Άρθρα

Ιταλία

Μια θύελλα εκκολάπτεται στην Ευρώπη: Η Ιταλία και τα δημόσια οικονομικά της βρίσκονται στο κέντρο της

Η Ρώμη ετοιμάζεται για μια χαλάρωση στις δημοσιονομικές πολιτικές της – κάτι που είναι ακριβώς αυτό που έχει ανάγκη η Ιταλία αυτήν την στιγμή, και ακριβώς το αντίθετο από αυτό που οι Βρυξέλες και οι κερδοσκόποι των χρηματιστηρίων, περιμένουν και απαιτούν.

Οι Βρυξέλες απαιτούν μια “δημοσιονομική εξυγίανση”. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ρώμη θα μειώσει το έλλειμα της – την ετήσια διαφορά ανάμεσα στις δαπάνες και την φορολογία – έτσι ώστε να ξεκινήσει να ξεπληρώνει το τεράστιο δημόσιο χρέος της, το οποίο ανέρχεται στο 131% του ΑΕΠ, οριακά το μεγαλύτερο στην ευρωζώνη μετά το Ελληνικό χρέος.

Η κυβέρνηση της Λέγκας και των Πέντε Αστέρων, έχει θέσει ως στόχο το έλλειμα της χώρας για τον επόμενο χρόνο να φτάσει το 2,4% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Ο αριθμός αυτός βρίσκεται αρκετά χαμηλά σε σχέση με το όριο του 3% που έχει θέσει η ΕΕ, ταυτόχρονα όμως, πολύ ψηλότερα από τον στόχο του 1,8% ετησίως, παραβιάζοντας τους κανόνες της ΕΕ, οι οποίοι καλούν για σταθερή μείωση του δημόσιου ελλείματος σε υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ιταλία, μέχρι να επέλθει ένας ισορροπημένος προϋπολογισμός.

Το σχέδιο της Ρώμης περιλαμβάνει μια αναστροφή της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης, κάτι που είχε θεσπιστεί το 2011, από την προηγούμενη κυβέρνηση του Κόμματος των Δημοκρατικών. Αυτή είναι μια προοδευτική κίνηση και οικονομικά λογική, καθώς θα αναγκάσει τους εργοδότες να προσλάβουν περισσότερους νέους εργαζόμενους νωρίτερα, εξυπηρετώντας την μείωση του 31% της νεανικής ανεργίας.

Ο προϋπολογισμός αυτός περιλαμβάνει επίσης ένα είδος “μισθού του πολίτη” που θα αφορά κυρίως τους νέους άνεργους, που τώρα βασίζονται στην οικογένεια τους για οικονομική υποστήριξη. Ο αρχηγός των Πέντε Αστέρων, Luigi Di Maio, έχει προτείνει  το ποσό των 780 ευρώ το μήνα για την “εξάλειψη της φτώχιας”. Φαίνεται βεβαίως υπερβολικό ποσό, όμως κάθε προσπάθεια να μειωθούν οι αριθμοί όσων ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχιας (οι οποίοι έχουν φτάσει τα 5,1 εκατομμύρια ή το 8,4% του πληθυσμού) κι έχουν τριπλασιαστεί τα τελευταία 10 χρόνια, θα πρέπει να θεωρηθεί καλοδεχούμενη.

Ο διάβολος θα φανεί πάντως στις λεπτομέρειες, που προς το παρόν δεν είναι αρκετές. Δυστυχώς δεν διαφαίνεται ο συγκεκριμένος «μισθός» να προσομοιάζει σε ένα «βασικό εισόδημα» που θα καταβάλλεται από την πολιτεία, ανεξαρτήτως από το ατομικό εισόδημα, τα έσοδα και την επαγγελματική κατάσταση του κάθε πολίτη. Για αυτό από μερικούς θεωρείται ως απάντηση στην “γενιά των μηδενικών ωρών»[i]. Αντιθέτως θα συνδεθεί με την υποχρέωση για εργασία: οι αποδέκτες του συγκεκριμένου επιδόματος, με εξαίρεση τους συνταξιούχους, θα υποχρεώνονται σε 8ώρη κοινωφελή εργασία την εβδομάδα, έτσι ώστε να αποδείξουν ότι αναζητούν εργασία, και να δεχτούν μια από τις πρώτες τρεις προσφορές εργασίας που θα δεχθούν. Αυτά ισχυρίζεται ο Di Maio.

