Άρθρα

Κοινωνία ψυχικά ασθενών ή ασθενής κοινωνία;

Πολλά ακούγονται τα τελευταία χρόνια για την «επιδημία των ψυχικών διαταραχών». Όντως, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολόγισε το 2019 ότι 980 εκατομμύρια άνθρωποι διαγιγνώσκονται με κάποια ψυχική ασθένεια σε όλον τον κόσμο, αυξημένο κατά 25% σε σχέση με το 2000 και 37% σε σχέση με το 1990.  Από αυτόν τον πληθυσμό, το 31% αφορά αγχώδεις διαταραχές και το 28% καταθλιπτικές διαταραχές. Αντίστοιχη εικόνα, δείχνουν και οι έρευνες για τα DALYs ψυχικών διαταραχών (Disability-Adjusted Life Years: το βάρος της νόσου με βάση τα χρόνια που χάνονται λόγω θανάτου ή αναπηρίας).  Τα ποσοστά μάλιστα είναι πιο μεγάλα στις ανεπτυγμένες χώρες (15% στην Αμερική, 14% στην Ευρώπη) παρά στις χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος (10% Αφρική, 13% ΝΑ Ασία). Μεγάλες διαχρονικές έρευνες δείχνουν ότι τα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι χειρότερα στις χώρες στις οποίες υπάρχει μεγάλη κοινωνικοοικονομική ανισότητα. Όσο πιο μεγάλη η ψαλίδα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς , τόσο χειρότερη είναι η υγεία γενικά, και η ψυχική υγεία ειδικότερα.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν αυτά τα ποσοστά εξηγούνται λόγω μεγαλύτερης πρόσβασης και μικρότερου στιγματισμού στο να επισκεφτεί κανείς μία ψυχιατρική υπηρεσία ή αν έχουμε μπροστά μας μια πραγματική επιδημία.

Παραδοσιακά η ψυχική διαταραχή ορίζονταν με βάση την απόκλιση. Ο ασθενής ήταν αυτός ο οποίος αποκλίνει από τη νόρμα, την κοινωνικά αναμενόμενη συμπεριφορά. Όταν όμως 6 στους 10 ανθρώπους βιώνουν έντονα και χρόνια συναισθήματα άγχους, θλίψης και κοινωνικής απόσυρσης μπορούμε να μιλήσουμε για απόκλιση ή μήπως για κανονικοποίηση της ψυχικής οδύνης;

Πώς ερμηνεύονται αυτά τα ποσοστά;

Διαφορετικές προσεγγίσεις τείνουν να δίνουν διαφορετικές ερμηνείες. Για παράδειγμα, το βιολογικό μοντέλο επενδύει στις έρευνες σχετικά με την νευροψυχολογική απεικόνιση του εγκεφάλου για να εξηγήσει τις ψυχικές νόσους. Θα ήταν ωστόσο αφελές να μιλήσουμε για μια τυχαία επιδημία διατάραξης των επιπέδων των νευροδιαβιβαστών ή βλαβών σε εγκεφαλικές λειτουργίες σε τόσους πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα. Οι έρευνες που βασίζονται στο ψυχοκοινωνικό μοντέλο φαίνεται να δίνουν άλλες απαντήσεις, εντοπίζοντας τα αίτια στον τρόπο με τον οποίο ζει ο σύγχρονος άνθρωπος στη σύγχρονη κοινωνία.

Καταρχάς ας λάβουμε υπόψη πώς μοιάζει η σύγχρονη κοινωνία με την υλική επισφάλεια, τους χαμηλούς μισθούς, τη συνεχή πίεση που ασκείται για παραγωγικότητα των εργαζομένων. Ζούμε συσσωρευμένοι σε μεγαλουπόλεις με χαμηλή ποιότητα ζωής, με ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, με ελάχιστη κοινωνική συναναστροφή ή επαφή με την τέχνη και τη φύση. Με τεράστια καθυστέρηση της ενηλικίωσης μέσα από την οικονομική εξάρτηση από τις πατρικές οικογένειες και ένα συνεχή βομβαρδισμό από σοκαριστικές ειδήσεις και γεγονότα. Την ίδια στιγμή, οι συνθήκες αυτές αναπαράγουν ιδεολογικά τον άκρατο ατομικισμό σε επίπεδο αγριανθρωπισμού, την απώλεια της εμπιστοσύνης στις ανθρώπινες σχέσεις και την οικονομική εκμετάλλευση τους για ίδιον όφελος, ενώ η «επιτυχία» ή «αποτυχία» στην κοινωνική ιεραρχία, όπως ορίζεται με αστικούς όρους, εξαρτάται από την ατομική ευθύνη του καθένα μας. Οι τραυματικές εμπειρίες είναι τόσο κοινότυπες που μετατρέπονται σε φυσιολογικές: «ε και ποιος δεν έχει φάει λίγο ξύλο; Ποιον δεν τον τραμπουκίζουν στη δουλειά; Όλοι τα ίδια τραβάμε, τι πάθαμε;»

Έτσι καταλήγουμε οι περισσότεροι από μας να ζούμε με ένα χρόνιο άγχος. Το άγχος, όπως και όλα μας τα συναισθήματα, έχει μια εξελικτικά προσαρμοστική λειτουργία. Συγκεκριμένα, το άγχος είναι εκείνο το οποίο μας θέτει σε λειτουργία προετοιμασίας μπροστά σε έναν ενδεχόμενο κίνδυνο. Κάλλιστα μπορούμε να πούμε ότι το χρόνιο άγχος δείχνει πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο που ζούμε: ως ένα συνεχή ενδεχόμενο κίνδυνο. Το βάρος που προκαλεί το άγχος προδίδει την απώλεια ελέγχου που βιώνουμε στο να χειριστούμε τους ‘κινδύνους’. Από τα πιο μικρά ως τα πιο μεγάλα, τις αποφάσεις της ζωής μας δεν τις παίρνουμε εμείς, είτε αφορά το πού θα ζούμε και θα δουλεύουμε, είτε τις συμμαχίες και τους πολέμους των ιμπεριαλιστικών μεγάλων δυνάμεων. Τουλάχιστον αν είσαι φτωχός.

Η νέα μάστιγα, τα «ψυχοφάρμακα».

Σαφώς, η ψυχική νόσος δεν είναι ένα πρόβλημα αποκλειστικά των φτωχών, αλλά τόσο η εμφάνισή της όσο και  η αντιμετώπισή της έχει ταξικά κριτήρια. Εξ’ ου και η τεράστια κατανάλωση των ψυχοφαρμάκων ως «εύκολη και άμεση λύση» στον ψυχικό πόνο.

Η συνταγογράφηση ψυχοφαρμάκων έχει γνωρίσει τεράστια αύξηση τις τελευταίες δεκαετίες, φαινόμενο που αφορά κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, το δυτικό κόσμο. Γενικά, η ζήτηση και η χρήση ψυχοφαρμάκων γνώρισε αυξήθηκε δραματικά από το 2008 και μετά, φαινόμενο το οποίο αφορά και τη χώρα μας. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες με τη μεγαλύτερη καθορισμένη ημερήσια δόση ψυχοτροπικών φαρμάκων στον κόσμο, ανάμεσα σε ΗΠΑ, Αυστραλία, Ην. Βασίλειο και ευρωπαϊκές χώρες που χτυπήθηκαν από την κρίση όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Η χρήση ψυχοφαρμάκων διπλασιάστηκε την περίοδο 2015-2021, ενώ συγκεκριμένα για τα αντικαταθλιπτικά πενταπλασιάστηκε. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η χρήση γιγαντώθηκε ακόμη περισσότερο μέσα στην περίοδο του κόβιντ (2020-2022). Η τάση είναι τόσο ισχυρή όπου στην επόμενη δεκαετία υπολογίζεται ότι η παγκόσμια αγορά ψυχοφαρμάκων θα γνωρίσει ανάπτυξη 6 έως 7 % CARG (σύνθετος ρυθμός ετήσιας ανάπτυξης). Η απελευθέρωση της διαφήμισης στο ευρύ κοινό έπαιξε επίσης το ρόλο του στην αυξημένη κατανάλωση από το γενικό πληθυσμό.

Αυτό το ζήτημα αξίζει να μας απασχολήσει αφενός ως ένας δείκτης για το πόσο διαδεδομένο είναι το φαινόμενο της ψυχικής πίεσης για τις κοινωνίες μας, και αφετέρου να προβληματιστούμε για το ποια είναι η κυρίαρχη απάντηση από το σύστημα: δε θα αλλάξει το σύστημα, εσύ να αλλάξεις!

Το κυρίαρχο αφήγημα πηγαίνει πάνω-κάτω ως εξής: ο καπιταλισμός λειτουργεί, οι ικανοί καταφέρνουν να πετύχουν και να γίνουν πλούσιοι και να περνάνε καλά. Εσύ δεν περνάς καλά, γιατί φταις εσύ. Δεν βλέπεις αυτήν την ‘υπέροχη’ πραγματικότητα, γιατί κάτι συμβαίνει στο κεφάλι σου, είσαι διαταραγμένος, οπότε πάρε αυτό το μαγικό χαπάκι, να ισορροπήσεις τη χημεία του εγκεφάλου σου. Σταμάτα να γκρινιάζεις, γίνε λειτουργικός, συνέχισε να παράγεις!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της παραπάνω λογικής, είναι ότι στην πρόσφατη ανανέωση του συστήματος ταξινόμησης ψυχικών διαταραχών DSM συμπεριλήφθηκε η διαταραχή παρατεταμένου πένθους. Δε χρειάζεται να αναρωτηθούμε και πολύ για να συσχετίσουμε το πώς μετά από 3 χρόνια όπου όλος ο πλανήτης θρήνησε εκατομμύρια θύματα, δημιουργήθηκε μια διαταραχή για το πένθος. Έπαψε το πένθος να είναι μια φυσιολογική εμπειρία στην απώλεια; Σίγουρα όχι. Είναι παράλογο άνθρωποι που έχασαν έναν ή και περισσότερους δικούς τους ανθρώπους, κοινότητες που αποδεκατίστηκαν, να χρειάζονται περισσότερο χρόνο να επανέλθουν από το πένθος. Επίσης όχι. Αλλά, από τη στιγμή που υπάρχει φάρμακο που μπορεί να σε μουδιάσει από το πένθος και να σε κάνει να επιστρέψεις παραγωγικός στη δουλειά σου, υπάρχει και η διαταραχή. Η μαζική απόσυρση από τη δουλειά δεν είναι επιλογή για το σύστημα.

Αυτό είναι πρόβλημα. Και μάλιστα ένα πρόβλημα που δημιουργεί νέα προβλήματα. Από τη μια είναι σοβαρά δυσλειτουργικό το να θεωρούμε τα υπαρξιακά ερωτήματα ως φρένο στην παραγωγικότητα και άρα να τα ονομάζουμε ψυχοπαθολογία και να προσπαθούμε να τα «διορθώσουμε». Από την άλλη, η χρήση ουσιών για διαφυγή από την πραγματικότητα έχει συνδεθεί με σοβαρά προβλήματα εξάρτησης. Οι πιο «κομφορμιστές» θα εθιστούν σε συνταγογραφούμενα ψυχοτρόπα, οι πιο «περιθωριοποιημένοι» θα εθιστούν στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά του δρόμου. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο, αλλά αποδεδειγμένο ιστορικά, ότι παρά την ιστορία χιλιετιών συνύπαρξης ανθρώπων και ψυχοτροπικών ουσιών, το πρόβλημα της εξάρτησης από αυτά ακολουθεί την πορεία ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου ζωής. Ακόμα και για τα νόμιμα, οι έρευνες δείχνουν πως τα αντικαταθλιπτικά δημιουργούν σοβαρό σωματικό και ψυχολογικό εθισμό.

Για να ξεκαθαρίσουμε, το επιχείρημα εδώ δεν είναι ότι τα φάρμακα είναι ο εχθρός. Θα ήταν αφελές να πούμε ότι η ανάπτυξη των ψυχοφαρμάκων ήταν μια βλαβερή ανακάλυψη. Ξεκάθαρα, όταν εμφανίστηκαν οι βενζοδιαζεπίνες αντικαταστώντας τα πολύ βαριά βαρβιτουρικά, αποτελούσαν επανάσταση. Δεν μπορούμε όμως να εθελοτυφλούμε στο ότι εφόσον οι αιτίες του ψυχικού πόνου παραμένουν, οι βενζοδιαζεπίνες, τα αντικαταθλιπτικά ή όποιο άλλο φάρμακο αποτελούν πραγματική λύση.

Η αντιμετώπιση του φαρμάκου ως πανάκεια, και όχι ως ένα εργαλείο προσωρινής ανακούφισης και υποστήριξης, φαίνεται από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των γιατρών γνωρίζουν τα πρωτόκολλα συνταγογράφησης αυτών των φαρμάκων, αλλά όχι της από-συνταγογράφησης. Το Ashton manual, οδηγός για τη σταδιακή και ασφαλή μείωση των ψυχοφαρμάκων είναι σχεδόν άγνωστο. Σε αυτό το σημείο χωράει και η κριτική στο πως η (ψυχ)ιατρική εκπαίδευση βασισμένη σχεδόν αποκλειστικά στο βιολογικό μοντέλο, αγνοεί τις ψυχοκοινωνικές πλευρές της ψυχικής ασθένειας, και υποβαθμίζει τις φωνές και τους προβληματισμούς των ασθενών που μιλάνε για τις παρενέργειες των φαρμάκων. Όταν τα συστήματα υγείας μετατρέπονται σε γραφεία συνταγογράφησης, αντί  να ασκείται η ιατρική, καταλήγουν εκατοντάδες χιλιάδες ασθενείς λαμβάνουν αγωγή σε υπερβολική ποσότητα και για υπερβολική διάρκεια.

Ένας άλλος παράγοντας είναι η σύγκριση μεταξύ φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπείας και γιατί προτιμάται περισσότερο το πρώτο έναντι του δεύτερου. Οι λόγοι είναι πολλοί και σύνθετοι, και μπορεί να εξαρτώνται από τις ειδικές συνθήκες κάθε χώρας, το σύστημα υγείας, την πρόσβαση των ασθενών, αλλά εδώ θέλω να υπογραμμίσω τους εξής δύο: α) το χάπι είναι πιο φθηνό και πιο γρήγορο από την ψυχοθεραπεία, στο να επαναφέρει τη «λειτουργικότητα» και β) οι στόχοι της ψυχοθεραπείας μπορεί να είναι ασύμφοροι για το σύστημα. Στο απαιτητικό νεοφιλελεύθερο life style δε συμφέρει μια κοινωνία με ανθρώπους που επικοινωνούν ορθά, σέβονται ο ένας τον άλλο, αναζητούν ισορροπίες, βάζουν όρια και χτίζουν ουσιώδεις σχέσεις. Έτσι, το «μαγικό χάπι» είναι η απάντηση που δίνει το σύστημα ώστε να είμαστε παραγωγικοί και να συντηρούμε τη διατήρησή του ακόμα κι αν ο κόσμος γύρω καίγεται.

Ωστόσο, παρά τη ζοφερή εικόνα που περιγράψαμε, φαίνεται πώς κάτι αρχίζει να αλλάζει. Οι γενιές που βίωσαν την παρατεταμένη τριπλή κρίση της τελευταίας 15ετίας αρχίζουν να δείχνουν μια ανάγκη να προστατέψουν την ψυχική τους υγεία. Το φαινόμενο της «μεγάλης παραίτησης» μετά την πανδημία είναι σημάδι ότι δε θέλουμε να ζούμε και να δουλεύουμε με τους όρους που έχουμε συνηθίσει. Η προθυμία να μιλήσουμε ανοικτά για ζητήματα ψυχικής υγείας δείχνουν τη σταδιακή αποστιγματοποίηση, γιατί δεν μπορεί να είναι στίγμα το κοινό βίωμα. Βέβαια, σε ένα σύστημα που αρνείται να αλλάξει, η απουσία εναλλακτικού δρόμου δυσχεραίνει το να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στο πόσο καλά μπορούμε να ζήσουμε, μακριά από τον παρατεταμένο ψυχικό πόνο. Για αυτό, το να παλεύουμε για ένα άλλο κόσμο είναι το παντοτινά επίκαιρο σύνθημα.

 

Επιτέλους, ένας πιο ανθρώπινος κόσμος για τους εργοδότες

Στην ταινία Up in the air του 2009 ο Τζωρτζ Κλούνει υποδύεται έναν επαγγελματία “downsizer”, δηλαδή ένα καλοπληρωμένο στέλεχος που προσλαμβάνεται από διοικήσεις επιχειρήσεων για να απολύει εργαζόμενους. Ταξιδεύει από πόλη σε πόλη αναλαμβάνοντας το συναισθηματικά δυσάρεστο έργο να ανακοινώνει ο ίδιος τις περικοπές προσωπικού. Με τον τρόπο αυτό τα στελέχη της εταιρείας απαλλάσσονται από το καθήκον να απολύουν τους δικούς τους υφισταμένους. Ένας διευθυντής δεν πρέπει να στρεσάρεται προσπαθώντας να εξηγήσει στους εργαζόμενους τον λόγο για τον οποίο οι επιλογές του οδήγησαν την εταιρεία σε μείωση προσωπικού.

Από τότε, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, και ο καπιταλισμός έγινε ακόμα πιο ανθρώπινος και φιλικός για τα διευθυντικά στελέχη. Δεν μπαίνουν καν στον κόπο και στα έξοδα να προσλαμβάνουν επαγγελματία που απολύει. Μπορούν να το κάνουν και με ένα απρόσωπο μαζικό mail. 

Αυτό φυσικά δεν παύει να είναι στρεσογόνο για τους μάνατζερ που αναγκάζονται να υπογράφουν το mass mail των απολύσεων. 

Για παράδειγμα την προηγούμενη εβδομάδα, η Jennifer Tejada, CEO της PagerDuty, εταιρεία που παρέχει διαδικτυακές υπηρεσίες, έστειλε ένα μακροσκελές email 1.669 λέξεων στους υπαλλήλους της ανακοινώνοντας περικοπές του 7% του προσωπικού της. 

Η Jennifer Tejada με ετήσιο μισθό 13,2 εκατομμύρια δολάρια, έκλεισε την επιστολή της με ένα απόσπασμα από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, και πιο συγκεκριμένα ότι “υπέρτατο κριτήριο για έναν ηγέτη δεν είναι τι κάνει σε εποχές άνεσης και ασφάλειας, αλλά τι κάνει σε εποχές δύσκολες και απαιτητικές”.

Μπορεί η Jennifer να αποδοκιμάστηκε στα social media για την ψυχρή και δίχως συναισθήματα επιστολή της αλλά έκανε σαφές ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επικεφαλής των εταιρειών είναι τουλάχιστον ανάλογες με αυτές που αντιμετώπιζαν οι ηγέτες του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στις δεκαετίες του 50 και του 60. 

Παρόλα αυτά, μια σειρά εταιρειών – κολοσσοί προχώρησαν σε απολύσεις δια του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Πρωτοστάτησε ο Elon Mask ο οποίος με το που αγόρασε το Twitter απέλυσε με ένα κοφτό mail τους μισούς εργαζόμενους. Εργαζόμενοι που τυχόν αμφισβήτησαν τις αποφάσεις του, απολύονταν με ένα tweet. Όταν επιπλέον 1200 εργαζόμενοι παραιτήθηκαν οικειοθελώς, αναγκάστηκε να στείλει άλλο mail που ζητούσε από όποιον ξέρει να γράφει software να επιστρέψει, όμως το βασικό ήταν ότι ο δρόμος άνοιξε. 

Στις 4 Ιανουαρίου η Amazon ανακοίνωσε την απόλυση 18.000 εργαζομένων, στις 18 Ιανουαρίου η Microsoft ανακοίνωσε την απόλυση 10.000 εργαζομένων, στις 20 Ιανουαρίου η Google ανακοίνωσε την απόλυση 12.000 εργαζομένων.

Οι εργαζόμενοι απολύονται, απροειδοποίητα οι περισσότεροι, μέσω μαζικών mail που λαμβάνουν, και αφού έχουν ήδη αποκλειστεί από την πρόσβαση στις εταιρικές πλατφόρμες. Το μήνυμα της απόλυσής τους το λαμβάνουν μάλιστα στο προσωπικό τους mail καθώς ήδη έχουν αποκλειστεί από την πρόσβαση σε εταιρικούς πόρους. 

