Άρθρα

Διπλωματία των σεισμών, διπλωματία των λαών και διπλωματία των υποκριτών

Οι καταστροφικοί σεισμοί που έπληξαν την νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία και προκάλεσαν αδιανόητες καταστροφές με ισοπεδωμένες πόλεις και χιλιάδες νεκρούς, προκαλούν δικαίως ισχυρό αίσθημα αλληλεγγύης, φιλίας και συνδρομής. Αυτό το αίσθημα οφείλει να μετασχηματιστεί σε συγκεκριμένη και υλική βοήθεια. 

Ωστόσο, οι εκκλήσεις για μια νέα “διπλωματία των σεισμών” που ανακαλούν μνήμες από το 1999 και την αμοιβαία παροχή βοήθειας ανάμεσα στις δύο χώρες, με αφορμή τους σεισμούς που έπληξαν Τουρκία και Ελλάδα, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, φαίνεται να αγνοούν, (δυστυχώς σκοπίμως), το πώς κινούνται και από πού διαμορφώνονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. 

Αν οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας ήταν αποκλειστικά και μόνο ζήτημα αισθημάτων των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας, τα πράγματα θα ήταν απλούστερα και καλύτερα. Δυστυχώς όμως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαμορφώνονται από το ρόλο και τα αιτήματα που διεκδικούν οι δύο χώρες και οι άρχουσες τάξεις τους, και κυρίως από το πώς διαμορφώνει το πλαίσιο αυτών των ρόλων ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός. Δυσάρεστη αλήθεια για τους θιασώτες της “διπλωματίας των σεισμών”, αλλά δεν παύει να είναι αλήθεια. 

Μια σύντομη αναδρομή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις 

Με την πτώση της ΕΣΣΔ και την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, ο κόσμος παύει να καθορίζεται από τον ανταγωνισμό Δύσης – Ανατολής και σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκική άρχουσα τάξη αντιλαμβάνεται ότι ο ρόλος της Τουρκίας είναι πολύ πιο διευρυμένος από αυτόν που της αντιστοιχούσε στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Δεν είναι απλώς το προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ στην Ανατολή, αλλά μια δύναμη με θρησκευτική και πολιτική επιρροή στην υπό διαρκή ανάφλεξη Μέση Ανατολή, με ερείσματα και δεσμούς στις πρώην σοβιετικές μουσουλμανικές δημοκρατίες του Καυκάσου οι οποίες ανεξαρτητοποιούνται αναζητώντας την εθνική τους ολοκλήρωση. Η τουρκική άρχουσα τάξη διαμορφώνει την περίοδο εκείνη ένα σχέδιο μετατροπής της Τουρκίας σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη από ένα μέχρι πρότινος απλό μέλος ενός από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα των άλλοτε δύο υπερδυνάμεων. 

Στο πλαίσιο αυτό, αυξάνονται οι διεκδικήσεις της Τουρκίας προς όλες τις κατευθύνσεις, και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, αυτές οι διεκδικήσεις τυποποιούνται στο γκριζάρισμα του Αιγαίου που προκαλεί και την κρίση των Ιμίων, τον Ιανουάριο του 1996. Η τουρκική πλευρά εγείρει για πρώτη φορά θέμα κυριαρχίας βραχονησίδων, θεωρώντας ότι το Αιγαίο είναι γκρίζα ζώνη, το καθεστώς του οποίου δεν διευκρινίζεται από τις υπάρχουσες συνθήκες. Η ελληνική σημαία κατεβαίνει από τα Ίμια και ανεβαίνει η τουρκική. 

Η κυβέρνηση Σημίτη πρέπει να αντιμετωπίσει το σκληρό δίλημμα “πόλεμος ή ταπεινωτική υποχώρηση” και αποδέχεται με ευγνωμοσύνη την παρέμβαση των ΗΠΑ “no ships, no troops, no flags”, επιβεβαιώνοντας όμως έτσι ότι τα Ίμια και κατ’ επέκταση όλο το Αιγαίο πέραν των χωρικών υδάτων των 6 μιλίων, είναι αδιευκρίνιστης κυριαρχίας – γκρίζα ζώνη. Στη συλλογική μνήμη θα μείνει η προτροπή του Υπουργού Εξωτερικών Θ. Πάγκαλου προς τον τότε αρχηγό ΓΕΕΘΑ “να πούμε ότι τη σημαία την πήρε ο αέρας”, ενδεικτική της ποιότητας, του βάθους και της στρατηγικής που διέπνεε την άρχουσα τάξη της χώρας σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα.

Η Τουρκία έχει προχωρήσει ένα βήμα, η Ελλάδα έχει υποχωρήσει ένα βήμα, ακολουθώντας έτσι τον διαχρονικό κανόνα της ελληνοτουρκικής διελκυστίνδας. Το ίδιο καλοκαίρι, τον Αύγουστο του 1996, ο Τάσος Ισαάκ και ο Σολωμός Σολωμού δολοφονούνται σε διαδηλώσεις στην Κύπρο και η ελληνοτουρκική κρίση οξύνεται. 

Ωστόσο, στον μετακομμουνιστικό κόσμο της δεκαετίας του ‘90 η Τουρκία είναι πολύ χρήσιμη για τη Δύση, και η τουρκική πλευρά έχει διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα. Το Κυπριακό πρέπει να κλείσει, η Ελλάδα πρέπει να συναινέσει, και η Τουρκία πρέπει να επιβεβαιωθεί ως συστατικός παίκτης στα αμερικανικά σχέδια για τη Μέση Ανατολή. Η διατεταγμένη εκ των άνω (ΗΠΑ) προσέγγιση των δύο πλευρών μπαίνει στο τραπέζι. 

Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1997, υπό την επίβλεψη της Μαντλίν Ολμπράιτ, Σημίτης και Ντεμιρέλ, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, συμφωνούν σε κοινό ανακοινωθέν για «τη μείωση της έντασης στο Αιγαίο». Το αμερικανικό πλαίσιο προβλέπει σεβασμό των νόμιμων και ζωτικών συμφερόντων κάθε χώρας στο Αιγαίο και στοχεύει στην προώθηση του αμερικανικού σχεδίου για το Κυπριακό, έχοντας όμως από πριν καταλαγιάσει την ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. 

Η Ελλάδα, μονίμως συμμορφούμενη στις επιταγές των ΗΠΑ, αποδέχεται στην πράξη τις γκρίζες ζώνες, δηλαδή συμφωνεί στη μη άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Η δε Τουρκία στηρίζεται στη συμφωνία που έγινε για τα Ίμια και στη Συμφωνία της Μαδρίτης για να αμφισβητήσει εφόλης της ύλης την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου. Ο κανόνας “ένα βήμα πίσω για την Ελλάδα, ένα βήμα μπροστά για την Τουρκία”, συνεχίζει να εφαρμόζεται. 

Η Ελλάδα, ενάμιση χρόνο μετά, παραδίδει δεσμώτη τον Οτσαλάν, ηγέτη του Κούρδων, στις μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας. Το ίδιο καλοκαίρι, οι σεισμοί και η αμοιβαία βοήθεια ανάμεσα στις δύο χώρες, επισφραγίζουν τη βελτίωση των σχέσεων Ελλάδας Τουρκίας. Η βελτίωση αυτή εκμεταλλεύεται τα γνήσια και αυθόρμητα αισθήματα αλληλεγγύης ανάμεσα στους δύο λαούς για να προωθήσει μια καλά σχεδιασμένη και υπό αμερικανική διεύθυνση ενοποίηση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. 

Η “διπλωματία των σεισμών”

Η “διπλωματία των σεισμών” αντανακλά το αίσθημα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς ανάμεσα σε δύο λαούς που δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, αλλά συμπίπτει με την ανάγκη και των δύο κυβερνήσεων να ομονοήσουν ενώπιον της Ουάσινγκτον. Είναι η εποχή που η Ε.Ε. διατηρεί ανοιχτό το ενδεχόμενο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας και η Ελλάδα αποδέχεται την αποσύνδεση του Κυπριακού από την προσέγγιση Τουρκίας – ΕΕ.

 Η “διπλωματία των σεισμών” χειροκροτείται από την ΕΕ και τις ΗΠΑ που βλέπουν μια επιζήμια για τα συμφέροντά τους ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις να καταλαγιάζει. Ωστόσο το πλαίσιο που διαμορφώνει ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός στην περιοχή, δεν έχει καμία σχέση με τα γνήσια και ανόθευτα αισθήματα ειρηνικής συνύπαρξης και φιλίας που ξεπήδησαν το καλοκαίρι του 1999, και αυτό θα φανεί πολύ σύντομα.

Το σχέδιο Ανάν για την Κύπρο είναι προ των πυλών, ο Έλληνας ΥΠΕΞ Γ. Παπανδρέου χορεύει ζεϊμπέκικο με τον Τζεμ να βαράει παλαμάκια, ο Κ. Καραμανλής ως πρωθυπουργός γίνεται κουμπάρος με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ερντογάν, και όλα μοιάζουν να προμηνύουν μια ιστορική στροφή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. 

Ωστόσο, οι αμερικανονατοϊκοί σχεδιασμοί για την Ανατολική Μεσόγειο προχωρούν και τα πράγματα θα αλλάξουν. 

Η διπλωματία των παζαριών και της ελεημοσύνης

Την επόμενη δεκαετία η κατάσταση αλλάζει, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση με το ειδικό της βάρος στην Ευρωζώνη να φθίνει, ενώ η Τουρκία επιδιώκει ενεργό ρόλο στον πόλεμο της Συρίας. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν τον διαμελισμό της Συρίας καθώς ο Άσαντ δεν τους είναι αρεστός, εξέλιξη που αντικειμενικά ενθαρρύνει τους Κούρδους της Συρίας να διεκδικήσουν αυτονομία. Αυτό είναι αιτία πολέμου για την Τουρκία η οποία αποστασιοποιείται σχετικά από τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στα νοτιοανατολικά της σύνορα. 

Οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας δοκιμάζονται ακόμα περισσότερο με την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία το καλοκαίρι του 2016, την οποία ο Ερντογάν χρεώνει στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Ο Τούρκος πρόεδρος είναι αναγκαίος αλλά όχι ο πλέον αρεστός στην Ουάσινγκτον, γεγονός που κάνει την ελληνική άρχουσα τάξη να νομίζει ότι θα κομίσει οφέλη και κέρδη στα εθνικά θέματα. Η συμφωνία των Πρεσπών από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι απότοκο της δικομματικής πλέον πεποίθησης ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι δεδομένα και ασυζητητί στο στρατόπεδο των ΗΠΑ χωρίς υποσημειώσεις, αστερίσκους και διεκδικήσεις. Η εξωτερική πολιτική της χώρας συμπυκνώνεται πλέον στην (αφελή) ελπίδα ότι η πειθήνια και πρόθυμη στάση της Ελλάδας θα εκτιμάται (και θα επιβραβεύεται) δεόντως από τους υπερατλαντικούς συμμάχους. 

Η Τουρκία αντίθετα παίζει σε πολλά ταμπλό και διεκδικεί για τον εαυτό της, παζαρεύοντας διαρκώς, απειλώντας, συναινώντας και ξανά παζαρεύοντας από την αρχή, επιχειρώντας να αναβαθμίσει το ρόλο και τη θέση της. Η ελληνοτουρκική ένταση επανέρχεται καθώς η Τουρκία ανεβάζει την κλίμακα των διεκδικήσεων σε κυριαρχικά δικαιώματα, αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, υποθαλάσσιες έρευνες κλπ, ενώ η Ελλάδα επικαλείται διαρκώς το διεθνές δίκαιο (χωρίς όμως να πηγαίνει για όλα στη Χάγη), ελπίζει στην ευμενή ουδετερότητα των ΗΠΑ και αυτοπροβάλλεται ως πάντα δεδομένος και διαθέσιμος σύμμαχος.

Μέσα σε μια δεκαετία η διπλωματία των σεισμών έδωσε τη θέση της στην διπλωματία των παζαριών και των εκβιασμών, από τη μεριά της γείτονος, και στη διπλωματία της ελεημοσύνης και του καλού παιδιού που θα επιβραβευθεί, από τη μεριά της Ελλάδας. 

Και οι δύο λαοί;

Τα αισθήματα φιλίας και αλληλεγγύης που γεννιούνται μέσα από τις ανθρωπιστικές και φυσικές καταστροφές διαστρέφονται και λοξοδρομούν, χρησιμοποιούνται όταν, και όσο βολεύει, μετασχηματίζονται από τα πάνω με μπόλικες δόσεις οξύτητας, πατριωτισμού και εθνικοφροσύνης, και ξανά ανασύρονται, όταν η Ουάσινγκτον το επιθυμήσει. 

Συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση ή φιλία και αλληλεγγύη;

Σήμερα, και με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μη βαίνει καλώς για το δυτικό στρατόπεδο, η ελληνοτουρκική όξυνση δεν είναι παραγωγική για τα αμερικανικά συμφέροντα. Η Ελλάδα έχει δηλώσει ότι είναι δεδομένη για τις ΗΠΑ, βρέξει – χιονίσει, επομένως η αμερικανική στρατηγική εστιάζει αποκλειστικά στη ρυμούλκηση της Τουρκίας και στην πλήρη στοίχησή της στα ευρωατλαντικά σχέδια. 

Οι τουρκικές εκλογές την άνοιξη του 2023, είτε δώσουν νέα ηγεσία, είτε όχι, θα ανοίξουν -και δεν θα κλείσουν- ένα νέο γύρο τουρκικών διεκδικήσεων. Οι παρατηρητές της πολιτικής σκηνής της Τουρκίας θα έχουν προσέξει ότι η κεμαλική αντιπολίτευση είναι πιο διεκδικητική, αναθεωρητική και απαιτητική σε ό,τι αφορά το Αιγαίο, τα κυριαρχικά δικαιώματα και την κυριαρχία, ακόμα και από τον Ερντογάν. Το παζάρι και ο εκβιασμός, συστατικά στοιχεία της τουρκικής διπλωματίας, θα ενταθούν αν η κατάσταση στην Ουκρανία παγιωθεί εναντίον του ΝΑΤΟ και η Κίνα παραμείνει σε αδιατάρακτη τροχιά κατάκτησης της παγκόσμιας ηγεμονίας, σε οικονομικό τουλάχιστον επίπεδο. Στον πάγκο του κρεοπωλείου θα μπει η Ελλάδα. 

Δείγματα αυτής της πολιτικής έχουν ήδη δοθεί πολλαπλώς. Από τις δηλώσεις του γ.γ. του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, μέχρι τις πολλαπλές διαψεύσεις που έχει δεχτεί το ελληνικό αφήγημα από τον Λευκό Οίκο και τους εκπροσώπους του, το συμπέρασμα είναι ένα: Η Τουρκία είναι μεγάλο μέγεθος για τους Αμερικάνους και επ ουδενί δεν θα αφεθεί να γλιστρήσει προς την Ανατολή, ειδικά σήμερα που η κυριαρχία της Δύσης αμφισβητείται ανοιχτά.

Η επωδός των ΗΠΑ -και λιγότερο άγαρμπα της ΕΕ- είναι μία και μόνη: “Βρείτε τα”. Στη Χάγη ή μόνοι σας. Με συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση, με παράλληλα βεβαίως γιγαντιαία εξοπλιστικά προγράμματα (καθώς οι πολεμικές βιομηχανίες πρέπει να εισπράττουν), με εσαεί επικυρίαρχο και επιδιαιτητή την Ουάσινγκτον.  

Νέος γύρος προσέγγισης θα προκύψει, και οι διάφοροι συνήθεις ύποπτοι στην Ελλάδα τον έχουν προαναγγείλλει (πχ δηλώσεις Ντόρας Μπακογιάννη για Χάγη).

  • Ένα ενδεχόμενο είναι να υπάρξει θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο (διόλου απίθανο ενδεχόμενο) και το δίλημμα “πόλεμος ή Χάγη” να αποκτήσει ευήκοα ώτα στην ελληνική κοινωνία, με δεδομένο βέβαια ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν θα είναι σε όλα θετική για τις ελληνικές διεκδικήσεις.
  • Ένα δεύτερο ενδεχόμενο είναι η σταδιακή καλλιέργεια νέου κλίματος φιλίας που θα εκμεταλλεύεται τραγικά γεγονότα όπως αυτό των σεισμών για να οδηγήσει σε συμφωνίες συγκυριαρχίας και συνεκμετάλλευσης, υπό τις εντολές πάντα των ΗΠΑ.
  • Και ένα τρίτο ενδεχόμενο είναι η γραμμή Μολυβιάτη – Καραμανλή, “άσε τα πράγματα να σαπίζουν, έτσι κι αλλιώς αν πάμε σε συμφωνία, αυτή δεν θα είναι θετική για την Ελλάδα”. Μόνο που η τρίτη γραμμή προϋποθέτει μια Τουρκία εξευμενισμένη, πράγμα δύσκολο χωρίς νέα βήματα οπισθοχώρησης από την ελληνική πλευρά. 

Αυτά τα ενδεχόμενα είναι (και τα τρία) ανταγωνιστικά και ξένα με τα πραγματικά αισθήματα φιλίας και αλληλεγγύης των δύο λαών, γιατί διαιωνίζουν το ίδιο πλαίσιο της ευρύτερης ευρωατλαντικής κυριαρχίας, του παζαριού, των εκβιασμών και των εκκλήσεων ελεημοσύνης και ευμένειας, εντός αυτής. 

Το ζήτημα δηλαδή δεν είναι να πάμε σε μια διατεταγμένη νέα “διπλωματία των σεισμών” που εξίσου εύκολα με το παρελθόν θα καταλήξει σε νέο γύρο εντάσεων, αμφισβητήσεων, αναθεωρητισμού, αλλά σε συνολική ρήξη και έξοδο από την αμερικανική – Νατοϊκή κυριαρχία και τα εθνικά “αιτήματα” Ελλάδας και Τουρκίας, που αναπτύσσονται στο πλαίσιό της, και με αποδέκτη και κριτή το μεγάλο αφεντικό, την Ουάσινγκτον.  

Αυτή η ρήξη με το πλαίσιο που επιβάλουν οι αμερικανικοί σχεδιασμοί, θα δημιουργούσε το έδαφος για μια πραγματική διπλωματία των λαών και όχι των αμερικανικών πρεσβειών, που θα εκμεταλλεύεται θετικά και όχι υποκριτικά τα αισθήματα αλληλεγγύης των δύο λαών, αισθήματα που εκδηλώνονται εντονότερα σε στιγμές ανείπωτης καταστροφής και πόνου όπως αυτές που βιώνουν οι Τούρκοι, οι Κούρδοι και οι Σύριοι στα ερείπια των πόλεων και των χωριών τους.

Και η διπλωματία των υποκριτών

Τα φαινόμενα είναι φυσικά, αλλά οι καταστροφές είναι ταξικές. Από τον σεισμό χτυπήθηκε όχι απλά η πιο φτωχή και υποβαθμισμένη περιοχή της Τουρκίας, αλλά η περιοχή που κατοικείται από Κούρδους, πολίτες δεύτερης κατηγορίας του τουρκικού κράτους. Είναι επιπλέον η περιοχή που ζουν σε καταυλισμούς εκατομμύρια πρόσφυγες από τον πόλεμο στη Συρία. 

Ο σεισμός χτύπησε όχι μόνο την Τουρκία αλλά και τη Συρία. Και αν η Τουρκία τυγχάνει της διεθνούς συμπάθειας και στήριξης γιατί είναι μέλος του ΝΑΤΟ, η Συρία είναι αποσυνάγωγος του δυτικού κόσμου γιατί η ηγεσία της είναι φιλορωσική και μη αρεστή σε ΗΠΑ και ΕΕ. 

Από το 2011, την αρχή του εμφυλίου στη Συρία, η ΕΕ αποφάσισε κυρώσεις εναντίον της συριακής κυβέρνησης, που ευνόησαν αντικειμενικά την ανάπτυξη του Ισλαμικού Κράτους. Οι κυρώσεις αυτές ανανεώνονται διαρκώς και ισχύουν μέχρι και το καλοκαίρι του 2023. 

Ανάμεσα στις κυρώσεις αυτές, σύμφωνα με την ίδια την Ε.Ε. είναι: Πετρελαϊκό εμπάργκο, περιορισμοί επενδύσεων, δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που τηρεί στην ΕΕ η Κεντρική Τράπεζα της Συρίας, εξαγωγικοί περιορισμοί. Υποτίθεται ότι οι κυρώσεις αυτές είναι μέτρα ενάντια στην τρομοκρατία, αλλά στην πράξη είναι μέτρα ενάντια στην κυβέρνηση Άσαντ, που ήταν και ο βασικός αντίπαλος του Ισλαμικού Κράτους. 

Στην παρούσα φάση, και με χιλιάδες νεκρούς, δεκάδες χιλιάδες τραυματίες, εκατοντάδες χιλιάδες αστέγους, η προϋπάρχουσα ανθρωπιστική κρίση στα τουρκο-συριακά σύνορα επιδεινώνεται δραματικά. Ωστόσο, για την ΕΕ και κάθε κράτος μέλος της χωριστά, μεγαλύτερη σημασία έχει η συνεχιζόμενη τιμωρία του φιλοΡώσου και αντιΑμερικάνου Άσαντ, παρά η μερική έστω ανακούφιση του συριακού λαού. 

Το αμερικανικό σχέδιο διαμελισμού της Συρίας μπορεί να μην ευοδώθηκε, αλλά οι κυρώσεις και το εμπάργκο ενάντια στη Συρία καλά κρατούν. Στη δε Ελλάδα, από το 2012 απελάθηκε ο Σύρος πρέσβης και έκτοτε, πρεσβεία της Συρίας στη χώρα μας δεν υπάρχει. Άλλη μια ένδειξη υπαγωγής των ελληνικών εξωτερικών σχέσεων στα συμφέροντα της υπερδύναμης. 

Στη Συρία ακόμα και τώρα, τρεις μέρες μετά την πρωτόγνωρη καταστροφή, υπάρχει αεροπορικός αποκλεισμός από τις ΗΠΑ και η μόνη βοήθεια που έχει φτάσει είναι από τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και μερικές ακόμα χώρες που δεν συντάσσονται με τον δυτικό ολοκληρωτισμό.

