Άρθρα

Γιατί η σημερινή συγνώμη του Μητσοτάκη είναι ακόμα πιο εξοργιστική από το “φταίει ο σταθμάρχης”;

Πέντε ολόκληρες μέρες άργησε η συγνώμη του Μητσοτάκη προς τα θύματα. Αλήθεια, τι τον εμπόδισε να ζητήσει συγνώμη από την πρώτη μέρα; Δεν θυμόταν ότι η βασική του κριτική στον Τσίπρα ήταν ότι δεν ζήτησε συγνώμη για το Μάτι; Ή μήπως η συγνώμη εκφέρεται μόνο όταν καταρρέει η πρώτη επικοινωνιακή γραμμή άμυνας ότι “φταίει ο σταθμάρχης και όχι το κράτος το οποίο κυβερνάμε 4 χρόνια”;

Η συγνώμη του Μητσοτάκη όπως και η παραδοχή ότι “δεν πρέπει να κρυφτούμε πίσω από το ανθρώπινο σφάλμα” είναι υποκριτική, ψεύτικη, εξοργιστική. 

Πρώτον, γιατί έρχεται πέντε μέρες μετά από το δυστύχημα. Δεν μπορεί να είσαι πρωθυπουργός μιας χώρας, να πολιτεύεσαι έχοντας ως σημαία την 4η βιομηχανική επανάσταση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, και όταν συγκρούονται μετωπικά δύο τρένα η συγνώμη να μην είναι η πρώτη αυθόρμητη λέξη.

Δεύτερον, επειδή η σημερινή συγνώμη είναι επικοινωνιακός ελιγμός, που ήρθε μετά τις σφυγμομετρήσεις που δείχνουν ότι το αφήγημα που επιλέχθηκε την πρώτη μέρα, δεν περπατάει. Η σημερινή συγνώμη είναι απόφαση και δημιούργημα των ακριβοπληρωμένων επικοινωνιολόγων του Μαξίμου και όχι ειλικρινής έκφραση ενός πρωθυπουργού που μετρά άλλωστε κάθε λέξη του με κριτήριο το γκελ που θα κάνει στις ερχόμενες εκλογές. 

Τρίτον, επειδή, υπό κεντρικό πρωθυπουργικό σχεδιασμό, η πρώτη γραμμή άμυνας ήταν ότι φταίει ο σταθμάρχης και όχι το κράτος και η κυβέρνηση. Επί πέντε ολόκληρες μέρες ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της εξουσίας είχε ξεσαλώσει με το “ανθρώπινο λάθος”. Έφτασαν να προπηλακίζονται Νεοδημοκράτες, ακροκεντρώοι, φιλελεύθεροι και πάντως υπεράνω πάσης φιλοσυριζικής υποψίας άνθρωποι, που τόλμησαν να πουν ότι η επίκληση του ανθρώπινου λάθους σε μια μετωπική σύγκρουση τρένων δεν μπορεί να είναι αποδεκτή στον 21ο αιώνα. Μπορεί σήμερα με την αλλαγή γραμμής να τα ρίχνουν όλοι τεχνηέντως στους φανατικούς του Μαξίμου (δημοσιογράφους, στελέχη και ινφλουένσερς) αλλά η γραμμή εκπορεύτηκε κεντρικά από τον ίδιο τον Μητσοτάκη. Άλλο αν δεν βγήκε και αναγκάστηκε στην πορεία να αναθεωρήσει.

Τέταρτον, επειδή η αρχική δήλωση Μητσοτάκη δεν ήταν απλώς ότι πρόκειται για “τραγικό ανθρώπινο λάθος”. Ήταν ότι ο υπουργός του παραιτήθηκε, παρά το γεγονός ότι το δυστύχημα οφείλεται σε τραγικό ανθρώπινο λάθος. Η χυδαιότητα της δήλωσης δεν αφορούσε στο πρόωρο πόρισμα του πρωθυπουργού που επιχειρούσε να κουκουλώσει τις ευθύνες. Αφορούσε κυρίως στο γεγονός ότι ο υπουργός αδίκως παραιτήθηκε και η πολιτική ευθύνη ίσως και δεν θα έπρεπε να αναληφθεί, καθώς “όλα δείχνουν ότι …”. Επί λέξει η πρώτη δήλωση Μητσοτάκη είχε ως εξής: “Ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Κώστας Καραμανλής, αναλαμβάνοντας την αντικειμενική πολιτική ευθύνη, υπέβαλε αμέσως την παραίτηση του …Η στάση του τον τιμά, καθώς όλα δείχνουν πως το δράμα οφείλεται, δυστυχώς, κυρίως σε τραγικό ανθρώπινο λάθος”.

Πέμπτον, επειδή η σημερινή συγνώμη του Μητσοτάκη δεν αφορά τον εαυτό του, το επιτελικό του κράτος και τη διακυβέρνησή του, αλλά γίνεται στο όνομα όλων των κυβερνήσεων διαχρονικά. Όποιος έχει (ή καλύτερα αποκτήσει στην πορεία γιατί δεν βγήκε η πρώτη επικοινωνιακή γραμμή) το θάρρος να ζητήσει συγνώμη, ας το κάνει μόνο για τον εαυτό του. Να ζητάς συγνώμη εκ μέρους όλων όσων κυβέρνησαν το νεοελληνικό κράτος διαχρονικά δεν είναι ανάληψη ευθύνης. Είναι διάχυση ευθύνης, αποπροσανατολισμός, άλλα λόγια να αγαπιόμαστε και επίρριψη ευθυνών στους προηγούμενους. Σε τι διαφέρει η συγνώμη του Μητσοτάκη “στο όνομα όλων όσοι κυβέρνησαν τη χώρα εδώ και χρόνια”, από τη συγνώμη Τσίπρα μετά το Μάτι όταν έλεγε ότι ανέλαβε “την πολιτική ευθύνη και άλλων κυβερνήσεων και όχι μονάχα της δικής του”;

Έκτον γιατί η συγνώμη που δεν συνοδεύεται από τη ρητή αναγνώριση ότι κακώς ιδιωτικοποιήθηκε ο σιδηρόδρομος, κακώς κατακερματίστηκε ο ΟΣΕ, κακώς μειώθηκε το προσωπικό, κακώς υπάρχει η πάσει θυσία μείωση του κόστους, είναι συγνώμη υποκριτική και ψεύτικη. Είναι συγνώμη με τη ματιά στραμμένη στις δημοσκοπήσεις και στο πολιτικό κόστος, και όχι συγνώμη που επιχειρεί να διορθώσει τις κακοδαιμονίες, τις αποτυχίες, τις δολοφονικές πολιτικές. 

Έβδομο και χειρότερο. Η σημερινή ανάρτηση του πρωθυπουργού αναφέρει τη φράση του Σημίτη μετά το ναυάγιο Σάμινα: “Ξέρω ότι πολλοί σήμερα θα θυμούνται τη φράση ενός προκατόχου μου ότι αυτή είναι η Ελλάδα”. Και καταλήγει: “Προσωπικά είμαι στην πολιτική για να αλλάξω αυτή την «κακιά τη χώρα», αυτήν την παλαιά Ελλάδα που μας πληγώνει. Γι’ αυτό προσπαθώ, κάθε μέρα”. Τι μας λέει εδώ ο πορφυρογέννητος γόνος; Ότι υπάρχει η κακιά χώρα, η καθυστερημένη, η παλαιά Ελλάδα, και υπάρχει και Αυτός. Ο αίρων τις αμαρτίες υμών. Που θα αλλάξει (σε πρώτο ενικό) τη χώρα και την κακή της μοίρα. Ο Μητσοτάκης, που ως πρωθυπουργός κυβερνά τη χώρα 4 χρόνια, που ως υπουργός κυβέρνησε άλλα 4 χρόνια, που ο μπαμπάς του κυβέρνησε επίσης 4 χρόνια, και που το κόμμα του κυβέρνησε σχεδόν 20 χρόνια κατά τη μεταπολίτευση, αποφάσισε σήμερα, μετά από 57 νεκρούς επί της πρωθυπουργικής Του θητείας, ότι “θα σώσει τη χώρα”. Λιγότερη έπαρση είχε ο Λουδοβίκος 14ος. Λίγη συστολή (για να μην πούμε συντριβή) δεν θα έβλαφτε ακριβοπληρωμένοι κύριοι που γράφετε επιμελώς τα διαγγέλματα και τις αναρτήσεις του πρωθυπουργού.

Τι θα έγραφε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Νεοελληνική Γλώσσα αν έδινε Πανελλήνιες Εξετάσεις;

Το ερώτημα είναι εντελώς υποθετικό. Καταρχήν επειδή η ευρύτερη οικογένεια Μητσοτάκη ουδεμία σχέση έχει με τις Πανελλήνιες Εξετάσεις. Το κυβερνών σόι και η άρχουσα τάξη δεν έχουν ανάγκη εξετάσεων – η αριστεία ρέει στο αίμα τους. Δεν έχουν χρεία συνωστισμού με τους κοινούς θνητούς για μια θέση στο ελληνικό Πανεπιστήμιο. Τους περιμένει με ανοιχτές αγκάλες το Χάρβαρντ και το Γέιλ. Λόγω ονόματος, περιουσίας, ισχύος και διασυνδέσεων, όλοι μα όλοι οι γόνοι θα αποφοιτούν ντε φάκτο από τα κλασάτα ιδρύματα του εξωτερικού, κι ας είναι «αχαΐρευτοι» – κατά την ευφυή διατύπωση της Μαρίκας Μητσοτάκη για τον εγγονό της.

Το κείμενο του Ραϋμόνδου Αλβανού που κλήθηκαν να σχολιάσουν οι εξεταζόμενοι μαθητές στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας πριν μία εβδομάδα μιλά για την αξία της ιστορίας. 

Για την αξία της ιστορίας έχει ήδη τοποθετηθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας για τη δολοφονία Λαμπράκη: “Το παιδί των 17 ετών δεν το ενδιαφέρει τι έγινε το 1963”. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης τοποθετείται λίγο χειρότερα από τους φοιτητές του Ραϋμόνδου Αλβανού οι οποίοι, σύμφωνα με το απόσπασμα που παρατέθηκε στις εξετάσεις, του έλεγαν: «Γιατί, κύριε, να πρέπει να μαθαίνουμε ιστορία; Εμείς κοιτάμε μπροστά. Κοιτάμε στο μέλλον». 