Παλιότερα οι απολύσεις γίνονταν σε προσωπικό επίπεδο και ορισμένες μάλιστα εταιρείες έδιναν και ένα περιθώριο κάποιων εβδομάδων ώστε ο εργαζόμενος να προετοιμαστεί ή να βρει μια άλλη θέση εργασίας. Ήταν υποτίθεται και μια απόπειρα να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στο τι ζητά μια εταιρεία από τους υπαλλήλους της και τι τους προσφέρει. Αφού τους ζητά σχεδόν τα πάντα, θα μπορούσε να τους προσφέρει μια ζεστή και παρηγορητική κουβέντα όταν τους απολύει.

Αυτές όμως οι ευαισθησίες φαίνεται να ανήκουν στο παρελθόν καθώς είναι μη αποδοτικές και κοστοβόρες. Οι μαζικές, δια των mail απολύσεις, πέραν του ότι εξοικονομούν χρόνο και χρήμα για τις εταιρείες συγκρινόμενες με τις προσωπικές συναντήσεις, δεν καταπονούν ψυχικά και τον διευθυντή: Δεν είναι πλέον αναγκασμένος να βλέπει έναν εργαζόμενο να καταρρέει μπροστά στο άγχος και την ανασφάλεια για το τι θα κάνει ο ίδιος και η οικογένειά του. Ούτε τον αναγκάζει να ταλαιπωρείται ψυχικά με το θέαμα ανθρώπων που καταστρέφονται από τις αποφάσεις του. 

Ο καπιταλισμός βρήκε έναν ακόμα τρόπο να γίνει πιο ανθρώπινος και πιο φιλικός στους εργοδότες. 

Ο κόσμος που θα είναι πιο ανθρώπινος και φιλικός στους εργαζόμενους, προς το παρόν αναζητείται. Για την ακρίβεια, η ανάμνησή του χάνεται στα βάθη του εικοστού αιώνα, ενώ κατασυκοφαντείται ως απάνθρωπος και ανελεύθερος από όσους υμνούν την ελευθερία του να απολύεις με ένα mail.

Τύφλα να έχει η Στάζι: Ο υπαρκτός σοσιαλισμός και ο υπαρκτός καπιταλισμός

Οι πρόσφατες αποκαλύψεις σχετικά με τις παρακολουθήσεις του περιβάλλοντος Μητσοτάκη σε εχθρούς, φίλους, δημοσιογράφους, πολιτικούς, επιχειρηματίες μετά των συζύγων τους, προκαλεί δικαίως οργή και αγανάκτηση σε σημαντικό μέρος του δημοκρατικού κόσμου. 

Μια μεγάλη μερίδα πολιτών όμως αντιμετωπίζει τις συγκεκριμένες αποκαλύψεις με το γνωστό “έλα τώρα που δεν ξέραμε ότι όλοι παρακολουθούν όλους;”. 

Περισσότερο από τις ίδιες τις αποκαλύψεις είναι αυτός ο εθισμός, η αποδοχή της εκτροπής και της βαρβαρότητας, η οποία σοκάρει. Είναι η “λαϊκή σοφία” και η διαδεδομένη γνώση ότι η αστική δημοκρατία και οι λεγόμενοι “θεσμοί” είναι σάπιοι μέχρι το μεδούλι και ότι οι λεγόμενες δημοκρατικές ευαισθησίες είναι εντελώς υποκριτικές.

Πριν 16 χρόνια έκανε θραύση η ταινία “Οι ζωές των άλλων”. Δικαίως, καθώς με έναν κινηματογραφικά ξεχωριστό τρόπο, περιγραφόταν ένα εκτεταμένο, σχεδόν εφιαλτικό σύστημα παρακολουθήσεων στην Ανατολική Γερμανία επί υπαρκτού σοσιαλισμού. Η Στάζι, παντοδύναμη, ανεξέλεγκτη, έστηνε μηχανισμούς παρακολούθησης αντιφρονούντων, υπόπτων, ακόμα και φίλα προσκείμενων στο καθεστώς Χόνεκερ. 

Το καθεστώς Μητσοτάκη όμως, τι διαφορετικό κάνει;

Έχει φτιάξει, όχι απλά ένα αντίστοιχο, αλλά ένα πολύ χειρότερο και εξίσου εκτεταμένο σύστημα παρακολουθήσεων, όπως αποκαλύπτεται μέσω του λογισμικού predator – και όχι μόνο που κάνει τον υπαρκτό καπιταλισμό της Ελλάδας να μη διαφέρει από τον υπαρκτό σοσιαλισμό της Στάζι. 

15.000 περίπου είναι οι “νόμιμες” παρακολουθήσεις ετησίως. Φανταστείτε οι μη νόμιμες… Οι παρακολουθήσεις βεβαίως δεν αφορούν μόνο την -υπό στενό πρωθυπουργικό έλεγχο- ΕΥΠ. Ας θυμηθούμε τις σχετικές καταγγελίες ότι οι Αμερικανοί παρακολουθούν για παράδειγμα σχεδόν όλη την γερμανική κυβέρνηση, ή ότι -στην Ελλάδα- εκτεταμένες παρακολουθήσεις έκανε και η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. 

Το αποκορύφωμα είναι οι αποκαλύψεις του καθόλα συστημικού δημοσιογράφου Τάσου Τέλλογλου, ότι οι παρακολουθήσεις στη μνημονιακή Ελλάδα είναι πλέον εκτεταμένες, και στο κράτος, και στο παρακράτος, με τα κυκλώματα διεφθαρμένων αστυνομικών που έχουν αναλάβει την ηγεσία του εγκλήματος να παρακολουθούν τους ανταγωνιστές τους, εμπλέκοντας και την ΕΛΑΣ, και την ΕΥΠ και τη Δικαιοσύνη. 

Αυτό είναι κάτι, που το καθεστώς Μητσοτάκη αποδεικνύεται κατά πολύ ανώτερο του καθεστώτος της Στάζι στην Ανατολική Γερμανία. 

Δεν έχουμε απλά παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων, συμμάχων, υφισταμένων και φίλα προσκείμενων του πρωθυπουργού, αλλά παρακολουθήσεις ενός εσμού κρατικών και παρακρατικών παραγόντων. 

Το καθεστώς Μητσοτάκη μπορεί να παρακολουθούσε τον Ανδρουλάκη ή τον Σπίρτζη για πολιτικούς λόγους, αλλά επέτρεψε, αν δεν οργάνωσε, με τη χρήση των λογισμικών τύπου Predator και Pegasus, τις παρακολουθήσεις επιχειρηματιών και παραγόντων της δημόσιας ζωής. Οι παρακολουθήσεις είτε οργανώνονταν από το στενό κέντρο εξουσίας του Μαξίμου (Δημητριάδης), είτε από αυτονομημένα κρατικά κέντρα που ήθελαν να ελέγξουν παρακρατικά το οργανωμένο έγκλημα.

Μιλάμε για τη βρώμα και τη δυσωδία.

Η Στάζι μπροστά στον Μητσοτάκη ωχριά. 

Όχι γιατί παρακολουθούσε λιγότερους. 

Αλλά γιατί επί υπαρκτού σοσιαλισμού υπήρχε, έως ένα βαθμό, η σύγκρουση δύο μπλοκ, του δυτικού με το ανατολικό. Ο φόβος του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας  ήταν η κατασκοπεία, οι δολιοφθορές, τα σαμποτάζ, οι εκβιασμοί από την πλευρά της Δυτικής Γερμανίας και του ΝΑΤΟ, με στόχο την άνευ όρων και τυπική παραδοση του υπαρκτού σοσιαλισμού στον τότε καπιταλισμό. 

Όσο κι αν διαχωρίζεται κανείς από τον υπαρκτό σοσιαλισμό, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το διακύβευμα ήταν μεγάλο. Και αυτό φάνηκε και μετά την πτώση του Τείχους οπου το πλιάτσικο των ιδιωτικοποιήσεων που έγινε πάνω στις υποδομές της Ανατολικής Ευρώπης δεν είχε προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία. 

Το διακύβευμα για τις εκτεταμένες παρακολουθήσεις του Μητσοτάκη και της ελεγχόμενης από τον ίδιον ΕΥΠ ποιο είναι; 

Υποτίθεται ότι το 1989-1991 με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού μπήκε ταφόπλακα στο σοσιαλιστικό όραμα και αναγγέλθηκε το τέλος της ιστορίας. Ανακαλύφθηκε ότι ο καπιταλισμός είναι το καλύτερο δυνατό σύστημα. Μετά από αυτόν δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα άλλο. 

Γιατί; Όχι γιατί οι στόχοι του σοσιαλισμού θεωρήθηκαν ξεπερασμένοι, αλλά γιατί, όπως ισχυρίστηκαν οι νικητές, δεν υπάρχει καλύτερο οικονομικό σύστημα από την ελεύθερη αγορά, δεν υπάρχει καλύτερη δημοκρατία από την αστική φιλελεύθερη δημοκρατία. 

Σήμερα πολλές από τις τότε εμβληματικές εικόνες που τάχα αποδείκνυαν την χρεοκοπία του σοσιαλισμού, εμφανίζονται πολλαπλάσιες στον υπαρκτό καπιταλισμό. 

Οι παρακολουθήσεις είναι το ίδιο ή περισσότερο εκτεταμένες, τμήμα τους δε είναι και “ιδιωτικοποιημένο”, όχι προφανώς για κάποιο διακύβευμα σοβαρό ή για λόγους εθνικής ασφάλειας, αλλά για εκβιασμούς, πιέσεις, μεθοδεύσεις, συμμαχίες, καρέκλες, εξουσία. 

Το κατάπτυστο και καταγέλαστο “κουπόνι” με το οποίο οι πολίτες της ΕΣΣΔ έπαιρναν τρόφιμα ή αγαθά, πλέον είναι καθεστώς στην “προηγμένη”, “πολιτισμένη” Δύση, σαράντα χρόνια μετά. 

Η ενέργεια, τα τρόφιμα, οι διακοπές, εκχωρούνται πλέον με “κουπόνι”. Και σε αντίθεση επιπλέον με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, πολλά άλλα βασικά αγαθά, όπως η στέγη, η παιδεία, η υγεία, δεν είναι εξασφαλισμένα για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας.

Η ανισότητα και η συνύπαρξη της ακραίας φτώχειας από τη μια πλευρά και του ακραίου πλούτου από την άλλη, δεν υπήρξε επί Χόνεκερ, Τσαουσέσκου ή Μπρέζνιεφ, υπάρχει όμως επί Μητσοτάκη.

Ο Σόιμπλε απειλεί ότι θα παγώσουν οι Ευρωπαίοι, απειλή που δε θυμόμαστε να την είχε κάνει ποτέ κάποιος ηγέτης του υπαρκτού. 

Τα ΜΜΕ και η ενημέρωση είναι όσο ποτέ άλλοτε πλήρως ελεγχόμενα από την εξουσία. Γιατί η κρατική τηλεόραση ήταν κακή επί Χόνεκερ και Γιαρουζέλσκι αλλά η πλήρως και ασφυκτικά ελεγχόμενη ιδιωτική και κρατική τηλεόραση είναι καλή επί Μητσοτάκη;

Οι τελευταίες αποκαλύψεις γύρω από τις παρακολουθήσεις πιθανά να τροφοδοτήσουν πολιτικές εξελίξεις. Πιθανά και όχι. 

Υπάρχει όμως και κάτι που δε συζητιέται και πρέπει να συζητηθεί. Είναι όντως ο καπιταλισμός, η αστική δημοκρατία, η ελεύθερη αγορά, ο καλύτερος δυνατός κόσμος;

Η εκδίκηση της πρώτης ύλης

Επιστρέφουμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα βασικά. Στα στοιχειώδη της ανθρώπινης ύπαρξης. Πρέπει να αποκολλήσουμε τον Προμηθέα από τον Καύκασο, να τον απελευθερώσουμε απ’ το μαρτύριό του, να ξανακλέψει τη φωτιά από τους θεούς ή όποιους την έχουν απαλλοτριώσει και να την επιστρέψει στην ανθρωπότητα. Ξαναγινόμαστε πολιτισμός του άνθρακα και της καύσης. Λογικό από μιαν άποψη, η ζωή είναι προϊόν της χημείας του άνθρακα, της οργανικής που λέμε (εύκολη ήταν, εξ όσων θυμάμαι, πώς κατάφερα και έγραψα ένα ολοστρόγγυλο 5, χατιρικό κι αυτό, όπως μου εκμυστηρεύτηκε ο συμπαθέστατος καθηγητής, είναι απορίας άξιον). Ισως έχουν δίκιο αυτοί που συσχετίζουν την ετυμολογία των λέξεων «άνθρ-ωπος» και «άνθρ-αξ», με κοινό θέμα το «ανθρ-» εκ του «ανήρ»: άνθρωπος της μυκηναϊκής εποχής είναι ο σκουρόχρωμος, ο μελαψός σαν το κάρβουνο άνδρας. Ακούγεται υπερβολικό και too much ελληνοκεντρικό, αλλά του αξίζει μια διακριτική υποσημείωση στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου. Ιδιαίτερα τώρα, που παρά την πράσινη μετάλλαξή μας εξαρτιόμαστε μέχρι θανάτου από το κάρβουνο και από όλες τις εκδοχές άνθρακα, υδρογονάνθρακα, αλλά και υδατάνθρακα, για να μην ξεχνάμε πως ο έρωτας, ο πόλεμος, η πολιτική, η διπλωματία και πολλά άλλα πράγματα περνάνε απ’ το στομάχι.

Ο κόσμος σπαράσσεται για τον άνθρακα και τις άπειρες ενώσεις και μετασχηματισμούς του. Διψά για υδρογονάνθρακες κάθε εκδοχής, στερεάς, υγρής και αέριας. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός, ανεξάρτητα από την αυταρχική, ολιγαρχική ή φιλελεύθερη πολιτική ενδυμασία του, επιστρέφει στις ιδρυτικές αντιθέσεις του. Ξαναγίνεται «πολεμικός καπιταλισμός». Οχι μόνο με την έννοια του ανταγωνισμού των εξοπλισμών και των άμεσων ή έμμεσων στρατιωτικών συρράξεων, αλλά κυρίως από την άποψη ότι το παγκοσμιοποιημένο, αχαρτογράφητο και αγεωγράφητο κεφάλαιο ξαφνικά αποκτά ξανά «εθνικότητα», γεωγραφία και σύνορα που ταυτόχρονα ετοιμάζεται να τα σπάσει και να τα υπερβεί. Συντελείται μια αιματηρή, μοχθηρή επανεκκίνηση του ανταγωνισμού για τον έλεγχο των αγορών, αλλά κυρίως των πρώτων υλών. Ναι, των πρώτων υλών.

Κοίτα να δεις τι πάθαμε! Πάνω που είχαμε αρχίσει να συνηθίζουμε στην ιδέα ότι για να αυξάνεται η κερδοφορία των επιχειρήσεων δεν χρειάζεται να παράγουν απολύτως τίποτα, ότι για να αυξάνεται ο πλούτος ενός έθνους και η ευημερία μιας κοινωνίας δεν χρειάζεται να λερώνουν τα χέρια τους με βρομοδουλειές, αρκεί να έχουν τα ορυχεία τους στην Αφρική και τα εργοστάσιά τους στην Κίνα, έρχονται οι πρώτες ύλες και παίρνουν την εκδίκησή τους. Ο αποϋλοποιημένος καπιταλισμός και η υπεραξία χωρίς αξία δεν έχουν καμιά τύχη χωρίς κάρβουνο, αέριο, πετρέλαιο, νικέλιο, κοβάλτιο, σίδηρο, ξύλο, αλεύρι, καλαμπόκι, σόγια, λάδι, κρέας, λαχανικά. Οι πρώτες ύλες κυβερνάνε τον κόσμο, απλώς είχαν γίνει τόσο φθηνές, άφθονες και δεδομένες που το είχαμε ξεχάσει.

Δεν ξέρω αν θα χρειαστούν σταυροφορίες για να φέρουν πιπέρια και μπαχάρια από την Ανατολή, στάρια και έλαια από τον Βορρά, μεταλλεύματα από τον Νότο, ξυλεία από τη Δύση, δεν ξέρω αν θα στηθούν νέα σκλαβοπάζαρα για να εξασφαλίσουν την αδιάκοπη καλλιέργεια του μπαμπακιού και του καλαμποκιού, ή αν αρκούν τα τεράστια μεταναστευτικά ρεύματα από Νότο προς Βορρά και από Ανατολάς προς Δυσμάς για να εξασφαλίσουν επαρκές και πρόθυμο δυναμικό. Το σίγουρο είναι ότι ο πόλεμος για τον έλεγχο των πρώτων υλών είναι σε πλήρη εξέλιξη. Είτε με κανονική προσάρτηση εδαφών και ζώνες επιρροής, είτε με αγροϊμπεριαλισμό, είτε με προθεσμιακά συμβόλαια δέσμευσης του φυσικού πλούτου που κρύβεται στη γη ή κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας.

Να δεις που στο τέλος θα μας κάνουν να νοσταλγήσουμε τον τουρμποκαπιταλισμό της δεκαετίας του 2000, με το υπερτροφικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, που μας είχε πείσει ότι το χρήμα γεννάει χρήμα και η παραγωγική δραστηριότητα, η ρυπαρή βιομηχανία για παράδειγμα, είναι μια συμπληρωματική δραστηριότητα που δεν φέρνει πλούτο. Γι’ αυτό την εξορίσαμε στην περιφέρεια του πλανήτη. Ή την πολύ πιο πρόσφατη ρητορική ότι η ψηφιακή οικονομία και οι πολυεθνικές επικράτειες του διαδικτύου που αγνοούν σύνορα και φραγμούς του χωροχρόνου και αποδίδουν άφθονες υπεραξίες της πληροφορίας μάς αρκούν για να βουλιάξουμε στο χρήμα. Δυστυχώς γι’ αυτούς, ούτε ο Μπέζος ούτε ο Γκέιτς ούτε ο Μάσκ υπάρχουν χωρίς κάρβουνο.

Σκάστε και σκάβετε, τώρα.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Οταν η μεγάλη επιχείρηση γίνεται γιγάντια και οργανώνει σχεδιασμένα, με βάση τον ακριβή υπολογισμό ενός πλούτου στοιχείων, την προμήθεια της αρχικής πρώτης ύλης σε διαστάσεις: 2/3 ή 3/4 της συνολικής ποσότητας που είναι απαραίτητη για δεκάδες εκατομμύρια πληθυσμού. Οταν οργανώνεται συστηματικά η μεταφορά αυτής της πρώτης ύλης στα πιο κατάλληλα για την παραγωγή σημεία, που κάποτε απέχουν το ένα από το άλλο εκατοντάδες και χιλιάδες χιλιόμετρα. Οταν από ένα κέντρο διευθύνονται όλα τα στάδια της διαδοχικής κατεργασίας της πρώτης ύλης ώς την παραγωγή μιας ολόκληρης σειράς ποικίλων έτοιμων προϊόντων. Οταν η διανομή αυτών των προϊόντων γίνεται με βάση ένα σχέδιο σε δεκάδες και εκατοντάδες εκατομμύρια καταναλωτές (πώληση του πετρελαίου και στην Αμερική και στη Γερμανία από το αμερικάνικο «Τραστ πετρελαίου»). Τότε γίνεται ολοφάνερο ότι έχουμε μπροστά μας μια κοινωνικοποίηση της παραγωγής, ότι οι σχέσεις της ατομικής οικονομίας και της ατομικής ιδιοκτησίας αποτελούν ένα περίβλημα που δεν ανταποκρίνεται πια στο περιεχόμενο, που αναπόφευκτα όμως θα παραμεριστεί.

Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν, «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» 

Να μην χαρίσουμε στην ακροδεξιά την ιδέα της ελευθερίας

Όποιος θυμάται την τελική περίοδο της προεδρίας Τραμπ και ιδιαίτερα την προεκλογική καμπάνια που οδήγησε στην ήττα του, θα παρατήρησε με πόση επιμονή ο ίδιος και το περιβάλλον των υποστηρικτών του δήλωναν ότι αποτελούν τους θεματοφύλακες της ατομικής ελευθερίας.

