Άρθρα

Ηθικός κίνδυνος ή δημιουργική καταστροφή;

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι τιμές των μετοχών και των ομολόγων των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ καταρρέουν. Και μια μεγάλη διεθνής ελβετική τράπεζα, η Credit Suisse, βρίσκεται κοντά στην πτώχευση. Μια χρηματοπιστωτική κρίση που έχει να εμφανιστεί από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κραχ του 2008 φαίνεται να εξελίσσεται. Ποια θα είναι η αντίδραση των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών αρχών;

Το 1928, ο τότε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ και τραπεζίτης, Andrew Mellon, πίεσε για υψηλότερα επιτόκια προκειμένου να ελεγχθεί ο πληθωρισμός και η κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο, που τροφοδοτούνταν από τις πιστώσεις. Κατόπιν  αιτήματός του, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια και τον Αύγουστο του 1929 η Fed εκτόξευσε τα επιτόκια σε επίπεδα – ρεκόρ. Μόλις δύο μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1929, το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης υπέστη το χειρότερο κραχ στην ιστορία του, σε αυτό που ονομάστηκε “Μαύρη Τρίτη“. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Το 1929 ο Mellon συνέχιζε απτόητος. Συμβούλευσε τον τότε πρόεδρο Hoover να «ρευστοποιήσει την εργασία, να ρευστοποιήσει τις μετοχές, να ρευστοποιήσει τους αγρότες, να ρευστοποιήσει την ακίνητη περιουσία. . . αυτό θα καθαρίσει τη σαπίλα από το σύστημα. Το υψηλό κόστος ζωής και η υψηλή διαβίωση θα μειωθούν. Οι άνθρωποι θα εργάζονται σκληρότερα, θα ζουν πιο ηθικά. Οι αξίες θα αναπροσαρμοστούν και οι άνθρωποι των επιχειρήσεων θα ξεχωρίσουν από τους λιγότερο ικανούς ανθρώπους». Επιπλέον, υποστήριξε την απομάκρυνση των «αδύναμων» τραπεζών ως σκληρή αλλά αναγκαία προϋπόθεση για την ανάκαμψη του τραπεζικού συστήματος. Αυτό το «ξεσκαρτάρισμα» θα επιτυγχανόταν με την άρνηση δανεισμού μετρητών στις τράπεζες (παίρνοντας δάνεια και άλλες επενδύσεις ως εγγύηση) και με την άρνηση κυκλοφορίας πληθωριστικού νομίσματος. Το μεγάλο τραπεζικό κραχ ακολουθήθηκε από την Μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του ‘30.

Το 2008, όταν ξεδιπλώθηκε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κραχ, οι αρχές αρχικά στόχευσαν σε κάτι παρόμοιο. Επέτρεψαν την πτώχευση της επενδυτικής τράπεζας Bear Stearns. Αλλά μετά ήρθε μια άλλη, η Lehman Brothers. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αμφιταλαντεύτηκε και τελικά αποφάσισε να μην τη σώσει με παροχή πιστώσεων. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια ραγδαία κατάρρευση των μετοχών και άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και μια βαθιά ύφεση, η Μεγάλη Ύφεση. Ο τότε πρόεδρος της Fed, Ben Bernanke, ήταν υποτίθεται μελετητής της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930 και παρόλα αυτά συμφώνησε να χρεοκοπήσει η τράπεζα. Στη συνέχεια, αναγνώρισε ότι ως «δανειστής έσχατης καταφυγής», η δουλειά της Fed ήταν να αποφύγει τέτοιες καταρρεύσεις, ιδίως για τις τράπεζες που είναι «πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν» και  δημιουργούσαν ένα ντόμινο καταρρεύσεων σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Είναι σαφές ότι τώρα οι κυβερνήσεις και οι νομισματικές αρχές θέλουν να αποφύγουν τη … μανία ρευστοποίησης και το κραχ τύπου Lehmans Brother, ακόμη και αν μια τέτοια πολιτική θα καθάριζε τη «σαπίλα του συστήματος» και θα ξεχώριζε την ήρα από το στάρι, οδηγώντας σε μια νέα μέρα. Από πολιτική άποψη, κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για τις κυβερνήσεις που θα προεδρεύουν μιας ακόμη τραπεζικής κατάρρευσης- και από οικονομική άποψη, θα προκαλούσε πιθανότατα μια νέα και βαθιά ύφεση. Έτσι, είναι προτιμότερο να «τυπωθεί περισσότερο χρήμα» για να διασωθούν οι καταθέτες και οι κάτοχοι ομολόγων των τραπεζών και να αποτραπεί η χρηματοπιστωτική μετάδοση, με το τραπεζικό σύστημα είναι τόσο διασυνδεδεμένο.

Αυτό έκαναν τελικά οι αρχές το 2008-9 και αυτό θα κάνουν και αυτή τη φορά. Οι αξιωματούχοι αρχικά δεν ήταν σίγουροι για τη διάσωση της Silicon Valley Bank. Γρήγορα άλλαξαν γνώμη μετά τις ενδείξεις για εκκολαπτόμενα bank runs σε όλες τις ΗΠΑ. Συνεντεύξεις με αξιωματούχους που συμμετείχαν στις συζητήσεις ή ήταν κοντά σε αυτές, κάνουν λόγο για 72 φρενήρεις ώρες. Η Credit Suisse είναι επίσης πιθανό να λάβει παρόμοια οικονομική στήριξη.

Υπάρχουν και σήμερα υποστηρικτές της προσέγγισης του Mellon και εξακολουθούν να έχουν ένα κάποιο δίκιο. Ο Ken Griffin, ιδρυτής του μεγάλου hedge fund Citadel, δήλωσε στους Financial Times ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν έπρεπε να είχε παρέμβει για να προστατεύσει όλους τους καταθέτες της SVB. Και συνέχισε: «Οι ΗΠΑ υποτίθεται ότι είναι μια καπιταλιστική οικονομία, και αυτό καταρρέει μπροστά στα μάτια μας… Έχει χαθεί η οικονομική πειθαρχία με την κυβέρνηση να διασώζει πλήρως τους καταθέτες». Δεν μπορούμε να έχουμε «ηθικό κίνδυνο», είπε. «Οι απώλειες για τους καταθέτες θα ήταν ασήμαντες και θα είχε καταστεί σαφές ότι η διαχείριση των κινδύνων είναι απαραίτητη».

Ο ηθικός κίνδυνος είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το γεγονός ότι οι τράπεζες και οι εταιρείες θεωρούν ότι μπορούν πάντα να πάρουν χρήματα ή πιστώσεις από κάποιον, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης. Έτσι, ακόμα αν κάνουν απερίσκεπτες κερδοσκοπικές ενέργειες που πάνε στραβά, αυτό δεν έχει σημασία. Θα διασωθούν. Όπως θα μπορούσε να το θέσει ο Mellon: αυτό είναι ανήθικο.

Η άλλη πλευρά του επιχειρήματος λέει ότι το γεγονός πως οι τράπεζες αντιμετωπίζουν προβλήματα δεν θα πρέπει να σημαίνει ότι όσοι καταθέτουν τα χρήματά τους σε αυτές θα πρέπει να τα χάσουν, ενώ δεν έχουν δική τους υπαιτιότητα. Έτσι, οι κυβερνήσεις πρέπει να παρέμβουν για να σώσουν τους καταθέτες. Και έχουν κι αυτοί δίκιο. Όπως το έθεσε ένας άλλος δισεκατομμυριούχος – ιδιοκτήτης hedge fund, ο Bill Ackman, όταν προέκυψε η κατάρρευση της SVB, η Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC) πρέπει «να εγγυηθεί ρητά όλες τις καταθέσεις τώρα», διότι «η οικονομία μας δεν θα λειτουργήσει ούτε και το κοινοτικό και περιφερειακό τραπεζικό μας σύστημα». Ο Mark Cuban εξέφρασε την απογοήτευσή του για το ανώτατο όριο ασφάλισης της FDIC που εγγυάται έως 250. 000 δολάρια σε έναν τραπεζικό λογαριασμό ως «πολύ χαμηλό». Επέμεινε επίσης ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα πρέπει να εξαγοράσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις της SVB. Ο αντιπρόσωπος στο Κονγκρέσο Eric Swalwell, ένας Δημοκρατικός από την Καλιφόρνια, συντάχθηκε με τους προαναφερθέντες γράφοντας στο Twitter ότι «πρέπει να διασφαλίσουμε ότι όλες οι καταθέσεις που υπερβαίνουν το όριο των 250 χιλιάδων δολαρίων της FDIC θα διασφαλιστούν».

Η ειρωνεία εδώ είναι ότι αυτοί που ζητούν διασώσεις τώρα είναι οι ίδιοι κερδοσκόποι καπιταλιστές που συνήθως υποστηρίζουν σταθερά την «ελεύθερη αγορά και τη μη  παρέμβαση του κράτους». Ένας άλλος υποστηρικτής του πακέτου διάσωσης είναι ο Sacks, παλιός συνεργάτης του επενδυτή Peter Thiel, ο οποίος πιστεύει βαθιά στις «ελεύθερες αγορές» και στον «καπιταλισμό». Αλλά ήταν όμως πρώτο το Founders Fund του Thiel που πυροδότησε το bank run που βύθισε την SVB.

Ο αρθρογράφος των Financial Timers Martin Wolf εξήγησε το δίλημμα: «Οι τράπεζες πτωχεύουν. Όταν το κάνουν, εκείνοι που θα χάσουν φωνάζουν για κρατική διάσωση». Το δίλημμα είναι ότι «αν το απειλούμενο κόστος είναι αρκετά μεγάλο, θα πετύχουν. Με αυτόν τον τρόπο, κρίση με την κρίση, δημιουργήσαμε έναν τραπεζικό τομέα που θεωρητικά είναι ιδιωτικός, αλλά στην πράξη είναι προστατευόμενος του κράτους. Το τελευταίο με τη σειρά του προσπαθεί να περιορίσει την τάση των μετόχων και της διοίκησης των τραπεζών να εκμεταλλευτούν τα δίκτυα ασφαλείας που απολαμβάνουν. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα που είναι απαραίτητο για τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, αλλά δεν λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της». Επομένως, καταλήγουμε στον ηθικό κίνδυνο επειδή η εναλλακτική λύση είναι ο Αρμαγεδδών. Όπως καταλήγει ο Wolf: «πρόκειται για ένα χάλι».

