Άρθρα

Επιτελικό κράτος και νεοφιλελεύθερη πολιτική ευθύνονται για τη διάλυση

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1. Υπάρχουν μέρες, στις οποίες μπορούν να χωρέσουν χρόνια. Μέσα σε δύο εβδομάδες, έχει εκδηλωθεί η υπερδεκαετής πολιτική διάλυσης μίας ολόκληρης χώρας. Οι πυρκαγιές και τα γεγονότα που ακολούθησαν αποτελούν συμπυκνωμένη έκφραση του κατατεμαχισμού, της εκποίησης, της ιδιωτικοποίησης, της υποβάθμισης κρίσιμων τομέων της δημόσιας ζωής. Είναι αποτέλεσμα της οικοδόμησης μίας χώρας – ξέφραγο αμπέλι, ταιριαστή στις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού, της ΕΕ, του συστήματος.

2. Η συντελούμενη καταστροφή συνιστά κυβερνητική και κρατική κατάρρευση σε πολλαπλά επίπεδα. Οι καμένες εκτάσεις θα ξεπεράσουν τα 450.000 στρέμματα δάσους τον Ιούλιο και «βλέπουμε». Ανάμεσα σε αυτές τις εκτάσεις, περιοχές Natura, πανέμορφα τοπία φυσικού περιβάλλοντος, αιωνώβια δάση, έγιναν στάχτη. Επιχειρήσεις, σπίτια και οικισμοί παραδόθηκαν στις φλόγες, για να ακολουθήσουν οι σοκαριστικές εικόνες εκκενώσεων ολόκληρων περιοχών, χωριών, πόλεων. Στην Ρόδο, πολίτες και τουρίστες φορτώθηκαν σε καρότσες και βάρκες για να γλυτώσουν από την φωτιά. Στον Βόλο, δίπλα στην εθνική οδό, μέσα σε κάμπο, και ανάμεσα σε Βιομηχανική Περιοχή και στρατόπεδα εκκενώθηκε το δεύτερο μεγαλύτερο στρατιωτικό αεροδρόμιο της χώρας ενώ παραδόθηκε στις φλόγες η αποθήκη βλημάτων και εκρηκτικών υλών, από τις εκρήξεις των οποίων έσπαγαν τζαμαρίες μπροστά στα μάτια των έντρομων κατοίκων της Αγχιάλου, οι οποίοι φυγαδεύτηκαν με βάρκες. Στη Λαμία, οι πολίτες εκκένωσαν το βόρειο τμήμα της την τελευταία στιγμή. Στην Κάρυστο, μετρήσαμε δύο νεκρούς πιλότους, στην προσπάθεια να προσφέρουν σε μία μάχη χωρίς επιτελείο, συντονισμό, οργάνωση, μέσα.

Οι πυρκαγιές ξέφυγαν, όχι όμως λόγω της μανίας της φύσης. Ας πούμε τα πράγματά με το όνομα τους. Ξέφυγαν λόγω των κυβερνητικών επιλογών και της διαχρονικής κρατικής πολιτικής.

3. Η επικοινωνιακή διαχείριση από τους ίδιους τους κυβερνητικούς φορείς αποτελεί πλέον ένα μνημείο αναισθησίας και χυδαίου κυνισμού. Σε ακόμα μία κυβερνητική αποτυχία αποκαλύπτεται πως «ο ικανός στις κρίσεις πρωθυπουργός και το επιτελείο του», είναι μια μαγική εικόνα που έχουν κατασκευάσει τα ΜΜΕ. Και αυτό δεν αφορά μόνο τις τουριστικές αποδράσεις και τις ζεμπεκιές των, υποτίθεται άμεσα εμπλεκόμενων, πολιτικών της δεξιάς. Όταν η επικοινωνία αντικαθιστά την πολιτική και την σοβαρή διαχείριση, κάποια στιγμή έρχεται η κατάρρευση. Το δυστύχημα είναι ότι την πληρώνει ο λαός και η χώρα.

Όσο καίγονταν η Ρόδος, τα ελληνικά ΜΜΕ δεν ασχολήθηκαν. Η προσπάθεια να κουκουλωθεί το γεγονός, να υποβαθμιστεί το μέγεθος της φωτιάς, να ηρεμήσει το κλίμα μην τυχόν και διακυβευθεί το «ελληνικό τουριστικό καλοκαίρι» οδήγησε εργαζόμενους, ντόπιους και τουρίστες να παλεύουν την τελευταία στιγμή για να εξασφαλίσουν μία θέση στα πολυπόθητα λεωφορεία, ώστε να μεταφερθούν μακριά από το επίκεντρο της πυρκαγιάς. Αντίθετα, είχαμε διαρκή επικοινωνιακό βομβαρδισμό για τους «γενναίους αστυνομικούς» που μεταβαίνουν στις πληγείσες περιοχές, νέα επικοινωνιακή εκστρατεία και «μέτρημα σκορ» για το Μάτι, και διαρκής προβολή της εικόνας ότι «όλα είναι υπό έλεγχο».  Αν δεν υπήρχε η γενναία και μαζική κινητοποίηση του λαού, που πλέον συσσωρεύει εμπειρία στην κρατική ανεπάρκεια (από την πανδημία μέχρι τις φυσικές καταστροφές), για τα περισσότερα γεγονότα ούτε καν θα γνωρίζαμε ή θα τα μαθαίναμε μέσα από νεκρούς.

4. Χρειάζεται πολύ θράσος και αλαζονεία να μιλήσει κανείς για την «ετοιμότητα του κρατικού μηχανισμού», να ισχυρίζεται ότι τα πυροσβεστικά μέσα «είναι ήδη πολλά, ή για να ξεστομίζει ότι «η ζωή συνεχίζεται». Η νεοφιλελεύθερη αντιστροφή είναι πλήρης: Ένοχη η φύση, αθώος ο κρατικός μηχανισμός, η κυβέρνηση, το σύστημα και οι ιεραρχήσεις του. Η κλιματική αλλαγή είναι ξανά το βολικό άλλοθι που επιστρατεύεται για να αποσείσει ευθύνες. Αθωώνεται έτσι το παράλογο σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης που στόχο έχει το κέρδος, όποιο κι αν είναι το κόστος σε πόρους, φύση, ανθρώπους, ένα σύστημα που δημιουργεί μη βιώσιμες συνθήκες στο περιβάλλον. Το γεγονός όμως ότι δεν έχουμε σύστημα πρόληψης των πυρκαγιών, με παραδοχή Σκυλακάκη, και ότι το σύστημα κατάσβεσης είναι παντελώς ανεπαρκές, δεν οφείλεται στην κλιματική αλλαγή, αλλά στις κυρίαρχες πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές. Τα συστήματα πρόληψης και πυρόσβεσης θα έπρεπε να αναβαθμίζονται ώστε να αντιστοιχούν στις έκτακτες συνθήκες της υπερθέρμανσης και της κλιματικής ανισορροπίας. Αντίθετα, στην περίπτωσή μας υποβαθμίζονται, με το πρόσχημα ενός παγκόσμιου προβλήματος, που δεν μπορεί να λύσει μόνη της μία χώρα. Το να έχουμε μια εποικοδομητική και όχι καταστροφική σχέση της ανθρώπινης δραστηριότητας με τη φύση απαιτεί όντως συνολικές ανατροπές στο σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης. Για τις οποίες η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι «στην λάθος πλευρά της ιστορίας» και παριστάνει την ευαίσθητη καταστρέφοντας δάση, για να βάζει άναρχα ανεμογεννήτριες όπου βολεύει το καρτέλ των εταιρειών ενέργειας, ή να παραδίδει περιοχές φιλέτα στην αδηφάγο τουριστική αξιοποίηση.

5. Η εξέλιξη δεν είναι μονάχα τοπικό φαινόμενο, αν και για άλλη μια φορά (βλ. πανδημία) η χώρα μας έχει τα πρωτεία σε καμένες εκτάσεις αλλά και εικόνες κατάρρευσης. Όλες, όμως, οι χώρες του Ευρωπαϊκού νότου, οι οποίες δίνουν μάχη με τον πύρινο Αρμαγεδδώνα, έχουν βιώσει την ίδια δημοσιονομική στενότητα, τον ίδιο νεοφιλελεύθερο κυνισμό, τους επιβλήθηκαν ανάλογοι μονόδρομοι από το επιτελείο της Ε.Ε. Ο τεμαχισμός και η σταδιακή ιδιωτικοποίηση τομέων του κρατικού και διακρατικού συντονισμού προς όφελος των ιδιωτικών εταιριών, βάζουν την σφραγίδα μίας κοινής, νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην Ευρώπη. Μίας πολιτικής που στηρίζεται αποκλειστικά στην καταστολή των πυρκαγιών, αλλά με γενική μείωση προσωπικού, στις ελαστικές εργασιακές σχέσεις των εποχιακών πυροσβεστών, στην προσφυγή σε ιδιωτικές εταιρίες, την στιγμή της κρίσης, για την κάλυψη των αναγκών. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη βασικά περιορίζεται στην συλλογική πειθάρχηση στις κυρώσεις της Ρωσίας (η οποία φέτος δεν κλήθηκε να στηρίξει το έργο της δασοπυρόσβεσης, αν και διαθέτει υπερσύγχρονα και ικανά μέσα και εμπειρία) και στην με κάθε τρόπο διευκόλυνση της εμπορικής εκμετάλλευσης των νέων εκτάσεων, που δημιουργούνται μέσα από την καταστροφή.

Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός μπορεί να δώσει μονάχα μία διέξοδο στην οικολογική καταστροφή: Αποφυγή κόστους για την πολιτική προστασία, ευκαιρία για κέρδος όταν έρθει η καταστροφή. Απο εκεί και πέρα, αδιαφορία για τις αιτίες, παραίτηση από την πρόληψη και επικέντρωση στην καταστολή, η οποία και πάλι θα υλοποιηθεί μοιράζοντας όσο περισσότερο δημόσιο χρήμα σε ιδιώτες γίνεται, όπως έγινε και στην διαχείριση της πανδημίας, Ο λόγος είναι απλός: Κοστίζει λιγότερο (σε αποζημιώσεις) να σβήσεις την πυρκαγιά από το να την προλαμβάνεις. Ταυτόχρονα, οι κρατικοί πόροι ταΐζουν και γιγαντώνουν τους ιδιώτες και οδηγούν στον μεγαλύτερο μαρασμό του δημοσίου, ώστε να βαθαίνει ακόμα περισσότερο η εξαρτημένη σχέση με το ιδιωτικό κεφάλαιο.

6. Η κυβέρνηση, το σύστημα και οι εκφραστές του είναι επικίνδυνοι. Πρέπει να είμαστε βέβαιοι, ότι στην τσακισμένη μνημονιακή Ελλάδα, το μέγεθος καταστροφικών γεγονότων θα γιγαντώνεται στο φως της κρατικής ανικανότητας. Το κράτος και οι υπηρεσίες του κατασυκοφαντήθηκαν, ο ιδιωτικός τομέας αποθεώθηκε, οι προϋπολογισμοί λιτότητας αποτελούν πλέον ιερή αγελάδα οποιασδήποτε κυβερνητικής πολιτικής. Η πολιτική αυτή πριμοδοτήθηκε από όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις, στην βάση του «δεν μπορούν να γίνουν πολλά», καλλιεργήθηκε στον λαό, και σήμερα αποτελεί ισχυρή τάση στο πεδίο των αντιλήψεων. Μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας γαλουχήθηκε σε αυτές τις συνθήκες, αποδέχτηκε ότι δεν υπάρχουν λεφτά για ένα ισχυρότερο δημόσιο, μέσα από μία διαρκή επεξεργασία συνειδήσεων, στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ πρωτοστάτησε εξίσου, και σήμερα θεωρεί τις ιδιωτικοποιήσεις ως μία κάποια λύση.

7. Ο Κουτσούμπας κάλεσε τον Μητσοτάκη να πάρει μέτρα ενώ θα έπρεπε να καλέσει τον λαό σε όλες τις πόλεις να βγει στους δρόμους και να διαδηλώσει εναντία στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αυτού του τύπου  η αντιπολίτευση είναι ακίνδυνη, αθωώνει το σύστημα και την κυβέρνηση  του. Για να σώσει ο λαός τον λαό (σύνθημα γενικά σωστό), πρέπει να μην αφήσει περιθώριο και χρόνο στην κυβέρνηση και στα ΜΜΕ για επικοινωνιακά τερτίπια.  Ο λαός σώζει τον λαό όταν κάνει αντιπολίτευση στις γειτονιές, στις πόλεις, στα χωριά, όταν συνειδητοποιεί, μέσα από τους μικρούς και μεγάλους αγώνες του, τους ενόχους και τις πολιτικές τους και τις καθημερινές συνέπειες που έχουν στις ζωές των λαϊκών στρωμάτων και στη φύση.

Ο λαός στάθηκε ενεργός και αλληλέγγυος, αυτενεργώντας χωρίς συντονισμό, σχέδιο, μέσα. Πρέπει να κατακτηθούν σταθερές δομές λαϊκής οργάνωσης και προετοιμασίας. Συλλογικοί φορείς, σωματεία, συλλογικότητες, να αναλάβουν να συγκροτήσουν και να ενισχύσουν δίκτυα αλληλεγγύης και βοήθειας για τις οικογένειες που έχασαν σπίτια και υπάρχοντα. Αλλά και διαρκή δίκτυα οργάνωσης, προετοιμασίας, συλλογικής προστασίας. Η οργανωμένη πάλη της λαϊκής επιβίωσης στην νεοφιλελεύθερη λαίλαπα θα έπρεπε να αποτελεί βασικό πεδίο δράσης της όποιας αριστεράς και αποτελεί βασικό σταθμό για την ανάκτηση της πολιτικής αξιοπιστίας.

Υπάρχει μονάχα ένας δρόμος για να σωθεί η φύση και ανθρώπινες ζωές: να πάρουμε την χώρα μας πίσω. Να επιβληθεί μία συνολική αλλαγή πορείας. Η γενική πολιτική μάχη και η αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών νεοφιλελεύθερων κελευσμάτων αποτελεί πλέον θέμα άμεσης επιβίωσης για τον λαό.

Εσύ είσαι το Κεφάλαιο

Έγινες ατομικό ΚΕΠ. Κανονικό γραφείο εξυπηρέτησης του εαυτού σου, ένας ζωντανός server παροχής υπηρεσιών για ανάγκες και επιθυμίες.

Εσύ πρέπει να διαλέξεις πάροχο ενέργειας, εσύ θα επιλέξεις έναν οικογενειακό γιατρό, εσύ πρέπει να κάνεις την αίτηση για επίδομα καυσίμων, ρεύματος, θέρμανσης, ενοικίου, παιδιών και ελαιόδεντρων.

Εσύ πρέπει να κάνεις self/rapid test, να φοράς μάσκα και εσύ είσαι που πρέπει να εμβολιαστείς.

Και πρόσεξε, εσύ πρέπει να μάθεις να ελέγχεις τις κιλοβατώρες και να κάνεις οικονομία, εσύ πρέπει να ελέγχεις σε πιο πρατήριο είναι φθηνότερη η βενζίνη.

Προθεσμίες, έγγραφα, ανακοινώσεις, πρέπει να τα παρακολουθείς και να τα αναζητάς, διαρκώς και με προσοχή, αλλιώς δεν υπάρχεις πουθενά.

Για όλα αυτά( και για τα βιοπολιτικά σου δεδομένα όπως δίπλωμα οδήγησης, φάκελος υγείας, ταυτότητα κτλ.) το κράτος σε παραπέμπει στην πύλη της ατομικής σου εξυπηρέτησης (gov-gr).

Εννοείται ότι πρέπει να εργάζεσαι κιόλας, γιατί φυσικά πρέπει να καταναλώνεις, να πληρώνεις δόσεις και χρέη.

Όμως εσύ υποτίθεται ότι θα ορίζεις τον μισθό σου και το εισόδημα σου, face to face με τον πελάτη και τον εργοδότη σου.

Μήπως το κράτος είσαι εσύ τελικά ; Ή απλά σου φέρνει τον κόσμο στην οθόνη σου- σε πλατφόρμες και λογισμικά – για να  εξατομικεύει την ευθύνη της συμμόρφωσης με τα πράγματα και τους νόμους ;

Έγινες επιχείρηση. Μια προσωποπαγής εταιρεία. Ή μάλλον μια υβριδική ανώνυμη εταιρεία προσωπικής ευθύνης που απαιτεί νοητική λογιστική και συνεχή διανοητικά ισοζύγια χρόνου και χρήματος.

Αυτό που έγινες, στο έκανε ο νεοφιλελευθερισμός. Γιατί αυτός είναι ο στόχος του.

Να συμμορφωθείς για το καλό σου με το σιδερένιο χέρι του κράτους ώστε να γίνεις ανταγωνιστικός στην αγορά του αόρατου χεριού.

Δηλαδή να τα κάνεις όλα σωστά, να έχεις επιδόσεις και αποδόσεις.

Εσύ είσαι το Κεφάλαιο. Άλλοι όμως σε αυγατίζουν…

Πηγή: iporta.gr

Γιατί ο Αμαζόνιος δεν ανήκει στην Βραζιλία και γιατί ο εμβολιασμός δεν είναι ατομική υπόθεση

Όταν τον Απρίλιο του 1919 καταγράφηκαν στην ΕΣΣΔ 186 χιλιάδες κρούσματα ευλογιάς, ο Λένιν δεν άρχισε τις διαπραγματεύσεις με αρνητές των εμβολίων, ψεκασμένους, και ναρκισιστές που υποφέρουν από μεταφυσικούς φόβους για την πολύτιμη ύπαρξή τους, αλλά υπέγραψε το διάταγμα για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό κατά της ευλογιάς. Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, απετέλεσε τον κυριότερο παράγοντα καταπολέμησης της νόσου στην ΕΣΣΔ και μέχρι το 1936 η ευλογιά είχε εξαφανιστεί. Νωρίτερα, μέχρι το 1926, το σοβιετικό καθεστώς είχε μηδενίσει τα κρούσματα χολέρας, τα οποία ανέρχονταν σε περίπου 40 χιλιάδες ετησίως κατά το 1919-21. Θα μπορούσε κάποιος να συνεχίσει με πολλά παρόμοια ακόμη παραδείγματα της Σοβιετικής πρακτικής των εμβολιασμών.

Τι είχε λοιπόν στο μυαλό του ο Λένιν όταν ανάγκαζε έναν ολόκληρο λαό να υποστεί το βασανιστήριο του αναγκαστικού εμβολιασμού; Για να απαντηθεί αυτό, θα χρειαστούμε τώρα μια παραβολή.

Γιατί ο Αμαζόνιος δεν ανήκει στην Βραζιλία

Αρκεί να κοιτάξεις τον χάρτη, ο Αμαζόνιος ανήκει στην Βραζιλία, δεν χωράει αμφιβολία, το δάσος είναι εκεί, πίσω από τα σύνορα. Ο Μπολσονάρο και οι υπουργοί του, κοιτάζοντας και αυτοί τον χάρτη, αυθορμήτως αναγνωρίζουν αυτό το δάσος ως ιδιοκτησία του Έθνους και ευθύς δηλώνουν ότι “δικό τους είναι και ό,τι θέλουν θα το κάνουν”, και όντως το αποψιλώνουν και το βιάζουν παντοιοτρόπως.

Ο Αμαζόνιος όμως είναι παγκόσμιο κοινό αγαθό για τον εξής απλό λόγο: οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το κράτος της Βραζιλίας, την κυβέρνησή της και τον κάθε Μπολσονάρο σχετικά με το δάσος, έχουν επιπτώσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη, και όταν πρόκειται για αποφάσεις καταστροφής τμημάτων του Αμαζονίου, βρισκόμαστε μπροστά σε συστημικό κίνδυνο που αναπτύσσεται μέσω των κλιματικών και περιβαλλοντικών διασυνδέσεων του δάσους με τον πλανήτη. Ο Αμαζόνιος, λοιπόν, λόγω του μεγέθους του και των χαρακτηριστικών του, είναι απαραίτητος για την κλιματική ισορροπία του πλανήτη. Για τον λόγο αυτό, ο Μπολσονάρο δεν θα έπρεπε να μπορεί να κάνει ό,τι θέλει με το δάσος· και όμως, ο Μπολσονάρο επιμένει πως εφόσον ο Αμαζόνιος βρίσκεται εντός των συνόρων της Βραζιλίας, και αυτή είναι η αυλή του, κανείς δεν δικαιούται να του πει τι θα κάνει με το δάσος του.

Δικαιούμαστε, λοιπόν, εμείς, οι υπόλοιποι, να επιβάλλουμε στον Μπολσονάρο να μην καταστρέφει τον Αμαζόνιο παρόλο που αυτός βρίσκεται εντός των εθνικών συνόρων της Βραζιλίας.