Freedom, η ελευθερία είναι ένα mantra για την αμερικάνικη ιστορία και κατά τη διάρκεια της μακράς σύγκρουσής της με τον κομμουνισμό, η λέξη ελευθερία χρησιμοποιήθηκε για να ταυτοποιήσει όλα αυτά που δεν ήταν κομμουνισμός. Πρώτα και κύρια, ελευθερία της αγοράς, το αντίθετο του κομμουνιστικού διευθυντισμού. Η έννοια της ελευθερίας ως υπέρτατη αξία και βασική αρχή της πολιτισμένης ύπαρξης και της ίδιας της γαλλικής επανάστασης, μεταμορφώθηκε -ήδη- κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα σε μια έννοια περί ελευθερίας ως συστατικού στοιχείου μιας συγκεκριμένης οικονομικής τάξης πραγμάτων και ενός συγκεκριμένου θεσμικού καθεστώτος. Έτσι μετατράπηκε από μια αξία που έδινε μια ταυτότητα σε μια τάξη, την αστική τάξη, σε μια αξία που έδωσε μια ταυτότητα στο κεφάλαιο, ενώ την ίδια ώρα οι κατώτερες τάξεις ύψωναν το λάβαρο που έγραφε “αλληλεγγύη”.

Αυτό που συμβαίνει όμως σήμερα είναι εντελώς διαφορετικό γιατί η ιδέα της ελευθερίας που προωθείται από την ακροδεξιά -και νομίζουμε ότι μπορούμε να εντάξουμε τον Τραμπ στο χώρο της ακροδεξιάς- πρέπει να μπορέσει να μετατατραπεί σ’ ένα αναγνωρίσιμο σύμβολο από εκείνο το “πλήθος” χωρίς ταξικά συμφραζόμενα, το οποίο και αποτελεί το προϊόν της αποσάθρωσης της μεσαίας τάξης [middle class] και τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης [working class].

Επομένως, αυτή δεν πρέπει να αντιπροσωπεύει άμεσα ένα συνώνυμο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής, οικονομικής και θεσμικής κατάστασης πραγμάτων, αλλά τη βιολογική ουσία μιας ανθρωπότητας που αναζητεί την καθαρόαιμη ευημερία. Έτσι, η ελευθερία μετατρέπεται απλά σε δικαίωμα του μεμονωμένου ατόμου να κάνει ότι θέλει, όχι μόνο έξω από κάθε θεσμικό κανόνα, αρχή και τάξη πραγμάτων, αλλά και έξω από κάθε έγνοια για την ύπαρξη του άλλου. Ελευθερία σημαίνει ότι το άτομο έχει το δικαίωμα να κάνει ότι θέλει, χωρίς ν’ ανησυχεί αν η πράξη του θα ωφελήσει ή θα βλάψει τους άλλους. Άλλωστε, ο άλλος υπάρχει μονάχα ως φορέας αυτού του ίδιου δικαιώματος. Η ιδέα της ελευθερίας που υπονοείται στην αντιεμβολιαστική [no vax] στάση και προπαγάνδα είναι αυτού του είδους. Γι’ αυτό θεωρούμε ότι το αντιεμβολιαστικό κίνημα ως τέτοιο είναι -και δεν θα μπορούσε να μην είναι- μια έκφραση της ακροδεξιάς.

(Να μην συγχέουμε το αντιεμβολιαστικό κίνημα με τις διαμαρτυρίες ενάντια στην πράσινη κάρτα εισόδου [green pass]. Πρόκειται για δυο διαφορετικά πράγματα που θα εξετάσουμε ξεχωριστά. Η ανάμιξη τους παρέδωσε την ηγεσία [leadership] των διαδηλώσεων στις πλατείες στην ακροδεξιά. Αυτό φανερώνει την έκταση της σύγχυσης που επικρατεί στα μυαλά πάρα πολλών συντρόφων, παρά πολλών εργατών και καλών ανθρώπων…)

Θεωρούμε ότι το αντιεμβολιαστικό κίνημα έχει συγχυσμένες ιδέες γύρω από τα εμβόλια και τη διαχείριση τους (ούτε εμείς αλλά ούτε και ο ίδιος Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τις έχει ξακάθαρες). Στο εσωτερικό του υπάρχουν άτομα διαφορετικών και αντιτιθέμενων πολιτικών απόψεων, αλλά όλοι τους αποδέχονται, πάνω κάτω συνειδητά, ότι η ορθή ιδέα περί της ελευθερίας είναι αυτή: ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει ότι θέλει και κανένας, ακόμα και αυτός ο μηχανισμός που ονομάζεται Κράτος, δεν έχει το δικαίωμα να τον εμποδίσει.

Επομένως, το αντιεμβολιαστικό κίνημα είναι ουσιαστικά αντικρατικό κίνημα. Η έφοδος στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον τον Γενάρη του 2021 αποτελεί την πληρέστερη και πλέον εύγλωττη αναπαράσταση του. Έτσι, γίνεται κατανοητός ο λόγος για τον οποίο πολλές αναρχικές τάσεις ωθήθηκαν σε μια όσμωση με το αντιεμβολιαστικό κίνημα.

Η άρνηση του Κράτους σημαίνει την άρνηση της δημόσιας υπηρεσίας, επομένως της εγγενούς παραδοχής πως η διαχείριση της υγείας, του νερού, του σχολείου, των μετακινήσεων, της ασφάλισης κλπ, πρέπει και μπορούν να είναι δημόσια. Τα πάντα πρέπει να παραχωρηθούν στους ιδιώτες. Το αντιεμβολιαστικό κίνημα είναι μια από τις πάμπολλες συνιστώσες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου.

Καλά θα κάνουμε να απελευθερωθούμε από τα στερεότυπα που πάντοτε χρησιμοποιήσαμε για τον ορισμό της ακροδεξίας, ιδιαίτερα από τα στερεότυπα του ναζισμού ή του φασισμού. Σήμερα πρέπει να μιλάμε πλέον για ένα “νεοναζισμό χωρίς Χίτλερ”, αφού ο εθνικοσοσιαλισμός της δεκαετίας του 1930, όπως τον γνωρίσαμε πριν και μετά τις θηριωδίες του, δεν ήταν διόλου μια ατομικιστική ιδεολογία. Αντίθετα, βασιζόταν στην ιδέα της Volksgemeinschaft, της κοινότητας του λαού, και συγκεκριμένα του “γερμανικού”.

Σήμερα, ο Τραμπικός ατομικισμός έχει μια παγκόσμια διάσταση, θέλει να στέκεται στο ύψος του Ίντερνετ και από τη στιγμή που το ψηφιακό σύμπαν του διαδικτύου είναι ένα σύμπαν χωρίς θεσμικούς περιορισμούς, χωρίς μια θεσμική αρχή και χωρίς μια κανονιστική εξουσία, προσφέρεται θαυμάσια ως ο χώρος μέσα στον οποίο το φαντασιακό του ατόμου του σύγχρονου “πλήθους” αντικατοπτρίζει τις υλικές συμπεριφορές του. Μέσα στο ψηφιακό σύμπαν του διαδικτύου το άτομο πιστεύει ότι μπορεί να κάνει ότι θέλει, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να του επιβάλει κανόνες, καμία εξουσία δεν μπορεί να το πειθαρχήσει. Εκείνο είναι (αισθάνεται πως είναι) εντελώς ελεύθερο.

Πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη το γεγονός ότι ο καπιταλισμός των πολυεθνικών, το στάδιο που θεωρούσαμε ως το απώτατο μέσα στην εξέλιξη του, έχει πλέον παλιώσει. Η τάξη που επιβάλουν οι νέοι Λεβιάθαν, οι Google, Facebook, Amazon και λίγοι ακόμα αντίστοιχοι τους, αποτελεί ένα καπιταλιστικό στάδιο με αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ακριβώς ο “εκδημοκρατισμός” της πρόσβασης στην επικοινωνία, η δυνατότητα που παραχωρείται στο άτομο ώστε να επικοινωνεί με τον κόσμο και θεωρητικά να επιχειρεί στην αγορά. Το καπιταλιστικό μοντέλο των πολυεθνικών παραχωρούσε στην εταιρεία την αποκλειστικότητα της πρόσβασης στην αγορά. Την αποκλειστικότητα για τη δυνατότητα υλικής, οικονομικής επιβίωσης του ατόμου, αφού η εταιρεία ήταν η μόνη που παρήγαγε εξαρτημένη εργασία σε αντάλλαγμα του μισθού. Σήμερα, η τάση προς τον ατομικισμό, -με τη μορφή της ψυχολογίας του free lance που αποτελεί τη φιγούρα σύμβολο της εποχής μας και πρέπει να μελετηθεί προσεχτικά- ισχυροποιείται από την πεποίθηση ότι η πρόσβαση στο διαδίκτυο μπορεί να μετατραπεί σε πρόσβαση στην αγορά και επομένως στην επιβίωση, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου θεσμού, χωρίς τη μεσολάβηση της εξαρτημένης εργασίας και του μισθού.

Η καθοδήγηση της συμπεριφοράς από την πεποίθηση ότι ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει αυτό που θέλει είναι ο πιο ριζικός τρόπος για ν’ απαρνηθείς όλες τις αξίες επάνω στις οποίες οικοδομήθηκε το εργατικό κίνημα, ο σοσιαλισμός, με λίγα λόγια “η αριστερά”. Σημαίνει ν’ απαρνηθείς την αξία της αλληλοβοήθειας, της αλληλεγγύης, της κοινότητας, αξίες πάνω στις οποίες υφάνθηκαν ο κοινωνικός ιστός και η σύγκρουση.

* * *

Τούτων λεχθέντων, μπορούμε να καταπιαστούμε με τα ζητήματα που αφορούν τη δημόσια υγεία, ζητήματα που το αντιεμβολιαστικό κίνημα επιλύει μέσα από την απλούστευση τους: ο καθένας ας κάνει ότι νομίζει, η δημόσια υγεία δεν είναι δικό μου πρόβλημα, εγώ πρέπει να φροντίσω μόνο για τη δική μου υγεία, δεν υπάρχει μια επιστήμη της υγείας, άλλωστε δεν υπάρχει καν η επιστήμη, επομένως δεν μπορεί να υφισταται μια κανονιστική εξουσία βασισμένη σε κάποια υποτιθέμενη μεγαλύτερη γνώση από εκείνη που διαθέτει το ίδιο το άτομο και που ενυπάρχει συνολικά στην επιβεβαίωση της δικής του ατομικής ελευθερίας. Η ιδέα περί της καθαυτής ατομικής ελευθερίας ως γνώσης, και μάλιστα ανώτερης συγκριτικά μ’ εκείνη των θεωρούμενων “τεχνικών” -οι οποίοι εντοπίζονται πάντοτε είτε ως λειτουργοί μιας κρατικής εξουσίας είτε ως λειτουργοί των φαρμακευτικών πολυεθνικών- ισοδυναμεί με την άρνηση των αξιών της τεχνογνωσίας, της επιμόρφωσης, της έρευνας.

Ο εξτρεμισμός της σύγχρονης δεξιάς χαρακτηρίζεται από μια ηλιθιότητα και μια άγνοια που δεν συναντιούνται ούτε στις ωμότερες εκδηλώσεις του χιτλερικού ναζισμού, αφού τότε ο εθνικοσοσιαλισμός ως απόλυτη εξουσία εγγυόταν την επιβίωση της άριας φυλής, επομένως στόχευε στην πλήρη απασχόληση του γερμανικού λαού (αφού πρώτα θα είχε βγάλει από τη μέση τους πολιτικούς αντιπάλους του, τους ανάπηρους, τους ανίατους ασθενείς και τους ψυχικά άρρωστους, τις τρεις κατηγορίες του lebensunwertige Leben). Σήμερα, ο φανατικός υπερασπιστής των ατομικών ελευθεριών του, μην αναγνωρίζοντας το Κράτος ως ρυθμιστή, δεν αναγνωρίζει ούτε το κοινωνικό κράτος [welfare stateκαι επαφίεται εξ’ ολοκλήρου και ασυνείδητα στην αγορά, η οποία δεν παραλείπει να τον στύψει καταδικάζοντας τόν σε μια επισφαλή ύπαρξη φτωχού εργαζόμενου [working poor].

Το αντιεμβολιαστικό κίνημα δεν έχει ιδέα γύρω από την υγεία ή τη δημόσια υγιεινή. Αυτό συμβαίνει γιατί η διάσταση του συλλογικού τού είναι εντελώς ανοίκεια, όπως ανοίκεια τού είναι και η έννοια της δημόσιας υπηρεσίας. Επομένως, δεν γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο εκείνοι που ανακαλούν εντελώς διαφορετικές αξίες, αξίες γενικά “αριστερές’, πρέπει να συμπαραταχθούν και να ακολουθήσουν αυτό τη συμμορία ανεύθυνων και επικίνδυνων ατόμων.

Αυτή η υπαγμένη συμπεριφορά είναι ακόμα περισσότερο απαράδεκτη και -εν μέρει- ακατανόητη, αφού στη δική μας παράδοση εμπειριών, αγώνων, σκεπτικών και ερευνών, τόσο το πρόβλημα της δημόσιας υγείας όσο και το πρόβλημα των επιδημιών, τέθηκαν επί μακρόν και ξεψαχνίστηκαν. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα είχε αναπτυχθεί εκείνο το “κίνημα αγώνα για την υγεία”, το οποίο βρήκε τα πρώτα ερεθίσματα του μέσα από το περιοδικό Sapere [Γνώση] που διευθυνόταν από τον Giulio Maccacaro. Εκείνο το κίνημα έδωσε πολιτικές και νομικές μάχες που οδήγησαν στη θέσπιση αποζημίωσης για τους κινδύνους που διατρέχουν οι εργαζόμενοι που εκτίθενται σε συγκεκριμένες τοξικές ουσίες (αμίαντοτετρααιθύλιο μολύβδου, χλώριο βινυλίου, βεταναφθυλαμίνη κλπ), το δικαίωμα στην αποζημίωση και τη δίωξη των υπεύθυνων για τις βλάβες και το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων. Ήταν ένα κίνημα που στόχευε στη συγκρότηση υγειονομικών λειτουργών στα εδάφη, για να πολεμηθεί η θρασύτητα των φαρμακευτικών εταιριών και βιομηχανιών που αρνούνται τις ξεκάθαρες ζημιές που προκαλούν οι δραστηριότητες τους και χρηματοδοτούν αφειδώς κατευθυνόμενες έρευνες για να αποδείξουν την ανυπαρξία κινδύνου. Ένα κίνημα που είχε γεννηθεί για να παλέψει ενάντια σε ένα μοντέλο δημόσιας υγείας, βασισμένο αποκλειστικά σε μεγάλα υπερεξιδεικευμένα νοσοκομειακά συγκροτήματα και ιδιωτικές κλινικές, στην υπηρεσία εκείνων που μπορούν να πληρώσουν τις πολυδάπανες θεραπείες.

Αυτός είναι ο πλούτος των εμπειριών και των γνώσεων που μας άφησε για κληρονομιά το κίνημα των κοινωνικών αγώνων της δεκαετίας του 1970. Ένας πλούτος που ανανεώνεται από γενιά σε γενιά. Εμείς δεν έχουμε ανάγκη να καταφύγουμε σε συγχυσμένες θεωρίες συνωμοσίας για να καταγγείλουμε τα πάμπολλα εγκλήματα που διαπράττουν οι φαρμακευτικές εταιρίες. Μας αρκεί η καταφυγή στη μαρξική έννοια του κέρδους.

ΥΓ: Μετά τη φασιστική έφοδο στην έδρα της Γενικής Ιταλικής Συνομοσπονδίας Εργασίας [CGILστη Ρώμη, από διάφορες πλευρές τέθηκε το αίτημα για να βγει εκτός νόμου η Forza Nuova. Είμαστε αντίθετοι. Γιατί; Εδώ και αρκετά χρόνια, το πρόβλημα της αναγέννησης της φασιστικής πίστης στην Ιταλία είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Η αριστερά, οι εφημερίδες, μεγάλο μέρος των διανοούμενων, το δικαστικό σώμα, όχι μόνο αγνόησαν αυτό το πρόβλημα αλλά υπoστήριξαν τη χειρότερη επάνοδο της ακροδεξιάς, όπως στην περίπτωση των βαράθρων [foibe] [1]Βγάζοντας εκτός νόμου τη Forza Nuova νομίζουν ότι θα λύσουν το πρόβλημα ενώ θα συνεχίσουν να το αγνοούν, να παριστάνουν ότι δεν υπάρχει. Όχι. Η Forza Nuova και οι χειρότερες νεοναζιστικές γκρούπες πρέπει να μπορούν να δρουν ελεύθερα, αρκεί η αστυνομία να τις αντιμετωπίζει όπως αντιμετωπίζει και τους απεργούς εργάτες. Τα υπόλοιπα είναι δική μας δουλειά, δική μας ευθύνη να δημιουργήσουμε εκείνες τις συνθήκες όπου θα απομονωθούν και θα ηττηθούν.


[*Βιογραφικό σημείωμα του Σέρτζιο Μπολόνια (από την ελληνική έκδοση της μελέτης του “Ναζισμός και Εργατική Τάξη. Κρίση, Κράτος Πρόνοιας και Αντιφασιστική Βία στη Γερμανία του Μεσοπολέμου” [εκδόσεις antifa scripta. Β’ έκδοση. Αθήνα, 2012].

Ζει στην Ιταλία και είναι γνωστός για την ενεργό συμμετοχή του από τη δεκαετία του 1960 στο ρεύμα των εργατιστών και μετέπειτα, κατά τη δεκαετία του 1970, στην εργατική αυτονομία. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης “Εργατική Εξουσία” [Potere Operaio] και μαζί με τον Αντόνιο Νέγκρι και τον Φράνκο Πιπέρνο συγκρότησαν την πρώτη γενική γραμματεία της οργάνωσης το 1969. Από την οργάνωση αποχώρησε το 1970. Την περίοδο 1960 και 1970 συμμετείχε σε αρκετά περιοδικά (Quaderni Rossi, Cronache Operaia, Quaderni Piacentini, Linea di Massa) όπου συνεισέφερε με γόνιμες αναλύσεις σχετικά με την καπιταλιστική ανάπτυξη, τις νέες εργατικές φιγούρες, τη μορφή του κράτους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τους κύκλους αγώνων στην Ιταλία και το νόημα της εργατικής αυτονομίας. Μια τέτοια ανάλυση, και ίσως η πιο γνωστή στα μέρη μας, είναι η “Φυλή των Τυφλοπόντικων”, που δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1977 στην ιστορική επιθεώρηση Primo Maggio, την οποία ίδρυσε ο ίδιος το 1973. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Τρέντο και ως καθηγητής Ιστορίας του Εργατικού Κινήματος στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Πρόσφατα ασχολείται με τις αλλαγές που σημειώνονται με την ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα, τις νέες φιγούρες των διανοητικών εργατών, τους επισφαλείς εργάτες και τα προβλήματα της συλλογικής τους οργάνωσης. Αρθρογραφεί επίσης στην εφημερίδα “Manifesto” .

[1Ως “σφαγές των βαράθρων [foibe]” έχουν καταγραφεί ιστορικά οι πολύνεκρες επιχειρήσεις αντιποίνων που εξάπελυσαν στην τελική φάση και αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι Γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι κατά των ιταλικών στρατευμάτων (αλλά και αμάχων) στις περιοχές της Βενετίας – Τζούλια, του Κουαρνάρο και της Δαλματίας.

