Άρθρα

Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ανέκδοτο της μάχης ενάντια στο σύστημα

Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ανέκδοτο της μάχης ενάντια στο σύστημα

Η Λυδία Κονιόρδου δεν πρόλαβε να αποχωρήσει από το Υπουργείο Πολιτισμού ως υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ και διορίστηκε Πρόεδρος του Ιδρύματος Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος. Και αν και το ΚΠΙΣΝ πλέον βρίσκεται υπό τη διοίκηση του δημοσίου, το γεγονός ότι μία πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ πήρε κατευθείαν μεταγραφή σε μια θέση ισχυρής συμβολικής αξίας για τον αστικό κόσμο της χώρας, έχει σημασία. Σκαλίζοντας αυτή τη σημασία, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τα καλά λόγια του Ανδρέα Δρακόπουλου για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Δρακόπουλος είναι ανιψιός του Σταύρου Νιάρχου, κληρονόμος σημαντικού μέρους της περιουσίας του και ένα από τα σημαίνοντα πρόσωπα στο χώρο των επιχειρήσεων, του πολιτισμού και της εκπαίδευσης. Ο χαρακτηριζόμενος ως «μεγιστάνας του εφοπλιστικού κεφαλαίου» από το περιοδικό TIME μεταξύ άλλων δήλωνε ότι «συνεργάζεται εξαιρετικά με την κυβέρνηση», ενώ έπλεξε το εγκώμιο των Ξανθού και Πολλάκη: «Εχουν περάσει από το γραφείο μας δέκα υπουργοί Υγείας. Πάντα λέγαμε «πείτε μας πώς μπορούμε να σας βοηθήσουμε». Ε, οι μόνοι που ανταποκρίθηκαν αμέσως ήταν ο κύριος Ξανθός και ο κύριος Πολάκης. Έτσι είναι και δεν με νοιάζει τι λένε κάποιοι».

Ο κ. Δρακόπουλος, αν και κοσμοπολίτης με έδρα τη Νέα Υόρκη, προερχόμενος από μια από τις εμβληματικότερες οικογένειες της ελληνικής άρχουσας τάξης, δεν εισάκουσε τις προειδοποιήσεις του Πορτοσάλτε για τη σοβιετική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που εχθρεύεται τις αστικές αξίες, το κεφάλαιο και την ιδιωτική πρωτοβουλία.

Ο Γιάννης Βαρδινογιάννης, την άνοιξη του 2018 έπλεκε το εγκώμιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά του υπουργού Χ. Σπίρτζη με αφορμή την σύνδεση των εγκαταστάσεων της Motor Oil με το σιδηροδρομικό δίκτυο του ΟΣΕ. «Η πρότασή μας είχε κατατεθεί εδώ και τουλάχιστον 5-6 χρόνια, αλλά  υλοποιήθηκε «σε χρόνο μηδέν» από την παρούσα διοίκηση του ΟΣΕ και τη συνδρομή του υπουργείου», δήλωσε το βασικό δημόσιο πρόσωπο του ομίλου Βαρδινογιάννη. Ο κ. Βαρδινογιάννης δεν παρέλειψε τις αιχμές για τις κυβερνήσεις του παρελθόντος: «Η κρατική μηχανή διαχρονικά δεν βοηθάει, θα θέλαμε να το είχαμε κάνει πολλά χρόνια πίσω, δεν υπήρξε θετική ανταπόκριση», σε αντίθεση προφανώς με την άμεση ανταπόκριση της παρούσας κυβέρνησης.

Ο κ. Βαρδινογιάννης, αν και αναμφισβήτητα γόνος της ισχυρής αστικής τάξης, δεν ακούει ούτε αυτός τις προειδοποιήσεις ενός Μπογδάνου ή ενός Μαυρίδη για το κρατικίστικο και φιλεργατικό σταλινισμό με τον οποίο αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Τσίπρα κάθε πρωτοβουλία της ελεύθερης οικονομίας.