Βέβαια οι φοιτητές του κ. Αλβανού είναι παιδαρέλια που σήμερα σπουδάζουν, μαθαίνουν, και ίσως θα προβληματιστούν, ενώ ο Κ. Μητσοτάκης είναι αριστούχος Κοινωνικών Επιστημών του Χάρβαρντ. Το να παπαγαλίζει αντι-ιστορικές κοινοτυπίες για την ιστορία, δεν περιποιεί τιμή ούτε για το Χάρβαρντ, ούτε για τις Κοινωνικές Επιστήμες. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης – αν ήθελε να είναι συνεπής με τα πιστεύω του – θα ισχυριζόταν στο υποθετικό γραπτό του ότι η ιστορία δεν έχει καμιά σημασία. 

Ειδικά όταν αυτή η ιστορία προδίδει σε κάθε της σελίδα ότι για έναν και πλέον αιώνα, υπήρξαν δύο Ελλάδες. Η Ελλάδα των Λαμπράκηδων και η Ελλάδα των Μητσοτάκηδων. Η δεύτερη Ελλάδα θέλει να σβήσει την πρώτη. Για αυτό και απαξιώνει όχι μόνο το τι έγινε το 1963 αλλά και το τι έγινε το 1940 – 44, το 1946 – 49, το 1952, το 1967, το 1973 κοκ. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο υποθετικό γραπτό του για τις Πανελλήνιες δεν θα ισχυριζόταν ότι η Ιστορία είναι αναγκαία για να καταλάβουμε το σήμερα. 

Για αυτόν, η ιστορία είναι απλώς το δίκαιο των νικητών. Πόσες φορές δεν έχει τονίσει ότι ο ίδιος, το σόι του, το κόμμα του και η τάξη του, είναι “με τη σωστή πλευρά της ιστορίας”;

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο υποθετικό γραπτό του για τις Πανελλήνιες θα ισχυριζόταν ότι η Ιστορία είναι αναγκαία μόνο για να νομιμοποιεί τις σημερινές επιλογές της άρχουσας τάξης. 

Όχι για να θυμίζει τις αμαρτίες της – και αυτές είναι πολλές και απαράγραπτες. 

Όχι για να θυμίζει το μεγαλείο των αγώνων των απλών ανθρώπων και του λαού. 

Όχι για να θυμίζει στιγμές συλλογικής και αγωνιστικής ανάτασης. 

Η ιστορία είναι χρήσιμη ως ντεκόρ για τα σόου της κυρίας Αγγελοπούλου – Δασκαλάκη για τα 200 χρόνια από την επανάσταση.

Είναι χρήσιμη ως τελική κρίση, ως θεολογικού τύπου τελεσιδικία για τη νίκη της αντεπανάστασης έναντι της επανάστασης, και ας είναι αυτή η νίκη στην πραγματικότητα προσωρινή. 

Αυτή είναι η μόνη χρησιμότητα της Ιστορίας για έναν Μητσοτάκη και για τους ομοίους του. 

Και αυτά θα έγραφε – αν ήταν ειλικρινής – και αν έδινε Πανελλήνιες εξετάσεις ο ίδιος ή ο επόμενος γόνος. 

Και τα δύο αν όμως, δεν πρόκειται να συμβούν.

Για τη Σακελλαροπούλου και τον Μητσοτάκη, η Κύπρος κείται μακράν, η Ουκρανία κοντά

Η προεδρος της Δημοκρατίας, χωρίς περίσκεψη και αιδώ δήλωσε στον πρωθυπουργό ότι “η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι η πρώτη τόσο σημαντική επίθεση εναντίον ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο”. Ακόμα και αν αγνοήσουμε τον εξοντωτικό βομβαρδισμό επί τρεις μήνες της Σερβίας από το ΝΑΤΟ πριν από 23 χρόνια, δεν γίνεται να αγνοήσουμε τον Αττίλα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Το να υποτιμούν οι δύο ανώτεροι πολιτικοί και πολιτειακοί παράγοντες της χώρας την κυπριακή τραγωδία για να εξυψώσουν την ουκρανική, επιβεβαιώνει για μια ακομα φορά ότι οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης περισσότερο ζορίζονται για τις σκοτούρες των ΗΠΑ, παρά για τα εθνικά θέματα της χώρας τους. 

Το σύνολο του ελληνικού αστικού κόσμου στέκεται απέναντι στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία πιο εξαγριωμένο από όλη την ευρωπαϊκή ηγεσία. Ο Μητσοτάκης δήλωσε ότι “η απάντηση της Ε.Ε. πρέπει να είναι ανάλογη της ρωσικής πρόκλησης”. Επειδή κανείς μάλλον δεν τον παίρνει στα σοβαρά, ουδείς τον ρώτησε αν εννοεί ότι πρέπει η Ε.Ε. να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία. Και πάλι καλά. 

Τα δε ελληνικά ΜΜΕ συναγωνίζονται σε αντιρωσική υστερία και βλακώδη προπαγάνδα τους πιο κυνικούς προπαγανδιστικούς μηχανισμούς των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας. 

Και εν πάσει περιπτώσει αν οι ΗΠΑ νιώθουν ότι πρέπει να κοντύνουν το βασικό τους στρατιωτικό ανταγωνιστή, τη Ρωσία ή αν εκτιμούν ότι πρέπει να την περικυκλώσουν περαιτέρω βάζοντας την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ, τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα πώς ακριβώς εξυπηρετούνται από το να κάνουν διαγωνισμό αγανάκτησης, αποτροπιασμού και σκληράδας (στα λόγια) για τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία; 

Στην αρχή της εισβολής, οι ελβετόψυχοι απολογητές του ΝΑΤΟ παπαγάλιζαν ότι αυτό που έκανε η Ρωσία στην Ουκρανία το έκανε η Τουρκία στην Κύπρο. Στην πορεία όμως αποφάσισαν ότι δεν μπορούν να εξισώσουν τον Ρώσο με τον Αττίλα, ούτε το δράμα του Ουκρανικού λαού με το δράμα του Κυπριακού λαού. Έτσι αποφάσισαν να αναδείξουν την Ουκρανία ως τη ΜΟΝΗ χώρα στην Ευρώπη που μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δέχτηκε εισβολή. 

Μήπως η Κύπρος δεν ήταν ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος;

Μήπως δεν ήταν στην ευρωπαϊκή ήπειρο;

Ή μήπως η εισβολή του Αττίλα δεν ήταν σημαντική επίθεση;

48 χρόνια κατοχής, 150.000 πρόσφυγες (το 1/3 του ελληνοκυπριακού πληθυσμού), 3.000 Ελληνοκύπριοι νεκροί σε ένα σύνολο 640.000 πληθυσμού, το 34% του νησιού παραμένει κατεχόμενο και η Κύπρος ντε φάκτο διχοτομημένη.

Ό,τι εξέλιξη και να έχει ο πόλεμος στην Ουκρανία, αντίστοιχη καταστροφή δεν πρόκειται να υπάρξει.

Αλλά κατά τα άλλα, για την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία του τόπου, η Ουκρανία είναι η “πρώτη” και η “τόσο σημαντική” επίθεση εναντίον ευρωπαϊκής χώρας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Κύπρος κείται μακράν, έλεγε ο εθνάρχης Καραμανλής. 

Οι επίγονοί του δεν θεωρούν απλά ότι είναι μακριά, την έβαλαν και κάτω από το χαλί, για να μην τους χαλάσουν οι αναλογίες το αφήγημα για το “πρωτοφανές στα χρονικά της Ευρώπης έγκλημα της Ρωσίας”. 

Μην τυχόν και υποτιμηθεί το μείζον, το μοναδικό, το πρωτοφανές έγκλημα του Πούτιν, συγκρινόμενο με το έλασσον, το ξεχασμένο, το ήσσονος σημασίας γεγονός του Αττίλα.

Ποιος χέστηκε για την Κύπρο μωρέ; Εδώ η Ουκρανία δέχτηκε επίθεση.

Εθνική ηγεσία από τα Lidl. Πρόθυμη, δεδομένη, μονοδιάστατη, βασιλικότερη του βασιλέως, έσχατος γελωτοποιός στις αυλές των ισχυρών ηγεμόνων.

Ντροπή.

Δηλαδή δεν σηκώνει πρόταση μομφής το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός συνελήφθη ψευδόμενος;

Την 1η Δεκεμβρίου ο Κ. Μητσοτάκης διαστρέφοντας χυδαία την πραγματικότητα, δήλωνε: “Έχουμε ενδείξεις ότι έχουμε μεγαλύτερη θνησιμότητα σε ασθενείς διασωληνωμένους εκτός ΜΕΘ, σε σχέση με αυτούς οι οποίοι είναι στις ΜΕΘ; Δεν έχω τέτοια ένδειξη”. Κουνούσε και το δάκτυλο επιτιμητικά, ζητώντας να του φέρουν ενδείξεις. 

Οι ενδείξεις ήρθαν, αλλά όχι από εκεί που περίμενε: Ο καθηγητής Λύτρας έδωσε στη δημοσιότητα μελέτη που λέει το εντελώς ανάποδο από τους ισχυρισμούς Μητσοτάκη, δηλώνοντας μάλιστα ότι έχει επιδοθεί στους πολιτικούς υπεύθυνους μήνες πριν. Τη μελέτη συνυπογράφει ο καθηγητής Τσιόδρας, ο κατά τον Μητσοτάκη “φίλος Σωτήρης”. 

Ο κ. Τσιόδρας μάλλον δεν θα άκουσε τη δήλωση Μητσοτάκη στη Βουλή που έκανε μέχρι και τα πόμολα των νοσοκομείων να αγανακτήσουν από το ψέμα. 

Μάλλον δεν θα ένιωσε την ανάγκη να αποκαταστήσει την επιστημονική αλήθεια και την κοινή λογική. 

Ούτε φυσικά να υπερασπιστεί το άκρως απαραίτητο έργο των γιατρών και νοσηλευτών της Εντατικής Θεραπείας, από τον νούμερο ένα αρνητή τους, τον ίδιο τον πρωθυπουργό. 

Το θέμα όμως σήμερα, δεν είναι ο κ. Τσιόδρας. 

Το θέμα είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης συνελήφθη ψευδόμενος ανερυθρίαστα μέσα στη Βουλή, και μάλιστα με το γνωστό υφάκι του κοκορίκου ηγεμόνα της χώρας που μπορεί να εκστομίζει την οποιαδήποτε τερατολογία και να βγαίνει και από πάνω. 

Και δεν το έκανε επειδή του ξέφυγε. 