Χιλιάδες μικροί Μπολσονάρο

Θα μπορούσαν άραγε οι αρνητές των εμβολίων, οι υπερευαίσθητοι ναρκισιστές που φοβούνται το εμβόλιο, και όλοι οι άλλοι που δηλώνουν ότι δεν θέλουν να εμβολιαστούν, να αντιληφθούν την ταυτότητα που υπάρχει μεταξύ της δικής τους λογικής και της λογικής του Μπολσονάρο αναφορικά με τον Αμαζόνιο;

Είναι μήπως σε θέση να καταλάβουν ότι αυτοί διαχειρίζονται, ο καθένας τους ξεχωριστά, το δικό του σώμα, τον δικό του “Αμαζόνιο” που “είναι δικός τους και θα τον κάνουν ό,τι θέλουν” και ότι με την άρνησή τους δημιουργούν συστημικό κίνδυνο για την υγεία όλων, των εμβολιασμένων συμπεριλαμβανομένων;

Είναι, άραγε, σε θέση να κατανοήσουν την έννοια του συστημικού κινδύνου και ότι από την διαχείριση της δικής τους υγείας εξαρτάται η υγεία όλων, ακόμη και των εμβολιασμένων καθώς βρισκόμαστε σε μια κούρσα ταχύτητας μεταξύ του εμβολιασμού και των μεταλλάξεων του ιού; Με άλλα λόγια, μπορούν μήπως να καταλάβουν ότι παρατείνουν την περίοδο της πανδημίας και ότι αυξάνουν έτσι τον κίνδυνο να προκύψει μια παραλλαγή του ιού που δεν θα μπορούν να αντιμετωπίσουν τα υπάρχοντα εμβόλια;

Καταλαβαίνουν μήπως ότι αν δεν φτάσουμε σύντομα σε ποσοστό εμβολιασμένου πληθυσμού 80-85% δεν θα υπάρξει ανοσία;

Και η ερώτηση των ερωτήσεων: είναι άραγε διατεθειμένοι και ικανοί να καταλάβουν ο,τιδήποτε, μα ο,τιδήποτε, από τα παραπάνω;

Για να απαντήσουμε την ερώτηση αυτή ας θυμηθούμε δύο μεγάλες αλλαγές που υπέστη η ελληνική κοινωνία στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού:

Πρώτον, μετά από τριάντα χρόνια αχαλίνωτου νεοφιλελευθερισμού έχει εμπεδωθεί σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ιδιαίτερα στον λαό της Δεξιάς, και σε μικρότερο βαθμό (όσο οδυνηρό και αν είναι να το λέμε) σε ένα τμήμα του λαού της Αριστεράς, η παρότρυνση της Μάργκαρετ Θάτσερ ότι πρέπει να φροντίζουμε τον εαυτό μας και την οικογένειά μας, και αν περισσέψει κάτι ας φροντίσουμε μετά και τον γείτονα· όσο για αυτόν, τον γείτονα, ήταν εκεί για ξεκάρφωμα· εξαφανίστηκε από την παρότρυνση καθώς περνούσαν τα χρόνια και κέρδιζε έδαφος ο αχαλίνωτος νεοφιλελευθερισμός. Να φροντίζετε λοιπόν τον εαυτό σας και την οικογένειά σας, λέει ο νεοφιλελευθερισμός, και από αυτό θα προκύψει το γενικό συμφέρον· έτσι ισχυρίζεται, αυτές είναι οι αξίες του. Έχει διαμορφωθεί λοιπόν μια κοινωνική πλειοψηφία που ζει και πορεύεται φροντίζοντας ο καθένας τον εαυτό του, και η οποία περιλαμβάνει τον λαό της Δεξιάς στην πλειονότητά του αλλά και μια μερίδα του λαού της Αριστεράς (είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε πόσο μεγάλη είναι αυτή· πάντως σήμερα, βοά το αριστερό φέησμπουκ από κάθε είδους νεοφιλελεύθερα αντι-εμβολιαστικά επιχειρήματα).

Δεύτερον, θα πρέπει επίσης να δεχθούμε στο σημείο αυτό ότι έχουμε υποστεί ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, και με αυξανόμενη ένταση καθώς εδραίωνε την εξουσία του ο νεοφιλελευθερισμος, μια διαδικασία γενικής απομόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας και απαξίωσης της επιστημονικής γνώσης. Οι επιθέσεις απαξίωσης από τμήματα της Αριστεράς εναντίον της επιδημιολογίας, της καραντίνας και των εμβολίων είναι συμπτώματα, μεταξύ άλλων, και αυτής της διαδικασίας απομόρφωσης.
Με αυτά τα δύο δεδομένα μπορούμε να αναρωτηθούμε ξανά:

Είναι άραγε διατεθειμένοι και ικανοί να καταλάβουν όσοι δεν θέλουν να εμβολιαστούν, έστω όσοι εξ αυτών αναφέρονται στην Αριστερά, ότι δεν μπορούν να είναι μικροί Μπολσονάρο, στην δική τους μικρή κλίμακα; Είναι μήπως εφικτό να θυμηθούν ότι για την αριστερή μας παράδοση η κοινωνία δεν αποτελείται από άτομα αλλά από ένα σύνολο κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, πολιτισμικών σχέσεων που συγκροτούν σύστημα, και ότι ένα σύστημα εξ ορισμού αν το αγγίξεις σε ένα σημείο του παράγεις αποτελέσματα σε όλο το μήκος και όλο το πλάτος του; Μπορούν επομένως να καταλάβουν ότι ο εμβολιασμός δεν είναι ατομική υπόθεση;

Οι αισιόδοξοι, παραμένοντας πιστοί στην θετική γνώμη που γενικά διατηρεί η Αριστερά για τους ανθρώπους, θεωρούν ότι πρέπει να υπάρξει μια επίμονη προσπάθεια να εξηγηθούν σε όσους δεν θέλουν να εμβολιαστούν όσα πράγματι ισχύουν για αυτά, ώστε τελικά να εμβολιαστούν για να φτάσουμε σε ποσοστό εμβολιασμένου πληθυσμού 80-85% και έτσι να επιτύχουμε ανοσία.

Οι απαισιόδοξοι, νομίζουν ότι η προσπάθεια αυτή είναι μάταιη και ότι θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι η σχέση μας με τον κόσμο αυτόν της Αριστεράς που είναι εχθρικός ή απορριπτικός έναντι του εμβολιασμού σήμερα και της καραντίνας εχθές, είναι ανταγωνιστική, δεν είναι δηλαδή από εκείνες τις αντιθέσεις που ο Μάο Τσετούνγκ ονόμαζε “αντιθέσεις στους κόλπους του λαού” και οι οποίες λύνονται με τον διάλογο αλλά είναι αντίθεση ανταγωνιστική, που οδηγεί στην πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση και μας αφήνει σαν τελευταία ορθολογική επιλογή τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, ακριβώς όπως ο Μπολσονάρο αφήνει στην ανθρωπότητα ως τελευταία επιλογή να τον αναγκάσει να σταματήσει την καταστροφή του Αμαζονίου.

Πηγή: Commune

Μπροστά σε ένα δύσκολο χειμώνα: Καταστροφικές επιλογές – υπόλογη κυβέρνηση

Η κοινωνία καλείται από τον Κ. Μητσοτάκη να «αυτοπροστατευθεί» από τον κορωνοϊό. Τα νοσοκομεία βρίσκονται σε οριακό σημείο. Καθημερινά μπαίνει το δίλημμα αν θα πρέπει να προστατευτεί η υγεία ή η οικονομία και το εισόδημα. Το πώς φτάσαμε εδώ, δεν είναι τυχαίο, ούτε αντικειμενικό. Ευθύνεται η κυβέρνηση, οι ιδεοληψίες της, οι αξίες και τα χαρακτηριστικά της κυρίαρχης τάξης, τα δόγματα και τα πλαίσια που ακολουθεί.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η διαχρονική οικοδόμηση μιας οικονομίας γκαρσονιού της Ε.Ε. ευθύνεται για το άνευ όρων άνοιγμα του τουρισμού πριν τρεις μήνες. Μετά από απαίτηση των μεγάλων ταξιδιωτικών πρακτόρων, η είσοδος στη χώρα γινόταν χωρίς τεστ. Το αποτέλεσμα ήταν να επισπευσθεί το δεύτερο πανδημικό κύμα μέσα στο καλοκαίρι.

Ο συνωστισμός στα ΜΜΜ τώρα και στα πλοία το καλοκαίρι δεν είναι αντικειμενικός. Ούτε το στοίβαγμα 25 μαθητών σε αίθουσες 30-40 τμ. Ούτε το ότι στις μεγάλες βιομηχανίες και εταιρείες δε γίνονται έλεγχοι για τα προβλεπόμενα μέτρα. Αυτοί είναι οι βασικές εστίες συνωστισμού και διασποράς και όχι οι νέοι στις ανοιχτές πλατείες. Η λειτουργία της κοινωνίας σε συνθήκες κρίσης και δύσκολες, όπως είναι μια πανδημία, απαιτεί πόρους και κεντρικό σχεδιασμό από το κράτος. Να μισθώσει τα εκατοντάδες τουριστικά λεωφορεία, που είναι ανενεργά, για τις μετακινήσεις των πολιτών. Να προσλάβει εκπαιδευτικούς για να σπάσουν τα τμήματα στα σχολεία. Να διαθέσει προσωπικό για ελέγχους στις μεγάλες εταιρείες και βιομηχανίες. Όμως αυτό το κράτος είναι δεσμευμένο στις μνημονιακές συμφωνίες λιτότητας. Και από αυτήν την κυβέρνηση και από τις προηγούμενες που υπέγραψαν μνημόνια.

Είναι το ίδιο μνημονιακό πλαίσιο λιτότητας και υποδούλωσης που ευθύνεται για το γεγονός ότι δεν έγιναν  οι αναγκαίες παρεμβάσεις ενίσχυσης για το δημόσιο σύστημα υγείας. Παρεμβάσεις για την ενίσχυση της πρώτης γραμμής της μάχης, της πρωτοβάθμιας υγείας. Οι μηχανισμοί ελέγχου και ιχνηλάτισης είναι ανύπαρκτοι σε επίπεδο δήμου και γειτονιάς και οι οδηγίες του ΕΟΔΥ τα παραπέμπουν όλα στο «θεράποντα ιατρό», ο οποίος βέβαια δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει καμία διαδικασία για κρούσματα σε σχολεία, σε εταιρείες και οργανισμούς, ώστε να ανακοπεί η διασπορά. Ενώ το Μάρτη μπήκαμε σε καραντίνα για να προετοιμαστεί και ενισχυθεί το διαλυμένο σύστημα υγείας, επτά μήνες τώρα δεν έγιναν ούτε προσλήψεις, ούτε εκπαίδευση ιατρικού και επιστημονικού προσωπικού για τη δεύτερη γραμμή της μάχης, τις ΜΕΘ. Από κοινού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ έδιωξαν από τη χώρα όλο το ιατρικό και επιστημονικό προσωπικό. Η κυβέρνηση είχε την ευθύνη να στελεχώσει το ΕΣΥ. Δεν το έκανε γιατί η πολιτική της είναι η ενίσχυση της ιδιωτικής υγείας.

Είναι το δόγμα της χώρας – ψωροκώσταινας, το μνημονιακό πλαίσιο υποδούλωσης και λιτότητας, οι νεοφιλελεύθερες επιλογές που οδηγούν σε ένα δύσκολο χειμώνα. Ταυτόχρονα η κυρίαρχη τάξη, η τάξη των «αρίστων», των εκλεκτών των ακριβών ιδιωτικών σχολείων και πανεπιστημίων, δε θέλει και δε μπορεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της κοινωνίας μπροστά σε μια πανδημία. Είναι κοινωνικά ανίκανη. Θεωρεί ότι μάθημα για ένα παιδί δημοτικού είναι η διάλεξη από έναν υπολογιστή, δε γνωρίζει ποιες ειδικότητες είναι κατάλληλες για μια ΜΕΘ, θεωρεί τα ιατρεία ΙΚΑ στις γειτονιές άχρηστα και τα αδειάζει, εν μέσω πανδημίας, καθώς δεν έχει πάει ποτέ κανείς τους στο ιατρείο της γειτονιάς, νομίζει ότι με τις χορηγίες για παγουρίνο στους μαθητές θα καθησυχάσει τις ανησυχίες των γονέων. Ορκίζεται στην αγορά αλλά δε γνωρίζει πως γίνεται μια παραγγελία υφάσματος για μάσκα. Η βασική σχέση που έχουν με την αγορά είναι το τάισμα με ΕΣΠΑ και κρατικό χρήμα των φίλων, συγγενών και υποστηρικτών της κοινωνικής τους τάξης.

Να οργανωθεί η κοινωνία απέναντι σε μια ανίκανη και επικίνδυνη κυβέρνηση. Αυτόοργάνωση, απεμπλοκή από το ανούσιο παιχνίδι του επίσημου πολιτικού συστήματος και διεκδίκηση είναι η «θεραπευτική» διέξοδος απέναντι στα αδιέξοδα που οδηγούμαστε.

  • Τα σωματεία εργαζομένων, πέρα από την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων τους, να ζητήσουν και να απαιτήσουν μέτρα προστασίας στους μεγάλους χώρους δουλειάς. Να απαιτήσουν από κράτος και εργοδοσία εκμίσθωση λεωφορείων για την ασφαλή μετακίνηση τους.
  • Οι δημοτικές παρατάξεις και οι κινήσεις γειτονιάς, οι δημοτικές αρχές να απαιτήσουν και να οργανώσουν δομές πρωτοβάθμιας υγείας στις γειτονιές. Να πιέσουν για μαζικά τεστ και για μηχανισμούς ιχνηλάτισης. Να οργανωθεί η καταγραφή πολιτών που δεν έχουν εισόδημα και δε μπορούν να ζήσουν, λόγω της πανδημίας.
  • Οι Σύλλογοι γονέων και οι εκπαιδευτικοί να κινητοποιηθούν για να σπάσουν τα τμήματα. Να διεκδικήσουν δωρεάν τεστ σε σχολεία που εμφανίζουν κρούσματα.

Σε τι κόσμο θα βγούμε μετά την πανδημία;

Όποιοι διάβασαν το κύριο άρθρο των Financial Times στις 4 Απριλίου είχαν την αίσθηση της Οβιδιακής μεταμόρφωσης ανθρώπων που είδαν το φως στον δικό τους δρόμο προς τη Δαμασκό. Ιδού τι έγραψε για τη δέουσα απάντηση στην κρίση που φέρνει η πανδημία όχι κάποιος μεμονωμένος συντάκτης, αλλά η ίδια η διεύθυνση αυτού του προμαχώνα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού:

«Οι θυσίες είναι αναπόφευκτες, αλλά κάθε κοινωνία πρέπει να δείξει ότι θα αποκαταστήσει τη θέση εκείνων που σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος στην εθνική προσπάθεια. Ριζικές μεταρρυθμίσεις με αντιστροφή της επικρατούσας πολιτικής κατεύθυνσης των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών (σ.σ. δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού) πρέπει να μπουν στην ημερήσια διάταξη. Οι κυβερνήσεις πρέπει να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο στην οικονομία. Οφείλουν να δουν τις δημόσιες υπηρεσίες ως εθνικό κεφάλαιο και όχι ως παθητικό, όπως οφείλουν να καταπολεμήσουν την επισφάλεια στην αγορά εργασίας. Η αναδιανομή του πλούτου θα μπει πάλι στην ατζέντα. Τα προνόμια των πλουσίων και των ηλικιωμένων (sic) θα αμφισβητηθούν. Πολιτικές που μέχρι τώρα θεωρούνταν εκκεντρικές, όπως η καθιέρωση βασικού εισοδήματος για όλους τους πολίτες και ο φόρος στον πλούτο, θα βρίσκονται μέσα στο μείγμα των απαντήσεων»[1].

Αν εξαιρέσει κανείς την αναφορά στα υποτιθέμενα «προνόμια των ηλικιωμένων» (εντελώς άτοπη, καθώς η πλειονότητα των συνταξιούχων υφίσταται εδώ και χρόνια επώδυνες περικοπές), τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να είχαν ειπωθεί από πολιτικούς σαν τον Τζέρεμι Κόρμπιν και τον Μπέρνι Σάντερς. Ποια μύγα τσίμπησε τη διεύθυνση της εφημερίδας του Σίτι και την ώθησε να σηκώσει αυτή τη σημαία ενός «νέου κοινωνικού συμβολαίου» που έμεινε ορφανή, ύστερα από την ήττα και την απόσυρση των δύο πολιτικών από την κεντρική σκηνή;

Στο ίδιο έργο θεατές

Γεγονός είναι ότι παρόμοιες μεταμορφώσεις- ή μεταμφιέσεις για τους πιο καχύποπτους- αρχίζουν να πυκνώνουν. Ήδη στα πρώτα  διαγγέλματά του προς το γαλλικό έθνος, στις 12 και 16 Μαρτίου, ο Εμανουέλ Μακρόν είχε διακηρύξει, σε γλώσσα Ζαν- Λικ Μελανσόν, ότι «η δημόσια υγεία δεν έχει τιμή», ότι «η υγεία και το κοινωνικό κράτος είναι πολύτιμες κατακτήσεις», ότι «θεμελιώδη δημόσια αγαθά πρέπει να μένουν έξω από τους νόμους της αγοράς» κι άλλα αριστερούτσικα, που ακούγονται ευχάριστα στ΄ αυτιά της λαϊκής πλειοψηφίας[2].

Παρόμοιες τοποθετήσεις ζέσταναν τις φαντασιώσεις όσων είναι έτοιμοι να πιστέψουν εκείνο που θέλουν να πιστέψουν κι όχι εκείνο που θα έπρεπε να τους υπαγορεύει η ιστορική πείρα και η απλή λογική. Όταν περάσει η θύελλα του Covid-19, αυτό το παράλογο σύστημα θα αναγκαστεί να έρθει στα συγκαλά του, θα διδαχτεί από τις τόσο απροκάλυπτες αποτυχίες του και θα αναγκαστεί να αντικαταστήσει την αγριότητα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης με ένα καινούργιο (πράσινο, κατά προτίμηση) New Deal- να τι ακούμε και διαβάζουμε κατά κόρον τελευταία.

Όπως μας θυμίζει, όμως, ο διευθυντής της Le Monde Diplomatique Σερζ Αλιμί, παρόμοιες παραμυθίες μπαίνουν σε κυκλοφορία κάθε φορά που το σύστημα δοκιμάζεται από οικονομικά σοκ μεγάλης κλίμακας (χρηματιστηριακή κρίση του 1987, χρηματοπιστωτικές του 1997 και του 2007-8, κρίση χρέους το 2010-11), αλλά μόνο για να ξεχαστούν πολύ γρήγορα[3]. Αρκετοί θα θυμούνται ότι ακόμη κι ο Νικολά Σαρκοζί ξιφουλκούσε πάνω στην κρίση του 2008 εναντίον του «αγλλοσαξωνικού μοντέλου», μαστίγωνε την «οικονομία της ρέντας και της κερδοσκοπίας» και τασσόταν υπέρ μιας ριζικής «επανίδρυσης του καπιταλισμού» με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης[4]. Το τι είδους «επανίδρυση» ακολούθησε, το γνωρίζουν πάρα πολύ καλά οι Έλληνες και αρκετά καλά οι Γάλλοι. Το κράτος έσωσε τις τράπεζες με τα χρήματα των πολλών, κι ύστερα έστειλε στους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους το λογαριασμό για την αποπληρωμή των αστρονομικών χρεών που συσσωρεύτηκαν.

Περιμένοντας τον λογαριασμό

Κάτι ανάλογο, ίσως σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, απειλείται να γίνει στην υπό εξέλιξη κρίση. Τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη ρίχνουν τεράστια ποσά για να αντιμετωπίσουν την οικονομική καταστροφή (στην Ιαπωνία φτάνουν το 20% του ΑΕΠ, στην Αμερική και τη Γερμανία το 10%), αλλά οι κυρίως ωφελημένοι από αυτόν τον πακτωλό χρημάτων είναι οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις με τα αναγκαία περιουσιακά στοιχεία για να αντλήσουν ρευστότητα υπό ευνοϊκούς όρους. Καθώς μικρές επιχειρήσεις αφανίζονται σε μαζική κλίμακα, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι ένα καινούργιο άλμα στη συγκέντρωση του κεφαλαίου.

Την ίδια ώρα, για τα δεκάδες εκατομμύρια των εργαζομένων που χάνουν τις δουλειές τους (17 εκατομμύρια μόνο στις ΗΠΑ μέσα σε τρεις εβδομάδες), το όφελος είναι ένα ενισχυμένο επίδομα ανεργίας, ώστε να συντηρείται στοιχειωδώς η κατανάλωση. Ακόμη και στις χώρες όπου το κράτος πληρώνει σε μεγάλη έκταση το μεγαλύτερο τμήμα των μισθών για να περιοριστούν οι απολύσεις (Γαλλία, Βρετανία, Δανία κ.α.), ο λογαριασμός είναι βέβαιο ότι θα έρθει όταν κοπάσει η μπόρα, καθώς το χρέος θα έχει εκτοξευθεί στα ουράνια. Στο μεταξύ, η γενίκευση της τηλεργασίας και της ημιανεργίας που προωθούνται στις έκτακτες συνθήκες της καραντίνας, δημιουργούν ακόμη περισσότερο δυστοπικό περιβάλλον στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Το βασικό κοινωνικό εισόδημα, που εισηγούνται και οι Financial Times, αν και όπου καθιερωθεί, θα συντηρεί απλώς τη φτώχια στο όριο της επιβίωσης, σε κοινωνίες μαζικής ανεργίας, ώστε να μην καταρρεύσει η κατανάλωση. Δεν είναι τυχαίο από τους πιο προβεβλημένους υποστηρικτές αυτού του μέτρου ήταν ο ιδρυτής- πατέρας του νεοφιλελευθερισμού, Μίλτον Φρίντμαν.

