Άρθρα

ο Γαλλικός Μάης μέσα από τα συνθήματα του

Ο Γαλλικός Μάης μέσα από τα συνθήματά του

Εισαγωγή

Στόχος τούτου του άρθρου είναι να προσδιορίσει το περιεχόμενο του γαλλικού Μάη του 1968, έτσι όπως αυτό απορρέει από τα συνθήματα που κυριάρχησαν τότε, στους τοίχους των δρόμων του Παρισιού, των πανεπιστημίων, και στις διαδηλώσεις.

Ανιχνεύοντας τα εκατοντάδες συνθήματα εκείνης της περιόδου εκτιμώ ότι αυτά εκφράζανε με ποικίλους τρόπους και μέσα από την διαφορετικότητα τους και τις διαφορετικές εμφάσεις τους, μια ενιαία βούληση εκείνων που τα προέβαλαν και της πρωτοπορίας αυτού του κινήματος, που αρχικά τουλάχιστον δεν ήταν άλλη από την σπουδάζουσα νεολαία.

Αυτή η ενιαία βούληση συνίσταται στην αμφισβήτηση της καπιταλιστικής κοινωνίας στο σύνολο της και πιο ειδικά θεμελιακών πτυχών του καπιταλιστικού τρόπου ζωής όπως, η αρχή ο χρόνος είναι χρήμα, ο καταναλωτισμός, η παραγωγή για την παραγωγή, η αστική δημοκρατία.

Παράλληλα μέσα από συνθήματα ασκούνταν κριτική στον ρεφορμισμό και προβάλλονταν η αναγκαιότητα της ριζοσπαστικής επαναστατικής αλλαγής.

Όπως αναφέρεται σε ένα από αυτά τα συνθήματα, («λευκοί τοίχοι=βουβός λαός») αυτά εκφράζανε τη φωνή του λαού των εξεγερμένων και μάλιστα με ποιητικό τρόπο, όπως παρατηρούσε ο τροβαδούρος Ζωρζ Μουστακί, ο οποίος έλεγε ότι τον Μάη του 1968, «η ποίηση ήταν παντού στους τοίχους».[i]

Ανάμεσα σε εκατοντάδες συνθήματα προσπάθησα να επιλέξω τα πλέον αντιπροσωπευτικά, που τεκμηριώνουν την παραπάνω υπόθεση εργασίας μου.

Τα παραθέτω στα γαλλικά, με δική μου μετάφραση και σχόλια.

Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να καταδείξω το πως αντιφατικά και αντίστροφα από το θεωρητικά αναμενόμενο αποτέλεσμα της συμμετοχής στο κίνημα της εργατικής τάξης μέσω των πολιτικών και συνδικαλιστικών φορέων της, απώλεσαν το ριζοσπαστισμό τους.

Τέλος επιδιώκω να αναδείξω τα διδάγματα που βγαίνουν για το λαϊκό κίνημα από την ήττα της εξέγερσης του γαλλικού Μάη του 1968.

1. Οι ρίζες του αυθόρμητου ξεσπάσματος.

Ευθύς εξ αρχής είναι σημαντικό να επισημάνουμε κάτι που συχνά περνά απαρατήρητο, ότι η γαλλική εξέγερση η οποία ξεκίνησε από το πανεπιστήμιο της Ναντέρ, μιας λαϊκής γειτονιάς στα περίχωρα του Παρισιού, και επεκτάθηκε αργότερα στη Σορβόννη, δεν αποτέλεσε μια καθαρά αυθόρμητη εκδήλωση που γράφτηκε σε μια λευκή σελίδα.

Αντίθετα ανδρώθηκε στη βάση της προϊστορίας του γαλλικού λαϊκού κινήματος , της γαλλικής καπιταλιστικής «ευφορίας» των «τριάντα δοξασμένων ετών» (trente glorieuses) και της διεθνούς κατάστασης εκείνης της περιόδου.

Όπως αναλύω στην συνέχεια αναφερόμενος στο ρόλο που μπορεί να παίξει ο Μάης του 68 στην εκδήλωση μιας επόμενης εξέγερσης[ii], για την εκδήλωση του ίδιου του γαλλικού Μάη έπαιξε δηλαδή ρόλο μια επαναστατική και αριστερή παράδοση σε σχέση με άλλες προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Αφετηρία της ήταν η επανάσταση του 1789, στη συνέχεια εκείνη των ξεβράκωτων του 1793, η Κομμούνα το 1870, και πιο πρόσφατα το λαϊκό μέτωπο του 1936, και τέλος η ισχυρή αριστερή παράδοση της μεταπολεμικής Γαλλίας.

Όσον αφορά στην τότε γαλλική πραγματικότητα αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο, έτσι που η αφορμή της εξέγερσης προσέγγισε τα αίτια της.

Η αφορμή λοιπόν των κινητοποιήσεων πέρα από κάποια καθαρά φοιτητικά αιτήματα, ήταν και η εναντίωση στην καθηγητική αυθεντία -«Professeurs, vous êtes vieux, votre culture aussi», δηλαδή «καθηγητές είστε γέροι, όπως και η κουλτούρα σας» έγραφαν σε ένα από τα συνθήματα τους – σε συνδυασμό με την αντιπαράθεση των φοιτητών με την γενιά των γονιών τους. Εξ ου και η μόδα των μακρινών μαλλιών.

Πίσω λοιπόν από αυτήν την αντιπαράθεση στην γονική και την καθηγητική αυθεντία, φάνηκε σύντομα ότι κρύβεται μια συνολικότερη αντιπαράθεση ανάμεσα στον παλιό και ένα νέο τρόπο ζωής και τις αντίστοιχες μορφές οργάνωσης τους.

Αξίζει να ανοίξω εδώ μια παρένθεση για να αναφέρω ότι όπως εύστοχα έχει επισημανθεί εκείνο που χαρακτήριζε την τότε ποδοσφαιρική ομάδα του Άγιαξ της Ολλανδία, ως πρωτοπόρα του σύγχρονου ποδοσφαίρου, ήταν ακριβώς το γεγονός ότι σε αυτήν αμφισβητήθηκε η μέχρι τότε μορφή οργάνωσης της ομάδας και ο στενός καταμερισμός μεταξύ των παιχτών, και αυτό υπέρ της συμμετοχής όλων, σε όλα τα καθήκοντα αμυντικά και επιθετικά.

Σύντομα λοιπόν αυτές οι εναντιώσεις μετεξελίχθηκαν στην εναντίωση στον καπιταλιστικό τρόπο ζωής και σε εναντίωση απέναντι στον αυταρχισμό κάθε μορφής εξουσίας και δη της ντεγκωλικής και εκείνης των αφεντικών.

Στο δεύτερο σκέλος αυτής της μεταστροφής συνέτεινε και το γεγονός της άμεσης αντιμετώπισης του φοιτητικού κινήματος με την πιο άγρια αστυνομική βία. Αυτό είχε σαν συνέπεια από τη μια οι φοιτητές σε κάθε επίθεση της αστυνομίας να απαντάνε με μια αντεπίθεση[iii], οπότε και οξύνονταν η αντιπαράθεση με την εξουσία, από την άλλη διευκόλυνε την αποκάλυψη της αστικής δημοκρατίας ως μορφής της δικτατορίας της αστικής τάξης.

Στην ίδια αντιαυταρχική λογική εντάσσεται και το γεγονός ότι ο φοιτητικός αγώνας στόχευε στην υπεράσπιση ενός δημοκρατικού πανεπιστήμιου με εκλεγμένα, με συμμετοχή και των φοιτητών, όργανα, ενός πανεπιστημίου το οποίο δεν θα υποτάσσονταν στις απαιτήσεις της αγοράς και στα συμφέροντα ανάγκες του κεφαλαίου.

Αυτή η προσέγγιση του πανεπιστημίου διευκολύνονταν και από το ότι οι φοιτητές εν δυνάμει προσέγγιζαν αντικειμενικά την εργατική τάξη.

Αυτό δεν οφείλεται στην εργατική προέλευση της πλειονότητας των φοιτητών (κάτι το οποίο άλλωστε δεν αποτελεί χαρακτηριστικό της ταξικής θέσης τους όπως φαίνεται να υποστηρίζει ο Αλτουσέρ[iv], στο βαθμό που οι περισσότεροι είχαν μια μικροαστική προέλευση, (στις πανεπιστημιακές σχολές μόνον το 6% ήταν παιδιά εργατών ενώ το ποσοστό αυτό έφτανε το 90% στα οικοτροφεία), αλλά στην εν δυνάμει προλεταριοποίησή τους.

Ήδη έτεινε να κυριαρχήσει η «γενική διάνοια» στην οποία αναφέρεται ο Μαρξ[v], και η επιστήμη και η τεχνολογία έτειναν να λειτουργούν πια σαν άμεσες παραγωγικές δυνάμεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες πολλοί απόφοιτοι συνειδητοποιούσαν ότι στο μέλλον τους θα αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα του «συλλογικού εργαζόμενου», και κατ’ επέκταση της σύγχρονης εργατικής τάξης, έστω και αν αυτό δεν σήμαινε ταύτιση με χειρώνακτα προλετάριο.

Και όλα αυτά στο τέλος μιας περιόδου καπιταλιστικής ευφορίας, οπότε και η κρίση και δη η ανεργία χτυπούσαν ήδη την πόρτα της γαλλικής κοινωνίας.

Η διεθνής συγκυρία (πόλεμος Αλγερίας, Βιετνάμ, Κούβα, χούντα στην Ελλάδα, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, κινέζικη πολιτιστική επανάσταση) έπαιξε με τη σειρά της σημαντικό ρόλο στην πολιτικοποίηση της νεολαίας και την έκρηξη του φοιτητικού κινήματος.

Ορθά ο Αλτουσέρ[vi] επισημαίνει ότι αυτή η διεθνής συγκυρία και δη η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα ιδιαίτερα σε Αλγερία και Βιετνάμ συνέτεινε ώστε να πληγεί εκείνη την εποχή η αστική ιδεολογική κυριαρχία, και έτσι να βρει χώρο το κίνημα της νεολαίας για να προτάξει ένα αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο.

Από αυτήν την οπτική γωνία δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός ότι στην Ναντέρ οι συγκρούσεις ξεκίνησαν όταν έγιναν συλλήψεις φοιτητών μετά από επιθέσεις σε αμερικάνικες τράπεζες και αεροπορικές εταιρίες, κατά τη διάρκεια μιας κινητοποίησης κατά του πολέμου στο Βιετνάμ.

Το αντιπολεμικό σύνθημα του 60 «Κάντε έρωτα όχι πόλεμο» το οποίο αφορούσε αρχικά στον πόλεμο στο Βιετνάμ επαναλαμβάνεται και τον Μάη του 1968.

Αντίστοιχα ο βελγικός Μάης ξεκίνησε στις 13 του Μάη, μετά από μια μαζική εκδήλωση κατά της χούντας παρουσία της Μελίνας, στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών (U.L.B). η οποία και κατέληξε στην κατάληψη του μεγαλύτερου αμφιθεάτρου με βασικό αίτημα την δημοκρατικοποίηση του πανεπιστημίου.

Τελικά ο γαλλικός Μάης αποτέλεσε μια στροφή και μια γενίκευση. Στροφή υπό την έννοια ότι δεν ήταν πιά μόνον, ή κυρίως ο Αμερικανικός ιμπεριαλισμός ο εχθρός, αλλά και ο Γαλλικός. Γενίκευση υπό την έννοια ότι η εξέγερση δεν είχε πια ως επίκεντρο της μόνον το «κάντε έρωτα και όχι πόλεμο», ή κάποια επί μέρους οικονομικά, συνδικαλιστικά, ή θεματικά αιτήματα, όπως σε άλλες χώρες, αλλά το «τα όνειρα μας εφιάλτες σας», δηλαδή μια γενικότερη αμφισβήτηση της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και την πρόταξη ενός διαφορετικού κόσμου εφιάλτη για τους κρατούντες.

2. Συνθήματα συνολικής αμφισβήτησης του καπιταλισμού και πρόταξης μιας ανθρωποκεντρικής κοινωνίας της χειραφέτησης.

2.1 Γενικά συνθήματα

La société capitaliste est une fleur carnivore.

Η καπιταλιστική κοινωνία είναι ένα σαρκοφάγο άνθος.

Ne changeons pas d’employeurs, changeons l’emploi de la vie.

Το ζήτημα δεν είναι να αλλάζουμε αφεντικό, αλλά να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής μας.

Le patron a besoin de toi, tu n’as pas besoin de lui.

Το αφεντικό έχει ανάγκη από σένα, εσύ δεν έχεις ανάγκη το αφεντικό

À bas la société spectaculaire-marchande.

Κάτω η εμπορευματική κοινωνία θέαμα.

L’humanité ne sera vraiment heureuse que lorsque le dernier des capitalistes aura été pendu avec les tripes du dernier des bureaucrates

Η ανθρωπότητα θα είναι πραγματικά ευτυχισμένη όταν ο τελευταίος των καπιταλιστών θα έχει κρεμαστεί με το άντερα του τελευταίου των γραφειοκρατών.

Cours, camarade, le vieux monde est derrière toi.

Τρέξε σύντροφε ο παλιός κόσμος είναι πίσω σου.

La vie est ailleurs.

Η ζωή είναι αλλού.

Sous les pavés, la plage.

Κάτω από το παβέ, είναι η παραλία .

La forêt précède l’homme, le désert le suit.

Το δάσος προηγείται του ανθρώπου, η έρημος τον ακολουθεί .

Abolition de la société des classes.

Κατάργηση της ταξικής κοινωνίας.

Abolition de l’aliénation.

Κατάργηση της αποξένωσης.

L’émancipation de l’homme sera totale ou ne sera pas.

Η Χειραφέτηση του ανθρώπου είτε θα είναι ολοκληρωτική , είτε δεν θα υπάρξει.

L’imagination au pouvoir.

Η φαντασία στην εξουσία.

Je prends mes désirs pour la réalité car je crois en la réalité de mes désirs

Εκλαμβάνω τις επιθυμίες μου για πραγματικότητα διότι πιστεύω στην πραγματικότητα των επιθυμιών μου.

Soyons réalistes, demandons l’impossible.

Ας είμαστε ρεαλιστές ας ζητάμε το αδύνατο.

Désirer la réalité, c’est bien ! Réaliser ses désirs, c’est mieux

Το να επιθυμείς την πραγματικότητα είναι καλό! Το να υλοποιείς τις επιθυμίες σου είναι καλύτερο.

Με την πρώτη αυτή ομάδα συνθημάτων είναι σαφές ότι τίθεται στην ημερήσια διάταξη η ανατροπή του καπιταλισμού και της εξουσίας του κεφαλαίου, ενώ προτείνεται ως εναλλακτική μια εντελώς διαφορετική κοινωνία η οποία και είναι αδύνατον να υλοποιηθεί εντός των καπιταλιστικών τειχών, μιας ουτοπικής κοινωνίας, όχι με την έννοια της ανέφικτης , αλλά της μη υπάρχουσας πουθενά, μιας αταξικής κοινωνίας της χειραφέτησης, μιας «καλοκαιρινής αμμουδιάς, η οποία βρίσκεται κάτω από το παβέ».

2.2 Συνθήματα κατά της λογικής ο χρόνος χρήμα για το κεφάλαιο, και υπέρ του ελεύθερου χρόνου

Metro Boulot Dodo.

Μετρό Δουλειά Ύπνος.

Je ne veux pas perdre ma vie à la gagner.

Δεν θέλω να χάνω τη ζωή μου κερδίζοντας την.

Ne travaillez jamais.

Mην δουλεύτε ποτέ.

Travailleurs de tous les pays amusez vous.

Εργαζόμενοι όλων των χωρών διασκεδάστε

“Vivre sans temps mort et jouir sans entrave”.

Να ζεις δίχως νεκρό χρόνο και να απολαμβάνεις δίχως εμπόδια .

Με τα πιο πάνω συνθήματα αμφισβητείται η θεμελιακή αξία του καπιταλισμού, που δεν είναι άλλη από την εκμετάλλευση του χρόνου εργασίας για την αποκομιδή κέρδους εκ μέρους του κεφαλαίου.

Αμφισβητείται έτσι η αρχή “ο χρόνος είναι χρήμα”, και αντ’ αυτής προβάλλεται η αρχή ο ελεύθερος χρόνος να είναι το μέτρο του πλούτου, κάτι το οποίο ας μην το ξεχνάμε ότι είναι και το θεμελιακό χαρακτηριστικό της κομμουνιστικής κοινωνίας στην ανώτερη φάση της[vii].

2.3 Συνθήματα κατά της παραγωγής για την παραγωγή και του καταναλωτισμού.

À bas la société de consommation.

Κάτω η καταναλωτική κοινωνία.

Nous ne voulons pas d’un monde où la certitude de ne pas mourir de faim s’échange contre le risque de mourir d’ennui.

Δεν θέλουμε ένα κόσμο όπου η βεβαιότητα ότι δεν θα πεθάνεις της πείνας ανταλλάσσεται με το ρίσκο να πεθάνεις από ανία.

Êtes-vous des consommateurs ou bien des participants?

Είστε καταναλωτές ή ενεργοί πολίτες;

La marchandise, on la brûlera.

Το εμπόρευμα θα το κάψουμε.

Les comforts sont l ‘opium du peuple.

Οι ανέσεις είναι το όπιο του λαού.

La marchandise est l’opium du peuple

Το εμπόρευμα είναι το όπιο του λαού.

Que c’est triste d’aimer le fric.

Πόσο λυπηρό είναι να αγαπάς το χρήμα.

La société de consοmmation doit mourir de mort violente

Η καταναλωτική κοινωνία πρέπει να πεθάνει με βίαιο θάνατο.

On ne tombe pas amoureux d’un taux de croissance.

Ένα ποσοστό ρυθμού ανάπτυξης δεν είναι ερωτεύσιμο.

Consommez plus, vous vivrez moins.

Καταναλώνετε περισσότερο ζείτε λιγότερο .

Με τα πιο πάνω συνθήματα εκφράζεται η αντίθεση στον αστικό τρόπο ζωής και πιο ειδικά στην λογική του παράγω για να καταναλώνω, και αυτό όπως πετυχημένα εντοπίζει ο Μισέλ Λαουί στη βάση ενός «επαναστατικού ρομαντισμού»[viii]. Με άλλα λόγια ασκείται κριτική στην ισοπέδωση της κουλτούρας από την τεχνολογική ανάπτυξη, ή διαφορετικά της υποταγής των ανθρώπων στα καταναλωτικά αγαθά –εμπορεύματα και τις επίκτητες από τον καπιταλισμό ανάγκες.

2.4 Συνθήματα κατά της αστικής δημοκρατίας και του αστικού κράτους.

Je participe, Tu participes, Il participle, Nous participons, Vous participez, Ils profitent

Συμμετέχω, Συμμετέχεις, Συμμετέχει, Συμμετέχουμε, Συμμετέχετε, Κερδίζουν

La liberté n’ est pas un bien qui nous appartient. C’est ce que les lois, les préemptions et l ingorance nous ont empechés d aquérir.

Η ελευθερία δεν είναι ένα αγαθό που μας ανήκει. Είναι αυτό που μας εμπόδισαν να αποκτήσουμε οι νόμοι, οι προκαταλήψεις, η άγνοια.

“Comment peut-on penser librement à l’ombre d’une chapelle?”

Πως μπορούμε να σκεφτόμαστε ελεύθερα κάτω από τη σκιά ενός παρεκκλησιού ;

La télévision est le troup be balle par lequel le pouvoir chie sur vos cervelles .

Η τηλεόραση είναι η τρύπα της σφαίρας μέσα από την οποία η εξουσία πριονίζει τους εγκεφάλους σας.

Elections, piège à cons.

Εκλογές παγίδα για μαλάκες.

Il est douloureux de subir les chefs, il est encore plus bête de les choisir.

Είναι επώδυνο να ανεχόμαστε τους αρχηγούς είναι ακόμη πιο ηλίθιο να τους επιλέγουμε.

Fermons la télé, Ouvrons les yeux.

Ας κλείσουμε την τηλεόραση κι ας ανοίξουμε τα μάτια.

“La police vous parle tous les soirs à 20h”. [ORTF]

Η αστυνομία σας μιλάει κάθε βράδυ στα 8 η ώρα από τη συχνότητα της κρατικής γαλλικής τηλεόρασης.

Tout pouvoir abuse. Le pouvoir absolu abuse absolument.

Κάθε εξουσία είναι καταχρηστική. Η απόλυτη εξουσία σημαίνει απόλυτη κατάχρηση.

Autogestion de la vie quotidienne.

Αυτοδιαχείριση της καθημερινής ζωής.

Un bon maître nous en aurons dès que chacun sera le sien.

Θα έχουμε ένα καλό αφεντικό όταν καθένας θα είναι αφεντικό του εαυτού του.

Tout le pouvoir aux conseils ouvriers.

Όλες οι εξουσίες στα εργατικά συμβούλια.

Quand l’assemblée nationale devient un théâtre bourgeois, tous les théâtres bourgeois doivent devenir des assemblées nationales.

Όταν το εθνικό κοινοβούλιο μετατρέπεται σε ένα αστικό θέατρο ,όλα τα αστικά θέατρα πρέπει να γίνουν εθνικά κοινοβούλια.

Pas de liberté aux ennemis de la liberté.

Καμία ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας .

Il est interdit d’interdire.

Απαγορεύονται οι απαγορεύσεις.

“Non à l’Etat policier !”

Όχι στο αστυνομικό κράτος

À bas l’État

Κάτω το Κράτος

Vive la Commune de Paris

Ζήτω η Κομμούνα του Παρισιού

“La volonté générale contre la volonté du général!”

Η γενική βούληση κατά της βούλησης του στρατηγού (Ντεγκώλ )

La liberté d’autrui étend la mienne à l’infini.

Η ελευθερία του άλλου επεκτείνει την δική μου στο άπειρο.

Nous sommes tous des Juifs et des Allemands

Είμαστε όλοι Εβραίοι και Γερμανοί (κατά της απέλασης του Κον Μπεντιτ)

Nous sommes tous des “indésirables”

Είμαστε όλοι «ανεπιθύμητοι»

Les frontières on s’ n fout

Τα σύνορα μας είναι αδιάφορα.

Μέσα από αυτά τα συνθήματα ασκείται κριτική στην αστική δημοκρατία και αναδεικνύεται το σαθρό περιεχόμενο της, καθώς και το αποπροσανατολιστικό περιεχόμενο της ενημέρωσης που παρέχεται σε αυτήν.

Ιδιαίτερα καταγγέλλεται το περιεχόμενο των αστικών εκλογών το οποίο όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε ο Τοκβίλ συνίσταται «οι πολίτες να βγαίνουν για μια στιγμή από την εξάρτηση για να υποδείξουν τον αφέντη τους και [στη συνέχεια να] ξαναμπαίνουν μέσα»[ix].

Ταυτόχρονα προβάλλεται μια διαφορετική από την κρατική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας και μια διαφορετική περί ισότητας και ελευθερίας αντίληψη, από εκείνην που πρεσβεύει και κυρίως ασκεί η αστική τάξη μέσω της αστικής δημοκρατίας.

3. Συνθήματα κατά του ρεφορμιστικού δρόμου και υπέρ του επαναστατικού

Le masochisme aujourd’hui prend la forme du réformisme.

Ο μαζοχισμός παίρνει σήμερα τη μορφή του ρεφορμισμού.

Tout reformisme se caracterise par l’ utopisme de sa strategie et l opportunism de sa tactique.

Κάθε ρεφορμισμός χαρακτηρίζεται από τον ουτοπισμό της στρατηγικής του και τον οπορτουνισμό της τακτικής του.

Mort aux tièdes.

Θάνατος στους χλιαρούς.

Reformes chlorophorme.

Οι μεταρρυθμίσεις είναι χλωροφόρμιο.

Céder un peu c’est capituler beaucoup.

Το να υποχωρείς λίγο σημαίνει να παραδίνεσαι εντελώς.

Nous voulons tout, tout de suite.

Τα θέλουμε όλα τώρα.

On ne revendique rien, on prend.

Δεν διεκδικούμε τίποτα το παίρνουμε.

Le droit de vivre ne se mendie pas, il se prend.

Το δικαίωμα στη ζωή δεν το ζητιανεύεις, το παίρνεις.

Ne prenez plus l’ascenseur, prenez le pouvoir.

Μην παίρνετε το ασανσέρ, πάρτε την εξουσία.

La barricade ferme la rue mais ouvre la voie.

Το οδόφραγμα κλείνει το δρόμο αλλά δίνει διέξοδο.

Le combat est père de toute chose.

Ο αγώνας είναι ο γεννήτορας κάθε πράγματος.

Contre la repression du patronat continuons le combat.

Ενάντια στην καταστολή των αφεντικών ας οργανώσουμε τον αγώνα.

Ce n’est qu’un début, continuons le combat.

Δεν είναι παρά μια αρχή ας συνεχίσουμε τον αγώνα.

Seule la vérité est révolutionnaire.

Μόνο η αλήθεια είναι η επαναστατική.

Si besoin était de recourir à la force, ne restez pas au milieu.

Αν είναι αναγκαία η προσφυγή στην βία, μην μείνετε στη μέση.

La passion de la destruction est une joie créatrice.

Το πάθος της καταστροφής είναι μια δημιουργική χαρά.

Αν τα συνθήματα που προηγήθηκαν εκφράζανε την εναντίωση στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων και την βούληση για μια κοινωνία της χειραφέτησης, η τελευταία ομάδα συνθημάτων αφορά στο μέσο επίτευξης αυτού του στόχου. Και είναι σαφές ότι αυτό το μέσο δεν μπορεί να είναι άλλο από την αγωνιστική διεκδίκηση του και την επανάσταση. Αντίθετα καταγγέλλεται ο ρεφορμισμός ως μια οπορτουνιστική παραπλανητική τακτική, η οποία οδηγεί στην ενσωμάτωση στο σύστημα.

4. Το «συνειδητό» φρένο αντί προωθητής της εν δυνάμει επαναστατικής συνείδησης.

Ο Μάης μπορεί να ξεκίνησε από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, στην συνέχεια όμως αγκαλιάστηκε από το εργατικό και ευρύτερα λαϊκό κίνημα. Θα διακινδυνεύσω την ακόλουθη διατύπωση: ο Μάης ότι κέρδισε σε πλάτος και φαινομενική ταξικότητα, το έχασε σε βάθος και ουσιαστική ταξικότητα.

Η προσχώρηση του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και του ΚΚ στο κίνημα του Μάη, ενώ είναι σαφές ότι προήλθε κάτω από την πίεση των ίδιων των εργαζομένων , και ότι οι ίδιοι όπως στην Ρενώ ξεφώνιζαν τους συνδικαλιστές ηγέτες για τις συμφωνίες τις οποίες είχαν συνάψει με εργοδοσία και κυβέρνηση, μετά τη μεγαλύτερη απεργία του 20ου αιώνα στον Δυτικό κόσμο, -πάνω από δέκα εκατομμύρια απεργοί- τελικά δεν κατόρθωσε να υπερβεί τον ρεφορμισμό της συνδικαλιστικής του ηγεσίας και γενικότερα την ρεφορμιστική πολιτική της κυρίαρχης αριστεράς.

Τα αναρχικά, ή αριστερίστικα γκρουπούσκουλα των λίγων δεκάδων νέων, όπως οι ίδιοι οι ηγέτες τους παραδέχονται[x], όπως και καταστασιακές ή υπαρξιστικές απόψεις, αν και είναι σαφές ότι επηρέασαν το νεολαιίστικο κίνημα του Μάη, δεν μπορεί να υποστηρίξει βάσιμα κανείς ότι το ηγεμόνευσαν. Άλλωστε και αυτά τα ρεύματα, πέρα από την εναντίωση τους στο κυρίαρχο σύστημα δεν είχαν κάποια επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική.

Αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρξε τον γαλλικό Μάη του 1968 εκείνο το επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο, το οποίο λαμβάνοντας υπόψη του το επίπεδο συνειδητότητας των εργαζομένων, το προωθεί έτσι ώστε να εκδηλώσει την εν δυνάμει επαναστατικότητα του.

Αντ’ αυτού το Γαλλικό ΚΚ και η CGT έχοντας ένα σαφέστατο ρεφορμιστικό προσανατολισμό περιορίστηκαν σε αιτήματα βελτίωσης των συνθηκών ζωής στα πλαίσια του καπιταλισμού, και σε καμιά στιγμή του κινήματος δεν έθεσαν θέμα ανατροπής του, παρόλο που και ο ίδιος ο Ντεγκώλ έτρεμε μπας και συμβεί κάτι τέτοιο.

Είναι βέβαιο ότι σε αυτήν την επιλογή του ΚΚ συνέτεινε σε μεγάλο βαθμό και η συνταύτιση του με το ΚΚΣΕ και την Σοβιετική εξωτερική πολιτική.

Το ΚΚΣΕ απέναντι στα γεγονότα του Μάη αντιδρούσε κάτω από το σύνδρομο της Γιάλτας, και μάλιστα στον βαθμό που ο Ντεγκόλ ως ηγέτης μιας σημαντικής ιμπεριαλιστικής δύναμης εμφανίζονταν πυκνά, συχνά να διαφοροποιείται από τον Αμερικανικό ιμπεριαλισμό, όπως στον πόλεμο του Βιετνάμ, ή με την απόφαση του το1966 για έξοδο της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, δεν είχε καμία διάθεση να ανατραπεί.