Πρόκειται για τη χείριστη υποκρισία στα συντρίμμια των ερειπίων. Επιλεκτικές ευαισθησίες, παλιανθρωπιά, φαρισαϊσμός και κούφια λόγια για ευρωπαϊκά κεκτημένα, ανθρωπισμό και αλληλεγγύη. 

Αυτή είναι η διπλωματία των υποκριτών. 

Οι Κούρδοι ως «Πασχαλινοί Αμνοί» των ΗΠΑ

Όταν ήμουν παιδί, σε διάφορες περιοχές ανά τον κόσμο – λόγω του στρατιωτικού πατέρα μου – παρακολουθούσα τη θεία λειτουργία στα παρεκκλήσια των στρατιωτικών βάσεων. Οι εκκλησιαζόμενοι βέβαια ήταν υποχρεωμένοι να συμφιλιώσουν τον Χριστιανισμό με την στρατιωτική θητεία. Μερικές φορές τραγουδούσαμε τον ύμνο της Πολεμικής Αεροπορίας («Κύριε, φύλαξε και οδήγησε τους ιπτάμενους άνδρες»). Ακούγαμε λοιπόν πώς ο Ιησούς δεν ήρθε να φέρει την ειρήνη, αλλά το σπαθί (Ματθαίος 10:34). Συχνά, για να τιμήσουμε τους νεκρούς στρατιώτες, ακούγαμε τον ευαγγελιστή Ιωάννη (15:13), αν και σε εντελώς διαστρεβλωμένο πλαίσιο, να ισχυρίζεται: «Μεγαλύτερη αγάπη δεν υπάρχει από το να δίνει κανείς τη ζωή του για τους φίλους του».

Έτσι ο θάνατος στη μάχη στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους συγκρινόταν με τη θυσία του Ιησού στον σταυρό! Όταν μεγαλώνοντας, κατάλαβα το μέγεθος του ηθικού εγκλήματος του πολέμου του Βιετνάμ, το εφηβικό μυαλό μου επαναστάτησε ενάντια σε αυτή τη θρησκευτική ωραιοποίηση των θανάτων στα πεδία μάχης των ΗΠΑ. Η σύγκριση των στρατιωτών που πολεμούσαν τους Βιετκόγκ με τους Πασχαλινούς Αμνούς με αηδίαζε.

Οι νέοι άνδρες που πέθαιναν στο Βιετνάμ δεν έχαναν τη ζωή τους για τους φίλους τους, πολύ περισσότερο για τη «χώρα» τους. Πέθαιναν για τον καπιταλισμό, για τον ιμπεριαλισμό, για τη Γουόλ Στρητ, για το 1% που εξουσιάζει τα πάντα. Τίποτα στον θάνατό τους δεν είχε σχέση με τους φίλους τους, τη γειτονιά τους ή την ασφάλειά της.

Βέβαια, οι στρατιώτες που πολεμούν, αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς με τους συντρόφους τους. Μερικές φορές κάνουν πράξεις ηρωισμού για να σώσουν τους συμπολεμιστές τους. Με αυτή την έννοια πεθαίνουν ηρωικά. Αυτό ισχύει όμως και για τους στρατιώτες των Ναζί, και για τους σοβιετικούς στρατιώτες, και για τους στρατιώτες των ΗΠΑ, και για τους ιρακινούς στρατιώτες. Για όλους τους στρατιώτες ανεξαιρέτως. Ο θάνατος ενός στρατιώτη των ΗΠΑ δεν είναι χειρότερος από οποιονδήποτε άλλον θάνατο. Αφήστε που συχνά οι αμερικανοί στρατιώτες σκοτώνονται δίκαια από ανθρώπους που υπερασπίζονται τις χώρες τους. (Μπορεί πραγματικά να προφέρει κανείς αυτή την προφανή αλήθεια σε αυτή τη χώρα;)

Αλλά πόσο καλοί είναι οι ιμπεριαλιστές να συγκινούν τις καρδιές μας! Εάν μπορούν να κάνουν ανθρώπους να βάλουν τα δάκρυα στη μνήμη του βρώμικου ενορχηστρωτή πολέμων και επεμβάσεων Τζον Μακ Κέιν, μπορούν σίγουρα να προκαλέσουν δάκρυα οργής για τους «εγκαταλελειμμένους Κούρδους».

Πόσο συχνά ακούσαμε τις τελευταίες μέρες – από αμέτρητους απόστρατους στρατιωτικούς αξιωματούχους, αξιωματούχους μυστικών υπηρεσιών, αναλυτές ασφαλείας και επικεφαλής θινκ τανκς, ότι οι Κούρδοι στη Συρία «πέθαναν για μας»; Περίπου κάτι σαν τον Ιησού στο σταυρό;

Λες και όταν οι Κούρδοι πολεμούσαν το Ισλαμικό Κράτος – ένα γκροτέσκο υποπροϊόν της αδιέξοδης αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ το 2003 – δεν έκαναν κάτι άλλο εκτός από το να προστατεύουν την πατρίδα τους…

Λες και όταν σκότωναν τους δολοφόνους των παιδιών τους, σκότωναν απλώς για να ευχαριστήσουν τον θείο Σαμ… Τι είδους αλαζονική έπαρση γεννά αυτές τις μαλακίες;

Λες και οι χασάπηδες της Φαλούτζα (Ισλαμιστές) ήταν απαραίτητοι για να κινητοποιήσουν τους Κούρδους εναντίον ενός κινήματος που διαπράττει γενοκτονίες, υποδουλώνει ανθρώπους, βιάζει μαζικά γυναίκες, καίει ή θάβει ανθρώπους ζωντανούς, αποκεφαλίζει και σταυρώνει τους αντιπάλους του, εκτελεί παιδιά, καταστρέφει αρχαία μνημεία πολύτιμα για την ανθρωπότητα, επιβάλλει τον θρησκευτικό φανατισμό και απεχθάνεται τους Κούρδους ως Κούρδους…

Λες και ο Αραβικός Στρατός της Συρίας, ο επαγγελματικός, πιστός, κυρίως σουνιτικός στρατός, ΔΕΝ πολέμησε ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, και έπρεπε ΜΟΝΟ οι ΗΠΑ να βγάλουν την απαιτούμενη δουλειά. (Ναι, τα αμερικανικά ΜΜΕ υπαινίσσονται μερικές φορές ότι ο Άσαντ υποστήριζε κατά κάποιο τρόπο το Ισλαμικό Κράτος. Το γεγονός είναι ότι οι δυνάμεις του συριακού στρατού επικεντρώθηκαν στη συγκράτηση των δυνάμεων της Αλ Νούσρα που κατέλαβε μεγάλες πόλεις όπως το Χαλέπι, πριν στρέψουν την προσοχή τους στα βορειοανατολικά.)

Λες και οι Ρώσοι, οι Ιρανοί, οι Λιβανέζοι (Χεζμπολάχ), οι Ιρακινοί (σιιτικές πολιτοφυλακές) -σημειωτέον όλοι αυτοί βρέθηκαν στη Συρία νόμιμα, κατόπιν αιτήματος της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης- ΔΕΝ πολέμησαν το Ισλαμικό Κράτος. (Τα Ηνωμένα Έθνη αναγνωρίζουν ότι η σημερινή κυβέρνηση στη Συρία είναι νόμιμη, όπως άλλωστε και οι βασικές ανεξάρτητες χώρες του κόσμου, όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία και η Νότια Αφρική. Αντίθετα οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν το 2011 ότι το καθεστώς του Άσαντ ήταν παράνομο. Οι στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ ηλιθιωδώς παπαγάλισαν αυτή την άποψη και όλοι μαζί εργάστηκαν για να υπονομεύσουν τον Άσαντ. Απέτυχαν.)

Στα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ, η Συρία είναι ένα πεδίο μάχης όπου μόνο οι ΗΠΑ με τους Κούρδους στάθηκαν ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος. Ενισχύθηκαν οι συναισθηματικοί μας δεσμοί με μια ικανή στο πεδίο της μάχης δύναμη, που πραγματικά μας αρέσει! (Πόσο ασυνήθιστο είναι αυτό, σε έναν κόσμο, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι «μας» μισούν για δίκαιους λόγους, λόγω του άφθαστου ρεκόρ άγριας βίας που εξαπολύσαμε από την Κορέα μέχρι το Βιετνάμ, και από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, μέχρι τη Λιβύη;) Το ερώτημα βέβαια, γιατί το Ισλαμικό Κράτος βρέθηκε στη Συρία καταρχήν, δεν συζητείται ποτέ. Γιατί οι εκεί άνθρωποι δεν μπόρεσαν να χειριστούν το πρόβλημα και γιατί έγινε απαραίτητη η συμμετοχή των ΗΠΑ, επίσης δεν συζητείται ποτέ.

Γιατί υπάρχει μια ιστορική έχθρα μεταξύ των Κούρδων και του τουρκικού κράτους; Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο για τις ομιλούσες κεφαλές των τηλεοπτικών καναλιών να καταλάβουν. Γιατί έπρεπε οι ΗΠΑ να επιδιώξουν την αλλαγή καθεστώτος στη Συρία, όταν η κυβέρνησή της είναι κοσμική, σθεναρά αντίθετη με την Αλ Κάιντα και άλλες ισλαμιστικές τρομοκρατικές ομάδες και διατηρεί τη σταθερότητα σε μια πολυεθνική, πολυπολιτισμική κοινωνία επί δεκαετίες;

Ξεχάστε όμως όλες τις ανησυχητικές ερωτήσεις! Ο Τραμπ πρόδωσε τους Κούρδους! Ο Τραμπ είναι ο Ιούδας που εξόργισε τον Χριστό! (Ο Πατ Ρόμπερτσον – μπερδεύοντας τον Χριστό με τον Κομφούκιο – προειδοποιεί ότι ο Τραμπ μπορεί να χάσει τη «θεϊκή εντολή» για αυτό το ζήτημα.) Χριστέ μου… Ο Ιησούς εγκαταλείπει τώρα τον εκλεκτό του, όχι γιατί αυτός κακομεταχειρίστηκε παιδιά μεταναστών στα αμερικανομεξικανικά σύνορα, αλλά επειδή απέσυρε στρατιωτικές δυνάμεις από ένα μέρος στο οποίο δεν έπρεπε ποτέ να είχαν πάει).

Ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε τελικά το αδιανόητο, έκανε κάτι ακόμα χειρότερο από το να εμπορεύεται όπλα για βρώμικες πολιτικές σκοπιμότητες στην Ουκρανία. Έχει κάνει στροφή 180 μοιρών στην επί δύο δεκαετίες εξοργιστική εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Ο Τραμπ αποκάλυψε, με τον ωμό και αστοιχείωτο τρόπο του, ότι οι ΗΠΑ δεν ξέρουν τι κάνουν στη Μέση Ανατολή, ότι χάθηκαν πολλά χρήματα, ότι χάθηκαν 4000 στρατιώτες στο Ιράκ, χωρίς καν να πάρουν τον έλεγχο του πετρελαίου. (Θυμηθείτε την εναρκτήρια ομιλία του στην CIA τον Ιανουάριο του 2017, στην οποία δήλωσε ότι «Θα έπρεπε να είχαμε κρατήσει το πετρέλαιο, αλλά δεν πειράζει, ίσως να έχουμε μια ακόμα ευκαιρία»). Δηλώνει ότι τώρα είναι ευτυχής που αφήνει άλλες δυνάμεις να τελειώσουν το Ισλαμικό Κράτος. (Ισχυρίζεται, αφενός ότι οι ΗΠΑ νίκησαν το Ισλαμικό Κράτος μονομερώς κάτω από την απαράμιλλη ηγεσία του, αναγνωρίζει όμως ότι ακόμα εξακολουθεί να υπάρχει πολλή δουλειά να γίνει και την αφήνει στους Ρώσους και στους Ιρανούς).

Αυτό είναι καλό. Η απόσυρση από την παράνομη συμμετοχή σε μια σύγκρουση είναι καλό. Η απόσυρση από ένα ευρύτερο πρότζεκτ ανατροπής καθεστώτων στην περιοχή, που προώθησαν όχι μόνο οι νεοσυντηρητικοί, αλλά και ο «φιλελεύθερος επεμβατισμός» του Στέητ Ντιπάρτμεντ υπό τη Χίλαρι Κλίντον, είναι καλό. Οι αμερικανικές δυνάμεις δεν έχουν τίποτα θετικό να συμβάλλουν στην επίλυση των συγκρούσεων στην περιοχή.

Η Ρωσία και το Ιράν, που επιθυμούν ένα ενοποιημένο κράτος της Συρίας, καθώς και οι Ιρακινοί, που φοβούνται τον κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, παροτρύνουν τους Κούρδους της Συρίας να αποδεχθούν την προσφορά περιορισμένης αυτονομίας από το συριακό κράτος. Κανείς, εκτός ίσως από κάποιες εν συγχύσει Υπηρεσίες που κρίνουν αποκλειστικά με βάση τις δικές τους εμπειρίες, δεν  φαντάζεται ότι οι Κούρδοι μπορούν πραγματικά να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο κράτος κάτω από τη μύτη της Τουρκίας, σε αντίθεση με το συριακό κράτος που υποστηρίζεται από το Ιράν, το οποίο έχει να αντιμετωπίσει επίσης το δικό του κουρδικό ζήτημα.

Σε περίπτωση που η άρνηση του Άσαντ να επιτρέψει την κουρδική ανεξαρτησία σοκάρει κάποιον αδαή, ας ρωτήσουμε πόσο σοκαριστικό είναι το γεγονός ότι η Μαδρίτη αντιτάσσεται στην ανεξαρτησία της Βαρκελώνης, ή ότι το Λονδίνο αντιτίθεται σε μια ανεξάρτητη Σκωτία, ή ότι η Ρώμη αντιτίθεται σε μια ανεξάρτητη Λομβαρδία. Εάν εξακολουθούν να σας κοιτάνε βλακωδώς, θυμίστε τους ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν καμία δουλειά να επιχειρούν στη Μέση Ανατολή. Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν δεν είχε να κάνει με την 11η Σεπτέμβρη, αλλά με μια πολιτικο-στρατιωτική επιχείρηση καταδικασμένη να αποτύχει. Ο πόλεμος στο Ιράκ βασίστηκε σε ψέματα και το μόνο που παρήγαγε ήταν ακόμα περισσότερη τρομοκρατία, και κυρίως τον Ισλαμικό Στρατό, τον κοινό εχθρό της Συρίας, του Ιράκ, του Ιράν και της Ρωσίας (και η αλήθεια είναι ότι τον πολέμησαν όλοι, ενώ παραδόξως οι ΗΠΑ απαιτούν την πρωτοκαθεδρία στον αγώνα εναντίον του κακού που οι ίδιες αρχικά δημιούργησαν). Το ιρακινό κοινοβούλιο ζητά πλέον από τις δυνάμεις των ΗΠΑ να αποχωρήσουν, ενώ οι ΗΠΑ απαιτούν από το Ιράκ να διαλύσει τις εκπαιδευμένες από το Ιράν πολιτοφυλακές που είναι τόσο ζωτικές για την πάλη κατά των Ισλαμιστών. Εν τω μεταξύ, η ιρακινή κυβέρνηση (κόντρα στην Ουάσινγκτον) υποστηρίζει τον Άσαντ και έχει συμφωνήσει σε ανταλλαγή πληροφοριών με τη Ρωσία.

Οι ΗΠΑ απέτυχαν στη Συρία, καταρχάς να ανατρέψουν την κυβέρνηση, την οποία είχαν τόσο αυθαίρετα κηρύξει παράνομη, και στη συνέχεια απέτυχαν να οδηγήσουν στην ήττα τους Ισλαμιστές, χρησιμοποιώντας την κουρδική περιοχή ως βάση για συνεχόμενες επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, η προώθηση του Συριακού Αραβικού Στρατού ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό το καθεστώς Άσαντ, όπως άλλωστε και ο έλεγχος της Ροτζάβα από τις YPG. Τα κέρδη των Κούρδων προκάλεσαν την τουρκική εισβολή ώστε να εκτοπιστεί το κουρδικό στοιχείο και να αντικατασταθεί με Άραβες πρόσφυγες από την Τουρκία. Η εθνοκάθαρση βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς ο Τραμπ ανακοινώνει ότι οι Κούρδοι είναι «πολύ ευτυχείς» με την όποια συμφωνία έχει συνάψει ο ίδιος με τον Ταγίπ Ερντογάν.

Δεν ήταν ένα τέτοιο αποτέλεσμα αναπόφευκτο; Θα πρόδιδαν ποτέ οι ΗΠΑ τη σύμμαχό τους στο ΝΑΤΟ Τουρκία, χάριν του κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα; Όταν οι ΗΠΑ πρόσθεσαν το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων πριν από 20 χρόνια, υπέθαλψαν και ενθάρρυναν την εχθρότητα του τουρκικού κράτους προς την κουρδική υπόθεση. (Απλώς αυτό ξεχάστηκε όταν οι ΗΠΑ κοίταζαν γύρω γύρω πυρετωδώς για συμμάχους το 2014, μήπως και βοηθήσει κάποιος να σκοτωθεί το τέρας του Φρανκεστάιν του Ισλαμικού Κράτους, το οποίο παρεμπιπτόντως είχε δημιουργήσει η ιρακινή κατοχή!) Το αρχικό σχέδιο ήταν να καταστραφεί το Ισλαμικό Κράτος, στη συνέχεια να συνεργαστούν με τους Κούρδους ώστε να ανατραπεί ο Άσαντ, συντονίζοντας σε αυτή τη στρατηγική και την Τουρκία. Και στη συνέχεια, με την ίδρυση ενός καθεστώτος μαριονέτας των ΗΠΑ, οι ΗΠΑ θα προχωρούσαν σε κάποια μορφή κουρδικής αυτονομίας αποδεκτής από όλα τα μέρη.

Όνειρο θερινής νυκτός. Η Χίλαρι Κλίντον μπορεί και να το επεδίωκε. Ο Τραμπ θέλει απλά να φύγει από την Μεσόγειο. Είναι ικανοποιημένος με το να παρακολουθεί κατώτερους λαούς στις χάλια χώρες τους να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον με τις αιώνιες αντιπαλότητές τους, που κανείς δεν καταλαβαίνει. Σαν να τσακώνονται μαθητές στη σχολική αυλή και να τους χαζεύουν οι μεγαλύτεροι. Αν αυτό σημαίνει την εκτόπιση και τη σφαγή των Κούρδων, αυτό δεν είναι «δικό μας» πρόβλημα. Και οι Κούρδοι, μας λέει ο Τραμπ, «δεν είναι άγγελοι». Ξεστόμισε σε αντιπροσωπεία του Κογκρέσου στο Λευκό Οίκο ότι οι Κούρδοι ήταν κομμουνιστές.

Ακριβώς όπως στη νεότητά μου ένιωθα αηδιασμένος από μια αξιολύπητη θρησκευτικότητα που επιχειρούσε να δικαιολογήσει έναν ανήθικο πόλεμο, σήμερα, στα γηρατειά μου, αισθάνομαι αηδιασμένος από τις επιδεικτικές δημόσιες εκδηλώσεις θλίψης για τους Κούρδους που θυσιάζονται. Δηλητήριο στάζει από τα κροκοδείλια δάκρυα. Τι θα έκαναν όμως ακριβώς οι πενθούντες; Θα εξαπέλυαν έναν πόλεμο ανάμεσα στην Τουρκία και στις ΗΠΑ στο Ιντλίμπ; Το γεγονός είναι ότι δεν γνωρίζουν τίποτα απολύτως για τους Κούρδους ή για το Κουρδιστάν ή για τις περίπλοκες ιστορικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ Κούρδων, Αράβων, Περσών και Τούρκων.

Το μόνο που γνωρίζουν είναι ότι υπήρξε μια στιγμή που κάποιοι στη Μέση Ανατολή (πέραν βεβαίως των Ισραηλινών), αγκάλιασαν με ενθουσιασμό τους ιμπεριαλιστές ευεργέτες τους και ήταν πρόθυμοι να εργαστούν «μαζί μας» για να κάνουν κάτι. Και τόσο βαθιά είναι η εκτίμησή τους για αυτή τη σπάνια αγάπη, που χύνουν δάκρυα οργής όταν αυτή η αγάπη βρίσκει απέναντί της μια ξαφνική αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων. Πώς τολμάει ο Τραμπ – αυτή η μαριονέτα του Πούτιν, αυτή η μαριονέτα του Ερντογάν, αυτός ο παλιός φίλος του αιματοβαμμένου πρίγκιπα της Σαουδικής Αραβίας, αυτός ο νταής της Ουκρανίας – για άλλη μια φορά να κάνει ό,τι θέλει ο εχθρός μας και να προδώσει ΟΛΟΥΣ μας;

Γιατί ως αποτέλεσμα έχει και όλοι οι άλλοι σύμμαχοι να αναρωτιούνται εάν ο λόγος των ΗΠΑ αξίζει το παραμικρό. Φρίκη! Προδίδοντας τους Κούρδους, ο Τραμπ προδίδει ολόκληρο το ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα για την περιοχή.

Οι Κούρδοι είναι σαν τον Ισαάκ, κάτω από το μαχαίρι του πατέρα Αβραάμ, στο θυσιαστήριο στο όρος Μοριά, έτοιμοι να θυσιαστούν ως σφάγιο. Όπως ο Ιησούς, ο Αμνός του Θεού, είναι σύμβολο και της κρίσης του Κυρίου, αλλά και του ελέους του. Ολόκληρη η δομή της εξουσίας στις ΗΠΑ, κατηγορεί τώρα τον Τραμπ γιατί δεν δείχνει έλεος και προδίδει τους Πασχαλινούς Αμνούς. Είναι να αμφιβάλει όμως κανείς για το αν αυτές οι εκφράσεις του θυμού και της ντροπής θα προωθήσουν τη δίκαιη υπόθεση της κρατικής κουρδικής συγκρότησης ή θα την χρησιμοποιήσουν πλήττοντάς την τελικά με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.

