Άρθρα

Τα παιδιά ξέμαθαν να είναι μαθητές

«Έχει καταντήσει το σχολείο χώρος εκπλήρωσης φαντασιώσεων κάθε γραφειοκράτη ιθύνοντος νου του υπουργείου που αγνοεί πως ο χώρος δράσης των εκπαιδευτικών είναι η τάξη και όχι το γραφείο»
Και να που το άνοιγμα των σχολείων δεν επέφερε την αναμενόμενη επαναφορά σε κανονική λειτουργία. Κατά γενική ομολογία όσων εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία η σχολική καθημερινότητα έχει γίνει πάρα πολύ δύσκολη. Η ένταση, η αταξία, το χάος, η παραβατικότητα, η αδιαφορία για την μάθηση, η δυσκολία στη συγκέντρωση και στην κατανόηση κυριαρχούν. Σαν τα παιδιά να έχουν απωλέσει την ιδιότητα να υπάρχουν ως μαθητές. Και γνωστικά αλλά και κοινωνικά. Είναι δυνατόν να ξέμαθαν να είναι μαθητές;

Το έλλειμα σχεδόν δύο χρόνων δια ζώσης εκπαίδευσης φαίνεται στο γεγονός πως η κοινωνικότητα των παιδιών έχει οπισθοχωρήσει αρκετά με επικράτηση των ενστίκτων και των παρορμήσεών τους. Η παραβατική συμπεριφορά, στην οποία παρατηρείται έξαρση αυτό το διάστημα, συνήθως δεν φορά ακραία περιστατικά βίας αλλά κυρίως παιδιαρίσματα. Τα παιδιά κάνουν ό,τι μπορούν για να τραβήξουν την προσοχή που τόσο έχουν στερηθεί τα δύο τελευταία χρόνια. Είναι ένας τρόπος να εκβιάσουν τη χαρά. Χαρά με το ζόρι. Απελπισμένη χαρά γιατί δεν ακούν άλλο από το «πρόσεχε», «η υγεία είναι το μόνο που μετράει». Κανείς πια δεν τους λέει πως όλα θα πάνε καλά, ότι η ζωή είναι όμορφη και μπροστά τους. Πιθανόν να ξεχνάμε πως τα παιδιά μετράνε την πραγματικότητα μέσα από τα μάτια των μεγάλων. Μήπως με το ανάγωγο γέλιο τους εκτοξεύουν πίσω τη δική μας απελπισία;

Οι εκπαιδευτικοί από την άλλη μεριά αισθάνονται πελαγωμένοι, ματαιωμένοι, εξουθενωμένοι, σε πλήρες αδιέξοδο. Κανένα όπλο από αυτά που έχουν στην φαρέτρα τους δεν μοιάζει να βρίσκει το στόχο του. Σαν τα παιδιά να μην συγκινούνται από το «καλό» και να μην επανέρχονται στην τάξη ούτε με το «άγριο». Οι νουθεσίες και οι τιμωρίες επιφέρουν ελάχιστη τροποποίηση στη συμπεριφορά τους. Πιθανόν η παιδαγωγική επιστήμη να χρειαστεί να γράψει ένα νέο κεφάλαιο που μέχρι τώρα δεν είχε προβλέψει: «Πώς ξαναμαθαίνουν τα παιδιά να είναι μαθητές, όταν έχει μεσολαβήσει βίαιη αναστολή αυτής τους τής ιδιότητας»;
Φυσικά όλα αυτά είναι τα απόνερα της καραντίνας και της στέρησης της δια ζώσης εκπαίδευσης. Το μόνο παρηγορητικό είναι το συμπέρασμα που βγαίνει: το πόσο τα παιδιά χρειάζονται το σχολείο. Φαίνεται η αξία του σχολείου όχι μόνο στο γνωστικό επίπεδο αλλά κυρίως στο συμπεριφορικό. Δυστυχώς όμως η αξία του σχολείου εκτιμήθηκε μόνο δια της απουσίας του. Ακόμη και οι πιο υπέρμαχοι θιασώτες της τηλεκπαίδευσης μπορούν να πειστούν πλέον πως τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το μάθημα σε μία ζωντανή τάξη. Το δίκτυο του σχολείου έχει τόση δύναμη λόγω των σχέσεων μεταξύ των μελών. Χρήσιμο το διαδίκτυο για να σε πάει μακριά αλλά δεν σε φέρνει κοντά. Αυτό το έλλειμα εγγύτητας, αυτή την απώλεια του ζωτικού «κοντά» πληρώνουμε τώρα.

Το ζωτικό «κοντά» αναζητείται ή καταζητείται;

Και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί έχουν ανάγκη το «κοντά» με τους μαθητές τους γι’ αυτό και νιώθουν απογοητευμένοι αυτό το διάστημα αφού διαπιστώνουν πως οι μαθητές το ξέμαθαν και αρνούνται κάθε δεσμό. Παιδικά χέρια που αντί να απλώνουν για να πιαστούν με άλλα χέρια, απλά χειρονομούν, χτυπάνε, μόνο ζητάνε και σπρώχνουν μακριά.

Και είναι επίσης σημαντικό να τονίσουμε πως οι εκπαιδευτικοί έχουν ανάγκη το «κοντά» και μεταξύ τους. Αυτό αποτελεί μεγάλο μέρος της δύναμής τους. Και η αξία του φάνηκε όσο τα σχολεία ήταν κλειστά και το δίκτυό των εκπαιδευτικών διαχωρίστηκε σε μονάδες. Πολλοί έφτασαν στα όρια της ανθεκτικότητάς τους. Εκεί κατάλαβαν οι εκπαιδευτικοί πόσο ανάγκη έχουν το μοίρασμα μεταξύ τους. Πόσο ανάγκη έχουν να μιλήσουν για το «Γιωργάκη και τη Μαιρούλα», για τα καθημερινά συμβάντα μέσα στις τάξεις αλλά και για τις αγωνίες τις δικές τους. Και ενώ τα σχολεία ξανάνοιξαν και μαζί με αυτά και οι αγκαλιές των συναδέλφων, η γραμμή του υπουργείου ήρθε να μπει ανάμεσά τους ως διαχωριστική. Δεκάδες νέες εντολές, δεκάδες νέες δουλειές, μηδενικός χρόνος, «φουλ του άγχους» και ό,τι πει ο Διευθυντής και ο εκάστοτε αξιολογητής. Το ζωτικό «κοντά» στο απόσπασμα!!

Το θέμα βέβαια δεν είναι μόνο ότι τα παιδιά, όσο τα σχολεία ήταν κλειστά, ξέμαθαν να είναι μαθητές αλλά και τι έμαθαν να κάνουν το ίδιο διάστημα. Μόνα τους στο σπίτι τους, ,μπροστά από τις οθόνες, αποκομμένα από τους συνοδοιπόρους τους στο εκπαιδευτικό τους ταξίδι. Αν μπορούσαμε να συνοψίσουμε θα λέγαμε πως τα παιδιά έμαθαν την παθητικότητα, την αδράνεια. Και τώρα που τα σχολεία άνοιξαν και που το ζητούμενο είναι η ενεργητικότητα και η δράση φαίνεται πως δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Απολύτως αναμενόμενο βέβαια αφού μιλάμε για άμεση μετάβαση από το ένα άκρο στο άλλο. Και εδώ αρχίζουν οι ευθύνες του υπουργείου Παιδείας.

Η μάθηση συντελείται στις τάξεις και όχι στα γραφεία
Η απλή λογική λέει πως φέτος κανονικά θα έπρεπε να είναι μια μεταβατική χρονιά, μια χρονιά σταδιακής επιστροφής στην εντατικοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Για όλους, μαθητές αλλά και εκπαιδευτικούς. Το υπουργείο όμως έκανε το ακριβώς αντίθετο: φόρτωσε υπερβολικά τους πάντες με επιπλέον υποχρεώσεις. Η τράπεζα θεμάτων και η ελάχιστη βάση εισαγωγής στα Λύκεια ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Περισσότερα διαγωνίσματα, περισσότερα γραπτώς εξεταζόμενα μαθήματα και επιπλέον μαθήματα( εργαστήρια δεξιοτήτων) στα Γυμνάσια. Ασφυκτικά προγράμματα στα Δημοτικά και στα Νηπιαγωγεία. Και το κερασάκι στην τούρτα: εξετάσεις PISA από φέτος για την 6η Δημοτικού και την Γ΄ Γυμνασίου.