Και αυτά σ’ ένα γενικότερο κλίμα αποδοχής της ειρηνικής συνύπαρξης σοσιαλισμού και καπιταλισμού.

Άλλωστε η στάση του Ντεγκόλ με το μυστικό του ταξίδι στις 29 του Μάη στο Μπαντεν Μπάντεν, όπου ήταν το γενικό στρατηγείο των γαλλικών ενόπλων δυνάμεων, και η απόφαση του να παρέμβει ο στρατός αν δεν μπορούσε να ελέγξει διαφορετικά την κατάσταση, δεν απείχε από τη στάση των Σοβιετικών τον Αύγουστο του 68 στην Πράγα.

Με αυτά τα δεδομένα το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ακολούθησε μια πολιτική την οποία εκθείαζε ο βαθύτατα συντηρητικός φιλόσοφος Ραυμόν Αρόν[xi], διότι αυτό κατόρθωσε να μην ενοποιηθούν κατά τη διάρκεια των αγώνων οι επαναστατικές φοιτητικές διεκδικήσεις με εκείνες των συνδικάτων.

Το ΚΚ έκανε ότι περνούσε από το χέρι του έτσι ώστε να μην υλοποιηθεί το περιεχόμενο των συνθημάτων: «usines, universités union» δηλαδή, «εργοστάσια, πανεπιστήμια ενωμένα», ή το «Ouvriers, enseignants, étudiants solidaires», δηλαδή «εργάτες, διδάσκοντες , φοιτητές, αλληλέγγυοι», που κυκλοφορούσαν τότε.

Το ΚΚ πέρα του ότι αντιμετώπιζε καχύποπτα το φοιτητικό κίνημα στο βαθμό που δεν το έλεγχε, ακολούθησε και τότε την μεθοδολογικά εσφαλμένη ρεφορμιστική τακτική του διαχωρισμού των οικονομικό-κοινωνικών από τα πολιτικά αιτήματα. Έτσι αντί προωθητής του επιπέδου της αυθόρμητης λαϊκής συνειδητότητας, λειτούργησε σαν αναχαιτιστής της και ακόμη χειρότερα βρέθηκε πίσω από αυτήν.

Και είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι τότε στην Γαλλία το αυθόρμητο κίνημα ήταν προσανατολισμένο προς μια θετική κατεύθυνση, και ήταν εκείνο που λόγω της απουσίας του επαναστατικού υποκειμένου και της ενσωμάτωσης του, αναδείχτηκε ως πρωτοπόρο. Από αυτήν τη σκοπιά ο Αλτουσέρ εύστοχα χαρακτήρισε τον Μάη σαν μια νεολουξεμπουργκιανή εκδοχή του αυθόρμητου[xii], μια και εκείνο ήταν που αναδείχτηκε τότε σε πρωτοπόρο.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Ζωρζ Σεγκύ γραμματέας της CGT και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος, στο βιβλίο του ο Μάης της CGT[xiii], αλλά και συνολικότερα το ίδιο το κόμμα, εκτίμησαν ότι η συμφωνία της Γκρενέλ η οποία πρόβλεπε 10% αυξήσεις των μισθών, 33% του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, σταδιακά 40 ώρες εργασίας την εβδομάδα, και μείωση των ορίων συνταξιοδότησης, καθώς και η διεύρυνση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, εκτιμήθηκαν σαν μεγάλη νίκη, επαρκής για να σταματήσουν οι κινητοποιήσεις, παρόλο που οι εργαζόμενοι στην Ρενώ Μπιλλανκουρ γιουχάισαν τον Σεγκύ όταν τους προέτρεψε να την αποδεχτούν.

Ο ίδιος Σεγκύ χαρακτήριζε τους φοιτητές της εξέγερσης σαν προβοκάτορες ενώ παραχαράζοντας πλήρως την πραγματικότητα, υποστήριζε ότι η CGT και το κόμμα δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσουν παραπέρα διότι κάτι τέτοιο δεν το ήθελαν οι εργάτες και δεν θα το ακολουθούσαν.

Ο τότε γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Βαλντεκ Ροσσέ στην τοποθέτηση του στην Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής της 8/9 Ιούλη του 1968 χαρακτήριζε όσους έθεταν θέμα άμεσης ανατροπής του καπιταλισμού, μικροαστούς διανοούμενους και τους κατηγορούσε ότι προσπαθούσαν να παρασύρουν τους εργαζόμενους και το δημοκρατικό κίνημα σε σύγκρουση με την αστική εξουσία, ενώ οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες. Και δεν ήταν ώριμες διότι το Κόμμα εκτιμούσε ότι ο συσχετισμός ήταν τέτοιος που οδηγούσε στο δίλημμα Ντεγκόλ ή τανκς, και ότι δεν υπήρχε ακόμη κοινό πρόγραμμα των Αριστερών κομμάτων[xiv].

Αντίθετα το ΚΚ «στήριξε και συνεχίζει να στηρίζει την ιδέα ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί η ντεγκωλική εξουσία των μονοπωλίων από μια κυβέρνηση δημοκρατικής ενότητας, η οποία δεν θα προέλθει από κάποια ανατροπή αλλά από την λαϊκή βούληση ξάστερα και δημοκρατικά [εκλογικά] εκφρασμένη».

Από την πλευρά του ο Ζωρζ Μαρσαί επόμενος γραμματέας του κόμματος, στο 19ο συνέδριό του, το οποίο έγινε τον Φεβρουάριο του 1970, αποτιμά στην εισήγηση του θετικά την στάση του κόμματος τον Μάη, και αυτό για δυο λόγους: 1. Διότι αυτό συνέβαλε με τις δυνάμεις του στο να αποσπάσουν οι εργαζόμενοι σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές κατακτήσεις και 2. Διότι δεν έπεσε στην παγίδα που του είχε στήσει η ντεγκωλική εξουσία, να συγκρουστεί απευθείας μαζί της όπως έκαναν οι αριστεριστές[xv].

Ο Λουί Αλτουσέρ, ο οποίος δεν ενεπλάκη εκείνη την περίοδο στα γεγονότα του Μάη, μετά το πέρας τους εκτίμησε ορθά ότι το κόμμα και η CGT, όπως άλλωστε και άλλα ΚΚ όπως το Ιταλικό, «έχασαν κάθε ιδεολογική και πολιτική επαφή με τους φοιτητές και τους νέους διανοούμενους»[xvi].

Όμως για να ερμηνεύσει το ότι ενώ οι νέοι πρότασσαν την επανάσταση, το Κόμμα περιορίζονταν σε επί μέρους μεταρρυθμίσεις εντός των καπιταλιστικών τειχών και πολιτικά στην αλλαγή της κυβέρνησης, χρησιμοποιεί τα ίδια επιχειρήματα (εργατική τάξη ανέτοιμη και όχι πρόθυμη να προχωρήσει στην επανάσταση), ακόμη και την ίδια ορολογία με την ηγεσία του ΚΚ για να χαρακτηρίσει τους εξεγερμένους νέους (μικροαστοί, αριστεριστές) και δεν καταγγέλλει το ρεφορμισμό και την εκλογολαγνεία του κόμματος. Μάλιστα κάνει ένα βήμα παραπέρα, και κατηγορεί το Κόμμα διότι δεν μπόρεσε, ως θα όφειλε, να ελέγξει τον μικροαστικό αριστερισμό και να τον αποτρέψει να διεκδικεί την επαναστατική ανατροπή.

Ο Ροζε Γκαρωντύ από την πλευρά του ήταν υπέρ της συμμετοχής του κόμματος στο κίνημα της νεολαίας και δεν το κατέκρινε σαν αριστερίστικο. Παρόλα αυτά ενώ έκανε μια σοβαρή προσπάθεια να ερμηνεύσει τον φοιτητικό ριζοσπαστισμό, και τη σχέση του φοιτητικού με το εργατικό κίνημα, δεν αποφεύγει και αυτός να αποδώσει ιδιαίτερη έμφαση στις υπαρκτές τάσεις «υπερθεματισμού και τυχοδιωκτισμού» του κινήματος του Μάη, μη διευκρινίζοντας αν θεωρεί ότι σε αυτές ανήκει και η στόχευση του καπιταλισμού, των κυρίαρχων αξιών του και της αστικής δημοκρατίας[xvii].

Αλλά και η γενικότερη στάση του κόμματος απέναντι στην σοσιαλδημοκρατία και την εκλογική και κυβερνητική συνεργασία μαζί της και δη με τον Μιτεράν, ο οποίος τότε ζητούσε προσωρινή εθνική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της κρίσης, επιβεβαιώνει αυτήν την ρεφορμιστική του ροπή η οποία είναι μάλλον ανεπανόρθωτη.

Άλλωστε όπως καταγράφτηκε και επισήμως στην Διεθνή Συνδιάσκεψη των ΚΚ στην Μόσχα τον Ιούνιο του 1969, η πολιτική της συνεργασίας με την σοσιαλοδημοκρατία και του σταδίου της προωθημένης δημοκρατίας πριν το σοσιαλισμό, αποτελούσε τότε και δυστυχώς και μετέπειτα, την βασική στρατηγική των ΚΚ[xviii].

Η κατοπινή τοποθέτηση του Ρολάντ Λερουά, μέλους του ΠΓ και διευθυντή της εφημερίδας του κόμματος Ουμανιτέ, ότι απέναντι σε ένα επαναστατικό λαϊκό ρεύμα απαντήσαμε με την παραπομπή σε μια εκλογική επιτυχία, στη βάση ενός κάποιου κοινού προγράμματος «προωθημένης δημοκρατίας, που θα συνάπταμε με τους σοσιαλιστές» εκτιμώ ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Όπως επίσης ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η αυτοκριτική τοποθέτηση του Λερουά ότι η στρατηγική συγκρότησης του μετώπου και της εκλογικής του νίκης την οποία είχε το κόμμα κληρονομήσει από το 1963 από τον Ζορές, «το έπνιγε».

Έτσι παρατηρεί ο Λερουά «σε μια επαναστατική φιλοδοξία, σε μια φιλοδοξία [ριζικού] μετασχηματισμού απαντούσαμε με εκλογικές ανησυχίες οι οποίες εμφανίζονταν πολιτικάντικες. Λέγαμε αυτό, δεν είναι δυνατόν, εφόσον δεν υπάρχει κοινό πρόγραμμα, εφόσον δεν υπάρχει συμφωνία της αριστεράς κλπ…»[xix].

Μήπως αυτή η στάση της εργατικής τάξης και του κατ’ όνομα κόμματός της σηματοδοτούν την επιβεβαίωση των απόψεων του Μαρκούζε[xx], σύμφωνα με τις οποίες «η εργατική τάξη έπαψε να είναι πρωτοπόρα, διότι στα πλαίσια της κοινωνίας της αφθονίας είναι συνδεδεμένη με το σύστημα των αναγκών, αλλά όχι με την άρνηση του», ενώ ιστορικοί κληρονόμοι της είναι στρώματα των διανοουμένων και η σπουδάζουσα νεολαία;

Στην πραγματικότητα ο Μάης απέδειξε ακριβώς το αντίθετο. Απέδειξε ότι δίχως την εργατική τάξη, το όποιο αυθόρμητο ξέσπασμα της νεολαίας και τμημάτων της διανόησης όσο προοδευτικό και αν είναι, από μόνο του δεν οδηγεί πουθενά, και ότι συνεπώς εκείνο που χρειάζεται είναι η ανάδειξη της εν δυνάμει επαναστατικότητας της εργατικής τάξης η οποία απορρέει κυρίως από την θέση της στην παραγωγή.

5. Η κατά Βάλτερ Μπένγιαμιν, δυνατότητα αξιοποίησης ηττών τύπου του Μάη του 1968

Η εξέγερση του Μάη του 1968 , θορύβησε και απορύθμισε την αστική εξουσία. Απόδειξη η σοβαρή σύγκρουση Ντε Γκώλ – Πομπιντού ως προς την αντιμετώπιση της εξέγερσης.

Απόδειξη επίσης η προσφυγή του Πομπιντού στην επιστράτευση 10.000 χωροφυλάκων και κυρίως οι επαφές του Ντεγκωλ με τους ηγέτες του στρατού, καθώς και το μυστικό ταξίδι του στο Μπαντεν- Μπάντεν για να συναντήσει την ηγεσία των εκεί γαλλικών ενόπλων δυνάμεων και να αποσπάσει από αυτήν την συμφωνία επέμβασης του στρατού.

Έντρομη η αστική τάξη στο όνομα του να μην απωλέσει την εξουσία της ήταν έτοιμη να αποβάλλει το δημοκρατικό της προσωπείο και να μετατραπεί και στην μορφή της σε αστική δικτατορία.

Από την άλλη το εργατικό κίνημα δεν μπόρεσε να κάνει το βήμα της εξέλιξης της εξέγερσης σε σοσιαλιστική επανάσταση και να συντρίψει αυτήν την δικτατορία.

Αντίθετα η κυρίαρχη τάξη κατόρθωσε τελικά να ξεπεράσει τον Μάη μάλλον αναίμακτα για την ίδια.

Παρόλα αυτά ο Μάης του 68 αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη για τους λαϊκούς αγώνες του μέλλοντος.

Ένα από τα συνθήματα του ήταν:

«Ils pourront couper toutes les fleurs, ils n’empêcheront pas la venue du printemps» – Μπορούν να κόψουν όλα τα λουλούδια, δεν μπορούν όμως να εμποδίσουν την έλευση της Άνοιξης.

Υπό αυτήν την έννοια ενός λουλουδιού που κόπηκε, ο Μάης μπορεί να αποτελέσει γεννήτορα ελπίδας για ένα καλύτερο κόσμο, για μια νέα Άνοιξη, όπως εκτιμά ο Γουόλτερ Μπένζαμιν τις δυνατότητες των χαμένων αγώνων του παρελθόντος.

Εξηγούμαι. Ο Μπένγιαμιν, αποδίδει μεγάλη σημασία στις παραδόσεις και στο παρελθόν το οποίο επιχειρεί να αποκαταστήσει, ως πηγή του ουτοπικού στοχασμού[xxi].

Και δεν αναφέρεται μόνον στις θετικές πλευρές αυτού του παρελθόντος όπως για παράδειγμα στις πρωτόγονες κομμουνιστικές κοινότητες, στοιχεία των οποίων θα πρέπει να αναβιώσουν στην μελλούμενη ουτοπική κοινωνία, αλλά αναφέρεται επίσης στις αρνητικές πτυχές του και στα συντρίμμια που αυτό άφησε στους ηττημένους.

Κάτω από αυτήν την οπτική γωνία η ιστορία γράφεται από την σκοπιά των ηττημένων, οι οποίοι είτε ξεσηκώνονται, ενάντια στον καπιταλισμό, είτε οδηγούμαστε όπως και όλη η ανθρωπότητα στην καταστροφή.

Αυτή η συλλογιστική του Μπένγιαμιν, έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εποχή μας, αφού αυτός θεωρεί τελικά ότι εκείνο που μπορεί να ωθήσει προς τον ουτοπικό στοχασμό και την εκπλήρωση του μη υπάρχοντος, είναι και οι ήττες, και η καταστροφή, στο βαθμό που αυτές πάρουν την εκδίκηση τους και προταχθεί το θετικό στοιχείο το οποίο εμπεριείχαν.

Εν προκειμένω όσον αφορά στον Μάη του 1968 , αυτό σημαίνει να αξιοποιήσουμε όλα αυτά που η αστική τάξη εκτιμούσε ως αρνητικά, και πιο ειδικά την διεκδίκηση ενός καλύτερου κόσμου εκτός των καπιταλιστικών τειχών, και επίσης να διδαχτούμε από τα λάθη που ευθύνονται για το ότι τότε δεν κατακτήθηκε αυτός ο νέος κόσμος.

Θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει το επιχείρημα ότι επειδή, όπως παρατηρεί ο Costanzo Preve[xxii], ο ιστορικός χρόνος και ειδικά η ιστορική μνήμη δεν είναι συνεχής και σωρευτική, οι νέες γενιές δεν πρόκειται να πάρουν εκδίκηση για τα χαμένα όνειρα των προηγούμενων, οπότε και η δυναμική που κατά τον Benjamin πηγάζει από το παρελθόν σε μεγάλο βαθμό αποδυναμώνεται.

Θυμίζω επίσης ότι και ο Λένιν[xxiii] αναφερόμενος στην επικράτηση του ρεφορμισμού στο εργατικό κίνημα εκτιμούσε ότι μια από τις αιτίες αυτής της επικράτησης ήταν και το γεγονός ότι η ίδια η εργατική τάξη ανανεώνεται βιολογικά, οπότε και έχουμε την επανάληψη παλιών λαθών και επιστροφή σε παλιές αντιλήψεις και παλιές μεθόδους ακριβώς διότι οι όποιες επαναστατικές, αγωνιστικές παραδόσεις και εμπειρία δεν κληρονομούνται αυτόματα από γενιά σε γενιά.

Από την άλλη όμως όπως αναφέρει ο Adorno στην «Αρνητική διαλεκτική»[xxiv] θα ήταν λάθος να παραβλέψουμε το γεγονός ότι αυτό που κάποτε έγινε αντικείμενο στοχασμού, μπορεί μεν να έχει ξεχαστεί, να γίνει αντικείμενο καταστολής, να έχει χαθεί, όμως επειδή η σκέψη εμπεριέχει και το στοιχείο της οικουμενικότητας ο ορθός, στοχασμός θα επαναληφθεί και από άλλους.

Και θα επαναληφθεί διότι όσα και να σβήνει ο χρόνος, πάντοτε κάποια σπίθα παραμένει ζωντανή, πάντοτε οι ηττημένοι θα συνεχίσουν να έχουν κάποιους κληρονόμους.

Έτσι και τα συνθήματα του Μάη παραμένουν για τις νεότερες γενιές πάντα επίκαιρα και πηγή έμπνευσης των αγώνων τους, παρόλο που σε σχέση με το 1968, στην εποχή μας ένας λαϊκός ξεσηκωμός δεν μπορεί παρά να έχει ως κεντρικό κίνητρο το Είναι που διαμορφώνει η δομική κρίση του καπιταλισμού στην πολυπληθέστερη, πιο ποικίλη, και λιγότερο συγκεντροποιημένη στους χώρους δουλειάς εργατική τάξη[xxv].

Συνθήκες όπως στην Ρενώ Μπιλλανκουρ την δεκαετία του 60 όπου λίγο έξω από το Παρίσι εργάζονταν 38000 άτομα[xxvi], σήμερα δεν υπάρχουν παρά μόνον σε χώρες όπως η Κίνα .

Και επειδή λόγω της παραπέρα γενίκευσης της αποξένωσης, το επίπεδο συνειδητότητας του αυθόρμητου είναι σήμερα τέτοιο που αυτό κινδυνεύει να εκφραστεί με τις πλέον συντηρητικές έως και φασιστικές εκδοχές, είναι ακόμη πιο αναγκαίο ένα επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο, ή με αλλά λόγια ένα σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα της εργατικής τάξης ικανό να ηγεμονεύσει και ευρύτερα λαϊκά στρώματα.

Μόνον έτσι ο Μάης του 68 μπορεί να γίνει προπομπός για μια καινούργια ανθοφόρα Άνοιξη.

Μόνον έτσι εμείς θα πάψουμε να «χρωματίζουμε πουλιά, χάρτινα πουλιά και να περιμένουμε να κελαηδήσουν»[xxvii].

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη σελίδα του Γ. Ρούση στο facebook και αποτελεί προδημοσίευση από τα Τετράδια του Μαρξισμού

[i] Georges Moustaki, l humanité 2 Μάη 2008

[ii] Γ . Ρούση, Από τη δύναμη της συνήθειας στην διεκδίκηση της μαρξικής ουτοπίας , Τόπος , 2014, σελίδα 144 και επόμενες

[iii] Daniel Bensaid , Henri Weber , Une répétion générale, Maspero, 1968

[iv] Louis ALTHUSSER, Lettre à Maria Antonietta Macciocchi datée du 15 mars 1969, in Maria Antonietta Macciocchi, Letters from inside the Italian Communist Party to Louis Althusser, London, NLB, 1973, translated by Stephen M. Hellman, p.308-319. Retraduit en français par Julien Girval-Pallotta.

[v] Μarx, Manuscrits 1857-1858 “Grundrisse”, Editions Sociales τόμος 2ος, , σελίδα 198.

[vi] Louis Althusser , Lettre à Maria Antonietta Macciocchi, ό.π σελίδα 5

[vii] Γ.Ρούση , Ο ελεύθερος χρόνος μέτρο του πλούτου αντί να χάνουμε τη ζωή κερδίζοντας την, Γκοβόστης , 2018

[viii] https://blogs.mediapart.fr/michael-lowy/blog/160218/le-romantisme-revolutionnaire-de-mai-68

[ix] Αλέξις ντε Τοκβίλ , Η Δημοκρατία στην Αμερική, Στοχαστής , σελ.701

[x] http://viedelabrochure.canalblog.com/archives/2018/04/28/36358234.html

[xi] Συνέντευξη του Ραυμόν Αρόν στις 13/6/1968 στην γαλλική τηλεόραση.

[xii] Stephane Legrand, Althusser : Mai 1968 et les fluctuations de l idéologie , Actuel Marx 2009/1 σελίδες 128-136

[xiii] Georges Séguy, Le Mai de la CGT, Julliard , 1972

[xiv] Waldeck Rochet Bilan de Mai 68 in www.gauchemip.org/spip.php?article6872

[xv] https://www.cinearchives.org/Films-447-265-0-0.html

[xvi] Louis Althusser, Lettre à Maria Antonietta Macciocchi, ό.π

[xvii] Ροζέ Γκαρωντύ , Ολόκληρη η αλήθεια, εκδόσεις Καμαρινοπούλου

[xviii] Βασίλη Μηνακάκη, Μάης 1968 Ρωγμή από το μέλλων, Κ.Ψ.Μ , 2018

[xix] http://www.humanite.fr/node390299

[xx] Herbert Marcuse, L’ homme unidimentionnel , Editions de Minuit, 1968, σελίδα 10

[xxi] Walter Benjamin, Sur le concept d’ histoire, in Walter Benjamin, Oeuvres, Gallimard, 2000 τόμος τρίτος σελίδες 427 και επόμενες

[xxii] Κοστάντσο Πρέβε, Το ασίγαστο πάθος, Στάχυ, 1989 σελίδα 152

[xxiii] Λένιν, ΟΙ διαφωνίες στο εργατικό κίνημα της Ευρώπης , Άπαντα τόμος 20, σελίδα 66

[xxiv] Theodor W. Adorno, Dialectique negative, Payot, 2003

[xxv] Συνέντευξη του Alain Krivine για τα πενήντα χρόνια από τον Μάη του 196, στο France 24 Ici Europe

[xxvi] https://npa2009.org/idees/histoire/renault-boulogne-billancourt-occupe-pendant-quatre-semaines

[xxvii] Από το ποίημα του Τάσσου Λειβαδίτη, «Χρωματίζω πουλιά»

Γιατί αγωνιστήκαμε

Στις δεκαετίες που πέρασαν ζήσαμε μια μακρόσυρτη ταφή του 1968. Και με την πεντηκοστή επέτειο φτάσαμε σε κάτι σαν μια θριαμβευτική κηδεία με κρατική δαπάνη. Κάποιοι από τους νεκροθάφτες είναι άνθρωποι που έπαιξαν ηγετικό ρόλο στο κίνημα.

Με τη σημασία και το νόημά της να μειώνεται, είναι δύσκολο να εξηγήσω γιατί αυτή η εξέγερση ενέπλεξε μια ολόκληρη γενιά σε όλες τις ηπείρους μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Σήμερα, το κυρίαρχο ρεύμα θυμάται μερικά καλά από το ’68, αλλά μόνο τα πιο αδύναμα και ανώδυνα – μια ελευθεριάζουσα ατομικότητα – και ακυρώνει τα πάντα μέσα σε αυτό το κίνημα που ήταν πραγματικά δύσκολα και επικίνδυνα για το σύστημα. Στην Ιταλία, το ’68 το θυμόμαστε απλά ως ναρκωτικά, σεξ, και Rock and Roll – μια εξέγερση ενάντια στους γονείς και στους δασκάλους.

Μπορούμε συνεπώς να καταλάβουμε γιατί η πεντηκοστή επέτειος δεν ενδιαφέρει καθόλου τη σημερινή νεολαία. Ούτως ή άλλως, στο πλαίσιο αυτής της ατομικής ελευθερίας, έχουν ήδη πάρει αυτό που ήθελαν.

Αλλά αυτό δεν είναι η πραγματική ιστορία. Η καινοτομία του ’68 ήταν ακριβώς η προσπάθειααπελευθέρωσης της ελευθερίας από την αστική ελευθεριότητα, ήταν ο αγώνας να ενταχθεί η ελευθερία στις κοινωνικές σχέσεις, δηλαδή σε ένα συλλογικό πλαίσιο. Αυτό που αμφισβητήθηκε παντού, δεν ήταν μόνο οι δάσκαλοι και οι γονείς αλλά το ίδιο το σύστημα – το καπιταλιστικό σύστημα.

Μάο, Μαρκούζε, Μαρξ

Το 1968, ο ορθόδοξος μαρξισμός ήταν σε θέση να συναντηθεί με την αμερικανική κοινωνιολογία, τη Σχολή της Φρανκφούρτης και τη Βρετανική Νέα Αριστερά, καθώς και τη σκέψη που ήρθεαπό τον Τρίτο Κόσμο.

Σήμερα θα μπορούσε κανείς να χλευάσει την κοινή εμφάνιση των Μάο, Μαρκούζε και Μαρξ στα πλακάτ μας. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτό είχε κάποια νόημα: Μάο, γιατίπαρά την αναταραχή που προκάλεσε η Πολιτιστική Επανάσταση (για την οποία εμείςδεν γνωρίζαμε παρά πολύ λίγα,) πραγματικά χρειάζονταν να βομβαρδίσουμε το γενικό επιτελείο, το οποίοείχε κλειστά αυτιά σε ό,τι λέγαμε. Μαρκούζε, γιατί φέρνοντας στην πολιτική τη νέα και απαραίτητη διάσταση της ευτυχίας – πέρα ​​από την εξουσίακαι τα χρήματα – εμπλούτισε σε μεγάλο βαθμό την ιδέα της ελευθερίας. Και Μαρξ, γιατί ό,τιεπιθυμούσαμε,μπορούσε να φαίνεται εφικτό, αλλά ήταν πολιτικά αδύνατο μέσα στοπλαίσιο του καπιταλισμού.

Ένα από τα πιο χρήσιμα ντοκουμέντα για την κατανόηση του πώς το πρόβληματης σχέσης μεταξύ της ελευθερίας του καθενός και της ελευθερίας όλων, τέθηκε σε όλο το κίνημα, είναι ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα του BBCτης 13ης Ιουνίου 1968. Παρουσιάστηκε από τον ανταποκριτή εξωτερικής πολιτικής του καναλιού RobertMcKenzie και παρουσίασε εξέχουσες ηγετικές φυσιογνωμίες του κινήματος από όλο τον κόσμο.

Ένας ήταν ο Daniel Cohn-Bendit, ο οποίος ήταν ενεργός στο Παρίσι: «Κριτικάρουμε κάθε κοινωνία στην οποία τα άτομα είναι παθητικά και δεν έχουν τη δύναμη να αλλάξουν αυτό που εξαναγκάζονται να κάνουν». Για τον Lewis Cole, από το Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης,«Οι σπουδαστές δεν πιστεύουν πλέον ότι η σημερινή κοινωνία μπορεί να τους εξασφαλίσει ένα πραγματικό δικαίωμα να κάνουν τις κοινωνικές αλλαγές που εγγυώνται την ελευθερία τους». Για τον Yasuo Ishii στο Τόκιο, «Αγωνιζόμαστε πάνω από όλα για μια κοινωνία στην οποία η δημοκρατίαδεν είναι μια τυπικότητα, στην οποία ένα οποιοδήποτε άτομο θεωρείται ίσο με τα άλλα, ανεξάρτητααπό την πραγματικότητα των κοινωνικοοικονομικών διαφορών». Για τον KarlDietrich Wolff στο Βερολίνο: «Κάνετε λάθος αν πιστεύετε ότι είναι ένα κίνημα των σπουδαστών, κάτι που δεν είναι καθόλου αληθές. Το γεγονός ότι οι δυτικές κοινωνίες συνεχώς σπαταλούν τον πλούτο και επιβιώνουν με καταπιεστικές μεθόδους στα εργοστάσια και στα σχολεία, αφορά όλους». Για τον Jan Kavan στην Πράγα: «Δεν νομίζουμε ότι αυτή είναι η σοσιαλιστική κοινωνία που ισχυρίζεται ότι είναι. Δεν πρόκειται για ζήτημα πνευματικής ελευθερίας, ζητάμε τις θεμελιώδεις ελευθερίες όχι μόνο των διανοουμένων αλλά και των εργαζομένων». Για τη Dragana Stavijel στο Βελιγράδι: «Απαιτούμε όχι μόνο τα δικαιώματά μας,αλλά τα δικαιώματα όλων εκείνων, των σπουδαστών και των εργαζομένων, που έθεσαν ως στόχο τους τον σοσιαλισμό,τη δημοκρατία που χρειαζόμαστε». Για τον Ekkehart Krippendorff, από το Βερολίνο: «Οι σοσιαλιστικές κοινωνίες έχουν επιλύσει ορισμένες από τις βασικές αντιφάσεις που είναι εγγενείςκαπιταλιστικές κοινωνίες, έχουν απαλλοτριώσει την ιδιωτική ιδιοκτησία και τα μέσαπαραγωγής, τώρα πρέπει να αγωνιστούμε για την κοινωνικοποίησή τους». Για τον Luca Meldolesi στοΡώμη: «Όλοι οι σπουδαστές στα Πανεπιστήμια εξεγείρονται, αλλά κάνετε λάθος αν μιλάτε για την τάξη των σπουδαστών. Όσο τα πανεπιστήμια ιδρύθηκαν στο έδαφος των προνομίων της άρχουσας τάξης, δεν υπήρχαν προβλήματα, αλλά τώρα που πολλοί περισσότεροι σπουδαστές γίνονται δεκτοί σε αυτά, διαιρούνται, διαφοροποιούνται, επιλέγονται. Αυτό δημιουργεί μια νέα δυνατότητα για εξέγερση». Για τον TariqAli, έναν Πακιστανό στο Λονδίνο, «Αυτό που μας ενώνει…είναι το συναίσθημά μαςότι ο καπιταλισμός είναι απάνθρωπος και άδικος».