Το έκανε συνειδητά, για να αποσείσει τις δικές του πολιτικές ευθύνες για τις χαμηλές αντοχές του ΕΣΥ, για τις πλασματικές ΜΕΘ, για τις εκατοντάδες διασωληνώσεις εκτός ΜΕΘ, για τους χιλιάδες θανάτους που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.

Τη στιγμή που εκστόμισε το τερατώδες αυτό ψέμα, προπαθώντας μάλιστα να βγει κι από πάνω, απέδειξε ότι είναι κυνικός, αμετανόητος, ασυνείδητος, ψεύτης. 

Θέλει να συνεχίσει να παριστάνει τον σούπερ αποτελεσματικό και ικανό διαχειριστή, τη στιγμή που η Ελλάδα έχει πατώσει σε όλους τους τομείς, εξανεμίζοντας τη διαφορά που κέρδισε με το γεγονός ότι τη χώρα δεν την άγγιξε το πρώτο κύμα της πανδημίας. 

Ένας πρωθυπουργός λοιπόν ήρθε στη Βουλή και είπε κάτι το οποίο όχι μόνο δεν στέκει με βάση την κοινή λογική και τη στοιχειώδη επιστημονική αιτιολόγηση, αλλά αποτελεί και χυδαία απόπειρα να κρύψει τις ευθύνες του. 

Όταν ο Τσίπρας παρίστανε ότι δεν ήξερε για τους νεκρούς στο Μάτι, ενώ προφανώς είχε ενημερωθεί, το σύμπαν των ΜΜΕ, των δημοσιολόγων, των φιλελεύθερων του κώλου και των ακροκεντρώων είχε ξεσηκωθεί. Ζητούσαν την κεφαλή του επί πίνακι. Ούρλιαζαν για την υποκρισία του.

Δικαίως, πέραν των λοιπών σκοπιμοτήτων τους. Ένας πρωθυπουργός δεν μπορεί να παίζει θέατρο στις κάμερες. 

Αυτό δεν ισχύει για τον κ. Μητσοτάκη;

Μπορεί να παίζει θέατρο στη Βουλή; 

Μπορεί να εμπαίζει δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και τις οικογένειές τους, λέγοντάς τους ότι το γεγονός ότι δεν υπήρχε κατάλληλη νοσηλεία δεν έπαιξε ρόλο στην τραγική κατάληξη;

Αυτό και μόνο το γεγονός, δεν σηκώνει πρόταση μομφής; 

Δεν σηκώνει δέκα φορές πρόταση μομφής το ότι αποδείχθηκε πως όχι μόνο “ενδείξεις” υπήρχαν, αλλά υπήρχαν και επιστημονικές μελέτες και μάλιστα σε γνώση του εδώ και μήνες;

Το γεγονός ότι από τους 3988 θανάτους διασωληνωμένων COVID19  που ανέλυσαν οι κ. Τσιόδρας και Λύτρας, οι 1535 (38,5%) ήταν δυνητικά αποφευκτέοι στην Ελλάδα, και ότι η μελέτη από τέλος Μαϊου 2021 είχε γνωστοποιηθεί «άμεσα κι επανειλημμένα» στο ανώτατο επίπεδο (σύμφωνα με τον κ. Λύτρα), θέτει από μόνο του μείζων ζήτημα παραίτησης του ψευδόμενου και κυνικού πρωθυπουργού.

Στην πράξη όμως αποδεικνύεται ότι το θράσος και ο κυνισμός του Μητσοτάκη οφείλεται σε μεγάλο μέρος στην ανικανότητα της αντιπολίτευσης:

Στο γεγονός ότι έχει καμένη τη γούνα της σε ζητήματα αξιοπιστίας και ειλικρίνειας.

Στο γεγονός ότι ακολουθώντας και αυτή, ως κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τις απαιτήσεις της ΕΕ και των δανειστών, συνέβαλε στην πολύχρονη διάλυση του ΕΣΥ και των δημόσιων νοσοκομείων.

Στο γεγονός ότι ο Τσίπρας εξακολουθεί να θεωρείται αναξιόπιστος και κωλοτούμπας για μεγάλο μέρος της κοινωνίας.

Και αν σήμερα η αντιπολίτευση δεν κάνει πρόταση μομφής για το γεγονός ότι ένας πρωθυπουργός λέει ανερυθρίαστα και κουτσαβάκικα ψέματα, γιατί πρέπει να κάνει; Για τις δημοσκοπήσεις;

Αν δεν κάνει πρόταση μομφής στον πρωθυπουργό συγκεκριμένα για τη συγκεκριμένη δήλωση, αλλά και συνολικά για την κυριολεκτικά θανατηφόρα αδιαφορία της κυβέρνησης Μητσοτάκη για την δημόσια υγεία, τι άλλο μένει να κάνει; 

Και ας μη σπεύσει κανείς να διαπιστώσει ότι οι προτάσεις δυσπιστίας δεν ρίχνουν κυβερνήσεις. Δεν ρίχνουν κυβερνήσεις, αλλά και δεν γίνονται για να ρίξουν κυβερνήσεις. Γίνονται για να συγκροτήσουν αντιπολιτεύσεις, κοινοβουλευτικές, πολιτικές, κοινωνικές. 

Εκτός και αν αυτές δεν θέλουν να συγκροτηθούν ή το έχουν πάρει απόφαση ότι δεν μπορούν.

130 νεκροί τη μέρα, αλλά ο Μητσοτάκης δηλώνει για 3η φορά ότι νίκησε την πανδημία…

“Θυμηθείτε, μεταναστευτικό στον Έβρο και στα νησιά, εθνικές απειλές, πανδημία και φυσικές καταστροφές είναι μόνο κάποιες από αυτές και σε όλες η πατρίδα αντέδρασε, αμύνθηκε, οργανώθηκε, και τελικά νίκησε”.

Αυτά δήλωσε ο Κ.Μητσοτάκης στην Πολιτική Επιτροπή της ΝΔ. 

Τρεις μέρες μετά, την Τρίτη 14/12, είχαμε 130 νεκρούς από τον κορωνοϊό σε μία μέρα, καταγράφοντας νέο μακάβριο ρεκόρ.

Την 1η Δεκεμβρίου, μέσα στη Βουλή, αναφερόμενος στους εκατοντάδες ασθενείς Covid που παραμένουν διασωληνωμένοι σε κοινές κλίνες νοσηλείας καθώς οι ΜΕΘ δεν επαρκούν, δήλωνε: 

“Έχουμε ενδείξεις ότι έχουμε μεγαλύτερη θνησιμότητα σε ασθενείς διασωληνωμένους εκτός ΜΕΘ, σε σχέση με αυτούς οι οποίοι είναι στις ΜΕΘ; Δεν έχω τέτοια ένδειξη”.

Στις 13 Δεκεμβρίου, αναρτήθηκε δημόσια μελέτη των Λύτρα – Τσιόδρα (για την οποία ο κ. Λύτρας δήλωνε ότι ήταν σε γνώση της κυβέρνησης ήδη από την άνοιξη), σύμφωνα με την οποία η νοσηλεία εκτός ΜΕΘ σχετίζεται με 87% αυξημένη θνητότητα, δηλωνοντας ρητά και κατηγορηματικά ότι από ένα σύνολο 3988 θανάτων διασωληνωμένων που αναλύθηκαν, οι 1535 θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν οι αντοχές του ΕΣΥ δεν ήταν τόσο χαμηλές. 

Δηλαδή η μελέτη του “Σωτήρη” και η γνωστοποίησή της στην πολιτική ηγεσία μήνες πριν, αποδεικνύει ότι ο Μητσοτάκης στη Βουλή έλεγε ψέματα ότι δεν έχει ενδείξεις. 

Ποτέ άλλοτε δεν κυβέρνησε τη χώρα ένα τόσο ηθικά χοντρόπετσο και πολιτικά ξετσίπωτο υποκείμενο.

Ποτέ άλλοτε δεν παρουσιάστηκε ως πολύ ικανός ένας κατά βάση ανίκανος πρωθυπουργός που είχε την καλή τύχη να πρωθυπουργεύει ανέμελος σε μια χώρα που δεν την άγγιξε το πρώτο κύμα της πανδημίας, αλλά έκτοτε καταγράφει τη μία επίδοση χειρότερη από την άλλη. 

Ποτέ άλλοτε δεν κυβέρνησε τη χώρα ένας τόσο αφιλότιμος άνθρωπος που είναι ξένος, άσχετος, ανήμπορος να καταλάβει το παραμικρό από το πώς ζουν, πώς συντηρούνται, πώς αρρωσταίνουν, πώς πεθαίνουν, εκατομμύρια κανονικοί άνθρωποι που “ζουν από το μισθό τους”. 

Ποτέ άλλοτε δεν ειπώθηκαν τόσο ανερυθρίαστα ψέματα, (όχι απλώς υποσχέσεις και μπουρδολογίες για τη χώρα και την οικονομία της – αυτές λέγονται από όλους), αλλά για τη ζωή και το θάνατο χιλιάδων συμπολιτών μας. 

Και ποτέ άλλοτε ένας τέτοιου είδους και τέτοιας ποιότητας πολιτικός της άρχουσας τάξης δεν είχε τόσο λίγη αντίδραση, αντιπολίτευση ή αντίσταση σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. 

Ποτέ άλλοτε ένας πολιτικός που αποδεικνύεται φόρτα παρτίδα μπροστά στην κοινωνία ότι λέει ψέματα, ότι είναι κυνικός, ότι κρύβει την αλήθεια για τη θνητότητα εκτός ΜΕΘ, ότι διαβεβαιώνει ψευδώς ότι “νίκησε” τον κορωνοϊό, δεν είχε τέτοια και τόση ασυλία.

Γιατί μπορεί η εικονική πραγματικότητα των ΜΜΕ να λιβανίζει τον Μητσοτάκη σε σημείο που προκαλεί αηδία ίσως ακόμα και στον ίδιο, (εφτασαν να αποκαλούνται θεόσταλτοι οι υπουργοί και τα στελέχη του), αλλά τα νούμερα και οι αριθμοί λένε την αλήθεια.

Και η αλήθεια είναι ότι ο Μητσοτάκης έχει αποτύχει. 

Κι ας ορκίζονται χιλιάδες στρατευμένοι στο αντίπαλο στρατόπεδο δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί, πνευματικοί τάχα ταγοί του έθνους και μισθοφόροι της αστικής τάξης, για το αντίθετο.

Brain drain, Mitsotakis vain, our minds pain

Το να εμφανίζεις τον 25χρονο γιο του βιομήχανου ως παράδειγμα επιτυχημένου νέου που επιστρέφει στην Ελλάδα, είναι φυσιολογικό για τον Μητσοτάκη και την παράταξή του. Άλλωστε και ο ίδιος μετά από ακριβές σπουδές, επέστρεψε να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, δηλαδή τη διακυβέρνηση της χώρας. Κατά πάσα πιθανότητα το ίδιο θα κάνουν και τα δικά του παιδιά. 

Το να εμφανίζεται όμως ότι αυτός είναι ο δρόμος για την ανάκτηση του επιστημονικού δυναμικού που έφυγε από την Ελλάδα και ζει και εργάζεται στο εξωτερικό κατά την τελευταία δεκαετία, είναι και γελοίο, και χυδαίο. 

Ο λόγος, για τη σημερινή εκδήλωση της κυβέρνησης, όπου πέντε νέοι επιχειρηματίες πλαισίωσαν τον Μητσοτάκη στην παρουσίαση που έκανε ο τελευταίος για το “θετικό επενδυτικό και φορολογικό περιβάλλον” που διαμορφώνεται για όσους επιλέξουν να επιστρέψουν στη χώρα. 

Και ποιον βρήκαν οι θεομπαίχτες της κυβέρνησης να επιλέξουν ως παράδειγμα ανθρώπου που επέστρεψε στην Ελλάδα; 

Τον Παύλο, κληρονομόνο της επιχείρησης “Βίκος – Ηπειρωτική Βιομηχανία Εμφιαλώσεων” ο οποίος επέστρεψε από την Ατλάντα για να αναλάβει τη θέση του Supply Chain Manager στην οικογενειακή επιχείρηση. 

Αυτό όμως δεν είναι brain gain μετά το brain drain της μνημονιακής δεκαετίας. Πρόκειται απλώς για έναν γόνο μιας πλούσιας οικογένειας που έφυγε για καλές και ακριβές σπουδές στις ΗΠΑ, και προτού καλά καλά πάρει το πτυχίο, επέστρεψε να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση. 

Ο Παύλος δηλαδή έκανε ότι κάνει το 90% των παιδιών της αστικής τάξης. 

Τι είπε ο ξιπασμένος, ανώφελος και ματαιόδοξος Μητσοτάκης στην παρουσίασή του;

“Δίνουμε ειδικά φορολογικά κίνητρα σε νέους ανθρώπους οι οποίοι έφυγαν στα χρόνια της κρίσης από τη στιγμή που θα επιλέξουν να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Και έχουμε εδώ πέρα παραδείγματα: Ο Παύλος σπούδασε στην Αμερική, επέλεξε να γυρίσει και να δουλέψει στον τόπο του, γιατί; Διότι βρήκε μία καλή δουλειά”.

Ναι, έστειλε βιογραφικό και τον προτίμησαν. Έψαχνε δουλειά κάτι μήνες και στάθηκε τυχερός. Έλεος. Τα μυαλά μας πονάνε. 

Ο Παύλος έτσι κι αλλιώς θα πήγαινε στις ΗΠΑ να σπουδάσει, έτσι κι αλλιώς θα γύριζε στην Ελλάδα να δουλέψει, έτσι κι αλλιώς θα κληρονομούσε την οικογενειακή του επιχείρηση. 

Το ερώτημα είναι πόσοι Έλληνες αναγνωρίζουν στον Παύλο τον εαυτό τους;

Πόσοι Έλληνες που σπουδάζουν ή δουλεύουν στο εξωτερικό έχουν μια οικογενειακή βιομηχανία να τους περιμένει στην Ελλάδα;

Δηλαδή, να μην τον γλωσσοφάμε, να είναι καλά ο νεαρός, να πίνει πολύ νερό ο ίδιος, να εμφιαλώνει και καλό νερό η βιομηχανία του και να το πίνουμε και να ξεδιψάμε, αλλά το παράδειγμά του δεν αποτυπώνει την παραμικρή τάση ανάμεσα στους Έλληνες που ξενιτεύτηκαν στα χρόνια της κρίσης. 

Αυτοί, ξενιτεύτηκαν όχι για να αποκτήσουν χαρτί με κύρος από ακριβό Πανεπιστήμιο του εξωτερικού, αλλά γιατί δεν έβρισκαν δουλειά στην Ελλάδα. 

Και δεν θα επιστρέψουν γιατί δεν έχουν βιομηχανία, εταιρεία, κόμμα ή χώρα για να κληρονομήσουν. Δεν θα έρθουν στην Ελλάδα για να τους ταΐζει η οικογενειακή τους επιχείρηση, αντίθετα θα μείνουν στο εξωτερικό για να ενισχύσουν την οικογένειά τους που είναι στην Ελλάδα. 

Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. 

Και αντί να έχεις μια κυβέρνηση που κάνει, έστω το ελάχιστο, για να ανακτήσει το επιστημονικό δυναμικό που δραπέτευσε (ή διαφορετικά, εκδιώχθηκε) από τη χώρα, γιατί το μόνο που έβρισκε εδώ ήταν μισθοί πείνας, ανασφάλεια, εργασιακά κάτεργα, εργοδοτική αυθαιρεσία, μνημόνια και λιτότητα, βρήκε να εμφανίσει τον γιο του βιομήχανου ως παράδειγμα brain gain. 

Τα χρόνια που ο κ. Μητσοτάκης κυβερνά τη χώρα που κληρονόμησε λόγω ονόματος, υπήρχε ένα τεράστιο στοίχημα με το οποίο θα όφειλε να αναμετρηθεί. 

Οι γιατροί που έχουν φύγει κατά την τελευταία δεκαετία στο εξωτερικό, είναι γύρω στους 18.000. Ποιες προσπάθειες έκανε η κυβέρνηση να τους επαναπατρίσει σε μια περίοδο που η ελληνική κοινωνία παρακαλούσε για αναισθησιολόγους, εντατικολόγους, ειδικευμένους, μάχιμους και ταυτόχρονα νέους σχετικά γιατρούς που κέρδιζαν κλινική εμπειρία στο εξωτερικό; Σε μια περίοδο που η έλλειψη ακριβώς αυτών των γιατρών ισοδυναμούσε με χιλιάδες φέρετρα;

Αύξησε τους μισθούς στο ΕΣΥ; Να παίρνει δηλαδή ένας γιατρός τουλάχιστον τα μισά από όσα παίρνει για παράδειγμα ένας κομματικός σφουγγοκωλάριος που διορίζεται διοικητής νοσοκομείου με άσχετα ή μηδαμινά προσόντα; 

Όχι. 

Πρόσφερε συμβάσεις αορίστου σε ειδικευμένους γιατρούς που έρχονται από τα νοσοκομεία του εξωτερικού;

Όχι.

Έδωσε κίνητρα για τις οικογένειές τους;

Όχι. 

Το ελληνικό κράτος με έξοδα του φορολογούμενου πολίτη πλήρωσε τις σπουδές ενός γιατρού, πλήρωσε την ειδίκευσή του, και μετά, με το εργασιακό αδιέξοδο το οποίο έχει δημιουργήσει, τον έδιωξε.

Η Γερμανία, η Αγγλία, η Σουηδία, ακόμα και η Κύπρος, γέμισαν από Έλληνες γιατρούς.

Η χώρα χρειαζόταν επειγόντως ενίσχυση του υγειονομικού της δυναμικού και μάλιστα στο πιο ειδικευμένο, μάχιμο και κλινικό επίπεδο, και ο Μητσοτάκης αγρόν ηγόραζε. Και όχι απλώς αυτό. Αφού έδινε μάχη με νύχια και με δόντια να ενισχυθεί ο ιδιωτικός τομέας υγείας, έβλεπε την ενίσχυση του ΕΣΥ, με μόνιμο και καλοπληρωμένο δυναμικό, ως εμπόδιο στα σχέδιά του. 

Και σήμερα, έχει το θράσος να φέρνει ως παράδειγμα επιτυχούς επιστροφής στην Ελλάδα τον κληρονόμο μιας βιομηχανίας. 

Αυτή όμως είναι η άρχουσα τάξη της χώρας, αυτό είναι και το πολιτικό της προσωπικό. 

ΥΓ.
drain: αποστράγγιση, εξάντληση, ξήρανση
vain: ματαιόδοξος, ξιπασμένος, ανωφελής, νάρκισσος, άχρηστος
pain: πόνος

Θέλετε να μάθετε κ. Μητσοτάκη ποιοι είναι οι πιο αχρείαστοι θάνατοι από όλους;

Αχρείαστος θάνατος ήταν ο θάνατος του εργοδηγού Πέτρου Γιάμαλη στο χωρίς φρένα βαγόνι. Αχρείαστος θάνατος ήταν ο θάνατος της νοσηλεύτριας Μαρίας Μπάθα έξω από το Μεσολόγγι όταν γυρνούσε από νυχτερινή βάρδια από το νοσοκομείο του Ρίο. Αχρείαστος θάνατος ήταν ο θάνατος του εργάτη Δημήτρη Δαγκλή όταν δούλευε στις προβλήτες της COSCO. 

Όχι, δεν είμαστε σαν κι εσάς. Δεν θεωρούμε ότι κάποιοι θάνατοι είναι αχρείαστοι και κάποιοι χρειαζούμενοι. Κάθε άνθρωπος που χάνει τη ζωή του πριν την ώρα του, είτε από καρκίνο, είτε από κορωνοϊό, είτε από τροχαίο, είτε από εργατικό δυστύχημα, προκαλεί πόνο, θλίψη και ενίοτε οργή.

Όχι όμως σε όλους. 