Από την άλλη πλευρά, οι εξωδιδακτικές υποχρεώσεις των εκπαιδευτικών πολλαπλασιάστηκαν στον έσχατο βαθμό. Λες και δεν αρκούσε το δυστοπικό περιβάλλον που κυριαρχεί στις στοιβαγμένες τάξεις -φυτώρια του κορονοϊού- όπου οι εκπαιδευτικοί δίνουν καθημερινή μάχη για να κρατήσουν τα σχολεία σε κανονική λειτουργία ρισκάροντας την υγεία τους, σωματική και ψυχική. Λες και δεν αρκούσαν τα υγειονομικά πρωτόκολλα που πρέπει να διεκπεραιώνουν οι εκπαιδευτικοί (έλεγχος self-test μαθητών, ανίχνευση κρουσμάτων, ενημέρωση των γονέων και παραπομπή των κρουσμάτων με απίστευτη γραφειοκρατία στις δομές υγείας κλπ). Είναι δυνατόν σε αυτή την τόση δύσκολη για αυτούς συνθήκη το υπουργείο Παιδείας να τους φορτώνει επιπλέον με αξιολόγηση της σχολικής τους μονάδας, με ένα σωρό νέες αρμοδιότητες (συντονιστές, μέντορες, υπεύθυνοι covid, σύμβουλοι σχολικής ζωής, υπεύθυνοι σχολικού εκφοβισμού, ομίλους), με εκτός ωραρίου επιμορφώσεις και με συνελεύσεις του συλλόγου διδασκόντων κάθε λίγο και λιγάκι; Έχει καταντήσει το σχολείο χώρος εκπλήρωσης φαντασιώσεων κάθε γραφειοκράτη ιθύνοντος νου του υπουργείου που προφανώς αγνοεί πως ο χώρος δράσης των εκπαιδευτικών είναι η τάξη και όχι το γραφείο.

Το σουρεαλιστικό της υπόθεσης είναι πως ενώ το υπουργείο Παιδείας κομπάζει πως όλα τα έχει καλά καμωμένα και πως μόνο με σφίξιμο των λουριών μπορεί να αποκτήσει το σχολείο εσάνς κανονικότητας, του ξέφυγε μία μικρή λεπτομέρεια: ξέχασε να στείλει αναπληρωτές εκπαιδευτικούς στα σχολεία. Σε πάρα πολλά σχολεία οι μαθητές για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα έκαναν καθημερινά 3ώρα και 4ώρα αφού υπήρχαν πάρα πολλά κενά εκπαιδευτικών. Ακόμα και σήμερα 3 μήνες μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς και υπάρχουν ακόμα αρκετά κενά. Το γεγονός αυτό συνέτεινε πολύ στο να αργήσουν τα παιδιά να μπουν στο τόσο απαραίτητο για αυτά «πρόγραμμα». Είναι και αυτό μία βασική αιτία του χαώδους σκηνικού. Βέβαια τι άλλο θα περίμενε κανείς σε μία χώρα όπου η Παιδεία δεν θεωρείται κρατικό αγαθό αλλά αναπτυξιακό έργο ΕΣΠΑ;

Για να μην μιλήσουμε για χαμένη γενιά μαθητών

Αν συνεχιστεί αυτή η στάση σύντομα θα μιλάμε για χαμένη γενιά μαθητών. Ας αφήσουν τους εκπαιδευτικούς να ξαναμάθουν στα παιδιά πως να είναι μαθητές. Ας τους αφήσουν να κάνουν και λίγο μάθημα να πάρει η ευχή!! Ας αφήσουν αυτούς που ξέρουν καλύτερα να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να αναλάβουν δράση. Ας τους αφήσουν ήσυχους να ξανασυνδέσουν το «σχολικό δίκτυο» ώστε να το ξεχυθεί μέσα του ορμητικά το ζωτικό «κοντά». Ας βγάλουν την καρδιά του σχολείου (το σύλλογο διδασκόντων) από την μηχανική υποστήριξη και ας τής επιτρέψουν να ξανά-αναπνεύσει μόνη της.

Πηγή: drepani.gr
Ναζιστικοί χαιρετισμοί ΕΠΑΛ Σταυρούπολης

“Μαθήματα” από τα ΕΠΑΛ Σταυρούπολης

Τα γεγονότα στα ΕΠΑΛ Σταυρούπολης έχουν πολλά μαθήματα να μας διδάξουν. Το πρώτο είναι ότι η Χρυσή Αυγή και οι παραφυάδες τους παραμένουν ζωντανές και ενεργές, αλλά σε ένα επίπεδο πολιτικής δράσης χαμηλότερο από αυτό στο οποίο βρίσκονταν κατά την κοινοβουλευτική περίοδο των ναζί. Έχουν επιστρέψει στη δράση σε επίπεδο στρατολόγησης και οργάνωσης πυρήνων (και) σε λαϊκές γειτονιές, σε οργανωμένους οπαδούς και αλλού, προκειμένου να ανασυγκροτήσουν το δίκτυο εκφοβισμού και άσκησης επιρροής. Δεν μπορούν να ασκήσουν πολιτική επιρροή ακόμα σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, όπως τα προηγούμενα χρόνια.

Το δεύτερο είναι ότι σε αυτό το πλαίσιο, της στρατολόγησης και της ανασυγκρότησης, οι ναζιστικές ομάδες, ουδόλως στρέφονται εναντίον του υποτιθέμενου εχθρικού προς αυτές κράτους (αυτό που δήθεν τους φυλάκισε άδικα κτλ.), αλλά εναντίον εκείνων που ήταν και παραμένουν οι πραγματικοί εχθροί του ναζισμού: της αριστεράς. Το αστικό κράτος και τα σώματα ασφαλείας ιδιαίτερα, όχι μόνο δεν αποτελούν εχθρό των ναζί αλλά αναγκαίο, προστατευτικό μηχανισμό, ο οποίος με διαφόρους τρόπους θωπεύει εκ νέου τα κακομαθημένα άτακτα ξαδέρφια της επίσημης δεξιάς και του κράτους. Η στρατολόγηση γίνεται αποκλειστικά με εχθρό την αριστερά, διότι ακριβώς ο ναζισμός και αυτοί που τον ακολουθούν είναι ερωτευμένοι με την καταπιεστική, εξουσιαστική ισχύ του κράτους, στην υπερθετική της εκδοχή.

Το τρίτο είναι ότι προφανώς για λόγους εσωτερικούς τους, οι ναζιστικές ομάδες θέλουν νίκες στον δρόμο εξ ού και επέλεξαν να επιτεθούν δημοσίως. Το ποιοι ακριβώς λόγοι τους ωθούν σε αυτήν την απόφαση μένει να φανεί. Ενδεχομένως διαγκωνισμοί επιρροής ή η έλλειψη πιο “ώριμης” καθοδήγησης λόγω φυλάκισης κάποιων εκ των στελεχών της Χρυσής Αυγής.