Ποια είναι λοιπόν η λύση που προσφέρεται για να αποφευχθούν αυτά τα συνεχή τραπεζικά χάλια; Ο φιλελεύθερος οικονομολόγος Joseph Stiglitz μας λέει ότι «η SVB αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από την αποτυχία μιας μεμονωμένης τράπεζας. Είναι ενδεικτικό βαθιών αποτυχιών στην άσκηση τόσο της ρυθμιστικής όσο και της νομισματικής πολιτικής. Όπως και η κρίση του 2008, ήταν προβλέψιμη και προβλεπόμενη». Αλλά αφού μας είπε ότι η ρύθμιση δεν λειτουργεί, ο Stiglitz υποστηρίζει ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι περισσότερη και αυστηρότερη ρύθμιση! «Χρειαζόμαστε αυστηρότερη ρύθμιση, για να διασφαλίσουμε ότι όλες οι τράπεζες είναι ασφαλείς». Λοιπόν, πώς πήγε αυτό μέχρι στιγμής;

Κανείς δεν έχει τίποτα να πει για δημόσια ιδιοκτησία των τραπεζών, τίποτα για το να γίνει η παροχή τραπεζικών υπηρεσιών μια δημόσια υπηρεσία και όχι ένας τεράστιος τομέας απερίσκεπτης κερδοσκοπίας. Η SVB κατέρρευσε επειδή οι ιδιοκτήτες της πόνταραν στην άνοδο των τιμών των κρατικών ομολόγων και στα χαμηλά επιτόκια για να αυξήσουν τα κέρδη τους. Αλλά πήγε στραβά και τώρα οι άλλοι πελάτες των τραπεζών θα πληρώσουν γι’ αυτό με αυξημένες προμήθειες και ζημίες για την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, ενώ θα λείψει και η χρηματοδότηση των παραγωγικών επενδύσεων για να πληρωθεί ένα ακόμη τραπεζικό χάος.

Τα παρακάτω είχα υποστηρίξει πριν από 13 χρόνια: «Η απάντηση για την αποφυγή μιας νέας χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης δεν είναι μόνο περισσότερη ρύθμιση (ακόμη και αν αυτή δεν είναι τόσο αποδυναμωμένη, όσο οι κανόνες της Βασιλείας ΙΙΙ). Οι τραπεζίτες θα βρουν νέους τρόπους να χάσουν τα χρήματά μας, παίζοντας με αυτά για να βγάλουν κέρδη για τους καπιταλιστές ιδιοκτήτες τους. Στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-9, ήταν η αγορά «ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης», τα οποία ήταν μπλεγμένα σε περίεργα χρηματοπιστωτικά πακέτα που ονομάζονταν τίτλοι που εξασφαλίζονταν με υποθήκη και εξασφαλισμένες υποχρεώσεις χρέους, κρυμμένα εκτός των ισολογισμών των τραπεζών, και τα οποία κανείς, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, δεν καταλάβαινε. Την επόμενη φορά θα είναι κάτι άλλο. Στην απελπισμένη αναζήτηση του κέρδους και της απληστίας, δεν υπάρχουν όρια στην οικονομική απάτη».

Ας επιστρέψουμε στο δίλημμα της επιλογής μεταξύ «ηθικού κινδύνου» και «ξεσκαρταρίσματος». Όπως είπε ο Mellon, η εκκαθάριση των πτωχευμένων επιχειρήσεων, ακόμη και αν συνεπάγεται ύφεση, είναι μια αναγκαία διαδικασία για τον καπιταλισμό. Πρόκειται για μια διαδικασία «δημιουργικής καταστροφής», όπως την περιέγραψε ο οικονομολόγος Joseph Schumpeter τη δεκαετία του 1930. Η εκκαθάριση και η καταστροφή των αξιών του κεφαλαίου (μαζί με τη μαζική ανεργία) μπορεί να θέσει τις βάσεις για έναν «πιο λιτό και στιβαρό» καπιταλισμό, ικανό να ανανεωθεί για περισσότερη εκμετάλλευση και συσσώρευση με βάση την υψηλότερη κερδοφορία για όσους επιβιώσουν από την καταστροφή.

Όμως οι καιροί έχουν αλλάξει. Έχει γίνει όλο και πιο δύσκολο για  αυτούς που χαράζουν τη στρατηγική του κεφαλαίου, τις νομισματικές αρχές και τις κυβερνήσεις, να εξετάσουν το ενδεχόμενο της «εκκαθάρισης». Αντίθετα, ο «ηθικός κίνδυνος» είναι η μόνη επιλογή για να αποφευχθεί μια μεγάλη ύφεση και μια πολιτική καταστροφή για τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Όμως, οι διασώσεις και μια νέα πληγή από ενέσεις ρευστότητας δεν θα μπορούσαν μόνο να ανατρέψουν πλήρως τις μάταιες προσπάθειες των νομισματικών αρχών να ελέγξουν τα ακόμα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού. Σημαίνει επίσης τη συνέχιση της χαμηλής κερδοφορίας, των χαμηλών επενδύσεων και της χαμηλής παραγωγικότητας σε οικονομίες που δεν μπορούν να ξεφύγουν από την κατάσταση ζόμπι. Δηλαδή ακόμη περισσότερη μακροχρόνια ύφεση.

Πηγή: Michael Roberts Blog

Μετάφραση: antapocrisis.gr

Γιατί αποσυντίθεται το τραπεζικό σύστημα

Οι πτωχεύσεις της Silvergate και της Silicon Valley Bank μοιάζουν με παγόβουνα που αποκολλώνται από τον παγετώνα της Ανταρκτικής. Η οικονομική αναλογία με την υπερθέρμανση του πλανήτη που προκαλεί αυτή την κατάρρευση είναι η άνοδος της θερμοκρασίας των επιτοκίων, τα οποία αυξήθηκαν την περασμένη Πέμπτη και Παρασκευή και έφτασαν κοντά στο 4,60% για τα διετή ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου. Εν τω μεταξύ, οι καταθέτες των τραπεζών εξακολουθούσαν να λαμβάνουν μόνο 0,2% επί των καταθέσεών τους. Αυτό οδήγησε σε σταθερή απόσυρση κεφαλαίων από τις τράπεζες – και σε αντίστοιχη μείωση των υπολοίπων των εμπορικών τραπεζών στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα.

Τα ρεπορτάζ των μέσων ενημέρωσης αναπαράγουν ένα ευχολόγιο να είναι περιορισμένα τα bank runs, σαν να μην υπάρχει κανένα ευρύτερο πλαίσιο ή δομική αιτία. Υπάρχει γενική αμηχανία να εξηγηθεί πώς η κατάρρευση των τραπεζών που τώρα εξελίσσεται είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο η κυβέρνηση Ομπάμα διέσωσε τις τράπεζες το 2009. Δεκαπέντε χρόνια ποσοτικής χαλάρωσης έχουν διογκώσει εκ νέου τις τιμές των τραπεζικών ενυπόθηκων δανείων – και μαζί τους τις τιμές των κατοικιών, των μετοχών και των ομολόγων.

Τα 9 τρισεκατομμύρια δολάρια της ποσοτικής χαλάρωσης της Fed (που δεν υπολογίζονται ως μέρος του δημοσιονομικού ελλείμματος) τροφοδότησαν έναν πληθωρισμό των τιμών των χρηματοοικονομικών προϊόντων, πράγμα που απέφερε τρισεκατομμύρια δολάρια στους κατόχους χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, μαζί με ένα γενναιόδωρο δευτερογενές κέρδος για τα υπόλοιπα μέλη του ανώτερου δέκα τοις εκατό. Το κόστος της ιδιοκατοίκησης εκτοξεύτηκε με την κεφαλαιοποίηση ενυπόθηκων δανείων με μειούμενα επιτόκια σε πιο υπερχρεωμένα ακίνητα. Η αμερικανική οικονομία γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθηση της αγοράς ομολόγων στην ιστορία, καθώς τα επιτόκια έπεσαν κάτω από το 1%. Η οικονομία πολώθηκε μεταξύ της τάξης των πιστωτών με θετικό χαρτοφυλάκιο και της υπόλοιπης οικονομίας – για την οποία η αναλογία με τη ρύπανση του περιβάλλοντος και την υπερθέρμανση του πλανήτη ήταν η υπερχρέωση. Εξυπηρετώντας όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο τα συμφέροντα των τραπεζών και της τάξης που κατέχει χρηματοπιστωτικές αξίες η Fed στρίμωξε τον εαυτό της σε μια γωνία: Τι θα συνέβαινε εάν τελικά ανέβαιναν επιτέλους τα επιτόκια;

Στο βιβλίο μου «Killing the Host» («Σκοτώνοντας τον Ξενιστή») έγραψα για κάτι αρκετά προφανές. Η αύξηση των επιτοκίων προκαλεί πτώση των τιμών των ομολόγων που έχουν ήδη εκδοθεί – μαζί με τις τιμές των ακινήτων και των μετοχών. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στο πλαίσιο του αγώνα της Fed κατά του «πληθωρισμού», δηλαδή του ευφημισμού που χρησιμοποιεί για την αντίθεσή της στην αύξηση της απασχόλησης και των μισθών. Οι τιμές των ομολόγων, αλλά και της κεφαλαιοποιημένης αξίας των πακέτων ενυπόθηκων δανείων και άλλων τίτλων, στους οποίους οι τράπεζες διατηρούν τα περιουσιακά τους στοιχεία στον ισολογισμό τους για να καλύψουν τις καταθέσεις τους, πέφτουν κατακόρυφα.

Το αποτέλεσμα απειλεί να συμπιέσει το ενεργητικό των τραπεζών κάτω από τις υποχρεώσεις τους από καταθέσεις, εξαλείφοντας την καθαρή τους αξία – τα ίδια κεφάλαια των μετόχων τους. Αυτό απειλήθηκε το 2008. Αυτό συνέβη με πιο ακραίο τρόπο με την κρίση των  συνεταιρισμών αποταμιεύσεων και δανείων και των ταμιευτηρίων τη δεκαετία του 1980, οδηγώντας στην κατάρρευσή τους. Αυτοί οι «ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί» δεν δημιουργούσαν πιστώσεις όπως οι εμπορικές τράπεζες, αλλά δάνειζαν καταθέσεις με τη μορφή μακροπρόθεσμων ενυπόθηκων δανείων με σταθερά επιτόκια, συχνά για 30 χρόνια. Όμως, μετά την αύξηση των επιτοκίων που εγκαινίασε τη δεκαετία του 1980 ο τότε πρόεδρος της Fed Paul Volcker, το συνολικό επίπεδο των επιτοκίων παρέμεινε υψηλότερο από τα μακροπρόθεσμα σταθερά επιτόκια που λάμβαναν τα οι συνεταιρισμοί αποταμιεύσεων και δανείων και τα ταμιευτήρια.

Οι καταθέτες άρχισαν να αποσύρουν τα χρήματά τους προκειμένου να λάβουν υψηλότερους τόκους αλλού, καθώς οι συνεταιρισμοί αποταμιεύσεων και δανείων και τα ταμιευτήρια δεν μπορούσαν να πληρώσουν υψηλότερα επιτόκια στους καταθέτες τους από τα έσοδα που εισέπρατταν από τα δάνεια με χαμηλότερα και σταθερά επιτόκια που είχαν δώσει. Έτσι, ακόμα και αν δεν γίνονταν απάτες τύπου Keating[1], αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων και μακροπρόθεσμων επιτοκίων έθεσε τέλος σε αυτά τα επιχειρηματικά σχήματα.