Πηγή: www.officinaprimomaggio.eu

Αναδημοσίευση από Προλεταριακή Πρωτοβουλία

Μικρή ιστορία του κόσμου, 2019-2021

Και να πώς άρχισαν όλα: η κυρία Λι, όπως συνήθιζε κάθε Σάββατο, κατέβηκε ένα πρωί στα τέλη Νοεμβρίου του 2019 στην υπαίθρια αγορά Χουανάν, στη Γουχάν της κεντρικής Κίνας, να ψωνίσει κατεψυγμένο σαλάχι ή ξιφία. Περιφερόμενη ανάμεσα στους πάγκους, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να χαϊδέψει μια γλυκύτατη καφετί νυφίτσα που καθόταν ζαρωμένη στο κλουβί της. Η κυρία Λι αγαπούσε από παιδί τα ζώα και δεν έδωσε σημασία στην απρόσμενη αντίδραση της νυφίτσας, που της πάτησε μια γερή δαγκωματιά στο χέρι, μέχρι που έβγαλε αίμα. Γύρισε σπίτι, ξεπάγωσε και μαγείρεψε το σαλάχι που το απόλαυσαν με τον σύζυγο και τον γιο της, που είχε έρθει για λίγες μέρες από τη Σανγκάη, κι όταν σε μια εβδομάδα η κυρία Λι βρέθηκε στο νοσοκομείο με υψηλό πυρετό και δύσπνοια, δεν διανοήθηκε να αναφέρει στους γιατρούς το δάγκωμα της νυφίτσας. Αλλωστε, το νοσοκομείο ήταν γεμάτο με ασθενείς με ίδια και χειρότερα συμπτώματα, που προφανώς δεν τους είχαν δαγκώσει νυφίτσες, αρουραίοι ή νυχτερίδες. Στο μεταξύ, ο γιος της κυρίας Λι, ο Νταν, είχε επιστρέψει στη Σανγκάη. Οταν νόσησε και ο ίδιος ελαφρά, η μητέρα του είχε ήδη πεθάνει στη Γουχάν. Αλλά από τους εκατοντάδες ανθρώπους με τους οποίους καθημερινά διασταυρωνόταν ο Νταν στις προβλήτες φόρτωσης κοντέινερ στο μεγαλύτερο λιμάνι του κόσμου ήταν μόνο ο παιδικός του φίλος Χουν, που είχε δέκα χρόνια να τον δει, με τον οποίο πέρασε μερικές ώρες μαζί τρωγοπίνοντας, πριν αυτός μπαρκάρει για την Καλαβρία, με ένα πλοίο που μετέφερε iphone12, πλυντήρια Siemens, ρούχα Guzzi, λαμπιόνια για τα Χριστούγεννα των Ευρωπαίων. Ο Χουν, στη σύντομη παραμονή του στο λιμάνι Τζόγια Τάουρο, δεν έδωσε σημασία στο γεγονός ότι η αγαπημένη του μυρωδιά ιταλικής πίτσας, που πάντα τιμούσε στις καλαβρέζικες τρατορίες, είχε μυστηριωδώς χαθεί. Αλλά ο Σέρτζιο, ο Σλόμπο και ο Ματέους, τρεις από τους εκατοντάδες οδηγούς νταλίκας που φόρτωναν στο λιμάνι τα κοντέινερ για Μιλάνο, Φρανκφούρτη και Παρίσι, κάτι υποψιάστηκαν με τις άοσμες πίτσες.

Οταν ο Σλόμπο, μετά από κοπιαστική σχεδόν 24ωρη οδήγηση, έφτασε στη Φρανκφούρτη, ένιωθε χάλια. Αλλά τα αφεντικά της Ντραγκέτα, που τον είχαν προσλάβει σε μια από τις δεκάδες μεταφορικές που ελέγχουν, δεν πρόσφεραν υγειονομική κάλυψη στη Γερμανία. Ο Σλόμπο, αν και μόλις 35 χρόνων, νοσηλεύτηκε με περίεργα βαριά συμπτώματα πολύ πριν η Γουχάν μπει σε καραντίνα, τον Γενάρη του 2020. Βγήκε από το γερμανικό νοσοκομείο, έχοντας στραγγίξει την πιστωτική του, σε παντελή αδυναμία να πιάσει τιμόνι για πολλούς μήνες. Οταν τελικά τον απέλυσαν, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είχε αναγνωρίσει τον νέο ιό, αλλά δεν είχε κηρύξει πανδημία. Στο μεταξύ, ο Νταν και ο Χουν στην Κίνα, ο Σέρτζιο και ο Ματέους στην Ευρώπη, διασταυρώνονταν με εκατοντάδες ανθρώπους, γνωστούς και αγνώστους, φίλους, συναδέλφους, συγγενείς, συναλλασσόμενους ή απλώς περαστικούς που αγγίζονταν, ανάσαιναν, έβηχαν, φταρνίζονταν.

Οταν στις 11 Μαρτίου 2020 ο ΠΟΥ μίλησε για πανδημία Covid-19, ο Σέρτζιο είχε ήδη χάσει τον παππού του, σε ένα χωριό της Λομβαρδίας, ενώ ο Ματέους, μιλώντας με την αδελφή του που εδώ και χρόνια είχε μεταναστεύσει στην Καλιφόρνια και δούλευε για την Amazon, την άκουγε να ωρύεται στα πολωνικά, που είχε καιρό να τα μιλήσει, για τους βρομοκινέζους που καταστρέφουν τον κόσμο με τους ιούς τους και με τα εργοστάσιά τους και κλέβουν τις δουλειές από τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς. Ο Ματέους, με επίμονα συμπτώματα long Covid πριν καν ονομαστεί έτσι, δεν ήθελε να αντιδικήσει με την αδελφή του αντιτείνοντας πως κι ο ίδιος οφείλει λίγο στους βρομοκινέζους το ότι έχει δουλειά. Αλλά αρκετά μετά τη μεγάλη καραντίνα του 2020, ενώ ο ίδιος ήταν σε αναστολή, της την είπε της Ιλόνα που γκρίνιαζε για τα εξουθενωτικά ωράρια και την απίστευτη δουλειά που πατούσε στην Amazon, καθώς η Κίνα είχε φουλάρει ξανά τις μηχανές παραγωγής και η αυτοκρατορία του Μπέζος έγινε πρόθυμα η μεγάλη αποθήκη της, φέρνοντας ό,τι λαχταράει η ψυχή κι αντέχει το πορτοφόλι κάθε ανθρώπου, σε κάθε γωνιά του πλανήτη. «Και την αύξηση που σου έδωσαν, μάλλον στους βρομοκινέζους σου τη χρωστάς», είπε ο Ματέους στην αδελφή του. Στο κάτω κάτω αυτή δούλευε εδώ κι έναν χρόνο από την ασφάλεια και την άνεση του σπιτιού της, μπροστά σε μια οθόνη και με ένα τηλέφωνο. Δεν οδηγούσε 16 ώρες τη μέρα στις ιταλικές «οτοστράντες» και στις γερμανικές «αούτομπαν».

Ο Νταν, ο Χουν, ο Σέρτζιο, ο Σλόμπο, ο Ματέους, η Ιλόνα, τόσο μακριά ο ένας απ’ τον άλλον, δεν έκρυβαν την ευχάριστη έκπληξη και σχεδόν ευγνωμοσύνη που ένιωθαν για το γεγονός ότι, παρά τον πόνο, το πένθος, το θανατικό, την αρρώστια, τις καραντίνες, τις αναστολές, τις απολύσεις που αντιμετώπισαν, ένιωσαν για πρώτη φορά στη σύντομη εργασιακή ζωή τους το κράτος σαν στήριγμα. Ο Σέρτζιο δεν χρειάστηκε να ανησυχήσει για το στεγαστικό του δάνειο, ο Σλόμπο σχεδόν έναν χρόνο έπαιρνε τον μισό μισθό που θα έπαιρνε αν δούλευε, ο Ματέους γύρισε γρήγορα στο τιμόνι της νταλίκας χάρη στις κρατικές ενισχύσεις που πήρε η μεταφορική -κι ας ήταν της Ντραγκέτα- κι η Ιλόνα ανταμείφθηκε με το παραπάνω για τους μόλις δύο μήνες που βγήκε στην ανεργία πριν ξαναπροσληφθεί με κρατική επιδότηση. Ο Χουν, αν και έκανε πια τα μισά ταξίδια Σανγκάη-Τζόγια Τάουρο, δεν έχασε μισθό, ανησυχεί όμως μήπως χάσει το μικρό διαμέρισμα που έχει καπαρώσει, τώρα που οι κινεζικές εταιρείες ακινήτων πέφτουν σαν πύργοι τζένγκα, και δεν βλέπει ιδιαίτερη ανησυχία από το κράτος. Ο Νταν πάλι, που χειρίζεται από το «διαστημικό» πιλοτήριό του έναν από τους δεκάδες γερανούς εμπορευματοκιβωτίων στο μεγαλύτερο λιμάνι του κόσμου, νιώθοντας λίγο άρχοντάς του, παρατηρεί ανήσυχος εδώ και μήνες αυτό το καλοκουρδισμένο γιγάντιο παιχνίδι να χάνει την τάξη και τους ρυθμούς του, τα κοντέινερ να συσσωρεύονται κατά χιλιάδες, τα πλοία να περιμένουν κατά δεκάδες στα ανοιχτά του Κόλπου Χανγκτζού, οι προϊστάμενοι να χάνουν την παγερή ψυχραιμία τους, να καρατομούνται και να αντικαθίστανται με πρωτοφανή συχνότητα. Κι η Ιλόνα, 6.500 μίλια μακριά, στην άλλη άκρη του Ειρηνικού, έχει ήδη από τον Ιούλιο παρατηρήσει τα διογκούμενα κύματα εκνευρισμένων μηνυμάτων και υβριστικών τηλεφωνημάτων από πελάτες που έχουν καθυστερήσει απελπιστικά οι πληρωμένες παραγγελίες τους.

Και τα Χριστούγεννα πλησιάζουν, οι αναμονές ανεβάζουν τις τιμές, το ρεύμα και το αέριο ακριβαίνουν, η στοργή του κράτους εξαντλείται, οι κεντρικοί τραπεζίτες σφίγγουν τα λουριά, οι κυβερνήσεις χάνουν τον έλεγχο, η πανδημία σκοτώνει και το ερώτημα που βασανίζει την Ιλόνα, τον Σέρτζιο, τον Ματέους, τον Σλόμπο, τον Χουν και τον Νταν είναι: φταίει ο ιός ή μήπως άλλη είναι η αρρώστια του κόσμου αυτού;

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Αναδημοσίευση από kibi-blog.blogspot.com

Καπιταλισμός και Ψυχική Υγεία

Μια κρίση ψυχικής υγείας σαρώνει τον πλανήτη. Πρόσφατες εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας δείχνουν ότι περισσότεροι από τριακόσια εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από κατάθλιψη παγκοσμίως. Επιπλέον, είκοσι τρία εκατομμύρια λένε ότι εμφανίζουν συμπτώματα σχιζοφρένειας, ενώ περίπου οκτακόσιες χιλιάδες άτομα αυτοκτονούν κάθε χρόνο.1 Στα μονοπωλιακά καπιταλιστικά έθνη, οι διαταραχές ψυχικής υγείας είναι η κύρια αιτία μείωσης του προσδόκιμου ζωής αμέσως μετά τις καρδιαγγειακές παθήσεις και τον καρκίνο.2 Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 27% του ενήλικου πληθυσμού ηλικίας μεταξύ δεκαοκτώ και εξήντα έχουν αντιμετωπίσει επιπλοκές ψυχικής υγείας.3 Επιπλέον, στην Αγγλία, η κακή ψυχική υγεία σταδιακά επιδεινώθηκε μέσα στις δύο τελευταίες δεκαετίες. Η πιο πρόσφατη Έρευνα Ψυχιατρικής Νοσηρότητας Ενηλίκων της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας (National Health Service Adult Psychiatric Morbidity Survey) δείχνει ότι το 2014, το 17,5% του πληθυσμού άνω των δεκαέξι ετών έπασχε από διάφορες μορφές κατάθλιψης ή άγχους, έναντι 14,1% το 1993. Επιπλέον, ο αριθμός των ατόμων των οποίων οι δυσκολίες ήταν αρκετά σοβαρές για να δικαιολογείται παρέμβαση αυξήθηκε από 6,9% σε 9,3%.4

Στην καπιταλιστική κοινωνία, οι βιολογικές εξηγήσεις κυριαρχούν στην κατανόηση της ψυχικής υγείας, εμποτίζοντας τόσο την επαγγελματική πρακτική όσο και την ευαισθητοποίηση του κοινού. Εμβληματική είναι η θεωρία των χημικών ανισορροπιών στον εγκέφαλο – εστιάζοντας στη λειτουργία νευροδιαβιβαστών όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη – η οποία έχει κυριαρχήσει στη λαϊκή και την ακαδημαϊκή συνείδηση, ​​παρά το γεγονός ότι παραμένει σε μεγάλο βαθμό αστήρικτη.5 Επιπλέον, εκφράζοντας τη δημοτικότητα του γενετικού αναγωγισμού μέσα στις βιολογικές επιστήμες, έγινε μια προσπάθεια να εντοπιστούν οι γενετικές ανωμαλίες ως άλλη αιτία διαταραχών ψυχικής υγείας.6 Ωστόσο, οι εξηγήσεις που βασίζονται στο γονιδίωμα έχουν επίσης αποτύχει να δημιουργήσουν πειστικές αποδείξεις.7 Ενώ προσφέρουν δυνητικά διαφωτιστικές ιδέες για την κακή ψυχική ευημερία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι βιολογικές ερμηνείες δεν είναι καθόλου επαρκείς από μόνες τους. Αυτό που είναι απόλυτα σαφές είναι η ύπαρξη σημαντικών κοινωνικών προτύπων που εξηγούν την αδυναμία υποβάθμισης της κακής ψυχικής υγείας σε βιολογικό ντετερμινισμό.8

Η στενή σχέση μεταξύ ψυχικής υγείας και κοινωνικών συνθηκών αποκρύπτεται σε μεγάλο βαθμό, με τις κοινωνικές αιτίες να ερμηνεύονται μέσα σε ένα βιο-ιατρικό πλαίσιο και να συγκαλύπτονται με επιστημονική ορολογία. Οι διαγνώσεις συχνά ξεκινούν και τελειώνουν με το άτομο, προσδιορίζοντας τις βιo-ουσιαστικές αιτίες σε βάρος της εξέτασης κοινωνικών παραγόντων. Ωστόσο, η κοινωνική, πολιτική και οικονομική οργάνωση της κοινωνίας πρέπει να αναγνωριστεί ως σημαντικός παράγοντας για την ψυχική υγεία των ανθρώπων, με ορισμένες κοινωνικές δομές να είναι πιο συμφέρουσες για την εμφάνιση της ψυχικής ευημερίας από άλλες. Ως βάση πάνω στην οποία στηρίζεται το κοινωνικό εποικοδόμημα, ο καπιταλισμός είναι κύριος καθοριστικός παράγοντας της κακής ψυχικής υγείας. Όπως υποστήριξε ο μαρξιστής καθηγητής κοινωνικής εργασίας και κοινωνικής πολιτικής Iain Ferguson, «είναι το οικονομικό και πολιτικό σύστημα κάτω από το οποίο ζούμε-ο καπιταλισμός-που είναι υπεύθυνο για τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα προβλημάτων ψυχικής υγείας που βλέπουμε στον κόσμο σήμερα». Η άμβλυνση της ψυχικής δυσφορίας είναι δυνατή μόνο «σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση»9.Στο κείμενο που ακολουθεί, σκιαγραφώ εν συντομία την κατάσταση της ψυχικής υγείας στον προηγμένο καπιταλισμό, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη Βρετανία και κάνοντας χρήση του ψυχαναλυτικού πλαισίου του μαρξιστή Erich Fromm, το οποίο τονίζει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ορισμένες ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν για να εξασφαλιστεί η βέλτιστη ψυχική υγεία. Ενισχύοντας τον ισχυρισμό του Ferguson, υποστηρίζω ότι ο καπιταλισμός είναι καθοριστικός για τον προσδιορισμό της εμπειρίας και της επικράτησης της ψυχικής ευημερίας, καθώς οι λειτουργίες του είναι ασυμβίβαστες με την πραγματική ανθρώπινη ανάγκη. Αυτή η σκιαγράφηση θα περιλαμβάνει μια απεικόνιση της πολιτικά συνειδητής κίνησης των χρηστών υπηρεσιών ψυχικής υγείας που εμφανίστηκε στη Βρετανία τα τελευταία χρόνια για να αμφισβητήσει τις βιολογικές εξηγήσεις της κακής ψυχικής υγείας και να εντοπίσει την ανισότητα και τον καπιταλισμό στην καρδιά του προβλήματος.

Ψυχική Υγεία και Μονοπωλιακός Καπιταλισμός

Στα τελευταία κεφάλαια του Monopoly Capital, οι Paul Baran και Paul Sweezy έκαναν σαφείς τις συνέπειες του μονοπωλιακού καπιταλισμού για την ψυχολογική ευημερία, υποστηρίζοντας ότι το σύστημα αποτυγχάνει «να παρέχει τα θεμέλια μιας κοινωνίας ικανής να προάγει την υγιή και ευτυχισμένη ανάπτυξη των μελών της».10 Εξηγώντας μέσα από παραδείγματα τον εκτενή παραλογισμό του μονοπωλιακού καπιταλισμού, απεικόνισαν την εξευτελιστική φύση του. Μόνο για μια τυχερή μειοψηφία η εργασία μπορεί να θεωρηθεί ευχάριστη, ενώ για την πλειοψηφία είναι μια απόλυτα μη ικανοποιητική εμπειρία. Στην προσπάθεια να αποφύγει κανείς την εργασία πάση θυσία, ο ελεύθερος χρόνος συχνά δεν προσφέρει καμία παρηγοριά, και ταυτόχρονα καθίσταται χωρίς νόημα. Αντί να είναι μια ευκαιρία να κυνηγήσει κανείς το πάθος του, οι Baran και Sweezy υποστήριξαν ότι ο ελεύθερος χρόνος έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό συνώνυμος με την αδράνεια. Η επιθυμία να μην κάνουμε τίποτα αντανακλάται στην ποπ κουλτούρα, με τα βιβλία, την τηλεόραση και τις ταινίες να προκαλούν μια κατάσταση παθητικής απόλαυσης παρά να απαιτούν πνευματικές ενέργειες.11 Ο σκοπός τόσο της εργασίας όσο και του ελεύθερου χρόνου, ισχυρίστηκαν, συνδυάζεται σε μεγάλο βαθμό με την αύξηση της κατανάλωσης. Τα καταναλωτικά αγαθά που δεν καταναλώνονται πλέον για τη χρήση τους, έχουν γίνει καθιερωμένοι δείκτες κοινωνικού κύρους, με την κατανάλωση ως μέσο έκφρασης της κοινωνικής θέσης του ατόμου. Ο καταναλωτισμός, ωστόσο, γεννά τελικά δυσαρέσκεια καθώς η επιθυμία να αντικατασταθούν τα παλιά προϊόντα με νέα μετατρέπει την προσπάθεια διατήρησης της κοινωνικής θέσης του ατόμου σε μια αέναη επιδίωξη ενός ανέφικτου προτύπου. «Ενώ πληρούν τις βασικές ανάγκες επιβίωσης», υποστήριξαν οι Baran και Sweezy, τόσο η εργασία όσο και η κατανάλωση «χάνουν όλο και περισσότερο το εσωτερικό τους περιεχόμενο και νόημα»12. Το αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από κενό και υποβάθμιση. Με ελάχιστη πιθανότητα η εργατική τάξη να υποκινήσει επαναστατική δράση, η δυνητική πραγματικότητα αποτελεί συνέχεια της «τρέχουσας διαδικασίας φθοράς, με τις αντιφάσεις μεταξύ των καταναγκασμών του συστήματος και των στοιχειωδών αναγκών της ανθρώπινης φύσης να γίνονται όλο και πιο ανυπόφορες», με αποτέλεσμα «την εξάπλωση ολοένα και πιο σοβαρών ψυχικών διαταραχών»13. Στη σημερινή εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, αυτή η αντίφαση παραμένει τόσο έντονη όσο ποτέ. Η σύγχρονη μονοπωλιακή-καπιταλιστική κοινωνία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από ασυμβίβαστο μεταξύ, αφενός, της αδίστακτης επιδίωξης του καπιταλισμού για κέρδος και, αφετέρου, των βασικών αναγκών των ανθρώπων. Ως αποτέλεσμα, οι συνθήκες που απαιτούνται για τη βέλτιστη ψυχική υγεία υπονομεύονται βίαια, με τη μονοπωλιακή-καπιταλιστική κοινωνία να μαστίζεται από νευρώσεις και σοβαρότερα προβλήματα ψυχικής υγείας.