Το τέταρτο μάθημα είναι ότι η κυβέρνηση αλλά και η ΝΔ εν γένει έχουν επιστρέψει πλησίστιες, στο ξέπλυμα της Χρυσής Αυγής δια της “θεωρίας των δύο άκρων”. Πρωταγωνιστεί μάλιστα ο υφυπουργός Συρίγος και άλλοι “κεντρώοι” (όχι τυχαία), κρατώντας στο παρασκήνιο τους συνήθεις υπόπτους της ακροδεξιάς: Πλεύρη, Μπογδάνο κ.ο.κ. Η ρητορική περί πρόκλησης και βίας (και) από τις αριστερές νεολαίες αποτελεί όχι μόνο αθώωση εμμέσως πλην σαφώς της Χρυσής Αυγής αλλά επιπλέον και μέσο ελεγχόμενου, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια, εκφασισμού ευρυτέρων μαζών. Ο “φιλήσυχος” πολίτης, οποίος δεν μπορεί να ξεχωρίσει μεταξύ πολιτικής δράσης της αριστεράς (συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί της) και ναζιστικής βίας είναι το εύφορο έδαφος της ανοχής στον ναζισμό, αν όχι της άμεσης υποστήριξης.

Το πέμπτο μάθημα είναι ότι η μόνη απάντηση στο ναζισμό είναι η πολιτικοποίηση της νεολαίας, από τον μαθητικό χώρο ακόμα, όπως συνέβαινε σε προηγούμενες δεκαετίες. Οι πολιτικές νεολαίες της αριστεράς οφείλουν να ανασυγκροτήσουν τάχιστα και αποτελεσματικά τις φοιτητικές παρατάξεις τους και τα μαθητικά τους τμήματα. Δεν υπάρχει μη πολιτικό σχολείο και δεν χρειάζεται να διαβάσει Αλτουσέρ κανείς για να το αντιληφθεί. Αρκεί να δει τα σχετικά συνταγματικά άρθρα, τα οποία προβλέπουν συγκεκριμένους, αμιγώς πολιτικούς στόχους για το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Το “μη πολιτικό” σχολείο είναι σχολείο χωρίς αμφισβήτηση. Έρμαιο της εξουσίας και των σαπρόφυτων του ναζισμού. Εκείνοι που μιλούν για έξωση όλων των πολιτικών νεολαιών από τα σχολεία στρώνουν τον δρόμο στον εκφασισμό.

Το έκτο μάθημα έχει να κάνει με την τάση εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας: η αδιαφορία, η υποτίμηση και τελικά το ξερίζωμα του λαϊκού, η εγκατάλειψή του σε μια διαρκώς διευρυνόμενη απόσταση από την πολιτική και σε μια ολοένα πιο επισφαλή οικονομική και κοινωνική θέση, η τρομακτική κυριαρχία της πλέον χυδαίας πολιτιστικής υποβάθμισης κάθε βράδυ από τις τηλεοπτικές οθόνες και από τα σκουπίδια της λούμπεν μουσικής παραγωγής των ΗΠΑ, ο δηλητηριώδης και δηλητηριασμένος λόγος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η αμορφωσιά, ο βιασμός της ιστορίας, η ερήμωση του κοινωνικού, μοιραία συντηρούν και επιτείνουν τις ονειρώξεις εξουσιαστικότητας σε μέρος του πληθυσμού, οι οποίες βρίσκουν φιλόξενες αγκαλιές στο ναζισμό. Χωρίς μια μεγάλη εκστρατεία πολιτικής και πολιτιστικής αναβάθμισης, ανασυγκρότησης του κοινωνικού και γείωσης των πολιτικών οργανώσεων της αριστεράς, ο ναζισμός θα δαγκώνει ξανά και ξανά, ενώ η παραδοσιακή δεξιά θα πετυχαίνει να μας ωθεί ολοένα δεξιότερα ή και… ακροδεξιότερα.

Πηγή: Κοσμοδρόμιο

Προτάσεις για την επιστροφή στο «κανονικό» σχολείο

Είναι φανερό πως τις τραγικές επιπτώσεις της πανδημίας στις εργασιακές σχέσεις, την οικονομία και την κοινωνία δεν τις έχουμε δει ακόμα, θα τις δούμε από το φθινόπωρο. Το ίδιο -ίσως και περισσότερο- ισχύει και με τις επιπτώσεις της πανδημίας και στην εκπαίδευση και το μέλλον των μαθητών όλων των βαθμίδων.

Η φετινή χρονιά, που κατά τα 2/3 της σημαδεύτηκε από την απομάκρυνση μαθητών και εκπαιδευτικών από τις σχολικές μονάδες και τον τραγέλαφο της τηλεκπαίδευσης, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα φτάσει στο τέλος της. Σε αυτήν πρέπει να προστεθεί και το χαμένο διάστημα των μηνών Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου και για την περσινή χρονιά. Τι θα συμβεί όμως με τα μεγάλα μαθησιακά κενά που απέκτησαν όλοι οι μαθητές; Αυτά θα τα μεταφέρουν και στις επόμενες χρονιές ακόμα κι αν αυτές γίνουν μέσα σε καθεστώς μαθησιακής κανονικότητας.

Και δεν είναι ούτε λίγα ούτε ευκαταφρόνητα. Συγκεκριμένα:

  1. Με το φιάσκο της τηλεκπαίδευσης ένα πράγμα είναι σίγουρο. Οι μορφωτικές ανισότητες αντιστοιχίστηκαν όσο ποτέ με τις ταξικές ανισότητες. Οι μαθητές που είχαν δικό τους δωμάτιο και μεγαλύτερο σπίτι, που είχαν καλύτερο τεχνικό εξοπλισμό, που μπορούσαν να πληρώνουν για φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα, θα βρίσκονται σε καλύτερο σημείο. Για τα επόμενα χρόνια αυτή η ανισότητα πρέπει να αμβλυνθεί. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει να μειωθεί ο αριθμός ανά τάξη, να υπάρχει δυνατότητα από τον εκπαιδευτικό να «σκύψει» στους πιο φτωχούς και αδύναμους μαθητές.
  2. Στην προσχολική αγωγή η τηλεκπαίδευση ακύρωσε εντελώς τον ίδιο της το ρόλο, δηλαδή την κοινωνικοποίηση των νηπίων και τις πρώτες γνώσεις-εφόδια για την ομαλή τους ένταξη στη σχολική ζωή. Αυτό σημαίνει πως οι εκπαιδευτικοί των πρώτων τάξεων του δημοτικού θα κληθούν «να βγάλουν λαγούς από το καπέλο τους» για να τα καλύψουν παράλληλα με τη διδακτέα ύλη.
  3. Ακόμα μεγαλύτερα είναι τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στο δημοτικό σχολείο. Από τη μία οι κοινωνικές ανισότητες στην ομαλή συμμετοχή όλων των μαθητών στην ηλεκτρονική «τάξη» και τα τεράστια (παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου) προβλήματα της ηλεκτρονικής πλατφόρμας CISCO WEBEX απέκλεισαν πολλούς από την καθημερινή διδασκαλία. Από την άλλη, στις ιδανικότερες περιπτώσεις, η τηλεκπαίδευση άφησε μεγάλα κενά που δεν μπορούν να καλυφθούν στο διάστημα που απομένει από την ζωντανή διδασκαλία.
  4. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τα προβλήματα αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Αν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση υπήρξε μια επιπλέον προσπάθεια από τους γονείς για την έστω τυπική συμμετοχή των μαθητών στην τηλεκπαίδευση, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το φαινόμενο να απευθύνεται ο εκπαιδευτικός σε «παρόντες-απόντες» μαθητές, ήταν συνηθισμένο.