Οι συνεταιρισμοί αποταμιεύσεων και δανείων και τα ταμιευτήρια χρωστούσαν χρήματα στους καταθέτες βραχυπρόθεσμα, αλλά αυτά ήταν δεσμευμένα σε μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία σε πτωτικές τιμές. Βέβαια, τα ενυπόθηκα δάνεια των συνεταιρισμών και ταμιευτηρίων ήταν πολύ πιο μακροπρόθεσμα από αυτά των εμπορικών τραπεζών. Αλλά η επίδραση της αύξησης των επιτοκίων έχει την ίδια επίδραση στα τραπεζικά περιουσιακά στοιχεία που έχει σε όλα τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Όπως ακριβώς η μείωση των επιτοκίων της ποσοτικής χαλάρωσης αποσκοπούσε στην ενίσχυση των τραπεζών, έτσι και η σημερινή ακριβώς αντίστροφη πολιτική πρέπει λογικά να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Και αν οι τράπεζες έχουν κάνει κακές συναλλαγές παραγώγων, έχουν πρόβλημα.

Κάθε τράπεζα έχει το πρόβλημα να διατηρεί τις αποτιμήσεις των περιουσιακών της στοιχείων υψηλότερες από τις υποχρεώσεις της σε καταθέσεις. Όταν η Fed αυξάνει τα επιτόκια αρκετά απότομα ώστε να καταρρεύσουν οι τιμές των ομολόγων, η δομή των περιουσιακών στοιχείων του τραπεζικού συστήματος αποδυναμώνεται. Αυτή είναι η γωνία στην οποία η Fed έχει στριμώξει την οικονομία με την ποσοτική χαλάρωση.

Η Fed αναγνωρίζει φυσικά αυτό το εγγενές πρόβλημα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο απέφυγε να αυξήσει τα επιτόκια για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα – έως ότου το κατώτερο 99% των μισθωτών άρχισε να επωφελείται από την ανάκαμψη της απασχόλησης. Όταν οι μισθοί άρχισαν να ανακάμπτουν, η Fed δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον συνήθη ταξικό πόλεμο εναντίον της εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, όμως, η πολιτική της μετατράπηκε σε πόλεμο και κατά του τραπεζικού συστήματος.

Η Silvergate ήταν η πρώτη που βούλιαξε, αλλά ήταν μια ειδική περίπτωση. Είχε επιδιώξει να εκμεταλλευτεί το κύμα των κρυπτονομισμάτων, παρέχοντας τραπεζικές υπηρεσίες για διάφορα εξ αυτών. Μετά την αποκάλυψη της τεράστιας απάτης του Samuel Benjamin Bankman-Fried (SBF)[2], σημειώθηκε μαζική φυγή από τα κρυπτονομίσματα. Οι επενδυτές/ παίκτες εγκατέλειψαν το καράβι. Οι διαχειριστές των κρυπτονομισμάτων έπρεπε να πληρώσουν με την ανάληψη των καταθέσεων που είχαν στο Silverlake. Το πλοίο βυθίστηκε.

Η πτώχευση της Silvergate διέλυσε τη μεγάλη αυταπάτη των καταθέσεων σε κρυπτονομίσματα. Η επικρατούσα εντύπωση ήταν ότι τα κρυπτονομίσματα αποτελούσαν εναλλακτική λύση προς τις εμπορικές τράπεζες και το συμβατικό χρήμα. Όμως, σε τι θα μπορούσαν να επενδύσουν τα επενδυτικά σχήματα κρυπτονομισμάτων για να υποστηρίξουν τις αγορές νομισμάτων τους, αν όχι σε τραπεζικές καταθέσεις και κρατικούς τίτλους ή σε ιδιωτικές μετοχές και ομόλογα; Τι είναι στην τελική τα κρυπτονομίσματα πέρα από ένα αμοιβαίο κεφάλαιο που προστατεύεται με μυστικότητα της ιδιοκτησίας ώστε να προστατεύονται όσοι ξεπλένουν χρήμα;

Η Silicon Valley Bank είναι επίσης και κατά πολλές έννοιες μία ειδική περίπτωση, με δεδομένο ότι δάνειζε ειδικώς σε startups του κλάδου της πληροφορικής. Η Τράπεζα New Republic επίσης υπέστη ένα bank run και είναι επίσης μία εξειδικευμένη τράπεζα που δανείζει σε πλούσιους καταθέτες στην περιοχή του Σαν Φρανσίσκο και της βόρειας Καλιφόρνιας. Ήδη από την περασμένη εβδομάδα γινόταν λόγος για ένα bank run, και οι χρηματοπιστωτικές αγορές ταρακουνήθηκαν καθώς οι τιμές των ομολόγων μειώθηκαν όταν ο πρόεδρος της Fed Jerome Powell ανακοίνωσε ότι επρόκειτο να αυξήσει τα επιτόκια ακόμη περισσότερο από ό,τι σχεδίαζε νωρίτερα. Η αύξηση των ποσοστών απασχόλησης κάνει τους μισθωτούς πιο ανυπότακτους στις διεκδικήσεις τους για αύξηση των μισθών τουλάχιστον στα επίπεδα του πληθωρισμού που προκαλούν οι αμερικανικές κυρώσεις κατά της ρωσικής ενέργειας και των τροφίμων, καθώς και οι ενέργειες των μονοπωλίων που αυξάνουν τις τιμές «για να αντιμετωπίσουν τον επερχόμενο πληθωρισμό». Οι μισθοί δεν έχουν μέχρι σήμερα προσαρμοστεί προς τα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού που προκύπτουν.

Φαίνεται ότι η Silicon Valley Bank θα πρέπει να ρευστοποιήσει τους τίτλους της με ζημία. Πιθανώς θα εξαγοραστεί από μια μεγαλύτερη τράπεζα, αλλά ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα συμπιέζεται. Το Reuters μετέδωσε την Παρασκευή ότι τα τραπεζικά αποθέματα στη Fed σημείωσαν πτώση. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς οι τράπεζες απολαμβάνουν επιτοκιακές διαφορές ρεκόρ. Δεν είναι περίεργο που οι εύποροι επενδυτές τρέχουν να ξεφύγουν από τις τράπεζες.

Το προφανές ερώτημα είναι γιατί η Fed δεν διασώζει απλώς τις τράπεζες που βρίσκονται στη θέση της SVB. Η απάντηση είναι ότι οι χαμηλότερες τιμές των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων φαίνεται να αποτελούν τη νέα κανονικότητα. μοιάζουν με τη Νέα Κανονικότητα. Για τις τράπεζες με αρνητικά ίδια κεφάλαια, πώς θα μπορούσε να επιλυθεί το θέμα της φερεγγυότητάς τους χωρίς μία απότομη μείωση των επιτοκίων και αποκατάσταση της 15ετούς πολιτικής μηδενικών επιτοκίων;

Υπάρχει ένας ακόμη μεγαλύτερος ελέφαντας στο δωμάτιο: τα παράγωγα. Η αστάθεια αυξήθηκε την περασμένη Πέμπτη και Παρασκευή. Η αναταραχή έχει φτάσει σε τεράστια μεγέθη πέρα και από αυτά που χαρακτήρισαν το κραχ της AIG και άλλων κερδοσκόπων το 2008. Σήμερα, η JP Morgan Chase και άλλες τράπεζες της Νέας Υόρκης έχουν τζογάρει σε παράγωγα που αποτιμώνται σε αξία δεκάδων τρισεκατομμυρίων δολαρίων, για τα οποία πρόκειται να μεταβληθούν τα επιτόκια, οι τιμές των ομολόγων, οι τιμές των μετοχών και άλλες παράμετροι.

Για κάθε πετυχημένη μαντεψιά, υπάρχει ένας χαμένος. Όταν ποντάρονται τρισεκατομμύρια δολάρια, είναι βέβαιο ότι κάποιος τραπεζίτης θα καταλήξει σε μια ζημία που μπορεί εύκολα να εξανεμίσει το σύνολο των καθαρών ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας.

Υπάρχει πλέον μια στροφή προς το ασφαλές καταφύγιο των «μετρητών», αλλά και σε κάτι ακόμη καλύτερο από τα μετρητά: τις κρατικές εγγυήσεις του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ. Παρά τις συζητήσεις για την άρνηση των Ρεπουμπλικάνων να αυξήσουν το ανώτατο όριο του χρέους, το Υπουργείο Οικονομικών μπορεί πάντα να τυπώσει χρήματα για να πληρώσει τους κατόχους των ομολόγων του. Φαίνεται ότι το Υπουργείο Οικονομικών θα γίνει το νέο αγαπημένο καταθετήριο για όσους έχουν τους οικονομικούς πόρους. Οι τραπεζικές καταθέσεις θα μειωθούν. Και μαζί τους, τα αποθεματικά των τραπεζών στη Fed.

Μέχρι στιγμής, η χρηματιστηριακή αγορά αντιστέκεται στην πτώση των τιμών των ομολόγων. Η εκτίμησή μου είναι ότι τώρα θα δούμε τη Μεγάλη Εκτόνωση της μεγάλης έκρηξης του Πλασματικού Κεφαλαίου της περιόδου 2008-2015. Εξάλλου, όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες. Οι «άνεμοι» εν προκειμένω είναι η υπερβολική αύξηση των παραγώγων που τροφοδοτήθηκε από τη χαλάρωση των κανόνων της χρηματοπιστωτικής αγοράς και της ανάλυσης κινδύνου κατά  την μετά το 2008 εποχή.


[1] Σ.τ.Μ.: Αναφέρεται στην περίπτωση του CEO της Lincoln Savings and Loans Association που καταδικάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 για απάτες πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων που οδήγησαν χιλιάδες ομολογιούχους σε πτώχευση και κόστισαν περίπου 124 δις δολάρια στους φορολογούμενους.

[2] Ο S. Bankman – Fried είναι ο πρώην ιδιοκτήτης του ανταλλακτηρίου κρυπτονομισμάτων FTX, που πτώχευσε αιφνιδίως το Νοέμβριο του 2022, χάνοντας 32 δις δολάρια σε λίγες μέρες. Λίγο μετά ο ίδιος συνελήφθη για σειρά οικονομικών αδικημάτων (απάτη, ξέπλυμα μαύρου χρήματος κ.ά.).

Πηγή: Counterpunch

Μετάφραση: antapocrisis.gr

Οι μέθοδοι αντιμετώπισης της εκκολαπτόμενης τραπεζικής κρίσης στις ΗΠΑ, ακόμη και αν ηρεμήσουν προσωρινά την κατάσταση, θα οδηγήσουν σε μακροπρόθεσμες καταστροφικές συνέπειες

Τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε να εξελίσσεται η τελευταία από μια σειρά κρίσεων του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, επικεντρωμένη για μια ακόμη φορά στις ΗΠΑ.

ΟΙ τράπεζες εκεί (και όχι μόνον εκεί) έχουν βρεθεί σε δεινή θέση λόγω της αύξησης των επιτοκίων. Όταν αυξάνονται τα επιτόκια η τιμή των ομολόγων στην αγορά αναπροσαρμόζεται προς τα κάτω ώστε η παρούσα αξία τους να ευθυγραμμιστεί με τα νεοεκδιδόμενα ομόλογα. Δηλαδή πρόκειται ακριβώς για την αντίστροφη διαδικασία που συμβαίνει όταν πέφτουν τα επιτόκια (και άρα ανεβαίνουν οι τιμές των ομολόγων στην αγορά).

