λέει ψέματα, όποιος σιγοντάρει τον ισχυρισμό της ψευδούς βεβαιότητάς της λέει ψέματα, όλοι γνωρίζουν ότι λένε ψέματα και οι Ρώσοι γνωρίζουν ότι όλοι αυτοί γνωρίζουν πως λένε ψέματα.

Έχοντας υπόψη όλα αυτά, αναρωτιέται κανείς πώς  θα μπορούσε αντιμετωπιστεί  στα σοβαρά το τελεσίγραφο της Μέι το οποίο, αγνοώντας τις διαδικασίες της Σύμβασης για τα Χημικά Όπλα,  έδινε στη Ρωσία 24 ώρες για να «εξηγήσει» — δηλαδή να ομολογήσει και να ζητήσει συγχώρεση για το υποτιθέμενο έγκλημα.

Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι η Γαλλία, αρχικά, και μάλλον με οξύτητα, αρνήθηκε να θεωρήσει δεδομένη τη ρωσική ενοχή, και όπως δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπός της: «Δεν κάνουμε πολιτική με τη φαντασία. Αν υπάρξουν αποδείξεις, τότε θα έλθει η στιγμή των αποφάσεων». Αλλά, κροτάλισε το μαστίγιο –ασφαλώς όχι από το αδύναμο χέρι του Γουάιτχολ— απαιτώντας ενότητα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στην καταδίκη της Ρωσίας. Έτσι, σε μια εξαιρετική επίδειξη πειθαρχίας που μπορούσε να διαταχθεί και να ενορχηστρωθεί μόνο από το ιμπεριαλιστικό κέντρο, η Γαλλία συμπαρατάχθηκε  με τις ΗΠΑ και άλλες 20 χώρες στη μεγαλύτερη από ποτέ απέλαση Ρώσων διπλωματών.

Οι δυτικές κυβερνήσεις και τα υπάκουα σ’ αυτές  ΜΜΕ έδωσαν την εντολή  να εκληφθεί ως γεγονός η ρωσική ενοχή για την «πρώτη επιθετική χρήση νευροτοξικού παράγοντα» στην Ευρώπη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.  Όποιος τολμά –όπως ο Τζέρεμι Κόρμπιν ή ο [πρώην πρέσβης της Βρετανίας στο Ουζμπεκιστάν] Κρεγκ Μάρεϊ–  να διακόψει τη χορωδία του «Καταδίκη πρώτα! Ετυμηγορία μετά!» ζητώντας αποδείξεις, αντιμετωπίζεται με μια καταιγίδα δυσφήμησης.

Σ’ αυτό το σημείο, οι δυτικοί κατήγοροι δεν φαίνεται να νοιάζονται πόσο οφθαλμοφανώς αβάσιμη, αν όχι γελοία, είναι μια κατηγορία. Η εικασία της ρωσικής ενοχής, μαζί με τον εξευτελισμό όποιου την αμφισβητεί, έχει γίνει το αναμφισβήτητο κριτήριο της δυτικής/αμερικανικής πολιτικής και μιντιακής ατμόσφαιρας.

Ο παλιός ψυχροπολεμικός μακαρθισμός έχει γίνει η νέα φαντασιόπληκτη πολιτική του Θερμού Πολέμου.

Επίδειξη περιφρόνησης [και νταηλίκια]

Αυτή η κήρυξη διπλωματικού πολέμου σχετικά με το επεισόδιο των Σκρίπαλ είναι η κορύφωση μιας εξελισσόμενης τυμπανοκρουσίας ιδεολογικού πολέμου που δαιμονοποιεί τη Ρωσία και τον Πούτιν προσωπικά με τους πιο προβλέψιμους και εμπρηστικούς όρους.

Τα περασμένα δύο χρόνια, η Χίλαρι Κλίντον, ο Τζον Μακέιν, ο Μάρκο Ρούμπιο και ο Μπόρις Τζόνσον μας έχουν πει ότι ο Πούτιν είναι ο νέος Χίτλερ. Για τους Ρώσους, είναι μια άκρως θρασεία αναλογία. Στο κάτω κάτω, η σοβιετική Ρωσία ήταν αυτή που κυρίως αντιμετώπισε τον Χίτλερ, νίκησε τον ναζιστικό στρατό με κόστος το θάνατο 20 εκατομμυρίων πολιτών της, ενώ η βασιλική βρετανική οικογένεια δεν ήταν καθόλου απρόσβλητη από τη γοητεία του χιτλερικού φασισμού [https://www.theguardian.com/commentisfree/2015/jul/19/nazi-hitler-royal-family] και οι Βρετανοί ποδοσφαιριστές παρουσίασαν την εξής οδυνηρή εικόνα στο Βερολίνο το 1938.

Φαίνεται ότι αυτό που θέλουν να γίνει είναι «πόλεμος». Τους περασμένους 18-24 μήνες, μας κατέκλυσαν τα δυσοίωνα βίντεο των Μόργκαν Φρίμαν και Ρομπ Ράινερ «Δεχόμαστε επίθεση. Είμαστε σε πόλεμο», όπως και η δικομματική επιμονή (Χ. Κλίντον, Τζ. Μακέιν) ότι η υποτιθέμενη ρωσική παρέμβαση στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές θα πρέπει να θεωρηθεί «πολεμική ενέργεια» ισοδύναμη με τον ιαπωνικό βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ. Πράγματι, ο νέος σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ, ο παράφρων πολεμοκάπηλος  Τζον Μπόλτον, το αποκαλεί σαφώς  “casus belli,  μια αληθινή πολεμική ενέργεια”.

Ακόμη και ο στρατός μπαίνει στο χορό. Η κατηγορία περί του νευροτοξικού παράγοντα ακολουθήθηκε από δηλώσεις του στρατηγού Τζον Νίκολσον, διοικητή των αμερικανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, που κατηγόρησε τη Ρωσία ότι εξοπλίζει τους Ταλιμπάν!  Είναι αξιοσημείωτο το ότι αυτός ο ανώτερος Αμερικανός στρατιωτικός αναφέρεται στη Ρωσία ως «τον εχθρό»: «Είχαμε αναφορές των Ταλιμπάν, που εμφανίστηκαν στα μίντια, για οικονομική υποστήριξη που τους παρέχει ο εχθρός».

Πράγμα που είναι εντελώς περίεργο, επειδή οι Ταλιμπάν εμφανίστηκαν και ισχυροποιήθηκαν κατά  τον αμερικανο-τζιχαντιστικό πόλεμο εναντίον των σοβιετικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, ενώ οι Ταλιμπάν και η Ρωσία διατηρούν «διαρκή εχθρότητα» ανάμεσά τους όπως το τοποθετεί η Κέιτ Κλαρκ του Δικτύου Αναλυτών του Αφγανιστάν.  Επιπλέον, ο δεκαεξάχρονος πόλεμος των Αμερικανών εναντίον των Ταλιμπάν βασίστηκε στη Ρωσία, η οποία τους επέτρεψε να μεταφέρουν εφόδια μέσω του εδάφους της και είναι «η βασική πηγή καυσίμων για τις ανάγκες της συμμαχίας στο Αφγανιστάν».

Έτσι, ο στρατηγός έπρεπε να παραδεχθεί ότι η υποτιθέμενη ρωσική «αποσταθεροποιητική δραστηριότητα» ήταν κάτι καινούργιο: «Αυτή η δραστηριότητα κορυφώθηκε στην πράξη τους τελευταίους 18-24 μήνες … Όταν βλέπει κανείς τη χρονική στιγμή χονδρικά συσχετίζεται με το διάστημα που τα πράγματα στη Συρία άρχισαν να εκτραχύνονται. Είναι λοιπόν ενδιαφέρον να σημειώσουμε το συγχρονισμό του όλου θέματος».

Ασφαλώς και είναι.

Ο οικονομικός πόλεμος εναντίον της Ρωσίας διεξάγεται μέσω μιας σειράς κυρώσεων που φαίνεται αδύνατο να αναστραφούν, επειδή ο εκπεφρασμένος στόχος τους είναι να αποσπάσουν ομολογία, μετάνοια και αποκατάσταση για εγκλήματα που αποδίδονται στη Ρωσία  και η Ρωσία δεν έχει διαπράξει, ή δεν έχει αποδειχθεί ότι έχουν διαπραχθεί, ή είναι παντελώς πλαστά και δεν έχουν διαπραχθεί από κανέναν. Η λογική είναι: Σταματάμε να δεχόμαστε τους τραπεζικούς λογαριασμούς σας και τα προξενεία σας και θα σας αφήσουμε να παίξετε μαζί μας  εάν ομολογήσετε και μετανοήσετε για κάθε έγκλημα για το οποίο  σας κατηγορούμε. Ερωτήσεις δεν επιτρέπονται.

Αυτό βεβαίως δεν είναι σοβαρό πλαίσιο για διεθνείς σχέσεις αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ  κυρίαρχων κρατών. Είναι εντελώς παιδαριώδες. Στριμώχνει όλους, ακόμη και το μέρος που επιχειρεί να το επιβάλλει, σε μια  θέση απ’ την οποία δεν υπάρχει διαφυγή. Είναι δυνατόν ποτέ να εγκαταλείψει η Ρωσία την Κριμαία, να ομολογήσει ότι κατέρριψε το μαλαισιανό αεροπλάνο, ότι μας κορόιδεψε για να ψηφίσουμε τον Τραμπ, ότι δολοφόνησε τους Σκρίπαλ, ότι εξοπλίζει μυστικά τους Ταλιμπάν και άλλες φαντασιοπληξίες; Πρόκειται ποτέ να πουν οι ΗΠΑ «Δεν πειράζει!» [εφόσον έχουν εκτοξεύσει αυτές τις ψευδείς κατηγορίες]; Ποιο είναι το επόμενο βήμα; Έτσι διαμορφώνεται  το αδιέξοδο του νταή.

Ούτε είναι αυτή  μια προσέγγιση που επιδιώκει να διευκρινίσει οποιαδήποτε από τα «εγκλήματα»  για τα οποία κατηγορείται η Ρωσία. Όπως είπε η Βικτόρια Νούλαντ (το κλιντονικό ισοδύναμο του Τζον Μπόλτον) στο NPR,  πρέπει να «σταλεί μήνυμα» στη Ρωσία. Και όπως είπε ο Ρώσος πρέσβης στην Ουάσιγκτον Ανατόλι Αντόνοφ, με την πρόσφατη μαζική απέλαση διπλωματών οι ΗΠΑ «καταστρέφουν ό,τι ελάχιστο έχει απομείνει στις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις». Έλαβε το μήνυμα.

Όλα αυτά μοιάζουν με συντονισμένη καμπάνια που άρχισε ως αντίδραση  στην παρεμβολή της Ρωσίας στα αμερικανικά σχέδια για αλλαγή καθεστώτος στην Ουκρανία και ειδικά στη Συρία, η οποία εναρμονίστηκε –τους τελευταίους 18-24 μήνες— με πολλά και διάφορα μοτίβα δυσαρέσκειας, των ελίτ ή λαϊκά, για τις προεδρικές εκλογές του 2016 και έφτασε στο κρεσέντο τις τελευταίες εβδομάδες με την ομόφωνη και αχαλίνωτη  μετατροπή της Ρωσίας «στον Εχθρό» [“enemization” of Russia] [1]. Όλο αυτό είναι δύσκολο να περιγραφεί αλλιώς εκτός από πολεμική προπαγάνδα – κατασκευή συναίνεσης  για στρατιωτική σύγκρουση.

Η καταστροφή της δυνατότητας για ομαλές, μη συγκρουσιακές, διακρατικές σχέσεις και η καθιέρωση της Ρωσίας ως «του εχθρού» είναι ακριβώς το περιεχόμενο αυτής της καμπάνιας.  Είναι το «μήνυμα» και το αποτέλεσμά της – για τον αμερικανικό λαό, όσο και για τη ρωσική κυβέρνηση. Νομίζω ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι η Ρωσία, η οποία για πολύ καιρό ήταν απρόθυμη να δεχθεί ότι η Αμερική δεν ενδιαφέρεται για τη «συνεργασία», έχει πλέον ακούσει και κατανοήσει αυτό το μήνυμα, ενώ ο αμερικανικός λαός το έχει ακούσει, αλλά δεν το κατανοεί.

Είναι δύσκολο να δει κανείς πού μπορεί να οδηγηθεί η κατάσταση ώστε να μη συνεπάγεται στρατιωτική σύγκρουση.  Αυτό σχετίζεται στενά με τους διορισμούς του Μάικ Πομπέο [υπουργού Εξωτερικών], της Τζίνα Χάσπελ [διευθύντριας της CIA] και του Τζον Μπόλτον [συμβούλου εθνικής ασφάλειας] – που συγκροτούν μια ομάδα πολεμοκάπηλων που πολλοί τη βλέπουν ως τον πυρήνα του πολεμικού υπουργικού συμβουλίου του Τραμπ. Ο Μπόλτον, ο διορισμός του οποίου  δεν χρειάζεται επικύρωση από τη Γερουσία, είναι ένας επικίνδυνος φανατικός που επιχείρησε να ωθήσει τους Ισραηλινούς να επιτεθούν στο Ιράν πριν ακόμη το θελήσουν οι ίδιοι και έχει αναγγείλει ότι το 2019 θα γίνει αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν.  Όπως αναφέρθηκε, θεωρεί ότι η Ρωσία του έχει δώσει ήδη το “casus belli”.  Ακόμη και οι πολύ συγκρατημένοι, ως προς αυτά,  New York Times  προειδοποιούν ότι με αυτούς τους διορισμούς «οι πιθανότητες ανάληψης στρατιωτικής δράσης θα αυξηθούν δραματικά».

Η δεύτερη εικασία στην οποία βασίζεται ο αμερικανικός τρόπος σκέψης καθιστά σήμερα τη στρατιωτική αντιπαράθεση πιθανότερη απ’  ό,τι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου: όχι μόνο υπάρχει η εικασία της [ρωσικής] ενοχής, αλλά και η εικασία της αδυναμίας.  Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστικοί διαχειριστές είναι σίγουροι ότι μπορούν να διατυπώσουν ανεμπόδιστα  την εικασία της ενοχής και να τη  διατηρήσουν στον δυτικό κόσμο. Την εικασία της αδυναμίας την έχουν εσωτερικεύσει – πάρα πολλοί από αυτούς, φοβούμαι –με μεγάλη μακαριότητα.

Πρόκειται για μια πτυχή της αμερικανικής αυτοαντίληψης μεταξύ των διαμορφωτών της πολιτικής οι καριέρες των οποίων ωρίμασαν στον μετασοβιετικό κόσμο. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Αμερικανοί αυτοελέγχονταν μέσω της υπόθεσης ότι , στρατιωτικά, η Σοβιετική Ένωση ήταν ισοδύναμος αντίπαλος, μια χώρα που μπορούσε και θα υπερασπιζόταν τα εδάφη και τα συμφέροντά της έναντι μιας άμεσης αμερικανικής στρατιωτικής επίθεσης – «σφαίρες συμφερόντων» που δεν θα έπρεπε να υποστούν επίθεση. Η διαχείριση του θεμελιώδους ανταγωνισμού γινόταν με απρόθυμο μεν, αλλά αμοιβαίο σεβασμό.

Εξάλλου, υπήρχε και η πρόσφατη κοινή ιστορία της συμμαχίας εναντίον του φασισμού. Και η επίγνωση ότι η Σοβιετική Ένωση, με όποιον στρεβλό  τρόπο, αντιπροσώπευε τη δυνατότητα ενός μετακαπιταλιστικού μέλλοντος και υποστήριζε τα μετα-αποικιακά κινήματα εθνικής απελευθέρωσης που της έδιναν αξιοσημείωτο κύρος σε όλο τον κόσμο.

Η αμερικανική ηγεσία μπορεί να μισούσε τη Σοβιετική Ένωση, δεν την καταφρονούσε όμως. Ουδείς Αμερικανός ηγέτης θα αποκαλούσε τη Σοβιετική Ένωση όπως αποκάλεσε ο Τζον Μακέιν τη Ρωσία, «βενζινάδικο που έχει μασκαρευτεί σε χώρα».  Και ουδείς ανώτατος Αμερικανός ή Βρετανός ηγέτης  θα είχε μιλήσει για τη Σοβιετική Ένωση όπως μίλησε ο Γκάβιν Ουίλιαμσον, ο Βρετανός υπουργός Άμυνας, για τη Ρωσία: «Να πάει να χαθεί και να το βουλώσει».