Ένας άλλος συμμετέχων ήταν ο Ισπανός Luca Martin de Hijas, ο οποίος περιορίστηκε ν σημειώσει ότι το κίνημα στη χώρα του ήταν παράνομο και η βασική προτεραιότητα ήταν η ίδια η ελευθερία.

Τα δύο ’68 της Ιταλίας

Η αντίληψη ότι η μεγαλύτερη ευημερία που προκάλεσαν οι επιτυχίες του καπιταλισμού δεν κατέστησε το σύστημα παρωχημένο, αλλά μάλλον εμπλουτίστηκε με νέο περιεχόμενο, ήταν το πραγματικό σημείο τριβής με τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα, δηλαδή το Ιταλικό (PCI) και το Γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα (PCF). Τα παραδοσιακά κόμματα ήταν πεπεισμένα για την ανάγκη να παραμείνουν εντός των ορίων του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβιβασμού, για να τονώσουν την ανάπτυξη της παραγωγής και, πάνω απ’ όλα, εξακολουθούσαν να επιδιώκουν την αναζήτηση μιας ευρείας συμμαχίας.

Τα κόμματα αυτά δεν είδαν ότι τα νέα και διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα είχαν εισέλθει στη σκηνή, ενεργά σε σχέση με νέες ανάγκες και αντιφάσεις. Πρώτα απ’όλα οι σπουδαστές – τους οποίους οι κομμουνιστές συνέχισαν να αποκρούουν για μεγάλο χρονικό διάστημα ως «πλούσια παιδιά», ανεύθυνους επαναστάτες με περιορισμένη σχέση με την εργατική τάξη. Αυτή η στάση είχε κόστος, επειδή έχασαν την ευκαιρία να συλλάβουν το νέο πνεύμα που είχε προκύψει.

Παρά τον κοινό αυτό πυρήνα, το ’68 δεν εξελίχθηκε με τον ίδιο τρόπο παντού. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, υπήρξε μια διχαστική συζήτηση μέσα στο PCI ήδη πριν από το 1968, ακριβώς πάνω στο ερώτημα για το ιστορικό στάδιο που βρισκόμαστε. Ήταν η Ιταλία ακόμα μια καθυστερημένη χώρα που έπρεπε να ολοκληρώσει την αστική επανάστασήτης, ή οι αντιθέσεις του προηγμένου καπιταλισμού ήταν ήδη κυρίαρχες, σε διαπλοκή φυσικά με τις προηγούμενες; Αυτό δημιούργησε τη σύγκρουση μεταξύ της Δεξιάς του PCI και της Αριστεράς, με επικεφαλής τον Pietro Ingrao. Η ομάδα που οδήγησε αυτή τη συζήτηση πέρα ​​από τα όρια της «νομιμότητας» οδηγήθηκε σε έξοδο από το PCI. Αυτή η ομάδα δημιούργησε τότε το Μανιφέστο (IlManifesto), το οποίο ήταν αρχικά ένα περιοδικό και στη συνέχεια μια καθημερινή εφημερίδα, και τελικά οδήγησε στη δημιουργία του Κόμματος Προλεταριακής Ενότητας (PDUP). Εντάχθηκα σε αυτό μαζί με ένα μεγάλο μέρος του κινήματος του ’68.

Στην Ιταλία, οι πρώτες διαδηλώσεις άρχισαν το 1967, όταν ορισμένα πανεπιστήμια καταλήφθηκαν από τους φοιτητές που διαμαρτυρήθηκαν για ένα νομοσχέδιο – τον περίφημο Νόμο 2314, ο οποίος προωθήθηκε από τον χριστιανοδημοκράτη υπουργό Luigi Gui. Ο νόμος αυτός ήταν μια υπόγεια απόπειρα να υποταχθούν οι σπουδές στην αγορά. Οι πρώτοι που κινητοποιήθηκαν ήταν από το Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Αυτό ήταν σημαντικό, επειδή ο αγώνας καθοδηγήθηκε από νέους που μεγάλωσαν σε θρησκευτικές οργανώσεις σημαδεμένες από την επιρροή του Βατικανού. Όχι μόνο τα σχολεία αλλά και οι καθεδρικοί ναοί κατελήφθησαν.

Ενώ η αναταραχή ήταν στο αποκορύφωμά της, μια αντιπροσωπεία από το PCF (Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα) ήρθε στη Ρώμη για μια από τις τυπικές συναντήσεις με το (όχι και πολύ αγαπητό) PCI (Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα). Έκπληκτη από το τι συνέβαινε, η γαλλική αντιπροσωπεία επέκρινε το «αδελφό κόμμα» του PCI, λέγοντας ότι «τίποτα τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί στο κατώφλι μας, επειδή έχουμε τον πλήρη έλεγχο των κινήσεων».

Μόλις λίγους μήνες αργότερα ήρθε ο περίφημος γαλλικός Μάης. Το PCF συνελήφθη απροετοίμαστο και αντέδρασε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Πρώτα απ’όλα, ενήργησε υπό την αιγίδα του μοναδικού εκπροσώπου της εργατικής τάξης, σε τέτοιο βαθμό ώστε η ελεγχόμενη από το Κομμουνιστικό Κόμμα συνδικαλιστική ένωση CGT αρνήθηκε να συναντηθεί με τη φοιτητική οργάνωση UNEFπου είχε ζητήσει μια τέτοια συνάντηση για να συντονίσουν τις κοινές ενέργειες εναντίον της κυβέρνησης. Έφτασε μέχρι του σημείου να υποστηρίξει την απέλαση από τη Γαλλία του «Γερμανού αναρχικού» Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, τον πιο διάσημο ηγέτη του παριζιάνικου ’68.

Στην Ιταλία, όπως και στη Γαλλία, υπήρξαν συγκρούσεις μεταξύ των φοιτητών και εξοργισμένων εργατικών συνδικάτων ακριβώς έξω από τις πύλες των μεγάλων εργοστασίων. Αλλά τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά στην Ιταλία, επειδή υπήρχε ένα διαφορετικό Κομμουνιστικό Κόμμα και συνδικάτα, πιο ανοιχτά στις νέες τάσεις. Ήταν ακριβώς αυτή η στάση που επέτρεψε τις νέες μορφές αγώνα και οι νέες απαιτήσεις που πρόβαλαν οι σπουδαστές να υιοθετηθούν από ένα ευρύτερο κίνημα.

Το 1969, όταν έγινε η εκπληκτική κινητοποίηση γύρω από την ανανέωση της εθνικής σύμβασης τεχνικών – το λεγόμενο «Καυτό Φθινόπωρο» – οι δύο δυνάμεις ήταν σε σαφή σύγκλιση. Αυτή ήταν η φάση που οδήγησε σε νέες μορφές εκπροσώπησης – πολιτική εκπροσώπηση, και όχι μόνο μέσω συνδικαλιστικών οργανώσεων. Το ’69 υπήρχαν εργοστασιακές επιτροπές, επιτροπές ζώνης, μια ολόκληρη σειρά σχηματισμών που άντεξαν στην πάροδο του χρόνου, βοηθώντας τεχνικούς και διανοούμενους να συμμετάσχουν. Αυτό πυροδότησε σημαντικές πολιτιστικές και οργανωτικές μετατοπίσεις: υπήρξε δημοκρατική ψυχιατρική, δημοκρατική ιατρική, δημοκρατική δικαιοσύνη, ακόμη και δημοκρατική αστυνομία. Αρχικά, είχε επίσης σημαντική αντανάκλαση και στο Κοινοβούλιο, οδηγώντας στην ψήφιση ιστορικών μεταρρυθμίσεων: το Καταστατικό των Εργαζομένων, τη θέσπιση εθνικού συστήματος δημόσιας υγείας και την αναθεώρηση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Λίγα χρόνια αργότερα, με το φεμινιστικό κίνημα που πυροδοτήθηκε από το ’68, θα έρθει η νομιμοποίηση πρώτα του διαζυγίου και στη συνέχεια της έκτρωσης.

Ενώ το Ιταλικό ’68 έκανε μάλλον λιγότερο θόρυβο από το Γαλλικό, διήρκεσε πολύ περισσότερο, συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων της Νέας Αριστεράς. Οι οργανώσεις αυτές είχαν καθιερωθεί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και το 1976 θα έστελναν επίσης μια μικρή ομάδα στο Κοινοβούλιο, ως ενιαία λίστα, την Προλεταριακή Δημοκρατία.

Ωστόσο, αυτή ήταν και η αρχή της πτώσης, καθώς το PCI – το οποίο ενώ αρχικά είχε καταλήξει να καβαλήσει το αριστερό κύμα που είχε επιβάλει το ‘68 στην ιταλική κοινωνία γενικά – τώρα επέλεξε τη θλιβερή διαδρομή του «ιστορικού συμβιβασμού». Επρόκειτο για μια απόπειρα συμφωνίας με τη Χριστιανική Δημοκρατία, από τη θέση του αδύναμου, η οποία, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, τελείωσε άσχημα. Η απογοήτευση -και, για πολλούς, ο θυμός προς ό,τι θεωρήθηκε ως προδοσία της Αριστεράς- ήταν μία από τις αιτίες, αν και σίγουρα όχι η μόνη, που ενθάρρυνε την τραγική στροφή προς την τρομοκρατία.

Μερικοί θεωρούν το 1977 ως ένα είδος δεύτερου ’68 στην Ιταλία. Πράγματι, οδήγησε σε ένα νέο κύμα διαδηλώσεων στα πανεπιστήμια. Αλλά τα περιεχόμενα της διαμαρτυρίας και οι μορφές πάλης είχαν αλλάξει και αυτή ήταν η αρχή της παρακμής και στη συνέχεια της ήττας. Από τη μια πλευρά υπήρξε το ρεύμα της λεγόμενης «εργατικής αυτονομίας», το σύνθημα της οποίας δεν ήταν «δουλειά», αλλά «ενάντια στη δουλειά». Αυτό οδήγησε σε βίαιες συγκρούσεις και αποκοπή οποιασδήποτε πραγματικής σχέσης με τα εργοστάσια. Από την άλλη πλευρά ήταν οι λεγόμενοι «Μητροπολιτικοί Ινδιάνοι», μια απάντηση στην περαιτέρω προλεταριοποίηση των φοιτητών, που κατέφυγαν σε μια υπαρξιακή διαμαρτυρία που ήταν όλο και λιγότερο πολιτική.

Η Πράγα, η Ευρώπη και το Μανιφέστο

Φυσικά, δεδομένου του πλαισίου, το ’68 στην Ανατολική Ευρώπη ήταν αρκετά διαφορετικό. Το αποκορύφωμα ήταν η Γιουγκοσλαβία, όπου υπήρχε μια ομοιότητα ανάμεσα στην κατάληψη του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου – το οποίο ξαναβαφτίστηκε σε «Κόκκινο Πανεπιστήμιο Καρλ Μαρξ» – και στα κινήματα σε χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία. Αλλού στον κομμουνιστικό κόσμο υπήρχε μια γενικευμένη εξέγερση της νεολαίας, αναβιώνοντας το πνεύμα και τη δύναμη μιας δημοκρατικής, αντι-γραφειοκρατικής λαϊκής διαμαρτυρίας που είχε σιγήσει από το 1956. Όλα ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 1968, όταν ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ ανέλαβε τα ηνία του Τσεχοσλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος και της κυβέρνησης, ορίζοντας μια νέα πορεία που προκάλεσε τον ενθουσιασμό όχι μόνο σε εκείνη τη χώρα, αλλά και σε όλες τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Η Τσεχοσλοβακία είδε βαθμούς ελευθερίας άνευ προηγουμένων, που επέτρεψαν τη μουσική, τα ρούχα, και τη λογοτεχνία της γενιάς του ’68 από την άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος, τα οποία εξαπλώθηκαν ως ιός σε όλη τη χώρα. Αυτή η άνθηση της ελπίδας καταστράφηκε βάναυσα από τα σοβιετικά τανκς που εισέβαλαν στην Πράγα στις 21 Αυγούστου. Όπως σημειώνει ο Umberto Eco σε μια αξιομνημόνευτη ανταπόκρισή του από την πρωτεύουσα της Τσεχίας, τα τανκς αποκρούστηκαν από τους μακρυμάλληδες νέους της Πράγας που περικύκλωσαν τους Σοβιετικούς στρατιώτες και τους προσκαλούσαν να χορέψουν μαζί τους. Φώναζαν σαρκαστικά: «Ξυπνήστε τον Λένιν, ο Μπρέζνιεφ τρελλάθηκε!».

Ο στόχος της εισβολής της Μόσχας δεν ήταν μόνο – όπως ισχυρίστηκαν λίγες κομμουνιστικές οργανώσεις και ανάμεσά τους το Κόμμα της Κούβας – η καταστολή των αντεπαναστατικών δυνάμεων, αλλά το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ντούμπτσεκ. Στις 22 Αυγούστου, το κόμμα αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει ένα ειδικό μυστικό συνέδριο.

Οι θέσεις που προέκυψαν από την έκτακτη αυτή διαδικασία, που πραγματοποιήθηκε σε ένα εργοστάσιο στην περιφέρεια της κατεχόμενης πρωτεύουσας, έφτασαν σε εμάς τους επόμενους μήνες και δημοσιεύθηκαν στο πρώτο τεύχος του “Il Manifesto”. Αυτό το περιοδικό γεννήθηκε κατευθείαν από αυτό που συνέβη στην Πράγα. Ήταν το αποτέλεσμα της ρήξης μέσα στο PCI: υπήρχαν άλλοι λόγοι για τη διάσπαση φυσικά, αλλά ήταν αυτά τα γεγονότα που την επιτάχυναν.

Σε αντίθεση με τα «αδελφά κόμματα» το PCI καταδίκασε κατηγορηματικά την εισβολή, αλλά κατηγόρησε το Σοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα απλώς για ένα «λάθος», ενώ το Manifesto κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό το σύστημα δεν μπορούσε πλέον να μεταρρυθμιστεί. Η ομάδα στην καρδιά του περιοδικού απομακρύνθηκε από το PCI και από το 1969 και μετά, ήταν οργανικό μέρος του κινήματος που ξεπήδησε από το ’68, το οποίο τώρα έπαιρνε τη μορφή διάφορων πολιτικών ομάδων.

Ακόμα όμως θυμάμαι, πώς, κατά τις ημέρες που ακολούθησαν την εισβολή στην Πράγα, ήμασταν έκπληκτοι από την έλλειψη αντίδρασης ανάμεσα σε ένα μεγάλο μέρος της γενιάς του ‘68. Οι κομμουνιστές ήταν συγκλονισμένοι, αλλά για τους περισσότερους, αυτή η εμβληματική σοβιετική ενέργεια φαινόταν κάτι μακρινό, σχεδόν σαν να μην τους απασχολούσε. Οι περισσότεροι πήραν μια θέση ίσων αποστάσεων μεταξύ του Ντούμπτσεκ και του Μπρέζνιεφ, καχύποπτοι για τη νέα πορεία της Τσεχοσλοβακίας που τους φαινόταν σαν μια επικίνδυνη στροφή προς τα δεξιά.

Ο Ρούντι Ντούτσκε ήταν ο μόνος ηγέτης που ενδιαφέρθηκε για την πρωτοβουλία των μεταρρυθμίσεων και τον Απρίλιο πήγε στην Πράγα, λίγο πριν τραυματιστεί σοβαρά από την απόπειρα εναντίον της ζωής του κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στο Βερολίνο. Ένα από τα πράγματα που είδε στην Πράγα ήταν ότι υπάρχει ο «κίνδυνος προσωρινής εξύψωσης των αστικοδημοκρατικών δυνάμεων» και η «διείσδυση αντι-σοσιαλιστικών ιδεών».

Κανένας από τα Νέα Αριστερά στην Ιταλία, από τις πιο διακεκριμένους εκδόσεις όπως Quaderni Piacentini, Classe e Stato, και Nuovo Impegno της τροτσκιστικής πλευράς, ούτε ακόμα η Lotta Continua και η Potere Operaio, κατανόησε το μέγεθος του τι είχε συμβεί. Ένα κείμενο από την ομάδα της Potere Operaio στην Πίζα, αμέσως μετά την αυτοκτονία του Jan Palak, έκρινε ότι οι αναλύσεις των νέων τεχνοκρατών της Πράγας (οι οικονομολόγοι πίσω από τη νέα πορεία του Ντούμπτσεκ) «αδίστακτα υιοθέτησαν τα δυτικά νεο-καπιταλιστικά πρότυπα». Αυτό, περισσότερο απ’ όλα υπαινίσσονταν ότι οι μεταρρυθμίσεις στην Τσεχοσλοβακία απομακρύνονταν από τις αυστηρές μορφές ισότητας, αυτό δηλαδή που επεδίωκε το κίνημα στα εργοστάσια της Ιταλίας.

Στη Γαλλία υπήρξε η ίδια δυσπιστία και, σε μεγάλο βαθμό, αδιαφορία, όπως και στο ισχυρό κίνημα του ‘68 στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, το οποίο κατεστάλη σκληρά (με περισσότερους από 800 συλληφθέντες φοιτητές). Στο μέσον της επίθεσης Τετ (σ.μτφ. μεγάλης έκτασης επίθεση των κομμουνιστών ανταρτών στο Βιετνάμ), το αμερικανικό κίνημα ενδιαφερόταν κυρίως για το τι συνέβαινε στο Βιετνάμ και επιτέθηκε στο Υπουργείο Άμυνας, το οποίο χρησιμοποιούσε ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Κολούμπια για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Η απόσταση τους από το τσεχοσλοβακικό δράμα δεν σήμαινε συμπάθεια για την ΕΣΣΔ. Αλλά η πρόκληση για το καθεστώς της Μόσχας παίχτηκε σε άλλο γήπεδο, στο όνομα άλλων λαών, στους λαούς του Τρίτου Κόσμου. Το ’68 βρέθηκε αντιμέτωπο με μια νέα έκρηξη συνείδησης: μετά την Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα, ο κόσμος φάνηκε να μετατοπίζεται προς μια σχετικά ειρηνική συνύπαρξη, υπό την αιγίδα των δύο υπερδυνάμεων, μια ισορροπία μέσα σε ένα νεοκαπιταλιστικό πλαίσιο. Αλλά αυτό δεν ήταν η πραγματικότητα: ο πρόσφατα ανεξαρτητοποιημένος Τρίτος Κόσμος δεν εντασσόταν σε αυτή την εικόνα και η αντίσταση του Βιετνάμ ήταν μόνο η αιχμή του δόρατος μιας γενικότερης εξέγερσης.

Στους εξεγερμένους του ’68, η ΕΣΣΔ έμοιαζε με έναν από τους δύο χωροφύλακες που επιδιώκουν να σώσουν την «ειρήνη» καταπολεμώντας κάθε αναταραχή που ρίσκαρε να διαταράξει αυτή την εικόνα. Το να σκεφτεί κανείς να ενσωματώσει αυτή την αναστάτωση, μέσα στο πενιχρό πλαίσιο του παραδοσιακού αριστερού ρεφορμισμού, ήταν αδύνατο. Υπό αυτή την έννοια, είναι γεγονός ότι το ’68, που σχεδόν παντού, αμφισβήτησε το status quo που επέβαλε η αντίληψη των δύο μεγάλων δυνάμεων για συνύπαρξη, ήταν «Κινέζικο». Ήταν μια κριτική διαφορετική από εκείνη που είχαν οι προηγούμενες γενιές που βρέθηκαν σε επαφή με την κομμουνιστική σκέψη, καθώς τώρα ζούσαν τη δραματική, μη αναστρέψιμη κρίση του σοβιετικού κοινωνικού μοντέλου.

Θα πρέπει να αναφέρω ότι σε αυτή τη σύνοψη του ’68 δεν μίλησα για φεμινισμό. Σε αντίθεση με όσα λένε οι αγιογραφικοί επίσημοι εορτασμοί, το ’68 δεν ήταν φεμινιστικό. Αντίθετα, ήταν ακόμα πολύ σεξιστικό. Λίγες γυναίκες μιλούσαν στις συνελεύσεις και συχνά έμπαιναν στα μικρότερα καθήκοντα, φτάνοντας στο σημείο να τις αποκαλούν «αγγέλους των αντιγραφικών μηχανών». Όλα αυτά δεν αναιρούν το γεγονός ότι το κίνημα είχε αντίκτυπο στον φεμινισμό, αλλά το φεμινιστικό κίνημα ήταν κάτι που είχε προκύψει νωρίτερα, σε μορφή μικρών ομάδων, και έκανε τη δική του σιωπηλή, παράλληλη πρόοδο, μόνο για να εκραγεί τέσσερα ή πέντε χρόνια αργότερα.

Αυτό ήταν αποτέλεσμα του ’68, υπό την έννοια ότι αυτό το κίνημα – το οποίο βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα ξέσπασμα συλλογικής υποκειμενικότητας – έδωσε στις γυναίκες το θάρρος να κρατήσουν το μικρόφωνο. Ωστόσο, όταν μίλησαν, μίλησαν ενάντια στις οργανώσεις που είχαν αναδυθεί από το ’68. Αυτό συνέβη στην Ιταλία, όταν οι γυναίκες έκαναν μια εντυπωσιακή έξοδο από τη Lotta Continua, την οργάνωση που ήταν πιο αδιάφορη στο μήνυμά τους. Αλλά είχε επίσης επίδραση και αλλού, όπως στην ομάδα Il Manifesto-PDUP, η οποία είχε από νωρίς δώσει χώρο στο περιοδικό στα πρώτα βήματα αυτού του φεμινιστικού κύματος. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, πολλές κολεκτίβες των γυναικών επέλεξαν το δρόμο της ξεχωριστής πολιτικής δραστηριότητας.

Η χαρά του αγώνα

Πριν από λίγες εβδομάδες, στην αίθουσα διδασκαλίας της Σχολής Επιστημών του Πανεπιστημίου της Ρώμης ξεκίνησαν οι εορτασμοί της επετείου στην ιταλική πρωτεύουσα. Ο Paolo Mieli – εκείνη την εποχή αγωνιστής της Lotta Continua και αργότερα πρόεδρος του ισχυρότερου εκδοτικού ομίλου της Ιταλίας, ο οποίος εκδίδει την εφημερίδα Corriere della Sera – έκανε μια οξεία παρατήρηση. Υπενθυμίζοντας την περίοδο αυτή, μίλησε πρωτίστως για το πόσο σημαντικό ήταν για τους νέους της εποχής το γεγονός ότι το κίνημα τους επέτρεψε να αποδράσουν από τη μοναξιά, να ξεπεράσουν την ατομική διάσταση. Ότι προσέφερε την ευτυχία που έρχεται με την ανακάλυψη του άλλου, το να γίνεσαι κομμάτι μιας συλλογικότητας, να γίνεσαι πρωταγωνιστής.

Αυτό σήμαινε ταυτόχρονα την ανακάλυψη τόσο της πολιτικής όσο και της υποκειμενικότητας που απαιτείται για την άσκηση πολιτικής. Θα έλεγα ότι η βαρύτερη απώλεια που έχουμε, μετά τα κέρδη του ’68, είναι ότι η πολιτική δεν θεωρείται πια πηγή ευτυχίας. Το νόημά της έχει αλλάξει, γιατί έχει υποβαθμιστεί από μια σοβαρή κρίση δημοκρατίας.

Η Rita di Leo, Ιταλίδα κοινωνιολόγος, μόλις έγραψε ένα βιβλίο για την εκατονταετηρίδα της Οκτωβριανής Επανάστασης με τίτλο From From Lenin to Zuckerberg. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μετά από χιλιάδες χρόνια κατά τα οποία προσπαθούσαμε να οικοδομήσουμε τον πολιτικό, κοινωνικό άνθρωπο, χάρη στον «Άνθρωπο του Αλγορίθμου», επιστρέψαμε στον πρωτόγονο, ακοινώνητο άνθρωπο. Το μόνο που μένει είναι να προετοιμαστούμε για τη βαρβαρότητα. Είμαι λιγότερο καταστροφολόγος από αυτήν – αλλά ανησυχώ.

Πηγή: Jacobin

Μετάφραση: antapocrisis.gr

Για τον Μάη του 68

Τοποθέτηση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ στην Πανελλαδική Συνάντηση του ΑΡΔΙΝ (Απρίλιος 2018).

1. Να κοιτάξουμε τον Μάη με κριτική και αυθάδεια

50 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πρωτόγνωρη έκρηξη της νεολαίας της Γαλλίας, τον Μάη του 1968. Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί γι αυτό το πρωτοφανές γεγονός και διάφορες εξηγήσεις έχουν δοθεί. Δεν λείπουν ερμηνείες και παρερμηνείες, καπηλείες και αποθεώσεις. Η επικρατούσα ερμηνεία του Μάη σήμερα, είναι αυτή ενός νεανικού και ρομαντικού σκιρτήματος. Μιας έκρηξης αντισυμβατικότητας από μερίδες των νέων, μιας «ωδής» στην απελευθέρωση. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

Από τη μεριά μας οφείλουμε να κοιτάξουμε τον Μάη του 68 με την αναγκαία αυθάδεια που θα μπορέσει να βγάλει την παγκόσμια έκρηξη του 1968 από το μουσείο και να την κάνει χρήσιμη στο σήμερα. Ο Μάης χρειάζεται υπεράσπιση για αυτό που πραγματικά ήταν, επανατοποθέτηση για το συνολικότερο παγκόσμιο πλαίσιο που καθόρισε την εξέλιξή του, και τέλος, θετική κριτική στον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα του.

2. Πώς ήταν ο κόσμος 50 χρόνια πριν;

Ας διευκρινίσουμε το εξής: Όταν αναφερόμαστε στον Μάη του 68 δεν περιοριζόμαστε μονάχα στον Γαλλικό Μάη. Συμπεριλαμβάνουμε την επαναστατική θύελλα σε όλο τον κόσμο από τις αρχές της δεκαετίας του 60 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70. Η υφήλιος επί δεκαπέντε περίπου χρόνια συνταράσσεται από επαναστατικές θύελλες, εξεγέρσεις, επαναστάσεις, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Σε Ασία, Αφρική, Λατινική Αμερική, τα κινήματα αυτά, παλεύουν να σπάσουν τα δεσμά του ιμπεριαλισμού, ενώ πολλά από αυτά πασχίζουν να αποτινάξουν τον αποικιακό ζυγό που είχε επιβληθεί από τις αρχές του περασμένου αιώνα στις χώρες τους.

Ανάμεσα σε πολλές περιπτώσεις ενδεικτικά αναφέρουμε τις εξής: ο αντιαποικιακός αγώνας για την ανεξαρτησία του Κονγκό, το Κίνημα της Μαύρης Συνείδησης που εμφανίστηκε στη Νότια Αφρική στα μέσα της δεκαετίας του 60 και έφτασε στο σημείο της ένοπλης αντίστασης. Η ανεξαρτησία της Γκάνας λίγο νωρίτερα (1957), μέχρι πρότινος βρετανικής αποικίας. Τα απελευθερωτικά κινήματα στις πορτογαλικές αποικίες της Γουινέας και του Πράσινου Ακρωτηρίου. Στην Αμερική το αντάρτικο της Κολομβίας, ο ένοπλος αγώνας στη Νικαράγουα μέχρι την πτώση του φιλοαμερικάνικου καθεστώτος, το αντάρτικο της Κολομβίας, ο αγώνας της Ουρουγουάης και το πορτορικάνικο κίνημα για την ανεξαρτησία. Στη Μέση Ανατολή η ίδρυση του Λαϊκού Μετώπου της Παλαιστίνης και η ένοπλη αντίσταση για την υπεράσπιση της παλαιστινιακής υπόθεσης. Και τα παραπάνω αποτελούν μόνο κάποια παραδείγματα από το σύνολο της αντίστασης της περιόδου.

Ξεχωριστά αναφέρουμε την περίπτωση της Κουβανικής Επανάστασης που επικράτησε το 1959, κάτω από τη μύτη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.