Erich Fromm: Ψυχική Υγεία και Ανθρώπινη Φύση

Η προσέγγιση των Baran και Sweezy για τη σχέση μεταξύ του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του ατόμου επηρεάστηκε σημαντικά από την ψυχανάλυση. Πρώτον, έκαναν αναφορές στην κεντρικότητα των λανθάνουσων ενεργειών, όπως οι λιμπιντικές ορμές, και στην ανάγκη ικανοποίησης τους. Επιπλέον, δέχθηκαν τη φροϋδική αντίληψη ότι η κοινωνική τάξη απαιτεί την καταστολή των λιμπιντινικών ενεργειών και την μετουσίωση τους για κοινωνικά αποδεκτούς σκοπούς.14 Ο ίδιος ο Baran έχει γράψει για την ψυχανάλυση. Είχε συνεργαστεί με το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών στη Φρανκφούρτη στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και επηρεάστηκε άμεσα από το έργο των Eric Fromm και Herbert Marcuse.15 Μέσα σε αυτό το ευρύ πλαίσιο μπορεί να προσδιοριστεί μια θεωρία για την ψυχική υγεία στην ανάλυση των Baran και Sweezy, με τις αντιφάσεις μεταξύ του καπιταλισμού και της ανθρώπινης ανάγκης να εκφράζονται κυρίως μέσω της καταστολής των ανθρώπινων ενεργειών.  Κυρίως ο Fromm ήταν  αυτός ο οποίος ανέπτυξε μια μοναδική μαρξιστική ψυχαναλυτική θέση που παραμένει επίκαιρη για την κατανόηση της ψυχικής υγείας στη σημερινή εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού.  Και από αυτή τη συγκεκριμένη θέση επρόκειτο να αντλήσει ο Baran.16

Ενώ έκανε ρητή τη σημασία του Sigmund Freud, ο Fromm αναγνώρισε το μεγαλύτερο χρέος του προς τον Karl Marx, θεωρώντας τον ως τον κατεξοχήν διανοούμενο.17 Παρότι αποδέχεται τη φροϋδική υπόθεση του ασυνείδητου και την καταστολή και τροποποίηση των ασυνείδητων ορμών, ο Fromm αναγνώρισε την αποτυχία του ορθόδοξου φροϋδισμού να ενσωματώσει μια βαθύτερη κοινωνιολογική κατανόηση του ατόμου στην ανάλυσή του. Στρεφόμενος στον μαρξισμό, κατασκεύασε μια θεωρία του ατόμου του οποίου η συνείδηση ​​διαμορφώνεται από την οργάνωση του καπιταλισμού, με ασυνείδητες ορμές καταπιεσμένες ή κατευθυνόμενες προς την αποδεκτή κοινωνική συμπεριφορά. Ενώ ο Μαρξ δεν δημιούργησε ποτέ επίσημη ψυχολογία, ο Fromm θεώρησε ότι τα θεμέλια του ατόμου βρίσκονταν στην έννοια της αλλοτρίωσης. 18 Για τον Μαρξ, η αλλοτρίωση ήταν μια απεικόνιση του φοβερού σωματικού και ψυχικού αντίκτυπου του καπιταλισμού στους ανθρώπους.19 Στην ουσία του, η αλλοτρίωση δείχνει την αποξένωση που αισθάνονται τόσο από τον εαυτό τους όσο και από τον κόσμο γύρω τους, συμπεριλαμβανομένων των συνανθρώπων τους. Συγκεκριμένα η αξία της αλλοτρίωσης για την κατανόηση της ψυχικής υγείας έγκειται στην απεικόνιση της διάκρισης που εμφανίζεται στον καπιταλισμό μεταξύ της ανθρώπινης ύπαρξης και ουσίας. Για τον Μαρξ, ο καπιταλισμός διαχωρίζει τα άτομα από την ουσία τους ως συνέπεια της ύπαρξής τους. Αυτή η αρχή διαπέρασε το ψυχαναλυτικό πλαίσιο του Fromm, το οποίο υποστήριζε ότι, κάτω από τον καπιταλισμό, οι άνθρωποι αποχωρίζονται από τη φύση τους.

Η ανθρώπινη φύση, υποστήριξε ο Μαρξ, αποτελείται από διπλές ιδιότητες και πρέπει «πρώτα να ασχοληθούμε γενικά με την ανθρώπινη φύση και μετά με την ανθρώπινη φύση όπως τροποποιήθηκε σε κάθε ιστορική εποχή».20 Υπάρχουν ανάγκες σταθερές, όπως η πείνα και οι σεξουαλικές επιθυμίες, και έπειτα υπάρχουν σχετικές επιθυμίες που προέρχονται από την ιστορική και πολιτιστική οργάνωση της κοινωνίας.21 Εμπνευσμένος από τον Μαρξ, ο Fromm υποστήριξε ότι η ανθρώπινη φύση είναι εγγενής σε όλα τα άτομα, αλλά ότι η ορατή εκδήλωσή της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικό πλαίσιο. Είναι αστήρικτο να υποθέσουμε ότι «η ψυχική σύσταση του ανθρώπου είναι ένα λευκό χαρτί, πάνω στο οποίο η κοινωνία και ο πολιτισμός γράφουν το κείμενό τους και το οποίο δεν έχει τη δική του εγγενή ποιότητα.… Το πραγματικό πρόβλημα είναι να συμπεράνουμε ποιος είναι ο πυρήνας που είναι κοινός για ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή  και να το ξεχωρίσουμε από τις αναρίθμητες εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης»22 Ο Fromm αναγνώρισε τη σημασία των βασικών βιολογικών αναγκών, όπως η πείνα, ο ύπνος και οι σεξουαλικές επιθυμίες, ως συνιστώσες της ανθρώπινης φύσης που πρέπει να ικανοποιηθούν πριν από όλα τα άλλα.23 Ωστόσο, καθώς οι άνθρωποι εξελίχθηκαν, έφτασαν τελικά σε ένα σημείο υπέρβασης, από ζώο στη μοναδικότητα του ανθρώπου.24 Καθώς οι άνθρωποι βρίσκουν όλο και πιο εύκολο να ικανοποιήσουν τις βασικές βιολογικές τους ανάγκες, σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της κυριαρχίας τους στη φύση, ο επείγων χαρακτήρας της ικανοποίησής τους έγινε σταδιακά λιγότερο σημαντικός, με την εξελικτική διαδικασία να επιτρέπει την ανάπτυξη περισσότερο πολύπλοκων πνευματικών και συναισθηματικών ικανοτήτων.25 Ως εκ τούτου, οι σημαντικότερες ορμές ενός ατόμου δεν είχαν πλέον τις ρίζες τους στη βιολογία, αλλά στην ανθρώπινη κατάσταση.26

Θεωρώντας επιτακτική την ανάγκη να οικοδομήσουμε μια κατανόηση της ανθρώπινης φύσης βάσει της οποίας θα μπορούσε να αξιολογηθεί η ψυχική υγεία, ο Fromm προσδιόρισε πέντε κεντρικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κατάστασης. Το πρώτο είναι η «συγγένεια». Γνωρίζοντας ότι είναι μόνοι στον κόσμο, οι άνθρωποι προσπαθούν έντονα να δημιουργήσουν δεσμούς ενότητας. Χωρίς αυτό, είναι ανυπόφορο να υπάρχει κανείς ως άτομο.27 Δεύτερον, η κυριαρχία των ανθρώπων στη φύση επιτρέπει την ευκολότερη ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών και την εμφάνιση ανθρώπινων ικανοτήτων, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας. Οι άνθρωποι ανέπτυξαν την ικανότητα έκφρασης μιας δημιουργικής νοημοσύνης, μετατρέποντάς τη σε ένα βασικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό που απαιτεί εκπλήρωση. Τρίτο, οι άνθρωποι, ψυχολογικά, απαιτούν ρίζες και αίσθηση ότι ανήκουν. Με τη γέννηση να διακόπτει τους δεσμούς με το ανήκειν στη φύση, τα άτομα συνεχώς αναζητούν ρίζες για να αισθάνονται ενωμένοι με τον κόσμο. Για τον Fromm, μια πραγματική αίσθηση του ανήκειν θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο σε μια κοινωνία βασισμένη στην αλληλεγγύη.29 Όλα τα άτομα πρέπει να δημιουργήσουν μια αίσθηση του εαυτού τους και μια επίγνωση ότι είναι ένα συγκεκριμένο άτομο.30 Πέμπτον, είναι ψυχολογικά απαραίτητο για τους ανθρώπους να αναπτύξουν ένα πλαίσιο μέσα από το οποίο θα βρίσκουν νόημα για τον κόσμο και τις δικές τους εμπειρίες.31

Αντιπροσωπεύοντας αυτό που ο Fromm υποστήριζε ως μια παγκόσμια ανθρώπινη φύση, η ικανοποίηση αυτών των ορμών είναι απαραίτητη για τη βέλτιστη ψυχική ευημερία. Όπως υποστήριξε, «η ψυχική υγεία επιτυγχάνεται εάν ο άνθρωπος αναπτυχθεί σε πλήρη ωριμότητα σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά και τους νόμους της ανθρώπινης φύσης. Η ψυχική ασθένεια έγκειται στην αποτυχία μιας τέτοιας ανάπτυξης»32. Απορρίπτοντας μια ψυχαναλυτική κατανόηση που τονίζει την ικανοποίηση της λίμπιντο και άλλων βιολογικών κινήσεων, η ψυχική υγεία, ισχυρίστηκε, συνδέεται εγγενώς με την ικανοποίηση αναγκών που θεωρούνται μοναδικά ανθρώπινες. Στον καπιταλισμό, ωστόσο, η πλήρης ικανοποίηση της ανθρώπινης ψυχής ανατρέπεται. Για τον Fromm, η προέλευση της κακής ψυχικής υγείας εντοπίζεται στον τρόπο παραγωγής και τις αντίστοιχες πολιτικές και κοινωνικές δομές, των οποίων η οργάνωση εμποδίζει την πλήρη ικανοποίηση των έμφυτων ανθρώπινων επιθυμιών. 33 Οι επιπτώσεις αυτού στην ψυχική υγεία, υποστήριξε ο Fromm, είναι ότι «εάν ένα από τα βασικά είδη ανάγκης δεν καλύπτεται, το αποτέλεσμα είναι η παραφροσύνη. αν καλύπτεται αλλά με μη ικανοποιητικό τρόπο… η νεύρωση… είναι η συνέπεια.» 34

Δουλειά και Δημιουργική καταπίεση

Όπως ο Μαρξ, ο Φρομ υποστήριξε ότι η ενστικτώδης επιθυμία να είσαι δημιουργικός είχε τη μεγαλύτερη ευκαιρία ικανοποίησης μέσω της εργασίας. Στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, ο Μαρξ ισχυρίστηκε έντονα ότι η εργασία θα έπρεπε να είναι μια ικανοποιητική εμπειρία, επιτρέποντας στα άτομα να εκφράζονται ελεύθερα, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να είναι σε θέση να σχετίζονται με τα προϊόντα της εργασίας τους ως νοηματοδοτημένες εκφράσεις της ουσίας και της εσωτερικής τους δημιουργικότητας. Η εργασία στον καπιταλισμό, ωστόσο, είναι μια αλλοτριωτική εμπειρία που αποξενώνει τα άτομα από τη διαδικασία. Η εργασία είναι αλλοτριωμένη, υποστήριξε ο Μαρξ, όταν «είναι εξωτερική για τον εργαζόμενο, δηλαδή δεν ανήκει στην ουσιώδη ύπαρξή του… επομένως, δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό του αλλά αρνείται τον εαυτό του, δεν αισθάνεται ευχαριστημένος αλλά δυστυχισμένος, δεν αναπτύσσει ελεύθερα σωματική και ψυχική ενέργεια, αλλά απονεκρώνει το σώμα του και καταστρέφει το μυαλό του» 35. Στον καπιταλισμό, γίνονται μεγάλες προσπάθειες για να διαβεβαιωθεί ότι η ανθρώπινη ενέργεια διοχετεύεται στην εργασία, παρότι είναι συχνά μίζερη και ανιαρή. 36 Αντί να ικανοποιεί την ανάγκη για δημιουργική έκφραση, συνήθως την καταπιέζει μέσω της μονότονης και εξαντλητικής υποχρέωσης της μισθωτής εργασίας.37

Στη Βρετανία, υπάρχει ευρεία δυσαρέσκεια για την εργασία. Μια πρόσφατη έρευνα εργαζομένων που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 2018 υπολόγισε ότι το 47% θα σκεφτόταν να αναζητήσει μια νέα δουλειά κατά το επόμενο έτος. Από τους λόγους που αναφέρθηκαν, ήταν εμφανής η έλλειψη ευκαιριών για εξέλιξη της σταδιοδρομίας, μαζί με την έλλειψη απόλαυσης από τη δουλειά και την αίσθηση ότι δεν κάνουν κάποια διαφορά. 38 Πολλοί άνθρωποι βιώνουν ότι  η εργασία τους έχει μικρή σημασία και δε δίνει  ευκαιρίες προσωπικής εκπλήρωσης και έκφρασης.

Από τέτοια στοιχεία, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στη Βρετανία-όπως σε πολλά μονοπωλιακά καπιταλιστικά έθνη- ένα σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού αισθάνεται αποσυνδεδεμένο από τη δουλειά του και δεν το θεωρεί δημιουργική εμπειρία. Για τον Fromm, η συνειδητοποίηση των δημιουργικών αναγκών είναι απαραίτητη για να είναι κανείς ψυχικά υγιής. Καθώς είναι προικισμένοι με λογική και φαντασία, οι άνθρωποι δεν μπορούν να υπάρξουν ως παθητικά όντα, αλλά πρέπει να λειτουργούν ως δημιουργοί.39 Ωστόσο, είναι σαφές ότι η εργασία στον καπιταλισμό δεν το επιτυγχάνει. Σημαντικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι η εργασία δεν είναι επωφελής για την ψυχική υγεία, αλλά είναι πραγματικά επιζήμια για αυτήν. Παρόλο που τα ακριβή στοιχεία είναι πιθανό να παραμένουν άγνωστα λόγω του άυλου τέτοιων εμπειριών, μπορεί να συναχθεί ότι, για πολλά μέλη του εργατικού δυναμικού, είναι σύνηθες φαινόμενο η εργασία να προκαλεί γενική δυστυχία, δυσαρέσκεια και απελπισία. Επιπλέον, πιο σοβαρές καταστάσεις ψυχικής υγείας, όπως το άγχος, η κατάθλιψη και το στρες, εμφανίζονται όλο και περισσότερο ως συνέπειες της δυσαρέσκειας στην εργασία. Το 2017-18, τέτοιες συνθήκες αποτελούσαν το 44% όλων των ασθενειών που σχετίζονται με την εργασία στη Βρετανία και αφορούσαν το 57 % όλων των εργάσιμων ημερών χάθηκαν από κακή υγεία. Μια ακόμη έρευνα το 2017 υπολόγισε ότι το 60% των Βρετανών εργαζομένων είχαν βιώσει κακή ψυχική υγεία σχετικά με τη δουλειά μέσα τον τελευταίο χρόνο, με την κατάθλιψη και το άγχος να είναι μερικές από τις πιο συχνές εκδηλώσεις.41

Αντί για πηγή απόλαυσης, η φύση και η οργάνωση της εργασίας στον καπιταλισμό σαφώς δεν λειτουργεί ως ικανοποιητικό μέσο για την εκπλήρωση της δημιουργικότητας ενός ατόμου. Όπως υποστήριξαν οι Baran και Sweezy, «ο εργαζόμενος δεν μπορεί να βρει ικανοποίηση σε αυτό που επιτυγχάνει με τον κόπο του»42. Αντ’ αυτού, η εργασία αποξενώνει τα άτομα από μια θεμελιώδη πλευρά της φύσης τους, και κάνοντας το αυτό, προκαλεί την ανάδυση διάφορων αρνητικών καταστάσεων της ψυχικής υγείας. Με το ήμισυ περίπου του εργατικού δυναμικού στη Βρετανία να έχει αντιμετωπίσει προβλήματα ψυχικής υγείας που σχετίζονται με την εργασία, και έχοντας μεγάλη πιθανότητα να αισθάνεται μια γενική αίσθηση απελπισίας, επιβεβαιώνει αυτό που ο Fromm αποκάλεσε κοινωνικά προτυποποιημένο ελάττωμα.43 Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι η επιδείνωση της ψυχικής ευημερίας είναι μια τυπική απάντηση στην μισθωτή εργασία στις μονοπωλιακές-καπιταλιστικές κοινωνίες. Τα αρνητικά συναισθήματα γίνονται συνηθισμένα και, σε διαφορετικό βαθμό, αναγνωρίζονται ως φυσιολογικές αντιδράσεις στην εργασία. Με εξαίρεση τις σοβαρές διαταραχές ψυχικής υγείας, πολλές μορφές ψυχικής δυσφορίας που αναπτύσσονται ως αντίδραση θεωρούνται δεδομένες και δεν θεωρούνται σοβαρό πρόβλημα. Ως εκ τούτου, η υποβάθμιση της ψυχικής ευημερίας κανονικοποιείται.

Ουσιαστική σύνδεση και μοναξιά

Για τον Fromm, υπάρχει μια εγγενής σχέση μεταξύ θετικής ψυχικής υγείας, σημαντικών προσωπικών σχέσεων με τη μορφή αγάπης και φιλίας, και εκφράσεων αλληλεγγύης. Έχοντας απόλυτη επίγνωση της «μοναξιάς» τους στον κόσμο, τα άτομα προσπαθούν να ξεφύγουν από την ψυχολογική φυλακή της απομόνωσης.44 Ωστόσο, η λειτουργία του καπιταλισμού είναι τέτοια που συχνά εμποδίζει την ικανοποιητική ικανοποίηση αυτής της ανάγκης. Η ανεπάρκεια των κοινωνικών σχέσεων εντός των μονοπωλιακών-καπιταλιστικών κοινωνιών εντοπίστηκε από τους Baran και Sweezy. Υποστήριξαν ότι στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής αλληλεπίδρασης έχει επικρατήσει μία ελαφρότητα, καθώς τυποποιήθηκε από την επιφανειακή συζήτηση και την ψευδή τερπνότητα. Οι συναισθηματικές δεσμεύσεις που απαιτούνται για τη φιλία και οι πνευματικές προσπάθειες που απαιτούνται για συνομιλία απουσίαζαν σε μεγάλο βαθμό καθώς η κοινωνική αλληλεπίδραση γινόταν όλο και περισσότερο εστιασμένη σε απλές γνωριμίες και ψιλή κουβέντα.45 Ο σύγχρονος μονοπωλιακός καπιταλισμός δεν αποτελεί εξαίρεση. Παρότι οι δυσκολίες μέτρησης της ύπαρξης και της φύσης της μοναξιάς είναι πολλές, αποτελεί αναμφισβήτητα μία από τις πιο διαδεδομένες νευρώσεις που μαστίζουν τον σημερινό καπιταλισμό. Θεωρείται όλο και περισσότερο μια σημαντική ανησυχία για τη δημόσια υγεία, και έγινε ίσως συμβολικά πιο εμφανής με την ίδρυση Υπουργείου Μοναξιάς το 2018 από τη βρετανική κυβέρνηση.

Ως νεύρωση, η μοναξιά έχει εξουθενωτικές συνέπειες. Τα άτομα μπορούν να καταφύγουν σε κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών για να ανακουφίσουν τη δυστυχία τους, ενώ η επίμονη εμπειρία αυξάνει την αρτηριακή πίεση και το στρες, και επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία του καρδιαγγειακού και του ανοσοποιητικού συστήματος. 46 Μια κατάσταση ψυχικής δυσφορίας από μόνη της, η μοναξιά επιδεινώνει πρόσθετα προβλήματα ψυχικής υγείας και είναι συχνά η βασική αιτία της κατάθλιψης.47 Το 2017, εκτιμήθηκε ότι το 13% των ατόμων στη Βρετανία δεν είχαν στενούς φίλους, ενώ ένα επιπλέον 17 % είχε φιλίες μέτριας έως κακής ποιότητας. Επιπλέον, το 45 % ισχυρίστηκε ότι αισθάνθηκε μοναξιά τουλάχιστον μία φορά τις προηγούμενες δύο εβδομάδες, με το 18 % να αισθάνεται συχνά μοναξιά. Παρόλο που μια στενή σχέση αγάπης λειτουργεί ως εμπόδιο στη μοναξιά, το 47% των ανθρώπων που ζουν με έναν σύντροφο ανέφεραν ότι αισθάνονται μοναξιά τουλάχιστον μερικές φορές και το 16% το νιώθει συχνά.48 Αντανακλώντας τις κυρίαρχες επιστημονικές κατασκευές της ψυχικής υγείας, υπάρχουν πρόσφατες προσπάθειες για τον εντοπισμό γενετικών αιτιών της μοναξιάς, με τις περιβαλλοντικές συνθήκες να επιδεινώνουν την προδιάθεση ενός ατόμου σε αυτήν.49 Ωστόσο, ακόμη και οι πιο βιολογικά ντετερμινιστικές αναλύσεις παραδέχονται ότι οι κοινωνικές συνθήκες είναι σημαντικές για την ανάπτυξή της. Παρ ‘όλα αυτά, ελάχιστες μελέτες προσπαθούν να απεικονίσουν σοβαρά τον βαθμό στον οποίο ο καπιταλισμός είναι ένας παράγοντας που συμβάλλει στο πρόβλημα.