Για να καλυφθούν όλα αυτά τα κενά είναι απαραίτητο το Υπουργείο Παιδείας, να εγκαταλείψει τα φτηνά επικοινωνιακά κόλπα ότι όλα βαίνουν καλώς και ενόψει της επόμενης εκπαιδευτικής χρονιάς να πάρει σοβαρά υπόψη του τις προτάσεις των μάχιμων εκπαιδευτικών που ζουν καθημερινά το πρόβλημα. Αυτές οι προτάσεις είναι συγκεκριμένες:

  1. Πρέπει να διασφαλιστεί ότι, παρά τα υγειονομικά προβλήματα που μπορεί να υπάρξουν, δεν θα συνεχιστεί το φιάσκο της τηλεκπαίδευσης για μια ακόμα χρονιά. Ο εμβολιασμός των εκπαιδευτικών και των γονέων – σε πρώτη φάση – η μείωση των μαθητών ανά τάξη, η λειτουργία του ΕΟΔΥ ως σοβαρού μηχανισμού ιχνηλάτησης είναι τα μίνιμουμ μέτρα που πρέπει να σχεδιαστούν για την επόμενη χρονιά από τώρα. Ως ύστατη λύση ακόμα και το μέτρο της εναλλαγής μαθητών, τάξεων και τμημάτων, παρά την αναποτελεσματικότητά του, θα είναι καλύτερο από την κατ΄ ευφημισμό «διδασκαλία» μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας.
  2. Πρέπει να κάνουμε μια παραδοχή. Η ύλη που διδάχθηκε μέσω τηλεκπαίδευσης, δεν διδάχθηκε κανονικά. Με αυτή την αφετηρία τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι αναγκαίος ο εξορθολογισμός της. Δηλαδή μια απαραίτητη μείωση ανά τάξη με ιδιαίτερα μέτρα ανά τάξη και ηλικία. Είναι σαφές ότι για έναν μαθητή της Α τάξης Δημοτικού θα πρέπει να υπάρξει ειδική μέριμνα για τη Γλώσσα και τα Μαθηματικά και για τη Γ’ λυκείου τι θεωρείται ως διδαχθέν από τις δύο προηγούμενες τάξεις. Τα παραπάνω θα πρέπει να γίνουν όχι με άγχος «να βγει η ύλη», αλλά σε ένα πλαίσιο που η συνολική σχολική δραστηριότητα με τις εκδρομές, τις γιορτές, τις δράσεις, τις αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες που τόσο έχουν λείψει στους μαθητές, θα ξαναδώσουν στην έννοια του σχολείου την πραγματική του διάσταση.
  3. Φέτος θα δοκιμαστεί για πρώτη φορά η ειδική βάση εισαγωγής στις σχολές της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Τα αποτελέσματα από τώρα προδικάζονται δυσάρεστα αφού αυτό το μέτρο θα οδηγήσει σε αποκλεισμό από τις σχολές ένα μεγάλο αριθμό αποφοίτων της Γ΄Λυκείου. Ω, του θαύματος όμως! Όσες/οι έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν την εγγραφή τους σε κάποιο κολέγιο θα αποκτήσουν τίτλο ισότιμο των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στα οποία δεν μπόρεσαν να εισέλθουν γιατί δεν συγκέντρωσαν τον απαιτούμενο αριθμό μορίων! Το αίτημα για κατάργηση της ειδικής βάσης εισαγωγής στην Τριτοβάθμια και της εξίσωσης των τίτλων σπουδών κολεγίων-πανεπιστημίων, είναι δίκαιο και κάτι περισσότερο από επίκαιρο, όπου οι ταξικές ανισότητες επηρέασαν τα μορφωτικά αποτελέσματα όσο ποτέ.

Τα παραπάνω δεν τα απευθύνουμε μόνο στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου. Τα θέτουμε σε συζήτηση με την εκπαιδευτική κοινότητα, τους μαθητές και το γονεϊκό κίνημα που είναι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι.

Οι εποχές που ζούμε είναι κρίσιμες για το μέλλον των μαθητών όλων των βαθμίδων και της νεολαίας γενικότερα. Αν δεν θέλουμε να μιλάμε για «χαμένες γενιές» στη μόρφωση και την εκπαίδευση. Εμείς ως εκπαιδευτικοί που αναφερόμαστε σε μια κοινωνία ισότητας και δικαιοσύνης και ζούμε μαζί με τα λαϊκά στρώματα δε θα σταματήσουμε να παλεύουμε για την άμβλυνση όλων των ανισοτήτων που έφερε στο φως η πανδημία.

Καλούμε τους εκπαιδευτικούς φορείς να λειτουργήσουν ανάλογα. Καλούμε τέλος και την πολιτική ηγεσία να αφήσει στην άκρη τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες της και να πράξει το ίδιο, ακόμα κι αν πρέπει να διαθέσει κάποια λεφτά που διαφορετικά θα τα διέθετε στα ΜΜΕ κάποιου φίλου της.

Επιτροπή Εκπαιδευτικών του Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων

Βιωματικές εικόνες τηλεκπαιδευτικής τρέλας

Σκοπός του κειμένου αυτού δεν είναι να συγκρίνει τη δια ζώσης διδασκαλία με την τηλεδιδασκαλία. Δεν είναι καν συγκρίσιμα τα μεγέθη. Η διαφορά είναι χαώδης. Σκοπός του είναι να παρουσιάσει με βιωματικές εικόνες τη συγκεκριμένη μορφή τηλεκπαίδευσης που λαμβάνει χώρα αυτή την περίοδο. Αναφέρεται μόνο στην τηλεκπαίδευση των παιδιών (όχι ενηλίκων) και δεν υπεισέρχεται καθόλου στο ερώτημα αν έκανε καλά η κυβέρνηση και έκλεισε τα σχολεία. Εστιάζει μόνο στο τι έλαβε χώρα από το κλείσιμο και μετά.

Με μια λέξη: στην τρέλα. Στην τρέλα που βιώνουν όσοι συμμετέχουν, άμεσα ή έμμεσα, στο εγχείρημα «τηλεκπαίδευση» (εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς) και στην τρέλα που πουλούν οι υπεύθυνοι οι οποίοι θεωρούν πως είναι θανάσιμο αμάρτημα να παραδεχτούν μία φορά, έστω μια, τις ευθύνες τους. Και οι οποίοι έχουν το απύθμενο θράσος να παρουσιάζουν ως fake news αυτό που βιώνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Υποβοηθούμενοι, όπως πάντα, από τα παραμορφωτικά ΜΜΕ που διατυμπανίζουν πως όλα βαίνουν άριστα.

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ο σκοπός του κειμένου είναι άλλος. Είναι μια φωνή οργής: «ε δεν θα μας τρελάνετε και τελείως».

«Το μεν πνεύμα (των εκπαιδευτικών) πρόθυμον, η δε σαρξ (του webex) ασθενής»

Να λέμε τα πράγματα όπως είναι: η ποιότητα του παρεχόμενου προγράμματος τηλεκαπίδευσης είναι χαμηλή παρά το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών υπερβάλλει εαυτόν και αγωνιά για να έχει καλό αποτέλεσμα με την αυτό-επιμόρφωση ως μοναδική λύση αφού το υπουργείο για άλλη μία φορά δεν φρόντισε και πέταξε τους εκπαιδευτικούς στα βαθιά να κολυμπήσουν μόνοι τους. Όμως «το μεν πνεύμα (των εκπαιδευτικών) πρόθυμον, η δε σαρξ (του webex) ασθενής». Αναλυτικά:

Το παρεχόμενο project τηλεκπαίδευσης είναι χαμηλής ποιότητας

Και εσύ βέβαια που έχεις μάθει να κάνεις διάλογο και όχι διάλεξη θα παρακάμψεις τις οδηγίες και θα ζητήσεις τη συμμετοχή των μαθητών. Να σηκώνουν ψηφιακό χεράκι κάθε φορά που θέλουν να πάρουν το λόγο. Μετά από λίγο όμως θα παρατηρήσεις πως τα υψωμένα χεράκια είναι πάντα τα ίδια 3-4 και πως οι υπόλοιποι μαθητές είναι σαν να μην υπάρχουν. Και εσύ που έχεις μάθει να κάνεις μάθημα με όλους τους μαθητές βρίσκεσαι σε αδιέξοδο. Υπάρχει διδασκαλία χωρίς ανατροφοδότηση; Μπορείς να προχωρήσεις παρακάτω αν δεν διαπιστώσεις πρώτα πως και ο τελευταίος μαθητής έχει καταλάβει αυτό που παρέδωσες; Στην τάξη μια ματιά του εκπαιδευτικού και ένα νεύμα του μαθητή αρκούσε, τώρα πρέπει να ανοιγοκλείσουν 25 μικρόφωνα και άλλες τόσες κάμερες. Και όλα αυτά μόνο για ένα μόνο «το καταλάβατε;».

Ταυτόχρονα από υποψιασμένος γίνεσαι αναγκαστικά καχύποπτος καθώς σκέφτεσαι πως οι μαθητές όταν είναι αόρατοι μπορούν απλά να κοιμούνται, να χαζεύουν κάτι άλλο, να σερφάρουν. Και υπάρχουν και αρκετοί που δεν έχουν τα μέσα να συνδεθούν γιατί κανείς δεν φρόντισε να τους τα παρέχει. Σου λένε να παίρνεις απουσίες κανονικά. Μπερδεύεσαι: απουσία σε κάποιον που ήθελε να είναι παρών αλλά δεν μπόρεσε και παρουσία σε κάποιον που δήλωσε απλά παρών και μετά απουσίασε;

Τηλεδιάσκεψη ή μήπως ραδιοδιάσκεψη;

Και έχεις και τους ειδικούς στην τηλεκπαίδευση να σου λένε πως το βασικότερο συστατικό μιας καλής τηλεδιάσκεψης είναι η βλεμματική επαφή του εκπαιδευτικού με τους μαθητές και των μαθητών μεταξύ τους. Πώς θα γίνει αυτό με κλειστές κάμερες μιας και το σύστημα ανοικτές δεν τις σηκώνει. Πιο πολύ με ραδιο- διάσκεψη μοιάζει όλο αυτό παρά με τηλεδιάσκεψη.

Και σκέφτεσαι πως τον Σεπτέμβρη που άνοιξαν τα σχολεία σου είχαν αφαιρεθεί πολλά από τα εκφραστικά σου μέσα εξαιτίας της μάσκας, είχες όμως τα μάτια σου, τη φωνή σου και τη γλώσσα του σώματός σου και εστίασες εκεί. Τώρα μένει μόνο η φωνή σου μέσα στην απόλυτη σιωπή. Και η σιωπή αυτή δεν μοιάζει με την σιωπή της τάξης που είναι ζωντανή και που όταν συμβαίνει σημαίνει συμφωνία για επικοινωνία. Όχι αυτή η σιωπή είναι συμφωνία της μη επικοινωνίας. Είναι σιωπή επιβεβλημένη και επιβαλλόμενη. Και δεν υπάρχει χειρότερη θέση που μπορείς να περιέλθεις όταν πρέπει να επιλέξεις μεταξύ δύο κακών: της ζούγκλας και του χάους με τα πάντα ανοικτά ή του νόμου της σιωπής και της επιβολής με τα πάντα κλειστά. Τελικά επιλέγεις το δεύτερο ρισκάροντας την παιδαγωγική σχέση που είχες χτίσει στο σχολείο με τους μαθητές σου και μη αναγνωρίζοντας, πολλές φορές, τον εαυτό σου. Διαπιστώνεις πικρά πως ένα από τα τιμήματα της τηλεκπαίδευσης είναι η απεμπόληση του παιδαγωγικού σου ρόλου. Είναι όμως λογικό πως οι άνθρωποι πρέπει να κόψουν κομμάτια τους προκειμένου να χωρέσουν μέσα σε κουτάκια.

Και χαμογελάς όταν σκέφτεσαι πως στο παρελθόν κάποιες δύσκολες ώρες μέσα στην τάξη όπως π.χ την τελευταία ώρα Παρασκευής είχες, στα αστεία, ευχηθεί να είχες ένα τηλεκοντρόλ που να έκανε mute σους μαθητές. Και να που τώρα μπορείς να τους κάνεις mute, να εξαφανίσεις την εικόνα τους, να τους στείλεις για λίγο έξω και γενικά να τους ελέγχεις όπως εσύ θέλεις. Να όμως που τώρα τίποτα από όλα αυτά δεν σου αρέσει. Ακόμα και οι φουρτούνες της τάξης σου φαίνονται καλύτερες από αυτή την σιωπή που επιβάλλεται να επιβάλλεις. Και ξέρεις πολύ καλά το γιατί: γιατί αυτή η σιωπή είναι ο απόλυτος έλεγχος του τι από εκείνους θα φτάνει σε σένα αλλά όχι του τι πραγματικά συμβαίνει. Είναι σαν ο εκπαιδευτικός στην τάξη να βάζει ωτοασπίδες, να φοράει μάσκα ματιών και να αρχίζει να μιλάει μόνος του. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι μαθητές μέσα στην τάξη κάθονται ήσυχοι ή προσέχουν ή ακόμα και πως παραμένουν στη θέση τους.

«Η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής απεβίωσε»

Και οι τίτλοι του υπουργείου και των ΜΜΕ πηχυαίοι αλλά ψευδεπίγραφοι. Μιλάνε για ψηφιακή τάξη. Μα η τάξη σημαίνει αλληλεπίδραση, σημαίνει κοινωνικοποίηση, σημαίνει ελάττωση των αποστάσεων και πως όλοι μαζί οι μαθητές και ο εκπαιδευτικός μοιράζονται κάτι κοινό. Οι θιασώτες της τηλεκπαίδευσης φαίνεται να μην τα θεωρούν όλα αυτά πρωτεύοντα. Το πιο σημαντικό από όλα όσον αφορά την εκπαιδευτική διαδικασία δεν είναι η ένας προς ένας αποσπασματική αλληλεπίδραση του κάθε μαθητή με τον εκπαιδευτικό αλλά ή αλληλεπίδραση των μαθητών μεταξύ τους η οποία δεν γίνεται να επιτευχθεί μέσα σε μια ψηφιακή τάξη αλλά μόνο σε μία ζωντανή τάξη. Και αν η ψηφιακή τάξη δεν μπορεί να θεωρηθεί τάξη τότε γιατί η τηλεκπαίδευση να θεωρείται εκπαίδευση; Και έχεις την κα υπουργό να θριαμβολογεί για το πόσα εκατομμύρια παιδιά συμμετέχουν στις ψηφιακές τάξεις. Σημασία όμως έχει η ποιότητα της συμμετοχής τους και όχι η ποσότητα.

Φανταστείτε πως το όλο εγχείρημα δεν περπατάει παρά το γεγονός πως οι ψηφιακές τάξεις στην συγκεκριμένη περίπτωση έρχονται ως συνέχεια των πραγματικών τάξεων που υπήρχαν από το Σεπτέμβρη στα σχολεία οπότε κάποιες παιδαγωγικές σχέσεις είχαν ήδη προλάβει να δημιουργηθούν. Δεν θέλω ούτε να διανοηθώ τι θα γινόταν αν από την πρώτη μέρα έναρξης του σχολικού έτους ξεκινάγαμε με τηλεκπαίδευση. Καμία εικοσιπενταριά άγνωστοι με κλειστές κάμερες και μικρόφωνα.

Το τεχνικό κομμάτι δοκιμάζει τα νεύρα όλων

Και δύο λόγια για το τεχνικό κομμάτι. Εκεί τα πράγματα είναι απλά απαράδεκτα. Περνάς αγωνία για το αν θα συνδεθείς, αγωνία για το αν και πότε θα σε πετάξει έξω το σύστημα, αγωνία για το αν και πότε θα κρασάρει το σύστημα, σου σπάνε τα νεύρα γιατί κάποιες φορές σε βλέπουν μα δε σε ακούνε και κάποιες άλλες σε ακούνε μα δε σε βλέπουν, είσαι αναγκασμένος να προσπαθείς να βρεις τεχνικές λύσεις για τους μαθητές που έχουν προβλήματα στη σύνδεσή τους, απελπίζεσαι με το πόσες φορές πρέπει να κάνεις admit τους μαθητές εκείνους που το σύστημα συνεχώς τους πετάει έξω, διαλύεσαι που δεν μπορείς να προσφέρεις την παραμικρή βοήθεια σε εκείνους τους μαθητές που καταβάλουν απέλπιδες προσπάθειες να συνδεθούν, ξανά και ξανά, ή σε εκείνους που δεν έχουν ούτε καν τα μέσα για να συνδεθούν. Και εξοργίζεσαι όταν μετράς τις συσκευές των μαθητών και διαπιστώνεις πως πάνω από τους μισούς είναι αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν κινητό τηλέφωνο και όχι υπολογιστή. 6-7 ώρες την ημέρα οι μαθητές να κοιτάνε ένα κινητό και να το ονομάζουμε αυτό εκπαίδευση;

Διαβλητή ιδιωτικότητα

Όσον αφορά την ιδιωτικότητα και την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων εκεί τι να πούμε; Για τα αόρατα μάτια και αυτιά που καταπατούν το ιερό άβατον της τάξης και βρίσκουν ευκαιρία να κρίνουν έναν εκπαιδευτικό στην χειρότερή του στιγμή και εκδοχή, για τους παράνομους εισβολείς που έχουν σκοπό να προκαλέσουν χάος την ώρα του μαθήματος, για τις φωτογραφίες και βίντεο με τα πρόσωπα αρκετών από εμάς που ήδη κυκλοφορούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εντελώς διαβλητό το σύστημα.

Να τελειώσει το αστείο πως για όλα φταίει ο δήθεν τεχνολογικός αναλφαβητισμός των εκπαιδευτικών

Παρόλα τα δεκάδες προβλήματα εσύ θα κάνεις ό, τι καλύτερο μπορείς για τους μαθητές σου. Και διαμοιρασμό οθόνης θα κάνεις, και τον ασπροπίνακα θα χρησιμοποιήσεις, και μεταφορά αρχείων προς τους μαθητές θα κάνεις και θα έχεις καθίσει μπόλικη ώρα να προετοιμάσεις ψηφιακό υλικό από την προηγούμενη μέρα, και θα έχεις ζητήσει από τους συναδέλφους σου πολύτιμες συμβουλές, και γραφίδα θα παραγγείλεις και αν χρειαστεί ακόμα και νέο πιο δυνατό υπολογιστή. Και δίνεσαι παρόλο αυτά και βάζεις τα δυνατά σου. Είναι όμως απίστευτο αυτό που διαπιστώνεις στο τέλος της κάθε ώρας: πόσα λίγα πράγματα έχεις καταφέρει. ‘Ένα πολύ μικρό ποσοστό από αυτά που θα έκανες στην τάξη. Και αυτό για ισχύει όλους τους εκπαιδευτικούς. Και για εκείνους που έχουν ευχέρεια τεχνολογικά αλλά και για αυτούς που δεν έχουν ιδιαίτερη εξοικείωση. Όταν ένα πρόγραμμα δεν δουλεύει, δεν δουλεύει. Άσχετα με το πόσο καλά γνωρίζει κάποιος από υπολογιστές.

Έστω πως όλα δούλευαν ρολόι, θα μπορούσε η τηλεκπαίδευση να υποκαταστήσει τη δια ζώσης εκπαίδευση;

Και άφησα για τελευταίο το απόλυτο ερώτημα: Έστω πως το σύστημα της τηλεκπαίδευσης δεν ήταν δυσλειτουργικό, δεν ήταν διαβλητό, ήταν τεχνικά άρτιο και εξασφάλιζε την συμμετοχή όλων των μαθητών. Τότε λοιπόν θα μπορούσε να συγκριθεί και να υποκαταστήσει τη δια ζώσης εκπαίδευση;

Και απαντώ. Αν οι friends των social media μπορούν να υποκαταστήσουν τους πραγματικούς φίλους, αν το cyber-love μπορεί να υποκαταστήσει τον πραγματικό έρωτα, αν η συμμετοχή στις δημοκρατικές διαδικασίες μπορεί να υποκατασταθεί από τηλεψηφοφορίες, αν η παρακολούθηση μιας μουσικής ή θεατρικής παράστασης on line είναι το ίδιο με την ζωντανή παρουσία των θεατών, αν μια ανθρώπινη αγκαλιά είναι το ίδιο με ένα emoji που την απεικονίζει, αν ο ψηφιακός και εικονικός κόσμος μπορεί να υποκαταστήσει τον πραγματικό κόσμο τότε ναι η δια ζώσης εκπαίδευση μπορεί να υποκατασταθεί από την τηλεκπαίδευση.

Ας μην κοροϊδευόμαστε. Η τηλεκπαίδευση έχει λόγους ύπαρξης μόνο σε περιπτώσεις όπου η εναλλακτική είναι το καθόλου μάθημα. Σε ακραίες συνθήκες όπως τώρα στην καραντίνα. Σε καμία άλλη περίπτωση. Σε μια λογική του τύπου «το μη χείρον βέλτιστον» ή του τύπου «αναγκαίο κακό». Ας το έχουμε αυτό κατά νου μιας και οι καιροί είναι πονηροί και κάποιοι που αποφασίζουν για το μέλλον του σχολείου ακούστηκαν αυτή την περίοδο να μιλάνε για ψηφιακή μετάβαση. Μην αμφιβάλουμε πως η τηλεκπαίδευση στο μυαλό κάποιων δεν είναι απλά μια προσωρινή αναγκαστική λύση.

Σε κανονικές συνθήκες ζωής λοιπόν ακολουθήστε τα παρακάτω βήματα:
1) Πηγαίνετε στον Πίνακα Ελέγχου του υπολογιστή σας και πατήστε προγράμματα
2) Μετά κάντε δεξί κλικ πάνω στο πρόγραμμα της τηλεκπαίδευσης που έχετε κατεβάσει
3) Πατήστε απεγκατάσταση προγράμματος
4) Εισέλθετε στην πραγματική σας τάξη: η περιπέτεια ξαναξεκινάει.

Πηγή: alfavita.gr

Μερικά συμπεράσματα για την απόπειρα μαθητικών καταλήψεων με εθνικιστικό χαρακτήρα

Η προσπάθεια να στηθούν μαθητικές καταλήψεις με εθνικιστικό χαρακτήρα την Πέμπτη 29/11/2018 προσφέρεται για μια σειρά συμπεράσματα, χρήσιμα για τις δυνάμεις που θέλουν να οικοδομήσουν ένα αποτελεσματικό πολιτικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση της αριστεράς και του λαϊκού κινήματος.

Το πρώτο είναι ότι παρόλο τη φασαρία και τον ντόρο, το «μακεδονικό ζήτημα» δεν κατόρθωσε να κινητοποιήσει μαζικά τους μαθητές. Οι καταλήψεις τελικά ήταν λίγες, όπως λίγοι και οι μαθητές που διαδήλωσαν στη Θεσσαλονίκη. Φάνηκε ότι η καταγραφή των κινητοποιήσεων αυτών στην ακροδεξιά και στη ΧΑ, οδήγησε τελικά σε μια αποστασιοποίηση των μαθητών – και των οικογενειών τους – από τη συγκεκριμένη κινητοποίηση. Έχουν περάσει αρκετοί μήνες από τα μαζικά συλλαλητήρια με κεντρικό αίτημα «καμία χρήση του όρου Μακεδονία» από την ΠΓΔΜ. Από τότε μεσολάβησε η συμφωνία των Πρεσπών και μεσολάβησαν και μερικά ακόμα συλλαλητήρια, άμαζα και αποτυχημένα. Η ΝΔ αν και φλυαρεί γύρω από το Μακεδονικό, παίρνει αποστάσεις από κινητοποιήσεις που χρεώνονται στην ακροδεξιά, καθώς στόχος της είναι να δώσει -τουλάχιστον τα ίδια με τον ΣΥΡΙΖΑ – θετικά δείγματα στις ΗΠΑ.  Έτσι αυτή η εθνικιστική έξαρση μένει με εκφραστή βασικά τη ΧΑ και άλλες ακροδεξιές ή γραφικές πατριδοκάπηλες δυνάμεις. Το γεγονός ότι η ΧΑ έχει τη σφραγίδα μιας εγκληματικής οργάνωσης, δημιουργεί περιορισμούς. Μια πιο «σοβαρή» ακροδεξιά θα μπορούσε να δημιουργήσει άλλα δεδομένα, αλλά προς το παρόν η αναμονή της εξουσίας ενώνει διάφορους στη ΝΔ.