Οι αριστεροί ψηφοφόροι – που άλλαξαν την ψήφο τους στις τελευταίες εκλογές από το κατ’ όνομα κεντροαριστερό αλλά στην πράξη νεοφιλελεύθερο Κόμμα των Δημοκρατικών, στο Κόμμα των Πέντε Αστέρων- αλλά και πολλοί νέοι ψηφοφόροι στήριξαν αυτή την ιδέα του βασικού μισθού. Πλέον όμως υπάρχουν φόβοι ότι στην πράξη θα είναι το ίδιο με το περίφημο πακέτο μεταρρυθμίσεων του καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, Hertz IV. Ακριβώς όπως περιγράφτηκε από την αμερικανική εφημερίδα The Nation ως “υποχρεωτική υπηρεσία επισφαλούς απασχόλησης”, οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις διεύρυναν μαζικά τους χαμηλόμισθους στη Γερμανία και οδήγησαν σε ακόμη χειρότερους μισθούς καθώς οι εργοδότες εκμεταλλεύονταν μια άφθονη προσφορά εργασίας.

Περίπου 2 δισεκατομμύρια ευρώ από τα 10 δισεκατομμύρια που προορίζονται για το συγκεκριμένο σχέδιο στον ιταλικό προϋπολογισμό θα επενδυθούν στα γνωστά αναποτελεσματικά Κέντρα Απασχόλησης της χώρας ώστε να βοηθήσουν στην υλοποίηση αυτού του σχεδίου. Οι περισσότεροι που θα λάβουν τον “μισθό του πολίτη” αναμένεται να είναι στο mezzogiorno (στη νότια περιοχή της Ιταλίας), όπου η φτώχεια και η ανεργία των νέων είναι υψηλότερες και όπου το κόμμα του Di Maio συγκέντρωσε μεγάλο ποσοστό ψήφων και το κόμμα αναδείχθηκε ως η μεγαλύτερη δύναμη στις γενικές εκλογές του Μαΐου.

Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση του τρόπου εργασίας δεν είναι μόνο το γεγονός ότι προσανατολίζεται να χτυπήσει την φτώχεια στο νότο. Είναι επίσης ότι συμπεραίνει πως το κύριο πρόβλημα της Ιταλίας είναι η προσφορά εργασίας. Δεν είναι. Στην Ιταλία χρειάζονται εργαζόμενοι με περισσότερες δεξιότητες αλλά όχι Mac Jobbers (εργαζόμενοι που αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα δουλειές και τομείς). Αυτοί, καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της αγοράς εργασίας, χάρη στους νόμους «Hire and Fire» (Προσέλαβε και Απέλυσε) που ψηφίστηκαν το 2014 από το Δημοκρατικό Κόμμα του Matteo Renzi.

