Άρθρα

Από τα δικαιώματα στις επιλογές

Πόσο συντηρητική είναι η ελληνική κοινωνία;

Το ερώτημα είναι υπαρκτό. Στα τηλεοπτικά πάνελ, στις δημοσκοπήσεις, σε συζητήσεις στα καφενεία (τα πραγματικά αλλά και τα διαδικτυακά). Και συνήθως η απάντηση συνοδεύεται από την πολιτική τοποθέτηση όσων απαντούν ή προσπαθούν να απαντήσουν στο πιο πάνω ερώτημα. Ο μικροαστισμός αναδεικνύεται στον βασικό αντίπαλο. Και στις συζητήσεις το ερώτημα αυτό επεκτείνεται και σε άλλα: Πόσο καθυστερημένοι είναι οι Έλληνες; Πόσο έχει προχωρήσει ο εκφασισμός στην ελληνική κοινωνία; Γιατί ο συντηρητισμός χαρακτηρίζει την ελληνική επαρχία;

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν πέρασε διαφωτισμό, ούτε την άγγιξαν (όσο θα έπρεπε) τα διδάγματα της Γαλλικής Επανάστασης. Η αλήθεια επίσης είναι ότι στην Ελλάδα είναι ακόμα ισχυρός ο θεσμός και οι ιδεοληψίες σχετικά με την πατρίδα, την θρησκεία και την οικογένεια.

Ωστόσο, αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή, είναι ότι η ψυχολογία της ήττας οδηγεί πολλούς αριστερούς είτε ελιτίστικα να θεωρούν ότι η κοινωνία είναι καθυστερημένη, είτε να διογκώνουν τον κίνδυνο που έχουμε να αντιμετωπίσουμε από τους συντηρητικούς νοικοκυραίους.

Η αριστερά στην Ελλάδα, βίωσε μια πρώτη μεγάλη ήττα το 1989 με την συγκυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ/ΚΚΕ.

Βίωσε μια δεύτερη ήττα το 1991 με την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων.

Βίωσε μια τρίτη ήττα το 2015 με την κατάρρευση των προσδοκιών που είχε δημιουργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και παρότι το 2015 ηττήθηκαν βασικά οι προσδοκίες του ΣΥΡΙΖΑ, στην ουσία, και την τρίτη αυτή ήττα, την χρεώθηκε το σύνολο της ελληνικής αριστεράς.

Αυτή η τριπλή ήττα της αριστεράς είχε ως αποτέλεσμα την εκτόξευση της αναξιοπιστίας της αριστεράς σε πλατιά λαϊκά στρώματα (ανεξάρτητα από την όποια αποδοχή έχει σήμερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ).

Είχε όμως ως αποτέλεσμα και την δημιουργία μιας ηττημένης ψυχολογίας, ενός εύκολου αναθέματος, τη δημιουργία φανταστικών εχθρών και την υπερτίμηση υπαρκτών εχθρών.

Η αλήθεια επίσης είναι ότι ακροδεξιά στην Ελλάδα υπήρχε πάντα. Τουλάχιστον από τότε που άρχισε να υπάρχει κομμουνιστικό κίνημα.

Πολλές φορές κάνουμε ένα λάθος. Μιλάμε για την εποποιία του ΕΑΜικού κινήματος ή του ΔΣΕ, ξεχνώντας ότι εκείνα τα χρόνια υπήρξε, (έστω με ξένα δάνεια και ξένες λίρες), οργανωμένη ακροδεξιά στην Ελλάδα.

Μιλάμε για το μεγαλείο του αντιδικτατορικού αγώνα, ξεχνώντας ότι στα χρόνια της Χούντας υπήρξαν άνθρωποι που συνεργάστηκαν στενά με την Χούντα.

Και φυσικά σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ξεχνάμε ότι υπήρξε μια μεγάλη μάζα ανθρώπων (“νοικοκυραίων” αν χρησιμοποιήσουμε την σημερινή ορολογία) που έκατσαν σπίτι τους και έκαναν πως δεν έβλεπαν τα εγκλήματα των Χιτών ή της Χούντας.

Η ακροδεξιά στην Ελλάδα, αλλά και οι “νοικοκυραίοι” δεν προέκυψαν από παρθενογένεση. Πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Και θα υπάρχουν με τρόπο αντιφατικό, δίπλα και κόντρα και με τους “αλληλέγγυους” και με όσους απεχθάνονται τους “νοικοκυραίους”.

Εδώ ακριβώς όμως προκύπτουν σημαντικά ζητήματα:

1. Αυτή η ψυχολογία της ήττας της αριστεράς και των αριστερών (αλλά και της αναρχίας) ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον εύκολο αντίπαλο: Τους “νοικοκυραίους”. Ο δύσκολος αντίπαλος, το καπιταλιστικό σύστημα και ο ιμπεριαλισμός έμειναν στο απυρόβλητο ακριβώς επειδή υπήρξαμε πολύ λίγοι και πολύ μικροί για να αναμετρηθούμε μαζί τους. Μεγαλύτερη απέχθεια προκαλεί ο μέσος κυρ-Παντελής, παρά το γεγονός ότι η χώρα μας έγινε Νατοϊκό ορμητήριο θανάτου. Και για κάποιος είναι λογική, ίσως και επιθυμητή, η εμφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ, του κόμματος που εξυπηρετεί καλύτερα από όλους την αστική τάξη, σε πορείες ενάντια στο μικροαστικό συντηρητισμό.