Πρόκειται για έναν λόγο που θεωρεί δεδομένα τη δική του ορθότητα, κύρος και ανώτερη εξουσία, παρόλο που προδίδει την αδυναμία του. Είναι ο λόγος του απογοητευμένου παιδιού. Ή ενός νταή.  Η Ρωσία δεν θα «το βουλώσει» ούτε θα «πάει να χαθεί» και οι Βρετανοί δεν μπορούν να την αναγκάσουν – και το ξέρουν ότι δεν μπορούν. Μπορεί όμως να πιστεύουν ότι ο μπαμπάκας από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού μπορεί και θα τους υποστηρίξει. Και ο μπαμπάκας μπορεί να πιστεύει το ίδιο για τον εαυτό του.

Όπως όλοι οι νταήδες, οι άνθρωποι που εμπλέκονται σ’ αυτή την αλαζονική  συζήτηση δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν ότι δεν εκφοβίζουν τη Ρωσία. Απλώς την προσβάλλουν και την οδηγούν να συμπεράνει ότι δεν έχει απομείνει τίποτε από τους θετικούς, μη συγκρουσιακούς δεσμούς «συνεργασίας» μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας. Οι μετά το επεισόδιο των Σκρίπαλ απελάσεις διπλωματών σε όλο τον κόσμο, που φαίνονται σκόπιμα και απελπιστικά υπερβολικές, μπορεί τελικά να έπεισαν τη Ρωσία ότι δεν έχει πλέον καμία χρησιμότητα να επιδιώκει τη συνεργασία. Ο αμερικανικός λαός  είναι εκείνος που  θα πρέπει να φοβηθεί από το ενδεχόμενο αυτό.

Ο εχθρός του εχθρού μου είμαι εγώ.

Το μόνο που πέτυχαν οι ΗΠΑ είναι να μετατραπούν σε εχθρό για τους Ρώσους. Καλά θα έκαναν οι Αμερικανοί να καταλάβουν πόσο βαθιά έχει αποξενώσει τον ρωσικό λαό η υποκριτική και περιφρονητική στάση τους και πόσο έχει δυναμώσει την ηγεσία του Βλάντιμιρ Πούτιν – όπως τους είχαν προειδοποιήσει πολλοί από τους επικριτές του. Η φαντασιοπληξία ότι θα τροφοδοτήσουν ένα «φιλελεύθερο» κίνημα στη Ρωσία που θα επαναφέρει κάποιον νέο Γιέλτσιν διαλύθηκε στο ψύχος του 77% της ημέρας των προεδρικών εκλογών. Ο Πούτιν υποστηρίζεται ευρέως και σταθερά στη Ρωσία, επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει την αντίσταση σ’ αυτά τα σχέδια.

Οι Αμερικανοί που θέλουν να κατανοήσουν αυτή τη δυναμική, και τι έχει προκαλέσει στη Ρωσία η Αμερική με τα ίδια της τα χέρια, θα πρέπει να ακούσουν το πάθος, την οργή και την απογοήτευση  στη δήλωση για την επανεκλογή του Πούτιν που έκανε  κάποια η οποία  αυτοχαρακτηρίζεται «φιλελεύθερη» (χρησιμοποιώντας, νομίζω, τη λέξη με την πνευματική παράδοση και όχι με την αμερικανική πολιτική έννοια), η  Μαργαρίτα Σιμονιάν, αρχισυντάκτρια της RT TV:

Ουσιαστικά,  η Δύση θα πρέπει να τρομοκρατηθεί όχι επειδή το 76% των Ρώσων ψήφισαν τον Πούτιν, αλλά επειδή αυτές οι εκλογές έδειξαν ότι το 95% του ρωσικού πληθυσμού υποστηρίζει τις συντηρητικές-πατριωτικές, τις κομμουνιστικές και τις εθνικιστικές ιδέες. Αυτό σημαίνει ότι οι φιλελεύθερες ιδέες  μετά βίας επιβιώνουν ανάμεσα σε ένα γλίσχρο 5% του πληθυσμού.

Και αυτό είναι δικό σας λάθος, δυτικοί φίλοι μου. Εσείς μας ωθήσατε στη λογική του οι «Ρώσοι δεν παραδίνονται ποτέ»…

Με όλη την αδικία και τη σκληρότητά σας, την ιεροεξεταστική υποκρισία και τα ψέματά σας, μας αναγκάσατε να μη σας σεβόμαστε. Εσάς και τις αποκαλούμενες «αξίες» σας.

Δεν θέλουμε πια να ζούμε όπως εσείς. Επί πενήντα χρόνια, μυστικά και φανερά, θέλαμε να ζούμε όπως εσείς. Όχι πια.

Δεν σας σεβόμαστε πλέον και δεν σεβόμαστε όποιους ανάμεσά μας σας υποστηρίζουν και όλους όσους σας υποστηρίζουν. …

Γι’ αυτό μπορείτε να κατηγορήσετε μόνο τον εαυτό σας. …

Εν τω μεταξύ, μας ωθήσατε να συσπειρωθούμε γύρω από τον εχθρό σας. Αμέσως μόλις τον ανακηρύξατε εχθρό, ενωθήκαμε γύρω του ….

Εσείς επιβάλλατε την αντίθεση ανάμεσα στον πατριωτισμό και τον φιλελευθερισμό.  Αν και δεν θα έπρεπε να είναι αλληλοαποκλειόμενες έννοιες. Αυτό το ψεύτικο δίλημμα, που εσείς το δημιουργήσατε, μας έκανε να διαλέξουμε τον πατριωτισμό.

Παρόλο που πολλοί από εμάς είμαστε φιλελεύθεροι, εμού συμπεριλαμβανομένης.

Τώρα, ξεκαθαρίστε. Δεν σας έχει μείνει πολύς χρόνος.

Πράγματι, η στρατηγική των «ξεσηκωμών»/ έγχρωμων επαναστάσεων έχει τελειώσει σε όλο τον κόσμο. Απαξιώθηκε μοιραία από την ίδια την υποτιθέμενη επιτυχία της. Όλοι στη Μέση Ανατολή είδαν τι αποτελέσματα είχε στο Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία  και οι Ρώσοι είδαν τι αποτελέσματα είχε στην Ουκρανία και στην ίδια τη Ρωσία. Ούτε στη Ρωσία, ούτε στο Ιράν (ούτε σε άλλη χώρα  που να έχει σημασία) δεν πρόκειται οι Αμερικανοί, με τις κυρώσεις, τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις τους και τα τεχνάσματά τους, να τροφοδοτήσουν λαϊκή εξέγερση που να μετατρέψει τη χώρα σε ένα  διαλυμένο κράτος -πελάτη της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον.

Ακόμη περισσότερη φαντασιοπληξία ως πολιτική.

Ο παλιός νέος κόσμος που η Ουάσιγκτον θέλει δεν θα  γεννηθεί χωρίς τη στρατιωτική μαμή. Οι ΗΠΑ θέλουν ξανά μια υπάκουη Ρωσία (και μια υπάκουη «διεθνή κοινότητα»), και νομίζουν ότι μπορούν να το επιβάλλουν.

Ο κόμπος του φόβου

Δείτε το παρακάτω απόσπασμα από την ιστοσελίδα The Saker, ενός αναλυτή θεμάτων άμυνας που γεννήθηκε στην Ελβετία από ρωσική στρατιωτική οικογένεια, «μελετά σε όλη τη ζωή του τις ρωσικές και σοβιετικές στρατιωτικές υποθέσεις» και έζησε επί μία εικοσαετία στις ΗΠΑ. Είναι ένας από τους πιο οξυδερκείς αναλυτές της Ρωσίας και της Συρίας τα τελευταία χρόνια. Το απόσπασμα είναι από άρθρο του περασμένου έτους , μετά την πυραυλική επίθεση του Τραμπ στο αεροδρόμιο Αλ Σαϊράτ της Συρίας – άλλη μια στιγμιαία τιμωρία για ένα «αποδεδειγμένο σε μία ημέρα, θετικά και απόλυτα, χημικό έγκλημα»:

Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει αμερικανική πολιτική σε οποιονδήποτε τομέα.

Οι Ρώσοι εξέφρασαν απέχθεια και οργή γι’ αυτή την επίθεση και άρχισαν να λένε ανοιχτά ότι οι Αμερικανοί ήταν “недоговороспособны”.  Η λέξη αυτή κατά κυριολεξία σημαίνει «ανίκανοι για συμφωνίες» ή ανίκανοι να συνάπτουν και στη συνέχεια να τηρούν μια συμφωνία. Αν και ευγενική, αυτή η έκφραση είναι επίσης πολύ βαριά, εφόσον δεν υπονοεί κυρίως μια σκόπιμη εξαπάτηση, αλλά την έλλειψη της ίδιας της ικανότητας να κάνουν συμφωνίες και να τις τηρούν. … Όμως το να λέγεται ότι σε έναν πυρηνικό κόσμο μια υπερδύναμη είναι «ανίκανη για συμφωνίες» αποτελεί μια τρομερή και ακραία διάγνωση. 

Αυτό σημαίνει ότι οι Ρώσοι έχουν κατά βάση εγκαταλείψει την ιδέα ότι έχουν να κάνουν με ενήλικες, νηφάλιους και νοητικά υγιείς εταίρους με τους οποίους μπορούν να διαλέγονται… 

Σε όλα τα χρόνια που εκπαιδευόμουν και εργαζόμουν  ως στρατιωτικός αναλυτής, πάντα έπρεπε να θεωρώ δεδομένο ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι ήταν αυτό που αποκαλούμε «ορθολογικοί δρώντες». Οι Σοβιετικοί ασφαλώς ήταν. Όπως και οι Αμερικανοί…

Δεν  βρίσκω την κυβέρνηση Τραμπ μόνο «μη ικανή για συμφωνίες», τη βρίσκω εντελώς αποσπασμένη από την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, μέσα στις ψευδαισθήσεις. …

Δυστυχώς, όπως και ο Ομπάμα πριν απ’ αυτόν, ο Τραμπ φαίνεται να πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει το παιχνίδι του «πυρηνικού δειλού» ενάντια στη Ρωσία. Αλλά δεν μπορεί. Επιτρέψτε μου να είμαι σαφής ως προς αυτό:  αν στριμωχτούν στη γωνία, οι Ρώσοι θα πολεμήσουν, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει πυρηνικό πόλεμο.

Υπάρχει εξήγηση για τις αμερικανικές ψευδαισθήσεις.  Η παρούσα γενιά της αμερικανικής ηγεσίας κακόμαθε και η κρίση της θόλωσε από τις μακάριες μετασοβιετικές δεκαετίες ατιμωρησίας των ΗΠΑ.

Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι ΗΠΑ θέλουν πλήρους κλίμακας πόλεμο με τη Ρωσία, είναι ότι η Αμερική δεν τον φοβάται[2].

Γιατί θα έπρεπε να τον φοβάται; Μήπως επειδή, επί  είκοσι χρόνια, οι ΗΠΑ θεωρούσαν δεδομένο ότι μπορούσαν να εκφοβίζουν τη Ρωσία ώστε να μην παρεμποδίζει τον ιμπεριαλιστικό σκοπό τους οπουδήποτε ήθελαν να επέμβουν;

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (και μόνο επειδή εξαφανίστηκε η Σοβιετική Ένωση), οι ΗΠΑ ήταν ελεύθερες να χρησιμοποιούν στρατιωτική δύναμη ατιμωρητί. Για κάποιο χρονικό διάστημα, οι ΗΠΑ είχαν τον μεθύστακα υπηρέτη τους, τον Γιέλτσιν, να κυβερνά τη Ρωσία και να μην ορθώνει ανάστημα στις στρατιωτικές επεμβάσεις τους. Δεν ακούστηκε κιχ όταν ο Κλίντον ουσιαστικά μετέφερε στο ΝΑΤΟ (δηλ. στις ίδιες τις ΗΠΑ) την εξουσία των αποφάσεων για το ποιες στρατιωτικές επεμβάσεις είναι αναγκαίες και νομιμοποιημένες. Επί είκοσι χρόνια περίπου, -από τη Γιουγκοσλαβία μέχρι τη Λιβύη- καμία χώρα δεν είχε τη στρατιωτική ισχύ ή τη πολιτικο-διπλωματική βούληση να αντισταθεί σ’ αυτές τις επεμβάσεις.

Όμως, η κατάσταση άλλαξε. Ακόμη και το Πεντάγωνο αναγνωρίζει ότι η αμερικανική αυτοκρατορία βρίσκεται σε μια φάση «μετά-την-πρωτοκαθεδρία» – «ξεφτίζει» και ακόμη ίσως «καταρρέει». Ο κόσμος είδε να εξασθενεί η κοινωνική και οικονομική δύναμη της Αμερικής και να εξαφανίζεται εντελώς το πρόσχημα της νομιμοποίησής της. Ο κόσμος είδε να εξαπλώνεται παντού  η στρατιωτική ισχύς της Αμερικής και να μην κερδίζει σταθερή αξία πουθενά. Δεκαέξι χρόνια και ο πανίσχυρος αμερικανικός στρατός δεν μπορεί να νικήσει τους Ταλιμπάν. Και τώρα, φταίει η Ρωσία και γι’ αυτό!

Εν τω μεταξύ, αρκετές χώρες σε κρίσιμες περιοχές  απέκτησαν στρατιωτική αυτοπεποίθηση και πολιτική βούληση ώστε να απορρίπτουν τις εικασίες της αμερικανικής αλαζονείας – η Κίνα, στον Ειρηνικό, το Ιράν στη Μ. Ανατολή,  και η Ρωσία στην Ευρώπη και, έκπληξη!, στη Μ. Ανατολή επίσης. Κατά το οικείο πρότυπο, η αγωνία της Αμερικής για τη φθίνουσα ισχύ της αυξάνει την αντισταθμιστική επιθετικότητά της. Και όπως αναφέρθηκε, εφόσον η Ρωσία ήταν η χώρα που έδειξε τη νέα στρατιωτική αυτοπεποίθηση πιο αποτελεσματικά, μ’ αυτήν ασχολήθηκε πρώτα απ’ όλα η Αμερική.

Το ακατάπαυστο κύμα κυρώσεων και απελάσεων είναι η επίδειξη του νταή της σχολικής αυλής που σφίγγει τη γροθιά του για να φοβίσει τον καινούργιο μαθητή. ΟΚ, όλοι πήραν το μήνυμα. Τι θα κάνουν οι ΗΠΑ τώρα, θα ξεσφίξουν τη γροθιά ή θα χτυπήσουν;

Ας είμαστε σαφείς για το ποιος είναι ο νταής στον κόσμο. Όπως είναι προφανές σε κάθε άτομο που καταλαβαίνει έστω και ελλιπώς τα πράγματα, η Ρωσία δεν πρόκειται να επιτεθεί ούτε στις ΗΠΑ ούτε στην Ευρώπη. Η Ρωσία δεν έχει δεκάδες στρατιωτικές βάσεις, μαχητικά πλοία και αεροπλάνα στα σύνορα της Αμερικής. Δεν διατηρεί σχεδόν χίλιες στρατιωτικές βάσεις σ’ όλο τον πλανήτη. Η Ρωσία δεν έχει στρατιωτικές δυνάμεις  να βιαιοπραγούν σ’ όλο τον κόσμο, όπως κάνει η Αμερική, ούτε το θέλει ούτε το χρειάζεται. Αυτό δεν οφείλεται στον πασιφισμό της Ρωσίας ή του Πούτιν, αλλά στο ότι  η Ρωσία, με βάση τη σημερινή της θέση στην πολιτική οικονομία του κόσμου, δεν έχει να κερδίσει τίποτε απ’ αυτό.

Ούτε χρειάζεται η Ρωσία κάποια επιθετικά τεχνάσματα για να «αποσταθεροποιήσει» και να σπείρει τη διαίρεση στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Η ανισότητα, η λιτότητα, τα κύματα των μεταναστών από τους πολέμους που προκαλούν τα [δυτικά] σχέδια αλλαγής καθεστώτων και οι αστυνομικοί που πατούν χαρούμενοι τη σκανδάλη με την πρώτη ευκαιρία στις γειτονιές των ΗΠΑ κάνουν θαυμάσια  δουλειά σ’ αυτόν τον τομέα.  Η Ρωσία δεν είναι υπεύθυνη για τα αμερικανικά προβλήματα με το κίνημα Black Lives Matter ή με τους Ταλιμπάν.

Όλα όσα λέγονται περί ρωσικής ευθύνης προκύπτουν από την πολιτική της φαντασιοκοπίας.

Οι ΗΠΑ, με τη φθίνουσα αυτοκρατορία τους, είναι εκείνες που έχουν πρόβλημα, ένα πρόβλημα  που ωθεί σε  στρατιωτική επιθετικότητα. Διότι, ποια άλλα εργαλεία έχουν οι Αμερικανοί ιθύνοντες για να βάλουν ξανά στη θέση τους, με πρώτη τη Ρωσία, όσους «σηκώνουν κεφάλι»;

Πρέπει να είναι δύσκολο, όντως, για εκείνους που σάρωναν τη μια χώρα μετά την άλλη ανεμπόδιστα, επί είκοσι χρόνια, να μη σκέφτονται ότι μπορούν να βγάλουν τη Ρωσία από τη μέση με κάποιες πραγματικά εκφοβιστικές απειλές ή με μια δυο γροθιές που θα της ματώσουν τη μύτη. Με κάποιες διακριτές  μικρές  κλιμακώσεις της αντιπαράθεσης.  Ήδη έχουν υπάρξει τέτοια συμβάντα – η πυραυλική επίθεση του Τραμπ στη Συρία, η κατάρριψη ρωσικού μαχητικού αεροπλάνου από τους Τούρκους, οι αμερικανικές επιθέσεις σε ρωσικό προσωπικό (φαινομενικά ιδιώτες μισθοφόρους) στη Συρία— αλλά όχι μεγάλος πόλεμος.  Κάποιες φορές όμως μαθαίνεις με τον σκληρό τρόπο την αλήθεια του αντίστροφου κανόνα του [πυγμάχου] Μάικ Τάισον: «Όλοι έχουν σχέδιο για το παιχνίδι μέχρι να χτυπήσουν τον άλλο στο πρόσωπο».

Ας εξετάσουμε έναν συγκεκριμένο κίνδυνο κλιμάκωσης για τον οποίο κάθε ενημερωμένος παρατηρητής, και κάθε Αμερικανός, θα έπρεπε να έχει επίγνωση.

Ο τόπος που οι ΗΠΑ και η Ρωσία είναι κυριολεκτικά, γεωγραφικά, πιο κοντά στη σύγκρουση είναι η Συρία. Όπως αναφέρθηκε, οι ΗΠΑ και η νατοϊκή σύμμαχός τους Τουρκία έχουν ήδη επιτεθεί και σκοτώσει Ρώσους στη Συρία, οι ΗΠΑ και οι νατοϊκοί σύμμαχοί τους διατηρούν μια πολύ μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη από ό,τι η Ρωσία στη Συρία και στην γύρω περιοχή. Από την άλλη, η Ρωσία έχει προβεί σε πολύ αποτελεσματική χρήση των δυνάμεών της, συμπεριλαμβανομένων αυτών που το πρακτορείο Reuters αποκαλεί «εξελιγμένους πυραύλους κρουζ» που εκτοξεύονται από αεροπλάνα, πλοία και υποβρύχια και οι οποίοι έπληξαν στόχους του ISIS με μεγάλη ακρίβεια από απόσταση 1.000 χιλιομέτρων.

Η Ρωσία λειτουργεί επίσης με βάση το διεθνές δίκαιο, ενώ οι ΗΠΑ δεν το κάνουν. Η Ρωσία μάχεται μαζί με τη Συρία για την ήττα των τζιχαντιστών και την αποκατάσταση της ενότητας της συριακής επικράτειας. Οι ΗΠΑ μάχονται με τους τζιχαντιστές πελάτες τους για την ανατροπή της συριακής κυβέρνησης και τον κατακερματισμό της χώρας. Η Ρωσία παρενέβη στη Συρία όταν ο Ομπάμα ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ θα επιτεθούν στις συριακές ένοπλες δυνάμεις, κηρύσσοντας στην πράξη πόλεμο. Αν καμία από τις πλευρές δεν αποδεχθεί την ήττα και δεν επιστρέψει στην πατρίδα της, είναι πολύ πιθανό να υπάρξει κάποια άμεση σύγκρουση. Στην πραγματικότητα, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι δεν θα υπάρξει.

Πριν από δύο εβδομάδες, η Συρία και η Ρωσία ανακοίνωσαν ότι οι ΗΠΑ σχεδίαζαν μια μεγάλη επίθεση εναντίον της συριακής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου του βομβαρδισμού  κυβερνητικών κτιρίων στη Δαμασκό. Ο Βαλέρι Γκερασίμοφ, επικεφαλής του γενικού επιτελείου της Ρωσίας, προειδοποίησε: «Στην περίπτωση απειλής της ζωής των πολιτών μας που υπηρετούν στο στρατό, οι ένοπλες δυνάμεις της Ρωσίας θα λάβουν μέτρα αντιποίνων εναντίον των πυραύλων και των εκτοξευτών που χρησιμοποιήθηκαν». Σ’ αυτό το πλαίσιο, «εκτοξευτές» είναι τα  αμερικανικά πλοία στη Μεσόγειο.

Επίσης πριν από δύο εβδομάδες, η Ρωσία ανακοίνωσε ότι έχει αναπτύξει έναν αριθμό νέων, άκρως εξελιγμένων οπλικών συστημάτων. Συζητήθηκε εάν για κάποια από τα όπλα που πρόκειται να αναπτυχθούν μπορεί ή δεν μπορεί να μπλοφάρουν οι Ρώσοι, αλλά ένα απ’ αυτά που έχει ήδη αναπτυχθεί, το αποκαλούμενο Dagger (Kinzhal,όχι οι πύραυλοι που αναφέρθηκαν παραπάνω), είναι ένας υπερηχητικός πύραυλος κρουζ που εκτοξεύεται από αέρος, καλύπτει 5-7.000 μίλια την ώρα και έχει βεληνεκές 1.200 μιλίων. Ο αναλυτής Αντρέι Μαρτιάνοφ ισχυρίζεται ότι «ουδέν σύγχρονο ή άμεσα αναμενόμενο σύστημα εναέριας άμυνας που έχει αναπτυχθεί από οποιονδήποτε νατοϊκό στόλο μπορεί να διακόψει την πορεία ακόμη και ενός πυραύλου με αυτά τα χαρακτηριστικά. Μια ομοβροντία 5-6 τέτοιων πυραύλων εγγυάται την καταστροφή οποιασδήποτε αρμάδας αεροπλανοφόρου ή άλλης ομάδας επιφανείας». Εκτοξεύεται από τον αέρα. Δηλαδή, από οπουδήποτε.

Οι ΗΠΑ δεν έχουν επιτεθεί ακόμη, όποιον λόγο κι αν έχουν  (ο ρεπόρτερ του «Sputnik»  Suliman Mulhem, παραθέτει έναν «στρατιωτικό παρατηρητή» που υποστηρίζει ότι αυτό οφείλεται στις ρωσικές προειδοποιήσεις). Αυτό είναι θετικό. Αλλά, με δεδομένη την τρέχουσα κατάσταση  της άκρως επιθετικής, «μετά-την-πρωτοκαθεδρία», αμερικανικής πολιτικής – όπου συμπεριλαμβάνονται  η ρωσομανία, η σιωνιστική επιδίωξη να καταστραφούν η Συρία και το Ιράν και η συγκρότηση του αμερικανικού πολεμικού υπουργικού συμβουλίου που προαναφέρθηκε— πόσο απίθανο είναι να προβούν οι ΗΠΑ , στο άμεσο μέλλον, σε μια τέτοια επίθεση εναντίον στόχου που η Ρωσία θεωρεί κρίσιμο να υπερασπιστεί;

Και η Συρία αποτελεί μόνο ένα από τα θέατρα όπου η στρατιωτική σύγκρουση με τη Ρωσία είναι πολύ πιθανή, εκτός αν η μία πλευρά αποδεχθεί την ήττα και αποχωρήσει. Θα εγκαταλείψει η Ρωσία τους ρωσόφωνους του Ντονμπάς αν τους επιτεθούν μαζικά οι φασιστικές δυνάμεις του Κιέβου με την υποστήριξη των ΗΠΑ;  Θα κάτσει στην άκρη και θα κοιτά παθητικά εάν οι αμερικανικές και ισραηλινές δυνάμεις επιτεθούν στο Ιράν; Ποιος θα υποχωρήσει και θα αποδεχθεί την απώλεια: ο Τζον Μπόλτον ή ο Βλάντιμιρ Πούτιν;

Πράγμα το οποίο μας φέρνει στο κρίσιμο ερώτημα: τι θα κάνουν οι ΗΠΑ αν η Ρωσία βυθίσει ένα αμερικανικό πλοίο; Πόσα βήματα απομένουν μέχρι αυτή η κατάσταση να εξελιχθεί σε κανονικό πόλεμο, ίσως και πυρηνικό; Ή μήπως οι Αμερικανοί σχεδιαστές (και εσείς αγαπητοί αναγνώστες) είναι απολύτως σίγουροι ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί ποτέ, επειδή οι ΗΠΑ έχουν τρομερά όπλα, και πάρα πολλά, και οι Ρώσοι πιθανώς θα χάσουν όλα τα πλοία τους στη Μεσόγειο αμέσως, αν δεν πάθουν κάτι ακόμη χειρότερο, και θα συμβιβαστούν με οτιδήποτε αντί να προχωρήσουν ένα ακόμη βήμα. Οι Ρώσοι, όπως όλοι, οφείλουν να γνωρίζουν ότι οι Αμερικανοί πάντα νικούν.

Πόσο ευτυχείς είμαστε μ’ αυτό, ε; Βολεμένοι στην κουβέρτα μας ; Επειδή οι Ρώσοι δεν θα πολεμήσουν, ενώ οι Ταλιμπάν θα πολεμήσουν.

Αυτό ακριβώς εννοούν οι Αμερικανοί μη φοβούμενοι τον πόλεμο με τη Ρωσία (ή τον πόλεμο γενικά). Δεν είναι παρά μια επίδειξη περιφρόνησης.

Η όπερα Σκρίπαλ, με διεύθυνση των  ΗΠΑ, με όλη την Ευρώπη και τα δυτικά ΜΜΕ να τραγουδούν αρμονικά, καθιστά σαφές ότι οι Αμερικανοί παραγωγοί του θεάματος  δεν δίνουν ρόλο  στη Ρωσία στη δική τους παγκόσμια σκηνή. Και αυτή η περιφρόνηση καθιστά ακόμη πιο πιθανό τον πόλεμο. Ιδού και πάλι η ιστοσελίδα The Saker, που τεκμηριώνει  το πόσο επικίνδυνη είναι για όλους η απομόνωση που επιβάλλουν τόσο απερίσκεπτα οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι πελάτες τους στη Ρωσία και στους εαυτούς τους:

Τώρα απελαύνουν Ρώσους διπλωμάτες μαζικά, και αισθάνονται πολύ δυνατοί και  αρρενωποί. …

Η αλήθεια είναι ότι αυτή είναι η κορυφή ενός πολύ μεγάλου παγόβουνου. Στην πραγματικότητα, οι κρίσιμες διαβουλεύσεις σε επίπεδο ειδικών, που είναι εξαιρετικά σημαντικές μεταξύ πυρηνικών υπερδυνάμεων, έχουν σταματήσει εδώ και πολύ καιρό. Έχουν πέσει κάτω από τις τηλεφωνικές κλήσεις σε κορυφαίο επίπεδο.  Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν όταν δύο πλευρές ετοιμάζονται για πόλεμο.  Επί πολλούς μήνες η Ρωσία και το ΝΑΤΟ ετοιμάζονται για πόλεμο στην Ευρώπη … Πολύ γρήγορα η πραγματική δράση θα αφεθεί στις ΗΠΑ και τη Ρωσία.  Έτσι, οποιαδήποτε σύγκρουση θα μετατραπεί ταχύτατα σε πυρηνική. Και για πρώτη φορά στην ιστορία, οι ΗΠΑ θα πληγούν πολύ σκληρά, όχι μόνο στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή ή την Ασία, αλλά και στη δική τους ήπειρο.

Μαζικές απελάσεις διπλωματών, οικονομικός πόλεμος,  συντονισμένη προπαγάνδα, κανένα ενδιαφέρον να απευθυνθούν ή να ακούσουν την άλλη πλευρά. Αυτό που βλέπουμε τους περασμένους μήνες είναι το «είδος των πραγμάτων που συμβαίνουν όταν δύο πλευρές ετοιμάζονται για πόλεμο».

Όσο λιγότερο φοβούνται οι Αμερικανοί τον πόλεμο, τόσο λιγότερο αντιλαμβάνονται την πιθανότητα να γίνει και τόσο πιο πιθανό είναι να τον κάνουν.

Έτοιμοι ή όχι

Η ιστοσελίδα  The Saker  παρουσιάζει ένα δίπτυχο που οδηγεί στον πυρήνα του θέματος. Θα ήταν καλό να το διαβάσει κανείς και να σκεφθεί προσεκτικά:

1. Οι Ρώσοι φοβούνται τον πόλεμο. Οι Αμερικανοί δεν φοβούνται.
2. Οι Ρώσοι είναι έτοιμοι για πόλεμο. Οι Αμερικανοί δεν είναι.

Η Ρωσία φοβάται τον πόλεμοΣτον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο σκοτώθηκαν πάνω από 20 εκατομμύρια Σοβιετικοί πολίτες, οι μισοί απ’ αυτούς ήταν άμαχοι.  Ήταν εικοσαπλάσιοι από τις απώλειες Αμερικανών και Βρετανών μαζί. Όλη η χώρα καταστράφηκε.  Μόνο στις 872 ημέρες πολιορκίας του Λένινγκραντ πέθαναν εκατομμύρια, μεταξύ αυτών και ο αδελφός του Βλάντιμιρ Πούτιν. Ο πληθυσμός της πόλης αποδεκατίστηκε από τις ασθένειες και την πείνα, κάποιοι έφτασαν στο σημείο του κανιβαλισμού. Τα Wikileaks αποκαλούν αυτή την πολιορκία «μία από τις πιο μακροχρόνιες και καταστροφικές πολιορκίες στην ιστορία [και] πιθανώς με τις μεγαλύτερες απώλειες ανθρώπινων  ζωών». Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέθαναν και στην εννιάμηνη πολιορκία του Στάλινγκραντ.

Στη Ρωσία, όλοι ανεξαιρέτως γνωρίζουν αυτή την ιστορία. Εκατομμύρια ρωσικές οικογένειες έχουν υποφέρει. Ασφαλώς υπήρξε  μυθοποίηση του αγώνα και των ηρώων, αλλά οι Ρώσοι γνωρίζουν βαθιά μέσα τους τον πόλεμο και γνωρίζουν ότι μπορεί να τους συμβεί. Δεν θέλουν να γίνει ξανά πόλεμος. Θα κάνουν σχεδόν τα πάντα για να τον αποφύγουν. Οι Ρώσοι δεν είναι επιπόλαιοι όσον αφορά τον πόλεμο. Τον φοβούνται. Δεν τον παίρνουν αψήφιστα.

Οι Αμερικανοί δεν φοβούνται τον πόλεμο. Δεν έχουν ζήσει ποτέ κάτι αντίστοιχα καταστροφικό έστω και στο ελάχιστο. Στον εμφύλιο πόλεμο, πριν από 150 χρόνια, πέθαναν περίπου 620.000. (Και είμαστε ακόμη σε σύγχυση!) Το αμερικανικό έδαφος δεν έχει δεχθεί επίθεση σημαντικής στρατιωτικής δύναμης από τον πόλεμο του 1812 [με τους Άγγλους].  Έκτοτε, οι χειρότερες επιθέσεις σε αμερικανικό έδαφος ήταν δύο μεμονωμένα γεγονότα (το Περλ Χάρμπορ και η 11η Σεπτεμβρίου), με απόσταση εβδομήντα χρόνων και συνολικές απώλειες περίπου έξι χιλιάδες ανθρώπους. Αυτές είναι οι εμβληματικές στιγμές της Αμερικής Υπό Πολιορκία.

Για τον αμερικανικό πληθυσμό, οι πόλεμοι είναι «κάπου εκεί μακριά», σ’ αυτούς πολεμάει μια μικρή ομάδα Αμερικανών που πάει στον πόλεμο και επιστρέφει ή δεν επιστρέφει. Ο θάνατος, η καταστροφή και η μυρωδιά του πολέμου –που φέρνουν οι ΗΠΑ στους λαούς σ’ όλο τον κόσμο ασταμάτητα— ούτε είναι ορατά ούτε βιώνονται μέσα στη χώρα τους. Οι Αμερικανοί δεν μπορούν να διανοηθούν με οποιαδήποτε άλλη πλην της πιο αφηρημένης έννοιας ότι μπορεί να συμβεί πόλεμος εδώ, σ’ αυτούς. Για τον γενικό πληθυσμό, η περί πολέμου συζήτηση είναι απλώς ένας παρεμβαλλόμενος και ασήμαντος πολιτικός θόρυβος στον Μόργκαν Φρίμαν που ανταγωνίζεται με την σταρ της πορνογραφίας  Στόρμι Ντάνιελς και τις Καρντάσιανς για την προσοχή του κοινού.

Οι Αμερικανοί είναι πολύ ανέμελοι όσον αφορά τον πόλεμο: συνεχώς απειλούν άλλες χώρες πολεμικά, η κυβέρνηση τον πλασάρει με ψεύδη και τα πολιτικά κόμματα τον προωθούν τυχοδιωκτικά για να νικήσουν τους αντιπάλους τους – και κανείς δεν δίνει δεκάρα. Για τους Αμερικανούς, ο πόλεμος είναι μέρος ενός παιχνιδιού. Δεν τον φοβούνται. Τον παίρνουν αψήφιστα.

Οι Ρώσοι είναι έτοιμοι για πόλεμο. Οι ναζί νικήθηκαν –στη σοβιετική Ρωσία, από σοβιετικούς πολίτες και από τον Κόκκινο Στρατό— επειδή οι άνθρωποι μαζικά αντιστάθηκαν  και πολέμησαν  ενωμένοι για μια νίκη που κατανοούσαν πόσο σημαντική ήταν. Δεν θα μπορούσαν να αντέξουν τρομακτικές πολιορκίες και να νικήσουν τους ναζί με άλλο τρόπο. Με άλλα λόγια, οι Ρώσοι κατανοούν ότι ο πόλεμος είναι μια κρίση θανάτου και καταστροφής που πλήττει όλη την κοινωνία και μπορεί να κερδηθεί μέσω μαζικής και δύσκολης προσπάθειας που βασίζεται στην κοινωνική αλληλεγγύη.  Αν οι Ρώσοι αισθανθούν ότι πρέπει να πολεμήσουν, αν αισθανθούν πολιορκημένοι, ξέρουν ότι θα σταθούν μαζί, θα αντιμετωπίσουν τα χτυπήματα που έρχονται και θα πολεμήσουν μέχρι τέλους. Δεν θα επιτρέψουν ξανά να φτάσει ο πόλεμος στις πόλεις τους, ενώ ο επιτιθέμενος χουχουλιάζει στις κουβέρτες. Θα είναι ένας κόσμος πόνου.  Θα αναπτύξουν και θα χρησιμοποιήσουν όποιο όπλο μπορούν. Και το πιο σκληρό τους όπλο δεν είναι ο υπερηχητικός πύραυλος, είναι η αλληλεγγύη που συνεπάγεται το 77%. Δεν θα επιζητήσουν τον πόλεμο, αλλά εάν γίνει είναι έτοιμοι να πολεμήσουν.

Οι Αμερικανοί δεν είναι έτοιμοι για πόλεμο:  οι Αμερικανοί βιώνουν τη φρίκη του πολέμου σαν μια σειρά μεμονωμένων τραγωδιών των οικογενειών των πεσόντων, που παρουσιάζονται με βινιέτες ανθρώπινου ενδιαφέροντος στις βραδινές ειδήσεις. Ατομικές τραγωδίες, όχι κοινωνική καταστροφή.

Ούτως ή άλλως, είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς την κοινωνική καταστροφή του πολέμου, αλλά η αμερικανική κουλτούρα δεν συμπεριλαμβάνει τη σκέψη περί αυτού συγκεκριμένα.  Η κοινωνική φαντασίωση του πολέμου αντανακλάται σε μη αληθινά σενάρια ενός σύμπαντος υπερηρώων ή μιας αποκάλυψης νεκροζώντανων. Η εξωγήινη ακτίνα θανάτου μπορεί να ανατινάξει το Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ, αλλά ο ήρωας και η οικογένειά του (που σήμερα περιλαμβάνει αμφίβολου φύλου έφηβο και οπωσδήποτε σκύλο) θα επιβιώσει και θα θριαμβεύσει. Κακοί, ήρωες και κοινωνία ως κόμικ.

Ένας λόγος που εξηγεί αυτή την κατάσταση, και πρέπει να τον αναγνωρίσουμε, είναι η επικράτηση της θατσερικής φιλελεύθερης καπιταλιστικής ιδεολογίας του  «δεν υπάρχει κοινωνία». Συγχαρητήρια Άιν Ραντ, δεν υπάρχει πλέον αμερικανική κοινωνία. Υπάρχει μόνο κάθε  ένας ξεχωριστά, ως επίδοξος επιχειρηματίας για τον εαυτό του /της. Έτσι όμως δεν συγκροτείται μια μαχόμενη κοινότητα.

Επιπλέον, ενώ η Αμερική βρίσκεται συνεχώς σε πόλεμο, ουδείς κατανοεί το σκοπό του. Αυτό συμβαίνει διότι ο αληθινός σκοπός δεν μπορεί να εξηγηθεί ποτέ και πρέπει να κρυφτεί πίσω από κάποια βολική αφηρημένη έννοια –«δημοκρατία», «οι ελευθερίες μας» κοκ. Ο λόγος αυτού του είδους μπορεί να κινητοποιεί ορισμένους ανθρώπους για λίγο, αλλά χάνει τη γοητεία του τη στιγμή που κάποιος δέχεται πλήγμα κατά πρόσωπο.

Χρειάζεται μόνο ελάχιστο χρόνο για να διαπιστώσει ο καθένας ότι ουδείς απειλεί να επιτεθεί με το στρατό του και να καταστρέψει τις ΗΠΑ και με λίγο χρόνο παραπάνω ο καθένας μπορεί να καταλάβει πόσο ψεύτικα είναι όλα αυτά περί «δημοκρατίας και ελευθεριών» και να θυμηθεί πόσο συχνά του είπαν ψέματα πριν. Υπάρχουν πάρα πολλές πληροφορίες (και γι’ αυτό η ανώτατη ιμπεριαλιστική διοίκηση θέλει να ελέγχει το διαδίκτυο). Γιατί, διάβολε, πολεμάω; Μετά απ’ αυτό, υπάρχουν πολλά ερωτήματα  και πολλοί πλέον ρωτούν, πριν δεχθούν το χτύπημα στο πρόσωπο.

Αυτή η έλλειψη κοινωνικής κατανόησης και πολιτικής στήριξης μεταφράζεται σε αδυναμία να συμμετάσχει ο κόσμος σε έναν μεγάλο, παρατεταμένο πόλεμο με βαριές ανθρώπινες  απώλειες – «εκεί πέρα μακριά» αλλά και στο κάθε σπίτι. Η αμερικανική κουλτούρα μπορεί να υιοθετεί με ενθουσιασμό τις ειδικές δυνάμεις που δίνουν μαθήματα στους «κακούς» κάπου στον κόσμο μέσα από τις τηλεοπτικές σειρές, αλλά τη στιγμή που θα αρχίζουν να ανατινάζονται αμερικανικά σπίτια και να πέφτουν αμερικανικά κορμιά ο ενθουσιασμός θα γίνει κραυγή αγωνίας, και αυτό θα συμβεί εδώ.

Οι Αμερικανοί είναι έτοιμοι για σαματά, για το επιχειρηματικό σόου Shark Tank και το  Zombie Apocalypse. Δεν είναι όμως έτοιμοι για πόλεμο.

Παίρνεις ό,τι έχεις ποντάρει

Το «Russiagate», που άρχισε εντελώς συνηθισμένα κατά την προεδρική εκστρατεία σαν όπλο των Δημοκρατικών για να χάσει ο Τραμπ, έχει μετατραπεί σήμερα σε ρωσομανία  — συστοιχία όπλων που εκτοξεύονται από ποικίλους τομείς του κράτους, σε μια σειρά στόχους  που θεωρείται ότι, ακόμη και δυνητικά, αντιστέκονται στον ιμπεριαλιστικό μιλιταρισμό. Στόχος είναι και ο Τραμπ –ακόμη, και για όσο θα θεωρείται αναξιόπιστος— μέσω νομικής δίωξης άπειρου εύρους (το πιθανότερο  είναι να τον ρίξουν για κάτι που δεν έχει καμία σχέση με τη Ρωσία). Τώρα η Ρωσία γίνεται στόχος, με πλήρη ισχύ, των οικονομικών, διπλωματικών, ιδεολογικών –και, δοκιμαστικά, των στρατιωτικών— όπλων του κράτους. Ίσως το πιο σημαντικό είναι πως Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, ιδίως όσοι διαφωνούν, γίνονται στόχοι του ενοποιημένου μπαράζ των ΜΜΕ τα οποία επιτίθενται σε κάθε έκφραση ριζοσπαστικής κριτικής, σε οτιδήποτε «σπέρνει τη διαίρεση», ως προδοσία υπέρ των Ρώσων – από το κίνημα Black Lives Matter και την καμπάνια του Μπ. Σάντερς, μέχρι την άποψη «θα μπορούσαν να το είχαν κάνει άλλες χώρες».

Η εντυπωσιακή επιτυχία αυτής της τελευταίας επίθεσης παίζει κρίσιμο ρόλο στο να καταστεί πιο πιθανός ένας πόλεμος και πρέπει να αντιμετωπιστεί.  Γιατί είναι ικανοί  να αυξήσουν το ρίσκο του πολέμου με μια πυρηνική δύναμη, προκειμένου να μαζέψουν πόντους κατά του Τραμπ ή της Τζιλ Στάιν – βεβαίως μόνο εκείνοι που ούτε λογαριάζουν, ούτε φοβούνται, ούτε είναι έτοιμοι για πόλεμο θα έκαναν ένα τόσο βλακώδες και επικίνδυνο πράγμα.

Είναι αδύνατο να προβλέψουμε με βεβαιότητα εάν, πότε ή με ποιον θα ξεκινήσει ένας μείζων θερμός πόλεμος. Η ίδια χαοτική αποδιοργάνωση και αυθορμησία της κυβέρνησης Τραμπ που αυξάνει τον κίνδυνο του πολέμου θα μπορούσε επίσης να συντελέσει στην αποτροπή του. Ο Τζον Μπόλτον ίσως απολυθεί πριν ακόμη ξυρίσει το μουστάκι του. Αλλά η κατάσταση μοιάζει με χύτρα ταχύτητας και η θερμοκρασία έχει αυξηθεί πολύ.

Σε ένα προηγούμενο άρθρο, υποστήριζα ότι πρώτος στόχος στρατιωτικής επίθεσης θα ήταν πιθανώς η Βενεζουέλα, ακριβώς επειδή θα ήταν μια εύκολη νίκη που δεν δημιουργούσε κίνδυνο στρατιωτικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία. Ακόμη υπάρχει αυτή η πιθανότητα. Όπως είδαμε με τον πρώτο πόλεμο στο Ιράκ (που βοήθησε να τερματιστεί το «σύνδρομο του Βιετνάμ») και με τον  δεύτερο  (που αναβίωσε αυτό το σύνδρομο κατά κάποιον τρόπο), η ιμπεριαλιστική ανώτατη διοίκηση χρειάζεται να εξοικειώσει το αμερικανικό κοινό με μια αμερικανική νίκη σχεδόν χωρίς ανθρώπινες απώλειες, προκειμένου να το δελεάσει για έναν πόλεμο που θα φέρει πόνο.

Αλλά το νέο πολεμικό υπουργικό συμβούλιο μπορεί να οδηγηθεί στην πρόκληση ενός μεγάλου γεγονότος  — μιας επίθεσης στο Ιράν. Ο Τραμπ, ο Πομπέο και ο Μπόλτον είναι φανατικοί υποστηρικτές της αλλαγής καθεστώτος στο Ιράν. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν θα αχρηστευθεί  και όλοι θα δουλέψουν σκληρά για να εκπληρωθεί η μυστική συμφωνία που έχει συνάψει ήδη η κυβέρνηση Τραμπ με το Ισραήλ «να αντιμετωπίσουν  την πυρηνική ώθηση του Ιράν, τα πυραυλικά προγράμματά του και άλλες απειλητικές δραστηριότητες» – ή όπως το εξέφρασε ο Τραμπ: «σακατέψτε  το [ιρανικό] καθεστώς και οδηγήστε το στην κατάρρευση». (Παρεμπιπτόντως, αυτή τη συμφωνία τη διαπραγματεύτηκε και την υπέγραψε ο προηγούμενος υποτίθεται όχι και τόσο πολεμοχαρής σύμβουλος εθνικής ασφαλείας Χ. Ρ. Μακμάστερ.)

Ωστόσο, μια επίθεση στο Ιράν συνεπάγεται ότι οι Αμερικανοί είτε θα εξασφαλίσουν ότι δεν θα παρεμβληθεί η Ρωσία ή θα καταστήσουν σαφές ότι δεν νοιάζονται αν θα παρεμβληθεί. Έτσι, οι απειλητικές κινήσεις -χωρίς να εξαιρούνται στρατιωτικές ασκήσεις- εναντίον της Ρωσίας θα αυξηθούν είτε η Ρωσία είναι άμεσος στόχος είτε όχι.

Η πολιορκία βρίσκεται σε εξέλιξη.

Οι Αμερικανοί που θέλουν να συνεχίσουν να παίζουν με τη φωτιά, καλά θα έκαναν να ακούσουν με προσοχή το στόχο τον οποίο θέλουν να πλήξουν. Ακούστε τον Βλάντιμιρ Πούτιν να μιλά σε δυτικούς δημοσιογράφους, το 2017, στην Αγία Πετρούπολη:

Χρόνο με το χρόνο γνωρίζουμε τι θα συμβεί, και αυτοί γνωρίζουν ότι γνωρίζουμε. Εσείς λέτε ιστορίες και τις διαχέετε στους πολίτες των χωρών σας. 

Με τη σειρά του, ο λαός σας δεν νιώθει την αίσθηση του επικείμενου κινδύνου – και αυτό με ανησυχεί.   

Πώς μπορείτε να μην καταλαβαίνετε  ότι ο κόσμος σύρεται σε μια μη αναστρέψιμη κατεύθυνση. Αυτό είναι το πρόβλημα.

Εν τω μεταξύ υποκρίνονται ότι δεν συμβαίνει τίποτε. Δεν ξέρω πώς να γίνω κατανοητός από εσάς πλέον.

Η Ρωσία δεν υπερηφανεύεται ούτε κομπάζει ούτε απειλεί ούτε ενθουσιάζεται με την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στη Συρία. Όταν θεωρήθηκε αναγκαίο –όταν οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να επιτεθούν στον συριακό στρατό— απλώς το έκανε. Και οι μεγάλοι Αμερικανοί  πολιτικοί σκακιστές ακόμη προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις αυτού του γεγονότος. Εργάζονται σκληρά για να βρουν στο σωστό μείγμα απειλών, μπλόφας, κυρώσεων, απελάσεων, προσβολών, στρατού στα σύνορα και επιθέσεων τύπου «ματωμένης μύτης» για να την εξαναγκάσουν σε παράδοση. Θα έπρεπε να ακούσουν το στόχο τους που δεν κουράζεται να μιλά για «συνεργασία», που δήλωσε σαφώς πώς θα αντιδρούσε η χώρα του σε προηγηθείσες ενέργειες (π.χ. στο ενδεχόμενο ακύρωσης της συνθήκης για τους διηπειρωτικούς πυραύλους και στάθμευση  τέτοιων πυραύλων στην Αν. Ευρώπη), η οικογένεια του οποίου έχει υποφέρει από πολεμικές καταστροφές τις οποίες οι Αμερικανοί ούτε να φανταστούν δεν μπορούν, κατά συνέπεια παίρνει στα σοβαρά, φοβάται τον πόλεμο και είναι έτοιμος για αυτόν με τρόπους που δεν είναι έτοιμοι οι Αμερικανοί. Και δεν παίζει τα παιχνίδια τους.

Πηγή: CounterPunch

*Ο Jim Kavanagh είναι Αμερικανός, πρώην καθηγητής ανώτερης εκπαίδευσης, αρθρογράφος σε πολλά προοδευτικά Μέσα.

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

 


[1] Ειρωνικά, δεδομένης της τρέχουσας ορμητικότητας της ρωσομανίας, αυτή είναι μια αναφορά σε παρατηρήσεις της Janet Napolitano, “The Enemization of Everything or an American Story of Empathy & Healing?

[2] Αν και είναι γελοίο που χρειάζεται να ειπωθεί: εδώ δεν μιλώ για τον ψευδοφόβο που σπέρνει η μιντιακή παρουσίαση του «ισχυρού ανδρός», του «κτηνώδους δικτάτορα» Βλάντιμιρ Πούτιν. Αυτός ο φόβος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής ως κόμικ – ένας σούπερ κακός που, όπως όλοι ξέρουμε, στο τέλος θα νικηθεί.

Ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα: Αριστερή ή δεξιά πολιτική;

Το ελάχιστο εγγυημένο (ή οικουμενικό βασικό – όπως είναι η ακριβής του μετάφραση) εισόδημα, μια άνευ προϋποθέσεων τακτική πληρωμή σε ολόκληρο τον πληθυσμό συζητείται όλο και περισσότερο σε κοινωνικούς, πολιτικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους αλλά και σε όλο τον κόσμο. Υποστηρίζεται δε από ανθρώπους τόσο από τη δεξιά όσο και από την αριστερά. Αφού προκρίνεται και από τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος, ποιο είναι το μυστικό του; Είναι μήπως ένδειξη πώς οι διαφορές ανάμεσα στα δύο πολιτικά άκρα έχουν ξεπεραστεί; Δύσκολα. Πιθανότερο είναι ότι διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες αποδέχονται και υποστηρίζουν το βασικό εισόδημα, πράγμα που επικαλύπτει το σοβαρό διάλογο και μπερδεύει πολύ κόσμο. Και από την αριστερά, πολλοί είναι εκείνοι μεταξύ άλλων που απορρίπτουν την ιδέα του βασικού εισοδήματος ως μια ακόμα δεξιά κοροϊδία.

Επί παραδείγματι, ο Chris Hedges γράφει στο «Η απάτη του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος των ολιγαρχών»:

Οι ολιγάρχες δεν προτείνουν κάποια δομική αλλαγή. Δεν θέλουν τη ρύθμιση των αγορών και των επιχειρήσεων. Δεν υποστηρίζουν τις συνδικαλιστικές ενώσεις. Δεν θα πληρώσουν αξιοπρεπείς μισθούς για τους εργάτες του αναπτυσσόμενου κόσμου ή τους αμερικανούς εργάτες που δουλεύουν στις αποθήκες τους, στα λιμάνια τους ή στις μεταφορικές τους. Δεν έχουν καμία διάθεση να καθιερωθεί δωρεάν πρόσβαση στα κολλέγια, δημόσια υγεία ή επαρκείς συντάξεις. Περισσότερο αναζητούν ένα μηχανισμό για να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται απελπισμένους εργάτες με τους ελάχιστους μισθούς, που να μπορούν να τους προσλαμβάνουν και να τους απολύουν κατά το δοκούν. (…) Η κουβέντα για το εγγυημένο βασικό εισόδημα είναι ένα κλασικό παράδειγμα από αυτό που ήδη ο Μαρξ και ο Γκράμσι διέκριναν: όταν οι καπιταλιστές έχουν περίσσιο πλεόνασμα κεφαλαίου και εργασίας, αξιοποιούν την κουλτούρα και την ιδεολογία, στην περίπτωσή μας το νεοφιλελευθερισμό, προκειμένου να αναδιαμορφώσουν τις συνήθειες μιας κοινωνίας ώστε να μπορεί αυτή απορροφήσει τα πλεονάσματα.

Έχει δίκιο. Ωστόσο, η ανασκευή των σατανικών πρακτικών των ολιγαρχών δύσκολα καταρρίπτει τα επιχειρήματα των αριστερών υποστηρικτών του άνευ όρων, οικουμενικού βασικού εισοδήματος, το οποίο, προς το παρόν, είναι η μόνη πολιτική πρόταση που τίθεται σε μια προσπάθεια να διασφαλιστεί το πιο βασικό δικαίωμα: αυτό της επιβίωσης. Αν και δεν αποτελεί πανάκεια, είναι ένας τρόπος να ενισχυθούν τα πιο αδύναμα μέλη της κοινωνίας.

Απ’ την άλλη, ο αξιότιμος μαρξιστής οικονομολόγος Michael Roberts ακολουθεί μιαν άλλη οπτική στο μπλογκ του:

Αλλά τι θα γίνει, στο μέτρο που οι δουλειές καταλαμβάνονται από τις μηχανές; Μερικοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι κάνουν λόγο για φόρο στις μηχανές. Ωστόσο, το μόνο που θα κατάφερναν είναι η επιβράδυνση της αυτοματοποίησης – κάτι όχι και τόσο βοηθητικό για τη μείωση του ανθρώπινου μόχθου. Η ιδέα ενός οικουμενικού βασικού εισοδήματος (ΟΒΕ) κερδίζει την προσοχή οικονομολόγων, τόσο συντηρητικών όσο και αριστερών. Έχω ξανασυζητήσει τα υπέρ και τα κατά του. Το ΟΒΕ προτείνεται από πολλούς νεοφιλελεύθερους τόσο ως ένας τρόπος αναπλήρωσης του κράτους πρόνοιας, της δωρεάν υγείας, της εκπαίδευσης και της αξιοπρεπούς σύνταξης, όσο και για να κρατά χαμηλούς τους μισθούς για όσους δουλεύουν. Κάθε αξιοπρεπές επίπεδο βασικού εισοδήματος θα ήταν πολύ κοστοβόρο για τον καπιταλισμό. Ακόμα όμως κι αν οι εργαζόμενοι κέρδιζαν το ΟΒΕ με τους αγώνες τους, δεν θα λυνόταν το ζήτημα του σε ποιόν ανήκουν οι μηχανές και τα μέσα παραγωγής εν γένει.

Μια ακόμα καλύτερη εναλλακτική, κατά τη γνώμη μου θα ήταν η ιδέα των οικουμενικών βασικών υπηρεσιών, δηλαδή τα αποκαλούμενα δημόσια αγαθά και υπηρεσίες, δωρεάν σε περίπτωση ανάγκης. Μία υπερπλήρης κοινωνία είναι εννοιολογικά μία κοινωνία στην οποία οι ανάγκες μας πληρούνται χωρίς κόστος και εκμετάλλευση, δηλαδή μία σοσιαλιστική κοινωνία. Όμως η μετάβαση σε μία τέτοια κοινωνία μπορεί να ξεκινήσει με την αφιέρωση της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας στην παραγωγή βασικών κοινωνικών αναγκών όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η στέγαση, οι συγκοινωνίες αλλά και βασικές τροφές και εξοπλισμούς.

Το κείμενο του Roberts παρέχει μία καλή αφετηριακή γραμμή για να καταλάβει κανείς ορισμένες όψεις-κλειδιά του ζητήματος σχετικά με το βασικό εισόδημα.

1. Ένα βασικό εισόδημα μπορεί να χρηματοδοτηθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Η διαφορά μεταξύ των αριστερών και των δεξιών προτάσεων γίνεται εύκολα αντιληπτή με το να ρωτήσει κανείς ποιός χάνει και ποιός κερδίζει. Μία πρόταση της δεξιάς θα περιλάμβανε μια προοδευτική μεταρρύθμιση της φορολογίας, η οποία θα οδηγούσε σε μία μαζική αναδιανομή από τους πλουσιότερους πολίτες στο υπόλοιπο της κοινωνίας. Ως εκ τούτου, σε μία οικονομική πρόταση προερχόμενη από μία εντατική έρευνα που αναλύεται λεπτομερώς στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μας AGAINST CHARITY, συγκεκριμενοποιούμε ότι με τη δική μας εκδοχή του βασικού εισοδήματος, οι πλουσιότεροι του 20% θα έχαναν, και το υπόλοιπο 80% θα κέρδιζε. Αυτό θα σήμαινε μία αναδιανομή εισοδήματος, η οποία με βάση το δείκτη Gini, θα γινόταν μία από τις πιο ισότιμες στον κόσμο. (περίπου 0.25)

2. Κάθε θεώρηση του βασικού εισοδήματος ως απομάκρυνση από το κράτος-πρόνοιας, είναι μια δεξιά πολιτική. Το γεγονός ότι ο Μίλτον Φρίντμαν – ο οποίος μάλιστα αντί ενός βασικού εισοδήματος, τάχθηκε υπέρ ενός αρνητικού φόρου εισοδήματος (NIT) το οποίο παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες με το βασικό εισόδημα, αλλά και σημαντικές διαφορές- και το ότι άλλοι, πιο πρόσφατοι δεξιοί οικονομολόγοι είναι φαινομενικά υποστηρικτές του βασικού εισοδήματος, έχει οδηγήσει κάποιους αριστερούς οικονομολόγους να πετάξουν το παιδί μαζί με τα βρώμικα νερά. Ο Φρίντμαν ήθελε τον ΝΙΤ ως δόλωμα όταν είχε ως στόχο να αποδιαρθρώσει τις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες στην Αμερική αλλά είναι αρκετά αφαιρετικό να καταλήγουμε από αυτό στο ότι όλοι οι υποστηρικτές του βασικού εισοδήματος θέλουν να γλιτώσουν το κόστος της κοινωνικής πρόνοιας. Μάλιστα, ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Ένα βασικό εισόδημα θα μπορούσε και θα έπρεπε να περιλαμβάνει περισσότερες κοινωνικές υπηρεσίες. Το παγκόσμιο δίκτυο βασικού εισοδήματος (ΒΙΕΝ) το οποίο ιδρύθηκε το 1986 και το οποίο τώρα έχει παραρτήματα σε κάθε ήπειρο, είναι σαφές σε αυτό το ζήτημα, με μια απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΒΙΕΝ στη Σεούλ το 2016 να δηλώνει ότι η εκδοχή του για το βασικό εισόδημα είναι η εξής:

[…] να είναι σταθερό σε μέγεθος και συχνότητα και αρκετά υψηλό, σε συνδυασμό με άλλες κοινωνικές υπηρεσίες, ώστε ως μέρος μίας πολιτικής στρατηγικής να εξαφανίσει την υλική φτώχεια και να καταστήσει δυνατή την κοινωνική πολιτιστική συμμετοχή κάθε ανθρώπου. Είμαστε αντίθετοι στην αντικατάσταση των κοινωνικών υπηρεσιών ή δικαιωμάτων, αν αυτή η αντικατάσταση χειροτερεύσει την κατάσταση των σχετικά ασθενέστερων, ευάλωτων ή χαμηλού εισοδήματος ανθρώπων.

3. Οι αριστεροί υποστηρικτές του βασικού εισοδήματος αντιλαμβάνονται επίσης ότι ένα βασικό εισόδημα θα αυξήσει τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων. Όταν η εργασιακή σχέση είναι τόσο θεσμικά ασύμμετρη ώστε οι συμβάσεις μεταξύ μιας πολυεθνικής εταιρείας και κάθε εργαζόμενου να συγκρίνουν νόμιμα αμφότερα τα μέρη ως «ίσους», δεν είναι δύσκολο να δούμε πώς ένα βασικό εισόδημα θα βελτίωνε τη θέση του πιο ευάλωτου μέρους που τουλάχιστον θα είχε ένα εισόδημα πάνω από το όριο της φτώχειας.

4. Όπως επισημαίνουν επανειλημμένα πολλοί φεμινιστές, μεγάλος αριθμός γυναικών που κακοποιούνται δεν αφήνουν τους συντρόφους τους επειδή αισθάνονται ότι δεν μπορούν να κερδίσουν τα προς το ζην τους ή να επιβιώσουν ανεξάρτητα. Πολλές γυναίκες που έχουν κακοποιηθεί εξαρτώνται υλικά από τους βίαιους συντρόφους τους και ένα βασικό εισόδημα θα τους έδινε την ουσιαστική ανεξαρτησία που χρειάζονται επειγόντως.

5. Το βασικό εισόδημα θα ήταν ένα μέτρο στον τομέα της πολιτικής οικονομίας, αλλά δεν πρόκειται για «πολιτική οικονομία» καθαυτή. Η διαφορά μεταξύ αριστερών και δεξιών προτάσεων βασικού εισοδήματος είναι εμφανής ως προς τον αριθμό και τον τύπο των μέτρων που προωθούν στη σφαίρα μιας πολιτικής οικονομίας. Για παράδειγμα, η φορολόγηση των πλούσιων ώστε να πληρώσουν αποτελεσματικά ένα βασικό εισόδημα για τον υπόλοιπο πληθυσμό θα είναι πολύ διαφορετική από οποιαδήποτε μέτρα που προωθούνται από μια ολιγαρχία που έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε τρία άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες – Jeff Bezos, Bill Gates και Warren Buffet- να διαθέτουν αθροιστικά, περισσότερο πλούτο, το 2017, από το υπόλοιπο μισό της χώρας. Σίγουρα αυτή η διαφορά θα πρέπει να είναι αρκετή για να διαλύσει κάθε ιδέα ότι υπάρχει μόνο ένα είδος βασικού εισοδήματος.

6. Σε αντίθεση με τις υπό όρους μισθολογικές παροχές που συνεπάγονται υψηλό διοικητικό κόστος, στιγματίζουν τους αποδέκτες και, ακόμη χειρότερα, προκαλούν και διαιωνίζουν την παγίδα της φτώχειας, είναι σαφές ότι από την ίδια τη φύση του ένα χωρίς όρους και προϋποθέσεις βασικό εισόδημα θα απέφευγε αυτές τις παγίδες εξαλείφοντας έτσι και την εποπτεία της γραφειοκρατίας και των κρατικών μηχανισμών. Ακόμη πιο σημαντικό είναι, ότι υπάρχει μια τεράστια διαφορά στις βασικές έννοιες των υπό όρων παροχών και του βασικού εισοδήματος. Οι παροχές υπό όρους φαίνονται να είναι για τους προβληματικούς ανθρώπους, τους “ηττημένους”, τους “αποτυχημένους”, τους ανθρώπους που έχουν απολυθεί ή αδυνατούν να βρουν δουλειά, που δεν μπορούν να κερδίσουν αρκετά χρήματα για να ζήσουν ή αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα σχετικά με τα κέρδη από την εργασία τους, τις ικανότητές τους, τις γνωστικές τους δεξιότητες, και ούτω καθεξής. Η φτώχεια θεωρείται ως προσωπική εκτροπή. Ο κανόνας είναι να έχει κανείς μια δουλειά και κερδίζει μια αξιοσέβαστη διαβίωση, πράγμα που σημαίνει με βάση τη σημερινή πραγματικότητα ότι η δουλειά δεν αποτελεί εγγύηση για την καταπολέμηση της φτώχειας, όπως μαρτυρούν και οι αυξανόμενοι αριθμοί των φτωχών εργαζομένων. Στην αριστερή του αντίληψη, με την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, την ισότητα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως εγγενείς αρχές, ένα άνευ όρων οικουμενικό βασικό εισόδημα θα εγγυόνταν αυτόματα την υλική ύπαρξη κάθε ατόμου για το απλό γεγονός ότι είναι πολίτης ή κάτοικος. Μόλις εξασφαλιστεί αυτό, μπορούν να συζητηθούν κι άλλες λεπτομέρειες, αλλά ο πρώτος στόχος είναι να καθοριστεί το πιο βασικό από όλα τα δικαιώματα, το δικαίωμα ύπαρξης.

Αυτά τα σημεία σκιαγραφούν τις διαφορές μεταξύ της αριστερής και της δεξιάς εκδοχής του βασικού εισοδήματος. Υπάρχουν κι άλλες, βέβαια, διαφορές, αλλά αυτές οι έξι στοιχειοθετούν τις σημαντικότερες αποκλίσεις των δύο αντιλήψεων. Λέγοντας ότι το βασικό εισόδημα είναι μια κακή ιδέα είναι σαν να υποστηρίζει ο Milton Friedman, ο Nixon, ο Mark Zuckerberg ή ο Richard Branson ότι το ανθρώπινο δίκαιο είναι κακό επειδή η Madeleine Albright (με το περίφημο “Αξίζει τον κόπο”-αναφορικά με τους θανάτους ιρακινών αμάχων) τάσσεται υπέρ της προώθησής του.

Άρα, είναι το βασικό εισόδημα μια ιδέα επαναστατική; Όχι, αλλά ούτε και οι αυξήσεις των αποδοχών, η μεγαλύτερη δύναμη στα συνδικάτα, η γενναιόδωρη δημόσια υγεία, η εκπαίδευση και τα συστήματα στέγασης, ούτε η υπεύθυνη, ηθική κυβέρνηση αποτελούν επαναστατικές ιδέες… Ο καπιταλισμός είναι ένα σοβαρό πρόβλημα για όσους θέλουν μια αξιοπρεπή κοινωνία και το βασικό εισόδημα είναι κάτι «ρεφορμιστικό» με την κλασική έννοια της λέξης. Αλλά, έχει κανείς καμία καλή ιδέα για την οριστική ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος σήμερα;

Πηγή: CounterPunch

Ο Daniel Raventós είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του “Bασικού Eισοδήματος: Οι υλικοί όροι της ελευθερίας” (Pluto Press, 2007). Είναι στο συντακτικό συμβούλιο της διεθνούς πολιτικής επιτροπής SinPermiso. Η Julie Wark είναι συμβουλευτικό μέλος της ίδιας επιτροπής. Το τελευταίο της βιβλίο είναι το “Μανιφέστο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων” (Zero Books, 2013).

Μετάφραση: Μανωλίδης Δημήτρης – Λαζαρίδου Έλενα-Λυδία


Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύεται για να κάνει γνωστό τον διάλογο που αναπτύσσεται σχετικά με το χαρακτήρα της πρότασης για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που διεξάγεται βασικά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού με αφορμή την αυξανόμενη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Είναι προφανές ότι η αντίθετη άποψη, που βλέπει στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα τη συστηματική απαξίωση της εργασίας και την παραίτηση από τη θεμελιώδη απαίτηση να ζει ο κάθε άνθρωπος αξιοπρεπώς από τη δουλειά του, έχει εξίσου ισχυρά επιχειρήματα. Το antapocrisis θα επανέλθει στο θέμα.

Η επικίνδυνη κρίση της Τουρκίας

Εκ πρώτης όψεως, ο τούρκος πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan φαίνεται απρόσβλητος: απέτρεψε την περυσινή απόπειρα πραξικοπήματος, φυλάκισε πάνω από 50.000 αντιπάλους του, απέλυσε πάνω από 100.000 δημόσιους υπαλλήλους, “αποκεφάλισε” τον κάποτε ισχυρό τουρκικό στρατό, εξουδετέρωσε μεγάλο μέρος της κοινοβουλευτικής του αντιπολίτευσης, απελευθερώθηκε σχεδόν από το μισό των εκλεγμένων αξιωματούχων της χώρας του, και πέρασε δυναμικά ένα δημοψήφισμα, το οποίο θα τον καταστήσει τον πιο ισχυρό στην εκτελεστική εξουσία μετά τις εκλογές του 2019. Εν τω μεταξύ, μια φαινομενικά ατελείωτη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, του επιτρέπει να κυβερνά βάσει ενός διατάγματος.

Γιατί, λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός τρέχει σαν φοβισμένος;Διότι, τα ίδια εργαλεία που ο Ερντογάν χρησιμοποίησε για να μετατραπεί ο ίδιος σε ένα σύγχρονο σουλτάνο, του “γυρνάνε μπούμερανγκ”. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης αποθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις, οι οποίες αποτελούν το βασικό πυλώνα λειτουργίας της τουρκικής οικονομίας. Η απώλεια έμπειρων κυβερνητικών εργαζομένων έχει θέσει τεράστια πίεση στη λειτουργία της γραφειοκρατίας. Και οι υποσχέσεις που έδωσε στο εκλογικό σώμα για να περάσει το δημοψήφισμά του, φαίνεται πια να μην μπορούν να εκπληρωθούν.

Μέρος του προβλήματος είναι ο ίδιος ο Ερντογάν. Με αυτή την έννοια, είναι λίγο σαν τον αμερικανό πρόεδρο Donald Trump, ο οποίος έχει επίσης αποξενώσει τους συμμάχους του με ένα συνδυασμό εκρηκτικότητας και τυχοδιωκτισμού. Ο Τούρκος Πρόεδρος βρίσκεται σε διαμάχη με την Ουάσιγκτον εξαιτίας μιας δίκης διαφθοράς, ενώ σε αντίστοιχη κατάσταση βρίσκεται και με τη Γερμανία (και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης) για τον αυξανόμενο αυταρχισμό του και, με εξαίρεση τη Ρωσία, την Κίνα, το Κατάρ και το Ιράν, φαίνεται να μην τα πηγαίνει καλά με κανέναν αυτές τις μέρες. Όλο αυτό απέχει πολύ από την κατάσταση που επικρατούσε πριν από μια δεκαετία, όταν κεντρική γραμμή της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας ήταν “όχι προβλήματα με τους γείτονες”. Όπως έγραψε ένας Τούρκος σχολιαστής, τώρα ισχύει το “χωρίς γείτονες χωρίς προβλήματα”.

Ωστόσο, αυτό που έχει προκαλέσει τέτοιο φόβο στον Ερντογάν δεν είναι τόσο η αυξανόμενη διπλωματική απομόνωση της χώρας, αλλά η οικονομία και το πώς θα μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών το 2019.

Κατά τη διάρκεια του συνταγματικού δημοψηφίσματος πέρυσι, η κυβέρνηση έδωσε δάνεια και ανέσεις στο μέσο Τούρκο. Η ανάπτυξη επιταχύνθηκε, μειώθηκε η ανεργία και μειώθηκε το ποσοστό φτώχειας. Αλλά το κόστος της φαινομενικής αυτής εκτόξευσης αρχίζει να φαίνεται ακριβώς πάνω στην στιγμή που οι διεθνείς τιμές ενέργειας αυξάνονται. Η Τουρκία εισάγει σχεδόν όλη της την ενέργεια, ενώ αν η τιμή του πετρελαίου έπεφτε σε λίγο περισσότερο από 30 δολάρια το βαρέλι, ο προϋπολογισμός θα μπορούσε να το χειριστεί.

Η τιμή του πετρελαίου το Δεκέμβριο, ωστόσο, ήταν κοντά στα 60 δολάρια το βαρέλι και μια πρόσφατη συμφωνία μεταξύ των δύο μεγαλύτερων παραγωγών – Σαουδική Αραβία και Ρωσία – για τον περιορισμό της παραγωγής, θα οδηγήσει την τιμή αυτή σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα στο μέλλον. Οι τιμές για τη βενζίνη και τη θέρμανση θα αυξηθούν απότομα τους ερχόμενους μήνες.

Η τουρκική ανεργία είναι πάνω από 13%, ο πληθωρισμός είναι κοντά στο 12% και η τουρκική λίρα έχει πέσει στο 12% έναντι του δολαρίου. Με το ενεργειακό κόστος να αυξάνεται και τη τιμή του νομίσματος να μειώνεται, η Τουρκία αγωνίζεται μέσω μιας οικονομικής διπλής μίζας.

Ο οικονομολόγος Timur Kuran του πανεπιστημίου του Duke αναφέρει ότι η τουρκική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα. “Το AKP (κόμμα δικαιοσύνης και ανάπτυξης του Ερντογάν) κάνει μαζικές και μακροπρόθεσμες ζημίες στην τουρκική οικονομία. Η διαφθορά έχει αυξηθεί, η ποιότητα της εκπαίδευσης έχει μειωθεί, τα δικαστήρια είναι πολιτικοποιημένα και ο λαός φοβάται να μιλήσει με ειλικρίνεια”. Ο Κούραν υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε ανάπτυξη βασίζεται σε βραχυπρόθεσμες επενδύσεις, το λεγόμενο “ζεστό χρήμα”, με υψηλά επιτόκια. “Αυτή δεν είναι μια βιώσιμη στρατηγική. Κάνει την Τουρκία ιδιαίτερα ευάλωτη σε ένα σοκ που ενδέχεται να προκαλέσει μεγάλη απώλεια πόρων. ”

Υπό τον Ερντογάν, οι δείκτες διαφθοράς πράγματι φαίνεται να αυξάνονται.Το 2013, ο οργανισμός για την καταπολέμηση της διαφθοράς, η Διεθνής Διαφάνεια (Transparency International) κατατάσσει την Τουρκία 53η από τις 175 χώρες στον Δείκτη Διαφθοράς.

Η οικονομία της Τουρκίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ξένο χρήμα, αλλά η συνεχιζόμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η διακυβέρνηση βάσει διατάγματος αποθαρρύνει τους επενδυτές. Στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν ότι η Τουρκία χάνει 1 δις δολάρια την εβδομάδα από τις ξένες επενδύσεις. Η Βρετανία, σημαντικός επενδυτής στην Τουρκία, έχει μειώσει τις επενδύσεις της κατά 20% από την κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Η αβεβαιότητα έχει εξαπλωθεί και στους Τούρκους πολίτες, οι οποίοι βάζουν τα χρήματά τους σε ξένες επενδύσεις για να διατηρήσουν τις αποταμιεύσεις τους. Από τα τέλη του 2016 μέχρι τον Νοέμβριο του 2017, οι Τούρκοι μετέφεραν 17,2 δισεκατομμύρια δολάρια σε ξένες επιχειρήσεις και τράπεζες.

Ο Ερντογάν κατηγορεί τις τουρκικές τράπεζες -ιδίως την Κεντρική Τράπεζα- για την αύξηση των επιτοκίων και την ύφεση στην οικονομία. Ωστόσο, ο Kemel Kilicdaroglu, ηγέτης του κεντρώου, κοσμικού και αντιπολιτευόμενου, Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), υποστηρίζει ότι “Ο πραγματικός λόγος, για τον οποίο οι ξένες επενδύσεις, πλην των αγορών ακινήτων, μειώνονται είναι ότι οι ξένοι επενδυτές αισθάνονται ανασφαλείς να επενδύσουν σε μια χώρα όπου ο νόμος, η δικαιοσύνη και η ελευθερία του τύπου είναι ανύπαρκτη. ”

Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης επιτρέπει στην κυβέρνηση να καταστείλει τις απεργίες των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αλλά δεν είναι πλέον τόσο επιτυχής στο να καταστείλει τους αγρότες, κάτι που κάποτε αποτελούσε το δυνατό σημείο του AKP.

Μία από τις οικονομικές “μεταρρυθμίσεις” του Ερντογάν ήταν να ανοίξει τις τουρκικές αγορές στον ξένο ανταγωνισμό, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα απώλειες για το απόθεμα και τους αγρότες της χώρας. Οι παραγωγοί κρέατος ανησυχούν για τη συμφωνία με τη Σερβία και την εισαγωγή 5.000 τόνων κόκκινου κρέατος και οι παραγωγοί τσαγιού, σταφυλιού, καπνού και βερίκοκου έχουν πληγεί από την πτώση των τιμών και τον ανταγωνισμό από το εξωτερικό. Οι καλλιεργητές φουντουκιού ήταν τόσο συγκλονισμένοι με τη βασική τιμή της κυβέρνησης για τα προϊόντα τους, που διοργάνωσαν μια μεγάλη πορεία υπό το σύνθημα “Δικαιοσύνη στα φουντούκια”.

Μάλιστα, έρευνες διαπίστωσαν ότι οι ξένες εισαγωγές μείωσαν τον αριθμό των οικογενειών που ασχολούνται με την καλλιέργεια καπνού από 405.882 οικογένειες το 2002 σε 56.000 το 2015.

Δεν είναι τόσο οι πορείες που ανησυχούν τον Ερντογάν, αλλά το γεγονός ότι περίπου 20 εκατομμύρια αγρότες Τούρκοι τάασσονται ενάντια στην κυβέρνηση, θυμός που μπορεί να μεταφραστεί σε αρνητικές γι αυτόν ψήφους το 2019. Στο δημοψήφισμα του Απριλίου του 2017, οι αγροτικές περιοχές υποστήριξαν σταθερά το ΑΚΡ, ενώ τα αστικά κέντρα -ιδίως η νεολαία τους- ψήφισαν “όχι”. Η απώλεια αστικών κέντρων- όπως η Άγκυρα και η Κωνσταντινούπολη – η πόλη όπου ο Ερντογάν ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία – ήταν ένα σοκ για το ΑΚΡ, αλλά οι απώλειες στις αγροτικές περιοχές θα ήταν μοιραίες για το κόμμα του Ερντογάν.

Ενώ, όμως, ο Ερντογάν πιέζει να κρατήσει την πόρτα της οικονομίας ανοιχτή για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα, έστω μέχρι να περάσει το 2019, υπάρχουν ρήξεις στο εσωτερικό του κόμματος. Μια πτέρυγα του AKP δεν είναι ευχαριστημένη με τις εξωτερικές πολιτικές διαμάχες που ανοίγει ο Ερντογάν, και τις επιπτώσεις που έχουν στην οικονομία.

Στα δεξιά του, ο πρώην υπουργός εσωτερικών Meral Aksener δημιούργησε το “Iyi Parti” ή αλλιώς το “Good Party” και ισχυρίζεται ότι σχεδιάζει να κοντράρει τον Ερντογάν στην κούρσα για την προεδρία. Ο Aksener απευθύνει έκκληση στα πιο εθνικιστικά ρεύματα εντός του AKP και ευελπιστεί να προσελκύσει την υποστήριξη του εθνικού ακροδεξιού κόμματος (MHP). Αυτή τη στιγμή, καταλαμβάνει περίπου το 16% των ψήφων.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το “IyiParti” διασπά το σώμα των υποστηρικτών του AKP, οι οποίοι έχουν μειωθεί στο 38%. Ο Ερντογάν χρειάζεται τουλάχιστον το 51 τοις εκατό, τον αριθμό που ισχυρίζεται ότι πήρε στο δημοψήφισμα (εξωτερικοί παρατηρητές όμως έθεταν μεγάλα ερωτηματικά για το έγκυρο των αποτελεσμάτων των εκλογών). Ο Aksener θα μπορούσε να διασπάσει τους υποστηρικτές του Ερντογάν εντός του AKP και του MHP, αρνούμενος να δώσει έτσι στον Ερντογάν την πολυπόθητη πλειοψηφία του.

Ούτε, όμως και το CHP παραιτήθηκε από την κούρσα των εκλογών. Εκτός από το να οργανώνει πορείες αγανακτισμένων αγροτών, ο αρχηγός του κόμματος, Kilicdaroglu κατάφερε το περασμένο καλοκαίρι να πραγματοποιήσει μια 25ήμερη “πορεία για τη Δικαιοσύνη”, συνολικής απόστασης περίπου 450 χλμ.

Το Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (HDP), το αριστερό κόμμα της Τουρκίας, που συνδέεται στενά με τον κουρδικό πληθυσμό, έχει αποδεκατιστεί με συλλήψεις και κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων, αλλά εξακολουθεί να είναι το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο κοινοβούλιο. “Μπορεί να φαίνεται ότι η αδικία έχει επικρατήσει, αλλά αυτό δεν θα διαρκέσει για πολύ ακόμα”, δήλωσε στο Al-Monitor ο βουλευτής του HDP, Meral Danis Bestas. “Το μέλλον της Τουρκίας βρίσκεται στη δημοκρατία, τα δικαιώματα και την ελευθερία”.

Πράγματι, λοιπόν, ο Ερντογάν έχει τεράστια δύναμη και έχει εξουδετερώσει σχεδόν όλους του τους αντιπάλους τα τελευταία 20 χρόνια. Ο τουρκικός λαός, ωστόσο, έχει κουραστεί από τη διακυβέρνησή του και, αν τα οικονομικά του σχέδια αποτύχουν, το πλήγμα γι’αυτόν μπορεί να είναι μοιραίο.

Γι ‘αυτό, λοιπόν, τρέχει φοβισμένος.

Πηγή: Counter Punch

Μετάφραση: Λαζαρίδου Έλενα

Βομβαρδίστε τα δημόσια σχολεία: μια μετριοπαθής πρόταση

«Ήρθε η ώρα να σκεφτούμε την αποστολή οπλισμένων μη επανδρωμένων εναέριων οχημάτων (drones) σε κάθε σχολείο των Ηνωμένων Πολιτειών. Εάν τα drones μπορούν να σώζουν ανθρώπους στη μέση της Συρίας, κατευθυνόμενα από τους ήρωες στρατιωτικούς της αεροπορικής βάσης Νέλις στο Λας Βέγκας, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προστατεύσουν σχολεία μέσα στις ΗΠΑ», τάδε έγραψε στο Τουίτερ ο «αρχι-παιδαγωγός» του Λευκού Οίκου, ύστερα από τη σφαγή σε σχολείο της Φλόριδας.

Είναι κι αυτή μια ιδέα. Οι εταιρείες Northrop Grumman, Lockheed Martin και Boeing, βασικοί προμηθευτές του Πενταγώνου με τα αξίας εκατομμυρίων δολαρίων μη επανδρωμένα αεροσκάφη Predator και Reaper, αναμφίβολα θα χειροκροτήσουν μια τέτοια τεράστια παραγγελία. Ο υφυπουργός Άμυνας, Πάτρικ Σάναχαν, πρώην εκτελεστικό στέλεχος της Boeing για τα προγράμματα πυραυλικής άμυνας, θα σπεύσει πιθανώς να υλοποιήσει ταχύτατα τη σχετική κρατική παραγγελία.Για το στρατό, τα drones είναι γνωστά ως UAVs (Unmanned Aerial Vehicles/μη επανδρωμένα οχήματα αέρος) ή RPAS (Remotely Piloted Aerial Systems/ τηλεκατευθυνόμενα εναέρια συστήματα). Το κοινό τα γνωρίζει ως «drones», όπως οι κηφήνες που δεν έχουν κεντρί ούτε παράγουν μέλι, και ο μόνος σκοπός τους είναι να ζευγαρώσουν με μια γόνιμη βασίλισσα. Τι γοητευτική παρομοίωση: στη στρατιωτική φαντασία, σαφώς ανδρική –ανεξαρτήτως φύλου— τα οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη είναι μέσο για σεξ, αγάπη και αναπαραγωγή.

Όπως και να ’χει, τα drones θα μπορούσαν να είναι πολύ χρήσιμα στα σχολεία. Λειτουργούν ως μέσον συλλογής πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης και μπορούν έτσι να εμποδίζουν την αντιγραφή στις εξετάσεις. Μπορούν να πραγματοποιούν ελέγχους για βόμβες στους δρόμους ή για διάφορους μηχανισμούς στις περιοχές προσγείωσης και να δείχνουν τις παραβάσεις στο πάρκινγκ του σχολείου. Μπορούν να ακούνε τις συνομιλίες μέσω των κινητών τηλεφώνων και να αναγνωρίζουν εκείνους που ασχολούνται υπερβολικά με το σεξ, την πορνογραφία και άλλες τέτοιες γραφικότητες των εφήβων. Μπορούν να καταγράφουν τις καθημερινές συνήθειες των ανθρώπων για να εντοπίζουν την ανώμαλη συμπεριφορά ή τις δυσάρεστες πρακτικές ανάμεσα στο προσωπικό του σχολείου. Μπορούν να παρέχουν εναέρια υποστήριξη (ακόμη κι αν τα οπλισμένα μη επανδρωμένα ελικόπτερα τώρα τελειοποιούνται) κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης από έναν διαταραγμένο «μοναχικό τύπο» ή έναν σατανικό τρομοκράτη – η διάκριση αυτών των δύο στα ΜΜΕ , όπως επισημαίνουν ορισμένοι κυνικοί, συχνά εξαρτάται από τη «φυλή» του δολοφόνου.

Φυσικά, τέτοιου είδους επιχειρήσεις που αναλαμβάνονται στο όνομα της ασφάλειας, όπως τα οπλισμένα drones πάνω από κάθε αμερικανικό σχολείο, συνεπάγονται παράπλευρους κινδύνους. Το πρώτο χτύπημα του Ομπάμα με drone στην Υεμένη , μια μυστική ενέργεια του Λευκού Οίκου στις 17 Δεκεμβρίου 2009, δεν σκότωσε μόνο αυτούς που στόχευε αλλά και δύο οικογένειες της γειτονιάς. Το drone άφησε πίσω μια σειρά από βόμβες διασποράς που συνέχισαν να σκοτώνουν, προκαλώντας κι άλλες «παράπλευρες» απώλειες. Εκείνη την εποχή, ο στρατηγός Τζέιμς Τζόουνς του σώματος των πεζοναυτών και πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας περιέγραψε την Υεμένη απολογητικά ως «εμβρυικό θέατρο [πολέμου] με το οποίο δεν ήμαστε πραγματικά εξοικειωμένοι».

Ο στρατηγός Τζόουνς ήταν ακριβής. Πριν από το πλήγμα του Ομπάμα στην Υεμένη το 2009, είχε σημειωθεί μόνο μία επίθεση – τον Νοέμβριο του 2002. Αλλά το 2012, τα πλήγματα με drones πραγματοποιούνταν στο «εμβρυικό θέατρο» της Υεμένης με ρυθμό ενός κάθε έξι ημέρες και τον Αύγουστο του 2015 περισσότεροι από 490 άνθρωποι είχαν δολοφονηθεί εξ αιτίας αυτών των επιθέσεων. Αυτός είναι ο επίσημος αριθμός θυμάτων, όσο για τον ανεπίσημο …

Το 2015, ο αντιστράτηγος Μάικλ Φλιν, πρώην επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του στρατού, πριν από τον διορισμό του ως συμβούλου εθνικής ασφαλείας του προέδρου Τραμπ στις αρχές τα του 2017, θέση στην οποία έμεινε τρεις εβδομάδες, σχολίασε με καυστικό τρόπο τα πλήγματα με drones σε εδάφη που είναι γεμάτα με ανθρώπους –που ούτε είναι τρομοκράτες ούτε επίδοξοι τρομοκράτες—περιλαμβανομένων νηπίων:

Η εκστρατεία με drones αυτή τη στιγμή στοχεύει απλώς σε δολοφονίες. Όταν ακούει κανείς τη φράση «σύλληψη/φόνος», η σύλληψη είναι στην πραγματικότητα ευφημισμός. Στη στρατηγική μας με τα drones , η «σύλληψη» δεν υφίσταται. Δεν συλλαμβάνουμε πλέον. Η όλη πολιτική μας στη Μέση Ανατολή βασίζεται σε drones που βομβαρδίζουν. Αυτό αποφάσισε να κάνει η σημερινή κυβέρνηση στην εκστρατεία της κατά της τρομοκρατίας. Είναι ερωτευμένη με τις δυνατότητες των ειδικών επιχειρήσεων και την ικανότητα της CIA να βρίσκει κάποιον τύπο στη μέση της ερήμου, σε κάποιο βρομερό μικρό χωριό, να ρίχνει μια βόμβα στο κεφάλι του και να τον σκοτώνει.

Λοιπόν, πριν αποφασιστεί να δοθούν απλόχερα εκατομμύρια δολάρια που προορίζονται για την εκπαίδευση σε οπλισμένα drones για την προστασία ενός «βρομερού μικρού» σχολείου στην Αλαμπάμα, ο πρόεδρος θα έπρεπε να εξετάσει μια πιο φθηνή και πραγματικά ταχύτατη εναλλακτική λύση: να βομβαρδίσει τα δημόσια σχολεία.

Αυτή η τακτική εφαρμόζεται συστηματικά στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική σε πολέμους που, υποτίθεται, ξεριζώνουν την παγκόσμια τρομοκρατία. Για παράδειγμα, στην Υεμένη, τη φτωχότερη χώρα της Μέσης Ανατολής, ο αποκαλούμενος «σαουδαραβικός συνασπισμός» έχει βομβαρδίσει μέχρι πλήρους εξάλειψης πάνω από 500 σχολεία από τον Φεβρουάριο του 2015. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν πόλεμο διά πληρεξουσίων που ενορχηστρώνεται από τη μυστική αγγλο-αμερικανική διοίκηση κοινών ειδικών επιχειρήσεων.

Μπορεί κανείς να αντιτείνει ότι ο βομβαρδισμός όλων των δημόσιων αμερικανικών σχολείων είναι κατά τι ακραία ενέργεια. Σκεφθείτε, όμως, το άμεσο όφελος. Χωρίς το βάρος της φοίτησης στα επικίνδυνα σχολεία, μαθητές λυκείων, σε τεράστιους αριθμούς, θα ήταν ελεύθεροι να στρατευθούν. Θα μάθαιναν την πειθαρχία, τον πατριωτισμό, τις τέχνες του τατουάζ και θα αποκτούσαν τις δολοφονικές ικανότητες που είναι αναγκαίες για να μείνει η Αμερική ασφαλής. Δεν θα έβρισκαν την κουλτούρα του στρατού σε όλα διαφορετική από την κουλτούρα των λυκείων. Θα μπορούσαν να πίνουν, να ξερνάνε, να πίνουν ακόμη περισσότερο, να ξερνάνε και να κάνουν άψυχο σεξ συναινετικά.

Αν αυτό το ωφελιμιστικό επιχείρημα υπέρ του βομβαρδισμού των δημόσιων σχολείων δεν μπορεί να σας πείσει, σκεφθείτε την πρώτη προτεραιότητα του προέδρου Τραμπ για την εκπαίδευση: τη σχολική επιλογή. Σήμερα, εννέα στα δέκα παιδιά στις ΗΠΑ φοιτούν σε δημόσια σχολεία. Εάν τα δημόσια σχολεία βομβαρδίζονταν, η συντριπτική πλειονότητα των παιδιών που σήμερα δεσμεύονται από το παλιομοδίτικο δικαίωμα στην ελεύθερη, κοσμική εκπαίδευση θα αναγκάζονταν να υιοθετήσουν την «επιλογή». Θα μπορούσαν να διαλέξουν τα σχολεία που ιδρύουν ομάδες ιδιωτών με δημόσιο χρήμα ή να εξασφαλίσουν κουπόνια για ιδιωτικά ή θρησκευτικά σχολεία.

Ασφαλώς θα συμφωνήσετε με τον πρόεδρο Τραμπ και την υπουργό Παιδείας Μπέτσι ντε Βος ότι η θέση της αμερικανικής εκπαίδευσης στην 26η βαθμίδα της παγκόσμιας κατάταξης είναι εξευτελιστική. Συνεπώς, είναι ενθαρρυντικό το ότι η περικοπή 10,5 δισ. δολαρίων από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό του 2018 για την εκπαίδευση αποτελεί ένα πρώτο γενναίο βήμα για να αντιστραφεί αυτή η θλιβερή επίδοση. Μέρος των εξοικονομούμενων χρημάτων, 400 εκατ. δολάρια, θα διατεθεί για την εξάπλωση των σχολείων που ιδρύουν ομάδες ιδιωτών, όπως επίσης των ιδιωτικών και των θρησκευτικών σχολείων, αλλά αυτό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου: 1 δισ., που σήμερα διατίθεται για να ασκηθεί πίεση στα δημόσια σχολεία να θεσπίσουν πολιτικές που προπαγανδίζουν την «επιλογή», θα μπορούσε να εξοικονομηθεί και να διοχετευθεί σε τομείς που είναι πιο αναγκαίοι – εάν βομβαρδίζονταν τα δημόσια σχολεία. Θα μπορούσε να προστεθεί στον συνδυασμένο προϋπολογισμό άμυνας και πυρηνικών όπλων, που τώρα φτάνει στο συγκρατημένο ύψος των $731.09 δισ. (συγκριτικά, ο αμυντικός προϋπολογισμός της Ρωσίας ισοδυναμεί με το αξιοθρήνητο ποσό των $45 δισ. ετησίως).

Ο συνολικός αμυντικός προϋπολογισμός των $731.09 δισ. έναντι του προϋπολογισμού για την παιδεία των $59 δισ. βοηθά να πειστεί κανείς πόσο σοφοί, προνοητικοί και πνευματικά ισχυροί είναι οι ηγέτες που έχουμε επιλέξει – και πόσο αφοσιωμένοι σε ένα ασφαλές και επιτυχές μέλλον για τους νέους μας. Στο Πεντάγωνο δίνονται $686 δισ., ο μεγαλύτερος προϋπολογισμός από αυτόν του Ομπάμα το 2011, αυξημένος κατά 74 δισ. σε σχέση με το 2017. Στην περίπτωση που ανησυχείτε ότι οι πόλεμοι εναντίον όλων των εχθρών μας στο εξωτερικό θα σταματήσουν, ησυχάστε: $69 δισ. εξασφαλίζονται για τη χρηματοδότηση πολέμων το 2019, $6,97 δισ. θα δοθούν στην προμήθεια, την έρευνα, την ανάπτυξη και τη «δημιουργία ειδικού συστήματος» που σχετίζονται με τα drones, μια μεγάλη αύξηση σε σχέση με τα 2,9 δισ. του 2016. Στο υπουργείο Ενέργειας, που έχει την αποστολή συντήρησης των πυρηνικών όπλων, θα δοθούν 30 δισ. δολάρια. Στην Εθνική Διοίκηση Πυρηνικής Ασφάλειας, μια ημιαυτόνομη πτέρυγα του υπουργείου Ενέργειας, θα δοθούν 15,09 δισ. δολάρια, μια αύξηση σχεδόν 1,2 δισ. από το περασμένο έτος.

Ειλικρινά, οι προτεραιότητες δεν θα μπορούσαν να είναι πιο προφανείς: τόσο που δεν μπορώ να τους δώσω αρκετή έμφαση. Εξίσου ειλικρινά, με σεβασμό, θα απέτρεπα τον πρόεδρο Τραμπ να χρησιμοποιήσει οπλισμένα drones στα δημόσια σχολεία. Είναι πανάκριβα: το κόστος για τις ώρες πτήσης ποικίλλει κατά πολύ – από 2.000 έως 3.000 δολάρια την ώρα για τα πρωτόγονα Reapers και Predators μέχρι 30.000 την ώρα για το σικάτο Global Hawk, ενώ το κόστος της πτήσης ανά ώρα για την πιο νέα περηφάνια του στρατού, το Gray Eagle, που θα κάνει το ντεμπούτο του τη φετινή άνοιξη (η στρατιωτική βάση στο Φρούριο Κάρσον ήδη παρήγγειλε τέσσερα) είναι ακόμη άγνωστο (τουλάχιστον στην υπογράφουσα ερευνήτρια). Το Gray Eagle είναι ένα «θηριώδες drone με άνοιγμα φτερών 56 ποδών [18,6 μέτρων] που φέρει τέσσερις πυραύλους αέρος-εδάφους Hellfire και μπορεί να πετάει 24 ώρες με τη συνεχούς λειτουργίας ντιζελομηχανή που διαθέτει», περηφανεύεται το Military.com […]

Επίσης, και πάλι με σεβασμό, υπενθυμίζω στον πρόεδρο Τραμπ ότι τα πολλών εκατομμυρίων δολαρίων εξοπλισμένα drones είναι πολύπλοκα συστήματα. Ακόμη και βασικά μοντέλα όπως τα Predators και τα Reapers απαιτούν τέσσερα αεροσκάφη, έναν σταθμό ελέγχου στο έδαφος και δορυφορική σύνδεση. Γνωρίζουμε ότι τα drones δεν είναι επανδρωμένα, αλλά χρειάζονται πιλότους. Απαιτούν εκπαιδευμένα πληρώματα για να τα κατευθύνουν, να αναλύουν τις εικόνες και να αποφασίζουν την εξαπόλυση πυραύλων αέρος- εδάφους. Αυτοί οι εξ αποστάσεως «ήρωες», όπως τους αποκαλεί ο πρόεδρος, [οι «ήρωες του τηλεκοντρόλ»], καλύτερα να φυλάσσονται για πιο επικές και αιματηρές μάχες από ό,τι ο πόλεμος στα δημόσια σχολεία.

Για να αποτραπεί η επανάληψη της σφαγής που έπληξε το λύκειο Marjory Stoneman Douglas στη Φλόριδα τα εξοπλισμένα drones δεν είναι καλή ιδέα: πετιούνται, στην κυριολεξία, χρήματα στην εκπαίδευση. Ούτε είναι καλή ιδέα η τεχνολογία του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, ούτε το να τοποθετηθούν συνταξιούχοι αστυνομικοί και στρατιωτικοί στις σχολικές τάξεις, ούτε να οργανωθεί η ασφάλεια στα σχολεία με τρόπο αντίστοιχο της ασφάλειας των αεροδρομίων (αν και αυτό θα μπορούσε να είναι πολύ δημοφιλές στους μαθητές, καθώς η πραγματική διδακτική ημέρα δεν θα άρχιζε ποτέ, εφόσον θα περνούσαν ώρες επί ωρών για έρευνες, ελέγχους κ.λπ.) ούτε οι ένοπλοι καθηγητές (σας λέω από την εμπειρία μου μέσα στις σχολικές τάξεις ότι κάτι τέτοιο θα ήταν μοιραίο, όταν οι ημέρες διδασκαλίας πάνε στραβά).

Όχι, η πιο γρήγορη, η πιο φθηνή, η πιο αποτελεσματική λύση για να λυθεί το πρόβλημα της ανασφάλειας στα σχολεία είναι να βομβαρδιστούν τα δημόσια σχολεία μέχρι πλήρους εξαφάνισης. Όπως παρατήρησε η χειρότερη υπουργός Παιδείας που είχε το προνόμιο να αντέξει αυτή η χώρα, «Ήρθε για εμάς η ώρα να διαλύσουμε τους περιορισμούς της μυστηριακής προσέγγισης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης όσον αφορά την εκπαίδευση. Η Ουάσιγκτον ήταν στο τιμόνι για πάνω από 50 χρόνια και έχει να επιδείξει ελάχιστα αποτελέσματα στις προσπάθειές της».

Με μια αισιόδοξη νότα, προσβλέπω στην ημέρα που ένας υπουργός Άμυνας, που αντιτίθεται εξίσου στον πόλεμο όπως η Μπέτσι ντε Βος στην εκπαίδευση, θα διακηρύξει ότι η «μυστηριακή προσέγγιση» της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την «άμυνα» τελειώνει.

Πηγή: CounterPunch

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Για το ρόλο των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων ως βραχίονα του νεοφιλελευθερισμού

Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) παραμένουν πανταχού παρούσες στις ζωές των περισσότερων ανθρώπων (είτε αυτοί το συνειδητοποιούν είτε όχι).

