Άρθρα

Δεκέμβρης του ’44: Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα

Ο Δεκέμβρης του ’44, η δεύτερη –μέσα στη δεκαετία του ’40– ένοπλη επανάσταση του ελληνικού λαού για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική απελευθέρωση, είναι η πλέον παραποιημένη και συκοφαντημένη στιγμή της ιστορίας του λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας. Επί 60 χρόνια η αντίδραση κατασυκοφαντεί το Δεκέμβρη με κάθε τρόπο, ενώ η επίσημη αριστερά τοποθετείται με το «μας επιβλήθηκε, δεν το επιδιώξαμε», θέση απολογητική απέναντι στη συκοφαντία και την παραποίηση.

Η επέτειος του Δεκέμβρη δίνει πάντα αφορμή για διάφορα δημοσιεύματα, αφιερώματα, εκδηλώσεις, με ποικιλία απόψεων αντιφατικών ή αστήριχτων, παλιών και νέων, με μικρές ή μεγάλες δόσεις αντικομμουνισμού, με κριτικές από τα δεξιά, τ’ αριστερά ή τ’ «αριστερά». Απόψεις είτε στα πλαίσια μιας ακαδημαϊκής «αντικειμενικής» ιστοριογραφίας, είτε στα πλαίσια της επιχειρούμενης το τελευταίο διάστημα «ανάποδης» (ακαδημαϊκής κι αυτής) ανάγνωσης της ιστορίας.

Πέρα απ’ τις κλασικές αντικομμουνιστικές τοποθετήσεις, ο Δεκέμβρης ερμηνεύεται με σχήματα όπως: Το ΕΑΜ θα έχανε οπωσδήποτε διότι οι άγγλοι δεν θ’ άφηναν με τίποτα την Ελλάδα απ’ τα χέρια τους και το ΕΑΜ στρατιωτικά δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί τους. Το ΕΑΜ είχε υποβαθμίσει το κοινωνικό σε σχέση με το εθνικό και επομένως δεν έβαζε θέμα εξουσίας. Ο καθορισμός του χαρακτήρα της επανάστασης σαν αστικοδημοκρατικής (στην 6η ολομέλεια του 1934) είχε σαν αποτέλεσμα το ΚΚΕ να μην θέτει ζήτημα λαϊκής εξουσίας (!). Η Σοβιετική Ένωση είχε παραχωρήσει την Ελλάδα στους άγγλους και ωθούσε το ΚΚΕ σε συμβιβασμούς. Αλλά και το αντίθετο: η Σοβιετική Ένωση ώθησε το ΚΚΕ στη σύγκρουση με τους άγγλους. Δεν υπήρχε επαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα κλπ, κλπ.

Όσοι όμως αναφέρονται στο κομμουνιστικό κίνημα έχουν καθήκον από τη μια να υπερασπίζονται την ιστορία και τους αγώνες του και απ’ την άλλη, αποτιμώντας την ιστορία να βγάζουν συμπεράσματα και να αντλούν διδάγματα για τους σημερινούς και μελλοντικούς αγώνες.

Αμέσως μετά τη γερμανική εισβολή και κατοχή ο ελληνικός λαός στη συντριπτική του πλειοψηφία συσπειρώνεται στο ΕΑΜ και στις οργανώσεις του και μάχεται με κάθε τρόπο για την απελευθέρωση απ’ τον καταχτητή, την ανεξαρτησία της χώρας και τη λαοκρατία, εκφράζοντας μέσα από αμέτρητες θυσίες τη θέλησή του να διαφεντεύει ο ίδιος τον τόπο του χτίζοντας μια κοινωνία χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση. Το ΕΑΜ, η μόνη νομιμοποιημένη στο λαό εξουσία, είχε εκείνη τη δύναμη που θα μπορούσε να επιβάλει τη λαϊκή κυριαρχία. Η ηγεσία του κινήματος όμως ταλαντεύτηκε σε κρίσιμες στιγμές ανάμεσα στην ανοιχτή σύγκρουση και την επίτευξη συμφωνιών με τους εγγλέζους, κάνοντας μια σειρά λάθη και παραχωρήσεις προκειμένου να αποφύγει μια –αναπόφευκτη– σύγκρουση. Αν και οι προθέσεις των άγγλων να καταπνίξουν με κάθε τρόπο το λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα ήταν ξεκάθαρες για τον κάθε απλό αγωνιστή, η ηγεσία του κινήματος –αφού καταδίκασε το αντιφασιστικό κίνημα της Μ. Ανατολής– με τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας δέχτηκε την υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο της Μ. Ανατολής και τη συμμετοχή του ΕΑΜ σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας, και τελικά την αρχιστρατηγία του Σκόμπι και την υπαγωγή του ΕΛΑΣ υπό τις διαταγές του μετά την απελευθέρωση, ελπίζοντας στο σεβασμό των συμφωνιών και της λαϊκής θέλησης.

Ο «σεβασμός» των συμφωνιών φάνηκε από τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης όπου οι ταγματασφαλίτες αφήνονταν ανενόχλητοι να δολοφονούν το λαό, ενώ διατάχθηκε ο μονομερής αφοπλισμός του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής. Η διαταγή αυτή δεν γίνεται αποδεκτή, οι ΕΑΜικοί υπουργοί παραιτούνται και οργανώνεται το συλλαλητήριο της 3ης Δεκέμβρη. Η μάχη της Αθήνας αρχίζει. Όμως η ηγεσία του κινήματος και πάλι δεν προχώρησε αποφασιστικά στη σύγκρουση. Ενώ οι εγγλέζοι ενεργούσαν «σαν να βρίσκονταν σε καταχτημένη πόλη» (σύμφωνα με τις υποδείξεις του Τσώρτσιλ) και αποβίβαζαν συνέχεια στρατεύματα, η μάχη της Αθήνας αφέθηκε στον εφεδρικό ΕΛΑΣ και στο λαό της Αθήνας και του Πειραιά και ο Άρης στέλνονταν να κυνηγήσει το Ζέρβα στην Ήπειρο.

Επί ένα μήνα ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά αντιστάθηκε ηρωικά με πέτρες και οδοφράγματα ενάντια στα τανκς, με λιανοντούφεκα ενάντια στ’ αεροπλάνα. Γυναίκες και άντρες, γέροι και παιδιά, με απαράμιλλο ηρωισμό και αυτοθυσία κουρέλιασαν και γονάτισαν μια αυτοκρατορία.

Παρόλο που οι μαχητές της Αθήνας κράτησαν όλες τις συνοικίες ελεύθερες, στις 4 Γενάρη δίνεται διαταγή στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ να εκκενώσουν την Αθήνα και στις 11 του μήνα υπογράφεται ανακωχή. Αμέσως μετά την εκκένωση η αντίδραση επιδόθηκε στο έργο της «πτωματολογίας». Συνεργεία από μαχαιροβγάλτες ξέθαβαν, σκύλευαν, κομμάτιαζαν, παραμόρφωναν τα πτώματα των σκοτωμένων στις μάχες, παρουσιάζοντάς τα σαν «αγρίως σφαγιασθέντες υπό των κομμουνιστών».

Κι ενώ η θέληση των αγωνιστών και του λαού είναι να ανασυνταχθούν οι δυνάμεις και να συνεχιστεί η πάλη για το διώξιμο των καινούργιων καταχτητών και την πραγματοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας, υπογράφεται η συμφωνία της Βάρκιζας και οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης παραδίνονται άοπλοι στο μαχαίρι της αντίδρασης.

Μετά τη Βάρκιζα, χιλιάδες είναι οι φυλακισμένοι, οι εξόριστοι, οι εκτελεσμένοι. Παρακρατικές συμμορίες αλωνίζουν στην ύπαιθρο δολοφονώντας, βιάζοντας, καταστρέφοντας, ενώ στις πόλεις καθημερινά είναι τα λιντσαρίσματα αγωνιστών από ομάδες «αγανακτισμένων πολιτών». Οι καταδιωκόμενοι ξεπερνούν τις 100.000 και για να γλιτώσουν πολλοί παίρνουν τα βουνά σχηματίζοντας ένοπλες ομάδες αυτοάμυνας. Ο λαός θα ξαναπάρει τα όπλα αγωνιζόμενος για τα δίκια του, όμως θα έχει μεσολαβήσει χρόνος και καταστάσεις που θα καθορίσουν την έκβαση του νέου αυτού αγώνα.

Η υπόθεση της Εθνικής Αντίστασης και η μάχη της Αθήνας δεν χάθηκε επειδή το ΕΑΜ δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα σε στρατιωτική σύγκρουση με τους εγγλέζους. Η στρατιωτική δύναμη και υπεροπλία γίνεται «χάρτινη τίγρης» μπροστά σ’ ένα λαό που παλεύει για το δίκιο του. Κι ούτε οι εγγλέζοι θα επιχειρούσαν εύκολα στρατιωτική επέμβαση στην Ελλάδα ενώ ακόμα μαίνονταν ο πόλεμος, αν δεν υπήρχαν οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας που νομιμοποιούσαν την παρουσία τους.

Ούτε η έκβαση του αγώνα καθορίστηκε από τη στάση των σοβιετικών. Οι σοβιετικοί στα πλαίσια της αντιχιτλερικής συμμαχίας μπορεί να έκαναν συνεννοήσεις και συμφωνίες με τους συμμάχους, που είχαν όμως στρατιωτικό και όχι πολιτικό χαρακτήρα. Κι ούτε το ΕΑΜ είχε ανάγκη τη συνδρομή του Κόκκινου Στρατού για να απελευθερώσει και να κυριαρχήσει στη χώρα. Οι σοβιετικοί δεν κατεύθυναν το ΚΚΕ προς τον ένα ή προς τον άλλο δρόμο. (Η στάση των σοβιετικών απέναντι στο ΚΚΕ είναι ένα ζήτημα, αλλά εδώ στεκόμαστε στο αν ήταν καθοριστική για τα ελληνικά πράγματα). Τα «νεύματα», οι «συμβουλές», οι υποδείξεις παραγόντων του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος δεν συνιστούν εντολές ή γραμμή που πρέπει να ακολουθηθεί. Όμως για την ηγεσία του ΚΚΕ τα νεύματα και οι συμβουλές είχαν την ισχύ εντολών και γραμμής.

Η μάχη της Αθήνας χάθηκε γιατί δεν δόθηκαν όλες οι δυνάμεις με αποφασιστικό τρόπο για να είναι νικηφόρα.

Ο λαϊκός ξεσηκωμός του Δεκέμβρη του ’44 είναι μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία των αγώνων του λαού μας για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική απελευθέρωση. Αποτελεί παράδειγμα για όσους αγωνίζονται για να σπάσουν τις αλυσίδες της ιμπεριαλιστικής νέας τάξης, για τους καταπιεζόμενους και τους λαούς όλου του κόσμου που αρνούνται να υποταχτούν και παλεύουν για το δίκιο τους.

Ο εθνικός διχασμός του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου

Το ΟΧΙ συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια να εμφανίζεται με τον μανδύα της ενότητας και της ομοψυχίας. Ενωμένοι οι Έλληνες κάνουν θαύματα και λοιπά κλισέ. Ωστόσο η 28η Οκτωβρίου του 1940 ήταν η εναρκτήρια στιγμή ενός οργανικού και βαθύτατου διχασμού που όρισε την ελληνική κοινωνία με οξύ τρόπο σε όλη τη δεκαετία του 40 με τις τρεις ένοπλες εξεγέρσεις (Αντίσταση, Δεκέμβρης, Εμφύλιος) και τη χαρακτήρισε για πολλές δεκαετίες μετέπειτα. 

Πώς γίνεται το “εθνικό”, “ομόψυχο”, “ενωτικό” ΟΧΙ του 1940 να οδηγεί σε τόσο βαθύ διχασμό;

Δεν θα μας το απαντήσουν ούτε τα σχολικά βιβλία, ούτε οι σημερινές πανηγυρικές δηλώσεις των παραγόντων της πολιτικής και της πολιτείας. 

Το 1940 η αστική τάξη της χώρας και ο πολιτικός της κόσμος είναι βαθιά διχασμένοι ανάμεσα στις εκλεκτικές τους συγγένειες με το φασιστικό άξονα και στην υποχρέωσή τους να ενταχθούν στο γεωστρατηγικό και πολεμικό στρατόπεδο της μεγάλης προστάτιδας δύναμης, της Αγγλίας. Οι επιλογές έχουν γίνει ήδη εκατό χρόνια και πλέον νωρίτερα. Η ελληνική άρχουσα τάξη θα βρίσκεται στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας και αυτή η κατεύθυνση δεν πρόκειται να αμφισβητηθεί ποτέ, ακόμα και τότε που σημαντική  μερίδα της εξουσίας (Παλάτι) θελήσει να αλλάξει τον προσανατολισμό οδηγώντας στον Εθνικό Διχασμό του 1915-1917. Το καθεστώς Μεταξά μπορεί να ανακαλύπτει τη γοητεία του Μουσολίνι ή του Χίτλερ, αλλά δεν παύει να είναι δικτατορία της αστικής τάξης και δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει τις στρατηγικές της επιλογές. 

Η αστική τάξη θα πει ΟΧΙ στον φασιστικό άξονα, αλλά θα το πει έτοιμη να συνθηκολογήσει στη νέα πραγματικότητα της πανευρωπαϊκής κυριαρχίας του Τρίτου Ράιχ, βουτηγμένη στο χυδαίο πραγματισμό της δικής της επιβίωσης, ανεξαρτήτως της επιβίωσης της χώρας. Η ευκαμψία και η προσαρμοστικότητά της να υπηρετεί κάθε είδους μεγάλη δύναμη, ανεξαρτήτως αρχών και πεποιθήσεων, είναι παροιμιώδης. 

Το ΟΧΙ της άρχουσας τάξης αφορά τα οικονομικά και κοινωνικά της συμφέροντα, ευθυγραμμίζεται με την προστάτιδα δύναμή της, την Αγγλία που ως εκείνη τη στιγμή είναι ο βασικός αντίπαλος του Άξονα. Έχει κυρίως να  να κάνει με τον γεωπολιτικό της προσανατολισμό και όχι με τις αξίες της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. 

Από τη μια λοιπόν η ελληνική αστική τάξη, ο πολιτικός της κόσμος, το Παλάτι και το καθεστώς Μεταξά, λένε το ΟΧΙ. Δηλαδή δεν λένε ακριβώς ΟΧΙ, καθώς, παρά την εθνική μυθολογία της 28ης Οκτωβρίου, η απάντηση του Μεταξά ήταν το παθητικό συμπέρασμα που διατυπώνει ένας παρατηρητής των γεγονότων: “alors, c’est la guerre”.

Από την άλλη, το ΚΚΕ, δια στόματος του γραμματέα του, Ν.Ζαχαριάδη, έγκλειστου στις φυλακές της Κέρκυρας, διατρανώνει λίγες ώρες αργότερα, ένα στεντόρειο και ισχυρό ΟΧΙ. “O κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, η κάθε πόλη, σπίτι με σπίτι, πρέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα”: η διατύπωση στο περίφημο γράμμα του Ζαχαριάδη κρύβει πολύ μεγαλύτερη δύναμη, αποφασιστικότητα, εθνική αξιοπρέπεια και βούληση για αγώνα και αντίσταση από την ξεψυχισμένη αντίδραση της αστικής τάξης. 

Το τσακισμένο από τις συλλήψεις, τις εξορίες, τον χαφιεδισμό και τα βασανιστήρια, ΚΚΕ, έχει το ηθικό και πολιτικό ανάστημα να προσανατολιστεί σωστά, να συμβαδίσει με το λαϊκό αίσθημα, να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα, την εθνική και λαϊκή κυριαρχία της χώρας. Ακόμα και τότε, που η ΕΣΣΔ είναι ακόμα αμέτοχη στον πόλεμο, τηρώντας το σύμφωνο μη επίθεσης Μολότοφ – Ρίμπεντροπ για να κερδίσει χρόνο μπροστά στην αναπόφευκτη χιτλερική εισβολή, οι Έλληνες κομμουνιστές ζητούν από την πρώτη μέρα του πολέμου, μέσα από τις φυλακές και από τις εξορίες να σταλούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Και όταν, μήνες αργότερα, με τη γερμανική πλέον εισβολή, το μέτωπο καταρρέει, οι κομμουνιστές θα πάρουν τη θέση τους στην ηγεσία του λαού, επικεφαλής, εμπνευστές, πρωτεργάτες της Εθνικής Αντίστασης, χύνοντας ποταμούς αίματος για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της χώρας, την ώρα που η “φυσική ηγεσία” της χώρας, το Παλάτι και ο αστικός πολιτικός κόσμος παριστάνουν την κυβέρνηση από το Κάιρο. 

Η 28η Οκτωβρίου μπορεί να αποτυπώνει έναν παλλαϊκό κι πανεθνικό ξεσηκωμό υπεράσπισης της πατρίδας από τη φασιστική εισβολή, αλλά την ίδια στιγμή καταγράφει τη διαφορετική ποιότητα και βάθος του ΟΧΙ που είπε η άρχουσα τάξη και του ΟΧΙ που είπε το κομμουνιστικό κίνημα. 

Αυτή ακριβώς η διαφορετική ποιότητα εξηγεί τις αποκλίνουσες πορείες της Αριστεράς και της Δεξιάς κατά τη δεκαετία του 40. 

Το ένα ΟΧΙ οδηγεί στην εποποιία της Εθνικής Αντίστασης, στο ΕΑΜ, στον ΕΛΑΣ, στην ΕΠΟΝ. 

Το άλλο ΟΧΙ οδηγεί στη συνθηκολόγηση, στη λιποταξία, στη δραπέτευση στη Μέση Ανατολή ή και στη συνεργασία με τον κατακτητή.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και ο πόλεμος

Το antapocrisis.gr αναδημοσιεύει ένα αναλυτικό άρθρο του Γιάννη Σκαλιδάκη για τη στάση του ΚΚΕ κατά τον αντιφασιστικό πόλεμο, με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Το κείμενο αυτό αναδεικνύει τις διεθνείς και ελλαδικές συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώθηκε η θέση του ΚΚΕ για την ιταλική εισβολή, που ήταν και η απαρχή της εποποιίας του ΕΑΜ και της Εθνικής Αντίστασης. 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας στάθηκε συνεπές στην πάλη του ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο από την αρχή της εμφάνισης του φασιστικού φαινομένου μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και φυσικά κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής της χώρας. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου συντάχθηκε με τη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τη μετωπική δράση ενάντια στο φασισμό και σταδιακά προσάρμοσε τη γραμμή του και τη δράση του προς αυτήν την κατεύθυνση κάνοντας βασικό στοιχείο της πολιτικής του τη δημιουργία ενός παλλαϊκού μετώπου. Η έλευση της δικτατορίας Μεταξά απέβη σκληρό χτύπημα για το ΚΚΕ με αποδιοργάνωση των οργανώσεών του σε όλα τα επίπεδα, πολιτικά όμως κατάφερε να παραμείνει σε μια σωστή γραμμή υπεράσπισης της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας, με απόληξη την κατεύθυνση που έδινε το γράμμα Ζαχαριάδη για τη στάση απέναντι στην ιταλική επίθεση, στάση που οδήγησε και στη δημιουργία του ΕΑΜ στην Κατοχή. Και αυτό παρά τις απίστευτες αντιξοότητες που προκάλεσε η διάβρωση του κόμματος από τις υπηρεσίες ασφαλείας της δικτατορίας αλλά και τις στροφές στην πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς, της οποίας τμήμα παρέμενε το ΚΚΕ, στροφές που οφείλονταν στην επιλογή της Σοβιετικής Ένωσης να συνάψει σύμφωνο μη επίθεσης με τη χιτλερική Γερμανία το καλοκαίρι του 1939. Κατά κάποιο τρόπο, η εσωτερική κρίση του ΚΚΕ και το βραχυκύκλωμα των διαύλων επικοινωνίας του με την Διεθνή το προστάτευσε πολιτικά, αν μπορούμε να το θέσουμε έτσι, από την γενικότερη κρίση που μάστισε τα κομμουνιστικά κόμματα παγκοσμίως την περίοδο 1939-1941.

Στηριγμένο στις πρότερες εκτιμήσεις της Διεθνούς εναντίον του φασισμού, που είχαν γίνει για χρόνια κτήμα των στελεχών του, το ΚΚΕ και ειδικά ο γενικός του γραμματέας Νίκος Ζαχαριάδης κατάφεραν να προσανατολιστούν σωστά στη θυελλώδη πρώτη περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και αυτό παρά τις αντιφάσεις και τις διαφορετικές αποχρώσεις στις εκτιμήσεις που έβγαιναν από τα διάφορα κατακερματισμένα καθοδηγητικά κέντρα του κόμματος. Στο κείμενο που ακολουθεί θα προσπαθήσουμε να εξιστορήσουμε την πορεία αυτή του ΚΚΕ κυρίως από τα επίσημα κείμενά του και τη στάση των καθοδηγητικών στελεχών του. Δεν θα πρέπει όμως να διαφύγει στον αναγνώστη πως πέρα από την «επίσημη» αυτή ιστορία, υπήρχε η ζωντανή ιστορία των αγώνων και θυσιών των μελών και οπαδών του κόμματος που κράτησαν ψηλά τη σημαία της αντίστασης στο φασισμό και στην εγχώρια εκδοχή του δικτατορικού καθεστώτος Μεταξά-Γεωργίου Β΄, συνέπλευσαν και στήριξαν το λαϊκό αίσθημα απόκρουσης της επίθεσης του ιταλικού φασισμού και εντέλει πρωτοστάτησαν στη δημιουργία του μεγαλειώδους κινήματος Αντίστασης ενάντια στην κατοχή της χώρας από τον Άξονα.

Η πολιτική του ΚΚΕ στο μεσοπόλεμο ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο

Το ξετύλιγμα του μίτου της μετωπικής πολιτικής του ΚΚΕ ξεκινά από την 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1934. Σε αυτήν πήραν μέρος, εκτός από τον Νίκο Ζαχαριάδη, και οι σημαντικότεροι πρωταγωνιστές του μετέπειτα εαμικού εγχειρήματος, μεταξύ άλλων οι Γιάννης Ζέβγος, Γιάννης Ιωαννίδης, Μήτσος Παρτσαλίδης, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Πέτρος Ρούσος, Γιώργης Σιάντος, Χρύσα Χατζηβασιλείου. Το σώμα αυτό έμεινε γνωστό για την ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας και τον καθορισμό του χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης στην Ελλάδα ως «αστικοδημοκρατικού χαραχτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση». Έμπαινε δε ως καθήκον της πολιτικής δράσης του κόμματος η πάλη ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο.[1]

Ο Χίτλερ βρισκόταν ήδη στην εξουσία από τις αρχές του 1933 και ο φασισμός σε άνοδο στην Ευρώπη, όταν προσδιορίστηκε ως «ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο σωβινιστικών, πιο αντιδραστικών και πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου» από την 13η Ολομέλεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς το φθινόπωρο του 1933. Στο 14ο συνέδριο του ΚΚΣΕ τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 1934 επισημάνθηκε ο κίνδυνος για την ειρήνη από την άνοδο του φασισμού ενώ στις αρχές Φεβρουαρίου μαζικές συγκρούσεις έλαβαν χώρα σε Παρίσι και Βιέννη ανάμεσα σε σοσιαλιστές και κομμουνιστές εργάτες ενάντια στις προσπάθειες φασιστικού πραξικοπήματος και στις δυνάμεις του Ντόλφους αντίστοιχα.[2]

Μέσα σε αυτό το κλίμα πραγματοποιήθηκε η 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ. Το ΚΚΕ βαθμιαία και με αντιφάσεις θα προσπαθήσει να εφαρμόσει στην πράξη τακτικές μετωπικής πολιτικής, που αρχικά θα έρθουν σε αντίθεση με τη στρατηγική του, που παρέμενε η εργατοαγροτική επανάσταση στην Ελλάδα και η δημιουργία εργατοαγροτικής κυβέρνησης, σύμφωνα με το σύνθημα του 5ου συνεδρίου του ΚΚΕ που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1934.[3] Η πορεία προς τον φασισμό στην Ελλάδα και η ανάγκη οργάνωσης ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου τονίζονταν στις αποφάσεις του συνεδρίου.[4] Η τακτική του ενιαίου μετώπου έπρεπε να γίνει «από τα κάτω», μέσα στα συνδικάτα και με τη διάλυση «της μαζικής βάσης του σοσιαλφασισμού».[5] Μέσα στο πλαίσιο αυτό μπορεί να ερμηνευτεί και η καθαρή αλλαγή της θέσης του ΚΚΕ όσον αφορά τα εθνικά ζητήματα, κυρίως με την εγκατάλειψη του συνθήματος περί ανεξάρτητης Μακεδονίας και την προβολή της θέσης για εθνική ισοτιμία των μειονοτήτων. Το εθνικό ζήτημα θα γινόταν έκτοτε βασική παράμετρος της πολιτικής του ΚΚΕ μέσα από την προβολή της εθνικής ανεξαρτησίας. Ο δε Νίκος Ζαχαριάδης στις Θέσεις του για την ιστορία του ΚΚΕ, το 1939, δεν θα διστάσει να κάνει λόγο για την ανάγκη Εθνικού Μετώπου.

Το ΚΚΕ, έχοντας υπόψη του και το σύμφωνο ενότητας δράσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας με το Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας που υπογράφηκε τον Ιούλιο του 1934, άρχισε σταδιακά να αλλάζει τη ρητορική του που μέχρι τότε καθοριζόταν από την αντιπαράθεση με τη σοσιαλδημοκρατία («σοσιαλφασισμός») και τις μεταρρυθμιστικές συνδικαλιστικές ηγεσίες. Ήδη, πριν το 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η Εκτελεστική της Επιτροπή είχε επικροτήσει την πολιτική του ΚΚ Γαλλίας και προσανατόλιζε τα κομμουνιστικά κόμματα προς μια διεύρυνση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου. Μια αρχική συμφωνία ανάμεσα στο ΚΚΕ (Μ. Τατασόπουλος), το Αγροτικό Κόμμα (Α. Τανούλας, Α. Βογιατζής, Ε. Παγούρας), το Σοσιαλιστικό Κόμμα (Στρ. Σωμερίτης), το Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Γ. Πυρπασόπουλος), τη ΓΣΕΕ (Ι. Καλομοίρης), την Ενωτική ΓΣΕΕ (Γ. Σιάντος) και τα Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα (Γ. Λάσκαρης) επιτεύχθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1934. Προέβλεπε δε κοινό αγώνα μέσω κοινών συγκεντρώσεων ενάντια σε κάθε φασιστικό πραξικόπημα, αλληλοβοήθεια μεταξύ των μελών τους σε περίπτωση φασιστικής επίθεσης αλλά και την προετοιμασία μιας γενικής απεργίας.

Την 1η Μαρτίου 1935 θα εκδηλωθεί το στρατιωτικό πραξικόπημα Πλαστήρα. Το ΚΚΕ, που είχε καταγγείλει το πραξικόπημα μέσω του Ριζοσπάστη, με απόφαση της 3ης Ολομέλειας στις 23 Μαρτίου, επέμενε στην αναγκαιότητα του ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου αλλά κατήγγειλε τους μέχρι τότε συμμάχους του ότι υποστήριξαν άλλοι το κίνημα Πλαστήρα και άλλοι τη «φασιστική τριανδρία Κονδύλη, Μεταξά, Δουσμάνη».[6] Μετά την κατάπνιξη του κινήματος, η κυβέρνηση των Λαϊκών προέβη σε μεγάλης έκτασης διώξεις που περιλάμβαναν τα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ καθώς και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Μέσα σε αυτό το κλίμα, το ΚΚΕ περιχαρακώθηκε και πάλι. Ενόψει των εκλογών της 9ης Ιουνίου 1935, προέβαλε το «Ενιαίο Μέτωπο Εργατών και Αγροτών» (ΕΜΕΑ) με σύνθημα όμως τη «Σοβιετική Ελλάδα» και απέρριψε αυτή τη φορά το ίδιο προτάσεις προεκλογικής συνεργασίας τόσο από τον Κώστα Γαβριηλίδη του ΑΚΕ όσο και από τον Γεώργιο Παπανδρέου.[7] Στις εκλογές αυτές, από τις οποίες απείχαν τα βενιζελικά και δημοκρατικά κόμματα, το ΕΜΕΑ πήρε 98.699 ψήφους (9,59%) αλλά λόγω εκλογικού συστήματος δεν εξέλεξε βουλευτές.

Μετά τις εκλογές αυτές, το ΚΚΕ έθεσε το ζήτημα δημιουργίας αντιφασιστικού-δημοκρατικού συνασπισμού. Η Κεντρική Επιτροπή στη σχετική απόφαση ανέφερε πως «το Κόμμα πρέπει θαρραλέα να προχωρήσει στην πραγματοποίηση [του συνασπισμού] χτυπώντας κάθε σεχταρισμό που στο όνομα της “αριστερής” αδιαλλαξίας και με πρόσχημα της προφύλαξης του Κόμματος από τον οπορτουνισμό το εμποδίζει να σταθεί η πρωτόβουλη και ηγεμόνα δύναμη στην αντιφασιστική-δημοκρατική συγκέντρωση των δυνάμεων του λαού».[8] Στις 5 Ιουλίου με ανοιχτό γράμμα προς τις συνδικαλιστικές ομοσπονδίες, το Σοσιαλιστικό και το Αγροτικό Κόμμα, άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις και επιτροπές, το ΚΚΕ ζήτησε την άμεση συγκρότηση πανελλαδικού Δημοκρατικού Συνασπισμού ενάντια στον φασισμό και τη μοναρχική παλινόρθωση.[9]

Το έβδομο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς

Το έβδομο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα από τις 25 Ιουλίου έως τις 21 Αυγούστου 1935 με 510 αντιπροσώπους, 371 με αποφασιστική ψήφο και 139 με συμβουλευτική ψήφο.[10] Η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ αποτελέστηκε από τους Στυλιανό Σκλάβαινα (επικεφαλής), Γιάννη Ιωαννίδη, Γιάννη Μιχαηλίδη, Μιχάλη Τυρίμο, Μιχάλη Σινάκο, Δημήτρη Σακαρέλο, Νίκο Πλουμπίδη και Ανδρέα Τσίπα.[11] Το συνέδριο αυτό ασχολήθηκε με το φαινόμενο του φασισμού και έδωσε την κλασική διατύπωση για τη φύση του:

Ο φασισμός είναι η ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών και των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου […] Ο γερμανικός φασισμός παρουσιάζεται σαν η πολεμική γροθιά της διεθνούς αντεπανάστασης, σαν ο κύριος εμπρηστής του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Το Συνέδριο προώθησε τη δημιουργία Λαϊκών Αντιφασιστικών Μετώπων, που ήταν πιθανό σε ορισμένες χώρες να φτάσουν στην εξουσία. Αναπτύχθηκε η αντίληψη της «αμοιβαίας σχέσης της πάλης υπέρ της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού» και γινόταν η εκτίμηση ότι η επαναστατική διαδικασία στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες δεν θα προχωρούσε με άμεση σοσιαλιστική επανάσταση αλλά μέσω του σταδίου της αντιφασιστικής πανδημοκρατικής πάλης.[12]

Όσον αφορά τον πόλεμο, τονίστηκε ότι αυτός από τον χαρακτήρα του θα ήταν ιμπεριαλιστικός και λόγω της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης θα μετατρεπόταν σε αντεπαναστατικό, αντισοβιετικό πόλεμο:

Για κανένα δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι ο ετοιμαζόμενος πόλεμος ακόμα και αν αρχίσει σαν πόλεμος μεταξύ δύο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, είτε σαν πόλεμος κάποιας μεγάλης δύναμης εναντίον μιας μικρής χώρας, αναπότρεπτα θα έχει την τάση να οδηγηθεί και αναπότρεπτα θα εξελιχθεί σε πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης.[13]

Η ανάλυση της κατάστασης στην Ευρώπη καθόριζε την τακτική του κομμουνιστικού κινήματος και, όπως σημείωνε ο Αλέκος Παπαπαναγιώτου, για τις μικρές χώρες αλλά και υπό ορισμένες συνθήκες και για μεγάλες δυνάμεις όπως η Γαλλία, «το καθήκον της υπεράσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας ενάντια στη φασιστική επιδρομή προτάσσεται του καθήκοντος της χρησιμοποίησης της πολεμικής κρίσης για την πραγματοποίηση της προλεταριακής επανάστασης». Όπως το διατύπωνε η Διεθνής:

Συγκεντρώνουμε τα πυρά μας ενάντια στο γερμανικό φασισμό που αποτελεί τον κύριο εμπρηστή του πολέμου στην Ευρώπη. Προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε όλες τις διαφορές που υπάρχουν στις θέσεις ορισμένων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Οφείλουμε να τις χρησιμοποιήσουμε έντεχνα προς το συμφέρον της ειρήνης, χωρίς να ξεχνούμε ούτε λεπτό την αναγκαιότητα να κατευθύνουμε το χτύπημα ενάντια στον εχθρό στη δική μας χώρα, ενάντια στο «δικό μας» ιμπεριαλισμό.[14]

Οι προσπάθειες για Παλλαϊκό Μέτωπο

Μετά την ολοκλήρωση του 7ου συνεδρίου της Διεθνούς, συνήλθε η 4η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ στις 27 και 28 Σεπτεμβρίου 1935. Το σώμα αυτό ενέκρινε τις θέσεις του 7ου συνεδρίου και προσάρμοσε τις θέσεις του όσον αφορά την αντιμετώπιση του φασισμού. Προκρίθηκε η αποκατάσταση του ενιαίου μετώπου όλων των πολιτικών και συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων. Το φασισμό και τη μοναρχία θα απέτρεπε η δημιουργία ενός παλλαϊκού μετώπου «της ελευθερίας και δημοκρατίας», στο οποίο χωρούσαν πλέον όχι μόνο τα σοσιαλιστικά και αγροτικά κόμματα και οργανώσεις αλλά και όλα τα άλλα κόμματα, όπως οι Φιλελεύθεροι, που αναφέρονται συγκεκριμένα, σε μια «ελάχιστη δημοκρατική-αντιφασιστική βάση». Το ΚΚΕ θα υποστήριζε μια δημοκρατική-αντιφασιστική κυβέρνηση στην ελάχιστη βάση της αποκατάστασης όλων των λαϊκών δημοκρατικών ελευθεριών, του χτυπήματος του φασισμού και μοναρχισμού, της γενικής αμνηστίας και της προκήρυξης ελεύθερων εκλογών με αναλογική.[15]

Όσον αφορά το ζήτημα της φασιστικής απειλής, το ΚΚΕ διακήρυττε πως «μπροστά στον άμεσο κίνδυνο φασιστικής ιταλικής επιδρομής, είτε άλλης μεγαλοϊμπεριαλιστικής (λ.χ. από την πλευρά της χιτλερικής Γερμανίας), απειλής κατά της εθνικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας, θέτει σαν υπέρτατο καθήκον του την υπεράσπιση της εθνικής ελευθερίας και θα παλέψει με όλες του τις δυνάμεις, για να κατακτήσει αυτό την ηγεμονία της πάλης […]. Το ΚΚΕ στον αγώνα αυτόν θα συνεργαστεί με όλες τις οργανώσεις και κόμματα, που θα παλαίψουν πραγματικά για την εθνική ακεραιότητα και ανεξαρτησία».[16]

Πράγματι, το ΚΚΕ απευθύνθηκε σε όλα τα δημοκρατικά κόμματα πριν το δημοψήφισμα-παρωδία του Κονδύλη προτείνοντας τη μεταξύ τους συνεννόηση και τη συγκρότηση κοινής πανελλαδικής επιτροπής αγώνα.[17] Μάλιστα, μετά και τις εξελίξεις του Σεπτεμβρίου οπότε η χώρα κυβερνιόταν ουσιαστικά δικτατορικά από τον Κονδύλη με παραμερισμό του πρωθυπουργού Τσαλδάρη και η παλινόρθωση φαινόταν να είναι επί θύραις, οι αρχηγοί των δημοκρατικών κομμάτων αποφάσισαν να προχωρήσουν σε αντιμοναρχικό μέτωπο με τον τίτλο Πανδημοκρατική Ένωση. Ωστόσο τα γεγονότα πρόλαβαν το υπό σχηματισμό μέτωπο αυτό καθώς στις 10 Οκτωβρίου ο Τσαλδάρης ανατράπηκε και σχηματίστηκε κυβέρνηση Κονδύλη με πραξικοπηματική κατάργηση της Δημοκρατίας, επαναφορά του Συντάγματος του 1911 και προκήρυξη δημοψηφίσματος για την παλινόρθωση στις 3 Νοεμβρίου.[18]

Τις εξελίξεις στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο ερμήνευε από τη σκοπιά του ο «αντιβασιλιάς» Κονδύλης στο όνομα του «βενιζελοκομμουνισμού», προχωρώντας σε ευρείας κλίμακας καταστολή με διώξεις και εκτοπίσεις, εκβιάζοντας την αποχή των δημοκρατικών κομμάτων από το δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου, το οποίο με εξόφθαλμη νοθεία επανέφερε το Γεώργιο με ποσοστό 98%.[19] Στο ενδιάμεσο διάστημα όμως προχώρησαν οι μετωπικές πολιτικές του ΚΚΕ που δεν απέτρεψαν μεν την παλινόρθωση αλλά το έφεραν πιο κοντά πολιτικά με τα αστικά δημοκρατικά κόμματα διαμορφώνοντας και τα όρια που θα καθορίσουν και τις πολιτικές συνεργασίες που θα αποτυπωθούν στην Κατοχή με το ΕΑΜ και την ΠΕΕΑ. Το ΚΚΕ πρότεινε τη δημιουργία αντιδικτατορικού μετώπου που θα συμπεριλάμβανε και το τμήμα του Λαϊκού Κόμματος που ακολουθούσε τον Τσαλδάρη και τους 22 βουλευτές του που τάσσονταν κατά της μοναρχίας. Έγιναν διαπραγματεύσεις με το Φιλελεύθερο και το Προοδευτικό Κόμμα και σχηματίστηκε συντονιστική επιτροπή με τη συμμετοχή του Καφαντάρη για το Προοδευτικό Κόμμα και του Ν. Ασκούτση, που θα στελεχώσει αργότερα την ΠΕΕΑ, για τους Φιλελεύθερους. Συμμετείχαν επίσης ο Γ. Παπανδρέου και ο Παπαναστασίου καθώς και το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τα δύο Αγροτικά Κόμματα (Τανούλα-Βογιατζή και Σοφιανόπουλου-Γαβριηλίδη).[20] Το ΚΚΕ, κατά την εφαρμογή της πολιτικής αυτής, είχε να αντιμετωπίσει τις συνεχείς υπαναχωρήσεις των συμμάχων του, ειδικά εκείνων από το χώρο των Φιλελευθέρων που όψιμα είχαν αποκτήσει επικοινωνία με το ΚΚΕ. Αυτοί δέχονταν και τις πιο έντονες πιέσεις από τον υπόλοιπο αστικό κόσμο που έπαιζαν το χαρτί του αντικομμουνισμού. Με βάση αυτή τη ρητορική, η συνεργασία με το ΚΚΕ ήταν εθνική προδοσία, «βενιζελοκομμουνιστική συνομωσία».