Ποιοι μίλησαν για τον θάνατο του Πέτρου Γιάμαλη της ΣΤΑΣΥ ή του Δημήτρη Δαγκλή της COSCO; Μόνο οι ιστοσελίδες και οι εφημερίδες της Αριστεράς. Είδαμε κανένα δελτίο ειδήσεων να αναφέρεται αναλυτικά στους ανθρώπους αυτούς που κόπηκε το νήμα της ζωής τους ενώ δούλευαν; Είδαμε κανένα μεγαλόσχημο δημοσιογράφο να ερευνά και να ψάχνει τις αιτίες των εργατικών αυτών δυστυχημάτων; Είδαμε κανένα κανάλι να αναζητά τις ευθύνες της COSCO ή της ΣΤΑΣΥ;

Ποιοι μίλησαν για τον θάνατο της Μαρίας Μπάθα; Μόνο οι τοπικές ιστοσελίδες της Αιτωλοακαρνανίας. Είδαμε καμιά Κοσιώνη, κανέναν Πορτοσάλτε, Χατζηνικολάου ή Ευαγγελάτο να ψάχνει γιατί άραγε η Μαρία Μπάθα κοιμήθηκε στο τιμόνι και έχασε τη ζωή της; Είδαμε κανέναν Πρετεντέρη, Μανδραβέλη ή Παπαχελά να γράφει πύρινο άρθρο για τις εξοντωτικές συνθήκες εργασίας στα νοσοκομεία;

Η ευαισθησία στο θάνατο, στον πρόωρο και άδικο θάνατο, για όλους τους παραπάνω είναι επιλεκτική. Άλλωστε τι ήταν οι παραπάνω; Εργοδηγός, χειριστής μηχανήματος, νοσηλεύτρια. Άνθρωποι που δουλεύουν τίμια και ευσυνείδητα, σε δύσκολες ή και εξοντωτικές συνθήκες εργασίας, ή και με δεύτερη δουλειά γιατί το μεροκάματο δεν βγαίνει, με μέσα και σε συνθήκες σαμποταρισμένα από την εργοδοσία για να βγάλει το αφεντικό ξύγκι από τη μύγα και να βάλει το κέρδος στην τσέπη του. 

Ήταν άνθρωποι που “εξαρτώνται από το μισθό τους”, για να θυμηθούμε την έκφραση του Μητσοτάκη. Ναι, ήταν άνθρωποι σαν κι αυτούς που η ύπαρξή τους προκαλεί έκπληξη στον πρωθυπουργό. Ήταν άνθρωποι που δεν ζουν από εισοδήματα ή από επενδύσεις, δεν έχουν να φάνε κληρονομιές, δεν θησαυρίζουν από το επώνυμό τους, ούτε αργοσχολούν ως στελεχάρες λόγω των διασυνδέσεών τους. Ζουν μόνο από το μισθό τους για τον οποίο πουλάνε την εργατική τους δύναμη. Κι αυτό, είναι επικίνδυνο. 

Ήταν άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Δεν θα σπούδασαν στα καλύτερα Πανεπιστήμια της Αμερικής ή της Αγγλίας, δεν θα παρίσταναν τους σκληρά εργαζόμενους μέχρι να κληρονομήσουν την επιχείρηση ή το γραφείο του μπαμπά, δεν θα άρμεγαν ΕΣΠΑ και επιδοτήσεις. Ήταν άνθρωποι ενός κατώτερου Θεού. Του Θεού των κανονικών ανθρώπων. 

Αυτών που αναγκάζονται να δουλεύουν σε κόντρα βάρδιες, δηλαδή δύο οκτάωρα σε ένα εικοσιτετράωρο. Ουδείς από τους γόνους που κυβερνούν δεν έχει αναγκαστεί να δουλέψει δύο οκτάωρα στο εικοσιτετράωρο. Ο πρωθυπουργός άμα δουλέψει τρεις μέρες σερί από 6 ώρες τη μέρα, μετά πρέπει να φύγει για 4ήμερο για να ξεκουραστεί. Οι δε υπουργοί του, το μόνο ξενύχτι που γνωρίζουν, είναι αυτό στα μαγαζιά της Μυκόνου και της παραλιακής.

Τι ενώνει αυτές τις τόσο διαφορετικές και τόσο αχρείαστες ανθρώπινες απώλειες; 

Ο Δημήτρης Δαγκλής και ο Πέτρος Γιάμαλης σκοτώθηκαν ενώ εργάζονταν σε εργολαβικές αναθέσεις. Γιατί οι εταιρείες στο κυνήγι της μείωσης του κόστους αναθέτουν σε εξωτερικούς εργολάβους τμήμα της δουλειάς. Και ο εξωτερικός εργολάβος ελέγχεται δυσκολότερα, δεν του αποδίδονται ευθύνες, δεν απασχολεί εργάτες με συλλογικές συμβάσεις, δεν αισθάνεται υποχρεωμένος να συντηρήσει τον εξοπλισμό του. Στον ΗΣΑΠ τις εργασίες είχε αναλάβει γερμανική εταιρεία – δική της ήταν και η λοκομοτίβα χωρίς φρένα που σκότωσε τον Πέτρο Γιάμαλη. Στο λιμάνι, μετά την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ, οι εργάτες ανά βάρδια στις γερανογέφυρες είναι 4, αντί για τουλάχιστον 6 που ήταν με το παλιό -προ COSCO- καθεστώς. Η γενικευμένη κατάσταση της ημιαπασχόλησης κάνει σχεδόν όλους τους εργάτες να ψάχνουν δεύτερη ή και τρίτη δουλειά και αρκετοί από αυτούς κάνουν δύο βάρδιες στο εικοσιτετράωρο.

Η Μαρία Μπάθα ήταν από το Μεσολόγγι αλλά δούλευε νυχτερινή βάρδια στην Παθολογική κλινική του Νοσοκομείου του Ρίου. Οι συνθήκες για τους νοσηλευτές ήταν εξοντωτικές πριν την πανδημία, αλλά έγιναν απάνθρωπες με τον κορωνοϊό. Δεκάδες χρωστούμενα ρεπό ανά νοσηλεύτρια, τουλάχιστον στα μεγάλα νοσοκομεία, κόντρα βάρδιες γιατί δεν υπάρχει προσωπικό (γιατί στην Ελλάδα έχουμε τη μικρότερη αναλογία νοσηλευτών – ασθενών σε όλη την Ευρώπη), αφόρητη πίεση για να βγει η δουλειά. Η Μαρία Μπάθα μετά από ένα τέτοιο ξενύχτι αποκοιμήθηκε στο τιμόνι. Η πολιτεία όμως δεν θεωρεί ότι “έπεσε στο καθήκον”. 

Η Μαρία Μπάθα ήταν επικουρική, δηλαδή συμβασιούχος νοσηλεύτρια. Ήταν μία από αυτές που δούλευαν με σύμβαση ορισμένου χρόνου, για να βγει η βρώμικη δουλειά της πανδημίας, για να πεταχτεί μετά ξανά στην ανεργία. Άλλωστε όπως πιστεύει η κυβέρνηση, η ενίσχυση του ΕΣΥ με μόνιμο προσωπικό είναι πολυτέλεια. Η Μαρία πηγαινοερχόταν για κάθε της βάρδια από το Μεσολόγγι στο Ρίο. Το μισό της μισθό τον έδινε στα μεταφορικά της έξοδα. Και ρίσκαρε τη ζωή της στο επαρχιακό οδικό δίκτυο της Αιτωλοακαρνανίας μετά από κάθε εξαντλητική βάρδια. Μία από αυτές ήταν η τελευταία. 

Και ποιο είναι το χειρότερο;

Για τη Μαρία Μπάθα η ΠΟΕΔΗΝ, η ομοσπονδία της, έβγαλε όλο κι όλο ένα Δελτίο Τύπου.

Η δε απεργία των εργαζομένων στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς την επόμενη μέρα του θανάτου του Πέτρου Γιάμαλη, έβγαλε στον αφρό όλη τη σκατοψυχιά κάθε φιλελεύθερου και ακροκεντρώου βρυκόλακα. Ουρλιάζαν από τις ιστοσελίδες και τα κανάλια τους για την απεργία.

Δεν πειράζει μωρέ που πέθανε ένας εργοδηγός. Γιατί να χαλάσουμε τη βολή μας; Γιατί να ταλαιπωρηθεί το επιβατικό κοινό; Το οποίο παρεμπιπτόντως δεινοπαθεί στην Αθήνα, κάθε μέρα, ανεξαρτήτως απεργίας.

Αξίζει να γίνει απεργία για έναν νεκρό εργάτη;

Και ακόμα περισσότερο: Γιατί να διερευνηθούν οι ευθύνες της COSCO και του υπεργολάβου; Γιατί να διερευνηθούν οι ευθύνες της ΣΤΑΣΥ και της διοίκησής της; Γιατί να διερευνηθούν οι ευθύνες της γερμανικής εργολαβικής εταιρείας και του χωρίς φρένα βαγονιού της; Γιατί να αναζητηθεί λύση στην υπερεξόντωση του υγειονομικού προσωπικού; Γιατί να γίνουν μόνιμοι οι επικουρικοί γιατροί και νοσηλευτές;

Σιγά μωρέ. 

Δεν πέθανε πρόωρα κανένας σημαντικός για να κλαίει από συγκίνηση το πανελλήνιο. Εργαζόμενοι σκοτώθηκαν. Από λάθη και παραλείψεις της εργοδοσίας. Από λειψό προσωπικό και εξοντωτικές συνθήκες. 

Αυτοί οι θάνατοι, για την κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη, μπορεί να είναι άτυχοι, αλλά δεν είναι και τόσο αχρείαστοι. Οι συνθήκες υπό τις οποίες σκοτώνονται αυτοί οι άνθρωποι παράγουν κέρδη, μείωση του εργοδοτικού κόστους, περιορισμό των δαπανών. Οι πλούσιοι θα μπορούν επιτέλους να γίνουν ακόμα πλουσιότεροι. 

Το θέμα είναι, τι είναι αυτοί οι θάνατοι για εμάς. Είναι απλώς άδικοι, αχρείαστοι, εξοργιστικοί, ή είναι και οδυνηρή υπενθύμιση ότι πρέπει επιτέλους ο κόσμος μας να ξεχωρίσει από τον κόσμο τους;

Πρέπει να πολιτικοποιηθεί το σκάνδαλο Λιγνάδη;

Απερίφραστα ναι.

Πρώτον γιατί δεν πρόκειται για έναν τυχαίο παιδοβιαστή, έναν από αυτούς που υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και στρώματα. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που επί 30 χρόνια φέρεται ότι βίαζε, κακοποιούσε, εκβίαζε και χειραγωγούσε, παρά τους υπαρκτούς ψιθύρους και τις έμμεσες δημόσιες παραδοχές των «παθών» του.

Και όχι μόνο: Ανήλθε σε έναν κλειστό κύκλο εξουσίας, ανέλαβε (ή και του ανέθεσαν) πολιτικό ρόλο στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας, και για αυτό έγινε ο αγαπημένος των σαλονιών της εξουσίας και των διαπλεκόμενων ΜΜΕ.

Έχουν αναφερθεί πολλά, ας θυμίσουμε ένα ακόμα: Ήταν ένας εκ των ομιλητών στην εκδήλωση για …τα θύματα της τρομοκρατίας, στις 20/1/2020, μαζί με τον Μητσοτάκη, τον Χρυσοχοΐδη, τον Βενιζέλο, τον Πρετεντέρη, τον Μανδραβέλη, τον Τσίμα κλπ. Δεν ήταν απλώς «συνομιλητής» της εξουσίας, ήταν κομμάτι της, ή καλύτερα ένας εκ των επί του πολιτισμού εκπροσώπων της.

Το γεγονός ότι δεν ένιωθε φόβο, (το ανάποδο, ξαναδιαβάζοντας σήμερα συνεντεύξεις και αναρτήσεις του, φαίνεται ότι υπερηφανευόταν για τη δράση του), είχε ή δεν είχε να κάνει με το ότι ήταν μέλος ενός κλαμπ εξουσίας, με ειδική αποστολή την «αλλαγή ιδεολογίας» στο χώρο του θεάτρου και του πολιτισμού;

Ανεξάρτητα με το αν ο συγκεκριμένος, ιδιαίτερα ισχυρός και ταυτόχρονα ευρύς και διακομματικός κύκλος εξουσίας υποψιαζόταν ή όχι, είχε ακούσει ψιθύρους ή είχε μαύρα μεσάνυχτα για τη δράση του Λιγνάδη, το γεγονός ότι ο πρώην Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, ήταν εκλεκτός συναγελαζόμενός του, καθιστά την υπόθεση Λιγνάδη κατεξοχήν πολιτική.

Δεύτερον. Η υπόθεση Λιγνάδη πρέπει να πολιτικοποιηθεί γιατί ο ίδιος ο Λιγνάδης πολιτικοποίησε την παρουσία του στο καλλιτεχνικό στερέωμα της χώρας και για αυτό άλλωστε επιλέχθηκε – με απευθείας ανάθεση και εντολή Μητσοτάκη – στην καθοριστική και ευαίσθητη θέση του.

Ο Λιγνάδης επιτέθηκε στην ηγεμονία της Αριστεράς, μιλώντας για τις «ψευδοαριστερές συνειδήσεις». Αποκατέστησε πλαγίως τον δωσιλογισμό με την ονοματοδοσία αίθουσας του Εθνικού ως αίθουσα Ελένης Παπαδάκη. Επικαλέστηκε την καλλιτεχνική αξία της για να εξυμνηθεί κατά βάση η πολιτική της ένταξη και παρουσία κατά τη φασιστική Κατοχή.

Γνώριζε άλλωστε ο Λιγνάδης, αλλά και όλο το πολιτιστικό – πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης, ότι η Αριστερά στην Ελλάδα αντλεί την «ηγεμονία» και το «ηθικό της πλεονέκτημα» από την Εθνική Αντίσταση, όταν και έδωσε εκατόμβες μαρτύρων για την ελευθερία του λαού μας. Η σχετικοποίηση, ο υποβιβασμός, η υποτίμηση και η συκοφάντηση του εαμικού κινήματος ήταν ο απώτερος στόχος της επιμονής του Λιγνάδη η οποία άλλωστε χαιρετίστηκε με ξέφρενο ενθουσιασμό από τα ΜΜΕ της άρχουσας τάξης.

Ο Λιγνάδης επιχείρησε με την παρουσία του στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου να κάνει το αρχαίο δράμα εφαλτήριο ενός νέου γύρου προγονοπληξίας και αρχαιολατρίας, με τις κιτσάτες υποκλίσεις στο ομοίωμα του Παρθενώνα, βγαλμένες από την αισθητική της επταετίας. Πήρε όλα τα κλισέ της αντίδρασης, τα έντυσε με περίβλημα εικοστού πρώτου αιώνα και τα ξανασέρβιρε βάζοντας ως κερασάκι το ταλέντο του ή τη θεατρική του ευφυία.

Πόσο μπορεί να διαχωριστεί η ασυλία που είχε (ή ένιωθε ότι είχε) στην προσωπική του ζωή, από την πολιτική αποστολή που ανέλαβε ή του ανέθεσαν;

Όχι, αυτό δεν σημαίνει ότι οι δεξιοί ανέχονται τους παιδοβιαστές, ούτε ότι οι παιδοβιαστές είναι δεξιοί.

Σημαίνει όμως ότι ο περί πολλού πολιτικός ρόλος δεν μπορεί να προσφέρει (φανταστική ή πραγματική) ασυλία για εγκλήματα.

Σημαίνει επίσης ότι είναι άλλο να έχει κάποιος ακούσει ψιθύρους και μην μπορώντας να τους αποδείξει, απλώς να σιωπά, και άλλο οι ψίθυροι να αγνοούνται επειδή ο συγκεκριμένος προορίζεται να παίξει πολιτικό ρόλο στα πολιτιστικά πράγματα.

Αυτό από μόνο του δεν είναι απλά λόγος παραίτησης υπουργού, είναι λόγος βαθιάς πολιτικής κρίσης.

Τρίτον. Η υπόθεση Λιγνάδη πρέπει να πολιτικοποιηθεί γιατί η σεξουαλική κακοποίηση μπορεί να μην έχει κόμμα, αλλά έχει ιδεολογία. Τη φασιστική, διαστροφική ιδεολογία της επιβολής, της ατίμωσης του συνανθρώπου, της εκμετάλλευσης του ανίσχυρου, της ασυδοσίας του ισχυρού, της ικανοποίησης των εγωιστικών αναγκών ή επιθυμιών σε βάρος του άλλου.

Η ιδεολογία αυτή δεν είναι άμεσα πολιτική με την έννοια ότι κανένα κόμμα δεν την αναγνωρίζει για σημαία του. Όμως σε τελικό επίπεδο κάθε ιδεολογία επιτελεί ρόλο πολιτικό, γιατί η μία ή η άλλη κοσμοθεωρία και στάση ζωής παράγει αποτελέσματα στο οργανωμένο κοινωνικό σύνολο. Ακόμα και αν πρόκειται για βιασμούς παιδιών που διαπράττονται εν κρυπτώ και παραβύστω.

Ένας βιαστής ή παιδοβιαστής μπορεί εξίσου καλά να είναι είτε δεξιός, είτε αριστερός, είτε φιλελεύθερος, είτε αναρχικός. Γιατί είναι ένα πράγμα η ιδεολογία που κάποιος επικαλείται και ένα άλλο πράγμα η ιδεολογία που τον καθορίζει.

Η πολιτικοποίηση όμως των υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης – άρα και του Λιγνάδη – δεν αφορά το ποδοσφαιρικό σκορ των αριστερών ή δεξιών κακοποιητών, παρενοχλούντων ή παιδοβιαστών. Δεν αφορά κανένα ισοζύγιο πολιτικού κόστους ή κέρδους.

Αφορά κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο: την αποκάλυψη, την καταγγελία, την πλειοψηφική πλέον αποστροφή προς ιδεολογίες και αντιλήψεις που τρέφουν το φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης. Γιατί μπορεί η έκφραση του φαινομένου να γίνεται σε ατομική βάση, στο σπίτι ή στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, αλλά το φαινόμενο είναι κοινωνικό, έχει ρίζες σε κοινωνικές αντιλήψεις και συσχετισμούς.

Η κοινωνική κατακραυγή για αυτή τη φασιστική ιδεολογία της επιβολής, είναι μια βαθιά απελευθερωτική πρακτική.

Η τυχόν παραίτηση Μενδώνη, από τη μια επιβεβαιώνει ότι υπάρχει πολιτική ευθύνη στην υπόθεση, από την άλλη δεν αντιστοιχεί στο βάθος και στην έκταση του σκανδάλου.

Και μια διευκρίνηση: Η πολιτικοποίηση του σκανδάλου Λιγνάδη, δεν αφορά τον πόλεμο ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ, τα hashtags που παίζουν μισθωμένα τρολ στα κοινωνικά δίκτυα ή την κοντόθωρη μικροκομματική εκμετάλλευση. Βέβαια από ένα κόμμα που βούτηξε τα χέρια του σε απανθρακωμένα πτώματα για να βγάλει κέρδη, ή ένα κόμμα που μέτραγε τις ανθρώπινες ζωές με όρους «στραβής στη βάρδια», δεν ξέρουμε τι καλύτερο μπορούμε να περιμένουμε.

Το κύμα των καταγγελιών όπως ξεκίνησε από τη μαρτυρία της Σοφίας Μπεκατώρου είναι βαθιά πολιτικό. Γιατί μπορεί να απομονώσει, να απαξιώσει, να αποκαθηλώσει ιδεολογίες και στάσεις ζωής εξουσιαστικές, καταπιεστικές, ηθικά και ποινικά κολάσιμες.

Η επιχείρηση συγκάλυψης του Λιγνάδη δεν πέτυχε. Σειρά έχει η επιχείρηση αποποίησης ευθυνών.

Δύο ολόκληρες εβδομάδες πέρασαν από την παραίτηση Λιγνάδη για να αποφασίσει η κυβέρνηση ότι δεν τον ξέρει τον κύριο. Πριν την πρώτη μαρτυρία του Νίκου Σ. για βιασμό (5/2/2021),  η κυβέρνηση αρνούνταν κατηγορηματικά ότι υπάρχει θέμα. Το χειρότερο, αμέσως μετά (6/2/2021), η Υπουργός Πολιτισμού, υιοθετούσε αυτολεξεί τις διατυπώσεις Λιγνάδη για το «τοξικό κλίμα» εναντίον του, δηλώνοντας ότι μάλιστα ότι «ο άνθρωπος έχει τις αντοχές του». Όχι, δεν εννοούσε το θύμα, εννοούσε τον θύτη. Οι κατηγορίες πλήθυναν, κατατέθηκαν μηνύσεις, υπήρξε και δεύτερη επώνυμη μαρτυρία. Και μόνο όταν έγινε πλέον εμφανές ότι η υπόθεση δεν συγκαλύπτεται καθώς έγινε μία ακόμα μήνυση που αυτή τη φορά φέρεται να αφορά βιασμό ανηλίκου 14 ετών, η κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσισε συντεταγμένα να επιχειρήσει να απαγκιστρωθεί από το νυν βαρίδι αλλά μέχρι πρότινος στολίδι της παράταξης.

Καθώς οι σχέσεις του Λιγνάδη με τον κύκλο Μητσοτάκη αποκαλύπτονταν όλο και περισσότερο, η αδιαφορία, η καλυμμένη συγκάλυψη, το «δεν υπάρχουν επώνυμες καταγγελίες» και το παλιό γνωστό «όποιος έχει στοιχεία να τα πάει στο εισαγγελέα», έδωσαν τη θέση τους στην αποστασιοποίηση. Με προκλητική βέβαια καθυστέρηση δύο εβδομάδων.

Η μεν Μενδώνη δήλωσε ότι την ξεγέλασε ο κακούργος με την υποκριτική του τέχνη, ο δε Μητσοτάκης επιχείρησε να διασκεδάσει τις σχέσεις με τον φερόμενο ως δάσκαλο ορθοφωνίας του και προσωπική του επιλογή για τη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή, μιλώντας για το θέμα στην εξ επί τούτου συνάντησή του με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Χωρίς να έχουμε στατιστικά στοιχεία στα χέρια μας, μας φαίνεται εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού είναι το δεύτερο πρόσωπο στο περιβάλλον του Κυριάκου Μητσοτάκη που κατηγορείται για σεξουαλική κακοποίηση και παιδεραστία. Μπορεί γενικά το συγκεκριμένο έγκλημα να μην γνωρίζει ταξικούς φραγμούς και να παρεπιδημεί σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, αλλά φαίνεται να βρίσκει ιδιαίτερα εύφορο έδαφος στους κύκλους της εξουσίας. Γιατί μπορεί οι βιαστές και οι κακοποιητές να μην έχουν (συνήθως) συγκεκριμένη κομματική προτίμηση, εμφορούνται όμως από συγκεκριμένη ιδεολογία. Την ιδεολογία της επιβίωσης του ισχυρότερου, της επιβολής της στυγνής δύναμης, την ιδεολογία της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης.

Και αυτή την ιδεολογία δεν τη μοιραζόμαστε όλοι.

Στις καταγγελίες στο χώρο του θεάτρου η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδειξε μέχρι σήμερα, τελείως διαφορετικό πρόσωπο από ό,τι στις καταγγελίες στο χώρο του αθλητισμού.

Η διαφορά βέβαια δεν βρίσκεται σε αυτόν που καταγγέλλει. Ο Νίκος Σ. ή ο Βασίλης Κ. έχουν κι αυτοί επώνυμα, ακριβώς όπως η Σοφία Μπεκατώρου.

Η διαφορά βρίσκεται στο ποιος καταγγέλλεται. Ο Λιγνάδης δεν ήταν ένα καμένο χαρτί, ένας παρακμιακός αθλητικός παράγοντας, ή ένα χαμηλόβαθμο στέλεχος της ΝΔ. Ήταν ο άνθρωπος που εμβληματικά και με βαθιά πολιτική χροιά τοποθέτησε η κυβέρνηση στην διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου.

Από την ανοικτή αποκατάσταση του δωσιλογισμού, μέχρι την υπόκλιση με τις κιτσάτες απομιμήσεις του Παρθενώνα, και από τον αντιαριστερό οχετό μέχρι την κλασική δεξιά αρχαιοπληξία, ο Λιγνάδης ήταν κρυστάλλινη απεικόνιση των χαρακτηριστικών της μητσοτακικής Νέας Δημοκρατίας. Μνησικακία και εκδικητικότητα προς την Αριστερά και την ιστορία της, κούφια αριστεία, ψευδεπίγραφη αξιοκρατία, έπαρση και καβαλημένο καλάμι της δεξιάς «ολικής επαναφοράς» μετά το φιάσκο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Λιγνάδης ενσάρκωσε σε υπερθετικό βαθμό το προφίλ της μητσοτακικής Δεξιάς που έχασε για λίγο τον έλεγχο της διαχείρισης, φρύαξε από το κακό της και επανήλθε καβάλα στο άτι για να ξεμπερδέψει μια για πάντα με την Αριστερά, την ιστορία της, το πολιτικό και πολιτιστικό της φορτίο και το ηθικό της πλεονέκτημα.

Επειδή ακριβώς ο Λιγνάδης κουβάλησε στους ώμους του μεγαλύτερο φορτίο από αυτό ενός «απλού» Καλλιτεχνικού Διευθυντή, η απαγκίστρωση της κυβέρνησης από αυτόν, έγινε όχι στο παρά πέντε, αλλά στο και πέντε. Μπορεί φυσικά να έπαιξαν ρόλο και οι προσωπικές σχέσεις με τον Μητσοτάκη. Ποιος από τα ΜΜΕ θα μπορούσε να τον αγγίξει; Τουλάχιστον μέχρι να δοθεί το ελεύθερο από το Μαξίμου…

Το ελληνικό #metoo με τη θαρραλέα (και κάθε μέρα αποδεικνυόμενη όλο και σημαντικότερη) αποκάλυψη της Μπεκατώρου, στην αρχή αγκαλιάστηκε από την κυβέρνηση, την Προεδρία της Δημοκρατίας και σύσσωμο το πολιτικό σύστημα. Στην πορεία όμως είχε απρόβλεπτη εξέλιξη. Όταν ακούμπησε τον πρωθυπουργικό κύκλο, άρχισαν οι πρώτες απόπειρες συγκάλυψης: κουτσομπολιό οι καταγγελίες, δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, είχαμε συναίνεση ενηλίκων, μην ποινικοποιήσουμε το σεξ, τα 15 είναι νόμιμη ηλικία σεξουαλικής συνεύρεσης, κοκ. Με δύο λόγια, όπως μας είπαν, είχαμε «πολλή φασαρία για το τίποτα». Το κουτί των αποκαλύψεων όμως άνοιξε για τα καλά και δεν μπόρεσε να ξανακλείσει.

Εξ ου και η σημερινή απόπειρα Μητσοτάκη – Μενδώνη.

Αυτή η εξέλιξη του ελληνικού #metoo απέτρεψε την εντελώς εργαλειακή χρήση που του προόριζε η κυβέρνηση της ΝΔ: Να κοπιάρει (επιτυχημένα ή αποτυχημένα θα έδειχνε η ιστορία) τους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ προβάλλοντας το προφίλ του φιλελεύθερου δικαιωματισμού. Η περίπτωση Λιγνάδη τίναξε την κυβερνητική υστεροβουλία στον αέρα.

Γιατί αν δεν θέλουμε να συμφιλιωθούμε με το τέρας, οφείλουμε να είμαστε εναντίον κάθε κακοποιητικής συμπεριφοράς, πατριαρχικής αυθαιρεσίας, εργοδοτικής τρομοκρατίας, προσβλητικών πράξεων ή δηλώσεων, αλλά και να καταλαβαίνουμε ταυτόχρονα ότι ο βιασμός, η κακοποίηση, η παιδεραστία, δεν μπορεί να σχετικοποιείται.

Στο χώρο του θεάτρου η πορεία των καταγγελιών από την εργοδοτική τρομοκράτηση στη σεξουαλική παρενόχληση και από εκεί στην προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας και τέλος στους βιασμούς, διανύθηκε πολύ γρήγορα.

Ο Μητσοτάκης σήμερα μίλησε για αυτό που πραγματικά τον καίει: Το θέμα, μας είπε, δεν προσφέρεται για κομματική εκμετάλλευση.

Για κομματική εκμετάλλευση ίσως να μην προσφέρεται, προσφέρεται όμως για πολιτικά συμπεράσματα. Γιατί πέρα από μια σάπια και στην πραγματικότητα φασιστική ιδεολογία της δύναμης, της επιβολής, της ατιμωρησίας του ισχυρού, που χαρακτηρίζει βιαστές και κακοποιητές (και υιοθετείται σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο από συγκεκριμένους χώρους), εδώ είχαμε καραμπινάτη προσπάθεια άμβλυνσης, αθώωσης, συγκάλυψης. Η προσπάθεια δεν πέτυχε και μετεξελίσσεται σε επιχείρηση απεμπλοκής και απόσεισης ευθυνών.

Ο γράφων δεν τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για τον Βαρουφάκη, αλλά τι σχέση είχε αλήθεια η αντίδραση του ΜΕΡΑ 25 στην καταγγελία προς τον Δ.Μούτση για απόπειρα βιασμού, με τη στάση που επί δύο εβδομάδες κράτησε η κυβέρνηση στην καταγγελία προς τον Δ.Λιγνάδη, όχι για απόπειρα, αλλά για πολλαπλούς βιασμούς και μάλιστα βιασμούς ανηλίκων;

Τούτων δοθέντων, τυχόν σημερινή παραίτηση Μενδώνη θα ήταν κάτι πολύ λίγο μπροστά στην κλίμακα και στο βάθος της δυσωδίας. Οι ευθύνες βρίσκονται πιο ψηλά από μια ανεπαρκέστατη υπουργό που είναι επί δύο δεκαετίες υψηλά ιστάμενη στο χώρο του πολιτισμού, αλλά ούτε είδε, ούτε άκουσε τίποτα.

Και τώρα ποιος θα τιμήσει την Ελένη Παπαδάκη;

Ο Δημήτρης Λιγνάδης είναι αναμφισβήτητα ένας άνθρωπος με ταλέντο. Εξίσου αναμφισβήτητο είναι όμως ότι η άνοδός του στηρίχθηκε από μια αλαλάζουσα εκδικητική Δεξιά της οποίας είναι πιστός υποστηρικτής. Μέχρι και πριν λίγες μέρες, και ενώ βοούσε ο τόπος για τις επερχόμενες καταγγελίες για την εκτός κουίντας δράση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, η πολιτική ηγεσία του τόπου, στεκόταν στο πλευρό του. Ευελπιστούσε σε σιωπητήριο. Η παραίτησή του υπήρξε μόνον την ύστατη ώρα, όταν πλέον άνοιξε ο ασκός των δημοσιευμάτων. Μέχρι χθες ο κυβερνητικός μηχανισμός τον θεωρούσε θύμα κάποιας αριστερής συνωμοσίας, ενώ η ίδια η Υπουργός τον περιέβαλε με την εμπιστοσύνη της. Επέλεξε, ακόμα και μετά τις καταγγελίες, να αντιγράψει τη λιγνάδεια έκφραση περί «τοξικού κλίματος» αντί να συνδράμει στο να σπάσει το απόστημα κακοποιητικών πράξεων και συμπεριφορών.

Ο Δ. Λιγνάδης υπήρξε εκλεκτός του πρωθυπουργού, επιλογή του κυβερνητικού επιτελείου, προβληθείς από τα ΜΜΕ, λατρεμένος της νεοδημοκρατικής τάξης πραγμάτων. Η καλλιτεχνική του αξία είναι σημαντική, ωστόσο η αποθέωσή του (ας θυμηθούμε τον «πυρακτωμένο Λιγνάδη») αφορούσε κατά βάση τον έμμεσο πολιτικό ρόλο τον οποίο κλήθηκε να παίξει, και που ο ίδιος αποδέχτηκε με ενθουσιασμό.