Φυσικά, η έκταση της οικονομικής καταστροφής θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια της πανδημίας, από το αν υπάρξει ή όχι δεύτερο κύμα κι από το πόσο γρήγορα θα βρεθούν αποτελεσματικά φάρμακα και, τελικά, εμβόλιο για τον ιό. Οι επιστήμονες ακόμη δεν είναι βέβαιοι, εμείς ακόμη λιγότερο.

Όνειρα θερινής νυκτός

Σε κάθε περίπτωση, το να προσδοκά κανείς ένα καινούργιο New Deal και μάλιστα οικουμενικών διαστάσεων στο σημερινό κόσμο είναι σαν να περιμένει τον Άη Βασίλη. Το New Deal του Φράνκλιν Ντέλανο Ρούζβελτ έγινε δυνατό ως εξαίρεση στην καπιταλιστική κανονικότητα, λόγω των εξαιρετικών συνθηκών της Αμερικής, την επαύριον της κρίσης του 1929-33 (τεράστιο αναξιοποίητο παραγωγικό δυναμικό που απαιτούσε ισχυρή κρατική παρέμβαση για επανεκκίνηση, ανάγκη συσπείρωσης του έθνους καθώς ο Χίλτερ φάνταζε ήδη ως μακρινή, αλλά ταχέως αυξανόμενη απειλή, ισχυρή επιρροή των σοσιαλιστικών ιδεών). Ακόμη περισσότερο εξαιρετικές ήταν οι συνθήκες που επέτρεψαν τη γενίκευση αυτών των πολιτικών στον διεθνή καπιταλισμό μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Αμερική είχε βγει με αλώβητο τον παραγωγικό μηχανισμό της, αντιπροσώπευε το 50% της παγκόσμιας οικονομίας και διέθετε τεράστια κεφάλαια που αδημονούσαν να επενδυθούν σε μια κατεστραμμένη Ευρώπη. Το σχέδιο Μάρσαλ προσέφερε τα αναγκαία κεφάλαια για την ανοικοδόμηση, ενώ η οικοδόμηση του λεγόμενου κοινωνικού κράτους ήταν το κόστος που καλούνταν να πληρώσουν οι κυρίαρχες τάξεις για να αμυνθούν απέναντι σε ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα και επαναστατικά ρεύματα, που είχαν ενισχυθεί ραγδαία στα χρόνια του αντιφασιστικού αγώνα.

Η σημερινή κοινωνική, γεωοικονομική και γεωπολιτική πραγματικότητα είναι διαμετρικά αντίθετη από εκείνη του 1945. Μπήκαμε στην κρίση του κορωνοϊού ύστερα από τέσσερις δεκαετίες αποδόμησης των εργατικών κατακτήσεων, συρρίκνωσης των συνδικάτων και αποδυνάμωσης της Αριστεράς, σε όλες τις εκδοχές της. Ούτε η Αμερική, ούτε η Κίνα, ούτε κανένας άλλος μεγάλος κινητήρας της παγκόσμιας οικονομίας έχει τη δύναμη να ρυμουλκήσει τους υπόλοιπους έξω από την κρίση, η οποία, για πρώτη φορά στην Ιστορία, τους πλήττει όλους ταυτόχρονα και βαριά.

Περισσότερο ρεαλιστής από τους αθεράπευτα φαντασιόπληκτους θιασώτες μιας Αριστεράς- light, που πιστεύει διαρκώς και ακράδαντα ότι η νεκρανάσταση του Κέινς μας περιμένει στην πρώτη γωνία, εμφανίζονται απολύτως συστημικοί αναλυτές, όπως ο Ρίτσαρντ Χάας, επικεφαλής ενός από τα σημαντικότερα think tanks της Αμερικής. Σε πρόσφατο άρθρο του στο Foreign Affairs, ο Χάας αποκρούει την ιδέα ότι η πανδημία θα αναμορφώσει εκ βάθρων τον σύγχρονο κόσμο. Αλλαγές θα υπάρξουν, ίσως είναι και μεγάλης κλίμακας, αλλά θα πρόκειται περισσότερο για επιτάχυνση τάσεων που ήταν ήδη σε εξέλιξη ή βρίσκονταν σε λανθάνουσα κατάσταση, και όχι για ριζική αλλαγή παραδείγματος εκ του μηδενός[5].

Τρεις ανατροπές που ετοιμάζονταν από καιρό

Ανάμεσα στις μεταλλάξεις του καπιταλισμού που εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη, ξεχωρίζουμε κάποιες ως πιθανότερες και σημαντικότερες:

1. Επιταχυνόμενη αποδιάρθρωση της παγκοσμιοποίησης. Η ενίσχυση των εθνικών κρατών, η εξασφάλιση στοιχειώδους αυτάρκειας σε τομείς ζωτικής σημασίας όπως η Υγεία και η διατροφή, το σπάσιμο αρκετών διεθνών παραγωγικών αλυσίδων και ο επαναπατρισμός επιχειρήσεων πιθανότατα θα επιβιώσουν της υγειονομικής κρίσης. Άλλωστε η τάση της μερικής απο- παγκοσμιοποίησης ήταν ήδη ορατή προ κορωνοϊού, καθώς η Κίνα ολοένα και λιγότερο στηριζόταν στα χαμηλά μεροκάματα και ανέβαινε στην κλίμακα της υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Τίποτα δεν εγγυάται, όμως, ότι η αποδιάρθρωση της παγκοσμιοποίησης θα έχει προοδευτικό χαρακτήρα. Το σοκ της κρίσης αντιμετωπίζεται ως ουρανόπεμπτη ευκαιρία από τις δυνάμεις της «εναλλακτικής Δεξιάς» (Alt- Right, όπως τη λέει ο Στιβ Μπάνον, ιδεολογικός γκουρού του Τραμπ) για την προώθηση μιας αυταρχικής, εθνικιστικής «μη φιλελεύθερης Δημοκρατίας», τύπου Όρμπαν. Οι άνθρωποι αυτοί είδαν τον Covid-19 ως τιμωρία της Ιστορίας για τα κακά της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπως αρκετοί θρησκόληπτοι συντηρητικοί είχαν δει την 11η Σεπτεμβρίου ως θεϊκή τιμωρία για τη φιλελευθεροποίηση των ηθών. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο υπουργός Υγείας του Νετανιάχου, στο Ισραήλ, μίλησε για «θεϊκή τιμωρία για την πορείες των γκέι» (προτού προσβληθεί και ο ίδιος από τον ιό)[6]. Η παράνοια του φόβου θρέφει ρατσιστικά φαινόμενα στις ΗΠΑ, με τον πολλαπλασιασμό των κρουσμάτων επιθέσεων εναντίον Ασιατών και ιδίως Κινέζων[7]. Ανάλογα φαινόμενα εκδηλώθηκαν στο Παρίσι, όπου Γάλλοι πολίτες ασιατικής προέλευσης ανέβαζαν βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φορώντας T- shirt που έγραφαν «Δεν είμαι ιός». Αλλά και «έντυπα κύρους», όπως το βρετανικό περιοδικό Economist και το γερμανικό Der Spiegel, κυκλοφορούσαν με ρατσιστικά, αντικινεζικά εξώφυλλα, συμπίπτοντας απολύτως με τον Τραμπ (τον οποίο κατά τα άλλα καθυβρίζουν) για τα περί «κινεζικού ιού». Το πρώτο εμφάνιζε τη Γη καλυμμένη με μάσκα στα χρώματα της κινεζικής σημαίας και το δεύτερο είχε έναν άνθρωπο με προστατευτική στολή και μάσκα να κοιτάει το κινητό του, που έγραφε MADE IN CHINA.

2. Υποχώρηση της Δύσης σε έναν εκρηκτικά ασταθή κόσμο. Η Αμερική είχε πάψει να είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας ενός σχετικά ευσταθούς διεθνούς συστήματος καιρό πριν. Βγαίνοντας από την πανδημία, η διεθνής θέση της θα έχει εξασθενήσει ακόμη περισσότερο. Ο κόσμος όλος είδε μια κυνική Αμερική να ασκεί διεθνή πειρατεία σε βάρος της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Καναδά και του Μεξικού για να εξασφαλίσει αγωνιωδώς μάσκες των 75 σεντς που της έλλειπαν. Στην πιο κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη της πιο ισχυρής δύναμης του πλανήτη, τη Νέα Υόρκη, τα κρούσματα είναι περισσότερα από κάθε χώρα, ενώ οι νεκροί στοιβάζονται σε φορτηγά ψυγεία έξω από τα νοσοκομεία και θάβονται σε ομαδικούς τάφους στο Χαρτ Άιλαντ, έξω από το Μπρονξ. Καταπίνοντας κάθε ίχνος εθνικής περηφάνειας, ο εθνικιστής Τραμπ αναγκάζεται να δεχτεί βοήθεια από τη Ρωσία και την Κίνα.

Έχοντας ήδη υποστεί ρωγμές στην κρίση του 2010-15 και βαθύ ακρωτηριασμό με το Brexit, η Ε.Ε. όχι μόνο αδυνατεί να διεκδικήσει τον ηγεμονικό ρόλο που εγκαταλείπει η Αμερική, αλλά κινδυνεύει κυριολεκτικά να διαλυθεί από την παρούσα κρίση. Γενιές Ιταλών θα θυμούνται και θα μαθαίνουν ότι, την ώρα που η χώρα τους γινόταν Δαντικό Καθαρτήριο, η Γερμανία αρνούνταν κάθε ουσιώδες μέτρο κοινοτικής αλληλεγγύης, με εφημερίδες επιρροής, όπως η Die Welt, να γράφουν ότι δεν μπορούμε να τους δώσουμε τα λεφτά μας, γιατί θα τα πάρει η Μαφία.

Η Κίνα εμφανίζεται για την ώρα σε σχετικά καλύτερη θέση, αλλά ο τελικός απολογισμός δεν έχει ακόμη γραφτεί και δεν είναι βέβαιο ότι θα αποφύγει ένα δεύτερο, φονικό κύμα της πανδημίας με την εσπευσμένη επιστροφή στην εργασιακή κανονικότητα- κάτι που ήδη έπαθε η μικρή Σιγκαπούρη. Σε κάθε περίπτωση, η αρχική εξάπλωση της επιδημίας από του Γουχάν στην επαρχία Χουμπέι και από εκεί σε όλο τον κόσμο ανέδειξαν τις χρόνιες παθολογίες του κινεζικού κοινωνικού σχηματισμού, πράγματα που δεν θα ξεχαστούν από τη διπλωματία της μάσκας και των γαντιών. Οι επιπτώσεις της παγκόσμιας καταστολής της ζήτησης θα πλήξουν ισχυρά την κινεζική βιομηχανία, ενώ το κράτος δεν θα διαθέτει τη δυνατότητα αστρονομικών επενδύσεων για τόνωση της παραγωγής, όπως στην προηγούμενη κρίση.

Με τη συμπίεση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, σημαντικές χώρες- αντίπαλοι των ΗΠΑ, όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Βενεζουέλα, θα αντιμετωπίσουν μεγάλες δυσκολίες. Ήδη το Ιράν αναγκάστηκε να ζητήσει δάνειο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για πρώτη φορά ύστερα από την επανάσταση του 1979. Αποτελεί τεράστιο σκάνδαλο το γεγονός ότι οι ΗΠΑ συνεχίζουν την πολιτική των κυρώσεων εναντίον αυτών των χωρών σε συνθήκες πανδημίας, γεγονός που ισοδυναμεί με οικονομική γενοκτονία, στην προσπάθειά τους για αλλαγές καθεστώτων. Το αθροιστικό αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι ένας εκρηκτικά ασταθής κόσμος, αυξανόμενων ανταγωνισμών, χωρίς ηγεμονική δύναμη- ένας κόσμος που θα μοιάζει λιγότερο με το 1945 και περισσότερο με τον μεσοπόλεμο.

3. Επέλαση του ψηφιακού καπιταλισμού. Έχοντας ήδη αναδειχθεί στον πιο δυναμικό κινητήρα της οικονομικής ανάπτυξης, τα υπερμονοπώλια της ψηφιακής οικονομίας, οι διαβόητεςGAFA στην Αμερική (Google, Amazon, Facebook, Apple) και οι αντίστοιχες ΒΑΤΧ στην Κίνα (Baidu, Alibaba, Tencent, Xiaomi) θα είναι οι βασικοί κερδισμένοι αυτής της κρίσης. Η γενίκευση της τηλεργασίας, των αγορών μέσω Ίντερνετ, της τηλεϊατρικής, των αγορών μέσω Ίντερνετ, της καθολικής επιτήρησης μέσω εφαρμογών κινητής τηλεφωνίας και drones θα δώσει νέα ώθηση στο Στρατιωτικό- Ψηφιακό Σύμπλεγμα κράτους- ψηφιακών μονοπωλίων, επιταχύνοντας την ανάδυση ενός είδους “κατασκοπευτικού καπιταλισμού”[8].  Στα χέρια των κυρίαρχων τάξεων, οι τεράστιες απελευθερωτικές δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες απειλούν να μετατραπούν στο αντίθετό τους, σε νέα, ισχυρότατα εργαλεία εργασιακής απορρύθμισης και περιστολής των ελευθεριών στις μετα- δημοκρατίες της Δύσης.

Υπάρχει ελπίδα;

Προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε τις αλλαγές που εγκυμονεί αυτή η τρομερή κρίση, δεν ήταν στις προθέσεις μας να μαυρίσουμε κι άλλο την ψυχή των ανθρώπων που προσδοκούν ένα φως στην άκρη του τούνελ. Αλλά η αισιοδοξία δεν μπορεί να στηρίζεται πάνω σε εκτός τόπου και χρόνου αυταπάτες. Όπως έγραφε στα Τετράδια της Φυλακής ο Αντόνιο Γκράμσι…

«… πολύ συχνά η αισιοδοξία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας τρόπος να υπερασπίζεται κανείς την τεμπελιά του, την ανευθυνότητά του, τη θέλησή του να μην κάνει τίποτα. Είναι επίσης μια μορφή μοιρολατρείας και μηχανιστικής αντίληψης. Υπολογίζει κανείς πάνω σε παράγοντες έξω από τη θέλησή του και τη δραστηριότητά του, τους εξυψώνει, φαίνεται πως φλέγεται από ιερό ενθουσιασμό. Και ο ενθουσιασμός δεν είναι παρά η εξωτερική λατρεία των φετίχ. Απαραίτητη η αντίδραση που πρέπει να έχει σαν αφετηρία τη λογική. Ο μόνος δικαιολογημένος ενθουσιασμός είναι εκείνος που συνοδεύει την ικανή θέληση, την ικανή δράση, την πλούσια εφευρετικότητα σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που μεταβάλλουν την υπάρχουσα πραγματικότητα»[9].

Τι μορφή και τι κατεύθυνση θα πάρει ο μετα- κορωνοϊό κόσμος δεν είναι εκ των προτέρων δοσμένο, ούτε εξαρτάται μόνο από τη δύναμη και τη βούληση των κυρίαρχων. Θα κριθεί, τελικά, από τη βούληση και τη δύναμη των κυριαρχούμενων. Η αναμέτρηση έχει ήδη ξεκινήσει στις δύσκολες συνθήκες της καραντίνας. Οι ζωντανές δυνάμεις της Αριστεράς που συνδέονται ή θέλουν να συνδέονται με τον κόσμο της εργασίας, καλούνται να επενδύσουν όχι σε εγκεφαλικά στρατηγικά σχέδια παντός καιρού, αλλά στις πιο θετικές πλευρές της λαϊκής συνείδησης, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται στο σκληρό τοπίο της υγειονομικής κρίσης και της οικονομικής καταστροφής.

Αποφασιστική στήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας και των ανθρώπων του, με καθολική ασφάλεια υγείας. Εξασφάλιση στοιχειώδους εθνικής αυτάρκειας σε φάρμακα, υγειονομικό εξοπλισμό και τρόφιμα, με ικανά αποθέματα για καταστάσεις πανδημίας. Ανάταξη της αγροτικής οικονομίας και της βιομηχανίας με υιοθέτηση επιλεκτικού εμπορικού προστατευτισμού και ενίσχυση της τοπικής παραγωγής, υπερβαίνοντας την παρασιτική υπερδιόγκωση των υπηρεσιών, ιδιαίτερα των χρηματοπιστωτικών. Αντιμετώπιση της πανδημίας της ανεργίας με μεγάλες κρατικές επενδύσεις, κυρίως στις δημόσιες υποδομές. Αναδιανομή του πλούτου με δραστική φορολόγηση των ανώτερων εισοδημάτων και των μη επενδυόμενων κερδών. Δίωξη και παραδειγματική τιμωρία των σύγχρονων μαυραγοριτών, που θρέφονται από τη δυστυχία των πολλών. Αντιμετώπιση της οικολογικής καταστροφής και της κλιματικής αλλαγής, που ευνοούν και την εξάπλωση φονικών ιών. Υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων από τα προσωπικά μας δεδομένα μέχρι το χώρο εργασίας και τη δημόσια σφαίρα. Αλληλεγγύη με τους πιο ευάλωτους, τους ανθρώπους που χάνουν τις δουλειές τους, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, τα θύματα του ρατσισμού και της εθνικιστικής τύφλωσης. Αυτά είναι τα οδικά σήματα, που υψώνονται σε κοινή θέα και μπορούν να μας βγάλουν από τον σημερινό ζόφο σε ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον.

[1] Editorial Board, “Virus lays bare the fragility of the social contract”, Financial Times, 4 April 2020.

[2] Jean- Claude Monod, “Macron et le mirage de l’ Etat social”, Liberation, 25 mars 2020.

[3] Serge Halimi, “Dès maintenant!”, Le Monde Diplomatique, avril 2020.

[4] Antoine Guiral et Grégoire Biseau, «Le jour où… Sarkozy a voulu refonder le capitalism», Liberation, 17 septembre 2009.

[5] Richard Haas, “The pandemic will accelerate history rather than reshape it”, Foreign Affairs, April 7, 2020.

[6] «Israeli rabbi: Coronavirus outbreak is divine punishment for gay pride parades», Times of Israel, 8 March 2020.

[7] Srecko Horvat, “Why the coronavirus presents a global political danger”, New Statesman, 19 February 2020.

[8] Shoshana Zuboff, “The Age of Surveillance Capitalism: The Fight for a Human Future at the New Frontier of Power”, PublicAffairs, 2019.

[9] Αντόνιο Γκράμσι, «Παρελθόν και Παρόν», Στοχαστής, 1974.

Πηγή: ppapacon.blogspot.com

Η υγειονομική κρίση θα σημάνει το τέλος του νεοφιλελευθερισμού;

Ήδη στον Τύπο και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν δημοσιευτεί άρθρα που καταθέτουν τον προβληματισμό δημοσιολογούντων σχετικά με το αν η παρούσα κρίση σημάνει το τέλος του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό συμβαίνει γιατί η πανδημία σήμερα αναδεικνύει με πιο εμφατικό τρόπο α) τις ανεπάρκειες του συστήματος της δημόσιας υγείας, β) τα αδιέξοδα του Συμφώνου Σταθερότητας και γ) το ατελέσφορο εν γένει των ιδιωτικοποιήσεων.

Υπάρχουν σημάδια που θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα πως η εποχή αλλαγής του διαχειριστικού παραδείγματος είναι κοντά: κάποιες επιτάξεις κλινικών στην Ισπανία, η αναστολή της εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας, σχεδιασμός για την κρατικοποίηση κάποιων αεροπορικών εταιριών που βρίσκονταν στα πρόθυρα του φαλιμέντου, η ανακοίνωση της Ουάσιγκτον για ενίσχυση των αμερικανικών νοικοκυριών με δισεκατομμύρια δολάρια, οι αναφορές του Μακρόν ότι κάποιοι τομείς της οικονομίας πρέπει να εξαιρούνται από τα κριτήρια της αγοράς, ίσως ακόμη και η όξυνση των αντιθέσεων στους κόλπους της ΕΕ.

Λέμε εξαρχής πως η αλλαγή του διαχειριστικού παραδείγματος δεν είναι πιθανή. Για την ακρίβεια το αποκλείουμε και υπάρχουν πολλοί λόγοι. Πρώτα από όλα, όμως, έστω και επιγραμματικά πρέπει να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους το προπολεμικό μοντέλο του φιλελευθερισμού εγκαταλείφτηκε και τη θέση του πήρε ο κεϋνσιανισμός.

Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΚΕΫΝΣΙΑΝΙΣΜΟΥ

Πριν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο σημειώθηκαν κοσμογονικές αλλαγές: το πέρασμα στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, το μοίρασμα του κόσμου μετά το πέρας του Α΄ παγκόσμιου πολέμου, η ρωσική επανάσταση, η δημιουργία εργατικών συμβουλίων και η δημιουργία επαναστατικών καταστάσεων ή/και επαναστάσεων σε διάφορες χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Φινλανδία κ.λπ.), η κρίση του 1929, η γέννηση και αύξηση της επιρροής μίας σειράς κομμουνιστικών κομμάτων, η όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που εν τέλει οδήγησαν στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ο πόλεμος τελικά ήταν αυτός που «έσβησε» την κρίση του 1929 και σήμανε μία επανεκκίνηση του συστήματος. Μία επανεκκίνηση που βασίστηκε στην καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων: κτιριακών εγκαταστάσεων, κεφαλαίου αλλά και της κύριας παραγωγικής δύναμης, του ανθρώπου δηλαδή (55.000.000 ήταν οι νεκροί). Μετά τον Β’ παγκόσμιο πολέμου είχαμε επιπλέον την εδραίωση ενός ρωμαλέου εργατικού κινήματος στη Δύση, αλλά και τη Σοβιετική Ένωση που βγήκε νικήτρια πολεμικά και ηθικά από τη συντριβή του ναζισμού, αλλά και με μία οικονομία που βρέθηκε σε ανοδική πορεία: με τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού της, με δωρεάν υγεία και παιδεία για όλους, με εξασφαλισμένη εργασία για τον κάθε πολίτη.

Μιλάμε, λοιπόν, για μία τρομακτική πύκνωση του ιστορικού χρόνου. Ο καπιταλισμός μέσα από όλους αυτούς τους ιστορικούς σταθμούς κλονίστηκε σοβαρά. Ο κλονισμός αυτός τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο προβλημάτισε το παγκόσμιο κεφάλαιο. Έπρεπε να εξευρεθούν απαντήσεις και στα δυο προαναφερόμενα επίπεδα (οικονομικό και πολιτικό). Οι απαντήσεις αυτές επιδίωκαν τη μη επανάληψη των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων. Και τη λύση την έδωσε ένας σημαντικότατος εκπρόσωπος του κεφαλαίου εκείνης της εποχής, ο Μέυναρτ Κέυνς. Το δόγμα του Ζαν Μπατίστ Σέι με βάση το οποίο «η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση», αντιστρέφεται από τον Κέυνς. Η αγορά θα έπρεπε εφεξής να ρυθμίζεται μέσω κρατικής παρέμβασης, τα εισοδήματα των εργαζομένων έπρεπε να αυξηθούν προκειμένου η κατανάλωση να αυξηθεί, θα υπήρχε κρατικός σχεδιασμός γενικότερα για τη λειτουργία της οικονομίας, απαιτείτο η διευρυμένη κοινωνική ασφάλιση, δημόσιο σύστημα υγείας και παιδείας. Επρόκειτο για μία πολιτική που εφαρμόστηκε όχι μόνο από τη σοσιαλδημοκρατία αλλά και από τα παραδοσιακά κόμματα της δεξιάς. Με λίγα λόγια το νέο μοντέλο διαχείρισης αποτέλεσε όχι στενά οικονομικό σχέδιο αλλά και μία πολιτική κοινωνικής συναίνεσης.

Πότε εγκαταλείφτηκε το μοντέλο του Κέυνς; Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970 έλαβαν χώρα βαθιές αλλαγές στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες του καπιταλισμού. Σημειώθηκαν κρίσεις που αφορούσαν τις πρώτες ύλες, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τον πληθωρισμού. Αυτό που κατά τη μαρξιστική οπτική είναι ο κινητήριος μοχλός των κρίσεων, το ποσοστό κέρδους παρουσίασε κάμψη. Έτσι, το 1973 τα φαινόμενα αυτά συμπυκνώθηκαν σε μία νέα μεγάλη κρίση, αυτή που ονομάστηκε πετρελαϊκή. Ο κεϋνσιανισμός μετά από περίπου τριάντα χρόνια εφαρμογής ανέδειξε τα όρια και τα αδιέξοδά του. Ήταν η στιγμή που η σχολή του Σικάγου πήρε την εκδίκησή της. Όλα τα προηγούμενα χρόνια περίμενε στη γωνία προκειμένου να κάνει την αντεπίθεσή της, όχι επειδή έδινε γενικά και αόριστα μία μάχη ιδεών με το στρατόπεδο του κεϋνσιανισμού, αλλά γιατί εξέφραζε την πιο επιθετική πολιτική των μονοπωλίων που αργότερα έγινε πολιτική του συνόλου του κεφαλαίου.

ΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Επομένως, οι δυο αλλαγές, το πέρασμα από τον φιλελευθερισμό στον κεϋνσιανισμό και από τον κεϋνσιανισμό στον νεοφιλελευθερισμό, έγινε γιατί συνέτρεχαν σοβαρότατοι παράγοντες.
Σήμερα, μπορούμε να ισχυριστούμε πως τα δεδομένα είναι τέτοια ώστε να αφήσει πίσω του ο καπιταλισμός το υπάρχον μοντέλο διαχείρισης και να επιστρέψει σε μία μορφή κεϋνσιανισμού; Δεν είναι σοβαρός ο παράγοντας «πανδημία»;

Κατ΄ αρχάς ο προβληματισμός αυτός (περί αλλαγής του διαχειριστικού παραδείγματος) δεν είναι τωρινός. Κατόπιν της κρίσης του 2008 κυριάρχησε η ιδέα της δημοσιονομικής επέκτασης, προκειμένου να μην υπάρξει μία βαθύτερη κρίση. Τότε υπήρξαν αναλυτές που χαρακτήρισαν την επιλογή αυτή ως επιστροφή στον κεϋνσιανισμό. Η αλήθεια είναι πως μεσούσης της κρίσης υπήρξαν κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία που παραβίαζαν το δόγμα του «αόρατου χεριού της αγοράς», ωστόσο δεν πρόκειται για μία κεϋνσιανή πολιτική όπως αυτή εφαρμόστηκε μεταπολεμικά, τουλάχιστον με την έννοια του «κράτους πρόνοιας» (δεν αποδεχόμαστε τον εν λόγω όρο και ως εκ τούτου τον χρησιμοποιούμε συμβατικά).

Σύμφωνα με το ΔΝΤ με τίτλο «Η δημοσιονομική προσαρμογή είναι δυνατόν να περιλαμβάνει είτε περιορισμό είτε χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, ανάλογα με τις περιστάσεις που αφορούν την κάθε χώρα [….]». Η άποψη αυτή του ΔΝΤ και συνακόλουθα η αντίθεση του με τη μονεταριστική εμμονή της δημοσιονομικής λιτότητας, εκπορευόμενης κυρίως από το Βερολίνο, δεν συνεπάγεται τη διαμάχη ανάμεσα σε δυο στρατόπεδα που εκπροσωπούν δύο διαφορετικά μοντέλα διαχείρισης. Πρόκειται για παραλλαγές του ίδιου μοντέλου που έχουν δευτερεύουσες διαφορές στο ζήτημα της έκτασης και έντασης της εφαρμογής των αστικών μεταρρυθμίσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι αντιθέσεις μας είναι αδιάφορες. Οι παραδοχές του ΔΝΤ απέχουν παρασάγγας από το μεταπολεμικό μοντέλο που κυριάρχησε μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970, χωρίς αυτό να σημαίνει υπεράσπιση αυτού του μοντέλου, (αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης). Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το ΔΝΤ ήταν (και είναι) ένας οδοστρωτήρας που κονιορτοποίησε (και κονιορτοποιεί) δικαιώματα και εισοδήματα λαών. Όσον αφορά την Ελλάδα το ΔΝΤ υποστηρίζει πως το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο σε αντίθεση με την ΕΕ, αλλά αυτό το γεγονός δεν καθιστά το ΔΝΤ ως ένα ευαγές, φιλάνθρωπο ή κεϋνσιανό ίδρυμα.

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ (ΩΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΜΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΣΤΟΝ ΚΕΫΝΣ)

Πέρα από θεωρητικά σχήματα που μπορεί κάποιος να ανατρέχει και να επικαλείται για την απόδειξη αυτού ή εκείνου του ισχυρισμού, υπάρχει και ένας παράγοντας αδιαμφισβήτητος: η πραγματικότητα. Τα γεγονότα είναι γεγονότα και ως γνωστό είναι πεισματάρικα. Ας δούμε μερικά από αυτά.
Όταν το πρόβλημα με τον Covid-19 άρχισε να γνωστοποιείται υπήρξαν κυβερνήσεις που ολιγώρησαν και άλλες που υιοθέτησαν τη λογική της ανοσίας αγέλης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Αγγλίας, της Ιταλίας, της Σουηδίας και άλλων κρατών. Στη συνέχεια όταν είδαν πως η απουσία μέτρων θα οδηγούσε σε ανυπολόγιστα αποτελέσματα, αναγκάστηκαν να λάβουν τα σχετικά μέτρα. Η καθυστέρηση ή η υιοθέτηση των λογικών της αγέλης, μόνο επιστροφή στο κεϋνσιανό μοντέλο δεν δείχνει. Η θέσπιση στη συνέχεια των όποιων μέτρων δεν συνιστά εγκατάλειψη του νεοφιλελευθερισμού αλλά αναγκαστική και πρόσκαιρη επιλογή και αποτελεί τέτοια για δυο λόγους: ο πρώτος είναι η εκτίμηση πως αν δεν ληφθούν μέτρα αυτό θα στοιχίσει πολύ ακριβά στην οικονομία και ο δεύτερος σχετίζεται με τον κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης λόγω έντασης της φτώχειας και έκρηξης των θανάτων.

Όσον αφορά την Ελλάδα σήμερα, ποιος στα αλήθεια μπορεί να ισχυριστεί πως αποτελεί στροφή στον κεϋνσιανισμό η μείωση του μισθού των εργαζομένων κατά 50%; Οι 40.000 απολύσεις εργαζομένων με το κράτος να κοιτάει απαθές; Η απόλυση εργαζομένων στο Ελ. Βενιζέλος μέσω τηλεφωνικών μηνυμάτων; Το δώρο στους κλινικάρχες με απόδοση από το κράτος 1600 ευρώ ανά ΜΕΘ και τα 30 εκατομμύρια ενίσχυσής τους; Τα 11 εκατομμύρια στους καναλάρχες για την προώθηση διαφημιστικών σποτ σχετικά με τον ιό (κάτι που θα έπρεπε να γίνεται δωρεάν); Η απουσία των τεστ για την εξακρίβωση ύπαρξης της νόσου, η μη μαζική πρόσληψη γιατρών σε αυτή τη φάση, η μη επίταξη των ιδιωτικών κλινικών και τόσα άλλα; Η αισχροκέρδεια για διάφορα προϊόντα και η ανυπαρξία βούλησης προκειμένου να υπάρχει διατίμηση; Προφανώς όλα αυτά αποτελούν πλευρές μίας σκληρότατης νεοφιλελεύθερης πολιτικής.

Ας μην ξεγελιόμαστε από τον Νικήτα Κακλαμάνη που τα έβαλε δήθεν με τα παπαγαλάκια του νεοφιλελευθερισμού, ούτε από τον Πάνο Παναγιωτόπουλο που έβγαλε διαπρύσιο λόγο στην εκπομπή του για την «ανάγκη να ξαναδούμε τον Κέυνς», ούτε από την Όλγα Τρέμη που στρίμωξε τον Χατζηδάκη για το δώρο στους κλινικάρχες. Αυταπάτες σπέρνουν και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (Παπαδημούλης) που μιλάνε για την ανάγκη ενός νέου σχεδίου Μάρσαλ. Εκτός των άλλων ο Παπαδημούλης με τέτοιες δηλώσεις διαστρεβλώνει τα ιστορικά γεγονότα. Το σχέδιο Μάρσαλ αποτέλεσε το δίδυμο αδελφάκι του σχεδίου Τρούμαν. Ήταν το συγκροτημένο σχέδιο των ΗΠΑ ώστε να αποκτήσουν διευρυμένη οικονομική και πολιτική επιρροή στην Ευρώπη. Εφαρμόστηκε μεταπολεμικά και ήταν ένα πακέτο οικονομικής βοήθειας ώστε να μειωθεί η σοβιετική επιρροή στην ευρωπαϊκή επικράτεια, να εξασφαλιστεί μία μεγάλη αγορά για τα αμερικανικά προϊόντα, να «δεθούν» οι δορυφόροι των ΗΠΑ, να μπει σε λειτουργία η ευρωπαϊκή οικονομία προς όφελος της αμερικανικής. Ειδικά για την Ελλάδα το σχέδιο Μάρσαλ ήταν ο καθοριστικός παράγοντας μετατροπής της Ελλάδας σε εξαρτημένη χώρα Αυτή τη φορά το αφεντικό άλλαξε: η Αγγλία έπαψε πλέον να είναι ο πάτρωνας της Ελλάδας και τη θέση της πήραν οι ΗΠΑ.

Σε κάθε περίπτωση, η πύκνωση του ιστορικού χρόνου που σημειώθηκε πριν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο δεν υπάρχει σήμερα παρόλο που έχουμε εντός του 21ου αιώνα δυο γεγονότα σταθμούς: τη σημερινή υγειονομική κρίση και την κρίση του 2008. Επιπλέον, απουσιάζει η δράση του υποκειμενικού παράγοντα και αυτό δεν πρέπει να επ’ ουδενί να το ξεχνάμε: τα λαϊκά κινήματα ή είναι πολύ αδύναμα ή στερούνται ενός σαφούς προσανατολισμού, ενώ το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε παρατεταμένη φάση κρίσης εδώ και τριάντα χρόνια.

Η απαίτηση του ευρωπαϊκού νότου για την έκδοση ευρωομολόγου προς ενίσχυση της οικονομίας του, επίσης, δεν αποτελεί κεϋνσιανισμό. Είναι η προσπάθεια των αστικών τάξεων του Νότου να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μερίδιο για τον εαυτό τους. Η πάγια πολιτική του γερμανικού κεφαλαίου που χρησιμοποιεί το ιδεολόγημα «εμείς δεν θα πληρώσουμε τα λάθη των άλλων», δεν αφήνει περιθώρια για την έκδοση ενός ευρωομολόγου που έτσι κι αλλιώς δεν θα ήταν ένα στοιχείο ενίσχυσης του λαϊκού παράγοντα ή αν ήταν τέτοιο θα φορούσε ψίχουλα.

Η επιστροφή στον Κέυνς, όμως, είναι αδύνατη και για έναν ακόμη λόγο, ίσως τον σοβαρότερο όλων. Τα τελευταία χρόνια πολλοί οικονομολόγοι προειδοποιούσαν πως επίκειται μία νέα κρίση που αυτή τη φορά θα ήταν πιο βαθιά συγκρινόμενη με αυτή του 2008. Υπήρχε μία αναιμική ανάπτυξη, ωστόσο, υπήρχαν πολλά ανησυχητικά σημάδια: α) νέες χρηματιστηριακές φούσκες που πάντα προηγούνται του ξεσπάσματος της κρίσης, β) κι άλλη συγκέντρωση πλούτου σε όλο και λιγότερα χέρια, γ) υπερδιόγκωση του παγκόσμιου χρέους που έχει φτάσει τα 250 τρισεκατομμύρια δολάρια (330% του παγκόσμιου ΑΕΠ). Σήμερα, μαζί με όλα αυτά έχουμε την πτώση των χρηματιστηρίων κατά 30%, την εντυπωσιακή πτώση της τιμής του πετρελαίου, την παύση λειτουργίας ορισμένων μονάδων της οικονομίας λόγω κορονοϊού. Πρόκειται για γεγονότα που θα κάνουν ακόμη πιο επιθετικό το κεφάλαιο.

Οι εκτιμήσεις για την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας είναι δυσοίωνες. Στις ΗΠΑ εκτιμάται ότι το επόμενο τρίμηνο θα υπάρξει ύφεση της τάξης του 25%, ενώ την τελευταία εβδομάδα σημειώθηκε ρεκόρ ανεργίας: Περισσότερα από 6,6 εκατομμύρια Αμερικανών κατέθεσαν αιτήσεις ανεργίας την εβδομάδα που τελείωσε στις 28 Μαρτίου, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ. Παράλληλα, ο Τζέιμς Μπούλαρντ της Fed δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να δούμε 46 εκατομμύρια νέους ανέργους μόνο στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Morgan Stanley η αμερικανική οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 5,5% το 2020, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη πτώση από το 1946! Η ανεργία αναμένεται να εκτοξευθεί στο 15,7% στο β΄ τρίμηνο με τους οικονομολόγους να κάνουν λόγο για 21 εκατομμύρια ανέργους. Η Goldman Sachs θεωρεί ότι η πτώση του ΑΕΠ για τις ΗΠΑ θα είναι της τάξεως του 34%..

Συρρίκνωση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά 9% για το 2020 προβλέπουν οι αναλυτές της Capital Economics. Εάν τα νούμερα επαληθευτούν, θα σημειωθεί η μεγαλύτερη πτώση του ΑΕΠ από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο!
Σε παγκόσμιο επίπεδο εκτιμάται πως θα υπάρξει έκρηξη της ανεργίας με τους ανέργους να φτάνουν τα 212 εκατομμύρια, νούμερο που θα αποτελέσει ιστορικό υψηλό από το 2010 κι εντεύθεν.

Όσον αφορά την Ελλάδα τα πράγματα είναι εξόχως ανησυχητικά (όχι βέβαια για όλους). Διάφοροι οίκοι αξιολόγησης εκτιμούν πως η Ελλάδα θα παρουσιάσει μία πτώση του ΑΕΠ κατά 8%, περίπου, ενώ στη λίστα των ανέργων θα προστεθούν 150.000 εργαζόμενοι. Οι επιπτώσεις θα είναι ανυπολόγιστες αφού μεγάλο μέρος του ελληνικού ΑΕΠ στηρίζεται στον τουρισμό για τον οποίο αναμένεται κατάρρευση. Αν λάβουμε υπόψη μας ακόμη την ισχνή βιομηχανική βάση και το υπέρογκο ελληνικό χρέος, καταλαβαίνουμε πως η πραγματικότητα θα είναι ζοφερή.

Ποιος στα αλήθεια πιστεύει πως τα απόνερα του νέου κρισιακού κύματος θα τα απορροφήσει το ευρωπαϊκό και ελληνικό κεφάλαιο; Για άλλη μία φορά ο πέλεκυς θα πέσει βαρύς στα κεφάλια των εργαζομένων. Το έργο το έχουμε δει αρκετές φορές για να τρέφουμε αυταπάτες για κάποιο εναλλακτικό σενάριο.

* * * *
Το πραγματικό δίλημμα σήμερα δεν είναι αν θα επιστρέψουμε στον κεϋνσιανισμό (που έτσι κι αλλιώς δεν θα μας έβγαζε εκτός καπιταλιστικού πλαισίου), αλλά αν θα πάμε σε ακόμη πιο σκληρό νεοφιλελεύθερο μοντέλο και τα σημάδια για κάτι τέτοιο βοούν. Μάλιστα, η μάχη μετά τη λήξη του συναγερμού θα πρέπει να δοθεί σε δύο επίπεδα: τόσο στο οικονομικό, όσο και στο επίπεδο των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Είναι σίγουρο πως η θνήσκουσα σοσιαλδημοκρατία θα κάνει μία πολιτική αντεπίθεση παρουσιάζοντας κάποια νέα μίγματα πολιτικής με ενισχυμένη μία κάποια νεοκεϋνσιανή δόση, το ίδιο όμως θα κάνουν και οι κλασικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου. Οι όποιες όμως διακηρύξεις ή ακόμη και οι όποιες πινελιές κρατικών παρεμβάσεων θα είναι στάχτη στα μάτια του λαού. Οι μάχες είναι μπροστά μας και θα είναι σκληρές. Και μάχες δεν δίνονται με αυταπάτες γιατί αν υπάρχουν τέτοιες, τότε οι μάχες είναι χαμένες εξ’ ορισμού.

Μια ιδέα που μπορεί να μολύνει

Η πανδημία COVID-19 έχει κατεδαφίσει την αντίληψη περί της αμερικάνικης εξαιρετικότητας (εκτός ίσως από ένα… εξαιρετικό επίπεδο της ίδιας της νόσου στις ΗΠΑ). Έχει κατεδαφίσει επίσης και την έξω από την λογική που κυριαρχεί τις τελευταίες δεκαετίες, ότι δηλαδή η πραγματικότητα είναι ουσιαστικά αυτό που θέλουμε εμείς να είναι. Είναι η μαγική σκέψη ότι εάν πετύχουμε ένα ελάχιστο επίπεδο συναίνεσης, θα μπορέσει να χωρέσει η κάμηλος από την βελόνα.

Το πρόβλημα είναι ότι ο κορωνοϊός δεν ενδιαφέρεται να υπακούει σε τίποτα τέτοιο, παρά μονάχα στη λογική του αίτιου και του αιτιατού.

Ο Ron Suskind ανέφερε, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Τζ. Μπους, ότι ένας από τους αξιωματούχους του προσωπικού του προέδρου, του είπε ότι «τύποι σαν κι αυτόν, ανήκουν σε αυτό που ονομάζουμε άνθρωποι που βασίζονται στην κοινή λογική», δηλαδή άνθρωποι που «πιστεύουν ότι οι λύσεις προκύπτουν από συνετή μελέτη και ορθή διάγνωση της πραγματικότητας». «Αυτός δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο ο κόσμος λειτουργεί πια», συνέχισε ο αξιωματούχος. «Είμαστε μια αυτοκρατορία τώρα, και όταν ενεργούμε, δημιουργούμε τη δική μας πραγματικότητα. Και ενώ εσείς μελετάτε αυτή την πραγματικότητα – με σύνεση, όπως κάνετε πάντα- θα δράσουμε και πάλι, δημιουργώντας και άλλες νέες πραγματικότητες, τις οποίες θα πρέπει και πάλι να μελετήσετε και έτσι θα εξελίσσονται τα πράγματα. Εμείς είμαστε τα υποκείμενα της ιστορίας και εσείς, όλοι εσείς, απλώς θα μείνετε για να μελετήσετε τι κάνουμε».

Όλα αυτά είναι αληθινά. Είναι όντως τα υποκείμενα της ιστορίας, αλλά όχι με τον τρόπο που περιγράφει ο αλαζόνας κόπανος του επιτελείου του Μπους. Θα είναι μια ιστορία που θα προειδοποιεί ανά τους αιώνες ότι εδώ υπήρξε απεριόριστη ύβρις και κατάρρευση μιας ακόμη αυτοκρατορίας.

“Οι ιδέες είναι σαν ένας ιός, ανθεκτικές, εξαιρετικά μεταδοτικές… Μόλις μια ιδέα μπει στο μυαλό σου είναι σχεδόν αδύνατο να εξαλειφθεί. Μια ιδέα που είναι πλήρως διαμορφωμένη – πλήρως κατανοητή – θα κολλήσει για πάντα: ακριβώς κάπου εκεί μέσα στο κεφάλι σου”.

Αυτό ήταν ένα απόσπασμα από την ταινία “Inception”, αλλά μερικές φορές ακόμα και οι ταινίες πετυχαίνουν να παρουσιάσουν κάτι ακριβώς όπως είναι. Αυτή η ιδέα, αυτή η αντίληψη, ότι με κάποιο τρόπο η Αμερική δεν περιορίζεται, δεν παίζει με τους κλασικούς κανόνες, ότι αυτή η αχαλίνωτη αλαζονεία μπορεί να μείνει ανεξέλεγκτη: αυτή ήταν η ιδέα – ιός που επέτρεψε μια προεδρία όπως του Ομπάμα -σε μεγάλο βαθμό συμβολική και ανεπιτυχής για τον μέσο Αμερικανό- να ακολουθηθεί από την παρωδία της κυβέρνησης του Τραμπ. Ότι δεν χρειάζεται να ασχοληθείς με τα γεγονότα και να βρεις λύσεις. Προσπαθείς να δημιουργήσεις ενα αφήγημα που να ταιριάζει στα βολικά σχήματα στα οποία πιστεύεις. Προετοιμάζεις το έδαφος για αυτό που ήδη έχεις δρομολογήσει να συμβεί. Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της ιδέας που συνόψισε ο κολαούζος του προέδρου τότε, αυτός ο συγκεκριμένος ιός – ιδέα δεν άφησε τίποτα στην πραγματικότητα πέρα ​​από μια επιδημία.

Αυτή η νόσος του Covid-19 δεν πιστεύει στον αμερικανικό εξαιρετισμό, ούτε στο ότι η πραγματικότητα μπορεί να υποκατασταθεί κατά βούληση. Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο ναρκισσιστικός ψυχισμός του αποτελούν ένα εντελώς χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του μοντέλου. Πρόκειται για την ιδέα ότι η πραγματικότητα δεν είναι κάτι το στέρεο και ότι τα προβλήματα δεν υπάρχουν για να λύνονται, αλλά μπορούν να ρευστοποιούνται και να μετατραπούν σε αυτό που θέλει ο καθένας να παρουσιάζει. Δυστυχώς όμως ο θανατηφόρος ιός πραγματικά εξαπλώθηκε και κυριαρχεί.

Μόλις τον Οκτώβριο, μια έκθεση για την Παγκόσμια Υγεία σχετικά με την ανταπόκριση σε πανδημίες παρουσιάστηκε από το Κέντρο Υγειονομικής Ασφαλείας του Πανεπιστημίου Johns Hopkins. Κατέταξε τις Ηνωμένες Πολιτείες στην πρώτη θέση μεταξύ 195 κρατών σε θέματα πρόληψης, έγκαιρης ανίχνευσης και αναφοράς, ταχείας αντίδρασης και μετριασμού τυχόν πανδημίας. Επίσης, η ΗΠΑ καταλαμβάνουν την πρώτη θέση στην διατήρηση ενός επαρκούς και εύρωστου συστήματος υγείας, αλλά και στο επίπεδο συμμόρφωσης της χώρας με τους διεθνείς κανόνες.

Εν ολίγοις, η έρευνα είπε ότι είμαστε όσα δεν ήμασταν.

Θεώρησε ότι ολόκληρος ο υπόλοιπος κόσμος βρίσκεται σε υψηλό κίνδυνο σε περίπτωση πανδημίας, αλλά οι ΗΠΑ έλαβαν λαμπρές κριτικές αναφορικά με τις δυνατότητες τους να ανταπεξέλθουν σε ένα τέτοιο γεγονός.

Αυτό προβλήθηκε αναφανδόν από τον Τραμπ τον Φεβρουάριο ως απόδειξη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι έτοιμες για τα ζητήματα που σχετίζονται με την πανδημία. Όποιος έχει ένα ελάχιστο ψήγμα συνείδησης στις ΗΠΑ, θα γνωρίζει ότι το σύστημα υγείας μας είναι κατάφωρα άδικο, απίστευτα τιμωρητικό και σκληρό πέρα ​​κάθε φαντασία. Δεν χρειάζονται μελέτες επ’αυτού. Δεν υπάρχει τρόπος ένα τέτοιο σύστημα να μπορεί να χειριστεί μια συλλογική απειλή, όπως μια πανδημία με στοιχειώδη αποτελεσματικότητα. Είναι ηλίου φαεινότερον σε όσους έχουν μάτια και καρδιά.

Τέτοιες μελέτες συνήθως εγκλωβίζονται στις συνθήκες της κανονικότητας και, διάολε, είναι φυσιολογικό να θεωρείς ότι οι ΗΠΑ είναι φανταστικές σε όλα, μόνον όταν είσαι μέρος της ελίτ ή ένας από τους πιστούς επιστάτες αυτής της ολιγαρχίας. Ίσως το απίστευτο επίπεδο εμπιστοσύνης στις υγειονομικές δυνατότητες των ΗΠΑ που πρόβαλε η μελέτη αυτή, να αφορούσε αποκλειστικά την υποκατηγορία των παικτών του NBA και την ανταπόκριση αυτών στο ενδεχόμενο πανδημίας. Για τον υπόλοιπο λαό, στις υπόλοιπες ΗΠΑ, οι ισχυρισμοί μοιάζουν, εκ των υστέρων πλέον, περίπου ξεκαρδιστικοί (εαν είστε από αυτούς που γελάνε σε κηδείες). Δεν μας παίρνει όμως να έχουμε κηδείες αυτή τη στιγμή.

Πρόκειται για ένα σύστημα χωρίς εγγύηση υγειονομικής περίθαλψης, χωρίς εγγύηση ξεκούρασης, χωρίς εγγύηση στέγης… Αυτά θα έβαζα εγώ σε μια λίστα συνταγών για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η πανδημία.

Αλλά το ίδρυμα Johns Hopkins δεν σταμάτησε εκεί. Έγιναν εντελώς περίεργοι και ανατριχιαστικοί με την Ταϊβάν, την οποία κάποια στιγμή ονόμασαν με την προτιμώμενη από τους Κινέζους ονομασία: “Ταϊπέι και περίχωρα”. Προέβλεψαν επίσης ότι η Ταϊβάν θα υποφέρει, με μονάχα την Κίνα να είναι σε χειρότερη θέση από αυτήν, κατά την πανδημία του Covid-19. Πώς να πιστέψει κανείς κάτι τέτοιο αν μελετήσει την περίπου μανιώδη αντίδρασή τους στην απειλή της πανδημίας; Ο τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης από την Ταϊβάν, ξεπερνάει κάθε προσδοκία και χρήζει θαυμασμού. Παρακολουθήστε αυτόν τον σύνδεσμο εάν θέλετε να δείτε πώς μια λειτουργική, «βασισμένη-στην-πραγματικότητα» κυβέρνηση, ανταποκρίνεται σε μια πανδημία.  Ήμουν συγκινημένος από την πίστη στα μέτρα που είχε το κορίτσι που θα δείτε, την πίστη ότι η κυβέρνησή της νοιάζεται για αυτήν, έστω κι αν το σώμα της νοσεί. Μιλώ μόνο για την απάντηση της χώρας στο COVID-19 και για τίποτα παραπάνω, αλλά αυτή η απάντηση, που βασίζεται σε πραγματικά στοιχεία, φαίνεται να είναι αδιαμφισβήτητη.

Οι Αμερικανοί εμπειρογνώμονες, που φαίνεται να πιστεύουν ότι εξακολουθούν να έχουν κάποιο δικαίωμα να μας υποδεικνύουν τον σωστό δρόμο, συνεχίζουν να μας παραπλανούν, είτε εσκεμμένα είτε όχι. Γίνεται συζήτηση για παράδειγμα για το αν το βασικό είναι να προφυλαχθείς από τα σταγονίδια που επικάθονται στις επιφάνειες, ή από τα σταγονίδια που μεταφέρονται στον αέρα. δείτε τώρα τι συμβαίνει: η έλλειψη εξοπλισμού ατομικής προστασίας (πχ μάσκες) φαίνεται να έχει ωθήσει και πάλι “τους εμπειρογνώμονες” προς την κατεύθυνση των προληπτικών μέτρων για τα σταγονίδια στις επιφάνειες. Τα σταγονίδια που μεταφέρονται με βήχα ή φτέρνισμα, απαιτούν βλέπετε περισσότερη και πιο ενισχυμένη προστασία. Η ανάγκη να τονίζεται η μετάδοση από μολυσμένες επιφάνειες προκύπτει αποκλειστικά από την έλλειψη εξοπλισμού για να αντιμετωπιστεί η μετάδοση των μεταφερόμενων στον αέρα σταγονιδίων.

Αυτή είναι άλλη μία απόπειρα να χωρέσουμε την πραγματικότητα σε καλούπια που να ταιριάζουν στα αποτελέσματα που από πριν έχουμε αποφασίσει ότι θέλουμε. Και όπως συνεχίζω να λέω, ο ιός αδιαφορεί παντελώς για το τι μορφή εμείς θέλουμε να δίνουμε στην αλήθεια. Ακόμα και οι …χάρτινες μάσκες συμβάλλουν στη μείωση της μετάδοσης του ιού στην κοινότητα, αλλά όταν έχουμε έλλειψη σε τέτοιες μάσκες… «Ε εντάξει, δεν βοηθούν και πολύ», λένε στο κοινό. Ο Άντονι Φάουτσι λέει τώρα ότι μπορεί να αλλάξουν τις συμβουλές τους σχετικά με τις μάσκες επειδή «δεν θέλουν το τέλειο να είναι ο εχθρός του καλού», εννοώντας ότι ας έχουμε μια έστω χειρότερη προστασία από το να μην έχουμε καθόλου. Αλλά αυτό ακριβώς υποστηρίζαν με θέρμη μέχρι πριν από μερικές εβδομάδες. Αν δεν είχαν αρκετές μάσκες για την υγειονομική κάλυψη του πληθυσμού, αυτό, έπρεπε να το πουν. Αν το έλεγαν, θα μπορούσαν άνθρωποι που έχουν στο σπίτι μάσκες εργασίας για σκόνη, να φορούν έστω αυτές όταν έβγαιναν έξω. Αλλά επιμένουν να αντιμετωπίζουν τους πολίτες με παιδαριώδη τρόπο, ως αναλώσιμους. Στην τελική, όλη αυτή η συμπεριφορά, αυτό το προπέτασμα καπνού, υποσκάπτει την αξιοπιστία τους. Είναι το με τον γονέα που λέει στο παιδί να μην καπνίζει χόρτο, αλλά μετά από λίγο το παιδί του τον πιάνει να το καπνίζει στο μπάνιο…

Τα διδάγματα από αυτή την πανδημία θα γεμίσουν τόμους ολόκληρους. Εκείνοι που με αυστηρό ύφος έλεγαν ότι δεν υπάρχουν επαρκή κεφάλαια για την καθολική υγειονομική περίθαλψη, ότι οι ΗΠΑ για κάποιο μυστηριώδη λόγο εξαιρούνται από τις πραγματικότητες που αντιμετωπίζει ο υπόλοιπος κόσμος – αναπόφευκτα θα αποκαλυφθούν ως ψεύτες και παραμυθάδες. Όλοι αυτοί οι περιορισμοί στην υγειονομική περίθαλψη επιβλήθηκαν από μια ολιγαρχική ελίτ για να κρατήσουν το σύστημα όρθιο, καθ’εικόνα και ομοίωση με την αρρωστημένη τους οπτική για τον κόσμο.

Και η ιδέα αυτή, μπορεί να αποκαλύψει σε όλους ότι αυτό το σύστημα δεν ήταν παρά μια απάτη. Μπορούμε λοιπόν να έχουμε και εμείς την ελπίδα ότι οι ιδέες είναι “σαν ιός, ανθεκτικές, εξαιρετικά μεταδοτικές… Μόλις μια ιδέα μπει στο μυαλό σου είναι σχεδόν αδύνατο να εξαλειφθεί. Μια ιδέα που είναι πλήρως διαμορφωμένη – πλήρως κατανοητή – θα κολλήσει για πάντα: ακριβώς κάπου εκεί μέσα στο κεφάλι σου”.

Τότε όλα τα πράγματα θα γίνουν δυνατά.

Πηγή: Counterpunch

Μετάφραση: antapocrisis

Ο κορωνοϊός και ο καπιταλισμός της Άγριας Δύσης

Τα θλιβερά νέα από την άλλη μεριά του Ατλαντικού είναι αναμενόμενα για όποιον δεν μπερδεύει τις δυνατότητες της κοινωνικής ελίτ με την αληθινή πραγματικότητα. Το «ισχυρότερο κράτος» του πλανήτη είναι στην πραγματικότητα ανοχύρωτο κοινωνικά και υγειονομικά. Ο λόγος δεν είναι ούτε η οικονομική αδυναμία, ούτε η τεχνολογική υστέρηση. Κάθε άλλο.

Ο Τραμπ ανακοίνωσε πακέτο μαμούθ ύψους 2,2 τρισεκατοκκυρίων δολαρίων για την αμερικανική οικονομία. Ξεπερνά κατά πολύ κάθε άλλο πρόγραμμα στήριξης. Οι δε εταιρείες τεχνολογικές αιχμής, ακόμα και αν έχουν στείλει σημαντικά τμήματα της παραγωγής τους στην Άπω Ανατολή, διατηρούν ισχυρές δυνατότητες στο εσωτερικό των ΗΠΑ.

Τι φταίει λοιπόν;

Ο Άντι Σλάβιτ, πρώην επικεφαλής σύμβουλος Υγείας του Ομπάμα, έγραψε χθες για έναν σκληρό εμφύλιο πόλεμο εξασφάλισης αναπνευστήρων ανάμεσα στις Πολιτείες των ΗΠΑ. Κάθε κυβερνήτης ψάχνει απεγνωσμένα μέσα αναπνευστικής υποστήριξης των βαρέως πασχόντων, ξέροντας ότι ο αριθμός τους θα κρίνει τις ανθρώπινες απώλειες. Πληρώνουν όσο όσο. Η τιμή τους εκτοξεύτηκε από 15.000 δολάρια στα 45.000 δολάρια, ωστόσο το πρόβλημα δεν είναι οικονομικό.

Ο Άντριου Κουόμο, κυβερνήτης της Νέας Υόρκης δήλωσε ότι στην πολιτεία οι αναπνευστήρες θα τελειώσουν σε 5 μέρες. Είναι διαθέσιμοι 2.200 αλλά οι ανάγκες διασωλήνωσης κάθε μέρα ανεβαίνουν. Προς το παρόν προσπαθούν να κάνουν πατέντες διακλαδώνοντας τους σωλήνες των αναπνευστήρων ή μετατρέποντας συσκευές BiPAP σε CPAP.

Οι αναπνευστήρες εξαντλήθηκαν όταν η Κίνα αγόρασε μαζικά όλο το απόθεμα στις αρχές Φεβρουαρίου, την περίοδο που η διοίκηση Τραμπ καθησύχαζε τους πάντες ότι δεν θα υπάρξει πρόβλημα. Σήμερα οι αμερικανικές εταιρείες σπεύδουν να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες, αλλά οι καπιταλιστικοί νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης δεν ανταποκρίνονται στις άμεσες ιατροφαρμακευτικές απαιτήσεις.

Ταυτόχρονα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ρίχνει το μπαλάκι στις πολιτείες για την προμήθεια του απαραίτητου εξοπλισμού. Ο ίδιος ο Τραμπ κατηγόρησε τις πολιτείες λέγοντας ότι θα όφειλαν να είχαν στοκάρει τον απαραίτητο εξοπλισμό και όχι να περιμένουν από την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Όμως ήταν η FEMA (η ομοσπονδιακή υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας των ΗΠΑ) που πρόλαβε και δέσμευσε όποιον αναπνευστήρα υπήρχε στην αγορά.

Κάθε πολιτεία χτυπά τις τιμές προς τα πάνω σε έναν ανταγωνισμό που θα κρίνει τη ζωή και τον θάνατο δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, σύμφωνα με τις δυσοίωνες προβλέψεις του Άντονι Φάουτσι, επικεφαλής επιδημιολόγου.

Και η κυβέρνηση Τραμπ;

Απέτυχε ολοκληρωτικά στην προετοιμασία της υγειονομικής άμυνας και του συστήματος περίθαλψης ενόψει πανδημίας. Από την αρχική αδιαφορία για τα διαγνωστικά τεστ, μέχρι την έλλειψη κλινών, μέσων προστασίας, αναπνευστήρων, η διακυβέρνηση Τραμπ δείχνει με κυνισμό τι σημαίνει το κράτος της ελεύθερης αγοράς.

Όταν στις 16 Μαρτίου οι κυβερνήτες των πολιτειών ζήτησαν από τον Λευκό Οίκο να χρησιμοποιήσει όλη την ομοσπονδιακή δύναμη για να λύσει το πρόβλημα της έλλειψης εξοπλισμού, ο Τραμπ απάντησε με τη φράση που θα μείνει στην ιστορία: “Αναπνευστήρες, μάσκες, εξοπλισμό – βρείτε τα μόνοι σας”.

Και για να μην μείνει αμφιβολία για το laissez faire στην αγορά ιατρικού εξοπλισμού, συμπλήρωσε ότι “το νόημα της αγοράς είναι κάντε το μόνοι σας – είναι καλύτερο”.

Προς το παρόν οι πειρατείες διαδέχονται η μία την άλλη ανάμεσα στις χώρες της πολιτισμένης Δύσης, με αρπαγές φορτίων ιατροφαρμακευτικής βοήθειας. Προχθές, Γερμανός αξιωματούχος κατήγγειλε τις ΗΠΑ ότι άρπαξαν φορτίο 200.000 μασκών υψηλής προστασίας που έρχονταν από την Κίνα.

Είπε ο πειρατής τον πειρατή, πειρατή. Η Γερμανία ήταν αυτή που δέσμευε κατ’ εξακολούθηση ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό που προορίζονταν για την Ισπανία, την Ιταλία, ακόμα και την Ελλάδα, σύμφωνα με τα διεθνή μέσα. Είχε την ατυχία αυτός ο εξοπλισμός, προερχόμενος από Κίνα να προσγειώνεται πρώτα σε γερμανικά αεροδρόμια. Κι εκεί, γινόταν το πλιάτσικο.

Ο USAID, ο ομοσπονδιακός οργανισμός ανθρωπιστικής βοήθειας, εξέδωσε στις 27 Μαρτίου μια επείγουσα ανακοίνωση όπου ζητούσε από όλες τις αποστολές ανά τον πλανήτη να μαζέψουν τον προστατευτικό εξοπλισμό (ειδικά τις μάσκες) και να τις στείλουν πίσω στις ΗΠΑ.

Φορτηγά πλοία άλλαξαν προορισμό εν πλω, αερομεταφερόμενα κοντέινερ με μέσα ατομικής προστασίας έγιναν αντικείμενο διπλωματικών απειλών και οικονομικών εκβιασμών, σε μια μάχη που αντί να έχει την ανθρωπότητα στο ένα στρατόπεδο και την πανδημία τον άλλο, μοιάζει με το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Κράτος εναντίον κράτους, κυβερνήτης εναντίον κυβερνήτη, πολιτεία εναντίον πολιτείας, σε έναν πλειστηριασμό με τίτλο «ο θάνατός σου η ζωή μου». Η πολιτισμένη και προηγμένη Δύση έγινε ξανά άγρια, σε έναν ανταγωνισμό που βυθίζει κάθε προοπτική συνεργασίας, συντονισμού, κοινού σχεδίου. Ο ανταγωνισμός και η εμπορευματική λογική βρίσκεται άλλωστε στο γενετικό υλικό του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπάρχει κανένα ίχνος αλληλοβοήθειας ανάμεσα στα μέλη της. Για την ακρίβεια το ισχυρό της κέντρο απλώς αναμένει την περαιτέρω εξασθένηση της αδύναμης περιφέρειας για να της πατήσει ακόμα σκληρότερα το λαιμό. Το δε Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν έχει καν συνέλθει για να αναζητήσει τους καλύτερους δυνατούς τρόπους για μια συντονισμένη παγκόσμια απάντηση στην πανδημία.