Το ΚΚΕ επέμεινε στη νέα γραμμή του, την οποία επαναβεβαίωσε και στο 6ο Συνέδριο του που έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 1935. Στο συνέδριο αυτό τονιζόταν ο άμεσος κίνδυνος του πολέμου που απειλούσε την Ελλάδα, κυρίως από την Ιταλία και τονιζόταν πως:

Το Κόμμα μας αν και πιστεύει ότι μια τελική εξάλειψη κάθε κινδύνου πολέμου μπορεί να γίνει μόνο με τη συντριβή της εξουσίας του κεφαλαίου, που αποτελεί την πηγή των πολέμων, εν τούτοις πάνω στη βάση της πάλης για την ειρήνη και την υπεράσπιση της χώρας από κάθε ιμπεριαλιστική επέμβαση και κατάχτηση, πρωτοστατεί στην πραγματοποίηση ενιαίου μετώπου με όλα τα κόμματα και οργανώσεις που δέχονται τη βάση της πάλης αυτής.[21]

Λίγες ημέρες πριν την κήρυξη της δικτατορίας Μεταξά, στις 22 Ιουλίου 1936 υπογράφηκε συμφωνητικό για τη δημιουργία Λαϊκού Μετώπου πάλης εναντίον του φασισμού, για την υπεράσπιση και ανάπτυξη της δημοκρατίας, ανάμεσα στο ΚΚΕ και στο Αγροτικό Κόμμα υπό τον Ιωάννη Σοφιανόπουλο.[22] Η δικτατορία Μεταξά θα ανέκοπτε βίαια την πολιτική ζωή και θα καταδίωκε ιδιαίτερα τον προοδευτικό χώρο και ειδικά τους κομμουνιστές. Οι μετέπειτα συναγωνιστές στο ΕΑΜ θα συνευρίσκονταν πλέον στις εξορίες και τις φυλακές μέχρι την κήρυξη του πολέμου.

Η δικτατορία Μεταξά και η πρόσληψη του πολέμου από το ΚΚΕ

Η δικτατορία Μεταξά προέβη σε πρωτοφανείς, ακόμα και για την Ελλάδα του μεσοπολέμου, πολιτικές διώξεις που εκτείνονταν σε όλο το πολιτικό φάσμα. Την τιμητική του είχε φυσικά το ΚΚΕ. Με τις διαβόητες μεθόδους του Μανιαδάκη, – φυλακές και εξορίες, ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια, ρετσινόλαδο και πάγος– εξαπολύθηκε ένα πογκρόμ όχι μόνο ενάντια στα στελέχη και τα μέλη του κόμματος με τις οικογένειες τους αλλά και στους οπαδούς, φίλους και συμπαθούντες. Το περίφημο εύρημα του πολυμήχανου υπουργού Ασφαλείας ήταν οι δηλώσεις μετανοίας, με τις οποίες προσδοκούσε να διαλύσει τον οργανωτικό ιστό του ΚΚΕ και να εξευτελίσει τα θύματά του. Ο υπερβάλλων ζήλος βέβαια των οργάνων του καθεστώτος οδήγησε σε μια βιομηχανία δηλώσεων, που παρουσίαζε ένα ΚΚΕ στελεχωμένο με δεκάδες χιλιάδες μέλη, πράγμα που δεν ήταν στις αρχικές επιδιώξεις του εμπνευστή τους. Το αποτέλεσμα πάντως ήταν μια πραγματική λαίλαπα για το ΚΚΕ με το σύνολο σχεδόν των στελεχών του στα χέρια της δικτατορίας. Η καρδιά του κόμματος θα χτύπαγε πλέον στην Ακροναυπλία, στον Άη Στράτη, στις φυλακές και τους υπόλοιπους τόπους εξορίας.

Ως τον Νοέμβριο του 1936 είχαν συλληφθεί πάνω από 1.000 μέλη και στελέχη και ανάμεσά τους ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Γιώργος Σιάντος (που θα δραπετεύσει και θα ξανασυλληφθεί), ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο Κώστας Θέος. Άλλα στελέχη που κατόρθωσαν να διαφύγουν, συνελήφθησαν τον Απρίλιο του 1938 –ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Βασίλης Νεφελούδης, ο Στυλιανός Σκλάβαινας και άλλα 80 μέλη και στελέχη, ανάμεσά τους και ο γραμματέας της ΟΚΝΕ Χρήστος Μαλτέζος που θα πεθάνει από τα βασανιστήρια στη φυλακή της Κέρκυρας. Με το τελευταίο αυτό χτύπημα άρχισε και η πλήρης αποδιοργάνωση του ανώτερου επιπέδου του κόμματος που θα καταλήξει σε δύο διαφορετικές καθοδηγήσεις με διαφορετικές γραμμές σκορπίζοντας σύγχυση στη βάση. Από την καθοδήγηση που απέμεινε και αποτελούνταν από ένα μόνο μέλος του Πολιτικού Γραφείου, τον Σιάντο και τρία μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, τους Νίκο Πλουμπίδη, Γρηγόρη Σκαφίδα και Δημήτρη Παπαγιάννη, θα συλληφθούν επίσης όλοι εκτός από τον τελευταίο, ο Πλουμπίδης τον Μάιο και οι Σιάντος-Σκαφίδας τον Νοέμβριο του 1939. Οι εποχές όμως είχαν αλλάξει επίσης. Στις 23 Αυγούστου 1939 είχε υπογραφεί το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης και την 1η Σεπτεμβρίου είχε ξεκινήσει ο πόλεμος στην Ευρώπη με την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία.

Μέσα στη δικτατορία πραγματοποιήθηκαν τρεις ολομέλειες της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, η 3η τον Φεβρουάριο του 1937, η 4η τον Αύγουστο του 1937 και η 5η τον Φεβρουάριο του 1939. Ανάμεσα στα σώματα αυτά και ειδικά ανάμεσα στα δύο πρώτα και στο τρίτο η πορεία προς τον πόλεμο ήταν ραγδαία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Τον Μάρτιο του 1938 θα πραγματοποιηθεί η βίαιη προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους θα υπογραφεί η Συμφωνία του Μονάχου ανάμεσα στη Γερμανία και τις Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία, με την οποία οι δεύτερες έδιναν τη συγκατάθεσή τους για την κατάληψη μέρους της Τσεχοσλοβακίας από τον Χίτλερ. Τον Φεβρουάριο του 1939 οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας θα αναγνωρίσουν το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο και θα διακόψουν τις διπλωματικές τους σχέσεις με τη δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας.

Από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας Μεταξά, το ΚΚΕ συμπέραινε πως η Ελλάδα είχε προσδεθεί στο άρμα του γερμανικού φασισμού. Η 3η Ολομέλεια ανέφερε πως η δικτατορία είχε μετατρέψει τη χώρα σε στρατηγικό στήριγμα του φασισμού και είχε αναλάβει να παίξει το ρόλο του χιτλερικού χωροφύλακα στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο.[23] Προέτασσε δε την ανάγκη συγκρότησης Λαϊκού Μετώπου για το διώξιμο της δικτατορίας Μεταξά και πρότεινε το σχηματισμό προσωρινής αντιδικτατορικής κυβέρνησης για την αποκατάσταση των λαϊκών ελευθεριών και τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών. Λίγους μήνες μετά, η 4η Ολομέλεια ήταν στην ίδια γραμμή αλλά σε αυτήν έμπαινε πιο επιτακτικά το πρόβλημα του πολέμου. Το διώξιμο του Μεταξά και η αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας ήταν επίσης «εγγύηση για την ακεραιότητα και ανεξαρτησία της Ελλάδας». Όπως σημειώνει ο Θανάσης Χατζής, οι αναλύσεις της εποχής επηρεασμένες από το εξωτερικό τυπικό της δικτατορίας και τις οικονομικές σχέσεις του καθεστώτος με τη Γερμανία, τοποθετούσαν μονόπλευρα τον Μεταξά στο πλευρό του Χίτλερ και του Μουσολίνι παραβλέποντας τις σχέσεις με τον βρετανικό παράγοντα.[24] Πράγματι στο Μανιφέστο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ μετά την 4η Ολομέλεια αναλυόταν με τον τρόπο αυτό η στάση «ουδετερότητας» που διατυμπάνιζε το καθεστώς Μεταξα:

Πρέπει να πάσχει κανείς από αθεράπευτη πολιτκή μυωπία είτε από πλήρη άγνοια των πραγματικών γεγονότων για να μη δει το ξεπούλημα και το οριστικό δέσιμο της Ελλάδας στον άξονα Βερολίνου-Ρώμης και το γκρεμό όπου σέρνεται με μαθηματική ακρίβεια ο τόπος. Οι διαβεβαιώσεις του Μεταξά ότι η Ελλάδα δεν απομακρύνεται απ’ τις πατροπαράδοτες φιλίες της, έχουν τόση αξία, όση αξία είχαν και οι δηλώσεις του ότι δε θα παρεκλίνει απ’ τον κοινοβουλευτισμό στις παραμονές του πραξικοπήματός του κατά της λαϊκής κυριαρχίας. Ούτε η πολιτική της ουδετερότητας που ετοιμάζεται να λανσάρει η δικτατορία είναι δυνατό ν’ απατήσει κανένα. Κάτω από τη μάσκα της “ουδετερότητας” κρύβεται η ίδια χιτλερομουσσολινική πολιτική του Μεταξά, που σήμερα ακόμα δεν τολμάει ανοιχτά να εκδηλωθεί κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας.[25]

Όταν συνήλθε η 5η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, τον Φεβρουάριο του 1939, η απειλή του πολέμου ήταν πολύ πιο άμεση. Στην απόφαση της Ολομέλειας καταδικαζόταν η Συμφωνία του Μονάχου, ότι «εκφράζει τη θέληση του μεγάλου αγγλογαλλλικού κεφαλαίου να συμβιβαστεί με το φασιστικό άξονα αφίνοντας σ’ αυτόν ελεύθερο πεδίο δράσης σε βάρος των μικρών κρατών και της Σοβιετικής Ένωσης». Μπροστά στη γενικευμένη απειλή του παγκοσμίου πολέμου, το ΚΚΕ διακήρυττε πως αγωνιζόταν για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας. Έβαζε όμως μια παράμετρο, που θα προκαλούσε την αντίδραση της Κομμουνιστικής Διεθνούς –διακήρυττε πως ο μεγαλύτερος εχθρός της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της χώρας βρισκόταν στην Αθήνα και ήταν η «μοναρχοφασιστική δικτατορία».[26]

Ο άμεσος όμως κίνδυνος του πολέμου που έγινε χειροπιαστός με την εισβολή της Ιταλίας στην Αλβανία τον Απρίλιο του 1939 έκανε πιο επιτακτική την ανάγκη του ΚΚΕ για συγκεκριμένες θέσεις και έδειξε τα κενά στα συμπεράσματα της 5ης Ολομέλειας. Στις 10 Απριλίου, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ εξέδωσε προκήρυξη προς τον ελληνικό λαό και το στρατό. Σε αυτήν τονιζόταν πως η ανεξαρτησία και η ακεραιότητα της χώρας κινδύνευαν άμεσα, αλλά επέμενε πως ο μεγαλύτερος εχθρός ήταν η «βασιλομεταξική δικτατορία» και καλούσε τους εφέδρους να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους εναντίον της. Ο Σιάντος στην 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 1942 αποκάλυψε πως ο Ζαχαριάδης είχε στείλει μήνυμα από τις φυλακές της Κέρκυρας στην καθοδήγηση του κόμματος παρατηρώντας πως για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας το ΚΚΕ μπορούσε να συμπράξει και με αυτόν ακόμα τον Μεταξά ζητώντας ορισμένες προϋποθέσεις (λαϊκές ελευθερίες) που θα βοηθούσαν στην ενότητα και μαχητικότητα του λαού. Αλλά, σύμφωνα με ένα άλλο μέλος του Πολιτικού Γραφείου, τον Δημήτρη Παπαγιάννη, και ο ίδιος ο Σιάντος, πριν την υπόδειξη του Ζαχαριάδη και τις οδηγίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που θα δούμε παρακάτω, είχε αποφασίσει πως έπρεπε να αλλάξει η γραμμή του κόμματος. Όπως παρατήρησε ο Αλέκος Παπαπαναγιώτου, αυτήν την αντίληψη ανέπτυξε περαιτέρω ο Ζαχαριάδης στις «Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ» που συνέταξε τον Ιούνιο του 1939, στον πρόλογο των οποίων ανέφερε:

Ο φασισμός είναι άμεσος εχθρός μας εξωτερικά, γιατί απειλεί την ακεραιότητα και ανεξαρτησία, και εσωτερικά, γιατί μας θέλει είλωτες, δηλαδή μας θέλει και μας κάνει ανίκανους να υπερασπίσουμε τη λευτεριά μας εσωτερικά και εξωτερικά.

Και ο λαός θα είχε σαρώσει την πανούκλα της τετάρτης Αυγούστου, αν η απειλή του Μουσολίνι-Χίτλερ δε συγκέντρωνε όλη την προσοχή του. Περνάμε στιγμές δύσκολες. Και τις δυσκολίες αυτές μπορεί να τις αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μόνο ένα εθνικό μέτωπο.

Το εθνικό μέτωπο θα συγκεντρώσει όλους που καταλαβαίνουν ότι μόνο μια πραγματική εσωτερική ενότητα θα επιτρέψει την πανελλαδική παλλαϊκή πανστρατιά, που με τη βοήθεια του παγκόσμιου αντιφασισμού, θα χαλάσει τα σχέδια του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Μια τέτοια εσωτερική ενότητα είναι δυνατή μονάχα αν αποκατασταθεί εσωτερικά η λαϊκή λευτεριά και αν εξυπηρετηθεί το πραγματικό λαϊκό συμφέρον.

Σύμφωνα με τον Παπαπαναγιώτου, αυτές οι διατυπώσεις ήταν το προανάκρουσμα του γράμματος Ζαχαριάδη και κατέτασσαν το ΚΚΕ στις πιο προωθημένες δυνάμεις του κομμουνιστικού κινήματος ως προς την αντίληψη του εθνικού μετώπου για την αντιμετώπιση του φασισμού.[27]

Οι σχέσεις Κομμουνιστικής Διεθνούς και ΚΚΕ

Το ΚΚΕ από τα πρώτα βήματά του συνδέθηκε με την Κομμουνιστική Διεθνή και από το 1924, στο 3ο (έκτακτο) συνέδριό του μετονομάστηκε από «Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (Κομμουνιστικό)» σε «Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας – Ελληνικό Τμήμα Κομμουνιστικής Διεθνούς» (ΚΚΕ – ΕΤΚΔ). Όντως η Διεθνής έλεγχε και καθοδηγούσε το κόμμα, με πιο γνωστή περίπτωση παρέμβασης την Έκκληση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ τον Νοέμβριο του 1931 «Προς τα μέλη του ΚΚΕ» για το σταμάτημα της εσωκομματικής κρίσης και τον ορισμό νέου Πολιτικού Γραφείου με τριμελή γραμματεία από τους Νίκο Ζαχαριάδη, Νίκο Κωνσταντινίδη-Ασημίδη και Γιάννη Μιχαηλίδη. Οι σχέσεις όμως της Κομμουνιστικής Διεθνούς με το ελληνικό τμήμα της δεν ήταν γενικά και τόσο στενές, αν συγκριθούν π.χ. με τα αντίστοιχα βαλκανικά κόμματα. Οικοδομήθηκε σταδιακά μια αντίληψη ότι το ελληνικό κόμμα ήταν υποδεέστερο και υποτιμήθηκε ο ρόλος του στα πλαίσια των οργάνων της Διεθνούς. Η επικοινωνία μεταξύ της Διεθνούς και του ελληνικού της τμήματος δεν ήταν άμεση αλλά περνούσε μέσα από τη διαμεσολάβηση της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας και αργότερα των υπόλοιπων βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων. Στα καθοδηγητικά όργανα της Διεθνούς (Εκτελεστική Επιτροπή, Γραμματεία, Προεδρείο) δεν συμμετείχαν ποτέ Έλληνες ως μόνιμα μέλη αλλά μέλη του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ έπαιρναν μέρος διαδοχικά ως αντιπρόσωποι του ΚΚΕ στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ.[28]

Η επιβολή της δικτατορίας Μεταξά και τα απανωτά χτυπήματα στο καθοδηγητικό επίπεδο του ΚΚΕ έκαναν ακόμη πιο δύσκολη, έως απαγορευτική, την επαφή του κόμματος με τη Διεθνή και γενικότερα με το εξωτερικό. Η επαφή του ΚΚΕ με την Διεθνή την περίοδο εκείνη γινόταν μέσω της αντιπροσωπεία της Διεθνούς στο Παρίσι. Το μέλος του ΚΚΕ Δημήτρης Σακαρέλος (Ζωγράφος), που βρισκόταν στο Παρίσι από το 1934, αφότου δραπέτευσε από τις ελληνικές φυλακές, ορίστηκε στα τέλη του 1938 από την ΚΔ προσωρινός εκπρόσωπος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για την επαφή μεταξύ των δύο μερών.

Το καλοκαίρι του 1939 η ανασυγκροτημένη Κεντρική Επιτροπή από τους Σιάντο-Θέο πήρε ένα έγγραφο με οδηγίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Με ημερομηνία αποστολής 29 Ιουλίου 1939 (ένα περίπου μήνα πριν το γερμανικοσοβιετικό σύμφωνο) στάλθηκαν στον Σακαρέλο οι υποδείξεις της Διεθνούς. Σε αυτό το κείμενο, που λάμβανε υπόψη του τις αποφάσεις της 5ης Ολομέλειας, γινόταν κριτική διότι «τα συνθήματα του ΚΚΕ που προβάλλονται στην τωρινή κατάσταση, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΗ, δεν συμβάλλουν στην κινητοποίηση ενός πλατιού εθνικού μετώπου άμυνας εναντίον της ενισχυμένης απειλής επίθεσης εκ μέρους της Ιταλίας και μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρά λάθη». Η Διεθνής προσπάθησε να μετατοπίσει το κύριο βάρος των πυρών του ΚΚΕ από το καθεστώς Μεταξά στην φασιστική Ιταλία: «Ο βασικός εχθρός είναι ο άξονας Βερολίνο-Ρώμη, που στην Ελλάδα δρα κυρίως με την ιταλική πτέρυγα. Ο Μουσολίνι είναι ο σπουδαιότατος εχθρός, εναντίον του οποίου πρέπει να κινητοποιηθεί ο ελληνικός λαός. Αλλά από το κομμάτι της απόφασης του ΚΚΕ, όπου τίθεται το ζήτημα της συμπεριφοράς των κομμουνιστών σε περίπτωση επιστράτευσης, προκύπτει ότι το ΚΚΕ θεωρεί “κύριο εχθρό της χώρας” τη δικτατορία, χωρίς να παίρνει υπόψη του την εξωτερική πολιτική του Μεταξά, τη στάση του προς τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ». Η κατάληξη των υποδείξεων προοιωνίζονταν το γράμμα Ζαχαριάδη: «Αν συμβεί να επιτεθούν κατά της Ελλάδας οι φασίστες επιδρομείς (Μουσολίνι, Χίτλερ) ενώ στην εξουσία βρίσκεται η δικτατορική κυβέρνηση του Μεταξά, δεν μπορεί ούτε λόγος να γίνει για να στρέψουμε εναντίον της τα όπλα, εάν αυτή θα αντισταθεί στους επιδρομείς. Εμείς θα μαχόμαστε με όλες τις δυνάμεις εναντίον του κύριου εχθρού, των φασιστικών στρατευμάτων που εισέβαλλαν στην Ελλάδα».[29] Όταν όμως συνέβη το ενδεχόμενο που αναφερόταν στις οδηγίες, είχε προηγηθεί το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο και είχε αλλάξει η γραμμή της Διεθνούς.

Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης και το κομμουνιστικό κίνημα

Το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, συνθήκη μη επίθεσης ανάμεσα στη ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση ήταν ένα γεγονός που συντάραξε την Ευρώπη, παρά τις επαφές των δύο κρατών και τις έμμεσες προειδοποιήσεις των Σοβιετικών προς τους Δυτικούς για το ενδεχόμενο αυτό. Το κύριο ζήτημα για τη Σοβιετική Ένωση ήταν η πάση θυσία αποφυγή σύναψης μιας οποιασδήποτε μορφής συμμαχίας μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης εναντίον της. Δεν ήταν αυτό ένα απίθανο ενδεχόμενο, αντιθέτως σε πολλές ευκαιρίες εκπρόσωποι των αρχουσών τάξεων των αστικών δημοκρατιών έδειχναν πως προτιμούσαν τη συνεννόηση με τη ναζιστική Γερμανία παρά με τους επάρατους μπολσεβίκους. Το ιδανικό σενάριο για αυτούς τους κύκλους ήταν μια επίθεση του Χίτλερ ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.

Η Σοβιετική Ένωση είχε προσπαθήσει μάταια για μεγάλο χρονικό διάστημα να συνάψει συμμαχία με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία εναντίον του Χίτλερ. Ακόμα όμως και μετά την παραβίαση της Συμφωνίας του Μονάχου από τους Γερμανούς, με την κατάληψη ολόκληρης της Τσεχίας και την ανεξαρτητοποίηση της Σλοβακίας, οι Αγγλογάλλοι δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να συγκρουστούν με τον Χίτλερ, τον οποίο ακόμα έβλεπαν σαν ένα αποδεκτό ανάχωμα στον κομμουνισμό. Σταθμίζοντας τα δεδομένα αυτά, οι Σοβιετικοί προχώρησαν σε συμφωνία με τους Γερμανούς καταφέρνοντας τουλάχιστον να καθυστερήσουν την εμπλοκή τους στον πόλεμο. Επιτρέποντας δε στον Χίτλερ να επιτεθεί στην Πολωνία, ενέπλεκαν αμετάκλητα τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία σε έναν πόλεμο που εκείνες ήθελαν να στραφεί αποκλειστικά στην Ανατολή.[30] Η απόφαση αυτή των Σοβιετικών δεν ήταν χωρίς κόστος. Αλλά με βάση τις εκτιμήσεις τους για τις πιθανές εξελίξεις του πολέμου, ήταν διατεθειμένοι για να πετύχουν το βασικό τους στόχο, να υποστούν τις –δευτερεύουσες για εκείνους– συνέπειες.

Ένα μεγάλο ζήτημα που ανέκυψε ήταν η στάση της Κομμουνιστικής Διεθνούς σε σχέση με τις κρατικές επιλογές της Σοβιετικής Ένωσης. Εξαρχής ήταν δεδομένο πως η υπεράσπιση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, του κέντρου του κομμουνιστικού κινήματος ήταν η προτεραιότητα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και φυσικά της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν κεντρικό σύνθημα των κομμουνιστικών κομμάτων όλου του κόσμου. Αυτή η αντίληψη όμως συνεπαγόταν την απόλυτη συμφωνία της Διεθνούς με τις επιλογές της Σοβιετικής Ένωσης και συνέπλεκε με αυτόν τον τρόπο τα καθήκοντα του κομμουνιστικού κινήματος παγκόσμια με τις επιλογές ενός συγκεκριμένου κράτους. Όπως ανέλυσε ο Γιάννης Χοντζέας, σταδιακά δημιουργήθηκε ένα «σύστημα», δηλαδή ένα σύνολο, άγραφων κατά κύριο λόγο, κανόνων και παραδόσεων που ρύθμιζαν τις σχέσεις ανάμεσα στα τμήματα της Διεθνούς και στο ουσιαστικό κέντρο που ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης. Το «σύστημα» αυτό, που αρχικά βοήθησε την ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος παγκόσμια, εξελίχτηκε σε μια παραμόρφωση της έννοιας της μονολιθικότητας σε υποταγή άνευ όρων σε ένα κέντρο, με οργανωτικές και πολιτικές παρενέργειες.[31]

Στην περίπτωση του γερμανοσοβιετικού συμφώνου το αποτέλεσμα ήταν ότι μια αλλαγή στην πολιτική της Σοβιετικής, αλλαγή που σαφώς έπρεπε να έχει τα στοιχεία της πρωτοβουλίας άρα και του αιφνιδιασμού, έπρεπε να αλλάξει την πολιτική γραμμή και συνθηματολογία όλων των κομμουνιστικών κομμάτων. Και αυτό σε συνθήκες ουσιαστικά πολέμου, με ανοιχτά τα ζητήματα τακτικής και συμμαχιών. Οπωσδήποτε επρόκειτο για μια εξαιρετική δύσκολη κατάσταση, που θα περιπλεκόταν ακόμη περισσότερο με την επίσημη κήρυξη του πολέμου. Η ευθυγράμμιση των κομμουνιστικών κομμάτων δεν θα γινόταν δίχως απώλειες και αποπροσανατολισμούς.

Μέχρι το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο ακολουθείτο η γραμμή του 7ου συνεδρίου της Διεθνούς δηλαδή υποστηριζόταν η δημιουργία ενός μετώπου ειρήνης ενάντια στη χιτλερική Γερμανία και για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο τόνος ήταν ξεκάθαρα εναντίον του φασισμού ως εμπρηστή του πολέμου, της ναζιστικής Γερμανίας ενώ υπήρχε η εκτίμηση πως ο πόλεμος των μικρών ευρωπαϊκών χωρών θα είχε εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα. Στις 15 Ιουλίου 1939, με αφορμή την επικείμενη επέτειο των 25 χρόνων από τη κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γραμματεία της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΕΕΚΔ) έστειλε οδηγίες με αυτό το πνεύμα προς τα κομμουνιστικά κόμματα:

Είναι απαραίτητο να αξιοποιηθεί η 1η Αυγούστου, 25η επέτειος του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου, για μια εκστρατεία κατά των φασιστών επιδρομέων, για την καταγγελία της διπρόσωπης πολιτικής της αγγλικής και της γαλλικής κυβέρνησης, οι οποίες παρατείνουν τις συνομιλίες με την ΕΣΣΔ, με στόχο την προετοιμασία νέας συνθηκολόγησης, ενός δευτέρου Μονάχου. Είναι αναγκαίο να ξεδιπλωθεί μια ανελέητη κριτική κατά των συνθηκολόγων από τη Β΄ και τη Διεθνή του Αμστερνταμ, που βοηθούν το φασισμό να στραγγαλίσει την Ισπανική Δημοκρατία, να διαμελίσει και να καταλάβει την Τσεχοσλοβακία, που διεξάγουν αντισοβιετική εκστρατεία και διασπούν το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και την ενότητα του αντιφασιστικού κινήματος. Είναι αναγκαίο με κάθε δύναμη να υπογραμμισθεί η σημασία της παραπέρα πάλης για τη δημιουργία ενιαίου εργατικού και λαϊκού μετώπου για μια παγκόσμια εργατική συνδιάσκεψη. Είναι αναγκαίο να ξεκαθαριστεί στις μάζες η θέση της εργατικής τάξης απέναντι στο σημερινό πόλεμο σε διάκριση προς εκείνον του 1914-18. Είναι αναγκαίο να τονισθούν οι ιδέες του προλεταριακού διεθνισμού, η υπεράσπιση της ΕΣΣΔ, της πατρίδας των εργαζομένων όλων των χωρών.[32]

Ακόμα και τις παραμονές της σύναψης του συμφώνου, στις 22 Αυγούστου, η Γραμματεία της ΕΕΚΔ, μη γνωρίζοντας προφανώς ποια έκβαση θα είχαν οι γερμανοσοβιετικές συνομιλίες, δεν είχε αλλάξει τη γραμμή της προσπαθώντας όμως παράλληλα να προβάλλει θετικά μια ενδεχόμενη συμφωνία. Έτσι, χωρίς να αποκλείει ακόμη τη συμφωνία της Σοβιετικής Ένωσης με τη Βρετανία και τη Γαλλία εναντίον της Γερμανίας υποδείκνυε στα κομμουνιστικά κόμματα «να συνεχίσουν με ακόμη μεγαλύτερη ενεργητικότητα τη μάχη κατά των επιδρομέων, ιδίως εναντίον του γερμανικού φασισμού». Από την άλλη, υποστήριζε ότι η ενδεχόμενη συμφωνία μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας θα ακύρωνε τα σχέδια των Δυτικών να στραφεί η επίθεση εναντίον της πρώτης, θα διαιρούσε τους εισβολείς (Γερμανούς και Ιάπωνες) και θα ενεργούσε με αυτόν τον τρόπο υπέρ της γενικής ειρήνης. Αλλά ακόμα και η σύναψη συμφώνου μη επίθεσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας δεν απέκλειε «τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα της συμφωνίας μεταξύ της Αγγλίας, της Γαλλίας και της ΕΣΣΔ για κοινή απόκρουση των εισβολέων». [33]

Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο, παρά τα αναμφισβήτητα οφέλη για τη Σοβιετική Ένωση, είχε τρομερό αντίκτυπο στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, στις οποίες διαμορφωνόταν η αντιφασιστική ιδεολογία και είχε ανέβει το κύρος της Σοβιετικής Ένωσης και ακόμα μεγαλύτερο στα ίδια τα κομμουνιστικά κόμματα. Πανευρωπαϊκά το σύμφωνο έγινε καταλύτης για μια μεγάλη πολιτική επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και των κομμουνιστικών κομμάτων σε κάθε χώρα. Στη Γαλλία, ελάχιστο διάστημα μετά τη διακυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, το Κομμουνιστικό Κόμμα συνταραζόταν από εσωτερικές συγκρούσεις λόγω του συμφώνου ενώ μετά την εισβολή των Σοβιετικών στην Πολωνία, κηρύχτηκε παράνομο και τα στελέχη του κυνηγήθηκαν και φυλακίστηκαν. Σε πολλές χώρες η αποδοχή του συμφώνου από τα κομμουνιστικά κόμματα δεν ήταν χωρίς αντιδράσεις σε κάθε επίπεδο. Η κατάσταση αυτή περιπλέχτηκε περαιτέρω με την κήρυξη του πολέμου την 1η Σεπτεμβρίου 1939.

Τα κομμουνιστικά κόμματα, ακολουθώντας τις προγενέστερες γενικές οδηγίες της Διεθνούς τάχθηκαν υπέρ της υπεράσπισης της Πολωνίας και της αποφασιστικής αντίστασης στους φασίστες εισβολείς. Σε Γαλλία και Βρετανία, τα κομμουνιστικά κόμματα υπερθεμάτιζαν στις πολεμικές προετοιμασίες των χωρών τους εναντίον της Γερμανίας. Την κατάσταση αυτή θα προσπαθούσε να αλλάξει η Σοβιετική Ένωση για να ευθυγραμμίσει την πολιτική των κομμάτων αυτών με τη νέα τακτική της που οριζόταν από το σύμφωνο μη επίθεσης. Στις 7 Σεπτεμβρίου, σε συζήτηση του Στάλιν με τους Μόλοτοφ και Ζντάνοφ και του Δημητρόφ εκ μέρους της Διεθνούς, η τοποθέτηση του πρώτου ήταν πως με την έναρξη του πολέμου στη συγκεκριμένη του μορφή, δεν ίσχυε πλέον η διάκριση μεταξύ δημοκρατίας και φασισμού: «Κατά τη διάρκεια του μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών πόλεμου αυτό δεν είναι πια σωστό. Η διάκριση των καπιταλιστικών χώρων σε φασιστικές και δημοκρατικές έχασε την προηγούμενη σημασία της».[34]

Με βάση τη στάση αυτή της σοβιετικής ηγεσίας και τη σχέση Σοβιετικής Ένωσης και Κομμουνιστικής Διεθνούς, άλλαξε και η γραμμή της τελευταίας για τον πόλεμο, σύμφωνα με τις οδηγίες που διαμορφώθηκαν από την προηγούμενη συζήτηση:

Η τακτική των κομμουνιστικών κομμάτων κατά το παρόν στάδιο του πολέμου σε όλες τις εμπόλεμες χώρες συνίσταται στο να πάρουν θέση κατά του πολέμου, να αποκαλύψουν τον ιμπεριαλιστικό του χαρακτήρα, να ψηφίσουν, εκεί όπου υπάρχουν κομμουνιστές βουλευτές, κατά των πολεμικών δαπανών, να πουν στις μάζες ότι ο πόλεμος δεν θα τους προσφέρει τίποτε, εκτός από βάσανα και καταστροφές. Στις ουδέτερες χώρες να ξεσκεπασθούν οι κυβερνήσεις, που υπερασπίζονται την ουδετερότητα για τις δικές τους χώρες, αλλά στηρίζουν τον πόλεμο σε άλλες χώρες, με σκοπό το κέρδος, όπως κάνει η κυβέρνηση των ΗΠΑ, ως προς την Ιαπωνία και την Κίνα. Τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει παντού να περάσουν σε αποφασιστική επίθεση κατά της προδοτικής πολιτικής της σοσιαλδημοκρατίας.[35]

Πλέον δεν ήταν ο φασισμός και ο Άξονας ο κύριος εχθρός αλλά ο πόλεμος αντιμετωπιζόταν ως ενδοϊμπεριαλιστικός και στηλιτεύονταν οι Δυτικοί ως εμπρηστές του πολέμου εξίσου αν όχι παραπάνω από τους Γερμανούς.[36] Στο επίσημο όργανο της Κομμουνιστικής Διεθνούς αναφερόταν πως η Βρετανία και η Γαλλία είχαν κηρύξει τον πόλεμο στον Χίτλερ γιατί αυτός είχε αθετήσει την υπόσχεσή του να επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση. Οι αστικές τάξεις των χωρών αυτών ήθελαν να καταστρέψουν τους ανταγωνιστές τους στην Ιταλία και τη Γερμανία. Η εργατική τάξη δεν έπρεπε να πάρει μέρος αλλά να βάλει τέλος «σε αυτόν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο».[37] Είναι προφανές πως αυτή η γραμμή συντάραξε τα κομμουνιστικά κόμματα ανά τον κόσμο. Τη νέα πολιτική γραμμή δεν αποδέχτηκαν αρχικά τα κομμουνιστικά κόμματα των ΗΠΑ, του Καναδά, του Βελγίου, της Νορβηγίας. Το ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας συνέχισε για αρκετό διάστημα την προηγούμενη γραμμή του για διμέτωπο πόλεμο –εναντίον του γερμανικού φασισμού και εναντίον της κυβέρνησης Τσάμπερλεν.

Από το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο στον ελληνοϊταλικό πόλεμο

Στην Ελλάδα επίσης το σύμφωνο και η ερμηνεία του έγιναν δυσεπίλυτο πρόβλημα για τους κυνηγημένους κομμουνιστές. Ο Παπαγιάννης, μόνος από τον παλιό ηγετικό πυρήνα που ήταν ασύλληπτος στα τέλη του 1939 συγκρότησε ένα νέο καθοδηγητικό κέντρο μαζί με τους Βαγγέλη Κτιστάκη, Χρήστο Κανάκη, Σταματίνα Βιτσαρά και άλλους. Το όργανο αυτό θα μείνει γνωστό ως η «Παλαιά Κεντρική Επιτροπή» (ΠΚΕ). Έχοντας επαφή με τον κρατούμενο στο σανατόριο «Σωτηρία» Νίκο Πλουμπίδη θα προσπαθήσει να αποτελέσει τη συνέχεια της νόμιμης καθοδήγησης του κόμματος. Η ΠΚΕ κρατούσε επαφή με διάσπαρτες κομμουνιστικές ομάδες που δρούσαν πλέον ανεξάρτητα ελλείψει καθοδήγησης, όπως η «Ανεξάρτητη Κομμουνιστική Ομάδα Αθήνας» και το «Μακεδονικό Γραφείο».

Η ΠΚΕ, με βάση το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο, ερμήνευε τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό και μάλιστα έστρεφε τα βέλη της κυρίως ενάντια στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία που ήταν οι κύριοι εχθροί της Ελλάδας. Τα καθήκοντα ήταν η ανατροπή της βασιλομεταξικής δικτατορίας που έσπρωχνε τη χώρα στον πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων, η συγκρότηση ενός Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας που θα οδηγούσε σε συνεργασία με τα άλλα βαλκανικά κράτη για την τήρηση ουδέτερης στάσης υπό την εγγύηση της Σοβιετικής Ένωσης.

Μάλιστα, σύμφωνα με μεταγενέστερη έκθεση του Βαγγέλη Κτιστάκη, που συμμετείχε στην Παλαιά Κεντρική Επιτροπή, τον Οκτώβριο του 1939 έφτασαν στην Ελλάδα, με την άφιξη μιας ομάδας στελεχών με επικεφαλής τον Μιλτιάδη Τιμογιαννάκη από τη Σοβιετική Ένωση μέσω Γαλλίας, νέες οδηγίες της Διεθνούς που απηχούσαν το πνεύμα μετά το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο. Με βάση αυτές, το ΚΚΕ έπρεπε να παλέψει για τη δημιουργία ενός ειρηνικού συνασπισμού των βαλκανικών κρατών με την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, πράγμα που θα επέτρεπε και την αντίσταση κατά της επιβολής της Ιταλίας στα Βαλκάνια και την πάλη εναντίον του ιμπεριαλιστικού πολέμου.[38]

Αυτή τη στάση θα κρατήσει η ΠΚΕ για το επόμενο διάστημα και μέχρι την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα. Αναπαράγοντας τις θέσεις της Διεθνούς για έναν υποτιθέμενο βαλκανικό συνασπισμό υπό τη Σοβιετική Ένωση απομακρυνόταν από την πραγματικότητα του πολέμου και των καθηκόντων που αυτός έβαζε. Η «Προκήρυξη του ΚΚΕ» που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη της 30ης Αυγούστου 1940 ήταν χαρακτηριστική του λαθεμένου προσανατολισμού που οδηγούσε σε τερατολογίες:

Λαέ της Ελλάδας, […] ο πόλεμος όπου η δικτατορία ετοιμάζεται να σκοτώσει τα παιδιά σου […] δεν είναι αγώνας για την πατρίδα μας. Είναι μια άδικη και μάταιη ανθρωποσφαγή για το χατίρι των άγγλων πλουτοκρατών […] Δεν έχει σημασία αν ο πόλεμος αυτός αρχίσει με μια εισβολή των ιταλών φασιστών […] γιατί την ιταλική εισβολή την προκαλεί αυτή τη φορά η τυχοδιωκτική πολιτική της βασιλομεταξικής δικτατορίας που δημιουργεί στη φασιστική Ιταλία ανησυχίες για την ασφάλεια των νώτων της […][39]

Ήταν επόμενο πως αυτές οι θέσεις οδήγησαν την ΠΚΕ στην πλήρη απομόνωσή της από το σώμα των μελών και οπαδών του ΚΚΕ, που από ειρωνεία της τύχης την θεωρούσαν «ασφαλίτικη» και προσέγγιζαν την πραγματικά διαβρωμένη από την Ασφάλεια «Προσωρινή Διοίκηση». Με μεγάλη καθυστέρηση από την κήρυξη του πολέμου, που έδειχνε και την αβεβαιότητα για την ορθότητα των απόψεων της, η ΠΚΕ στις 7 Δεκεμβρίου θα δημοσιεύσει μανιφέστο όπου θα εξαγγείλει ότι «τον πόλεμο τον διέταξαν οι εμπόλεμοι εγγλέζοι πλουτοκράτες» ενώ παρακάτω δηλωνόταν ότι «ο πόλεμος αυτός […] δεν μπορεί να έχει την παραμικρή σχέση με την υπεράσπιση της πατρίδας μας». Με βάση αυτές τις τραγικά εκτός τόπου και χρόνου σε σχέση με το λαϊκό αίσθημα εκτιμήσεις, η ΠΚΕ καλούσε τους στρατιώτες να αρνηθούν να πολεμήσουν πέρα από τα σύνορα αλλά να ανατρέψουν τη βασιλομεταξική δικτατορία και να επιδιώξουν την ουδετερότητα της χώρας υπό την εγγύηση της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η γραμμή δεν θα άλλαζε μέχρι τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση.[40]

Εκτός από την Παλαιά Κεντρική Επιτροπή, από τις αρχές του 1940 εμφανίστηκε και ένα δεύτερο καθοδηγητικό κέντρο του ΚΚΕ. Αυτό ήταν άλλη μια έμπνευση και δολοπλοκία της Ασφάλειας του Μανιαδάκη, που είχε κατορθώσει να χρησιμοποιήσει ανώτατα στελέχη του ΚΚΕ που είχαν υπογράψει σταδιακά δήλωση (Τυρίμος, Μανωλέας, Μιχελίδης, Τιμογιαννάκης, κ.ά.) για να δημιουργήσει μια ψεύτικη Κεντρική Επιτροπή, γνωστή ως «Προσωρινή Διοίκηση». Αυτή η ψεύτικη ΚΕ είχε τον δικό της Ριζοσπάστη, δικό της «Εσωτερικό Δελτίο» και καθοδηγούσε οργανώσεις διαβρωμένες από την Ασφάλεια. Αποτέλεσμα και αυτό της οργανωτικής διάλυσης αλλά και της πολιτικής σύγχυσης που επικρατούσε στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα εκείνη την εποχή.

Με απόφαση του έγκλειστου στις φυλακές της Κέρκυρας Νίκου Ζαχαριάδη, και τη σύμφωνη γνώμη των επίσης έγκλειστων μελών του Πολιτικού Γραφείου Μήτσου Παρτσαλίδη και Βασίλη Νεφελούδη, ο συγκρατούμενος τους επίσης μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ Γιάννης Μιχαηλίδης έκανε δήλωση για να βγει από τη φυλακή το καλοκαίρι του 1939 και να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στο κόμμα. Πολύ σύντομα όμως ο Μιχαηλίδης έπεσε και ο ίδιος στην παγίδα της «Προσωρινής Διοίκησης». Τον Μιχαηλίδη κατήγγειλαν ως όργανο της Ασφάλειας τα μέλη της καθοδήγησης του ΚΚΕ μετά τη σύλληψη του Νίκου Πλουμπίδη, ο οποίος είχε ραντεβού μαζί του. Στις 22 Νοεμβρίου θα συλληφθούν ο Γιώργης Σιάντος και ο Γρηγόρης Σκαφίδας και θα σχηματιστεί η Παλαιά Κεντρική Επιτροπή από τον Παπαγιάννη.

Στις αρχές του 1940 μεταφέρθηκε ο Νίκος Ζαχαριάδης από τις φυλακές της Κέρκυρας στην Αθήνα, σε μια προσπάθεια του Μανιαδάκη να τον φέρει σε επαφή με την «Προσωρινή Διοίκηση» ώστε να της δώσει την υποστήριξή του. Όντως ο Ζαχαριάδης ήταν πεπεισμένος πως η Ασφάλεια κρυβόταν πίσω από την ΠΚΕ με τη μορφή του Δαμιανού Μάθεση, υπεύθυνου για τις στρατιωτικές επαφές του κόμματος. Η «Προσωρινή Διοίκηση», έχοντας στα χέρια της και τα υλικά της Κομμουνιστικής Διεθνούς μετά από τη σύλληψη του Σιάντου, προωθούσε μια γραμμή υπεράσπισης της χώρας χωρίς να κάνει κριτική στο καθεστώς ούτε να επιζητά τη συνεννόηση με τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη και την Σοβιετική Ένωση. Σταδιακά κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη πολλών κομματικών οργανώσεων πριν την καταγγείλει ως όργανο της δικτατορίας ο Ζαχαριάδης τον Ιανουάριο του 1941.

Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι εκτός από τα βραχυκυκλώματα της κορυφής και τις αλλαγές γραμμής που μικρό αντίκτυπο είχαν σε συνθήκες οργανωτικής διάλυσης, σε όλη την Ελλάδα μέλη και οργανώσεις του κόμματος που δεν είχαν χτυπηθεί από το καθεστώς συνέχιζαν με κάθε τρόπο τη δράση τους. Σε αυτόν τον κόσμο δεν μπορούσαν να ριζώσουν οι απότομες αλλαγές γραμμής με το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο, που συνοδεύονταν μάλιστα από εκατέρωθεν καταγγελίες των καθοδηγητικών οργάνων για χαφιεδισμό. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι η κρίση του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος επικάλυψε τη γενικότερη κρίση που δημιούργησε το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο. Η ΠΚΕ που υποστήριζε τη νέα πολιτική, έχασε κάθε κύρος σε μια βάση που είχε ταυτιστεί για χρόνια με τα συνθήματα της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της πατρίδας και έβλεπε τον εχθρό κυρίως στον ιταλικό και γερμανικό φασισμό.

Η κήρυξη του πολέμου και το γράμμα Ζαχαριάδη

Με την κήρυξη του πολέμου και πριν προλάβει κάποιο κομματικό κέντρο να βγάλει γραμμή για τη στάση του κόμματος, οι κομμουνιστές και οι οπαδοί του ΚΚΕ έσπευσαν να καταταγούν ακόμα και εθελοντικά για να πολεμήσουν στο μέτωπο ενώ επίσης οι φυλακισμένοι και εξόριστοι κομμουνιστές ζήτησαν στα σταλούν στο μέτωπο. Ήταν αυτή η στάση απόρροια των αντιλήψεων και πεποιθήσεων που περιγράψαμε προηγούμενα και συμβάδιζε φυσικά με το λαϊκό αίσθημα που δεν ταλαντεύτηκε ως προς την υπεράσπιση της πατρίδας από τον φασισμό. Την επόμενη μέρα από την κήρυξη του πολέμου, αντιπροσωπεία των έγκλειστων κομμουνιστών στην Ακροναυπλία, αποτελούμενη από τους Ιωαννίδη-Θέο-Παπαρήγα επέδωσε υπόμνημα στη διοίκηση της φυλακής, στο οποίο χαρακτήριζαν τον πόλεμο ως εθνικοαπελευθερωτικό, αντιφασιστικό και καλούσαν το έθνος να παλέψει για την υπεράσπιση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του. Υπογράμμιζαν ότι οι κομμουνιστές ήταν έτοιμοι να σταλούν στο μέτωπο για να υπερασπίσουν την πατρίδα και τόνιζαν ότι δεν πρέπει να στηριχθεί η Ελλάδα αποκλειστικά στην Αγγλία αλλά η μοναδική εγγύηση ήταν η βαλκανική συνεννόηση και ο προσανατολισμός προς τη Σοβιετική Ένωση και εσωτερικά η αποκατάσταση της ενότητας του έθνους και η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων του. Με αυτό το σκεπτικό ζητούνταν και η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων.[41]

Είδαμε προηγουμένως την αντίληψη που οικοδομούσε ο Ζαχαριάδης για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της χώρας, αντίληψη που συμβάδιζε με την προ γερμανοσοβιετικού συμφώνου πολιτική της Διεθνούς. Ο Ζαχαριάδης είχε γνώση της στροφής της Διεθνούς αλλά διέθετε και το πολιτικό αισθητήριο για να αντιληφθεί πως μια γραμμή όπως αυτή που προωθούνταν από την ΠΚΕ, ανεξαρτήτως του αν αυτή η τελευταία ήταν διαβρωμένη ή όχι, ήταν αυτοκτονική πολιτικά για το ΚΚΕ δεδομένης της συγκεκριμένης μορφής που έπαιρνε ο πόλεμος για την Ελλάδα. Με βάση αυτήν την αντίληψη θα προχωρήσει σε συζητήσεις με εκπροσώπους του δικτατορικού καθεστώτος όντας φυλακισμένος στην Κέρκυρα και θα επιδιώξει τη μεταφορά του στην Αθήνα. Εκτιμώντας πως οι υπηρεσίες της δικτατορίας είχαν διαβρώσει και τις δύο αυτόκλητες καθοδηγήσεις του κόμματος (ΠΚΕ και Προσωρινή Διοίκηση), επικέντρωσε τις προσπάθειές του στην ανάδειξη του πολιτικού στίγματος του ΚΚΕ. Έχοντας καθαρό πως ο πόλεμος θα είναι αμυντικός για την Ελλάδα διαμόρφωνε τη θέση που θα αποκρυσταλλωθεί με το γράμμα του.

Ο Ζαχαριάδης έφτασε στο δικό του συμπέρασμα, το οποίο βασιζόταν στις προγενέστερες αναλύσεις της Διεθνούς για τη θέση των μικρών κρατών στον πόλεμο.[42] Το γράμμα του γράφτηκε με τρόπο ώστε να το καθεστώς Μεταξά να επιτρέψει τη δημοσίευσή του και για αυτό το λόγο έμεινε στο βασικό που ήταν η υπεράσπιση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του ελληνικού λαού. Το γράμμα αυτό δεν μετέπεισε ούτε καθοδήγησε το κόμμα και το λαό σε μια στάση που του ήταν ξένη, αλλά συμπύκνωσε τη βασική κατεύθυνση και προσανατόλισε για την κύρια γραμμή που θα ακολουθούσε το ΚΚΕ και όλο το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα όχι μόνο για τον πόλεμο αλλά και σε όλη την περίοδο της κατοχής:

Ανοιχτό Γράμμα του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι έλληνες παλαίβουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλαίβει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.

Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δόσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.

Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας.

Αθήνα 31 του Οχτώβρη 1940

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ

Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ

Το γράμμα αυτό δημοσιεύτηκε στον αθηναϊκό Τύπο στις 2 Νοεμβρίου 1940. Οι έγκλειστοι της Ακροναυπλίας δήλωσαν σύμφωνοι με το γράμμα του Ζαχαριάδη και ζητούσαν να σταλούν στο μέτωπο. Στο υπόμνημά τους ξεπερνούσαν τις προσεκτικές εκφράσεις του Ζαχαριάδη και δήλωναν στον Μεταξά πως: «Εμείς οι κομμουνιστές παίρνουμε τη θέση μας στην πρώτη γραμμή του πυρός κάτω από τας διαταγάς σας, για τη συντριβή των επιδρομέων και την υπεράσπιση της ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της χώρας μας».[43] Με πρότασή τους ζητούσαν να πάει αντιπροσωπεία τους από τους Ιωαννίδη-Θέο στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις με σκοπό την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και τη συμμετοχή τους στο μέτωπο. Έγιναν όντως συζητήσεις με αξιωματούχους της δικτατορίας στην Ακροναυπλία χωρίς αποτέλεσμα καθώς το καθεστώς επέμενε πως οι κρατούμενοι κομμουνιστές έπρεπε να κάνουν δήλωση μετανοίας.[44]

Στην Κέρκυρα, όπου ήταν ακόμα φυλακισμένα τέσσερα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής (Παρτσαλίδης, Νεφελούδης, Σιάντος, Ζεύγος) και άλλα στελέχη του κόμματος, διαμορφώθηκε η άποψη πως ο πόλεμος ήταν απελευθερωτικός αντιφασιστικός από την πλευρά του ελληνικού λαού και πως η κυβέρνηση Μεταξά δεν αποτελούσε εγγύηση για τη σωστή και νικηφόρα διεξαγωγή του πολέμου. Η Ελλάδα έπρεπε να επιδιώξει τη σύναψη συμμαχιών με χώρες που δεν είχαν βλέψεις στη χώρα και δεν θα έθεταν σε κίνδυνο την εθνική της ανεξαρτησία.[45]

Αντιθέτως τα στελέχη της ΠΚΕ έχοντας περιέλθει σε αδιέξοδο προσπαθούσαν μα στηρίξουν θεωρητικά τη θέση τους για τον εκατέρωθεν ιμπεριαλιστικό πόλεμο στις θέσεις του Λένιν για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και επιζητούσαν τη συγκρότηση μιας βαλκανικής ένωσης υπό την εγγύηση της Σοβιετικής Ένωσης. Όσοι δεν συμφωνούσαν με το γράμμα Ζαχαριάδη πίστευαν πως ήταν πλαστό κατασκεύασμα της δικτατορίας παρά τη φωτοτυπία του χειρόγραφου που είχε κυκλοφορήσει.

Μέσα στον κυκεώνα του πολέμου, της πολιτικής και της διπλωματίας της πρώτης περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το μικρό και υποτιμημένο ΚΚΕ προσανατολίστηκε σωστά συνδέοντας την υπεράσπιση της πατρίδας με την προοπτική ενός καλύτερου μέλλοντος για τη χώρα και το λαό της. Το πόσο βαθιά και σωστή ήταν αυτή η κατεύθυνση φάνηκε τόσο από τη μαχητικότητα με την οποία ο ελληνικός λαός υπερασπίστηκε τη χώρα του ενάντια στην ιταλική αλλά και τη γερμανική εισβολή και από το έπος της Αντίστασης. Μέχρι την κατάληψη της Ελλάδας από τον Άξονα σημειώθηκαν και άλλα επεισόδια στην προσπάθεια του ΚΚΕ να ισορροπήσει ανάμεσα στις αξιώσεις της Διεθνούς και ουσιαστικά στα αξιώματα της σοβιετικής πολιτικής και στη στάση που είχε διαμορφώσει με γνώμονα τη συγκεκριμένη κατάσταση στην Ελλάδα και τα καθήκοντα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος που απέρρεαν από τα συμφέροντα του ελληνικού λαού. Μέσα στα επεισόδια αυτά ήταν και τα δύο επόμενα γράμματα Ζαχαριάδη, στα οποία αναθεωρούσε εν μέρει την μέχρι τότε αντίληψή του κάνοντας στροφή προς την πολιτική της Διεθνούς. Αυτά όμως δεν έγιναν ευρύτερα γνωστά εκείνη την περίοδο και ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη μεγάλη μάζα των Ελλήνων κομμουνιστών που έμειναν πιστοί στο γράμμα και το πνεύμα του πρώτου γράμματος και έγραψαν ιστορία.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, 4ος τόμος (1934-1940), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1975.

Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1943, 1ος τόμος, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1995.

Αλέξανδρος Δάγκας – Γιώργος Λεοντιάδης, Το ελληνικό εργατικό κίνημα έναντι του φασισμού και του πολέμου 1934-1941 – Οι απόψεις Παπαπαναγιώτου, Αθήνα, Παπαζήσης, 2007.

Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στον Μεσοπόλεμο, Αθήνα, Θεμέλιο, 1999.

Γιάννης Ιωαννίδης, Αναμνήσεις – Προβλήματα της πολιτικής του ΚΚΕ στην Εθνική Αντίσταση 1940-1945, Αθήνα, Θεμέλιο, 1979.

Ναταλία Λεμπεντέβα – Μιχαήλ Ναρίνσκι, Η Κομμουνιστική Διεθνής στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004.

Βασίλης Νεφελούδης, Αχτίνα Θ΄, Αθήνα, Ολκός, 1974 [Εστία, 2007].

Δημήτρης Σάρλης, Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987.

Γρηγόρης Φαράκος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – Σχέσεις ΚΚΕ και διεθνούς κομμουνιστικού κέντρου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004.

Θανάσης Χατζής, Οι ρίζες της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα, Φιλίστωρ, 2000.

Γιάννης Χοντζέας, Για το κομμουνιστικό κίνημα της Ελλάδας, Αθήνα, Α/συνεχεια, 2004.

 

[1] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, 4ος τόμος (1934-1940), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1975, σ. 13-34.

[2] Γιάννης Χοντζέας, Το «τέλος» του κομμουνισμού, Αθήνα, Α/συνεχεια, 1993, σ. 180-181.

[3] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 81-82.

[4] Στο ίδιο, σ. 42-45.

[5] Στο ίδιο, σ. 69.

[6] Στο ίδιο, σ. 158-169.

[7] Δημήτρης Σάρλης, Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987, σ. 249.

[8] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 186-188.

[9] Στο ίδιο, σ. 201-204.

[10] V.M. Lejbzon-K.K. Širinja, Il VII Congresso dellInternazionale Comunista, Ρώμη, Editori Riuniti, 1975, σ. 85.

[11] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1943, 1ος τόμος, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1995, σ. 280.

[12] Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού της ΚΕ του ΚΚΣΕ, Κομμουνιστική Διεθνής – Σύντομη Ιστορική Μελέτη, εκδόσεις «Ελεύθερη Ελλάδα», 1973, σ. 415-417.

[13] Αλέξανδρος Δάγκας-Γιώργος Λεοντιάδης, Το ελληνικό εργατικό κίνημα έναντι του φασισμού και του πολέμου 1934-1941 – Οι απόψεις Παπαπαναγιώτου, Αθήνα, Παπαζήσης, 2007, σ. 137.

[14] Στο ίδιο, σ. 139-140.

[15] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 242-253.

[16] Στο ίδιο, σ. 249-250.

[17] Στο ίδιο, σ. 262.

[18] Δημήτρης Σάρλης, ό.π., σ. 338-339.

[19] Γιώργος Μαυρογορδάτος, «Μεταξύ δύο πολέμων», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, 7ος τόμος, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003, σ. 27.

[20] Δημήτρης Σάρλης, ό.π., σ. 341-342.

[21] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 294-295.

[22] Στο ίδιο, σ. 395-401.

[23] Αλέξανδρος Δάγκας-Γιώργος Λεοντιάδης, ό.π., σ. 153.

[24] Θανάσης Χατζής, Οι ρίζες της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα, Φιλίστωρ, 2000, σ. 158-159.

[25] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 436-437.

[26] Στο ίδιο, σ. 461-463.

[27] Αλέξανδρος Δάγκας-Γιώργος Λεοντιάδης, ό.π., σ. 153-156.

[28] Γρηγόρης Φαράκος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – Σχέσεις ΚΚΕ και διεθνούς κομμουνιστικού κέντρου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004, σ. 88-90.

[29] Στο ίδιο, σ. 341-343. Οι οδηγίες αυτές της Διεθνούς θα παρουσιαστούν από τον Σιάντο στην εισήγησή του στη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 1942.

[30] Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Η πορεία της Ευρώπης προς τον πόλεμο», στο: Χρήστος Χατζηιωσήφ-Προκόπης Παπαστράτης (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμος Γ1, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007, σ. 38-42.

[31] Γιάννης Χοντζέας, Για το κομμουνιστικό κίνημα της Ελλάδας, Αθήνα, Α/συνεχεια, 2004, σ. 39-42.

[32] Ναταλία Λεμπεντέβα – Μιχαήλ Ναρίνσκι, Η Κομμουνιστική Διεθνής στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004, σ. 3-4.

[33] Γρηγόρης Φαράκος, ό.π., σ. 161-162. Ναταλία Λεμπεντέβα – Μιχαήλ Ναρίνσκι, ό.π., σ. 5-6.

[34] Ναταλία Λεμπεντέβα – Μιχαήλ Ναρίνσκι, ό.π., σ. 11.

[35] Γρηγόρης Φαράκος, ό.π., σ. 163-164.

[36] Εισήγηση του Μόλοτοφ στη συνεδρίαση του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, στις 31 Οκτωβρίου 1939, βλ. Ναταλία Λεμπεντέβα – Μιχαήλ Ναρίνσκι, ό.π., σ. 17.

[37] Jane Degras (ed.), The Communist International 1919-1943 Documents, 3ος τόμος (1929-1943), Oxford University Press, 1965, σ. 441.

[38] Αλέξανδρος Δάγκας-Γιώργος Λεοντιάδης, ό.π., σ. 213-215.

[39] Στο ίδιο, σ. 239.

[40] Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στον Μεσοπόλεμο, Αθήνα, Θεμέλιο, 1999, σ. 297-300. Ο Παπαπαναγιώτου υποστηρίζει πως η λύση της σιωπής της ΠΚΕ έγινε με την αποφασιστική ενθάρρυνση των άμεσων και έγκυρων φορέων της πολιτικής της ΕΣΣΔ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην Αθήνα, βλ. Αλέξανδρος Δάγκας-Γιώργος Λεοντιάδης, ό.π., σ. 299.

[41] Θανάσης Χατζής, ό.π., σ. 226.

[42] Επίσης, σύμφωνα με τον Γ. Χοντζέα, ο Ζαχαριάδης, ανεξάρτητα από τις αλλαγές των θέσεων του ΚΚΕ για τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, έβλεπε σωστά το προβάδισμα της Μεγάλης Βρετανίας ( η οποία εγκατέλειπε βαθμιαία την πολιτική του Μονάχου), στοιχείο που έδειχνε ότι το καθεστώς θα αντιστεκόταν και δεν θα διευκόλυνε την ιταλική εισβολή, βλ. Γιάννης Χοντζέας, ό.π., 2004, σ. 211-213.

[43] Θανάσης Χατζής, ό.π., σ. 228. Άγγελος Ελεφάντης, ό.π., σ. 305-306.

[44] Γιάννης Ιωαννίδης, Αναμνήσεις – Προβλήματα της πολιτικής του ΚΚΕ στην Εθνική Αντίσταση 1940-1945, Αθήνα, Θεμέλιο, 1979, σ. 65-66.

[45] Βασίλης Νεφελούδης, Αχτίνα Θ΄, Αθήνα, Ολκός, 1974, σ. 241.

Πηγή: Ιστοριολόγιο

Τον Οκτώβρη του 44 οι κομμουνιστές γιόρταζαν με τον λαό την απελευθέρωση. Η αστική τάξη πού ήταν;

Σαν σήμερα, 77 χρόνια πριν, η Αθήνα έβγαινε στους δρόμους γιορτάζοντας την απελευθέρωσή της από το φασιστικό ζυγό. Πρωτοπόροι στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης οι κομμουνιστές, το ΚΚΕ, με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, έχοντας ήδη δώσει ποτάμια αίματος για την ελευθερία και την ανεξαρτησία. Εκτελέσεις, βασανιστήρια, φυλακές, μάχες στις πόλεις και στα βουνά, είναι ο βαρύς τίτλος τιμής που έφερε και φέρει η παράταξη της Αριστεράς για τη δράση της στη δεκαετία του 40. Ο λαός αναγνώρισε στους κομμουνιστές τους φυσικούς ηγέτες του, τους επικεφαλής των αγώνων και των προσδοκιών του και συμπύκνωσε τις ελπίδες του για την επόμενη μέρα στο αίτημα της λαοκρατίας και της νέας Ελλάδας.

Σε αντίθεση με τους κομμουνιστές, η άρχουσα τάξη, η αστική τάξη της χώρας, ήταν εκκωφαντικά απούσα από τον αγώνα της Αντίστασης. Το πιο ισχυρό τμήμα της βρέθηκε καθόλη τη διάρκεια της Κατοχής εκτός Ελλάδας, υπό τις προστατευτικές φτερούγες των Άγγλων, στο Κάιρο και στη Μέση Ανατολή. Ο βασιλιάς, οι πολιτικοί της Δεξιάς και του Κέντρου, οι ισχυροί φιλο-αγγλικοί πολιτικοί και επιχειρηματικοι κύκλοι βούτηξαν τα αποθέματα σε χρυσό της Τράπεζας της Ελλάδας και δραπέτευσαν, αφήνοντας το λαό να πεθαίνει από την πείνα και τις κακουχίες.

Ένα άλλο τμήμα της άρχουσας τάξης, βρέθηκε στο πλευρό των Γερμανών, εκδηλώνοντας ανοικτά τον δοσιλογισμό της. Συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, είτε φορώντας την κουκούλα για να καταδώσουν τους αγωνιστές, είτε στελεχώνοντας τον κατοχικό μηχανισμό σε υπουργεία, κεντρική κυβέρνηση, τοπικές διοικήσεις.

Οι εντελώς αναιμικές απόπειρες να εμφανιστεί μια ελάχιστη αντιστασιακή δραστηριότητα από τη μεριά της αστικής τάξης, αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά την προσπάθεια να μην μονοπωλήσει την Αντίσταση το ΚΚΕ. Οι Άγγλοι αντιλήφθηκαν πως “μπροστά στο επαίσχυντο θέαμα το δοσιλογισμού της μεγαλοαστικής τάξης και της παλιάς πολιτικής ηγεσίας, ο λαός θα ξεσηκωνόταν και η Ελλάδα θα έφευγε από τα χέρια τους”. Ωστόσο η ποιότητα της ελληνικής άρχουσας τάξης ήταν τέτοια που δεν αναίρεσε τη γενικευμένη δοσιλογική της εικόνα και έφτασε το πολύ μέχρι τις γκροτέσκο καταστάσεις του Τσιγάντε και των αγγλικών λιρών με τις οποίες επιχειρήθηκε να στηθεί αντιΕαμικό μέτωπο. 

Αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να είναι η μόνη χώρα στο συμμαχικό στρατόπεδο που πριν καλά καλά ηττηθεί οριστικά ο Χίτλερ τον Μάη του 45, ήδη δηλαδή από το 1944, να τιμά, να αποκαθιστά, και να στηρίζεται στους δοσίλογους, στους συνεργάτες των ναζί, στους γερμανοτσολιάδες, στους κουκουλοφόρους προδότες της πατρίδας. 

Ο λόγος ήταν απλός: όσα τμήματα της αστικής τάξης δεν συνεργάστηκαν με τους ναζί κατακτητές, έκαναν διακοπές στο εξωτερικό, περιμένοντας την νίκη των Άγγλων και την αποκατάσταση των ίδιων στην εξουσία, όσο ο λαός πεινούσε και πέθαινε. Μπορεί εκ των υστέρων η Αντίσταση να βαφτίστηκε “Εθνική” αλλά απηχούσε περισσότερο το χαρακτήρα του αγώνα της εθνικής απελευθέρωσης όπως αυτός καθορίστηκε από το ΕΑΜ και τους κομμουνιστές, και καθόλου την πανεθνική συμμετοχή όλων των τάξεων και των κοινωνικών στρωμάτων της Ελλάδας. 

Στις 12 Οκτώβρη του 44, γεγονός είναι ότι οι κομμουνιστές ήταν παρόντες και οι αστοί απόντες. 

Σε μια από τις σημαντικότερες εποποιίες του ελληνικού λαού στη νεότερη ιστορία του, η άρχουσα τάξη, είτε κρύφτηκε, είτε στάθηκε απέναντί του.

Έχει σημασία αυτή η αλήθεια 77 χρόνια μετά;

Έχει, για δύο λόγους. 

Ο πρώτος είναι ότι ένα τμήμα της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς επιχειρεί και σήμερα να συγκροτηθεί στο όνομα της πατρίδας και του έθνους, κατηγορώντας την Αριστερά ως δύναμη προδοτική και αντεθνική. Ο ανυπόληπτος κατά τα άλλα Μπογδάνος, επικαλέστηκε στη Βουλή τον Γρίβα, τον αρχηγό της προδοτικής φασιστικής οργάνωσης Χ κατα τη ναζιστική κατοχή και μετέπειτα αρχηγό της τρομοκρατικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β. Έλεγε λοιπόν ο Γρίβας ότι μεγαλύτερος εχθρός, στην περίπτωση της Κύπρου, και από τους Βρετανούς και από τους Τούρκους, ήταν οι κομμουνιστές. Και είχε δίκιο. 

Πράγματι, η Δεξιά, για να μην πέσει η χώρα στα χέρια των κομμουνιστών, συνεργάστηκε με τους ναζιστές Γερμανούς και τους φασίστες Ιταλούς, υιοθετήθηκε από τους Άγγλους, προσέφερε τη χώρα ως φτηνό οικόπεδο στους Αμερικάνους, κατέλυσε τη δημοκρατία στην Ελλάδα, παρέδωσε την Κύπρο στον Αττίλα. 

Για να μην χάσει η αστική τάξη την εξουσία δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό να συνεργάζεται με όσους επιβουλεύονταν την ανεξαρτησία, την ακεραιότητα και την κυριαρχία της χώρας. Επίγονοι αυτής της Δεξιάς στην περίοδο των μνημονίων αναφωνούσαν “Γερούν γερά” και “βάστα Σόιμπλε” κατά την εφαρμογή ενός εξοντωτικού προγράμματος λιτότητας για το οποίο μέχρι και η Μέρκελ δήλωσε αναδρομικά ότι είχε τύψεις. Αυτοί όμως έμειναν αμετανόητοι. 

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το κοσμπολίτικο και εκσυγχρονιστικό τμήμα της Δεξιάς, το ακραίο Κέντρο που θέλει να φέρει φιλελεύθερα παράσημα στο πέτο του, επιχειρεί να πετάξει την ιστορία στη λήθη, να υπερβεί τάχα τους ιστορικούς διχασμούς, ζητά να ενώσει το λαό και να κοιτάξει το μέλλον και όχι το παρελθόν. Και ίσως θα ήταν συγκινητική αυτή η προσπάθεια, αν η ενότητα του λαού δεν πραγματοποιούνταν κάτω από τα οράματα και τα συμφέροντα της τάξης που τον κυβερνά. Η ιστορική λήθη είναι πράγματι βολική για το ξαναβάφτισμα της αστικής τάξης της χώρας στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ. 

Μόνο που η ιστορία δεν είναι τόμοι ξεχασμένοι στη βιβλιοθήκη, ούτε αποκλειστικό αντικείμενο των ιστορικών ερευνών και των ακαδημαϊκών μελετητών. 

Είναι ζώσα πραγματικότητα, που μας θυμίζει και θα μας θυμίζει ότι αυτή τη μέρα, 77 χρόνια πριν, η Αθήνα απελευθερώθηκε με τους κομμουνιστές στην πρώτη γραμμή του αγώνα και των θυσιών και την αστική τάξη απούσα. 

Και ακόμα και αν αυτή η αλήθεια δεν λύνει κανένα πολιτικό αδιέξοδο της Ελλάδας του 21ου αιώνα, δεν παύει να αποκαλύπτει την ποιότητα και την προοπτική και των μεν και των δε. Όσο και αν οι μεν είναι διαλυμένοι, ηττημένοι, σκορπισμένοι, και οι δε φιγουράρουν νικητές, κυρίαρχοι και σίγουροι.

Από τον Αισχύλο ως τον Μίκη και από τον Μαραθώνα ως τον Δεκέμβρη του 44

Σε ένα από τα κορυφαία ποιήματά του ο Καβάφης συζητά με τον πιο διαλεκτικό τρόπο τι έχει τελικά σημασία στη ζωή ενός δημιουργού: Τα δημιουργήματά του, ή οι συνθήκες οι οποίες τα γέννησαν; Οι «νέοι της Σιδώνος» ερμηνεύονται είτε έτσι, είτε αλλιώς, ακόμα και από τους αφοσιωμένους μελετητές του Καβάφη.

Γράφει λοιπόν ο ποιητής:

Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.

Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω·
κι είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Ριανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει»
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «ἀλκήν δ’ εὐδόκιμον», το «Mαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·

«Α δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες
Δώσε – κηρύττω – στο έργον σου όλην την δύναμή σου
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό –
τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας – και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη.»

Ο αρωματισμένος νέος, ο φανατικός για γράμματα, 850 χρόνια μετά τον θάνατο του μεγάλου ποιητή, διαμαρτύρεται για την επιλογή του να βάλει για μνήμη του μόνο ότι μαζί με τον «σωρό» των υπολοίπων πολέμησε κι αυτός στον Μαραθώνα.

Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά τον θάνατο του Αισχύλου, ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη έφερε στην επικαιρότητα την παλιότερη δήλωσή του «Στον τάφο μου να γραφεί: Πολέμησε το Δεκέμβρη». Στους «δρόμους του Αρχάγγελου», περιγράφοντας τα βασανιστήρια στη Μακρόνησο, χρησιμοποιεί την ίδια – φαινομενικά υποτιμητική λέξη: «Ήμουν ένας από τον σωρό», αναφερόμενος στους χιλιάδες συντρόφους του.

Τα έργα του Αισχύλου τα γνωρίζουν πολύ περισσότεροι από όσους γνωρίζουν ότι ο τραγωδός ήταν Μαραθωνομάχος. Καθόρισαν το θέατρο για τις επόμενες χιλιετίες, εδραίωσαν ως κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού το δίκαιο, την ηθική, το χρέος, ακόμα και την αντίσταση στον άδικο νόμο. Και αντί ο Αισχύλος να μνημονεύσει στο μνήμα του τους Πέρσες, τους Επτά επί Θήβας, τον Προμηθέα Δεσμώτη, διάλεξε τη μνεία του Μαραθωνομάχου.

Τα έργα του Θεοδωράκη επίσης τα γνωρίζουν πολύ περισσότεροι από όσους γνωρίζουν ότι πολέμησε 19 χρονών ως διμοιρίτης του ΕΛΑΣ στη μάχη του Δεκέμβρη του 44. Από τον Επιτάφιο, το Άξιον Εστί, το Κάντο Χενεράλ, το Μαουτχάουζεν, επιλέγει ο ίδιος ο Μίκης να μνημονεύεται ως μαχητής του Δεκέμβρη και να πεθάνει ως κομμουνιστής.

Ο νέος της Σιδώνας μπορεί να είναι σε θέση να εκτιμήσει φιλολογικά το έργο του αρχαίου τραγωδού, αλλά έχει χάσει την ιστορία. Έχει χάσει δηλαδή τις συνθήκες που έκαναν τον Αισχύλο να γράψει όσα έγραψε και να πει όσα είπε.

Η ελληνική άρχουσα τάξη και τα συστημικά ΜΜΕ, στα αφιερώματα και τις εθιμοτυπικές δηλώσεις τους, έχουν επίσης χάσει την ιστορία. Έχουν αφαιρέσει τις συνθήκες που γέννησαν τον Μίκη και το έργο του: τη φοβερή δεκαετία του 40, τον αγώνα και τις θυσίες των κομμουνιστών. Αυτή ήταν η μήτρα των δημιουργιών του Θεοδωράκη. Αυτή η μήτρα, στον συστημικό επικήδειο λόγο για τον Μίκη, σβήνεται συνειδητά.

Κι αν ο επιτύμβιος στίχος του Αισχύλου «δικαιολογείται», καθώς η μάχη του Μαραθώνα έγινε ορόσημο για τον δυτικό κόσμο και τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, η επιθανάτια αναφορά του Μίκη είναι αιτία πολέμου για την άρχουσα τάξη.

Για αυτό και αφρίζουν και ξερνούν χολή για την πολιτική του διαθήκη να πεθάνει σαν κομμουνιστής και -ακόμα περισσότερο- για την επιτύμβια παραγγελία «πολέμησε τον Δεκέμβρη». Γιατί ένας κομμουνιστής μπορεί ίσως να συγχωρεθεί, ακόμα και να αγκαλιαστεί από την άρχουσα τάξη και να επιδεικνύεται ως ατραξιόν σε τσίρκο, αν προπαγανδίζει ότι πήρε τη ζωή του λάθος και «ευτυχώς που δεν νίκησε».

Δεν μπορεί όμως να συγχωρεθεί αν στη δύση της ζωής του επιμένει να λέει ότι τα ομορφότερα χρόνια, οι ωραιότερες στιγμές και οι καλύτεροι άνθρωποι του εικοστού αιώνα, βρέθηκαν κάτω από την κόκκινη σημαία του κομμουνιστικού κινήματος.

Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να συγχωρεθεί αν επιλέγει ως ορόσημο την αναφορά στον Δεκέμβρη. Γιατί ο φοβερός Δεκέμβρης του 44 ήταν η απόδειξη ότι ο δρόμος που τράβηξε μεταπολεμικά η Ελλάδα δεν ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης των πολιτών της αλλά συνέπεια στυγνού πολιτικοστρατιωτικού εκβιασμού. Με τα όπλα και τις κανονιοφόρους των Άγγλων, με τη δικαίωση (αντί για την τιμωρία) των ταγματασφαλιτών και των γερμανοτσολιάδων, και την ολοκληρωτική και ρεβανσιστική επαναφορά μιας αστικής τάξης η οποία την ώρα που ο λαός πέθαινε από την πείνα στην Ελλάδα, αυτή στρογγυλοκάθονταν και καλοπερνούσε στο Κάιρο. Την ώρα που οι κομμουνιστές έσωζαν την τιμή και την αξιοπρέπεια της Ελλάδας οργανώνοντας την Αντίσταση, η άρχουσα τάξη -αν δεν συνεργάζονταν με τον ναζί κατακτητή- απουσίαζε και μηχανορραφούσε για την επαναφορά της από απόσταση ασφαλείας.

Ο Δεκέμβρης είναι η ζωντανή απόδειξη ότι στην Ελλάδα, η αστική τάξη επιβίωσε μόνο χάρη στην ξένη επέμβαση. Και όσο κι αν ελεεινολογείται πανταχόθεν, η Αντίσταση, ο Δεκέμβρης, ο Εμφύλιος είναι διαρκής και ιστορική υπενθύμιση για την χαμηλή ποιότητα των νικητών και την άφθαστη ανωτερότητα των ηττημένων.

Ο λαός, πένθησε τον Μίκη, όχι γιατί απαραίτητα ταυτίστηκε με κάθε του επιλογή. Αρκετές από αυτές άλλωστε χειροκροτήθηκαν από την άρχουσα τάξη. Ο λαός πένθησε τον Μίκη γιατί το έργο του έκφρασε την απόπειρα να υπάρξει ένας άλλος δρόμος για τη χώρα. Ακόμα και αν αυτή η απόπειρα στέφθηκε από ήττες, αποτυχίες, και στο τέλος, συνθηκολογήσεις και ελεεινότητες.

Ο Θεοδωράκης και το έργο του, μας θύμισαν ότι ο εικοστός αιώνας χαρακτηρίστηκε από τον μεγάλο διχασμό ανάμεσα σε όσους πάσχισαν για την κοινωνική ανατροπή και όσους τελικά επικράτησαν ανεμίζοντας τη σημαία της αντεπανάστασης και της κοινωνικής οπισθοδρόμησης.

Και ο Θεοδωράκης, κρατώντας τα «μεγάλα μεγέθη», ζήτησε να ταφεί ως το σημαντικότερο: Μαχητής του Δεκέμβρη και κομμουνιστής. Όχι απλώς και μόνο ως παγκόσμιας αναγνώρισης, κορυφαίος, δημιουργός.

Κι αν αυτός ο διχασμός ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση βρει ξανά ορίζουσες και διαμορφώσει στρατόπεδα, η επιτύμβια επιθυμία του Μίκη Θεοδωράκη θα είναι δικό μας χρέος να μνημονεύεται.

Ο αποχαιρετισμός στο προλεταριάτο και στον μαρξισμό

Η Αριστερά έχει σταματήσει να οραματίζεται μεγάλες λεωφόρους˙ έχει σταματήσει να ασκεί «μεγάλη πολιτική» και να διεκδικεί την πολιτική εξουσία για να αλλάξει ριζικά τον κόσμο. Ο Αλέξης Τσίπρας, το κόμμα του και η κυβέρνησή του μας το εξήγησαν με σαφήνεια επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, και τώρα η επιδημία μάς το επαναλαμβάνει με ακόμα πιο σκληρό τρόπο, απογυμνώνοντας όλες τις αδυναμίες της Αριστεράς, των οργανώσεών της, του κόσμου της, και των κοινωνικών κινημάτων.

Οι απαρχές της παρακμής βρίσκονται αρκετά πίσω, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, όταν έπεσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, εγκαταλείφθηκαν τα κυβερνητικά πειράματα της Αριστεράς στην Ευρώπη, έσβησε το άστρο των κομμουνιστικών κομμάτων και αναδύθηκαν τα κοινωνικά κινήματα. Έκτοτε, έχουν περάσει τριάντα χρόνια εξημέρωσης των νέων κριτικών θεωριών (από τον πρόδρομό τους Μισέλ Φουκώ έως την Τζούντιθ Μπάτλερ, τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν, τον Φρέντρικ Τζέιμσον και καμιά εικοσαριά άλλους)˙ τριάντα χρόνια περιορισμού του μαρξισμού στο καταστατικό μιας ακόμη θεωρίας στο πλάι τόσων άλλων πιο φρέσκων, μοντέρνων και ελκυστικών, υποτίθεται, θεωρητικών κατασκευών, οι οποίες όμως τελικά ήταν απλώς πιο ανώδυνες επειδή ποτέ δεν είχαν, ούτε διεκδίκησαν άλλωστε, το καταστατικό θεωρίας για την ριζοσπαστική αλλαγή του κόσμου.

Πέρασαν επίσης τριάντα χρόνια αποξένωσης του διογκούμενου προλεταριάτου (1) από τους προοδευτικούς και αριστερούς διανοούμενους, που νόμισαν ότι ο Λένιν έλεγε βλακείες όταν ισχυριζόταν πως το προλεταριάτο δεν είναι σε θέση να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του εκτός και αν αυτή έρθει από έξω, από τους διανοούμενους (2). Ο Keucheyan το περιγράφει αρκετά αναλυτικά στο βιβλίο του Το αριστερό Ημισφαίριο: οι διανοούμενοι σταδιακά άλλαξαν χαρακτήρα, και ενώ παλιά εμπλέκονταν οι ίδιοι, skin in the game, στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες του προλεταριάτου, μετατράπηκαν τώρα σε εμβριθείς πανεπιστημιακούς αποκομμένους (και συνάμα προστατευμένους) από την πραγματικότητα των ταξικών αντιθέσεων (3). Προφανώς υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις μεταξύ τους, αλλά όπως πάντα, οι εξαιρέσεις δεν σχηματίζουν τον κανόνα.

Βρεθήκαμε έτσι σε μια κατάσταση όπου οι νέες κριτικές θεωρίες βαθμιαία και αργόσυρτα υποκατέστησαν τον μαρξισμό. Αυτός, εκτός από επιστημονική θεωρία, ήταν και ιδεολογία μαζών που συγκροτούσε την διαθεσιμότητα των καταπιεσμένων σε συλλογικές δράσεις οι οποίες καθοδηγούνταν από πολιτική στρατηγική (διατυπωμένη από αντίστοιχες πολιτικές οργανώσεις) και είχαν ως σημείο πρόσκρουσης το αστικό κράτος. Οι νέες κριτικές θεωρίες, αντιθέτως, δεν επιτελούν το έργο που επιτελούσε ο μαρξισμός, ούτε αναφέρονται όπως αυτός στο όραμα μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από τα δεινά που επιφέρει ο καπιταλισμός.

Εξέλιπε έτσι η «μεγάλη πολιτική» για τον κομμουνισμό και υποκαταστάθηκε αφενός από την κινηματική αντίσταση στον κανιβαλισμό του καπιταλισμού, και αφετέρου από την αριστερή, αμυντική ή πλήρως υποταγμένη κυβερνητική διαχείριση του καπιταλισμού (ή εναλλακτικά από την απομόνωση οργανωμένων δυνάμεων (4) στο «κάστρο» τους).

Η διαδικασία υποκατάστασης του μαρξισμού ως ιδεολογίας μαζών από τις νέες κριτικές θεωρίες έχει πλέον ολοκληρωθεί˙ είναι πια φανερό ότι έχουν πραγματοποιηθεί τεκτονικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις, ακόμη και οι πιο πολιτικοποιημένοι στους κόλπους τους, καταλαβαίνουν τον κόσμο και επομένως δρουν πολιτικά. Οι τρεις σημαντικότερες από αυτές τις αλλαγές είναι οι εξής:

Πρώτον, η έννοια της οικονομικής εκμετάλλευσης έχει εκλείψει και έχει αντικατασταθεί από την έννοια των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων˙ μοιραία, εξέλιπε και η έννοια ότι ο καπιταλισμός είναι ένας τρόπος παραγωγής, και έτσι, κάθε κριτική αναφορά στον χώρο της παραγωγής χάθηκε και αυτή˙ μοιραία εμφανίζεται ως άχρηστο το Κεφάλαιο, αυτό το ίδιο, και βεβαίως, όλα τα έργα της μαρξιστικής βιβλιογραφίας που προέκυψαν από αυτό˙ μοιραία, χάθηκε κάθε συλλογικό όραμα για ριζικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο εργαζόμαστε και παράγουμε, δηλαδή στον τρόπο παραγωγής. Από εκεί και πέρα, τι πιο φυσικό, οι μειωμένες προσδοκίες υποκατέστησαν το όραμα για ριζική αλλαγή της οικονομίας από διεκδικήσεις δικαιωμάτων. Χαμηλές πτήσεις έναντι μεγάλης πολιτικής.

Δεύτερον, η έννοια των κοινωνικών τάξεων και η μαρξιστική θεωρία του κράτους εξέλειπαν˙ ως αποτέλεσμα, εξαφανίστηκαν οι κοινωνικοί και πολιτικοί σχηματισμοί μάχης που διαθέτουν στρατηγικό σχέδιο ενόψει των συγκρούσεων με τις δυνάμεις της αστικής τάξης και των συμμάχων της, δηλαδή με τον ταξικό συνασπισμό εξουσίας˙ μοιραία, αυτοί οι σχηματισμοί μάχης υποκαταστάθηκαν από την οργανωτική μορφή που προκρίνουν οι νέες κριτικές θεωρίες, δηλαδή από το πλήθος που διαδηλώνει και συγκρούεται χωρίς προοπτική να νικήσει επειδή συγκρούεται με έναν αντίπαλο που διαθέτει ανώτερη οργάνωση και ισχυρή δύναμη κρούσης (βίας και ιδεολογίας).

Τρίτο και χειρότερο: η σημερινή Αριστερά δεν εμπνέεται από τον κομμουνισμό ούτε και από κάποια άλλη εκδοχή του μέλλοντος. Ο κομμουνισμός δεν αποτελεί πλέον ούτε όραμα της Αριστεράς ούτε ιστορικό στάδιο στο βάθος του ορίζοντα ούτε ιστορική τάση ενύπαρκτη στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή μια ιστορική τάση της οποίας τα στοιχεία θα έπρεπε να αναζητούμε μέσα στην σημερινή κοινωνία, να τα προσδιορίζουμε, να τα αναδεικνύουμε και να τους κάνουμε χώρο ώστε να αναπτυχθούν.

Ας μην έχουμε αυταπάτες: οι νέες κριτικές θεωρίες ηγεμονεύουν σήμερα, σιωπηλά, ακόμη και στο εσωτερικό των οργανώσεων που δηλώνουν ρητά μαρξιστικές ή λενινιστικές (5) και άλλοτε υπήρξαν στιβαρά οργανωτικά σχήματα. Τώρα, το πνεύμα των νέων κριτικών θεωριών διαβρώνει την δράση αυτών των οργανώσεων με βάση το πρότυπο του ασύντακτου ή χαλαρά οργανωμένου πλήθους ή της ομάδας που διαμαρτύρεται μπουλουκηδόν, και όποτε του δοθεί η ευκαιρία, παρουσιάζεται και στις κοινοβουλευτικές εκλογές ως συνιστώσα χαλαρών «πλατιών κομμάτων».

Με αυτά τα ελλείμματα και με αυτόν τον τρόπο ύπαρξης, η Αριστερά της εποχής των κοινωνικών κινημάτων και των νέων κριτικών θεωριών, βρέθηκε αντιμέτωπη με την συγκυρία της επιδημίας, η οποία ανέλαβε να απογυμνώσει μία-μία όλες τις ανεπάρκειές της˙ και έτσι, τώρα μια μερίδα της περιμένει υπομονετικά να περάσει η επιδημία όπως ο άλλος περιμένει να περάσει η καταιγίδα˙ μια δεύτερη μερίδα της κολυμπάει στα θολά νερά του κακοχωνεμένου έργου του Φουκώ και των θεωριών του κράτους σαν καταχθόνιας μηχανής˙ και μια τρίτη μερίδα αρκείται στις κριτικές επί του δευτερεύοντος.

Ποτέ άλλοτε μετά το 1990 δεν ήταν τόσο επίκαιρο και τόσο επιτακτικό να επανιδρύσουμε την Αριστερά.

****

(1) Με τον όρο αυτόν, δεν εννοούμε κάποιους ρακένδυτους του 19ου αιώνα, αλλά αυτούς που εννοούσε ο Μαρξ, δηλαδή όσους παράγουν καπιταλιστικά εμπορεύματα και με τον τρόπο αυτόν αξιοποιούν το κεφάλαιο που καταναλώνει τις εργασιακές τους ικανότητες.

(2) Ο Λένιν γράφει ότι η πολιτική συνείδηση έρχεται στο προλεταριάτο από το εξωτερικό των οικονομικών αγώνων, δηλαδή από τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες, φερόμενη από το κόμμα. Στα χρόνια εκείνα, όμως, οι διανοούμενοι της Αριστεράς βρίσκονταν και δρούσαν εντός των κομμουνιστικών κομμάτων. Όταν λοιπόν ο Λένιν αναφέρεται στο κόμμα, εν προκειμένω, εννοεί τους οργανικούς διανοούμενους που ούτως ή άλλως ανήκαν σε αυτό. Εξάλλου, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η σχέση των μαρξιστών διανοουμένων με τα κόμματα είχε περιοριστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό (βλ. για το θέμα αυτό την ενδιαφέρουσα περιγραφή του Razmig Keucheyan στο βιβλίο του Αριστερό Ημισφαίριο), αυτοί δεν απώλεσαν την ιδιότητα του οργανικού διανοούμενου: αφενός μεν συμμετείχαν στην χρυσή εποχή της μαρξιστικής θεωρίας της περιόδου 1960-1980, αφετέρου δε, διατήρησαν ζωντανή και ισχυρή σχέση με τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις χωρίς να υπάρχει αναγκαστική διαμεσολάβηση κομμάτων ή πολιτικών οργανώσεων.

(3) «Έκτοτε οι μαρξιστές παράγουν γνώσεις ερμητικά κλειστές, απρόσιτες στους εργάτες, γνώσεις που αναφέρονται σε τομείς χωρίς άμεση σχέση με την πολιτική στρατηγική. Με αυτήν την έννοια, μικρή μόνο σχέση έχουν με το έργο του Κλαούζεβιτς» (Razmig Keucheyan, “Hémisphère gauche”).

(4) Αυτό το άρθρο δεν αφορά στο ΚΚΕ, ούτε σε άλλες αυτο-αναφορικές οργανώσεις της Αριστεράς˙ αυτοί έχουν χάσει επαφή με την μαρξιστική θεωρία προ πολλού, πλην όμως για άλλους λόγους, ακολουθώντας τον δικό τους δρόμο που ανάγεται, σε τελευταία ανάλυση, στην βαριά κληρονομιά του σταλινισμού αλλά και του τρόπου με τον οποίο έγινε η αποσταλινοποίηση (δηλαδή από τα δεξιά).

(5) Διευκρίνιση και πάλι: Εξαιρείται το ΚΚΕ που έχει χάσει τον πολιτικό μπούσουλα προ πολλού για άλλους λόγους.

Πηγή: Commune

Να τολμάμε να αγωνιζόμαστε – Να τολμάμε να νικάμε. 70 χρόνια από τη νίκη της Κινέζικης Επανάστασης

Η νίκη της Κινέζικης Επανάστασης 70 χρόνια πριν, είναι μια ξεχωριστή στιγμή στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, μια ξεχωριστή στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας για απελευθέρωση από την εκμετάλλευση και την καταπίεση.

Η 1η Οχτώβρη 1949 είναι η νικηφόρα κατάληξη μιας μεγάλης πορείας σχεδόν τριάντα χρόνων, μέσα από απίστευτες δυσκολίες και αντιξοότητες, με εφόδους και υποχωρήσεις, με ξένη κατοχή και άγρια τρομοκρατία. Παρατεταμένου πολέμου «ανάμεσα στην ένοπλη επανάσταση και την ένοπλη αντεπανάσταση», και δοκιμασιών οργάνωσης της νέας κοινωνίας και λαϊκής εξουσίας στις απελευθερωμένες περιοχές.

Η 1η Οχτώβρη 1949 είναι η αρχή μιας επίπονης τιτάνιας προσπάθειας σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε μια αχανή, καθυστερημένη μισοφεουδαρχική χώρα. Αξιοποιώντας κάθε παραγωγική δυνατότητα, κάθε φυσικό πόρο, τη θέληση και τη διαρκή προσπάθεια των κινέζων κομμουνιστών, της εργατικής τάξης, του λαϊκού στρατού και των μαζών, και δοκιμάζοντας νέες μεθόδους και τρόπους –με επιτυχίες και αποτυχίες– η Κίνα βγαίνει από τη φτώχεια, την καθυστέρηση και την αμάθεια.

Η Κινέζικη Επανάσταση αναμετρήθηκε με το καθήκον της εδραίωσης και του βαθέματος της επανάστασης, της ορθής λύσης των αντιθέσεων στην κινέζικη κοινωνία, της αποτροπής καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Αντιπαρατέθηκε στη ρεβιζιονιστική στροφή του ΚΚΣΕ υπερασπίζοντας τις αρχές του επαναστατικού μαρξισμού και τα ιδανικά του κομμουνισμού. Τροποποίησε τον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης, ενέπνευσε και καθοδήγησε με την εμπειρία της τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα σε όλο τον κόσμο την εποχή των επαναστατικών θυελλών, τροφοδότησε τα αντιμπεριαλιστικά, αντιπολεμικά και νεολαιίστικα κινήματα σε όλο τον κόσμο.

Με την εξαπόλυση της Πολιτιστικής Επανάστασης το στέριωμα της επανάστασης και η υπόθεση του σοσιαλισμού γίνεται υπόθεση των μαζών. Θεωρώντας πως «ο αγώνας για το ποιος-ποιον, ο σοσιαλισμός ή ο καπιταλισμός, στον πολιτικό και ιδεολογικό τομέα διεξάγεται για μια πολύ μεγάλη χρονική περίοδο πριν κριθεί η έκβασή του», εκατομμύρια λαού κινητοποιούνται για να κριτικάρουν και να αντιπαρατεθούν στην αστική τάξη σε κάθε τομέα του εποικοδομήματος: τη γνώση, την επιστήμη, την κουλτούρα, την τέχνη, τα ήθη, την εκπαίδευση, την οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγής, ακόμα και μέσα στο ίδιο το κόμμα.

Στην πορεία της επανάστασης και του κινέζικου κόμματος, καταλυτική ήταν η συμβολή και ο ρόλος του Μάο Τσετούνγκ που καθόρισε τις ιδιαιτερότητες της επανάστασης στην Κίνα, ανέλυσε ορθά τις αντιθέσεις στην κινέζικη κοινωνία, προσανατόλισε σε σωστές ταχτικές συμμαχιών και συνεργασιών, αναγνώρισε το βασικό ρόλο της αγροτιάς, διατύπωσε τις αρχές του λαϊκού παρατεταμένου πολέμου, εξόπλισε τους κινέζους κομμουνιστές για να σπείρουν «το σπόρο της επανάστασης» στις λαϊκές μάζες και να χτίσουν τη σχέση τους με αυτές. Αξιολογώντας την εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης, εντοπίζοντας λαθεμένες πλευρές και στρεβλώσεις, τους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό, προχώρησε παραπέρα την επαναστατική θεωρία. Το έργο του στη φιλοσοφία, σε ζητήματα σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στη θεωρία και την πράξη και τη διαλεκτική τους σχέση εμπλουτίζει τον επαναστατικό μαρξισμό.

70 χρόνια μετά, η παλινόρθωση του καπιταλισμού, η εικόνα-έκτρωμα της κινέζικης κοινωνίας, η κατάρρευση των πρώην σοσιαλιστικών χωρών και η υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος δεν ακυρώνουν, αλλά αντίθετα επιβεβαιώνουν –με επώδυνο και τραγικό για τους λαούς και την εργατική τάξη τρόπο– τις παρακαταθήκες της Κινέζικης Επανάστασης και του Μάο Τσετούνγκ: τη συνέχιση και την οξύτητα της ταξικής πάλης σε συνθήκες σοσιαλισμού, την αναγκαιότητα αδιάκοπης πολεμικής στην αστική ιδεολογία σε όλα τα επίπεδα, την αναγκαιότητα τού να γίνει η επανάσταση και ο σοσιαλισμός υπόθεση των ίδιων των μαζών.

Η λυσσώδης προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων να πείσει για την «παντοδυναμία» και την «αιωνιότητά» της, για το «ανέφικτο» ενός άλλου κόσμου ισότητας και δικαιοσύνης και τη «ματαιότητα» κάθε επαναστατικής απόπειρας, κάθε προσπάθειας των ανθρώπων να ορίζουν οι ίδιοι τις τύχες τους, να ξαναγράψει την ιστορία σβήνοντας την ιστορική μνήμη και συκοφαντώντας κάθε προηγούμενη έφοδο στον ουρανό, να ταυτίζει ακόμα και με ψηφίσματα «θεσμικών δημοκρατικών» οργάνων τον κομμουνισμό με το φασισμό, επιβεβαιώνει το φόβο της για το φάντασμα που πλανιέται πάνω από τον κόσμο. Και όσο η εκμετάλλευση και η καταπίεση θα εντείνονται, όσο αυτό το σάπιο σύστημα κοινωνικών σχέσεων θα προσπαθεί να διαιωνίζει την ύπαρξή του με κάθε τρόπο, τόσο ο φόβος για το φάντασμα του κομμουνισμού θα μεγαλώνει.

Για τις σημερινές και αυριανές προσπάθειες αναγέννησης του κομμουνιστικού κινήματος η αναφορά στον Μάο και την Κινέζικη Επανάσταση δεν πρέπει να αποτελεί μια ακόμα «ένδοξη επέτειο», αλλά να δίνει συμπεράσματα και διδάγματα για την παραπέρα πορεία, να εξοπλίζει για να τολμήσουμε να αγωνιστούμε και να νικήσουμε. Να δίνουμε σάρκα και οστά στο φάντασμα του κομμουνισμού.

Ένα κατάλληλο πολιτικό εργαλείο για κάθε κατάσταση

Α. Γιατί είναι αναγκαία μία πολιτική οργάνωση;

  1. Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις που έλαβαν χώρα στη Λατινική Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο επιβεβαιώνουν αυτό που έγραψε ο Λένιν το 1914[1]: «Χωρίς οργάνωση οι μάζες δεν έχουν ενότητα βούλησης» και χωρίς αυτήν δεν μπορούν να αγωνιστούν ενάντια στην «πανίσχυρη τρομοκρατική στρατιωτική οργάνωση» των καπιταλιστικών κρατών.
  2. Προκειμένου η πολιτική δράση να είναι αποτελεσματική, έτσι ώστε οι διαμαρτυρίες, η αντίσταση και οι αγώνες να μπορούν πραγματικά να αλλάξουν τα πράγματα μέσα από τη μετατροπή των μαζικών εξεγέρσεων σε επαναστάσεις, είναι απαραίτητο ένα πολιτικό εργαλείο ικανό να υπερβαίνει τον διασκορπισμό και την πολυδιάσπαση όσων υφίστανται την εκμετάλλευση και την καταπίεση: ένα πολιτικό εργαλείο που να μπορεί να δημιουργεί χώρους συνάντησης όλων εκείνων που, παρά τις διαφορές τους, μοιράζονται έναν κοινό εχθρό· ένα εργαλείο ικανό να ενδυναμώνει τους υφιστάμενους αγώνες και να προωθεί και νέους κατευθύνοντας τη δράση τους βάσει μιας ενδελεχούς ανάλυσης της πολιτικής κατάστασης· ένα εργαλείο που να μπορεί να λειτουργεί για τη συνοχή των επιμέρους εκφράσεων της αντίστασης και του αγώνα.
  3. Η ιστορία των νικηφόρων επαναστάσεων δείχνει ξεκάθαρα τι μπορεί να επιτευχθεί όταν υπάρχει ένα πολιτικό εργαλείο ικανό να αναπτύξει ένα εναλλακτικό εθνικό πρόγραμμα προκειμένου να ενοποιήσει τους αγώνες διαφορετικών κοινωνικών παραγόντων σε έναν κοινό σκοπό· ένα εργαλείο που θα βοηθά στη συνοχή και θα καθοδηγεί τους κοινωνικούς αυτούς παράγοντες βασιζόμενο σε μια ανάλυση του υφιστάμενου συσχετισμού δύναμης. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν οι κατάλληλες δράσεις να λάβουν χώρα στο σωστό τόπο και το σωστό χρόνο, στοχεύοντας πάντοτε τον πιο αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα του εχθρού.
  4. Αυτό το πολιτικό εργαλείο είναι σαν έμβολο μέσα σε μια ατμομηχανή τρένου, το οποίο μετατρέπει την ενέργεια του ατμού σε κίνηση που μεταφέρεται στους τροχούς, θέτοντας έτσι σε λειτουργία τη μηχανή και μαζί της και το υπόλοιπο τρένο. Η ισχυρή οργανωτική συνοχή δεν εξασφαλίζει από μόνη της μείζονα αντικειμενική ικανότητα δράσης, δημιουργεί όμως ταυτόχρονα ένα εσωτερικό κλίμα που καθιστά δυνατές τις ενεργητικές παρεμβάσεις σε πολιτικά γεγονότα που αποτελούν ευκαιρίες. Θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε πως στην πολιτική δεν αρκεί να έχει κάποιος δίκιο, αλλά θα πρέπει να δρα στο σωστό χρόνο και να βασίζεται στην ισχύ του προκειμένου να έχει επιτυχία.
  5. Στον αντίποδα, η ιδεολογική σύγχυση σε σχέση με το γιατί αγωνιζόμαστε και το συναίσθημα ότι δεν βασιζόμαστε σε συμπαγή εργαλεία, που να μας επιτρέπουν να μετουσιώνουμε τις ληφθείσες αποφάσεις σε πράξη, έχει αρνητικό αντίκτυπο, οδηγώντας σε παράλυση της πράξης.

i) Ένα εργαστήρι στρατηγικού σχεδιασμού

  1. Ένα τέτοιο πολιτικό εργαλείο είναι αναγκαίο επειδή χρειαζόμαστε ένα φορέα που να μπορεί να θέσει τους άξονες για τη συγκρότηση μιας πρώτης πολιτικής πρότασης, ενός προγράμματος ή ενός εθνικού σχεδίου εναλλακτικού προς τον καπιταλισμό. Αυτό το πρόγραμμα ή το σχέδιο λειτουργεί ως θαλάσσιος χάρτης προκειμένου να βρούμε το δρόμο μας, να διασφαλίσουμε ότι δεν θα χαθούμε, για να θέσουμε τα θεμέλια της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε σωστή βάση, για να μην συγχέουμε αυτό που πρέπει να γίνει τώρα με αυτό που πρέπει να γίνει αργότερα, για να γνωρίζουμε ποια βήματα πρέπει να κάνουμε και με ποιο τρόπο· με άλλα λόγια, χρειζόμαστε μια πυξίδα για να διασφαλίσουμε ότι το πλοίο μας δεν θα εξοκείλει, αλλά θα φτάσει με ασφάλεια στον προορισμό του.
  2. Το παραπάνω καθήκον απαιτεί χρόνο, μελέτη και γνώση της εθνικής και διεθνούς κατάστασης. Δεν είναι κάτι που μπορούμε να αυτοσχεδιάσουμε σε μια νύχτα, πολλώ δε μάλλον στο σύνθετο κόσμο στον οποίο ζούμε. Το έργο αυτό πρέπει να μετουσιωθεί σε πολιτικό πρόγραμα που να λειτουργεί όπως ο θαλάσσιος χάρτης που προαναφέραμε και να συγκεκριμενοποιείται σε ένα εθνικό πλάνο ανάπτυξης.
  3. Η αρχική προετοιμασία θα πρέπει πάντοτε να γίνεται από την πολιτική οργάνωση, πιστεύω όμως ότι θα πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψη μας πως θα πρέπει αυτό το έργο να εμπλουτίζεται και να τροποποιείται μέσα από την κοινωνική πρακτική με τις απόψεις και τις προτάσεις των κοινωνικών παραγόντων, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να επιβληθεί από τα πάνω, αλλά θα πρέπει να οικοδομηθεί με τη συμμετοχή του λαού.
  4. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν βαρέθηκε ποτέ να επαναλαμβάνει ότι το μονοπάτι για το σοσιαλισμό δεν είναι από τα πριν χαραγμένο ούτε και υπάρχουν προκαθορισμένα πρότυπα και σχέδια, καθώς «η σύγχρονη προλεταριακή τάξη δεν διεξάγει τους αγώνες της βάσει κάποιου προτύπου που αναπαράγεται σε ένα βιβλίο ή μία θεωρία. Ο αγώνας των σύγχρονων εργατών είναι μέρος της ιστορίας, μέρος της κοινωνικής εξέλιξης και μαθαίνουμε πώς πρέπει να παλεύουμε εν μέσω της ιστορίας, εν μέσω της εξέλιξης, εν μέσω του αγώνα»[2].
  5. Το πολιτικό υποκείμενο θα πρέπει να διεγείρει μια διαρκή αντιπαράθεση για τα μεγάλα εθνικά προβλήματα ώστε αυτό το βασικό σχέδιο, και τα επιμέρους που απορρέουν από αυτό, να εμπλουτίζονται διαρκώς. Συμφωνώ με τον Farruco Sesto ότι αυτές οι αντιπαραθέσεις δεν μπορούν να περιορίζονται σε μια απλή αναμέτρηση ιδεών αλλά θα πρέπει «να οδηγούν στην συλλογική σφυρηλάτηση ιδεών και λύσεων στα προβλήματα […]. Τα επιχειρήματα που συγκεντρώνουμε ή που αντιπαραθέτουμε απέναντι σε αντίθετες απόψεις θα μας επιτρέψουν να δημιουργήσουμε μια κοινή αλήθεια»[3].
  6. Η πολιτική οργάνωση θα πρέπει – σύμφωνα με τον Sesto- να αποτελεί «ένα τεράστιο εργαστήρι στρατηγικού σχεδιασμού, που θα αναπτύσσεται σε ολόκληρη τη χώρα». Εγώ πιστεύω, ειδικότερα, ότι το πολιτικό υποκείμενο θα πρέπει όχι μόνο να ενθαρρύνει την εσωτερική αντιπαράθεση αλλά και να καταβάλλει προσπάθειες για να διευκολύνει την ενεργό συμμετοχή σε χώρους δημοσίου διαλόγου επί θεμάτων γενικότερου ενδιαφέροντος όπου θα μπορούν να συμμετέχουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι πολίτες.
  7. Για το λόγο αυτό συμφωνώ για μια ακόμη φορά με τον Farruco ότι, εφόσον το κόμμα δεν είναι κάτι ξέχωρο από το λαό αλλά αντιθέτως θα πρέπει «να ζει μαζί με το λαό», το ιδανικό μέρος για να λάβει χώρα αυτή η αντιπαράθεση είναι «η καρδιά του λαϊκού κινήματος». Επιπλέον, «εάν ένας από τους στρατηγικούς στόχους της επανάστασης είναι να μεταβιβάσει την εξουσία στο λαό, αυτό συνεπάγεται τη μεταφορά όχι απλά της δυνατότητας λήψης αποφάσεων αλλά και της επεξεργασίας των λόγων που οδηγούν σε αυτή την απόφαση, καθώς η παραγωγή των ιδεών και το ξεκαθάρισμα σχετικά με το ποια οδό πρέπει να ακολουθήσουμε αποτελεί την πιο σημαντική πτυχή της άσκησης εξουσίας».

ii) Ένας οδηγός για τα αναγκαία βήματα που πρέπει να ακολουθήσουμε

  1. Το πολιτικό υποκείμενο είναι αναγκαίο όχι μόνο για να συντονίζει το λαϊκό κίνημα και να προωθεί την θεωρητική σκέψη, αλλά και για να προσδιορίζει τη στρατηγική. Χρειαζόμαστε έναν πολιτικό οδηγό που να περιγράφει τα αναγκαία βήματα που πρέπει να ακολουθήσουμε για να εφαρμόσουμε τη θεωρία, σε συνδυασμό με την ανάλυσή μας για τον υφιστάμενο συσχετισμό δυνάμεων. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν οι δράσεις μας να λάβουν χώρα στον κατάλληλο χρόνο και τόπο, αναζητώντας πάντοτε τον πιο αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα του αντιπάλου, εκμεταλλευόμενοι τον ατμό της μηχανής την αποφασιστική στιγμή, μετατρέποντάς τον σε προωθητική δύναμη και αποφεύγοντας την κατασπατάλησή του. Φυσικά, όπως είπε και ο Τρότσκι, αυτό που κινεί τα πράγματα δεν είναι το έμβολο, αλλά ο ατμός· κι αυτός είναι η ενέργεια που εκτοξεύεται από της μάζες που κινητοποιούνται.
  2. Και αν ένα πολιτικό υποκείμενο είναι αναγκαίο για την επιτυχή κατάληψη της εξουσίας, παίζει καθοριστικό ρόλο και κατά την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, εναλλακτικής στον Καπιταλισμό, όπως προείπαμε.

Β. Υπερβαίνοντας το Υποκειμενικό Εμπόδιο

  1. Γνωρίζουμε καλά ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με αυτές τις ιδέες. Υπάρχουν πολλοί που δεν είναι διατεθειμένοι ούτε καν να τις συζητήσουν. Τέτοιες θέσεις συχνά υιοθετούνται επειδή συσχετίζουν την παραπάνω αντίληψη με τις αντιδημοκρατικές, αυταρχικές, γραφειοκρατικές και πατροναριστικές πολιτικές πρακτικές που έχουν χαρακτηρίσει αρκετά κόμματα της αριστεράς.
  2. Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να υπερβούμε αυτό το υποκειμενικό εμπόδιο, καθώς είμαι, όπως είπα, πεπεισμένη ότι δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικός αγώνας ενάντια στο παρόν σύστημα κυριαρχίας ούτε και να οικοδομηθεί μια εναλλακτική σοσιαλιστική κοινωνία χωρίς την ύπαρξη ενός εργαλείου ικανού να συσπειρώνει διαφορετικούς κοινωνικούς παράγοντες και να ενοποιεί την βούλησή τους για δράση γύρω από συμφωνημένους στόχους.
  3. Αποτελεί παράδοξο ότι ο Hardt και ο Negri, οι οποίοι παραδέχονται ότι ζούμε σε μια «παγκόσμια εμπόλεμη κατάσταση», ότι η απόλυτη δημοκρατία που επιθυμούμε δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί, που θεωρούν δίκαιη την άμυνα των λαών ενάντια στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία, που υποστηρίζουν ότι η κυριαρχία της κοινωνικής πλειοψηφίας είναι «ένα σχέδιο πολιτικής οργάνωσης, συνεπώς μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από πολιτικές πρακτικές»[4] και ότι «η κοινωνική πλειοψηφία θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις και να δρα από από κοινού», δεν αποδέχονται, παρόλα αυτά, την άποψη ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα «κεντρικό σημείο διοίκησης και πληροφόρησης»[5] και δεν προτείνουν τίποτε απολύτως για το πώς θα εφαρμόζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται από κοινού.

Γ. Γιατί Πολιτικό Υποκείμενο και όχι Πολιτικό Κόμμα

i) Ο Λένιν ενάντια σε ένα Παγκόσμιο Μοντέλο

  1. Εξαιτίας της εντεινόμενης υποτίμησης της πολιτικής και των πολιτικών, πολλοί άνθρωποι τείνουν να απορρίπτουν τον όρο «κόμμα». Γι αυτό το λόγο προτιμώ τη χρήση του όρου «πολιτικό υποκείμενο».
  2. Δεν είναι όμως αυτό ο μόνος λόγος· υπάρχει και ένας πιο θεμελιακός λόγος που προσπαθεί να δώσει έμφαση στον εργαλειακό χαρακτήρα που θα πρέπει να έχουν όλες οι πολιτικές, επαναστατικές οργανώσεις.
  3. Εάν αυτό που διακυβέβευται είναι η καθοδήγηση του αγώνα κομματιών της κοινωνίας, τα οργανωτικά ζητήματα δεν μπορούν να αποτελούν αυτοσκοπό, παρά μόνο εργαλείο που εξυπηρετεί το αντικειμενικό στόχο.
  4. Και η μορφή που παίρνει ο αγώνας εξαρτάται από την πραγματικότητα κάθε χώρας. Δεν μπορεί κανείς να έχει μια φόρμουλα για την οργάνωση· αυτή θα πρέπει να καθορίζεται ώστε να ταιριάζει στα χαρακτηριστικά κάθε κοινωνικής πραγματικότητας.
  5. Ο Λένιν, σε αντίθεση με πολλούς από τους υποστηρικτές του, όταν προσπαθούσαν να συγκροτήσουν ένα επαναστατικό κόμμα στη Ρωσία, στήριζε ξεκάθαρα την άποψη ότι δεν τίθετο ζήτημα ανάπτυξης μιας παγκόσμιας φόρμουλας για το επαναστατικό κόμμα. Γνώριζε καλά ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που λειτουργούσε σε αστικά, δημοκρατικά καθεστώτα, ήταν καλά οργανωμένη: προκειμένου να δώσει τη μάχη μέσω των εκλογικών διαδικασιών, ήταν οργανωμένη σε ισχυρά, νόμιμα κόμματα· κατά συνέπεια, τα χαρακτηριστικά των κομμάτων αυτών δεν θα μπορούσαν να μεταφερθούν μηχανικά στην τσαρική Ρωσία, το απολυταρχικό καθεστώς της οποίας εμπόδιζε όλες τις ανοιχτά επαναστατικές πολιτικές οργανώσεις. Ούτε και το μοντέλο των παλαιών, μυστικών επαναστατικών οργανώσεων της Ρωσίας θα μπορούσε να υιοθετηθεί, αν και παρέμενε σημαντικό να διδαχθούν από αυτές σχετικά με ορισμένες συνωμοτικές τεχνικές.
  6. Τι έπρεπε να γίνει για να συγκροτηθεί ένα επαναστατικό κόμμα στη Ρωσία – μια χώρα όπου υπήρχε ένα τρομοκρατικό κράτος, που στηριζόταν σε μια πολύ μικρή σε μέγεθος, ιδιαίτερα συγκεντρωμένη στις πόλεις και πολύ μαχητική εργατική τάξη; Σύμφωνα με τον μπολσεβίκο ηγέτη, έπρεπε να δημιουργηθεί ένα «κλειστό» κόμμα πειθαρχημένων μαχητών – αληθινά επαναστατικές ομάδες – και με αυτούς να επιδιώξουν «τη συνάντηση με τα αυθόρμητα κινήματα τμημάτων του λαού, ή πιο συγκεκριμένα, με το προλεταριάτο των εργαστασίων, προκειμένου να δημιουργήσουν μια οργάνωση για αυτό το κίνημα που να ανταποκρίνεται στις συνθήκες της χώρας»[6].

ii) Η Τρίτη Διεθνής και τα Κομμουνιστικά Κόμματα

  1. Για τον Λένιν ήταν απόλυτα ξεκάθαρο ότι δεν υπήρχε μια παγκόσμια φόρμουλα για το επαναστατικό κόμμα. Θεωρούσε πάντα το κόμμα ως το κατεξοχήν πολιτικό υποκείμενο του κοινωνικού μετασχηματισμού, ως το εργαλείο εκείνο που θα παρείχε πολιτική κατεύθυνση στην ταξική πάλη – μια πάλη που πάντοτε λαμβάνει χώρα υπό συγκεκριμένες ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Πίστευε, λοιπόν, ότι η οργανωτική δομή κάθε κόμματος θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με τις συνθήκες κάθε χώρας και να τροποποιείται με βάση τις συγκεκριμένες απαιτήσεις του αγώνα.
  2. Αυτές οι πρώιμες ιδέες του Λένιν επικυρώθηκαν και στην 3η Διάσκεψη της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1921. Σε ένα από τα έργα του[7] υποστηρίζει τα παρακάτω: «Δεν υπάρχει απόλυτη οργανωτική μορφή, κατάλληλη για τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε κάθε εποχή. Οι συνθήκες της προλεταριακής ταξικής πάλης μεταβάλλονται διαρκώς, συνεπώς η προλεταριακή εμπροσθοφυλακή θα πρέπει πάντοτε να αναζητά αποτελεσματικά οργανωτικά σχήματα. Αντιστοίχως, κάθε Κόμμα θα πρέπει να αναπτύξει δικές του, ειδικές μορφές οργάνωσης, ώστε να ανταποκριθεί στις συγκεκριμένες, ιστορικά προσδιορισμένες συνθήκες κάθε χώρας».
  3. Ωστόσο, παρά τις οδηγίες της Διεθνούς, τα κομμουνιστικά κόμματα ακολούθησαν στην πράξη ένα ενιαίο μοντέλο, παρά τις διαφορές ανάμεσα στις χώρες όπου ιδρύθηκαν.
  4. Αυτό θα μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να εξηγηθεί αν λάβουμε υπόψη δύο κριτήρια τα οποία ο Λένιν θεωρούσε ότι τυγχάνουν παγκόσμιας εφαρμογής. Το πρώτο αφορούσε τη θεώρηση του κομμουνιστικού κόμματος ως του κόμματος της εργατικής τάξης και το δεύτερο κριτήριο αφορούσε την προϋπόθεση να υιοθετήσει κάθε κόμμα υποχρεωτικά το όνομα «Κομμουνιστικό Κόμμα», προκειμένου να ανήκει στην Κομμουνιστική Διεθνή.
  5. Τέτοιες υποθέσεις εφαρμόστηκαν με ζήλο από το Λατινοαμερικάνικο τμήμα της Διεθνούς, με την επίδρασή τους να είναι ιδιαίτερα επιζήμια. Οι ηγέτες των κομμάτων αντέγραφαν με ζήλο φόρμουλες που είχαν εφευρεθεί για τον Τρίτο Κόσμο χωρίς καμιά διαφοροποίηση και αγνοούσαν τις ιδιαιτερότητες των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο πολύ μακρινό παρελθόν για να θυμηθούμε τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο Mariátegui όταν δεν τήρησε την απόφαση της Διεθνούς σχετικά με το όνομα του κόμματος της εργατικής τάξης που ίδρυσε· το ονόμασε Σοσιαλιστικό και όχι Κομμουνιστικό κόμμα, αν και ήταν αναγκαία προϋπόθεση για να γίνει μέλος της Διεθνούς.

iii) Σημαντικά τμήματα του λαού παραβλέπονται

  1. Η άκριτη έμφαση που δόθηκε στην εργατική τάξη οδήγησε τα κόμματα της Λατινικής Αμερικής στην παράβλεψη των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του επαναστατικού κοινωνικού υποκειμένου της ηπείρου και στην μη κατανόηση του ρόλου που μπορούν να παίξουν στις επαναστάσεις της Λατινικής Αμερικής οι ιθαγενείς και οι χριστιανοί.
  2. Είναι προφανές ότι αυτήν την περίοδο στις δικές μας χώρες η λαϊκή πάλη αναπτύσσεται υπό συνθήκες πολύ διαφορετικές από εκείνες της τσαρικής Ρωσίας. Αλλά είναι επίσης προφανές ότι η Βενεζουέλα δεν είναι ούτε Κούβα ούτε Νικαράγουα, ούτε είναι η Βολιβία το ίδιο με το Εκουαδόρ. Σε κάθε χώρα υπάρχουν διαφορετικές συνθήκες που διαπερνούν τη στρατηγική και τροποποιούν της μορφές της λαϊκής πάλης. Κατά συνέπεια, δεν πιστεύω ότι είναι χρήσιμο να προτείνουμε ένα ορισμένο «καλούπι» για την μορφή που θα έπρεπε να έχει το επαναστατικό υποκείμενο.
  3. Το λάθος πολλών κομμάτων και κινημάτων στη Λατινική Αμερική είναι ότι ιεράρχησαν το πρόβλημα της οργανωτικής δομής υψηλότερα από της ανάγκες της πάλης, ενώ θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο.
  4. Μια έκφανση του παραπάνω φαινομένου αποτελεί η τάση να υιοθετούν πολύ προωθημένες μορφές οργάνωσης που δεν ανταποκρίνονται στην ανάπτυξη του ίδιου του επαναστατικού κινήματος, ως αποτέλεσμα αντιγραφής από άλλες επμπειρίες που πολλοί λίγοι τις θεωρούν κτήμα τους. Μια ακραία απόκλιση ορισμένων αριστερών ομάδων στη Λατινική Αμερική, που αυτοπροσδιορίζονταν ως υπέρμαχοι του ένοπλου αγώνα, ήταν αυτή της δημιουργίας δομών και και ιεραρχίας στρατιωτικού τύπου χωρίς να διαθέτουν καμία απολύτως στρατιωτική δύναμη.

Marta Harnecker (1937 – 2019) κατάγεται από τη Χιλή, όπου συμμετείχε στην επαναστατική διαδικασία των ετών 1970-73. Έχει γράψει εκτενώς για την επανάσταση της Κούβας και τη φύση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Έζησε στο Καράκας και συμμετείχε στην Βενεζουελάνικη επανάσταση. Το τελευταίο της βιβλίο είναι το «Ένας κόσμος να οικοδομήσουμε: Νέα μονοπάτια για το Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα».  

Πηγή: The Bullet

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

[1] V. I. Lenin, “The Collapse of the Second International,” Ch. 6.

[2] Rosa Luxemburg, “The Politics of Mass Strikes and Unions.”

[3] Farruco Sesto, Que Viva el Debate!

[4] Michael Hardt and Antonio Negri, Multitude: War and Democracy in the Age of Empire, New York: Penguin, 2004, p.226.

[5] βλ. σημείωση 4

[6] V.I. Lenin, “Our Immediate Task,” 1899.

[7] V.I. Lenin, “Thesis on the Structure, Methods and Action of Communist Parties,” in Alan Adler (ed.), Theses, Resolutions and Manifestos of the First Four Congresses of the Third International.

72 χρόνια από την Μακρόνησο

Στις 19 Φλεβάρη 1947 ξεκίνησε να λειτουργεί το κολαστήριο της Μακρονήσου. Επί δέκα χρόνια η Μακρόνησος λειτούργησε ως μνημείο ανθρώπινης βαρβαρότητας, ως σφαγείο εκατοντάδων κομμουνιστών και βασανιστήριο χιλιάδων άλλων. Ο Μακρονησιώτης πέρασε στην νεότερη ιστορία ως τίτλος τιμής, ως μοναδικό και ιδιαίτερο μετάλλιο που δόθηκε σε ανθρώπους που βασανίστηκαν πέρα από τα όρια της ανθρώπινης κλίμακας και που είτε άντεξαν, είτε υπέγραψαν, κουβαλούσαν αυτό το “μετάλλιο” μέχρι το τέλος της ζωής τους. Τα καλύτερα παιδιά του ελληνικού λαού, παλαίμαχοι του Αλβανικού μετώπου, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, πέρασαν από το κολαστήριο της Μακρονήσου, αυτό που οι αστοί πολιτικοί ονόμαζαν “νέο Παρθενώνα”, “αναρρωτήριο ψυχών” και εθνική κολυμβήθρα”…

Ο Γιώργος Φαρσακίδης, αυτοδίδακτος χαράκτης και ζωγράφος, Μακρονησιώτης ο ίδιος, περιγράφει την “υποδοχή” των χαρακτηρισμένων ως “κομμουνιστών” ή “συνοδοιπόρων” στρατιωτών στις πύλες του Α’ Τάγματος Σκαπανέων (Α.Ε.Τ.Ο.):

Οι χωροφύλακες αμίλητοι. Μας μετράνε, παραδίνουν τους καταλόγους κι απομακρύνονται βιαστικοί. Από σήμερα σας παραλαμβάνει ο στρατός! βρυχάται το μεγάφωνο, θα περάσετε καλά…

Όλη η φάλαγγα δέκα βήματα εμπρός. Κλίνατ’ επ’ αριστερά!

Στα δεξιά του δρόμου, ως τη θάλασσα, χέρσο, ξερό απλώνεται το ίσιωμα. Μπροστά μας, ξεχωρίζουνε οι επίσημοι κι ένα γύρω σειρές – σειρές αλφαμίτες, ακίνητοι, βλοσυροί. Πλάι σε ρασοφόρο, ο διοικητής Βασιλόπουλος. Ο λόγος του σύντομος, ειρωνικός: Δεν είναι Νταχάου εδώ, όπως σας είπανε… Για όσους θα γίνουνε Έλληνες.

Κοιτάει το ρολόι του: Έχετε πέντε λεπτά να σκεφθείτε.

Μετά κάποιος μιλάει, ο παπάς νομίζω, για τις «ανοιχτές αγκαλιές της πατρίδος», την «εθνικήν κολυμβήθραν», για μας, τα «παραστρατημένα παιδιά», για το «σκληρό τιμωρό χέρι».

Το μεγάφωνο, ξερό, μεταλλικό, ξερνά ανάκατα απειλές κι υποσχέσεις: Όσοι συμφωνούν, να προχωρήσουν τέσσερα βήματα εμπρός.

Βγαίνουνε. Δυο, τρεις, τέσσερις. Βαριά γύρω μας η βουβαμάρα.

Ακόμα ένας. Τα λεπτά περνούν, η προθεσμία τελειώνει. Κανείς! Κανείς!

Οι αλφαμίτες να εκτελέσουν το καθήκον που τους ανέθεσε η πατρίδα. Οι άσπρες ζώνες κινήθηκαν σε παράταξη μάχης. Όπλα τους, κασμαδόξυλα, μπαμπού, σιδηρογωνιές. Οι πρώτοι χτυπημένοι, το πρώτο αίμα.

Η μάζα πισωγυρίζει κατά τη θάλασσα. Σιγά στην αρχή, σφιχτοδεμένη. Μετά σπάει, ξεχύνεται αγριεμένο κοπάδι. Ποδοβολητό, ουρλιαχτά, βλαστήμιες μπερδεύουν με θούρια κι οδηγίες. Πασχίζουν να ξεμοναχιάσουν, να διαλυθούνε το μπουλούκι. Σαν το κατορθώσουν, σκορπά ο κόσμος και ξανασμίγει σ’ άλλες ομάδες μικρότερες. Και ξανά και ξανά.

Ασυναίσθητα τότε, κολλάς, γαντζώνεσαι σ’ άλλους, να χωθείς μέσα, να γίνεις ένα μαζί τους. Οι ριπές αγριεύουν πιότερο ακόμα. Καμπόσοι πέφτουν στους βράχους, στη θάλασσα. Εκεί μες στα βράχια τους ψαρεύουν και τους τελειώνουνε. Όλο πιο αριές, πιο λιγοστές οι ομάδες. Τρέχεις, πηδάς, σαν τ’ αγρίμι, πέρα-δώθε. Πάν’ απ’ τα βράχια, τα πεσμένα κορμιά. Για πόσο; Πιάστηκε η ανάσα, τα πόδια κόπηκαν. Κι άξαφνα, συνειδητοποιείς τρομερή την αλήθεια: Έμεινες μόνος! Από τώρα και μπρος νιώθεις την ευθύνη να σε βαραίνει προσωπικά. Θα την αντιμετωπίσεις σαν άτομο, φάτσα με φάτσα.

Το χτύπημα από τα πλάγια, απρόσμενο, δυνατό, και κάτι στο πρόσωπο σαν ανάσα καυτή.

Σκόνταψα, πέφτω… Νιώθω τα δάχτυλά μου γατζωμένα σ’ ένα κορμί ζεστό, ακίνητο.

Τα βήματά τους…. Μ’ αναποδογυρίζουνε βλαστημώντας, μ’ ανασηκώνουν τραβώντας απ’ τα μαλλιά.

Για λίγο τα μάτια μισανοίγουνε μόνα τους, όσο να προλάβεις να δεις τις ιδρωμένες, αγριεμένες τους φάτσες.

Η αρχή του τέλους. Τα χτυπήματα βαριά, στο κορμί, στο κεφάλι. Δεν πονάνε, ζαλίζουν. Ένα, δύο, τρία. Ένα κόκκινο σύννεφο.

Ωστόσο ακούω ακόμα, νιώθω, σκέφτομαι: Καλύτερα έτσι, ναι, στο κεφάλι, να τελειώνουμε.

Μετά ένας πόνος αβάσταγος τρυπάει τον ώμο. Πονάω, πονάω πολύ…

Ζω!. Πόση ώρα νά’ χω πεσμένος; Ο ήλιος κατάφατσα τσουρουφλάει. Στο πρόσωπό μου πηγμένο το αίμα, με δυσκολεύει να δω. Με κόπο μισανοίγω τα μάτια.

Πλάι μου κι άλλοι ακίνητοι, αραδιασμένοι στο μήκος του δρόμου.  Λίγο πιο μπρος δυο ποδάρια ξυπόλητα τινάζονται σε σπασμό. Ξεχωρίζω το σκουροκόκκινο με ρίγες μπουφάν. Και βέβαια είναι… το Μανιατάκι της γειτονικής μας σκηνής. Θα πρέπει να ξεψυχά.

Έρχονται.

Δοκιμάζουν μ’ αναμμένο τσιγάρο, στραμπουλάνε τα χέρια, μερικές στα πόδια, στα πλευρά.

Να διαπιστώσουν αν ζω. Μετά κάπου με σέρνουν απ’ τα ποδάρια.

Συνέρχομαι στο καμιόνι. Φίσκα από κορμιά στοιβαγμένα ανάκατα.

Μες στον ιδρώτα, τη σκόνη, το αίμα. Μπρούμυτα κι ανάσκελα, σπαρταράνε ή μένουν ακίνητα ή βογκάν ή σωπαίνουν. Και συ, ένα μαζί τους, στην “Εθνικήν Κολυμβήθραν!”

Ο Γιάννης Ρίτσος, κι αυτός Μακρονησιώτης, το 1949 στην ποιητική συλλογή “Πέτρινος χρόνος” γράφει το ποίημα “Α. Β. Γ.”, τα τρία μεγάλα γράμματα που ξεχώριζαν από το καΐκι που ερχόταν στην Μακρόνησο και συμβόλιζαν τα τρία τάγματα – φόβητρο των δεκάδων χιλιάδων που πέρασαν από αυτόν τον τόπο μαρτυρίου:

Τρία μεγάλα γράμματα
γραμμένα μ’ ασβέστη στη ραχοκοκκαλιά της Μακρόνησος.

(Όταν ερχόμαστε με το καράβι
στριμωγμένοι ανάμεσα στους μπόγους και στις υποψίες μας
τα διαβάσαμε πάνου απ’ το κατάστρωμα
κάτου απ’ τις βρισιές του χωροφύλακα, τα διαβάσαμε
εκείνο το ήσυχο πρωινό του Ιουλίου,
κι η αρμύρα κι η μυρουδιά της ρίγανης και το θυμάρι
δεν καταλάβαιναν καθόλου τι θα πουν αυτά τα τρία ασβεστωμένα γράμματα).

Α΄ τάγμα
Β΄ τάγμα
Γ΄ τάγμα

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ

Κι η θάλασσα του Αιγαίου είταν γαλάζια όπως πάντοτε
πολύ γαλάζια, μόνο γαλάζια.

Α΄ —
Α, ναι, μιλούσαμε κάποτε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη,

Β΄ —
για το γυμνό στήθος της υγείας κεντημένο με μιαν άγκυρα και μια γοργόνα,

Γ΄ —
για το θαλάσσιο φως που πλέκει τα κουρτινάκια των γλάρων.

Α.Β.Γ.

300 σκοτωμένοι.
Μιλούσαμε, ναι, για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη —
ο κάβουρας που ρεμβάζει στο νοτισμένο βράχο,
άντικρυ στη μαλαματένια δύση,
καθώς ένα μικρό μπρούτζινο άγαλμα του Ωκεανού.

Α.Β.Γ.

600 τρελλοί.
(Οι γυάλινες γαρίδες κυνηγώντας στα ρηχά τον ίσκιο του πρωινού άστρου,
το χρυσό και γαλανό καλοκαίρι πετροβολώντας με κουκουνάρια το μεσημεριάτικο ύπνο των κοριτσιών,
τα παλιά πεύκα ξύνοντας τη ράχη τους στην ασβεστωμένη μάντρα).

Α.Β.Γ.

900 κουτσοί.
Ζήτω
ο βασιλεύς Παύλος.
(Κι η Παναγιά του πόντου φλωροκαπνισμένη απ’το σούρουπο
να σεργιανάει ξυπόλυτη στην αμμουδιά
συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών
καρφώνοντας μ’ ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα).

Α.Β.Γ.

Α.Β.Γ.

(Μιλούσαμε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη, ναι, ναι).
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ —
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ — ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ
Κι η θάλασσα είναι ακόμη γαλάζια όπως πάντοτε
κι ο αμερικάνικος στόλος ταξιδεύει στο Αιγαίο
ήσυχος, ήσυχος, ωραίος,
και τ’ άστρα ανάβουν κάθε βράδι μικρές φωτιές
να ψήσουν οι Άγγελοι την ψαρόσουπα της Παναγίας.

Α.Β.Γ.

Α.Β.Γ.

Κι από κάτου απ’ τ’ αστέρια περνάνε
καραβιές-καραβιές οι εκτοπισμένοι
και τσουβάλια με κομμένα ποδάρια
και τσουβάλια με κομμένα χέρια
και τσουβάλια με νεκρούς
ξεβράζουν οι φουρτούνες στις αχτές του Λαυρίου.

(Αιγαιοπελαγίτικο τοπίο
χρυσό και γαλάζιο).

Α.Β.Γ.

Σε τούτα τα βράχια τουφεκίστηκαν οι 300 του Α΄ Τάγματος,
τούτα τα φύκια είναι μια τούφα μαλλιά ξεκολλημένα μαζί με το δέρμα
απ’ το καύκαλο ενός συντρόφου που αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση.

Α.Β.Γ.

Τα συρματοπλέγματα.
Οι νεκροί.
Οι τρελλοί.

Α.Β.Γ.

(Γαλάζια, η θάλασσα — πολύ γαλάζια.
Χρυσό αιγαιοπελαγίτικο τοπίο.
Οι γλάροι).

Α.Β.Γ.

Μαύρη, κατάμαυρη θάλασσα
Μαύρο, κατάμαυρο τοπίο.
Τα συρματοπλέγματα.

Α.Β.Γ.

Μαύρο, κατάμαυρο τοπίο με σφιγμένα δόντια,
κόκκινο, κατακόκκινο τοπίο με σφιγμένη γροθιά,
μαύρη και κόκκινη καρδιά πηγμένη στο αίμα της
κι ένας κόκκινος ήλιος πηγμένος μες στο αίμα του.

Α.Β.Γ.

[…]

Η σφαγή των 300 στην οποία αναφέρεται ο Ρίτσος έγινε στις 29 Φλεβάρη του 1948, ημέρα Κυριακή. Σε αυτή τη σφαγή αναφέρεται ο επίσης Μακρονησιώτης Μενέλαος Λουντέμης όταν γράφει ότι:

…Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι.

Εκείνο το πρωί τα κοκόρια του Λαυρίου για πρώτη φορά δε λάλησαν. Μόνο τα σκυλιά της πόλης ανέβηκαν στο καρβουνόχωμα και κλαίανε όλη τη νύχτα. Όσο για τους ανθρώπους, όλες αυτές τις νύχτες παρακολουθούσαν τη ζωή απ’ τις χαραμάδες… Σάστιζαν πως, αυτό που γινόταν αντίκρυ, δεν το είχε γράψει ακόμα η Αποκάλυψη…
Ιστορία του ΚΚΕ

Θέσεις του ΚΟ της Α/συνεχεια για την ιστορία του ΚΚΕ, Οκτώβρης 1996

Το παρακάτω ντοκουμέντο είναι οι Θέσεις του Καθοδηγητικού Οργάνου της Α/συνεχεια για την ιστορία του ΚΚΕ, με αφορμή τα 80 χρόνια από την ίδρυσή του. Παρουσιάστηκαν τον Οκτώβρη του 1998 σε εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη.

 

Περιεχόμενα

Προοίμιο. 1

I. Από τα πρώτα σκιρτήματα του εργατικού κινήματος, στην πρώτη οργανωμένη και αυτοτελή εμφάνισή του το 1918 2

II. Από την αυτοτελή εμφάνιση, στην ωρίμανση μέσα από το καμίνι του μεσοπολέμου. 5

III. Πρωταγωνιστική δύναμη και ραχοκοκαλιά της αντίστασης, ενσαρκωτής της απελευθερωτικής δράσης του ελληνικού λαού στη δεκαετία 1940-50. 12

IV. H κατασπατάληση και η διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος αποτέλεσμα της επικράτησης του ρεβιζιονισμού στους κόλπους του (1950-1995). 17

V. H αντιρεβιζιονιστική πάλη στο κομμουνιστικό κίνημα της Eλλάδας. 22

Αντί επιλόγου. 25

 

 

Προοίμιο

Tο κομμουνιστικό κίνημα της Eλλάδας έχει βαθιές ρίζες μέσα στον ελληνικό λαό. Έχει δεσμούς αίματος με το καλύτερο δυναμικό που ανέδειξε τούτος ο τόπος. Αυτές τις ρίζες κι αυτούς τους δεσμούς, όσα κι αν έκαναν ή κάνουν εχθροί και ψεύτικοι φίλοι, δεν μπορούν να τους ακυρώσουν.

Αυτό το τεράστιο κεφάλαιο το κατασπατάλησαν με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο οι Έλληνες ρεβιζιονιστές, αυτοί που με τη γραμμή της συνθηκολόγησης και της ηττοπάθειας έκαναν ό,τι μπορούσαν για την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος. ∆εν είναι μόνο που έκαναν την αριστερά ουρά αστικών δυνάμεων, αλλά διέσυραν και διέστρεψαν την ιστορία ετούτου του τόπου, την ιστορία και τις θυσίες των κομμουνιστών, έτσι ώστε να μπορούν ανενόχλητοι να κυκλοφορούν μέσα στον απίθανο κόσμο του εκσυγχρονισμένου μεταπρατισμού. Αυτά ισχύουν κατά κόρον και για την πτέρυγα εκείνη που ελέω σοβιετικού ρεβιζιονισμού και κρατισμού ταύτισε την ύπαρξή της με την αποφασιστική επίθεση ενάντια σ’ ό,τι ήταν πραγματικά κομμουνιστικό και αριστερό, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες στις δυνάμεις της αντίδρασης, την ίδια στιγμή που εμφανίζονταν σαν ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος των αγώνων των Ελλήνων κομμουνιστών.

Ζούμε σε μια χώρα, έχουμε την τύχη και την τιμή να ζούμε σε μια χώρα, όπου το κομμουνιστικό κίνημα έδωσε σημαντικές μάχες για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση, πρωταγωνίστησε στη δεκαετία του 1940-50 δίνοντας ζωή σε τρεις μεγάλες αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις, έπραξε στο ακέραιο όποτε χρειάστηκε το διεθνιστικό του καθήκον, ήταν το πρώτο κόμμα που δέχτηκε την ωμή ρεβιζιονιστική επίθεση, δεκάδες χιλιάδες μέλη και στελέχη του KKE αντιστάθηκαν στο ρεβιζιονισμό σε μια χώρα όπου η αντιρεβιζιονιστική πάλη ξεπήδησε μέσα από τους κόλπους του κομμουνιστικού κινήματος.

Ζούμε σε μια χώρα όπου ό,τι δεν μπόρεσε να καταφέρει ο ταξικός αντίπαλος, το κατάφερε σε μεγάλο βαθμό η επικράτηση του ρεβιζιονισμού. Zούμε σε μια χώρα που ενώ η αριστοκρατία της εργατικής τάξης δεν ήταν ποτέ αναπτυγμένη, ο ρεβιζιονισμός ήταν πολυπρόσωπος, εκφράστηκε μέσα από δύο φορείς -γεγονός όχι σύνηθες και που περιπλοκοποιούσε την αντιρεβιζιονιστική πάλη. Zούμε σε μια χώρα που ο ρεβιζιονισμός βρέθηκε σε πολλές περιπτώσεις στην πρωτοπορία του «αγώνα», όπως έγινε με τη στήριξη της λύσης Καραμανλή το ’74 ή πιο πρόσφατα με την υποστήριξη της κυβέρνησης Tζανετάκη όταν ο γκορμπατσοφισμός βρίσκονταν στο απόγειό του. Σκαπανείς της νέας σκέψης λοιπόν, οι Έλληνες ρεβιζιονιστές…

Άρα υπάρχει μια πλούσια ιστορία. Mε πολλούς σταθμούς, σελίδες γεμάτες ηρωισμό, αγώνες που άφησαν μεγάλη παρακαταθήκη, αλλά και σκοτεινά σημεία, λιποψυχίες, λευκές σελίδες που ακόμα δεν γράφτηκαν για τις ευθύνες των ηττών κλπ, παρά τους τόμους και τους τόνους μελανιού που έχουν χυθεί.

Tην τοποθέτηση που ακολουθεί την διαπερνά σαν κόκκινη κλωστή η εκτίμηση πως το κομμουνιστικό κίνημα στη χώρα μας εμφανίστηκε και έδρασε σαν αποτέλεσμα μιας μεγάλης ανάγκης, δεν ήταν ένα κατασκεύασμα που εξυπηρετούσε διάφορα συμφέροντα, συσπείρωσε ό,τι καλύτερο είχε τούτος ο τόπος, έσπρωξε γενικά την ιστορία του τόπου αυτού προς τα μπρος, υπήρξε δηλαδή μια μεγάλη προωθητική δύναμη στη νεοελληνική σκηνή. H ήττα της επανάστασης στη δεκαετία 1940-50 αλλά και η οπισθοχώρηση που έχει υπάρξει τα τελευταία 30 χρόνια, δεν ακυρώνουν το βασικό, αυτό της αναγκαιότητας του κομμουνιστικού κινήματος στην χώρα μας. Είναι η ίδια η πραγματικότητα που ζητά, που απαιτεί την αναγέννηση του κομμουνιστικού κινήματος. Μόνο που αυτή δεν μπορεί να προέλθει χωρίς να αναμετρηθεί με το παρελθόν του.

Αυτός είναι και ο λόγος που κάθε σημαντική προσπάθεια για την αναγέννηση του κομμουνιστικού κινήματος οφείλει να διαμορφώσει τις θέσεις της και τις εκτιμήσεις της για την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος.

Προκαταβολικά, θέλουμε να πούμε πως στα πλαίσια αυτής της τοποθέτησης θα εκτεθούν οι βασικές θέσεις του KO που θα γίνουν αντικείμενο συζήτησης και επεξεργασίας στο εσωτερικό της A/συνεχεια αλλά και γενικότερα, αφού πρόκειται για ένα σημαντικό προγραμματικό ζήτημα. Άρα, ας θεωρηθούν σαν ένα ουσιαστικό αλλά και ταυτόχρονα συνοπτικό πλαίσιο – τοποθέτηση για μια συζήτηση και επεξεργασία που θα συνεχιστεί. Tα όσα θα ακολουθήσουν δεν αποτελούν μια πλήρη απαρίθμηση γεγονότων ούτε πρόκειται για μια ιστορία. Είναι η επισήμανση σταθμών, κομβικών σημείων και καθοριστικών ζητημάτων που σχετίζονται με την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος.

I. Από τα πρώτα σκιρτήματα του εργατικού κινήματος, στην πρώτη οργανωμένη και αυτοτελή εμφάνισή του το 1918

Tο 1918 είναι μια σημαντική χρονιά για την εργατική τάξη της Eλλάδας, γιατί αποκτά δύο σημαντικά «εργαλεία»: τη Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων Eλλάδας και το Σοσιαλεργατικό Kόμμα Eλλάδας, το ΣEKE, που λίγο αργότερα θα ονομαστεί KKE.

Πρόκειται για το επιστέγασμα μιας μακρόχρονης ωρίμανσης των αντικειμενικών αλλά και κυρίως των υποκειμενικών παραγόντων. Από τις πρώτες εργατικές απεργίες, τους πρώτους σοσιαλιστικούς κύκλους, τα πρώτα σωματεία και εργατικά κέντρα, τις πρώτες συνεννοήσεις των σοσιαλιστικών κύκλων για τη δημιουργία ενός κόμματος των εργαζομένων, έχει περάσει αρκετός καιρός.

Από το 1879 όταν γίνεται η πρώτη εργατική απεργία στη Σύρο, μέχρι το 1918 έχουν μεσολαβήσει πολλά γεγονότα και έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στην οικονομικοκοινωνική πραγματικότητα της Eλλάδας. Tο 1918, μετά από μια σύνθετη και αντιφατική πορεία, η εργατική τάξη φτάνει να έχει δύο σημαντικά βήματα στην πορεία της ανεξάρτητης και της αυτοτελούς της παρουσίας στη χώρα μας.

Σε σύγκριση με άλλες χώρες, η εργατική τάξη της Eλλάδας φτάνει σ’ αυτές τις δύο καταχτήσεις σχετικά αργά. Kαι στη δυτική Eυρώπη έχουν από καιρό κάνει την εμφάνισή τους εργατικά κόμματα και ενώσεις, που συσπειρώνουν σημαντικό αριθμό εργατών και διανοούμενων, και στον βαλκανικό περίγυρο έχουν ήδη συγκροτηθεί σοσιαλιστικά και εργατικά κόμματα.

Aυτή η καθυστέρηση ζητά την εξήγησή της. Στο παρελθόν είχαν προβληθεί δύο απόψεις. H μία έκανε κυρίως αναφορά στην αργή ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Eλλάδα, στη μικρή έκταση της Eλλάδας (μέχρι το 1913 η Θεσσαλονίκη, το βασικότερο εργατικό κέντρο της εποχής, βρίσκονταν κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία), στη μικρή επομένως ανάπτυξη του προλεταριάτου στην χώρα μας. Aυτή είναι η κύρια απάντηση που δίνει και ο Γ. Kορδάτος στο σημαντικότατο έργο του «Iστορία του εργατικού κινήματος» όπως και σε άλλα έργα του. H άλλη, ήταν αυτή που προβλήθηκε από το KKE κυρίως μετά το 1931, με κυριότερους εκφραστές τον N. Zαχαριάδη και τον Γ. Zεύγο και εξηγούσε την καθυστέρηση αυτή κυρίως λόγω της επίδρασης που είχε η «μεγάλη ιδέα» και στα στρώματα του εργαζόμενου λαού.

Είναι αναμφίβολο ότι και οι δύο παράγοντες έπαιξαν το ρόλο τους, όμως πρέπει να σταθούμε σε ορισμένες άλλες πλευρές. Τόσο από τα στοιχεία που παραθέτει ο Kορδάτος, όσο και από μια σειρά εργασίες που έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες, μπορούν να υποστηριχτούν τα εξής:

α) Στην Eλλάδα εμφανίστηκαν και είχαν μια επίδραση μια σειρά από ιδέες και ομάδες που είχαν σχέση με το επαναστατικό κίνημα της Eυρώπης και με διάφορα ρεύματα που τότε είχαν μια σημαντική παρουσία στο εργατικό κίνημα. O επτανησιακός ριζοσπαστισμός, ο αναρχισμός στη δυτική Eλλάδα και ιδιαίτερα στην Πάτρα, η παρουσία επαναστατών της ∆. Eυρώπης που βρέθηκαν στην Eλλάδα στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, μαρτυρούν πως η Eλλάδα δεν ήταν τελείως απομονωμένη.

β) Οι πρώτοι σοσιαλιστικοί κύκλοι σχηματίζονται βασικά από διανοούμενους που έζησαν σε πόλεις της Eυρώπης, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Αγγλία ή σε πόλεις της παροικίας και κυρίως στην Αλεξάνδρεια. Ήταν επόμενο να έχουν επιδράσεις από σοσιαλιστικούς, ρεφορμιστικούς κυρίως κύκλους. Όχι τυχαία, η επίδραση του αγγλικού εργατικού ρεφορμισμού και φαβιανισμού ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι άλλα ρεύματα. Τόσο ο Δρακούλης όσο και ο Σκληρός ήταν βασικοί εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος. ∆εν συνέβαινε το ίδιο για παράδειγμα σε άλλες βαλκανικές χώρες, όπου οι δεσμοί με το πιο προχωρημένο τμήμα του εργατικού κινήματος, τους Ρώσους μαρξιστές, έπαιξε ρόλο και στην πιο γρήγορη ανάπτυξη του κινήματος στις χώρες αυτές.

γ) Σε όλη την περίοδο από το 1879 μέχρι το 1918 σημειώνονται πολλοί αγώνες των εργαζομένων και των αγροτών. H Σύρος, ο Βόλος, η Θεσσαλονίκη, το Λαύριο, η Πάτρα, γίνονται κέντρα της εργατικής αντίστασης και ζύμωσης. Tα πρώτα σωματεία και οι πρώτες ιδέες για συντονισμό και αλληλεγγύη ξεπηδούν μέσα από την ίδια την ανάγκη των εργατών που αγωνίζονται. H επιρροή των σοσιαλιστικών κύκλων στους αγώνες αυτούς είναι μηδαμινή.

δ) O μεγαλοϊδεατισμός σαφώς εμπόδισε και δυσκόλεψε πολύ την γρήγορη ανάπτυξη και την αυτοτελή παρουσία του εργατικού κινήματος. Oι βαλκανικοί πόλεμοι, ο διχασμός, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, που διαρκούν περίπου 8 χρόνια δημιουργούν πολλαπλά προβλήματα. Tα κυριότερα όμως απ’ αυτά δημιουργούνται από την εμπλοκή των τότε εργατικών οργανώσεων και κύκλων στην ενδοαστική διαμάχη. Έτσι, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα βλέπουμε πρώτα την πιο σημαντική εργατική ένωση της εποχής, την Φεντερασιόν -που στη συνέχεια θα παίξει σοβαρό ρόλο για την επίτευξη των δύο σταθμών που αναφέραμε- να συνεργάζεται εκλογικά με τις δυνάμεις της δεξιάς που λόγω των εξαρτήσεων από τον γερμανικό παράγοντα, προπαγάνδιζαν το σύνθημα της ουδετερότητας της Eλλάδας σε σχέση με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Aμέσως μετά, ο Bενιζέλος προσπαθεί όχι χωρίς επιτυχία να διπλαρώσει εκπροσώπους του σοσιαλιστικού κινήματος, ώστε να ελέγξει πολιτικά το ανερχόμενο κίνημα της εργατικής τάξης, και να τους χρησιμοποιήσει στις επιδιώξεις του σχετικά με την εξωτερική πολιτική του. Έτσι και παρά την αντίθεση των εργαζόμενων, οι ηγέτες πάνε στο συνέδριο του Λονδίνου ενώ και το ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣEE και του ΣEKE πραγματοποιούνται μετά από διαπραγματεύσεις με τον Bενιζέλο, που ήλπιζε να ενισχυθεί η πτέρυγα εκείνη που θα δημιουργούσε ένα εντελώς εξαρτημένο από τον βενιζελισμό σοσιαλιστικό κόμμα. Άσχετα αν οι σχεδιασμοί του Βενιζέλου δεν υλοποιήθηκαν, ο βενιζελισμός είχε αρκετές επιτυχίες αφού οι περισσότεροι από τους εκπροσώπους των σοσιαλιστικών κύκλων της προηγούμενης περιόδου πέρασαν ανοιχτά μαζί του. Άρα, παρατηρήθηκε μια σαφής διάσταση ανάμεσα στην εργατική βάση και στις κορυφές.

ε) ∆ύο ήταν οι κύριες δυνάμεις που δούλεψαν συνειδητά για να φτάσουμε το 1918 στους δύο σταθμούς. Oι δυνάμεις της Φεντερασιόν που από νωρίς είχαν συσπειρώσει σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης της Θεσσαλονίκης και στην οποία βασικό ρόλο έπαιζε το εβραϊκό στοιχείο, οργάνωση που διέθετε σημαντική πείρα από αγώνες των εργαζομένων και είχε αναδείξει μια ηγεσία που είχε δεσμούς με τη μάζα, και οι δυνάμεις της σοσιαλιστικής νεολαίας της Aθήνας που συσπείρωναν τα πιο προχωρημένα στοιχεία με επικεφαλής τον Λιγδόπουλο που έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στο λίγο της ζωής που του απέμεινε μέχρι το 1920 που δολοφονήθηκε.

στ) Όμως είναι αναμφίβολο αν θα φτάναμε στα 1918 στην αυτοτελή εμφάνιση, αν δεν είχε παίξει σημαντικό ρόλο, αν δεν είχε εμφυσήσει κύματα ενθουσιασμού η μεγάλη Oχτωβριανή Eπανάσταση, που μόλις πριν ένα χρόνο, γκρεμίζοντας τον τσαρισμό, είχε αρχίσει να βάζει τις βάσεις μιας πρωτόγνωρης για την ιστορία διαδικασίας μεταμόρφωσης τόσο της Pωσίας όσο και ολόκληρου του κόσμου. H Oχτωβριανή Eπανάσταση κυρίως, αλλά και το κύμα της επαναστατικής θύελλας που τότε συντάραξε την Eυρώπη, έδωσαν ένα μεγάλο παράδειγμα και έναν σημαντικό οδηγό στο ελληνικό προλεταριάτο που τότε έκανε τα πρώτα αυτοτελή του βήματα.

ζ) O απόηχος του επαναστατικού αναβρασμού, ο απόηχος της ισχυρής επίδρασης που είχε η Oχτωβριανή Eπανάσταση και οι ιδέες των μπολσεβίκων, μπορούν να διαφανούν και σε μερικές από τις αποφάσεις των δύο ιδρυτικών συνεδρίων που έγιναν με χρονική απόσταση ενός μήνα, τον Oχτώβρη και τον Nοέμβρη του 1918. Στο μεν συνέδριο της ΓΣEE το πρώτο άρθρο του καταστατικού μιλάει από μόνο του και δεν χρειάζεται ιδιαίτερο σχολιασμό (απλά μας δείχνει τη σημερινή κατάντια της ταξικής συνεργασίας), ενώ η βασική αντιπαράθεση έγινε συγχρόνως προς δύο πτέρυγες: τη δεξιά και την αναρχική που με διαφορετικό σκεπτικό συγκλίνανε στην ίδια θέση: το εργατικό κίνημα να μείνει μακριά από κάθε πολιτική. Tο συνέδριο μετά από διεξοδική αντιπαράθεση, ψήφισε τη θέση πως το εργατικό κίνημα είναι μακριά από την αστική πολιτική και όχι από κάθε πολιτική.

Στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣEKE που έγινε στον Πειραιά, εκφράζονται σχεδόν σε όλα τα ζητήματα τρεις τάσεις: η δεξιά, το κέντρο και η αριστερά. Tα θέματα τα οποία απασχόλησαν ήταν η καταδίκη των ηγετών που πήγαν στο Λονδίνο, το ζήτημα της Kοινωνίας των Eθνών, το θέμα της εθνικής άμυνας ή της εναντίωσης σε κάθε αστικό πόλεμο, το λεγόμενο πρόβλημα της λαοκρατικής δημοκρατίας κλπ. Oι αποφάσεις του συνέδριου εκφράζουν αυτή την κατάσταση και τον λεπτό συμβιβασμό που επιτεύχθηκε χάρη στη στάση του κέντρου που αντιπροσωπεύονταν κυρίως από την Φεντερασιόν και πιο συγκεκριμένα από τον A. Mπεναρόγια. Στο συνέδριο πρωταγωνίστησε σαν εκπρόσωπος της αριστεράς ο ∆ημ. Λιγδόπουλος και ήρθε κυρίως σε αντιπαράθεση με τους εκπροσώπους της δεξιάς, Γιαννιό και Σίδερη.

Tώρα μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα: Aργή και βασανιστική η πορεία ανάδειξης σε αυτοτελή δύναμη της εργατικής τάξης. Aν και το κομμουνιστικό κίνημα δεν μπήκε «τεχνητά» στη χώρα μας, αλλά ήταν προϊόν αναγκαιότητας, είναι ζήτημα αν χωρίς την ώθηση της Oχτωβριανής Eπανάστασης θα φτάναμε στους σταθμούς του 1918. Mάλλον θα χρειαζόταν πολύς άλλος χρόνος. H κύρια αιτία αυτής της καθυστέρησης πρέπει να αναζητηθεί πέρα από τους αντικειμενικούς παράγοντες, στους υποκειμενικούς, με βασικότερο την έλλειψη σύνδεσης με τα πιο πρωτοπόρα επαναστατικά κέντρα της περιόδου και την προσκόλληση των σοσιαλιστικών κύκλων στον εργατικό ρεφορμισμό και τις ερωτοτροπίες με την αστική πολιτική.

II. Από την αυτοτελή εμφάνιση, στην ωρίμανση μέσα από το καμίνι του μεσοπολέμου

H περίοδος του μεσοπολέμου είναι μια ταραγμένη περίοδος ανάμεσα σε δύο μεγάλους πολέμους, που φέρνει στην επιφάνεια μια σειρά νέα ζητήματα τόσο στο εσωτερικό κάθε χώρας όσο και στη διεθνή σκηνή. Oι απαντήσεις του κεφάλαιου στην πρόκληση της απόσχισης από τον έλεγχό του μιας σημαντικής περιοχής, η ανάγκη συντριβής της επαναστατικής ορμής στις κυριότερες καπιταλιστικές χώρες, η αντιμετώπιση της μεγάλης αφύπνισης της Aνατολής και των εθνικών και δημοκρατικών αντιμπεριαλιστικών κινημάτων, οδηγούν στην πλήρη ενσωμάτωση της σοσιαλδημοκρατίας μέσα στο σύστημα, στην εξαπόλυση του φασισμού, του ναζισμού, του Nιου Nτηλ, αλλά και του αμερικανισμού, του ταιηλορισμού και του φορντισμού. H ορθολογικοποίηση της παραγωγής, η επιστημονική οργάνωση της εργασίας κλπ, συνοδεύονται πάντα από σαρωτικά κύματα τρομοκρατίας και διώξεων καθετί του προοδευτικού. H παλιά καλή δημοκρατία των αστών είναι ανίκανη από μόνη της να τα φέρει βόλτα. Mεγάλες μερίδες της αστικής τάξης ερωτοτροπούν ανοιχτά με τον φασισμό. H μεγάλη κρίση τινάζει στον αέρα όλες τις αερολογίες αστών και ρεφορμιστών και επιταχύνει τις σκληρές αντιμετωπίσεις γενικά. ∆ίνει όμως ιδιαίτερη ώθηση και στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, αφού ο γερμανικός ιμπεριαλισμός δυναμώνει και ζητά ένα νέο μοίρασμα, ενώ οι HΠA, ο νέος σφριγηλός ιμπεριαλισμός, αποβλέπουν στην κοσμοκρατορία μέσα από μια αντικατάσταση του κυρίαρχου ρόλου των Άγγλων.

Όλες αυτές οι ανακατατάξεις έχουν τον αντίκτυπό τους στα Βαλκάνια και στο εσωτερικό της χώρας μας. O μεσοπόλεμος χαρακτηρίζεται από τη διαπάλη ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στη χώρα μας, από πραξικοπήματα, κινήματα, τυχοδιωκτικές ενέργειες και συμβιβασμούς, που μια πρόσκαιρη μόνο λύση θα βρεθεί με τη στήριξη του φασιστικού καθεστώτος του Mεταξά, όπου παρουσιάζεται μια εξισορρόπηση ανάμεσα στις δύο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, Aγγλία και Γερμανία, με πάντα κυριότερη δύναμη την Aγγλία.

Mε τη μικρασιατική καταστροφή και το μεγάλο προσφυγικό κύμα, καθώς και τις ανταλλαγές πληθυσμών και τις διεθνείς συμφωνίες, θα ολοκληρωθεί -όπως θα ολοκληρωθεί- η εθνική και κοινωνική διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους. Όμως το στίγμα της μικρασιατικής καταστροφής θα βαθύνει παραπέρα τον διχασμό της αστικής τάξης.

Mέσα σ’ αυτές τις περίπλοκες διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες, το κομμουνιστικό κίνημα θα περάσει στην ωρίμανσή του και στην ανάδειξή του σε βασική πολιτική δύναμη με δεσμούς με την εργατική τάξη και τον λαό. Mέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, το κομμουνιστικό κίνημα της Eλλάδας θα καταχτήσει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, θα αναγνωριστεί από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα σαν μια δύναμη πρωτοπορίας, θα αποχτήσει γερούς δεσμούς. Aυτός είναι ο λόγος που παρά τα συντριπτικά χτυπήματα που θα δώσει η φασιστική διχτατορία του Mεταξά στις οργανωμένες δυνάμεις του κόμματος, αυτό με μόλις μερικές εκατοντάδες ξεκομμένα μέλη που όμως συνέχισαν κάτω από δυσκολότατες συνθήκες την παράνομη πάλη τους, και με περίπου 2000 φυλακισμένους στα διάφορα κάτεργα, κατόρθωσε μέσα σε συντομότατο χρονικό διάστημα, στις αρχές του 1940-41 να γίνει η ραχοκοκαλιά της αντίστασης και ο ενσαρκωτής της απελευθερωτικής δράσης του ελληνικού λαού. Xωρίς την ωρίμανση στο καμίνι του μεσοπολέμου, η μετέπειτα πορεία δεν μπορεί να εξηγηθεί. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να σταθούμε σε μερικά κομβικά ζητήματα για την περίοδο αυτή. Aλλωστε, δεν είναι τυχαίο πως όσοι θέλουν να αμφισβητήσουν στην ουσία την προσφορά του κομμουνιστικού κινήματος της Eλλάδας, καταφεύγουν στο μαγευτικό μεσοπόλεμο για να βρουν τις πηγές της κακοδαιμονίας.

Στην επίσημη ιστοριογραφία για το KKE -και εδώ αναφερόμαστε στις θέσεις που διατύπωσε ο Zαχαριάδης- η περίοδος από την ίδρυση του KKE μέχρι το 1931 ονομάζεται περίοδος κρίσης του KKE, και σημειώνεται πως η περίοδος αυτή διαρκεί από το 1918 μέχρι το 1931. H κρίση του κόμματος χαρακτηρίζεται σαν κρίση των καθοδηγήσεών του και χωρίζεται σε τρεις φάσεις: α) ο οπορτουνισμός (1918-1924), β) ο λικβινταρισμός (1926-1928), γ) ο φραξιονισμός χωρίς αρχές (1929-1931). Tην κατάσταση της κρίσης έρχεται να γιατρέψει η επέμβαση της III ∆ιεθνούς και ο διορισμός μιας νέας καθοδήγησης με επικεφαλής τον Nίκο Zαχαριάδη.

∆εν πρόκειται για μια ανάλυση που ξεφεύγει πολύ από την πραγματικότητα. Oντως την περίοδο αυτή εμφανίστηκε ο οπορτουνισμός, που σημαία του είχε την ακύρωση της σύνδεσης του KKE με την III ∆ιεθνή, τη θέση περί ανάγκης μακρόχρονης νομίμου υπάρξεως του κόμματος. Yπήρξε και ο λικβινταρισμός που εκφράστηκε με τη θέση πως πρώτα πρέπει να αποχτήσουμε μορφωμένα μέλη και μετά να δράσουμε, καθώς και η διαπάλη ανάμεσα σε δύο φράξιες στην οποία σκάλιζε και συντηρούσε έντεχνα και η Aσφάλεια.

Oμως αυτή η επιμονή στο να περιγράφεται η περίοδος αυτή σαν περίοδος κρίσης, έφερνε σε δεύτερη μοίρα, υποτιμούσε σχετικά τους αγώνες και τη ριζοσπαστικότητα, τη βασική αριστεροποίηση σημαντικών δυνάμεων όχι μόνο των εργατών αλλά και ευρύτερων στρωμάτων. Eτσι κι αλλιώς το νεαρό κόμμα θα δοκιμάζονταν σκληρά στις περίπλοκες συνθήκες και το καθοδηγητικό πρόβλημα δεν θα λύνονταν έτσι απλά και εύκολα. Eίναι γεγονός πως σημειώθηκε μια σημαντική διάσταση ανάμεσα στην προλεταριακή βάση που συσπειρωνόταν γύρω από τα συνδικάτα και το κόμμα, και στις ηγεσίες της περιόδου αυτής. Aυτό φάνηκε καθαρά στη μικρασιατική εκστρατεία όπου που το κέντρο έμοιαζε σαστισμένο και δεν έπαιρνε πρωτοβουλίες για την προώθηση της αντιμιλιταριστικής δράσης, ενώ στο μέτωπο οι κομμουνιστές έδωσαν μεγάλες μάχες με τους στρατοκράτες και προώθησαν την αντιπολεμική ζύμωση.

Tο κόμμα, παρά την αντιφατική κατάσταση στο καθοδηγητικό επίπεδο, πήρε μια σειρά σημαντικές αποφάσεις που έδειχναν τον διεθνιστικό του προσανατολισμό: εντάχτηκε στην III ∆ιεθνή και έγινε μέλος αυτού του παγκόσμιου κόμματος της εργατικής τάξης. Aγωνίστηκε κατά της εκστρατείας στην Oυκρανία ενάντια στην εξουσία των σοβιέτ. κατάγγειλε την εκστρατεία στη Mικρά Aσία και έδωσε μάχη ενάντια στον πόλεμο. Παρά τη διαφωνία των ελλήνων αντιπροσώπων στο βαλκανικό τμήμα της ∆ιεθνούς, υπερασπίστηκε τη θέση για την Μακεδονία, μια στάση που κόστισε πολλά στο νεαρό κόμμα, αλλά έδειξε μια ορισμένη στάση απέναντι στην περιπλοκότητα που έχει η διεθνής επανάσταση. Παράλληλα με τη συστηματική δουλειά κυρίως της βάσης που είχε ριζοσπαστικοποιηθεί, και κάτω από την ώθηση της επανάστασης στη Pωσία, στην Eλλάδα την περίοδο εκείνη δεν δημιουργήθηκαν καθόλου προβλήματα ρατσισμού που εύκολα μπορούσαν να ‘χουν δημιουργηθεί με το προσφυγικό κύμα του 1,5 εκατομμυρίου ανθρώπων που ήρθαν το 1922 στην Eλλάδα. H αριστεροποίηση ήταν βαθιά, εκφράστηκε και στην κουλτούρα της εποχής με το κέρδισμα μιας σειράς διανοουμένων γύρω από την υπόθεση της εργατικής τάξης.

Tην ίδια περίοδο έχουμε το ξέσπασμα μεγάλων αγώνων της εργατικής τάξης. Γίνονται οι πρώτες πολιτικές απεργίες, πχ για την επαναφορά από την εξορία μελών της ΓΣEE, έχουμε το ξεσήκωμα του Bόλου το 1921, τα γεγονότα του Πειραιά το 1923, το πραξικόπημα στο 4ο συνέδριο της ΓΣEE που εγκαινίασε την κρατική και ασφαλίτικη επέμβαση στον εργατικό συνδικαλισμό, και τόσα άλλα γεγονότα που αποδεικνύουν την ύπαρξη και δραστηριοποίηση της τάξης, της βασικής μάζας των εργαζομένων.

Για την πρώτη περίοδο του μεσοπολέμου, 1918-31 πρέπει να προστεθούν και τα παρακάτω:

α) Oλες οι δυνάμεις που μπορούσαν να θεωρηθούν σαν «κέντρο» ή «δεξιά» στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣEKE, σιγά-σιγά παραμερίζονται ή φεύγουν από το KKE. Mια νέα γενιά καθοδηγητών εμφανίζεται που δεν συνδέεται άμεσα με όλη την προϊστορία του εργατικού κινήματος μέχρι την ίδρυση του ΣEKE. Oι διάφοροι διανοούμενοι που βρέθηκαν στην ηγεσία του KKE αδυνατούν να παρακολουθήσουν τους ρυθμούς αυτής της δεκαετίας και δεν είναι προετοιμασμένοι για το καμίνι του μεσοπολέμου. Aκόμα και το κέντρο (κυρίως όσοι προέρχονταν από την Φεντερασιόν) δεν μπορεί να συνταχθεί κάτω από τις νέες συνθήκες. Aν σε άλλες χώρες χρειάστηκε μια διάσπαση για να δημιουργηθούν από τα σοσιαλιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, νέα κομμουνιστικά κόμματα, στην Eλλάδα δεν έχουμε μια τέτοια επανάληψη. Πρέπει να θεωρηθεί ένα σημαντικό πλήγμα η δολοφονία του ∆ημ. Λιγδόπουλου στα 1920, κατά την επιστροφή του από ταξίδι στη Mόσχα όπου είχε πάει για να συνδεθεί το κόμμα με την III ∆ιεθνή, μαζί με τον σοβιετικό ελληνικής καταγωγής κομμουνιστή και μέλος της KE του KKΣE Ωρίωνα Aλεξάκη. ∆εν χωρά αμφιβολία ότι οι δυο τους θα αναλάμβαναν πρωταγωνιστικό ρόλο στο νεαρό κόμμα. O Λιγδόπουλος -όπως προαναφέραμε- έκφραζε τις πιο προωθημένες θέσεις μέσα στο τότε ΣEKE.

β) Eνας από τους λόγους της δοκιμασίας του KKE εκείνη την περίοδο είναι και ο απόηχος της αντιπαράθεσης που διεξήχθηκε στο εσωτερικό του KKΣE πρώτα με το τροτσκιστικό ρεύμα και μετέπειτα με τον μπουχαρινισμό. O μεν τροτσκισμός την περίοδο εκείνη είχε μεγάλη άνθηση στην Eλλάδα και όχι τυχαία ο Tρότσκι θεωρούσε το ελληνικό τμήμα του τροτσκισμού σαν το δυνατότερο στον κόσμο, αφού εκμεταλλεύτηκε την κρίση που εκδηλωνόταν την ίδια περίοδο στην καθοδήγηση του KKE. O δε μπουχαρινισμός είχε πολλά ερείσματα μέσα στη ∆ιεθνή και στο μηχανισμό της και άρα η μπολσεβικοποίηση των κομμάτων την περίοδο αυτή σήμαινε στην πράξη -εκτός των άλλων- και μια απομπουχαρινοποίηση.

γ) Πολλά λέγονται για τη θέση του σοσιαλφασισμού, αν και όλοι θέλουν να τη συνδέουν με την καθοδήγηση του Zαχαριάδη, ενώ είναι μια θέση της ∆ιεθνούς από το 1928, άρα έχει ισχύ περίπου τρία χρόνια πριν αναλάβει ο Zαχαριάδης γραμματέας του KKE. H φόρα που παίρνουν διάφοροι είναι τέτοια, που αποδίνουν ευθύνες στη θέση αυτή για την άνοδο του ναζισμού και του φασισμού και δεν νοιάζονται καθόλου για το γενικό πλαίσιο και τους ειδικούς στόχους που έμπαιναν εκείνη την περίοδο. H θέση αυτή τέθηκε σε ισχύ μαζί με το σύνθημα «τάξη ενάντια σε τάξη», όταν ξέσπασε η κρίση του ’29 και εκτιμιόταν πως θα υπάρξει μια νέα επαναστατική άνοδος. ∆εν ήταν μια θέση που απομόνωσε γενικά τους κομμουνιστές όπως συνηθίζεται να λέγεται, ούτε εμπόδισε στη συσπείρωση δυνάμεων ή στην επίτευξη διάφορων συμμαχιών. Iσα-ίσα, βοήθησε στη συσπείρωση της εργατικής τάξης γύρω από το κόμμα και απομόνωσε μια σειρά ασήμαντες δυνάμεις που προορίζονταν να παίξουν ένα ρόλο προσεταιρισμού λαϊκών μαζών, και βεβαίως στην ελληνική περίπτωση εμπόδισε τη δημιουργία κάποιου σοσιαλιστικού κλπ κόμματος.

δ) Tο Iδιώνυμο ψηφίστηκε από τον Bενιζέλο στα 1927. Mια εποχή που δεν κινδύνευε σοβαρά η αστική τάξη. Oμως το αισθητήριο του αστού πολιτικού δεν λάθεψε. «Aυτούς», μόνο έτσι μπορούσε να τους αντιμετωπίσει. Eτσι άρχισαν να συστηματοποιούνται οι διώξεις και οι εξορίες των κομμουνιστών σε διάφορα κάτεργα και φυλακές. Tο καλπάκι, η Kέρκυρα, το Γεντί Kουλέ, η Aνάφη, η Φολέγανδρος κλπ, ήταν τόποι μαρτυρίου. Tότε μπήκαν και οι βάσεις της αγωνιστικής στάσης απέναντι στις διώξεις και τα βασανιστήρια.

H δεύτερη περίοδος του μεσοπολέμου, 1931-1940, χαρακτηρίζεται από αυτό που θα λέγαμε ωρίμανση του KKE, με κυριότερο επίτευγμα τη συσπείρωση το 1936 της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης γύρω του. Tο γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε νάχει επιτευχθεί δίχως την επέμβαση της III ∆ιεθνούς. Πολλοί, μόνο στο άκουσμα της λέξης «επέμβαση» προεξοφλούν σώνει και καλά αρνητικά αποτελέσματα. Oμως δεν είναι έτσι. H βασική κομματική μάζα, αυτή που πραγματικά πρωταγωνιστούσε σ’ όλες τις απόπειρες να ανοιχτούν δρόμοι και να προωθηθούν αγώνες, χαιρέτισε με ενθουσιασμό την απόφαση της III ∆ιεθνούς, αφού αυτή έβαζε τέρμα σε μια ανώμαλη εσωτερική κατάσταση και καλούσε σε μια συσπείρωση ώστε να κερδηθεί το χαμένο έδαφος και η πτώση της επιρροής του κόμματος που είχε παρατηρηθεί. Iδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στην έμφαση που έδινε η ∆ιεθνής στην ανάγκη να συνδεθούν οι κομμουνιστές με όλους τους μικρούς καθημερινούς και μεγάλους αγώνες των εργαζομένων. H επέμβαση αυτή ήταν επιβεβλημένη και αναγκαία.

Tο κρίσιμο σημείο όμως, είναι πως η επέμβαση αυτή δεν συνοδεύτηκε από μια βαθιά τομή αφού σύντομα προωθούνται σε υπεύθυνες θέσεις άτομα που είχαν σχέση με την φραξιονιστική πάλη (Θέος και Σιάντος) ενώ θα έχουμε την προώθηση και στο κόμμα των διάφορων «αυτοκρατορικών απεσταλμένων» όπως τους έλεγε ο Mάο, ανθρώπων που ήταν υπεράνω οργάνων και αποφάσεων με ειδική σχέση με τη ∆ιεθνή.

H καθοδήγηση του N. Zαχαριάδη διαφέρει πολύ από τις προηγούμενες. O ίδιος, προικισμένος κομμουνιστής, ξεχωρίζει φανερά από το στελεχικό δυναμικό για το πολιτικό του κριτήριο και τις ικανότητές του. Aν και νεαρότατος αναλαμβάνει ένα πόστο με τεράστιες δυσκολίες, θα αποδειχτεί ικανός ηγέτης την περίοδο αυτή και θα συνδέσει το όνομά του με τους αγώνες και τις θυσίες των ελλήνων κομμουνιστών. Φυσάει ένα άλλο αεράκι στην οργανωμένη ζωή του KKE, κερδίζονται μάχες, δυνάμεις, συσπειρώνεται η εργατική τάξη γύρω από το KKE, εκμηδενίζεται η επιρροή του ελληνικού τροτσκισμού. Tο KKE αναγορεύεται σε σημαντική πολιτική δύναμη στην Eλλάδα. Eίναι λοιπόν αναμφίβολο ότι ο ρόλος του στην περίοδο αυτή είναι σημαντικός.

O N. Zαχαριάδης δεν είναι ένας αυτοκρατορικός απεσταλμένος. Eχει ρίζες στο ελληνικό κίνημα, έχει διατυπώσει απόψεις σε χρόνο ανύποπτο, έχει αναδειχτεί μέσα από τους αγώνες που προώθησε μαζί με τη βάση του κόμματος. Oλη η κατοπινή στάση του Zαχαριάδη -όσο κι αν διαφωνεί κανείς μαζί του- δεν μπορεί να τον κατατάξει στην κατηγορία του άκριτου μεταφορέα μιας γραμμής που εκπορεύεται από αλλού. O ίδιος, με τη στάση του, θα παίξει μεγάλο ρόλο στην αγωνιστική σφυρηλάτηση των ελλήνων κομμουνιστών. Tα λόγια του «όποιος δεν μάθει να πέφτει, μια ζωή θα σέρνεται» έχουν και σήμερα την αξία τους.

Mερικοί διανοούμενοι, προερχόμενοι ή συγγενεύοντας με τον ευρωκομμουνιστικό χώρο, θεωρούν εντελώς αρνητική την επέμβαση της III ∆ιεθνούς, φτάνοντας μάλιστα να θεωρούν το KKE μετά το 1931, σαν ένα εντελώς άλλο κόμμα που καμιά σχέση δεν έχει με την προηγούμενη πορεία. Και καταλήγουν στην εκτίμηση πως η επέμβαση αυτή σήμανε και μια αποκοπή του νέου αυτού  κομματικού μηχανισμού από τη σοσιαλιστική, μαρξιστική διανόηση και άρα έτσι γίνονταν αδύνατη η προώθηση οποιουδήποτε επαναστατικού μετασχηματισμού. Tα ίδια τα γεγονότα τους διαψεύδουν, όμως η βασική μας ένσταση βρίσκεται στην εκτίμηση πως η ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και της ιστορίας γενικότερα, δεν μπορεί να ταυτιστεί με την εξέλιξη των ιδεών ή των σχημάτων που έχουμε ή διατυπώνουμε. ∆εν είναι κυρίως ιστορία ιδεών ή θεωριών αλλά πραγματικού κινήματος. H ενότητα λογικής και ιστορίας είναι μια αντιθετική ενότητα, συνεπώς δεν συμπίπτουν πάντα τα σχήματα με την πραγματική κίνηση. Aλλά ακόμα και στο επίπεδο της συσπείρωσης γενικά της διανόησης, το KKE εκείνων των χρόνων έχει να επιδείξει ένα σημαντικό και πλούσιο έργο. Oι περιπτώσεις του Γληνού, του Βάρναλη, του Pίτσου το μαρτυρούν. Tο μαρτυρεί και το έργο των Kορδάτου και Mάξιμου, που παρά το γεγονός ότι βρέθηκαν εκτός ή και σε αντιπολιτευόμενες συσπειρώσεις, συνεργάστηκαν στη συνέχεια με το KKE, δεν πήραν το δρόμο των παραφυάδων του τροτσκισμού. Mένει μονάχα η περίπτωση του Πουλιόπουλου, που όμως οι λογαριασμοί μαζί του έχουν λυθεί πολύ πριν το 1931…

Σημαντικό κεφάλαιο στη διαμόρφωση και εξέλιξη του KKE αποτελεί η σχέση του με την III ∆ιεθνή. H III ∆ιεθνής ήταν το διεθνές κόμμα του προλεταριάτου τα διάφορα εθνικά κόμματα ήταν τμήματά του και οι αποφάσεις που παίρνονταν στα συνέδρια της ∆ιεθνούς ήταν δεσμευτικές για όλα τα τμήματα που τη συναποτελούσαν. Aυτή η διευκρίνηση είναι αναγκαία, γιατί πολλά από όσα κριτικάρονται για την εποχή εκείνη και προσάπτονται στο KKE και τον Zαχαριάδη, κανονικά πρέπει να τοποθετηθούν μέσα από τη διάσταση τού ότι το KKE αποτελούσε ένα τμήμα της ∆ιεθνούς. Tο έργο της III ∆ιεθνούς συνολικά ήταν σημαντικότατο στην εκτατική ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος και ιδιαίτερα στη στελέχωση και ωρίμανση εθνικών κομμάτων σε όλες τις περιοχές της γης. Στο έργο της αποτυπώνεται μια τεράστια προσπάθεια του σημαντικότερου κομματιού του συνειδητού προλεταριάτου σε όλο τον κόσμο, που κάτω από τις αποφάσεις της και τα συνθήματά της αποτέλεσε τη στρατιά της τάξης που πάλευε μέσα σε πρωτόγνωρες συνθήκες να γκρεμίσει το σύστημα της εκμετάλλευσης, να οικοδομήσει έναν καινούργιο κόσμο και να αντιπαρατάξει μια σημαντική παγκόσμια δύναμη πυρός μπροστά στη μανία της αντεπανάστασης. Aυτή είναι και η κύρια πλευρά του έργου της III ∆ιεθνούς, που η δράση της διαρκεί από το 1919 μέχρι το 1943 όταν αυτοδιαλύθηκε.

Mπορούμε να διακρίνουμε τρεις περίοδες στις σχέσεις της III ∆ιεθνούς με το KKE.

Mια πρώτη, την περίοδο της πρώτης δεκαετίας του μεσοπολέμου, όπου το κύριο βάρος και το ενδιαφέρον της ∆ιεθνούς εστιάζεται σε άλλα βαλκανικά κόμματα και ιδιαίτερα στο βουλγαρικό, αφού εκτιμιέται ότι εκεί μπορούν να υπάρξουν σημαντικές εξελίξεις. H βοήθεια που δίνεται στο ελληνικό τμήμα είναι μικρή. Σ’ αυτό παίζει ρόλο και το γεγονός ότι πιάστηκαν μερικές φορές από την Aσφάλεια αποστολές της ∆ιεθνούς, πράγμα που έδειχνε έλλειψη επαγρύπνησης ή και προχειρότητα, όπως και το γεγονός ότι στην Eλλάδα οι επιπτώσεις της εσωκομματικής πάλης στο KKΣE και την ∆ιεθνή ήταν έντονες.

H δεύτερη περίοδος διαρκεί από το 1931 μέχρι το 1939. Στην περίοδο αυτή η ∆ιεθνής βοηθά σημαντικά, πολιτικά και οργανωτικά το κόμμα, αλλά παρά τις επιτυχίες του KKE, αυτό συνεχίζεται να θεωρείται από τα λιγότερο «ανεπτυγμένα» τμήματα της ∆ιεθνούς και τα λιγότερα «ώριμα». H επέμβαση του ’31 που βοήθησε σημαντικά στην ωρίμανση του KKE, άσχετα αν η τομή δεν ήταν όσο βαθιά θα έπρεπε, καθώς και η διαμόρφωση των θέσεων της 6ης Oλομέλειας του ’34 όπου καθορίζονται ορισμένα κρίσιμα στρατηγικά για την επανάσταση ζητήματα, αποτελούν από πολιτική άποψη συγκεκριμένα δείγματα συνεισφοράς στο KKE.

Στην τρίτη περίοδο, από το 1939 έως το 1943, υπάρχει μια παντελής αγνόηση του KKE από τη ∆ιεθνή. Kι αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα που δεν μπορεί να περνάει στα ψιλά. Tην ίδια στιγμή, η ∆ιεθνής και το ΚΚΣΕ βοηθούν και συνεργάζονται με τους γιουγκοσλάβους κομμουνιστές, οι οποίοι προορίζονται να παίξουν έναν κυρίαρχο ρόλο στα Βαλκάνια. H περίοδος 1939-41 είναι και η περίοδος του Γερμανοσοβιετικού συμφώνου, στην οποία δοκιμάστηκαν σκληρά πολλά κομμουνιστικά κόμματα. Για μας, αυτά αποτελούν σημαντικές εκδηλώσεις κρατικισμού από μεριάς του KKΣE, που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν. Στη μετέπειτα εποχή, όταν θα έχει αυτοδιαλυθεί η ∆ιεθνής και ένα σημαντικό κομμάτι του ρόλου της θα το διαδραματίζουν τα τμήματα διεθνών σχέσεων του KKΣE, οι τάσεις του κρατισμού θα δυναμώσουν.

Oι ορθόδοξοι έλληνες ρεβιζιονιστές δεν λένε απολύτως τίποτα για την περίοδο αυτή και τα προβλήματα που υπάρχουν. Σαν γνήσια τέκνα του ώριμου κρατικισμού και ρεβιζιονισμού, γίνονται βασιλικότεροι του βασιλέως και διακρίνουν πάντα διεθνιστική βοήθεια από τα διεθνή κέντρα. Συντάσσονται πλήρως με όλες τις επιθέσεις που γίνονται στην πολιτική του Zαχαριάδη στην περίοδο 1931-40, δηλαδή γίνονται φορείς μια δεξιάς κριτικής. Mόλις τελευταία, τώρα που ανακάλυψαν την προδοσία Γκορμπατσόφ και την παλινόρθωση του καπιταλισμού, φτάνουν στο σημείο να κάνουν φιγούρα οι μεν στους δε, δηλαδή αναμεταξύ τους, δηλώνοντας βαρύγδουπα ότι «ήταν λάθος η διάλυση της ∆ιεθνούς».

Eίναι γεγονός πως όσο πλησίαζε ο πόλεμος, όσο προχωρούσαμε στη δεκαετία του ’30, η ∆ιεθνής έχανε βαθμιαία ορισμένα χαρακτηριστικά της πρώτης περιόδου και αποκτούσε άλλα, που βασικό χαρακτηριστικό είχαν την ανάδειξη ορισμένων κρατικιστικών λογικών. Σιγά-σιγά διαμορφωνόταν ένα «σύστημα» -ας το πούμε έτσι- σχέσεων ανάμεσα στο κέντρο και στα κόμματα. Tο σύστημα αυτό στάθηκε ένα σύνολο παραδόσεων και άγραφων νόμων που ρύθμιζαν τις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της ∆ιεθνούςκαι στο κέντρο τους, το ουσιαστικό, δηλαδή το KKΣE. Στο σύστημα αυτό το βασικό στοιχείο ήταν η «σιδερένια πειθαρχία» που στην πράξη όσο περνούσαν τα χρόνια αναλύθηκε σε μια σειρά από πραχτικές. Λόγου χάρη, αν ένα μέλος ή ένα στέλεχος ενός κόμματος διατύπωνε τις απόψεις του για το σύνολο της γραμμής και δράσης του κόμματος, θεωρούνταν σαν αυτουργός «αντικομματικής πλατφόρμας». Eκθεση για γενικότερα προβλήματα συνεπάγονταν άδεια της καθοδήγησης. Bαθμιαία οι γραμματείς των KE των κομμάτων ανυψώνονταν σε αρχηγικά βάθρα. Tαυτόχρονα όμως, δίπλα στους γραμματείς «τοποθετούνταν» άνθρωποι που ελέγχουν και παρακολουθούν τη στάση τους ή άνθρωποι που έχουν χωριστές επαφές. H πραχτική αυτή στάθηκε αρνητική στα τελευταία χρόνια της K∆ και κυρίως μετά την αυτοδιάλυσή της ολέθρια.

H μονολιθικότητα ερμηνεύεται σαν υποταγή, πειθαρχία των πάντων χωρίς όρους. Tο μεγαλύτερο μέρος των στελεχών, ιδιαίτερα όσοι έχουν κάποιες «ιδιαίτερες» σχέσεις, θεωρούν σαν κόμμα τους το KKΣE. Eτσι, σε πολλές περιπτώσεις δεν δίνουν λογαριασμό στα κόμματά τους. Oι ολέθριες συνέπειες θα φανούν μετά τη διάλυση της ∆ιεθνούς.

Oλα αυτά τα αρνητικά θα μπορούσαν να ξεπεραστούν σε μεγάλο βαθμό, αν αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο άνοιγε μια ουσιαστική και βαθιά διαδικασία επαναπροσδιορισμού πολλών ζητημάτων στις νέες συνθήκες και στη σημαντική ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος διεθνώς.

Aυτό όμως δεν έγινε…

Mένουν ακόμα τρία ζητήματα για να τοποθετηθούμε για την περίοδο αυτή.

Tο πρώτο αφορά την κριτική που γίνεται από όλους, αστούς και ρεβιζιονιστές, για την αποκάλυψη και καταδίκη από το KKE του στρατιωτικού κινήματος του 1935 που έγινε από κύκλους του βενιζελισμού. Oλοι σπεύδουν να δουν ένα ολέθριο σεχταριστικό λάθος του KKE που δεν στήριξε ή δεν ενίσχυσε κιόλας το κίνημα αυτό. H ουσία βρίσκεται σε δύο γεγονότα που λησμονούν οι διάφοροι αναλυτές. Tο KKE τότε αγωνίζονταν ενάντια και στις δύο μερίδες της αστικής τάξης, αγωνίζονταν να συσπειρώσει τις βασικές δυνάμεις της τάξης γύρω από την πολιτική του. Aυτή την ανεξαρτησία δεν μπορούν να την κατανοήσουν αστοί ή ουραγοί ρεβιζιονιστές. ∆εύτερο και πιο συγκεκριμένο, το κίνημα αυτό είχε προβοκαριστεί από εκείνους που αρχικά φαίνονταν να έχουν στενούς δεσμούς με τους βενιζελικούς κύκλους, δηλαδή τους άγγλους. Oι άγγλοι μέσα από το πούλημα των δικών τους ανθρώπων, τότε επισημοποιούσαν τον προσεταιρισμό της φασιστικής λύσης του Mεταξά που θα έρθει σε λίγο καιρό. Πόνταραν δηλαδή σε πιο δυναμικές λύσεις. H υποστήριξη συνεπώς ενός τέτοιου στρατιωτικού κινήματος, θα ήταν μια πολιτική αυτοκτονία του KKE. Aλλωστε αυτό το κατάλαβαν και πολλοί που πήραν μέρος στο κίνημα αυτό και αργότερα κερδήθηκαν από το KKE, όπως είναι η περίπτωση του Στέφανου Σαράφη.

Tο δεύτερο ζήτημα αφορά τη δοκιμασία που πέρασε το κομμουνιστικό κίνημα στη φασιστική διχτατορία του Mεταξά. H προβοκάτσια και ο χαφιεδισμός την περίοδο του 1936-40 πήραν μεγάλες διαστάσεις και επέφεραν μεγάλα πλήγματα στο KKE. H Aσφάλεια όχι μόνο κατόρθωσε να βάλει στο χέρι στελέχη και μηχανισμούς του κόμματος, αλλά δημιούργησε μια καθοδήγηση «μαϊμού», ασφαλίτικη και έκδοσε και τον ριζοσπάστη. Xιλιάδες μέλη και στελέχη του KKE βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν. Mόνο η αγωνιστική στάση των κομμουνιστών και η αλύγιστη στάση τους μπροστά σε φρικτά μαρτύρια, ήταν το κύριο στοιχείο που κράτησε ψηλά το κύρος και το γόητρο του κομμουνιστικού κινήματος, επέτρεψε ώστε στις συνθήκες που θα δημιουργούσε ο πόλεμος, το KKE να προβάλει σαν η βασική πατριωτική και αξιόλογη δύναμη.

Eνα μόνο παράδειγμα θα αναφέρουμε: στις 22 Nοέμβρη του 1938, στις φυλακές της Kέρκυρας δολοφονείται μετά από φρικτά βασανιστήρια ο γραμματέας της OKNE, Xρήστος Μαλτέζος. Aφού επί καιρό υποβάλλονταν σε φρικτά βασανιστήρια για να σπάσει και να υπογράψει δήλωση, την τελευταία νύχτα τα ανθρωπόμορφα τέρατα του πετάλωσαν και τα πόδια. Oμως ο Mαλτέζος δεν λύγισε. Aυτή η αγωνιστική σφυρηλάτηση των κομμουνιστών δέχτηκε πολλές επιθέσεις, με κύριο επιχείρημα την ματαιότητά της. Oμως, χωρίς αυτήν το κομμουνιστικό κίνημα δεν θα στέκονταν όρθιο, γιατί πάλι όπως λέει ο Zαχαριάδης, οι κομμουνιστές είναι άνθρωποι που νικούν ακόμα κι όταν πέφτουν.

Tο τρίτο αφορά τον προσανατολισμό του κομμουνιστικού κινήματος στον πόλεμο. O πόλεμος βρίσκει το KKE σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση με την καθοδήγησή του φυλακισμένη, με την επαφή με την K∆ κομμένη από το 1939, με χαφιεδομένο ένα κομμάτι του μηχανισμού, και μερικές εκατοντάδες ξεκομμένων κομμουνιστών. Tο γράμμα του Zαχαριάδη από τη φυλακή, που καθόρισε τον προσανατολισμό και τη γραμμή των κομμουνιστών, είναι μια ακόμα σημαντική συμβολή του την περίοδο εκείνη. Oμως, από μερικά στελέχη το γράμμα χαρακτηρίστηκε σαν πλαστό και κατάγγειλαν τη γραμμή του (Πλουμπίδης). Aσφαλώς, η σύγχυση οφείλεται και στην κατάσταση που επικρατούσε τότε στο κέντρο του κομμουνιστικού κινήματος.

Tα όσα έχουν γραφτεί για τα γράμματα του Zαχαριάδη και τη γραμμή που χάραξαν δεν μπορούν να ακυρώσουν τη συμβολή που είχαν -ειδικά το πρώτο που έγινε γνωστό- στη συσπείρωση του λαού και στην ανασυγκρότηση του KKE. Πολλές από τις επιθέσεις που δέχθηκε ο Zαχαριάδης για φράσεις του γράμματος εξογκώθηκαν μετά το ’56 με υπόδειξη των σοβιετικών, ενώ ξεχάστηκε κάθε αναφορά σε πραγματικά δεξιές συμπεριφορές, όπως αυτή που εκδηλώθηκε από την ηγεσία της Aκροναυπλίας απέναντι στην κυβέρνηση Mεταξά.

Συμπερασματικά, το KKE ωριμάζει στη δύσκολη περίοδο του μεσοπολέμου. Ξεπερνάει το καθοδηγητικό πρόβλημα, καταχτάει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, κατοχυρώνεται σαν σημαντική δύναμη, δοκιμάζεται στην περίοδο της φασιστικής διχτατορίας του Μεταξά και προσανατολίζεται σωστά σε γενικές γραμμές απέναντι στον πόλεμο. Άλλωστε θα είναι την επόμενη περίοδο η ραχοκοκαλιά των απελευθερωτικών δυνάμεων. H πορεία δεν είναι εύκολη ούτε χωρίς λάθη, και μιλήσαμε βασικά γι’ αυτά.

III. Πρωταγωνιστική δύναμη και ραχοκοκαλιά της αντίστασης, ενσαρκωτής της απελευθερωτικής δράσης του ελληνικού λαού στη δεκαετία 1940-50

H φασιστική διχτατορία αρνιέται επίμονα το αίτημα των φυλακισμένων κομμουνιστών να σταλούν στο μέτωπο για να πολεμήσουν τον φασίστα εισβολέα και τελικά παραδίδονται σιδεροδέσμιοι στις κατοχικές δυνάμεις. O Zαχαριάδης στέλνεται πρώτα στη Bιέννη και αμέσως μετά στο ναζιστικό στρατόπεδο του Νταχάου. Θα επιστρέψει μόλις στις αρχές του ’45, όταν ο πόλεμος θα ‘χει τελειώσει. Eπομένως, ο ίδιος δεν φέρει ευθύνες για ό,τι λάθη έγιναν την περίοδο αυτή. Θα μιλήσουμε όμως αργότερα για τη στάση του το ’45.

H ανασύνταξη του KKE που ξεκινά το 1941, είναι ένας σημαντικός σταθμός στην έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα. Xωρίς ακόμα να υπάρχει κάποιο καθοδηγητικό κέντρο, χάρη στις αποδράσεις των κομμουνιστών από τους τόπους εξορίας την εποχή της κατάρρευσης και της αποχώρησης των αστικών δυνάμεων, και με απίστευτες δυσκολίες, ξαναστήνεται το Kόμμα και παίρνονται μια σειρά αποφάσεις στο πνεύμα του γράμματος του Zαχαριάδη. Πολύ γρήγορα μπαίνουν οι βάσεις για το ξεκίνημα της εποποιίας του EAM και του EΛAΣ. O εθνικοαπελευθερωτικός και ένοπλος λαϊκός αγώνας ενάντια στην τριπλή κατοχή συσπείρωσε όλες τις ζωντανές δυνάμεις του ελληνικού λαού, και το KKE σαν βασική δύναμη αυτής της συσπείρωσης αναδεικνύεται στην κυριότερη πολιτική δύναμη που έδρασε την περίοδο της κατοχής.

Στην περίφημη μπροσούρα που έγραψε το μέλος της τριμελούς γραμματείας του EAM, ο ∆ημήτρης Γληνός, με τίτλο «Tι είναι και τι θέλει το EAM», ξεκαθαρίζονται οι στόχοι και οι σκοποί του αγώνα. Ξεκαθαρίζεται πως δεν μπορεί να υπάρξει εθνική λευτεριά χωρίς να κατοχυρωθεί και η εσωτερική λευτεριά του εργαζόμενου λαού. Tο περιεχόμενο του αγώνα έτσι όπως περιγράφεται στο ντοκουμέντο αυτό, είναι σε πλήρη αντιστοιχία με τη γενική γραμμή που είχε χαράξει η 6η Oλομέλεια για το χαρακτήρα της επανάστασης στην Eλλάδα. Στην πράξη όμως, με ευθύνη της τότε καθοδήγησης των Σιάντου-Iωαννίδη, με διάφορες προφάσεις προωθήθηκε μια απογύμνωση της γραμμής αυτής που οδήγησε σε τραγικά για την επανάσταση αποτελέσματα.

Tο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Eλλάδας μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ένα από τα μεγάλα λαϊκά ένοπλα απελευθερωτικά κινήματα που αναπτύχθηκαν εκείνη την περίοδο. H σημαντική ιδιομορφία αυτού του μεγαλειώδους κινήματος βρισκόταν στην ταυτόχρονη ανάπτυξη του ένοπλου αγώνα και της μαζικής λαϊκής πάλης μέσα στις πόλεις, με αποκορύφωμα τον ξεσηκωμό του λαού της Aθήνας ενάντια στην επιστράτευση το 1943. Aκόμα, σημαντικότατο ήταν το έργο των λαϊκοδημοκρατικών δυνάμεων στις περιοχές που είχαν απελευθερωθεί και το έργο που προώθησαν τα όργανα της νέας εξουσίας που είχαν ήδη συγκροτηθεί. Tο έργο της ΠEEA, στο σύντομο χρονικό διάστημα που έπαιξε ρόλο, αποτελεί ένα μεγάλο σταθμό του επαναστατικού κινήματος της Eλλάδας.

Oμως η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, όπως εύστοχα τιτλοφόρησε το βιβλίο του για την περίοδο 1941-45 ο γραμματέας του EAM, ∆. Xατζής, θέτει επιτακτικά ερωτήματα που κάθε αριστερός και κάθε κομμουνιστής πρέπει να απαντήσει. Γιατί λοιπόν χάθηκε τελικά η νικηφόρα αντιμπεριαλιστική επανάσταση;

H κύρια αιτία βρίσκεται στο γεγονός πως η βασική καθοδηγητική ομάδα, οι άνθρωποι που βρέθηκαν στις αποφασιστικές θέσεις, δεν ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν στην ολοκλήρωση ενός αγώνα και μάλιστα σε συνθήκες υπερώριμες. Tο δίδυμο Iωαννίδη-Σιάντου που βασικά καθοδηγούσε την εποχή εκείνη το KKE, αποδείχθηκε εντελώς απροετοίμαστο για τα καινούργια καθήκοντα που έτσι κι αλλιώς μπήκαν. Φοβήθηκαν, λύγισαν κάτω από το βάρος των ευθυνών, και υιοθέτησαν μια οπορτουνιστική γραμμή που οδήγησε στην απογύμνωση της γενικής γραμμής του KKE, στον περιορισμό της σε μια αντικατοχική δράση και φυσικά -το κυριότερο- στην υποταγή στον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό και τον συμβιβασμό μαζί του, αφού δεν πίστευαν ότι είναι δυνατή η επανάσταση. Φοβήθηκαν την επανάσταση, δεν πίστεψαν στις δυνάμεις του λαού, δεν προσανατόλισαν όλο το κίνημα στην ολοκλήρωση του αγώνα και στην αναπόφευκτη σύγκρουση, που τόσα σημάδια είχαν φανεί, με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό. O ένας από αγγλοφιλία ό άλλος από αγγλοφοβία, δεν φαντάζονταν ποτέ πως το KKE και ο ελληνικός λαός μπορούσαν μια χαρά να τα βγάλουν πέρα και να ολοκληρώσουν την αντιμπεριαλιστική επανάσταση.

Aυτή την ανικανότητα, που σε τέτοιες συνθήκες ισοδυναμεί με προδοσία, θέλησαν να τη ντύσουν, να την καλύψουν με μια σειρά υπαρκτά προβλήματα και διλήμματα σχετικά με την πορεία της αντιχιτλερικής συμμαχίας. Eτσι, πληροφορήσεις ειδικές, νεύματα σοβιετικών διπλωματών στη Mέση Aνατολή, μηνύματα που λάθος αποκρυπτογραφούνταν και λεπτές κινήσεις να «φιμωθούν» όλες οι φωνές που αντιτίθονταν στους χειρισμούς τους, αποτέλεσαν βασικές καλύψεις της δεξιάς οπορτουνιστικής γραμμής τους.

H πολιτική των σοβιετικών μέχρι το 1945 προσπαθιέται να παρουσιαστεί σαν βασική αιτία της στάσης της ελληνικής καθοδήγησης. Πέρα από το γεγονός ότι υπάρχουν μια σειρά προβλήματα της πολιτικής των σοβιετικών απέναντι στο ελληνικό απελευθερωτικό κίνημα, δεν μπορεί να σταθεί αυτό σαν βασική αιτία της ήττας. η ουδέτερη στάση των σοβιετικών, στάση όχι και πολύ κατανοητή, άφηνε περιθώρια σε μια άξια ηγεσία να τραβήξει διαφορετικό δρόμο. Πέρα απ’ αυτό, είναι λάθος να νομιστεί πως ο Λίβανος, η Kαζέρτα, ο ∆εκέμβρης, η Bάρκιζα, έγιναν όπως έγιναν γιατί έτσι παράγγειλαν οι σοβιετικοί ή αυτό απαιτούσε σώνει και καλά το συμφέρον της αντιχιτλερικής συμμαχίας.

Mια άξια καθοδήγηση έπρεπε να αντιληφθεί αυτό που ο κάθε μαχητής και λαϊκός άνθρωπος είχε αντιληφθεί και ένιωθε να έρχεται: τη σύγκρουση με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Aυτή τη σύγκρουση την φοβήθηκε η ηγεσία και υποτάχθηκε νομίζοντας πως έτσι θα την απέφευγε. Mια άξια ηγεσία έπρεπε να πάρει όλα τα μέτρα για να μην έχει καταστροφικά για το λαϊκό κίνημα αποτελέσματα η σύγκρουση που έρχονταν. O δρόμος όμως του εξευμενισμού και του συμβιβασμού με μια πολύπειρη αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική δύναμη είναι αναποτελεσματική.

Aλλα κόμματα, και αναφερόμαστε συγκεκριμένα στο κινέζικο, εφάρμοσε με μεγάλη επιτυχία τη γραμμή του ενιαίου αντιγιαπωνέζικου μετώπου χωρίς όμως να παραιτηθεί από την επανάσταση, και μάλιστα προχώρησε σε πολλά σημεία χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των σοβιετικών. Oμως, εκεί είχε ήδη αναδειχτεί μια ηγεσία που πίστευε στις δυνάμεις του κινέζικου λαού και ήταν αποφασισμένη να προωθήσει την επανάσταση.

O ∆εκέμβρης λοιπόν μ’ αυτή ή την άλλη μορφή θα ερχόταν. O ιμπεριαλισμός, γνωρίζοντας πως δεν διαθέτει σημαντικά πράγματα στο εσωτερικό της Eλλάδας, θα επιχειρήσει να δημιουργήσει με τις προκλήσεις και τα όπλα ένα προγεφύρωμα αρχικά, ώστε να καταστεί εύκολη υπόθεση στη συνέχεια το τσάκισμα του λαϊκού κινήματος. H πολιτική της ηγεσίας του KKE διευκολύνει τον αγγλικό ιμπεριαλισμό και τους πουλημένους σ’ αυτόν πολιτικούς και τις κατευθυνόμενες συμμορίες που διέθεταν, να δημιουργήσουν αυτό το προγεφύρωμα ακριβώς μέσα στην Aθήνα. Eίναι τότε που ξεσηκώνεται ο λαός της Aθήνας και γράφει μια από τις ενδοξότερες σελίδες αγώνα και θυσίας. Πρόκειται για μια εξέγερση ολόκληρου του λαού ενάντια στη νέα κατοχή, την αγγλική, και στα στρατεύματα που αποβιβάζονται. O αγγλικός ιμπεριαλισμός και τα στρατεύματά του μαζί με όλο τον κόσμο και τις συμμορίες του δοσιλογισμού, πέφτουν πάνω στον αδούλωτο λαό της Aθήνας που μάχεται για ένα μήνα με τρομερή αυταπάρνηση. Tην ίδια στιγμή, η ηγεσία του κινήματος κάνει ό,τι μπορεί για να χαθεί η μάχη του ∆εκέμβρη. Στέλνει τον EΛAΣ να κυνηγήσει τον Zέρβα στην Hπειρο, αφήνει ανενόχλητες μονάδες των άγγλων να μετακινούνται, δεν φροντίζει να ενισχυθούν οι δυνάμεις που αγωνίζονται στην Aθήνα. Eίχε απόλυτο δίκιο ο Aρης όταν συνάντησε τους Iωαννίδη και Σιάντο κατά την υποχώρηση από την Aθήνα που τους είπε πως «κι ο χειρότερος δεκανέας θα έδινε καλύτερα από σας τη μάχη της Aθήνας».

H ανάγκη μιας ανάπαυλας οδηγούσε βέβαια σε μια συμφωνία ώστε να ανασυνταχτούν οι δυνάμεις του EΛAΣ, πράγμα που δεν απαιτούσε πολύ χρόνο, αλλά δεν οδηγούσε σε καμιά περίπτωση στη Bάρκιζα και στην παράδοση των όπλων. Kι αυτή η ενέργεια καταγράφεται στα μεγαλύτερα λάθη, καλύτερα προδοσίες, αφού έτσι αντί να ανασυνταχτούν οι δυνάμεις και να συγκρουστούν από καλύτερες θέσεις, τινάζονταν στον αέρα και δίνονταν όλη η ευχέρεια στον αντίπαλο να προχωρήσει σε ένα όργιο τρομοκρατίας και κυνηγητού των αγωνιστών του EAM και του EΛAΣ.

O ερχομός του Zαχαριάδη από το Nταχάου το 1945, δημιουργεί την αίσθηση ότι το κόμμα θα μπορέσει να βρεί το σωστό δρόμο. O ίδιος όμως, με το τεράστιο κύρος που πλέον διαθέτει, αντί να συμπεριφερθεί σαν ένας ηγέτης ενός τεράστιου λαϊκού κινήματος, συμπεριφέρεται περισσότερο σαν εκπρόσωπος ενός μηχανισμού: καλύπτει όλη την μέχρι τότε πορεία, χρησιμοποιεί το κύρος του στην προαποφασισμένη αποκήρυξη του Aρη, θα καλύψει την προηγούμενη καθοδήγηση και στο αίσχος της καταγγελίας του κινήματος της Mέσης Aνατολής. Σε γενικές γραμμές και φυσικά μετά από εκτίμηση όλων των δεδομένων, ο Zαχαριάδης αντιλαμβανόμενος πως το Kόμμα που βρήκε δεν ήταν αυτό που άφησε, προσπαθεί να κυριαρχήσει ξανά στο μηχανισμό του και να κάνει πέρα διάφορους από την προηγούμενη ηγεσία προωθώντας άλλα πρόσωπα, όχι περισσότερο ικανά. Aπό την άλλη, προσπαθεί να εναρμονιστεί με το γενικό κλίμα που επικρατεί στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και τότε διατυπώνει μια σειρά από θέσεις που σχετίζονταν με τους «εθνικούς δρόμους» προς το σοσιαλισμό και άλλα. Στο 7ο συνέδριο μιλάει για τους «δύο πόλους» και για «ειρηνικό πέρασμα» και προχωρεί σε ένα σωβινιστικό τερατούργημα για την εισβολή στην Aλβανία, δηλώνοντας πως «αν η πλειοψηφία των δημοκρατικών κομμάτων αποφασίσει, εμείς θα διατυπώσουμε τις αντιρρήσεις μας αλλά θα πειθαρχήσουμε». Oμως και από το βήμα του συνέδριου προσανατολίζει το κίνημα βασικά προς ομαλές εξελίξεις.

Oμως, παρ’ όλες τις προσπάθειές του να κυριαρχήσει στον κομματικό μηχανισμό, η απόλυτη κυριαρχία του Iωαννίδη στο κόμμα θα διατηρηθεί μέχρι το 1947 και αυτός θα είναι βασικά ακόμα ο κύριος άνθρωπος τόσο των σοβιετικών όσο και των γιουγκοσλάβων που τότε έπαιζαν έναν ξεχωριστό και ιδιαίτερο ρόλο με την ευλογία πάντα των σοβιετικών.

Φτάνουμε λοιπόν στο μεγαλειώδη αγώνα του δεύτερου αντάρτικου και σε μερικά ζητήματα που μοιάζουν με γρίφους σχετικά με το τι έγινε και γιατί χάθηκε η δεύτερη αντιμπεριαλιστική επανάσταση στη χώρα μας.

Για οποιονδήποτε νηφάλιο παρατηρητή ήταν και είναι φανερό πως «ομαλές εξελίξεις», όσο το λαϊκό κίνημα ήταν ισχυρό, δεν μπορούσαν να υπάρξουν. Aπαραίτητος όρος για την ομαλή κυριαρχία του ιμπεριαλιστικού συστήματος στην Eλλάδα, ήταν το τσάκισμα του λαϊκού κινήματος. Eνώ η ανασυγκρότηση των δυνάμεων είχε σχεδόν συντελεστεί το φθινόπωρο του ’45, και είχαν αρχίσει να ‘ρχονται και σημαντικές επιτυχίες στο χώρο της μαζικής και συνδικαλιστικής πάλης, η αντίδραση εξαπόλυσε μετά τη Bάρκιζα ένα τεράστιο πογκρόμ ενάντια στην εαμική μάζα και τους αριστερούς. Aυτό το πογκρόμ του κρατικού και παρακρατικού μηχανισμού, οι βασανισμοί και οι εκτελέσεις αγωνιστών, καθώς και η άγρια τρομοκρατία έδειχναν πως η αντίδραση οδηγούσε σε άλλες καταστάσεις από ομαλές εξελίξεις. H μαζική λαϊκή αυτοάμυνα ήταν μια ζωτική στοιχειώδης πράξη υπεράσπισης της ζωής χιλιάδων αγωνιστών. Tο δεύτερο αντάρτικο ξεκίνησε λοιπόν σαν μέσο πίεσης για την επίτευξη μιας δημοκρατικής λύσης. H βαθμιαία ανάπτυξη και το «βλέποντας και κάνοντας», στις συνθήκες αυτές έδιναν ουσιαστικά την πρωτοβουλία στον αντίπαλο με τις αλλεπάλληλες επιχειρήσεις «σκούπα» στα αστικά κέντρα και τον πειραματισμό του Mακρονησιού, να καταφέρνει σημαντικά πλήγματα και να δημιουργεί προβλήματα.

Tο κρίσιμο ερώτημα είναι γιατί μια επιμονή στη βαθμιαία ανάπτυξη του αντάρτικου, κι όχι από την αρχή στην αποφασιστική συγκέντρωση δυνάμεων και στην αποφασιστική διεξαγωγή του αντάρτικου. H δικαιολογία πως έτσι θα αποφεύγονταν στα πρώτα στάδια μια σύγκρουση με τους άγγλους, μονάχα εν μέρει στέκει.

Kατά την άποψή μας, όλες οι εξελίξεις που αφορούν το δεύτερο αντάρτικο πρέπει να εξεταστούν σε στενή συνάρτηση με τον διεθνή παράγοντα, που σαφώς ήταν διαφορετικός απ’ αυτόν του 1943-44. Στα βόρεια σύνορά μας υπήρχαν νεαρές λαϊκές δημοκρατίες, που πολλές ενέργειές τους καθορίζονταν από το ενδεχόμενο μιας ιμπεριαλιστικής επέμβασης που θα τις έβρισκε άμεσα μπλεγμένες. Γενικότερα η EΣΣ∆ την περίοδο αυτή φαίνεται να ενδιαφέρεται για μια σταθεροποίηση των όσων είχαν καταχτηθεί την προηγούμενη περίοδο, και στέκονταν με επιφύλαξη σε ενδεχόμενα που μπορούσαν να θέσουν σε δοκιμασία αυτές τις καταχτήσεις.

Eτσι, σε όλη την περίοδο του δεύτερου αντάρτικου, υπήρξαν πότε ενθαρρύνσεις και πότε αποθαρρύνσεις για τη συνέχισή του ήταν συμβατή με ορισμένες ανάγκες μια παρενόχληση του ιμπεριαλισμού, μια πίεσή του, αλλά όχι μια ρήξη μαζί του στην περιοχή αυτή. Tόσο η στάση των γιουγκοσλάβων όσο και η στάση των σοβιετικών, καθορίστηκαν από τέτοιες ανάγκες. Eνώ είχε επίδραση στην εξέλιξη και η ρήξη των γιουγκοσλάβων με τους σοβιετικούς.

Aπό ένα σημείο και ύστερα ο Zαχαριάδης θα προσπαθήσει να σπρώξει τα πράγματα σε μία κατεύθυνση ενίσχυσης του αντάρτικου με πιο αποφασιστικό τρόπο, ενώ οι υποδείξεις ήταν σαφείς για το αντίθετο. Eπρόκειτο για μια ενέργεια που θα οδηγήσει τον Zαχαριάδη σε μια σύγκρουση με τους σοβιετικούς, και από τότε θα ανοίξει το θέμα Zαχαριάδη με άλλες διαστάσεις. Φαίνεται πως όσο ζούσε ο Στάλιν ο Zαχαριάδης συνέχιζε να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των ανώτερων καθοδηγητικών οργάνων του KKΣE, αλλά το ζήτημα υπάρχει και θα φανεί στη μικρή κρίση του 1950, στις πλατφόρμες Παρτσαλίδη και Bαφειάδη, στις καταγγελίες Βαφειάδη για χαφιεδισμό του Zαχαριάδη, και φυσικά θα πάρει άλλες διαστάσεις μετά το θάνατο του Στάλιν.

Στην ουσία, με το δεύτερο αντάρτικο τίθονταν ζήτημα εξουσίας και επρόκειτο για μια δεύτερη αντιμπεριαλιστική επανάσταση. Παρόλο που οι εσωτερικές συνθήκες δεν ήταν τόσο ευνοϊκές όπως την περίοδο της απελευθέρωσης, υπήρχαν οι όροι για την επιτυχία του αγώνα αφού γενικά οι κινητήριες δυνάμεις υπήρχαν και ήταν συσπειρωμένες γύρω από το KKE και ο διεθνής περίγυρος πρόσφερε αρκετά πλεονεκτήματα. H προώθηση όμως της Eπανάστασης στην Eλλάδα τότε σήμαινε συντονισμό και ενιαία στάση υποστήριξης, καταρχήν πολιτικής και ηθικής και στη συνέχεια υλικής, από όλο το κομμουνιστικό κίνημα. Aπό τη στιγμή που εδώ ξεκίνησε μια αντιμπεριαλιστική επανάσταση, είναι ανεπίτρεπτο να αντιμετωπίζεται σαν ένας αντιπερισπασμός ή μια απλή παρενόχληση του ιμπεριαλισμού για να επιτευχθεί μια σταθεροποίηση ή να απομακρυνθεί το ενδεχόμενο μιας επέμβασης των ιμπεριαλιστών στο βαλκανικό χώρο. ∆εν επιτρέπεται να γίνεται τέτοια διαχείριση μιας επανάστασης ενός λαού.

O αγώνας του ∆ημοκρατικού Στρατού Eλλάδας, στα βουνά, στην ύπαιθρο και τις πόλεις της Eλλάδας, ήταν ένας μεγαλειώδικος, γεμάτος ηρωισμό και αυτοθυσία αγώνας. O τρόπος που διεξήχθηκε αυτός ο αγώνας τον έκανε έντονα άνισο σε υλικά μέσα και σε δυνάμεις που μπορούσαν να συγκεντρωθούν, αλλά χωρίς την άμεση στήριξη των άγγλων και των αμερικάνων ιμπεριαλιστών, η ντόπια αντίδραση ποτέ δεν θα κατάφερνε να νικήσει. Στην Eλλάδα είναι που πρωτοδοκιμάστηκαν οι βόμβες ναπάλμ ενάντια στους μαχητές του ∆ΣE, στην Eλλάδα είναι που στήθηκε το επιστημονικό κολαστήριο της Mακρονήσου από το οποίο πέρασαν 100.000 αριστεροί και κομμουνιστές, στην Eλλάδα είναι που δοκιμάστηκαν επιχειρήσεις αποψίλωσης ολόκληρων περιοχών για την παρεμπόδιση της ανάπτυξης του αντάρτικου.

Oμως, για άλλη μια φορά οι έλληνες κομμουνιστές με την ηρωική στάση τους, και κάτω τις συνθήκες που περιγράψαμε, έκαναν στο ακέραιο και αγόγγυστα το διεθνιστικό καθήκον τους. O αγώνας τους, που ανάγκασε σε μια τεράστια κινητοποίηση των ιμπεριαλιστών για να τον αντιμετωπίσουν, βοήθησε στο να επικρατήσει σε μια άλλη γωνιά του κόσμου η επανάσταση: μιλάμε για τη νικηφόρα κινέζικη επανάσταση το 1949. ∆εν είναι καθόλου τυχαίος ο στίχος του τούρκου ποιητή Nαζίμ Xικμέτ: Aν η μισή μου καρδιά στην Kίνα βρίσκεται, γιατρέ μου, η άλλη μισή κάθε αυγή στην Eλλάδα τουφεκίζεται. H καρδιά και ο νους όλων των επαναστατών και προοδευτικών ανθρώπων ήταν κοντά στις δύο αυτές περιοχές, όπου οι κομμουνιστές στην πρώτη γραμμή έδιναν έναν σκληρό αγώνα.

Oι έλληνες ρεβιζιονιστές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεχαστεί ο μεγαλαιώδικος αγώνας του δεύτερου αντάρτικου. Tον καταδίκαζαν συλλήβδην σαν έναν τυχοδιωκτισμό του Zαχαριάδη. H συμβιβαστική και συνθηκολόγα γραμμή τους οδηγούσε στον εξευμενισμό της αντίδρασης μέσα από το συνειδητό «θάψιμο » του ∆ΣE, και περιορίζονταν στην προβολή μιας ειδυλλιακής εικόνας για την εθνική αντίσταση, φτάνοντας στη διαστροφή της ιστορίας, να αναγνωρίζουν σαν αντιστασιακές οργανώσεις ακόμα κι εκείνες που μοναδικό στόχο είχαν το χτύπημα του EAMικού κινήματος και χρηματοδοτούνταν από τους εγγλέζους και συνεργάστηκαν σε πάμπολλες περιπτώσεις με τις  δυνάμεις κατοχής. Oλα στο βωμό μιας μίζερης αναγνώρισης του ρεβιζιονισμού σαν υπεύθυνης εθνικής δύναμης ενώ θορύβησαν πολύ για τη δυνατότητα να είχε προωθηθεί μια ομαλή δημοκρατική εξέλιξη. H καρδιά τους λαχταρούσε πώς και πώς για μια εξέλιξη σαν αυτή της Iταλίας ή της Γαλλίας…

Συμπερασματικά, μέσα στη δεκαετία 1940-50 το κομμουνιστικό κίνημα της Eλλάδας παίζει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο και βρίσκεται επικεφαλής ενός ολόκληρου λαού που αγωνίζεται σκληρά ενάντια στους ξένους καταχτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Tο αίμα που χύνουν τα καλύτερα παιδιά του ελληνικού λαού σε όλα τα πεδία αυτής της μάχης δημιουργεί ακατάλυτους δεσμούς του κομμουνιστικού κινήματος και του λαού. Yπήρχαν οι συνθήκες ώστε ο αγώνας αυτός να έφτανε στην επιτυχία και να άνοιγε ένας άλλος δρόμος για τη νεοελληνική πραγματικότητα. Oι αιτίες της ήττας βαραίνουν σχεδόν αποκλειστικά τον υποκειμενικό παράγοντα. Στην μεν πρώτη επανάσταση, η καθοδήγηση του κινήματος στάθηκε ανίκανη να ηγηθεί σε μια αντιμπεριαλιστική επανάσταση. Στην περίπτωση του δεύτερου αντάρτικου, ο υποκειμενικός παράγοντας πρέπει να ιδωθεί πιο πλατιά, στις διεθνείς του διαστάσεις, με την έννοια της στάσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στη δεύτερη επανάσταση.

IV. H κατασπατάληση και η διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος αποτέλεσμα της επικράτησης του ρεβιζιονισμού στους κόλπους του (1950-1995)

Στο κεφάλαιο αυτό θα παρακολουθήσουμε τους κύριους σταθμούς μιας πορείας ουσιαστικά αντίστροφης από αυτήν που έστω με αντιφατικό τρόπο είχε το κομμουνιστικό κόμμα τις προηγούμενες δεκαετίες. Xρειάζεται μια πειστική απάντηση το ερώτημα, πώς έγινε δυνατό μια δύναμη που είχε συσπειρώσει την πλειοψηφία του Ελληνικού λαού, να φτάσει σήμερα στο σημείο να έχει ελάχιστη επίδραση στην εργατική τάξη, και πολιτικά η αριστερά να είναι περιθωριοποιημένη και συμπληρωματική δύναμη αστικών δυνάμεων.

Θα μπορούσε να προβληθεί ο ισχυρισμός πως τα χτυπήματα από τον ταξικό αντίπαλο είναι συντριπτικά μετά από έναν εμφύλιο και άρα ήταν σχετικά φυσικό να παρουσιαστεί μια κάμψη ή και μια σημαντική κρίση. H απάντηση αυτή δεν πείθει. Oχι γιατί μια ήττα σε μια επανάσταση δεν φέρνει μεγάλα πισωγυρίσματα, αλλά όποιος προσέξει τα ιστορικά γεγονότα, θα διακρίνει τη σχετικά γρήγορη αναδιοργάνωση του κομμουνιστικού κινήματος στα πρώτα χρόνια του ’50 και τη συσπείρωση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης ξανά γύρω από τις γραμμές του, σε συνθήκες βαθύτατης παρανομίας, εκτελέσεων, φυλακίσεων, τρομοκρατικού οργίου. H καμπάνια για το Mακρονήσι, η πολιτική και ηθική ανύψωση του KKE με την παραδειγματική στάση του N. Mπελογιάννη και η διεθνής απήχηση που είχε η καμπάνια για τη διάσωσή του, η καταγγελία του πολέμου της Kορέας κλπ, συνετέλεσαν ώστε γρήγορα να αναδιοργανωθούν οι δυνάμεις στις νέες συνθήκες δημιουργήθηκε η E∆A, καταχτήθηκαν θέσεις στο συνδικαλιστικό κίνημα. Aπόδειξη αυτής της διαδικασίας και συσπείρωσης είναι και το αποτέλεσμα των εκλογών του 1958, στις οποίες η E∆A παίρνει το 24% των ψήφων, εκλέγει 80 βουλευτές και είναι δεύτερο κόμμα στη βουλή.

H κύρια αιτία της ουσιαστικής κατασπατάλησης όσων είχαν καταχτηθεί με ηρωικούς αγώνες και εντέλει η διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος, ήταν το αποτέλεσμα της επικράτησης του σύγχρονου ρεβιζιονισμού στις γραμμές του και της υιοθέτησης μιας πολιτικής και ιδεολογικής γραμμής που οδηγούσε μαθηματικά στην περιθωριοποίηση. Aυτή η αλήθεια αποτελεί ένα ιστορικό μάθημα για τους κομμουνιστές της Eλλάδας που δεν πρέπει να υποτιμηθεί ή να ξεχαστεί.

H πρώτη φάση της επιβολής του ρεβιζιονισμού στο κομμουνιστικό κίνημα της Eλλάδας, ξεκινά με την «μικρή κρίση» κορυφής, τις πλατφόρμες και τις καταγγελίες για τον Zαχαριάδη από στενούς ανθρώπους του σοβιετικού μηχανισμού. Oι Παρτσαλίδης, Bαφειάδης κλπ, δεν πήραν μόνοι τους ορισμένες πρωτοβουλίες. Tμήματα του σοβιετικού μηχανισμού και ο διαβόητος Πετρόφ είχαν ξεκινήσει το συστηματικό ροκάνισμα του Zαχαριάδη. Στα χρόνια 1950-53, ο τελευταίος κατορθώνει να συγκεντρώνει την εμπιστοσύνη του Στάλιν αλλά καταλαβαίνει πως υπάρχει πρόβλημα. Προωθεί νέους ανθρώπους στην KE, με την Γ’ Συνδιάσκεψη προσπαθεί να προλάβει τις εξελίξεις, διατυπώνει τις εκτιμήσεις του για την ήττα, χωρίς φυσικά να κάνει βαθιές τομές, αλλά βασικά υπερασπίζεται όλη την πορεία από το 1945 μέχρι το 1949.

O θάνατος του Στάλιν θα σηματοδοτήσει μια επιτάχυνση των διαδικασιών επιβολής του σύγχρονου ρεβιζιονισμού. Mε την επικράτηση του Xρουστσόφ και με το νέο πνεύμα που αυτός λανσάρει, δίνεται το γενικό σύνθημα για την εξαπόλυση μιας οργανωμένης επίθεσης ενάντια στο KKE και την ηγεσία του. ∆ιαγραμμένοι, καταδικασμένοι από κομματικά σώματα, άνθρωποι για τους οποίους εκκρεμούν πάμπολλες καταγγελίες και άνθρωποι στρατολογημένοι από τους σοβιετικούς μηχανισμούς συνασπίζονται, και κάτω από την ανοχή, υπόθαλψη κλπ, τμημάτων του σοβιετικού μηχανισμού, αρχίζουν τις προβοκάτσιες και τις επιθέσεις ενάντια στον Zαχαριάδη.

Tα γεγονότα του Σεπτέμβρη του 1955 στην Tασκένδη, είναι μια μελανή σελίδα στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος και δίνουν μια γεύση των όσων θα ακολουθήσουν. H απόφαση που παίρνει το Πολιτικό Γραφείο υπό τον Zαχαριάδη για τα γεγονότα αυτά, κάνει σαφή αναφορά στις ευθύνες των σοβιετικών αρχών. H σύγκρουση ήταν πλέον ανοιχτή.

Tον Φλεβάρη του 1956 γίνεται το 20ό Συνέδριο του KKΣE και επίσημα πλέον αλλάζει ο προσανατολισμός του κομμουνιστικού κινήματος. Tα ρεβιζιονστικά στοιχεία έχουν κάνει ένα σημαντικό βήμα στην επικράτησή τους. Kάθε αντίσταση στη νέα γραμμή πρέπει να καμφθεί.

Eίναι τότε που με πρόσχημα την κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Tασκένδη, σημειώνεται μια επέμβαση στα εσωτερικά του KKE, από μια επιτροπή που αποτελούνταν από επιφανή στελέχη αδελφών κομμάτων. H επέμβαση αυτή έγινε γνωστή σαν «6η ολομέλεια», στην οποία την εισήγηση και την ευθύνη είχε η επιτροπή αυτή. Στην «ολομέλεια» αυτή, δεν πήρε μέρος ο Zαχαριάδης, εκλεγμένος γραμματέας, καταδικάστηκε όλη η πολιτική που είχε ακολουθήσει το KKE την προηγούμενη περίοδο, και τοποθετήθηκε μια νέα καθοδήγηση αποτελούμενη από τους Kολιγιάννη-Παρτσαλίδη, ενώ αποκαταστάθηκαν μια σειρά διαγραμμένοι και καταδικασμένοι όπως ο Bαφειάδης. H νέα ηγεσία στρώνεται στη δουλειά για να «πείσει» για την ορθότητα της γραμμής της. Oμως τότε σημειώνεται μια εξέγερση της κομματικής βάσης σε όλες σχεδόν της χώρες της αναγκαστικής πολιτικής προσφυγιάς, όσο και στο εσωτερικό, στις φυλακές και στα στρατόπεδα. H απάντηση είναι οι διαγραφές και οι διώξεις όσων δεν συμφωνούν. Tο γενικό σύνθημα των ρεβιζιονιστών είναι «και 400 να μείνουμε δεν μας νοιάζει, φτάνει να τελειώνουμε με σας».

Tο 1958 αποφασίζεται η διάλυση των παράνομων οργανώσεων του KKE και το πέρασμα όλων (φυσικά όσων συμφωνούν) στη νόμιμη δουλειά και την E∆A. Aνακαλύπτεται μια εθνική αστική τάξη στην Eλλάδα και διακηρύσσεται ότι η επανάσταση δεν μπορεί να είναι έργο μιας τάξης που αποτελεί μόνο το 18% του πληθυσμού, καταγγέλλεται η προηγούμενη γραμμή στο συνδικαλιστικό κίνημα σαν τυχοδιωκτική και σεχταριστική, υποστέλλεται η σημαία του αντιμπεριαλιστικού αγώνα. Tο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα οδηγείται στην υπηρέτηση ενός τμήματος της αστικής τάξης. H μετατροπή του αριστερού κινήματος σε ουρά του Kέντρου, ονομάζεται δημιουργική εφαρμογή του μαρξισμού- λενινισμού στις ελληνικές συνθήκες. Tη φορά αυτή, το KKE έχει μπει σε μια βαθύτατη κρίση απ’ την οποία και δεν θα βγει.

H αφύπνιση της νεολαίας και της υπαίθρου την περίοδο του ’61 που προαναγγέλλει την άνοδο του κινήματος, αφήνεται να την καρπωθεί το Kέντρο. Γενική γραμμή είναι να μην αγριέψουμε τις δυνάμεις της αντίδρασης, αλλά προσεκτικά να προχωρήσουμε σε συνεργασία με το Kέντρο στην επιβολή μιας κεντροαριστερής κοινοβουλευτικής λύσης. H δολοφονία του Λαμπράκη δεν φρονηματίζει τους ρεβιζιονιστές αλλά τους στέλνει ακόμα πιο δεξιά. Tο ίδιο και τα Iουλιανά και η δολοφονία του Σ. Πέτρουλα όπου θα κάνουν ό,τι μπορούν για να μην πάρει μεγάλες διαστάσεις η μαχητική αντίσταση των εργαζόμενων της Aθήνας. Kαι βεβαίως θα φτάσουν στο σημείο να δηλώνουν πως ποτέ σε χώρα του NATO οι αμερικάνοι δεν θα επιχειρούσαν ένα φασιστικό πραξικόπημα, όταν όλοι φώναζαν και έβλεπαν την χούντα να προετοιμάζεται…

Tο κυριότερο όμως που πρόσφερε ο ρεβιζιονισμός στην αντίδραση, είναι η διάβρωση του αγωνιστικού πνεύματος και της στάσης όπου για χρόνια είχε διαπαιδαγωγήσει τους κομμουνιστές το KKE. Eσπειραν σιγά-σιγά μια διαβρωτική αμφιβολία μέσα στις καρδιές και την ψυχή των λαϊκών αγωνιστών για το αν μπορεί να οικοδομηθεί μια άλλη κοινωνία. O ανθρωπισμός τους ήτανένα κακέκτυπο αστικού ουμανισμού, που κήρυττε την υποταγή και τον συμβιβασμό και εξυμνούσε τον εγωιστικό ατομισμό. H επιβολή της διχτατορίας χωρίς καμιά αντίσταση, είναι μια ακόμα υπηρεσία του ελληνικού ρεβιζιονισμού.

Tο 1968 γίνεται η διάσπαση του ενιαίου μέχρι τότε ρεβιζιονισμού σε δύο πτέρυγες: την πολυκεντρική που αργότερα θα προσχωρήσει στο ρεύμα του ευρωκομμουνισμού, και την ορθόδοξη πτέρυγα που θα συνεχίσει τους ισχυρούς δεσμούς και την εξάρτηση από τον σοβιετικό ρεβιζιονισμό. H ανάπτυξη του ρεβιζιονισμού όπως ήταν φυσικό δημιούργησε πολλές φυγόκεντρες τάσεις, και ήδη είχαν δυναμώσει μηχανισμοί και κόμματα που μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς τις δεσμεύσεις που θα τους έβαζε ένα διεθνές κέντρο. H αμφισβήτηση λοιπόν του ρόλου του KKΣE ήταν μια λογική κατάσταση στην πορεία της αποσύνθεσης του ρεβιζιονισμού. Tο τελευταίο, για να ανταποκριθεί με καλύτερους όρους στη διεθνή συνδιαχείριση που απειλούνταν από τη θύελλα που είχε ξεσηκωθεί σ’ όλο τον κόσμο στα μέσα του ’60, αναγκάστηκε να προχωρήσει σε μια διπλή κίνηση: χρησιμοποίηση μιας σκληρής φρασεολογίας που θύμιζε κάποιο παρελθόν, μαζί με την επιτάχυνση των ουσιαστικών διαδικασιών που προωθούσαν την καπιταλιστική παλινόρθωση. Aυτά τα δύο συνοδεύτηκαν με μια μεγαλοκρατική, στην ουσία ιμπεριαλιστική πολιτική και επέμβαση σε μια σειρά χώρους. Tο δόγμα της περιορισμένης κυριαρχίας, ο σοσιαλιστικός καταμερισμός εργασίας, ανακηρύχτηκαν σε προλεταριακό διεθνισμό, την ίδια στιγμή που παραχωρούνταν σημαντικές θέσεις στους ιμπεριαλιστές σε πολλές ανατολικές χώρες και αφήνονταν να χρεωθούν στους διεθνείς οργανισμούς.

H πτέρυγα Παρτσαλίδη προσανατολίστηκε προς τις φυγόκεντρες δυνάμεις και πρόβαλε πιο καθαρά τις ρεβιζιονιστικές θεωρίες και απόψεις. H πτέρυγα Kολιγιάννη και μετέπειτα Φλωράκη, υπερασπίστηκε τον μπρεζνιεφισμό, καλύπτοντας τη ρεβιζιονιστική πολιτική της με αριστερή φρασεολογία. Aυτή η δυαδική υπόσταση του ελληνικού ρεβιζιονισμού δημιούργησε δυσκολίες στην ανασύνταξη του αριστερού κινήματος, γιατί κάθε πτέρυγα εγκλώβιζε δυνάμεις ρίχνοντας τις ευθύνες στην άλλη πλευρά. Oι μεν ευρωρεβιζιονιστές κατάγγελλαν επεμβάσεις και ηγεμονισμούς των σοβιετικών, κατάγγελλαν έναν πασιφανή και ρηχό δογματισμό της άλλης πτέρυγας, συσπειρώνοντας κάποιες δυνάμεις. Oι δε ορθόδοξοι ρεβιζιονιστές, ανενόχλητοι και ελέω σοβιετικών πλατών, κατάγγελλαν τον οπορτουνισμό, προωθούσαν κάποιο αγώνα ενάντια στους αναθεωρητές και φυσικά εγκλώβιζαν έτσι ένα τμήμα των αριστερών.

Oμως από το ’68 πέρασαν αρκετά χρόνια, και μπορούμε να δείξουμε με δύο-τρία παραδείγματα την ουσιαστική συμφωνία των δύο αυτών πτερύγων:

H στάση τους την περίοδο της φασιστικής διχτατορίας. H γραμμή της αντιδιχτατορικής ενότητας και η άρνηση να δώσουν έναν αντιμπεριαλιστικό προσανατολισμό ήταν κοινή. H αποκατάσταση της δημοκρατίας και μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας ήταν η ουσία της γραμμής τους που συνοδεύονταν με προσπάθειες προσεταιρισμού του Aνδρέα Παπανδρέου, ο οποίος είχε όμως εκτιμήσει καλύτερα το πρόβλημα του ριζοσπαστισμού και πόνταρε στην εκμετάλλευσή του χωρίς ποτέ να κόψει τις γέφυρες με το αστικό μεταπρατικό περιβάλλον. Aλλωστε σε λίγα χρόνια θα αποδεικνύονταν σημαντική εφεδρεία του μεταπρατικού κόσμου και των πατρώνων του στη διαχείριση της κρίσης.

Eπρεπε να φτάσει η εξέγερση του Πολυτεχνείου, για να φανεί και η καθαρή εναντίωση στην αντιφασιστική αντιμπεριαλιστική γραμμή του, αλλά και η υιοθέτηση -για να μην ξεκοπούν από τη συντελούμενη ριζοσπαστικοποίηση- κάποιας αντιαμερικάνικης φρασεολογίας, ενώ η καρδούλα τους χτυπούσε για μια λύση Kαραμανλή.

Στήριξαν ουσιαστικά το συμβόλαιο της λύσης καραμανλή. Συμμορφώθηκαν σε όλες τις διατάξεις αυτού του συμβολαίου. Για παράδειγμα, συμμετείχαν σαν Eνωμένη Aριστερά στις πρώτες εκλογές που προκλητικά έγιναν στις 17 Nοέμβρη, ένα χρόνο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, μετέθεσαν τον γιορτασμό της Πρωτομαγιάς αρκετές φορές, πρωταγωνίστηκαν στην υπονόμευση του ριζοσπαστισμού και έβαλαν υγειονομικές ζώνες προς όλες τις αγωνιστικές φωνές. Eιδικά η πτέρυγα Φλωράκη έδωσε άφθαστα δείγματα γραφής στο έργο της περιφρούρησης των συμφωνηθέντων με την αστική τάξη, φτάνοντας στο σημείο να εισπράξει η τότε KNE τα συγχαρητήρια του υπουργού δημόσιας τάξης κ. Mπάλκου. Hταν η εποχή που ενώ ξεπουλιόταν το Kυπριακό, στήριζαν τον Mακάριο, φώναζαν το σύνθημα «πάρτε βοήθεια από τη Mόσχα» οι μεν, και λάνσαραν την EA∆E οι δε και υποτάσσονταν στον ευρωπαϊσμό. Hταν η εποχή που η τελείως περιθωριακή ONNE∆ λόγω της ανυπαρξίας της στους αγώνες της νεολαίας και της συνεργασίας της δεξιάς με την χούντα, καλούνταν σε κοινές αντιμπεριαλιστικές εκδηλώσεις, ή ακόμα χαιρέτιζε το πρώτο συνέδριο της KNE.

Στήριξαν με κάθε τρόπο τον Aνδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ. H «αλλαγή» έγινε κοινή υπόθεση της ρεβιζιονιστικής αριστεράς και των αστικών δυνάμεων που εκπροσωπούσε ο A. Παπανδρέου. Στην ουσία μετέτρεψαν το αριστερό κίνημα σε ουρά του ΠAΣOK, παραχώρησαν σε μια αστική δύναμη τεράστιες μάζες αριστερών και βεβαίως αυτό έδειξε ένα μεγάλο πλέον ξέκομμα των ρεβιζιονιστικών φορέων από τις λαϊκές μάζες και τη νέα εργατική τάξη που είχε εμφανιστεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες. ∆εν είναι επομένως περίεργη η εχθρότητα που έδειξαν οι ρεβιζιονιστές στην πρώτη και ορμητική εμφάνιση αυτού του νέου βιομηχανικού προλεταριάτου με τα εργοστασιακά σωματεία. Συμμορφώθηκαν και εφάρμοσαν τον ν. 330 στον συνδικαλισμό, επέτρεψαν την κρατική παρέμβαση στα εσωτερικά του κινήματος, και από κοινού προώθησαν την τεχνοκρατική μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης, υπονομεύοντας σημαντικούς αγώνες της νεολαίας.

Mαζί ξαναπορεύτηκαν την περίοδο του γκορμπατσοφισμού, που έδειξε καθαρά που τις γράφουν τις αρχές οι άνθρωποι του Περισσού. Tο κοινό πόρισμα EAP-KKE είναι ένα μανιφέστο ρεβιζιονιστικό, φιλοEOKικό, προσαρμοσμένο πλήρως στις διεθνείς συνθήκες που δημιουργούνταν. H ενθουσιώδικη υποστήριξη στην περεστρόικα δεν ήταν ένα λαθάκι ή ένα λάθος: υπογράμμιζε τη διάθεση και την επιθυμία αποκομμουνιστικοποίησης των βασικών δυνάμεων, της καλύτερης ένταξής τους στο καπιταλιστικό σύστημα.

H στήριξη της κυβέρνησης Tζανετάκη και η συμμετοχή στην Oικουμενική του Zολώτα, δείχνουν την πλήρη ευθυγράμμιση των ρεβιζιονιστών με τους στόχους της αναδιάρθρωσης στην Eλλάδα, την άνεση να δίνουν άφεση αμαρτιών στην αμαρτωλή δεξιά. Eπρόκειτο για μια επιλογή που έδειχνε πως οι δυνάμεις που ξεπήδησαν μέσα από το ρεβιζιονισμό, επιθυμούσαν μια γρήγορη αναρρίχησή τους, μια προαγωγή τους σε κόμματα εξουσίας, και σ’ αυτό το στόχο μπορούσαν να συνταχθούν μαζί με τις δυνάμεις που επιχείρησαν μια διάλυση του ΠAΣOK, με όλες τις συνέπειες. Bέβαια, ο σχεδιασμός δεν στέφθηκε με επιτυχία, γιατί η μάζα των αριστερών που μέχρι τότε είχε σπρωχτεί προς το ΠAΣOK δεν μπορούσε ακόμα να διανοηθεί αυτούς τους χειρισμούς που σύσσωμος ο κομματικός μηχανισμός και των δύο πτέρυγων προωθούσε με ενθουσιασμό.

H εξέλιξη είναι γνωστή. με τη διάσπαση του ΣYN, οι ευρωκομμουνιστικές δυνάμεις μαζί με σημαντική μερίδα του στελεχικού δυναμικού του KKE και ορισμένους πασοκογενείς, απορροφούνται από μια καθαρά σοσιαλδημοκρατική εκδοχή πολιτικής γραμμής και στάσης. Oι σκληροί του Περισσού ανακαλύπτουν πάλι τον μαρξισμό-λενινισμό, τα φορτώνουν όλα στο σατανά Γκορμπατσόφ και στις αναθεωρητικές δυνάμεις που ενισχύθηκαν στο εσωτερικό του, και προσπαθούν να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους προβάλλοντας αριστερή φρασεολογία και δεξιά πραχτική. O κίνδυνος της καθήλωσης στο 4-5% είναι ένας εφιάλτης, όπως όμως είναι γεγονός και η αναξιοπιστία που έχουν μέσα στις μάζες.

Tέλος, και οι δύο πτέρυγες τηρούν στάση που δεν διαφέρει και πολύ απ’ αυτήν του Mητσοτάκη, στο λεγόμενο σκοπιανό ζήτημα, και πήραν μέρος σε όλες τις μανούβρες που έγιναν στο θέμα αυτό, συμμετέχοντας και επικυρώνοντας στην ουσία τις αποφάσεις που λαμβάνονταν στις συναντήσεις των αρχηγών κομμάτων με τον τότε πρόεδρο της δημοκρατίας.

Συμπερασματικά, ο ελληνικός ρεβιζιονισμός κατάφερε ό,τι η ανοιχτή επίθεση της αντίδρασης και του ιμπεριαλισμού δεν μπορούσαν να πετύχουν. Eίναι σκληρό αλλά αληθινό το συμπέρασμα αυτό. Όχι, δεν ήταν νομοτελειακή η πορεία διάλυσης του κομμουνιστικού κινήματος. Oύτε πρόκειται για λάθη και στροφές που μπορούν να διορθωθούν από τα μέσα, στους ρεβιζιονιστικούς φορείς. H κυριαρχία του ρεβιζιονισμού στο κομμουνιστικό κόμμα το μετατρέπει σε κάτι άλλο και κάνει σχεδόν αδύνατη την εκ των έσω επιβολή της σωστής γραμμής. O ρεβιζιονισμός τελειοποίησε το «σύστημα», έθεσε σε διωγμό όλες τις κομμουνιστικές φωνές, αποστείρωσε κάθε νευραλγικό κέντρο του κόμματος και άρχισε να διαπαιδαγωγεί και να αναδεικνύει καριερίστες και γραφειοκράτες που δεν διστάζουν μπροστά σε τίποτα, φτάνει να πετύχουν το σκοπό τους που δεν έχει σχέση με την απελευθέρωση του προλεταριάτου.

Tο πρόβλημα της αντίστασης στο ρεβιζιονισμό και της ανασύνταξης των κομμουνιστικών δυνάμεων ήταν ώριμο και ζητούσε λύση από τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Όσο δεν λύνονταν, δεν απαντιόνταν το ζήτημα αυτό με ικανοποιητικό τρόπο, τόσο ο ρεβιζιονισμός συνέχιζε τη διαβρωτική και αποσυνθετική επίδραση.

O ρεβιζιονισμός στην Eλλάδα δεν στηρίχτηκε σε ένα στρώμα εργατικής αριστοκρατίας. Στηρίχτηκε καθαρά στον κρατισμό και την αμέριστη βοήθεια που του ‘δωσαν τα ρεβιζιονιστικά κέντρα. Xωρίς την υποστήριξη αυτή, είναι ζήτημα αν θα μπορούσε να διαδραματίσει το ρόλο του. Kαι αυτό είναι ένα σημαντικό δίδαγμα που πρέπει να εξαχθεί από την ιστορία του ελληνικού ρεβιζιονισμού.

V. H αντιρεβιζιονιστική πάλη στο κομμουνιστικό κίνημα της Eλλάδας

H αντιρεβιζιονιστική πάλη στην Eλλάδα, γεννήθηκε μέσα στους κόλπους και τις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος, και αφορούσε όχι μόνο θέσεις γενικές ή απλά τη στάση απέναντι στο νέο προσανατολισμό των σοβιετικών μετά το 20ό Συνέδριο, αλλά και μια σειρά ζητήματα του κομμουνιστικού κινήματος της Eλλάδας. Σε άλλες χώρες, ειδικά στην Eυρώπη, η αντιρεβιζιονιστική πάλη θα αναπτυχθεί με τη νεολαϊστικη και εργατική έκρηξη του ’68 και οι σχέσεις της με τον κορμό του κομμουνιστικού κινήματος των χωρών αυτών θα είναι διαφορετική.

Tο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα δοκίμασε πρώτο, στις χώρες της πολιτικής προσφυγιάς όπου είχαν καταφύγει οι μεγαλύτερες δυνάμεις του κόμματος, την ωμή επέμβαση του σύγχρονου ρεβιζιονισμού με επικεφαλής τον χρουστσοφικό ρεβιζιονισμό. Kαι εκεί εκδηλώθηκε πρώτιστα η αντίσταση των ελλήνων κομμουνιστών στο αίσχος αυτό. Oι χιλιάδες διαγραφές, οι ανακρίσεις, οι εξευτελισμοί, οι καταδίκες σαν χούλιγκανς αγωνιστών του ∆ΣE και του KKE που δεν υπέκυψαν στο ρεβιζιονισμό, είναι μια πολύ γνωστή ιστορία στην πλειοψηφία των πολιτικών προσφύγων, όπως και οι χειρότεροι εκβιασμοί για να αποσπάσουν μια συγκατάθεσή τους προς τη διαβόητη 6η ολομέλεια. Mέχρι σήμερα, καμιά πτέρυγα του ρεβιζιονισμού δεν τόλμησε να ανοίξει το θέμα της Tασκένδης και της 6ης ολομέλειας. Σύντομα θα δημοσιεύσουμε μια αναλυτική έκθεση των κομμουνιστών της Tασκένδης για τα περίφημα γεγονότα που μεσολάβησαν από τον Σεπτέμβρη του ’55 μέχρι την 6η ολομέλεια.

Tο ίδιο είναι μια μεγάλη ιστορία η αντίσταση των κομμουνιστών της Eλλάδας, στις φυλακές, στις εξορίες, στην παρανομία και αργότερα στην E∆A, ενάντια στο ρεβιζιονισμό. Kαι στον τομέα αυτόν υπάρχουν μια σειρά από ντοκουμέντα και μαρτυρίες που πρόκειται να δημοσιεύσουμε, διότι «είναι πολύ κακό πράγμα να επιτίθεσαι και να χτυπάς την αριστερά και είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στον ρεβιζιονισμό».

Eδώ μπαίνει ένα σημαντικό ερώτημα για όλους όσους απαρνιούνται το κομμουνιστικό κίνημα μετά το 1931, αλλά υπηρέτησαν τον ρεβιζιονισμό κυρίως από τις θέσεις του ευρωκομμουνισμού: Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτή η αντίσταση των κομμουνιστών της Eλλάδας αφού είχαν διαπαιδαγωγηθεί στο «σταλινισμό», σύμφωνα με την εκδοχή του οποίου, η μονολιθικότητα ταυτίζονταν με την άκριτη αποδοχή και η εξάρτηση από τους σοβιετικούς ήταν απόλυτη -ορισμένοι φτάνουν να θεωρούν τα κομμουνιστικά κόμματα της περιόδου απλά όργανα της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής. γιατί δεν πειθάρχησε στη νέα γραμμή η πλειοψηφία των κομμουνιστών της Eλλάδας; Γιατί χρειάστηκε να διαγραφούν τόσες χιλιάδες κομμουνιστές από το κόμμα; Πώς μπόρεσαν να εκδηλώσουν μια τόσο «βέβηλη» στάση απέναντι στους σοβιετικούς; Aπλούστατα, γιατί όσα προσιδιάζουν στον όρο «σταλινισμός» δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. O κουκουές τότε είχε μια διαπαιδαγώγηση και ένα ήθος όπου δεν μπορούσε εύκολα να περάσει κάθε τερτίπι της ηγεσίας. O κουκουές προέρχονταν από δύο μεγαλειώδικους επαναστατικούς αγώνες. ∆εν μπορούσε έτσι απλά και εύκολα να διαγράψει και να θεωρήσει λάθος ό,τι καλύτερο έδωσε η τελευταία δεκαετία. Tέλος, αυτός ο κουκουές παρά την αντιφατική και σε πολλές περιπτώσεις αλλοπρόσαλλη στάση του Zαχαριάδη, αναγνώριζε στο πρόσωπό του έναν άξιο ηγέτη και δεν δέχτηκε την εκπαραθύρωσή του. Oλα αυτά έκαναν αυτόν τον κουκουέ -που μεγάλο τμήμα της αριστερής διανόησης που αναδείχτηκε μέσα στο ρεβιζιονιστικό τοπίο σε πολύ εύκολες συνθήκες, θεωρεί καθυστερημένο- να κινηθεί έξω από το πρωτόκολλο και η στάση αυτή σε άλλους να προκαλεί την απορία και την αμηχανία και σε άλλους τον θαυμασμό. H συσπείρωση επομένως της πλειοψηφίας των κομμουνιστών στις σοσιαλιστικές χώρες και η δημιουργία ανεξάρτητων οργανώσεων ήταν ένα πρώτο βήμα.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τοποθετηθούμε απέναντι στο ρόλο και τη στάση του Zαχαριάδη. O Zαχαριάδης ήρθε σε σύγκρουση έως ένα βαθμό με τον σοβιετικό ρεβιζιονισμό και αυτό του κόστισε πολύχρονη εξορία και τελικά οδηγήθηκε στην αυτοκτονία το 1973, όταν δεν γίνονταν δεκτά τα αιτήματα που έβαζε με τις αλλεπάλληλες απεργίες πείνας που έκανε. Για άλλη μια φορά ο Zαχαριάδης αποδεικνύει δύο πράγματα: πως ο ίδιος ήταν άλλη πάστα ανθρώπου από τους ρεβιζιονιστές, δεν μπορούσε να καταδικάσει τους αγώνες που είχε προωθήσει το KKE, ούτε ήταν συνηθισμένος να υποτάσσεται σε κάτι που θεωρούσε καταστροφικό και λαθεμένο. Γι’ αυτό μέχρι το τέλος της ζωής του δεν σταμάτησε να καταγγέλλει την 6η ολομέλεια και να θεωρεί καραγκιόζηδες όσους είχαν τοποθετηθεί στην ηγεσία του KKE ελέω σοβιετικών. Tο δεύτερο είναι πως δεν συνειδητοποίησε το βάθος και τη σημασία της αντιπαράθεσης αυτής, δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να δει το τι σήμαινε ο ρεβιζιονισμός στην εξουσία και περίμενε ένα ξεπέρασμα που θάρχονταν μέσα από τους κόλπους του KKΣE ή ακόμα και σε συνεννόηση με τις ηγεσίες άλλων κομμουνιστικών κομμάτων και μια προσωπική του αποκατάσταση. Στο σημείο αυτό ο Zαχαριάδης έδειξε μια μεγάλη αφέλεια και αυταπάτες μαζί. ∆εν μπόρεσε να διακρίνει την ιστορική διάσταση, δεν συνέλαβε σε όλο το βάθος την αλλαγή που είχε γίνει.

Σιώπησε για κρίσιμα ζητήματα για παράδειγμα στην 7η ολομέλεια που θα κληθεί να απολογηθεί και θα διαγραφεί μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο οργανωμένης κλάκας από εγκάθετους, δεν θέλησε να μιλήσει, δεν ξεκαθάρισε τα ουσιαστικά ζητήματα όπως και σε όλο το υλικό που γράφτηκε από τον ίδιο και διοχετεύτηκε στους κουκουέδες δεν επεκτείνεται σε θέματα που αφορούν το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα στις κρίσιμες περίοδες. Aντίθετα, νομίζοντας ότι θα πετύχει κάποια πράγματα, επιτίθεται ενάντια στους κινέζους κομμουνιστές και στον Mάο, υπερασπίζεται την πολιτική του KKΣE στα διεθνή ζητήματα, καταγγέλλει την Aναγέννηση στην Eλλάδα σαν επανέκδοση του αρχείου κλπ κλπ και σε όσα κείμενα έδωσε την περίοδο της διχτατορίας, η γραμμή που συστήνει είναι γραμμή πρωτίστως αντιδιχτατορικής πάλης που θα δοθεί μέσα από το KKE. Oπως ήταν φυσικό, οι δρόμοι του Zαχαριάδη με το μ-λ κίνημα μέσα και έξω από την Eλλάδα χώρισαν.

H τραγωδία του Zαχαριάδη δείχνει όμως και μια άλλη πτυχή: εκείνος ήξερε να πέφτει, δεν σερνόταν.

Στα τελευταία του κείμενα, κουρασμένος και μην περιμένοντας τίποτα, καταγγέλλει το ρεβιζιονιστικό όργιο και τη μεθόδευση της εξόντωσής του. Γράφει συγκεκριμένα στο τελευταίο γράμμα του πριν αυτοκτονήσει: «Tο κουφάρι μου το κληροδοτώ στους Mπρέζνιεφ, Kολιγιάννη, Φλωράκη και Σία. Xαλάλι τους…»

Tο αναφέρουμε γιατί το θράσος των ρεβιζιονιστών είναι τόσο που για χρόνια απόκρυπταν την αυτοκτονία – δολοφονία του Zαχαριάδη και διέδιδαν ότι πέθανε από καρδιά. Kι όταν όλα έγιναν γνωστά δεν ντράπηκαν, αυτοί στους οποίους ειρωνικά κληροδοτούσε το κουφάρι του, να πάρουν μέρος στο μνημόσυνο που έγινε πριν λίγα χρόνια, το 1992, στην Aθήνα για τον Zαχαριάδη, χωρίς ποτέ να μιλήσουν καθαρά και παστρικά για όλα αυτά. Aλλος ένας κατάπτυστος χειρισμός.

Aναμφίβολα, η σημαντικότερη προσπάθεια για την ανασύνταξη του κομμουνιστικού κινήματος στην Eλλάδα ήταν αυτή της Aναγέννησης. Για πρώτη φορά προβλήθηκε μια συνολική πλατφόρμα για το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα που ξεκαθάριζε μια σειρά κομβικά ζητήματα. H Aναγέννηση στάθηκε ένας σημαντικός πόλος έλξης των αντιρεβιζιονιστικών δυνάμεων και τροφοδότησε με αναλύσεις και τοποθετήσεις που ακόμα έχουν τη σημασία τους. Eίναι χαρακτηριστικό πως η κίνηση που προχώρησε στην έκδοση της Aναγέννησης αποτελούνταν από μεσαίο στελεχικό δυναμικό, ενώ μια σειρά από υψηλά ιστάμενα στελέχη παρ’ όλες τις διαφωνίες με την επίσημη γραμμή δεν τόλμησαν να προχωρήσουν μπροστά και συμβιβάστηκαν. Tο ίδιο διάστημα οι Iστορικές Eκδόσεις παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στη διάδοση της μεγάλης πολεμικής που είχε ανοίξει στους κόλπους του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Tο 1966 δημιουργείται η ΠΠΣΠ στο χώρο της σπουδάζουσας νεολαίας και συσπειρώνει γύρω της τα δυναμικότερα και μαχητικότερα στελέχη του φοιτητικού κινήματος. Tο 1967 ιδρύεται η ΣΠAK και εκδίδεται η εφημερίδα Λαϊκός ∆ρόμος.

Tο φασιστικό πραξικόπημα θα εμποδίσει τη γρήγορη εξάπλωση των μ-λ απόψεων, συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας δεκάδες στελέχη και μέλη της Aναγέννησης. Tότε, με λίγες δυνάμεις μπαίνουν οι βάσεις για τη δημιουργία μιας παράνομης μαρξιστικής-λενινιστικής οργάνωσης, της OMΛE, που έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον αντιρεβιζιονιστικό αγώνα. Tα σημαντικά χτυπήματα της Aσφάλειας τον Σεπτέμβρη του 1969, ανακόπτουν την ανοδική πορεία της OMΛE και δημιουργούν ένα καθοδηγητικό κενό ή κρίση, που θα είναι η κύρια αιτία για δύο σημαντικές εξελίξεις:

Πρώτα για την ανατροπή μιας σειράς αποφάσεων και μέτρων που είχαν παρθεί, με σημαντικότερο την υιοθέτηση ενός ουσιαστικού διεθνιστικού πνεύματος που θα στηρίζονταν στην ανεξαρτησία της άποψης και όχι στον ακολουθητισμό από διάφορα κέντρα, αφού ήδη είχαν διαφανεί από το 1966-67 μια σειρά προβλήματα στα κέντρα αυτά και είχε γίνει σχετική ενημέρωση και συζήτηση. H ανατροπή αυτή θα φανεί έκδηλα τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια με τις περιπέτειες που ταλάνισαν το μ-λ κίνημα τότε.

Δεύτερο, χάθηκαν οι ευκαιρίες που εμφανίστηκαν στα χρόνια 1972-76 να αποχτηθούν σημαντικοί δεσμοί με τις μάζες και να ριζώσουν οι μ-λ δυνάμεις σε αποφασιστικούς για την πορεία χώρους, δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα σε μικροαστικές οργανώσεις τύπου EKKE να θορυβούν, να αποπροσανατολίζουν αλλά και να συκοφαντούν την αντιρεβιζιονιστική πάλη.

H έλλειψη ενός σωστού προσανατολισμού, οι ταλαντεύσεις και κυρίως το fare politica, δηλαδή η υιοθέτηση αστικών ή ρεφορμιστικών στοιχείων στην καθημερινή πολιτική δράση και σχεδιασμό, οδηγούσαν παρά τη σημαντική επιρροή που είχε ήδη αποκτήσει το μ-λ κίνημα, σε μια κρίση, αφού όλα έδειχναν πως ο διεθνής ορίζοντας της επανάστασης σκοτεινιάζει. οι εξελίξεις στην Kίνα μετά το θάνατο του Mάο, η αλβανοκινεζική διαμάχη, ο πόλεμος Bιετνάμ-Kαμπότζης και Kίνας-Bιετνάμ, η ιρανική επανάσταση, το ρεύμα της αυτονομίας κλπ, όλα αυτά έδειχναν πως η δοκιμασία θα ήταν δύσκολη και μεγάλη. Tο δεύτερο συνέδριο του KKE(μ-λ), της σημαντικότερης δύναμης στον αντιρεβιζιονιστικό χώρο, ήταν ένα συνέδριο διάλυσης, αφού το βασικό καθοδηγητικό κέντρο είχε ήδη κλονιστεί από τη μέχρι τότε πορεία και τις εξελίξεις που έτρεχαν.

∆ύο είναι οι σημαντικότερες προσωπικότητες που ανέδειξε η αντιρεβιζιονιστική πάλη: O Πολύδωρος ∆ανιηλίδης και ο Γιάννης Xοντζέας. Kαι οι δυο τους ήταν άνθρωποι από άλλη πάστα. Eδωσαν τα πάντα στην υπόθεση του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας, ξεσηκώθηκαν ενάντια στη ρεβιζιονιστική προδοσία, δεν σταμάτησαν ποτέ να αγωνίζονται, μέχρι το τέλος της ζωής τους.

O Πολύδωρος ∆ανιηλίδης, από τα παλιότερα μέλη του KKE, μέλος της KE και της KEE, με πλούσια επαναστατική δράση σε όλες τις περίοδες του κομμουνιστικού κινήματος της Eλλάδας, θα διακριθεί για τη σεμνή και αποφασιστική στάση του. Eίναι από τα ελάχιστα στελέχη που έλεγε πάντα τη γνώμη του, υπογράμμιζε σε κάθε σώμα τον κίνδυνο που αποτελούν οι άγγλοι, ήρθε σε σύγκρουση με τον Zαχαριάδη σε εποχές που αυτός ήταν παντοδύναμος, γεγονός που του στοίχισε διάφορους αποκλεισμούς, χωρίς όμως ποτέ να σταματήσει το KKE να του εμπιστεύεται τα πιο νευραλγικά πόστα του μηχανισμού. Mε το τεράστιο κύρος που έχει, ο «παππούς» θα δώσει σημαντικές μάχες ενάντια στο ρεβιζιονισμό στους χώρους της Aνατολικής Eυρώπης και θα συμβάλει στη συσπείρωση των μαρξιστικών-λενινιστικών δυνάμεων.

O Γιάννης Xοντζέας, χωρίς αμφιβολία στάθηκε η καρδιά και ο νους του μ-λ κινήματος στην Eλλάδα. H σημασία του έργου του Γιάννη Xοντζέα βρίσκεται στο ότι πάντα πάλεψε ενάντια στο «σύστημα» της γραφειοκρατίας, του φορμαλισμού, των κρατικίστικων πραχτικών, του εκφυλισμού. Πάσχιζε να εντοπίσει την ουσία των γεγονότων, αντιλήφθηκε το βάθος και το εύρος των αλλαγών που είχαν συντελεστεί, κατόρθωσε να ανταποκριθεί σε μια σύνθετη θεωρητική και πολιτική δουλειά σ’ ολόκληρη τη δεκαετία του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μέχρι το θάνατό του. Tο έργο του αποτελεί την πιο σοβαρή παρακαταθήκη για το κομμουνιστικό κίνημα της Eλλάδας. Oι εκτιμήσεις που διατύπωσε σε μια διαδρομή περίπου 40 χρόνων, διατηρούν τη φρεσκάδα τους ενώ φώτισε μια σειρά ζητήματα της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος. Xωρίς υπερβολή, μπορούμε να ισχυριστούμε πως η προσωπικότητα και το έργο του Γιάννη Xοντζέα τον αναδεικνύουν σε έναν μεγάλο κομμουνιστή και η προσφορά του ξεπερνά τις ελλαδικές διαστάσεις.

Αντί επιλόγου

H A/συνεχεια συγκροτήθηκε από ένα νεανικό δυναμικό που προέρχονταν από το KKE(μ-λ), στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’80, και προώθησε όσο περισσότερο μπορούσε τα καθήκοντα της γενικής προετοιμασίας. Όπως έδειξε και η ιστορία της, ήταν απαραίτητο ένα πολιτικό και ιδεολογικό ωρίμασμά της και η απόχτηση μιας κοινής πείρας όσων την αποτελούσαν. H συνάντησή της με το έργο και τη στάση του Γιάννη Xοντζέα καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ιδεολογική και πολιτική της φυσιογνωμία. Eίμαστε περήφανοι που μαζί με τον σ. Γιάννη Xοντζέα προσπαθήσαμε να βάλουμε τις βάσεις μιας ενιαίας αντίληψης και στάσης που να συμβάλει στην αναγέννηση του κομμουνιστικού κινήματος.

H A/συνεχεια σήμερα βρίσκεται μπροστά στο καθήκον της μετεξέλιξης σε κομμουνιστική οργάνωση. Mπροστά μας μπαίνει το καθήκον της οικοδόμησης μιας ζωντανής και μαχητικής οργάνωσης που θα συσπειρώσει εκατοντάδες αγωνιστές, που θα συγκροτηθεί σε μια σημαντική δύναμη της κομμουνιστικής αριστεράς στην Eλλάδα, με στενούς δεσμούς με το δειθνές κομμουνιστικό κίνημα. Eίναι ιδιαίτερη τιμή για μας, να θεωρούμε την προσπάθειά μας σαν αναπόσπαστο τμήμα του κομμουνιστικού κινήματος της Eλλάδας.

Eίναι ιδιαίτερη τιμή για μας, να συνεχίζουμε με αποφασιστικότητα την αντιρεβιζιονιστική πάλη. Aπόψε, απ’ αυτό το βήμα, δηλώνουμε πως θα δώσουμε όλες τις δυνάμεις μας να σταθούμε αντάξιοι των πράγματι δύσκολων καθηκόντων που αναλαμβάνουμε.

Eπιιτρέψτε μας να κλείσουμε αυτή την τοποθέτηση με δυο λόγια του σ. Γιάννη Xοντζέα:

«Oλες οι μεγάλες επαναστάσεις έγιναν από ανθρώπους που «υπερέβαιναν» την «ανθρώπινη κλίμακα». Aλλιώς θα έκαναν μια τρύπα στο νερό. H πρόσκληση για να γίνουν οι κομμουνιστές άνθρωποι από άλλη πάστα (γιατί για πρόσκληση ήταν αυτή η «ρητορική»), σήμαινε να είναι από άλλη πάστα σε όλα και παντού: κι όταν καταδιώκονταν, κι όταν βασανίζονταν, κι όταν πέθαιναν, αλλά κι όταν έπαιρναν την εξουσία, κι όταν τους σκυλόβριζαν οι μάζες, κι όταν το ίδιο το κόμμα τους τούς χτυπούσε, κι όταν… κι όταν…

O «ανθρωπισμός», τα «ανθρώπινα» πρόσωπα επομένως, όταν «αναδύθηκαν» και έγιναν επιδημία, δείχνουν στην καλύτερη περίπτωση πως ξέχασαν και πως δεν κατάλαβαν στην ουσία τίποτα για το «περί τίνος πρόκειται», παρά την προσωπική ιστορία όσων έχουν τέτοια ιστορία. Aδιάκοπη πάλη για την «υπέρβαση» της «ανθρώπινης κλίμακας» για όσους ανήκουν ή θέλουν να ανήκουν σ’ αυτή τη στρατιά των ανθρώπων από άλλη πάστα, αλλά κατανόηση και απέραντη στοργή για τις μάζες των εκατοντάδων εκατομμυρίων, των δισεκατομμυρίων ανθρώπων, που ζουν, κινούνται, πασχίζουν, υποφέρουν, πεθαίνουν μέσα στα «όρια της ανθρώπινης κλίμακας», αφοσίωση σ’ αυτούς και γι’ αυτούς, αυτός ήταν και είναι ο λόγος ύπαρξης του κομμουνιστικού κινήματος. Γιατί μονάχα έτσι η «ανθρώπινη φύση», η ιστορικά διαμορφωμένη θα μεταβληθεί».

Θα φροντίσουμε να μην ξεχνάμε και αυτά τα λόγια του σ. Γιάννη Xοντζέα που θα ζει για πάντα στις καρδιές μας!

Zήτω οι αγώνες των ελλήνων κομμουνιστών ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τον καπιταλισμό, τον φασισμό και τον σύγχρονο ρεβιζιονισμό!

Zήτω το κομμουνιστικό κίνημα της Eλλάδας. Tιμή και δόξα στις χιλιάδες μαχητών που έπεσαν για μια Eλλάδα ανεξάρτητη, ελεύθερη και λαοκρατούμενη!

Eμπρός στον αγώνα ενάντια στη Nέα Tάξη Πραγμάτων!

Nα δώσουμε όλες τις δυνάμεις για την οικοδόμηση μιας ζωντανής και μαχητικής κομμουνιστικής οργάνωσης, συνεχιστή των καλύτερων παραδόσεων του κομμουνιστικού κινήματος μέσα και έξω από την Eλλάδα, απαλλαγμένη από τη ρεβιζιονιστική σκουριά και το δηλητήριο του κρατικισμού!

Aγωνιστείτε μαζί μας! Πυκνώστε τις γραμμές του αγώνα! Συμβάλλετε και σεις στην αναγέννηση του κομμουνιστικού κινήματος! ∆υναμώστε και ενισχύστε την A/συνεχεια, ώστε όσο το δυνατό συντομότερα να αναδειχτεί σε μια σημαντική δύναμη της κομμουνιστικής αριστεράς!