Έτσι το δεύτερο είναι ότι από την όλη αντιπαράθεση γύρω από τις μαθητικές καταλήψεις, κερδισμένος βγαίνει βασικά ο διπολισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί με αφορμή αυτήν την προσπάθεια εισόδου της ΧΑ στον μαθητικό χώρο, κραδαίνει στον δημοκρατικό και προοδευτικό κόσμο την απειλή «έρχεται η ακροδεξιά», εκμεταλλευόμενος και τη διεθνή συζήτηση για το ακροδεξιό ρεύμα. Η ΝΔ παρουσιάζεται προς τον αστικό κόσμο και τους πραγματικούς νονούς της συμφωνίας των Πρεσπών (ΗΠΑ και ΕΕ) ως υπεύθυνη δύναμη, αφού δεν κάλεσε στις καταλήψεις. Ταυτόχρονα παρουσιάζεται στον κόσμο της δεξιάς ή και σε δημοκρατικό, πατριωτικό κόσμο που έχει κουραστεί από τον κοσμοπολιτισμό – «αντιεθνικισμό» της υπάρχουσας – δικαιωματικής αριστεράς, ως μια δύναμη που υπερασπίζεται τα «ιερά και όσια του έθνους» που υποτίθεται απειλεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Την εκκλησία, την ορθοδοξία, τη Μακεδονία κοκ. Το δίπολο αυτό συμπιέζει και τις δυνάμεις στα δεξιά της ΝΔ και τις δυνάμεις στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και βέβαια και το ΚΙΝΑΛ. Αν και εκλογικά το δίπολο παραμένει σταθερό και ενισχυμένο, κοινωνικά εμπεδώνεται ο συντηρητισμός, η πατριδοκαπηλεία μαζί με την υποταγή στις «μεγάλες δυνάμεις», μια αντιαριστερή ρητορεία, ένας εν δυνάμει εκφασισμός.

Το τρίτο συμπέρασμα είναι ότι αν και η ΧΑ είχε μικρά οργανωτικά κέρδη σε λίγα σχολεία, δεν πρέπει να υποτιμηθεί ότι νομιμοποιείται ο εθνικιστικός λόγος και τα συνθήματα του. Τα αλυτρωτικά «Μακεδονία Γη Ελληνική», «απελευθέρωση της Β. Ηπείρου», «η Κύπρος είναι ελληνική και η Μ. Ασία», νομιμοποιούνται στα μυαλά των 15χρονων μαθητών ως αδιαμφισβήτηση ιστορική αλήθεια και ιστορικές αδικίες εις βάρος της Ελλάδας. Τα συνθήματα αυτά σημαίνουν πρακτικά κάλεσμα προς τη νέα γενιά να πάρουν τα όπλα για να αλλάξουν τα σύνορα προς Βορρά και Ανατολάς. Σε ένα περιβάλλον όπου ΗΠΑ και Τουρκία είναι μεταξύ έντασης και  διαπραγμάτευσης περί χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων, όπου στο Κόσσοβο ανοίγει πάλι η συζήτηση για αλλαγή συνόρων και όπου οι ΗΠΑ παρουσιάζονται ως «εγγυητές» σε όποιον εθελοντή αστισμό θέλει να κάνει ψευτοτσαμπουκάδες (βλ. Ουκρανία), το εθνικιστικό δηλητήριο προετοιμάζει τη νέα γενιά για να γίνει κρέας για τα κανόνια των ιμπεριαληστών. Και αυτό το ρόλο παίζει και η ναζιστική ΧΑ στα «εθνικά θέματα». Το πρόβλημα πολλαπλασιάζεται γιατί αυτή η νέα γενιά είναι ποτισμένη εδώ και αρκετά χρόνια με το μηδενισμό, έναν καταναλωτικό πολιτισμό και έναν ψηφιακό εικονικό κόσμο κενού νοήματος και κινήτρων. Που και λόγω της κρίσης έχει διαπαιδαγωγηθεί στη μοιρολατρία, στις χαμηλές προσδοκίες, στο χτύπημα δικαιωμάτων. Η ιστορία έχει δείξει ότι στο κενό νοήματος και στο μηδενισμό τα «ηρωικά» συναισθήματα βρίσκουν γόνιμο έδαφος. Γι’ αυτό και η παρέμβαση στη νεολαία στο πολιτιστικό και ιδεολογικό επίπεδο είναι σήμερα κομβική για την αριστερά.

Το τέταρτο συμπέρασμα αφορά την εναπομείνασα αριστερά. Το ΚΚΕ, με κριτήριο πάντα την εκλογική του αντοχή, επέλεξε μια ήπια αντιεθνικιστική ρητορία και πρακτική. Προσπάθησε να προστατέψει τα μέλη του μαθητές απέναντι στο χρυσαυγιτισμό και αντιλαμβανόμενο ότι στο «αντιεθνικιστικό μέτωπο» ηγεμονεύει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πήρε κάποια πρωτοβουλία. Στις υπόλοιπες δυνάμεις επικράτησε η σύγχυση, ο ετεροκαθορισμός, η έλλειψη πολιτικής σκέψης. Κάποιες δυνάμεις κάλεσαν σε αντικαταλήψεις και σε αντιδιαδηλώσεις, οι οποίες είχαν μικρή έκταση. Σε κάθε περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και στελέχη του Υπουργείου Παιδείας, τις διαφήμισαν και τις αξιοποίησαν ως δική τους «κολυμβήθρα του Σιλωάμ». Κάποιες άλλες θεώρησαν ότι ο εθνικισμός είναι ένας λανθάνων αντιιμπεριαλισμός και ότι το λάθος της αριστεράς είναι ότι δεν υιοθετεί την πατριδοκαπηλη-αντιεθνικιστική ατζέντα. Η γραμμή «έξω οι φασίστες από τα σχολεία» ήταν μια λάθος γραμμή που υπονοούσε ότι το πρόβλημα ήταν οι μαθητές που έχουν επιρροές από τη ΧΑ. Στην πράξη, απαιτούνταν μια γραμμή αποκάλυψης της πατριδοκαπηλείας, προβάλλοντας μια κατεύθυνση πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας. Όχι απέναντι στους φανταστικούς «εχθρούς» της γειτονιάς μας, αλλά απέναντι σε αυτούς που πραγματικά συρρικνώνουν την ανεξαρτησία μας, στους δανειστές, το ΝΑΤΟ, την Ε.Ε. Σήμαινε μια δουλειά υπομονετικής ζύμωσης και προπαγάνδας μέσα και έξω από τα σχολεία τις μέρες εκείνες. Σήμαινε την καταγγελία του διπόλου ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ ως τις δύο πλευρές, «πατριωτικής» και «αντιεθνικιστικής» υποταγής στο ΝΑΤΟ. Ακόμα όμως και αυτή η δουλειά στη βάση δε θα έλυνε το πρόβλημα με την ακροδεξιά παρέμβαση στη νεολαία, καθώς καλούμαστε να καλύψουμε λαθεμένους προσανατολισμούς δεκαετιών (ποιος θυμάται το σύνθημα «ο αντιαμερικανισμός είναι ο αντιιμπεριαλισμός των ηλιθίων»; ή το «ευρώ ή δραχμή πατάτες γιαχνί»; Αυτά έχουν ή δεν έχουν σχέση με το ότι η αριστερά σήμερα θεωρείται και από δημοκρατικές μάζες – και όχι μόνο από το ακροατήριο της δεξιάς – ως εθνομηδενιστική;).