Η αλήθεια είναι ότι οι επικεφαλής κρατών και κυβερνήσεων που ορκίζονται στον απόλυτο και άγριο ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς δεν μπορούν να εκπαιδευτούν μέσα σε λίγα 24ωρα στις αρχές της συνεργασίας, της αλληλεγγύης ή της ενότητας.

Πώς μπορούν όσοι κηρύσσουν τον ανταγωνισμό με τον «άλλον» ή την απαξίωση για τον ανίσχυρο και τον ασθενέστερο, να αντιληφθούν σήμερα ότι η υγεία είναι δημόσιο αγαθό; Ότι η υγεία του ενός δεν είναι αδιάφορη για την υγεία του άλλου, αλλά προϋπόθεσή της;

Η κατάσταση θυμίζει μια δυστοπική σύγχρονη εκδοχή του βιβλίου «Ο Άρχοντας των Μυγών» του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ λέει ο Τζέρεμι Κόναϊντικ, ένας πρώην αξιωματούχος – επικεφαλής ανθρωπιστικών αποστολών. «Χρειαζόμαστε αλληλεγγύη για να βρούμε λύση, αλλά αντί για αλληλεγγύη, έχουμε ανταγωνισμό».

Η πανδημία φέρνει το χειρότερο πρόσωπο του σύγχρονου κόσμου στην επιφάνεια. Η προηγμένη και πολιτισμένη Δύση στις μέρες μας θυμίζει την Άγρια Δύση. Κυβερνήσεις και κράτη πυροβολούνται μεταξύ τους στην απελπισμένη προσπάθειά τους να διασώσουν πρώτα (ή και μόνο) τον εαυτό τους.

Είναι όμως αυτό το χειρότερο πρόσωπο του σύγχρονου κόσμου ή η σκληρή αλήθεια του σύγχρονου καπιταλισμού; Που φανερώνεται γυμνή μπροστά μας, σήμερα, την ώρα της κρίσης;

Η υγειονομική χρεοκοπία του σύγχρονου κόσμου, και μάλιστα του ισχυρότερου μέρος του, θα φέρει μια μεγάλη οικονομική χρεοκοπία.

Όμως έχει ήδη προκαλέσει μια ακόμα μεγαλύτερη ηθική και ιδεολογική χρεοκοπία.

Γιατί απέτυχε η Δύση και όχι η Ανατολή;

Τα νούμερα είναι γνωστά. Χθες, 31 Μαρτίου, Ιταλία, Ισπανία, ΗΠΑ και Γαλλία βρέθηκαν στις 4 πρώτες θέσεις των ανθρώπινων απωλειών από τον κορωνοϊό. Η Κίνα με 3.305 νεκρούς είναι στην 5η θέση, αλλά με βάση τους ρυθμούς αύξησης, άλλες χώρες της Δύσης θα την ξεπεράσουν.

Τα θλιβερά στατιστικά, θέτουν ένα αμείλικτο ερώτημα:

Γιατί η Δύση απέτυχε;

Το ερώτημα γίνεται ακόμα πιο αμείλικτο καθώς ο ιός ξεκίνησε από την Κίνα. Ο πρώτος νεκρός στη Δύση καταγράφεται δύο περίπου μήνες από τις πρώτες κινεζικές απώλειες και την ενημέρωση του ΠΟΥ για τον νέο ιό. Εάν στην Κίνα η πανδημία ήταν κάτι καινούριο και ξαφνικό, η Δύση είχε χρόνο να προετοιμαστεί.

Οι επιδημιολόγοι και οι ερευνητές θα μελετήσουν τους ειδικούς λόγους αυτής της δυτικής ευαλωτότητας. Θα αναφερθούν στα επιστημονικά ευρήματα, στα πληθυσμιακά και επιδημιολογικά στοιχεία, στα καθαρά ιατρικά δεδομένα, στα αποτελέσματα των ερευνών. Οι μη ειδικοί καλά θα κάνουμε να τους ακούσουμε.

Μπορούμε ωστόσο να σημειώσουμε μια σειρά από κοινωνικές συμπεριφορές, πολιτικές στάσεις και ιδεολογικές ιεραρχήσεις που έπαιξαν το δικό τους ρόλο.

Πρώτον: Η υπεροψία του αποικιοκράτη

Τις τελευταίες δεκαετίες, οι μαζικοί θάνατοι από τις επιδημίες ήταν θλιβερό προνόμιο της «καθυστερημένης» Ασίας ή Αφρικής. Σήμερα η προηγμένη Δυτική Ευρώπη και οι ΗΠΑ ζουν ένα οδυνηρό σοκ. Η αναπτυγμένη Δύση που θεωρεί ότι η οικονομική και τεχνολογική της υπεροχή την κάνει άτρωτη, έκανε λάθος υπολογισμούς. Σαφής ένδειξη είναι οι συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας:

Στις 31 Δεκεμβρίου του 2019 η Κίνα ενημερώνει τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για 50 κρούσματα πνευμονίας που συνδέονται με οξύ αναπνευστικό σύνδρομο αλλά δεν ανήκει στους γνωστούς ιούς.

Στις 31 Ιανουαρίου, ένα μήνα μετά την ενημέρωσή του από τις κινεζικές αρχές, ο Π.Ο.Υ. αποδέχεται ότι υπάρχει υγειονομικό πρόβλημα και κηρύσσει κατάσταση ανάγκης.

Μόλις στις 11 Μαρτίου, ο Π.Ο.Υ. κηρύσσει πανδημία, αφού έχουν ήδη υπάρξει 4.291 νεκροί. Χρειάστηκαν δύο μήνες και δέκα μέρες από το ξέσπασμα της επιδημίας στην Κίνα, και πάνω από ενάμισι μήνας από τα σκληρά μέτρα της κινεζικής κυβέρνησης για μια τέτοια απόφαση.

Η αργοπορία, η αδιαφορία, η έλλειψη συναίσθησης της κατάστασης για τις ηγεσίες της Δύσης είναι εκκωφαντικές. Αποκορύφωμα, η κανονική διενέργεια των δημοτικών εκλογών στη Γαλλία, στις 15 Μαρτίου, ημέρα κατά την οποία καταγράφονται 682 θάνατοι παγκοσμίως, 368 εκ των οποίων στην Ιταλία και 101 στην Ισπανία.

Το Reuters αποκάλυψε σήμερα ότι στις αρχές Φεβρουαρίου οι κυβερνήσεις των κρατών μελών της ΕΕ δήλωναν προς τις Βρυξέλλες ότι τα συστήματα υγείας τους ήταν έτοιμα, ενώ δεν χρειάζονταν επιπρόσθετο ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό. Ένα μήνα μετά, τα συστήματα υγείας  σε Ιταλία και Ισπανία είχαν καταρρεύσει, ενώ στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στο Βέλγιο, ακόμα και στη Γερμανία δοκιμάζονται ισχυρά.

Η αποικιοκρατική υπεροψία των ελίτ της Δύσης θεώρησε ότι η επιδημία δεν θα πλήξει, ή τουλάχιστον δεν θα πλήξει σοβαρά, τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Η αιωνόβια αυτή κουλτούρα βλέπει τους «άλλους» ως κατώτερους, ευάλωτους ή και αναλώσιμους. Όταν αποδεικνύεται ότι ο ιός δεν γνωρίζει σύνορα και δεν σέβεται τις μητροπόλεις του καπιταλισμού, δεν υπάρχει πλέον χώρος για αυτοκριτική, παρά μόνο για ενοχοποίηση του ιού ως «κινέζικου», κατά τις προσφιλείς διατυπώσεις του Αμερικανού προέδρου.

Είναι προφανές ότι η Κίνα αγόρασε -με μεγάλο κόστος- τον χρόνο για να προετοιμαστεί όλος ο υπόλοιπος κόσμος, και όλος ο υπόλοιπος κόσμος τον σπατάλησε, όπως εύστοχα σημειώνει ο Ian Johnson των New York Times.

Χρειάστηκαν 800 νεκροί στην Ιταλία για να επιβληθεί το λοκ ντάουν στον Βορρά, το οποίο μάλιστα ήταν σε τεράστιο βαθμό προσχηματικό καθώς οι βιομηχανίες εξακολούθησαν να δουλεύουν στο φουλ. Σχεδόν όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις χρησιμοποίησαν το παραθυράκι του αντίστοιχου νόμου παίρνοντας άδεια από τον αρμόδιο Νομάρχη για να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη λειτουργία τους.

Στην Κίνα, στην Ουχάν των 11 εκατομμυρίων κατοίκων, επιβλήθηκε λοκ ντάουν μετά τον 30ο νεκρό. Εφτά μέρες μετά, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία σε ολόκληρη την επαρχία της Χουμπέι των 60 εκατομμυρίων πολιτών. Το λοκ ντάουν ήταν απόλυτο και πραγματικό.

Ακόμα και οι πιο φανατικοί πολέμιοι του αυταρχικού κινέζικου καπιταλισμού, δεν μπορούν παρά να αναγνωρίσουν ότι στην πανδημία, η Κίνα, αν και υπέστη πρώτη τα φονικά αποτελέσματα του covid-19, αντέδρασε με πιο ορθολογικό και αποτελεσματικό τρόπο από την υπεροπτική Δύση.

Οι αντιδράσεις στη Νότια Κορέα, στην Ταϊβάν, στη Σιγκαπούρη, στην Ιαπωνία, ήταν άμεσες και ακαριαίες. Ίσως επειδή οι ασιατικές χώρες είχαν χτυπηθεί σκληρότερα από τον ιό SARS το 2002 – 2003, ίσως επειδή οι κυβερνήσεις τους δεν κινήθηκαν με την υπεροψία του απρόσβλητου από ασθένειες υπερόπτη αποικιοκράτη, η επιδημία κατέστη διαχειρίσιμη.

Δεύτερον: Η λατρεία των αγορών

Στις 11 Ιανουαρίου η Κίνα καταγράφει τον πρώτο θάνατο. Η κατάσταση βγαίνει τόσο γρήγορα εκτός ελέγχου που 12 ημέρες μετά, στις 23 Ιανουαρίου η κινεζική κυβέρνηση θέτει σε σκληρή καραντίνα την Ουχάν.

Στις 19 Φεβρουαρίου ξεσπά η επιδημία στην βόρεια Ιταλία. Ο ασθενής μηδέν δεν μπορεί να βρεθεί με σιγουριά και τελικά αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι υπήρξαν πολλαπλές πηγές εισόδου.

Στις 21 Φεβρουαρίου η Κίνα μετρά ήδη 2.345 νεκρούς. Είναι σαφές ότι η επιδημία μπορεί να εξελιχθεί πολύ γρήγορα και με φονικά αποτελέσματα.

Εντωμεταξύ η εβδομάδα Μόδας του Μιλάνου διεξάγεται κανονικά από τις 18 μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου, ενώ επίσης κανονικά συνεχίζονται τα σχολεία, οι ποδοσφαιρικοί αγώνες, οι εμπορικές και τουριστικές δραστηριότητες.

Μόλις στις 8 Μαρτίου η Ιταλία μπαίνει σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, αν και, όπως έχει επισημανθεί, αυτή η κατάσταση ανάγκης δεν αφορά τις μεγάλες βιομηχανίες του Βορρά που συνεχίζουν να συνωστίζουν τους εργαζόμενους στους χώρους παραγωγής. Ο Σύνδεσμος Ιταλών Βιομηχάνων διαμαρτύρεται σε κάθε απόπειρα να κλείσουν οι μη αναγκαίες παραγωγικές δραστηριότητες, ακόμα και τις ημέρες που ο ημερήσιος φόρος αίματος ξεπερνά τα 600 άτομα.

Ο Μπόρις Τζόνσον, με βασικό του μέλημα να μην διαταραχθεί η απρόσκοπτη οικονομική λειτουργία στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε συνέντευξή του στις 11 Μαρτίου, έδωσε ζωντανό δείγμα της σύγχρονης ευγονικής: Προειδοποίησε ότι πολλοί άνθρωποι θα πεθάνουν, αλλά την ίδια ώρα δεν εξήγγειλε ούτε μισό μέτρο για την αποτροπή της διάδοσης. Τα σχολεία παρέμειναν ανοικτά, το ίδιο – και πολύ περισσότερο – οι επιχειρήσεις σε μια νεοφιλελεύθερη επιδημιολογική εφαρμογή της «θεωρίας της αγέλης». Μόνο 10 μέρες αργότερα, στις 23 Μαρτίου, και κάτω από την ισχυρή πίεση του επιστημονικού κόσμου της χώρας, πάρθηκαν μέτρα περιορισμού της διάδοσης.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, αφού είδε ότι η προσευχή μαζί με τους συνεργάτες του δεν εμποδίζει τον ιό, αναγκάστηκε να πάρει μέτρα, δηλώνοντας όμως ότι «η χώρα δεν σχεδιάστηκε για να μείνει κλειστή», και πρέπει πολύ σύντομα «να ανοίξει ξανά για μπίζνες». Συνεπικουρείται από το επιχειρηματικό, βιομηχανικό και χρηματοπιστωτικό σύμπλεγμα της χώρας, που θεωρεί ότι η ζημιά είναι μεγαλύτερη με το κλείσιμο της οικονομίας παρά με την ανεξέλεγκτη διάδοση του ιού. Ο αμερικανός πρόεδρος υπήρξε εντελώς κυνικός λέγοντας ότι «δεν μπορούμε να ακολουθούμε μια θεραπεία χειρότερη από το ίδιο το πρόβλημα».

Από άκρη σε άκρη, στην πολιτισμένη Δύση, το μήνυμα είναι σαφές: Δεν μπορεί η οικονομία να υποτάσσεται στους ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι στην οικονομία. Έτσι, το κλείσιμο της οικονομίας άργησε απελπιστικά, όταν πλέον οι ρυθμοί μετάδοσης είχαν γίνει εκθετικοί. Και όσο και αν φαίνεται εγκληματικό, το άνοιγμα της οικονομίας πρόωρα, παρά τις προειδοποιήσεις των ειδικών, είναι πάντα στο τραπέζι.

Όσο και αν ο κυρίαρχος λόγος ισχυρίζεται ότι δεν μπορούμε να πολιτικοποιούμε την πανδημία, αυτή η εγκληματική αργοπορία σε μέτρα περιορισμού της μετάδοσης, αργοπορία που τσάκισε ήδη τα ισχυρά υγειονομικά συστήματα της Ευρώπης, έχει ηθικό αυτουργό: Λέγεται παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός.

Τρίτον: Η ιδιωτικοποίηση του κράτους

Μετά την υποτίμηση του κινδύνου για να μην διαταραχθούν οι ελεύθερες αγορές της παγκοσμιοποίησης, μετά την καθυστέρηση των μέτρων για να μην επιβραδυνθεί η οικονομία, ακολούθησε η χρεοκοπία του νεοφιλελευθερισμού σε εγχώρια πλέον κλίμακα.

Τα συστήματα υγείας δεν άντεξαν εκεί που ξέφυγε η επιδημία. Το σύστημα περίθαλψης λύγισε κάτω από τους αυξημένους αριθμούς. Ο αριθμός των ανθρωπίνων απωλειών είναι σαφές ότι εξαρτάται από τη δυνατότητα εντατικής και αυξημένης παρακολούθησης των βαρέως νοσούντων. Εάν η χωρητικότητα των συστημάτων υγείας σε τέτοιες κλίνες εντατικής παρακολούθησης εξαντληθεί, ο αριθμός εκτοξεύεται.

Το επιχείρημα όσων απαξιώνουν την ανάγκη της ραγδαίας αύξησης των κλινών ΜΕΘ και ΜΑΦ αλλά και του προσωπικού και εξοπλισμού για εντατική παρακολούθηση, είναι ότι δεν άντεξε η Λομβαρδία, με πολλαπλάσια καλύτερες αναλογίες του συστήματος περίθαλψης. Υπονοεί αυτή η άποψη ότι δεν έχει σημασία να ενισχυθεί το σύστημα υγείας, καθώς ούτως ή άλλως μια ραγδαία αύξηση κρουσμάτων είναι μη διαχειρίσιμη. Το μόνο λοιπόν που μένει είναι να τηρηθούν τα μέτρα περιορισμού της διάδοσης.

Είναι πράγματι αναμενόμενο να μην αντέξει η τρέχουσα δυναμικότητα του συστήματος υγείας αν ο ιός μεταδίδεται μαζικά στην κοινότητα. Δεν είναι όμως αναμενόμενο να μην προετοιμαστεί, χρηματοδοτηθεί και εκτελεστεί από ένα ισχυρό δημόσιο, η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση αυτής της δυναμικότητας, έστω και στις παραμονές της πανδημίας.

Η Κίνα άλλωστε δεν κινήθηκε μόνο στο επίπεδο του περιορισμού της διάδοσης. Επέβαλε μια καραντίνα στρατιωτικού τύπου χωρίς την παραμικρή χαλαρότητα. Οι αρχές της έφτασαν στο σημείο να μην επιτρέπουν παρά την έξοδο ενός και μόνο ατόμου κάθε νοικοκυριού ανά δύο ημέρες, για την αγορά των απολύτως απαραίτητων.

Οι φιλελεύθεροι της Δύσης θα μιλήσουν για τον πρωτοφανή κρατικό αυταρχισμό. Πιθανά θα έχουν δίκιο. Ξεχνούν όμως, ή θέλουν να ξεχνούν, ότι μαζί με τον αυταρχισμό, το κινεζικό κράτος είχε τη δυνατότητα να επιβάλει την καραντίνα, ικανοποιώντας ταυτόχρονα τις βασικές ανάγκες επιβίωσης. Οι κρατικές υπηρεσίες έφτασαν στο σημείο να διανέμουν φαγητό στο κατώφλι των σπιτιών για να μην βγει κανείς έξω. Θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο στην Ευρώπη;

Η αδυναμία της Δύσης φάνηκε από την αδυναμία των κρατών της να επέμβουν αποτελεσματικά, ακόμα και μετά την διάδοση του ιού στην κοινότητα, στα συστήματα υγείας. Προστατευτικά υλικά, αναπνευστήρες, εξοπλισμός, βρέθηκαν όλα εξαντλημένα, η προμήθειά τους μετέωρη, εξαρτώμενη από τη διαθεσιμότητα της αγοράς. Η διαθεσιμότητα γρήγορα εξαντλήθηκε και οι ισχυρές κυβερνήσεις βρέθηκαν να μπλοκάρουν εξαγωγές, να παρακρατούν φορτία ιατροφαρμακευτικής βοήθειας ή να επιτάσσουν παραγωγικές μονάδες στην παραγωγή πχ αναπνευστήρων.

Τα, σε μεγάλο βαθμό ιδιωτικοποιημένα κράτη της Δύσης, δεν μπόρεσαν να αυξήσουν απότομα τη χωρητικότητα των συστημάτων υγείας. Η τιτάνια κινητοποίηση για να αυξηθούν στο συντομότερο χρονικό διάστημα οι κλίνες με δυνατότητα υποστήριξης βαρέως πασχόντων ασθενών, απαιτούσε ένα ισχυρό δημόσιο σύστημα που δεν έχει απεμπολήσει τη δυνατότητά του να κινητοποιεί όλες τις υπαρκτές δυνάμεις μιας κοινωνίας.

Η Κίνα έστησε 17 νοσοκομειακές μονάδες μέσα σε πέντε μέρες στην Ουχάν. Φυσικά η Κίνα είναι Κίνα και τα μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα. Ωστόσο αυτή η κίνηση δείχνει μια κατεύθυνση.

Δείχνει μια λογική.

Δείχνει ότι δεν φτάνει μόνο να επιμηκύνεις στο χρόνο το ξέσπασμα της επιδημίας, και άρα να μειώσεις το ύψος της καμπύλης των νοσούντων.

Απαιτείται να αυξήσεις όσο το δυνατόν περισσότερο την καμπύλη της δυναμικότητας του συστήματος περίθαλψης, και ειδικά εκείνου του τμήματος που μπορεί να προσφέρει εντατική παρακολούθηση.

Αυτή η λογική δεν ήταν δυνατόν να ακολουθηθεί από μια Δύση που επί δεκαετίες αποδυναμώνει συστηματικά και συνειδητά τη δημόσια παρέμβαση σε όφελος του ιδιωτικού τομέα.

Αποτέλεσμα ήταν στην Ιταλία και στην Ισπανία να πεθαίνει κόσμος χωρίς να μπορεί να λάβει την απαιτούμενη ιατρονοσηλευτική στήριξη.

Μας λένε να μην πολιτικολογούμε αλλά και αυτή η αδυναμία έχει ηθικό αυτουργό: Την απαξίωση του δημόσιου, την κυριαρχία της αγοράς, τη λατρεία του ιδιωτικού, την αποδυνάμωση του κοινωνικού ρόλου του κράτους.

Τέταρτον: Το κολλεκτιβίστικο πνεύμα

Δεν υπάρχει κανενός είδους σοσιαλισμός στην Κίνα, αυτό είναι σαφές.

Υπάρχει όμως κληρονομημένο ένα πνεύμα συλλογικής ευθύνης και κολλεκτιβισμού. Υπάρχει η πεποίθηση – γιατί είναι πεποίθηση- ότι μόνο μια καλά οργανωμένη, συντονισμένη, πειθαρχημένη και συλλογική δράση θα μπορέσει να φέρει αποτέλεσμα.

Ο καθηγητής του Γέιλ Χρηστάκης, υπεράνω κάθε φιλο-κινεζικής υποψίας, μιλώντας για το πώς η Κίνα περιόρισε την επιδημία υπογράμμισε ότι «η Κίνα έχει μια κολεκτιβιστική κουλτούρα και μια αυταρχική κυβέρνηση, που επέτρεψαν αυτήν την τεράστια αντίδραση σε τέτοιο ευρύ φάσμα. Έχει έτσι τα φόντα για την καταπολέμηση μιας πανδημίας, εφόσον αξιοποιεί πράγματι πραγματικές πληροφορίες και ανταποκρίνεται ορθολογικά».

Απέναντι στην κολλεκτιβίστικη κουλτούρα της Κίνας, αλλά και ευρύτερα των ασιατικών κρατών, που δεν οφείλεται με θετικό τρόπο μόνο στο σοσιαλιστικό παρελθόν της πρώτης, αλλά και με αρνητικό τρόπο σε αυτοκρατορίες και απολυταρχικά καθεστώτα αιώνων, τι έχει να αντιτάξει η Δύση;

Τη λατρεία της ατομικότητας, που ενώ συχνά λειτουργεί ως προπέτασμα καπνού για το σφαγιασμό των κοινωνικών δικαιωμάτων, στην προκειμένη λειτούργησε ως αμφισβήτηση, με φιλελεύθερο πρόσημο του δικαιώματος στο κέρδος, στη βόλτα, στη διασκέδαση.

Η δυσκολία να πειστούν οι δυτικές κοινωνίες για άμεσα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και άρα καθυστέρησης της διάδοσης ήταν εμφανής, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι τα μέτρα που πήραν οι κυβερνήσεις ήταν στη σωστή κατεύθυνση. Που δεν ήταν, ή τουλάχιστον δεν ήταν όλα.

Η Δύση υστέρησε ακόμα και εκεί που θεωρείται ευρέως ότι έχει πλεονέκτημα: Στην άρνηση της δεισιδαιμονίας, στην αποδοχή της επιστημονικής πρότασης, στον ορθό λόγο. Στη Δύση είναι που ανθούν οι πιο αντιεπιστημονικές απόψεις για την υγειονομική άμυνα. Στη Δύση είναι που καθημερινά πολλαπλασιάζονται παραδοξολογίες και συνωμοσιολογίες. Στη Δύση είναι που αμφισβητήθηκαν τα μέτρα περιορισμού, όχι μόνο για τις εκ του πονηρού, περιττές ή «συμμορφωτικές» πλευρές τους, αλλά και εκεί που ήταν άκρως απαραίτητα από κάθε ιατρική άποψη.

Είναι νωρίς να εκτιμήσει κανείς αν η υστέρηση της Δύσης μεταφράζεται σε κάτι, πυροδοτεί κάτι άλλο, ή φανερώνει κάτι τρίτο. Είναι επίσης προφανές ότι η υστέρηση της Δύσης δεν συνεπάγεται πλεονέκτημα της Ανατολής, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα λαϊκά συμφέροντα και την υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης. Ούτε φυσικά οικοδομείται κανένα νέο κοινωνικό υπόδειγμα από τον σκληρό καπιταλισμό -υπό κόκκινη σημαία- του Πεκίνου. Οι σκοπιμότητες του κινεζικού καθεστώτος άλλωστε, σε όλα τα επίπεδα, από τη διαχείριση της επιδημίας εσωτερικά, μέχρι τις αποστολές βοήθειας στο εξωτερικό, είναι προφανείς. Αυτά όμως δεν σβήνουν το σκληρό ερώτημα για την αποτυχία της Δύσης.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι η κρίση της πανδημίας θα μεταβάλει συσχετισμούς και διατάξεις δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως λειτούργησε για παράδειγμα ο Πρώτος Παγκόσμιος, ή η κρίση του Σουέζ, ή η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν και το δυστύχημα του Τσέρνομπιλ. Η πανδημία είναι σε εξέλιξη, αλλά οι επιπτώσεις της θα υπάρξουν σε βάθος χρόνου, συνυπολογίζοντας πολλαπλά δεδομένα.

Σε κάθε περίπτωση όμως, η Δύση εμετρήθη, εζυγίσθη και ευρέθη ελλιπής.

Η απρόσμενη αναμέτρηση: ο κορωνοϊός και ο καπιταλισμός

Είναι μάλλον ταιριαστό το γεγονός ότι η σοβαρή απειλή του κορωνοϊού έπληξε το μεγαλύτερο μέρος της Δύσης στις ειδούς του Μαρτίου, την ημέρα που κατά παράδοση υπολογίζονταν οι εκκρεμείς οφειλές στην Αρχαία Ρώμη. Η προηγούμενη εβδομάδα ήταν ένα πραγματικό τρενάκι του τρόμου. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) δήλωσε ότι η μόλυνση είναι τελικά πανδημία, οι κυβερνήσεις προσπαθούσαν να ανταποκριθούν, ο ιός κυριάρχησε στις ειδήσεις, καθώς και στην πληθώρα πληροφοριών στα κοινωνικά δίκτυα, πόλεις ακόμη και ολόκληρες χώρες κατέβασαν ρολά, αγορές κάθε είδους έκλεισαν και οι εταιρίες ανακοίνωσαν απολύσεις και διακοπή λειτουργίας. Έγινε ξεκάθαρο ότι ανεξάρτητα από την προέλευση, τα μονοπάτια και τη θνησιμότητα του ιού που ονομάζεται Covid-19, αυτός επρόκειτο να δοκιμάσει σκληρά τον δυτικό καπιταλισμό και τους μηχανισμούς αντιμετώπισης που διαθέτει. Σχεδόν παντού, ο καπιταλισμός τα ήθελε και τα ‘παθε. Άλλωστε, τα προβλήματα και οι ανισορροπίες έχουν συσσωρευτεί στο δυτικό καπιταλιστικό σύστημα εδώ και τέσσερις δεκαετίες, φαινομενικά από τότε που πήρε το νεοφιλελεύθερο δρόμο από την κρίση της δεκαετίας του 1970 και συνέχισε να τον ακολουθεί, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις κρίσεις και τα προβλήματα που προκάλεσε.

Κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών, ο δυτικός καπιταλιστικός κόσμος αγόραζε χρόνο, συσσωρεύοντας δημόσιες και ιδιωτικές οφειλές, για να αποτρέψει τo ξεκαθάρισμα των αγορών του, ένα πρόβλημα που ο νεοφιλελευθερισμός, με την αμείλικτη πτωτική του πίεση στους μισθούς και τις τιμές, επιδείνωσε περαιτέρω.

Η κρίση του 2008 υπήρξε η προηγούμενη στιγμή αλήθειας. Ωστόσο, δεν οδήγησε σε σοβαρό αναπροσανατολισμό της πολιτικής, μόνο σε μια κοινωνικοποίηση πληθώρας ιδιωτικών χρεών, καθώς οι τράπεζες που θεωρούνταν «υπερβολικά μεγάλες για να αποτύχουν» εξυγιάνθηκαν και τα στελέχη τους που θεωρούνταν «υπερβολικά σπουδαίοι για να φυλακιστούν» συνέχισαν τις παλιές πρακτικές τους. Μόνο οι κοινοί θνητοί έχασαν σπίτια και δουλειές κι έπρεπε να υπομείνουν τη δυστυχία ελέω  λιτότητας στο όνομα της σταθεροποίησης των δημόσιων οικονομικών.

Η σημερινή πανδημία είναι βέβαιο ότι θα είναι διαφορετική, όχι επειδή είναι πιο θανατηφόρα από ό,τι οι προηγούμενες (δεν είναι) ούτε γιατί προκαλεί όλεθρο στις χρηματοπιστωτικές αγορές, (όπως οι περισσότερες κρίσεις της νεοφιλελεύθερης εποχής), αλλά επειδή εκθέτει τις αδυναμίες, τις στρεβλώσεις και τις ανισορροπίες της παραγωγής που έχει διαμορφώσει ο νεοφιλελευθερισμός εδώ και τέσσερις δεκαετίες

Ο νεοφιλελευθερισμός υποτίθεται ότι θα αναζωογονούσε τον καπιταλισμό, θα αποκαθιστούσε τα «ζωώδη ένστικτα» της αγοράς που μέχρι τότε φέρονταν να είχαν ήδη πληγεί από τον «θανάσιμο εναγκαλισμό» του κράτους. Ωστόσο, ποτέ δεν το έκανε αυτό. Τα ποσοστά ανάπτυξης τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες παρέμειναν σταθερά κάτω από εκείνα της «στατικής» μεταπολεμικής «Χρυσής Εποχής» του καπιταλισμού. Αντ’ αυτού, το σύστημα παραγωγής που ορίζεται από τον δυτικό καπιταλισμό επεκτάθηκε, τουλάχιστον με τρεις τρόπους. Χωρικά – περικύκλωσε τον κόσμο. Χρονικά – εντάθηκε με την παραγωγή που ανταποκρίνεται στη ζήτηση, τα χαμηλά ή ανύπαρκτα αποθεματικά και το ελάχιστο οικονομικό μαξιλάρι για να αντιμετωπίσει τυχόν απρόβλεπτες συνθήκες. Τέλος, από κοινωνικής άποψης, πίεσε σκληρά τους εργαζόμενους και τις μικρές επιχειρήσεις, εξαναγκάζοντας τους να προσφέρουν εργασία και προϊόντα με χαμηλές αμοιβές και τιμές ενώ αναλάμβαναν κάθε είδους κοινωνικούς και οικονομικούς κινδύνους.

Βεβαίως, οι πληγές που έχουν ήδη προκαλέσει ο ιός αλλά και η μάχη εναντίον του, ακόμα και αυτά που θα συμβούν στο μέλλον, ήταν και θα είναι δαπανηρά: οι τομείς-κλειδιά της παγκόσμιας οικονομίας δεν μπορούν να τεθούν εκτός λειτουργίας για μήνες χωρίς τεράστιες δαπάνες. Ωστόσο, μια υγιής δομή με έστω και λίγο «λίπος» προς ξόδεμα, θα είχε αντισταθεί πολύ καλύτερα από την στεγνή, επισφαλή, τσιτωμένη παραγωγική δομή που ήδη όδευε προς ξεκαθάρισμα.

Τη δεύτερη εβδομάδα του Μαρτίου, όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναβάθμισε τον Covid-19 σε «παγκόσμια πανδημία», σημειώθηκε πρωτοφανής δυσφορία στις παγκόσμιες αγορές. Οι χρηματιστηριακές αγορές στις ΗΠΑ υπέστησαν τη μεγαλύτερη πτώση τους στη διάρκεια μιας ημέρας μετά την συντριβή του 1987, παρά την έκτακτη μείωση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα και την υπόσχεση της να εισφέρει τρισεκατομμύρια στο σύστημα την προηγούμενη εβδομάδα. Αυτή η «διόρθωση» όμως δεν έγινε με άνεση. Παραδόξως, οι χρηματιστηριακές αγορές, που συνήθως θεωρούνταν πιο επικίνδυνες, δεν ήταν οι μόνες. Οι αγορές ομολόγων μικρότερου ρίσκου υπέφεραν επίσης, όπως και οι αγορές των «ασφαλέστερων» περιουσιακών στοιχείων, των αμερικανικών κρατικών ομολόγων και οι αγορές χρυσού, καθώς οι επενδυτές ζητούσαν ρευστότητα.

Επιπλέον, ο «πόνος» δεν ήταν μόνο οικονομικός. Καθώς η μια χώρα μετά την άλλη επέβαλε περιορισμούς επί περιορισμών στις μετακινήσεις, στις αεροπορικές εταιρείες, στις εταιρείες κρουαζιέρας, στα αεροδρόμια και σε άλλες εταιρείες που συνδέονται με τα ταξίδια, μαζί με τεράστια τμήματα του μεγάλου και παραφουσκωμένου τομέα υπηρεσιών, που βασίζονται κυρίως στην παραγωγή και κατανάλωση πρόσωπο με πρόσωπο, προκάλεσαν κλεισίματα, περικοπές και απολύσεις. Οι αλυσίδες εφοδιασμού διερράγησαν και οι καταρρέουσες αγορές συμπίεσαν την παραγωγή. Ως κερασάκι στην τούρτα, η διαφωνία μεταξύ του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών (ΟΠΕΚ) και των συμμάχων του οδήγησε σε έναν πόλεμο μείωσης των τιμών που έκανε την παραγωγή σχιστολιθικών πετρωμάτων στην Αμερική, ένα από τα σουξέ της αμερικανικής οικονομίας σε μια κατά τα άλλα ζοφερή δεκαετία.

Παρόλο που η ένταση αυτής της δυσφορίας οφείλεται σε λόγους πολύ πιο πέρα από τον ιό, οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις προφανώς θα ερμήνευαν την πανδημία ως υπεύθυνη για την ύφεση. Ο Τζορτζ Μπους ο νεώτερος είχε καταλήξει, έτσι κι αλλιώς, στο ότι η 9η Σεπτεμβρίου ευθυνόταν για την ύφεση, η οποία όμως είχε ήδη αρχίσει μήνες πριν. Κάλεσε λοιπόν τους Αμερικανούς να επιδείξουν τον πατριωτισμό τους κάνοντας ψώνια.

Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερα ξεχωριστά στοιχεία για τη μακρόχρονη κατανόηση των δυτικών καπιταλιστικών κοινωνιών που αντιμετωπίζουν τη «χειρότερη κρίση της δημόσιας υγείας γι’ αυτή τη γενιά».

Το πρόβλημα της ζήτησης και οι λύσεις νομισματικής πολιτικής

Το πιο σημαντικό από όλα ήταν το χαμηλό επίπεδο της συνολικής ζήτησης του καταναλωτή και των επενδύσεων σε σχέση με την παραγωγική ικανότητα, για να μην αναφέρουμε το παραγωγικό δυναμικό, που προκάλεσε την επιβράδυνση της ανάπτυξης στη δεκαετία του 1970. Ο νεοφιλελευθερισμός, η ευνοούμενη λύση της Δύσης, όχι μόνο δεν το αντιμετώπισε, αλλά κατέστησε τα πράγματα χειρότερα, διευκολύνοντας την οικονομική «επένδυση», συμπιέζοντας τους μισθούς και τις κυβερνητικές δαπάνες και αυξάνοντας την ανισότητα. Τέτοιου τύπου επενδύσεις βάζουν χρήματα μόνο στις τσέπες εκείνων που δεν θα τα ξοδέψουν ούτε θα τα επενδύσουν παραγωγικά, θα αυξήσουν μόνο τα τεράστια ποσά που χρεώνουν σε κερδοσκοπικές αγορές. Το να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό το πρόβλημα αναβλήθηκε. Πρώτον λόγω της αύξησης του δανεισμού της κυβέρνησης για τη χρηματοδότηση των μη αναγκαίων κοινωνικών δαπανών, δεύτερον με ολοένα και πιο ξεδιάντροπες φορολογικές περικοπές για τους πλούσιους αλλά και τεράστιες αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες, σε επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις και στη συνέχεια μέσω του ιδιωτικού χρέους που κορυφώθηκε με την κρίση του 2008.

Αυτή η ανάπτυξη που προσέφεραν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές οφείλονταν κυρίως στις «επενέργειες του πλούτου» της φούσκας ακινήτων. Επέτρεψαν την αύξηση της κατανάλωσης μόνο σε μια στενή ελίτ. Τα τελευταία δέκα χρόνια της «λιτότητας», ακόμη και αυτού του τύπου η ανάπτυξη έχει «στεγνώσει» και η Δύση κατέγραψε τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης οποιασδήποτε δεκαετίας νεοφιλελευθερισμού. Η νεοφιλελεύθερη επιλογή εξαντλείται, ακόμη και ως στρατηγική για μια αναιμική ανάπτυξη. Οι συνθήκες ζήτησης κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών ήταν υποτονικές, με τις περισσότερες νέες καταναλωτικές και επενδυτικές ανάγκες να εμφανίζονται στην Κίνα και σε άλλες μη δυτικές χώρες.

Η κρίση ζήτησης που προέκυψε από την τρέχουσα πανδημία έχει επιδεινώσει αυτή την ήδη κακή κατάσταση. Είναι γεγονός ότι οι ανισότητες, που συσσωρεύονταν κατά τις νεοφιλελεύθερες δεκαετίες, θα επιδείνωναν την εξάπλωση της πανδημίας και ότι με τη σειρά της εκείνη θα επιδεινώσει την ανισότητα. Η εξέλιξη αυτή θα εντείνει την κρίση ζήτησης.

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, οι δυτικές κυβερνήσεις και οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν βρει έναν νέο τρόπο να αγοράζουν χρόνο για το καπιταλιστικό σύστημα: παριστάνουν ότι αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της ανάπτυξης μόνο μέσω της νομισματικής πολιτικής. Κρατούν το κοινό υπνωτισμένο ως υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και ως ειδικοί στο να τραβούν έξυπνους, ακόμη και περίεργους, λαγούς νομισματικής πολιτικής από τα καπέλα τους – τα χαμηλότερα επιτόκια, τα αρνητικά επιτόκια, την ποσοτική χαλάρωση, την πολιτική καθοδήγησης των κεντρικών τραπεζών και ό,τι δεν δημιουργεί την εντύπωση ότι απομυζούν κάθε κύτταρο για να σώσουν την παγκόσμια οικονομία. Ωστόσο, όλα συνιστούν ένα τυπικό αποπροσανατολισμό: ο John Maynard Keynes προειδοποίησε πολύ καιρό πριν ότι θα ερχόταν η στιγμή που η νομισματική πολιτική δεν θα ήταν «επαρκής από μόνη της για να καθορίσει τον βέλτιστο ρυθμό επένδυσης» και ως εκ τούτου τον αποδεκτό ρυθμό ανάπτυξης. Η αποτελεσματικότητά του θα ισοδυναμούσε με “μια τρύπα στο νερό”.

Αυτό από το οποίο αποσπά την προσοχή του κοινού όλη αυτή η συζήτηση για τη νομισματική πολιτική, είναι η δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή οι αυξήσεις στις δημόσιες δαπάνες και στις επενδύσεις. Ενώ τμήματα του οικονομικού τύπου το αναγνωρίζουν αυτό, ουτοπικά φαντάζονται ότι μια μικρή δόση θα αποδειχθεί επαρκής. Ξέχασαν ότι ο Κέινς είχε συνεχίσει, στην επόμενη πρόταση, λέγοντας: «Θεωρώ λοιπόν ότι μια σχετικά εκτεταμένη κοινωνικοποίηση των επενδύσεων θα αποδειχθεί το μόνο μέσο για να προσεγγιστεί η πλήρη απασχόληση». (Για τον Κέινς, η πλήρης απασχόληση ήταν ο πρωταρχικός στόχος της οικονομικής πολιτικής, η οποία δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι ήταν το πρώτο βήμα, πέρα από τον καπιταλισμό, προς μια καλύτερη κοινωνία).

Περιττό να πούμε ότι αυτό που ο Κέινς χαρακτήριζε “μια σχετικά εκτεταμένη κοινωνικοποίηση των επενδύσεων” θα ισοδυναμούσε με κάποιο είδος σοσιαλισμού, στον οποίο οι κυβερνήσεις σπεύδουν να πραγματοποιούν επενδύσεις, όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά επειδή ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί να τις κάνει. Για να το θέσουμε με άλλο τρόπο, η κλίμακα του «δημοσιονομικού ακτιβισμού» που θα απαιτηθεί για την αποκατάσταση ενός αποδεκτού επιπέδου ανάπτυξης, απασχόλησης και ζήτησης θα είναι πράγματι τόσο μεγάλη που θα εγείρει ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα. Αν οι καπιταλιστές είναι ανίκανοι και απρόθυμοι να κάνουν το ένα και μοναδικό πράγμα που κάνει τα χειρότερά τους χαρακτηριστικά ανεκτά, δηλαδή να επενδύσουν ώστε να δημιουργήσουν απασχόληση, ποια είναι τότε η αξία χρήσης της καπιταλιστικής τάξης; Γιατί πρέπει τα δημοκρατικά μας κράτη να τους αφήνουν να έχουν τον έλεγχο της οικονομίας; Ο καπιταλισμός βρίσκεται σε αυτό το σημείο την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον. Η σημερινή κρίση μπορεί να κάνει αδύνατο το να το αγνοήσουμε.