Η γη ολόκληρη συγκλονίζεται από την πρωτοφανούς ωμότητας επέμβαση των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Μετά την αποτίναξη του γαλλικού ζυγού, και τη νίκη των Βιετναμέζων το 1954, η χώρα διχοτομείται στην Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ (Βόρεια) και στο Νότιο Βιετνάμ. Το δεύτερο βρίσκεται υπό καθεστώς το οποίο είχε τις πλάτες των ΗΠΑ. Οι φρικαλεότητες της υπερδύναμης σε συνδυασμό με τον ηρωικό αγώνα του βιετναμέζικου λαού, αποτέλεσαν φάρο για τους αγώνες της εποχής, έδωσαν ώθηση στον παγκόσμιο αντιιμπεριαλιστικό αγώνα που διεξάγονταν και επηρέασαν μια σειρά από περιοχές του κόσμου και το Βιετνάμ έγινε σύμβολο του αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Τελικώς, η αποχώρηση των αμερικάνικων στρατευμάτων έγινε το 1973, ενώ το 1976 και μετά την οριστική απελευθέρωση του νότιου τμήματος, σχηματίστηκε η Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ.

Λίγα χρόνια πριν το 68 ξεσπά στην Κίνα η Πολιτιστική Επανάσταση. Για τη σημασία της εντός του κομμουνιστικού κινήματος θα μιλήσουμε παρακάτω, ωστόσο αξίζει να αναφέρουμε την τεράστια επίδραση που άσκησαν οι ιδέες των κινέζων κομμουνιστών για την επανάσταση που πρέπει να γίνει μέσα στην επανάσταση. Η κριτική στο σοβιετικό μοντέλο είναι συντριπτική και επηρεάζει κινήματα, κόμματα και επαναστάσεις σε όλο τον πλανήτη.

Πέρα από την περιφέρεια του πλανήτη, οι θύελλες συνταράζουν και τις μητροπόλεις του καπιταλισμού. Στις ΗΠΑ συγκροτείται το κίνημα των μαύρων για τα πολιτικά δικαιώματα, ενώ η πιο μαχητική του πτέρυγα προσανατολίζεται στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης. Ενδεικτικά, οι Μαύροι Πάνθηρες, το πιο γνωστό, μαχητικό, ηρωικό κίνημα, στην καρδιά του καπιταλισμού, στο καταστατικό τους αναφέρονται ότι εμπνέονται από τη σκέψη του Μάο Τσε Τουνγκ, το δε FBI τους χαρακτηρίζει ως το μεγαλύτερο κίνδυνο για τις ΗΠΑ.

Στην Ευρώπη, πέραν από τον Γαλλικό Μάη, στον οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα, μεγάλης σημασίας είναι ο αγώνας που ξεκινάει στην Ιταλία το 1968, γνωστός και ως ιταλικό φθινόπωρο, από εργάτες και φοιτητές. Είναι αντίστοιχης δυναμικής με τα γαλλικά γεγονότα, απλώνεται όμως σε πολύ μεγαλύτερη διάρκεια, ενώ η στάση του ιταλικού ΚΚ, είναι στάση συμβιβασμού, αντίστοιχη με αυτήν του ΚΚΓ όπως θα δούμε παρακάτω. Όπως και να χει, ο μεταπολεμικός κόσμος ζει στις αντιθέσεις του, ενώ η ιδέα της επανάστασης επανέρχεται στο προσκήνιο σε παγκόσμιο επίπεδο, ταράζοντας συθέμελα το σύστημα του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού.

Η κατάσταση των «δυνατών» και η συνεργασία.

Επιμένοντας στη συζήτηση γύρω από το πλαίσιο της περιόδου, οφείλουμε να επισημάνουμε τη νέα φάση της αμερικανοσοβιετικής συνεργασίας μετά το πέρας του ψυχρού πολέμου. Η ΕΣΣΔ πλέον αναγνωρίζει τα «καλά» της Δύσης, δηλαδή την αγορά, την κατανάλωση, το κέρδος κ.α. Το πρότυπο που προβάλλεται πλέον από τη νέα ηγεσία, δεν είναι μια κοινωνία μεταβατική που μάχεται προκειμένου να ανατρέψει την παλιά κατάσταση πραγμάτων και να μετασχηματιστεί σε μια επαναστατική κατεύθυνση, αλλά μια κοινωνία που προσαρμόζεται. Είναι σαφής πλέον η αλλαγή της πορείας. Τα γεγονότα στις 21 Αυγούστου του 1968 στην Τσεχοσλοβακία, γνωστά ως Άνοιξη της Πράγας, εντάσσονται σε ένα τέτοιο πλαίσιο κρίσης των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Από την άλλη πλευρά, η μεταπολεμική ανάπτυξη του καπιταλισμού γίνεται χωρίς μεγάλες κρίσεις. Η έκρηξη του καταναλωτισμού πέραν από μια αίσθηση ευημερίας, διαμορφώνει και μια μαζική κουλτούρα. Αυτή χαρακτηρίζεται από καταναλωτικό ντελίριο, θέτει ως όνειρο ζωής την κοινωνική αναγνώριση, διαμορφώνει έναν πυρήνα αξιών που «μετράει» την ευτυχία και την επιτυχία σε συνάρτηση με την οικονομική βάση. Κυρίαρχοι εκφραστές του εν λόγω μοντέλου οι ΗΠΑ, ενώ όλες οι δυτικές κοινωνίες ακολουθούν από πίσω.

3. Η επανάσταση μπορεί να καταντήσει αντεπανάσταση

Στην επαναστατική θύελλα των δεκαετιών 60-70, το τότε διεθνές κέντρο του κομμουνιστικού κινήματος (Σοβιετική Ένωση) θα σταθεί από ουδέτερα έως εχθρικά, ως δύναμη καταστολής των κινημάτων αμφισβήτησης και αντίστασης απέναντι στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Αυτό οι σημερινοί παράγοντες του ΚΚΕ που ξαναγράφουν την ιστορία του κόμματός τους καταπώς βολεύει την τωρινή ηγεσία του, δεν πρέπει να το ξεχνούν. Εκείνα τα χρόνια (ξεκινώντας πιο «ανοιχτά» το 1960), διεξάγεται σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα σε ΚΚΣΕ και ΚΚΚ, η οποία προηγείται του διεθνούς ξεσηκωμού και σφραγίζει τη θέση που θα πάρει η κάθε δύναμη. Η κινέζικη κριτική στις στρεβλώσεις, τις υποχωρήσεις, τις συνθηκολογήσεις της σοβιετικής ηγεσίας είναι εξαιρετικά σημαντική και έχει τεράστια επίδραση στις θύελλες και στις εκρήξεις που θα ακολουθήσουν. Οι κινέζοι κομμουνιστές προειδοποιούν ότι η επανάσταση μπορεί να μετατραπεί σε αντεπανάσταση και το κόκκινο να γίνει μαύρο.

Δύο χρόνια πριν το 68, εξαπολύεται η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα. Αποτελεί προσπάθεια επανακαθορισμού των στόχων του κομμουνιστικού κινήματος ενάντια στις δυνάμεις που σπρώχνουν την επανάσταση στον καπιταλιστικό δρόμο. Αυτή είναι η πρώτη οργανωμένη απόπειρα του κομμουνιστικού κινήματος να καταπολεμήσει την αναθεώρηση που επιχειρείται σε όλα τα πεδία. Η Πολιτιστική Επανάσταση ανοίγει νέους δρόμους και προχωρά στην πιο ουσιαστική μέχρι τότε κριτική των αντιλήψεων για την εξουσία, την οικονομία, το δίκαιο, τη μόρφωση.Μια προσπάθεια η οποία θέτει ατζέντα και επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό παγκόσμια την κίνηση των μαζών.

Έχει μάλιστα σημαντική επιρροή στον ίδιο τον Γαλλικό Μάη και τα ζητήματα που θα θέσει, ζητήματα κριτικής στη γνώση και στην επιστήμη. Η μαοϊκή Κίνα, επιλέγει να ταχθεί ενεργητικά με την πλευρά της αντίστασης απέναντι στον ιμπεριαλισμό και στις δυνάμεις της αντίδρασης, αντίσταση που σημειώνει σημαντικές νίκες σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης. Και δεν είναι μόνο η Κίνα. Το μανιφέστο του Τσε Γκεβάρα «Να δημιουργήσουμε δύο, τρία… πολυάριθμα Βιετνάμ: αυτό είναι το σύνθημα!» ήδη με τον τίτλο του έρχεται σε ολομέτωπη σύγκρουση με την πυροσβεστική γραμμή της ΕΣΣΔ και συντάσσεται με τις επαναστατικές θύελλες που συγκλονίζουν τον πλανήτη. Στο σύνθημα της «συνεργασίας», αντιπαραβάλλεται η γραμμή της γενικής ανάφλεξης και της ολομέτωπης σύγκρουσης με τον ιμπεριαλισμό. Κατευθυντήρια αρχή είναι ότι ο κόσμος έχει μπει σε μια αποφασιστική αναμέτρηση, καθοριστικής σημασίας για το μέλλον των λαών.

Διαμορφώνεται λοιπόν βαθμιαία συνείδηση στους αγωνιζόμενους ανά τον κόσμο ότι ανήκουν σε ένα παγκόσμιο μέτωπο. Από τον φοιτητή στη Γαλλία, τον εργάτη στην Ιταλία, τους αντάρτες στο Βιετνάμ, το κίνημα των μαύρων στις ΗΠΑ, τους Κινέζους αγωνιστές και τους επαναστάτες των εξαρτημένων χωρών, διαμορφώνεται μια συναντίληψη στόχων και σκοπών. Ο Μαξ Ελμπάουμ, στέλεχος του βορειοαμερικάνικου ριζοσπαστικού κινήματος γράφει: «Ο αντιρατσισμός και ο αντιιμπεριαλισμός ήταν η εμπροσθοφυλακή της νέας ριζοσπαστικής συνείδησης. Η κύρια διεθνής έμπνευση ερχόταν από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που φαίνονταν να διαλύουν καθημερινά την έννοια του ανίκητου για τις ΗΠΑ. Ήταν η στιγμή που η Βιετναμέζικη και η Κουβανέζικη Επανάσταση, η Λαϊκή Κίνα και τα μαρξιστικά ένοπλα κινήματα στη Λατινική Αμερική, την Ασία, την Αφρική και την Μέση Ανατολή φαίνονταν να αλληλοσυνδέονται σε έναν ασταμάτητο χείμαρρο».

4. Τα γεγονότα του Μάη του 68

Έτσι φτάνουμε στον Μάη του 68 που αποτελεί μια σημαντική αλλά επιμέρους πλευρά και που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ανεξάρτητα από το γενικότερο πλαίσιο των κοσμοϊστορικών γεγονότων που περιγράφηκαν. Παρόλα αυτά, ο Μάης είναι που καταγράφεται ως σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Κι ενώ η έκρηξη θα έρθει τον Μάη του 68, το σπέρμα της προϋπάρχει αρκετό διάστημα πιο πριν. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 60 παράλληλα με τον αγώνα που δίνει ο Αλγερινός λαός εναντία στους Γάλλους αποικιοκράτες, αναπτύσσεται ένα κίνημα αλληλεγγύης στον Αλγερινό λαό εντός της Γαλλίας. Η Ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Βιετνάμ θα ξεσηκώσει τους Γάλλους νεολαίους. Από την πρώτη κιόλας στιγμή συγκροτούνται επιτροπές ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Πέρα όμως από τα παραπάνω στοιχεία και τον αναβρασμό στους κόλπους της νεολαίας, αυτό που οδήγησε στην εξέγερση είναι η κατάσταση που επικρατεί εκείνη την περίοδο στην Γαλλία. Η ενίσχυση του ρόλου των πολυεθνικών, η ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού και του ανταγωνισμού. Η διαμόρφωση του προτύπου του εργάτη γρανάζι της παραγωγής, με κάθε του κίνηση συγκεκριμένη και αυτοματοποιημένη χωρίς καμία δημιουργικότητα και χωρίς να ξέρει τι παράγει. Η δημιουργία της λεγόμενης καταναλωτικής κοινωνίας είναι γεγονός, ενώ από την επιχειρούμενη αναδιάρθρωση δε θα μπορούσε να λείπει η παιδεία. Τα παραπάνω θέτουν τα πλαίσια στα οποία διαμορφώνονται οι νέοι επιστήμονες: υπερεξειδικευμένοι και πάντα στην υπηρεσία των εταιριών και της παραγωγής. Παράλληλα πολλοί τομείς χτυπιούνται από την ανεργία. Εκείνη την περίοδο μάλιστα, οικοδομούνται πανεπιστημιουπόλεις στις άκρες ή και έξω από τις πόλεις, σε μια προσπάθεια γκετοποίησης των ανήσυχων φοιτητών, ώστε να δυσκολεύει η επαφή τους με τα υπόλοιπα κομμάτια της κοινωνίας, ενώ σκληρά μέτρα καταστολής περιμένουν όσους αντιδρούν.

Οι κοινωνικές πιέσεις κάνουν τη σύγκρουση να μη θέλει και πολύ για να εκδηλωθεί. Οι προληπτικές συλλήψεις ακτιβιστών που εναντιώθηκαν στον πόλεμο του Βιετνάμ αλλά και οι συλλήψεις φοιτητών σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις θα φέρουν την αντίδραση των φοιτητών.

Στις 22 Μαρτίου, οι φοιτητές ως απάντηση στις μαζικές συλλήψεις καταλαμβάνουν το κτίριο της διοίκησης του Πανεπιστημίου της Ναντέρ. Δημιουργείται το κίνημα της 22 Μάρτη.

Στις 30 Απρίλη το πανεπιστήμιο της Ναντέρ κλείνει. Οι φοιτητές καταφεύγουν στην Σορβόννη.

Στις 3 του Μάη η αστυνομία επιτίθεται στους φοιτητές της Σορβόννης. Οι φοιτητές στήνουν οδοφράγματα και συγκρούονται με την αστυνομία. Είναι η πρώτη εκδήλωση της εξέγερσης που θα μείνει στην ιστορία ως Γαλλικός Μάης.

Στις 6 του Μάη πάνω από 30.000 διαδηλωτές είναι στους δρόμους. Οι φοιτητές τραγουδούν την «Διεθνή». Συλλαμβάνονται 422 φοιτητές. Τραυματίζονται 600 φοιτητές και 345 αστυνομικοί. Το κίνημα επεκτείνεται σε πολλές πόλεις της Γαλλίας που έχουν πανεπιστήμια. Ο υπουργός Παιδείας Αλέν Περφίτ απαγορεύει στον πρύτανη της Σορβόννης να ανοίξει το πανεπιστήμιο.

Τη νύχτα της 10ης προς την 11η Μαΐου η εξέγερση των φοιτητών κορυφώνεται. 60 οδοφράγματα στήνονται στους δρόμους του Παρισιού. 720 άτομα τραυματίζονται ελαφρά, 367 σοβαρά.

13 Μάη κηρύσσεται γενική απεργία από τα συνδικάτα. 800.000 διαδηλωτές βρίσκονται στους δρόμους. Η γενική απεργία απλώνεται σε όλη τη χώρα και παραλύει τα πάντα.

16 Μάη Γάλλοι εργάτες μαζί με φοιτητές καταλαμβάνουν εργοστάσια με πρώτο της αυτοκινητοβιομηχανίας Ρενό. Ο πρωθυπουργός Ζορζ Πομπιντού δηλώνει ότι οι φοιτητές «θα αντιληφθούν και θα υποστούν τη σιδηρά χείρα του νόμου»

20 Μάη όλη η χώρα έχει παραλύσει. Δέκα εκατομμύρια εργάτες απεργούν στη Γαλλία.

24 Μάη ο πρόεδρος, στρατηγός Ντε Γκωλ απειλεί με παραίτηση αν δεν εγκριθούν τα μέτρα που προτείνει στο δημοψήφισμα που προκηρύσσει για τον Ιούνιο. Το ίδιο βράδυ ξεσπούν τα βιαιότερα επεισόδια του Γαλλικού Μάη. Το χρηματιστήριο καίγεται.

27 Μάη η κυβέρνηση και συνδικάτα, υπογράφουν τις συμφωνίες της Γκρενέλ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, ελπίζοντας σε εκτόνωση της κατάστασης υπογράφει συμφωνίες για γερές αυξήσεις στους μισθούς.

30 Μάη ο στρατηγός Ντε Γκωλ διαλύει την εθνοσυνέλευση και προκηρύσσει εκλογές στις 23 Ιουνίου. Στο μήνυμά του προς τον γαλλικό λαό τονίζει ότι υπάρχει «κίνδυνος κομμουνιστικής δικτατορίας».

Την επομένη, χιλιάδες Γάλλοι συμμετέχουν σε πορεία συμπαράστασης στον στρατηγό Ντε Γκωλ.

12 Ιουνίου επιβάλλεται στρατιωτικός νόμος στην Γαλλία. Απαγορεύονται οι διαδηλώσεις και μια σειρά οργανώσεων της Αριστεράς.

Τα γεγονότα φανερώνουν ότι τέθηκαν για πρώτη φορά από φοιτητική νεολαία ανοιχτά πολιτικά αιτήματα με έντονο αντισυστημικό χαρακτήρα, ενώ εμφανίστηκε πρωτοφανής αλληλεγγύη και κοινότητα στόχων με κινήματα χωρών της Περιφέρειας, ενάντια στην αποικιοκρατία και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Την καθολική σπουδαστική εξέγερση ακολούθησε καθολική απεργιακή κινητοποίηση με καταλήψεις εργοστασίων, επιστημονικών κέντρων, εταιριών κτλ. Η καταστολή συνοδεύτηκε από την κλασσική μέθοδο του «διαίρει και βασίλευε», μιας και υπογράφτηκαν συμφωνίες για αυξήσεις στους μισθούς, προκειμένου να διασπάσουν το μέτωπο φοιτητών και εργαζόμενων. Κομβικό ρόλο σε αυτό το βρώμικο παιχνίδι διαδραμάτισαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες που ελέγχονταν από το ΚΚ Γαλλίας. Το συγκεκριμένο κόμμα είχε καταγγελτική τοποθέτηση απέναντι στην εξέγερση, απαιτώντας την απομόνωση και το χτύπημα των «αριστερίστικων γκρουπούσκουλων», σε πλήρη σύμπνοια με το καθεστώς του τότε προέδρου, Ντε Γκωλ.

5. Η σαρωτική κριτική του Μάη

Η εξέγερση του Μάη ασκεί καθολική κριτική: Στο υπάρχον Πανεπιστήμιο, στην παρεχόμενη γνώση, στην εξάρτηση της επιστήμης από το κεφάλαιο. Στην καταναλωτική κοινωνία, στον αποξενωμένο άνθρωπο, στο συντηρητισμό. Στην τακτοποιημένη Αριστερά, στα επίσημα Κομμουνιστικά Κόμματα. Στους εξοντωτικούς ρυθμούς εργασίας.

Ο Μάης ήταν πάνω από όλα κριτική. Εκτοξεύει δυσπιστία απέναντι στα κυρίαρχα πρότυπα και αφορά ένα ευρύ φάσμα εκφάνσεων, από την κατανάλωση και τον ρόλο της οικογένειας μέχρι τις διαπροσωπικές / ερωτικές σχέσεις και τον πολιτισμό.

Ο Μάης κάνει σαρωτική κριτική σε όλα. Επιστήμη, τέχνες, σεξ κλπ. Σε όλες τις λεγόμενες δευτερεύουσες αντιθέσεις. Και είναι προοδευτική κριτική. Όμως όλα αυτά θα ήταν είτε ρηχά, είτε μειοψηφικά, είτε ανώδυνα από τότε, αν δεν υπήρχε ισχυρό κίνημα που θα πατούσε στις βασικές αντιθέσεις, δηλαδή το αντιπολεμικό, το αντιιμπεριαλιστικό, τα εθνικοαπελευθερωτικά και σε τελική ανάλυση, το κομμουνιστικό, την γενική πεποίθηση που υπήρχε τότε ότι υπάρχει ένας διαφορετικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας, ποιοτικά ανώτερος, ο σοσιαλισμός. Η εμπορευματοποίηση άλλωστε και η προβολή δευτερευουσών, πλευρών της εξέγερσης που παράλληλα αποσιωπούσε το επαναστατικό πνεύμα που χαρακτήριζε την εποχή, ήταν μια έξυπνη τακτική προκειμένου να ξεδοντιαστεί η εξέγερση, να κοπεί το νήμα της από τις επόμενες γενιές και να χρησιμοποιηθεί ως μια ιδέα που μπορούσε να πουληθεί, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Από την άλλη η μεταγενέστερη ενσωμάτωση από τον καπιταλισμό μέρους της κριτικής του Μάη αποτέλεσε και μια ανάγκη του ίδιου του συστήματος για μια ανανέωση του.

50 χρόνια μετά, πλευρές αυτής της κριτικής (στον καθωσπρεπισμό, στην οικογένεια, στην ποπ κουλτούρα, στο σεξισμό, στην πατριαρχία, στο ρατσισμό) είναι ενεργές, είτε εμπορευματοποιημένες, είτε ως μέρος του προγράμματος μιας “ευαίσθητης” κεντροαριστεράς, ενώ σε άλλες δεν υπάρχει σχεδόν καμία αμφισβήτηση (όπως η επιστήμη και η γνώση) με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την έλλειψη ιεραρχήσεων και προτεραιοτήτων.

Έτσι το γυναικείο κίνημα και το κίνημα ενάντια στην πατριαρχία έγινε σπουδές φύλου, στα πανεπιστήμια των καπιταλιστικών μητροπόλεων ή βασική ατζέντα της Χίλαρι Κλίντον, ο αντιρατσισμός διαφημιστική καμπάνια της Μπένετον, η κριτική στην ανισότητα πρόσφατη διαφήμιση της Cosmote, το MTV πλασάρεται ως αντεργκράουντ, η Apple θα λανσαριστεί ως το σύμβολο της μάχης ενάντια στην τεχνοκρατία. Ενώ η οριζοντιότητα ενάντια στην ιεραρχία, η ελευθεριότητα ενάντια στον καθωσπρεπισμό, η ομαδικότητα ενάντια στον ατομισμό, η δήθεν ελεύθερη δημιουργικότητα ενάντια στην τυποποίηση έχει γίνει το σλόγκαν στα εργασιακά περιβάλλοντα των μεγάλων πολυεθνικών στο marketing και στις νέες τεχνολογίες. Facebook, Google, Amazon κοκ. Όσον αφορά τα στελέχη βέβαια, γιατί οι ανήλικοι εργάτες στην Ασία δουλεύουν, για τις ίδιες επιχειρήσεις, με όρους 19ου αιώνα.

Σε κάθε περίπτωση όλες οι παραπάνω αντιφάσεις δείχνουν κάτι. Ο καπιταλισμός χρειάζεται ανανέωση. Και χρειάζεται και το οραματικό και το ηθικό στοιχείο, σε ένα στεγνό κόσμο εμπορευμάτων. Χρειάζεται και τον ηδονισμό κόντρα στον πουριτανισμό, και να «ξεφεύγουμε» από έναν βαρετό κόσμο. Όλα τα αγοράζει, όλα μπορεί να τα ενσωματώσει, εκτός από την κριτική στο κέρδος, την εκμετάλλευση λαών και εθνοτήτων, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, όλα τα διαχειρίζεται προς όφελος του εκτός από ένα κίνημα που ζητάει τη ριζική ανατροπή του.

6. Η Ανολοκλήρωτη θύελλα

Το 1968 αποτέλεσε μια ανολοκλήρωτη θύελλα που συγκλόνισε τον κόσμο. Δεν ανέτρεψε την καπιταλιστική κοινωνία, παρότι την υπέβαλε σε εξοντωτική κριτική. Δεν γέννησε μια ικανή για την ανατροπή Αριστερά, παρότι από τους κόλπους του ξεπήδησε ένας γαλαξίας ριζοσπαστικών τάσεων, κομμάτων και κινήσεων που άφησαν το στίγμα τους στους μετέπειτα αγώνες.

Ο Γαλλικός Μάης δε βασίστηκε στους καθιερωμένους πολιτικούς σχηματισμούς. Υπήρχε αδυναμία να συγκροτηθεί ένας φορέας ικανός να δώσει κατεύθυνση και οργάνωση στον αγώνα. Το ΚΚΓ έδρασε όπως είπαμε πυροσβεστικά και άλλες μικρότερες δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς μόλις γεννιόντουσαν και περιοριζόντουσαν κυρίως στους φοιτητικούς κύκλους.

Η σχέση αυθόρμητου – συνειδητού είναι ένα πρόβλημα που δεν έλυσε ο Μάης. Ίσως και να μην μπορούσε. Ακόμα και έτσι όμως, η αναλογία της οργανωμένης αριστεράς με τον κόσμο που συμμετείχε στην εξέγερση αριθμητικά και ποιοτικά ήταν πολύ μεγάλη, ειδικά σε σύγκριση με τα σημερινά δεδομένα. Και σε αυτό το σημείο προκύπτει ότι τη σχέση αυθόρμητου συνειδητού πρέπει να τη βλέπει κανείς στο ιστορικό της πλαίσιο. Σήμερα είμαστε πολύ πιο πίσω όσον αφορά το συνειδητό στοιχείο. Βρισκόμαστε σε εποχή που στόχο αποτελεί η συγκρότηση συνειδητού υποκειμένου και όχι η γενικά η διάχυση σε αυθόρμητες κινητοποιήσεις.

7. Επιστροφή στην κανονικότητα;

Ο Γαλλικός Μάης, όπως και το Ιταλικό φθινόπωρο ήταν εξεγέρσεις στα όρια της επαναστατικής κατάστασης, κρίσιμες για το που θα γύρει ο συσχετισμός και στη Δύση. Δεν ήταν λοιπόν, παράξενο που ακτινοβόλησε στην νεολαία της Δύσης μια κίνηση στα πρότυπα της Κινέζικης Πολιτιστικής Επανάστασης και ενάντια στον προβαλλόμενο ως σοσιαλισμό από την Σοβιετική Ένωση. Έτσι άλλωστε, εξηγείται και η λυσσαλέα πολεμική από τα σοβιετόφιλα Κ.Κ. Ο ρόλος που έπαιξαν τα ΚΚ αυτών των χωρών, και όχι μόνο, ήταν καθοριστικός, καθώς είχαν αποποιηθεί τον επί της ουσίας ρόλο ενός κομμουνιστικού κόμματος εδώ και πολλά χρόνια. Η προσαρμογή τους, η σταδιακή ένταξή τους στο σύστημα, η αποδοχή της ΕΣΣΔ «της συνεργασίας» ως ηγέτιδας δύναμης, είναι κάποια από τα στοιχεία που διαμορφώνουν πρόσφορο έδαφος για όσα έμελλε να ακολουθήσουν.

Ο βρώμικος ρόλος που διαδραμάτισε ένα τμήμα του κομμουνιστικού κινήματος εκείνη την περίοδο, ήταν καθοριστικός για την εξέλιξη των πραγμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Η μη επικράτηση του άλλου τμήματος, του ζωντανού, του ελπιδοφόρου είναι μια μεγάλη κουβέντα που ξεφεύγει από τα όρια της σημερινής συζήτησης. Το σίγουρο όμως είναι ότι στο κομμουνιστικό κίνημα έγιναν επιλογές μέχρι να φτάσουμε στην τυπική κατάρρευση του 89. Σήμερα μιλάμε στο φόντο της ήττας εκείνης, αλλά η αποκομμουνιστικοποίηση συντελούνταν για δεκαετίες. Η τελική εξέλιξη των γεγονότων δεν αποτελεί ένα μοιραίο γεγονός. Ήταν ζήτημα επιλογών, στρατηγικών, συσχετισμών. Και υπήρχαν διαφορετικές επιλογές, ώστε τα πράγματα να πάνε αλλιώς σε παγκόσμιο επίπεδο, άσχετα με το αν αυτές οι επιλογές δεν έγιναν ποτέ πλειοψηφικές.

8. Κληρονομιά για αξιοποίηση, κληρονομιά για κριτική

Σήμερα ο Μάης παρουσιάζεται ακίνδυνος από το σύστημα. Κάποιοι λένε ότι ο Μάης του 68 δεν ανανέωσε το σοσιαλισμό αλλά τον καπιταλισμό, ενσωματώνοντας πλευρές της κριτικής της εξέγερσης και αφήνοντας στο απυρόβλητο την συνολική κριτική. Ο Γαλλικός Μάης όμως, όπως και το σύνολο των κινημάτων αυτών, είχαν κάτι πιο βαθύ. Παρόλες τις αδυναμίες του, εναντιώθηκε στο σύνολο του συστήματος των κοινωνικών σχέσεων, εναντιώθηκε στην επιχειρούμενη καπιταλιστική αναδιάρθρωση, υπερασπίστηκε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και στάθηκε αλληλέγγυα σε όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Για τους παραπάνω λόγους η αναταραχή των δεκαετιών 60, 70 καταπολεμήθηκε λυσσασμένα και από τα δεξιά και από τα «αριστερά».

Ο Μάης λοιπόν, αφήνει παρακαταθήκες.

