Άρθρα

Τεκτονικός τριγμός: οι επενδύσεις εγκαταλείπουν τις ΗΠΑ και συσσωρεύονται στην Κίνα

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να εξασφαλίσουν ένα μάξιμουμ συμμάχων στον πόλεμο τους εναντίον της Κίνας, μόνο που δεν διαθέτουν ισχυρό χαρτί για να τους πείσουν. Δεν υπάρχουν πια καθαροί και ισχυροί «ατλαντιστές» για να υπερασπιστούν τη γραμμή των ΗΠΑ και των ιδιοτελών τους συμφερόντων στην πορεία. Γι’ αυτό που συνίσταται σε συλλογικό συμφέρον, θα ήταν μπορούσε να ανατρέξει κανείς την πρόθεση του Πεκίνου να εγκαθιδρύσει ένα νέο πλαίσιο διεθνών σχέσεων που βασίζεται στο αμοιβαίο όφελος. Και αυτό όντως αλλάζει 70 χρόνια του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ.

Υποστηρίζοντας τις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών, το Πεκίνο βρίσκεται καθοδόν να ξεπεράσει τις ΗΠΑ, (που περιχαρακώνονται πλέον στον εαυτό τους), και να γίνει ο πρώτος παγκόσμιος προορισμός των ξένων επενδύσεων, δημιουργώντας ένα δίλημμα για τον νέο άνδρα του Λευκού Οίκου.

Ο Ντόναλντ Τραμπ αποχώρησε αλλά οι πολλαπλές πτυχές της κληρονομιάς του βρίσκονται ακόμα εκεί. Αναφορικά με το εμπόριο, εκεί ακριβώς βρίσκεται η ουσία. Τα μέλη της ομάδας Μπάιντεν υποσχέθηκαν μια «νέα οπτική» για το εμπόριο και τις διεθνείς επενδύσεις που θα επιχειρήσει να επισημάνει εκ νέου την προτεραιότητα των Αμερικανών εργαζόμενων αναφορικά με το απλό άνοιγμα των διεθνών αγορών στις αμερικανικές επιχειρήσεις, μια γραμμή που θα μπορούσε δυνητικά να είναι πιο τραμπική από τον Ντόναλντ Τραμπ.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι επιχειρώντας να κατευθύνει και να διαχειριστεί τις εσωτερικές κρίσεις, η ομάδα Μπάιντεν έθεσε το εμπόριο σε δευτερεύουσα θέση, επιδεικνύοντας αδιαφορία, παραδείγματος χάρη, εν όψει της νέας δυνητικής εμπορικής συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο που είχαν διερευνήσει ο Τραμπ και ο Μπόρις Τζόνσον.

Στα πλαίσια όλης αυτής της κατάστασης είχαμε μια νέα εντυπωσιακή ανάπτυξη. Το 2020 η Κίνα ξεπέρασε τις Ηνωμένες Πολιτείες, για να γίνει ο πρώτος προορισμός των άμεσων ξένων επενδύσεων στον κόσμο με περισσότερα από 140 δις δολάρια μέσα στη χρονιά. Εφόσον οι διάφοροι χειρισμοί της πανδημίας είναι εν μέρει υπεύθυνοι γι’ αυτή, η συγκεκριμένη εξέλιξη ακολουθεί μια τάση που είδε τις επενδύσεις εντός των ΗΠΑ να καταρρέουν με εντυπωσιακό τρόπο υπό την τετραετή προεδρία του Τραμπ, ακολουθώντας ένα δυσμενές πολιτικό κλίμα, της πολιτικής «Η Αμερική Μπροστά» και της δυναμικής έξωσης των κινεζικών επιχειρήσεων και επενδυτών.

Αν λάβουμε υπόψη μας τους δυο αυτούς παράγοντες, οι λόγοι των Δημοκρατικών για μια στροφή του Μπάιντεν εναντίον της Κίνας και τη δημιουργία «εμπορικών συνασπισμών» φαίνονται να έχουν λίγες ευκαιρίες να σταθεροποιηθούν. Οι Δημοκρατικοί απορρόφησαν την προστατευτική κληρονομιά του Τραμπ και δεν διαθέτουν τον διαθέσιμο πολιτικό χώρο για να δώσουν στις άλλες χώρες τα οικονομικά μέσα για να παλέψουν κόντρα στο Πεκίνο. Ζητήματα όπως η επανανενσωμάτωση του Συμφώνου Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (TPP) παραμένουν απλώς σε κατάσταση μελλοντικών σχεδίων. Υπό αυτές τις συνθήκες, εφόσον η Κίνα διατηρεί τη στρατηγική του κλεισίματος νέων συμφωνιών ελεύθερης συναλλαγής, ο Μπάιντεν δεν διαθέτει πραγματικά την απάντηση προς το Πεκίνο που πολλοί ήλπιζαν, ενώ οι αποδείξεις, σύμφωνα με τις οποίες η Κίνα έχει πάρει το πάνω χέρι στο οικονομικό πεδίο, συνεχίζουν να συσσωρεύονται.

Όταν εκλέχθηκε ο Μπάιντεν, οι κύριοι αριστεροί φιλελεύθεροι της Αμερικής ήλπιζαν ότι ο Τραμπ και η εποχή του συνθήματος «Η Αμερική Μπροστά» θα τερματιστούν. Ο νέος πρόεδρος παρουσιάστηκε σαν ένα πρόσωπο που γεννά εμπιστοσύνη, αξιόπιστο και σεβαστό που θα αποκαθιστούσε τις «αλτρουιστικές» δονήσεις της Αμερικής και θα εναντιωνόταν στην Κίνα διαμέσω μιας επιστροφής στην πολυπολικότητα, σε αντίθεση με τον μονισμό του Τραμπ. Υπέθεσαν ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ απέτυχαν απέναντι στην Κίνα κάτω από την προηγούμενη προεδρία ήταν ο αρνητισμός του Τραμπ καθώς και ότι υπό τις «σεβαστές ΗΠΑ» τα υπόλοιπα κράτη θα επέστρεφαν αμέσως στα γνωστά τους σχήματα, εφόσον ο νέος πρόεδρος έχει κάνει λόγο για «εμπορικούς συνασπισμούς» ενάντια στην Κίνα. Αλλά το ερώτημα είναι το κατά πόσο ακριβώς το γνωρίζουν;

Εκεί ακριβώς βρίσκεται η αντίφαση που περιμένει τη θητεία του Μπάιντεν. Τοποθετείται εναντίον του Τραμπ αλλά φαίνεται εξίσου να κλίνει στην προτίμηση της πολιτικής της στήριξης των Αμερικανών εργαζόμενων του Τραμπ και στην υποβόσκουσα υπόθεσή του, σύμφωνα με την οποία το να στηριχτεί στις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών με τα λιγότερο αναπτυγμένα κράτη θα είναι προκατειλημμένη αναφορικά με το εσωτερικό πολιτικό συμφέρον, εκτός εάν τα έθνη αυτά αγοράζουν κυρίως αγαθά στις ΗΠΑ αντί να πωλούν.

Ο πιο σημαντικός και ο πιο εμφανής δρόμος για να αντιτεθεί στο Πεκίνο θα ήταν να προχωρήσει την συμφωνία TPP και να κοντράρει τη συμφωνία RCEP, στην οποία μετέχει η Κίνα. Εξάλλου, λόγω της εσωτερικής της αντιδημοφιλίας, η λύση αυτή θεωρείται ολοένα και περισσότερο μη διαχειρίσιμη πολιτικά. Στο πλαίσιο αυτό η ικανότητα του Μπάιντεν να επιλύσει τις εμπορικές διαφορές με την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρόκειται να τεθεί εκτός κούρσας, ειδικά από τότε που η ΕΕ κατέδειξε την στρατηγική της ανεξαρτησία διαμέσω της καινούριας της συμφωνίας επενδύσεων με την Κίνα, στην οποία η διοίκηση Μπάιντεν εναντιωνόταν έντονα.

Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, αυτό που ο Μπάιντεν και οι οπαδοί του ελπίζουν είναι πιο εύκολο στα λόγια παρά στην πράξη και η Κίνα δίχως καμιά αμφιβολία πρόκειται να διατηρήσει το ρυθμό του παιχνιδιού των ελεύθερων συναλλαγών και να ενισχύσει τις επιτυχίες της. Πρόσφατα το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας ξεκαθάρισε τις προτεραιότητες του για το 2021, που αφορούν τη διερεύνηση νέων εμπορικών συμφωνιών με το Ισραήλ και το Συμβούλιο συνεργασίας του Κόλπου, μια τριμερή συμφωνία με τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία αλλά και τη Νορβηγία. Σε σχέση με τις θέσεις «Η Αμερική Μπροστά» και «Δουλειά για τους Αμερικάνους», το Πεκίνο διαρκώς παρουσιάζεται σαν υπερασπιστής των πολυμερών ελεύθερων συναλλαγών και του ανοίγματος ενώ έχει μετατρέψει τα λόγια του σε πράξεις κλείνοντας ολοένα και περισσότερες συμφωνίες.

Ο Τραμπ σε σχέση με το σημείο αυτό απέσυρε τις ΗΠΑ και η θέληση του Μπάιντεν να υιοθετήσει ορισμένες πτυχές του προγράμματος του, με ένα τρόπο λιγότερο καταστροφικό, δεν πρόκειται παρά να βλάψει εκ προοιμίου την τοποθέτηση του. Η Κίνα ευνοεί την παγκοσμιοποίηση ενώ η Αμερική τον προστατευτισμό.

Συνεπώς δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι η Κίνα έχει το πάνω χέρι στον οικονομικό σχεδιασμό και ότι αυτό δεν θα οδηγήσει παρά σε περαιτέρω ανάπτυξη. Όπως μάλιστα το επεσήμανα πολλές φορές, το έτος 2020 και η πανδημία άλλαξαν την ισορροπία των δυνάμεων. Το Πεκίνο θα συνεχίσει να απαντά στις ΗΠΑ, όχι αντιμετωπίζοντας τες κατά πρόσωπο, αλλά ξεπερνώντας τες στον διπλωματικό σχεδιασμό με βάση το εμπόριο.

Αυτό ακριβώς έρχεται να προστεθεί στο γεγονός ότι η Κίνα ήταν η μόνη μεγάλη παγκόσμια δύναμη που κατέγραψε ανάπτυξη το 2020, που στάθηκε ο πρώτος παγκόσμιος ευνοούμενος των ξένων άμεσων επενδύσεων την ίδια χρονιά, και που σύμφωνα με τις προβλέψεις θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ με όρους ακαθάριστης εσωτερικής παραγωγής ως το 2028. Σε αυτό το πλαίσιο ο Μπάιντεν δεν έχει εύκολη απάντηση να δώσει στην Κίνα αναφορικά με το εμπόριο ενώ το κλείδωμα του προστατευτισμού δεν θα καταφέρει τίποτα άλλο παρά να εμποδίσει την Ουάσιγκτον να είναι ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο.

Πηγή: Investig’action

Μετάφραση: antapocrisis

Το στίγμα που αφήνει η πανδημία στην οικονομία

Η αισιοδοξία κυριαρχεί στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές, ιδιαίτερα σε αυτές των ΗΠΑ. Μετά την πτώση τους κατά 30% περίπου όταν επιβλήθηκαν τα μέτρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας για να περιοριστεί η μετάδοση του κορωνοϊού, τα αμερικανικά χρηματιστήρια ανέβηκαν απότομα κατά 30% τον Απρίλιο. Γιατί; Για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα παρενέβη με τεράστιες ενέσεις ρευστότητας μέσω της εξαγοράς ομολόγων και της αξιοποίησης ποικίλων χρηματοοικονομικών εργαλείων. Και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες έχουν αντιδράσει με παρόμοιο τρόπο παρέχοντας ενέσεις ρευστότητας, όμως καμία από αυτές τις κινήσεις δεν μπορεί να συγκριθεί με την νομισματική ώθηση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.

Ως αποτέλεσμα, οι εκτιμήσεις των αμερικανικών χρηματιστηρίων σχετικά με τα μελλοντικά εταιρικά κέρδη εκτοξεύθηκαν κατά λογική ακουλουθία με τις ενέσεις ρευστότητας που παρείχε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Εάν η κεντρική τράπεζα αγοράσει οποιοδήποτε ομόλογο ή άλλο χρηματοοικονομικό προϊόν έχετε στα χέρια σας, πώς θα μπορούσατε να αποτύχετε;

Ο δεύτερος λόγος που τα χρηματιστήρια εκτοξεύονται την ίδια στιγμή που τα στοιχεία για την «πραγματική» οικονομία αποκαλύπτουν την κατάρρευση της εθνικής παραγωγής, των επενδύσεων και της απασχόλησης σχεδόν παντού (με τα χειρότερα να έπονται), είναι η πίστη ότι τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας θα σταματήσουν σύντομα· ότι οι θεραπείες και τα εμβόλια που θα σταματήσουν τον ιό θα είναι σύντομα διαθέσιμα· και ότι ως αποτέλεσμα οι οικονομίες θα ανακάμψουν μέσα σε 3 έως 6 μήνες και η πανδημία θα ξεχαστεί σύντομα.

Για παράδειγμα, ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Mnuchin, επανέλαβε την άποψη που εξέφρασε όταν ξεκίνησαν τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας ότι «θα δείτε την οικονομία να επανακάμπτει πραγματικά τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο». Και ο Hassett, οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου, εκτίμησε ότι κατά το 4ο τρίμηνο του 2020, η αμερικανική οικονομία «θα είναι και πάλι πολύ ισχυρή και η επόμενη χρονιά θα είναι απίθανη». Ο Moynihan, διευθύνων σύμβουλος της Bank of America, εκτίμησε ότι η κατανάλωση έχει ήδη φτάσει στο χαμηλότερο σημείο της και ότι σύντομα θα επανακάμψει κατά το 4ο τρίμηνο του 2020, συνοδευόμενη από μία διψήφια αύξηση του ΑΕΠ το 2021!

Το ότι η ιδιωτική κατανάλωση έχει ήδη φτάσει στο χαμηλότερο σημείο της φαίνεται δύσκολο να δικαιολογηθεί εάν κοιτάξει κανείς τα στοιχεία του πρώτο τριμήνου του 2020. Πράγματι, το Μάρτιο η ιδιωτική κατανάλωση στις ΗΠΑ μειώθηκε κατά 7,5% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα και αποτελεί την μεγαλύτερη πτώση στην ιδιωτική κατανάλωση που έχει καταγραφεί ποτέ.

Δεν είναι όμως μόνο οι κυβερνητικές και οι τραπεζικές φωνές που εκτιμούν ότι οι οικονομικές επιπτώσεις από την πανδημία και τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας θα είναι σύντομες αν και όχι τόσο ευχάριστες. Πολλοί κεϋνσιανοί οικονομολόγοι στις ΗΠΑ ισχυρίζονται το ίδιο πράγμα. Σε προηγούμενες αναρτήσεις μου, αναφέρθηκα στον ισχυρισμό του γκουρού του κεϋνσιανισμού, Larry Summers, πρώην Υπουργού Οικονομικών επί Κλίντον, ότι η απότομη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας που έφεραν τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας είναι αντίστοιχη προς την πτώση που σημειώνεται σε καλοκαιρινά τουριστικά θέρετρα όταν οι επιχειρήσεις κλείνουν το χειμώνα. Η πανδημία είναι, κατά την άποψη αυτή, ένα παρόμοιο εποχιακό φαινόμενο.

Ο υπέρτατος γκουρού του κεϋνσιανισμού, Paul Krugman, εκτιμά ότι η απότομη πτώση της οικονομίας που έφερε η πανδημία, η οποία μέχρι στιγμής έχει πολύ χειρότερες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία από ότι είχε η Μεγάλη Οικονομική Κρίση του 1929, δεν είναι μία οικονομική κρίση αλλά μία «κατάσταση διαχείρισης των συνεπειών μίας κρίσης». Ο Krugman υποστηρίζει ότι πρόκειται για «μία φυσική καταστροφή, η οποία, όπως και ένας πόλεμος, είναι ένα προσωρινό γεγονός».  Οπότε για αυτόν η απάντηση που πρέπει να δοθεί είναι «ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί κατά βάση μέσω αύξησης της φορολογίας και περικοπής των δαπανών μάλλον στο μέλλον και όχι άμεσα, πράγμα που σημαίνει ότι η αντιμετώπιση της κρίσης θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί μέσω μίας προσωρινής αύξησης του ελλείμματος». Εάν λοιπόν αυτή η προσωρινή χρηματοδότηση των δαπανών λειτουργούσε, η οικονομία θα επανερχόταν στα προηγούμενα επίπεδα και το έλλειμμα θα ήταν απλώς «προσωρινό». Και ο Robert Reich, ο υποτιθέμενος αριστερός Υπουργός Εργασίας επίσης επί Clinton, εκτίμησε ότι η κρίση δεν ήταν οικονομική, αλλά κρίση που αφορά τη δημόσια υγεία και ότι μόλις περιοριζόταν το υγειονομικό πρόβλημα (κατά πάσα πιθανότητα μέσα στο καλοκαίρι), η οικονομία θα επανερχόταν γρήγορα στην πρότερη κατάσταση.

Είναι αναμενόμενο οι  σύμβουλοι του Τραμπ και οι παράγοντες της Wall Street να διακηρύττουν την άμεση επιστροφή στην κανονικότητα (ακόμη κι εάν οι οικονομολόγοι των επενδυτικών εταιριών έχουν κατά βάση διαφορετική άποψη), αυτό όμως που μπορεί να προκαλέσει έκπληξη είναι ότι και οι εξέχοντες κεϋνσιανοί οικονομολόγοι συμφωνούν σε αυτήν την εκτίμηση. Η κεϋνσιανή οικονομική θεωρία έχει ως αφετηρία την άποψη ότι οι οικονομικές υφέσεις είναι το αποτέλεσμα της κατάρρευσης της «ενεργού ζήτησης», η οποία με την σειρά της οδηγεί στη μείωση της παραγωγής και της απασχόλησης. Όπως όμως εξήγησα και σε προηγούμενες αναρτήσεις μου, η παρούσα ύφεση δεν είναι αποτέλεσμα μίας κατάρρευσης της «ζήτησης», αλλά του σταματήματος της παραγωγής, και στο βιομηχανικό τομέα αλλά ειδικά στον τομέα της παροχής υπηρεσιών. Πρόκειται για ένα «σοκ στην προσφορά», όχι ένα «σοκ στη ζήτηση». Κατ’ αντιστοιχία, οι θεωρητικοί της «χρηματιστικοποίησης» που ακολουθούν τη σχολή σκέψης του Hyman Minsky είναι επίσης σαστισμένοι, επειδή η παρούσα ύφεση δεν είναι αποτέλεσμα μίας πιστωτικής κρίσης ή μίας χρηματοοικονομικής κατάρρευσης, αν και μία τέτοια μπορεί να επέλθει.

Οι κεϋνσιανοί πιστεύουν λοιπόν ότι μόλις οι άνθρωποι επιστρέψουν στις δουλειές τους και αρχίσουν να καταναλώνουν, η «ενεργός ζήτηση» (ή ακόμη και η «συσσωρευμένη» ζήτηση) θα εκτοξευτεί και η καπιταλιστική οικονομία θα επιστρέψει στην κανονικότητα. Εάν όμως προσεγγίσει κανείς την παρούσα ύφεση από την σκοπιά της προσφοράς ή παραγωγής, και ειδικότερα από τη σκοπιά της αποδοτικότητας της επανεκκίνησης της παραγωγής και της απασχόλησης, δηλαδή από τη μαρξιστική σκοπιά, τότε τόσο η αιτία της ύφεσης όσο και η πιθανότητα μίας αργής και ισχνής επαναφοράς της οικονομίας φαίνεται ξεκάθαρα.

Ας θυμηθούμε λίγο τι συνέβη μετά το τέλος της Μεγάλης Ύφεσης του 2008-2009. Το χρηματιστήριο ευημερούσε χρόνο με το χρόνο, όμως η «πραγματική» οικονομία της παραγωγής, των επενδύσεων και των εισοδημάτων των εργαζομένων σερνόταν. Από το 2009, η ετήσια ανάπτυξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις ΗΠΑ ήταν κατά μέσο όρο περίπου 1,6%. Στα τέλη λοιπόν του 2019, το ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν κατά 13% χαμηλότερο από αυτό που θα ήταν αν ακολουθούνταν η αυξητική τάση που υπήρχε μέχρι το 2008. Το χάσμα αυτό ισοδυναμεί με μία μόνιμη απώλεια κατά κεφαλήν εισοδήματος της τάξης των 10.200 δολλαρίων ετησίως.

Και τώρα η Goldman Sachs προβλέπει μία μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ η οποία μπορεί να εξαλείψει ακόμη και όσα ανακτήθηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια!

Ο κόσμος είναι σήμερα πολύ πιο διασυνδεδεμένος οικονομικά από ότι ήταν το 2008. Η παγκόσμια αλυσίδα είναι σήμερα μεγάλη και εξαπλωμένη παντού. Ακόμη και αν κάποιες χώρες μπορούν να αρχίσουν την επαναφορά της οικονομίας, τα προβλήματα στο παγκόσμιο εμπόριο μπορούν να παρακωλύσουν σημαντικά την ταχύτητα και την δυναμική αυτής της προσπάθειας ανάκαμψης. Πάρτε για παράδειγμα την Κίνα, όπου η επανεκκίνηση της οικονομίας μετά το lockdown έχει ξεκινήσει. Η οικονομική δραστηριότητα παραμένει πολύ κάτω από τα επίπεδα του 2019 και ο ρυθμός της ανάκαμψης φαίνεται αργός – κυρίως επειδή οι Κινέζοι βιομήχανοι και εξαγωγοί δεν έχουν σε ποιον να πουλήσουν.

Αυτό δεν είναι ούτε σύμπτωμα του ιού ούτε ζήτημα υγείας. Η ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου είναι περίπου ίση με την ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ από το 2009 και μετά (απεικονίζεται στο παρακάτω γράφημα με την μπλε γραμμή), δηλαδή κάτω από τον ρυθμό ανάπτυξης που είχε το παγκόσμιο εμπόριο πριν το 2009 (διακεκομμένη μπλε γραμμή). Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου δεν θεωρεί δυνατή την επιστροφή ακόμη και σε αυτήν την χαμηλότερη αυξητική τροχιά (κίτρινη διακεκομμένη γραμμή) τουλάχιστον για τα επόμενα 2 έτη.

Η τεράστια αύξηση των δημοσίων δαπανών (πάνω από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια) που αποφάσισε το αμερικανικό Κονγκρέσο και η νομισματική ένεση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (4 τρισεκατομμύρια δολάρια) δεν πρόκειται να σταματήσει αυτήν την βαθιά ύφεση ούτε καν να επαναφέρει την αμερικανική οικονομία στα προηγούμενα (χαμηλά) επίπεδά της. Πράγματι, οι αναλυτές του Oxford Economics εκτιμούν ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας που μπορεί να οδηγήσει σε νέα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας και να κρατήσει την αμερικανική οικονομία σε ύφεση και στασιμότητα μέχρι και το 2023!

Γιατί όμως οι καπιταλιστικές οικονομίες (τουλάχιστον κατά τον 21ο αιώμα) αδυνατούν να επανέλθουν στα προ κρίσης επίπεδά τους; Έχω υποστηρίξει σε αρκετές αναρτήσεις μου ότι αυτό οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι η αποδοτικότητα του κεφαλαίου στις μεγάλες οικονομίες δεν επέστρεψε ποτέ στα επίπεδα που άγγιξε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, πολλώ δε μάλλον σε αυτά της «χρυσής εποχής» της οικονομικής ανάπτυξης και των ήπιων υφέσεων του τέλους της δεκαετίας του ’50 και της δεκατίας του ’60.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτήν την πτώση της αποδοτικότητας κεφαλαίου, οι επιχειρήσεις αύξησαν το επίπεδο του χρέους τους, τάση που πυροδοτήθηκε και από το χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων, με σκοπό είτε να διατηρήσουν την παραγωγή τους ή/ και να μεταφέρουν κεφάλαια στο τομέα των χρηματοπιστωτικών προϊόντων και της κερδοσκοπίας.

Με αυτές τις υποκείμενες αιτίες συνδέεται όμως στενά και μία ακόμη: πρόκειται για αυτό που αποκαλείται «ουλές» της οικονομίας ή υστέρηση. Η υστέρηση στο πεδίο των οικονομικών αναφέρεται σε ένα συμβάν στην οικονομία τα αποτελέσματα του οποίου διατηρούνται στο μέλλον, ακόμη και όταν οι παράγοντες που οδήγησαν στο συμβάν αυτό έχουν εξαλειφθεί. Η υστέρηση είναι ο όρος που περιγράφει την αντίληψη ότι τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα ενός γεγονότος μπορούν να εξελιχθούν σε μακροχρόνια προβλήματα που περιορίζουν την ανάπτυξη και καθιστούν δύσκολη την «επιστροφή στην κανονικότητα».

Οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι παραδοσιακά εκτιμούν ότι η δημοσιονομική ώθηση μπορεί να επαναφέρει τις υφεσιακές οικονομίες στην ανάπτυξη. Έχουν, ωστόσο, αναγνωρίσει ότι βραχυπρόθεσμες οικονομικές καταστάσεις μπορούν να έχουν διαρκείς συνέπειες. Το πάγωμα των πιστωτικών αγορών και η μειωμένη κατανάλωση μπορούν να σταματήσουν την δημιουργία των υπό άλλες συνθήκες ζωηρών μικρών επιχειρήσεων. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις μπορούν να αναβάλλουν ή να περικόψουν τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων.

Όπως ορθά το έθεσε σε μία πρόσφατη ανάρτηση στο blog του ο Jack Rasmus, «Χρειάζεται αρκετό καιρό για να αποκατασταθεί η «εμπιστοσύνη» τόσο των επιχειρήσεων όσο και των καταναλωτών στην οικονομία και να αντικατασταθεί η εξαιρετικά επιφυλακτική επενδυτική και καταναλωτική συμπεριφορά τους από μία πιο αισιόδοξη καταναλωτική-επενδυτική αντίληψη. Τα επίπεδα της ανεργίας παραμένουν υψηλά και ρίχνουν τη σκιά τους στην οικονομία για αρκετό καιρό. Πολλές μικρές επιχειρήσεις δεν ανοίγουν ποτέ ξανά και όσες το κάνουν απασχολούν λιγότερο προσωπικό, συχνά με μικρότερους μισθούς. Οι μεγαλύτερες εταιρίες συσσωρεύουν το ρευστό τους. Οι τράπεζες κατά κανόνα έχουν αργά αντανακλαστικά στο να δώσουν δάνεια από ίδιους πόρους. Κάποιες επιχειρήσεις είναι πολύ επιφυλακτικές στο να επενδύσουν, να επεκταθούν και άρα να επαναπροσλάβουν εργαζόμενους, δεδομένης της επιφυλακτικής καταναλωτικής συμπεριφοράς, της συσσώρευσης των επιχειρήσεων και της συντηρητικής πολιτικής δανεισμού των τραπεζών. Η κεντρική τράπεζα, μπορεί να δώσει πρόσβαση σε μεγάλο όγκο δωρεάν χρηματοδότησης και φθηνών δανείων, όμως οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πιθανώς να είναι διστακτικά στο να δανειστούν και να προτιμήσουν να σωρρεύσουν το ρευστό τους – καθώς και τα δάνειά τους». Με άλλα λόγια, μία οικονομική ύφεση μπορεί να αφήσει «στίγματα», δηλαδή μακροχρόνια ζημιογόνα αποτελέσματα στην οικονομία.

Πριν από μερικά χρόνια, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσίευσε μία μελέτη σχετικά με τα «στίγματα» που αφήνουν οι οικονομικές υφέσεις στην οικονομία. Οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ σημείωναν ότι μετά από περιόδους ύφεσης δεν ακολουθεί πάντοτε ανάκαμψη τύπου V στα προηγούμενα επίπεδα. Αξιοποιώντας επικαιροποιημένα στοιχεία της περιόδου 1974 έως 2012, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ανεπανόρθωτες βλάβες στην παραγωγή δεν προκύπτουν μόνο μετά από τις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Κάθε είδος οικονομικής ύφεσης οδηγεί, κατά κανόνα, σε απώλειες στην παραγωγή.

«Σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη για το κύκλο λειτουργίας των επιχειρήσεων, μία ύφεση συνίσταται σε μία πρόσκαιρη πτώση της παραγωγής κάτω από τα συνηθισμένα της επίπεδα, η οποία όμως συνοδεύεται, κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάκαμψης, από μία ταχεία επιστροφή στα προηγούμενα επίπεδά της και στην ανοδική της πορεία (βλ. το πρώτο γράφημα στον παρακάτω πίνακα). Αντίθετα με τα παραπάνω, τα στοιχεία μας καταδεικνύουν ότι η ανάκαμψη μετά από μία ύφεση συνίσταται μόνο στην επιστροφή στο μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης της παραγωγής, χωρίς να προηγηθεί μία ταχεία επαναφορά στα προ ύφεσης επίπεδα (βλ. το δεύτερο γράφημα στον παρακάτω πίνακα). Με άλλα λόγια, οι υφέσεις μπορούν να αφήσουν μόνιμα στίγματα στην οικονομία».

Ο παραπάνω κανόνας δεν ισχύει μόνο για την οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας, αλλά και για το χάσμα ανάμεσα σε ισχυρές και αδύναμες οικονομίες. Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι: «Οι φτωχότερες χώρες πλήττονται από πιο συχνές και πιο βαθιές υφέσεις και κρίσεις που οδηγούν κάθε φορά σε μόνιμες απώλειες στην παραγωγή και σε απώλεια εδάφους στο διεθνή ανταγωνισμό (βλ. τις συνεχείς γραμμές στο παρακάτω γράφημα).

Η μελέτη του ΔΝΤ συμφωνεί με την άποψη που εξέφρασα το 2016 στο βιβλίο μου «Η Μακρά Ύφεση» περί διάκρισης των κλασικών «υποχωρήσεων» της οικονομίας από τις διαρκείς υφέσεις[1]. Στο βιβλίο μου αυτό καταδεικνύω ότι στις διαρκείς υφέσεις η οικονομική ανάκαμψη δεν ακολουθεί το σχήμα V, αλλά το σχήμα της τετραγωνικής ρίζας, πράγμα που σημαίνει ότι η οικονομία τίθεται σε μία νέα, χαμηλότερη τροχιά ανάπτυξης (βλ. το παρακάτω γράφημα).

Εκτιμώ ότι η ύφεση λόγω της πανδημίας θα αφήσει πολλά στίγματα στον καπιταλιστικό τομέα παραγωγής. Η Min Ouyang, συνεργαζόμενη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Tsinghua του Πεκίνου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις παρελθούσες οικονομικές υφέσεις το μόνιμο «στίγμα» που άφησε στους επιχειρηματίες η κατάρρευση ρευστότητας υπερακόντισε τα θετικά αποτελέσματα που είχε γι’ αυτούς η εξώθηση των μικρών επιχειρήσεων σε λουκέτο και το «άνοιγμα» του δρόμου για όσες επιχειρήσεις επιβίωσαν. «Τα μόνιμα βλαπτικά αποτελέσματα που θα αφήσει πίσω της αυτή η ύφεση θα είναι κατά πάσα πιθανότητα πολύ πιο σοβαρά από αυτά των προηγούμενων υφέσεων… Εφόσον λέμε ότι η πανδημία θα είναι η νέα κανονικότητα, τότε οι άνθρωποι θα είναι πολύ πιο διστακτικοί στην ανάληψη ρίσκων», υποστηρίζει η καθηγήτρια.

Τα νοικοκυριά και οι εταιρίες θα επιθυμούν να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους και να μειώσουν το οικονομικό ρίσκο προκειμένου να προστατευτούν από πιθανά μελλοντικά μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, ενώ οι κυβερνήσεις θα πρέπει να συσσωρεύσουν εξοπλισμό αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών και να διασφαλίσουν ότι θα μπορούν να τον παράγουν σε μεγαλύτερο βαθμό εντός των εθνικών ορίων τους. Ακόμη κι αν αποδειχθεί ότι η πανδημία μας χτύπησε «μια και έξω», πολλοί άνθρωποι θα διστάζουν να κοινωνικοποιηθούν μετά την λήξη των μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας, πράγμα που θα έχει αρνητικά αποτελέσματα για τις εταιρίες και τις οικονομίες που στηρίζονται στον τουρισμό, τις ταξιωτικές υπηρεσίες, την εστίαση και τη μαζική διασκέδαση.

Η ύφεση αυτή, θα επιταχύνει επίσης προϋπάρχουσες τάσεις καπιταλιστικής συσσώρευσης κεφαλαίου: Η Lisa B. Kahn, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Yale, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μετά από υφέσεις οι εταιρίες προσπαθούν να αντικαταστήσουν τους εργαζόμενους με μηχανές και να αναγκάσουν έτσι τους εργαζόμενους που επιστρέφουν στη δουλειά τους να αποδεχθούν χαμηλότερους μισθούς ή να αναζητήσουν νέες θέσεις εργασίες, με μικρότερες απολαβές (εδώ η σχετική μελέτη). Εξάλλου, ένας από τους βασικούς σκοπούς που έχει η διαδικασία «ξεκαθαρίσματος» για το κεφάλαιο είναι η μείωση του κόστους της εργασίας και η αύξηση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου. Η διαδικασία αυτή αφήνει λοιπόν μόνιμα «στίγματα» στην εργασία.

«Η εμπειρία της πανδημίας θα αφήσει βαθιές ουλές στην οικονομία και στην συμπεριφορά των καταναλωτών, των επενδυτών και των επιχειρήσεων. Θα στιγματίσει μία ολόκληρη γενιά τόσο βαθιά όσο στιγμάτισε και η Μεγάλη Κρίση του 1929 του γονείς και τους παππούδες μας» (από άρθρο του John Mauldin).

Πηγή: Michael Roberts Blog

Μετάφραση: antapocrisis

[1] Σ.τ.Μ: Ο Michael Roberts στο βιβλίο του “The Long Depression” εισάγει μία διάκριση ανάμεσα στους όρους “recession”, στον οποίο αποδίδει το νόημα μίας πρόσκαιρης υποχώρησης της οικονομίας, και “depression”, στον οποίο αποδίδει το νόημα της κατάστασης διαρκούς ύφεσης.

Τραμπ και Κίνα: Προς έναν Ψυχρό ή Θερμό Πόλεμο;

Με μια πρώτη ματιά, η διαμάχη ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα περιστρέφεται γύρω από ζητήματα αθέμιτων ανταγωνιστικών πρακτικών και κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας. Με μια πιο προσεκτική εξέταση του ζητήματος, αντιλαμβανόμαστε ότι σχετίζεται με κάτι πολύ πιο θεμελιώδες: με τις απεγνωσμένες προσπάθειες της Ουάσινγκτον να διατηρήσει την ηγεμονία της επί του πλανήτη. Οδεύουμε, άραγε, προς μία σύγκρουση των δύο τιτάνων;

Δύναμη απόλυτη και ανθεκτική στο χρόνο

Οι ΗΠΑ βγαίνουν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με μια τεράστια νίκη. Όλες οι παραδοσιακές και οι αναδυόμενες υπερδυνάμεις της εποχής έχουν εξαντληθεί πλήρως. Στην Ουάσινγκτον ονειρεύονται μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, σύμφωνα με την οποία θα είναι οι μόνοι επικεφαλής. Δυστυχώς, η ταχύτατη ανοικοδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης και η κατάρριψη του πυρηνικού μονοπωλίου ανέκοψαν αυτά τα σχέδια.

Μισό αιώνα αργότερα, το όνειρο γίνεται πραγματικότητα, με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Από εδώ και στο εξής, δεν θα υπάρχουν εμπόδια στην κυριαρχία της αυτοκρατορίας. Επιτέλους, οι ΗΠΑ αποτελούν τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη της παγκόσμιας πολιτικής σκακιέρας. Και έτσι θέλουν να παραμείνουν τα πράγματα. Το Πεντάγωνο αναφέρει το 1992:

«Ο πρωταρχικός μας στόχος είναι να εμποδίσουμε την ανάδυση ενός νέου αντιπάλου. Θα πρέπει να διατηρούμε τον μηχανισμό εκείνο που θα αποτρέπει τους δυνητικούς ανταγωνιστές μας ακόμη κι από την ίδια την φιλοδοξία για έναν αναβαθμισμένο ρόλο σε περιφερειακό ή παγκόσμιο επίπεδο».

Σε αυτήν τη φάση, η Κίνα δεν αποτελεί (ακόμη) απειλή. Η οικονομία της είναι υποανάπτυκτη και το ΑΕΠ της είναι μόλις το 1/3 του αμερικανικού ΑΕΠ. Είναι, επίσης, μια χώρα ασήμαντη στο στρατιωτικό επίπεδο. Εκείνη την περίοδο η Κίνα συγκεντρώνει το ενδιαφέρον πρωτίστως ως παράδεισος κερδοφορίας: έχει ένα τεράστιο απόθεμα φθηνού, πειθαρχημένου εργατικού δυναμικού, ενώ μπορεί να εξελιχθεί μακροπρόθεσμα σε μια ελκυστική νέα αγορά, καθώς διαθέτει το 1/5 του πληθυσμού παγκοσμίως.  Από την άλλη, η Κίνα αποβλέπει σε ξένες επενδύσεις και στην παγκόσμια αγορά, προκειμένου να αναπτυχθεί ραγδαία.

Στα μεγάλα καπιταλιστικά κέντρα, καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι με το οικονομικό άνοιγμα στην Κίνα ο καπιταλισμός θα παρεισφρήσει σταδιακά και κατά τρόπο μόνιμο στην Κίνα και θα καταφέρει εντέλει να την καταλάβει από το «κομμουνιστικό καθεστώς». Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: αφενός, ευνοϊκές προοπτικές για τις πολυεθνικές εταιρίες, αφετέρου εξάλειψη ενός ιδεολογικού αντιπάλου. Γι’ αυτό και η Κίνα γίνεται δεκτή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001.

Σε κάθε περίπτωση, η είσοδος στον ΠΟΕ τόνωσε πραγματικά την κινεζική οικονομία. Το 1995 η Κίνα ήταν 11η στη λίστα των χωρών με τις μεγαλύτερες εξαγωγές αγαθών. Είκοσι χρόνια αργότερα, βρίσκεται στην κορυφή της λίστας. Από την είσοδο στον ΠΟΕ, η οικονομία της έχει τετραπλασιαστεί. Αυτή η ανάπτυξη σήμανε σημαντικά κέρδη και για τις ΗΠΑ. Οι αμερικανικές πολυεθνικές κάνουν χρυσές δουλειές στην Κίνα. Οι πωλήσεις τους ανήλθαν πέρυσι σε 500 δις δολάρια, που σημαίνει 100 δις περισσότερα από το εμπορικό έλλειμμα ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα. Η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού στις ΗΠΑ αυξάνεται λόγω της εισαγωγής φθηνών κινεζικών εμπορευμάτων. Υπάρχουν, επίσης, σημαντικά πλεονεκτήματα σε νομισματικό επίπεδο. Προκειμένου να διατηρήσει την ισοτιμία μεταξύ γουάν και δολαρίου, η Κίνα αγοράζει τεράστια ποσότητα δολαρίων, που σημαίνει ότι οι ΗΠΑ αποκτούν πολύ φθηνές πιστώσεις και μπορούν να διατηρούν τα επιτόκια δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα.

Πέρα από τις αυταπάτες

Όμως, υπάρχει ένα τεράστιο «αλλά» στην όλη ιστορία: τίποτα δεν προχωράει βάση σχεδίου όσον αφορά την παλινόρθωση του καπιταλισμού εκ των έσω ή την αποδυνάμωση του κομμουνιστικού κόμματος.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας δεν τιθασεύτηκε μέσα από το εμπόριο. Το Κόμμα-Κράτος εξακολουθεί να ασκεί σταθερό έλεγχο στα ανώτερα επίπεδα της οικονομίας της Κίνας, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, μέσω της επιρροής του σε μεγάλες «ιδιωτικές» εταιρίες, οι οποίες μπορούν «να παραμείνουν κερδοφόρες και ιδιωτικές μόνο με την υποστήριξη του Κόμματος», λέει ο οικονομολόγος Brad W. Setser.

Αυτό το συνειδητοποιούν πλέον και οι κυρίαρχοι κύκλοι στις ΗΠΑ. Στην περιβόητη ομιλία του, ο Αντιπρόεδρος Pence το έθεσε χωρίς περιστροφές:

«Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, πιστέψαμε ότι μια ελεύθερη Κίνα αποτελούσε αναπόφευκτο επακόλουθο. Η Αμερική, μεθυσμένη από την αισιοδοξία που επικρατούσε στις αρχές του 21ου αιώνα, επέτρεψε στο Πεκίνο να έχει ελεύθερη πρόσβαση στην οικονομία μας, ενώ εντάξαμε την Κίνα στον ΠΟΕ. […] Όμως η ελπίδα εκείνη ματαιώθηκε».

Οι καπιταλιστικοί γίγαντες, δηλαδή χρηματοπιστωτικές, βιομηχανικές ή τεχνολογικές εταιρίες όπως η Google, η Amazon ή η Facebook, μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Όχι όμως στην Κίνα. Είναι ένα από λίγα μέρη σε αυτόν τον πλανήτη όπου οι κολοσσοί αυτοί ασκούν μικρή ή και καθόλου επιρροή. Επιπροσθέτως, η Κίνα δεν αποτελεί πια μια χώρα διαμετακόμισης, όπου τα προϊόντα απλώς συναρμολογούνται, με αποτέλεσμα να παρέχονται υπηρεσίες που δεν αποφέρουν ιδιαίτερα κέρδη για την ίδια τη χώρα.

Πηγή: αρθρογράφος

Το γεγονός ότι η Κίνα δεν είναι πια μια «παιδική χαρά» για τις μεγάλες πολυεθνικές είναι από μόνο του αρνητικό για τις ΗΠΑ. Όμως, το χειρότερο είναι ότι η οικονομική θέση των ΗΠΑ έχει αποδυναμωθεί, την ίδια περίοδο που αυτή της Κίνας έχει ενισχυθεί σημαντικά. Το 1980, το ΑΕΠ των ΗΠΑ αντιπροσώπευε το 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ της Κίνας ήταν λίγο παραπάνω από το 1/20. Σήμερα αντιπροσωπεύουν αμφότερα από 1/4.

Μάλιστα, η ανάπτυξη της Κίνας δεν είναι μόνο ποσοτική. Η κινεζική οικονομία έχει κάνει και ένα ποιοτικό άλμα προς τα εμπρός. Μεγάλη πρόοδος έχει σημειωθεί στο τεχνολογικό πεδίο. Μέχρι πρόσφατα, θεωρούνταν μια χώρα «αντιγραφέας» τεχνολογίας, ενώ σήμερα θεωρείται καινοτόμος. Σήμερα το 40% όλων των ευρεσιτεχνιών παγκοσμίως είναι κινεζικές, ποσοστό μεγαλύτερο από το αντίστοιχο  ΗΠΑ, Ιαπωνίας και Νότιας Κορέας σωρευτικά.  Το 2015 τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο «Made in China 2025», προκειμένου να αναπτυχθεί περαιτέρω η βιομηχανία και να επιτευχθεί μεγαλύτερη αυτονομία σε 10 τομείς – κλειδιά της οικονομίας.

Μέσα από την παραπάνω διαδρομή, τα κινεζικά προϊόντα και οι υπηρεσίες γίνονται όλο και πιο ανταγωνιστικά. Μακροπρόθεσμα θα απειλήσουν την πρωτοκαθεδρία των πολυεθνικών της Δύσης. Αυτό είναι, φυσικά, ένα ανεπιθύμητο και μη αποδεκτό αποτέλεσμα. Ο Peter Navarro, ανώτατος οικονομικός σύμβουλος του Trump δήλωσε ότι:

«Στο μανιφέστο της οικονομικής πολιτικής της, το “Made in China 2025”, η κυβέρνηση της Κίνας έχει θέσει αναλυτικούς στόχους σε σχέση με συγκεκριμένους βιομηχανικούς τομείς: από την τεχνητή νοημοσύνη, τη ρομποτική και την κβαντική υπολογιστική ως τα αυτοκατευθυνόμενα οχήματα… Αν η Κίνα καταλάβει αυτούς τους τομείς, τότε οι ΗΠΑ δεν θα έχουν κανένα οικονομικό μέλλον».

«Είναι ο στρατός, ηλίθιε»!

Σύμφωνα με τον Navarro, το πρόβλημα δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την οικονομία, την ευμάρεια ή τα κέρδη.

«Δεν κινδυνεύει μόνο η αμερικανική ευημερία… Η πνευματική ιδιοκτησία που προσπαθεί να πάρει η Κίνα αποτελεί τον βασικό της στόχο και παίζει ρόλο – κλειδί για την συνέχιση της στρατιωτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ».

Οι δηλώσεις του Navarro είναι εξόχως αποκαλυπτικές. Η κυβέρνηση Trump κραυγάζει για το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, όμως δεν είναι αυτή η βασική ανησυχία. Το σημαντικότερο είναι η διατήρηση της κυριαρχίας σε τρεις τομείς: την τεχνολογία, τους βιομηχανική παραγωγή του μέλλοντος και τους εξοπλισμούς. Η κυριαρχία αυτή απειλείται πρώτα και κύρια από την Κίνα.

Πηγή: OECD

O Navarro δεν εκφράζει προσωπικές του απόψεις, αλλά την κυβερνητική πολιτική. Η πολιτική αυτή αναπτύχθηκε αναλυτικά σε μια αποκαλυπτική έκθεση του Πενταγώνου, το Σεπτέμβριο του 2018. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, οι τρεις προαναφερθέντες τομείς –τεχνολογίες, οικονομία, εξοπλισμοί- είναι στενά συνυφασμένοι μεταξύ τους. Το τεχνολογικό προβάδισμα είναι απαραίτητο για την υπερίσχυση στον οικονομικό ανταγωνισμό και τη διατήρηση της στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας. Η έκθεση προειδοποιεί ότι:

«Οι κινεζικές δαπάνες στον τομέα της Έρευνας & Ανάπτυξης πλησιάζουν ταχέως τις αντίστοιχες των ΗΠΑ και πιθανότατα θα πετύχουν ισοτιμία κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον».

Η έκθεση αναφέρεται ρητά και στο «Made in China 2025».

«Μία από τις κυριότερες πρωτοβουλίες του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας στο πεδίο της βιομηχανίας, το “Made in China 2025”, επικεντρώνεται στην τεχνητή νοημοσύνη, την κβαντική υπολογιστική, τη ρομποτική, τα αυτόνομα και νέα ενεργειακά οχήματα, τις ιατρικές συσκευές υψηλής απόδοσης, τα εξαρτήματα πλοίων υψηλής τεχνολογίας, καθώς και σε άλλους ανερχόμενους τομείς που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εθνική άμυνα».

Η Πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt & Road Initiative – BRI) θεωρείται επίσης ως αρνητική εξέλιξη. Η BRI είναι ένα κινεζικό δίκτυο θαλάσσιων και χερσαίων εμπορικών δρόμων, που απλώνεται σε 64 χώρες και περιλαμβάνει επενδύσεις, δάνεια, εμπορικές συμφωνίες και πλήθος Ειδικών Οικονομικών Ζωνών, με συνολική αξία 900 δις δολάρια.

«Η στρατηγική της Κίνας για “μία Ζώνη, ένα Δρόμο» περιλαμβάνει τόσο κινήσεις συνεργασίας όσο και πιο επιθετικές επιλογές· στο πλαίσιο της παραπάνω πολιτικής, η Κίνα επεδίωξε την απόκτηση κρίσιμων υποδομών στις ΗΠΑ, όπως σιδηροδρόμων, λιμανιών και τηλεπικοινωνιών. Οι οικονομικές στρατηγικές της Κίνας, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς επιπτώσεις που επέφεραν οι βιομηχανικές πολιτικές άλλων κρατών, απειλούν σημαντικά τη βιομηχανική βάση των ΗΠΑ και δημιουργούν, κατά συνέπεια, όλο και μεγαλύτερο κίνδυνο στην εθνική τους ασφάλεια».

Όμως, η σχέση που συνδέει τεχνολογία, οικονομία και εξοπλισμούς είναι πολύ βαθύτερη. Προκειμένου να διατηρήσουν την στρατιωτική κυριαρχία τους, οι ΗΠΑ χρειάζονται μια δική τους σταθερή βιομηχανική βάση. Από την οπτική της εθνικής ασφάλειας, η παγκοσμιοποίηση έχει παρατραβήξει. Η μετεγκατάσταση τμημάτων της αμερικανικής οικονομίας στο εξωτερικό έχει διαβρώσει τη βάση της πολεμικής βιομηχανίας, υπονομεύοντας έτσι την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.

«Η απώλεια πάνω από 60.000 αμερικανικών εργοστασίων, μεγάλων εταιριών και σχεδόν 5 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στη βιομηχανία από το 2000, απειλεί να υπονομεύσει τη δυνατότητα των κατασκευαστών στις ΗΠΑ να ανταποκρίνονται στις εθνικές αμυντικές απαιτήσεις και δημιουργεί ανησυχία για την υγεία της βιομηχανικής βάσης παραγωγής και άμυνας. […] Σήμερα, στηριζόμαστε σε μεμονωμένες εγχώριες πηγές για ορισμένα προϊόντα και σε ξένες αλυσίδες ανεφοδιασμού για άλλα, και ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια πιθανή αδυναμία να παράγουμε εξειδικευμένα στρατιωτικά εξαρτήματα εντός συνόρων».

Η προστατευτική πολιτική της κυβέρνησης Trump δεν πυροδοτείται κυρίαρχα από το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Η έκθεση αναφέρεται σε αυτό μόνο παρεμπιπτόντως. Αυτό που έχει σημασία είναι η διασφάλιση μιας «δραστήριας αμυντικής βιομηχανικής βάσης», που θα στηρίζεται σε έναν «δραστήριο εγχώριο κατασκευαστικό τομέα» και σε «σταθερές αλυσίδες ανεφοδιασμού από το εξωτερικό». Αυτή είναι η «εθνική προτεραιότητα».

Όταν γίνεται λόγος για «αμυντικές δυνατότητες» αυτό σημαίνει, με  άλλα λόγια, πολεμική προετοιμασία. Αυτό που σκέφτεται το Πεντάγωνο δεν είναι μερικές περιφερειακές, μικρής κλίμακας συρράξεις, αλλά κατά βάση μία μεγάλη σε ένταση και διάρκεια πολεμική απόπειρα ενάντια στις «ρεβιζιονιστικές δυνάμεις», δηλαδή στην Κίνα και τη Ρωσία. Η έκθεση προτείνει την ριζική «αναδιοργάνωση» της αμερικανικής οικονομίας και την προετοιμασία για το «σενάριο μιας σύγκρουσης των μεγάλων δυνάμεων». Όπως το έθεσε και ένας υψηλά ιστάμενος στρατιωτικός αξιωματούχους:

«Είμαστε εδώ και καιρό απασχολημένοι με πολέμους χαμηλών τεχνολογικών απαιτήσεων ενάντια σε ανθρώπους που εκτοξεύουν βόμβες από τις καρότσες φορτηγών, ενώ όλο αυτό το διάστημα η Κίνα υπήρξε πιο ξύπνια και μας αιφνιδίασε. Εκεί θα επικεντρωθούμε τώρα».

Κατά τον 20ο αιώνα οι κυριότερες προσπάθειες των ΗΠΑ στρέφονταν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ κατά τον 21ο επικεντρώνονται στον «κινεζικό κίνδυνο». Στο πλαίσιο της διαβούλευσης για τον προϋπολογισμό του 2019, το Κογκρέσο διατύπωσε ρητά ότι «ο στρατηγικός ανταγωνισμός με την Κίνα σε μακροπρόθεσμο επίπεδο αποτελεί βασική προτεραιότητα των ΗΠΑ». Τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο την οικονομία, αλλά μια συνολική στρατηγική σε πολλά μέτωπα. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, απαιτείται «η συντονισμένη λειτουργία πολλών επιμέρους στοιχείων της κρατικής εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την διπλωματία, την οικονομία, τις μυστικές υπηρεσίες, την επιβολή της νομιμότητας και το στρατό, έτσι ώστε να προστατευθεί και να ενισχυθεί η εθνική ασφάλεια».

Στο άρθρο αυτό θα περιοριστούμε στα ζητήματα που αφορούν τη στρατηγική για την οικονομία και το στρατό.

Ένα οικονομικό σιδηρούν παραπέτασμα

O Trump επιδιώκει μια συνολική αναδιάταξη των οικονομικών σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας. Όπως το έχει θέσει και ο ίδιος με το γνωστό του στυλ:

«Όταν ανέλαβα βαδίζαμε σε μια κατεύθυνση που θα επέτρεπε τελικά στην Κίνα να είναι μεγαλύτερη από εμάς σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό δεν πρόκειται πια να συμβεί».

Προκειμένου να αναχαιτιστεί η άνοδος της Κίνας, είναι αναγκαία η οικονομική αποσύνδεση των ΗΠΑ από την Κίνα στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο. Τόσο οι κινεζικές επενδύσεις στις ΗΠΑ όσο και οι αμερικανικές επενδύσεις στην Κίνα πρέπει να περιοριστούν και να αποκλειστούν. Καταρχήν, δίνεται βάρος στους στρατηγικούς τομείς.

Θα πρέπει να περιοριστεί και το αμοιβαίο εμπόριο. Οι ΗΠΑ έχουν ήδη επιβάλει δασμούς στις μισές περίπου εισαγωγές από την Κίνα. Ο Trump απειλεί να επιβάλει δασμούς στο σύνολο των εισαγωγών, εάν κριθεί απαραίτητο. Στο στόχαστρο βρίσκονται και οι εξαγωγές προς την Κίνα. Για την ανάπτυξή της, η Κίνα εξαρτάται σημαντικά από υψίστης σημασίας εξαρτήματα, όπως μικροκυκλώματα (microchips). Το Μάιο του 2015, οι πωλήσεις μικροτσίπ στην ZTE, μια μεγάλη κινεζική εταιρία τηλεπικοινωνιών που απασχολεί 75.000 ανθρώπους, διακόπηκαν προσωρινά, θέτοντάς την σε κίνδυνο πτώχευσης. Η επιτυχημένη manager Kathleen Gaffney  προβλέπει ότι τα παραπάνω είναι μόνο η αρχή:

«Έχουμε το απόλυτο προβάδισμα στην τεχνολογία και την καινοτομία όσον αφορά τη βιομηχανία παραγωγής μικροκυκλωμάτων. Η Κίνα επιθυμεί να ηγηθεί κι αυτή μακροπρόθεσμα. Θα τα παράγουν στην Κίνα μέχρι το 2025. Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό να τους θέσουμε εμπόδια περιορίζοντας τις εξαγωγές μας.  Μια τέτοια κίνηση θα βλάψει την Κίνα αλλά δεν θα βλάψει το σύνολο της οικονομίας. Σε τέτοιου είδους ενέργειες θα προβούμε».

Οι πιο σοβαροί σχολιαστές πιστεύουν ότι οι δασμοί που επιβάλλονται αφενός θα έχουν αρνητικές συνέπειες στην οικονομία των ΗΠΑ και ότι  αφετέρου θα επιλύσουν το πρόβλημα του ελλείμματος με την Κίνα. Δεν είναι όμως αυτή η πραγματική έγνοια του Trump και της κλίκας του. Ο βασικός τους στόχος είναι «να προσπαθήσουν να εμποδίσουν την τεχνολογική άνοδο της Κίνας παρά να κλείσουν μια συμφέρουσα για την αμερικανική οικονομία συμφωνία», όπως το έθεσε και ένας επενδυτής.

Η κυβέρνηση Trump προσπαθεί, ακόμη, να επεκτείνει τον εμπορικό της πόλεμο με την Κίνα και σε άλλες χώρες. Στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις με τον Καναδά και το Μεξικό για μια νέα συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, ο Trump έθεσε μια ρήτρα που ορίζει ότι οι δύο αυτές χώρες δεν μπορούν να συνάψουν καμία εμπορική συμφωνία με μια χώρα που δεν έχει «οικονομία της ελεύθερης αγοράς», δηλαδή με την Κίνα. Σκοπεύει να συνάψει στο μέλλον τέτοιες συμφωνίες και με χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εάν οι ΗΠΑ πετύχουν κάτι τέτοιο, θα αποτελέσει μεγάλο πλήγμα και την Κίνα και θα υψωθεί ένα είδος «οικονομικού σιδηρού παραπετάσματος» γύρω από τη χώρα.

Η αντι-κινεζική στάση δεν περιορίζεται στον Trump και μερικά «γεράκια» στην κυβέρνησή του. Μεγάλα τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου πιστεύουν ότι ΗΠΑ και Κίνα έχουν εμπλακεί σε έναν μακροπρόθεσμο, στρατηγικό ανταγωνισμό και ότι η άνοδος του ασιατικού γίγαντα αποτελεί απειλή για τη θέση των ΗΠΑ διεθνώς. Υπάρχει όλο και μεγαλύτερη συμφωνία ως προς το ότι η εμπορική πολιτική και η πολιτική εθνικής ασφάλειας θα πρέπει να είναι στο εξής ενιαίες και ότι ο Λευκός Οίκος θα πρέπει να απαντήσει δυναμικά στον στρατηγικό ανταγωνιστή του. Η δίψα για σύγκρουση μεγαλώνει.

Η αντι-κινεζική διάθεση διακατέχει Ρεπουμπλικανούς, υπέρμαχους της ελεύθερης αγοράς, «όρνια» της εθνικής ασφάλειας και ανθρώπους του Πενταγώνου. Διακατέχει, ακόμη, και Δημοκρατικούς και τμήμα των συνδικάτων και της αριστεράς. Αυτό σημαίνει ότι η επιθετική στάση απέναντι στην Κίνα θα διαρκέσει μάλλον για πολύ καιρό και σίγουρα δεν θα τερματιστεί μετά την αποχώρηση του σημερινού προέδρου από το οβάλ γραφείο.

«Άνοιξε πρώτος πυρ»

Η ανωτερότητα των ΗΠΑ στο στρατιωτικό επίπεδο είναι συντριπτική. Διαθέτουν 800 στρατιωτικές βάσεις σε πάνω από 70 χώρες και 150.000  στρατιώτες σε 177 χώρες. Οι ετήσιες στρατιωτικές δαπάνες ξεπερνούν τα 600 δις δολάρια, ποσό που υπερβαίνει το 1/3 των συνολικών δαπανών του πλανήτη. Είναι συνολικά 3 φορές περισσότερες σε σχέση με τις δαπάνες τις Κίνας και 12 φορές περισσότερες, αν υπολογιστούν κατά κεφαλήν.

Επί 70 χρόνια, οι ΗΠΑ κυριεύουν τις θάλασσες και τον εναέριο χώρο σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη, της Ανατολικής Ασίας περιλαμβανομένης. Απολάμβαναν σχεδόν απόλυτη ελευθερία κινήσεων και την δυνατότητα να στερούν από τους εχθρούς τους αυτήν την ελευθερία. Ο Trump επιθυμεί να παραμείνει έτσι:

«Η Αμερική δεν θα αποδεχθεί ποτέ να γίνει δεύτερη δύναμη. Θα κάνω τις ένοπλες δυνάμεις μας τόσο δυνατές, ώστε να μην φοβηθούμε ποτέ ξανά μια άλλη δύναμη».

Σύμφωνα με την έκθεση για την Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας του 2017, η Κίνα οικοδομεί «τον πιο ικανό και πιο χρηματοδοτούμενο στρατό στον κόσμο, μετά από τον δικό μας». Η «άλλη δύναμη» στην οποία αναφέρεται ο Trump είναι η Κίνα. Σύμφωνα με τον Πεντάγωνο, πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί η υπεροχή στην Ανατολική Ασία. Αυτό σημαίνει να περιοριστεί η Κίνα.

«Όσο η Κίνα συνεχίζει την οικονομική και στρατιωτική ανάπτυξή της, διεκδικώντας εξουσία μέσω μιας μακροπρόθεσμης, πανεθνικής στρατηγικής, θα συνεχίσει να ακολουθεί ένα πρόγραμμα στρατιωτικού εκσυγχρονισμού, που στοχεύει μεσοπρόθεσμα στην περιφερειακή ηγεμονία σε Ινδικό και Ειρηνικό και μακροπρόθεσμα στον εκτοπισμό των ΗΠΑ, προκειμένου να καταστεί παγκόσμια κυρίαρχος».

Στην ψυχροπολεμική του ομιλία τον περασμένο Οκτώβρη, ο Αντιπρόεδρος Pence δεν άφησε κανένα περιθώριο για αμφιβολίες:

«Το μήνυμά μας προς τους ηγέτες της Κίνας είναι το εξής: Αυτός ο Πρόεδρος δεν πρόκειται να κάνει πίσω. Όσο ενισχύουμε το στρατό μας, θα συνεχίσουμε να διασφαλίζουμε τα αμερικανικά συμφέρνοντα σε Ινδικό και Ειρηνικό».

Η στρατηγική κατά της Κίνας στο στρατιωτικό επίπεδο έχει δύο σκέλη: τον ανταγωνισμό για τους εξοπλισμούς και της περικύκλωση της χώρας.

Ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός έχει πάρει φωτιά. Οι ΗΠΑ δαπανούν 150 δις δολάρια ετησίως σε στρατιωτική έρευνα, δηλαδή 5 φορές περισσότερα από την Κίνα. Εργάζονται πυρετωδώς για μια νέα γενιά εξαιρετικά προηγμένων όπλων, drones και κάθε είδους ρομπότ, τα οποία δεν θα μπορεί να αντιμετωπίσει ένας μελλοντικός εχθρός. Τα F-35 ενσωματώνουν την κορυφαία τεχνολογία της εποχής και είναι 15-20 χρόνια πιο προηγμένα από τα κινεζικά μαχητικά αεροσκάφη. Στην ανάπτυξη τέτοιων όπλων προηγμένης τεχνολογίας χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο η τεχνητή νοημοσύνη, η κβαντική μηχανική, η τεχνολογία laser, οι υπερηχητικές ταχύτητες, η πυρηνική ανάφλεξη και ο ηλεκτρονικός πόλεμος. Πρόκειται για τις πολεμικές επιστήμες του μέλλοντος.

Προκειμένου να διατηρηθεί το εξοπλιστικό προβάδισμα, οι Κινέζοι θα πρέπει να κρατηθούν σε απόσταση. Σύμφωνα με την έκθεση για την Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας του Δεκεμβρίου του 2017,

«Ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός και η οικονομική διεύρυνση της Κίνας οφείλεται ως ένα βαθμό και στην πρόσβασή της στην οικονομία της καινοτομίας των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και των κορυφαίων αμερικανικών πανεπιστημίων».

Ο Λευκός Οίκος στρέφεται προς τον προστατευτισμό όχι μόνο σε σχέση με το εμπόριο, τις επενδύσεις ή την τεχνολογία, αλλά σε σχέση και με τη γνώση.

Ιδιαίτερη σημασία δίνεται και στα διαστημικά όπλα.

«Εάν η πολιτική της αποτροπής αποτύχει, είμαι πεπεισμένος ότι […] εάν έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν ισότιμο ή σχεδόν ισότιμο αντίπαλο, θα πρέπει να δώσουμε μάχη για την υπεροχή μας στο διάστημα», δηλώνει ο Στρατηγός John Raymond,  Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Πολεμικής Αεροπορίας.

Πέρυσι ο Trump αποφάσισε να ιδρύσει ένα νέο, πλήρως ανεπτυγμένο στρατιωτικό κλάδο: την Διαστημική Δύναμη των ΗΠΑ.

Η διεξαγωγή ενός προληπτικού πολέμου δεν αποκλείεται. Ο Bob Work, πρώην Υφυπουργός  Άμυνας, σημειώνει ότι η Κίνα αναπτύσσει πυραύλους που πλησιάζουν πολύ τις δυνατότητες των αμερικανικών.

«Οι ΗΠΑ δεν χρειάστηκε ποτέ να αντιμετωπίσουν έναν αντίπαλο που μπορούσε να ρίξει πυραύλους με τέτοιο βεληνεκές και τέτοια πυκνότητα βλημάτων όσο και οι ίδιες. Σε οποιονδήποτε μελλοντικό πόλεμο, η χρήση καθοδηγούμενων πυρομαχικών θα είναι τόσο εκτεταμένη και σημαντική[…]», ώστε θα έχει «μεγάλη σημασία να είμαστε οι πρώτοι που θα ανοίξουμε πυρ».

Το δεύτερο σκέλος του σχεδίου είναι η στρατιωτική περικύκλωση. Για το εξωτερικό της εμπόριο, η Κίνα βασίζεται κατά 90% στις θαλάσσιες μεταφορές. Περισσότερο από το 80% της πετρελαϊκής της τροφοδοσίας διέρχεται από τον Πορθμό της Malacca (κοντά στη Σιγκαπούρη), όπου οι ΗΠΑ έχουν μια στρατιωτική βάση. Ο Kissinger είπε κάποτε «έλεγξε το πετρέλαιο, και θα ελέγχεις τα κράτη». Σε κάθε περίπτωση, οι ΗΠΑ μπορούν με ευκολία να διακόψουν τη ροή πετρελαίου προς την Κίνα. Προς το παρόν, η Κίνα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Μέχρι το 2020, το 60% ολόκληρου του αμερικανικού στόλου θα βρίσκεται σταθμευμένο στην ευρύτερη περιοχή. Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι η Κίνα περικυκλώνεται και συμπιέζεται. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε εάν η Κίνα επρόκειτο να εγκαταστήσει μία οποιαδήποτε στρατιωτική εγκατάσταση –πόσο μάλλον μία βάση- κοντά στις ΗΠΑ.

Εντός του παραπάνω πλαισίου θα πρέπει να εξετάσουμε την κατασκευή μικρών νησιών από την Κίνα στη Νότια Θάλασσά της καθώς και τις αξιώσεις που εγείρει για ένα μεγάλο μέρος αυτής της περιοχής. Ο έλεγχος των θαλάσσιων διαδρομών μέσω των των οποίων μεταφέρονται η ενέργεια και τα βιομηχανικά αγαθά είναι ζωτικής σημασίας για το Πεκίνο.

Η Παγίδα του Θουκυδίδη

Η Κίνα απειλεί την υπεροχή των ΗΠΑ. Θα οδηγήσει αναπόφευκτα αυτή η διαπίστωση σε μια θανάσιμη παγίδα σαν κι αυτή που περιέγραψε πρώτος ο Θουκυδίδης; Ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός περιγράφει πως η ανάπτυξη της Αθήνας δημιούργησε φόβο στη Σπάρτη και την οδήγησε να διεξάγει πόλεμο εναντίον της για να την αποτρέψει. Ο ιστορικός Graham Allison σκιαγραφεί το πώς τα τελευταία 500 χρόνια υπήρξαν 16 ιστορικές περίοδοι κατά τις οποίες μία ανερχόμενη δύναμη απείλησε την κυριαρχία μιας κυρίαρχης δύναμης. Δώδεκα φορές η κατάσταση αυτή κατέληξε σε πόλεμο.

Η ιστορία δεν είναι νομοτέλεια, αποτελεί όμως σημαντικό δείκτη. Σε κάθε περίπτωση, η σταθερή στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ αποτελεί εγγύηση για την διατήρηση της οικονομικής υπεροχής τους. Όταν κάνουμε λόγο για οικονομική υπεροχή, αναφερόμαστε σε επιχειρήσεις χιλιάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, επιχειρήσεις εξαιρετικά ισχυρές που ασκούν τεράστια επιρροή στην πολιτική του Λευκού Οίκου, ανεξαρτήτως του εκάστοτε προέδρου. Τα δισεκατομμύρια των κερδών δεν θα παραδοθούν εύκολα, χωρίς έναν σκληρό αγώνα.

Όπως είπε και ο Μαρξ πριν από 160 χρόνια:

«Το κεφάλαιο απεχθάνεται την απουσία κέρδους ή το πολύ μικρό κέρδος». Εάν το κέρδος είναι μεγάλο, «το κεφάλαιο θα επιδείξει περίσσιο θράσος» κι εάν το κέρδος είναι πολύ μεγάλο «δεν θα υπάρξει έγκλημα που θα διστάσει να διαπράξει ούτε ρίσκο που θα διστάσει να πάρει».

Μερικοί θα υποστηρίξουν ότι η δύναμη μαζικής εξόντωσης που έχουν τα σύγχρονα όπλα είναι πολύ μεγάλη για να πάρει κάποιος το ρίσκο μιας σύρραξης μεγάλης κλίμακας. Όμως αυτή η λάθος συλλογιστική υπήρχε και πριν από εκατό χρόνια, σύμφωνα με την Katrina Mason.

«Πριν από λίγο περισσότερα από 100 χρόνια, οι αναλυτές εκτιμούσαν ότι τα όπλα ήταν τόσο τεχνολογικά ανεπτυγμένα και τόσο θανατηφόρα, ώστε κανείς δεν θα κατέφευγε στη χρήση τους. Πολλοί διατύπωναν την άποψη ότι ο αδιάκοπος εξοπλιστικός ανταγωνισμός ήταν μέρος μιας οικονομικής προσπάθειας ενίσχυσης της εγχώριας βιομηχανίας και υποτιμούσαν το ενδεχόμενο να οδηγήσει ένας τέτοιος ανταγωνισμός σε σύρραξη. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τους διέψευσε και στις δύο εκτιμήσεις».

Πώς μπορούν τα γιγαντιαία οικονομικά συμφέροντα να τεθούν υπό δημοκρατικό έλεγχο, ώστε να επικρατήσει η κοινή λογική κι όχι το κυνήγι του κέρδους; Το ερώτημα αυτό θα είναι καθοριστικό για το μέλλον.


*O Marc Vandepitte είναι Βέλγος φιλόσοφος και οικονομολόγος, συγγραφέας πολλών βιβλίων για τις σχέσεις Νότου-Βορρά, τη Λατινική Αμερική, την Κούβα και την Κίνα.

Πηγή: Global Research
Μετάφραση:
Ειρήνη Τσαλουχίδη

ΗΠΑ και Κίνα σε τροχιά “τεχνολογικού ψυχρού πολέμου”

Η εμπορική διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας πήρε δραματική τροπή με τη γνωστοποίηση προχθές της σύλληψης στο Βανκούβερ του Καναδά, έπειτα από αίτημα της αμερικανικής δικαιοσύνης, της 46χρονης Μενγκ Γουανζού, αντιπροέδρου, οικονομικής διευθύντριας (CFO) και κόρης του ιδρυτή της Huawei.

Το αίτημα έκδοσής της στις ΗΠΑ επρόκειτο να εκδικασθεί χθες, ενώ αδιευκρίνιστες παραμένουν οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει και πιθανολογείται ότι αφορούν παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων έναντι του Ιράν. Άλλωστε στις 25 Απριλίου η Wall Street Journal είχε αναφέρει σε δημοσίευμά της ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ερευνά από το 2016 τη Huawei ακριβώς για αυτόν τον λόγο, για τον οποίο νωρίτερα φέτος το υπουργείο Οικονομικών επέβαλε κυρώσεις και στην κινεζική τηλεπικοινωνιακή εταιρεία ΖΤΕ, απαγορεύοντας την πώληση σε αυτήν εξαρτημάτων από αμερικανικές εταιρείες. (Η ΖΤΕ συμφώνησε τον Ιούνιο να απαλλαγεί από τις κυρώσεις καταβάλλοντας πρότιμο 1,4 δισ. δολαρίων και αλλάζοντας τη διοίκησή της).

Με όπλο τις κυρώσεις

Η διεθνής δικαιοδοσία που προσπαθεί να επιβάλει κατ’ αυτό τον τρόπο το αμερικανικό νομικό σύστημα αποτελεί ούτως ή άλλως ένα ζήτημα λεπτό και αμφιλεγόμενο. Όμως η περιπέτεια της Μενγκ αποτελεί την πρώτη στα χρονικά περίπτωση που ένα φυσικό πρόσωπο, πολίτης της Κίνας, αντιμετωπίζει, πέραν της απαγόρευσης εισόδου ή του παγώματος περιουσιακών στοιχείων, τον κίνδυνο κάθειρξης σε σχέση με την πολιτική κυρώσεων των ΗΠΑ. Και αυτό είναι από μόνο του εντυπωσιακό.

Πολύ πιο εντυπωσιακή καθιστά όμως τη συγκεκριμένη εξέλιξη η αποκάλυψη του γεγονότος ότι η σύλληψη της Μενγκ πραγματοποιήθηκε την 1η Δεκεμβρίου, δηλ. ακριβώς τη στιγμή όπου ο ένοικος του Λευκού Οίκου Ντόναλντ Τραμπ συναντούσε τον Κινέζο ομόλογό του, Σι Τζινπίνγκ, στο περιθώριο της Συνόδου κορυφής της G20 στο Μπουένος Άιρες, όπου και οι δύο πλευρές ανακοίνωσαν με ικανοποίηση την επίτευξη δίμηνης εκεχειρίας στον μεταξύ τους εμπορικό πόλεμο, προκειμένου να επιλύσουν τις διαφορές τους.

Σε αυτό το φόντο, είχε ανακοινωθεί η αναβολή του νέου γύρου επιβολής αμερικανικών δασμών σε κινεζικά προϊόντα αξίας 250 δισ. δολαρίων, ενώ και ο εμπορικός βραχίονας της κινεζικής πετρελαϊκής εταιρείας Sinopec έσπευδε να ανακοινώσει την επανέναρξη της εισαγωγής αμερικανικών υδρογονανθράκων.

Τι ήξερε ο Τραμπ;

Ήταν άραγε ενήμερος ο Τραμπ για τη σύλληψη της Μενγκ τη στιγμή που υπερηφανευόταν και πάλι για το εξαιρετικό επίπεδο συνεργασίας του με τον Σι Τζινπίνγκ; Ή παρακάμφθηκε από την αμερικανική γραφειοκρατία; Όποια και αν είναι η απάντηση, οι ελπίδες για εξομάλυνση των σινοαμερικανικών σχέσεων εξανεμίζονται, διότι είτε ο Αμερικανός πρόεδρος παίζει διπλό παιχνίδι είτε δεν ελέγχει την κατάσταση. Πέρα από την οργή και τον αιφνιδιασμό του, το Πεκίνο μένει με την απορία αν μπορεί πλέον να εμπιστευτεί τους συνομιλητές του.

Η σιωπή της κυβέρνησης Τραμπ είναι χαρακτηριστική. Όπως όμως και η παραδοχή του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Τζον Μπόλτον ότι είχε εκ των προτέρων ενημερωθεί από το αρμόδιο υπουργείο, χωρίς να είναι σε θέση να γνωρίζει εάν ειδοποιήθηκε και ο πρόεδρος. Είναι πιθανό μια μερίδα Αμερικανών αξιωματούχων να θεωρεί ότι η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου με την Κίνα οφείλει να προχωρήσει όσο ακόμη οι ιθύνοντες του Πεκίνου είναι απροετοίμαστοι και η κινεζική οικονομία σχετικά ευάλωτη. Είναι εξίσου πιθανό κάποιοι αντίπαλοι του Τραμπ στο εσωτερικό να ενδιαφέρονται πρωτίστως να ακυρώσουν την υλοποίηση της όποιας ατζέντας του. Πάντως το γραφείο του υπουργείου Οικονομικών που χειρίζεται τα θέματα κυρώσεων σχετίζεται στενά με τη CIA.

Οι αγορές δεν έχουν χρόνο για εικασίες – και στα νέα της σύλληψης της Μενγκ αντέδρασαν σπασμωδικά. Άλλωστε ήδη από τις αρχές τις εβδομάδας κινούνταν καθοδικά, εκτιμώντας ότι η “εκεχειρία” του Μπουένος Άιρες δεν επρόκειτο να πάει μακριά. Την ίδια στιγμή, άλλωστε, γινόταν γνωστό πως το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα έναντι της Κίνας διαμορφωνόταν τον Οκτώβριο σε υψηλό δεκαετίας, φθάνοντας τα 55,5 δισ., δολάρια, ενισχυμένο κατά 1,7% σε μηνιαία βάση.

Η μάχη του 5G

Η στοχοποίηση της Huawei λέει πολλά. Ιδρυθείσα το 1987 από τον Ρεν Ζενγκφέι, πρώην μηχανικό του κινεζικού στρατού και πατέρα της Μενγκ, η εταιρεία που ξεκίνησε από το μηδέν και εδρεύει στη Σενζέν έχει εξελιχθεί στον μεγαλύτερο πάροχο τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού παγκοσμίως και είναι η δεύτερη στην κόσμο σε πωλήσεις smartphones (με εκτίμηση για 200 εκατομμύρια τεμάχια το 2018). Πρόκειται για πρωταθλητή στον τομέα των δικτύων κινητής τηλεφωνίας πέμπτης γενεάς (5G), ενώ μεταξύ των κύριων προμηθευτών της περιλαμβάνονται οι Qualcomm και Intel που βέβαια είδαν αυτές τις μέρες τις μετοχές τους να βυθίζονται.

Το 2017, τα έσοδα της Huawei σημείωσαν άλμα της τάξης του 29% και άγγιξαν τα 92,5 δισ. δολάρια, προερχόμενα κατά το ήμισυ από την εγχώρια αγορά, ενώ το προσωπικό της ανέρχεται σε 180.000 άτομα. Μάλιστα ο κινεζικός γίγαντας, που αποτελεί επίφοβο ανταγωνιστή όχι μόνο για την Apple αλλά και την Google, εκπονεί δικό του λειτουργικό σύστημα, με την ονομασία Kirin OS. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι πραγματική αιτία των αμερικανικών αντιδράσεων είναι η αδυναμία παρακολούθησης από την NSA των “θωρακισμένων” επικοινωνιών σε συσκευές Huawei. Ήδη ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία (δηλ. οι χώρες του “Έσελον”) έχουν αποκλείσει τη Huawei από τις δημόσιες προμήθειές τους λόγω φόβων ασφαλείας.

Οι πληροφορίες ότι και η Ιαπωνία προτίθεται να απαγορεύσει τις προμήθειες από τη Huawei με την επίκληση κινδύνων ασφαλείας και οι δηλώσεις του αρμόδιου επιτρόπου Άντρους Άνσιπ ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να “ανησυχεί” για τη Huawei και άλλες κινεζικές τεχνολογικές εταιρίες δείχνουν το μέγεθος του διακυβεύματος.

Στάση αναμονής από το Πεκίνο

Το Πεκίνο έχει ζητήσει την απελευθέρωση της Μενγκ, αλλά επί της ουσίας τηρεί στάση αναμονής. Σε editorial των Global Times (αγγλόφωνου ανεπίσημου εκφραστή του Κ.Κ. Κίνας) επισημαίνεται ότι η αμερικανική πλευρά κακόβουλα και καταχρηστικά χρησιμοποιεί το νομικό της οπλοστάσιο για να πλήξει την άνοδο της Huawei. Όμως παράλληλα εκφράζεται η πεποίθηση ότι η εταιρεία είναι ισχυρότερη από τη ΖΤΕ και έχει τρόπο να αποκρούσει τις κατηγορίες. Παράλληλα, συνιστάται η επίδειξη πολιτικής αυτοσυγκράτησης και πύκνωσης των επαφών με τις ΗΠΑ.

Το αν αυτό είναι ένα μήνυμα για να επιχειρηθεί η διάσωση της “εκεχειρίας” του Μπουένος Άιρες αποτελεί το μεγάλο ανοικτό ερώτημα των επόμενων ημερών.

Σε κάθε περίπτωση, η επιθυμία της Κίνας, όπως κωδικοποιείται στο σχέδιο “Made in China 2025” να απεμπλακεί από τον ρόλο της απλής αλυσίδας μεταποίησης και να αναβαθμιστεί σε πρωταγωνιστή της επόμενης τεχνολογικής επανάστασης, βρίσκεται πλέον στην καρδιά της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ, λόγω και των προφανών στρατιωτικο-πολιτικών προεκτάσεών της.

Πηγή: Capital.gr

Μία ζώνη, Ένας δρόμος. Η στρατηγική της Κίνας για μια Νέα Παγκόσμια Οικονομική Τάξη

Στα τέλη του 2013, ο Κινέζος πρωθυπουργός XiJinping ανακοίνωσε ένα ζεύγος νέων αναπτυξιακών και εμπορικών πρωτοβουλιών για την Κίνα και την ευρύτερη περιοχή: “την οικονομική ζώνη του δρόμου του μεταξιού” και “ θαλάσσιο δρόμο του μεταξιού του 21ου αιώνα”, από κοινού γνωστές με τη φράση: Μια ζώνη, Ένας δρόμος (One Belt, One Road: OBOR)[1]. Μαζί με την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (Asia Infrastructure Investment Bank: AIIB), οι πολιτικές του σχεδίου OBOR αντιπροσωπεύουν μια φιλόδοξη χωρική επέκταση του Κινεζικού κρατικού καπιταλισμού, οδηγούμενη από την πλεονάζουσα ικανότητα βιομηχανικής παραγωγής, όπως επίσης και από τα αναδυόμενα συμφέροντα του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου. Η κινεζική κυβέρνηση έχει δημοσίως τονίσει τα διδάγματα από την κρίση πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας της δεκαετίας του 1930 στη Δύση που επίσπευσε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και προώθησε αυτές τις νέες πρωτοβουλίες στο όνομα της “ειρηνικής ανάπτυξης”. Ωστόσο, η στροφή στην πολιτική OBOR δηλώνει ένα περιφερειακό σενάριο παρόμοιο με αυτό που ακολουθούνταν στην Ευρώπη μεταξύ του τέλους του 19ου αιώνα και των χρόνων πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ισχυρά κράτη διαγκωνίζονταν για βιομηχανική και στρατιωτική κυριαρχία. Η στρατηγική OBOR συνδυάζει χερσαία και ναυτιλιακή ισχύ, ενισχύοντας την υπάρχουσα Κινεζική ηγεμονία στον ωκεανό της Ανατολικής Ασίας.

Ιστορικά, κατά την δυναστεία Tang (618-907 μ.Χ.), το επεκτεινόμενο εμπόριο της Κίνας με τη Δύση, κινητοποίησε τον Ισλαμικό κόσμο να ασκήσει έλεγχο στους εμπορικούς δρόμους της Κεντρικής και Δυτικής Ασίας, αναγκάζοντας την Ευρώπη – υπό την πίεση της κρίσης αργύρου που είχε προκληθεί από τα συνεχή εμπορικά ελλείμματα – να αναζητήσει εμπορικούς δρόμους στην Ανατολή που θα επέτρεπαν την παράκαμψη των Ισλαμικών περιοχών. Μία μετά την άλλη, η Ισπανία, οι Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο και τελικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν κυρίαρχες ναυτιλιακές δυνάμεις, προστατεύοντας και ενισχύοντας τα εμπορικά τους συμφέροντα στην Ανατολική Ασία.

Εάν το σχέδιο OBOR ήταν απλώς “ένας δρόμος”, θα περιοριζόταν στο να είναι μια παραδοσιακή χερσαία στρατηγική, αλλά το σχέδιο OBOR διευρύνει τη δευτερεύουσα ναυτιλιακή ισχύ κατά μήκος της Κινεζικής Ακτής που υποστηρίζεται από την τεράστια έκταση της χώρας.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Άγγλος γεωγράφος Halford John Mackinder υποστήριζε ότι μια ισχυρή δύναμη που θα ενοποιούσε τα κανάλια των μεταφορών και του εμπορίου της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής δημιουργώντας ένα “παγκόσμιο-νησί”, θα ήταν έτοιμη να κυριαρχήσει στην υδρόγειο[2]. Το 1919 έγραψε ότι “όποιος κυβερνά την Ανατολική Ευρώπη ελέγχει την ενδοχώρα· όποιος κυβερνά το “παγκόσμιο νησί” ελέγχει τον κόσμο”[3]. Πρακτικά,ωστόσο, είναι ακόμη αναγκαίο να συντονίζονται ο έλεγχος των χερσαίων δρόμων με τις θαλάσσιες μεταφορές κατά μήκος των ακτών αυτού του “παγκόσμιου-νησιού”.

Το σχέδιο OBOR εξαρτάται από μια σειρά λεπτών γεωπολιτικών σχεδιασμών. Σήμερα, μόνο τρία κράτη μπορούν να θεωρηθούν ηπειρωτικές δυνάμεις: η Κίνα, η Ρωσία και οι Η.Π.Α. Η Κίνα δεν μπορεί απλά να ανοίξει έναν νέο χερσαίο Δρόμο του Μεταξιού, επειδή αναπόφευκτα αυτός θα έπρεπε να περάσει μέσα από τη Ρωσία. Από την ανάδυση της ως αυτοκρατορική δύναμη στα τέλη του 18ου αιώνα, η γεωπολιτική στρατηγική της Ρωσίας ήταν προσανατολισμένη προς την Ευρώπη, δίνοντας δευτερεύουσα μόνο προσοχή στην Ανατολική Ασία. Αυτή εν μέρει εξηγεί γιατί, ενώ η οικονομία της επωφελήθηκε από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου πριν μερικά χρόνια, η Ρωσία μικρή σημασία έδωσε στην πρόταση της Κίνας για τον Δρόμο του Μεταξιού. Ομοίως, η Ρωσία πρωτοστάτησε στη διαπραγμάτευση της νέας Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης που στοχεύει να εντάξει και να συνδέσει την Ευρώπη με τις πρώην σοβιετικές χώρες της Κεντρικής Ασίας. Θέτοντάς το ωμά, n Κίνα δεν ενέχονταν στην ενοποίηση της Κεντρικής Ασίας. Ωστόσο, στον απόηχο της ουκρανικής κρίσης, η Ρωσία αντιμετωπίζει την εχθρότητα της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, και με την παγκόσμια κάμψη των τιμών του πετρελαίου, η χώρα δεν έχει άλλη επιλογή από το να στραφεί ανατολικά και σοβαρά να λάβει υπόψη της την πρόταση της Κίνας για διηπειρωτική στρατηγική συνεργασίας. Παρόλα αυτά εάν οι σχέσεις με την Ευρώπη βελτιώνονταν, η Ρωσία γοργά θα στρεφόταν προς την Ευρώπη. Όσο στενά κι αν συνδεθούν τα περιφερειακά τους συμφέροντα, ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα μπορούν να μην έχουν εναλλακτική. Αυτός είναι ο λόγος που η γεωπολιτική στρατηγική της Κίνας παρουσιάζεται ως το σχέδιο OBOR, ένα διακριτά κινεζικό σχέδιο.

Εντούτοις, η Κίνα γνωρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν την απόπειρα OBOR ενισχύοντας τη συμμαχία τους με ομάδες κεφαλαιακών συμφερόντων – τόσο εντός όσο και εκτός της άρχουσας κλίκας – για να επαναβεβαιώσουν την επιρροή τους επί της μελλοντικής Κινεζικής ανάπτυξης. Πράγματι, από αυτή την άποψη οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη μεγάλη επιτυχία: η Κινεζική οικονομική γραφειοκρατία αποδέχεται την σταθερή υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών ως παγκόσμιας κεντρικής τράπεζας, καθιστώντας απίθανη την επερώτηση, πολλώ δε μάλλον την υπονόμευση της ηγεσίας των Η.Π.Α. στην παγκόσμια τάξη. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προσαρμόσουν τη διπλωματική στρατηγική τους αναφορικά με το σχέδιο OBOR. Το Ιράν για παράδειγμα, είναι ένα σημαντικό μέρος της πρότασης OBOR, και ανεξάρτητα από τους άλλους σκοπούς της, η συμφωνία των Η.Π.Α. με το Ιράν για τα πυρηνικά ήταν μια στρατηγική προσαρμογή που στόχευε να εξισορροπήσει την επιρροή της Κίνας στην περιοχή.

Θαλάσσια Ισχύς και η περιοχή της ASEAN

Για τόσο μικρός τόπος, η Σιγκαπούρη έχει επί μακρόν μεγάλη επιρροή και στρατηγική σημασία. Με τα στενά της Μαλάκα, ελέγχει ένα ζωτικό σημείο πρόσβασης για τις εμπορικές θαλάσσιες οδούς που συνδέουν την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία. Η Σιγκαπούρη σαφώς κατανοεί ότι η επιβίωσή της εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ Δύσης και Κίνας. Η Δύση θεωρούσε τον πρώτο πρωθυπουργό της Σιγκαπούρης, Lee Kuan Yew, έναν φλογερό μαχητή του Ψυχρού Πολέμου, αποφασισμένο να σταματήσει την εξάπλωση του Κομμουνισμού στην περιοχή. Έτσι, παρά τους στενούς δεσμούς του Lee με Κινέζους αξιωματούχους και την συμπάθειά τους για την αυταρχική αποδοτικότητα και τον κορπορατισμό της “ασιατικών αξιών” ιδεολογίας του, η Σιγκαπούρη ποτέ δεν θα γινόταν σύμμαχος της Κίνας. Ο Lee παρέμεινε πιστός στα Αμερικανικά συμφέροντα μέχρι τέλους: άμεσα μετά την ανάληψη της προεδρείας από τον Ομπάμα, ο Lee παρώθησε την διπλωματική “στροφή” στην Ασία και τον Ειρηνικό, και άνοιξε στρατιωτικά λιμάνια για να υποστηρίξει την ανάπτυξη νέων στρατιωτικών δυνάμεων εντός της περιοχής της Ένωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN). Δεδομένης αυτής της κληρονομιάς, η Κίνα δεν τρέφει αυταπάτες για την αφοσίωση της Σιγκαπούρης.

Για αυτούς και άλλους λόγους, η Κίνα επιθυμεί να ανοίξει άλλο κανάλι μεταφοράς από την νοτιοδυτική Κίνα προς τον Ινδικό Ωκεανό, παρακάμπτοντας τα στενά της Μαλάκα. Μία άλλη πιθανή νότια διαδρομή θα περνούσε μέσω του Πακιστάν ή του Μπαγκλαντές στον Ινδικό Ωκεανό. Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος θα ήταν να συνδεθεί με τη Σρι Λάνκα, όπου ένα νέο παγκόσμιας κλάσης λιμάνι θα ανοίξει ένα νέο διαμετακομιστικό κέντρο στον Ινδικό Ωκεανό. Η ASEAN είναι το σημείο εκκίνησης του θαλάσσιου δρόμου του μεταξιού που προτείνεται από την Κίνα, αλλά είναι επίσης και περιοχή γεμάτη με σύνθετα προβλήματα και όπου η επιρροή των Η.Π.Α. είναι βαθιά ριζωμένη.

Η ανάπτυξη της Κίνας και το σύστημα του Αμερικανικού Δολαρίου

Τα τελευταία χρόνια η Κίνα έχει αναλάβει έναν ηγετικό ρόλο στην εγκαθίδρυση μιας νέας σειράς διεθνών οικονομικών θεσμών, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Τράπεζας Ανάπτυξης (New Development Bank), το Αποθεματικό Ταμείο Έκτακτης Ανάγκης (Contingent Reserve Arrangement), την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (Asia Infrastructure Investment Bank: AIIB) και το Ταμείο του Δρόμου του Μεταξιού (Silk Road Fund), όπως επίσης και τον οργανισμό συνεργασίας της Σαγκάης. Μαζί αντιπροσωπεύουν ένα περιφερειακό αντίβαρο σε οργανισμούς δυτικής επιρροής όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα – και πιο πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – που έχουν κυριαρχήσει στην παγκόσμια οικονομική τάξη από την εποχή της υιοθέτησης του συστήματος Bretton Woods μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Κίνα ίσως είναι μόλις η τρίτη χώρα στην ιστορία, μετά την Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την ικανότητα να διαμορφώσει και να ηγηθεί ενός παγκόσμιου συστήματος οικονομίας και εμπορίου. Φυσικά, στο άμεσο μέλλον, η Κίνα δεν θα αντικαταστήσει το σύστημα του αμερικανικού δολαρίου· Θα μπορούσε το πολύ να σταθεί επί ίσοις όροις. Αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες υπερκέρασαν το Ηνωμένο Βασίλειο αναφορικά με την βιομηχανική παραγωγική ικανότητα στα τέλη του 19ου αιώνα, χρειάστηκαν άλλα 50 χρόνια και δύο παγκοσμίους πολέμους προτού μπορέσουν να κυριαρχήσουν στην παγκόσμια οικονομία. Η Κίνα αναγνωρίζει αυτήν την πραγματικότητα, και έχει με συνέπεια προωθήσει την AIIB και άλλους οργανισμούς ως συμπληρώματα, όχι ως ανταγωνιστές της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Ασιατικής Τράπεζας Ανάπτυξης (ADB).

Σε δέκα περίπου χρόνια, εφόσον κάποια μείζονα αστάθεια δεν αναστατώσει την κινεζική οικονομία, μοιάζει αναπόφευκτο ότι το νόμισμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας θα γίνει ένα από τα πιο σημαντικά διεθνή νομίσματα. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι καθόλου σαφές εάν το γουάν-ρενμίνμπι, ακόμη και σε 20 χρόνια, θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ηγεμονική θέση του αμερικανικού δολαρίου. Καθώς μια καπιταλιστική οικονομία βιομηχανοποιείται, η ισχύς του νομίσματός της εξαρτάται από την διαρκή παραγωγική ικανότητα, υποστηριζόμενη από την κυβέρνηση και την κοινωνία των πολιτών. Ωστόσο στην επόμενη φάση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, κύρια πηγή της αξιοπιστίας του νομίσματος είναι η πολιτική και στρατιωτική ισχύς της χώρας. Από αυτή τη σκοπιά, η αδιαμφισβήτητη θέση του αμερικανικού δολαρίου ως παγκόσμιο πιστωτικό νόμισμα προκύπτει κυρίως από την τεράστια στρατιωτική δύναμη των Η.Π.Α.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσωπεύουν το 40% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, ποσοστό μεγαλύτερο από το σύνολο των δαπανών των επόμενων 10 χωρών.

Φυσικά, μια συνεχώς επεκτεινόμενη στρατιωτική ηγεμονία δεν είναι η μόνη πηγή της οικονομικής κυριαρχίας των Η.Π.Α. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδιωτικές εταιρείες και κυβερνητικοί οργανισμοί στις Η.Π.Α. έχουν ηγηθεί παγκοσμίως στην τεχνολογική καινοτομία, όχι μόνο στην βιομηχανία όπλων αλλά και στα χημικά προϊόντα, τους ημιαγωγούς, το σινεμά και την τηλεόραση, την αεροπλοΐα, τους υπολογιστές, την οικονομία, τις επικοινωνίες και την πληροφορική. Όλες αυτές οι καινοτομίες έχουν διευκολύνει την παγκόσμια επέκταση της υψηλής προστιθέμενης αξίας του κεφαλαίου. Το θεμέλιο της αξίας του αμερικανικού δολαρίου, εκτός της αμερικανικής στρατιωτικής και πολιτικής δύναμης, είναι επομένως η μονοπωλιακή καινοτόμα ικανότητα των Η.Π.Α. να αυξάνει την προστιθέμενη αξία του κεφαλαίου.

Στην Κίνα σήμερα, το πνεύμα του ουτοπικού καπιταλισμού, ανεξέλεγκτο σε όλα τα επίπεδα της οικονομίας, οδηγείται από την πεποίθηση ότι εφόσον η κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις συνεχώς θα αποσύρονται ή θα διαλύονται για να αντικατασταθούν από ιδιωτικές επιχειρήσεις, η Κίνα θα ευλογείται από κάποια θαυματουργή δύναμη της αγοράς με την καινοτόμο ικανότητα για υψηλή προστιθέμενη αξία.

Αλλά χωρίς τεράστιες επενδύσεις στη συστηματική έρευνα και ανάπτυξη, είναι ασαφές το πως διάσπαρτες συγκεντρώσεις ιδιωτικού κεφαλαίου στην Κίνα θα μπορούσαν να κάνουν τέτοιες προόδους στο εγγύς μέλλον. Συνεπώς, το νόμισμα της Κίνας είναι απίθανο να αμφισβητήσει το αμερικανικό δολάριο ή ακόμη και το Ευρώ. Κατά ειρωνικό τρόπο, η μόνη δύναμη που φαίνεται ικανή να καταποντίσει το δολάριο είναι το ίδιο το όλο και πιο εικονικό χρηματοπιστωτικό σύστημα των Η.Π.Α.

Στην εξαγωγή κεφαλαίου την τελευταία δεκαετία, η Κίνα δεν είχε κανέναν συνολικό προγραμματισμό για ξένες επενδύσεις και ανάπτυξη, εμπλεκόμενη μερικές φορές σε γεωπολιτικές κρίσεις, όπως στη Λιβύη ή το Σουδάν, άλλες φορές σε γραφειοκρατικά τέλματα, όπως στο ρόλο που έπαιξε στον μεξικανικό σιδηρόδρομο υψηλής ταχύτητας και στα έργα στο λιμάνι της Σρι Λάνκα. Αυτή η αστοχία στον προσανατολισμό ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης ισχυρής υποστήριξης και συντονισμού από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπως η AIIB. Ενώ η Κίνα έχει γίνει μια σημαντική χώρα εξαγωγής κεφαλαίου, έχει σε μεγάλο βαθμό αποφύγει να προσχωρήσει σε ρητές πολιτικές ή οικονομικές συμμαχίες που θα μπορούσαν να προστατεύσουν τις μεγάλης κλίμακας ξένες επενδύσεις. Με την ίδρυση της Νέας Τράπεζας Ανάπτυξης και την AIIB, ωστόσο, οι οικονομικοί δεσμοί της Κίνας με τις γειτονικές χώρες έχουν γίνει πιο επίσημες και πιο εκτεταμένες. Από αυτή την άποψη, αντιπροσωπεύουν το είδος του διακρατικού θεσμικού οικοδομήματος που είναι αναγκαίο για να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση και στρατηγικό πλεονέκτημα στις εξαγωγές κεφαλαίου της Κίνας.

Ένας στόχος της «στροφής» της κυβέρνησης Ομπάμα στην Ασία-Ειρηνικό ήταν να αποτρέψει την ανάδυση μια αμοιβαία επωφελούς ασιατικής νομισματικής συμμαχίας ανάμεσα στην Κίνα, την Ιαπωνία και την Νότια Κορέα, που θα απειλούσε την υπεροχή του αμερικανικού νομίσματος στην περιοχή. Σε αυτή την κατεύθυνση, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενθάρρυναν την παλινόρθωση της δεξιάς πτέρυγας υπό τον Σίνζο Άμπε, βοηθώντας τη διαμόρφωση ενός αμυντικού δακτυλίου στον Ειρηνικό για να περιορίσει την Κίνα. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρηματοδότησαν την Δια-ειρηνική εμπορική συμφωνία (Trans-Pacific Partnership: TPP), εν μέρει για να διασφαλίσουν ότι η περιοχή Ασίας- Ειρηνικού θα παραμείνει οχυρό του δολαρίου. HAIIB αποτελεί την απάντηση της Κίνας. Παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν ισχυρές πιέσεις στους Ευρωπαίους και Ασιάτες συμμάχους τους να μην ενταχθούν στην τράπεζα, από την ίδρυσή της το 2015, η AIIB έχει ήδη προσελκύσει σημαντικές διεθνείς συμμετοχές, που περιλαμβάνουν όχι μόνο μείζονες αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως είναι της Βραζιλίας, τη Ινδίας και της Ρωσίας, αλλά επίσης και οικονομίες όπως της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ένας λόγος για την αργή πρόοδο των διαπραγματεύσεων για την TPP είναι ότι η συμφωνία έχει επικεντρωθεί στα συμφέροντα των Η.Π.Α., και η οριακή ανταπόδοση από την επίτευξη δασμολογικών μειώσεων μπορεί να αποδειχθεί ελάχιστη σε σύγκριση με τις οικονομικές επιπτώσεις.

Ωστόσο, η ίδρυση της ΑΙΙΒ ανάγκασε τις Ηνωμένες Πολιτείες και να επιταχύνουν αυτές τις διαπραγματεύσεις και να κάνουν σημαντικές παραχωρήσεις, φθάνοντας τελικά σε μια συμφωνία τον Οκτώβριο του 2015. (Παρά ταύτα, μετά από όλες αυτές τις προσπάθειες, η εκλογή του DonaldTrump έχει θέσει το μέλλον της TPP σε απρόβλεπτο κίνδυνο.)

Παραδόξως για τις Ηνωμένες Πολιτείες – οι οποίες ξεκίνησαν την ΤΡΡ με αρχική πρόθεση τον αποκλεισμό της Κίνας – η ΑΙΙΒ σηματοδοτεί την πρώτη φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποκλειστεί από μια σημαντική διεθνή οικονομική δομή, κάτι που έχει να συμβεί πριν από τη συμφωνία BrettonWoods. Όταν πιστοί Ευρωπαίοι σύμμαχοι όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ελβετία και άλλοι ανακοίνωσαν τη συμμετοχή τους, ο Ομπάμα κάλεσε μια συνάντηση έκτακτης ανάγκης για την εθνική ασφάλεια. Ο λόγος είναι ξεκάθαρος: Η ΑΙΙΒ αμφισβητεί, αν και ακόμη εντός ενός θεσμικού πλαισίου, την οικονομική ηγεμονία των Η.Π.Α. που επικρατούσε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Φυσικά, αυτοί οι σύμμαχοι δεν επιθυμούν ακόμη να εγκαταλείψουν το σύστημα που κυριαρχείται από το δολάριο, αλλά απλά να περιορίσουν τους κινδύνους, καθώς η ηγεμονία του δολαρίου δείχνει σαφή σημάδια εξάντλησης. Κατά την συγκρότηση της ΑΙΙΒ, η Κίνα έχει τονίσει τα κοινά συμφέροντα και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών, ό,τι καλύτερο για να προσελκύσουν τους ενδιαφερόμενους συμμάχους.

Η πρώτη χώρα που φέρεται να εντάχθηκε στην ΑΙΙΒ είναι η Ελβετία. Ωστόσο, επειδή οι Ελβετοί ιθύνοντες επιθυμούσαν να κρατήσουν τις διαπραγματεύσεις μυστικές και ανέβαλαν την ανακοίνωση της απόφασης, η Βρετανία ήταν η πρώτη Ευρωπαϊκή χώρα που επίσημα ανακοίνωσε τη συμμετοχής της. Το ό,τι τόσο η Ελβετία όσο και το Λουξεμβούργο, οχυρά του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που είχαν στο παρελθόν αρνηθεί να ενταχθούν στους περισσότερους διεθνείς οργανισμούς, εργάζονται τώρα με την ΑΙΙΒ, καταδεικνύει ότι η συμμαχία του BrettonWoods αντιμετωπίζει βαθιές εσωτερικές ρηγματώσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για το δίλημμα του Τρίφιν για το σύστημα Bretton Woods: τα συμφέροντα των Η.Π.Α. και των διαχρονικών συμμάχων τους αρχίζουν να εμφανίζουν ανυπέρβλητες ενδεχομένως αντιφάσεις.

Η θεσμική συνοχή αυτής της συμμαχίας διολισθαίνει για καιρό. Πρωταρχικός σκοπός του συστήματος BrettonWoods ήταν να διευκολύνει τις εξαγωγές πλεονάζουσας βιομηχανικής παραγωγικής ικανότητας και κεφαλαίου από τις Η.Π.Α. Τα συμφέροντα της μεταπολεμικής ανάπτυξης και η ανάκαμψη της Ευρώπης ήταν ευθυγραμμισμένα. Το 1971, όταν η κυβέρνηση Νίξον αποσυνέδεσε το δολάριο από τον χρυσό και οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να εξάγουν ρευστότητα σε μεγάλη κλίμακα, οι κινήσεις αυτές έμοιαζαν να εξυπηρετούν και τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ομοίως. Ωστόσο, τα τελευταία 20 χρόνια, οι θεμελιώδεις ανάγκες των δύο φαίνεται να έχουν έλθει σε σύγκρουση. Οι μεταρρυθμίσεις εντός του Δ.Ν.Τ. έχουν καθυστερήσει, επειδή οι Η.Π.Α. δεν θέλουν να παραιτηθούν από το δικαίωμα άσκησης βέτο, ενώ άλλοι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κυριαρχούμενοι επί μακρόν από τις Η.Π.Α. έχουν αποδειχθεί ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την ταχεία ανάδυση των οικονομιών της Ανατολικής Ασίας. Η ΑΙΙΒ, υπό την Κίνα, είναι ένα σαφές αποτέλεσμα αυτών των τάσεων.

Η συμμαχία ανταλλαγής ρευστότητας που σχηματίστηκε τον Οκτώβριο του 2013 μεταξύ 6 κεντρικών τραπεζών –της Τράπεζας του Καναδά, της Τράπεζας της Αγγλίας, της Τράπεζας της Ιαπωνίας, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Η.Π.Α., και της Εθνικής Τράπεζας της Ελβετίας – είναι σχεδιασμένη για να αποτρέψει μια άλλη μεγάλης κλίμακας κρίση ρευστότητας στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική όπως αυτή που επιτάχυνε την οικονομική κρίση του 2008-9. Όμως η συμμαχία αυτή είναι μόνο προληπτική. Το νέο παγκόσμιο παράδειγμα χρειάζεται τώρα νέους θεσμούς και δυναμικές ενεργητικές προτάσεις. Το Δ.Ν.Τ. και η Παγκόσμια Τράπεζα (και η θυγατρική της ΑDB), περιορισμένα από τα αμερικανικά συμφέροντα, δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτό. Μπορεί η Κίνα να αξιοποιήσει την ευκαιρία να εποπτεύσει την ανάπτυξη μια νέας παγκόσμιας οικονομικής συμμαχίας; Για μια μεγάλη βιομηχανική χώρα που μόλις εισέρχεται στην φάση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, όλο και περισσότερο αντιμετωπίζει εσωτερικές διαταραχές, η πρόκληση είναι πρωτοφανής και τεράστια.

Αποδυναμώνοντας Συμμαχίες

Η ίδρυση της ΑΙΙΒ φέρνει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε δύσκολη θέση, καθώς σηματοδοτεί την πρώτη σημαντική αποσκίρτηση στενών συμμάχων τους από την δημιουργία του ενιαίου μετώπου των δυτικών καπιταλιστικών χωρών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν έντονα επικρίνει τους Ευρωπαίους εταίρους τους, ιδίως το Ηνωμένο Βασίλειο που έχει απαντήσει αναλόγως. Η Νότια Κορέα και η Αυστραλία αποθαρρύνονταν να συμμετέχουν, κάτι που έκαναν την τελευταία στιγμή. Από τους μείζονες συμμάχους των Η.Π.Α., μένει μόνο η Ιαπωνία που επιθυμεί να ανακτήσει την περιφερειακή στρατιωτική της θέση, και τον Καναδά που υπήρξε αδιάφορος από την αρχή.

Επιπρόσθετα σε αυτές τις εντάσεις εντός της υπό αμερικανική ηγεσία οικονομικής τάξης, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι πολιτικές συμμαχίες των Ηνωμένων Πολιτειών και στην Ευρώπη και στην Ασία βρίσκονται σε παρόμοια ένταση. Για παράδειγμα, είναι πολύ δύσκολο για τους Ευρωπαίους συμμάχους, ιδίως την Γερμανία, να ακολουθήσει την σκληρή, νέο-ψυχροπολεμική στάση των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στη Ρωσία, όπου τα γερμανικά οικονομικά συμφέροντα είναι βαθιά ριζωμένα. Βεβαίως, πέρα από την εκτόξευση απειλών, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θέλουν πραγματικά να κάνουν πόλεμο με την Ρωσία. Ο ευρύτερος γεωπολιτικός τους στόχος είναι να υποδαυλίσουν συγκρούσεις ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Ρωσία, ό,τι καλύτερο για να αναστείλουν την ανάπτυξη μιας ισχυρής σύνδεσης Ευρώπης-Ρωσίας- Κεντρικής Ασίας. Με την Ουκρανική Κρίση, οι Ηνωμένες Πολιτείες ελπίζουν να απομονώσουν περαιτέρω τη Ρωσία από την υπόλοιπη Ευρώπη, με τις ίδιες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να στηρίζουν απρόθυμα.

Παρόμοιες αντιφάσεις έχουν προκύψει και στην Ασία. Η Νότια Κορέα και η Αυστραλία είναι βασικοί εταίροι στις προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να περιορίσουν την Κίνα, καθώς και μέλη της ΤΡΡ. Ωστόσο, έχουν επίσης προσχωρήσει και στην ΑΙΙΒ, σε μια έμμεση εναντίωση στην κυριαρχική επιρροή των Η.Π.Α. Μόνο η Ιαπωνία, βρισκόμενη εκτός και της ΤΡΡ και της ΑΙΙΒ, παραμένει πιστός σύμμαχος, σε μεγάλο βαθμό λόγω της συνεχούς αμερικανικής υποστήριξης στην στρατιωτική της ανάπτυξη. Τα μακρόστενα ιαπωνικά νησιά είναι ελλιπή σε πόρους και για να γίνει ένα ισχυρό κράτος η Ιαπωνία, είναι αναγκαίο να αναπτύξει ναυτική δύναμη και να επεκταθεί. Στο τέλος του19ου αιώνα, η Ιαπωνία νίκησε το ναυτικό της Κινεζικής Αυτοκρατορίας, στη συνέχεια σημείωσε νίκη εναντίον της Ρωσίας για να δεσπόσει στην περιοχή. Έπειτα η Ιαπωνία θέλησε να αμφισβητήσει την ισχυρή ναυτική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ηττήθηκε και καταλήφθηκε, για να γίνει εν τέλει υποτελής της αμερικανικής ναυτικής δύναμης. Σε κάθε περίπτωση, οι επικρατούσες πολιτικές ιδεολογίες στις δύο χώρες είναι επί μακρόν συμβατές μεταξύ τους.

Η Νότια Κορέα έχει υπάρξει για δεκαετίες ο κυριότερος περιφερειακός αντίπαλος της Ιαπωνίας. Μια ενωμένη Κορέα θα ήταν σε θέση να αμφισβητήσει την Ιαπωνία όσον αφορά τις πληθυσμιακές , στρατιωτικές και βιομηχανικές δυνατότητες. Αλλά προς το παρόν, η Νότια Κορέα έχει καταστήσει την Κίνα τον πιο σημαντικό εμπορικό εταίρο της, και τα δύο κράτη έχουν υπογράψει τη δική τους συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Ακόμη και υπό το πρίσμα μια μελλοντικής ενοποίησης, η Νότια Κορέα θα χρειαστεί εντέλει την βοήθεια της Κίνας. Ωστόσο η προοπτική μιας ενωμένης Κορεατικής χερσονήσου, δεν είναι καθόλου ελκυστική για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αφού η τρομερή τριάδα της Κίνας, της Κορέας και της Ιαπωνίας θα ανταγωνιζόταν ευθέως με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ανατολική Ασία. Επιπλέον, σε περίπτωση ένωσης, είναι αμφίβολο η νέα Κορέα να θελήσει να εγκαταλείψει τις πυρηνικές της δυνατότητες, οδηγώντας την τελικά να αναζητήσει στρατιωτική ανεξαρτησία από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι, παρά τους φαινομενικού δεσμούς, τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Νότιας Κορέας είναι προορισμένα να έρθουν σε σύγκρουση.

Ακόμη και η Ιαπωνία, ο στενότερος σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ασία, μπορεί να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο. Η χώρα παλεύει να αντιμετωπίσει το πλεόνασμα κεφαλαίου, και ανησυχεί για την εύρεση νέων αγορών για τις βιομηχανικές εξαγωγές της. Οι κορυφαίες εταιρείες της χώρας συνεπώς ελπίζουν η Ιαπωνία να προσχωρήσει στην ΑΙΙΒ. Αυτές οι τάσεις δεν είναι καινούριες: μετά την Ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997, η Ιαπωνία κινήθηκε προς την ίδρυση, του Ασιατικού Ταμείου Σταθερότητας, που θα μπορούσε να γίνει η κυρίαρχη οικονομική δύναμη στην Ασία που όμως συνάντησε το βέτο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ιαπωνία ηγείται της Ασιατικής Τράπεζας Ανάπτυξης (Asia Development Bank: ADB), αλλά εντέλει συμμορφώνεται με τις αμερικανικές οδηγίες. Η περιοχή έχει ετήσιες απαιτήσεις 800 δις δολαρίων για επενδύσεις σε υποδομές, αλλά η ADB έχει εγκρίνει μόλις 13.5 δις δολάρια. Η επιθυμία για στρατιωτική ανάπτυξη έχει κρατήσει την άρχουσα φιλελεύθερη δημοκρατική ελίτ της Ιαπωνίας σταθερά προσδεδεμένη στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά μακροπρόθεσμα η καθυπόταξη των ιαπωνικών συμφερόντων στην αμερικανική στρατηγική μπορεί να αποδειχθεί μη βιώσιμη.

Καθώς η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως μόνη υπερδύναμη έχει υποχωρήσει, τα συμφέροντα άλλων εθνικών συνασπισμών και συμμάχων έχει αναπτυχθεί ποικιλόμορφα. Οι εσωτερικές αντιφάσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των στενών τους συμμάχων βαθαίνουν μέρα με την ημέρα. Θα απαιτήσει προσεχτικό σχεδιασμό και επιμελή στρατηγική από την Κίνα για να βρει την καλύτερη θέση σε αυτήν την μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη. Για πάνω από δύο δεκαετίες, η Κίνα έχει κρατήσει χαμηλό διπλωματικό προφίλ σε σχέση με το μέγεθος και την ισχύ της. Στο προσεχές μέλλον, η κινεζική διπλωματία θα χρειαστεί νέες ιδέες και τακτικές.

Πέρα από την Ανάπτυξη, Προς την Κοινωνική Δικαιοσύνη

Από τη δεκαετία του 1950 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτυχώς εξήγαγαν την ιδεολογία της βιομηχανικής ανάπτυξης που εξυπηρετούσε εξίσου και τα οικονομικά και τα στρατιωτικά συμφέροντά τους. Ωστόσο, αφότου αυτή η κατευθυνόμενη από την Παγκόσμιο Τράπεζα “αναπτυξιοκρατία” είχε αφήσει πολλές αναδυόμενες χώρες εξαθλιωμένες και βουλιαγμένες στο εξωτερικό χρέος, ο αμερικανικός διπλωματικός λόγος μετατοπίστηκε τη δεκαετία του 1980 προς την οικοδόμηση θεσμών, τη δημοκρατία και την ελευθερία. Ειδικότερα, μετά τον Α΄ Πόλεμο του Κόλπου, ο αγώνας για “ελευθερία και δημοκρατία” έγινε η βασική θεματική της αμερικανικής γεωπολιτικής ιδεολογίας. Παρ΄ όλα αυτά, την τελευταία δεκαετία, οι ιμπεριαλιστικές εκστρατείες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν έχουν πυροδοτήσει μια αλληλουχία τοπικών συγκρούσεων που προκαλούν όχι μόνο τον θάνατο και τον εκτοπισμό πληθυσμών σε μαζική κλίμακα αλλά και προωθούν την άνοδο οργανώσεων όπως το Ισλαμικό Κράτος. Ο επίσημος λόγος της δημοκρατίας και της ελευθερίας, πάντα ανειλικρινής, έχει απαξιωθεί σημαντικά. Η “ασφάλεια” και η “ σταθερότητα” είναι τώρα τα συνθήματα της αμερικανικής στρατηγικής· Οι παλαιοί σκοποί της παγκόσμιας ειρήνης και της ευημερίας έχουν πέσει θύμα των καταστροφικών παρεμβάσεων των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η επίσημη ιδεολογία πίσω από το σχέδιο OBOR, αντίθετα, είναι η ειρηνική ανάπτυξη – για να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις στις υποδομές και να διευκολυνθεί η οικονομική ανάπτυξη, να προωθηθεί η συνεργασία και να ελαχιστοποιηθούν οι συγκρούσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ειρηνική ανάπτυξη είναι πιο συνετή και βιώσιμη από την αμερικανικού στυλ στρατιωτικοποιημένη “ασφάλεια”· η φτώχεια και η αδικία είναι θερμοκήπια του εξτρεμισμού.

Εντούτοις, ο λόγος για “ειρηνική ανάπτυξη” έχει τα δικά του τυφλά σημεία που αντικατοπτρίζουν τις εσωτερικές αντιφάσεις της Κίνας. Για παράδειγμα, πώς μπορεί η ΑΙΙΒ να αποφύγει τη ζημία που επέφεραν η Παγκόσμια Τράπεζα και άλλοι στο περιβάλλον και στους ντόπιους βιοτικούς πόρους; Πώς μπορεί η Κίνα να προωθήσει επενδύσεις σε υποδομές που οδηγούν στην τοπική ανάπτυξη μέσω της ποικιλότητας και της βιωσιμότητας, και όχι επενδύσεις που απλά υπηρετούν την ανάγκη εξεύρεσης αγορών για τις εξαγωγές της;

Η πρόκληση, με άλλα λόγια, είναι να διασφαλιστεί ότι η ΑΙΙΒ και το Ταμείο του Δρόμου του Μεταξιού δεν θα γίνουν απλά εταίροι του Δ.Ν.Τ. και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ανατολική Ασία. Δεδομένου ότι το σχέδιο OBORείναι ένας αγώνας για θεσμική επιρροή στην Ανατολική Ασία, ο αποφασιστικός παράγοντας επιτυχίας ή αποτυχίας του σχεδίου μπορεί να είναι η ανταγωνιστικότητα των κατευθυντηρίων αρχών του. Η Κίνα οφείλει να προωθήσει το μήνυμα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δίκαιης ανάπτυξης για να αντιμετωπίσει την “ήπιας ισχύος” πολιτική της θεσμικής μετάβασης που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προωθήσει από την δεκαετία του 1980.

Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι αυτή η υπεροχή στο επίπεδο του λόγου θα εξαρτηθεί τόσο από τις πράξεις όσο και από τις διατυπώσεις. Εάν η Κίνα συνεχίσει να απορροφά την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα μέσω της ταχείας αστικοποίησης χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αγροτική, πολιτισμική και οικολογική βιωσιμότητα, και αν η κυβέρνηση αποτύχει να αντιμετωπίσει τις οξείες κοινωνικές αντιθέσεις που προκαλούνται από τις διευρυνόμενες οικονομικές ανισότητες, τις εργατικές διαφορές, την περιβαλλοντική επιδείνωση και την επίσημη διαφθορά, τότε τα συνθήματα για “αναπτυξιοκρατία βασισμένη στις υποδομές” λίγη πειθώ θα έχουν στο εξωτερικό.

Τελευταία Επισήμανση: Μαθαίνοντας από την αγροτική κοινωνία

Από το τέλος της δυναστείας των Τσινγκ (1644-1911), καθώς η Κίνα έχει περάσει από μια σειρά αγώνων για εθνική ανεξαρτησία και ενότητα, η αγροτική κοινωνία ήταν πάντοτε κεντρικό στοιχείο στη δομή της διακυβέρνησης. Όποτε ένας από τους παραδοσιακούς μηχανισμούς της τοπικής διακυβέρνησης δέχονταν επίθεση, που απειλούσε τους βιοτικούς πόρους των χωρικών και των χωριών, ξεσπούσαν σοβαρές κοινωνικές συγκρούσεις, που προκαλούσαν μερικές φορές την εξέγερση των χωρικών. Από την κατάρρευση της δυναστείας Τσινγκ έως την πτώση της Δημοκρατίας της Κίνας το 1949, οι βίαιες εξεγέρσεις οδηγούμενες από τους αγρότες ήταν πάρα πολύ κοινές. Αλλά όπου ήταν δυνατόν να γίνει αποτελεσματική χρήση των παραδοσιακών κοινωνικών και οικονομικών θεσμών της αγροτικής κοινωνίας, οι αγροτικές κοινότητες υπήρξαν αναπόσπαστο στοιχείο της ανάπτυξης της χώρας. Ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες της βιομηχανοποίησης, η κινεζική ύπαιθρος έχει καταστεί πηγή τεράστιου “αποθέματος εργασίας”, επιτρέποντας στο κράτος να βασιστεί στο τρίπτυχο Sannong – το αποκαλούμενο τα “τρία στοιχεία της υπαίθρου”, των χωρικών, των χωριών και της γεωργίας – ως θεμέλιο του ταραχώδους αλλά διαρκούς εκσυγχρονισμού τα τελευταία 60 χρόνια.

Η κινεζική αγροτική κοινωνία έχει μπορέσει να απορροφήσει τους κινδύνους αυτού του εκσυγχρονισμού εξ’ αιτίας της σχέσης της με τη φύση, ένα πλεονέκτημα που ποτέ δεν έχει επαρκώς εκτιμηθεί. Η κινεζική αγροτική κοινωνία έχει διαμορφωθεί στην βάση κοινών αναγκών, όπως η άρδευση και η πρόληψη καταστροφών. Αυτή η αλληλεξάρτηση δημιουργεί έναν συλλογικό ορθολογισμό, όπου η κοινότητα, αντί του αγρότη ως άτομο ή της οικογένειας, είναι η βασική μονάδα διανομής και κατανομής των κοινωνικών πόρων. Αυτή η έμφαση στις συλλογικές ανάγκες έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την έμφαση της Δύσης στα ατομικά συμφέροντα. Επί χιλιάδες χρόνια, η κινεζική αγροτική κοινωνία είναι οργανικά ενσωματωμένη με την ποικιλομορφία της φύσης, επιτρέποντας την ανάδυση μιας ενδογενούς πολυθεϊστικής θρησκείας. Καθώς σχεδιάζει και προωθεί το όραμα της για αειφόρο ανάπτυξη και ειρηνικό εμπόριο, η Κίνα πρέπει να κοιτάξει προς τα μέσα, προς αυτές τις πανάρχαιες κοινωνικές δομές, ως οδηγό για το μέλλον.

Πηγή: Monthly Review


[1] This paper is an outcome of the sub-project on International Comparative Studies on National Security in the Process of Globalization” led by Sit Tsui, Southwest University, as part of a larger project, “A Study of the Structure and Mechanism of Rural Governance Basic to the Comprehensive National Security” led by Wen Tiejun at Renmin University, Beijing, and funded by the National Social Science Foundation of China (No. 14ZDA064)

[2] H. J. Mackinder, “The Geographical Pivot of History,”Geographical Journal23 (1904): 421–37.

[3] H. J. Mackinder, Democratic Ideals and Reality: A Study in the Politics of Reconstruction (Washington, DC: National Defense University Press, 1996), 150.

Ο παράνομος δεσμός της Κίνας με το δολλάριο

Όταν ο Zhou Yongkan, πρώην μέλος του πολιτικού γραφείου της Κίνας, συνελήφθη το 2014 με κατηγορίες για διαφθορά, το μέγεθος του παράνομου κέρδους ήταν απίστευτο, φτάνοντας τα 16 δις δολάρια. Όταν εμπλέκονται τόσο μεγάλα ποσά, τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να επενδυθούν σε οικονομικά μέσα και ακίνητη περιουσία.

Όμως, η λίστα του φυσικού συναλλάγματος που βρέθηκε σπίτι του είναι αποκαλυπτική: 152,7 εκ κινεζικά γουάν (εκτιμούμενο εκείνη την περίοδο στα 24,5 εκ δολάρια), 662.000 ευρώ, 10.000 βρετανικές λίρες, 55.000 ελβετικά φράγκα – και 275 εκ δολάρια.

Ο πρώην επικεφαλής των υπηρεσιών εσωτερικής ασφαλείας της Κίνας και ένας απο τους 10 πιο ισχυρούς άνδρες στην Κίνα όπως φαίνεται προτίμησε να κρατήσει τα ‘ασήμαντα χρήματά’ του κατά κύριο λόγο σε αμερικανικά δολάρια.

Δεν είναι ο μόνος. Η Κίνα έχασε περίπου 1 τρισεκατομμύριο δολάρια σε ένα “capital flight” το 2015, πριν σφίξει πολύ τα λουριά στις αρχές του 2016. Πολλά από αυτά τα χρήματα φεύγουν από την Κίνα μέσω ψεύτικων τιμολογήσεων στο Χονγκ Κονγκ, όπου το τοπικό νόμισμα είναι φιξαρισμένο στο αμερικανικό δολάριο. Αθέμιτες διαρροές διευκολύνονται επίσης από τα καζίνο στις Φιλιππίνες, την Νότια Κορέα και απόμακρα νησιά του Ειρηνικού, που λειτουργούν κυρίως με δολάρια.

Προβλέψεις για την πτώση του δολαρίου, και την αντικατάσταση του τελικά από το κινεζικό γουάν είναι βασικές στον διεθνή οικονομικό σχολιασμό, αλλά έχουν μικρή πραγματική βάση. Φυσικά, η Κίνα έχει γίνει σημαντική συνιστώσα για τη διεθνή οικονομία, συμπεριλαμβάνοντας περισσότερο απο το 15 τις εκατό του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Αλλά εφόσον οι ίδιοι οι Κινέζοι προτιμούν να διαθέτουν δολάρια, είναι μικρή η πιθανότητα ότι το κινεζικό γουάν θα αντικαταστήσει ποτέ το αμερικανικό δολάριο ως παγκόσμιο νόμισμα-κλειδί.

Το παντοδύναμο δολάριο

Στις 1 Δεκέμβρη, 2015, η Κινεζική κυβέρνηση έφτασε ένα από τους πολύτιμους στόχους , όταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προσέθεσε το κινεζικό γουάν (επίσης γνωστό ως renminbi) στο καλάθι των διεθνών νομισμάτων που χρησιμοποιούνται για να υπολογίσουν την αξία των Ειδικών τραβηκτικών Δικαιωμάτων (Special Drawing Rights – SDR ή XDR), ένα σημείο αναφοράς του ΔΝΤ για τα διεθνή αποθεματικά.

Το γουάν έλαβε μια στάθμιση του 10,92% της αξίας του XDR. Το ΔΝΤ έκανε χώρο για την ένταξη του γουάν μειώνοντας σταθερά τη στάθμιση του ευρώ. Το ευρώ τώρα συνθέτει τμόνο το 30.93% του XDR, σημειώνοντας πτώση από το 37.4%. Η στερλίνα είναι κάτω στο 8,09% (από το 11,3%) και το Ιαπωνικό γεν έπεσε στο 8,33% ( από 9,4%).

Σε μια πολύ συμβολική χειρονομία, η στάθμιση του αμερικανικού δολαρίου στον υπολογισμό των XDRs μειώθησε επίσης: από το 41,9% στο 41,75%. Το γουάν μπορεί να μετατοπίζει το ευρώ, την στερλίνα και το γεν, αλλά έχει μικρό αντίκτυπο στο δολάριο. Στην πραγματικότητα, το παντοδύναμο δολάριο παραμένει το κυρίαρχο νόμισμα στις διεθνείς αγορές, εμπλεκόμενο στο 88% όλων των διεθνών νομισματικών ανταλλαγών.

Για την κινεζική κυβέρνηση, η συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου-γουάν είναι η μόνη σχετική ισοτιμία. Το κινεζικό γουάν κάθε μέρα αξιολογείται συγκριτικά με το δολάριο μέσω της διαχείρισης του κεντρικού δείκτη ισοτιμίας (central parity rate), την μέση ισοτιμία που προσφέρεται στν αρχή της ημέρας από τους μεγάλους dealers.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι όλοι οι μεγάλοι dealers της Κίνας είναι κρατικοποιημένες τράπεζες, ο κεντρικός δείκτης ισοτιμίας δολαρίου-γουάν είναι ουσιαστικά ένας επίσημος δείκτης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Άλλοι νομισματικοί δείκτες ρυθμίζονται με αναφορά στην ισοτιμία του δολαρίου.

Duty-free but not dollar free

Η μεγαλύτερη επιχείρηση αφορολόγητων αγορών δεν είναι στο αστραφτερό Ντουμπαί ή τη Σιγκαπούρη. Ο βασιλιάς των αφορολόγητων αγορών είναι η Σεούλ, στη Νότια Κορέα – και οι αγοραστές είναι σχεδόν όλοι από την Κίνα.

Το αεροδρόμιο Incheon στη Σεούλ παράγει σχεδόν 2 δις δολάρια αφορολόγητων αγορών, φέρνοντάς το μύτη με μύτη με το Διεθνές Αεροδρόμιο του Ντουμπάι στην κορυφή των διεθνών ταξινομήσεων. Αλλά στη Σεούλ, οι πωλήσεις στο αεροδρόμιο είναι μόνο η κορφή του παγόβουνου.

Οι κινέζοι ταξιδιώτες που ψωνίζουν στο κέντρο της Σεούλ διαλέγουν αρώματα, αλκοόλ και τσιγάρα σε ειδικά καταστήματα λιανικής (outlet) στο κέντρο της πόλης, πηγαίνουν τις αποδείξεις στο αεροδρόμιο και παίρνουν τα καλούδια τους στις πύλες αναχώρησης.

Εκεί αφήνουν πίσω τους βουνά από σκουπίδια, καθώς ξαναπακετάρουν τις αγορές τους σε χειραποσκευές. Προσθέτοντάς αυτά στις αγορές του κέντρου φέρνει στο σύνολο του αφορολόγητου της Σεούλ πάνω από 8 δις δολάρια, νούμερα που κάνει όλα τα άλλα να φαίνονται μικροσκοπικά.

Αλλά μην πάτε στη Σεούλ περιμένοντας να ψωνίσετε αφορολόγητα στο τοπικό κορεάτικο γουόν. Όλες οι τιμές αναγράφονται σε αμερικανικά δολάρια. Αυτό δεν είναι για διευκόλυνση των Κορεατών πωλητών, των αμερικανών τουριστών ή των αμερικάνων στρατιωτών που επιστρέφουν στις σπίτια τους από τις βάσεις της Κορέας. Οι τιμές είναι σε δολάρια γιατί το δολάριο επιλέγουν οι Κινέζοι καταναλωτές.

Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, η Κίνα έχει καταφέρει πρωτοφανή επιτεύγματα οικονομικής ανάπτυξης. Αλλά καταστρέφεται από τη διαφθορά και διοικείται από απολυταρχικό κράτος.

Όσο οι πολιτικοί μετασχηματισμοί της Κίνας καθυστερούν δεκαετίες πίσω από τους οικονομικούς μετασχηματισμούς, η χώρα θα παραμένει ένας μέρος για να κάνεις λεφτά, αλλά όχι για να κρατάς λεφτά. Είναι μη ρεαλιστικό να περιμένεις ότι ο κόσμος θα γυρίσει στο γουάν όταν οι ίδιοι οι Κινέζοι προτιμούν να συναλλάσσονται σε δολάρια.


O Salvatore Babones είναι συγκριτικός κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Σίδνευ. Είναι ειδικός στην παγκόσμια οικονομική δομή.

Μετάφραση: Μαρίνα Παπαδοπούλου

Πηγή: Al Jazeera