Ο Τραμπ αναπαράγει τώρα τον ισχυρό Ερντογάν και πασχίζει να συσχετίσει τους καθαγιασμένους Κούρδους με τον χειρότερο μπαμπούλα των ΗΠΑ. Με την απεριόριστη σοφία του εξηγεί: «Το PKK, το οποίο είναι κόμμα των Κούρδων όπως ξέρετε, είναι πιθανώς χειρότερο στην τρομοκρατία και μεγαλύτερη τρομοκρατική απειλή από πολλές απόψεις από το Ισλαμικό Κράτος… Είναι ένα εντελώς ημι- περίπλοκο πρόβλημα, όχι πολύ περίπλοκο αν είσαι έξυπνος, αλλά πάντως ένα ημι-περίπλοκο πρόβλημα». Επίσης κατηγορεί τους Κούρδους αντάρτες ότι είναι κομμουνιστές, σίγουρος όντας ότι είναι κάτι διαβολικό.

Με άλλα λόγια, το Πασχαλινό Αρνί δεν είναι και εντελώς αθώο, όπως απαιτεί η θυσία (Έξοδος 12: 5). Δεν θυσιάζεται, αλλά τρώγεται. Αυτή είναι η απόφαση του σύγχρονου Σολομώντα, ο οποίος καυχιόταν για τη «μεγάλη και ασύγκριτη σοφία» του στο συριακό ζήτημα. Αφήστε την Τουρκία να καταλάβει μεγάλο μέρος του συριακού Κουρδιστάν, να το καθαρίσει εθνοτικά, να εγκαταστήσει εκεί Άραβες. Αποδεχτείτε μια αναπόφευκτη προσέγγιση μεταξύ των κουρδικών αυτονομιστικών δυνάμεων και της Δαμασκού, υπό τη μεσολάβηση της Τεχεράνης και της Μόσχας. Αποδεχτείτε την πραγματικότητα μιας ανεξάρτητης κοσμικής Συρίας που εξακολουθεί να αντιστέκεται στο Ισραήλ, το οποίο κατέχει 700 τετραγωνικά μίλια από την επικράτειά της. Συνειδητοποιήστε ότι η Αμερική δεν μπορεί να κάνει πραγματικότητα τα όνειρα των νεοσυντηρητικών.

Αποδεχτείτε την κατηγορίας ότι βάψατε τα χέρια σας με αίμα όταν οι Τούρκοι αρχίσουν να διαπράττουν τη γενοκτονία. Γιατί όντως έχετε αίμα στα χέρια σας! Το πρόβλημα είναι ότι δεν είστε ο Θεός, που μπορεί να σταυρωθεί και να αναστηθεί κατά βούληση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον Τραμπ ή υπό τον οποιονδήποτε άλλον, δεν έχουν την ηθική υπόσταση να στρατολογούν πρόθυμους μάρτυρες στον μολυσμένο, εκτεθειμένο, καταστροφικό τους σκοπό. Οι Κούρδοι αντάρτες, εξοργισμένοι και πληγωμένοι, αλλά μάλλον όχι έκπληκτοι, δέχτηκαν με ευσυνειδησία την βοήθεια της Δαμασκού, καθώς προσπαθούν να προσαρμόσουν τα όνειρά τους σε συγκεκριμένες υλικές συνθήκες χωρίς να προσμένουν κάποια θαυματουργή σωτηρία.

Στο βαθμό που είναι κομμουνιστές (και ελπίζω ότι είναι), μπορούν να θυμηθούν τα λόγια της Διεθνούς: «Δεν υπάρχουν υπέρτατοι σωτήρες…» Οι σωτήρες είναι πάντα πλάσματα της μυθολογίας.

Πηγή: Counter Punch

Μετάφραση: antapocrisis

Όχι στην τουρκική εισβολή – Όχι σε ένα ακόμα ιμπεριαλιστικό αιματοκύλισμα

Η εισβολή του τουρκικού στρατού στη βορειοανατολική Συρία με διακηρυγμένο στόχο την εξόντωση των ενόπλων δυνάμεων των Κούρδων και ουσιαστικά την εκκαθάριση της περιοχής από το κουρδικό στοιχείο, αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο ανάφλεξης στον πόλεμο της Συρίας. Προηγήθηκε το πράσινο φως που έδωσαν οι ΗΠΑ, με την εξαγγελία της απόσυρσης της στρατιωτικής δύναμης που διατηρούσαν στην περιοχή, παραδίδοντας τους μέχρι χθες συμμάχους τους, Κούρδους, στις διώξεις Ερντογάν. Η εκεχειρία των 120 ωρών ολοκληρώθηκε με την ντε φάκτο αποδυνάμωση των κουρδικών θέσεων, την ανάδειξη ακόμα περισσότερο της Ρωσίας σε ρυθμιστική δύναμη και τον τουρκικό έλεγχο σε ζώνη εντός του συριακού εδάφους.

Η πραγματικότητα των γεγονότων και της αλληλουχίας τους, αναδεικνύει ξεκάθαρα τα εξής:

1.

Ο κυνισμός με τον οποίο οι Αμερικάνοι «πούλησαν» τους Κούρδους, αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι ο  ιμπεριαλισμός κοιτάει μόνο τα συμφέροντά του και στο όνομα αυτών δεν διστάζει να ανατινάξει χώρες, να αιματοκυλίσει λαούς, να τους αντιμετωπίσει ως αναλώσιμους και να ξεπουλήσει εθνότητες που κατά καιρούς «υιοθετεί» ως συμμάχους. Αυτή είναι η ιστορία του πολέμου στη Συρία από την αρχή του έως τώρα. Οι ΗΠΑ και από κοντά η ΕΕ, αρχικά επένδυσαν στην ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ και στο διαμελισμό της Συρίας, στο πλαίσιο του σχεδίου για μια κατακερματισμένη και ελεγχόμενη Μέση Ανατολή, όπου θα ανατραπούν ή θα αποδυναμωθούν οι «ενοχλητικές» χώρες- δυνάμεις του Ιράν, της Συρίας κ.ά. Ενίσχυσαν τις πιο σκοταδιστικές, φονταμενταλιστικές δυνάμεις από τις οποίες αναδύθηκε το τέρας του ISIS, προτού αναγκαστούν να συμβάλουν στην αντιμετώπισή του, αφού αυτό έγινε ανεξέλεγκτο. Αυτός ο βασικός σχεδιασμός έχει πλέον ηττηθεί. Η πολιτική των ΗΠΑ για απόσυρση από τη Συρία και εγκατάλειψη των Κούρδων, γίνεται στο έδαφος της ήττας του βασικού τους σχεδίου αλλά και ως κίνηση επαναπροσέγγισης με την Τουρκία, που παρά τις όποιες αντιπαραθέσεις και τις πολιτικές φθοράς της, κυρίως οικονομικής, προκειμένου να «συνετιστεί», παραμένει πολύ σημαντική για να χαριστεί στην επιρροή της Ρωσίας. Οι αμερικανικές εξαγγελίες για κυρώσεις, που περισσότερο σχετίζονται με αντιφάσεις εντός του συστήματος εξουσίας των ΗΠΑ, δεν αναιρούν το γεγονός ότι η τουρκική στρατιωτική εισβολή αποτελεί μια ακόμη «ευγενική χορηγία» του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή μας.

Ο προσανατολισμός στα γεγονότα με κριτήριο τους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, τα γεωπολιτικά συμφέροντα και αντιπαραθέσεις δεν αποτελεί «εμμονή» αλλά πολιτικό ζήτημα ουσίας. Τοποθετήσεις που αγνοούν ή παραβλέπουν το ρόλο και τις επιδιώξεις του ιμπεριαλισμού είναι –στην καλύτερη περίπτωση– αποπροσανατολιστικές. Έτσι, φαίνεται πόσο περιοριστική ήταν η πολιτική οπτική που επέλεγε να βλέπει μόνο ένα εγχείρημα χειραφέτησης των Κούρδων και αγνοούσε τον αυτοκτονικό εναγκαλισμό τους με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τα σχέδιά του στη Συρία.

2.

Αναδεικνύεται για άλλη μια φορά, με επώδυνο τρόπο για τον κουρδικό λαό, ότι οι λαοί δεν έχουν ανάγκη και δεν πρέπει να επιδιώκουν να έχουν «προστάτες». Η επιλογή της ηγεσίας του κουρδικού κινήματος –με παράδοση πατριωτική και αντιιμπεριαλιστική, του οποίου η ηρωική αντίσταση απέναντι στους τζιχαντιστές, πριν ακόμα ενταχθεί στο συνασπισμό δυνάμεων υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ, θα πρέπει να αναγνωρίζεται– να «συμμαχήσει» με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και να συνταχθεί με το σχέδιο διαμελισμού της Συρίας, προσδοκώντας ότι θα μπορέσει να προωθήσει τους δικούς του στόχους για αυτοδιάθεση, διαψεύδεται οικτρά καθώς ο θεωρούμενος ως προστάτης τους, τους αφήνει βορά στην τουρκική στρατιωτική εισβολή.

Το μήνυμα ωστόσο αφορά –ή θα έπρεπε να αφορά– όλους όσους εντάσσονται στα στρατηγικά σχέδια των ΗΠΑ στην περιοχή μας, σε Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή, στο όνομα της ασφάλειας που «εγγυάται» η πρόσδεση στο άρμα του μεγάλου συμμάχου. Ο ελληνικός αστικός πολιτικός κόσμος, που τόσο επί ΣΥΡΙΖΑ όσο και επί ΝΔ πορεύεται με το αφήγημα της «στριμωγμένης» και παραπαίουσας Τουρκίας και της ευκαιρίας να αναδειχτεί η Ελλάδα σε «προνομιακό εταίρο» για ΗΠΑ και ΝΑΤΟ στην περιοχή, και ως εκ τούτου μετατρέπει τη χώρα ακόμη περισσότερο σε μια μεγάλη αμερικανονατοϊκή βάση, θα έπρεπε να αισθάνεται τεράστια αμηχανία μπροστά στις εξελίξεις, αν δεν ήταν άνευ όρων εξαρτημένος σε ΗΠΑ και ΕΕ. Για το λαό και τη χώρα όμως, τίθεται όλο και πιο επιτακτικά ως ζητούμενο μια εξωτερική πολιτική, ανεξάρτητη και πολυδιάστατη, σαν η πιο ουσιαστική εγγύηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Είναι πλέον σαφές και ιστορικά αποδεδειγμένο ότι μια τέτοια ανεξάρτητη  αντιμπεριαλιστική πατριωτική πολιτική μπορεί να την εγγυηθεί μόνο ο λαός και οι εργαζόμενοι της χώρας.

3.

Η Τουρκία έχει τη φιλοδοξία και τη στρατηγική να λειτουργήσει στην ευρύτερη περιοχή σαν μεγάλη ηγεμονική περιφερειακή δύναμη, εκμεταλλευόμενη τις δυνατότητες και την γεωπολιτική θέση που έχει. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσεται και ο τουρκικός επεκτατισμός που μετά την επί 45 χρόνια κατοχή στην Κύπρο, εκδηλώνεται έμπρακτα με τη στρατιωτική εισβολή στη Συρία. Η επεκτατική και αναθεωρητική για τα σύνορα πολιτική δεν περιορίζεται μόνο στα νότια της Τουρκίας. Είναι υπαρκτή και στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Κύπρου και του Αιγαίου. Η αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, «το γκριζάρισμα» περιοχών της ελληνικής επικράτειας, η υφαλοκρηπίδα, τα δώδεκα μίλια, οι σχεδόν καθημερινές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, είναι εκδηλώσεις και αποτέλεσμα του τούρκικου επεκτατισμού. Η ολόπλευρη εξάρτηση της χώρας, ο ραγιαδισμός και η τυχοδιωκτική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, με την ακόμη μεγαλύτερη πρόσδεση σε ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, τον άξονα με Κύπρο-Ισραήλ-Αίγυπτο, την προσδοκία ότι η εμπλοκή ξένων πολυεθνικών στις εξορύξεις υδρογονανθράκων θα σημάνει και εμπλοκή των αντίστοιχων χωρών στις εξελίξεις σε Κύπρο και Αιγαίο, όχι μόνο δεν μπορεί να διαφυλάξει τα εθνικά συμφέροντα και να ανακόψει  τον τούρκικο επεκτατισμό, αλλά εγκυμονεί ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους και δεινά. Μόνο η ανάπτυξη ισχυρού αντιιμπεριαλιστικού, αντιπολεμικού κινήματος στην Ελλάδα, την Τουρκία, σε όλη τη Μ. Ανατολή μπορεί να ανακόψει τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και να διαφυλάξει την ειρήνη, την αλληλεγγύη και τη φιλία των λαών.

4.

Η εκεχειρία των 120 ωρών ολοκληρώθηκε με την καταρχήν επιτυχία της επιδίωξης Ερντογάν να δημιουργήσει μια ελεγχόμενη ζώνη ασφαλείας εντός συριακού εδάφους. Η Ρωσία κερδίζει έδαφος καθώς απομακρύνει ακόμα περισσότερο τη δημιουργία ενός φιλοαμερικανικού κουρδικού κρατιδίου που θα μπαίνει σφήνα στον άξονα Ιράν – Ιράκ – Συρία – Χεσμπολάχ. Η κυβέρνηση της Συρίας κάνει ένα ακόμα βήμα στην αποκατάσταση της ακεραιότητας της χώρας της ακόμα και αν «μοιράζεται» τμήμα της εδαφικής της κυριαρχίας με την Τουρκία. Οι ΗΠΑ αποχώρησαν και από το βορειοανατολικό τμήμα της Συρίας εγκαταλείποντας τους οριστικά τους Κούρδους, σφραγίζοντας με αυτόν τον τρόπο, τόσο τις εγγενείς αντιφάσεις και εσωτερικές αντιπαραθέσεις της Ουάσινγκτον όσο και την ήττα των επιδιώξεών τους στο συριακό μέτωπο. Από κάθε άποψη οι χαμένοι των τελευταίων εξελίξεων είναι οι Κούρδοι.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και μετά τη συμφωνία της εκεχειρίας, η κατάσταση στη Συρία παραμένει εύφλεκτη, καθώς το υλικό των επόμενων αναφλέξεων και συγκρούσεων παραμένει ενεργό. Οι ισχύουσες διευθετήσεις δεν λύνουν με δίκαιο τρόπο τις αντιθέσεις στην περιοχή, ενώ ο τουρκικός έλεγχος επί συριακών εδαφών αποτελεί θρυαλλίδα για ένα νέο κύκλο αιματοκυλίσματος.

Η τουρκική εισβολή στη Συρία και η κατοχή με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τμήματος των συριακών εδαφών είναι παράνομη και πρέπει να σταματήσει.

Ο αγώνας των Κούρδων ενάντια σε πολιτικές και στρατιωτικές επιχειρήσεις εξόντωσής τους είναι δίκαιος.

Το δικαίωμα του συριακού κράτους να υπερασπιστεί την εδαφική του ακεραιότητα είναι απαραβίαστο.

Έξω οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις από τη Συρία και τη Μ. Ανατολή – Οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από προστάτες.

Ιντλίμπ

Πούτιν και Ερντογάν κατέληξαν σε μια καλή συμφωνία για την Ιντλίμπ

Το παρακάτω άρθρο του E. J. Magnier, αν και γραμμένο από εμφανώς φιλο-ρωσική σκοπιά δίνει μια ιδιαίτερη οπτική στη φαινομενικά περίεργη συμφωνία Ρωσίας – Τουρκίας για την πόλη Ιντλίμπ, η οποία έδινε χρόνο στους τζιχαντιστές. Ο συγγραφέας εκτιμά ότι το κρίσιμο στη συγκεκριμένη απόφαση είναι η πάση θυσία αποφυγή κάθε προσχήματος για μια νέα αμερικανική επέμβαση στη Συρία.

Έντονος προβληματισμός εκφράζεται για την μοίρα της πόλης Ιντλίμπ αφότου οι πρόεδροι Βλαντιμίρ Πούτιν και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατέληξαν σε μια συμφωνία που οδήγησε σε αναστολή της πολυαναμενόμενης στρατιωτικής επιχείρησης κατά των τζιχαντιστών και των συμμάχων τους. Λίγες μόνο λεπτομέρειες της συμφωνίας έχουν αποκαλυφθεί, ήταν όμως αρκετές για να γεννήσουν αμφιβολίες τόσο για την εγκυρότητά της όσο και για την βιωσιμότητά της. Σε κάθε περίπτωση, αισιοδοξία διαποτίζει την ρωσική, ιρανική και τουρκική πλευρά – ενώ οι τζιχαντιστές στην Ιντλίμπ και τα περίχωρά της δεν αντιμετωπίζουν πλέον το ενδεχόμενο της ένοπλης σύρραξης ως αναπόφευκτο. Η βασική διαφορά, μετά την συμφωνία Πούτιν-Ερντογάν, έγκειται στο ότι η Τουρκία ούτε θα έχει πλέον τέτοια στρατιωτική παρουσία, ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί τους τζιχαντιστές, ούτε θα εκμεταλλεύεται ο Ερντογάν ως πλεονέκτημα τις αναταράξεις που προκαλεί στην Ευρώπη, όταν απειλεί με μια βιβλικού τύπου «Έξοδο εκατομμυρίων προσφύγων» προς τη Γηραιά Ήπειρο, προκειμένου να αποφύγει την στρατιωτική σύγκρουση για την Ιντλίμπ.

Αυτό που δεν έχει γίνει τόσο ξεκάθαρο από τις δημοσιοποιημένες πληροφορίες είναι το γεγονός ότι αμφότεροι Ερντογάν και Πούτιν συνεισέφεραν στην αποκλιμάκωση της έντασης για το θέμα της Ιντλίμπ -μιαν ένταση την οποία οι ίδιοι είχαν κλιμακώσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών- και κατέληξαν σε μια προσήκουσα και ικανοποιητική συμβιβαστική λύση.

Πριν την συμφωνία για την Ιντλίμπ, ο Πούτιν είχε δεσμευθεί για την εκκαθάριση της πόλης και των περιχώρων της από τζιχαντιστές και είχε στηρίξει την ρητορική του Σύρου Προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, που δήλωνε ότι: «και η τελευταία σπιθαμή της Συρίας θα απευλευθερωθεί». Ο συριακός στρατός είχε συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών εντός της περιοχής των 4.000 τ.χλμ. στα βόρεια σύνορα που έχει καταληφθεί από την Τουρκία, τους πολεμικούς της «αντιπροσώπους» και άλλες τζιχαντιστικές ομάδες. Η παραπάνω ενέργεια πυροδότησε την έντονη αντίδραση των ΗΠΑ, οι δυνάμεις των οποίων έχουν καταλάβει περιοχές στην βορειοανατολική (al-Hasaka) και ανατολική (al-Tanf) Συρία.

Εάν δεν είχε συναφθεί η συμφωνία, η προοπτική απελευθέρωσης της Ιντλίμπ –που θα σήμαινε την εξάλειψη κάθε στρατιωτικής κατοχής του ISIS στην ανατολική Μεσόγειο- θα ακύρωνε κάθε πρόσχημα για την παραμονή των αμερικανικών δυνάμεων και την διατήρηση κατεχόμενων περιοχών στην Συρία. Μια τέτοια εξέλιξη θα ανάγκαζε την Ουάσινγκτον να «ξηλώσει» τις τρεις μεγαλύτερες βάσεις της (από τις περίπου 12 που διαθέτει συνολικά) καθώς και τα αεροδρόμια που είχε εγκαταστήσει στη Συρία κατά την περίοδο που αμφισβητούνταν η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ. Η αμφισβήτηση αυτή είχε ωθήσει τις ΗΠΑ στο να αναζητήσουν Ευρωπαίους συμμάχους και να καταστρώσουν από κοινού ένα σχέδιο για να πλήξουν το συριακό στρατό, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τις φαινομενικές «χημικές επιθέσεις» του Άσαντ, και για να θέσουν ένα τέρμα στις ροές των προσφύγων προς την Γηραιά Ήπειρο. Προκειμένου να απαντήσουν στους μεγαλύτερους ελιγμούς που έχει κάνει ο ρωσικός στρατός μέχρι σήμερα κατά μήκος των ακτών της Συρίας, οι ΗΠΑ συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στη Μεσόγειο.

Η Ρωσία και το Ιράν αντιλαμβάνονταν ότι οι ΗΠΑ ήταν αποφασισμένες να βρουν – ή ακόμα και να κατασκευάσουν – οποιοδήποτε πρόσχημα προκειμένου να χτυπήσουν το συριακό στρατό. Εάν η Ρωσία δεν προσέτρεχε προς υπεράσπιση του Σύρου συμμάχου της, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε εξευτελισμό για τον Πούτιν. Η Μόσχα θα «ξέμενε» με μια πολύ αδύναμη χώρα, με τον τίτλο της υπερδύναμης που κατέχει -ο οποίος θα σχετιζόταν με τον αριθμό των πυρηνικών όπλων που διαθέτει και θα περιοριζόταν σε αυτόν-, και με το ειδικό βάρος που έχει ο ρόλος της στον ΟΗΕ, αλλά θα εμφανιζόταν προφανώς ανήμπορη να προστατεύσει τους συμμάχους της. Στην περίπτωση που η Ρωσία απαντούσε με αντίποινα σε μια αμερικανική επίθεση στη Συρία, το πιθανό αποτέλεσμα θα ήταν πέρα από κάθε φαντασία.

Για τον Ερντογάν, ο πόλεμος στην Ιντλίμπ θα σήμαινε την απώλεια της θέσης του ως ηγέτη του ισλαμικού κόσμου. Θα ακολουθούσε το δρόμο της Σαουδικής Αραβίας προς την ατίμωση· η Σαουδική Αραβία, πάλαι ποτέ ηγέτιδα δύναμη του ισλαμικού κόσμου, απώλεσε το ρόλο αυτό εξαιτίας της ανοιχτής ευθυγράμμισής της με τις πολιτικές των ΗΠΑ και του Ισραήλ για τη Μέση Ανατολή και για το Παλαιστινιακό ζήτημα ειδικότερα. Στο ενδεχόμενο απελευθέρωσης της Ιντλίμπ από τις συριακές και ρωσικές δυνάμεις, οι «στρατιωτικοί αντιπρόσωποι» του Ερντογάν θα έμεναν απροστάτευτοι και το κύρος του στο εσωτερικό της Τουρκίας θα υπονομευόταν.