Η πρώτη και η πιο σημαντική είναι ότι είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι. Ακόμα και αν δεν έχεις εγγύηση επιτυχίας, ακόμα και αν η εξέγερση είναι αυθόρμητη και όχι μπολσεβίκικα σχεδιασμένη, ακόμα και αν ξέρεις ότι τα καύσιμα δεν επαρκούν. Η εξέγερση είναι δίκαιη.

Η δεύτερη παρακαταθήκη προέρχεται και αυτή από ένα μαοϊκό σύνθημα. Να τολμάμε να αγωνιζόμαστε, να τολμάμε να νικάμε. Είναι περίεργο αυτό το σύνθημα με τα τρία ρήματα, αλλά είναι βαθύ και ουσιαστικό. Και αφορά όχι μόνο αυτό που έγινε (τόλμη για αγώνα) αλλά και αυτό που δεν έγινε (τόλμη -και προϋποθέσεις- για νίκη).

Η τρίτη παρακαταθήκη έρχεται από μια φράση της Λούξεμπουργκ. Θα νικήσουμε γιατί δεν χάσαμε την ικανότητά μας να μαθαίνουμε. Η αρνητική έκβαση μιας εξέγερσης ή μιας επανάστασης δεν κρίνει τελεσίδικα τις εξεγέρσεις και τις επαναστάσεις. Εδώ πρέπει να επανέλθουμε στην «αυθάδεια» για την οποία μιλήσαμε στην αρχή. Να κοιτάξουμε τον Μάη και την έκρηξη του 1968 ως αυτό που ήταν με το μεγαλείο του αλλά και τα όρια και τις υπαρκτές του αντιφάσεις. Και να δουλέψουμε για να υπερβούμε τα όρια που περιγελούν διαρκώς τις προσδοκίες μας.

Η τέταρτη παρακαταθήκη αφορά την ανάγκη της γενικευμένης αμφισβήτησης. Η νεολαία πρέπει σήμερα να αμφισβητήσει. Δεν αμφισβητεί, και χωρίς αμφισβήτηση δε μπορεί να γεννήσει νέες ιδέες και κίνηση. Να αμφισβητήσει τα προγράμματα σπουδών στη σχολή, το επάγγελμα που θα κάνει, τον καταναλωτισμό, την μαζική κουλτούρα, τα social media, το ρατσισμό και πρώτα απ’ όλα τον ιμπεριαλισμό.

Τέλος, για τη σύγχρονη αριστερά δεν είναι το 1968 αυτό που θα δώσει την αποφασιστική ώθηση στη θεωρία και την πρακτική. Ακόμη και αν πολλοί βλέπουν σε αυτή την περίοδο τη γέννηση της σημερινής Αριστεράς. Ο Μάης ήταν η έκρηξη των αντιφάσεων του καπιταλισμού και του υπαρκτού σοσιαλισμού πενήντα χρόνια πριν. Σήμερα, έχουμε διαφορετικά καθήκοντα και με αυτά πρέπει να αναμετρηθούμε και να απαντήσουμε. Πηγαίνοντας πενήντα χρόνια πίσω, στο Μάη του 68, αλλά και εκατό χρόνια πίσω στον Οκτώβρη του 17, αντλώντας από το παρελθόν υλικό για το παρόν και το μέλλον.

Σήμερα βοά εκκωφαντικά η ανάγκη της συγκρότησης υποκειμένων που θα μπορούν να ανασκοπήσουν από την ιστορική ήττα του εικοστού αιώνα, να αναλάβουν πρωτοβουλίες, να ανασυγκροτήσουν δυνάμεις, να αναστηλώσουν τα μνημεία μας και τις αναφορές μας, αλλά κυρίως να οριοθετήσουν τα χαρακώματα και τις θέσεις μάχης που σήμερα έχουμε ανάγκη.

Η ανολοκλήρωτη θύελλα της δεκαετίας του 1960

Εισαγωγή των εκδόσεων Α/συνεχεια στο βιβλίο «68 ντοκουμέντα μιας γενιάς που άλλαξε τον κόσμο».

Η δεκαετία του 1960, αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν, έχουν καταγραφεί στη συνείδηση πολλών ανθρώπων σαν μια περίοδος ξεχωριστή, που συνδέεται με την αμφισβήτηση, την ανάπτυξη κινημάτων, την εξέγερση ενάντια στην εκμετάλλευση και στην καταπίεση κάθε είδους. Δεν ονομάστηκε τυχαία «περίοδος των ανολοκλήρωτων επαναστατικών θυελλών». Η υφήλιος ολόκληρη, σε κάθε πλευρά της, συνταράχθηκε τα χρόνια εκείνα. Ο σοσιαλισμός, ο ιμπεριαλισμός, οι αποικίες, τα κινήματα αλλά και οι συνειδήσεις ταρακουνήθηκαν από μικρούς και μεγάλους αγώνες που δοκίμασαν τους πάντες – από στρατόπεδα και κινήματα μέχρι στρατηγικές και πολιτικές.

Μιλώντας όσο πιο συνοπτικά γίνεται, δύο πράγματα μπορούν να ειπωθούν για τους αγώνες εκείνης της περιόδου: Πρώτο, το κύμα των επαναστατικών θυελλών των δεκαετιών 1960-1970, αν και ανολοκλήρωτο, άφησε πίσω του έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από τον «παλιό» κόσμο των προηγούμενων δεκαετιών. Με αρνητικούς συσχετισμούς, αλλά και πλουσιότερο σε συνείδηση και πείρα. Με υπαρκτές κατακτήσεις, που ακόμα προσπαθεί να πάρει πίσω το κεφάλαιο με το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού. Με ένα μεγάλο ιδεολογικό και πολιτικό οπλοστάσιο που μπορεί να βοηθήσει, όποιον θελήσει να το αξιοποιήσει, στην ανάπτυξη νέων αγώνων.Υπάρχει όμως και μια δεύτερη διαπίστωση, που δεν αναιρεί σε τίποτα την αξία και τις παρακαταθήκες της ηρωικής και ορμητικής «εφόδου στον ουρανό» τεράστιων μαζών απ’ άκρη σ’ άκρη της γης: Η τελική έκβαση εκείνων των αγώνων σημαδεύτηκε από την προετοιμασία και το «θρίαμβο» της αναδιάρθρωσης του καπιταλιστικού συστήματος, και έκλεισε με την κατάρρευση, και τυπικά, του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ήδη το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 σφραγίστηκε από την αντεπίθεση του ιμπεριαλισμού και της αντίδρασης και η πορεία αυτή συνεχίστηκε, σε συνθήκες οικονομικής αλλά και κοινωνικής κρίσης, με την περιθωριοποίηση όσων κινούνταν έξω από τις ράγες της αναδιάρθρωσης και της «Νέας Τάξης Πραγμάτων».

Οι λόγοι των αρνητικών εξελίξεων θα πρέπει να αναζητηθούν στην τεράστια δύναμη που κινητοποίησε ο ιμπεριαλισμός και ο καπιταλισμός, αλλά και στην καθοριστική βοήθεια που του έδωσε η πανικοβλημένη από τα αλλεπάλληλα και «ανεξέλεγκτα» επαναστατικά κύματα νέα, τότε, ηγεσία της ΕΣΣΔ. Γιατί όσο κι αν φτιασιδωθεί η ιστορία, δεν μπορεί να αποκρυφτεί η αλήθεια: Εκείνη την περίοδο στη μια πλευρά των χαρακωμάτων βρέθηκαν οι εξεγερμένοι λαοί, η ξεσηκωμένη νεολαία, η αγωνιζόμενη παγκόσμια εργατική τάξη και η αγροτιά, και το τμήμα εκείνο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος που εμπνεύστηκε από την προσπάθεια των Κινέζων κομμουνιστών και του Μάο να καταπολεμήσουν αποφασιστικά τόσο την επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού όσο και τον καπιταλιστικό δρόμο. Και από την άλλη πλευρά βρέθηκε κάθε παλιά, αντιδραστική, συντηρητική δύναμη, από την παγκόσμια αστική τάξη και το δυτικό ιμπεριαλισμό με επικεφαλής τις ΗΠΑ ως τους νέους ηγέτες του ΚΚΣΕ, οι οποίοι είχαν ήδη πάρει τον κατήφορο που τελικά οδήγησε στη διάβρωση και διάλυση ολόκληρου του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Τότε δεν δίστασαν να καταγγείλουν ως «προβοκάτορες», «πολεμοκάπηλους», «επικίνδυνους» τα εκατομμύρια των μαχητών που ρίχνονταν στη σύγκρουση, κι έφτασαν συχνά σε συνεργασία με τον ιμπεριαλισμό και τους αντιδραστικούς για την κατάπνιξη των κινημάτων.

Αφού αυτό ειπώθηκε, πρέπει να επισημανθεί άλλη μια αλήθεια: Οι αιτίες της τελικά αρνητικής έκβασης θα πρέπει να αναζητηθούν και στις καθυστερήσεις, τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες του επαναστατικού κινήματος, και κυρίως των Κινέζων κομμουνιστών και του διεθνούς μαρξιστικού-λενινιστικού ρεύματος, που εκείνη την περίοδο σήκωσε στους νεαρούς ώμους του το κύριο βάρος της αντιπαράθεσης με τους τεράστιους και πολύμορφους μηχανισμούς καταστολής και ενσωμάτωσης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το τρίτο επαναστατικό κύμα

Η περίοδος για την οποία μιλάμε σημαδεύτηκε από μια τεράστια κινητοποίηση μαζών, μια επαναστατική θύελλα που ξέσπασε και αγκάλιασε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Δεν υπήρξε σχεδόν καμιά χώρα που να μη συγκλονίστηκε από αναταραχές, κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις. Επί δέκα και πλέον χρόνια η πραγματικότητα χρωματίστηκε από μαζικά ριζοσπαστικοποιημένα κινήματα, λαϊκές εξεγέρσεις, ένοπλους ξεσηκωμούς και επαναστάσεις – και ταυτόχρονα βάφτηκε κόκκινη από το αίμα εκατομμυρίων αγωνιστών που βίωσαν στο πετσί τους κάθε είδους κινήσεις καταστολής, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, βρώμικους πολέμους και γενοκτονίες. Ο Μαξ Ελμπάουμ, στέλεχος του βορειοαμερικάνικου αριστερού ριζοσπαστικού κινήματος από τα χρόνια του 1960, γράφει σχετικά:

Ο αντιρατσισμός και ο αντιιμπεριαλισμός ήταν η εμπροσθοφυλακή της νέας ριζοσπαστικής συνείδησης. Η κύρια διεθνής έμπνευση ερχόταν από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που φαίνονταν να διαλύουν καθημερινά την έννοια του ανίκητου των ΗΠΑ. Ήταν η στιγμή που η Βιετναμέζικη και η Κουβανέζικη Επανάσταση, η Λαϊκή Κίνα και τα μαρξιστικά ένοπλα κινήματα στη Λατινική Αμερική, την Ασία, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή φαίνονταν να αλληλοσυνδέονται σε έναν ασταμάτητο χείμαρρο.

Εξερευνώντας τη δεκαετία του 1960 ανακαλύπτουμε ένα σημαντικό βάθεμα και άπλωμα της ταξικής πάλης σε όλο τον κόσμο και σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Μια πανστρατιά λαϊκών δυνάμεων, εργαζόμενων και νεολαίας, αλλά και αντίστοιχα τεράστια κινητοποίηση των δυνάμεων και των μηχανισμών της αντεπανάστασης. Μια επαναστατική θύελλα. Μπορούμε σήμερα να επαναλάβουμε ότι ο 20ός αιώνας γνώρισε τρεις επαναστατικές θύελλες:

Η πρώτη ξέσπασε με την Oκτωβριανή Επανάσταση και τα επαναστατικά κινήματα που την ακολούθησαν και συγκλόνισαν όλο τον κόσμο. Η θύελλα αυτή «ολοκληρώθηκε» αφήνοντας πίσω της ένα σημαντικό τμήμα του πλανήτη έξω από το σύστημα της παγκόσμιας αγοράς που είχε εγκαθιδρύσει ο ιμπεριαλισμός, με τη δημιουργία και οικοδόμηση της ΕΣΣΔ, της πρώτης σοσιαλιστικής χώρας.

Η δεύτερη ήταν ο αντιφασιστικός αγώνας των λαών κατά τη διάρκεια του B΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ενός ηρωικού και αιματηρού αγώνα που αγκάλιασε το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου και επίσης «ολοκληρώθηκε» με τη δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και τη νικηφόρα, το 1949, Κινεζική Επανάσταση.

Η τρίτη επαναστατική θύελλα ήταν αυτή που ξέσπασε τη δεκαετία του 1960 και, παρόλο που αγκάλιασε όλο τον πλανήτη και ταρακούνησε τα θεμέλια του ιμπεριαλιστικού και καπιταλιστικού συστήματος, δεν μπόρεσε να δώσει αποτελέσματα ανάλογα με αυτά των προηγούμενων δύο θυελλών. Αντίθετα, το επαναστατικό κίνημα ανακόπηκε από την πολύμορφη και συνδυασμένη καταστολή και χειραγώγηση και τις ίδιες τις αδυναμίες του. Γι’ αυτό και την αποκαλούμε «ανολοκλήρωτη θύελλα».

Η αντιπαράθεση που προηγήθηκε του διεθνούς ξεσηκωμού

Το τρίτο αυτό επαναστατικό κύμα, που συχνά περιγράφεται με τη μάλλον περιοριστική φράση «ο Μάης του 1968», σφραγίστηκε από τη μεγάλη αντιπαράθεση που είχε ξεσπάσει ανοιχτά πια στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στους κόλπους του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Ήταν χρόνια υπόκωφου αναβρασμού, και τα πιο ανήσυχα πνεύματα μπορούσαν κιόλας να οσμιστούν ότι μπροστά τους ανοιγόταν μια νέα, πρωτόγνωρη περίοδος. Η νίκη της Κουβανικής Επανάστασης το 1959 και η εδραίωσή της κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, οι αγώνες που δυνάμωναν στις αποικίες και στις εξαρτημένες χώρες, οι εργατικές κινητοποιήσεις που πολλαπλασιάζονταν στα «ανεπτυγμένα» κράτη, προκάλεσαν τα πρώτα κύματα νέας ελπίδας σε έναν ολόκληρο κόσμο που την επαύριο κιόλας της αντιφασιστικής νίκης ζεματίστηκε από τη διάψευση των προσδοκιών για ένα μέλλον ειρηνικό, δημοκρατικό και δίκαιο. Κι επίσης, ας μην το ξεχνάμε, ζεματίστηκε εξίσου από το εκ των ένδον γκρέμισμα του σοβιετικού θρύλου από το «νέο πνεύμα» (και πολύ πόθο για να απολαύσει επιτέλους κι αυτή τα αγαθά του καπιταλισμού) της ρωσικής ηγεσίας.

Γίνεται πια φανερό ότι το κύμα των αγώνων στη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική ολοένα και φουσκώνει, οδηγώντας αναπότρεπτα σε σύγκρουση με τις ιμπεριαλιστικές και αποικιακές δυνάμεις που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν τον έλεγχο των χωρών και των λαών που ποθούν την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση. Σ’ αυτό το κλίμα ξεκινά η δημόσια αντιπαράθεση στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Η νέα ηγεσία της ΕΣΣΔ επιδιώκει την ευθυγράμμιση του κομμουνιστικού κινήματος και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου με τα κρατικά της συμφέροντα και την «καινοτόμο» πολιτική οικονομικών μεταρρυθμίσεων, ποντάροντας στη συνεργασία με τον ιμπεριαλισμό που τάχα «εκλογικεύεται» και γίνεται «φιλειρηνικός». Η μαοϊκή Κίνα από την άλλη σηκώνει το γάντι και επιλέγει να ταχθεί ενεργητικά με την πλευρά της αντίστασης στον αναθαρρημένο ιμπεριαλισμό και τις αντιδραστικές δυνάμεις, μιας αντίστασης που δυναμώνει και σημειώνει τις πρώτες της επιτυχίες.

Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Όταν, μετά την τελευταία στην ιστορία κοινή διεθνή διάσκεψη των κομμουνιστικών κομμάτων (Μόσχα 1960), το ΚΚΣΕ θα κάνει κουρελόχαρτο τις κοινές αποφάσεις πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι τους, η ιδεολογική και πολιτική ρήξη θα ολοκληρωθεί και οργανωτικά. Και θα απελευθερώσει έτσι σε δεκάδες χώρες τις επαναστατικές δυνάμεις που μέχρι τότε ασφυκτιούσαν στα «θεσμοποιημένα» πλέον κομμουνιστικά κόμματα. Αυτές οι δυνάμεις, αποτελούμενες στην πλειοψηφία τους από νεολαίους κι επικουρούμενες από «αμετανόητους» βετεράνους κομμουνιστές, θα επωμιστούν τεράστιες ευθύνες και θα αποτελέσουν τις βασικότερες ταξιαρχίες κρούσης του νέου κύματος των θυελλών σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως επισημαίνει και ο Ελμπάουμ:

Το πνεύμα τους ήταν πολύ περισσότερο συντονισμένο με τις ευαισθησίες της δεκαετίας του 1960 από ό,τι η ιδιοσυγκρασία των κομμάτων της πιο προσεχτικής Παλιάς Αριστεράς – ορθόδοξων (φιλοσοβιετικών) κομμουνιστών, τροτσκιστών και σοσιαλδημοκρατών. […] Κόμματα και ηγέτες, από τον Μάο και τον Τσε Γκεβάρα στον Χο Τσι Μινχ και τον Αμίλκαρ Καμπράλ, αποδείκνυαν ότι «η δύναμη του λαού είναι μεγαλύτερη από την τεχνολογία».

Μια αναγκαία παρένθεση

Για εκείνη τη ρήξη υπάρχουν σημαντικά διεθνή ντοκουμέντα, και πρώτα απ’ όλα οι ανοιχτές επιστολές που αντάλλαξαν τα κομμουνιστικά κόμματα της Κίνας και της Σοβιετικής Ένωσης το 1963-1964 (κυκλοφόρησαν και στα ελληνικά από τις Ιστορικές Εκδόσεις). Πρόκειται για ντοκουμέντα που πρέπει να μελετήσει κάθε αγωνιστής που ενδιαφέρεται για τις αιτίες της ρήξης και για τις θέσεις κάθε πλευράς, πόσο μάλλον που αυτή η αντιπαράθεση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο ξέσπασμα και την εξέλιξη των επαναστατικών θυελλών της δεκαετίας του 1960. Σε αυτά γίνεται σαφής η ουσία της αντιπαράθεσης. Το ΚΚΣΕ, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ έχουν αλλάξει και πλέον είναι υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης (ενώ η πραγματικότητα βοά για το αντίθετο), συκοφαντεί τους Κινέζους κομμουνιστές ότι, στηρίζοντας ενεργητικά τους εθνικοαπελευθερωτικούς και επαναστατικούς αγώνες των λαών, «θέλουν να προκαλέσουν ένα παγκόσμιο πυρηνικό πόλεμο»…

Παραπέρα, το ΚΚΣΕ υποστηρίζει ότι «η εξάλειψη του αποικισμού μπήκε πια στην τελική φάση» και άρα «ο πολιτικός αγώνας πρέπει να αντικατασταθεί από τα οικονομικά καθήκοντα», πόσο μάλλον που «οι τοπικοί πόλεμοι είναι πολύ επικίνδυνοι» και γι’ αυτό «θα εργαστούμε επίμονα για το σβήσιμο των σπινθήρων». Και πράγματι αυτό έκαναν, αντιμετωπίζοντας με εχθρότητα την επανάσταση στην Αλγερία, βοηθώντας τη Δύση να πνίξει στο αίμα την επανάσταση στο Κονγκό, επιχαίροντας για τη γενοκτονία των Ινδονήσιων κομμουνιστών, αφήνοντας για χρόνια αβοήθητους τους Βιετναμέζους. Κι όταν η Κίνα τάχθηκε αποφασιστικά με τους λαούς της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας και της Αφρικής, το ΚΚΣΕ έφτασε σε παραληρηματικές επιθέσεις ρατσιστικού τύπου, μιλώντας για «κίτρινο κίνδυνο» και παρομοιάζοντας την επαναστατική πολιτική του Μάο με την «απειλή του Τζενγκίς Χαν»!

Η τοτινή κεφαλή του κομμουνιστικού κινήματος δήλωνε, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ότι «ο κομμουνισμός θα ξεπεράσει τον καπιταλισμό» – και ταυτόχρονα υιοθετούσε τις καπιταλιστικές συνταγές, ανάγοντας το κέρδος και το ατομικό κίνητρο σε καθοδηγητική αρχή της οικονομίας, και επιβάλλοντας το «σοσιαλιστικό καταμερισμό εργασίας» σε βάρος των υπόλοιπων μελών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Μετά τα μέσα της δεκαετίας η κατρακύλα συνεχίστηκε με τον Μπρέζνιεφ να διακηρύττει το «δόγμα περιορισμένης κυριαρχίας των σοσιαλιστικών χωρών», δηλαδή πλήρους υποταγής τους στη Μόσχα, που κατέληξε στην εισβολή των ρωσικών τανκς στην Πράγα, προκαλώντας σοκ στην παγκόσμια προοδευτική κοινή γνώμη και συμβάλλοντας στην κατασυκοφάντηση του κομμουνισμού. Αυτή η κατάσταση χειροτέρεψε κι άλλο με τις προκλήσεις και αψιμαχίες του ρωσικού στρατού στα σύνορα με την Κίνα και άλλες εξίσου ασύμβατες με οποιαδήποτε έννοια διεθνισμού εχθρικές ενέργειες της Μόσχας. Γράφει σχετικά ο Ελμπάουμ:

Καθώς μια νέα γενιά γινόταν επαναστατική, η Σοβιετική Ένωση φερόταν σαν κάτι τελείως διαφορετικό από μια δύναμη ειρήνης και απελευθέρωσης. Η σοβιετική απάντηση στην Άνοιξη της Πράγας και στο «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», μαζί με την καχυποψία και την εχθρότητα ακόμη με την οποία έβλεπε το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς του ’60, οδήγησε το μεγαλύτερο μέρος των νέων ριζοσπαστών να κοιτάξουν αλλού για στρατηγικές και μοντέλα.

Ο ρόλος του Μάο και των κομμουνιστών

Σήμερα, στα σαράντα χρόνια από το Μάη του 1968, είναι αδύνατο να αποσιωπηθεί ο ρόλος του Μάο και του μαρξιστικού-λενινιστικού ρεύματος στην προετοιμασία, στήριξη και προώθηση του τρίτου επαναστατικού κύματος στην ιστορία του 20ού αιώνα. Με τη γενική γραμμή που πρόβαλαν, σε αντίθεση με τον πυροσβεστικό ρόλο της Μόσχας, το Κ.Κ. Κίνας και ο Μάο προσωπικά κατέστησαν πρωτεργάτες των επαναστατικών θυελλών και ήταν η μοναδική «επίσημη» σημαντική δύναμη του κομμουνιστικού κινήματος που τάχθηκε αναφανδόν με την πλευρά της παγκόσμιας εξέγερσης. Ταυτόχρονα, με την εξαπόλυση της Πολιτιστικής Επανάστασης, οι Κινέζοι κομμουνιστές ξεσήκωσαν το λαό και τη νεολαία ενάντια στις «μισοτελειωμένες δουλειές» και τις ελεεινότητες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, χτυπώντας ανοιχτά τις δεξιές δυνάμεις και τα νέα αστικά στρώματα που έσπρωχναν σε «ομαλοποίηση», δηλαδή στον καπιταλιστικό δρόμο. Η έμπρακτη καταπολέμηση της άποψης ότι «η ταξική πάλη δεν υφίσταται πλέον στο σοσιαλισμό» και η ανοιχτή απεύθυνση στις λαϊκές μάζες να πρωταγωνιστήσουν στην πάλη εναντίον της δεξιάς αποτελεί τεράστια συμβολή του Μάο στη θεωρία και την πράξη της επανάστασης. Δεν επρόκειτο για σύγκρουση μηχανισμών, αλλά για πρωταγωνιστική, θαρραλέα, πρωτότυπη και πρωτόβουλη δράση δεκάδων εκατομμυρίων ενάντια στο «γενικό επιτελείο της αστικής τάξης μέσα στο κόμμα και το κράτος», που είχε γίνει βρόγχος για το λαό και εμπόδιζε το βάθεμα της επανάστασης.

Ακριβώς εξαιτίας αυτής της «βλάσφημης» και «εμπρηστικής» γραμμής, ο Μάο και η Πολιτιστική Επανάσταση αντιμετώπισαν το μίσος και τη συκοφαντία τόσο της παγκόσμιας αστικής τάξης όσο και όλων των πτερύγων (ανανεωτικών και ορθόδοξων) της καθεστωτικής αριστεράς. Οποιαδήποτε αναφορά σ’ αυτούς καταγγέλλεται και ξαποστέλνεται στο πυρ το εξώτερον και βασικές πλευρές των επαναστατικών θυελλών συσκοτίζονται και αποσιωπούνται, ενώ υπερπροβάλλονται οι πιο ανώδυνες για το σύστημα. Καλλιεργείται μια σκόπιμη σύγχυση και ταύτιση των «ολοκληρωτισμών» με στόχο την προώθηση του αντικομμουνισμού και την προληπτική θωράκιση απέναντι στη μόλυνση από το μικρόβιο της επανάστασης. Έχουν δίκιο να φοβούνται οι σύγχρονοι απολογητές του συστήματος που με γενοκτονίες, χειρισμούς και εξοντωτικές αναδιαρθρώσεις κατάφερε να βγει σώο από τα αλλεπάλληλα κύματα εξεγέρσεων της δεκαετίας του 1960: Η σύνδεση του νέου κύκλου αγώνων που δυναμώνουν σήμερα με τις καλύτερες παραδόσεις του επαναστατικού κινήματος και το μπόλιασμά τους με το αντάρτικο πνεύμα του «1968» συνιστά τον πιο μεγάλο κίνδυνο για τις αντιδραστικές δυνάμεις, και την πιο μεγάλη ελπίδα για τους λαούς, τους εργαζόμενους και τη νεολαία.

Ο Μάης ανατρέπει τους σχεδιασμούς του αντιπάλου

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η παγκόσμια αστική τάξη και ο ιμπεριαλισμός προσπαθούσαν με επεμβάσεις, χειρισμούς και υπονομεύσεις να αντεπεξέλθουν τα πρώτα νικηφόρα χτυπήματα των αντιαποικιακών αγώνων. Με το νεοαποικισμό έστησαν χώρες-μπανανίες, αδύναμες και καθολικά υποταγμένες στα συμφέροντά τους. Η χωρίς μεγάλες κρίσεις μεταπολεμική ανάπτυξη του καπιταλισμού και η έκρηξη του καταναλωτισμού, σε συνδυασμό με την ιδεολογική και πολιτική υποχώρηση ενός κομμουνιστικού κινήματος ζαλισμένου από τη «νέα» γραμμή του ΚΚΣΕ, έκαναν την άρχουσα τάξη να ελπίζει ότι θα ξεπεράσει εύκολα την όποια αναταραχή. Ποντάριζαν σε μια «εύρυθμη» πορεία και ανέμεναν ότι θα καταφέρουν να εμποδίσουν τις εξεγέρσεις, ώστε να μην φτάσουν στην καρδιά των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων, κρατώντας την εργατική τάξη και ιδίως τη νεολαία ήσυχη και πειθαρχημένη, γοητευμένη από τη λεγόμενη κοινωνία της αφθονίας και τον καριερισμό. Η θύελλα των κινημάτων που, σε πείσμα της επώδυνης για τους λαούς «ειρηνικής συνεργασίας», φύσηξε σε όλο τον πλανήτη έκανε σκόνη αυτούς τους σχεδιασμούς και, παρόλο που δεν ολοκληρώθηκε, άλλαξε τον κόσμο.

Έτσι φτάνουμε στο «Μάη του 1968». Η γαλλική εκδοχή του Μάη, δηλαδή μια επιμέρους πλευρά που δεν μπορεί να ειδωθεί ξεκομμένη από το γενικότερο πλαίσιο της περιόδου των θυελλών, ήταν παρ’ όλα αυτά αυτή που καταγράφηκε ως το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Έτσι, αξίζει να δούμε τι λέει σήμερα για το Γαλλικό Μάη σε μια συνέντευξή του ο Αλέν Μπαντιού – ένας από τους λίγους Γάλλους διανοούμενους που δεν μετάνιωσε επειδή πήρε ενεργά μέρος σε εκείνους τους αγώνες, και μάλιστα μέσα από τις γραμμές του νεαρού μαοϊκού κινήματος:

Ο Μάης του 1968 είναι το σύνολο τεσσάρων φαινομένων, ετερογενών και αναμεμειγμένων. Υπήρξε ένας πρώτος «Μάης του ’68», μια εξέγερση της νεολαίας που ήταν με τη σειρά της μέρος ενός παγκόσμιου νεολαιίστικου ξεσηκωμού, ο οποίος εκδηλώθηκε και στη Γερμανία, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία. Ήταν λοιπόν μια εξέγερση της νεολαίας ενάντια στο γερασμένο κόσμο. Υπήρξε ένας δεύτερος «Μάης», που ήταν μια εργατική γενική απεργία, μια απεργία των μισθωτών με κάποια χαρακτηριστικά πολύ κλασικά, με έναν όχι μικρό έλεγχο από τις κλασικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά ταυτόχρονα με πολύ μεγάλη μαζικότητα, με μια πλευρά που τελικά θύμιζε το Λαϊκό Μέτωπο του 1936. Υπήρξε ένας τρίτος «Μάης», που ήταν ελευθεριακός, αναρχίζων, και αφορούσε την σεξουαλική επανάσταση, την ελευθεριότητα των ηθών, νέες καλλιτεχνικές μορφές, τα χάπενινγκ, τις γιορτές, το σύνθημα «κάτω από τα πεζοδρόμια βρίσκεται η παραλία» κ.λπ. Τέλος, υπήρξε και ένας τέταρτος «Μάης», που ήταν η αναζήτηση νέων, καινοτόμων μορφών πολιτικής δράσης.

Ακόμη κι αν περιοριστούμε στη γαλλική εκδοχή του Μάη, από αυτό το σύνολο των ετερογενών και αναμεμειγμένων φαινομένων είθισται σήμερα να κρατά και να πουλά ο καθένας ό,τι θέλει… Ο Αλέν Μπαντιού επισημαίνει:

Πιστεύω ότι η αντίσταση αυτών των τεσσάρων φαινομένων στην εμπορευματοποίηση είναι άνιση. Είναι δηλαδή καθαρό ότι ο ελευθεριακός «Μάης» είναι και ο πιο εμπορεύσιμος, ο πιο συνδεδεμένος με φαινόμενα μόδας, κι έχει ακόμα ενός είδους επικαιρότητα. Δεν έχω κάτι εναντίον του, αυτή η ελευθεριακή διάσταση είναι μέρος του Μάη, αλλά επικοινωνεί με την κοινωνία της κατανάλωσης. Ο «Μάης» της εργατικής απεργίας της CGT είναι ωστόσο ο πιο αρχαϊκός. Είναι περισσότερο το τέλος ενός φαινομένου παρά η αρχή του. Ο «Μάης» των νέων πολιτικών μορφών, ο λιγότερο γνωστός, είναι κατά τη γνώμη μου ο λιγότερο εμπορεύσιμος. Δεν είναι μια ιδέα που μπορεί να πουληθεί.

Αυτήν ακριβώς την πλευρά του Μάη, που ήταν πρωταγωνιστική αν η περίοδος εξεταστεί σε διεθνές επίπεδο, προσπαθούν να αποκρύψουν, να διαστρεβλώσουν, εν ανάγκη να προσαρμόσουν στα μέτρα τους, όλοι αυτοί που τότε βρίσκονταν στην άλλη πλευρά των οδοφραγμάτων, με το μέρος «του νόμου και της τάξης», ενάντια στους «ανεύθυνους προβοκάτορες» και τους «εμπρηστές της ειρήνης». Αστοί και επίγονοι των επίσημων πτερύγων της αριστεράς, που τότε δούλεψαν χέρι-χέρι για την κατάπνιξη και τη συκοφάντηση του Μάη, σήμερα τον «γιορτάζουν» δίχως ίχνος αυτοκριτικής. Ακόμη κι αυτό όμως είναι κατά κάποιο τρόπο μια νίκη του «Μάη του 1968», μιας θύελλας που νίκησε ακόμη κι όταν ηττήθηκε, αφού άνοιξε νέους δρόμους κι εγγράφηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο των λαών και της νεολαίας σαν θετική κι ελπιδοφόρα παρακαταθήκη.

Για να απαντήσει στο Μάη, να τον ξεδοντιάσει και να τον συντρίψει η άρχουσα τάξη αναγκάστηκε να επιστρατεύσει κάθε δυνατό μέσο και ν’ αλλάξει και η ίδια. Η τεράστια αναδιάρθρωση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, η γιγάντωση των κάθε είδους μηχανισμών χειραγώγησης και νάρκωσης, ο ακόμη μεγαλύτερος εκβαρβαρισμός του κράτους σε Ανατολή και Δύση, η ενεργοποίηση και εξάπλωση των παρακρατικών μηχανισμών, η τεθωρακισμένη «δημοκρατία» των νόμων έκτακτης ανάγκης, η εξαγορά ηγετών, η αγαστή συνεργασία των επίσημων κεφαλών των «δύο αντιτιθέμενων κόσμων», η φυσική εξόντωση εκατομμυρίων αγωνιστών… και τι δεν χρησιμοποιήθηκε για να ηττηθεί το τρίτο επαναστατικό κύμα και να κυριαρχήσει η αντεπανάσταση!

Κόντρα στο αδιέξοδο των «ρεαλιστικών» επιλογών

Τα κινήματα της δεκαετίας του 1960 στάθηκαν ενάντια στην επανάληψη, στον εφησυχασμό του έτοιμου και στη ρομαντική αναπόληση για το παλιό, για περασμένα μεγαλεία. Προσπάθησαν να ανοίξουν, και τα κατάφεραν, νέους δρόμους, νέες προοπτικές, ανταποκρινόμενα σε νέα προβλήματα και συνθήκες όπως αυτά ξεπρόβαλαν στον «ειρηνικά συνυπάρχοντα» διπολικό κόσμο. Αν υπάρχει ένα νήμα που ενώνει όλα τα διαφορετικά πεδία των μαχών που δόθηκαν τότε, αυτό είναι ακριβώς η κριτική των κατεστημένων πρακτικών και δομών του καπιταλιστικού συστήματος, τόσο στο δυτικό όσο και στο ανατολικό μπλοκ.

Το δίλημμα ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», ή καλύτερα το δυτικό και ανατολικό μπλοκ κυριαρχίας, απορρίφθηκε και αντικαταστάθηκε από το «καπιταλισμός ή επανάσταση». Το κάλεσμα του Μάο για «επανάσταση μέσα στην επανάσταση», όπως και του Τσε για «δύο, τρία, πολυάριθμα Βιετνάμ», βρίσκονταν ακριβώς στον αντίποδα της γραμμής για «τέλος της ταξικής πάλης» στο σοσιαλισμό και ειρηνική συνύπαρξη με τον καπιταλισμό από τις αρχές του 1960 και μετά, συμπυκνώνοντας έτσι τους στόχους για επέκταση και βάθεμα της επανάστασης κόντρα στο κάθισμα και το συντηρητισμό των ηγετικών κέντρων. Γράφει χαρακτηριστικά ο Αντρέ Γκορζ για την εξοργισμένη απόγνωση της δυτικής άρχουσας τάξης μπροστά στην «παράλογη» αμφισβήτησή της από τη νεολαία και την εργατική τάξη (αναδεικνύοντας παράλληλα το πρόβλημα της έλλειψης ενός επαναστατικού κόμματος, ιδίως σε χώρες όπως η Γαλλία):

«Πέστε μας επιτέλους τι ακριβώς θέλετε», ούρλιαζαν οι φιλελεύθεροι αστοί προς τους αμφισβητίες φοιτητές και εργάτες. Πώς όμως μπορούσαν να το πουν; Το κίνημα από την ίδια του τη φύση ήταν η μόνη γλώσσα που διέθεταν, και η γλώσσα αυτή δεν μπορούσε να οργανωθεί σε λόγο. Για να μπορέσουν να πουν αυτό που ήθελαν, έπρεπε να μπορούν να συνενωθούν, να οργανωθούν, να αναλύσουν την κατάσταση, να καθορίσουν από κοινού αυτό που μπορούσαν να θέλουν: δηλαδή, με ποιο πρόγραμμα ριζοσπαστικών μετασχηματισμών μπορούσαν να συνθέσουν την ποικιλομορφία των ιδιαίτερων μορφών δράσης και διεκδικήσεων, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα την αυτονομία τους. Μόνο ένα επαναστατικό κόμμα που θα συμμετείχε στο κίνημα μπορούσε να εξασφαλίσει αυτή τη σύνθεση κι αυτή την πολιτική έκφραση των ιδιαίτερων μορφών δράσης και διεκδικήσεων, να καθορίσει μία στρατηγική και να υποκινήσει μία διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Ο πραγματισμός λέει πως η επανάσταση νικήθηκε. Πράγματι. Αλλά οι πραγματισμοί στα κινήματα είναι το όπλο όσων δεν θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα. Όσων θέλουν τη στασιμότητα, το τέλμα. Οι επαναστάτες προβάλλουν ένα διαφορετικό πραγματισμό, αυτόν που ανατρέπει συσχετισμούς και αλλάζει τη μορφή του κόσμου υπέρ των λαών και της επανάστασης. Τα κινήματα μπορούν να είναι νικηφόρα όταν έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν τις προκλήσεις που θέτει κάθε φορά ο αντίπαλος και όταν δεν φοβούνται να ανοίγουν δρόμους και να δίνουν τις κατάλληλες απαντήσεις.

«Να τολμάμε να αγωνιζόμαστε, να τολμάμε να νικάμε», έλεγε ο Μάο. «Να είμαστε ρεαλιστές, να ζητάμε το αδύνατο», ήταν ένα σύνθημα του Μάη. Και τα δύο αποτελούν την κληρονομιά της δεκαετίας του 1960, κληρονομιά που ανήκει σε κάθε επαναστατική πολιτική και κοινωνική δύναμη που σήμερα σηκώνει ξανά ψηλά τη σημαία του αγώνα, προετοιμάζοντας τις επαναστάσεις του 21ου αιώνα.

Οι κερασιές δεν ανθίζουν μόνο στη Γαλλία – Οι κερασιές δεν ανθίζουν μονάχα μια φορά. Για τον Μάη του 68.

Δεκαπέντε χρόνια μετά το Μάη του ’68, η εξέγερση πέρασε στην παράδοση, ενσωματώθηκε στην από καθέδρας κοινωνιολογία της Δύσης σαν «νεανικά σκιρτήματα» ή σαν απόδειξη, για τους σοσιαλίζοντες α λα Μιτεράν ή Παπανδρέου, πως η νεολαία δε νοιάζεται για τις «ποσοτικές» διεκδικήσεις, αλλά για τις «ποιοτικές» όπως λ.χ. συνδιοικήσεις-συμμετοχές, με δύο λόγια για «θεσμικές» αλλαγές και διεκδικήσεις.

Για την «Ανατολή» καταχωρήθηκε σαν μια απόδειξη της χρεοκοπίας του αυθορμητισμού, του αριστερισμού, του ανέφικτου μικροαστικού ριζοσπαστισμού και της αναπόφευκτης συμμαχίας του με τη CIA, και τους πράκτορες του διεθνούς ιμπεριαλισμού.Για τους «πολεμιστές που κουράστηκαν», από τους «νέους φιλόσοφους» της Γαλλίας μέχρι τους «επίγονους» υποστηριχτές του σεβασμού του υπαρκτού συσχετισμού δυνάμεων, πρόκειται για μια ιστορία που σαν ιστορία έχει περάσει στα μουσειακά αξιοπερίεργα.

Να μιλήσεις για το Μάη του ‘68 στην Ελλάδα το 1983 σημαίνει πως κατέχεσαι από αθεράπευτη ρομαντική νοσταλγία ή πως ανήκεις στην κατηγορία των «παράξενων» και «ιδιόμορφων» περιπτώσεων. Σ’ αυτήν κατατάσσονται όλοι όσοι δεν δέχονται να υποταχθούν στους κανόνες του συμφωνημένου παιχνιδιού, όσοι δεν καθορίζουν τα ενδιαφέροντά τους από τις κάθε φορά μόδες, με δύο λόγια όσοι δεν δέχονται πως το μέλλον του κόσμου αναγκαστικά είναι διπλής κατεύθυνσης, είτε στο δρόμο των Ρίγκαν, Θάτσερ και των παραλλαγών τους, είτε στο δρόμο του Αφγανιστάν, της Καμπότζης και της Βαρσοβίας,

Τελικά, δεν ενοχλούμαστε να μας λένε «ιδιόμορφες» «παράξενες» περιπτώσεις κλπ κλπ, γιατί στο κάτω-κάτω στον κόσμο της ισοπέδωσης, της «εξάλειψης κάθε πρωτοτυπίας και ατομικότητας» κι αυτά τα λέει ο εορταζόμενος και σκυλευόμενος Μαρξ, η «εξαίρεση» επιβεβαιώνει τον κανόνα. Και τούτο σημαίνει πως ο κόσμος αυτός πρέπει ν’ αλλάξει! Εκτός αν οι υμνητές του Μαρξ θεωρούν πως ο τέτοιος κόσμος είναι ο καλύτερος, που θα μπορούσε να υπάρξει. Και δεν έχει σημασία αν στη θέση του «καλύτερου» μπαίνει η γνωστή κατευναστική για να μη πούμε ναρκωτική καραμέλα του μοναδικού «εφικτού» κόσμου.

Όταν αναφερόμαστε στο Μάη του ’68 δεν περιοριζόμαστε στο Γαλλικό Μάη μονάχα. Περικλείνουμε στην έννοια αυτή το σύνολο των κινημάτων, που συγκλόνισαν τον κόσμο σε Δύση και Ανατολή, στα χρόνια της δεκαετίας του 1960 και των αρχών του 1970. Εντάσσουμε στο «Μάη του ’68» κινήματα όπως της ιαπωνικής νεολαίας του 1960, της αμερικάνικης νεολαίας του τέλους του 1960, της κινέζικης νεολαίας, της γαλλικής, της ιταλικής και της γερμανικής.

Και αυτά ενδεικτικά μονάχα. Εντάσσουμε σ’ αυτό το «Μάη του ’68» τα μεγάλα απεργιακά κινήματα και τις κινητοποιήσεις της γαλλικής και της ιταλικής εργατικής τάξης, την παγκόσμια κινητοποίηση κατά του βρώμικου πολέμου στο Βιετνάμ αλλά και όλες τις ιδεολογικές και πολιτιστικές διεργασίες που αναμόχλευσαν όλη τη μέχρι τότε ομοιομορφία, και την υποτιθέμενη αδρανούσα «σταθερή παράδοση» Δύσης και Ανατολής. Γι’ αυτό πρέπει να ξεχωρίσουμε δύο πράγματα: τους αντικειμενικούς όρους που καθόρισαν τα ξεσπάσματα, τις εξεγέρσεις και τις κινητοποιήσεις από το ένα μέρος και τη στάση που πήραν απέναντι σ’ όλα αυτά, εξουσίες, κόμματα, μηχανισμοί κ.λπ. σε Δύση και Ανατολή. Γιατί είτε το θέλουν είτε όχι ο κόσμος δεν είναι ο ίδιος όπως ήταν πριν το «Μάη του ’68». Όλοι αναπροσαρμόσθηκαν, άλλαξαν ρούχα, κοστούμια, γλώσσα, καμώματα, επιστρατεύθηκαν μηχανισμοί που αδρανούσαν, δημιουργήθηκαν νέοι, από την πλευρά των εξουσιών. Όσον αφορά τις «μάζες» και μ’ αυτό εννοούμε το πραγματικό «υποκείμενο» των κοινωνικών μετασχηματισμών, είτε αποκαλούνται «περιθωριακές» είτε «βασικές» —και τούτο όχι με την έννοια βέβαια του Μάο Τσετούνγκ— δεν είναι πια οι ίδιες. Το γεγονός πως στο χειριστικό οπλοστάσιο το ισχυρότερο όπλο είναι η επίκληση του «εφικτού» ή «μη εφικτού» στόχων, ιδεών, προγραμμάτων κ.λπ. αποτελεί την καλύτερη απόδειξη.

Ο «Λόρδος Μπάιρον του 20ου αιώνα» —όπως αυτάρεσκα υπέβαλλε να τον ονομάζουν, ο Αντρέ Μαλρώ, υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Ντε Γκωλ το Μάη του ’68 μίλησε τότε για «κρίση του πολιτισμού» προσπαθώντας να κρατήσει την εικόνα του πάντα ανοιχτού στις ιδέες και τα γεγονότα διανοούμενου-σταυροφόρου από την υπαρκτή ιδιότητα του υπουργού που συγκρούονταν άμεσα με τους ταραξίες, θα συμφωνήσουμε με τον χαρακτηρισμό αυτό αλλά με «κάποιους» περιορισμούς και προεκτάσεις μαζί: Τη λέξη «πολιτισμός» την αντικαθιστούμε με τη λέξη «κόσμος». Δηλ. το σύστημα των κοινωνικών σχέσεων Δύσης και Ανατολής. Από τότε και στη χώρα μας ακόμα επιστρατεύεται ο Μαλρώ, και έχουμε άφθονη φιλολογία γύρω από την κρίση αυτή σε προπόσεις επίσημων γευμάτων, σε άρθρα και διαλέξεις όπου επιστρατεύεται ο Αριστοτέλης, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και όλη η γνωστή φιλολογία που έχει γίνει μόδα δεξιά και «αριστερά» για επιστροφές στις «ρίζες», στη «φύση» για να υπερνικηθεί αυτή η κρίση.

Όμως επειδή το συγκεκριμένο είναι πάντα σύνθεση πολλών προσδιορισμών, υπήρξαν συγκεκριμένες αιτίες και στο πεδίο του αντικειμενικού και του υποκειμενικού που προσδιόρισαν τα ξεσπάσματα και την έκταση και την ορμή των κυμάτων αυτού που ονομάζεται «νεανικό σκίρτημα» όπως και την υποχώρησή τους.

κάθε ρεφορμισμός χαρακτηρίζεται
από τον ουτοπισμό της στρατηγικής του
και τον οπορτουνισμό της ταχτικής του

Η δεκαετία του 1950 σφραγίσθηκε από γεγονότα, όπως το πέρασμα από τον «ψυχρό πόλεμο» στην «ύφεση» με το γνωστό πρώτο στάδιο της πολιτικής της αμερικανοσοβιετικής συνεργασίας. Επιχειρήθηκε τότε να υπαχθούν στη συνεργασία αυτή όλα τα υπαρκτά και ορατά προβλήματα: από το μοίρασμα των ζωνών επιρροής μέχρι την κατάργηση της ταξικής πάλης, είτε αυτή εκφραζόταν άμεσα είτε μέσω εθνικών ή άλλων κινημάτων. Η θεωρία της «κατάσβεσης των σπινθήρων».

Η συνεργασία αυτή προϋπόθετε ορισμένες παραδοχές, έστω κι αν αυτές διακηρύχνονταν ανοιχτά ή όχι.

Μια από τις παραδοχές αυτές ήταν πως η «Ανατολή» μετά το «λιώσιμο των πάγων» στέκονταν εκστατική μπροστά στα «θαύματα» της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και αναδιάρθρωσης είτε εκφράζονταν με το «γερμανικό θαύμα» των Αντενάουερ – Ερχάρτ, είτε με το «ιταλικό θαύμα» της κεντροαριστεράς. Πάνω απ’ όλα βέβαια το «μεγάλο θαύμα» της αμερικάνικης μαζικής παραγωγής καταναλωτικών ειδών απαραίτητων, χρήσιμων ή μη και της αμερικάνικης τεχνολογίας.

Η παραδοχή αυτή ήταν απόρροια μιας κεντρικής παραδοχής. Το πρότυπο που «εξάγονταν», προβάλλονταν, διακηρύχνονταν δεν ήταν πια μια κοινωνία μεταβατική που πασχίζει να μετασχηματισθεί, αλλά μια κοινωνία που πρέπει να πασχίσει να προσαρμοσθεί. Άλλοθι για την προσαρμογή: ο κίνδυνος από τα ατομικά και πυρηνικά όπλα, οι «συνέπειες της προσωπολατρίας» που πίσω από την «εγκληματολογία» αποκαλύπτονταν η ιδεολογία της εδραιωμένης πια πολυκέφαλης τεχνοκρατίας, που με παραμορφωτικούς φακούς πρόβαλλε πλευρές της πράξης της μετάβασης όπως λ.χ. τη μη μαζική παραγωγή καταναλωτικών ειδών χρήσιμων ή μη, την καθυστέρηση της γεωργίας κ.ά. με δύο λόγια «ξανάχυνε», στα δικά της μέτρα και ανάγκες στερέωσης της κυριαρχίας της, την ιστορία της μετάβασης και έβγαζε τα δικά της πραχτικά συμπεράσματα.

Αρχικά μέσα από τις τυμπανοκρουσίες και τους θορύβους, τον άφθονο βερμπαλισμό, όπου ανακατεύονταν «θαψίματα του καπιταλισμού», «ειρηνικοί ανταγωνισμοί», «κουμπιά που έβαζαν σε κίνηση πυραύλους και διέλυαν τους αντίπαλους σε λίγα λεπτά», μαζί με επιστροφή σε γνήσιους λενινισμούς, σε εργατισμούς, σε επίκληση μεγάλων πνευμάτων του παρελθόντος και άγνωστων μορφών του μέλλοντος. Όμως το όνειρο της συνεργασίας σε αγαστή σύμπνοια των Δύο Μεγάλων για την επιβολή της τάξης και της ηρεμίας στον κόσμο διαλύθηκε σαν καπνός. Και επειδή συνέβηκε αυτό χρειάστηκε το πέρασμα στη δεύτερη φάση ή στάδιο, που συνέπεσε, όχι τυχαία, με το πρώτο κύμα των εκρήξεων των κινημάτων που αποτέλεσαν τον προπομπό του «Μάη του ’68».

Στον ίδιο τον καπιταλιστικό κόσμο το μεταπολεμικό «μπουμ», τα θαύματα πέρα και δώθε του Ατλαντικού προσδιόρισαν μια άλλη αιτία διάλυσης των ελπίδων και της στρατηγικής της αμερικανοσοβιετικής ηγεμονίας. Οι συνεταίροι πρώην υποτελείς, της Ευρώπης, στον «ψυχρό πόλεμο» αρχίζουν να διεκδικούν και να ανησυχούν. Οι ηττημένες και οι συννικήτριες δυνάμεις ανταγωνίζονται την πέρα του Ατλαντικού ηγεμονική δύναμη.

Η ολοκλήρωση της ανασυγκρότησης απαιτεί μια αναδιάρθρωση. Έτσι οι βρώμικοι πόλεμοι, συνοδεύουν την καπιταλιστική αναδιάρθρωση που εμφανίσθηκε με εκείνο που ονομάζεται πολυεθνικές. Από την άλλη πλευρά το διεθνές οικονομικό σύστημα που δημιουργήθηκε στα χρόνια του πολέμου μπαίνει στην πρώτη μεγάλη κρίση του σαν έκφραση του τέλους της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης και αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού.

Όπως ήταν επόμενο στα χρόνια αυτά καταδείχθηκε η αναντιστοιχία ανάμεσα στις απαιτήσεις και ανάγκες της νέας πραγματικότητας, που αναπήδησε από τις μεγάλες συγκρούσεις του 1940-50, και στην απάντηση που έδινε σ’ αυτές το τοτινό παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Μια από τις τέτοιες αναντιστοιχίες ήταν πως για πρώτη φορά, ύστερα από ολόκληρες δεκαετίες, αναπτύχθηκαν αγώνες και κινήματα έξω από την τροχιά του κομμουνιστικού κινήματος. Κάτι περισσότερο: το ίδιο το κομμουνιστικό κίνημα εκχώρησε το ρόλο του σε άλλες δυνάμεις είτε με την «άγνοια» των τέτοιων κινημάτων, αν όχι και με την καταδίκη τους, είτε με καιροσκοπικές αναγορεύσεις σαν αυθεντικών σοσιαλιστικών, πολιτικών κινημάτων, και κοινωνικών ομάδων που σφετερίσθηκαν την ηγεσία ορισμένων από τα κινήματα αυτά.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Αλγερινής Επανάστασης για τον πρώτο τύπο στάσης, η στάση απέναντι στον αραβικό εθνικισμό για το δεύτερο τύπο. Θεωρητικά η σύγκλιση παρά τη φαινομενική διαφωνία των απόψεων του Τολιάττι για τον «επαναστατικό ρόλο» της αστικής τάξης, της σοσιαλδημοκρατίας και των «θέσεων» των σοβιετικών για τον «μη καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης».

Οι τέτοιες στάσεις που υποτίθεται πως έδιναν απαντήσεις στα νέα προβλήματα θα αποτελέσουν τον πρόλογο για την αμαλγαμοποίηση του πραξικοπηματισμού και του «μαρξισμού», κύριο χαρακτηριστικό του τέλους της δεκαετίας του 1960 και των επόμενων δεκαετιών της σοβιετικής πολιτικής.

Έτσι γεννήθηκε ένα υποκατάστατο του επαναστατικού μαρξισμού, του προλεταριακού διεθνισμού, μια «προλεταριακή» έκδοση της «επανάστασης από τα πάνω», που μετατρέπει τα «κάτω», τις μάζες των καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων σε εξάρτημα των «φωτισμένων» αστικών στοιχείων, που κατά τις περιστάσεις βαφτίζονται σοσιαλιστές, επαναστάτες ριζοσπάστες, προοδευτικά και εθνικά πατριωτικά στοιχεία, που πραγματώνουν εκείνο που θα έπρεπε να πραγματώνουν οι μάζες, αλλά αυτό που πραγματώνουν βέβαια, κάθε άλλο παρά έχει σχέση με τις επιθυμίες και τις ανάγκες των μαζών. Η προσαρμογή των εθνικοαπελευθερωτικών και εθνικοδημοκρατικών κινημάτων ακολουθεί την προσαρμογή της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής, όπως είναι επόμενο, στην τροχιά άσκησης «παγκόσμιας πολιτικής».

Αυτοί οι επαναπροσδιορισμοί όπως θα λέγαμε σήμερα του περιεχομένου του κοινωνικού μετασχηματισμού προκάλεσαν διαφοροποιήσεις, συγκρούσεις, ανακατατάξεις στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος.

Κορυφαία στιγμή στο τέλος της δεκαετίας του 1950 ήταν αυτό που ονομάσθηκε σινοσοβιετική διένεξη. Ύστερα από διαδοχικές φάσεις εσωτερικών συγκρούσεων, προσωρινών συμφωνιών και συμβιβασμών η αντιπαράθεση θα αναπτυχθεί για να φτάσει στη μεγαλύτερη όξυνση στα χρόνια ’68-’69 κι όχι τυχαία. Είναι η πρώτη μεγάλη απόπειρα, γιατί ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει προεξοφλώντας το μέλλον, πως ήταν και η τελευταία, να επαναπροσδιορισθεί η πείρα του σοσιαλισμού και του κομμουνιστικού κινήματος, όχι με την έννοια της προσαρμογής, αλλά με την έννοια της προώθησης «κατά κύματα», της επίθεσης με την πιο πλήρη έννοια για την «κατάχτηση του ουρανού». Αν και αυτά μυρίζουν λίγο «παλαιοντολογικά» βέβαια. Ο Μάο είναι στον τάφο του και βασιλεύει η γνωστή μετριοκρατία-τεχνοκρατία κι αυτό όχι τυχαία. Όταν το 1957 ο Μάο Τσετούνγκ δήλωνε στη Μόσχα πως ο «ανατολικός άνεμος είναι δυνατότερος από το δυτικό άνεμο» έδινε και μια τελευταία μάχη για να περάσει ενωμένο ολόκληρο το τότε «αναδομημένο» κομμουνιστικό κίνημα σ’ αυτή την έφοδο κατά κύματα: για την κατάχτηση στόχων που θα το έφερναν κοντά στο τελικό σκοπό·για τελευταία φορά σε τέτοιου είδους συναθροίσεις μέσα στο «παλιό» πνεύμα των κομμουνάρων του Παρισιού και των πρωτοπόρων του Οχτώβρη προσδιορίσθηκε το πνεύμα του «συσχετισμού δυνάμεων». Όχι γιατί διαθέτουμε μονάχα τόσα όπλα και τόσες μηχανές, αλλά κύρια και πρωταρχικά γιατί έχουμε μαζί μας τόσα και τόσα εκατομμύρια ανθρώπων, τόσες και τόσες μάζες καταπιεζόμενων, και απέναντί μας έχουμε έναν διαιρεμένο αντίπαλο που μπορούμε να τον διαιρέσουμε ακόμα περισσότερο. Αβυσσαλέα απόσταση χωρίζει εκείνη την αντίληψη με αυτή, που αποτελεί τον κεντρικό άξονα της έννοιας των συσχετισμών που στέκεται στη βάση αυτού που χθες ήταν μπρεζνιεφισμός με Μπρέζνιεφ και σήμερα μπρεζνιεφισμός με Αντρόπωφ.

Και ακριβώς αυτός ο «ανατολικός άνεμος» φύσηξε στη Δύση, από τις Ενωμένες Πολιτείες μέχρι τη Δυτική Γερμανία και από τη Νότια Αμερική μέχρι την Ιαπωνία και αντίστροφα στα χρόνια αυτά. Μετά την περίοδο εγκλωβισμού της νεολαίας και πρώτα απ’ όλα της φοιτητικής, στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, στα πανεπιστημιακά γκέτο-κάμπους, με τους μακαρθισμούς στις ΕΠΑ, το κυνήγι των υπόπτων στη Δ. Γερμανία του «θαύματος», γεγονότα και «μακρινά» και «κοντινά», από την εξέγερση της ιαπωνικής φοιτητικής νεολαίας, της νεολαίας της Ν. Κορέας, της Τουρκίας, το 1960. Από το ξεπούλημα του αλγερινού λαού από την ηγεσία του «Κ.Κ. Γαλλίας», τις καταδίκες και τις μανούβρες των σοβιετικών για να καθίσουν ήσυχα οι βιετναμέζοι, μέχρι το ξέσπασμα της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, ο «ανατολικός άνεμος», σαρώνει κάθε γωνιά και των Μητροπόλεων και των πρώην αλλά και των τότε αποικιών. Σε κάθε χώρα παίρνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά παίρνει η κοινή προσπάθεια της κατάπνιξής του. Αλλά οι παρανομαστές είναι κοινοί και στη μια πλευρά και στην άλλη.

Νάσαι νέος
και σώπα!

Η ιθύνουσα ή οι ιθύνουσες τάξεις στις μητροπόλεις του καπιταλισμού και στις διάμεσες χώρες στα χρόνια της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης 1945-1960 υιοθετώντας τα υπερατλαντικά πρότυπα, αναδιάρθρωσαν και την παιδεία συνολικά, αλλά και πιο ιδιαίτερα τη λεγόμενη Ανώτατη Παιδεία. Πανεπιστημιακά κάμπους α λα Ναντέρ στο Παρίσι, «Πανεπιστημιουπόλεις» α λα Κουπόνια –Ζωγράφου στην Ελλάδα, την ίδια πάνω-κάτω περίοδο. Οι φοιτητές στις άκρες των πόλεων ή κι έξω από τις πόλεις. Υπάρχουν τα γκέτο για τους μαύρους, υπάρχουν τα γκέτο για τους ευαίσθητους, ανήσυχους έστω, φοιτητές. Η επιδρομή των πολυεθνικών, η ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού, οι ανταγωνισμοί σε κρατικούς ή μη κρατικούς τομείς, η επέκταση της «επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας», η αναδιάρθρωση της παραγωγικής-τεχνολογικής βάσης, μέσα κι έξω από το εργοστάσιο, η μεγάλη ανακάλυψη των σύγχρονων χειρισμών της περιβόητης «συναίνεσης», επέβαλαν και καθόρισαν αυτή την κούρσα στην εξειδίκευση, στην «ταιηλοροποίηση» της πανεπιστημιακής ή μετα-πανεπιστημιακής παραγωγής. Η Ναντέρ, καμάρι και καρπός συνδυασμένων προσπαθειών γαλλικών και εξωγαλλικών εγκεφάλων, θα ήταν το εργαστήρι παραγωγής ψυχολόγων, κοινωνιολόγων κ.λπ., έτσι που το παν/μιο να απαντήσει στις ανάγκες της αναδιάρθρωσης. Επιχειρήθηκε άλλωστε και πιο πριν, κύρια μετά την προσαρμογή της δεκαετίας του 1950 η χρησιμοποίηση του «μαρξισμού της προσαρμογής» για την ικανοποίηση των αναγκών του καπιταλισμού. Αυτό δε συνέβηκε μονάχα στη Ναντέρ, αλλά στα περισσότερα παν/μια των μητροπόλεων και τούτο άμεσα με τη συνεργασία στις περισσότερες περιπτώσεις των «φορέων» του μαρξισμού.

Μαρξιστές ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι άρχισαν από τότε να δουλεύουν για να ικανοποιούν συγκεκριμένες ανάγκες επιχειρήσεων, κρατών. Και σήμερα αυτό θεωρείται απόλυτα φυσικό και θετικό: «Ο μαρξισμός διαβρώνει από τα μέσα τον καπιταλισμό». Η εξέγερση στη Ναντέρ πέρα από την προβολή άλλων αιτημάτων ή και μέσα από τέτοια αιτήματα, ανεξάρτητα αν είχε συνειδητοποιηθεί και πόσο, αποτελούσε μια εκδήλωση καταδίκης αυτής της τερατογονίας.

Κι εδώ εκδηλώθηκε ακόμα μια «τομή» θα λέγαμε σε σχέση με το παρελθόν. Η «τομή» αυτή σχετίζεται με το ότι για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση στις καπιταλιστικές μητροπόλεις έπαιξαν το ρόλο καταλύτη σε γενικότερα ξεσηκώματα, κινήματα νεολαίας και ιδιαίτερα φοιτητικής νεολαίας. Στο παρελθόν εκτός από την τσαρική Ρωσία στις αρχές του αιώνα μας, στις αποικιακές, ημιαποικιακές και εξαρτημένες χώρες οι κινητοποιήσεις της σπουδαστικής νεολαίας είχαν ιδιαίτερο βάρος και τούτο είχε υπογραμμισθεί, ιδιαίτερα στη δεκαετία 1920-30 από το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής –και τούτο σχετιζόταν με τα άμεσα αντιιμπεριαλιστικά-δημοκρατικά αιτήματα. Η «τομή» βρίσκεται ακόμα και στον άμεσα αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα των τέτοιων κινημάτων, αλλά και στην ουσιαστική ταυτότητα των στόχων των κινημάτων αυτών στις καπιταλιστικές μητροπόλεις με εκείνους της νεολαίας των άλλων περιοχών του κόσμου.

Έτσι όπως ήταν επόμενο τα κινήματα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις πέρα από τους ίδιους γενικούς στόχους χρωματίζονται με ιδιαιτερότητες που δεν υπήρχαν στα κινήματα της Κίνας, της Ιαπωνίας, ή της Λατινικής Αμερικής.

Και γι’ αυτό υπήρξαν πολλοί που ξαφνιάστηκαν για την παρουσία αιτημάτων ανοιχτά πολιτικών, αιτημάτων αδιανόητων για προηγούμενες γενιές φοιτητών, αλλά και νέων γενικά –και γι’ αυτό αναγκαστικά όλοι έδωσαν «εξετάσεις»… Ξεχνούσαν πως είχαν μπροστά τους μια νεολαία που είχε μεγαλώσει με τις προσδοκίες που καλλιεργούνταν, από τη μια, από την αδιάκοπη τεχνολογική ανάπτυξη, αλλά και με την αγωνία και τους φόβους, που θα είχε για το μέλλον τους αυτή η ίδια η ανάπτυξη, που από τα μικρότερα χρόνια τους είχαν γίνει αντικείμενα – αγορά: παιδική αγορά, εφηβική αγορά, «τηνέιτζερς» και Χαλλινταίη, τηλεόραση, αποσμητικά και διεγερτικά, όλοι αυτοί οι τομείς που επενδύονταν κεφάλαια και κεφάλαια, που πρόβαλαν συνταγές, τρόπους περπατήματος, ντυσίματος, ψυχαγωγίας, που υπαγόρευαν μια ορισμένη γλώσσα, ή ακόμα και ορισμένα αισθήματα. Σήμερα αυτά έχουν γίνει κατάσταση, συνήθεια, ρουτίνα, αυτονόητα πράγματα. Αλλά τότε η εξέγερση ήταν εξέγερση ενάντια σ’ αυτά τα πράγματα. Μπορεί η εξέγερση όταν καταλάγιασε να τη διαδέχθηκε η αξιοποίηση ακριβώς της εξέγερσης στα πράγματα εκείνα, που ήταν αξιοποιήσιμα για την αγορά. Όπως η εξέγερση ενάντια στην υποκρισία και τον καθωσπρεπισμό των διαπροσωπικών σχέσεων, της οικογένειας, των ερωτικών δεσμών κ.λπ., όταν υποχώρησαν τα κύματά της, μετασχηματίσθηκε λ.χ. στη μεγάλη αγορά του σεξ, με όλες τις άλλες παρεπόμενες βιομηχανίες και αγορές.

Κι όπως ήταν επόμενο μια εξέγερση και μάλιστα σε καπιταλιστική μητρόπολη αναταράζει από τα βάθη την κοινωνία. Η δυνατότητα έκφρασης των επιθυμιών, των αναγκών, έδωσε την ευκαιρία να εκφρασθούν καταστάσεις, που αξιοποιήθηκαν έντεχνα και για τη δυσφήμιση των κινημάτων αλλά και για την αξιοποίησή τους.

Αυτή ήταν η μία πλευρά. Η άλλη πλευρά αφορά την εξέγερση ενάντια στην «υπαρκτή», εναλλακτική λύση που πρόσφερε στους λαούς ο σοσιαλισμός α λα Χρουτσώφ-Μπρέζνιεφ. Και η εξέγερση αυτή πυροδοτούνταν από την αναπτυσσόμενη στην Κίνα Πολιτιστική Επανάσταση.

Στα χρόνια του «Μάη ’68» είχε καταδειχθεί για τους εξεγερμένους η φενάκη της επιστροφής στο «γνήσιο λενινισμό». Γεγονότα όπως η θυσία του Τσε το 1967 στη Βολιβία και η εγκατάλειψή του το λιγότερο, με τη σε συνέχεια, μεταθανάτια σκύλευσή του από εκείνους που τον εγκατέλειψαν, ήταν πρόσφατα. Όπως η όλη στάση αυτού που γενικότερα αποκαλούνταν κομμουνιστικό κίνημα απέναντι στα εθνικοαπελευθερωτικά και λαϊκά κινήματα.

Έτσι η εξέγερση ενάντια στον καπιταλισμό συνδέονταν αναπόσπαστα με την εξέγερση σ’ αυτό που προβάλλονταν σαν σοσιαλισμός.

Πιο ειδικότερα: η κριτική στο αστικό πανεπιστήμιο και στο «σοσιαλιστικό» παν/μιο εμπνέονταν και από την κριτική του παν/μιου στην Κίνα, από την Πολιτιστική Επανάσταση, αλλά και από την πείρα της ίδιας της σπουδαστικής νεολαίας. Όσο και αν παρουσιάσθηκε και παρουσιάζεται βέβαια και τώρα σαν «άρνηση της γνώσης», και άλλα γνωστά στερεότυπα, αποτελούσε ολότελα «νέο φαινόμενο», «νέο πράγμα». Κι εδώ πέρασε στην επίσημη περί Μάη παράδοση πως οι φοιτητές είχαν δίκιο, για τα όσα καταμαρτυρούσαν ενάντια στο σύστημα των εξετάσεων, ενάντια στην από καθέδρας διδασκαλία, για το ότι δεν παίρνονταν η άποψή τους για τα ζητήματα της διοίκησης αλλά και των προγραμμάτων σπουδών, όπως «πέρασε» πως οι φοιτητές και οι νέοι είχαν δίκιο γιατί δεν τους «αφήσαμε έναν καλύτερο κόσμο» και για τούτο διαμαρτυρήθηκαν για το «βιομηχανικό πολιτισμό». Απ’ αυτά τα «δίκαια» και «λογικά» —που αποτελούν ωστόσο αυτοκαταδίκη για τον δήθεν αφηρημένο αρνητισμό των κινημάτων— πόσα και ποια εφαρμόσθηκαν και στο γαλλικό παν/μιο και στα άλλα παν/μια, όπου στο μάθημα της Κοινωνιολογίας λέγονται αυτά τα «καλά», («να πούμε και του στραβού το δίκιο») για το «Μάη»;

Τότε βέβαια, όχι μονάχα τα παραπάνω ήταν σωστά και δίκαια, αλλά και άλλα πολλά… Το πρόβλημα ήταν να αποδυναμωθεί η κριτική που αγκάλιαζε όλο το σύστημα. Και δίνουμε σήμερα «κάτι» για να το πάρουμε αύριο πίσω. Όπως και έγινε. Κι έτσι βγήκε πως η συνδιοίκηση ήταν βασικό αίτημα του Μάη. Ενώ η συνδιοίκηση ήταν όπλο της παλινόρθωσης με το νόμο Ε. Φόρ…

Έτσι η αξιοποίηση, διαστροφή, προσαρμογή συνθημάτων του Μάη, ιδεών, πραχτικών αφορούσε και αφορά όλες τις πλευρές. Εκτός από μια: που βέβαια είναι η κύρια και που χωρίς αυτήν ο Μάης μετατρέπεται σε εκδήλωση καταναλωτών, σε εκδήλωση μεταρρυθμιστών του εκπαιδευτικού συστήματος, που θέλουν να κάνουν πιο γερά τα πτυχία κλπ κλπ: της ανοιχτής εξέγερσης ενάντια στον καπιταλισμό και στον υπαρκτό σοσιαλισμό.

Αποδείχθηκε έτσι για άλλη μια φορά, και πως το κεφάλαιο δεν υποχωρεί μπροστά σε τίποτα για να βγάλει κέρδος, αλλά και πως οι χειρισμοί του, για την ιδιοποίηση και διαστροφή, επομένως, πραγμάτων που κατευθύνονται εναντίον του, είναι ανάλογοι με τη δύναμή του, .την παράδοση του, αλλά και τους δεσμούς ή τις συμμαχίες του, που γίνονται δυνατοί όταν διαμορφώνεται ένας ορισμένος συσχετισμός δυνάμεων. Ιδιαίτερα για τη Γαλλία, ενώ την καθολική σπουδαστική εξέγερση την ακολούθησε καθολική απεργιακή κινητοποίηση με καταλήψεις εργοστασίων, επιστημονικών κέντρων, ακόμα και γραφείων ποδοσφαιρικών εταιρειών, απέναντι σ’ αυτή τη γενική απαίτηση για αλλαγή των πάντων, μεθοδικά, σχεδιασμένα, σε αγαστή σύμπνοια αντιπαρατάχθηκε για πρώτη φορά με τέτοιο κυνικό τρόπο η συνδυασμένη δράση της εξουσίας, του κεφαλαίου και του «αντιπάλου» της από παράδοση, του «κόμματος της εργατικής τάξης» και της ηγεσίας των συνδικάτων. Για να απομονωθεί το σπουδαστικό κίνημα, το νεολαιίστικο κίνημα από το εργατικό κίνημα, με πρωτοβουλία του ίδιου του Πομπιντού γίνεται επειγόντως η δεύτερη συμφωνία του Γκρενέλ που δίνονται «ουσιαστικές αυξήσεις» στις αποδοχές ύστερα από το γιουχάισμα που έφαγαν οι συνδικαλιστές ηγέτες μετά την ,πρώτη συμφωνία που δίνονταν μικροπράγματα. Το κεφάλαιο, η εξουσία κινητοποιούνταν για να δυναμώσουν τη θέση του «αντιπάλου» τους απέναντι στην εργατική τάξη αφού αυτός ο «αντίπαλος» είναι ο βασικός τους σύμμαχος σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές. Κι έτσι μπορούν μεθοδικότερα να αντιμετωπίσουν έναν-έναν και χωριστά τους πραγματικούς εχθρούς τους. Μετά τον πρώτο αυτό χειρισμό, επιστρατεύονται οι απειλές των τανκς —η ιστορία θα επαναληφθεί εδώ με απόλυτη αντιγραφή με το γνωστό «Καραμανλής ή τανκς»— και σε συνέχεια περνάνε στην επίθεση με την προκήρυξη εκλογών κάτω από την ατμόσφαιρα αυτής της απειλής.

Το χρώμα της θεωρίας είναι γκρίζο
πράσινο είναι, φίλε μου, το δέντρο της ζωής.
Γκαίτε

Ο Γαλλικός Μάης αποτέλεσε ένα πεδίο αντιπαράθεσης, ανεξάρτητα από την έκβαση των πραγμάτων, δύο διαφορετικών αντιλήψεων σχετικά με την πολιτική. Και υπήρξαν δύο διαφορετικές αντιλήψεις έστω κι αν αυτοί που έκφρασαν αρχικά —όσο την έκφρασαν— την αντίθεση με το «καθιερωμένο παιχνίδι» έπεσαν στο τέλος στην τροχιά αυτού του καθιερωμένου παιχνιδιού.

Στην αρχική περίοδο όπως ήταν επόμενο ανταγωνίζονταν, μέσα στο κίνημα ή κι έξω απ’ αυτό, θεωρώντας το «φοιτητικά καμώματα», ομάδες, οργανώσεις και κινήσεις που πάσχιζαν να βάλουν τη σφραγίδα τους ή να το επηρεάσουν, το χαρακτηριστικό του ήταν, πως στηρίζονταν στην ανεξάρτητη δράση των μαζών ενάντια σε όλους τους «καθιερωμένους» πολιτικούς σχηματισμούς.

Την τέτοια πρακτική, που αναπηδούσε από τις ίδιες τις απαιτήσεις των μαζών, την ακολουθούσαν αναγκαστικά —όσο την ακολουθούσαν— οι περισσότεροι απ’ όσους προβλήθηκαν τότε σαν ηγέτες του κινήματος. Και τούτο ακριβώς δείχνει, πως δεν επρόκειτο όπως λεγόταν και λέγεται, για «καμώματα» και «μηχανορραφίες» μικροομάδων. Αφού οι περισσότερες απ’ αυτές αιφνιδιασμένες από το ανεπάντεχο επιστράτευαν κλασικά, από εγχειρίδια βέβαια καθόλου τριτοδιεθνιστικά, όπως λέγεται συχνά, πρότυπα, και μη βρίσκοντας έτοιμο, μονταρισμένο το πρωτοπόρο απόσπασμα που θα καθοδηγούσε το κίνημα αναζήτησαν από την αρχή υποκατάστατο. Τέτοια υποψήφια υποκατάστατα ήταν το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα, τότε του Ροκάρ, που παρίστανε τότε τον υπερτριτοδιεθνιστή Μπολσεβίκο που «έβγαινε από τα αριστερά» στους πάντες, και αργότερα στο πρόσωπο του κ. Μιτεράν που θεώρησε τον εαυτό του βέβαιο πρόεδρο από τότε, αφού διόρισε και πρωθυπουργό τον μακαρίτη Μαντέλ Φρανς. Ένας από τους λόγους της υποχώρησης του κινήματος, είναι και αυτή η προσαρμογή που σημειώθηκε ερήμην των μαζών, εναντίον τους.

Οι περισσότεροι συντριπτικά, απ’ όσους προβλήθηκαν σαν πρωταγωνιστές και ηγέτες του κινήματος, προέρχονταν από την Ένωση Κομμουνιστών Σπουδαστών του «ΚΚΓ», με εμπειρίες από την πολιτική των διωγμών από την ηγεσία αυτού του κόμματος, όταν το 1960 οργάνωσαν και πραγματοποίησαν διαδήλωση ενάντια στο βρώμικο πόλεμο κατά του λαού της Αλγερίας, που χτυπήθηκε χτηνώδικα από την αστυνομία και που τα θύματα τα κάλυψε λήθη και ανάθεμα. Ένα άλλο μέρος προέρχονταν από αριστερές σοσιαλιστικές ομάδες και αναρχικούς σχηματισμούς. Τέλος υπήρχαν οι ηγέτες της Ομοσπονδίας Μαρξιστικών-Λενινιστικών Νεολαιών, που εμπνέονταν από το Κ.Κ. Κίνας και από την Πολιτιστική Επανάσταση αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους και από τον Αλτουσέρ.

Δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί αυτός ο «φορέας», που απαιτούσαν οι καιροί, παρά μονάχα αν «διαβάζονταν» το γεγονός με άλλους από εκείνους τους παραμορφωτικούς φακούς που διέθεταν όλοι αυτοί. Τούτο δε σημαίνει, παρά την κατοπινή στάση αρκετών, πως δεν πάσχισαν να το κάνουν. Και όλος αυτός ο μόχθος και το αίμα δεν πήγαν κι ούτε θα πάνε χαμένα παρά τις ροκάνες και τις σειρήνες της απογοήτευσης και της αποστασίας.

Η βασική παραμορφωτική εκδήλωση ήταν η αδυναμία να μεταφράσουν πραχτικά, δηλαδή δημιουργικά, την ουσία της Πολιτιστικής Επανάστασης στη Γαλλία, θα το επιχειρήσουν οι οργανώσεις «υπόθεση του Λαού» και «Προλεταριακή Αριστερά» μετά το Μάη αλλά με περισσότερο δογματισμό και «πολιτική αλά Γαλλικά».

Ανεξάρτητα απ’ όλα αυτά, η ακινησία, η «σταθερότητα» σε όλους τους τομείς αναστατώθηκαν. Και με τούτο δεν εννοούμε τις παραχωρήσεις της ντεγκωλικής κυβέρνησης σε όλους τους τομείς, που διευκόλυναν βέβαια την παλινόρθωση της τάξης και της συνοχής που είχε αναταραχθεί, αλλά το ίδιο το γεγονός πως η παλινόρθωση χρειάσθηκε να ρίξει στην πλάστιγγα όλες τις δυνάμεις και τις κάθε είδους εφεδρείες στο πολιτικό, κοινωνικό, ιδεολογικό-πολιτιστικό τομέα, για να πετύχει μια «συναίνεση» με το γλυκό τρόπο και το ματσούκι. Γι’ αυτό χρειάσθηκε η γαλλική μεγαλοαστική τάξη να απαλλαγεί κι από το μεγάλο της σύμβολο, τον Ντε Γκωλ, ίσως γιατί σαν σύμβολο μιας άλλης εποχής δεν ήταν πια συνεργάσιμος και προσαρμόσιμος στις μετά το Μάη ανάγκες της. Και πετάχτηκε χωρίς να κινηθούν τα τανκς… Ίσως ήταν κάπως άταχτος, γι’ αυτήν, μέσα στην τάξη που επέβαλε.

Η γενιά του Μάη στη Γαλλία στη μεγάλη της μάζα, όσο κι αν τραγικά αδιέξοδα σφράγισαν τη ζωή πολλών απ’ όσους πάσχισαν να ξανακάνουν το Μάη από άλλους δρόμους, χωνεύει την πείρα και του ίδιου του Μάη και των αποπειρών να ξαναγινεί ο Μάης και τούτο αφορά όχι μονάχα αυτή τη γενιά, αλλά και τη σημερινή. Η κατάθλιψη, η ξεραΐλα και το καφκικό κλίμα που επικρατεί στις κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές σφαίρες της χώρας το υπογραμμίζουν, τα βεντετιλίκια του μεγάλου συνέταιρου του Μιτεράν, και η αποτρόπαια μούχλα και ο σκοταδισμός του πάλαι ποτέ κόμματος που αποτέλεσε την «τιμή και τη συνείδηση της Γαλλίας» Κάποτε οι κερασιές θα ξανανθίσουν…

Μιλάνε πολλοί σήμερα αναφερόμενοι στην Πολωνία με το γνωστό «η τάξη αποκαταστάθηκε στη Βαρσοβία». Αλλά το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο, είναι παγκόσμιο, όταν αναφερθούμε στο παγκόσμιο κίνημα της νεολαίας της δεκαετίας του 1960-70. Η αναταραχή σταμάτησε. Η τάξη αποκαταστάθηκε στον κόσμο. Στην Κεϋλάνη χρειάστηκε να χώσουν στη φυλακή όλους τους νέους. Στην Κίνα, δίπλα στους γνωστούς και επώνυμους της «Συμμορίας των Τεσσάρων», οι μετριοκράτες που διοικούν «αναμορφώνουν» τεράστιες αριθμητικά μάζες νέων, αφού πέρασαν από το ντουφέκι, σύμφωνα με τα δικά τους λεγόμενα, αρκετές εκατοντάδες. Στην Ιταλία οι πολιτικοί κρατούμενοι, ύποπτοι για «μπριγκαντισμό» ή ύποπτοι γενικά ξεπερνούνε τις 5.000. Στη Δυτική Γερμανία οι ίδιες οι αρχές δηλώνουν πως οι φακελωμένοι ηλεκτρονικά είναι 20.000.000. Κι αυτοί «ύποπτοι για τρομοκρατία». Και το δυτικογερμανικό σύστημα έχει γίνει πρότυπο για όλες τις πολιτισμένες χώρες.

Ένα «νεανικό σκίρτημα» και μετά 15 χρόνια χρειάζεται τέτοια μέτρα για να αποτραπεί η επανάληψη του;

Φυσικά κάθε μεγάλο κίνημα στην παγκόσμια ιστορία δεν χαρακτηρίσθηκε παρά μονάχα από κάποια «νεανικά» και όχι «γεροντικά» σκιρτήματα. Επομένως η ουσία δεν βρίσκεται σε κάποιο χάσμα των γενιών αλλά κάπου βαθύτερα. Και όσο επιπόλαιοι είναι εκείνοι που ήθελαν ή θέλουν την επανάληψη με τον ίδιο τρόπο γεγονότων, που από την ίδια τη φύση τους έχουν μια πλευρά που είναι ανεπανάληπτη —κάθε γεγονός ενέχει θα λέγαμε αυτή την πλευρά— άλλο τόσο επιπόλαιοι είναι εκείνοι που θεωρούν σαν μια παρεκτροπή, σαν ένα «σπασμό» αυτό που συνδέεται με το «’68». Ο γνωστός προκλητής δακρύων και ορισμένου είδους σπασμών Αλέξανδρος Δουμάς υιός, συγγραφέας της «Κυρίας με τας καμελίας», είχε χαρακτηρίσει την Κομμούνα του Παρισιού «σπασμό» γενετήσιο της ανικανοποίητης σεξουαλικά «αλητείας» του Παρισιού. Και ο χαρακτηρισμός είχε γίνει της μόδας για κάμποσα χρόνια…

Η προσαρμογή επί το κοσμιότερο δεν είναι και πολύ ουσιαστική. Εξάλλου φαίνεται για τους μαρξιστές θεωρητικούς επί των «σκιρτημάτων» πως τα γεροντικά σκιρτήματα είναι πάντα αποστάγματα πείρας, ωριμότητας και σοφίας και επομένως αυτά είναι θετικά και προωθητικά.

Όμως, για μια διάρκεια δέκα και πάνω χρόνων, εκατομμύρια νέοι σε όλα τα σημεία σχεδόν του κόσμου, αγωνίζονταν όχι μονάχα για δικά τους στενά συμφέροντα, αλλά πρώτα απ’ όλα και κύρια για υποθέσεις, που αφορούσαν μακρινούς λαούς, ενάντια σε συγκεκριμένους πολέμους και τελικά, κι όχι τελευταία, για την αλλαγή του συστήματος κοινωνικών σχέσεων, σε όλες του τις μορφές και εκδηλώσεις. Έξω από τους πρωτοπόρους στην πάλη αυτή κομμουνιστές της Κίνας, ποια δύναμη στον κόσμο τους συμπαραστάθηκε και ποια δεν τους πολέμησε; Τούτο το γεγονός δεν αποτελεί από μόνο του την απόδειξη πως επρόκειτο το λιγότερο για έκφραση μιας θέλησης «να αλλάξει ο κόσμος», που δεν ήταν θέληση μονάχα αυτών των νέων αλλά των μεγάλων μαζών, των «βασικών μαζών» σύμφωνα με την έννοια του Μάο Τσετούνγκ;

Είχαμε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πολλά τέτοια διεθνούς έκτασης και απήχησης γεγονότα, που συνένωσαν, τόσες τεράστιες μάζες εκατομμυρίων νέων σε τόσα εκτεταμένα μέτωπα πάλης; Και γιατί τότε όλο αυτό το οπλοστάσιο νόμων, ηλεκτρονικών μηχανισμών, μέτρων και διωγμών τόσα χρόνια μετά από το «σπασμό» ή «σκίρτημα» αυτό;

Το δύσκολο είναι αυτό
που μπορεί να γίνει αμέσως.
Το αδύνατο είναι εκείνο
που χρειάζεται περισσότερο χρόνο.

Ο «Μάης ’68» δεν μπορεί να τοποθετηθεί έξω από τη συγκεκριμένη εποχή του. Και αυτό σημαίνει ειδικότερα έξω από την παρατεταμένη αντιπαράθεση μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα στις δεκαετίες 50-70. Το ότι στο Μάη εκφράσθηκαν ή και «ηγεμόνευσαν» σε ορισμένες περιπτώσεις κύκλοι, στοιχεία, ομάδες, που βρίσκονταν έξω από την πολεμική ή τη σύγκρουση αυτή, μια και ήταν επίγονοι της ονομαζόμενης «παλιάς κομμουνιστικής αριστεράς» ή και έξω απ’ αυτήν, αυτό ήταν συνέπεια συγκεκριμένων συσχετισμών, που είχε δημιουργήσει ήδη αυτή η ίδια η πολεμική και αντιπαράθεση.

Κι όπως ήταν επόμενο η μεθοδολογία, η γενικολογία, η αφηρημένη συνθηματολογία στην πραχτική δραστηριότητα εκείνων που «ηγεμόνευσαν» δεν ήταν απαλλαγμένη από το ιδεολογικό οπλοστάσιο που κουβαλούσαν, αλλά και από πλήθος προκαταλήψεις και συμπλέγματα. Φυσικά υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, που πολλοί απ’ αυτούς ενέργησαν σε αντίθεση με όλα αυτά και ήταν επόμενο να υπάρξουν τέτοια παραδείγματα, αφού είχαν να κάνουν με μια κίνηση μαζών, που παρέσυρε σχήματα και πραγματικά ιδεολογήματα. Γι’ αυτό, εκείνο που ανέδειξε η κίνηση των μαζών πέρασε πάνω και πέρα απ’ όλα αυτά. Έτσι, αν η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα, η τελευταία αλλά και η μεγαλύτερη φάση της αντιπαράθεσης στο τοτινό κομμουνιστικό κίνημα στάθηκε ο πυροδότης, που έθεσε σε κίνηση όλα αυτά τα κινήματα, οι ίδιες οι ατέλειές της, ατέλειες που εντάσσονται στους συσχετισμούς δυνάμεων που διαμορφώνονται μέσα στην ίδια την πορεία της, αλλά και σε ιδιαίτερες καταστάσεις, που αποτελούσαν τη διεθνή πλευρά της από την άποψη των συσχετισμών, έδιναν λαβή σ’ ένα πλήθος από ομάδες, οργανώσεις, κύκλους να επιδείχνουν το πιο άκριτο δογματισμό και σουϊβισμό, αντίθετο με το πνεύμα και την ίδια την ουσία της Πολιτιστικής Επανάστασης.

Έτσι προστιθέμενος ο δογματισμός και ο σουϊβισμός στους παλιούς δογματισμούς, σχήματα, προκαταλήψεις που κουβαλούσαν, όσοι προέρχονταν από την «παλιά κομμουνιστική αριστερά», οδηγούσαν σε γενικολογίες, ψευδαισθήσεις, υπερθεματισμούς, και τα παρόμοια.

Εκείνοι, που αντιπροσώπευαν το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα, στις χώρες της καπιταλιστικής μητρόπολης, ασχολούνταν περισσότερο με «χρίσματα», ταξίδια, χαιρετισμούς και διπλωματία, παρά με το να πασχίσουν να αντιληφθούν τη νέα πραγματικότητα. Και πολλά από όσα έκαναν, και έκαναν άνθρωποι που ανήκουν σ’ αυτήν την πλευρά, τα έκαναν πέρα και ενάντια στα καμώματα των «κορυφών» τους. Δε συνέβηκε το ίδιο σε πολλές άλλες χώρες·γι’ αυτό οι γενικεύσεις που τόσο συνηθίζονται στον τόπο μας, είναι γενικεύσεις που τις υπαγορεύουν γνωστές σκοπιμότητες και επίσης γνωστό κληρονομικό μένος εναντίον εκείνων, που αποκαλούνται γενιές τώρα δογματιστές και «σταλινικά αποβράσματα».

Το κίνημα της εξωκοινοβουλευτικής, επαναστατικής, αντιρεφορμιστικής, ριζοσπαστικής και όπως αλλιώς θέλετε να ονομαστεί η Αριστερά, δεν ηττήθηκε στο Πανεπιστήμιο αλλά κυρίως έξω από αυτό στις προσπάθειές του να συνδεθεί μ’ άλλους κοινωνικούς χώρους και να ανοίξει νέους δρόμους.

Τρεις παρατηρήσεις στη μια διαπίστωση.

Πρώτη παρατήρηση: Η υποχώρηση των κινημάτων αυτών ήταν αποτέλεσμα συσχετισμού δυνάμεων σε όλους τους τομείς, ιδεολογικό, πολιτικό, οργανωτικό.

Σαν προδρομικά κινήματα που πρόβαλλαν νέους στόχους, μια νέα ποιότητα, μια νέα αντίληψη που επαναπροσδιόριζε με την έννοια της αποκατάστασης του περιεχομένου του νέου συστήματος κοινωνικών σχέσεων, δεν μπορούσαν να επιβληθούν γιατί τους έλλειπαν τα στοιχεία εκείνα που θα τους έδιναν διάρκεια και σταθερότητα.

Παρατήρηση δεύτερη: Τα κινήματα αυτά είχαν μεγάλη επιρροή μέσα στα πανεπιστήμια και γενικά στον πληθυσμό του εκπαιδευτικού μηχανισμού. Τίθεται το πρόβλημα: ποια τα όρια ανάπτυξης ενός κινήματος σ’ ένα επιμέρους αλλά νευραλγικό χώρο όπως το πανεπιστήμιο σε σχέση με το επίπεδο ανάπτυξης του επαναστατικού κινήματος. Ή αλλιώτικα: είναι δυνατή η ανάπτυξη και μέχρι ποιου βαθμού του φοιτητικού κινήματος σε αναντιστοιχία με άλλα κινήματα; Τα κινήματα αυτά ήρθαν να καλύψουν ένα κενό στην κοινωνία, να υπογραμμίσουν προβλήματα και όχι να υποκαταστήσουν τις βασικές κοινωνικές δυνάμεις και το ρόλο τους. Η επιρροή λοιπόν αυτών των κινημάτων έφτασε μάλλον σε κάποιο μάξιμουμ μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους. Η πάρα πέρα ανάπτυξή τους ήταν πλέον συνάρτηση της έκβασης της μάχης σε άλλα επίπεδα.

Παρατήρηση τρίτη: Υπήρξε και υπάρχει ως τα σήμερα μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο τι πρόβαλλαν τα ξεσπάσματα αυτά και στις οργανωτικές συγκροτήσεις που τα ακολούθησαν.

Οι οργανωτικές συγκροτήσεις είναι σχεδόν πάντα πιο «κάτω» από τις απαιτήσεις που τα ίδια τα ξεσπάσματα έβαλαν. Δεν μιλάμε καθόλου για κάποιες γκρούπες που είδαν καχύποπτα τα ξεσπάσματα αυτά, ενώ οι λίγες εξαιρέσεις του γενικού κανόνα σχετίζονταν με την υπερδιόγκωση κάποιων στοιχειακών αντιδράσεων που παρατηρούνταν στους κοινωνικούς χώρους. Έλειπε δηλαδή μια συνολικοποίησή της, μια συνολική θεώρηση.

Ενώ οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς μαζικοποιήθηκαν μετά τα ξεσπάσματα αυτά, στον ιδεολογικό εξοπλισμό τους βάρυναν περισσότερο κάποια στοιχεία που προϋπήρχαν χωρίς να κάνουν κάποιο προχώρημα στις απαιτήσεις «για νέα θεωρία, νέα οργάνωση».

Σε γενικές γραμμές τούτα τα κινήματα δεν είχαν συγκεκριμένη συναίσθηση των στόχων που έβαζαν και στηρίζονταν περισσότερο στον αυθορμητισμό των μαζών και λιγότερο στο δικό τους ρόλο σαν φορείς τις επανάστασης. Δηλαδή περίμεναν ο αυθορμητισμός των μαζών να κάνει τη δική τους δουλειά.

Το ότι οι οργανωτικές συγκροτήσεις, από ιδεολογικό εξοπλισμό υστερούσαν και άρα κάθε μια κλεινόταν σε ένα σύστημα απόψεων, δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε αναιρεί την προηγούμενη φράση.

Γιατί συνέβηκε περίπου αυτό το γεγονός: Όσο απομακρυνόμασταν χρονικά από τα διάφορα ξεσπάσματα, σε περιόδους όμως αρκετής ακόμα ευφορίας, παρατηρούνταν ταυτόχρονα η όλο μεγαλύτερη στεγανοποίηση των διάφορων οργανώσεων από τη μια, και η όλο μεγαλύτερη-εντονότερη τάση μεγένθυνσης στοιχειακών – αυθόρμητων αντιδράσεων από την άλλη.

Η διαπίστωση: Τα κινήματα αυτά, σ’ όλη την εικοσάχρονη πορεία τους, ήταν ο μοναδικός πολιτικός χώρος, παρ’ όλες τις αδυναμίες του, που εναντιώθηκε στο σύνολο του συστήματος των κοινωνικών σχέσεων, που εναντιώθηκε στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση ή τον εκσυγχρονισμό, υπερασπίστηκε τα ιδεολογικά και υλικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, και κράτησε μια πραγματική διεθνιστική στάση υπεράσπισης όλων των προλεταριακών και απελευθερωτικών αγώνων.

Γι’ αυτό συνάντησε όλη τη λύσσα της αστικής τάξης και των ρεβιζιονιστικών κομμάτων, των δυνάμεων δηλαδή που στηρίζουν το ενιαίο σήμερα σύστημα κοινωνικών σχέσεων. Κι όταν λέμε λύσσα κυριολεκτούμε: η τελειοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών, απαραίτητης αναδιάρθρωσης του αστικού κράτους, δοκιμάστηκε πάνω στα κινήματα αυτά.

Γι’ αυτό όση περιφρόνηση και ειρωνεία χρειάζονται όσοι από τα κινήματα αυτά ανακάλυψαν το λάθος τους και είτε παριστάνουν τους νέους φιλόσοφους, είτε τους θεωρητικούς σοσιαλδημοκρατίας και ρεβιζιονισμού, για τους υπόλοιπους και την προσπάθειά τους χρειάζεται τουλάχιστον κάποιος σεβασμός και προσοχή στην κριτική. Οι εύκολες και εκ του ασφαλούς κριτικές, οι φωνασκίες περί «αριστερισμού» καλύτερα να αποφεύγονται. Γιατί αυτός ο χώρος χτυπήθηκε άγρια, διένυσε κάποιες περιπέτειες, και τραγωδίες ακόμα, που αν μη τι άλλο έδειχνε την αφοσίωση χιλιάδων ανθρώπων σ’ αυτήν την υπόθεση. Περισσότερη σεμνότητα λοιπόν. Και η κάθε κριτική, που πρέπει να γίνεται, οφείλει να λαμβάνει υπόψη της και αυτή την πλευρά του ζητήματος.

Η ήττα αυτών των κινημάτων και η υποχώρησή τους, δε σβήνουν το γεγονός πως μ’ αυτήν την ήττα ή υποχώρηση προβλήθηκε ο χαρακτήρας της προσαρμογής των δυνάμεων εκείνων που εμφανίζονται σαν «νικητές». Προσπάθησαν να «εμπεδώσουν» σε μεγάλες μάζες το «αναπόφευκτο» της αιωνιότητας της σχέσης-κεφάλαιο, το «εφικτό» της διατήρησης της ίδιας χαμοζωής που απορρέει από τη σχέση αυτή, και το εφικτό «ρεαλιστικών» στόχων της διαιώνισης των σημερινών κοινωνικών σχέσεων.

Η προσαρμογή επενεργεί και πάνω σε πολλούς που εξακολουθούν να αρνούνται την ένταξή τους στο σύστημα. Η μόδα του αντι-αριστερίστικου πνεύματος (που άλλωστε καλλιεργείται συστηματικά από σοσιαλιστικούς σχηματισμούς στην Ευρώπη και εδώ) μπερδεύει δύο διαφορετικά πράγματα: τις πλευρές εκείνες που εμπόδισαν τα κινήματα αμφισβήτησης να ξεπεράσουν τον προδρομικό χαρακτήρα τους με εκείνα που αποτέλεσαν τον όρο ύπαρξής τους.

Το ζήτημα δεν βρίσκεται στην απόρριψη των τελευταίων. Αλλά στην ανάπτυξή τους.

Γι’ αυτό ο «αριστερισμός» με την έννοια του πραγματικά αληθινού, νέου που πρόβαλλαν στον ιδεολογικό, πολιτικό και μαζικό τομέα, είναι ζωτικά αναγκαίος όσο ποτέ άλλοτε.

Ο «αριστερισμός» που πρέπει να εξαλειφθεί είναι, ανάμεσα σε άλλα, τα παρακάτω:

• Η επιμονή σε αποσπασματική και συχνά καιροσκοπική προβολή γενικών συνθημάτων στη θέση μιας γενικής αντίληψης που να αρθρώνονται τα επιμέρους και να την υπηρετεί. Λ.χ. τα «μίνιμουμ» προγράμματα συχνά είναι στην πράξη μάξιμουμ και αντίστροφα. Οι «μεσολαβήσεις» που απομακρύνουν στο αόρατο μέλλον δεν είναι ίδιες με τις μεσολαβήσεις που υπηρετούν το σκοπό και τον φέρνουν κοντύτερα.

• Η περιφρόνηση της καθημερινής, επίμονης δουλειάς και η προσκόλληση στο θαύμα των λαμπερών εκρήξεων του «αυθορμητισμού». Η έλλειψη σταθερότητας στην επιδίωξη της επίτευξης ενός αποτελέσματος και η εύκολη θεωρητικοποίηση της έλλειψης σταθερότητας.

• Η ευκολία στην «παραγωγή θεωρίας». Η περιφρόνηση της επεξεργασίας της απλής πείρας και η προσκόλληση στην κατασκευή ή στη λειτουργία αφηρημένων εννοιών. Η «παραγωγή θεωρίας» δεν κατευθύνεται έτσι στο «αφαιρετικά συγκεκριμένο». Αυτό προκύπτει σε πολλά επίπεδα. Από το μικρό ως το «μεγάλο».

• Το πνεύμα του «μικρόκοσμου». Αυτό που έχει αξία «ανάμεσά μας» ανάγεται σε γενική αξία. Τα αρχηγιλίκια και τα εύκολα αναθέματα. Το κοίταγμα των μαζών σαν μια ανόργανη ύλη που «εμείς την πλάθουμε» ή αντικείμενο αφ’ υψηλού παρατήρησης κ.λπ. κ.λπ.

Όπως αναφέρεται παραπάνω, στη Γαλλία και την Ιταλία δημιουργήθηκαν οι συσχετισμοί, που έκριναν την έκβαση της μάχης. Ιστορικά, η μάχη στο πεδίο της εργατικής τάξης ήταν αδύνατο να κερδηθεί με τους στόχους που έθετε και με το συγκεκριμένο τρόπο που δόθηκε. Ήταν όμως δυνατό να ριζώσουν μέσα στην εργατική τάξη οι «νέες ανερχόμενες δυνάμεις». Αλλά αυτό προϋπόθετε άλλον ιδεολογικό εξοπλισμό, άλλη προοπτική και επομένως άλλον τρόπο ενέργειας.

Το ότι έγιναν όσα έγιναν από την πλευρά όσων πάλεψαν στη Γαλλία και Ιταλία π.χ., μέσα στους κόλπους της εργατικής τάξης δεν είναι λίγα. Και αποτελούν πολύτιμη πείρα, τόσο με τη θετική, όσο και την αρνητική έννοια.

Το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Σχετίζεται με την ιστορία της σύγκρουσης στο κομμουνιστικό κίνημα γενικά και με τις ιδιαιτερότητες, που παρουσίασε η σύγκρουση αυτή μέσα στις δύο αυτές χώρες, όπως και με τις εξελίξεις, που είχαν σημειωθεί στην ίδια τη σύνθεση της εργατικής τάξης στη μεταπολεμική περίοδο.

Στα χρόνια του «Μάη», είχε σταθεροποιηθεί ο έλεγχος των Κ.Κ. στις περισσότερες χώρες από τις «αναδομημένες» ιεραρχίες, που προέκυψαν στην πάλη των χρόνων της δεκαετίας 1950-60. Επομένως και από άποψη σύνθεσης, λειτουργίας διαπαιδαγώγησης τα κόμματα αυτά είχαν αλλάξει σημαντικά.

Σαν συνέπεια των «στροφών» της πολιτικής των νέων ιεραρχιών και των νέων συσχετισμών στις χώρες αυτές, τα συνδικάτα είχαν αναγνωρισθεί σαν έγκυροι συνομιλητές των εξουσιών. Η άνοδος «παλιών συνδικαλιστών με αγωνιστικό παρελθόν, αλλά προσαρμοσμένων στο πνεύμα των νέων καιρών», και πολλών νέων, που είχαν αφομοιώσει όλη τη συνδικαλιστική «επιστήμη» από φίλους και «εχθρούς», μαζί με την προβολή παλιών, πραγματικών καταχτήσεων η ικανότητα και από τους πρώτους και από τους δεύτερους σε συνθήκες, που είχαν όχι μονάχα το ελεύθερο να δρουν ανενόχλητα, αλλά και να έχουν «πλάτες», που παλιά δεν υπήρχαν, εκφράστηκε με ένα αποκρουστικό στυλ για τις μάζες των εργατών, που είχαν διαπαιδαγωγηθεί αλλιώτικα και δεν «διαφοροποιούνταν» εύκολα, αλλά ήταν αρεστό σε νέα τμήματα αυτού, που λέγεται γενικά εργατική δύναμη, που είχε αναδείξει τότε η καπιταλιστική αναδιάρθρωση.

Όλα αυτά δεν θα αρκούσαν να κρατηθεί η επιρροή και έλεγχος στους εργαζόμενους, αν προϋπήρχε μια άλλη πραγματική, καθημερινή, αδιάκοπη παρέμβαση που θα στηριζόταν σε μια άλλη καθορισμένη ιδεολογική και πολιτική βάση, που θα έπαιρνε κατά συνέπεια υπόψη της τις αλλαγές στη σύνθεση της εργατικής τάξης, στον τρόπο ζωής, τις συνήθειές της κ.λπ.

Όμως στην ιστορία όλα δεν γίνονται «συμμετρικά»… Αν συνέβαινε αυτό η ζωή θα ήταν πολύ μονότονη…

Τα θέλουμε όλα!

Στην Ιταλία ο «Μάης» ήταν πιο παρατεταμένος.

Η Ιταλία, χώρα του «κουρελή ιμπεριαλισμού» με μια ισχυρή μετά και χάρη στο Μουσολίνι και τη μουσολινική περίοδο κρατική οικονομία δίπλα στις αυτοκρατορίες των Ανιέλλι και λοιπών, με μια παράδοση ακτιβισμού, που ενσωματώθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα στα χρόνια του μεσοπολέμου και της Αντίστασης, πέρασε χάρη στο «ρεαλιστικό» δηλ. κυνικό συμβιβασμό του Σαλέρνο, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα στην περίοδο που χαρακτηρίσθηκε «ιταλικό θαύμα» στα χρόνια 1954-1960. Ο «ιταλικός δρόμος στο σοσιαλισμό», δεύτερη έκδοση της «στροφής του Σαλέρνο», μετά το «λιώσιμο» των πάγων, εξασφάλιζε την ένταξη του «ΚΚΙ» στον «εθνικό κορμό» σε στιγμές προώθησης του σχεδίου για την αμερικανοσοβιετική ηγεμονία. Η πολιτική – εκκρεμές του Τολιάττι, αυτονομία προς τη Σοβ. Ένωση, ανοίγματα στις ΕΠΑ, δηλαδή ο πρόλογος της τρίτης έκδοσης του Σαλέρνο —ιστορικός συμβιβασμός— επέτρεψε στην ιταλική αστική τάξη να πραγματοποιήσει το «θαύμα» της, που στα χρόνια του «Μάη» αποκαλύφθηκε πόσο θαύμα ήταν.

Το ξύπνημα της εργατικής δύναμης του Νότου, που είχε μεταναστεύσει στο Βορρά συναντήθηκε με την έξοδο της σπουδαστικής νεολαίας από τα παν/μια στον ευρύτατο χώρο της ανοιχτής πάλης σε όλα τα μέτωπα. Οι μεγάλες κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης που έσπασε στην πρώτη φάση τα πλαίσια των συνδικάτων, δημιούργησαν άμεσο κίνδυνο για την ανατροπή όλων των ισορροπιών που έχτισαν η Χριστιανοδημοκρατία από τη μια, και οι τολιαττικοί και μετατολιαττικοί από την άλλη. Το «Αρχιπέλαγος» των παράλληλων και επάλληλων κέντρων εξουσίας της Ιταλίας στράφηκε ακόμα περισσότερο προς τους χθεσινούς «ταξικούς εχθρούς» για να ανατρέψει το ρεύμα.

Η ταχτική που χρησιμοποιήθηκε ήταν πιο ραφινάτη, αλλά και πιο απροκάλυπτη απ’ ό,τι στη Γαλλία. Η ανοιχτή και σκεπασμένη αστυνομική προβοκάτσια μαζί με την αξιοποίηση του κινδύνου του φασισμού από τη μια, η αντιπαράθεση εργατών και σπουδαστών, η αντιπαράθεση των εργατών του Βορρά προς τους «μαροκινούς» και τους «βρομιάρηδες» του Νότου, η επίσειση ανύπαρκτων και πραγματικών κινδύνων μαζί με τη μέθη του ίλιγγου των ηγεσιών οργανώσεων, που αναδείχθηκαν στα χρόνια αυτά σε μαζικοποιημένες οργανωμένες δυνάμεις, επέτρεψαν την ανατροφή του ρεύματος. Εκφράσθηκε και η παραδοσιακή «διπλή πολιτική» του ιταλικού πολιτικού στρώματος και στο δικό τους επίπεδο. Έτσι εξέχοντες και πασίγνωστοι από τους ηγέτες αυτούς «αποκαλύπτουν» τώρα επαφές και συζητήσεις με τον Λουίτζι Λόγκο, πρόεδρο του «ΚΚΙ», φυσικά πίσω από τις πλάτες των μαζών κι ενώ το κίνημα προχωρούσε, για συνεννοήσεις με τον Μπρούνο Τρεντίν έναν από τους ηγέτες της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών της Ιταλίας σε συνέχεια και πολλά άλλα. Κι αυτό όταν κραύγαζαν οι ίδιοι για «καμιά μεσολάβηση και καμιά εκπροσώπηση». Η επιμονή στην προβολή γενικών, αφηρημένων «γενικών αληθειών», και ο ασυγκράτητος μαξιμαλισμός τους από την άλλη, διευκόλυναν τους χειρισμούς της συνενωμένης εξουσίας και των εντολοδόχων της στο εργατικό και σπουδαστικό κίνημα. Φυσικά χρησιμοποιήθηκαν σε ευρύτερη κλίμακα απ’ αλλού, μακιαβελικότατης έμπνευσης τερτίπια, στησίματος οργανώσεων του τύπου «Σέρβιρε ιλ Πόπολο» πρότυπο του «δικού μας» του ΕΚΚΕ, που συνειδητά γελοιοποιούσαν με τα καμώματά τους, τα μπαλέτα τους, τους κομμουνιστικούς γάμους τους και τα παρόμοια, το κίνημα. Ενώ η στροφή προς τον μπριγκαντισμό σε ανοιχτό ανταγωνισμό προς το υπόλοιπο κίνημα που πάλευε, ανατίναξε όλες τις γέφυρες για τη συσσωμάτωση και την ομοιογενοποίηση του κινήματος, που στην Ιταλία ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί στα χρόνια αυτά από πολλές απόψεις.

Η σκληρή και συχνά τραγική εμπειρία των αναζητήσεων αλλά και «αναζητήσεων», το στυλ που διαγράφηκε πιο πάνω οδήγησε σε μια «αναθεώρηση», «αυτοκριτική» πολλών από όσους είτε μέσα στις φυλακές, είτε έξω έπαιξαν ηγετικούς ρόλους στο πάλαι ποτέ «ένοπλο κόμμα» και στην Αυτονομία. Δίπλα στους «μετανοημένους» που συνεργάζονται με τις αρχές και καρφώνουν αναδρομικά όσους τους ζητούν να καρφώσουν, αναπτύσσονται ποικίλες τάσεις «μετασχηματισμού» της «νέας αριστεράς», επανένταξής της στο κανονικό «πολιτικό παιχνίδι», διαπραγμάτευσης με τις αρχές κ.λπ. κ.λπ. Τα νήματα των «αναθεωρήσεων» αυτών, κρατούνται από μερικές άκρες από επιφανείς παράγοντες του ίδιου του πολιτικού στρώματος που διοικεί την Ιταλία σαράντα χρόνια τώρα, μέσω των διάφορων σοσιαλιστών και ριζοσπαστών ηγετών Κράξι, Πανέλλα και άλλων.

Πραγματικά είναι αναγκαίος ένας μετασχηματισμός. Όχι με την έννοια του πολιτικού «άλλου» παιχνιδιού, που προτείνεται σαν εναλλαχτική λύση από τους ίδιους που ευθύνονται για τα αδιέξοδα που οδήγησαν όσους επηρέαζαν. Και είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να επιχειρήσουν οι ίδιοι έναν τέτοιο μετασχηματισμό. Ο μετασχηματισμός αυτός συνίσταται στην απόρριψη σχημάτων θεωρητικών και πραχτικών τρόπων ενέργειας. Κύρια, απόρριψη της ίδιας της αντίληψης της άσκησης αυτού που υποτίθεται πως ήταν πολιτική με τις μάζες για τις μάζες, ενώ ήταν μια πολιτική διπλή: Μια για τις μάζες και μια για τους ίδιους. Την ίδια στιγμή που απόρριπταν τον ιστορικό συμβιβασμό ή καλούσαν να πιστέψουν οι πάντες πως στην Ιταλία επίκειται η άμεση μετάβαση στον κομμουνισμό «χωρίς καμιά μεσολάβηση» και καμιά αντιπροσώπευση, την πραχτική τους στάση την καθόριζαν πολιτικά παιχνίδια μέσω συμμαχιών, προσπαθειών απόχτησης στηριγμάτων κάπου αλλού, έξω από τους προλετάριους ή «κοινωνικούς εργάτες».

Τελικά, ο τέτοιος μετασχηματισμός είναι το γενικό πρόβλημα και καθήκον όλων όσων θεωρούν τους εαυτούς τους σαν συνεχιστές του «Μάη ’68» ή θεωρούν πως είχαν ή έχουν σχέση με αυτά που συνδέονται με το «Μάη». Στην ουσία πρόκειται για τη συνόψιση και κριτική επεξεργασία όλης της ιστορίας των κινημάτων, που αναπτύχθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, δηλ. την πραγματική ιστορία τριάντα χρόνων, αλλά και όλων, στην άνοδο και την υποχώρησή τους, των εγχειρημάτων και αποπειρών που επιχείρησαν αυτοί, που πήγαν να κάνουν για λογαριασμό των μαζών, «εκείνο που μπορούν να κάνουν μονάχα οι μάζες», ενώ εκχωρούσαν στις μάζες αυτό που έπρεπε να κάνουν οι ίδιοι, σύμφωνα με το Μάο Τσετούνγκ. Κανένας νιτσεϊσμός που «υπερβαίνει» τον μαρξισμό στα τέλη του 20ου αιώνα δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα αυτό.

Να είσαστε ρεαλιστές
ζητάτε το αδύνατο

Η αναδρομή στο «Μάη ‘68» δεν αποτελεί επομένως μια ρομαντική νοσταλγία. Γιατί αν η αναδρομή ουσιαστικά στην ιστορία του κόσμου στα τελευταία τριάντα χρόνια αποτελεί ρομαντική νοσταλγία, τότε τι χρειάζεται η ιστορία.

Γιατί ο «Μάης ‘68» με την έννοια που προσδιορίσθηκε στην αρχή, «έγραψε ιστορία». Το ότι αφέθηκε ελεύθερο το πεδίο για διάφορους λόγους στους αντιρομαντικούς αρνητές «ρεαλιστές» κάθε είδους να γράφουν όπως θέλουν αυτοί την ιστορία, αποτελεί μια ακόμα απόδειξη. Επομένως η αναφορά στο «Μάη ‘68» αποτελεί μια υπόμνηση για επιστροφή όχι στις «ρίζες» βέβαια, αλλά στην πραγματική ζωή, στα πραγματικά προβλήματα, στη συγκεκριμενοποίηση της έννοιας «επικαιρότητα του κομμουνισμού» στις δοσμένες συνθήκες και στις δοσμένες καταστάσεις. Επικαιρότητα του κομμουνισμού σαν κίνημα, επικαιρότητα του κομμουνισμού σαν ανάγκη και διέξοδος από τα αδιέξοδα που ορθώνει ο υποτιθέμενος ιδεολογικός διπολισμός.

Απέναντι στο οπλοστάσιο των χειριστικών μηχανισμών Δύσης και Ανατολής που έδειξαν τη δυνατότητα διαστροφής, αφομοίωσης, προσαρμογής και ιδιοποίησης, μπορούν να ορθωθούν άλλες δυνάμεις που να αποδυναμώσουν και να εξουδετερώσουν όλο αυτό το οπλοστάσιο. Αλλά για να μπορούν να το κάνουν αυτό, χρειάζεται πριν απ’ όλα να απελευθερωθούν από όλη την συσσωρευμένη δύναμη της αδράνειας, της ψευτοπαράδοσης, των προλήψεων και των συνηθειών που αποδέχθηκαν πολλοί σαν δική τους παράδοση, σαν δική τους ιδεολογία, σαν δικό τους πρόσωπο. Από το αν θα γίνει αυτό, από το πόσο γρήγορα ή αργά θα γίνει, θα δειχθεί αν η σημερινή ή η αυριανή γενιά θα ξεπεράσει τα γνωστά ανθρώπινα μέτρα. Κι εδώ βρίσκεται η ουσία. Έτσι αν συνειδητοποιηθεί πως δεν υπάρχουν μεσσιανικές λύσεις, ή πως μπορεί να παρακαμφθεί το πρόβλημα με κάθε είδους υποκατάστατα. Η μέθη του μιτερανικού ή παπανδρεϊκού υποκατάστατου έδειξε και δείχνει πολλά. Όπως η επίκληση σαν υποκατάστατων οικολογικών και άλλων «λύσεων»; το όλο δεν μπορεί να αναχθεί στο μέρος. Αυτό που λέγεται «οικολογικό» πρόβλημα ή ακόμα και «γυναικείο πρόβλημα» ή και άλλα δεν είναι υπερταξικά ή διαταξικά προβλήματα. Η αντίθετη άποψη που υπάρχει και διακηρύχνεται κάνει μια μετατόπιση προς τα πίσω, από τα «αριστερά» ίσως, μπροστά στις δυσκολίες του προσδιορισμού παλιών και νέων φαινομένων και προβλημάτων στην προοπτική του τέλους του 20ου αιώνα, παρά τις διαβεβαιώσεις πως αδράχνει αυτή τη νέα εποχή.

Τη νέα εποχή θα την αδράξουν μονάχα εκείνοι που δεν θα φοβηθούν να διακηρύξουν στα λόγια και στην πράξη πως «ο Μάης του ’68» δεν ήταν παρά μια αρχή και πως η μάχη συνεχίζεται.