Το ζήτημα κλειδί είναι η ζήτηση, όπως ισχύει εδώ και δύο δεκαετίες, κατόπιν των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και των ιδιωτικοποιήσεων σε χώρες ώστε να ενταχθούν και στη συνέχεια να παραμείνουν στον αυστηρό κλοιό της Ευρωζώνης. Αυτό οδήγησε σε μια απότομη πτώση των ασφαλών και σχετικά καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας του δημόσιου τομέα, σε συνδυασμό με μια γενικευμένη συμπίεση των μισθών, που οδήγησε τους απλούς Ιταλούς να δαπανούν λιγότερο σήμερα από ό,τι πριν από επτά χρόνια, και παρόλα αυτά εξακολουθούν να δαπανούν περισσότερα από όσα κερδίζουν. Εντούτοις, η μεταφορά κρατικού χρήματος στις τσέπες των πολιτών, για πρώτη φορά μπορεί να ενισχύσει την εγχώρια ζήτηση, ειδικά εάν σχεδιάζει ο De Maio να την παράσχει μέσω μιας «ηλεκτρονικής κάρτας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα ιταλικά καταστήματα». Αλλά θα είναι πιθανώς, ένα μέτρο ανεπαρκές και βραχύβιο. Ο μεγάλος κίνδυνος θα είναι οι μισθοί που σε όλο το εύρος τους, θα καταστέλλουν περαιτέρω την εγχώρια ζήτηση, όπως έγινε στη Γερμανία, φτιάχνοντας και στην Ιταλία έναν ζητιάνο εργαζόμενο, αντιπροσωπευτικό του μοντέλου εργασίας που προάγει το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα της Ευρώπης.

Τα υπόλοιπα μέτρα του προϋπολογισμού περιλαμβάνουν έναν ενιαίο φόρο και μια ακόμη φορολογική “αμνηστία” σε μια χώρα της οποίας το κρατικό ταμείο χάνει περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από φοροαποφυγές, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις. Οι νικητές αυτών των πολιτικών θα είναι οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι. Δεν θα δαπανήσουν τα επιπλέον χρήματα για να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, αλλά θα κρύψουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί.

Αυτό που χρειάζεται η Ιταλία – και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις επενδύουν σε θέσεις εργασίας – είναι το είδος της κρατικής ανάπτυξης και των μεγάλων δημόσιων δαπανών που εγκαταλείφθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 από διαδοχικές κυβερνήσεις των κεντροαριστερών και των δεξιών. Αλλά οι Salvini και Di Maio, οι αναπληρωτές πρωθυπουργοί, ιδεολογικά δεν δίνουν βαρύτητα στο δημόσιο τομέα. Υπάρχουν ελάχιστα ποσά στον προϋπολογισμό για τα κρατικά σχολεία και νοσοκομεία. Τα σχέδια ιδιωτικοποίησης της προηγούμενης κυβέρνησης παραμένουν αμετάβλητα. Όπως και οι υποσχέσεις προς ΗΠΑ και ΝΑΤΟ για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος για τα βομβαρδιστικά F-35, το οποίο με το εκπληκτικό κόστος των 14 δισεκατομμυρίων ευρώ συν 35 δισεκατομμύρια σε υλικοτεχνική υποστήριξη και άλλα έξοδα για τα επόμενα 30 χρόνια, θα δημιουργήσει μόνο 1.500 θέσεις εργασίας στην Ιταλία. Πράγμα αντίθετο με τις υποσχέσεις του κινήματος των Πέντε Αστέρων, ότι θα μείωνε τις στρατιωτικές δαπάνες, όσο βρισκόταν στην αντιπολίτευση και έκανε προεκλογικές καμπάνιες.

Σε τελική ανάλυση, η Ρώμη προγραμματίζει να δαπανήσει πολλά χρήματα που στην καλύτερη περίπτωση θα ενισχύσουν βραχυπρόθεσμα, μια οικονομία που τώρα είναι ζωντανή – νεκρή. Άλλωστε ποιος μπορεί να τα βάλει με την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ και τον Πρόεδρο της ΕΕ Ζαν Κλοντ Γιούνκερ;

Και ποιος, ειλικρινά, δεν θα ήθελε να τους δει να προπηλακίζουν τον Σαλβίνι; Είναι άλλωστε αυτό που θέλει να εμποδίσει τους πρόσφυγες που δραπετεύουν από τον πόλεμο, την πείνα και τη δυστυχία, στο να φτάσουν στις ιταλικές ακτές. Είναι αυτός που ζητά να τους εκτοπίζει ή να κάνει τον βίο αβίωτο για τους μετανάστες που ήδη ζουν στην Ιταλία, κλείνοντας τις επιχειρήσεις τους, αρνούμενος να εξασφαλίσει στα παιδιά τους τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.