Πέμπτο και τελευταίο για τον αγώνα ενάντια στο φασισμό και τον εθνικισμό. Λανθασμένα η κάθε πλευρά ερμηνεύει το φασιστικό φαινόμενο ως ευθύνη της άλλης πλευράς. Ο πατριωτισμός χωρίς αντιιμπεριαλισμό γιατί πριν μήνες καλούσε σε συλλαλητήρια με το αίτημα «η Μακεδονία είναι ελληνική». Από την άλλη, η δικαιωματική Αριστερά, έχει εδώ και χρόνια μπερδέψει το διεθνισμό με τον κοσμοπολιτισμό, προπαγάνδιζε ότι η έξοδος από το ευρώ είναι «εθνικιστική αναδίπλωση» και  ασχολούμενη κυρίως με τις δευτερεύουσες αντιθέσεις απομακρύνθηκε οριστικά από τις λαϊκές ανάγκες. Προφανώς έχει ευθύνες η αριστερά για το φασιστικό φαινόμενο. Και πρώτα απ’ όλα η ίδια η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, που ανεξάρτητα του πώς χαρακτηρίζεται σήμερα από την Αριστερά, καταγράφηκε από την κοινωνία ως ήττα, απογοήτευση, μοιρολατρία και φυσικά κατεδάφισε το θετικό αξιακό φορτίο της αριστεράς. Το σύνολο των δυνάμεων που αναφέρεται στην Αριστερά έχει ευθύνες. Διαφορετικές όμως είναι οι ευθύνες των πρώην κλακαδόρων του Τσίπρα, διαφορετικές όσων είναι σήμερα μεταξύ απελπισίας και σύγχυσης, διαφορετικές όσων αποτελούσαν το κινηματικό και αντιεθνικιστικό προφίλ της καταστροφικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και διαφορετικές όσων απέτυχαν να οικοδομήσουν ένα μέτωπο φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση. Πέρα από τα λάθη του παρελθόντος, σήμερα χρειάζεται συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Οι φασίστες και οι ακροδεξιοί, ιστορικά αναπτύσσονται δίπλα σε ένα υπαρκτό αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα. Είτε για να το καταστείλουν, είτε για να εκτρέψουν τη λαϊκή αντισυστημική δυσαρέσκεια, είτε για να αποτελέσουν την εναλλακτική μορφή της καπιταλιστικής διαχείρισης όταν τα πράγματα στριμώξουν. Δεν είναι όρος μια αδύναμη αριστερά για να αναπτυχθεί το φασιστικό φαινόμενο, ούτε μια δυνατή αριστερά είναι πάντα εμπόδιο. Και η δεκαετία του 30 στην Ευρώπη, και οι χούντες του 60 και τα φασιστικά κινήματα κατά την αντιαποικιακή έκρηξη. Σήμερα όμως η ακροδεξιά αναπτύσσεται κυρίως στο έδαφος της αποτυχίας της παγκοσμιοποίησης και του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου και μιας αντισυστημικής ρητορικής. Το σύστημα δε φοβάται κάποια αριστερά. Η αριστερά εδώ και δεκαετίες είναι και θεωρείται από τις μάζες και συστημική δύναμη και υπέρ της παγκοσμιοποίησης. Εκεί είναι η βασική πλευρά, εκεί βρίσκεται το βασικό πρόβλημα. Γι’ αυτό και σήμερα ένας αντιεθνικισμός που δεν είναι και αντιιμπεριαλισμός με πρακτικό και συγκεκριμένο τρόπο, ταυτίζεται με τη συστημική «αντιεθνικιστική» κεντροαριστερά, η οποία εφαρμόζει αντιλαϊκές πολιτικές και αναπαράγεται έτσι ο φαύλος κύκλος.

Εθνικιστικές καταλήψεις

Υπάρχουν δεκάδες λόγοι για να γίνει κατάληψη. Το Μακεδονικό και ο Κατσίφας δεν είναι ένας από αυτούς.

Η οργή είναι μεγάλη. Για το μέλλον που φαίνεται σκοτεινό, για τα αδιέξοδα που έχουν χτίσει γύρω μας, για την απελπισία της γενιάς μας που θα ζήσει χειρότερα από τις προηγούμενες. Ο θυμός για την κατάσταση που έχουν φέρει για εμάς, την οικογένειά μας, την κοινωνία και τη χώρα μας είναι καζάνι που βράζει. Όμως το καζάνι δεν πρέπει να σκάσει στα μούτρα μας.

Οι μαθητές θέλουν να αντιδράσουν και πρέπει να αντιδράσουν. Όμως το να ακολουθούν τους ακροδεξιούς και τους νεοναζί δεν είναι διέξοδος. Είναι καταστροφή. Οι ομάδες των ακροδεξιών που επιχειρούν να επιβάλουν καταλήψεις στα σχολεία την Πέμπτη 29/11 δεν προσφέρουν τίποτα καλό ούτε στους μαθητές, ούτε στην πατρίδα.

Τα συνθήματα μίσους για τους γειτονικούς λαούς κρύβουν την υποτέλεια προς τους ισχυρούς του πλανήτη. Οι κραυγές για το όνομα της Μακεδονίας κουκουλώνουν το ξεπούλημα λιμανιών, αεροδρομίων, δρόμων, εδαφών της Μακεδονίας, αλλά και όλης της Ελλάδας. Η Μακεδονία πουλήθηκε, αλλά όχι στους γείτονες. Η Μακεδονία και η όλη η Ελλάδα πουλήθηκε στους δανειστές της.

Οι εθνικιστικές φωνές κρύβουν την αλήθεια. Και αυτή δεν είναι άλλη από το ότι οι νέοι εξοντώνονται συστηματικά, η κοινωνία ρημάζει και η χώρα τσαλαπατιέται. Όχι όμως από τους διπλανούς μας λαούς. Από τους Γερμανούς, τους Αμερικάνους και τους ντόπιους υποτακτικούς τους.

Ακούσατε τίποτα για αυτά, από όσους καλούν σε μαθητικές καταλήψεις την Πέμπτη;

Το να φωνάζουν οι μαθητές συνθήματα που βρίζουν τους γειτονικούς λαούς δεν κάνει τους Έλληνες πιο δυνατούς. Τους κάνει πιο αδύνατους. Γιατί έτσι ξεχνάμε τη ρίζα του κακού. Την πολιτική που και η σημερινή κυβέρνηση και οι προηγούμενες κυβερνήσεις ακολουθούσαν. Την πολιτική που συμφέρει το κεφάλαιο, την άρχουσα τάξη, τους ξένους δανειστές και δυνάστες της χώρας μας.

Σε αυτή την πολιτική, η ακροδεξιά, οι φανατικοί παπάδες και οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής δεν είναι αντίθετοι. Θέλουν να αλλάξουν το στόχο της οργής μας: Να εκτονώσουν την κοινωνική δυσαρέσκεια και τον θυμό εναντίον των «Σκοπιανών», των Αλβανών και των Τούρκων. Ποιοι όμως φταίνε για την ανεργία που έχει εκτιναχτεί; Για τη φτώχεια που πολλαπλασιάζεται; Για την κοινωνική και εθνική αξιοπρέπεια που τσακίζεται;

Και επειδή αγαπάμε την ιστορία του τόπου μας, ας αναρωτηθούμε: Ποιοι συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς στην Κατοχή όταν ο ελληνικός λαός πέθαινε από την πείνα; Ποιοι αντί να πολεμήσουν τον κατακτητή πολέμησαν το ΕΑΜ που χτυπούσε τον κατακτητή; Ποιοι συμφώνησαν να εκχωρήσουν την ελληνική Μακεδονία στους Βούλγαρους; Και αργότερα, ποιοι πούλησαν την Κύπρο στον τούρκο εισβολέα αφήνοντάς την άοπλη και ανοχύρωτη; Όσοι σήμερα με εθνική μάσκα, αλλά νεοναζιστική και ακροδεξιά ψυχή οργανώνουν τις καταλήψεις.

Γιατί αυτοί που κραυγάζουν ενάντια στην πατρίδα των άλλων, είναι οι πρώτοι που το βάζουν στα πόδια όταν η δική μας πατρίδα κινδυνεύει, πωλείται, εκχωρείται.