Οι τράπεζες τα τελευταία χρόνια δεν αποθηκεύουν απλά τα χρήματα από τις καταθέσεις σε ομόλογα, αλλά και σε σύνθετα προϊόντα τα οποία ‘μοχλεύουν’ τις αποδόσεις των ομολόγων. Όμως, όπως οι αποδόσεις αυξάνονται μέσω αυτών των προϊόντων σε περιβάλλον σταθερών ή πτωτικών επιτοκίων έτσι και οι τιμές των ίδιων προϊόντων πέφτουν δυσανάλογα πολύ όταν τα επιτόκια ανεβαίνουν. Όπως φαίνεται, οι τράπεζες δεν έχουν καταφέρει να ‘ξεφορτωθούν’ αυτά τα ‘τοξικά’ πλέον προϊόντα και αυτό επιφέρει μεγάλες ζημιές στην παρούσα αξία των επενδύσεών τους.

Αντιγράφουμε από το CNN: «Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank την περασμένη εβδομάδα προκάλεσε ρίγη πανικού στους επενδυτές, καθώς ανέδειξε ένα μεγαλύτερο πρόβλημα σε ολόκληρο τον τραπεζικό τομέα: Το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ της αξίας που δίνουν οι μεγάλοι δανειστές στα ομόλογα που κατέχουν και της πραγματικής αξίας τους στην αγορά. [ΣΗΜ. με απλά λόγια, φούσκα στην αγορά των ομολόγων που κατέχουν οι τράπεζες]…..Αλλά η SVB δεν είναι το μόνο ίδρυμα με αυτό το πρόβλημα. Οι αμερικανικές τράπεζες κάθονταν σε 620 δισεκατομμύρια δολάρια μη πραγματοποιημένων ζημιών (περιουσιακά στοιχεία που έχουν μειωθεί σε τιμή αλλά δεν έχουν ακόμη πωληθεί) στο τέλος του 2022, σύμφωνα με την FDIC.»

Και το CNN συνεχίζει το ρεπορτάζ του: «Το σημερινό περιβάλλον επιτοκίων είχε δραματικές επιπτώσεις στην κερδοφορία και το προφίλ κινδύνου των στρατηγικών χρηματοδότησης και επενδύσεων των τραπεζών», δήλωσε ο πρόεδρος της FDIC Martin Gruenberg σε προετοιμασμένες παρατηρήσεις στο Institute of International Bankers την περασμένη εβδομάδα. [ΣΗΜ. FDIC είναι η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφάλισης των τραπεζικών καταθέσεων–μέχρι 250,000 δολάρια ανά καταθέτη]. «Οι μη πραγματοποιημένες ζημίες αποδυναμώνουν τη μελλοντική ικανότητα μιας τράπεζας να ανταποκρίνεται σε απροσδόκητες ανάγκες ρευστότητας», πρόσθεσε.

«…«Πολλά ιδρύματα – από κεντρικές τράπεζες, εμπορικές τράπεζες και συνταξιοδοτικά ταμεία – κάθονται σε περιουσιακά στοιχεία που αξίζουν σημαντικά λιγότερο από ό,τι αναφέρουν οι οικονομικές τους καταστάσεις», δήλωσε ο Jens Hagendorff, καθηγητής χρηματοοικονομικών στο King’s College του Λονδίνου. «Οι προκύπτουσες ζημίες θα είναι μεγάλες και θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν με κάποιον τρόπο. Η κλίμακα του προβλήματος αρχίζει να προκαλεί ανησυχία». Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει ακόμη λόγος πανικού, λένε οι αναλυτές.» [Σωστά, αν έλεγαν το αντίθετο το τραπεζικό και ασφαλιστικό σύστημα θα κατέρρεε την επομένη μέρα].

*          *          *

Το ερώτημα που παρέμενε ανοικτό κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου ήταν τι θα απογίνει με τις μη ασφαλιζόμενες καταθέσεις της χρεοκοπημένης SVB που αποτελούσαν και την συντριπτική πλειοψηφία των συνολικών καταθέσεων. Ο κίνδυνος “Bank Run”, δηλαδή επιδρομής των καταθετών στις τράπεζες για να σηκώσουν τα λεφτά τους από βδομάδα ήταν περισσότερο από ορατός.

Ο κίνδυνος αυτός πολλαπλασιάστηκε μετά το κλείσιμο μιας ακόμη τράπεζας το βράδυ της Κυριακής: Στα νέα του CNBC διαβάζουμε: «Και νέο κλείσιμο τράπεζας από τις ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ: “Οι ρυθμιστικές αρχές της πολιτείας της Νέας Υόρκης έκλεισαν την Κυριακή την Signature Bank, έναν μεγάλο δανειστή στον κλάδο των κρυπτονομισμάτων, σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν την εξαπλούμενη τραπεζική κρίση. “Ανακοινώνουμε επίσης μια παρόμοια εξαίρεση λόγω συστημικού κινδύνου για την Signature Bank, Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη, η οποία έκλεισε σήμερα από την πολιτειακή αρχή που είχε εκδώσει την άδεια λειτουργίας της”, ανέφεραν το υπουργείο Οικονομικών, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων και η Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων σε κοινή ανακοίνωση το βράδυ της Κυριακής».

Έτσι, το βράδυ της Κυριακής είχαμε μία ανακοίνωση (που βλέπετε στην εικόνα στο τέλος του σχολίου μας) από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ. Σύμφωνα με αυτήν διασώζεται το σύνολο των καταθέσεων της SVB ανεξαρτήτως ποσού μετά από συνεννόηση του Αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών με την Κεντρική Τράπεζα, τον πρόεδρο των ΗΠΑ και όλο το ασφαλιστικό σύστημα των καταθέσεων. Από την Δευτέρα θα μπορούν όλοι οι καταθέτες να αποσύρουν το σύνολο των καταθέσεών τους, εάν το επιθυμούν.

Η ανακοίνωση ισχυρίζεται ότι αυτό θα γίνει χωρίς την επιβάρυνση των φορολογουμένων. Επομένως εδώ έχουμε ένα κυριολεκτικό “λεφτόδενδρο”: Λεφτά εμφανίζονται από το πουθενά και κανείς δεν θα πληρώσει γι’ αυτά (εκτός από τα έξοδα εκτύπωσης των χαρτονομισμάτων, που είναι και ελάχιστα δεδομένου ότι πλέον κανείς δεν κουβαλά μετρητά στις τσάντες).

Αλλά, αυτό το πληθωριστικό χρήμα με το οποίο το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών διασώζει τα δισεκατομμύρια των καταθέσεων θα βρει τελικά τον δρόμο του στο να φορολογήσει επιπλέον τους φορολογούμενους. Όταν τυπώνεις χρήμα και το ρίχνεις στην αγορά το επακόλουθο είναι να αυξηθούν οι τιμές των αγαθών και αυτό αποτελεί ασφαλώς έμμεση φορολόγηση του συνόλου της κοινωνίας.

Ίσως όμως το κυριότερο δεν είναι αυτό. Το κυριότερο είναι η εισαγωγή συστημικού κινδύνου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα με αυτές τις ενέργειες: Τώρα πλέον οι τράπεζες που έχουν πράξει τα ίδια ακριβώς με την SVB δεν θα φοβούνται να συνεχίζουν τις πρακτικές τους, καθαρά κερδοσκοπικές, επειδή στη γωνία περιμένει να τις διασώσει ο “μεγάλος αδελφός”.

Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, προκειμένου να αντιμετωπίσει την επείγουσα κρίση που κινδυνεύει να προκαλέσει ανάφλεξη του συνολικού τραπεζικού συστήματος των ΗΠΑ, ‘αναγκάστηκε’ να πάρει την απόφαση διάσωσης η οποία μεσοπρόθεσμα, ακόμη και αν τελικά αποσοβηθεί η τραπεζική κρίση, θα οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες το σύνολο της Αμερικανικής, αλλά και της παγκόσμιας κοινωνίας.

Και βέβαια καν δεν αναφέρουμε ότι η όλη αυτή επιχείρηση απέδειξε για μια ακόμη φορά πόσο διάτρητες είναι οι απολογητικές θεωρίες της αστικής πολιτικής οικονομίας οι οποίες αιτιολογούν τα κέρδη των καπιταλιστών με το σκεπτικό ότι αυτοί αναλαμβάνουν ‘κίνδυνο’. Όταν ο καπιταλιστής είναι αρκετά μεγάλος, πλέον δεν υφίσταται κανέναν κίνδυνο. Το κράτος (που είναι όργανο της τάξης του) θα αναλάβει να τον ξελασπώσει σε βάρος της κοινωνίας.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Το σχόλιο για την διάσωση των μη ασφαλισμένων καταθέσεων της SVB είχε ήδη γραφτεί όταν διαπίστωσα ότι έχω παραλείψει την κλασική παρατήρηση, που προηγείται όλων των άλλων σε μια κλασική αστική ανάλυση των συνεπειών της κρίσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Να το πούμε και εδώ λοιπόν.

Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) είχε ξεκινήσει έναν κύκλο αύξησης των επιτοκίων με στόχο να τιθασεύσει τον πληθωρισμό που είναι φανερό ότι αυξάνεται ανεξέλεγκτα. Ορισμένοι οικονομολόγοι, με κύριο εκπρόσωπο τον Dr. Doom, δηλαδή τον καθηγητή Νουριέλ Ρουμπινί, με τις αναλύσεις τους είχαν προείπει ότι ο κύκλος αυτών των αυξήσεων θα σπάσει μόλις εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα κρίσης που θα προκληθεί ακριβώς επειδή οι αυξήσεις των επιτοκίων θα αποδείξουν ότι ‘ο βασιλιάς είναι γυμνός’, δηλαδή θα οδηγήσουν πολύ σύντομα σε κρισιακά φαινόμενα, τα οποία θα τρομοκρατήσουν τις Κεντρικές Τράπεζες. Κατά τον Ρουμπινί, ο πληθωρισμός οφείλεται σε «σοκ λόγω ελλιπούς προσφοράς», που είναι ένας άλλος τρόπος να πει ότι έχει τυπωθεί χαρτονόμισμα υπερβολικά πολύ σε σχέση με τις πρώτες ύλες και τα βιομηχανικά προϊόντα που διατίθενται στην αγορά. Επομένως, ο μόνος τρόπος, κατά την κλασική αντιμετώπιση, να τιθασευτεί ο πληθωρισμός είναι να δημιουργηθεί στενότητα στην προσφορά χρήματος, και αυτό αποσκοπούσε ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων.