Το πρόβλημα για την Kομισιόν είναι ότι στην πορεία προς τις Ευρωεκλογές τον Μάιο του 2019, είναι έξυπνη πολιτική κίνηση για τους Salvini και Di Maio (ο πρώτος ευρωσκεπτικιστής επί χρόνια, ο δεύτερος ηγέτης ενός κόμματος με ισχυρό ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα) να στήσουν ένα θέατρο με τις Βρυξέλλες. Και αυτό το παιχνίδι της μπλόφας θα συνεχίζεται στην Ιταλία για το επόμενο διάστημα.

 

[i] Η γενιά των μηδενικών ωρών ή τα συμβόλαια των μηδενικών ορών αφορούν εργασίες που πληρώνονται ανά ώρα και στις οποίες δεν προβλέπεται από τον εργοδότη ένας ελάχιστος αριθμός ωρών απασχόλησης.

Πηγή: Counterpunch

Μετάφραση: Σοφία Χάντερ

Η Ιταλία, η ΕΕ και ο αναγκαίος προσανατολισμός

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Η Ιταλία υπενθυμίζει τη μόνιμη κρίση στρατηγικής, ύπαρξης και προσανατολισμού της ΕΕ. Η ΕΕ δε μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ως έχει για μεγάλο διάστημα. Παράγει ανισότητα εντός κάθε χώρας αλλά και κάθετα μεταξύ του Βορρά και του Νότου. Μεταφέρει διαρκώς κυριαρχία πολιτική, οικονομική, λαϊκή από τα έθνη κράτη στις αγορές, στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και στο Βερολίνο. Οξύνει ακόμα και τις αντιθέσεις ανάμεσα σε αστικές τάξεις που κερδίζουν από αυτή τη διαδικασία και σε αστικές τάξεις που μένουν πίσω, υποβαθμίζονται, χάνουν την ανεξαρτησία τους… Οι αντιφατικοί «χαμένοι της παγκοσμιοποίησης» αντιδρούν, παράγουν πολιτικές κρίσεις, αμφισβητούν το πείραμα της ΕΕ στο σκληρό του πυρήνα. Ένα τέτοιο κρισιακό επεισόδιο είναι σε εξέλιξη και στην Ιταλία, μετά τις πρόσφατες εκλογές και την λεγόμενη αντισυστημική ψήφο.

Το πραγματικό ερώτημα, που δεν απαντιέται, είναι αν η ΕΕ – και ειδικά η ευρωζώνη – θα προχωρήσει σε μια ανώτερη ενοποίηση, σε μια ομοσπονδία, ή αν θα παραμείνει ως έχει, δημιουργώντας διαρκώς κρίσεις, με τα δομικά προβλήματα οικονομικής πολιτικής και κυριαρχίας που έχει. Η πρώτη απάντηση μοιάζει να είναι η πιο «λογική». Όμως όταν συγκρούονται συμφέροντα, δεν εξελίσσονται όλα λογικά. Γιατί παραμένουμε, είτε θέλουμε να το βλέπουμε, είτε το αποφευγουμε, στην εποχή του ιμπεριαλισμού, της ανισομετρίας και του ανταγωνισμού. Η Γερμανία δεν παραχωρεί τη δύναμη της και τα προνόμια της στις υπόλοιπες χώρες. Ή αν παραχωρήσει ταχτικά ένα πολύ μικρό μέρος, ζητάει πολλαπλάσια ανταλλάγματα. Αυτό είναι τα μνημόνια. Για την οικονομική «στήριξη» με τη μορφή δανείων, ζητήθηκαν κυριολεκτικά τα κλειδιά μιας χώρας. Αυτή την απάντηση έδωσε και η Μέρκελ στις προτάσεις Μακρόν για ένα ευρωπαϊκό ΔΝΤ και για έναν επενδυτικό (μικρό) προϋπολογισμό προς τις πιο φτωχές χώρες. Όμως μια τέτοια πολιτική από τη Γερμανία θα παράγει διαρκώς φαινόμενα καταπάτησης και συρίκνωσης της λαικής κυριαρχίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας. Όχι μόνο από χώρες σαν την Ελλάδα, αλλά και από χώρες σαν την Ιταλία ή τη Γαλλία. Και ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται. Γιατί και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, κοινώς του νεοφιλελεύθερου ιμπεριαλισμού, ο ανταγωνισμός για την ηγεμονία και η πραγματικότητα των εκμεταλλευτικών και εκμεταλλευόμενων εθνών ειναι εδώ.Τούτων δοθέντων η θέση για μεταρρύθμιση, αλλαγή, βελτίωση, εκδημοκρατισμό της ΕΕ δεν ευσταθεί με βάση την πολιτική λογική του συσχετισμού δύναμης. Είτε με τις πιο ήπιες αφηγήσεις, όπως αυτές του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, είτε με τις πιο κρουστικές, όπως του Γ. Βαρουφάκη, οι απόψεις αυτές είναι χίμαιρες. Χρόνο με το χρόνο, επεισόδιο το επεισόδιο, η θέση για ρήξη ή όχι, για αποδέσμευση ή όχι, για διάλυση η όχι της ΕΕ και της ευρωζώνης γίνεται όλο και πιο επίκαιρη, από τα ίδια τα πράγματα και τα γεγονότα. Οι ενωμένες πολιτείες της Ευρώπης για να υπάρξουν πρεπει πρωτίστως να έχει ανατιναχθεί το οικοδόμημα της ευρωζώνης και της ΕΕ. Ζουμε μια αργή διαδικασία αυτοανατίναξης, ή Γερμανικής ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας.

Σήμερα υπάρχει αμφισβήτηση και λαϊκή διαμαρτυρία ενάντια στην Ε.Ε. Η πολιτική έκφραση αυτής της διαμαρτυρίας είναι κυρίως δεξιάς ή και ακροδεξιάς κατεύθυνσης. Υπάρχουν αστικές μερίδες σε διάφορες χώρες που αντιδρούν, χωρίς προς το παρόν να έχουν εκθέσει κάποιο εναλλακτικό σχέδιο αποδέσμευσης από την ευρωζώνη ή την ΕΕ (πχ Λεπέν ή Σαλβίνι). Ήδη σε πολύ μικρό διάστημα, μετά τις πιέσεις και την αντιδημοκρατική εκτροπή των Βρυξελλών, η παρούσα κυβέρνηση 5 αστέρων-Λέγκας φαίνεται να υποχωρεί σε κάποια σημεία του προγράμματος της και να υπαναχωρεί από κάποια ρηξιακή λογική. Υπάρχουν και τα εργατικά λαϊκά στρώματα που δυσανασχετούν γιατί δέχονται τις αντιλαϊκές πολιτικές της ΕΕ. Όμως δεν έχουν πολιτική έκφραση καθώς η πλειοψηφία της αριστεράς στην Ευρώπη ήταν εδώ και δεκαετίες μια δύναμη φιλοευρωπαϊκή στα όρια της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτή η πραγματικότητα εκφράστηκε με τον πιο οδυνηρό τρόπο στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και στην Ισπανία το «αντισυστημικό» Podemos βιάζεται να ρίξει γέφυρες συννενόησης στο σοσιαλιστικό κόμμα και την κεντροαριστερά. Στην ΕΕ μετά τη δοκιμασία της οξείας κρίσης του 2008-2015 ο συσχετισμός δύναμης είναι πιο αρνητικός και όχι πιο θετικός. Κερδισμένος είναι και ο γερμανικός μονόδρομος και η εκ δεξιών «αμφισβήτηση» στην ΕΕ η οποία είναι στην ουσία αίτημα για επαναδιαπραγμάτευση ισχύος. Όχι, το πλέον πιθανό είναι ο Σαλβίνι να μην τινάξει στον αέρα την ΕΕ.