2. Αυτή η ψυχολογία ήταν ο σπόρος μιας υπόγειας αντιπαράθεση με το ουσιαστικό πολιτικό και ηθικό φορτίο της κομμουνιστικής αριστεράς στην Ελλάδα. Ο αντιιμπεριαλισμός είναι “παρωχημένος” και οι πιο προχωρημένοι θεωρούν ότι ο “αντιαμερικανισμός είναι ο αντιιμπεριαλισμός των ηλίθιων”. (Τελευταία, θεωρείται παρωχημένη και η αλληλεγγύη προς τους Παλαιστίνιους). Η ελληνική αριστερά, κατ’ αυτές τις αντιλήψεις, είχε μια επαρχιώτικη αντίληψη, ενώ η γαλλική ή η αγγλική αριστερά ήρθε αντιμέτωπη με τα σοβαρά προβλήματα βάζοντας “σύγχρονη” γραμμή. Η “κοσμοπολίτικη” αντίληψη περί κομμουνισμού και αντικαπιταλισμού ηγεμονεύει τόσο στην αντικαπιταλιστική αριστερά όσο και στην αριστερά που δεν θέλει να πάρει διαζύγιο από τον ΣΥΡΙΖΑ. Από αυτή τη θέση “γεννιούνται” και άλλες απόψεις. Για παράδειγμα, για ένα μεγάλο κομμάτι της “κοσμοπολίτικης” αριστεράς, η γαλλική, η αγγλική, η αμερικάνικη και η γερμανική κοινωνία θεωρούνται πιο προοδευτικές από την ελληνική κοινωνία που “γέμισε φασίστες και νοικοκυραίους”. Το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, αν και βασικός εκφραστής της πολιτικής του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού μπορεί να θεωρείται προοδευτικό επειδή δίνει μάχη ενάντια στον μισογύνη Τραμπ, ή επειδή αναγνωρίζει πολλαπλούς κοινωνικούς προσδιορισμούς στο φύλο.

3. Η κρίση, είναι γεγονός, ότι έχει εντείνει φαινόμενα εκφασισμού της κοινωνίας. Με αντιφατικό όμως τρόπο. Εντάθηκε με έναν ορισμένο τρόπο η συντηρητικοποίηση, εντάθηκαν όμως και τα φαινόμενα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων. Το προς τα πού θα γέρνει η πλάστιγγα κάθε φορά, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Η φύση απεχθάνεται το κενό και όταν η αριστερά αφήνει κενά, η ακροδεξιά – είτε στην οργανωμένη της μορφή, είτε στην ανοργάνωτη (η λεγόμενη “συντηρητικοποίηση” της κοινωνίας) – θα προσπαθήσει να τα καλύψει και μάλλον θα τα καταφέρει.

Το μεγάλο πρόβλημα στη συζήτηση για τους “νοικοκυραίους”, δεν είναι ότι αυτοί δεν υπάρχουν, ή ότι οι απόψεις τους δεν είναι προβληματικές, σκοταδιστικές ή αντιδραστικές. Είναι ότι, είτε μας αρέσει, είτε όχι, αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, καθώς αυτή διαμορφώθηκε κατά βάση από μια ετερόκλητη θάλασσα μικροαστικών στρωμάτων.

Με αυτή την θάλασσα έχουμε να αναμετρηθούμε. Και η κοινωνία θα αλλάξει όταν αυτός ο μικροαστικός ωκεανός ξεκόψει από την αστική ιδεολογία.

Μπορούμε ελιτίστικα να βάλουμε τον εαυτό μας στο βάθρο του επαναστάτη και να κοιτάμε αφ υψηλού τους νοικοκυραίους, θεωρώντας τους μάλιστα βασικό μας αντίπαλο. Κατ’ αναλογία με τον φοιτητή της δεκαετίας του ’60 που έδειχνε τον άξεστο και βρώμικο εργάτη που έδερνε τη γυναίκα του και δεν σκάμπαζε από μαρξισμό και νέα Αριστερά.

Ή μπορούμε διαρκώς να πασχίζουμε να διαμορφώνουμε πολιτικές που αποκαλύπτουν τους πραγματικούς αντιπάλους και ενώνουν τις σύμμαχες τάξεις και στρώματα.

Οι κοινωνικές επαναστάσεις για τους μαρξιστές δεν γίνονται επειδή οι κοινωνίες έχουν προχωρημένες και προοδευτικές απόψεις, αλλά επειδή οι από κάτω κάποια στιγμή συνειδητοποιούν ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν πέρα από τις αλυσίδες τους. Τα επαναστατικά υποκείμενα δεν είναι οι εξεγερμένοι ή οι αποκλεισμένοι, αλλά αυτοί που από την ταξική και κοινωνική τους θέση έχουν να κερδίσουν ένα κόσμο ολόκληρο αν αποκτήσουν τη βούληση να επαναστατήσουν.

Σημαίνουν όλα αυτά ότι θα δικαιολογήσουμε τον εργάτη που θα δείρει τη γυναίκα του, τον μετανάστη που ζει σε θεοκρατικό σκοταδισμό, ή τον μικροαστό που βγάζει απέχθεια ή και μίσος στους αδύναμους και στους περιθωριοποιημένους;

Όχι.

Σημαίνουν απλά ότι έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε για να γυρίσει ο τροχός του κοινωνικού μετασχηματισμού. Και ο τροχός δεν γυρνά με ευκολίες και αναθέματα από το βάθρο του επαναστάτη στο οποίο η Αριστερά συχνά βάζει τον εαυτό της.