Ο Δ. Λιγνάδης υπηρέτησε τη ρεβανσιστική επάνοδο της πιο αντιδραστικής Δεξιάς στο χώρο των ιδεών και του πολιτισμού. Βοηθήθηκε βεβαίως εξαιρετικά από την πολιτική χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ. Το εγχείρημα παλινόρθωσης ωστόσο υπερέβαινε κατά πολύ τον ΣΥΡΙΖΑ. Αφορούσε κατά βάση το χτύπημα της «μεταπολιτευτικής ηγεμονίας» της Αριστεράς και το τσαλάκωμα του ηθικού πλεονεκτήματος που αναγνωρίζει η ελληνική κοινωνία στην Αριστερά τουλάχιστον από την Εθνική Αντίσταση και μετά.

Βαρύγδουπες μπούρδες του τύπου «Πολιτισμός και Παιδεία εκχωρήθηκαν, χρόνια τώρα, σε ψευδοαριστερές συνειδήσεις» ήταν απαραίτητες για να κερδίσει πόντους το αφήγημα της άρχουσας τάξης. Ότι δηλαδή η ηγεμονία της Αριστεράς καταδυναστεύει τον τόπο, τουλάχιστον κατά τη μεταπολίτευση και μετά, και είναι υπεύθυνη για κάθε λοιμό, λιμό, σεισμό και καταποντισμό που δυναστεύει τη χώρα.

Κι ας κυβερνάται αδιαλείπτως η χώρα από το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης.

Το μίσος για την Αριστερά, την ιστορία της και τον δυνάμει απελευθερωτικό της ρόλο έφτασε στο αποκορύφωμά του το 2015. Όχι επειδή πραγματικά πίστεψε η αστική τάξη ότι κινδύνεψε η εξουσία της από τον Τσίπρα. Το αν κινδύνεψε ή όχι, αποδείχθηκε άλλωστε από την αμέσως μετά πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο οι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις πριν και κατά τη διάρκεια του 2015, και ειδικά με το δημοψήφισμα, δημιούργησαν πρωτοφανείς συνθήκες αβεβαιότητας, δείχνοντας ότι παρά τη θωράκισή του, το σύστημα είναι τρωτό σε συνθήκες κρίσης.

Αν κάτι τελικά χτυπήθηκε από την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν η άρχουσα τάξη, αλλά η Αριστερά, η σημασία της, η έννοιά της, η ιστορία και η αξιοπιστία της. Έτσι, το οικονομικό και κοινωνικό κατεστημένο είδε τη μεγάλη ευκαιρία να ξεμπλέξει σε βάθος δεκαετιών με την Αριστερά, ταυτίζοντάς την με τον ΣΥΡΙΖΑ και τις παλινωδίες του, με τον Τσίπρα και τις γελοιότητές του (ποιος ξέχασε ότι θα παίζει το νταούλι και θα χορεύουν οι αγορές;). Επεδίωξε να σπιλώσει έτσι το μεγαλείο, την ιστορία, το ηθικό πλεονέκτημα του αριστερού κινήματος της χώρας.

Το προσωπικό της άρχουσας τάξης, είδε τον ΣΥΡΙΖΑ ως τον σφετεριστή ή έστω τον μουσαφίρη μέσα στην ιδιοκτησία του. Η εξουσία φυσικά δεν αμφισβητήθηκε, αμφισβητήθηκαν ωστόσο οι διαχειριστές της. Στην ουσία όμως, η Ελλάδα δεν διέρρηξε επ’ ουδενί τους δεσμούς με το καθεστώς της εξάρτησης και της πλουτοκρατίας. Οι όποιες ανακατατάξεις δεν αφορούσαν κοινωνικές τομές και ριζοσπαστικές ανατροπές, αλλά νέους συμβιβασμούς και αναδιατάξεις, χωρίς αμφισβήτηση του ευρύτερου πλαισίου.

Η ηθική καταρράκωση του ΣΥΡΙΖΑ προσφέρθηκε ως καταλύτης για να επιτευχθεί η στρατηγική ήττα της Αριστεράς. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ λογικά θα ξαναγίνει κάποια στιγμή κυβέρνηση στο πλαίσιο της δικομματικής εναλλαγής στην εξουσία, αλλά τα προτάγματα της Αριστεράς οφείλουν να μείνουν για πάντα θαμμένα στο μακρινό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ και στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, ως κάτι ξεπερασμένο, βλαπτικό, καταδικαστέο. Σε αυτή τη μάχη, τη μάχη ολικής επαναφοράς και αντιδραστικής παλινόρθωσης της Δεξιάς, στρατεύτηκαν με ακραιφνή φανατισμό προσωπικότητες του πνεύματος, της διανόησης και του πολιτισμού μετατρεπόμενοι σε κομματικά ηχεία. Τους διευκόλυναν όχι μόνο τα έργα και οι ημέρες του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ο συνολικότερος ιδεολογικός και πολιτικός συσχετισμός της εποχής.

Μία από τις πράξεις του Δ. Λιγνάδη που χειροκροτήθηκε με ενθουσιασμό από τις κυβερνητικές γραφίδες ήταν η αποκατάσταση μέχρις αποθεώσεως της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη που εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ μετά τον Δεκέμβρη του 44. Η ονοματοδοσία  τυπικά αφορούσε την προσφορά της στο σανίδι, στην πραγματικότητα όμως αποκαταστάθηκε ως δωσίλογη. Δεν κάνουμε εδώ δίκη προθέσεων για την ονοματοδοσία: ο αντικομμουνισμός, το αντιεαμικό μένος, η αθώωση του δωσιλογισμού και η σπίλωση της ΟΠΛΑ και του ΚΚΕ ήταν τα πρωτεύοντα επιχειρήματα όσων υποστήριξαν την κίνηση Λιγνάδη πριν από ένα χρόνο. Η καλλιτεχνική αξία της Παπαδάκη, είτε απουσίαζε, είτε αναφερόταν δευτερευόντως και παρεμπιπτόντως από αυτούς που θυμήθηκαν τα «κονσερβοκούτια του ΚΚΕ» τη στιγμή της παλινόρθωσης της πιο αντιδραστικής Δεξιάς της μεταπολίτευσης.

Τα ιστορικά στοιχεία για τον υπαρκτό δωσιλογισμό της ηθοποιού και τη μετεμφυλιακή αγιοποίησή της έχουν εκτεθεί επαρκώς από τον Τάσο Κωστόπουλο στην Εφημερίδα των Συντακτών και δεν αφορούν το παρόν σημείωμα. Το πρόβλημα άλλωστε δεν είναι ούτε η Παπαδάκη, ούτε η ονοματοδοσία. Είναι το ξαναγράψιμο της ιστορίας, η ενοχοποίηση της Αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος, η αθώωση των πιο σκοτεινών στιγμών της ελληνικής αστικής τάξης, ο χυδαίος αναθεωρητισμός, η σπίλωση αυτής της έρμης «αριστερής ηγεμονίας» της μεταπολίτευσης. Που όμως προέκυψε από τα ποτάμια αίματος που έδωσαν επί δεκαετίες οι αριστεροί, οι δημοκράτες και οι κομμουνιστές για το λαό αυτής της χώρας.

Με κακιασμένο και χολερικό τρόπο μια πλειάδα εκλεκτών του ελληνικού αστισμού έδωσε και δίνει τη μάχη ενάντια στην «αριστερή ηγεμονία». Επί Κυριάκου Μητσοτάκη, το λιβάνισμα της Δεξιάς και το ανάθεμα της Αριστεράς είναι απαραίτητο διαβατήριο πρόσβασης σε θέσεις, πόστα, ευνοϊκή μεταχείριση, ΜΜΕ και χρηματοδοτήσεις. Ο αντικομμουνισμός είναι προϋπόθεση ανέλιξης γιατί ακόμα και αν σήμερα δεν υπάρχει αντίπαλος στον οδοστρωτήρα του ακροδεξιού νεοφιλελευθερισμού, η ιστορία αφήνει ανεξίτηλα σημάδια.

Για τέτοιες και άλλες τέτοιες πράξεις του ο Δ. Λιγνάδης επιλέχθηκε από το ανώτερο δυνατό κυβερνητικό επίπεδο. Τι κι αν υπήρχαν υπόνοιες για κακοποιητικές συμπεριφορές και κατάχρηση εξουσίας; Τι κι αν υπήρχε ποινική προϊστορία; Τι κι αν συστάθηκε επί θητείας του σύλλογος σπουδαστών της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου με στόχο «την προστασία από κάθε είδους λεκτική, ομοφοβική, σεξιστική, σεξουαλική, ρατσιστική παρενόχληση»;

Ο Δ. Λιγνάδης φιλούσε γονυπετής το κιτσάτο ομοίωμα του Παρθενώνα για να σηματοδοτήσει την επαναφορά στο “αρχαίο πνεύμα” που ενοχοποίησε η Αριστερά, και επανέφερε τον …αγιασμό στο Εθνικό Θέατρο για να τονώσει τη χριστιανοσύνη που κινδύνευσε από τους “άθεους”. Έθεσε εαυτόν στην υπηρεσία της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, έχοντας μάλιστα συνείδηση ότι οι υποστηρικτές του είναι τέτοιας ποιότητας, που όπως ομολογούσε και ο ίδιος και να «κατουρήσω πάνω στη σκηνή, θα πουν μμμ, τι τόλμη ο Λιγνάδης».

Σε αυτό δίκιο είχε. Δεν προέβλεψε ωστόσο ότι το κύμα αποκαλύψεων κακοποιητικών συμπεριφορών, τρομοκρατίας, εκβιασμών, σεξουαλικών παρενοχλήσεων και βιασμών, θα μπορούσε να γκρεμίσει κάποιον με τόσες και τέτοιες διασυνδέσεις.

Όσο για τους μέχρι πρότινος δυνατούς προστάτες του σκηνοθέτη και ηθοποιού; Δεν μπορούν στην περίπτωση αυτή να εφαρμόσουν το «κάτσε λίγο πίσω μέχρι να ξεφουσκώσει το θέμα» που επιχείρησαν με κάποιον άλλον εκλεκτό τους. Το ποτάμι των καταγγελιών δεν είναι ούτε καναλιζαρισμένο, ούτε διαχειρίσιμο. Ας αναλογιστούν λοιπόν το στίχο: Few love to hear the sins they love to act.