Όμως η Ρωσία και η Τουρκία μοιράζονται θεμελιώδη στρατηγικά συμφέροντα, ίσως περισσότερα κι από αυτά που συνδέουν Ρωσία και Ιράν. Επιπροσθέτως, ο Πούτιν δημιουργεί μία ρωγμή εντός του ΝΑΤΟ επιτυγχάνοντας μια εμπορική, στρατιωτική και στρατηγική συμμαχία με ένα τόσο σημαντικό κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, την Τουρκία.

Όλοι όσοι υπέγραψαν τη συμφωνία, συμπεριλαμβανομένου και του Ιράν (που έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την επιτυχή έκβαση), έχουν πολλά να χάσουν και λίγα να κερδίσουν στην περίπτωση μιας ένοπλης σύγκρουσης για την Ιντλίμπ. Οι μόνοι που θα κέρδιζαν από μια σύγκρουση θα ήταν οι τζιχαντιστές. Η συμφωνία Πούτιν-Ερντογάν επιβάλλει την δημιουργία μιας αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης 15-20 χιλιομέτρων, που θα βρίσκεται υπό τον αποκλειστικό έλεγχο των τζιχαντιστών. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν ένοπλοι τζιχανιστές της αλ-Νούσρα στην αγροτική ανατολική Ιντλίμπ, στην αγροτική Χάμα και στην πεδιάδα της Σαλ–αλ-Γκαμπ. Όλα τα οχυρωματικά έργα θα πρέπει να απομακρυνθούν, όλος ο βαρύς οπλισμός να «ξηλωθεί», ενώ δεν θα επιτρέπονται επιθέσεις εναντίον θέσεων του συριακού στρατού.

Η Τουρκία δεν θα μπορέσει σε καμία περίπτωση να εφαρμόσει πλήρως την συμφωνία μέχρι τις 10 Οκτωβρίου ή τις 15 Νοεμβρίου ή ακόμη και μέχρι τις 15 Ιανουαρίου. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία θα πρέπει να αρχίσει να εφαρμόζει ό,τι είναι καταρχήν εφικτό, προκειμένου να επιβάλλει τον έλεγχό της στην Ιντλίμπ και τα περίχωρά της. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι υπάρχουν δύο πιθανά σενάρια: είτε οι τζιχαντιστές θα επαναξιολογήσουν τις επιλογές τους και θα αποφασίσουν να επιτεθούν στην Τουρκία, είτε θα συγχωνευθούν με τουρκικές παραστρατιωτικές ομάδες και θα επιτρέψουν στους ξένους μαχητές να αποχωρήσουν.

Η πρώτη επιλογή είναι αυτοκτονική, καθώς θα βρουν απέναντί τους το συριακό, τον τουρκικό και το ρωσικό στρατό, και πάνω από όλα τις δεκάδες χιλιάδες των «ανταρτών» που έχουν αναλάβει ρόλο στρατιωτικού αντιπροσώπου της Τουρκίας στην περιοχή. Οι τζιχαντιστές θα μπορούσαν να βασιστούν στον Αλλάχ και να αρχίσουν μια μάχη εντός της περιοχής των 4.000 τ.χλμ., χωρίς καμιά προοπτική για το μέλλον, με αποτέλεσμα να πεθάνουν μαχόμενοι. Μια τέτοια εξέλιξη είναι σε μεγάλο βαθμό απίθανη, ωστόσο δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει το ενδεχόμενο μικρές τζιχαντιστικές ομάδες να απορρίψουν την συμφωνία, πυροδοτώντας εσωτερική διαμάχη στην Ιντλίμπ και τα περίχωρά της.

Εντωμεταξύ, οι σύμμαχοι της Συρίας έχουν ενισχύσει τις θέσεις τους μέσα στο Χαλέπι με μεγάλο αριθμό στρατιωτικών μονάδων ειδικών δυνάμεων. Η παραπάνω κίνηση έρχεται ως αντίδραση σε πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών που αποκάλυψαν σχέδια των τζιχαντιστών να επιτεθούν στην κατοικημένη περιοχή “apartments 3000 project”[1], σε περίπτωση αποτυχίας της συμφωνίας.

Η Ρωσία δεν επιθυμεί ένα νέο πόλεμο στη Συρία, αλλά τον τερματισμό του πολέμου που μετράει ήδη 7 χρόνια. Κατά συνέπεια, θα ήταν μάλλον αδιανόητο να ξεκινήσει η Ρωσία μια επίθεση στην Ιντλίμπ την ίδια στιγμή που πλήθος στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ και της ΕΕ βρίσκονται παρούσες και σε επιφυλακή στην περιοχή, με μερικές εξ αυτών να πραγματοποιούν ήδη στρατιωτικούς ελιγμούς στην Μεσόγειο, αρκετά έτοιμες να βομβαρδίσουν τον συριακό στρατό. Η συμφωνία για την Ιντλίμπ προσφέρει στον Πούτιν και τον Ερντογάν τη δυνατότητα να απεγκλωβιστούν από τη δύσκολη θέση τους και θα αναστατώσει τα σχέδια των ΗΠΑ για παράταση του πολέμου στη Μέση Ανατολή. Εφόσον η Τουρκία δεν περιοριστεί μόνο στις καλές προθέσεις, αλλά προχωρήσει σε αυστηρή εφαρμογή μερικών έστω από τους όρους της συμφωνίας για την Ιντλίμπ, θα υπάρχει πάντα η δυνατότητα της επέκτασής της. Ένα πράγμα είναι βέβαιο αυτή τη στιγμή· η Τουρκία θα επιβάλλει τον έλεγχό της στην πόλη της Ιντλίμπ και τα περίχωρά της. Αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει ο πρόεδρος Άσαντ προς το παρόν – τουλάχιστον μέχρις ότου οι ΗΠΑ να δώσουν οριστικό τέλος στα πολεμικά τους σχέδια.

Πηγή: ejmagnier.com

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

[1] ΣτΜ – «Apartments 3000 project”:  Οικιστική ζώνη στο Χαλέπι, όπου κτίστηκαν 3.000 διαμερίσματα με κρατική πρωτοβουλία –στα πρότυπα των δικών μας «εργατικών κατοικιών». Υπήρξε πεδίο εκτεταμμένων ένοπλων συγκρούσεων στη μάχη για την απελευθέρωση της πόλης από το συριακό στρατό.

Οι Κούρδοι έχασαν την ευκαιρία να αποφασίσουν τη μοίρα τους: Τώρα μόνο η Δαμασκός μπορεί να τους σώσει.

Οι Κούρδοι έχασαν την ευκαιρία να αποφασίσουν τη μοίρα τους: Τώρα μόνο η Δαμασκός μπορεί να τους σώσει.

Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποχωρήσει από τη Συρία «πολύ σύντομα» και να  παραδώσει  την πόλη του Μάνμπιτζ στην Τουρκία έπεσε σαν κεραυνός στους Σύριους Κούρδους στο βόρειο τμήμα της χώρας. Αυτοί οι Κούρδοι, οι οποίοι λειτουργούν καθημερινά ως ασπίδα προστασίας για τις δυνάμεις των ΗΠΑ, χειραγωγήθηκαν επίτηδες από το αμερικανικό κατεστημένο για να καλύψουν και να προστατεύσουν τις κατοχικές δυνάμεις των ΗΠΑ στη βορειοανατολική Συρία. Ο Τραμπ εμφανίζεται έτοιμος να εγκαταλείψει τους Κούρδους από μέρα σε μέρα. Όμως δεν αρκείται σε αυτό: ο Τραμπ βγάζει τώρα τους Κούρδους σε «δημοπρασία», περιμένοντας ποια θα είναι η αραβική χώρα που θα καταλάβει την ελεγχόμενη από τους Κούρδους περιοχή και θα αντικαταστήσει τους Αμερικάνους στο έδαφος που προς το παρόν έχουν τις βάσεις τους.

Ποιες είναι λοιπόν οι επιλογές για τους Κούρδους;

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ προφανώς δεν δίνει δεκάρα για τη τύχη των Κούρδων. Είναι έτοιμος να τους εγκαταλείψει, παρότι ξέρει ότι δεν έχουν άλλο μέρος να πάνε ή άλλη προστασία να αναζητήσουν. Οι Κούρδοι έχασαν την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης στη Δαμασκό, λόγω των ανόητων πολιτικών και στρατιωτικών επιλογών τους – και, φυσικά, καταδιώκονται από την Τουρκία, η οποία θεωρεί ότι όλοι οι Κούρδοι της Συρίας είναι μέρος των Μονάδων Προστασίας του Κουρδικού Λαού (YPG), μια ομάδα που η Άγκυρα θεωρεί τρομοκρατική.

Οι «μύθοι» γύρω από τους Κούρδους (ότι «είναι οι καλύτεροι μαχητές εναντίον του Ισλαμικού Κράτους» ή ότι «είναι οι καλύτεροι σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών») είναι λάθος. Αυτή η ρητορική προέρχεται κυρίως από τη δεκαετία του 1990, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν το Κουρδιστάν για να δημιουργήσουν ένα προγεφύρωμα στο Ιράκ την εποχή του Σαντάμ Χουσεΐν.

Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ θεώρησαν τους Κούρδους ως μια γέφυρα στη Μέση Ανατολή που θα τους επέτρεπε την παρουσία των στρατιωτικών και των μυστικών τους υπηρεσιών για τις ίδιες και για το Ισραήλ. Με τον πόλεμο που επιβλήθηκε στη Συρία, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσεδαφίστηκαν στη συριακή κουρδική ζώνη της Αλ-Χασάκα με την ελπίδα να διαιρέσουν την περιοχή ανάμεσα στη Συρία και το Ιράκ. Επιπλέον, οι Κούρδοι του Ιράκ και της Συρίας δεν έχουν κανένα πρόβλημα να διακηρύσσουν ανοιχτά τους στενούς δεσμούς τους με το Ισραήλ παρά την εχθρότητα των κρατών στα οποία ζουν: και του Ιράκ και της Συρίας.

Ο Συριακός Στρατός και οι σύμμαχοί του πολέμησαν το Ισλαμικό Κράτος σε ολόκληρη τη επικράτεια, χάνοντας δεκάδες χιλιάδες αξιωματικούς και στρατιώτες. Και στο Ιράκ, οι ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας πολέμησαν επίσης το Ισλαμικό Κράτος στο σύνολο της ιρακινής επικράτειας, όπου το ISIS ήταν παρόν και έχασαν επίσης χιλιάδες αξιωματικούς και στρατιώτες (οι Λαϊκές Δυνάμεις Κινητοποίησης – Hashd αλ-Sha‘bi μόνες τους έχασαν πάνω από 11.000 μαχητές).

Αντίθετα, οι απώλειες για τους Κούρδους και σε εξοπλισμό και σε έμψυχο δυναμικό ήταν πολύ πιο περιορισμένες. Στο Ιράκ, ενώ πολεμούσαν το ISIS στην κουρδική ζώνη του βορρά, οι Κούρδοι έχασαν περίπου 2.000 μαχητές. Και στη Συρία, όταν οι Κούρδοι πολέμησαν εναντίον του ISIS, οι απώλειες των μαχητών τους ήταν κάποιες εκατοντάδες.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες τζόγαραν στο κουρδικό όραμα: οι Κούρδοι της Συρίας και του Ιράκ ήθελαν να ιδρύσουν ένα κράτος. Η Ουάσιγκτον τροφοδότησε αυτό το όνειρο με τη δική της ανάγκη να έχει τοπικές δυνάμεις ως αντιπροσώπους της, για να δημιουργήσει βάσεις σε περιοχές όπου το Ιράν έχει ισχυρή επιρροή (στο Ιράκ και στη Συρία). Το κουρδικό σχέδιο απέτυχε στο Ιράκ λόγω της αποφασιστικής θέλησης της Ιρακινής κεντρικής κυβέρνησης να αποτρέψει τη διχοτόμηση της χώρας. Στη Συρία, το εν λόγω σχέδιο, δεν είχε και δεν έχει καμία πιθανότητα να πετύχει επειδή και η Τουρκία, και το Ιράν, και το Ιράκ και η Συρία έχουν δικούς τους λόγους η καθεμία να αποτρέψουν είτε ένα κουρδικό κράτος είτε μια αμερικανική κατοχή στο βόρειο τμήμα της Συρίας.

Κανείς δεν περιμένει οι Ηνωμένες Πολιτείες να φύγουν χωρίς να κερδίσουν κάποιο αντάλλαγμα για την απόσυρσή τους ή ένα ακόμη υψηλότερο αντάλλαγμα για την παραμονή τους. Ο Τραμπ αναίρεσε την απόφασή του να αποσύρει τις δυνάμεις του στη Συρία «πολύ σύντομα», χωρίς να δώσει ακριβές χρονοδιάγραμμα για τη παραμονή τους. Στη συνέχεια ζήτησε από άλλες χώρες να αντικαταστήσουν τις αμερικανικές δυνάμεις, χωρίς να υπολογίσει τους Κούρδους. Οι Κούρδοι είναι αλήθεια ότι δεν τον νοιάζουν ιδιαίτερα. Η κίνηση αυτή δείχνει επίσης ότι δεν επιθυμεί να αναλάβει τα έξοδα. Στην πραγματικότητα οι Αμερικανοί δεν έχουν ξοδέψει κανένα ιδιαίτερο ποσό, ούτε καν στην ανοικοδόμηση της Ράκα την οποία κατέστρεψαν για να απομακρύνουν τον ISIS.

Όποια κι αν είναι η απόφαση (είτε πρόκειται να μείνουν, είτε πρόκειται να φύγουν οι αμερικανικές δυνάμεις), οι Σύριοι Κούρδοι έχασαν την ευκαιρία να αποφασίσουν για τη μοίρα τους, κυρίως λόγω της επαναλαμβανόμενης απόφασής τους να κρυφτούν κάτω από τα φουστάνια των ΗΠΑ.

Στο θύλακα του Αφρίν στη βορειοδυτική Συρία, η κουρδική διοίκηση αρνήθηκε να παραδώσει την περιοχή στον έλεγχο της συριακής κυβέρνησης. Οι Κούρδοι αποφάσισαν να πολεμήσουν τον πιο αδίστακτο εχθρό τους, την Τουρκία, επί δύο μήνες, για να χάσουν τελικά ολόκληρη την περιοχή και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες να καταφύγουν στην Αλ-Χασάκα και το Ντεϊρ-Εζούρ. Η διοίκηση του Αφρίν πίστευε ότι ο όλος κόσμος θα έτρεχε να τους υποστηρίξει και να εμποδίσει τη στρατιωτική προώθηση της Τουρκίας: αυτό ήταν το μεγαλύτερό τους λάθος. Στην πραγματικότητα, μόνο ο πρόεδρος Άσαντ έστειλε 900 άνδρες από τις Δυνάμεις Εθνικής Άμυνας (NDF) για να βοηθήσει την αντίσταση στο Αφρίν, αλλά απέτυχε να πείσει την τοπική διοίκηση να επιτρέψει στον συριακό στρατό να πάρει τον έλεγχο του θύλακα του Αφρίν, πριν να είναι πολύ αργά. Οι ΗΠΑ προτίμησαν να δουν τους Τούρκους στρατιώτες (τον αγριότερο εχθρό των Κούρδων) να ελέγχουν το Αφρίν, παρά τις δυνάμεις της Δαμασκού.

Οι Κούρδοι φαίνεται να μην καταλαβαίνουν ότι δεν είναι πλέον το «αγαπημένο παιδί» της Δύσης. Επέλεξαν να αγνοήσουν το λάθος που έκαναν οι Κούρδοι του Ιράκ όταν αποφάσισαν να πάνε σε δημοψήφισμα και απέτυχαν θεαματικά να ιδρύσουν το ανεξάρτητο κράτος τους. Και οι ΗΠΑ θα ήταν μάλλον ευτυχείς αν περισσότεροι Κούρδοι του Αφρίν εκτοπίζονταν και συγκεντρώνονταν στην Αλ-Χασάκα, γιατί έτσι θα υπήρχαν περισσότεροι μαχητές – αντιπρόσωποι των ΗΠΑ ώστε να υποστηρίξουν τους στόχους της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή.

Είναι γνωστό ότι οι Κούρδοι έχασαν εκατοντάδες μαχητές πολεμώντας το Ισλαμικό Κράτος για να ανακτήσουν το Μανμπίτζ, τη Ράκα και άλλα χωριά στην Αλ-Χασάκα και στο Ντεϊρ-Εζούρ. Πολέμησαν για να υποστηρίξουν την αμερικανική κατοχή στην βορειοανατολική Συρία, προσφέροντας στη Ουάσιγκτον μια δικαιολογία να παραμείνει στα συριακά εδάφη, υποστηρίζοντας ότι η παρουσία της εκεί είχε σχέση με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Όχι μόνο δεν επενέβησαν οι ΗΠΑ στο Αφρίν, αλλά η Ουάσιγκτον ζήτησε από τις κουρδικές δυνάμεις του YPG να παραδώσουν το Μανμπίτζ στη Νατοϊκή σύμμαχο των ΗΠΑ, την Τουρκία.

Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου δήλωσε, μετά τη συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του, Mike Pompeo, ότι «οι ΗΠΑ και η Τουρκία θα ξεκινήσουν από κοινού να ελέγχουν την πόλη Μανμπίτζ». Οι τοπικές αραβικές φυλές al-Bubna, al-Baqqarah και al-Tayy εξέδωσαν ανακοινώσεις «καλωσορίζοντας τις τουρκικές δυνάμεις στην Μανμπίτζ, καθώς έτσι θα τερματιστεί η κατοχή της πόλης από το PYD και το ΡΚΚ».

Είναι σαφές ότι οι Κούρδοι δέχθηκαν εκούσια να χειραγωγηθούν από τις ΗΠΑ, ελπίζοντας να τους μείνουν τα ψίχουλα που θα τους αφήσουν οι Αμερικάνοι και ίσως να υλοποιήσουν το όνειρο της ανεξαρτησίας. Πλέον κάτι τέτοιο, φαίνεται πολύ μακριά από το να συμβεί, τουλάχιστον για τις επόμενες δεκαετίες.

Οι Κούρδοι έμειναν έκπληκτοι όταν άκουσαν τον Ντόναλντ Τραμπ να δηλώνει υπέρ μιας άμεσης απόσυρσης των ΗΠΑ από τη Συρία, συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι είχαν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους μέσα σε μία νύχτα. Ήταν δύσκολο για τους Κούρδους να βλέπουν τους Αμερικανούς να τους γυρνάνε την πλάτη και να ενεργούν σύμφωνα με το δικό τους εθνικό συμφέρον, χωρίς έγνοια για το τι μπορεί να συμβεί μετά την απόσυρσή τους, αγνοώντας επιπλέον τις θυσίες που έχουν κάνει οι Κούρδοι για να βοηθήσουν στην επίτευξη των στόχων των ΗΠΑ στη Συρία.

Όταν ο Τραμπ δέχθηκε να παραμείνουν οι δυνάμεις των ΗΠΑ «λίγο ακόμα», η απόφαση αυτή έδωσε μια προσωρινή -αλλά απατηλή- ελπίδα στους Κούρδους, νομίζοντας ότι η μοίρα τους πήρε μια μικρή αναβολή. Για πόσο καιρό όμως; Μόνο μέχρι να αποσύρουν οι ΗΠΑ όλες τις δυνάμεις τους ή αναγκαστούν να υποχωρήσουν υπό την πίεση της «συριακής αντίστασης» που αρχίζει να δυναμώνει στην περιοχή της Συρίας που έχει καταληφθεί από τις ΗΠΑ.

Η νεοεμφανισθείσα αντίσταση φαίνεται να οργανώνεται από τις τοπικές φυλές, κυρίως τους Μπακαρά και τους Αλ Ασάσνεχ καθώς και άλλες τοπικές ομάδες έτοιμες να ξεσηκωθούν εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων, επαναφέροντας στη μνήμη το πώς ξεκίνησε η εξέγερση ενάντια στις δυνάμεις των ΗΠΑ, στη Βαγδάτη το 2003.

Αυτό που οι Σύριοι Κούρδοι δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ή να συνειδητοποιήσουν είναι ότι ο Τραμπ δεν θα λοξοδρομήσει καθόλου από το δρόμο του για να τους προστατεύσει, ούτε θα βάλει την αεροπορία του να μεταφέρει τους Κούρδους στις ΗΠΑ, όταν έρθει η ώρα να φύγουν οι ΗΠΑ από τη Συρία. Το αποτέλεσμα είναι προβλέψιμο: όταν τελειώσει ο πόλεμος, κανείς δεν θέλει τους «αντιπροσώπους» που πολεμούσαν για λογαριασμό τους. Γίνονται άχρηστο φορτίο.

Ακόμη περισσότερο, οι ΗΠΑ δεν σκοπεύουν να εξαλείψουν ολοκληρωτικά το Ισλαμικό Κράτος γιατί αυτή η δύναμη νομιμοποιεί την παρουσία τους στη Συρία. Το ISIS αποτελεί την καλύτερη δικαιολογία για την Ουάσινγκτον να διατηρήσει τις δυνάμεις της στη Συρία. Βοηθά επίσης στους στόχους των ΗΠΑ όταν οι μαχητές του επιτίθενται στη μοναδική διαθέσιμη δίοδο ανάμεσα στη Συρία και το Ιράκ, τον δρόμο Αμπού Καμάλ- Αλ Καέμ. Τέλος, η διατήρηση του Ισλαμικού Κράτους θα δίνει κάποια μηνύματα –αν και αδύναμα– ότι η Συρία εξακολουθεί να είναι μια ασταθής χώρα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα εγκαταλείψουν την Τουρκία, γνωρίζοντας ότι η Ρωσία και το Ιράν περιμένουν την Άγκυρα με ανοιχτές αγκάλες. Για να κρατήσει την Τουρκία στο πλευρό της, η Ουάσιγκτον προσέφερε στο πιάτο της Τουρκίας την ελεγχόμενη από τους Κούρδους πόλη του Μανμπίτζ. Επιπλέον, οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι η Τουρκία δεν θα δεχτεί ποτέ ένα κουρδικό κράτος στα σύνορά της με τη Συρία. Είναι μόνο θέμα χρόνου να συνειδητοποιήσουν οι Κούρδοι ότι έχουν προδοθεί και ότι η μοίρα τους έχει σφραγιστεί.