Η αγορά εκτιμούσε ότι ο κύκλος αύξησης θα συνεχιστεί μέχρι τον Αύγουστο ενώ επίσης η Fed ακολουθούσε τη συνήθη τακτική να παρουσιάζεται στα λόγια πολύ αυστηρή και να δίνει την εντύπωση ότι «νυν υπέρ πάντων ο αγών» σε σχέση με το σπάσιμο του σπιράλ του πληθωρισμού. Πρόκειται για την κλασική ιδέα (της αστικής οικονομικής σκέψης) ότι οι προσδοκίες ασκούν πραγματική οικονομική επιρροή, δηλαδή ότι αν τρομάξουν οι αγορές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια συνεχή αύξηση των επιτοκίων, τότε από μόνες τους θα αυτορυθμιστούν και οι πληθωριστικές πρακτικές της αγοράς θα αυτοελεχθούν.

Τώρα, μετά τη διάσωση της SVB αποδεικνύεται ότι ο κίνδυνος κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι υπαρκτός και ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων οξύνουν τον κίνδυνο λόγω της μαζικής απομείωσης της αξίας των ομολόγων, όπως και των σύνθετων τοξικών προϊόντων, που απαρτίζουν τα χαρτοφυλάκια όλων των τραπεζών οδηγώντας τις σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους προς τους καταθέτες. Επομένως (ένα και ένα κάνουν δύο) πολύ σύντομα, όταν περάσει ο κρύος ιδρώτας που τώρα τις λούζει, οι αγορές θα στοιχηματίσουν ότι ο ανοδικός κύκλος των επιτοκίων έληξε. Πράγμα που σχεδόν βεβαίως θα είναι και ακριβές, ακόμη και αν ο πρόεδρος της Fed κάνει ‘γερακίσιες’ δηλώσεις για να προκαλέσει φόβο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα πληθωριστικά φαινόμενα θα ενταθούν στο μέλλον ΧΩΡΙΣ να αρθούν οι κρισιακές διαδικασίες.

Είναι ακριβώς αυτό που είχε προείπει ο Dr. Doom, δηλαδή ότι εισερχόμαστε σε μια περίοδο στασιμοπληθωρισμού, όπως αυτή που συντάραξε το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα την δεκαετία του ’70.

Μόνο που τώρα τα πράγματα είναι πολύ επικίνδυνα, επειδή στο όλο σκηνικό εμπλέκεται και ο πόλεμος στην Ουκρανία, που ωθεί εκ φύσεως το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα σε τυχοδιωκτισμούς για να ξεπεράσει τα έντονα κρισιακά φαινόμενα. Αν οι λαοί δεν κινητοποιηθούν, ακόμη και η επιβίωση του ανθρώπινου είδους είναι σε άμεσο κίνδυνο.

Η καπιταλιστική πανδημία, ο κορωνοϊός και η οικονομική κρίση

Η πανδημία του κορωνοϊού είναι ένα σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας και ο ανθρώπινος πόνος που προκαλείται από την εξάπλωση του ιού θα είναι τεράστιος. Αν επηρεάσει μαζικά τις χώρες του παγκόσμιου νότου με τα πολύ εύθραυστα συστήματα δημόσιας υγείας που υποσκάπτονται εδώ και 40 χρόνια από νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ο αριθμός των νεκρών θα είναι μεγάλος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε την κρίσιμη κατάσταση στο Ιράν, θύμα του αποκλεισμού που επιβάλλει η Ουάσιγκτον, αποκλεισμός που περιλαμβάνει φάρμακα και ιατρικό εξοπλισμό.

Με πρόσχημα την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής λιτότητας για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, κυβερνήσεις και σημαντικοί διεθνείς οργανισμοί – όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ και διάφορες περιφερειακές τράπεζες όπως η Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης – εφάρμοσαν παντού πολιτικές που διέλυσαν τα εθνικά συστήματα δημόσιας υγείας: απολύσεις στον ιατρικό τομέα, επισφαλής εργασία στην υγεία, κλείσιμο μονάδων υγείας, αύξηση του κόστους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και των τιμών των φαρμάκων, αποεπένδυση σε υποδομές και εξοπλισμό, ιδιωτικοποίηση διαφόρων τομέων υγείας, περικοπές των δημόσιων επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη θεραπειών προς όφελος των μεγάλων ιδιωτικών φαρμακευτικών ομίλων…

Αυτό ισχύει τόσο για την Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, όσο και για χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, τη Ρωσία και άλλες πρώην δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ, την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Και προφανώς αφορά και ευρωπαϊκές χώρες όπως την Ιταλία, την Γαλλία ή την Ελλάδα. Επιπλέον, στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου 89 εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν καμία ουσιαστική ασφάλεια υγείας, όπως φωνάζει ο Σάντερς, τι θα συμβεί;

Τα κυριότερα μέσα ενημέρωσης και οι κυβερνήσεις επικεντρώνονται στα ποσοστά θνησιμότητας ανά ηλικιακή ομάδα, αλλά αποφεύγουν πολύ προσεκτικά κάθε ταξική αναφορά, το πώς η θνησιμότητα της πανδημίας θα επηρεάσει τους ανθρώπους ανάλογα με το εισόδημα και τον πλούτο τους και, ως εκ τούτου, την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν. Η καραντίνα και η πρόσβαση στην υγεία για άτομα ηλικίας άνω των 70 ετών, έχει άμεση σχέση με το αν είναι κανείς πλούσιος ή φτωχός.

Θα υπάρξει επίσης διαχωρισμός μεταξύ εκείνων των χωρών που, παρά τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, διατήρησαν σε καλή κατάσταση τα δημόσια συστήματα υγείας τους και σε εκείνες που επέμειναν στην υποβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών τους.

Η χρηματιστηριακή αγορά και η χρηματοπιστωτική κρίση

Ενώ κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και κυβερνήσεις διαρκώς ισχυρίζονται ότι η κρίση των χρηματιστηρίων προκαλείται από την πανδημία του κορονοϊού, τόνισα επανειλημμένα ότι εδώ και αρκετά χρόνια υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης υπάρχουν και ότι ο κορωνοϊός είναι η απλώς σπίθα ή η αφορμή της κρίση των χρηματιστηρίων, όχι η αιτία[1]. Αν και κάποιοι το είδαν αυτό ως προσπάθεια να αρνηθώ τη σημασία του κορωνοϊού, επιμένω στη θέση μου. Η χρηματοπιστωτική σφαίρα έχει εδώ και αρκετά χρόνια γεμίσει με τεράστιες ποσότητες επισφαλών προϊόντων και ήταν προφανές ότι μια σπίθα θα μπορούσε να προκαλέσει την έκρηξη: δεν ήμασταν σίγουροι για τον ακριβή χρόνο και την αιτία, αλλά ξέραμε ότι θα έρθει. Έτσι, κάτι έπρεπε να γίνει για να αποφευχθεί, κάτι που τελικά δεν έγινε ποτέ. Πολλοί συντάκτες της ριζοσπαστικής αριστεράς έγραψαν για την κρίση αυτή, συμπεριλαμβανομένων των Michael Roberts[2], Robert Brenner[3], François Chesnais[4] και Michel Husson[5]. Από το 2017, έχω γράψει επίσης τακτικά σε σχέση με το θέμα[6]. Με το CADTM[7] και με άλλους δείξαμε πως η ριζοσπαστική ρήξη με τον καπιταλισμό είναι αναγκαία.

Ένα πρώτο σοβαρό χρηματιστηριακό σοκ συνέβη το Δεκέμβριο του 2018 στη Wall Street, όταν υπό την πίεση μιας χούφτας μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών και της διοίκησης του Donald Trump, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ άρχισε για άλλη μια φορά να μειώνει τα επιτόκια της, στάση που επικροτήθηκε από τις μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες που κυριαρχούν στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η φρενίτιδα της αύξησης των χρηματιστηριακών αξιών πήρε και πάλι μπρος και μεγάλες εταιρείες άρχισαν να αγοράζουν τις δικές τους μετοχές στο χρηματιστήριο για να ενισχύσουν το φαινόμενο. Αξιοποιώντας την πτώση των επιτοκίων, μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες αύξησαν το χρέος τους και μεγάλα επενδυτικά ταμεία αύξησαν τις εξαγορές όλων των ειδών, συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανικών επιχειρήσεων, προσφεύγοντας σε χρέη.

Ξανά στη Wall Street, από τον Σεπτέμβριο του 2019 υπήρξε μια πολύ μεγάλη κρίση ρευστότητας σε μια χρηματοπιστωτική αγορά που ήταν ήδη κορεσμένη με ρευστότητα. Μια κρίση ρευστότητας ενώ υπάρχει πληθώρα ρευστότητας, μοιάζει παράδοξο.  Ήταν μια σοβαρή κρίση και το ομοσπονδιακό αποθεματικό ταμείο παρενέβη με μια ένεση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων για να αποτρέψει την κατάρρευση των αγορών. Επίσης, διατήρησε στον ισολογισμό του πάνω από 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια τοξικών δομημένων προϊόντων (MBS) που είχε αγοράσει από τράπεζες το 2008 και το 2009, επειδή ήταν ορθώς πεπεισμένο, ότι εάν είχαν διατεθεί στη αγορά δευτερογενούς χρέους, οι τιμές τους θα κατέρρεαν και θα οδηγούσαν σε μια μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση και τραπεζική κατάρρευση. Η Fed δεν ενήργησε για να υπερασπιστεί τα γενικά συμφέροντα του πληθυσμού, αλλά για να διαφυλάξει τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων, του πλουσιότερου 1% της κοινωνίας. Η ΕΚΤ και οι άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Ελβετία, Κίνα…) έχουν εφαρμόσει στο παρελθόν λίγο πολύ την ίδια πολιτική και φέρουν πολύ σημαντική ευθύνη για τη συσσώρευση τοξικών παραγόντων στον χρηματοπιστωτικό τομέα[8].

Υπήρξε τεράστια αύξηση στη δημιουργία πλασματικού κεφαλαίου και σε κάθε οικονομική κρίση ένα μεγάλο μέρος αυτού του πλασματικού κεφαλαίου πρέπει να «εξαφανιστεί», επειδή είναι μέρος της κανονικής λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Το πλασματικό κεφάλαιο είναι μια μορφή κεφαλαίου που αναπτύσσεται αποκλειστικά στον χρηματοπιστωτικό τομέα, χωρίς πραγματική σχέση με την παραγωγή. Είναι πλασματικό, υπό την έννοια ότι δεν βασίζεται άμεσα στην παραγωγή υλικών και την άμεση εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας και της φύσης. Όπως λέει ο Γάλλος οικονομολόγος Jean-Marie Harribey , μέλος της ATTAC, «οι φούσκες εκρήγνυνται, όταν το χάσμα μεταξύ πραγματωμένης αξίας και υποσχόμενης αξίας γίνεται υπερβολικό και ορισμένοι κερδοσκόποι καταλαβαίνουν, ότι οι υποσχέσεις κερδοφόρας ρευστοποίησης δεν μπορούν να τηρηθούν για όλους. Με άλλα λόγια, όταν τα οικονομικά κέρδη του κεφαλαίου δεν μπορούν ποτέ να πραγματωθούν λόγω έλλειψης επαρκούς υπεραξίας στην παραγωγή »[9].

Επιμένω ότι η πανδημία δεν είναι η πραγματική και βαθιά ριζωμένη αιτία της κρίσης των χρηματιστηρίων που ξέσπασε την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου 2020 και εξακολουθεί από τότε. Αυτή η πανδημία είναι ο πυροκροτητής, ο σπινθήρας. Άλλες σοβαρές εξελίξεις διαφορετικής φύσης θα μπορούσαν να είχαν επίσης αποτελέσει το σπινθήρα, όπως η εκδήλωση ενός πολέμου μεταξύ Ουάσινγκτον και Ιράν ή η άμεση στρατιωτική παρέμβαση των ΗΠΑ στη Βενεζουέλα. Για την επακόλουθη χρηματιστηριακή κρίση θα έφταιγε στην περίπτωση ο πόλεμος και οι συνέπειές του. Ομοίως, θα έλεγα ότι ο πόλεμος αυτός, οι συνέπειες του οποίου θα ήταν χωρίς αμφιβολία πολύ σοβαρές, θα ήταν η αφορμή και όχι η αιτία. Επομένως, ακόμη και αν υπάρχει μια αναμφισβήτητη σύνδεση μεταξύ των δύο φαινομένων, την κρίση της χρηματιστηριακής αγοράς και την πανδημία του κορωνοϊού, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να καταδικάζουμε τις απλοϊκές και χειριστικές εξηγήσεις που ρίχνουν όλο το βάρος της ευθύνης στον κορονοϊό. Αυτή η μυστικιστική σχεδόν εξήγηση είναι ένα τέχνασμα που αποσκοπεί στο να αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης (του 99% ) από τον ρόλο που διαδραματίζουν οι πολιτικές που εξυπηρετούν το συμφέρον των μεγάλων επιχειρήσεων σε πλανητική κλίμακα και την συνενοχή των κυβερνήσεων.

Η κρίση στην παραγωγή προηγήθηκε της πανδημίας του κορωνοϊού

Δεν είναι μόνο αυτό. Όχι μόνο η χρηματοπιστωτική κρίση ήταν λανθάνουσα εδώ και αρκετά χρόνια – η συνεχής αύξηση των τιμών των χρηματοπιστωτικών προϊόντων ήταν πολύ σαφής δείκτης  – αλλά είχε ξεκινήσει μια κρίση στον τομέα παραγωγής πολύ πριν από τη διάδοση του ιού Covid19 τον Δεκέμβριο του 2019, πριν από το κλείσιμο των εργοστασίων στην Κίνα τον Ιανουάριο του 2020 και πριν από την κρίση της χρηματιστηριακής αγοράς στα τέλη Φεβρουαρίου του 2020.

Το 2019 άρχισε μια κρίση υπερπαραγωγής αγαθών ιδιαίτερα στην αυτοκινητοβιομηχανία, με μαζική πτώση των πωλήσεων αυτοκινήτων στην Κίνα, την Ινδία, τη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία και αλλού. Αυτό οδήγησε σε μείωση της παραγωγής αυτοκινήτων. Υπήρξε επίσης υπερπαραγωγή στη γερμανική βιομηχανία εργαλειομηχανών και βιομηχανικού εξοπλισμού – ένας από τους τρεις κορυφαίους παραγωγούς στον κόσμο στον τομέα αυτό. Υπήρξε μια πολύ απότομη μείωση της κινεζικής βιομηχανικής ανάπτυξης, η οποία είχε σοβαρές συνέπειες για τις χώρες που εξάγουν εξοπλισμό, αυτοκίνητα και πρώτες ύλες στην Κίνα. Το δεύτερο εξάμηνο του 2019  ο βιομηχανικός τομέας στη Γερμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, τη Νότια Αφρική, την Αργεντινή και αλλού και ο κατασκευαστικός τομέας στις Ηνωμένες Πολιτείες μπήκαν σε ύφεση.

Η εξέλιξη της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης από τις 3 Μαρτίου και έπειτα

Ας θυμηθούμε ότι κατά την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου, τα σημαντικότερα χρηματιστήρια του κόσμου στην Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία, παρουσίασαν μια πολύ σημαντική πτώση μεταξύ 9,5% και 12% – η χειρότερη εβδομάδα από τον Οκτώβριο του 2008.

Το πιάνω λοιπόν ξανά από εκεί που το άφησα, από τις 4 Μαρτίου του 2020, την επόμενη που η Fed αποφάσισε να μειώσει το βασικό της επιτόκιο κατά 0,5% .

Οι κεντρικές τράπεζες – πυρομανείς πυροσβέστες

Στις 3 Μαρτίου 2020, η Fed αποφάσισε να καθορίσει το βασικό της επιτόκιο από 1% έως 1,25%, μειωμένο κατά 0,50% που αποτελεί και τη μεγαλύτερη τα τελευταία χρόνια, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα η Fed μείωνε το επιτόκιο της κατά 0,25%. Αντιμέτωπη με τη συνεχιζόμενη πτώση των χρηματιστηρίων και, ιδιαίτερα, των αποθεμάτων των τραπεζών, οι οποίες βρίσκονται στα πρόθυρα της πτώχευσης, η Fed αποφάσισε στις 15 Μαρτίου να προβεί σε περαιτέρω μείωση του επιτοκίου της, ακόμα μεγαλύτερη σε σχέση με την προηγούμενη. Αυτή τη φορά η μείωση άγγιξε το 1%. Ως εκ τούτου, από τις 15 Μαρτίου το νέο βασικό επιτόκιο της Fed κυμαίνεται μεταξύ 0 και 0,25%. Επομένως, οι τράπεζες ενθαρρύνονται προς αύξηση του χρέους.

Η Fed όχι μόνο μείωσε τα επιτόκια της, αλλά άρχισε να ενισχύει την διατραπεζική αγορά με ένα τεράστιο ποσό δολαρίων, καθώς οι τράπεζες διστάζουν να προχωρήσουν σε αλληλοδανεισμό,  αφού δεν υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ τους. Ο πρόεδρος της Fed δήλωσε ότι τις επόμενες εβδομάδες έχει προγραμματιστεί η εισφορά άνω του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων σε ρευστότητα που προορίζεται για βραχυπρόθεσμες αγορές, συμπεριλαμβανομένων συμφωνιών επαναγοράς όπου έχει ήδη παρέμβει μαζικά μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2019. Η αγορά των συμφωνιών επαναγοράς αναφέρεται στον μηχανισμό με τον οποίο οι τράπεζες χρηματοδοτούν τον εαυτό τους για ένα σύντομο χρονικό διάστημα: πωλούν κινητές αξίες που κατέχουν και δεσμεύονται να τις επαναγοράσουν το γρηγορότερο. Για παράδειγμα, καταθέτουν αξιόγραφα του Δημοσίου των ΗΠΑ ή εταιρικά ομόλογα με πιστοληπτική ικανότητα AAA για 24 ώρες σε συναλλαγές επαναγοράς, δηλαδή ως εγγύηση για το δανεισμό τους. Σε αντάλλαγμα για αυτούς τους τίτλους, λαμβάνουν μετρητά με επιτόκιο κοντά ή ίσο με το βασικό επιτόκιο που ορίστηκε από την Fed, το οποίο, όπως μόλις παρατηρήσαμε, ήταν κοντά στο 1% από τις 3 Μαρτίου 2020 και 0% από τις 15 Μαρτίου 2020.

Οι τράπεζες που επιθυμούν να μην μειώσουν τον όγκο των δανείων τους στον ιδιωτικό τομέα μπορούν να λάβουν ουσιαστική χρηματοδότηση από την ΕΚΤ με αρνητικό επιτόκιο -0,75%. Αυτό σημαίνει ότι αμείβονται και επιδοτούνται όταν δανείζονται από την ΕΚΤ.

Η ΕΚΤ της Christine Lagarde, με βασικό επιτόκιο 0%, ανακοίνωσε στις 12 Μαρτίου 2020 ότι θα αυξήσει τόσο τις αγορές ιδιωτικών τίτλων, δηάδή ομολόγων και δομημένων προϊόντων, όσο και εκείνες δημόσιων χρηματοπιστωτικών τίτλων, δηλαδή χρεογράφων. Θα αυξήσει επίσης τον όγκο των φθηνών μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων δανείων που χορηγούνται στις τράπεζες.

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, την Κυριακή 15 Μαρτίου η Fed, πανικόβλητη γι’ αυτό που είχε συμβεί την προηγούμενη εβδομάδα, συγκάλεσε βιαστικά τη διευθύνουσα επιτροπή της και χωρίς να περιμένει την προγραμματισμένη συνάντηση, έριξε το επιτόκιο της κάτω από το 0% (ο βασικός συντελεστής κυμαίνεται από 0% έως 0,25%). Ανακοίνωσε επίσης ότι πρόκειται να αρχίσει να αγοράζει ξανά δομημένα προϊόντα από τις τράπεζες, τα περίφημα MBS (Mortage Backed Securities), τα οποία ήταν στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης 2007-2008. Ανέφερε δε ότι θα αγοράσει δομημένα προϊόντα αξίας 200 δις δολλαρίων.

Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τις τεράστιες πωλήσεις μετοχών στα χρηματιστήρια: όλα τα χρηματιστήρια του κόσμου υποχώρησαν τη Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020. Η πτώση στη Wall Street έφθασε σε ένα νέο ρεκόρ ημέρας: – 12%. Στις 18 Μαρτίου συνεχίστηκε η μαζική πώληση μετοχών.

Οι χρηματιστηριακές αγορές συνέχισαν να πέφτουν

Αρκετές μαύρες μέρες, δηλαδή αρκετές συντριβές στην αγορά μετοχών, πραγματοποιήθηκαν το δεύτερο εξάμηνο του Φεβρουαρίου και το πρώτο εξάμηνο του Μαρτίου του 2020, παρά τις τεράστιες παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο του πλανήτη, στη Δύση και στην Ανατολή.

Οι συναλλαγές ήταν κυριολεκτικά χαοτικές. Σε πολλές περιπτώσεις τις τελευταίες εβδομάδες, διακόπηκαν οι συνεδρίες για 15 έως 30 λεπτά, σε μια προσπάθεια να σταματήσουν οι ολοένα και μεγαλύτερες πωλήσεις και να αποφευχθεί η καταστροφή. Αυτές οι διακοπές έλαβαν χώρα επανειλημμένα στη Wall Street, στη Βραζιλία, στην Ινδία και στην Ευρώπη, μέχρι που κάποιοι σχολιαστές αναρωτιούνταν γιατί οι αρχές δεν κλείνουν τα χρηματιστήρια[10].

Την Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020, μια από τις πιο σκοτεινές ημέρες του τελευταίου διαστήματος, η πτώση ήταν εντυπωσιακή: – 12,28% στο Παρίσι, – 10,87% στο Λονδίνο, – 11,43% στη Φρανκφούρτη, – 14,21% στις Βρυξέλλες και στο Μιλάνο – 16,92 %! Στη Ν. Υόρκη, ο Dow Jones έχασε -9,99%, ο Nasdaq – 9,43% και ο S&P500 – 9,51%. Οι χρηματιστηριακές αγορές της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής σημείωσαν επίσης απώλειες.

Την Δευτέρα 16 Μαρτίου, παρά την απόφαση της Fed να μειώσει το επιτόκιο της, συνεχίστηκε η μαζική πώληση μετοχών: στη Νέα Υόρκη, ο S&P500 μειώθηκε κατά 12%. Η βραζιλιάνικη χρηματιστηριακή αγορά μειώθηκε κατά 13%. Οι ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές υποχώρησαν για άλλη μια φορά: το Λονδίνο έχασε 4%, το Παρίσι και η Φρανκφούρτη έχασαν περισσότερο από 5%, το Μιλάνο – 6%, οι Βρυξέλλες – 7%, η Μαδρίτη – 8%. Σε Ασία-Ειρηνικό: ο Nikkei στο Τόκιο έπεσε κατά 2,5%, τα κινεζικά χρηματιστήρια έχασαν μεταξύ 3 και 4%, το ινδικό χρηματιστήριο υποχώρησε 8%, το χρηματιστήριο της Αυστραλίας έχασε 9,5%. Η συρρίκνωση συνεχίζεται.

Σε λιγότερο από ένα μήνα, μεταξύ 17 Φεβρουαρίου και 17 Μαρτίου, τα χρηματιστήρια υποβλήθηκαν σε μια πραγματική εκκαθάριση: στη Ν. Υόρκη, ο Dow Jones Industrial Average έχασε 32%, ο S&P500 των 500 κορυφαίων εταιρειών έχασε το 24% της αξίας του. Στο Λονδίνο, ο δείκτης FTSE μειώθηκε κατά 31%, στη Φρανκφούρτη, ο δείκτης DAX μειώθηκε κατά 37%! Στις Βρυξέλλες, ο BEL20 υποχώρησε κατά 41%. Το CAC40 έχασε 36,5%. Το χρηματιστήριο της Μαδρίτης (IBEX 35) έχασε 38%, το χρηματιστήριο της Λισσαβόνας (PSI20) έχασε 31,5%. Η βραζιλιάνικη χρηματιστηριακή αγορά έχασε 28% και η χρηματιστηριακή αγορά του Μπουένος Άιρες έχασε περισσότερο από 30%. Το ινδικό χρηματιστήριο έχασε 25,5%. Το χρηματιστήριο της Νότιας Αφρικής (JSE) έχασε το 35%. Ο RTS, το Χρηματιστήριο της Μόσχας έχασε 40%. Ο BIST100 της Τουρκίας υποχώρησε κατά 28%. Στο Τόκιο, ο Nikkei έχασε το 28%. Στο Χονγκ Κονγκ, το Hang Seng έχασε το 21%. Στο Σίδνεϊ, ο ASX της Αυστραλίας έχει μειωθεί κατά 26%. Μόνο το Χρηματιστήριο της Σαγκάης εμφανίζει περιορισμένες απώλειες: -7%. Αν το χρηματιστήριο της Σαγκάης βαίνει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο χρηματιστήριο στον κόσμο, οφείλεται στην υποστήριξη που παρέχεται μέσω κυβερνητικών διαταγών από κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις και δημόσιους πόρους. Δόθηκε εντολή να αγοράζονται συστηματικά μετοχές στο χρηματιστήριο εν μέσω κρίσης του κορονοϊού και την ώρα που άλλοι πουλούσαν.

Συνοπτικά, μεταξύ 17 Φεβρουαρίου και 17 Μαρτίου, όλα τα χρηματιστήρια παγκοσμίως υπέστησαν πολύ σημαντικές απώλειες, συγκρίσιμες ή και μεγαλύτερες από εκείνες των προηγούμενων μεγάλων κρίσεων το 1929, το 1987 και το 2008.

Ποσοστιαία εξέλιξη του βασικού όγκου των χρηματιστηριακών συναλλαγών ανάμεσα 17 Φεβρουαρίου και 17 Μαρτίου 2020

Ποσοστιαία εξέλιξη του βασικού όγκου των χρηματιστηριακών συναλλαγών ανάμεσα 17 Φεβρουαρίου και 17 Μαρτίου 2020

Ποιος ξεφορτώνεται το απόθεμα;

Στις κυριότερες χρηματιστηριακές αγορές κυριαρχούν περίπου εκατό μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, οι μέτοχοί τω οποίων αποτελούν μέρος του 1% ή και του 0,1%. Αυτές οι μεγάλες ιδιωτικές ομάδες παίζουν ένα ρόλο στην ενεργοποίηση της κρίσης της χρηματιστηριακής αγοράς και στη εξάπλωσή της.

Μεταξύ αυτών είναι περίπου τριάντα μεγάλες τράπεζες, μια δωδεκάδα μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των BlackRock, Vanguard, State Street και Pimco, οι GAAF – Google, Apple, Amazon, Facebook – μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα, μια ντουζίνα μεγάλες εταιρείες πετρελαίου, μερικά μεγάλα συνταξιοδοτικά ταμεία…

Αυτή η χούφτα δισεκατομμυριούχων και τα κεντρικά γραφεία των εταιρειών τους είναι πολύ διασυνδεδεμένα, λόγω των συστηματικών συνδιαχειρίσεων: μια τράπεζα μπορεί να είναι μέτοχος σε βιομηχανικές εταιρείες και αντίστροφα και επενδυτικά ταμεία όπως η BlackRock κατέχουν μετοχές σε όλες τις μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες. Συνειδητοποίησαν στα τέλη Φεβρουαρίου του 2020 ότι το πάρτι πρόκειται να τελειώσει σύντομα και ότι ήρθε η ώρα να αποκομίσουν κέρδος από αυτά που είχαν καταβάλει τα τελευταία δύο ή τρία χρόνια για την αγορά μετοχών και την κορύφωση του πάρτι νωρίτερα το 2020. Άρχισαν τις πωλήσεις, εξασφαλίζοντας στην αρχή πολύ καλές τιμές. Στη συνέχεια, όλοι οι κύριοι μέτοχοι και όλοι οι παίκτες στις χρηματοπιστωτικές αγορές άρχισαν να πωλούν, κερδίζοντας στην αρχή, πιέζοντας όμως την τιμή πώλησης των μετοχών, που έπεσε κάτω από το επίπεδο προ φούσκας. Εν τω μεταξύ, ο μεγαλύτερος και ο γρηγορότερος αποκόμισε σημαντικά κέρδη.

Το σημαντικό για έναν μεγάλο μέτοχο είναι να πουλήσει όταν η τιμή δεν έχει μειωθεί ακόμη και  για να πουλήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα χρησιμοποιούν ένα λογισμικό προγραμματισμένο να πουλά μόλις η κίνηση των τιμών φθάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο. Μέρες με σημαντική πτώση ακολουθούνται την επόμενη μέρα από ανάκαμψη, επειδή εκείνοι που πούλησαν την προηγούμενη μέρα στην αρχή της πτώσης, μπορεί να πιστεύουν ότι αξίζει να αγοράσουν μετοχές σε τιμή 5% ή 10%, ή ακόμα και 20% χαμηλότερη από την την τιμή στην οποία πούλησαν την προηγούμενη μέρα.

Αυτό εξηγεί τη διαδοχή των μαύρων ημερών από ημέρες με ανάκαμψη. Το σίγουρο είναι ότι παρά τα στιγμιαία ριμπάουντ, η γενική τάση είναι προς μια πραγματική εκκαθάριση. Η φούσκα της χρηματιστηριακής αγοράς ξεσπάει μπροστά στα μάτια μας.

Η πτώση των χρηματιστηριακών αγορών ήταν τόσο μεγάλη που, τελικά, οι μεγάλες ομάδες που ξεκίνησαν τη διαδικασία των μαζικών πωλήσεων βλέπουν τα περιουσιακά τους στοιχεία να συρρικνώνονται. Μπορεί να έχουν κερδίσει κερδοσκοπώντας προς τα κάτω και στη συνέχεια προς τα πάνω, αλλά σε αυτό το στάδιο της κρίσης η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων τους έχει μειωθεί δραματικά. Οι Financial Times παρέχουν εκτιμήσεις για τα τρία μεγαλύτερα επενδυτικά ταμεία, BlackRock, Vanguard και State Street, η αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων των οποίων εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 2,8 τρισεκατομμύρια δολάρια σε λιγότερο από ένα μήνα[11]. Τα 2,8 τρις δολάρια είναι 10% περισσότερο από το ετήσιο ΑΕΠ της Γαλλίας. Σύμφωνα με την Financial Times, ενώ στις αρχές του έτους τα περιουσιακά στοιχεία που κατείχε η BlackRock ανήλθαν στο αστρονομικό μέγεθος των 7,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, η απότομη πτώση των χρηματιστηρίων τα μείωσε κατά $ 1,4 τρισεκατομμύρια. Επιπλέον, η χρηματιστηριακή αξία της BlackRock μειώθηκε κατά 28% σε ένα μήνα. Τα περιουσιακά στοιχεία της Vanguard ανήλθαν σε 6,2 τρισεκατομμύρια δολάρια και μειώθηκαν κατά 800 δισ. δολάρια μεταξύ Φεβρουαρίου και 15 Μαρτίου 2020.

-Τέλος πρώτου μέρους-


[1]     http://www.cadtm.org/No-the-coronavirus-is-not-responsible-for-the-fall-of-stock-prices

[2] https://thenextrecession.wordpress.com/

[3] https://blubrry.com/jacobin/31593687/jacobin-radio-w-suzi-weissman-robert- brenner-on-the-economy /

[4] https://en.wikipedia.org/wiki/Fran%C3%A7ois_Chesnais

[5] http://hussonet.free.fr/english.htm

[6] Βλ. http://www.cadtm.org/Dancing-on-the-Volcano ή http://www.cadtm.org/Sooner-or-later-there-will-be-a

[7] Επιτροπή για την ακύρωση του χρέους του Τρίτου Κόσμου

[8] Βλ. Άρθρο μου το Μάρτιο του 2019: http://www.cadtm.org/The-Economic-Crisis-and-the-Central-Banks

[9] Jean-Marie Harribey, “La baudruche du capital fictif,  lecture du Capita fictif de Cédric Durand”, Les Possibles, αριθ. 6 – Printemps 2015: https://france.attac.org/nos-publications/les-possibles/numero -6-printemps-2015 / συζητήσεις / άρθρο / la-baudruche-du-capital-fictif

[10] The Telegraph, “Shutting down stock markets for three months would give everyone a much-needed break”, https://www.telegraph.co.uk/business/2020/03/17/shutting-stock-markets-three-months-would-give-everyone-much/

[11] Financial Times, https://www.ft.com/content/438854a8-63b0-11ea-a6cd-df28cc3c6a68 που δημοσιεύθηκε στις 15 Μαρτίου 2020

Πηγή: Monthly Review Online

Μετάφραση: antapocrisis.gr

Τράπεζες

Φαλιρισμένες τράπεζες, φαλιρισμένη χώρα

Τι γίνεται με τις τράπεζες; αναρωτιούνται αρκετοί. Η απάντηση είναι πολύ απλή, μια φαλιρισμένη οικονομία θα έχει  και φαλιρισμένες τράπεζες. Αυτό  που έχουν πάθει οι τράπεζες, είναι ότι όπως κάθε επιχείρηση όταν οι ζημιές ολοένα μεγαλώνουν και τα έσοδα λιγοστεύουν, τότε βρίσκονται μπροστά στην χρεοκοπία.