Θα αποτελούσε, λοιπόν, αυτονόητη πράξη ο ενδελεχής έλεγχος των δραστηριοτήτων των ΜΚΟ, προκειμένου να διακριβωθεί η ακριβής πολιτική τους λειτουργία στο πλαίσιο της «δικής μας» νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, ωστόσο αυτό κατά κανόνα δεν γίνεται. Προσπαθώντας να καλύψει αυτό το κενό δημόσιας διαβούλευσης, ο Issa Shivji, καθηγητής Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Dares Salaam (Τανζανία) υποστηρίζει ότι υφίσταται επείγουσα ανάγκη για μια τέτοια κριτική έρευνα στο πολύ χρήσιμο βιβλίο του «Σιγή ιχθύος στην συζήτηση για τις ΜΚΟ: Ο Ρόλος και το Μέλλον των ΜΚΟ στην Αφρική» (Pambazuka Press, 2007). Όπως παρατηρεί και ο Firoze Manji στον πρόλογο της έκδοσης: «οι αναπτυξιακές ΜΚΟ, συχνά χρησιμοποιώντας όλη την φρασεολογία των συμμετοχικών προσεγγίσεων, έχουν γίνει τις τελευταίες δύο δεκαετίες αναπόσπαστο και απαραίτητο κομμάτι ενός συστήματος που θυσιάζει το σεβασμό στη δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα». Το παρελθόν του ίδιου του Shivji βοηθάει στην συγκέντρωση πληροφοριών για το έργο του και στην εισαγωγή του παρατηρεί:

«Πριν ξεκινήσω, πρέπει να εξομολογηθώ δύο πράγματα: Πρώτον, η διατριβή μου είναι αναμφίβολα επικριτική προς τις ΜΚΟ, ορισμένες φορές μάλιστα κατά τρόπο ανηλεή, αλλά δεν είναι κυνική. Δεύτερον, η κριτική αυτή έχει, επίσης, και αυτοκριτικό χαρακτήρα, καθώς ο γράφων έχει αναμιχθεί  στον ακτιβισμό των ΜΚΟ για περίπου 15 χρόνια. Τέλος, πρέπει να καταστήσω σαφές ότι δεν αμφισβητώ τα ευγενή κίνητρα και τις καλές προθέσεις των ηγετών και των ακτιβιστών που συμμετέχουν στις ΜΚΟ. Δεν κρίνουμε, όμως, το αποτέλεσμα μιας διεργασίας εκ των προθέσεων των πρωτεργατών της. Στόχος μας είναι η ανάλυση των αντικειμενικών αποτελεσμάτων των πράξεων τους, ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους».

Το παραπάνω απόσπασμα είναι σημαντικό και κατά συνέπεια, αφότου παρουσιάσω συνοπτικά την κριτική του Shivji για την κοινότητα των ΜΚΟ, στοχεύω να «αναλύσω τα αντικειμενικά αποτελέσματα» του βιβλίου του, σε μια προσπάθεια να προσδιορίσω τα όρια που έχει η καυστική κριτική του.

Ο Shivji ορθώς διαγιγνώσκει ότι η διαρκής ανάπτυξη του «μη κερδοσκοπικού» τομέα συνδέεται στενά με τις επιταγές του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης, το οποίο «εξόρισε τα ζητήματα της ισότητας και της δικαιοσύνης αποκλειστικά στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όχι της οικονομικής ανάπτυξης». Έτσι, τα «δικαιώματα» «περιορίζονται στα στενά πλαίσια των ΜΚΟ που ασχολούνται με την υπεράσπισή τους και παύουν να αποτελούν πεδίο λαϊκών αγώνων». «Οι ΜΚΟ αποδεχόμενες τον μύθο τουότι έχουν δήθεν μη-πολιτικό χαρακτήρα, συμβάλλουν στην σύγχυση του κόσμου, με αποτέλεσμα να συντάσσονται αντικειμενικά με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, κατ’ αντίθεση με την εκφρασμένη τους επιθυμία για αλλαγή». Καθώς μια τέτοια, «ενοχλητική» συζήτηση αμφισβητούνταν σθεναρά εδώ και καιρό τόσο στους ακαδημαϊκούς κύκλους όσο και στον απλό κόσμο, δυστυχώς, όπως παρατηρεί ο Shivji: «Μεγάλο μέρος της αφρικανικής πνευματικής ελίτ έχει προσχωρήσει και ενσωματωθεί στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο συζήτησης για το θέμα».

Έτσι, η θέση του είναι ότι «η ξαφνική άνοδος των ΜΚΟ και ο προφανώς διακεκριμένος ρόλος που παίζουν στην Αφρική είναι μέρος αυτής της νεοφιλελεύθερης επίθεσης». Υποστηρίζει ότι οι ΜΚΟ αντιπροσωπεύουν απλώς την «συνεχιζόμενη κυριαρχία του ιμπεριαλισμού… με άλλη μορφή».

«Εντός αυτού του πλαισίου, οι ΜΚΟ δεν αποτελούν ούτε τομέα τρίτο προς το κράτος ούτε ανεξάρτητο από αυτό. Αποτελούν, περισσότερο, αναπόσπαστο μέρος της νεοφιλελεύθερης στραγητικής επίθεσης, που ακολουθεί κατά πόδας την κρίση του εθνικού μοντέλου.Εάν οι ΜΚΟ δεν έχουν επίγνωση  αυτής της κρισιμότητας του αγώνα ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και το εθνικό κράτος , καταλήγουν να παίζουν το ρόλο του ιδεολογικού και οργανωτικού υπηρέτη του ιμπεριαλισμού, με όποιο περιτύλιγμα κι αν εμφανίζονται».

Σύμφωνα με τον Shivji, η σιγή ιχθύος στο δημόσιο διάλογο για το ζήτημα των ΜΚΟ αποκρύπτει από το κοινό τα πέντε παρακάτω στοιχεία: (1) Οι ΜΚΟ είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό μέρος της νεοφιλελεύθερης επέλασης ενάντια στη δημοκρατία, καθώς όντως «η αντι-κρατική στάση της λεγόμενης φιλανθρωπικής κοινότητας ήταν αυτή που έδωσε την πραγματική ώθηση για την ραγδαία ανάπτυξη της δραστηριότητας των ΜΚΟ»· (2) «Οι ΜΚΟ διοικούνται  και σε μεγάλο βαθμό αποτελούνται από την εκπαιδευμένη ελίτ» (η οποία μπορεί να διακριθεί σε τρεις κατηγορίες, σε αυτούς που «ενεπλάκησαν στο παρελθόν σε πολιτικούς αγώνες», στους αλτρουϊστές που «κινητοποιούνται με βάση ηθικά κριτήρια» και σε όσους ανήκουν στην κυρίαρχη «καριερίστικη» ελίτ και κινητοποιούνται από τις προσωπικές τους φιλοδοξίες»)· (3) «ένας τεράστιος αριθμός ΜΚΟ χρηματοδοτούνται από κάποιον μεγαλοδωρητή»· (4) «πιθανώς η πιο κυρίαρχη μορφή ΜΚΟ είναι αυτές που διοικούνται από κάποιον μεγαλοδωρητή»· (5) όλο και περισσότερο, κερδίζει έδαφος ως πρότυπο «επιτυχημένης» ΜΚΟ το επιχειρησιακό μοντέλο οργάνωσης».

Εκτός από αυτές τις «βουβές» και αυταπόδεικτες αλήθειες, είναι σαφές ότι το σύγχρονο πολιτικό τοπίο είναι λιγότερο θετικό στην κοινωνική αλλαγή που υποκινείται από τους ανθρώπους από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Έτσι, ενώ τα προηγούμενα χρόνια «η ριζοσπαστική συζήτηση στους κύκλους των διανοουμένων συνδεόταν άμεσα με τον μαχητικό ακτιβισμό, […] στην σημερινή εποχή της εμφανούς «θριαμβολογίας» του ιμπεριαλισμού, η συζήτηση γύρω από τις ΜΚΟ αποφεύγει το θεωρητικό προβληματισμό, ενώ τονίζει και προωθεί  τον ακτιβισμό. Στην Αφρική, συγκεκριμένα, ό,τι έχει απομείνει στο επίπεδο του κριτικού πνευματικού προβληματισμού, κατά βάση στα πανεπιστήμια, κινείται παράλληλα προς τον ακτιβισμό των ΜΚΟ και είναι διαχωρισμένο απ’ αυτόν. Οι προϋποθέσεις που θέτουν οι οργανισμοί χρηματοδότησης υπονομεύουν τεχνιέντως ή και δείχνουν ξεκάθαρη επιθετικότητα προς μια ιστορική, κοινωνική και ιδεολογική αντίληψη της ανάπτυξης, της φτώχειας και των διακρίσεων. Οι πάλαι ποτέ ευεργέτες μας λένε τώρα: «απλά δράστε, μην σκέφτεστε· Και θα σας χρηματοδοτήσουμε για να τα κάνετε και τα δύο».

Η προκατάληψη ενάντια στην πολιτική θεωρία μέσα στις ΜΚΟ εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, που περιλαμβάνουν την διευθυντική «αρέσκεια για την ιδιωτική χρηματοδότηση των σχεδίων”, την μονοθεματική προσέγγιση των ζητημάτων (που σημαίνει ότι «η διασύνδεσή τους με άλλα ζητήματα και με το όλον χάνεται»), και στην τελική με προγράμματα δράσης «προσανατολισμένα σε ένα μόνο ζήτημα και εκτεινόμενα σε περιορισμένο χρόνο, που δεν αφήνουν περιθώρια για οποιουδήποτε είδους μακρόχρονη, βασική έρευνα που να στηρίζεται σε αδιάσειστα θεωρητικά και ιστορικά στοιχεία». Αυτή η θεωρητική απόσπαση από τον περιβάλλοντα κόσμο  σημαίνει ότι «η θεωρητική παραδοχή της “κοινής λογικής” της εποχής μας, που λειτουργεί ως έρεισμα των ρόλων και των δράσεων των ΜΚΟ,είναι στην πραγματικότητα αποδοχή της λογικής του νεοφιλελευθερισμού,  που λειτουργεί σύμφωνα με τα συμφέροντα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού».  Σε αυτό το σημείο ο Shivji παραθέτει ένα απόσπασμα του Brian  Murphy που γράφει ότι: «αυτό που ένας διευθυντής δημοσίων σχέσεων μιας μεγάλης εταιρίας αντιλαμβάνεται σιωπηρά ότι αποτελεί οικονομική προπαγάνδα, οι άνθρωποι των ΜΚΟ συχνά το αναπαράγουν σαν να αποτελεί θρησκευτικό δόγμα».

«Το να παριστάνεις ότι η κοινωνία είναι ένα αρμονικό σύνολο αποτελούμενο από εν δυνάμει επενδυτές αποτελεί στην ουσία έναν περίτεχνο τρόπο να διαιωνίσεις την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων προς το συμφέρον των κυρίαρχων τάξεων και δυνάμεων. Στην πάλη ανάμεσα στην εθνική απελευθέρωση και την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, και ανάμεσα στην κοινωνική χειραφέτηση και την καπιταλιστική σκλαβιά, οι ΜΚΟ πρέπει να διαλέξουν πλευρά. Σε αυτήν την πάλη δεν χωρούν ίσες αποστάσεις».

Ο Shivji συμπεραίνει ότι: «Πέρα από αυτούς τους περιορισμούς, πιστεύω ότι οι ΜΚΟ δύνανται να παίξουν κάποιον αξιόλογο ρόλο. Αλλά θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε ότι δεν το κάνουμε». Αυτό ίσως να ισχύει, όμως θα ήθελα να αναφέρω ότι η επιλογή του Shivji να μην αγγίξει το ζήτημα της ιμπεριαλιστικής ιστορίας της φιλελεύθερης φιλανθρωπίας θολώνει την ικανότητα των αναγνωστών του να διακρίνουν μεταξύ των δωρητών που εκμεταλλεύονται την φιλανθρωπία με προφανή τρόπο, όπως είναι η Παγκόσμια Τράπεζα και η Υπηρεσία των ΗΠΑ για την Διεθνή Ανάπτυξη, και αυτών που συχνά θεωρούνται (λανθασμένα) ως καλοήθεις δωρητές, όπως είναι διάφορα φιλελεύθερα ιδρύματα. Αυτό είναι προβληματικό στο βαθμό που η κατανόηση της μακράς και βρώμικης ιστορίας της φιλελεύθερης φιλανθρωπίας είναι καίριας σημασίας για την κατανόηση των βαθύτερων φαινομένων που υποστηρίζουν την ιμπεριαλιστική εξέλιξη της «βιομηχανίας αλλαγής του κόσμου μέσω των ΜΚΟ».

Πιθανώς ζητάω πολλά αν περιμένω ότι ο Shivji θα έπρεπε να δαγκώσει το χέρι που τον ταΐζει και σύμφωνα με αυτήν την οπτική είναι σημαντικό να επεκτείνουμε την κριτική που ασκεί εξετάζοντας το υπόβαθρο των εκδοτών των βιβλίων του, της Pambazuka News. Στον πρόλογο του έργου του, ο εκδότης περιγράφεται ως εξής:

«Η Pambazuk aNews αποτελεί μία έγκυρη παναφρικανική ενημερωτική πλατφόρμα για την κοινωνική δικαιοσύνη στην Αφρική, που προσφέρει εμπεριστατωμένη εβδομαδιαία  κάλυψη, πρωτοποριακό σχολιασμό και βαθιά ανάλυση στην πολιτική και την επικαιρότητα, την ανάπτυξη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το προσφυγικό, τα ζητήματα φύλου και πολιτισμού στην Αφρική. Στόχος είναι να λειτουργήσει ως εργαλείο για προοδευτική αλλαγή της κοινωνίας».

Αυτό που δεν αναφέρεται στον πρόλογο είναι ότι η PambazukaNews, που παράγεται και εκδίδεται από την εταιρία “Fahamu: Δίκτυα για την Κοινωνική Δικαιοσύνη”, χρηματοδοτείται η ίδια από την κυρίαρχη φιλελεύθερη ελίτ του κόσμου, που περιλαμβάνει ιδρύματα όπως η Χριστιανική Αρωγή (Christian Aid), το Ίδρυμα Ford καιη Πρωτοβουλία για την Νότια Αφρική «Ανοιχτή Κοινωνία» του Τζωρτζ Σόρος. Όπως έχει δείξει η ιστορία, οι ελίτ αυτές χρηματοδοτούν ή ακόμη και προωθούν με σχετική προθυμία ριζοσπαστικές κριτικές της κοινωνίας (τουλάχιστον εντός περιορισμένων κύκλων), μόνο υπό την προϋπόθεση ότι αυτό τους διευκολύνει να ενσωματώσουν τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους με πιο αποτελεσματικό τρόπο.  Στην πραγματικότητα, η επιφανειακή κριτική του Shivji για τις ΜΚΟ εντάσσεται ακριβώς σε αυτόν τον τύπο των έργων που κατεξοχήν προωθούνται από τις ρεφορμιστικές ελίτ· στον αντίποδα, οι πιο ριζοσπαστικές κριτικές, όπως για παράδειγμα το βιβλίο «Η Επανάσταση δεν θα χρηματοδοτηθεί: Υπερβαίνοντας τη Βιομηχανία των Μη Κερδοσκοπικών Οργανώσεων» (South End Press, 2007), που επιμελήθηκε το δίκτυο INCITE!, αγνοούνται κατά πολύ βολικό τρόπο.

Τα παραπάνω δεν τα λέω προκειμένου να υποστηρίξω ότι δεν μπορούμε να συλλέξουμε χρήσιμες πληροφορίες από τον Shivji, όμως πρέπει να κατανοήσουμε πως οι άνθρωποι που έχουν ενσωματωθεί για χρόνια στην βιομηχανία των ΜΚΟ δεν είναι απαραιτήτως και οι πιο κατάλληλοι να ασκήσουν κριτική. Κατά συνέπεια, αντί να βασιζόμαστε στα πανεπιστήμια που κυριαρχούνται από τις ελίτ, προκειμένου να μας παρέχουν τέτοιου είδους κριτικές προσεγγίσεις, χρειάζεται να στραφούμε στους ανθρώπους γύρω μας και να δουλέψουμε μαζί τους για να αναπτύξουμε εκείνον τον τύπο ερευνητικών φορέων, που θα συνδυάζουν θεωρητικές και ακτιβιστικές αναζητήσεις, κατά τρόπο τέτοιον που να προωθεί πραγματικά την επαναστατική κοινωνική αλλαγή.


*O Michael Barker έχει γράψει το βιβλίο «Πίσω από τη Μάσκα της Φιλανθρωπίας». Ήταν υποψήφιος βουλευτής του  Συνδικαλιστικού και Σοσιαλιστικού Συνασπισμού στην εκλογική περιφέρεια του Leicester East.

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

Πηγή: CounterPunch