Πέρυσι, περίπου τέτοιο καιρό, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Τζανακόπουλος, δήλωνε σχετικά με την επένδυση της Lamda Development στο Ελληνικό: «Γίνεται ένα μεγάλο βήμα για την υλοποίηση μιας σημαντικής επένδυσης, με σεβασμό στην κείμενη νομοθεσία, την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ενώ εκμηδενίζονται οι νομικοί κίνδυνοι που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μελλοντικά ανυπέρβλητα εμπόδια για την υλοποίηση της επένδυσης». Είχε εντυπωσιάσει ήδη από το 2014, η δήλωση του κ. Αθανασίου, διευθύνοντος συμβούλου στη Lamda Development ότι, «εάν ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει στα πράγματα, θα βρει τον τρόπο να δουλέψει για το καλό της χώρας», πέντε ολόκληρους μήνες πριν τις εκλογές του 2015. Μία από τις μεγαλύτερες και πλέον αμφιλεγόμενες παραχωρήσεις δημόσιου χώρου επιβεβαίωσε τις θετικές προσδοκίες των στελεχών του ομίλου Λάτση από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Το ίδιο συνέβη και την απόσυρση του δημοσίου από τα ΕΛΠΕ το 2018, εκπληρώνοντας τα πιο ευτυχισμένα όνειρα του Ομίλου. Το γεγονός ότι ο Κ. Γαβρόγλου υπήρξε μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Λάτση, προφανώς είναι εντελώς τυχαίο γεγονός που σε τίποτα δεν έχει να κάνει με τις εξαίρετες σχέσεις ανάμεσα στον ιστορικό ελληνικό τραπεζικό, επενδυτικό και εφοπλιστικό όμιλο της Γενεύης και την κυβέρνηση Τσίπρα.

Ούτε τα στελέχη του Ομίλου Λάτση προφανώς εισάκουσαν τις οιμωγές των Ελλήνων φιλελεύθερων για τους κομμουνιστές που μας κυβερνούν.

Το παρόν σχόλιο δεν αναφέρεται σε περιπτώσεις τύπου Μελισσανίδη, Μπόμπολα κλπ, καθώς, αν και οι σχέσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι (πλέον) άριστες (και κάτι παραπάνω), δεν διαθέτουν τα βαριά και ιστορικά ονόματα των τριών προαναφερθέντων ομίλων. Επίσης δεν αναφερόμαστε στο εξαιρετικό πλέγμα σχέσεων εμπιστοσύνης των ελληνικών τραπεζών με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με την αρχιτέκτονα τον Γ. Δραγασάκη.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και οι παπαγάλοι της μας παίρνουν καθημερινά τα αυτιά για τις μάχες που δίνουν ενάντια στο παλιό κατεστημένο. Για τις πολιτικές που ασκούν σε όφελος των φτωχών, για τον περιορισμό των προνομίων της άρχουσας τάξης και των πλούσιων. Αρωγό σε αυτή την κατεύθυνση έχουν τον Αλαφούζο και τον Μαρινάκη, που διαλαλούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να κάνει την Ελλάδα Σοβιετία. Την ίδια ώρα, ο τελευταίος θαμώνας του τελευταίου καφενείου, αντιλαμβάνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ασκεί με συνέπεια και σοβαρότητα την πολιτική που θα ήθελε να ασκήσει ο Μητσοτάκης.

Στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ έχτισε με μεθοδικότητα τις σχέσεις του με τη σοβαρή, διεθνοποιημένη και ισχυρή αστική τάξη, οξύνοντας την αντιπαλότητά του με δεύτερες και τρίτες περιπτώσεις, κυρίως από τον χώρο των ΜΜΕ. Αυτοί οι δευτερότριτοι παράγοντες, ήταν ήδη αντιμέτωποι με ισχυρά οικονομικά και δικαστικά προβλήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προβλημάτων υπήρξε ο Ψυχάρης που αν και συναντήθηκε ιδιωτικά τέσσερις φορές με τον Α. Τσίπρα, δεν μπόρεσε να παραμείνει στο παιχνίδι. Η κυβέρνηση Τσίπρα με τη σειρά της φροντίζει να διαφημίζει τη μάχη της εναντίον τους, για να γίνεται πιο πιστευτό το παραμύθι του «αγώνα ενάντια στο σύστημα». Ο καθένας καταλαβαίνει ότι οι εξαιρετικές σχέσεις που πλέον διαθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ με την παραδοσιακή και σοβαρή αστική τάξη είναι πολύ σημαντικότερες από τις κόντρες με δύο – τρεις βαρόνους των μήντια. Επιπλέον έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, τη φανατική στήριξη των δανειστών και της ΕΕ και την ακόμη φανατικότερη στήριξη των ΗΠΑ. Η τελευταία φτάνει σε δυσθεώρητα επίπεδα.

Αν δεν υπήρχε ο ΣΚΑΙ και ο λοιπός οχετός, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να τον εφεύρει. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να κρύψει τις εξαιρετικές σχέσεις με τα ισχυρά εγχώρια και ξένα κέντρα; Πώς αλλιώς θα μπορούσε να καλύψει την ατόφια νεοφιλελεύθερη και ξενόδουλη πολιτική του;