Ο ατομικισμός κυριαρχούσε πάντα ως αρχή πάνω στην οποία οικοδομείται η ιδανική καπιταλιστική κοινωνία. Η ατομική προσπάθεια, το να βασίζεσαι μόνο στον εαυτό σου και η ανεξαρτησία εγκρίνονται ως τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καπιταλισμού. Όπως γίνεται κατανοητό σήμερα, η έννοια του ατόμου έχει τις ρίζες του στον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής και η έμφαση στις μεγαλύτερες κολεκτιβιστικές μεθόδους εργασίας – όπως μέσα στην οικογένεια ή το χωριό – παραδόθηκε στον καταναγκασμό των ατόμων, τα οποία πρέπει να είναι ελεύθερα να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη στην αγορά. Πριν από τον καπιταλισμό, η ζωή συντελούνταν περισσότερο ως μέρος μιας ευρύτερης κοινωνικής ομάδας, ενώ με η μετάβαση στον καπιταλισμό ανέπτυξε και επέτρεψε την εμφάνιση του απομονωμένου, ιδιωτικού ατόμου και της πυρηνικής, όλο και πιο ιδιωτικοποιημένης οικογένειας. 50 Ο Fromm υποστήριξε ότι η προώθηση και ο εορτασμός των ατομικών αρετών σηματοδοτεί ότι τα μέλη της κοινωνίας αισθάνονται πιο μόνα στον καπιταλισμό παρά σε προηγούμενους τρόπους παραγωγής.51 Η εξύψωση του ατόμου από τον καπιταλισμό γίνεται πιο εμφανής από την ισχυρή αντίθεσή του ανάμεσα στα ιδανικά της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης, και την προτίμηση και το κίνητρο για τον ανταγωνισμό. Τα άτομα, λέγεται, πρέπει να ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε γενική βάση για να ενισχύσουν την προσωπική τους ανάπτυξη. Πιο συγκεκριμένα, ο ανταγωνισμός είναι, από οικονομική άποψη, μία από τις βάσεις στις οποίες λειτουργεί η αγορά και, ιδεολογικά, αντιστοιχεί στην ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι, για να είναι κανείς επιτυχημένος, πρέπει να ανταγωνίζεται με άλλους για λιγοστούς πόρους. Συνέπεια του ανταγωνισμού είναι ότι διχάζει και απομονώνει τα άτομα. Τα άλλα μέλη της κοινωνίας δεν θεωρούνται πηγές υποστήριξης, αλλά μάλλον εμπόδια στην προσωπική πρόοδο. Συνεπώς, οι δεσμοί κοινωνικής ενότητας αποδυναμώνονται σε μεγάλο βαθμό. Έτσι, η μοναξιά είναι ενσωματωμένη στη δομή κάθε καπιταλιστικής κοινωνίας ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα του συστήματος αξιών της.

Όχι μόνο η μοναξιά είναι αναπόσπαστο μέρος της καπιταλιστικής ιδεολογίας, αλλά επιδεινώνεται επίσης από την ίδια τη λειτουργία του καπιταλισμού ως συστήματος. Ως αποτέλεσμα της αμείλικτης προσπάθειας του καπιταλισμού για αυτο-επέκταση, η ανάπτυξη της παραγωγής είναι ένα από τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά του. Έχοντας γίνει μια αξιωματική έννοια, σπάνια αμφισβητείται η ιδέα της διευρυμένης παραγωγής. Το ανθρώπινο κόστος αυτού είναι ανατριχιαστικό, καθώς η εργασία προηγείται της επένδυσης σε κοινωνικές σχέσεις. Επιπλέον, οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις άφησαν πολλούς εργαζόμενους με όλο και πιο επισφαλείς θέσεις εργασίας και λιγότερη προστασία, εγγυημένα οφέλη και ώρες απασχόλησης – όλα αυτά επιδείνωσαν τη μοναξιά. Ενισχύοντας την προλεταριοποίηση του εργατικού δυναμικού, με όλο και περισσότερους εργαζόμενους που βρίσκονται σε κατάσταση ανασφάλειας και αυξημένης εκμετάλλευσης, η κεντρικότητα της εργασίας έχει γίνει μεγαλύτερη, καθώς η απειλή του να μην έχει δουλειά ή να μην μπορεί να εξασφαλίσει επαρκές βιοτικό επίπεδο, έχει γίνει πραγματικότητα για πολλούς σε μια «ευέλικτη» αγορά εργασίας.52 Τα άτομα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στην εργασία σε βάρος της δημιουργίας ουσιαστικών σχέσεων.

Η αυξανόμενη προσοχή που δίνεται στην εργασία μπορεί να απεικονιστεί σε σχέση με τις πρακτικές εργασίας. Παρά το γεγονός ότι η μέση διάρκεια της εβδομάδας εργασίας αυξήθηκε στη Βρετανία μετά την οικονομική κρίση της περιόδου 2007–09, η ευρύτερη εικόνα τις τελευταίες δύο δεκαετίες ήταν επίσημα πτωτική. Ωστόσο, οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης έχουν δει τον αριθμό των ωρών εργασίας τους να αυξάνεται, μαζί με τον αριθμό των θέσεων μερικής απασχόλησης. Επιπλέον, μεταξύ 2010 και 2015, σημειώθηκε αύξηση κατά 15% του αριθμού των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που εργάζονται περισσότερο από σαράντα οκτώ ώρες την εβδομάδα (το νόμιμο όριο · επιπλέον ώρες πρέπει να συμφωνηθούν μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου).53 Επιπλέον, το 2016, μια έρευνα εργαζομένων έδειξε ότι το 27% εργάστηκε περισσότερο από όσο θα ήθελε, επηρεάζοντας αρνητικά τη σωματική και ψυχική του υγεία και το 31% θεώρησε ότι η εργασία τους παρεμβαίνει στην προσωπική τους ζωή. Σημαντικό να σημειώσουμε ότι η μοναξιά δεν είναι απλά χαρακτηριστικό της ζωής εκτός εργασίας, αλλά μια κοινή εμπειρία κατά τη διάρκεια της εργασίας. Το 2014, εκτιμήθηκε ότι το 42% των Βρετανών υπαλλήλων δεν θεωρούσαν κανέναν συνάδελφο ως στενό φίλο και πολλοί ένιωθαν απομονωμένοι στο χώρο εργασίας.

Η μεγαλύτερη ενασχόληση με παραγωγικές δραστηριότητες σε βάρος προσωπικών σχέσεων χαρακτηρίστηκε ως «λατρεία της απασχόλησης» από τους ψυχίατρους Jacqueline Olds και Richard Schwartz (cult of buzyness).55 Παρότι εύστοχα αναγνωρίζουν αυτήν την τάση, κατά τα άλλα το αντιμετωπίζουν με όρους σαν οι εργαζόμενοι να επιλέγουν αυτή τη ζωή. Αυτό εξαλείφει κάθε σοβαρή κριτική για τον καπιταλισμό και την πραγματικότητα ότι η «λατρεία της απασχόλησης» ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της εγγενούς ανάγκης του οικονομικού συστήματος για αυτο-επέκταση. Επιπλέον, οι Olds και Schwartz αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν αυτήν την τάση ως αντανάκλαση της δομικής οργάνωσης της αγοράς εργασίας, η οποία καθιστά την περισσότερη εργασία αναγκαία και όχι επιλογή. Η αποφυγή της μοναξιάς και η αναζήτηση ουσιαστικών σχέσεων είναι θεμελιώδεις ανθρώπινες επιθυμίες, αλλά ο καπιταλισμός καταστέλλει την ικανοποιητική εκπλήρωσή τους, μαζί με τις ευκαιρίες να σχηματίσουν κοινούς δεσμούς αγάπης και φιλίας, να εργαστούν και να ζήσουν με αλληλεγγύη. Σε απάντηση, όπως υποστήριξαν οι Baran και Sweezy, ο φόβος της μοναξιάς οδηγεί τους ανθρώπους να αναζητήσουν λιγότερο ικανοποιητικές κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες τελικά έχουν ως αποτέλεσμα αισθήματα μεγαλύτερης δυσαρέσκειας.

Ο υλισμός και η αναζήτηση ταυτότητας και δημιουργικότητας

Για τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, η κατανάλωση είναι μια ζωτικής σημασίας μέθοδος  απορρόφησης της υπεραξίας. Στην εποχή του ανταγωνιστικού καπιταλισμού, ο Μαρξ δεν μπορούσε να προβλέψει πώς οι προσπάθειες πωλήσεων θα εξελιχθούν τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά για να γίνουν εξίσου σημαντικές για την οικονομική ανάπτυξη. 57 Η διαφήμιση, η διαφοροποίηση προϊόντων, η προγραμματισμένη απαξίωση και η καταναλωτική πίστη είναι όλα βασικά μέσα για την τόνωση της καταναλωτικής ζήτησης.  Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει έλλειψη ατόμων πρόθυμων να καταναλώσουν. Παράλληλα με την αποδοχή της εργασίας, ο Fromm προσδιόρισε την επιθυμία κατανάλωσης ως αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της ζωής στον καπιταλισμό, υποστηρίζοντας ότι ήταν ένα σημαντικό παράδειγμα των χρήσεων στις οποίες οι ανθρώπινες ενέργειες κατευθύνονται για να υποστηρίξουν την οικονομία. 58 Με τα καταναλωτικά αγαθά να αποτιμώνται για την επιδεικτικότητά τους, και όχι για την επιδιωκόμενη λειτουργία τους, οι άνθρωποι έχουν μεταβεί από τις αξίες χρήσης σε συμβολικές αξίες. Η απόφαση να ασχοληθεί κανείς με την ποπ κουλτούρα και να αγοράζει ένα είδος αυτοκινήτου, μια μάρκα ρούχων ή τεχνολογικού εξοπλισμού, μεταξύ άλλων αγαθών, βασίζεται συχνά στο τι υποτίθεται ότι υπονοεί το προϊόν για τον καταναλωτή. Συχνά, ο καταναλωτισμός αποτελεί την κύρια μέθοδο μέσω της οποίας τα άτομα μπορούν να οικοδομήσουν μια προσωπική ταυτότητα. Οι άνθρωποι επενδύονται συναισθηματικά στις έννοιες που σχετίζονται με τα καταναλωτικά αγαθά, με την ελπίδα ότι οι όποιες άυλες ιδιότητες λέγεται ότι διαθέτουν αυτά, θα μεταφερθούν σε αυτούς μέσω της ιδιοκτησίας. Υπό τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, ο καταναλωτισμός αφορά περισσότερο την κατανάλωση ιδεών και λιγότερο την ικανοποίηση των εγγενών βιολογικών και ψυχολογικών αναγκών. Ο Fromm υποστήριξε ότι «η κατανάλωση πρέπει να είναι μια συγκεκριμένη ανθρώπινη πράξη στην οποία εμπλέκονται οι αισθήσεις μας, οι σωματικές ανάγκες, η αισθητική μας προτίμηση… η ενέργεια της κατανάλωσης πρέπει να είναι μια ουσιαστική…εμπειρία. Στον πολιτισμό μας, υπάρχουν ελάχιστα από αυτά. Η κατανάλωση είναι ουσιαστικά η ικανοποίηση των τεχνητά διεγερμένων φαντασιώσεων».59

Η ανάγκη για ταυτότητα και δημιουργική εκπλήρωση ενθαρρύνει μια ακόρεστη όρεξη για κατανάλωση. Ωστόσο, κάθε αγορά συνήθως δεν ανταποκρίνεται στην υπόσχεσή της. Σπάνια η ικανοποίηση επιτυγχάνεται πραγματικά μέσω της κατανάλωσης, γιατί αυτό που καταναλώνεται είναι μια τεχνητή ιδέα και όχι ένα προϊόν που εμποτίζει την ύπαρξή μας με νόημα. Σε αυτή τη διαδικασία, ο καταναλωτισμός ως μορφή αποξένωσης γίνεται εμφανής. Αντί να καταναλώνουν ένα προϊόν που έχει σχεδιαστεί για να ικανοποιεί τις εγγενείς ανάγκες, τα καταναλωτικά προϊόντα αποτελούν παράδειγμα της συνθετικής τους φύσης μέσω των κατασκευασμένων εννοιών και συμβολισμών τους, τα οποία έχουν σχεδιαστεί για να διεγείρουν και να ικανοποιήσουν μια προσχεδιασμένη απάντηση και ανάγκη.60 Η ταυτότητα που μπορεί ένα άτομο να επιθυμεί ή να νιώθει ότι έχει αποκτήσει από την κατανάλωση ενός προϊόντος, καθώς και κάθε μορφή δημιουργικότητας που επικαλείται ένα καταναλωτικό αγαθό ή είδος ποπ κουλτούρας, είναι ψευδής.

Αντί να καλλιεργεί τη χαρά, η οικονομική ευημερία των μονοπωλιακών-καπιταλιστικών εθνών έχει προκαλέσει μια γενική ευρεία δυσαρέσκεια καθώς αποδίδεται μεγάλη αξία στη συγκέντρωση κτήσεων-περιουσίας. Ενώ ο καταναλωτισμός ως αξία υπάρχει σε όλες τις καπιταλιστικές κοινωνίες, σε εκείνες με μεγαλύτερη ανισότητα – με τη Βρετανία να παρουσιάζει μεγαλύτερες ανισότητες πλούτου από τις περισσότερες άλλες χώρες – η επιθυμία κατανάλωσης και απόκτησης συμβάλλει σημαντικά στην εμφάνιση νευρώσεων, καθώς η προσπάθεια διατήρησης της κοινωνικής θέσης και μίμησης των ατόμων που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνίας, γίνεται μία έντονη πίεση. Ο αντίκτυπος αυτού έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει τις βρετανικές οικογένειες τα τελευταία χρόνια. Το 2007, η UNICEF αναγνώρισε ότι η Βρετανία έχει το χαμηλότερο επίπεδο ευημερίας των παιδιών ανάμεσα στα 21 πιο εύπορα κράτη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Σε απάντηση αυτών των αποτελεσμάτων, πραγματοποιήθηκε μια έρευνα για τις βρετανικές οικογένειες το 2011, συγκρίνοντάς τις με αυτές στην Ισπανία και τη Σουηδία, χώρες που κατατάχθηκαν στην πρώτη πεντάδα για την ευημερία των παιδιών.61

Από τα τρία έθνη, η κουλτούρα του καταναλωτισμού ήταν μεγαλύτερη στη Βρετανία, καθώς επικρατούσε σε όλες τις οικογένειες ανεξάρτητα από το επίπεδο οικονομικής ευμάρειας. Οι Βρετανοί γονείς θεωρήθηκαν πιο υλιστές από τους Ισπανούς και Σουηδούς ομολόγους τους και συμπεριφέρονταν με τον ανάλογο τρόπο στα παιδιά τους. Αγόρασαν τα πιο σύγχρονα, επώνυμα καταναλωτικά προϊόντα, κυρίως επειδή πίστευαν ότι θα εξασφάλιζε το στάτους του παιδιού τους μεταξύ των συνομηλίκων τους. Αυτή ήταν μια αξία που μοιράζονταν και τα ίδια τα παιδιά, με πολλά να αποδέχονται ότι το κοινωνικό κύρος τους βασίζεται στην ιδιοκτησία επώνυμων καταναλωτικών αγαθών, η οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία, συνέβαλε στην εμφάνιση ανησυχίας και άγχους, ειδικά για παιδιά από φτωχότερα νοικοκυριά που αναγνώριζαν το μειονέκτημά τους. Ενώ ένας καταναγκασμός για αγορά συνεχώς νέων προϊόντων για τους ίδιους και τα παιδιά τους εντοπίστηκε μεταξύ των Βρετανών γονέων, πολλοί εντούτοις ένιωθαν επίσης την ψυχολογική πίεση της προσπάθειας να διατηρήσουν έναν υλιστικό τρόπο ζωής και ενέδιδαν σε αυτές τις πιέσεις. Και στις τρεις χώρες, τα παιδιά αναγνώρισαν ότι οι ανάγκες για τη δική τους ευημερία συνίστανται σε ποιοτικό χρόνο που περνούν με γονείς και φίλους και ευκαιρίες να απολαύσουν τη δημιουργικότητά τους, ειδικά μέσω υπαίθριων δραστηριοτήτων. Παρ ‘όλα αυτά, η έρευνα έδειξε ότι, στη Βρετανία, πολλοί δεν ικανοποιούσαν τέτοιες ανάγκες. Οι γονείς δυσκολεύονταν να περάσουν αρκετό χρόνο με τα παιδιά τους λόγω εργασιακών δεσμεύσεων και συχνά τα αποθάρρυναν να συμμετάσχουν σε υπαίθριες δραστηριότητες λόγω ανησυχίας για την ασφάλεια τους. Στη συνέχεια, οι γονείς το αντιστάθμιζαν με καταναλωτικά αγαθά, τα οποία σε μεγάλο βαθμό δεν ικανοποιούσαν τις ανάγκες των παιδιών τους. Ως εκ τούτου, οι ανάγκες των βρετανών παιδιών να σχηματίσουν και να συμμετάσχουν σε ουσιαστικές σχέσεις και να δράσουν δημιουργικά καταπιέζονται και οι προσπάθειες να ικανοποιηθούν αυτές οι ανάγκες μέσω του καταναλωτισμού δεν τους έφεραν ευτυχία.

Αντίσταση ως ταξική πάλη

Αν και δεν αρνούμαστε την ύπαρξη βιολογικών αιτιών, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η δομική οργάνωση της κοινωνίας ότι έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των ανθρώπων. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός λειτουργεί με τρόπο που εμποδίζει πολλούς να βιώσουν ψυχική ευεξία. Παρ ‘όλα αυτά, το ιατρικό μοντέλο συνεχίζει να κυριαρχεί, ενισχύοντας μια ατομικιστική αντίληψη για την ψυχική υγεία και αποκρύπτοντας τις βλαβερές συνέπειες του παρόντος τρόπου παραγωγής. Αυτό καταπιέζει τους χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας υποτάσσοντάς τους στην κρίση των ιατρών. Το ιατρικό μοντέλο ενθαρρύνει επίσης την αναστολή και τον περιορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων των ατόμων σε περίπτωση ψυχικής δυσφορίας, συμπεριλαμβανομένης της νομιμοποίησης της παραβίασης της εκούσιας δράσης τους και του αποκλεισμού τους από τη λήψη αποφάσεων. Για όσους υποφέρουν από ψυχική δυσφορία, η ζωή στον καπιταλισμό χαρακτηρίζεται συχνά από καταπίεση και διάκριση.

Έχοντας επίγνωση της καταπίεσής τους, οι χρήστες και οι επιζώντες των υπηρεσιών ψυχικής υγείας αμφισβητούν τώρα την ιδεολογική κυριαρχία του ιατρικού μοντέλου και την απόκρυψη του ψυχολογικού αντίκτυπου του καπιταλισμού. Επιπλέον, συσπειρώνονται όλο και περισσότερο και προβάλλουν ως εναλλακτική λύση την ανάγκη αποδοχής του κοινωνικού μοντέλου ψυχικής υγείας, εμπνευσμένου από το μαρξισμό. Το κοινωνικό μοντέλο αναπηρίας προσδιορίζει τον καπιταλισμό ως εργαλείο για την κατασκευή της κατηγορίας αναπηρίας, που ορίζεται ως μειονεκτήματα που αποκλείουν τα άτομα από την αγορά εργασίας. Υιοθετώντας μια ευρέως υλιστική οπτική, ένα κοινωνικό μοντέλο ψυχικής υγείας αντιμετωπίζει τα υλικά μειονεκτήματα, την καταπίεση και τον πολιτικό αποκλεισμό ως σημαντικές αιτίες ψυχικών ασθενειών.