Στις τράπεζες ο λόγος κόκκινων δανείων δια κανονικά εξυπηρετούμενων δανείων χειροτερεύει συνέχεια. Από την μια καθώς επιδεινώνεται η θέση των δανειοληπτών από την παρατεταμένη και πρωτοφανή για ανεπτυγμένη χώρα ύφεση, αυξάνει ο αριθμητής και πλησιάζει πλέον τα 90 δις. Ανάλογα μειώνεται ο παρανομαστής. Συγχρόνως η όλη διαδικασία για γρήγορη μείωση των κόκκινων δανείων είτε μέσω ξεπουλήματός τους αντί πινακίου φακής, είτε μέσω κατασχέσεων και πλειστηριασμών σε ευτελείς σε σχέση με τα δάνεια αξίες, επιφέρει νέες ζημιές.

Τέλος ο τραπεζικός τομέας, αντί να μπορέσει να βοηθήσει την οικονομία, μέσω χρηματοδότησης επενδύσεων γίνεται βαρίδι σε αυτήν, αποσπώντας  συνέχεια δημόσιο χρήμα για να καλύψει  τις ζημιές του και να επιβιώσει. Διότι οι επενδύσεις προϋποθέτουν αποταμίευση και για να υπάρξει αυτή, σημαίνει ανόρθωση της οικονομίας και αυτή με την σειρά της, ένα σφριγηλό τραπεζικό σύστημα. Ο κύκλος είναι φαύλος και το αδιέξοδο της εντός ευρώ ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού της συστήματος,  παρά τα όσα λέγονται περί «εξόδου» από την «μνημονιακή»  εποχή, εντεινόμενος.

Στην πραγματικότητα η ευρωζωνική Ελλάδα είναι κλινικά νεκρή και δεν μπορεί να ανταποκριθεί έξω από τους μηχανισμούς στήριξης, που αποτελούν τον σωλήνα της εντατικής μονάδας που την κρατούν νεκροζώντανη, είτε πρόκειται για το δημόσιο χρέος της, είτε πρόκειται  για τις τράπεζες. Οι αγορές για το δημόσιο παραμένουν κλειστές μετά την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα, λόγω του υπέρογκου χρέους, ενώ οι τράπεζες βρίσκονται σε δεινή θέση λόγω και της μη αποδοχής των ελληνικών εγγυήσεων και ομολόγων από την Ε.Κ.Τ., επειδή βρισκόμαστε εκτός δανειακών προγραμμάτων.

Δεν θέλει πολύ φαντασία για να κατανοήσει κανείς ότι το δίλημμα δραχμή, ή τέταρτο επίσημο πρόγραμμα θα έρθει μόλις εξαντληθεί το μαξιλάρι των 30 δις που θα πάει συνδυαστικά, σε αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων και σε πεσκέσι για τις τράπεζες.

Το εντός-ευρώ ελληνικό τραπεζικό σύστημα λειτούργησε ως διαμεσολαβητικός μηχανισμός χρηματοδότησης των επενδύσεων δύο – ταυτοχρόνως – ελλειμματικών τομέων (Δημόσιος-Ιδιωτικός), δια των ιδιωτικών αποταμιεύσεων και, κυρίως, του εξωτερικού δανεισμού. Καθώς το «ισοζύγιο» εθνικής καθαρής αποταμίευσης-καθαρών επενδύσεων-ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών-εξωτερικού δανεισμού, ήταν άκρως προβληματικό λόγω της συμμετοχής στην ΟΝΕ, συνάγεται ότι αυτός ο μηχανισμός δεν μπορεί παρά να βρισκόταν σε καθεστώς ασταθούς ισορροπίας, η οποία προσέλαβε μορφή ολοκληρωτικής κατάρρευσης, όταν εκδηλώθηκε η «δημοσιονομική κρίση» και ανακόπηκε, εν συνεχεία, η ροή του εξωτερικού δανεισμού. Από τον δημόσιο τομέα έχασε γύρω στα 27 δις από το κούρεμα του P.S.I. και από τον ιδιωτικό τομέα οι ζημιές είναι άγνωστες και αύξουσες. Ο δε Δημόσιος τομέας δεν διέθετε, δεδομένης της υπαγωγής της χώρας στην ΕΕ-ΕΖ, τη δυνατότητα της ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού τομέα μέσω νομισματικής χρηματοδότησης των δημοσίων ελλειμμάτων. Στερούνταν επίσης της  χρήσης του εργαλείου της νομισματικής υποτίμησης ώστε να βελτιώσει το εξωτερικό ισοζύγιο και μέσω αυτού την αποταμίευση.

Έτσι πέρα από την πλουσιοπάροχη παροχή εγγυήσεων,  το ελληνικό δημόσιο έχει συνεισφέρει μέσω ανακεφαλαιοποιήσεων μέχρι σήμερα (από την εποχή του Αλογοσκούφη), περίπου 50 δις ευρώ για την σωτηρία των τραπεζών. Μετά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (του Νοεμβρίου 2015), η χρηματιστηριακή αξία τους υποχώρησε από τα 34 δισ. ευρώ (στα μέσα του 2014, 80 δισ. ευρώ το 2007) στο 1 δισ. ευρώ. Το Δημόσιο απώλεσε, ουσιαστικά, ό,τι είχε συνεισφέρει στις προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις, ενώ η συμμετοχή του στο νέο μετοχικό κεφάλαιό τους συρρικνώθηκε ή καλύτερα εξατμίστηκε. Έτσι, η πλειοψηφία των μετοχών πέρασε σε διεθνή ιδιωτικά χέρια.

Για την ιστορία… Μετά  την συνθήκη του Μάαστριχτ…

Για την ιστορία, η πραγματική απαρχή του ελληνικού δράματος μπορεί να προσδιοριστεί, ακριβώς μετά την συνθήκη του Μάαστριχτ, το έτος 1994.

Το 1994, α) απελευθερώθηκε το τραπεζικό σύστημα με την αποδέσμευση των εποπτικών κεφαλαίων που οι εγχώριες τράπεζες τηρούσαν στην τράπεζα της Ελλάδος, και με την άρση περιορισμών για τα καταναλωτικά δάνεια. β) Το κύριο είναι ότι άρχισε η προσπάθεια για την είσοδο στην ΟΝΕ με την υιοθέτηση της πολιτικής της σκληρής δραχμής. Είχαμε υψηλά επιτόκια, ενώ παράλληλα περιορίστηκε η ονομαστική υποτίμηση της δραχμής ώστε να περιοριστεί ο εισαγόμενος πληθωρισμός, με σκοπό να επιτευχθεί ο αναγκαίος αποπληθωρισμός για  να εισαχθεί η χώρα στην Ζ.Ε.. Ο στόχος επετεύχθη, αλλά με το μεγάλο κόστος ανατίμησης της δραχμής. Αυτές οι συνθήκες, υψηλά επιτόκια, ονομαστική υποτίμηση κάτω από τον πληθωρισμό, έδιναν εγγύηση βέβαιων αποδόσεων για  προσέλκυση κεφαλαίων που με την σειρά τους δημιουργούσαν τάση περαιτέρω ανατίμησης της δραχμής. γ) Η προοπτική της ΟΝΕ και τελικά η ένταξη, άρχισε να βελτιώνει και την συνολική πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, και την δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων τόσο για τον δημόσιος τομέα όσο και το ιδιωτικό τομέα.

Σε αυτή την κατάσταση η πιστωτική επέκταση επιταχύνθηκε, ενώ επιτράπηκε η αύξηση της επένδυσης, της κατανάλωσης και η διατήρηση  μεγάλων εξωτερικών ελλειμμάτων.

Οι τράπεζες αύξησαν σημαντικά και ανεξέλεγκτα την χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών χρησιμοποιώντας κεφάλαια που απελευθερώθηκαν και κεφάλαια από τις διεθνείς χρηματαγορές. Από 40 δις ευρώ τα δάνεια το 1998, ξεπέρασαν τις δύο εκατοντάδες δις και πλέον το 2010.

Εν τω μεταξύ η νομισματική πολιτική της Ε.Κ.Τ ήταν αντίθετη με την κατάσταση που επικρατούσε στο Νότο, μια που συντονίζονταν με την ατμομηχανή της ευρωζώνης, την Γερμανία. Δημιουργήθηκαν φούσκες στα ακίνητα, αύξηση του πληθωρισμού, εισροές κεφαλαίων (ακόμη και ξένων αποταμιευτών-γύρω στα 50 δις, στις ελληνικές τράπεζες-) και γενική στρέβλωση της οικονομίας.

Η αύξηση της πιστωτική επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα μεταξύ 1998-2007 ήταν κατά μέσον όρο 16,9%, αλλά 28% για τα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια. Έτσι ενώ η επένδυση ήταν σημαντική  πάνω από 40% κινήθηκε στην κατασκευή κατοικιών. Αν συνυπολογίσουμε και τις δημόσιες κατασκευές, τους ολυμπιακούς αγώνες κλπ, δεν έχουμε αύξηση των επενδύσεων εξοπλισμού κλπ ώστε να αυξηθούν οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.

Αντίστροφα η συνολική εγχώρια ζήτηση ήταν κατά μέσο όρο 112,8% του ΑΕΠ. Η ιδιωτική κατανάλωση κινήθηκε πάνω από 70% του ΑΕΠ φτάνοντας το 74% το 2010, όταν ο μέσος όρος στην ευρωζώνη ήταν 58%. Ο εξωτερικός δανεισμός και η πίστωση ήταν τα στοιχεία  που τροφοδότησαν μια υπερβάλλουσα ζήτηση, μια εικόνα πλαστής ευμάρειας για την μεσαία τάξη, που ίσως δημιούργησε και λανθασμένη συνείδηση για το τι είναι το ευρώ, συνείδηση που σπάει σήμερα.

Από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι γνωστά, όπως και η λύση: επιστροφή στην δραχμή, εθνικοποίηση των τραπεζών και ανάκτηση της εθνικής, λαϊκής και οικονομικής κυριαρχίας. Και όμως σήμερα, 5-10-2018, ενώ  ακούμε για το τι θα γίνει για τις συντάξεις από τις ανακοινώσεις της Γερμανικής Καγκελαρίας, η «αριστερή» κυβέρνηση της χώρας,   χωρίς αιδώ  για αυτή την κατάντια, χωρίς να έχει καμία πρόταση για την λύση της αμφίδρομης χρεοκοπίας οικονομικής-τραπεζικής, φαίνεται ότι τα έχει τελείως χαμένα μια που ασχολείται και μαγειρεύει την δίωξη και την καταστολή όσων αντιστέκονται στους πλειστηριασμούς και ιδιαίτερα του Π. Λαφαζάνη.

Πηγή: Σχέδιο Β