Η Ιταλία λοιπόν πρέπει να διδάξει. Από τη μία για το αναγκαίο του αντι-ευρωενωσιακού προσανατολισμού. Όχι ως σύνθημα, αλλά ως ανάλυση, πολιτική συμμαχιών, προσανατολισμό, πρόγραμμα, δράση. Από την άλλη, μετά το ΣΥΡΙΖΑ του 2015, το Brexit του 2016, την Καταλονία του 2017, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ρήξη με την ΕΕ, με πρόγραμμα τις ελάχιστες προσδοκίες, δεν γίνεται. Ούτε με την αντίληψη ότι οι εκρηκτικές αντιθέσεις από μόνες τους θα πυροδοτήσουν το κίνημα, ούτε με την αναμονή για δράση από κάποιον άλλο, ούτε με την εκχώρηση στο λαό και στην αυθόρμητη λαϊκή διαμαρτυρία των πολιτικών καθηκόντων της ρήξης με την ΕΕ. Καθήκοντα που απαιτούν συμπεράσματα από την περίοδο της κρίσης, κοινή λογική, μαζική πολιτική, πολιτική και οργανωτική προετοιμασία του απαραίτητου πολιτικού υποκειμένου. Καθήκοντα που απαιτούν διεθνιστικές πρωτοβουλίες, με γνώση ότι οι διαθέσιμες δυνάμεις σε έναν τέτοιο προσανατολισμό είναι εξαιρετικά λίγες. Οι δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς, αντί να περιμένουν (και να σχολιάζουν σχετικά) κάθε φορά το ώριμο φρούτο κάποιας ρήξης, ας ανοίξουν τη συζήτηση για τα καθήκοντα αυτά.

Κυβέρνηση Κόντε: ένα συμβιβασμός ανάμεσα στο φασιστικό ρατσισμό και την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ανακοίνωση του Δικτύου Κομμουνιστών Ιταλίας.

Έξι τεχνοκράτες, επτά στελέχη του Κινήματος Πέντε Αστέρων (M5S) και έξι στελέχη της Λέγκας. Είχαν υποσχεθεί μία πολιτική κυβέρνηση, αλλά οι τεχνοκράτες καταλαμβάνουν τις θέσεις-κλειδιά – την Πρωθυπουργία, τα Υπουργεία Οικονομικών, Ευρωπαϊκών Πολιτικών, Εξωτερικών Σχέσεων, Άμυνας, καθώς και το Υπουργείο Περιβάλλοντος (για διαφορετικούς λόγους)-, μέσω των οποίων ελέγχουν και διαχειρίζονται τις σχέσεις με την Ε.Ε. Ταυτόχρονα, τα πολιτικά πρόσωπα που προέρχονται από το Κίνημα 5 Αστέρων και την Λέγκα θα εγκατασταθούν σε Υπουργεία που θα εξαρτώνται στο έργο τους από χρηματοδότηση, την οποία, άλλοι θα αποφασίζουν αν θα διαθέσουν ή όχι.

O Enzo Moavero Milanesi, που τοποθετήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών, είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να διαβεβαιώσει τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ ότι η Ιταλία δεν θα τραβήξει και πολύ το σκοινί σε ζητήματα που αφορούν την δομή της ΕΕ. Αυτό μπορεί, μάλιστα, να το εγγυηθεί, ως πρώην Υπουργός Κοινοτικών Πολιτικών στις κυβερνήσεις του Mario Monti και του Enrico Letta, δηλαδή στις πιο φιλοευρωπαϊκές κυβερνήσεις των τελευταίων οκτώ ετών.Ο Giovanni Tria, που τοποθετήθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών, καλύπτει την πιο ευαίσθητη θέση κατά έναν τρόπο αρκούντως «ελαστικό». Στα πρόσφατα έργα του, πράγματι, υιοθετεί σε αρκετές περιπτώσεις κριτική στάση απέναντι στο ενιαίο νόμισμα (και στις πολιτικές της Γερμανίας), αλλά, ακόμη και αν θεωρεί την έξοδο από το ευρώ ως μια πιθανή δυνατότητα, αντιμετώπιζε πάντα το ενδεχόμενο αυτό ως υπερβολικά μεγάλο ρίσκο, με πολλές αρνητικές πτυχές. Έχει γράψει βιβλία από κοινού με τον Renato Brunetta, εξ ου και είναι ιδιαίτερα γνώριμος στους κύκλους του Silvio Berlusconi, τόσο γνώριμος, ώστε έχει υιοθετήσει προ πολλού την πρόταση για ενιαίο, μη αναλογικό φορολογικό σύστημα, που θα χρηματοδοτείται κυρίως από αυξήσεις του ΦΠΑ, με συνέπεια την σημαντική μείωση της λαϊκής κατανάλωσης. Δεν θα του είναι δύσκολη η συμμετοχή του στις συναντήσεις του Eurogroup.

Ο Paolo Savona – τον διορισμό του οποίου στη θέση του Υπουργού Οικονομικών αρνήθηκε να εγκρίνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εξαιτίας των θέσεών του κατά του ευρώ και της γερμανικής πολιτικής – τοποθετήθηκε εντέλει στο Υπουργείο Σχέσεων με την ΕΕ, το οποίο όμως δεν έχει αυτόνομες αρμοδιότητες αποφασιστικού χαρακτήρα. Θα μπορέσει, πάντως, να προκαλέσει ορισμένα προβλήματα στις Βρυξέλες: μένει να δούμε εάν θα το πράξει και αν θα έχει τη στήριξη της κυβέρνησής του.

Επίσης «τεχνοκράτισσα», η Elisabetta Trenta, είναι πρώην αξιωματικός του στρατού και υποδιευθύντρια μεταπτυχιακών σπουδών σε θέματα μυστικών πληροφοριών και ασφάλειας στο ιδιωτικό πανεπιστήμιο Link Campus· έχει εκπροσωπήσει το Υπουργείο Άμυνας ως στρατιωτικός αλλά και ως πολίτης σε δραστηριότητες τόσο στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό. Πρόκειται, με λίγα λόγια, για μία αξιωματικό εξειδικευμένη στα ζητήματα που κινούνται ανάμεσα στις στρατιωτικές υποθέσεις και τις μυστικές υπηρεσίες, που αποτελεί, με δεδομένο το βιογραφικό της, επιλογή-εγγύηση προς το ΝΑΤΟ και τον Ευρωπαϊκό Στρατό, παρά το γεγονός ότι χαίρει «ιδιαίτερης εκτίμησης» εντός του Κινήματος 5 Αστέρων.

Από τη στιγμή που έχουν ικανοποιηθεί η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, τι άλλο μένει; Ο ηγέτης του Κινήματος 5 Αστέρων, ο Luigi di Maio, έθεσε εαυτόν επικεφαλής τριών Υπουργείων που ενώθηκαν σε ένα – Οικονομικής Ανάπτυξης, Εργασίας και Κοινωνικής Πολιτικής – ελπίζοντας ότι θα καταφέρει να σχεδιάσει κάτι που θα μοιάζει με το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα». Θα έρθει αντιμέτωπος με τον Πρόεδρο Mattarella, εγγυητή των συμφερόντων της ΕΕ και των οικονομικά ισχυρών, καθώς και με τους 26 Υπουργούς που συγκεντρώνονται στις Βρυξέλες έτοιμοι να μπλοκάρουν κάθε κοινωνική δαπάνη που υπερβαίνει τα όσα προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας και οι λοιποί ευρωπαϊκοί περιορισμοί.

Ο αρχηγός της Λέγκας, Matteo Salvini, θα έχει πιο εύκολο έργο στο Υπουργείο Εσωτερικών. Μετακινώντας πόρους από την υποδοχή των προσφύγων στην λεγόμενη «ασφάλεια», θα μπορέσει να συνεχίσει την σωβινιστική και ξενοφοβική του προπαγάνδα. Το ίδιο ισχύει και για τον Υπουργό Οικογενειακών Υποθέσεων, ένα άτομο αντιδραστικό και κατά των αμβλώσεων.

Πέρα από τη ρατσιστική προπαγάνδα, ο συμβιβασμός με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ διευκολύνει μια ουδέτερη στάση των «αγορών» σε σχέση με τη χώρα μας, με τίμημα όμως τον πλήρη ευθυγραμμισμό με τις πολιτικές των Βρυξελλών για τους προϋπολογισμούς. Αυτό σημαίνει (σχεδόν) μηδενικούς πόρους για την υλοποίηση της «προγραμματικής συμφωνίας»· πράγματι, αυτή θα πρέπει να κινηθεί σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση με περικοπές και «μεταρρυθμίσεις» (ξεκινώντας από τις μειώσεις των συντάξεων που ζητάει η ΕΕ).

Με λίγα λόγια, υπάρχει άμεση ανάγκη για την κυβέρνηση να «αντισταθμίσει» την αδυναμία της να φέρει την «αλλαγή» που υποσχέθηκε με μέτρα επικοινωνιακού χαρακτήρα, που θα έχουν αντίκτυπο στην ψυχολογία των ανθρώπων, αλλά ασήμαντο οικονομικό κόστος. Στο μέτωπο αυτό, ο φασιστικός ρατσισμός της Λέγκας διαθέτει ένα οπλοστάσιο πολύ μεγαλύτερο και πιο «λαϊκιστικό» από τα επιχειρήματα του Beppe Grillo ενάντια στους πολιτικούς.

Η κυβέρνηση αυτή διαθέτει ένα τεράστιο πλεονέκτημα, που δεν το είχε ποτέ καμία από τις προηγούμενες: δεν υπάρχει μια αξιόπιστη κοινοβουλευτική αντιπολίτευση ως εναλλακτική. Το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) και το Forza Italia δεν πρόκειται να αμφισβητήσουν τα μέτρα οικονομικής πολιτικής με τα οποία συμφωνούν, πολλώ δε μάλλον μέτρα που έχουν συμφωνήσει λεπτομερώς με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Δημοκρατικό Κόμμα και το κόμμα «Ελεύθεροι και Ίσοι» (που αποτελείται από πρώην μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος και του κόμματος «Αριστερά Οικολογία Ελευθερία») θα περιοριστούν στο να αντιτίθενται στο φασιστικό ρατσισμό της κυβερνητικής προπαγάνδας με μια άλλη προπαγάνδα υπέρ του πολιτισμού και της προόδου, η οποία προφανώς θα αναφέρει πάντοτε ως πρότυπο την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο κόσμος της αριστεράς που επικρότησε τον Mattarella όταν παρεμπόδισε το σχηματισμό της κυβέρνησης Κινήματος 5 Αστέρων – Λέγκας πριν από λίγες ημέρες, είναι τώρα μπερδεμένος και απογοητευμένος, μιας και η κίνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας να αναγκάσει τους Salvini και Di Maio να απομακρύνουν τον ευρωσκεπτικιστή Savona από το Υπουργείο Οικονομικών, δεν είχε ως κίνητρο τον αντιφασισμό, αλλά τις υπαγορεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Είναι αναγκαία η αντιπολίτευση χωρίς εκπτώσεις, τόσο ενάντια στην κυβέρνηση, όσο και ενάντια στην κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Η κυβέρνηση αυτή είναι ένας αντιδραστικός συμβιβασμός ανάμεσα στο φασιστικό ρατσισμό και στον φιλελεύθερο ευρωπαϊσμό, ενώ η αντιπολίτευση ζητάει ακόμη περισσότερη Ευρωπαϊκή Ένωση.