Το 2017 στη Βρετανία, η ομάδα δράσης για την ψυχική υγεία National Survivor User Network απέρριψε κατηγορηματικά το ιατρικό μοντέλο και έθεσε την κοινωνική δικαιοσύνη στο επίκεντρο της εκστρατείας της. Στο πλαίσιο της έκκλησής της για κοινωνική προσέγγιση της ψυχικής υγείας, η ομάδα καταγγέλλει ρητά τον νεοφιλελευθερισμό, υποστηρίζοντας ότι η λιτότητα και οι περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση έχουν συμβάλει στην αύξηση των ατόμων που υποφέρουν από κακή ψυχική υγεία καθώς και στην επιδείνωση της υπάρχουσας ψυχικής υγείας. Αναγνωρίζοντας την κοινωνική ανισότητα ως συντελεστή στην εμφάνιση κακής ψυχικής υγείας, το National Survivor User Network υποστηρίζει ότι η πρόκληση που θέτουν οι χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας πρέπει να αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης καταγγελίας ενάντια στη γενική ανισότητα στην κοινωνία, υποστηρίζοντας ότι « τα μέτρα λιτότητας, οι επιζήμιες οικονομικές πολιτικές, οι κοινωνικές διακρίσεις και οι διαρθρωτικές ανισότητες είναι βλαβερές για τους ανθρώπους. Πρέπει να αμφισβητηθούν ως μέρος μιας ευρύτερης ατζέντας κοινωνικής δικαιοσύνης»62. Επιπλέον, η ομάδα δράσης Recovery in the Bin τοποθετεί τον εαυτό της και το ευρύτερο κίνημα ψυχικής υγείας μέσα στην ταξική πάλη, πιέζοντας για ένα κοινωνικό μοντέλο που αναγνωρίζει τον καπιταλισμό ως σημαντικό καθοριστικό παράγοντα της κακής ψυχικής υγείας. Επιπλέον, εκπροσωπώντας τις εθνοτικές μειονότητες, το Kindred Minds εκστρατεύει δυναμικά  με την προσέγγιση ότι η ψυχική δυσφορία είναι λιγότερο αποτέλεσμα βιολογικών χαρακτηριστικών και περισσότερο συνέπεια κοινωνικών προβλημάτων όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός και η οικονομική ανισότητα και έτσι «παθολογούνται ως ψυχικές ασθένειες». 63 Για το Kindred Minds, ο καταλύτης για την επιδείνωση της ψυχικής υγείας είναι η καταπίεση και οι διακρίσεις, με τις εθνικές μειονότητες να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα επίπεδα κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας και προκαταλήψεων.

Ο καπιταλισμός δεν θα μπορέσει ποτέ να προσφέρει τις συνθήκες που ευνοούν περισσότερο την επίτευξη ψυχικής υγείας. Η καταπίεση, η εκμετάλλευση και η ανισότητα καταστέλλουν σε μεγάλο βαθμό την πραγματική συνειδητοποίηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Η αντίσταση στη βιαιότητα του αντίκτυπου του καπιταλισμού στην ψυχική ευημερία πρέπει να είναι κεντρική για την ταξική πάλη, καθώς ο αγώνας για τον σοσιαλισμό δεν είναι ποτέ μόνο για αυξημένη υλική ισότητα, αλλά και για την ανθρωπότητα και μια κοινωνία στην οποία βρίσκονται όλες οι ανθρώπινες ανάγκες ικανοποιούνται, συμπεριλαμβανομένων των ψυχολογικών. Όλα τα μέλη της κοινωνίας επηρεάζονται από την απάνθρωπη φύση του καπιταλισμού, αλλά, αργά και αποφασιστικά, ο αγώνας διεξάγεται πιο ρητά από τους πιο καταπιεσμένους και εκμεταλλευόμενους. Η πρόκληση που τίθεται πρέπει να θεωρηθεί ως μέρος της ευρύτερης ταξικής πάλης, ως ένα μέτωπο μεταξύ πολλών, στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, οικονομική ισότητα, αξιοπρέπεια και σεβασμό.

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. World Health Organization, Fact Sheets on Mental Health (Geneva: World Health Organization, 2017), http://who.int.
  2. World Health Organization, Data and Resources (Geneva: World Health Organization, 2017), http://euro.who.int/en.
  3. World Health Organization, Data and Resources.
  4. Sally McManus, Paul Bebbington, Rachel Jenkins, and Traolach Brugha, Mental Health and Wellbeing in England: Adult Psychiatric Morbidity Survey 2014 (Leeds: NHS Digital, 2016).
  5. Brett J. Deacon and Dean McKay, “The Biomedical Model of Psychological Problems: A Call for Critical Dialogue,” Behavior Therapist 38, no. 7 (2015): 231–35. Pharmaceutical companies who have identified it as a market opportunity have been the primary beneficiaries of this approach, exemplified by the proliferation of anti-depressants as illustrated by Brett J. Deacon and Grayson L. Baird, “The Chemical Imbalance Explanation of Depression: Reducing Blame at what Cost?,” Journal of Social and Clinical Psychology 28, no. 4 (2009): 415–35.
  6. As exemplified by Jordan W. Smoller et al., “Identification of Risk Loci with Shared Effects on Five Major Psychiatric Disorders: A Genome-Wide Analysis,” Lancet 381, no. 9875 (2013): 1371–79. In this study, five of the most common mental-health disorders, including schizophrenia, bipolar disorder, and depression, were associated with genetic variations.
  7. Deacon and McKay, “The Biomedical Model of Psychological Problems,” 233.
  8. Social class is one of the most significant indicators of mental health, as evidenced by research within the social sciences dating back to the earlier part of the twentieth century. The first most notable study of this kind is Robert E. L. Farris and Henry W. Dunham, Mental Disorders in Urban Areas (Chicago: Chicago University Press, 1939), which identified higher rates of mental disorders in the poorest districts of Chicago. This was followed by, among others in both Britain and the United States, August B. Hollingshead and Frederick C. Redlich, Social Class and Mental Illness (New York: John Wiley, 1958); Leo Srole, Thomas S. Langer, Stanley T. Michael, Marvin K. Opler, and Thomas A. C. Rennie, Mental Health in the Metropolis: The Midtown Manhattan Study (New York: McGraw-Hill, 1962); and John J. Schwab, Roger A. Bell, George J. Warheit, and Ruby B. Schwab, Social Order and Mental Health: The Florida Health Study (New York: Brunner-Mazel, 1979).
  9. Iain Ferguson, Politics of the Mind: Marxism and Mental Distress (London: Bookmarks, 2017), 15–16.
  10. Paul Baran and Paul Sweezy, Monopoly Capital (New York: Monthly Review Press, 1966), 285.
  11. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 346–47.
  12. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 346.
  13. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 364.
  14. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 354–55.
  15. Paul A. Baran, The Longer View (New York: Monthly Review Press, 1969), 92–111; Paul M. Sweezy, “Paul A. Baran: A Personal Memoir,” in Paul A. Baran: A Collective Portrait (New York: Monthly Review Press, 32–33. The unpublished chapter of Baran and Sweezy’s Monopoly Capital, entitled “The Quality of Monopoly Capitalist Society II,” drafted by Baran, had included an extensive section on mental health. That chapter, however, was not included in the book because it was still unfinished at the time of Baran’s death. Nevertheless, some elements of the mental-health argument were interspersed in other parts of the book. When “The Quality of Monopoly Capitalism II” was finally published in Monthly Review in 2013, almost sixty years after it was drafted by Baran, the section on mental health was excluded due to its incomplete character. See Paul A. Baran and Paul M. Sweezy, “The Quality of Monopoly Capitalist Society: Culture and Communications” Monthly Review 65, no. 3 (July–August 2013): 43–64. It is worth noting that the treatment of mental health in Monopoly Capital did not go unnoticed and was subject to criticism by Robert Heilbroner in a review in the New York Review of Books, to which Sweezy responded in a letter, defending their analysis in this regard. See Robert Heilbroner, Between Capitalism and Socialism (New York: Vintage, 1970), 237–46; Paul M. Sweezy, “Monopoly Capital” (letter), New York Review of Books, July 7, 1966, 26.
  16. The influence of Fromm is evident in Baran’s work and correspondence. He studied Fromm’s The Sane Society, together with Marcuse’s Eros and Civilization and One Dimensional Man (in manuscript form). He was undoubtedly familiar with the wider body of work by both thinkers. While Baran was not in complete agreement with the details of Marcuse’s analyses, he openly acknowledged the importance and significance of his work, identifying Eros and Civilizationas having great relevance to U.S. society and recognizing a psychoanalytical analysis as vital to understanding monopoly-capitalist society. See Nicholas Baran and John Bellamy Foster, The Age of Monopoly Capital: Selected Correspondence of Paul A. Baran and Paul M. Sweezy, 1949–1964 (New York: Monthly Review Press, 2017), 127, 131. See also the “Baran-Marcuse Correspondence,” Monthly Review Foundation, https://monthlyreview.org.
  17. Erich Fromm, Beyond the Chains of Illusion: My Encounter with Freud and Marx(London: Continuum, 2009), 7.
  18. Fromm, Beyond the Chains of Illusion, 35.
  19. Bertell Ollman, Alienation: Marx’s Conception of Man in a Capitalist Society (Cambridge: Cambridge University Press, 1977), 131.
  20. Karl Marx, Capital, vol. 1 (1867; repr. London: Lawrence and Wishart, 1977), 571.
  21. Erich Fromm, Marx’s Concept of Man(London: Bloomsbury, 2016), 23–24.
  22. Erich Fromm, The Sane Society(London, Routledge, 2002), 13.
  23. Fromm, The Sane Society, 65.
  24. Fromm, The Sane Society, 22.
  25. Fromm, Beyond the Chains of Illusion, 27.
  26. Fromm, The Sane Society, 27.
  27. Fromm, The Sane Society, 28–35.
  28. Fromm, The Sane Society, 35–36.
  29. Fromm, The Sane Society, 37–59.
  30. Fromm, The Sane Society, 59–61.
  31. Fromm, The Sane Society, 61–64
  32. Fromm, The Sane Society, 14.
  33. Fromm, The Sane Society, 76.
  34. Fromm, The Sane Society, 66.
  35. Karl Marx, Economic and Philosophic Manuscripts of 1844(1932; repr. Radford, Virginia: Wilder Publications, 2011).
  36. Fromm, Beyond the Chains of Illusion, 63.
  37. Fromm, The Sane Society, 173.
  38. Investors in People, Job Exodus Trends: 2018 Employee Sentiment Poll(London: Investors in People, 2018), http://investorsinpeople.com.
  39. Fromm, The Sane Society, 35.
  40. Health and Safety Executive, Work Related Stress, Depression or Anxiety Statistics in Great Britain, 2018(Bootle, UK: Health and Safety Executive, 2018), 3, http://hse.gov.uk.
  41. Business in the Community, Mental Health at Work Report 2017(London: Business in the Community, 2017), http://bitc.org.uk.
  42. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 345.
  43. Fromm, The Sane Society, 15.
  44. Fromm, The Sane Society, 29.
  45. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 347–48.
  46. Jo Griffin, The Lonely Society?(London: Mental Health Foundation, 2010), 6–7.
  47. Griffin, The Lonely Society?, 4
  48. David Marjoribanks and Anna Darnell Bradley, You’re Not Alone: The Quality of the UK’s Social Relationships(Doncaster: Relate, 2017), 17–18.
  49. Luc Goossens, Eeske van Roekel, Maaike Verhagen, John T. Cacioppo, Stephanie Cacioppo, Marlies Maes, and Dorret I. Boomsma, “The Genetics of Loneliness: Linking Evolutionary Theory to Genome-Wide Genetics, Epigenetics, and Social Science,” Perspectives on Psychological Science 10, no 2 (2015): 213–26.
  50. Michael Oliver, The Politics of Disablement(Basingstoke, UK: Macmillan Press, 1990); Eli Zaretsky, Capitalism, the Family, and Personal Life (London: Pluto Press, 1976).
  51. Fromm, The Fear of Freedom, 93.
  52. See Ricardo Antunes, “The New Service Proletariat,” Monthly Review69, no. 11 (April 2018): 23–29, for an analysis of the evolving insecurity of labor markets within the advanced capitalist nations and the hardening of proletarian divisions.
  53. Trade Union Congress, “15 Per Cent Increase in People Working More than 48 Hours a Week Risks a Return to ‘Burnout Britain’, Warns TUC,” September 9, 2015; Josie Cox, “British Employees are Working More Overtime than Ever Before—Often for No Extra Money,” Independent, March 2, 2017.
  54. David Marjoribanks, A Labour of Love—or Labour Versus Love?: Our Relationships at Work; Relationships and Work(Doncaster: Relate, 2016).
  55. Jacqueline Olds and Richard Schwartz, The Lonely American: Drifting Apart in the Twenty-First Century(Boston: Beacon Press, 2009).
  56. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 347–48.
  57. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 115.
  58. Fromm, Beyond the Chains of Illusion, 63.
  59. Fromm, The Sane Society, 129-130.
  60. Robert Bocock, Consumption(London: Routledge, 2001), 51.
  61. United Nations Children’s Fund, Innocenti Report Card 7: Child Poverty in Perspective: An Overview of Child Well-Being in Rich Countries(Florence: UNICEF Innocenti Research Centre, 2007), http://unicef-irc.org.
  62. National Survivor User Network, NSUN Manifesto 2017: Our Voice, Our Vision, Our Values, (London: National Survivor User Network, 2017), http://nsun.org.uk.
  63. Raza Griffiths, A Call for Social Justice: Creating Fairer Policy and Practice for Mental Health Service Users from Black and Minority Ethnic Communities(London: Kindred Minds, 2018).

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: antapocrisis

Το μονοπώλιο της καλοσύνης

Μπορεί να σπάει νεύρα η διαμαρτυρία του υπουργού Οικονομικών της Ιρλανδίας, που αρνείται πεισματικά τον παγκόσμιο εταιρικό φόρο, αλλά αν το καλοσκεφτείτε έχει και τα δίκια του. «Μια παγκόσμια συμφωνία πρέπει να παίρνει υπόψη και τις ευαισθησίες των αδύναμων χωρών», είπε ο κ. Ντόναχιου, χωρίς βέβαια να εισακουστεί. Πολλές από τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη προσφεύγουν σε χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, προσφέρονται ως φορολογικοί παράδεισοι ή έστω καθαρτήρια για πολυεθνικές, ολιγάρχες, μεγάλους ή μικρούς άρπαγες και κυνηγούς του πλούτου, όχι απαραίτητα από φορολογικό μαζοχισμό ή από φυσική ροπή στη διαφθορά και την εξαγορά, αλλά απλώς για λόγους επιβίωσης στον ανελέητο παγκόσμιο ανταγωνισμό προσέλκυσης κεφαλαίων και επενδύσεων, που διεξάγεται αποκλειστικά με βρόμικα μέσα. Χωρίς ίχνος δικαιοσύνης και κοινωνικής ευαισθησίας. Με τον χαμηλό συντελεστή της η Ιρλανδία πέτυχε σε μια δεκαετία το δεύτερο υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ε.Ε.- φυσικά μετά το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, που όσο μπόι του λείπει, τόσα περισσότερα ξεπλένει-, αλλά αυτό δεν κατέστησε πλουσιότερο τον μέσο Ιρλανδό. Απλώς του έδωσε δουλειά, ένα πιο γρήγορο ξεμπέρδεμα από το ιρλανδικό μνημόνιο, με τίμημα ένα γενναιόδωρο φορολογικό ξέπλυμα στα κέρδη των αμερικανικών πολυεθνικών. Σκεφτείτε, λοιπόν, τι είναι διατεθειμένες να κάνουν χώρες που δεν διαθέτουν ούτε το ένα εικοστό του κατά κεφαλήν πλούτου της Ιρλανδίας.

Υπάρχει μια παράδοξη αντιστροφή ρόλων ανάμεσα στον «πρώτο» και τον «τρίτο» κόσμο της παγκόσμιας οικονομίας, τριάντα και πλέον χρόνια μετά την εξαφάνιση του «δεύτερου» (του κατά συνθήκην σοσιαλιστικού) στους δυο άλλους, κυρίως στον δεύτερο. Επειτα από δεκαετίες προσήλωσης στον νεοφιλελευθερισμό και εφαρμογής των πιο ανελέητων δογμάτων του, οι πλουσιότερες χώρες του καπιταλιστικού σύμπαντος, οι οικονομίες που οφείλουν την ισχύ τους στους αιώνες αποικιακής και νεοαποικιακής λεηλασίας των φτωχότερων χωρών, επιδίδονται σε έναν ιδιότυπο ανταγωνισμό παγκοσμιοποίησης της «καλοσύνης»: θέλουν φορολογική δικαιοσύνη. Θέλουν να σταματήσει ο ανταγωνισμός της φοροαποφυγής. Θέλουν να φορολογηθεί αυστηρότερα η κερδοφορία των πολυεθνικών. Θέλουν οι πλούσιοι να πληρώσουν περισσότερα. Θέλουν να μειωθούν οι κοινωνικές ανισότητες. Θέλουν να κατανεμηθούν δικαιότερα τα οφέλη από το παγκόσμιο εμπόριο. Θέλουν να ενισχύσουν τα εισοδήματα των φτωχότερων στρωμάτων. Θέλουν να πειραματιστούν με μοντέλα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για όλους. Θέλουν να εγγυηθούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Θέλουν να καταπολεμήσουν τη φτώχεια, να εξαλείψουν την αστεγία. Θέλουν να απεξαρτηθούν πλήρως από τα ορυκτά καύσιμα. Θέλουν να εξαφανίσουν σε μια δεκαπενταετία τα ρυπογόνα οχήματα. Θέλουν να μηδενίσουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της παραγωγής τους. Θέλουν να γίνουν οι πρώτες εντελώς πράσινες και μπλε οικονομίες του κόσμου. Θέλουν καθαρές πόλεις, ατμόσφαιρα χωρίς ρύπους. Θέλουν να φρενάρουν την υπερθέρμανση, να αντιστρέψουν την κλιματική αλλαγή. Θέλουν να απαλλαγούν από το πλαστικό. Θέλουν να πρωτοπορήσουν στην αειφορία, στην κυκλική οικονομία, στους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ. Θέλουν να προστατέψουν τη βιοποικιλότητα του πλανήτη, να σώσουν και να αυξήσουν τα δάση του. Θέλουν να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των ζώων εκτροφής. Θέλουν καλές πρακτικές στις καλλιέργειες, υγιεινά τρόφιμα απαλλαγμένα από επικίνδυνα χημικά και από καρκινογόνους βιολογικούς παράγοντες. Θέλουν διαφάνεια στα προϊόντα και ισχυρή προστασία στον καταναλωτή. Θέλουν η τεχνολογική καινοτομία και η τεχνητή νοημοσύνη να σέβεται τα προσωπικά δεδομένα και τα ατομικά δικαιώματα. Θέλουν να τιθασευτεί η τεράστια ισχύς των ψηφιακών κολοσσών. Θέλουν σεβασμό στη διαφορετικότητα, αυστηρή καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού. Θέλουν, θέλουν, θέλουν…