Οι Κούρδοι κάποια στιγμή αντιμετωπίστηκαν ως προδότες από την κεντρική κυβέρνηση της Δαμασκού: θα εξακολουθήσουν να θεωρούνται ως τέτοιοι εάν δεν εγκαταλείψουν τον ρόλο τους ως ασπίδα για τις ΗΠΑ. Ο πρόεδρος Άσαντ άνοιξε την πόρτα για απευθείας διαπραγματεύσεις και οι Κούρδοι δήλωσαν «έτοιμοι να διαπραγματευτούν». Το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν οι Κούρδοι δεν είναι περίπλοκο: πρέπει να σταματήσουν να προστατεύουν τις κατοχικές δυνάμεις (Αμερικανικές, Γαλλικές, Βρετανικές) στη βόρεια Συρία.

Οι Κούρδοι προτίμησαν να αφήσουν την Τουρκία να μπει στη συριακή επικράτεια και να καταλάβει το Αφρίν, παρά να στραφούν προς το κράτος που τους φιλοξένησε όταν έφτασαν στην περιοχή πριν αρκετές δεκαετίες. Οι Κούρδοι παρέδωσαν ένα έδαφος το οποίο δεν τους ανήκε. Ανήκει στο συριακό κράτος και οι Κούρδοι πρέπει να ξυπνήσουν.

Τι γίνεται λοιπόν με τους Κούρδους; Ποιοι απομένουν στο πλευρό τους;

Ο Τραμπ ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει τους Κούρδους, ανέβαλε όμως την απόφασή του επειδή είναι προς όφελος του Ισραήλ –όχι των ΗΠΑ– να διατηρηθεί η αμερικανική κατοχή της βόρειας Συρίας. Επιπλέον, ο Τραμπ ήθελε χρηματοδότηση από τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα. Μετέτρεψε λοιπόν τον αμερικανικό στρατό σε μισθοφορικό και σε όπλα που διατίθενται προς πώληση. Τα Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία – σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης – προσέφεραν από κοινού 400 εκατομμύρια δολάρια, αλλά ο Τραμπ ζήτησε 4 δισεκατομμύρια δολάρια για να παραμείνουν οι στρατιώτες του στο έδαφος. Φαίνεται ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ έχουν γίνει η χήνα με τα χρυσά αυγά λόγω των πλούσιων χωρών της Μέσης Ανατολής. Μέσα σε αυτή την περίπλοκη και μπερδεμένη κατάσταση, οι Κούρδοι δεν έχουν θέση.

Η εξίσωση είναι πολύ απλή: εάν οι αμερικανικές δυνάμεις παραμείνουν και εξακολουθούν να κατέχουν τη βορειοανατολική Συρία, η Ουάσιγκτον πρέπει να επενδύσει στην ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων υποδομών, πράγμα που απαιτεί πραγματικό χρήμα. Αυτό δεν ταιριάζει με τους στόχους του Τραμπ να μαζεύει χρήμα και να μην επενδύει ούτε ένα δολάριο. Αυτό είναι που οι Κούρδοι δεν μπόρεσαν να συνειδητοποιήσουν και φαίνεται ότι εξακολουθούν να μην καταλαβαίνουν.

Συμπερασματικά, οι Κούρδοι δεν έχουν κάποια ειδική θέση υπό τις φτερούγες των ΗΠΑ. Δεν είναι πλέον οι μόνοι στη Μέση Ανατολή που σχετίζονται με το Ισραήλ. Το Μπαχρέιν, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν κρύβουν πλέον την ανταλλαγή επισκέψεων με αξιωματούχους του Ισραήλ και μιλούν ανοιχτά υπέρ των σχέσεων με το Τελ Αβίβ.

Οι Κούρδοι έχουν μόνο μία δυνατότητα: να προσεγγίσουν την κεντρική κυβέρνηση στη Δαμασκό για διαμεσολάβηση, να σταματήσουν να προστατεύουν μια δύναμη κατοχής και να καταλάβουν ότι είναι απλά το κρέας για τα κανόνια για χάρη της σχέσης ΗΠΑ-Τουρκίας. Οι Κούρδοι πρέπει να κάνουν πολύ καθαρό ότι δεν θέλουν να χρησιμοποιηθούν ως όργανο για να υπηρετηθεί ο αμερικανικός στόχος του διαμελισμού της Συρίας. Όλες οι πρόσφατες τοποθετήσεις των Κούρδων καθιστούν κάτι τέτοιο εξαιρετικά απίθανο. Αλλά είναι ο μόνος δρόμος για αυτούς, αν είναι σε θέση να το πράξουν. Σε αυτή την περίπτωση μπορούν να κερδίσουν την πλήρη επανένταξη στο κράτος που τους υποδέχθηκε όταν έφτασαν στην περιοχή πριν από 100 χρόνια.

Πηγή: https://ejmagnier.com

Μετάφραση: antapocrisis.gr

Για την κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

1. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο επικίνδυνης όξυνσης των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, καθώς και επαναπροσδιορισμού και ανακατάταξης της ισχύος των μεγάλων δυνάμεων. Ανάμεσα σε άλλα, η περίοδος αυτή σημαδεύεται από την σύγχρονη κρίση ηγεμονίας των ΗΠΑ, από την άνοδο της ρωσικής παρουσίας στην περιοχή και διεθνώς, από την αντιρωσική υστερία στην οποία προσχώρησε ο ευρω-ατλαντικός άξονας και στην οποία πρωταγωνιστεί η Μ. Βρεττανία και σε δεύτερο ρόλο η Γαλλία.

2. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, επτά ολόκληρα χρόνια από την έναρξή του, βαίνει προς το τέλος του αφήνοντας πίσω του μια σχεδόν κατεστραμμένη χώρα -της οποίας αμφισβητείται επιπλέον η ενιαία της υπόσταση- καθώς και εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια εκτοπισμένους. Ανεξάρτητα από τις εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις που πυροδότησαν την απαρχή της εμφύλιας σύρραξης, ο εμφύλιος πόλεμος υιοθετήθηκε αμέσως από τις δυτικές κυβερνήσεις και πήρε το χαρακτήρα της βίαιης αλλαγής καθεστώτος και της αντικατάστασης του Άσαντ από αρεστές στις ΗΠΑ δυνάμεις. Στη Συρία, χώρα που είχε χαρακτηριστεί ως μέλος του άξονα του κακού, εκτυλίχθηκε το αιματηρό και καταστροφικό πείραμα των ΗΠΑ στο Ιράκ και στη Λιβύη. Δαιμονοποίηση του υπαρκτού καθεστώτος, τρομακτική εκστρατεία προπαγάνδας, πολεμική εμπλοκή δι’ αντιπροσώπων, κατασκευή προσχημάτων για να δικαιολογηθούν «έξυπνοι» βομβαρδισμοί κλπ. Ως τμήμα της ευρύτερης «αραβικής άνοιξης» ο madeinUSA«εκδημοκρατισμός» των χωρών της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής προέβλεπε την ανατροπή όλων όσων δεν συμφωνούσαν με κλειστά μάτια στις επιβουλές των ΗΠΑ. Υπήρξαν περιπτώσεις επιτυχημένης αντικατάστασης των παλιών με καινούριους, πιο φιλικούς και διαθέσιμους (πχ Αίγυπτος). Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις (Ιράκ, Λιβύη) όπου η διάδοχη κατάσταση μετά την επέμβαση των ΗΠΑ οδήγησε σε καταστροφικά αποτελέσματα, με διάλυση χωρών, κατάλυση της ακεραιότητας και της κυριαρχίας τους και πισωγύρισμα σε μεσαιωνικές καταστάσεις. Στη Λιβύη έπεσε για παράδειγμα ο δικτάτορας Καντάφι και …αποκαταστάθηκε το δουλεμπόριο ανθρώπων.3. Στη Συρία τα πράγματα δεν πήγαν όπως επεδίωκαν οι Αμερκάνοι. Πρόκειται για την πρώτη τέτοια απόπειρα «Αραβικη Άνοιξη» που αποτυγχάνει ανοικτά και καθαρά. Με δύο λόγια, ο πόλεμος χάθηκε για τη Δύση και τις δυνάμεις που υποστήριξε μέσα στη Συρία. Αυτό το γεγονός, παρά το καταθλιπτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ξετυλίχτηκε, και το ανυπολόγιστο κόστος σε ζωές και υποδομές, δημιουργεί νέα δεδομένα για τους λαούς της περιοχής καθώς δέχεται πλήγμα η μοιρολατρική αποδοχή ότι οι ΗΠΑ, αν θέλουν να κάνουν μια χώρα δική τους, μπορούν να το κάνουν. Πρόκειται για την πρώτη φορά στα τελευταία χρόνια, που ηττήθηκε ο αμερικανικός σχεδιασμός στο στρατιωτικό πεδίο, παρά τις αθρόες ενισχύσεις της συριακής αντιπολίτευσης και των ισλαμιστικών ομάδων.

4. Η Ρωσία αναδεικνύεται ως εναλλακτική δύναμη «προστασίας», χωρίς τις εξαλλοσύνες των ΗΠΑ, χωρίς όμως να υπερτιμά κανείς τις δυνατότητές της. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει άμεσα μια επίθεση των ΗΠΑ, αλλά και οι ΗΠΑ δεν μπορούν να εξαπολύσουν επίθεση σε μια περιοχή άμεσου ρωσικού ενδιαφέροντος, χωρίς να πάρουν υπόψιν τους τη Ρωσία. Οι ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης, το αποδεικνύουν. Στη Συρία δεν είχαμε δηλαδή επανάληψη των γεγονότων της Ουκρανίας, της Γεωργίας κλπ όπου υπό άμεσο αμερικανικό σχεδιασμό υπήρχε άμεση ρήξη με τα ρωσικά συμφέροντα και πολεμική εμπλοκή μικρής κλίμακας.

5. Το γεγονός είναι ότι στη Συρία εκφράστηκε σε όλη της την κλίμακα μια κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας. Οι ΗΠΑ, μετά το οικονομικό πεδίο και τον σκληρό ανταγωνισμό με την Κίνα και στο στρατιωτικό – γεωπολιτικό πεδίο δεν είναι οι αδιαφιλονίκητοι ηγέτες που κάνουν ότι θέλουν. Παραμένουν η ισχυρότερη δύναμη, αλλά η κυριαρχία τους κλονίζεται, η ηγεμονία τους αμφισβητείται. Αυτό από μόνο του είναι θετικό γεγονός καθώς θα μπορούσε να οδηγήσει σε προοδευτικές εξελίξεις, δεν αποτελεί όμως ικανή συνθήκη για αυτές τις προοδευτικές εξελίξεις. Λείπει ο προοδευτικός υποκειμενικός παράγοντας που θα μπορούσε να μετασχηματίσει την κρίση των ΗΠΑ σε ελπίδα για μια άλλη προοπτική. Ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα αποτελεί έναν τέτοιο προοδευτικό πόλο στη διεθνή σκηνή.

6. Η κρίση της αμερικάνικης ηγεμονίας ήταν υπαρκτή, αλλά η εκλογή Τραμπ την όξυνε. Αρχικά, η διακυβέρνηση Τραμπ αμφισβήτησε την προηγούμενη στρατηγική του αμερικανικού κατεστημένου (εξωστρεφή επιθετικότητα Δημοκρατικών όπως εκφραζόταν κύρια από την Χίλαρυ Κλίντον), αλλά στην πορεία και ειδικά από το επεισόδιο με τη Β. Κορέα και μετά, φάνηκε ότι υπήρξε κάποιος συμβιβασμός στους κόλπους του αμερικανικού κατεστημένου που όμως δεν έκρυψε εντελώς τον αντιφατικό και ασταθή συμβιβασμό ανάμεσα στις πτέρυγες του αμερικανικού πολιτικού συστήματος και του στρατιωτικο-πιστωτικού συμπλέγματος. Οι αλλοπρόσαλλες και αντιφατικές δηλώσεις Τραμπ πέραν των προσωπικών χαρακτηριστικών του προέδρου των ΗΠΑ, αφορούν αυτή τη διαπάλη και την αντιφατικότητα. Οι ΗΠΑ πρώτα θα έφευγαν και τελικά θα έμεναν στη Συρία, αρχικά θα έστελναν πυραύλους στη Ρωσία και μετά θα την καλούσαν σε διάλογο και συνεργασία, κοκ. Αυτή η αντιφατικότητα και η εσωτερική διαμάχη στην ηγεσία των ΗΠΑ, που αν και ηπιότερη από παλιά, εξακολουθεί να μαίνεται, εξηγεί την οξυμμένη αδυναμία του ευρωατλαντικού άξονα να πραγματοποιήσει τις επιβουλές του. Η ανορθόδοξη και αιρετική διακυβέρνηση Τραμπ είναι δείγμα της έκρηξης των αντιφάσεων της αμερικανικής ηγεμονίας. Υπό όρους, αυτά τα κενά και αυτές οι αντιφάσεις θα μπορούσαν να αφήσουν χώρο για ρωγμές στην καταθλιπτική κυριαρχία του ιμπεριαλισμού. Αυτό ήταν και το νόημα όσων, με αφορμή την εκλογή Τραμπ, εκτιμούσαν την «εποχή τεράτων και δυνατότητων».

7. Η Ρωσία διατηρούσε ισχυρούς και πολυετείς δεσμούς με το συριακό καθεστώς. Η αμερικανική επέμβαση και η απόπειρα βίαιης και έξωθεν αλλαγής καθεστώτος έφερνε πιο κοντά τον κίνδυνο του διαμελισμού της Συρίας καθώς και της ανάδυσης των πιο σκοταδιστικών και οπισθοδρομικών ισλαμιστικών δυνάμεων που άμεσα ή έμμεσα υποστηρίχθηκαν από τις ΗΠΑ και τον πιστότερο τοποτηρητή τους στον αραβικό κόσμο, τη Σαουδική Αραβία. Όλα αυτά δημιούργησαν εύφορο έδαφος για μια αυξημένη παρουσία των Ρώσων στη Συρία καθώς και άμεση στρατιωτική εμπλοκή στον αγώνα ενάντια στον ISIS. Οι ισλαμιστές, ως τερατούργημα δημιουργημένο και ποικιλότροπα ευνοημένο από τη Δύση, στα πλαίσια της αντι-Ασαντ ενωμένης αντιπολίτευσης, αντικειμενικά νομιμοποίησαν μια τέτοια εμπλοκή. Σε αυτό το σημείο δεν χρειάζεται καμιά αυταπάτη για τη Ρωσία, αλλά η συζήτηση πρέπει να γίνει με τα πόδια κάτω και το κεφάλι πάνω. Αν το κριτήριο είναι η διατήρηση και όχι η ανατίναξη ενός κυρίαρχου κράτους, αν το κριτήριο είναι η ειρήνη και όχι ο συνεχιζόμενος πόλεμος, αν το κριτήριο είναι η δυνατότητα ενός λαού να λύνει μόνος του τα προβλήματά του, χωρίς ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, μεγάλα αφεντικά και ξενόδουλες ΜΚΟ καθοδηγούμενες από μυστικές υπηρεσίες, τότε το δίκαιο ήταν με το μέρος της Συριακής κυβέρνησης και των Ρώσων. Ίσες αποστάσεις ανάμεσα στον επιτιθέμενο και τον αμυνόμενο δεν υπάρχουν, ακόμη και όταν ο αμυνόμενος δεν ανεμίζει τις σημαίες της κοινωνικής απελευθέρωσης. Οι ίσες αποστάσεις, η έμμεση ή άμεση υποστήριξη της «επανάστασης» στη Συρία που ήταν μέχρι το μεδούλι διαβρωμένη και από ένα σημείο και έπειτα καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ, δεν έχει καμιά σχέση με προοδευτική, δημοκρατική και αριστερή πολιτική. Αντίθετα μετατρέπει τους φορείς αυτών των απόψεων σε εκούσιους ή ακούσιους υποστηρικτές του επιτιθέμενου και πιο επικίνδυνου ιμπεριαλισμού.

8. Η κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή έχει πολλές παραμέτρους που δεν ορίζονται μονοσήμαντα. Ο αγώνας των Κούρδων για διοικητική αυτονομία, αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία καταρχήν ενισχύθηκε, αν δεν υιοθετήθηκε από τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της αντι-Ασάντ εκστρατείας, για να προκαλέσει τις σπασμωδικές αντιδράσεις του Ερντογάν που έβλεπε τον κίνδυνο της εξ Ανατολών αμφισβήτησης της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας του να γιγαντώνεται. Στην πορεία, το παιχνίδι του Ερντογάν με τη Ρωσία υπενθύμισε στις ΗΠΑ ότι δεν υπάρχει η πολυτέλεια να χαθεί ένας ισχυρός περιφερειακός παίκτης, μέλος του ΝΑΤΟ. Αποτέλεσμα ήταν η «παράδοση» του Αφρίν και το κρέμασμα των Κούρδων. Από την άλλη μεριά, το Ισραήλ στο πλαίσιο της ένταξής του στον φιλοαμερικανικό άξονα της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας, τα έχει βρει μια χαρά με τις πιο ακραίες σαλαφιστικές ισλαμιστικές ομάδες που όλως περιέργως δεν έχουν χτυπήσει το Ισραήλ, αν και έχουν αιμοτοκυλίσει τις πρωτεύουσες της Δύσης. Αντίθετα, το Ισραήλ στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά ενάντια στην Ιρανική διείσδυση διαβλέποντας ότι μόνο οι αντιαμερικανικές αραβικές δυνάμεις συνιστούν απειλή για τα γενοκτονικά σχέδια του σιωνισμού. Η Σαουδική Αραβία δεν έχει κανένα πρόβλημα με το σιωνισμό, την ώρα που προχωρά σε συστηματική εξόντωση πληθυσμών στην Υεμένη που βρίσκονται κάτω από σιιτικό έλεγχο.

9. Στο πλαίσιο αυτό εξελίσσεται η ελληνοτουρκική ένταση η οποία δεν είναι μεμονωμένη, ούτε βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου. Οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας αποτελούν μια μόνο μικρή παράμετρο σε μια μεγάλη εξίσωση. Η Ελλάδα ακόμα και για την ίδια την Τουρκία είναι ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας. Το κύριο είναι το τι θα γίνει στα ανατολικά της και αυτό γεννά απαίτηση ανταλλαγμάτων στα δυτικά της σε ενδεχόμενες απώλειες ή απειλές. Η στροφή της Τουρκίας προς τη Ρωσία αποδείχθηκε ότι δεν ήταν μόνιμη ούτε είχε στρατηγικό χαρακτήρα. Ανέδειξε ότι ο Ερντογάν, παρότι στριμωγμένος, ακολουθεί πολυδιάστατη πολιτική και παίζει σε διεθνές επίπεδο, επιδιώκοντας να εγγυηθεί όλη την περιοχή. Αυτή η πολιτική δεν έχει καμιά σχέση με τη μονοδιάστατη και φανατική προσκόλληση στο άρμα των ΗΠΑ που δείχνει η ελληνική κυβέρνηση. Η Τουρκία εκβιάζει, γκρινιάζει, δηλώνει διαθέσιμη αλλά και μη δεδομένη, απαιτεί ανταλλάγματα (και λογικά θα τα πάρει από τις ΗΠΑ τουλάχιστον στο επίπεδο των ΑΟΖ και της οικονομικής συνεκμετάλλευσης Αιγαίου και Α. Μεσογείου).

10. Η Ελλάδα έχει προσκολληθεί στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας, που βγαίνει σχετικά ηττημένος από αυτό το γύρο της αντιπαράθεσης. Όχι μόνο δεν θα κέρδιζε κάτι σε περίπτωση που οι ΗΠΑ θριάμβευαν στη Συρία, αλλά δεν κερδίζει απολύτως τίποτα τώρα. Οι δε ελιγμοί της Τουρκίας ανάμεσα σε Ρωσία και ΗΠΑ δείχνουν ότι η τουρκική ηγεσία παρά την εσωτερική κρίση και τις αντιφάσεις, ακολουθεί μια πιο ευέλικτη πολιτική πέραν της μονομερούς προσκόλλησης σε έναν άξονα (ο οποίος μάλιστα χάνει). Τούτων δοθέντων, το δόγμα ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ (που είναι και δόγμα της ελληνικής άρχουσας τάξης) για πλήρη και οργανική ένταξη στον φιλοαμερικανικό άξονα Ισραήλ – Αιγύπτου – Σ. Αραβίας, αποδεικνύεται βλακώδες. Την ώρα που η Τουρκία τα τσουγκρίζει με τις ΗΠΑ, (χωρίς να τα σπάει και να αποσκιρτά από τον ευρωατλαντικό άξονα), η ηγεσία Τσίπρα – Κοτζιά αποφάσιζε ότι η δίχως όρους προσκόλληση στις ΗΠΑ θα έβαζε την Ελλάδα στο στρατόπεδο των κερδισμένων. Η πραγματικότητα απέδειξε το ανάποδο. Η Τουρκία είναι σημαντική για τη Δύση, και οι ΗΠΑ δεν θα διστάσουν να κρεμάσουν την Ελλάδα, όπως κρέμασαν και τους Κούρδους αν τα στρατηγικά τους συμφέροντα το απαιτούν. Οι δηλώσεις του γ.γ. του ΝΑΤΟ ότι το θέμα με τους δύο στρατιωτικούς πρέπει να λυθεί αποκλειστικά ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, καθώς και ότι «η Τουρκία είναι ένας πολύτιμος σύμμαχος», αποδεικνύει ότι η πολυδιάστατη και όχι η μονοσήμαντη εξωτερική πολιτική είναι αυτή που αποδίδει, σε ένα ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον. Στην προκειμένη περίπτωση, σε αυτή τη φάση των εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο, η ελληνική πολιτική ηγεσία και η άρχουσα τάξη πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένη. Αυτό είναι πάθημα που οφείλει να γίνει μάθημα για όλους όσους ξιφουλκούν με ευκολία ενάντια στην Τουρκία κρύβοντας το ευρύτερο πεδίο.

11. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι επικίνδυνη γιατί κινείται με αποκλειστικό στόχο την εξυπηρέτηση των αμερικάνικων σχεδιασμών. Έχει σύρει τη χώρα στην αντιδραστική συμμαχία Ισραήλ – Αιγύπτου – Σ. Αραβίας χωρίς κανένα αντάλλαγμα ακόμα και με αστικούς όρους. Βάζει την εθνική ακεραιότητα και κυριαρχία της χώρας στον πάγκο του χασάπη σε μια περίοδο που οξύνονται ανακατατάξεις, αμφισβητήσεις, ανταλλάγματα, παζάρια, διεκδικήσεις. Μαζί με τη διάλυση της κοινωνίας και της εργασίας στο δρόμο της μνημονιακής πολιτικής και του νεοφιλελευθερισμού αλά ΣΥΡΙΖΑ, αυτές οι εξελίξεις δεν είναι διόλου δευτερεύουσες.

12. Στην ελληνοτουρκική ένταση, πρώτιστο καθήκον των προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων η διαφύλαξη της ειρήνης. Αυτό όμως δεν σημαίνει πολιτική κατευνασμού, μυωπία απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, προσχώρηση ακόμη πιο βαθιά στις φτερούγες της απατηλής προστασίας του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, σημαίνει διαχωρισμό από τους πολεμοκάπηλους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και τις ιμπεριαλιστικές στρατηγικές που δεν διστάζουν να βάζουν τη χώρα μας στην παλάντζα του δούναι και λαβείν. Εκεί είναι η βασική ευθύνη και του ΣΥΡΙΖΑ και όλου του αστικού πολιτικού προσωπικού που έσπευσε να συνταχθεί με την προβοκάτσια της χημικής επίθεσης του Άσσαντ και να δικαιολογήσει τους βομβαρδισμούς.

13. Η Αριστερά υπερασπίζεται την εδαφική ακεραιότητα της χώρας σε περίπτωση επιθετικού πολέμου από την Τουρκία, κρατώντας ως πρώτο καθήκον την αποτροπή του πολέμου, τον οποίο φέρνει πιο κοντά η τυχοδιωκτική πολιτική της κυβέρνησης. Υπερασπίζεται τη φιλία και τη συνεργασία των λαών και των χωρών της περιοχής, αρνείται τη στημένη κούρσα των εξοπλισμών και των λεόντειων συμφωνιών με τις χώρες – προμηθευτές πολεμικού εξοπλισμού (ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία κλπ), καταγγέλλει τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, ζητά την έξοδο από αυτούς τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, ζητά πιο επιτακτικά το κλείσιμο των βάσεων του ΝΑΤΟ από τις οποίες εφορμούν οι ΗΠΑ. Είναι υπέρ μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, χωρίς προστάτες και αποκλειστικότητες, χωρίς αυταπάτες για το ρόλο οποιασδήποτε μεγάλης δύναμης στον μετα-κομμουνιστικό κόσμο. Η Αριστερά διατρανώνει το παλιό και ξεχασμένο αλλά επίκαιρο σύνθημα ότι «οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από προστάτες» και οφείλει να κάνει τη δύσκολη και επίπονη δουλειά μετατροπής αυτού του συνθήματος σε μαζική λαϊκή πεποίθηση. Πράγμα δύσκολο στις σημερινές συνθήκες, καθώς η ήττα διεθνώς και ελλαδικά οδηγεί σε σπασμωδική αναζήτηση προστασίας και προστατών, αλλά αναγκαίο. Αρχίζοντας ξανά κυριολεκτικά απο την αρχή, με υπομονή και επιμονή, με πρώτιστο καθήκον την ανασύνθεση των σχέσεων της Αριστεράς με τις εργαζόμενες τάξεις και στρώματα, με στόχο την απόκτηση της χαμένης αξιοπιστίας της, και αποφεύγοντας τις γραφικότητες, τις ευκολίες και την ασφάλεια του μαγαζακισμού, την αντιγραφή της αστικής πολιτικής και του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Η Αριστερά οφείλει να βρεί το χαμένο νήμα της ουσιαστικής επαφής με τις λαϊκές προοδευτικές δυνάμεις, εγκαταλείποντας την πρακτική του φοιτητικού αμφιθεατρου και του δήθεν εργατικού συνδικαλισμού, να ενώσει και ενωθεί σε μια πλατιά αντιπολεμική – αντιιμπεριαλιστική δράση σε διεθνιστική κατευθυνση, με στόχο να ξανανιώσουν οι λαοί και οι εκμεταλλευόμενοι ότι δεν είναι θεατές, ότι δεν ειναι αδύναμοι και ανίκανοι να αλλάξουν την μοίρα τους. Γιατί αν η Αριστερά δεν μπορεί να μετατρέψει ή να αποτρέψει τον πόλεμο, τότε η βαραβαρότητα θα κυριαρχήσει για πάρα πολλά χρόνια.

Το κουρδικό δίλημμα

Θα επιτραπεί η επιβίωση του πιο ελπιδοφόρου δημοκρατικού πειράματος στη Μέση Ανατολή; Η απάντηση εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις γεωπολιτικές ιδιοτροπίες της διοίκησης του Trump.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον του ISIS, αμερικανοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι επανειλημμένα επαίνεσαν τις κουρδικές στρατιωτικές ομάδες στη Συρία για τις προσπάθειές τους στο πεδίο της μάχης.«Έχουν μια αμείλικτη βούληση», δήλωσε ο στρατηγός του αμερικανικού στρατού Τζέιμς Τζάραρντ, διοικητής των Ειδικών Επιχειρήσεων κατά του Ισλαμικού Κράτους, πέρυσι. “Ήταν άγριοι μαχητές και άριστοι ηγέτες και είχαν φοβερή τακτική”.

Τον περασμένο Φεβρουάριο, ο στρατηγός Joseph Votel, διοικητής της Κεντρικής Διοίκησης των Η.Π.Α., δήλωσε σε επιτροπή του Κογκρέσου ότι οι συγκροτούμενοι από τους Κουρδούς μαχητές συνιστούν “την πιο αποτελεσματική δύναμη στη χώρα κατά του ISIS”.

Δεδομένου ότι το Ισλαμικό Κράτος ξεκίνησε την εξάπλωση του τρόμου στο Ιράκ και τη Συρία το 2014, οι δυνάμεις υπό την καθοδήγηση των Κούρδων – αποτελούμενες από δύο κύριες ομάδες, τις Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG) και τις Μονάδες Προστασίας των Γυναικών (YPJ), έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην οπισθοχώρηση του ISIS. Αλλά αυτό που προκαλεί έκπληξη σχετικά με τους συνεχείς επαίνους των Αμερικανών αξιωματούχων είναι ότι οι Κούρδοι αγωνίζονται ταυτόχρονα για μια αριστερή κοινωνική επανάσταση στη βόρεια περιοχή της Ροζάβας – κάτι που είναι αδύνατο να συναντήσει την έγκριση των Αμερικανών πολιτικών.

Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, το γεγονός ότι οι κύκλοι της αμερικανικής ελίτ δεν συμφωνούν με τη συμμαχία του αμερικανικού στρατού με τους Κουρδικούς επαναστάτες. Όταν η συμμαχική αυτή σχέση άρχισε να διαμορφώνεται, η Wall Street Journal προειδοποίησε για τους «μαρξιστές συμμάχους της Αμερικής ενάντια στο ISIS».

Πέρυσι, ο πρώην αμερικανός διπλωμάτης Stuart Jones ζήτησε από το Κογκρέσο να διασφαλίσει ότι η συνεχιζόμενη εμπλοκή των ΗΠΑ με τις κουρδικές επαναστατικές δυνάμεις «δεν δημιουργεί πολιτικό μονοπώλιο για μια πολιτική οργάνωση που είναι στην ουσία της αντίθετη … στις αξίες και την ιδεολογία των ΗΠΑ».

Στην Ουάσινγκτον επικρατεί μεγάλη ανησυχία ότι οι Κούρδοι επαναστάτες διαμορφώνουν σταδιακά έναν αντικαπιταλιστικό χώρο που απορρίπτει σθεναρά τους βασικούς όρους της παγκόσμιας τάξης, που διαμορφώνεται από τις ΗΠΑ. Μια άλλη σημαντική επιφύλαξη είναι ότι οι Κούρδοι επαναστάτες έχουν ιστορικούς δεσμούς με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK), το οποίο η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει κατατάξει ως τρομοκρατική οργάνωση. Ενώ οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ αρνούνται επανειλημμένα τη σύνδεση μεταξύ των κουρδικών δυνάμεων και του ΡΚΚ, στην Ουάσιγκτον η πλειοψηφία θεωρεί ότι το YPG είναι συνιστώσα του PKK.

Με το ISISνα αντιμετωπίζει τώρα απόλυτη ήττα στο Ιράκ και τη Συρία, η σύγκρουση για την ανάμειξη των ΗΠΑ έχει έρθει στο προσκήνιο: πρέπει η Ουάσιγκτον να συνεχίσει να υποστηρίζει τις δυνάμεις υπό την καθοδήγηση των Κούρδων ή να τις αφήσει να αντιμετωπίσουν μόνες τους τις πολλές εχθρικές δυνάμεις που προσπαθούν να καταπνίξουν την επανάστασή τους ;

Η αμερικανική προσέγγιση

Όταν η κυβέρνηση Ομπάμα αποφάσισε αρχικά να συνεργαστεί με τους συριακούς Κούρδους, δεν το έκανε για να ενισχύσει την αριστερή επανάσταση – απλά αναζητούσε συμμάχους για την καταπολέμηση του ISIS.

Οι δυνάμεις υπό την καθοδήγηση των Κούρδων “προχώρησαν ως σύμμαχοι σε αυτόν τον αγώνα”, εξήγησε ο αρχηγός του υπουργείου Εξωτερικών David Satterfield νωρίτερα αυτό το έτος. “Ήταν οι μόνοι που το έκαναν. Κανένα άλλο κράτος, κανένα άλλο κόμμα, παρά τις προσφορές και τις πιέσεις μας, δεν ήταν πρόθυμο να αναλάβει αυτή τη μάχη”.

Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι η τουρκική κυβέρνηση δεν θέλησε οι ΗΠΑ να συνεργαστούν με τους Κούρδους. Η Τουρκία, σύμμαχος του ΝΑΤΟ, θεωρεί το YPG ως επέκταση του PKK και αυτό ως υπέρμαχο της κουρδικής εθνικής απελευθέρωσης, αποτελεί εχθρό του τουρκικού κράτους. Αντιμετωπίζοντας αυτή την πρόκληση, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δημιούργησαν μια απλή λύση: ζήτησαν από τους κούρδους μαχητές να ενώσουν τις δυνάμεις τους με άραβες μαχητές και να δημιουργήσουν ένα νέο όνομα για τη συσπείρωση των δυνάμεων αυτών.

“Πραγματικά, τους είπαμε ότι πρέπει να αλλάξετε την επωνυμία σας. Μπορείτε να ονομάζεστε όπως θέλετε να ονομάζεστε εκτός από YPG”, υπενθύμισε αργότερα ο διοικητής ειδικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ Raymond Thomas. “Και μέσα σε μία ημέρα μάς δήλωσαν ότι ήταν οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις.”

Με την αλλαγή του ονόματος, οι ΗΠΑ άρχισαν να παρέχουν εκτεταμένη στρατιωτική υποστήριξη στους κούρδους μαχητές, βοηθώντας τους να πετύχουν πολλές νίκες εναντίον του ISIS. Οι δυνάμεις υπό την καθοδήγηση των Κούρδων υπερασπίστηκαν την περιοχή του Κόμπανι ενάντια σε μια μακρά πολιορκία, ξεκίνησαν μια μεγάλη επίθεση για να επανακαταλάβουν την πόλη Manbij (Ιεράπολη) και οδήγησαν την επίθεση στη Ράκκα, συμβάλλοντας στην απομάκρυνση του ISIS από την πρωτεύουσα της Συρίας.

Ακόμα, αξιωματούχοι των ΗΠΑ κατέστησαν σαφές ότι η υποστήριξή τους ήρθε με σημαντικές προυποθέσεις. Ανεξάρτητα από το πόσο ηρωισμό επέδειξαν οι κουρδικές δυνάμεις στο πεδίο της μάχης, οι αμερικανοί αξιωματούχοι αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την κοινωνική επανάσταση που ξεκίνησαν οι Σύροι Κούρδοι στην Ροτζάβα.

Όταν οι Κούρδοι της Συρίας έκαναν ένα σημαντικό βήμα το Μάρτιο του 2016, ανακοινώνοντας τη δημιουργία μιας νέας αυτόνομης περιοχής στη Συρία, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν την αντίθεσή τους. “Δεν υποστηρίζουμε αυτόνομες, ημιαυτόνομες ζώνες εντός της Συρίας”, δήλωσε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, Τζον Κίρμπι. “Αυτό απλά δεν γίνεται.”

Λίγους μήνες αργότερα, αξιωματούχοι των ΗΠΑ ανέλαβαν πιο συγκεκριμένες ενέργειες. Αφού είδαν τις αναφορές, σύμφωνα με τισ οποίες μέλη των ειδικών αμερικανικών δυνάμεων φορούσαν σήματα με τα διακριτικά YPG – ένα σημάδι της αυξανόμενης αλληλεγγύης μεταξύ των αμερικανικών και κουρδικών στρατιωτικών δυνάμεων – διέταξαν αμέσως τις ειδικές δυνάμεις να τις αφαιρέσουν.

Αν και οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ συνέχισαν να επαινούν τους Συριακούς Κούρδους, το βασικό κομμάτι της διαμάχης έλειπε: οι ΗΠΑ δεν είχαν κανένα συμφέρον να προωθήσουν το πείραμα της ριζοσπαστικής αυτονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης που οι ηγέτες των Κούρδων προωθούσαν. Ακόμα και ο Διοικητής Ειδικών Δυνάμεων Ρέιμοντ Τόμας, ο οποίος επαίνεσε τους Κούρδους, λέγοντας ότι φέρουν πολλές θετικές κοινωνικές αλλαγές στη Συρία, μίλησε για τις στρατιωτικές δυνάμεις που ασκούσαν την κουρδική διοίκηση ως τίποτα περισσότερο από “τους πληρεξούσιους μας”. “Οι κουρδικές δυνάμεις” είπε, “είναι μια αναπληρωματική δύναμη 50.000 ανθρώπων που εργάζονται για μας και κάνουν τις δουλειές μας”.

Νέες στρατηγικές τακτικές

Με τον πόλεμο εναντίον του ISIS να φτάνει στο τέλος του, οι αμερικανοί αξιωματούχοι αναζητούν νέους τρόπους να χρησιμοποιήσουν τους κούρδους συμμάχους τους, πιστεύοντας ότι θα μπορούσαν να έχουν χρησιμότητα στη διαμόρφωση του αποτελέσματος του πολέμου στη Συρία.

Οι συγκρούσεις στη Συρία ξέσπασαν από το 2011, αφαιρώντας τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Υποστηριζόμενος από το Ιράν και τη Ρωσία, ο σύριος ηγέτης Μπασάρ αλ-Ασάντ διεξήγαγε έναν καταστροφικό πόλεμο εναντίον πολλών αντάρτικων ομάδων, πολλές από τις οποίες υποστηρίχθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες περιφερειακές δυνάμεις. Δεκάδες χιλιάδες πολίτες έχασαν τη ζωή τους και εκατομμύρια διέφυγαν ως ζητούντες πολιτικό άσυλο κι εκτοπίστηκαν.

Η ήττα του ISIS άφησε το συνασπισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ να είναι σε θέση να διαδραματίσει πιο άμεσο ρόλο στον πόλεμο. Όπως σημείωσε ο τότε υπουργός Εξωτερικών Rex Tillerson, “Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι δυνάμεις συνασπισμού που συνεργάζονται μαζί μας για να νικήσουν το ISIS σήμερα ελέγχουν το 30% του εδάφους της Συρίας, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού καθώς και μία μεγάλη ποσότητα των κοιτασμάτων πετρελαίου της Συρίας. ”

Διατηρώντας το συνασπισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, πολλοί αξιωματούχοι δηλώνουν ότι μπορούν να καταστήσουν πολύ πιο δύσκολο για τους Ρώσους και τους Ιρανούς να συνεχίσουν να κάνουν επεμβάσεις στη Συρία. Ουσιαστικά, θέλουν να διατηρήσουν τους δεσμούς τους με τις κουρδικές δυνάμεις ώστε να επεμβαίνουν αμεσότερα στο συριακό πόλεμο.

“Θα μείνουμε για διάφορους λόγους”, εξήγησε ο αξιωματούχος του State Department David Satterfield νωρίτερα φέτος, υπογραμμίζοντας τη σημασία της δημιουργίας νέων πολιτικών δομών για ένα νέο συριακό κράτος, απαντώντας έτσι στην εχθρική απέναντί τους στάση του Ιράν.

Ο πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ Τζέιμς Τζέφρι με τις δηλώσεις του έδειξε παρόμοιες προθέσεις: “Είπαμε στους Τούρκους ότι οι Κούρδοι ήταν προσωρινοί και στρατηγικά χρήσιμοι για να νικηθεί ο ISIS”, δήλωσε ο Τζέφρι. “Στο μέλλον”, είπε, “οι ΗΠΑ χρειάζονται τους Κούρδους για να “συγκρατήσουν το Ιράν” και να πιέσουν τους Ρώσους. Ο σκοπός όλου αυτού είναι να χωρίσουμε τους Ρώσους από τους Σύριους λέγοντας ότι θα συνεχίσουμε να πιέζουμε για την επίτευξη μιας πολιτικής λύσης στη Συρία”.

Τη δεδομένη στιγμή, αξιωματούχοι των ΗΠΑ είχαν αποκαλύψει ότι άρχισαν να μετατρέπουν τους κουρδικούς συμμάχους τους σε μια συνοριακή δύναμη 30.000 μαχητών στη βόρεια Συρία. Σύμφωνα με τον υπουργό Άμυνας James Mattis, οι δυνάμεις συνασπισμού εκπαιδεύουν και εξοπλίζουν τους κούρδους μαχητές ώστε να τους βοηθήσουν να εξασφαλίσουν αποτελεσματικότερα την περιοχή. “Έτσι πρόκειται να είναι οπλισμένοι”, δήλωσε ο Mattis. “Θα έλεγα τουλάχιστον με τουφέκια και πολυβόλα, τέτοια πράγματα.”

Αμέσως, η κυβέρνηση Trump ήρθε αντιμέτωπη με σημαντικές αντιστάσεις. Η τουρκική κυβέρνηση κατήγγειλε την κίνηση, λέγοντας ότι δεν είχε καμία πρόθεση να επιτρέψει στους Κούρδους της Συρίας να συνεχίσουν την επανάστασή τους στη Ροζάβα. Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απείλησε να «εξοντώσει» τις κουρδικές δυνάμεις.

Η κυβέρνηση του Trump συμβιβάστηκε μερικώς με τις επιδιώξεις της τουρκικής κυβέρνησης, επιτρέποντας στις τουρκικές δυνάμεις να εισβάλλουν και να κατακτήσουν το Αφρίν, ένα από τα τρία καντόνια της Ροζάβας. Από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο, οι τουρκικές δυνάμεις ξεκίνησαν μια πολιορκία που σκότωσε εκατοντάδες πολίτες και ανάγκασε 200.000 Κούρδους να εγκαταλείψουν την περιοχή.

Μόνο όταν η τουρκική κυβέρνηση απείλησε να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στα υπόλοιπα τμήματα της Ροζάβας – προχωρώντας τόσο πολύ ώστε να ζητήσει επίθεση εναντίον αμερικανικών δυνάμεων – η διοίκηση του Trump επέστρεψε στις αρχικές της θέσεις. Σε συνάντησή του με Τούρκους αξιωματούχους, ο Tillerson ανακοίνωσε ότι οι αμερικανικές δυνάμεις θα παραμείνουν τοποθετημένες στο Manbij (Ιεράπολη), μια πόλη όπου κουρδικές δυνάμεις είχαν προηγουμένως συμβάλει στην απελευθέρωσή της από το ισλαμικό κράτος.

Καθώς εντάθηκαν οι διαφωνίες μεταξύ των αμερικανικών και τουρκικών κυβερνήσεων, η κυβέρνηση Trump αντιμετώπισε στη συνέχεια μια άλλη μεγάλη πρόκληση. Τον Φεβρουάριο, οι συριακές δυνάμεις με την υποστήριξη Ρώσων σταρτιωτών επιτέθηκαν στις κουρδικές δυνάμεις στην ανατολική Συρία. Αμερικανοί αξιωματούχοι, οι οποίοι είχαν επίγνωση της ενδεχόμενης συμμετοχής της Ρωσίας, αποφάσισαν να ανταποκριθούν με αεροπορικές επιδρομές, σκοτώνοντας εκατοντάδες ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων δεκάδων Ρώσων.

Το περιστατικό, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να κλιμακωθεί, έδειξε πόσο γρήγορα η σύγκρουση θα μπορούσε να φέρει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία σε ανοιχτή συμπλοκή. Επίσης, το περιστατικό αυτό έθεσε επί τάπητος τις υπαρξιακές απειλές που συνεχίζουν να δέχονται οι Κούρδοι της Συρίας ενώ συνεχίζουν την κοινωνική τους επανάσταση. Όχι μόνο απειλούνται με εξαφάνιση από την τουρκική κυβέρνηση, αλλά γνωρίζουν επίσης ότι ο Assad δεν έχει καμία πρόθεση να αφήσει την επανάσταση να επιτύχει. Χωρίς την περιορισμένη υποστήριξη του αμερικανικού στρατού, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν εισβολές σε πολλά μέτωπα.

Τι θα συμβεί στη συνέχεια;

Mε τις τουρκικές και φιλοκαθεστωτικές συριακές δυνάμεις να δοκιμάζουν τη δέσμευση της διοίκησης Trump στην συμμαχική της σχέση με τους Κούρδους της Συρίας, αξιωματούχοι στην Ουάσινγκτον ασχολούνται τώρα με το τι πρέπει να γίνει στη συνέχεια. Ενώ συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό ότι ο πόλεμος εναντίον του ISIS τελειώνει, διαφωνούν για το κατά πόσον πρέπει να παραμείνουν άμεσα εμπλεκόμενοι στον πόλεμο στη Συρία.

Τον Ιανουάριο, ο αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών DavidSatterfieldδήλωσε σε επιτροπή του Κογκρέσου ότι «ο πρόεδρος έχει δεσμευτεί, ως στρατηγική, ότι δεν θα φύγουμε από τη Συρία. Δεν πρόκειται να παραδώσουμε τη νίκη και να φύγουμε». Ο υπουργός Εξωτερικών Tillerson επιβεβαίωσε την κυβερνητική αυτή απόφαση, ανακοινώνοντας ότι “οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διατηρήσουν στρατιωτική παρουσία στη Συρία”.

Την ίδια στιγμή, πολλοί αξιωματούχοι επιμένουν ότι ήρθε η ώρα να φύγουν οι ΗΠΑ από τη Συρία. Τον Φεβρουάριο, ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Συρία, RobertFordπροειδοποίησε μια επιτροπή του Κογκρέσου ενάντια σε κάθε είδους μακροπρόθεσμη στρατιωτική δέσμευση των ΗΠΑ. “Τελικά, οι συριακοί Κούρδοι και συριακοί Άραβες σύμμαχοι πρέπει να έρθουν σε συμφωνία με τον Assad”, υποστήριξε ο Ford. “Με εξαίρεση την περίπτωση που είμαστε προετοιμασμένοι για απεριόριστη στρατιωτική παρουσία, αυτή η συμφωνία θα είναι σε μεγάλο βαθμό με τους όρους του Assad, γιατί θα μας περιμένει”.

Ο Ford ανησυχούσε ιδιαίτερα για το πώς η αμερικανική-κουρδική συμμαχία θα επηρέαζε τις αμερικανικές σχέσεις με την Τουρκία και την αμερικανική πολιτική απέναντι στο Ιράν. Εισηγήθηκε, μάλιστα, στο Κογκρέσο να εξετάσει προσεκτικά τις προτεραιότητες των ΗΠΑ στην περιοχή.

“Εάν είναι προτεραιότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να χρησιμοποιήσουν τις συριακές κουρδικές δυνάμεις ως εργαλείο εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, τότε θα είναι πολύ πιο δύσκολο να συνεργαστούμε με την Τουρκία για το πρόβλημα του Ιράν”, δήλωσε. “Από την άλλη πλευρά, εάν αποφασίσουμε ότι τώρα η προτεραιότητα θα πρέπει να είναι το Ιράν, τότε πρέπει να βρούμε τρόπο να φτάσουμε σε κάποιο είδος συμφωνίας με την Τουρκία”.

Στο εσωτερικό της κυβέρνησης Trump, οι αξιωματούχοι σκέπτονται τα ίδια θέματα. Μερικοί ανώτεροι αξιωματούχοι επιθυμούν την επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στου Κούρδους της Συρίας και τον Άσαντ για να αποσύρουν τις αμερικανικές δυνάμεις από την περιοχή και να επιχειρήσουν μια συμφωνία με την Τουρκία. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι πρέπει να συνεχίσουν να συνεργάζονται με τις κουρδικές δυνάμεις για να διατηρήσουν την πίεση που ασκούν στον Assad, ενώ ταυτόχρονα να συνεχίσουν πιέζουν άμεσα το Ιράν και τη Ρωσίας.

Μέχρι στιγμής, οι δεύτεροι έχουν το πάνω χέρι, πείθοντας τον Trump ότι πρέπει να κρατήσει τις αμερικανικές δυνάμεις στην περιοχή. Αλλά δεν είναι σαφές πόσο καιρό θα μπορέσουν να στηρίξουν αυτή τη θέση.

Τελικά, το κύριο ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση Trump θα συνεχίσει να υποστηρίζει τις δυνάμεις που διαδραμάτισαν τόσο σημαντικό ρόλο στην απομάκρυνση του ISIS, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για σημαντική πρόοδο στον αγώνα για την απελευθέρωση των Κούρδων. Τελικά, η απόφαση του Trump μπορεί να καθορίσει αν θα επιτραπεί να επιβιώσει το πιο ελπιδοφόρο δημοκρατικό πείραμα στη Μέση Ανατολή.

Ο Edward Hunt γράφει για τον πόλεμο και την αυτοκρατορία. Έχει διδακτορικό δίπλωμα στις αμερικανικές σπουδές από το κολλέγιο William & Mary.

Πηγή: Jacobin

Μετάφραση: Λαζαρίδου Έλενα-Λυδία


Το antapocrisis δημοσιεύει το παραπάνω άρθρο όχι γιατί συμφωνεί απαραίτητα με την οπτική του συγγραφέα που φλερτάρει υπέρ του δέοντος με τις θετικές δυνατότητες που αφήνει η διακυβέρνηση Τραμπ, αλλά γιατί δίνει μια συνοπτική εικόνα της σχέσης των Κούρδων με τις ΗΠΑ όπως αυτές διαμορφώνονται από τις συμπληγάδες Τουρκίας – Συρίας.

Η αποδόμηση ενός ψέματος

Οι ΗΠΑ βρίσκονται σήμερα αντιμέτωπες με μια οδυνηρή πραγματικότητα .Την αναντιστοιχία μεταξύ της παρακμάζουσας οικονομικής τους δύναμης και της τεράστιας στρατιωτικής δύναμης που διαθέτουν.

Αυτή η ανισομερής ανάπτυξη είναι και η αιτία που κλονίζεται η ηγεμονική τους θέση .Έτσι στην προσπάθεια τους να την επανακτήσουν, χρησιμοποιούν σαν φόβητρο, την πανίσχυρη στρατιωτική δύναμη που διαθέτουν ώστε να κάμψουν και να εκμηδενίσουν τις αντιστάσεις των γεωπολιτικών τους ανταγωνιστών.Η διεκπεραίωση αυτού του έργου έχει ανατεθεί σε πρόσωπα κλειδιά που απαρτίζουν την κυβέρνηση του προέδρου Τραμπ και δεν είναι άλλα από πρώην στρατιωτικούς που κατέχουν τις νευραλγικές θέσεις των υπουργών εξωτερικών και άμυνας.

Δικής τους έμπνευσης και η χθεσινή επίδειξη «αμερικανικής δικαιοσύνης» στη Συρία με αφορμή την ύπαρξη και χρήση χημικών όπλων από μέρους του στρατού του Άσαντ.

Το ρωσικό site Sputnik στις 12 Απριλίου 2018 παρουσίασε μια δημόσια δήλωση του Στρατηγού Valery Gerasimov (αρχηγού του ρωσικού στρατού), με ημερομηνία 13 Μαρτίου 2018 (πριν ένα μήνα δηλαδή), στη διάρκεια ενημέρωσης, όπου λέει τα εξής:

Σήμερα έχουμε αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με ένοπλους που ετοιμάζονται να κατηγορήσουν ψευδώς την κυβέρνηση (σ.σ. της Συρίας) για χημική επίθεση εναντίον αμάχων, σε διάφορες περιοχές της Ανατολικής Ghouta. Έχει συγκεντρωθεί ένα πλήθος γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων, που έχουν μεταφερθεί από άλλες περιοχές, που θα εμφανιστούν σαν τα θύματα μιας ενέργειας με χημικά. Οι ακτιβιστές των “White Helmets” και ομάδα κινηματογράφησης βρίσκονται ήδη στα μέρη που πρέπει, με δορυφορικούς πομπούς video. Αυτά έχουν επιβεβαιωθεί μετά την ανακάλυψη ενός εργαστηρίου παραγωγής χημικών όπλων στο χωριό Aftris, που απελευθερώθηκε απ’ τους τρομοκράτες.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, μετά απ’ αυτήν την σκηνοθετημένη πρόκληση, οι ΗΠΑ σχεδιάζουν να κατηγορήσουν τον κυβερνητικό στρατό της Συρίας για χρήση χημικών όπλων, καθώς και να προμηθεύσουν την διεθνή κοινότητα με τις υποτιθέμενες «αποδείξεις» μαζικών απωλειών αμάχων που θα έχουν προκληθεί απ’ την συριακή κυβέρνηση και την ρωσική κυβέρνηση που την στηρίζει. Σαν απάντηση, η Ουάσιγκτον σχεδιάζει να επιτεθεί αεροπορικά στα κυβερνητικά κτίρια στη Δαμασκό.

Έτσι φαίνεται ότι στήθηκε η «χημική αφορμή» και η «τιμωρία».

Εκείνο όμως που είναι υπεράνω ενός «πιστεύω – δεν πιστεύω», που δεν μπορεί κανένας να απορρίψει σαν «λόγια προερχόμενα από τις γραμμές του εχθρού», είναι αυτά που είπε ο Peter Ford σε ραδιοφωνική συνέντευξη του στο Σκωτσέζικο BBC, στον δημοσιογράφο Gary Robertson (ο οποίος δεν χαιρόταν καθόλου μ’ αυτά που άκουγε…).

Κι αυτό επειδή ο Peter Ford δεν είναι ο «όποιος όποιος», αλλά ο πρεσβευτής της Αυτού Μεγαλειότητας στη Δαμασκό την χρονική περίοδο από το 2003 ως το 2006 – συνταξιούχος σήμερα. Κι όταν ένας υψηλόβαθμος βετεράνος του Αγγλικού διπλωματικού σώματος λέει τέτοια πράγματα, ο παραπάνω Ρώσος Στρατηγός Valery Gerasimov και οι ισχυρισμοί του μάλλον περισσεύουν – για το «δυτικό» ακροατήριο…

Peter Ford: … Δε νομίζω ότι ο Άσαντ ανησυχεί μήπως οι ερευνητές (σ.σ. του οργανισμού για την απαγόρευση των χημικών όπλων) βρουν στοιχεία για την ενοχή του, γιατί πιθανότατα δεν είναι ένοχος, τουλάχιστον σ’ αυτήν την περίπτωση. Προτείνω να βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει, πέρα απ’ τα αισθήματά μας, και να μην ξεγελιόμαστε απ’ αυτά τα βίντεο (σ.σ.: πρόκειται για λίγα πλάνα απ’ το εσωτερικό νοσοκομείου όπου παιδιά τσιρίζουν και κάποιοι μεγάλοι, όχι γιατροί, τα καταβρέχουν και τους βάζουν μάσκες οξυγόνου), που δεν είναι επιβεβαιωμένα, αλλά παίζονται και ξαναπαίζονται και ξαναπαίζονται.

Πρέπει να αναρωτηθούμε ποιες είναι οι πηγές αυτής της πληροφορίας που μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο. Και λυπάμαι που το λέω αλλά τα media δεν κάνουν την δουλειά τους που είναι ότι θα έπρεπε να δουν ποιες είναι οι πηγές αυτής της πληροφορίας. Λοιπόν οι πηγές είναι η Syrian American Medical Society, που είναι βραχίονας της φιλο-ισλαμιστικής προπαγάνδας με έδρα τις ΗΠΑ …

Δημοσιογράφος: Δηλαδή λέτε ότι είναι στημένο, ότι δεν πέθανε κόσμος;

Peter Ford: Ναι. Ναι! Το εξαιρετικά πιο πιθανό είναι ότι αυτό το περιστατικό είναι στημένο. Ελάτε τώρα, ξέρουμε πόσο εύκολο είναι να φτιαχτούν ψευδείς εικόνες για χρήση στο internet. Κοιτάξετε προσεκτικά τις εικόνες. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να τις στήσει.

Και η δεύτερη πηγή αυτής της πληροφορίας είναι οι υποτιθέμενοι «αυτόπτες», οι οποίοι ποιοί είναι; Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι “white helmets”, που είναι ένας ακόμα μηχανισμός φίλο-ισλαμικής, τζιχαντιστικής προπαγάνδας…. Έχουμε αποφασίσει να θεωρήσουμε αξιόπιστους τέτοιους «αυτόπτες».

Δημοσιογράφος (εξαιρετικά ενοχλημένος): Μα γιατί να κάνουν τέτοιο στήσιμο εναντίον του Άσαντ οι συγκεκριμένοι;

Peter Ford: Δεν είναι προφανές; Ακόμα κι ένα παιδί θα καταλάβαινε ότι ο σκοπός ήταν να δημιουργηθεί αυτή η υστερία και μετά η στρατιωτική δράση που τώρα βρισκόμαστε στο σημείο να αναλάβουμε διακινδυνεύοντας την ίδια την ασφάλειά μας…. Το βρίσκω ελεεινό που επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να σέρνονται απ’ αυτούς τους φανατικούς ισλαμιστές. Γιατί περί αυτού πρόκειται.

Σας προκαλώ. Βάλτε το μυαλό σας να δουλέψει. Με ποιον τρόπο θα ωφελούνταν ο Άσαντ με το να χρησιμοποιήσει χημικά; Γιατί θα έκανε κάτι τέτοιο την στιγμή που είχε νικήσει ήδη στη μάχη για την ανατολική Ghouta, ουσιαστικά αυτή η μάχη είχε τελειώσει υπέρ του… Γιατί λοιπόν θα επέλεγε μια τέτοια στιγμή για να κάνει αυτό που ήταν ξεκάθαρο ότι θα καταλήξει σε βάρος του;

Τέλος σαν κερασάκι στην τούρτα υπάρχει ακόμα κάτι. Το σχετικό video documento του Sky Νews που συνηγορεί στα παραπάνω, όπου ο σταθμός TV Sky Νews , «κόβει στον αέρα» την συνέντευξη του Βρετανού πρώην Α/ΓΕΕΘΑ επειδή βγήκε «εκτός πολιτικής γραμμής» για τα γεγονότα στη Συρία, όταν άρχισε να επιχειρηματολογεί λέγοντας ότι ο Άσαντ «δεν έχει κανένα κίνητρο να χρησιμοποιήσει χημικά όπλα, από την στιγμή που νικάει και έχει πλέον επικρατήσει στην Συρία όπως αναφέρουν άλλωστε και οι Αμερικανοί … »

Λογικές σκέψεις και επιχειρήματα αποδόμησης ενός ψέματος – όχι από συμμάχους ή παρατρεχάμενους του Άσαντ … Αλλά από έναν πρώην Άγγλο πρεσβευτή της Αυτού Μεγαλειότητας στη Δαμασκό… και έναν Βρετανό πρώην Α/ΓΕΕΘΑ …

Πηγή: ΚΟΜΜΟΝ

Η μαζική εξαπάτηση και το πρελούδιο του παγκόσμιου πολέμου

Στη Λιβύη, το ΝΑΤΟ βομβάρδισε ένα μονοπάτι προς την Τρίπολη για να βοηθήσει τις πληρεξούσιες δυνάμεις του στο έδαφος να απομακρύνουν τον Καντάφι. Δεκάδες χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους και ο κοινωνικός ιστός και η υποδομή της χώρας είναι τώρα ερείπια. Ο Καντάφι δολοφονήθηκε και τα σχέδιά του για τη διεκδίκηση της αφρικανικής ανεξαρτησίας και για την υπονόμευση της ηγεμονίας της Δύσης (κυρίως της Γαλλίας) στην εν λόγω ήπειρο είναι απλά ιστορία.

Στη Συρία, οι ΗΠΑ, η Τουρκία, η Γαλλία, η Βρετανία, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ συμβάλλουν στον εξοπλισμό των τζιχαντιστών. Το άρθρο της Daily Telegraph το Μάρτιο του 2013 «Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη σε μεγάλες αερομεταφορές όπλων σε Σύριους αντάρτες μέσω του Ζάγκρεμπ» ανέφερε ότι 3.000 τόνοι όπλων που χρονολογούνται από τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία είχαν σταλεί με 75 αεροπλάνα από το αεροδρόμιο του Ζάγκρεμπ στους αντάρτες. Το άρθρο των New York Times, το Μάρτιο του 2013, «Η μεταφορά όπλων προς τους εξεγερμένους της Συρίας επεκτείνεται, με τη βοήθεια της CIA» ανέφερε ότι οι αραβικές κυβερνήσεις και η Τουρκία αύξησαν κατακόρυφα τη στρατιωτική τους βοήθεια στους μαχητές της αντιπολίτευσης της Συρίας. Αυτή η βοήθεια περιλάμβανε περισσότερες από 160 πτήσεις στρατιωτικών φορτίων.

Αν και πουλιέται η αντίληψη μιας αυθόρμητης δημοκρατικής εξέγερσης εναντίον ενός τυραννικού πολιτικού ηγέτη, η Συρία δεν είναι παρά ένας παράνομος πόλεμος για λογαριασμό του κεφαλαίου, της εξουσίας και της ενέργειας. Η Δύση και οι σύμμαχοί της έχουν συμβάλει στην κλιμάκωση του πολέμου, σύμφωνα με την επεξεργασία του Tim Anderson στο βιβλίο του «Ο βρώμικος πόλεμος στη Συρία». Τα τελευταία 15 περίπου χρόνια, οι πολιτικοί και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης χειραγωγούν το λαϊκό συναίσθημα για να αποκτήσουν ένα κοινό στη Δύση που καθώς είναι κουρασμένο από προηγούμενους πολέμους, πρέπει να είναι έτοιμο να υποστηρίξει τους επόμενους πολέμους υπό τη σημαία της προστασίας των αμάχων ή ενός κίβδηλου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Στήνουν μια ιστορία γύρω από την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των γυναικών ή έναν πόλεμο κατά της τρομοκρατίας στο Αφγανιστάν, ανατρέποντας τους δικτάτορες από την εξουσία στο Ιράκ, τη Λιβύη ή τη Συρία, ή προστατεύοντας την ανθρώπινη ζωή, ενώ στη συνέχεια προχωρούν σε επίθεση ή βοηθούν στην αποσταθεροποίηση των χωρών, με απώλειες εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών.

Η σκανδαλιστική γλώσσα που έχει σχεδιαστεί για να ενσταλάξει το φόβο για πιθανές τρομοκρατικές επιθέσεις στην Ευρώπη, ή μύθοι σχετικά με την ανθρωπιστική επέμβαση, χρησιμεύουν ως πρόσχημα για τη διεξαγωγή ιμπεριαλιστικών πολέμων σε χώρες με ορυκτό πλούτο και σε γεωστρατηγικά σημαντικές περιοχές.

Μέρος της μάχης για τις καρδιές και το μυαλό του κοινού είναι να κρατάει τους ανθρώπους μπερδεμένους. Πρέπει να είναι πεπεισμένοι ότι οι άνθρωποι θεωρούν αυτούς τους πολέμους και τις συγκρούσεις ως μια αποσυνδεδεμένη σειρά γεγονότων και όχι ως τις προγραμματισμένες μηχανορραφίες της αυτοκρατορίας. Η τρέχουσα παραπληροφορητική αφήγηση σχετικά με τη ρωσική επιθετικότητα αποτελεί μέρος της στρατηγικής. Τελικά, η Ρωσία (και η Κίνα) είναι ο πραγματικός και όλο και πιο επαπειλούμενος στόχος: η Μόσχα έχει σταματήσει τα σχέδια της Δύσης στη Συρία και τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα υπονομεύουν το ρόλο του δολαρίου στο διεθνές εμπόριο, ενός κεντρικού μοχλού της δύναμης των ΗΠΑ.

Οι χώρες της Δύσης κατευθύνονται ουσιαστικά για πόλεμο με τη Ρωσία, αλλά σχετικά λίγοι από το κοινό φαίνεται να το γνωρίζουν ή και να νοιάζονται. Πολλοί αγνοούν τη σφαγή που έχει ήδη επέλθει σε λαούς με τη βοήθεια των φόρων τους και των κυβερνήσεών τους σε χώρες μακρινές. Με τον απερίσκεπτο νεοσυντηρητικό πολεμοκάπηλο John Bolton, τώρα μέλος της κυβέρνησης Trump, φαίνεται ότι μπορεί να βαδίζουμε προς ένα μεγάλο πόλεμο πολύ πιο γρήγορα από ό, τι πιστεύαμε προηγουμένως.

Το μεγαλύτερο μέρος του κοινού παραμένει μακάρια αδαές απέναντι στις ‘ψυχολογικές επιχειρήσεις’ που απευθύνονται σ ‘αυτούς μέσω των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης. Λαμβάνοντας υπόψη τα πρόσφατα γεγονότα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την επιδείνωση της αντι-Ρωσικής ρητορικής, εάν οι απλοί πολίτες θεωρούν ότι η Theresa May ή ο Boris Johnson καθοδηγούνται από το κοινό καλό, θα πρέπει να το ξανασκεφτούν. Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες με έδρα τη Wall Street και την πόλη του Λονδίνου είναι εκείνες που καθορίζουν τις ατζέντες της αγγλο-αμερικανικής πολιτικής, συχνά μέσω του Ινστιτούτου Brookings, του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, του International Crisis Group, του Chatham House κλπ.

Οι ιδιοκτήτες αυτών των εταιρειών, η καπιταλιστική τάξη, έχουν περάσει σε off-shore εκατομμύρια θέσεις εργασίας καθώς και τις προσωπικές και εταιρικές φορολογικές υποχρεώσεις τους για να αυξήσουν τα κέρδη τους και έχουν χρεωκοπήσει οικονομίες. Βλέπουμε τα αποτελέσματα όσον αφορά τη λιτότητα, την ανεργία, την αστάθεια, την ιδιωτικοποίηση, την απορρύθμιση, τον έλεγχο των οικονομιών από τις τράπεζες, τον έλεγχο των τροφίμων και των σπόρων από τις μεγάλες επιχειρήσεις, την αφαίρεση πολιτικών ελευθεριών, την αυξημένη μαζική επιτήρηση και τους πολέμους για την αρπαγή των ορυκτών πόρων και την εξασφάλιση της ηγεμονίας του αμερικανικού δολαρίου. Αυτά είναι τα συμφέροντα που υπηρετούν οι πολιτικοί.

Είναι η δυνατότητα μεγιστοποίησης του κέρδους με τη μετατόπιση κεφαλαίων σε όλο τον κόσμο, που έχει σημασία για αυτή την τάξη, είτε πίσω από στρεβλές συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, οι οποίες ανοίγουν τις πύλες για λεηλασία, είτε με εξαναγκασμό και στρατιωτική ισχύ.

Είτε πρόκειται για τη δομική βία των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών είτε για την πραγματική στρατιωτική βία, η ευημερία του απλού λαού σε όλο τον κόσμο δεν αποτελεί μέρος της εξίσωσης. Στο εκμεταλλευτικό, διψασμένο για πετρέλαιο και για πόλεμο σύστημα του παγκοσμοποιημένου καπιταλισμού και της υπερκατανάλωσης, που είναι εντελώς παρασιτικό και απομυζά τον πλανήτη, το κατώτατο σημείο είναι οι απλοί λαοί – είτε οι εργαζόμενοι στη Δύση, είτε οι αγρότες στην Ινδία, είτε οι άμαχοι μαζικά εκτοπισμένοι πληθυσμοί στις ζώνες πολέμου όπως η Συρία – οι οποίοι πρέπει να καμφθούν σύμφωνα με τη βούληση των δυτικών μητροπόλεων.

Δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε από τις φτιαγμένες-για-τα-μίντια εκρήξεις ηθικής για το καλό και το κακό, οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για να δημιουργήσουν φόβο, οργή και υποστήριξη για περισσότερο μιλιταρισμό και πόλεμους αρπαγής πόρων. Η διαμόρφωση της κοινής γνώμης είναι μια βιομηχανία πολλών εκατομμυρίων δολαρίων.

Πάρτε για παράδειγμα τη μαζική χρήση δεδομένων του Facebook από την Cambridge Analytica για τη διαμόρφωση των αποτελεσμάτων των εκλογών στις ΗΠΑ και την εκστρατεία του Brexit. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Liam O’Hare, η μητρική εταιρεία Strategic Communications Laboratories (SCL) έχει πραγματοποιήσει προγράμματα «αλλαγής συμπεριφοράς» σε περισσότερες από 60 χώρες και στους πελάτες της συμπεριλαμβάνονται η Βρετανική Στρατιωτική Άμυνα, το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών και το ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με τον O’Hare, η χρήση των μέσων ενημέρωσης για να ξεγελάσουν το κοινό είναι ένα από τα βασικά σημεία επιτυχίας της SCL.

Μεταξύ των δραστηριοτήτων της στην Ευρώπη υπήρξαν εκστρατείες με στόχο τη Ρωσία. Η εταιρεία έχει «ισχυρές διασυνδέσεις» με τα αγγλοαμερικανικά πολιτικά και στρατιωτικά συμφέροντα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα συμφέροντα του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος και των στρατιωτικών-μυστικών φορέων συγκεντρώνονται μέσω SCL: τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου περιλαμβάνουν “μια σειρά Λόρδων, Τόρηδων δωρητών (σ. μτφρ. Συντηρητικό Κόμμα), πρώην αξιωματικών του βρετανικού στρατού και εργολάβων στρατιωτικών συμβολαίων”.

Ο O’Hare λέει ότι είναι ξεκάθαρο ότι όλες οι δραστηριότητες του SCL συνδέονται άρρηκτα με το βραχίονα του Cambridge Analytica. Δηλώνει: “Η διεθνής εξαπάτηση και ανάμιξη είναι το όνομα του παιχνιδιού για το SCL. Έχουμε τελικά τα πιο συγκεκριμένα στοιχεία από τους παίκτες που μένουν στη σκιά και χρησιμοποιούν βρώμικα κόλπα για να νοθεύουν εκλογές. Αλλά αυτοί οι δολοπλόκοι δεν δρουν από τη Μόσχα… είναι Βρετανοί, εκπαιδευμένοι στο Eton, με έδρα το Λονδίνο και έχουν στενούς δεσμούς με την κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητας”.

Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε για την τρέχουσα αντι-Ρωσική προπαγάνδα που βλέπουμε σχετικά με το περιστατικό στο Salisbury που δημιούργησε νευρικότητα και την αποτυχία της βρετανικής κυβέρνησης να παράσχει αποδεικτικά στοιχεία για να καταδείξει τη ρωσική υπαιτιότητα; Οι αδιάκοπες κατηγορίες από την Theresa May και τον Boris Johnson που παπαγαλίζονται στα συστημικά μέσα ενημέρωσης στη Δύση δείχνουν ότι η χειραγώγηση της δημόσιας αντίληψης είναι τα πάντα, ενώ τα γεγονότα μετράνε ελάχιστα. Είναι ανησυχητικό αυτό, δεδομένου του γεγονότος που διακυβεύεται – η κλιμάκωση των συγκρούσεων μεταξύ της Δύσης και μιας μεγάλης πυρηνικής δύναμης.

Καλώς ήλθατε στον κόσμο της μαζικής απάτης à la Edward Bernays και Josef Goebbels.

Ο Αμερικανός κοινωνικός σχολιαστής Walter Lippmann είπε κάποτε ότι οι «υπεύθυνοι άντρες» λαμβάνουν αποφάσεις και πρέπει να προστατεύονται από το «μπερδεμένο κοπάδι» – το κοινό. Προσέθεσε ότι το κοινό πρέπει να είναι υποτονικό, υπάκουο και απομονωμένο από αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Φωνάζοντας πατριωτικά συνθήματα και φοβούμενοι για τη ζωή τους, θα πρέπει να θαυμάζουν τους ηγέτες τους, που τους σώζουν από την καταστροφή.

Αν και οι πολιτικοί ηγέτες της Δύσης χειραγωγούν, υποτάσσουν και αποσπούν την προσοχή του κοινού σε πραγματικό Lippmannesque στιλ, δεν «σώζουν» κανέναν από τίποτα: οι απερίσκεπτες ενέργειές τους προς τη Ρωσία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έναν πόλεμο που θα μπορούσε να εξαλείψει κάθε ζωή στον πλανήτη.


Ο Colin Todhunter είναι ανεξάρτητος συγγραφέας και πρώην ερευνητής κοινωνικής πολιτικής με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ινδία.

Πηγή: CounterPunch

Μετάφραση: Μαρίνα Παπαδοπούλου

Οι δύο υπερδυνάμεις βρίσκονται στο χείλος της αβύσσου στη Συρία

Για πρώτη φορά από τότε που βρίσκεται στην εξουσία, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τράμπ εκτόξευσε μια σαφή απειλή προς τον ρώσο ομόλογό του Βλαντιμίρ Πούτιν λέγοντας ότι «θα πληρώσει το τίμημα». Αυτή η απειλή προέκυψε από τον ισχυρισμό ότι ο συριακός στρατός εξαπέλυσε χημική επίθεση εναντίον της πόλης της Δούμας, στην ανατολική Γκούτα, το τελευταίο οχυρό των ένοπλων αντιπροσώπων της Σαουδικής Αραβίας κοντά στη Δαμασκό.

Ο Τραμπ ίσως σκέφτεται να βομβαρδίσει τις θέσεις του Συριακού Στρατού που βρίσκονται διασκορπισμένες σε όλη τη συριακή επικράτεια, ή ίσως ακόμη και το ανάκτορο του Al-Muhajereen στη Δαμασκό – φυσικά, χωρίς απαραίτητα να λέει πότε και πού ο στρατός του θα χτυπήσει.

Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία λέει ότι δεν θα παραμείνει απαθής και θα απαντήσει σε οποιαδήποτε απειλή εναντίον των στρατιωτών της. Πράγματι, οι ρώσοι αξιωματικοί αναπτύσσονται επί τόπου σε κάθε μονάδα του συριακού στρατού και στις έδρες διοίκησης και ελέγχου στη Συρία, συντονίζοντας και συμμετέχοντας στις επιθέσεις εναντίον των τζιχαντιστών από τον Σεπτέμβριο του 2015. Ως εκ τούτου, είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάθε άμεσο χτύπημα κατά του Συριακού Στρατού θα προκαλέσει ρωσικές απώλειες.

Μια τέτοια πολεμική πράξη μπορεί να προκαλέσει μια ρωσική απάντηση από τον Πρόεδρο Πούτιν, ο οποίος σίγουρα δεν θα θέλει να φανεί αδύναμος μπροστά στους Ρώσους πολιτικούς, τον ρωσικό στρατό και μπροστά στον λαό του. Η Ρωσία μόλις επέστρεψε στη διεθνή σκηνή όχι μόνο ως χώρα που διαθέτει πυρηνικά όπλα αλλά και ως χώρα που προσπαθεί να δημιουργήσει μια παγκόσμια ισορροπία και να θέσει τέρμα στη μονομερή κυριαρχία των ΗΠΑ που απολάμβανε η Ουάσινγκτον από την εποχή της Περεστρόικας το 1991.

Αλλά πώς θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να επωφεληθούν από τη στρατιωτική δράση στη Συρία;
Τα βασικά μέσα ενημέρωσης, το think tank που χρηματοδοτείται γενναιόδωρα από την Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τον Μπαχρέιν, η ομάδα γύρω από τον Τραμπ και οι μυστικές υπηρεσίες, ζητούν από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ να πάει σε πόλεμο στη Συρία για να αλλάξει το καθεστώς του Προέδρου Bashar al-Assad και να το αντικαταστήσει με “μαχητές της ελευθερίας” (σ.μτφ. τζιχαντιστές) με τους οποίους ο ίδιος ο Τραμπ είναι εξοικειωμένος και τους επικρίνει σφοδρά.

Τα μέσα ενημέρωσης και οι δυτικές υπηρεσίες βασίζονται σε βίντεο από ακτιβιστές φίλα προσκείμενους στους τζιχαντιστές, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι πολίτες σκοτώθηκαν από χημική επίθεση στην πόλη της Ντούμα. Το βίντεο έγινε viral στα σόσιαλ μήντια.

Ο κόσμος επιλέγει να πιστεύει τα κύρια μέσα ενημέρωσης που αναπαράγουν την είδηση χωρίς απόδειξη ή αναφορά σε οποιαδήποτε επαληθευμένη πηγή ή ανεξάρτητη έρευνα από κάποια αξιόπιστη και διεθνή επιτροπή. Τα ψέματα των ισχυρών μέσων μαζικής ενημέρωσης κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Συρία είναι πάρα πολλά για να μετρηθούν, ενισχύονται από μια δημοσιογραφία που κινείται από την ατζέντα της “αλλαγής του καθεστώτος”, και όχι από την ακριβή αναφορά γεγονότων που μπορούν να επαληθευτούν.

Ήταν εντελώς δυνατό για τη διεθνή κοινότητα να στείλει μια διεθνή ομάδα έρευνας, αφού οι τζιχαντιστές του “Jaish al-Islam” μιλάνε εδώ και πολύ καιρό με τους Ρώσους, οι οποίοι και συντονίζουν την έξοδό τους στα βόρεια της Συρίας. Παρ’ όλα αυτά, η επιλογή της ανεξάρτητης έρευνας φαίνεται ότι θα παραμείνει αχρησιμοποίητη. Η δίψα των Ηνωμένων Πολιτειών να κάνουν πόλεμο και να χύσουν αίμα, δεν θα είναι εφικτή, εάν η εκδοχή του “συμβάντος” όπως την παρουσιάζουν οι τζιχαντιστές θεωρηθεί αναληθής.

Το πιο πιθανό είναι το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονται απλά να κόψουν το κεφάλι του Άσαντ, αλλά τα χέρια του Πούτιν, αποκόβοντάς τον από τη νέα κυριαρχία του στη Συρία. Επιπλέον, αυτό που κυρίως θέλουν οι ΗΠΑ να τερματίσουν είναι η δυνατότητα που προσφέρει πλέον η Ρωσία στις χώρες της Μέσης Ανατολής να απορρίψουν την κυριαρχία των ΗΠΑ πάνω τους (δυνατότητα που μπορεί να επαναληφθεί και σε άλλες πιο μακρινές ηπείρους).

Το άλλο πρόβλημα που δυσκολεύονται να χωνέψουν οι ΗΠΑ είναι το γεγονός ότι τόσο ο Άσαντ όσο και ο Πούτιν κέρδισαν τον πόλεμο με τη βοήθεια του Ιράν και ότι οι ΗΠΑ δεν κατάφεραν να αλλάξουν το καθεστώς και δεν προστάτευσαν τους κούρδους συμμάχους τους στο Αφρίν. Δεν μπόρεσαν επίσης να σταματήσουν το μέλος του ΝΑΤΟ, την Τουρκία, από τις εντυπωσιακές συμμαχίες με τη Ρωσία και το Ιράν.

Επιπλέον, οι τζιχαντιστές (Αλ Κάιντα και Ισλαμικό Κράτος – ISIS) απέτυχαν στο στόχο τους να αντικαταστήσουν ένα κοσμικό καθεστώς της Συρίας με ένα αιματηρό ριζοσπαστικό ισλαμικό καθεστώς. Αυτοί οι τζιχαντιστές ήταν έτοιμοι να εξαλείψουν την παρουσία όλων των μειονοτήτων (Χριστιανοί, Σιίτες, Αλεβίτες και άλλοι) και να καλύψουν τη Μέση Ανατολή με μαύρα πανό. Η μετατροπή της Μέσης Ανατολής σε αρένα φανατικών και η δημιουργία κρατών όπως η Λιβύη, δεν έγινε δυνατή στη Συρία, χάρη στη στρατηγική που υιοθέτησαν η Ρωσία και το Ιράν.

Ο Άσαντ ως νικητής, θα ήταν ανόητος να εξαπολύσει χημικές επιθέσεις και να στρέψει ολόκληρο τον κόσμο εναντίον του, όταν ήταν στα πρόθυρα της οριστικής του νίκης στην Γκούτα. Η πόλη της Ντούμα δεν ήταν μόνο περιτριγυρισμένη από τον Συριακό Αραβικό Στρατό, αλλά χιλιάδες τζιχαντιστές, είχαν ήδη φύγει.

Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν την περασμένη εβδομάδα μόνο και μόνο επειδή οι τζιχαντιστές χρονοτριβούσαν και ζητούσαν συνεχώς διαπραγματεύσεις μέχρι να παρέμβει η Δύση υπέρ τους. Στους Ρώσους συνομιλητές τους παρουσίασαν πολλές δικαιολογίες ζητώντας:

  • 1000 από αυτούς να παραμείνουν στην πόλη και να αναλάβουν το ρόλο της αστυνομίας.
  • Τα 900 εκατομμύρια δολάρια να μεταφερθούν εκτός Γκούτα από όσους τζιχαντιστές μεταφέρονται στα βόρεια της Συρίας.
  • Να μην επιτραπεί στις υπηρεσίες πληροφοριών της Συρίας να μπουν στην Ντούμα.

Όλα αυτά τα αιτήματα απορρίφθηκαν από τη ρωσική και τη συριακή κυβέρνηση, που τελικά καταλάβαν ότι οι τζιχαντιστές περίμεναν κάτι, μια ελπίδα: μια χημική επίθεση! Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ρωσία και η Δαμασκός αποφάσισαν ο στρατός να αυξήσει την πίεσή του. Σήμερα, περισσότεροι από 165.000 τζιχαντιστές και πολίτες εγκατέλειψαν την ανατολική Γκούτα και οι υπόλοιποι 20 έως 30 χιλιάδες αναμένεται να φύγουν τις επόμενες ημέρες.

Έτσι, η ευρύτερη περιοχή γύρω από τη Δαμασκό θα εκκαθαριστεί εντελώς και δεν θα υπάρξει ένοπλη δύναμη στο έδαφος – όπως είπε ο Αμερικανός στρατηγός Joseph Votel – η οποία μπορεί να επιφέρει αλλαγές στη Συρία ή να ανατρέψει το καθεστώς. Συνεπώς, δεν θα υπάρχει κανείς που θα μπορούσε να επωφεληθεί από τις συνέπειες μιας πιθανής επίθεσης των ΗΠΑ στη Συρία τις επόμενες ημέρες.

Επιπλέον, ένας πιθανός πόλεμος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή θα κοστίσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια στον Τραμπ, ο οποίος σκαλίζει τις τσέπες της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων για να πάρει κάθε δολάριο για τον παραμικρό λόγο.

Δεν είναι ζήτημα κόστους ή ζήτημα ανθρωπιστικών αρχών, διότι η Σαουδική Αραβία, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, έχει σκοτώσει δεκάδες χιλιάδες Υεμενίτες εδώ και τρία χρόνια χωρίς να αναβοσβήσει ούτε ένα βλέφαρο, κάτω από το βλέμμα όλου του κόσμου.

Δεν είναι επίσης ζήτημα αντίδρασης στη «χημική επίθεση», καθώς η Ρωσία προειδοποίησε τον κόσμο για αυτή τη σκηνοθετημένη δικαιολογία που έστηναν οι τζιχαντιστές επί εβδομάδες προτού μεταδοθεί ανά την υφήλιο. Όταν πρόκειται για ανθρώπινα θύματα, οι ΗΠΑ, υπεύθυνες για εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους ως αποτέλεσμα του εμπάργκο στο Ιράκ (και ακόμη περισσότεροι σε πολλές άλλες “περιπέτειες” των ΗΠΑ ανά τον κόσμο), έχουν σαφώς σχεδόν μηδενική ευαισθησία, θεωρώντας αυτές τις απώλειες ως παράπλευρες ζημιές.

Τι μπορεί να κάνουν εκατοντάδες πύραυλοι Τόμαχοκ ενάντια στο άδειο Προεδρικό Μέγαρο; Θα δημιουργήσουν κάποια διαφορά στο έδαφος; Θα βομβαρδίσουν τα αεροδρόμια και τις στρατιωτικές βάσεις του Συριακού Στρατού για να νικήσουν τον Άσαντ; Όχι, θα αυξήσουν μόνο τον αριθμό των σκοτωμένων. Τα θύματα του πολέμου στη Συρία είναι κοντά σε 400.000, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Αν ο αριθμός γίνει 401 ή 405 ή 410 χιλιάδες τι θα επιτευχθεί; Δεν υπάρχει εδώ καμία άλλη απάντηση πέρα από αυτή: να χαστουκίσουμε τον Πούτιν και να τον κάνουμε να φανεί αδύναμος, ένας αρχηγός κράτους ανίκανος να υπερασπιστεί τους φίλους και τους συμμάχους του.

Έτσι, ο στόχος είναι να δημιουργηθεί μια ισορροπία στην υπάρχουσα εξίσωση για να στριμώξει τη Ρωσία. Οι ΗΠΑ δεν έχουν φίλους, μόνο «κοινά συμφέροντα», ενώ η «άνοδος της Ρωσίας» στηρίζεται σε εντυπωσιακές συμμαχίες, αλλά ακόμη αισθάνεται ότι είναι ανίκανη να αντιδράσει σε μια αμερικανική απόφαση να χτυπήσει άμεσα κάποιον σύμμαχο της Μόσχας.

Ναι, υπάρχουν όλες οι παραπάνω δυνατότητες. Αλλά αυτές οι δυνατότητες είναι πολύ επικίνδυνες:

Τι γίνεται αν η Συρία αποφασίσει να αντιδράσει βομβαρδίζοντας το Ισραήλ με δεκάδες πυραύλους; Η Δαμασκός έχει ήδη μια δικαιολογία για να αντιδράσει εναντίον της ισραηλινής παραβίασης του εναέριου χώρου της, όταν την εβδομάδα αυτή το Ισραήλ βομβάρδισε μια στρατιωτική αεροπορική βάση στο Τ4 στην αγροτική περιοχή Homs, σκοτώνοντας 8 Σύριους και 7 Ιρανούς αξιωματικούς. Το Ιράν, κατόπιν αιτήματος της Συριακής Κυβέρνησης, υποστηρίζει τον Συριακό Στρατό στον αγώνα του κατά των τζιχαντιστών.

Τι θα συμβεί αν οι ΗΠΑ καταστρέψουν τη Συριακή Πολεμική Αεροπορία; Δεν θα είναι κάποια τεράστια εξέλιξη, καθώς η Ρωσία κυριαρχεί ήδη στον ουρανό πάνω από τη Συρία και οδηγεί τον αγώνα ενάντια στους τζιχαντιστές. Θα ήταν επιπλέον μια ευκαιρία για τη Συριακή Πολεμική Αεροπορία να πάρει πιο σύγχρονα αεριωθούμενα αεροπλάνα.

Τι γίνεται αν η Ρωσία αποφασίσει να αντιδράσει και να ανταποδώσει τα χτυπήματα; Τι γίνεται αν η Ρωσία υλοποιήσει την απειλή της και σταθεί ενάντια στις ΗΠΑ; Είναι ο αμερικανικός λαός έτοιμος να πεθάνει για μια χώρα (Συρία) που ελάχιστοι καταφέρνουν να βρουν στον παγκόσμιο χάρτη; Είναι οι Αμερικανοί έτοιμοι να δεχτούν τα παιδιά τους σε πλαστικές σακούλες μόνο και μόνο επειδή η επιρροή της Μόσχας στη Συρία αυξάνεται προς ενόχληση της Ουάσινγκτον;

Αυτό είναι ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι, στο οποίο ο Τραμπ μπαίνει με το κεφάλι του κρυμμένο στην άμμο, χωρίς να ζυγίζει όλες τις πιθανές συνέπειες. Οι δύο υπερδυνάμεις περπατούν στο χείλος της αβύσσου. Θα εμπλακούν τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία, ή θα σταματήσει ο Τραμπ, θα βγει από το παιχνίδι με την ουρά στα σκέλια, θα δεχτεί την ήττα του και θα προσπαθήσει να βρει μια άλλη λιγότερο επικίνδυνη αρένα από τη Συρία για να αντιμετωπίσει τη Ρωσία; Θα μπορούσε ο Τραμπ να συγκροτήσει έναν ευρύτερο συνασπισμό, για να βεβαιωθεί ότι η Ρωσία δεν μπορεί να ανταπεξέλθει ενάντια σε αρκετά κράτη και, ως εκ τούτου, να αποφύγει έναν ευρύτερο πόλεμο; Οι επόμενες μέρες θα δώσουν την απάντηση.

Πηγή: ejmagnier.com

Μετάφραση: Χ. Κατσούλας