Η νομισματική πολιτική βγαίνει εκτός πορείας

Ενώ η εστίαση στη νομισματική πολιτική αποπροσανατόλισε την προσοχή του κοινού από τον πολύ αναγκαίο δημοσιονομικό ακτιβισμό, προκάλεσε, παρ’ όλ’ αυτά μεγάλο χάος και πλέον ενδέχεται να έχει εξαντλήσει ακόμη κι αυτή τη διεστραμμένη της χρησιμότητα. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας, ο μεγαλύτερος ωφελούμενος της απορρύθμισης του νεοφιλελευθερισμού, καθώς και οι δυσμενείς συνθήκες ζήτησης που δημιούργησε, οι οποίες έστειλαν κεφάλαια σε αγορές περιουσιακών στοιχείων και όχι σε παραγωγικές επενδύσεις, αντιμετωπίζει τώρα την κατάρρευση της ίδιας του της βάσης. Η συντριβή της χρηματιστηριακής αγοράς το 1987 ήταν η πρώτη μεγάλη οικονομική κρίση της νεοφιλελεύθερης εποχής και ο τότε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Άλαν Γκρίνσπαν, απάντησε με το περίφημο πακέτο Γκρίνσπαν, αποκαθιστώντας ουσιαστικά την εξαφάνιση της ρευστότητας- ξαναγεμίζοντας το ποτήρι με κρασί – διατηρώντας έτσι το πάρτυ των κερδοσκόπων. Έκτοτε, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και οι αδελφές δυτικές κεντρικές τράπεζες ανταποκρίθηκαν σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις με περαιτέρω εισροές ρευστότητας, τόσο με τη μείωση των επιτοκίων όσο και, αμεσότερα, με την αγορά λιγότερων περιουσιακών στοιχείων, γνωστή και ως ποσοτική χαλάρωση.

Οι πρακτικές αυτές αιτιολογούνταν ως απαραίτητες για την αποκατάσταση των επενδύσεων, της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Ωστόσο, το μόνο που αποκατέστησαν είναι η ικανότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα να συνεχίσει την αντιπαραγωγική του αισχροκέρδεια, που δημιουργεί ανισότητα. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν μια σειρά από φούσκες στο χώρο των ακινήτων, οι οποίες αύξησαν την περιουσία του 1% του πληθυσμού και, σε μικρότερο βαθμό, του 10%, και προκάλεσαν μεγάλη οικονομική δυσπραγία στο 90%, όταν ξέσπασαν. Η αισχρή αυτή συλλογή περιλαμβάνει το κραχ της χρηματιστηριακής αγοράς του 1987, τις διάφορες χρηματοπιστωτικές κρίσεις στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του ’90 που κορυφώθηκαν με την οικονομική κρίση της Ανατολικής Ασίας το 1997-8, τη συντριβή dot-com του 2000 και την κρίση του 2008.

Ενώ η νομισματική πολιτική συνέχισε να αναπληρώνει το κρασί στο ποτήρι, το πάρτυ των κερδοσκόπων ήταν σαφώς χειρότερο. Οι διεθνείς ροές κεφαλαίων, για παράδειγμα, παραμένουν 65% χαμηλότερες από την αιχμή τους πριν από το 2008, παρά τη γενναιοδωρία των κεντρικών τραπεζών. Οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα βαραίνονται από τα υψηλότερα ελάχιστα αποθεματικά που επέβαλε η κατά τ’ άλλα αναποτελεσματική επαναρύθμιση μετά την κρίση. Λαμβάνοντας υπόψη πόσο χρήσιμο είναι το χρηματικό ρίσκο για να κερδίσει κανείς χρήματα στις σημερινές χρηματοπιστωτικές αγορές, η τεράστια κλίμακα των χρημάτων που αναζητούν επιστροφές δεν μπορεί παρά να μειώσει τα περιθώρια. Έτσι, ακόμη και αυτή η σχετικά αδύναμη πολιτική έχει επηρεάσει τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Παρόλα αυτά, την τελευταία δεκαετία παρατηρήθηκε μια σημαντική φούσκα στη χρηματιστηριακή αγορά, η οποία φαίνεται να έχει πλέον ξεσπάσει. Η επείγουσα μείωση επιτοκίων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και η υπόσχεση της να ρίξει τρισεκατομμύρια στο σύστημα την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου δεν δούλεψε. Σε απάντηση, ανακοίνωσε την περαιτέρω μείωση των επιτοκίων σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα, περισσότερες αγορές αξιών και τη συνηθισμένη υπόσχεση να «χρησιμοποιήσει όλο το φάσμα των εργαλείων» την Κυριακή 15 Μαρτίου λίγο πριν ξεκινήσουν οι αγορές στην Ανατολή. Με αυτή την κίνηση, η Fed έχει εξαντλήσει όλα τα πυρομαχικά της. Από το 2015, είχε αυξήσει τα επιτόκια με ρητό σκοπό να κρατήσει κάποιο μαξιλαράκι για μια άλλη κρίση, για να είναι τότε σε θέση να μειώσει τα επιτόκια. Κατά τους τελευταίους έξι μήνες τα έχει χάσει όλα, το μεγαλύτερο μέρος το έχασε τον Μάρτιο του 2020. Δεν έχει απομείνει τίποτα. Τα αρνητικά επιτόκια είναι πλέον καυτά. Ακόμα και οι πιο ριψοκίνδυνοι Ευρωπαίοι δεν έχουν αποτολμήσει να επεκταθούν πέρα ​​από το -0.5 τοις εκατό και η Fed μέχρι τώρα ήταν απρόθυμη να πάει ως την αρνητική κλίμακα. Με αυτό σαν δεδομένο, το γεγονός ότι οι αγορές αρνήθηκαν να ανταποκριθούν την επόμενη μέρα, πέφτοντας σαν πέτρες από το πρωί στην Ανατολή μέχρι το βράδυ στη Δύση, έδωσε μια ανατριχιαστική ετυμηγορία σχετικά με τις δυνατότητες της νομισματικής πολιτικής.

Ανεξάρτητα από το πόσο υψηλές αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων πηγαίνουν σε οποιαδήποτε κερδοσκοπική φρενίτιδα, ανεξάρτητα από το πόσο η Ομοσπονδιακή Τράπεζα τις ενθαρρύνει, τελικά καθορίζονται από τη βαρύτητα της παραγωγικής οικονομίας, τις ανάγκες και τις επιθυμίες της. Η φούσκα dot-com αναγκάστηκε να ξεσπάσει, δεδομένης της αξίας των τόσων πολλών αποθεμάτων της. Οι στεγαστικές και πιστωτικές φούσκες ξέσπασαν το 2008, όταν έπρεπε να αυξηθούν τα επιτόκια για να διατηρηθεί η αξία του δολαρίου εν μέσω αυξήσεων των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθούν οι αυξήσεις των τιμών των κατοικιών και να υπάρξουν όλο και περισσότερες «υπερτιμημένες υποθήκες», υψηλότερης αξίας από τις τιμές των σπιτιών που είχαν χρησιμοποιηθεί ως υποθήκη. Σήμερα το πρόβλημα για τη χρηματιστηριακή αγορά μπορεί να έχει προκληθεί από την πανδημία αλλά αγγίζει τα βαθύτερα, θεμελιακά της  προβλήματα.

Καθώς οι αγορές αξιών, οι οποίες χρηματοδοτούν την κερδοσκοπία στην αξία των ήδη παραγόμενων περιουσιακών στοιχείων, αυξήθηκαν σε μέγεθος κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ξεπέρασαν κάθε λογικό ποσοστό έναντι της  παραγωγικής δραστηριότητας – επένδυσης στην παραγωγή νέων αγαθών και υπηρεσιών (αυτό που ορισμένοι αποκαλούν «πραγματική» οικονομία ) – ακόμη και αν στηρίζονταν σε αυτή. Στην παρούσα κρίση, το σχετικό σχήμα εμπιστοσύνης είναι το ακόλουθο: Οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δέχονται καταθέσεις παραγωγικών εταιρειών ως χρηματοδότηση ύψιστης ποιότητας. Ωστόσο, υπό την επίδραση των διαταραχών της προσφοράς και της ζήτησης, οι παραγωγικές εταιρείες αποσύρουν αυτές τις καταθέσεις και μάλιστα δανείζονται χρήμα. Επιπλέον, όλες οι μεγάλες εταιρίες αυτό ακριβώς το κάνουν μαζί και ταυτόχρονα.

Παρότι αυτό δεν έχει προκαλέσει άμεση τραπεζική κρίση, το πρόβλημα μπορεί να μην βρίσκεται και πολύ μακριά: όπως πρόσφατα επεσήμανε ένας αρθρογράφος των Financial Times, ακόμα και η μεταρρύθμιση Dodd-Frank και άλλες κανονιστικές ρυθμίσεις μετά το 2008,  που έκαναν τις τράπεζες πιο ανθεκτικές, απαιτούν από αυτές να έχουν ένα ελάχιστο επίπεδο αντίστοιχων ποιοτικών καταθέσεων. «Η τόσο γρήγορη απώλεια αυτών των καταθέσεων απειλεί το προφίλ ρευστότητας και την κανονιστική συμμόρφωση των ίδιων των τραπεζών. Κι ακόμα δεν έχουμε αρχίσει να βλέπουμε την άνοδο των εταιρικών υποβαθμίσεων και των πτωχεύσεων που θα δημιουργήσουν ακόμη μεγαλύτερη πίεση χρηματοδότησης».

Η προσφορά ρευστότητας εκ μέρους της Fed δεν λειτουργεί πλέον, διότι αυτό που χρειάζεται σήμερα η οικονομία είναι ένας τρόπος για να δημιουργηθεί ζήτηση, τόσο ζήτηση καταναλωτών όσο και επενδύσεων, με σκοπό την αποκατάσταση και την επέκταση της παραγωγής. Στις τρέχουσες συνθήκες χαμηλών ιδιωτικών δαπανών και επενδύσεων, αυτό μπορεί να είναι μόνο έργο των κυβερνήσεων. Αυτό όμως δημιουργεί πρόβλημα. Από τη μια πλευρά, χωρίς αυτή τη ρευστότητα, μια γενικευμένη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, πολύ πιο βαθιά από την προσωρινή πτώση στην παραγωγή και την κατανάλωση – που μόνο η πανδημία θα προκαλούσε, δεν βρίσκεται και πολύ μακριά. Από την άλλη πλευρά, αν η κυβέρνηση κάνει πραγματικά αυτό που χρειάζεται, θα θέσει ένα ερωτηματικό για το μέλλον του καπιταλισμού.

Η παραγωγική οικονομία σε τεταμένα όρια

Όπως έχουμε σημειώσει, το χρονικά, χωροταξικά και κοινωνικά υπερπαραγωγικό σύστημα που διαμορφώθηκε στις τέσσερις δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού, ήδη επρόκειτο να οδηγηθεί σε εκκαθάριση. Ενώ για περίπου μια δεκαετία μετά το 1995, οι δυτικές αλυσίδες εφοδιασμού έφθασαν σχεδόν στην Κίνα, η ανάπτυξή τους ήδη επιβραδυνόταν πολύ πριν την κρίση του 2008, χάρη σε ένα σύνθετο σύνολο παραγόντων όπως ο κορεσμός των δυτικών αγορών που στραγγαλίστηκε από τον νεοφιλελευθερισμό και η αύξηση των μισθών στην Κίνα. Μετά το 2008 και την έναρξη της λιτότητας, τα αποτελέσματα δεκαετιών «συμφωνιών ελευθέρων συναλλαγών», που στην πραγματικότητα ήταν συμφωνίες για τη διευκόλυνση των ξένων επενδύσεων, ανεμπόδιστων από τις εργασιακές, περιβαλλοντικές και άλλες προδιαγραφές, άρχισαν να επιστρέφουν στην πατρίδα τους, στη Δύση. Παρά τις αναφορές  που υποστηρίζουν ότι τα δυτικά επίπεδα μισθών και απασχόλησης δεν είχαν καμία σχέση με το εμπόριο, στην πραγματικότητα, οι εμπορικές συμφωνίες ροκάνιζαν και τα δύο, ειδικά τους εργάτες στη Δύση.

Ενώ αυτή η δυσαρέσκεια θα έπρεπε να απαντηθεί από το προοδευτικό κίνημα, οι δεκαετίες εξευτελισμού της Αριστεράς από την σε άνοδο νεοφιλελεύθερη δεξιά και οι δεκαετίες «νομιμοφροσύνης» των παραδοσιακά αριστερών κομμάτων (πιθανώς χάρη στους δικούς τους ιστορικούς και βαθιά ριζωμένους περιορισμούς), κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντ ‘αυτού, καθώς ο δεξιός λαϊκισμός εκμεταλλεύτηκε αυτή τη δυσαρέσκεια, διαιρώντας έντεχνα κι εκλογικά, όπως με το Brexit και τους εμπορικούς πόλεμους, ενώ παράλληλα ελάχιστα έκανε για να την αντιμετωπίσει, το αποτέλεσμα έχει αποσταθεροποιήσει περαιτέρω τις ήδη ισχνές διεθνείς παραγωγικές ρυθμίσεις του πλανήτη. Η επιδημία του κοροναϊού έχει μόνο επιταχύνει το ρυθμό προς την αναμέτρηση.

Η κρίση της διαχείρισης κρίσεων

Το τελικό στοιχείο σε αυτό το «κακό κοκτέιλ» σχετίζεται με τους μηχανισμούς μέσω των οποίων έχουν ιστορικά αντιμετωπιστεί οι κρίσεις στον καπιταλισμό – το κράτος και η πολιτική. Οι δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού έχουν διαβρώσει τόσο τις κρατικές όσο και τις ευρύτερες πολιτικές ικανότητες στις δυτικές κοινωνίες και δεν μπορούμε να στηριχθούμε σε αυτές για να δώσουμε μια συνεπή απάντηση στην τρέχουσα κρίση, είτε στον έλεγχο και τον τερματισμό της πανδημίας βραχυπρόθεσμα, είτε στον μακροπρόθεσμο οικονομικό αναπροσανατολισμό που θα είναι απαραίτητος.

Αυτό φαίνεται σαφέστερα από την υποτονικότητα των δυτικών απαντήσεων στην πανδημία. Έχοντας ξοδέψει αρκετούς μήνες στο να βρίσκουν λάθη στην ανταπόκριση της Κίνας, η ίδια η αντίδραση της Δύσης υπολείπεται αρκετά σε σχέση μ’ εκείνη του Πεκίνου. Η έκθεση της Μεικτής Αποστολής για την νόσο του κορονοϊού 2019 (Covid-19) μεταξύ ΠΟΥ-Κίνας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι:

Μπροστά σε έναν προηγουμένως άγνωστο ιό, η Κίνα έχει αναπτύξει ίσως την πιο φιλόδοξη, ευκίνητη και επιθετική προσπάθεια περιορισμού της ασθένειας στην ιστορία. Η στρατηγική που στήριξε αυτήν την προσπάθεια συγκράτησης ήταν αρχικά μια εθνική προσέγγιση που προωθούσε την καθολική παρακολούθηση της θερμοκρασίας, την κάλυψη και το πλύσιμο των χεριών. Ωστόσο, καθώς εξελίχθηκε το ξέσπασμα και αποκτήθηκε γνώση, υιοθετήθηκε μια προσέγγιση επιστήμης και ρίσκου. Τα ειδικά μέτρα περιορισμού προσαρμόστηκαν σε επαρχιακό, νομαρχιακό και ακόμη και σε κοινοτικό επίπεδο, στην ικανότητα εγκατάστασης και στη φύση της νέας μετάδοσης του κορωνοϊού εκεί.

Η αντίθεση με τη Δύση δεν θα μπορούσε να είναι πιο έντονη. Πάρτε ως παράδειγμα τα δύο κορυφαία νεοφιλελεύθερα έθνη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Και στα δύο, τέσσερις δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού έχουν μειώσει την κρατική ικανότητα, κατέστρεψαν κρίσιμους θεσμούς και έχασαν το καλύτερο προσωπικό τους. Και στις δύο, οι πολιτικές ελίτ έχουν χάσει την αξιοπιστία τους και τα πολιτικά συστήματα έχουν αναστατωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε επέτρεψαν σε τσαρλατάνους να καταλάβουν τα ανώτατα πολιτειακά τους καθήκοντα. Πώς μπορούν αυτά τα εξαντλημένα συστήματα να παράγουν την πολιτική προθυμία και την κρατική ικανότητα αντιμετώπισης της κρίσης που εκτυλίσσεται; (Μπορούμε να προσθέσουμε εδώ ότι η πανδημία δοκιμάζει επίσης την ίδια την αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης.)

Στις ΗΠΑ, με ένα ιδιωτικό ιατρικό σύστημα, η ασφάλιση, το κόστος και άλλες εμπορικές παράμετροι, εξακολουθούν να υπαγορεύουν μια ασυνάρτητη απάντηση στην οποία ακόμη και οι διαγνωστικοί έλεγχοι παραμένουν αδιαφανείς, αφήνοντας το πραγματικό μέγεθος της πανδημίας να παραμένει ένα μυστήριο. Το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου παραπάνω από μια δεκαετία  λιτότητας είχε ήδη αφήσει την Εθνική Υπηρεσία Υγείας (NHS) ανίκανη να αντιμετωπίσει τις συνήθεις, εποχιακές εξάρσεις της γρίπης, χωρίς να αναβάλει τις εκλογικές διαδικασίες, επιδίωξε να αναδείξει την αναγκαιότητα ως αρετή,  υποστηρίζοντας ότι στόχευε στην «ανοσία αγέλης». Αυτή δεν ήταν παρά μια αποστειρωμένη κήρυξη πτώχευσης με έντονη επίγευση γενοκτονίας. Θεωρώντας ότι η πανδημία θα έπληττε τους φτωχούς σκληρότερα, αποδεχόμενη ότι ο ιός θα εξαπλωθεί, δεκάδες «αγαπημένοι» θα πεθάνουν και μόνο ο πιο ικανός θα επιβιώσει,  ήταν σαν να λέει «αφήστε το διάβολο να πάρει τον τελευταίο που θα μείνει». Σε όλο τον δυτικό κόσμο, η κυριαρχία των συστημάτων πληροφοριών από τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης παρήγαγε ένα επίπεδο παρερμηνειών και δυσλειτουργιών, που μπορούν μόνο να εντείνουν τα προβλήματα.

Επιπλέον, οι ανικανότητες του εκάστοτε έθνους εντείνονται από τους διεθνείς ανταγωνισμούς και τις εντάσεις, καθιστώντας δύσκολη μια διεθνώς συντονισμένη απάντηση. Οι ρίζες των αντιπαλοτήτων, που χαρακτηρίζουν τον εικοστό πρώτο αιώνα, έγκεινται βεβαίως στη μετατόπιση του οικονομικού κέντρου βάρους του κόσμου μακριά από τη Δύση. Βέβαια, αυτή η μετατόπιση εντάθηκε από την αργή ανάπτυξη της Δύσης κατά τις νεοφιλελεύθερες δεκαετίες και από την ικανότητα της Κίνας και ορισμένων άλλων κυβερνήσεων να αποφύγουν ή να προσαρμοστούν στις διακυμάνσεις της. Η Δύση εδώ και πολύ καιρό είχε αρχίσει να αντιδράει άσχημα σε αυτή τη μετατόπιση: εντείνοντας τον στρατιωτικό και τον οικονομικό πόλεμο εναντίον των αντιπάλων και των “ανερχόμενων”. Η άνοδος του λαϊκισμού έχει μόνο χειροτερέψει τα πράγματα.

Ενώ το επίπεδο διεθνούς ομαλότητας μετά το 2008 σκιαγραφούταν με υπερβολική αισιοδοξία και οι προσπάθειες των G20 ελάχιστα κατάφεραν να μετριάσουν την κρίση, η εποχή του «America First» και το Brexit δείχνουν ένα νέο επίπεδο διαφωνίας. Η προσπάθεια του Τραμπ να προσφέρει μεγάλα ποσά σε φαρμακευτικές εταιρείες για αποκλειστική πρόσβαση σε ένα εμβόλιο, είναι ίσως ο πιο πρόσφατος «πάτος»  στη συμπεριφορά των δυτικών κρατών εν μέσω της κρίσης. Ακόμη και το να μάθουμε από την επιτυχία της Κίνας δέχεται αντιστάσεις στις περισσότερες πολιτικές της Δύσης και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τόσο πολύ ώστε να μην αναφέρονται οι ιατρικές πρόοδοι προς την επιτυχή θεραπεία, πόσο μάλλον να συζητούνται ή να υιοθετούνται. Εν τω μεταξύ, τα διεθνή καθεστώτα κυρώσεων εμποδίζουν τις «δαιμονικές κυβερνήσεις», όπως εκείνη της Βενεζουέλας, να αγοράζουν φάρμακα για θεραπεία.

Εάν η πανδημία του κοροναϊού έπληττε μια υγιή και αρμονική παγκόσμια οικονομία, θα είχε προκαλέσει μεγάλη ζημιά, αλλά η ζημιά θα ήταν περιορισμένη σε χρόνο και χώρο. Εντούτοις, πλήττει μια παγκόσμια οικονομία και ένα καπιταλιστικό σύστημα ήδη αποδυναμωμένο από δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού. Η επίδρασή της είναι, και θα παραμείνει, άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτές τις υποκείμενές της αδυναμίες. Θα πρέπει να είναι σαφές από τα προηγούμενα ότι η κατάσταση περιέχει μεγάλες δυνατότητες για ανάκαμψη της αριστεράς. Αυτό όμως ας το αφήσουμε για κάποια άλλη χρονική στιγμή.

Πηγή: Canadian Dimension

Μετάφραση: antapocrisis