Είναι λίγο μπέρδεμα, έτσι; Αν οι ηγέτιδες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης θέλουν όλα αυτά που για δεκαετίες -μην πούμε και αιώνες- ήθελαν όλα μαζί ή αποσπασματικά τα πολύχρωμα προοδευτικά κινήματα του κόσμου -το εργατικό, το οικολογικό, το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, το κίνημα των «αδεσμεύτων», το γυναικείο, το LGBT+, το κίνημα του δίκαιου εμπορίου, το κίνημα για τα δικαιώματα των ζώων, το κίνημα των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων, το αντιρατσιστικό, το αντιφασιστικό, το καταναλωτικό, το κίνημα αλληλεγγύης-, αν ο σκληρός πυρήνας του οικουμενικού καπιταλισμού, οι ΗΠΑ, η Ε.Ε., η Ιαπωνία, η G7, η G20 αντιποιούνται όσα ενστερνίστηκαν λίγο πολύ όλες οι «Αριστερές» του μεταπολεμικού κόσμου, καλύπτοντας όλα τα τεράστια ιδεολογικά και πολιτικά κενά που αυτές οι «Αριστερές» έχουν αφήσει με την εξαφάνιση ή την ενσωμάτωσή τους, τότε εμείς τι ρόλο βαράμε; Αν ο καπιταλισμός κατακτήσει και το μονοπώλιο της «καλοσύνης», της δικαιοσύνης, του σεβασμού στο περιβάλλον και στον «άλλον», τότε ποια εναλλακτική μένει να στηρίξουμε εμείς, του ’60 οι εκδρομείς; Το «δικαίωμα» των φτωχών χωρών να ρυπαίνουν τον αέρα και τα νερά τους, να γίνονται χωματερές της Δύσης, να αποψιλώνουν τα δάση τους, να υποθάλπουν φοροφυγάδες, να προσφέρουν φτηνό εργατικό δυναμικό, να ξεπουλάνε όσο όσο τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους τους, να κάνουν τη βρόμικη δουλειά του αναπτυγμένου κόσμου, να γίνουν τα χαμένα στην αιθαλομίχλη Λονδίνα και Μάντσεστερ του 21ου αιώνα;

Προσοχή! Δεν είναι κουίζ, ούτε ρητορικά ερωτήματα για να περνά η ώρα. Είναι διλήμματα υπαρκτά που αφορούν τουλάχιστον 5 δισ. του παγκόσμιου πληθυσμού που έτυχε να γεννηθούν στη λάθος μεριά του πλανήτη.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών, 
Αναδημοσίευση από http://kibi-blog.blogspot.com/

Από άθλημα του λαού, σε παιχνίδι μόνο για πλούσιους

Πρέπει να νιώθω χαρούμενος. Καλά το είχα καταλάβει. Ολόκληρο το Κεφάλαιο 5 του βιβλίου «Καπιταλισμός, Μόνο» είναι μια έκθεση της αυξανόμενης εμπορευματοποίησης πάντων, συμπεριλαμβανομένου του ελεύθερου χρόνου μας και της καθημερινής ζωής μας. Σε συνομιλία του περασμένου Νοεμβρίου με το περιοδικό Forbes, είπα ότι ένα πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου είναι αναπόφευκτο: οι σύλλογοι λειτουργούν ως καθαροί μηχανισμοί δημιουργίας χρημάτων, υπάρχουν τεράστια δυνητική κερδοφορία, και τα κορυφαία ποδοσφαιρικά κλαμπ θα επιδιώξουν να αποκλείσουν τους μικρότερους και κυρίως θα επιδιώξουν να παίζουν εναντίον εξίσου ισχυρών ομάδων. Σκέφτηκα επίσης ότι είναι θέμα χρόνου μέχρι να πεθάνει το ποδόσφαιρο των εθνικών διοργανώσεων. Οι ιδιοκτήτες των κλαμπ δεν θέλουν να εκθέσουν παίκτες για τους οποίους έχουν πληρώσει εκατομμύρια ευρώ σε περιττό κόπο και πιθανές βλάβες, όταν παίζουν σε παιχνίδια που δεν έχουν σημασία και δεν τους αποφέρουν τίποτα οικονομικά. Γιατί περιμένουμε ότι ορισμένα μέρη της ζωής μας δεν θα γίνουν πλήρως εμπορευματοποιημένα, τη στιγμή που όλα τα άλλα είναι, και εμείς οι ίδιοι ανυπόμονα συμμετέχουμε σε αυτήν την τεράστια εμπορευματοποίηση; Το κάνουμε νοικιάζοντας τα σπίτια, τα αυτοκίνητά μας, υπογράφοντας συμβάσεις NDA (στμ. συμβάσεις μη – αποκάλυψης). Με τις τελευταίες, πουλάμε το δικαίωμά μας στον ελεύθερο λόγο – στη σωστή βεβαίως τιμή.

Είναι καθόλου καλύτερο από αυτά το ποδόσφαιρο; Η απάντηση είναι “όχι”. Είναι ακριβώς αυτό που θέλουμε να είναι: εμπορευματοποιείται στο έπακρο. Κάνει ακριβώς αυτό που απαιτεί η αδιάκοπη επέκταση του υπερ-εμπορευματοποιημένου καπιταλισμού.

Πρέπει λοιπόν να σταματήσουμε να διαμαρτυρόμαστε;

Ίσως. Αλλά ακόμα κι αν το κάνουμε αυτό, δεν μπορούμε να μην συνειδητοποιούμε ότι αυτό που προτείνουν οι δώδεκα σύλλογοι αποτελεί ένα κβαντικό άλμα σε αυτήν τη θλιβερή (και σε ένα βαθμό επαίσχυντη) κατεύθυνση. Ενώ η αυξανόμενη εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου συνεχιζόταν επί δεκαετίες, το ποδόσφαιρο προσπάθησε, τουλάχιστον τυπικά, να διατηρήσει την ψευδαίσθηση ότι επιτρέπει οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Ακόμα και όταν το Champions League (CL) άλλαξε τη μορφή του και σταμάτησε η εκπροσώπηση επί ίσοις όροις όλων των πρωταθλημάτων των ευρωπαϊκών χωρών, κατανέμοντας περισσότερες θέσεις στα κορυφαία πρωταθλήματα, δεν έκλεισε εντελώς αυτή την πόρτα. Μικρά κλαμπ σε μεγάλα πρωταθλήματα θα μπορούσαν ακόμα να ελπίζουν να φτάσουν στο CL μέσω καλών επιδόσεων στο εντός έδρας πρωτάθλημα. μεγάλα σωματεία σε μικρά πρωταθλήματα θα μπορούσαν ακόμη να ελπίζουν, ότι, μετά από πολλούς εξαντλητικούς προκριματικούς, θα μπορούσαν να φτάσουν στο CL. Η πόρτα έκλεισε σε μεγάλο βαθμό για έναν ίσο ανταγωνισμό μεταξύ μεγάλων και μικρών συλλόγων, αλλά όχι εντελώς.

Τώρα, η πόρτα είναι σφραγισμένη ολοκληρωτικά. Θα έχουμε 12 ή 16 ή 18 ομάδες να ανταγωνίζονται για πάντα μεταξύ τους, χωρίς φόβο υποβιβασμού και χωρίς κίνητρα, ή μάλλον δυνατότητα, για οποιονδήποτε άλλον να μπει σε αυτό το αυτοκρατορικό πρωτάθλημα. Είναι περιττό ακόμη και να επισημάνουμε πόσο μακριά είναι αυτό που σήμαινε το ποδόσφαιρο τον περασμένο αιώνα, πιο συγκεκριμένα από τις ίδιες τις μορφές που έπαιρναν οι διεθνείς διοργανώσεις και τα παγκόσμια κύπελλα. Ήταν συχνά το μέσο για να εκπληρωθούν πολιτικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί ή εθνικοί στόχοι. Ήταν ο τόπος συνάντησης όταν όλοι οι άλλοι δημόσιοι χώροι έκλεισαν. Ήταν το μέρος όπου θα μπορούσες να φωνάξεις αντικυβερνητικά συνθήματα, ενώ αλλού θα σε κυνηγούσε η αστυνομία ή θα σε έριχναν φυλακή. Ήταν ένα μέρος για κοινωνική κινητικότητα αν ήσασταν παίκτης, ή για κοινωνικό ανακάτεμα αν ήσασταν στην εξέδρα. Ήταν ένα μέρος όπου οι άνθρωποι θα στέκονταν για μερικές ώρες κάτω από τη βροχή ή το χιόνι για να παρακολουθήσουν τους παίκτες που αγαπούσαν. Το άθλημα δημιούργησε όχι μόνο σπουδαίους ποδοσφαιριστές, αλλά και αξιόλογους ανθρώπους με προσωπικότητα, με απόψεις και πεποιθήσεις. Ο Μαραντόνα δεν ήταν μόνο σπουδαίος γιατί σκόραρε πολλά καταπληκτικά γκολ (συμπεριλαμβανομένου του χεριού του) αλλά γιατί αρνήθηκε να το βουλώσει, ώστε να παίξει το παιχνίδι της ακραίας εμπορευματοποίησης όπου οι παίκτες πληρώνονται για να τρέχουν μόνο και να μην εκφράζουν ποτέ καμία γνώμη. Όταν είναι αγωνιστικά πρότυπα, μόνο όμως κατά τον τρόπο των αγωνιστικών αυτοκινήτων.

Η έναρξη της Super League βάζει επίσημο τέλος σε όλα αυτά. Πράγματι, επισημαίνει το στάδιο στο οποίο το ποδόσφαιρο έχει δυστυχώς περιέλθει. Δεν είναι όμως κάτι που έρχεται από το πουθενά, δεν είναι κάτι απροσδόκητο. Είναι απλώς μια πολύ προβλεπόμενη και αναμενόμενη καταιγίδα. Θα έχουμε, όπως στο τένις, ένα πρωτάθλημα ρομπότ, που θα ελέγχεται από τη διεθνή κλεπτοκρατία του πλούτου. Θα παίζουν μόνο σε επιλεγμένες χώρες (τέσσερις στην περίπτωση του τένις, τρεις ή τέσσερις στο ποδόσφαιρο), σε επιλεγμένα γήπεδα, μπροστά σε επιλεγμένα ακροατήρια, και θα επιτρέπεται να λένε μόνο αφόρητες κοινοτυπίες. Θα είναι το τέλος του ποδοσφαίρου στη μορφή τουλάχιστον που προσπάθησε να είναι για περισσότερο από έναν αιώνα. Θα είναι ένα είδος παιχνιδιού που μπορούμε να παίξουμε στους υπολογιστές μας, με παίκτες που απλώς θα μοιάζουν ζωντανοί.

Πηγή: Global Inequality

Μετάφραση: antapocrisis

Εμβόλια: σκάνδαλο του καπιταλισμού, χρεοκοπία της Ε.Ε.

Η αποτυχία της καπιταλιστικής Δύσης να αντιμετωπίσει την πανδημία του κορωνοϊού ήταν παροιμιώδης. Η αποτυχία της όμως να διαχειριστεί τη διάθεση των εμβολίων είναι σκανδαλώδης. Εμβόλια που ακριβοπληρώθηκαν πριν καν υπάρξουν, έρευνα που χρηματοδοτήθηκε από κρατικούς προϋπολογισμούς, ρυθμοί εμβολιασμού που υποτάσσονται στον κυνισμό του κέρδους και του χρήματος, τεράστια ενίσχυση των πολυεθνικών φαρμακευτικών χωρίς άμεσο αντίκρισμα για τους λαούς: Όλα αυτά συνθέτουν την εικόνα της αποτυχίας του συστήματος και της χρεοκοπίας της Ε.Ε.

Οι ισχυρές καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής αποδείχθηκαν ανίκανες να σταματήσουν την πανδημία, δέσμιες της ελεύθερης αγοράς, της παγκοσμιοποίησης, της ατομικής και μόνο ευθύνης, της διάλυσης των κοινωνικών πολιτικών, της υποτίμησης της δημόσιας υγείας στο βαθμό που αυτή δεν φέρνει άμεσα κέρδη για το κεφάλαιο. Παρά την οικονομική, πολιτική και ιδεολογική υπεροπλία τους, οι μητροπόλεις του καπιταλισμού φανέρωσαν ότι το σύστημα που υπηρετούν, έχει ανυπέρβλητα όρια. Όρια που κοστίζουν σε ανθρώπινες ζωές. Μέσα από την τραγωδία της πανδημίας, ξεπροβάλει επιτακτικά, το όραμα και η αναγκαιότητα ενός άλλου κόσμου. Ένας κόσμος που θα ιεραρχεί ψηλότερα τον άνθρωπο, την υγεία του και τις κοινωνικές ανάγκες, δεν είναι ούτε ανεπίστρεπτο παρελθόν του εικοστού αιώνα, ούτε μελλοντική ουτοπία. Είναι αναγκαιότητα.

Η αποτυχία στην αντιμετώπιση της πανδημίας επιχειρήθηκε να διασκεδαστεί με τον αγώνα δρόμου για τα εμβόλια. Η προπαγάνδα της κυρίαρχης τάξης δεν έχανε την ευκαιρία να αποθεώνει την υπεροχή του καπιταλισμού, τα θετικά του συστήματος της αγοράς, τις επιτυχίες των ερευνών, την πρόοδο των μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών. Πράγματι, η έρευνα επιταχύνθηκε σε πρωτόγνωρο βαθμό. Ωστόσο σε πρωτόγνωρο βαθμό υπήρξαν και τέτοιες χρηματοδοτήσεις. Τα κράτη προαγόρασαν τα εμβόλια σε τεράστιες ποσότητες, η έρευνα τέθηκε στην υπηρεσία των πολυεθνικών του φαρμάκου, τα κορυφαία Πανεπιστήμια του κόσμου διέθεσαν τις δυνάμεις τους στη γρήγορη παραγωγή του εμβολίου.

Να καταργηθούν οι πατέντες – Η υγεία είναι δικαίωμα

Τα εμβόλια πράγματι παρήχθησαν σε χρόνο ρεκόρ. Η επιστημονική κοινότητα έβαλε στοίχημα με το χρόνο και το κέρδισε για λογαριασμό της ανθρωπότητας. Το αποτέλεσμά της ωστόσο, δεν το γεύτηκε η ανθρωπότητα. Προς το παρόν το γεύονται οι μεγαλομέτοχοι των πολυεθνικών του φαρμάκου. Η έρευνα που στηρίχθηκε με πρωτοφανή τρόπο και τρομακτικά ποσά από τα κράτη και τους δημόσιους προϋπολογισμούς οδήγησε σε ιδιόκτητες πατέντες. Ακόμα περισσότερο, προκάλεσε τεράστιες δυσαναλογίες στην κατανομή και διάθεση των εμβολίων, στο ρυθμό του εμβολιασμού, ενώ καταδίκασε τους λαούς του Τρίτου Κόσμου σε επ’ αόριστον αναμονή μέχρις ότου εμβολιαστεί η «πολιτισμένη» Δύση.

Η επιστήμη και η έρευνα είναι υπό το ζυγό του κεφαλαίου, παρόλο που η ανάπτυξή τους έγινε δυνατή μέσα από τη δουλειά, τους πόρους, τη γνώση και τη χρηματοδότηση των κοινωνιών. Η υγεία, τα φάρμακα και τα εμβόλια είναι πεδίο κερδοφορίας των εταιρειών και όχι δημόσιο αγαθό, αναφαίρετο δικαίωμα των λαών.

Τα εμβόλια, η έρευνα για την παραγωγή τους, οι πατέντες που περιορίζουν την ανεμπόδιστη διάθεσή τους για να σωθούν ζωές, η διαίρεση της ανθρωπότητας σε ζώνες πολλών ταχυτήτων, προνομιούχων και καταδικασμένων, είναι απόδειξη ότι μια επιστήμη – δούλα του κεφαλαίου δεν προσφέρει στην ανθρωπότητα αυτά που η ανθρωπότητα δικαιούται. Η επιστήμη έχει υποκύψει ολοκληρωτικά στο κεφάλαιο. Η άρχουσα τάξη υποστηρίζει ότι μόνο έτσι μπορούν τα πράγματα να προχωρήσουν. Η πραγματικότητα είναι ότι με αυτόν τον τρόπο παράγονται τεράστια κέρδη για την ολιγαρχία του πλούτου.

Η ιστορία των εμβολίων για την πανδημία και του εμβολιαστικού εγχειρήματος ανά τον κόσμο, δείχνει ότι αυτό που ζούμε δεν είναι πρόοδος, αλλά οπισθοδρόμηση. Δεν είναι κάτι νέο που γεννιέται, αλλά κάτι παλιό που σαπίζει.

Θα ισχυριστούν οι απολογητές του καπιταλισμού ότι ακόμα κι έτσι, εκατομμύρια άνθρωποι θα σωθούν κάποια στιγμή και θα κάνουν το εμβόλιο. Θα προσπαθούν να κρύψουν το γεγονός ότι θα υπάρξουν εκατοντάδες ίσως χιλιάδες θύματα του κορωνοϊού μέχρι να ολοκληρωθεί η εμβολιαστική κάλυψη, εξαιτίας της ασυδοσίας των πολυεθνικών του φαρμάκου, της αδυναμίας των κρατών να εξασφαλίσουν εμβόλια, της κατοχύρωσης κρατών και λαών πολλών ταχυτήτων ανάλογα με τον πλούτο και τη δύναμη, αλλά και των αισχρών πολιτικών πατέντας που εμποδίζουν την πρόσβαση των φτωχότερων στα εμβόλια.

Μνημόνια για τους λαούς – υποταγή στις πολυεθνικές

Ειδικά η Ε.Ε. απέτυχε παταγωδώς να εξασφαλίσει την κάλυψη των κρατών μελών της με ικανές ποσότητες δόσεων ώστε να επιτευχθεί μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2021 η ανοσία του πληθυσμού.

Η Ε.Ε. μπορεί να επιβάλει εξοντωτικά μνημόνια, να διαλύει οικονομίες και κοινωνίες, να στραγγαλίζει χώρες και λαούς, αλλά είναι παντελώς ανίκανη να επιβάλει την τήρηση των συμφωνιών που υπογράφει με τις πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες. H σύμβαση της Ε.Ε. με την πολυεθνική AstraZeneca, σύμφωνα με την οποία οι Βρυξέλλες αγόρασαν εμβόλια τα οποία η εταιρεία δεν παραδίδει, θα ήταν περίγελος αν δεν ήταν τραγική απόδειξη ότι το πολιτικό προσωπικό των κρατών και ειδικά της Ε.Ε. υπηρετεί σκανδαλωδώς τις αδηφάγες ανάγκες του κεφαλαίου.

Η Ε.Ε. χρεοκόπησε για μια ακόμα φορά καθώς καταγράφει τα μακράν χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού συγκριτικά με χώρες ίδιου βιοτικού επιπέδου. Αποδεικνύει ότι δεν προσφέρει προστασία, δεν αποτελεί πλεονέκτημα. Οι μηχανισμοί προπαγάνδας λένε ότι ευτυχώς που είμαστε στην Ε.Ε. και μπορούμε να προμηθευτούμε εμβόλια με το κύρος μιας παγκόσμιας δύναμης. Οι αριθμοί αποδεικνύουν ότι χώρες που δεν είναι στην Ε.Ε. και βρίσκονται σε οικονομικά και πολιτικά δυσχερέστερη θέση από τη δική μας, έχουν πολλαπλάσια ποσοστά εμβολιασμού από εμάς.

Δεν είναι ρεαλιστικό να εμβολιαστεί ο γενικός πληθυσμός σε ποσοστά ικανά να προκαλέσουν ανοσία στον ιό εντός του 2021. Είναι αντίθετα ρεαλιστικό να απεμπλακεί η Ελλάδα από τις συμφωνίες της Ε.Ε. για τα εμβόλια και να διαμορφώσει και στο υγειονομικό πεδίο μια πολυδιάστατη και ανεξάρτητη πολιτική. Είναι επίσης ρεαλιστικό να διεκδικηθεί όχι απλά η πρόσκαιρη εξαίρεση των εμβολίων για τον κορωνοϊό από τους περιορισμούς των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά η κατάργηση της πατέντας σε φάρμακα και εμβόλια. Είναι τέλος ρεαλιστικό και αναγκαίο να ανασυσταθεί η ελληνική φαρμακοβιομηχανία με εθνικοποίηση των δομών της, φέρνοντας το φάρμακο στην υπηρεσία του λαού.

Τόσο η πανδημία, όσο και το αίσχος που εξελίσσεται με τα εμβόλια και τον εμβολιασμό, δείχνουν την αναγκαιότητα ενός άλλου δρόμου για τους λαούς και τις εργαζόμενες τάξεις. Δείχνουν την παταγώδη χρεοκοπία της Ε.Ε. σε ένα ακόμα κορυφαίο για τους λαούς και τα κράτη ζήτημα. Δείχνουν πολύ περισσότερο ότι ο σημερινός κόσμος σαπίζει μέσα στο ξέφρενο κυνήγι και ακόμα και αν δεν έχει αναδειχθεί αντίπαλο δέος, ένας άλλος κόσμος είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίος.