Άρθρα

Ραντεβού στη Σαμαρκάνδη

Μόνο στην Αμερική, τη χώρα του οπορτουνισμού, μπορείς να ξυπνήσεις μια φθινοπωρινή Κυριακή και να δεις έναν τέτοιο τίτλο στην εφημερίδα, που κάποτε, αλλά όχι πια, ήταν η κορυφαία: “Οι ΗΠΑ ορκίστηκαν να υπερασπιστούν τις δημοκρατίες της Κεντρικής Αμερικής. Οι αυταρχικές κυβερνήσεις τους όμως είχαν άλλα σχέδια”.

Αγαπητοί αναγνώστες, σκεφτείτε το αυτό για λίγα λεπτά. Γελάστε ή κλάψτε, ή ίσως κάντε και τα δύο, όπως έκανα κι εγώ.

Τώρα μπορούμε να συζητήσουμε για το πώς ο δυτικός Τύπος μίλησε για τη σύνοδο κορυφής των μη δυτικών δυνάμεων στη Σαμαρκάνδη την περασμένη εβδομάδα και τι συνέβη όταν ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Ρώσος πρόεδρος, συναντήθηκε με τον Σι Τζινπίνγκ και τον Ναρέντρα Μόντι, τους Κινέζους και Ινδούς ομολόγους του.

Για άλλη μια φορά διαπιστώνουμε ότι οι New York Times είναι απολύτως πρόθυμοι να μας πουν ότι η νύχτα δεν είναι σκοτεινή, ότι ο ουρανός δεν είναι γαλάζιος και ότι το νερό δεν τρέχει από τις βρύσες. Για άλλη μια φορά οι κλίκες της ελίτ που εκπροσωπούν οι Times δεν θέλουν να καταλάβουμε τον κόσμο όπως πραγματικά είναι.

Η συγκέντρωση την περασμένη Πέμπτη και Παρασκευή στο Ουζμπεκιστάν ήταν η 22η σύνοδος του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, μιας διάσκεψης ασιατικών και κεντροασιατικών εθνών που η Κίνα δημιούργησε το 2001 – ή το 1996, αν υπολογίσουμε έναν μικρότερο πρόδρομο που ονομάστηκε S-5. Επί του παρόντος, ο SCO έχει οκτώ μέλη – την Κίνα, τη Ρωσία, τις δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, την Ινδία και το Πακιστάν – συν την παλιά Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών, τον Οργανισμό του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας και πολλούς παρατηρητές και “εταίρους διαλόγου”.

Η σύνοδος κορυφής της περασμένης εβδομάδας ήταν αξιοσημείωτη για μερικούς λόγους. Όπως αναμενόταν, το Ιράν και η Λευκορωσία καλωσορίστηκαν ως νέα μέλη, γεγονός που θα διευρύνει τον SCO σε 10 όταν προσχωρήσουν πλήρως. Η ένταξη της Ισλαμικής Δημοκρατίας είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς φέρνει το Ιράν σε αυτό που ισοδυναμεί με μια ολοένα και μεγαλύτερης επιρροής συνένωση ευρασιατικών εθνών, το ευθυγραμμίζει με την Πρωτοβουλία Ζώνης και Δρόμου του Πεκίνου και την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση της Μόσχας και επιτρέπει νέα μέσα υπέρβασης του καθεστώτος κυρώσεων που έχει επιβάλει η Ουάσινγκτον.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η Τουρκία συμμετείχε ως ένας από τους εννέα εταίρους διαλόγου. Οι προθέσεις της Άγκυρας δεν είναι ακόμη σαφείς, καθώς σπάνια είναι σαφές τι θα κάνει στη συνέχεια ο πρόεδρος Ρετζέπ Ερντογάν, αλλά η παρουσία του ασταθούς Ερντογάν σε ένα φόρουμ μη δυτικών δυνάμεων εγείρει ερωτήματα σχετικά με τις μεσοπρόθεσμες δεσμεύσεις ενός μακροχρόνιου συμμάχου των ΗΠΑ, μέλους του ΝΑΤΟ και υποψήφιου για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η γη τελικά γυρίζει, είτε οι Αμερικανοί το αντιλαμβάνονται, είτε όχι.

Συνομιλίες Πούτιν-Σι

Οι μεγαλύτερες συμφωνίες στη Σαμαρκάνδη την περασμένη εβδομάδα προέκυψαν από τις συνομιλίες που είχε ο Πούτιν ατομικά με τον Σι και τον Μόντι. Να θυμάστε από εδώ και πέρα, ο Πάπας δεν είναι καθολικός και οι αρκούδες δεν αφοδεύουν στο δάσος.

Οι συνομιλίες Πούτιν-Σι ήταν η πολλοστή συνάντηση μεταξύ των δύο – πρέπει να έχουν φτάσει περίπου τις 40 συνόδους κορυφής μέχρι τώρα – αλλά ήταν η πρώτη τους πρόσωπο με πρόσωπο συνομιλία μετά την επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο και σηματοδότησε το πρώτο ταξίδι του Σι εκτός Κίνας μετά το χτύπημα της πανδημίας του Covid-19 το 2020.

Ιδού πώς ξεκίνησαν οι Times το ρεπορτάζ τους -από μεγάλη απόσταση, καθώς δεν είχαν κανέναν στη Σαμαρκάνδη- με τίτλο «Τα νεύματα του Πούτιν στις “ανησυχίες” του Σι και τα όρια της συνεργασίας τους»:

«Αντί να κάνουν μια επίδειξη ευρασιατικής ενότητας απέναντι στη Δύση, καθώς η Ρωσία αγωνιζόταν να ανακάμψει από την ταπεινωτική στρατιωτική υποχώρηση της περασμένης εβδομάδας στη βορειοανατολική Ουκρανία, οι δύο ηγέτες επέδειξαν ασυμφωνία στις δημόσιες δηλώσεις τους – και ο κ. Σι δεν έκανε καμία αναφορά στην Ουκρανία.

“Εκτιμούμε ιδιαίτερα την ισορροπημένη θέση των Κινέζων φίλων μας σε σχέση με την ουκρανική κρίση”, δήλωσε ο κ. Πούτιν σε τηλεοπτικές δηλώσεις κατά την έναρξη της συνάντησης. “Κατανοούμε τις ερωτήσεις και τις ανησυχίες σας σχετικά με το θέμα αυτό”».

Ερωτήματα και ανησυχίες, όρια, δυσαρμονίες: Ουάου. Υπάρχει πρόβλημα. Αυτό που έχουμε εδώ, αυτό που θέλουν οι Times να γνωρίζουμε, είναι τα σημάδια μιας μεγάλης ρήξης στην πολυδιαφημισμένη σινορωσική συνεργασία. Επιστρέφουμε στον Βλαδίμηρο τον απομονωμένο. Η ενασχόληση του Σι ήταν να ηρεμήσει τα νεύρα των άλλων παρευρισκομένων, που ήταν νευρικοί επειδή ο μεγαλομανής Ρώσος ηγέτης θα εισέβαλε την επόμενη φορά σε αυτούς:

“Η Κίνα επιδιώκει να προσφέρει ρητορικές διαβεβαιώσεις στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας που έχουν ανησυχήσει από τον πόλεμο στην Ουκρανία – μια εισβολή που προβλημάτισε ορισμένους ότι ο κ. Πούτιν είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει βία για να προσπαθήσει να ξαναχτίσει τη σοβιετική αυτοκρατορία”.

Τι χάος πρέπει να επικρατούσε στη Σαμαρκάνδη…

Ένας μοχθηρός επίδοξος τσάρος, ο καλύτερός του φίλος να του κάνει απλώς νεύματα και τα γόνατα των υπολοίπων να χτυπούν νευρικά γύρω από το τραπέζι των συσκέψεων.

Όλοι στρατεύτηκαν σε αυτή την κατεύθυνση. Η Wall Street Journal: Ο Πούτιν λέει ότι ο Σι Τζινπινγκ της Κίνας εξέφρασε “ανησυχίες” για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Politico: “Ο Πούτιν παραδέχεται ότι η Κίνα έχει “ερωτήσεις” και “ανησυχίες” για τον πόλεμο στην Ουκρανία”. CNBC: “Ο Πούτιν παραδέχεται ότι η Κίνα έχει ‘ανησυχίες’ για την εισβολή στην Ουκρανία”.

Πάντα αγαπούσα τα mainstream μέσα ενημέρωσης για την ποικιλομορφία τους, τη θαρραλέα αποφασιστικότητά τους να σκέφτονται τα πράγματα αυτόνομα και ανεξάρτητα και να τα λένε όπως αληθινά τα βλέπουν.

Αυτές οι ίδιες εφημερίδες και τα ίδια δίκτυα χτύπησαν για άλλη μια φορά μετά τη συνάντηση του Πούτιν με τον Μόντι. “Ξέρω ότι η σημερινή εποχή δεν είναι η εποχή του πολέμου”, σημείωσε ο Ινδός πρωθυπουργός. “Σήμερα θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε πώς μπορούμε να προχωρήσουμε στο δρόμο της ειρήνης”.

Απομόνωση της Ρωσίας στην παγκόσμια σκηνή

Ουάου και πάλι. Σε δύο προτάσεις ο Μόντι “υπογράμμισε τη διευρυνόμενη απομόνωση της Ρωσίας στην παγκόσμια σκηνή”, ανέφεραν οι Times. Και στη συνέχεια:

“Η τηλεοπτική κριτική του κ. Μόντι σε μια περιφερειακή σύνοδο κορυφής στο Ουζμπεκιστάν ήρθε μόλις μια μέρα αφότου ο κ. Πούτιν αναγνώρισε ότι ο Σι Τζινπίνγκ, ο ηγέτης της Κίνας, είχε “ερωτήσεις και ανησυχίες” σχετικά με τον πόλεμο.

Στο σύνολό τους, η απομάκρυνση από τον κ. Πούτιν από τους επικεφαλής των δύο πολυπληθέστερων χωρών του κόσμου -και οι δύο από τις οποίες έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην επιβίωση της ρωσικής οικονομίας απέναντι στις κυρώσεις της Δύσης- ακρωτηρίασε το μήνυμα του Κρεμλίνου ότι η Ρωσία απέχει πολύ από το να είναι ένας παγκόσμιος παρίας”.

Για άλλη μια φορά, τα δυτικά μέσα ενημέρωσης συμπεριφέρθηκαν σαν μια καλά προβαρισμένη εκκλησιαστική χορωδία. Το Reuters έγραψε ότι ο Μόντι “επιτέθηκε” στον Πούτιν για το ζήτημα της Ουκρανίας. Το Newsweek -αυτοί οι ευαίσθητοι άνθρωποι- σημείωσε ότι ο Μόντι “αποφεύγει τον εναγκαλισμό με τον Πούτιν”.

Ο Πούτιν ο μη αγαπητός, ο Πούτιν, που είναι τελικά ένας παρίας. Επιπλέον, φαίνεται ότι η συνεργασία της Κίνας και της Ινδίας μετά την επέμβαση της 24ης Φεβρουαρίου ίσως οδεύει προς το τέλος της. Πάω στοίχημα ότι ο Πούτιν εύχεται να μην είχε περάσει ούτε καν κοντά από τη Σαμαρκάνδη, τόσο καταστροφική αποδείχθηκε η παρουσία του εκεί.

Ας ακολουθήσουμε τον παλιό μου κανόνα: Διαβάζουμε τους New York Times για να μάθουμε τι υποτίθεται ότι πρέπει να πιστεύουμε ότι συνέβη. Μετά πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τι συνέβη.

Σε αυτή την περίπτωση δεν χρειάζεται να πάμε παραπέρα από την ιστοσελίδα του Κρεμλίνου, η οποία είναι πολύ καλή με τις μεταφράσεις και τις απομαγνητοφωνήσεις των σημαντικότερων περιστατικών, καθώς και μερικές ινδικές και κινεζικές πηγές.

Εδώ είναι η αναφορά του Kremlin.ru για τη συνάντηση Πούτιν-Σι και εδώ είναι η αναφορά της συνάντησης Πούτιν-Μόντι. Εδώ είναι ένα ρεπορτάζ για την πρώτη συνάντηση στην Global Times, την αγγλόφωνη εφημερίδα που εκδίδει η People’s Daily, και εδώ είναι η αναφορά που έδωσε στη δημοσιότητα το Νέο Δελχί για τη συνομιλία του Μόντι με τον Πούτιν.

Αυτές οι αναφορές και τα ρεπορτάζ ευθυγραμμίζονται, επιβεβαιώνοντας η καθεμία την ακρίβεια της άλλης. Αυτό που διαπιστώνουμε, πρώτον, είναι ότι τα αποσπάσματα που ο δυτικός Τύπος άρπαξε από τα μαλλιά και τα τράβηξε χιλιόμετρα μακριά, ήταν ριζικά αποκομμένα από τα συμφραζόμενα. Υπήρξε δηλαδή απολύτως προφανής πρόθεση των δυτικών ΜΜΕ να παραπλανήσουν τους αναγνώστες και τους τηλεθεατές τους.

Βρίσκουμε, δεύτερον, τρίτον και τέταρτον, εκφράσεις φιλίας, υποσχέσεις αλληλεγγύης και δηλώσεις δέσμευσης στον κοινό σκοπό της οικοδόμησης της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων για την οποία έχουν μιλήσει ο Πούτιν και ο Σι, μαζί και χωριστά, από εκείνο το αξιοσημείωτο έγγραφο που εξέδωσαν από κοινού την παραμονή των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου στις αρχές Φεβρουαρίου.

Ο Σι προς τον Πούτιν, σύμφωνα με την αναφορά της Μόσχας:

“Μπροστά στις συνεχιζόμενες τρομερές παγκόσμιες αλλαγές που δεν έχουν υπάρξει ποτέ ξανά στην ιστορία, είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε με τους Ρώσους συναδέλφους μας για να δώσουμε το παράδειγμα του τι είναι μια υπεύθυνη παγκόσμια δύναμη και να αναλάβουμε ηγετικό ρόλο προκειμένου να φέρουμε τον ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο σε μια πορεία βιώσιμης και θετικής ανάπτυξης”.

Ακολουθεί ο Μόντι προς τον Πούτιν, σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών της Ινδίας:

“Η σχέση μεταξύ της Ινδίας και της Ρωσίας έχει εμβαθύνει πολλαπλά. Εκτιμούμε επίσης αυτή τη σχέση καθώς είμαστε τέτοιοι φίλοι που είμαστε μαζί κάθε στιγμή στις τελευταίες δεκαετίες, και όλος ο κόσμος επίσης γνωρίζει πώς ήταν η σχέση της Ρωσίας με την Ινδία και πώς ήταν η σχέση της Ινδίας με τη Ρωσία και επομένως ο κόσμος επίσης γνωρίζει ότι πρόκειται για μια άρρηκτη φιλία”.

Και ούτω καθεξής, με πολλές παραλλαγές, σε όλα αυτά τα έγγραφα. Ο τίτλος των Global Times ήταν: “Ο Σι και ο Πούτιν συναντώνται στη σύνοδο κορυφής του SCO, σφυρηλατώντας στενότερους δεσμούς εν μέσω παγκόσμιας αναταραχής που προκαλούν οι ΗΠΑ”.

Τι μένει να πούμε για το τι υποτίθεται ότι συνέβη στη Σαμαρκάνδη, και τι πραγματικά συνέβη; Έχω δύο εκδοχές.

Πρώτον, ποτέ στη μακρά επί δεκαετίες πορεία μου στη δημοσιογραφική σχολή δεν έχω δει τόσο ξεδιάντροπη δημοσιογραφική διαφθορά όσο εδώ. Οι αναφορές που διαβάζουμε στους Times και σε όλα τα έντυπα που ακολουθούν την καθοδήγηση των Times σαν μικρά ψάρια δίπλα σε φάλαινα, είναι 180° ανάποδα από την άμεσα επαληθεύσιμη αλήθεια. Τα ψέματα, οι συσκοτίσεις, οι παραλείψεις και παρόμοιες πρακτικές δεν είναι κάτι καινούργιο στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης. Αυτό όμως φαίνεται να είναι ένα νέο ιστορικό χαμηλό.

Δεύτερον, οι δυτικές αναφορές στη διάσκεψη της Σαμαρκάνδης – αντίθετα από τι πραγματικά έγινε – μας φέρνει αντιμέτωπους με το βαθμό στον οποίο οι Αμερικανοί έχουν περιοριστεί σε ένα γυάλινο πύργο άγνοιας για θέματα παγκόσμιας σημασίας. Υποτίθεται ότι δεν πρέπει να βλέπουμε τον κόσμο να γυρίζει.

Ευρασιατική Ενότητα

Ο SCO (Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης) είναι αφιερωμένος στην Ευρασιατική ενότητα και έχει σχέση με τη διάσημη θέση του Halford MacKinder για το Παγκόσμιο Νησί (σ..μ. κοινή προέλευση της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής), ο οποίος διατύπωσε το 1904 την άποψη ότι ο Ευρασιατικός χώρος προοριζόταν να αναδειχθεί σε “γεωγραφικό άξονα της ιστορίας”. Η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, η Πρωτοβουλία Ζώνης και Δρόμου, ο SCO: Αυτά είναι το οργανωτικό υπόβαθρο, όσο αυτή η στροφή του τροχού της ιστορίας πραγματοποιείται.

Γι’ αυτό δεν διαβάσαμε σχεδόν τίποτα την περασμένη εβδομάδα – επιφανειακά σχόλια και τίποτε περισσότερο, και σίγουρα καμία ουσιαστική ανάλυση. Οι συνομιλίες Πούτιν-Σι και Πούτιν-Μόντι δεν μπορούσαν να αγνοηθούν εντελώς, οπότε έπρεπε να παραποιηθούν κυριολεκτικά μέχρι το σημείο να μην αναγνωρίζονται.

Και οι δύο αυτές διμερείς συνομιλίες ήταν, στην πραγματικότητα, σημαντικές αποτυχίες για την Ουάσιγκτον – και ως εκ τούτου, προέκυψε φυσικά, η διαστρέβλωση. Το καθεστώς Μπάιντεν φαντασιώνεται εδώ και καιρό ότι μπορεί να διαταράξει την αυξανόμενη εταιρική σχέση μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου. Οι ΗΠΑ αυταπατώνται ακόμη περισσότερο ότι το Νέο Δελχί, (το οποίο τιμά την αρχή της αδέσμευτης Ινδίας που διατύπωσε ο Νεχρού σαν να είναι θέσφατο), μπορεί να στραφεί τόσο εναντίον του Πεκίνου όσο και της Μόσχας.

Αυτό που μόλις παρακολουθήσαμε είναι η έκταση αυτών των αυταπατών. Ας επεκτείνουμε, λοιπόν, απλώς αυτές τις αυταπάτες περαιτέρω, γιατί αυτοί που υποτίθεται ότι ηγούνται της δημοκρατίας μας απλά δεν μπορούν να διαχειριστούν τον 21ο αιώνα όπως αυτός εξελίσσεται μπροστά μας. Εμείς, υποτίθεται, δεν πρέπει να βλέπουμε αυτό που αρνούνται να αποδεχτούν.

Πηγή: Consortium News

Μετάφραση: antapocrisis

«Το νέο μεγάλο άλμα προς τα εμπρός»: Η Κίνα είναι αυτή που κερδίζει στην Ουκρανία.

Ο εντεινόμενος ρωσο-ουκρανικός πόλεμος είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα τελειώσει άσχημα για την Ουκρανία. Υπήρξε μια τεράστια έξοδος Ουκρανών προς γειτονικές χώρες που θέλησαν να αποφύγουν τον πόλεμο (3 εκατομμύρια και η φυγή συνεχίζεται) και ό,τι έχει απομείνει από τη χώρα, είναι πιθανό να διαμελιστεί. Ο πόλεμος έχει επίσης προκαλέσει σημαντική οικονομική πίεση στη Ρωσία, καθώς οι ολοένα και πιο εκτεταμένες κυρώσεις της Δύσης έχουν αρχίσει να προκαλούν πληγές. Μέχρι στιγμής, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Αμερικής έχουν αποφύγει να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ στην πλήρη απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αυτό είναι κάτι που θα ακρωτηρίαζε την Ευρώπη και θα έστελνε περισσότερα ρωσικά προϊόντα περισσότερο προς την Ανατολή παρά τη Δύση: υπήρξε ένα ίχνος λογικής εν μέσω φρενίτιδας λανθασμένων εκτιμήσεων.

Αλλά ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθούν τελικά τα γεγονότα στην Ουκρανία, η Κίνα είναι αυτή που πιθανότατα θα αναδειχθεί ο μακροπρόθεσμος νικητής. Παραδόξως, ή μάλλον απροσδόκητα, η ουκρανική σύγκρουση άνοιξε μια ευκαιρία για μια διπλωματική επανάσταση που θα μπορούσε να αναδείξει το Πεκίνο ως ειρηνοποιό –όχι μόνο στη γειτονιά του αλλά και στην Ευρώπη– με μια Pax Sinica, αν θέλετε. Όσο βαθιά κι αν είναι η εμπλοκή της Κίνας σε αυτό που σήμερα είναι κυρίως μια σλαβική διαμάχη, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η κρίση θα λειτουργήσει ως καταλύτης για μια συνεχιζόμενη μετατόπιση της οικονομικής δύναμης, η οποία είναι πλέον εμφανής εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα, από τις ΗΠΑ, προς μια κυριαρχούμενη από την Κίνα περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού.

Απαλά αλλά σταθερά, η Κίνα έχει αναλάβει έναν πιο κεντρικό ρόλο στην κρίση. Ενώ το Πεκίνο υποστήριξε την επέμβαση της Μόσχας στην Ουκρανία από την πρώτη στιγμή, έχει επίσης ξεκαθαρίσει από την πρώτη στιγμή, την επιθυμία του να δει μια διπλωματική λύση σε μια αντιπαράθεση που μετατράπηκε από ψυχρό σε θερμό πόλεμο στις 24 Φεβρουαρίου. Ο Πρόεδρος Σι έκτοτε το έχει πει με ευγενικούς αλλά ολοένα και πιο ξεκάθαρους όρους.

Η Κίνα πρέπει εδώ να κινηθεί με λεπτότητα: Νωρίτερα, αυτήν την εβδομάδα, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Προέδρου Μπάιντεν, Τζέικ Σάλιβαν, απείλησε το Πεκίνο με «συνέπειες», σε τυχόν οποιαδήποτε μεγάλης κλίμακας αποφυγή των κυρώσεων των ΗΠΑ ή σε υποστήριξη προς τη Ρωσία για να τις ξεπεράσει. Σε απάντηση, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Ζάο Λιζιάν, διέψευσε επιθετικά τα υπονοούμενα του Σάλιβαν ότι το Πεκίνο εργαζόταν για να υπονομεύσει τις κυρώσεις και προέτρεψε τις ΗΠΑ «να αναλογιστούν βαθιά τον ρόλο που έπαιξαν στην ανάπτυξη και την εξέλιξη της ουκρανικής κρίσης», αντανακλώντας μια ευρέως διαδεδομένη άποψη, στην Κίνα (και σε άλλους), ότι η Ρωσία προκλήθηκε από την επέκταση του ΝΑΤΟ και τις απειλές για την ασφάλειά της. Οι δηλώσεις του Ζάο ενισχύθηκαν στη συνέχεια κατά την τηλεφωνική επικοινωνία του Κινέζου Προέδρου Σι Τζινπίνγκ με τον Πρόεδρο Μπάιντεν, τονίζοντας ότι οι πιεστικές προτεραιότητες του Πεκίνου ήταν «να συνεχίσει ο διάλογος και η διαπραγμάτευση, να αποφευχθούν θύματα σε αμάχους, να αποτραπεί μια ανθρωπιστική κρίση και να σταματήσουν οι εχθροπραξίες, το συντομότερο δυνατό».

Πράγματι, το Πεκίνο έχει επισημάνει επανειλημμένα ότι είναι έτοιμο να παίξει εποικοδομητικό ρόλο στην επίτευξη εκεχειρίας, λέγοντας ότι «λυπάται» για τον συνεχιζόμενο πόλεμο και ότι «ανησυχεί εξαιρετικά» για τις απώλειες σε αμάχους στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα, έχοντας μαζί με τον Πρόεδρο Πούτιν υπογράψει την πολυσήμαντη «Κοινή Δήλωση για τις Διεθνείς Σχέσεις που Εισέρχονται σε μια Νέα Εποχή», 20 ημέρες πριν η Ρωσία κάνει την κίνησή της, το Πεκίνο δεν ενδιαφέρεται να υπονομεύσει τη σημασία αυτού που οι δύο ηγέτες ουσιαστικά δήλωσαν ως αναδυόμενη στρατηγική συμμαχία.

Ας μην υποτιμήσουμε τη φιλοδοξία που εξέφρασαν οι δύο ηγέτες σε αυτό το έγγραφο. Όπως ξεκαθάρισαν, βλέπουν αυτή τη στιγμή ως το άνοιγμα μιας νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων που βασίζεται σε μια αυθεντική πολυπολικότητα και στον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των εθνών. Ενώ οι δύο τους τόνισαν ότι η δήλωσή τους δεν «στόχευε» κανένα άλλο έθνος, στην πραγματικότητα αν κανείς πρόκειται να σταθεί ενάντια στη μονοπολική ηγεμονία στον 21ο αιώνα, έχει μόνο ένα έθνος για το οποίο μπορεί να μιλήσει. Η Ουκρανία, ιδωμένη μέσα από αυτό το πλαίσιο, είναι ένα υποσύνολο μιας πολύ μεγαλύτερης δυναμικής. Την Τετάρτη, πράγματι, ο Πούτιν δήλωσε ότι η κρίση στην Ουκρανία θα σηματοδοτήσει το τέλος της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας της Δύσης.

Ακόμη και πριν από την πρόσφατη σύγκρουση με την Ουκρανία, η Ρωσία και η Κίνα είχαν αρχίσει να επεξεργάζονται μια πολύ ευρύτερη συμμαχία όσον αφορά το εμπόριο, την αμοιβαία αναπτυξιακή βοήθεια, τις πάγιες επενδύσεις, την τεχνολογική συνεργασία και άλλα παρόμοια. Αυτό έχει σχεδόν σίγουρα καθοδηγήσει τους υπολογισμούς του Πούτιν σχετικά με την Ουκρανία. Χωρίς την υποστήριξη του Πεκίνου, είναι πολύ απίθανο ο Ρώσος πρόεδρος να είχε την αυτοπεποίθηση να κάνει τις ενέργειες που έκανε πριν από περίπου τρεις εβδομάδες.

«Οι προσπάθειες των αρχών των ΗΠΑ να πολιτικοποιήσουν ή να κλείσουν μονομερώς την πρόσβαση στο σύστημα SWIFT για τη διασφάλιση των στόχων της πολιτικής των ΗΠΑ κινδυνεύουν να αποτύχουν, όσον αφορά τη διατήρηση της ηγεμονίας του δολαρίου».

Υπάρχει επίσης μια οικονομική διάσταση: Η αναδυόμενη ρωσο-κινεζική συνεργασία αντανακλά την αυξανόμενη εισαγωγή συναλλαγών σε γιουάν και ρούβλια. Αυτό αναμφίβολα θα αυξηθεί τώρα που σε μεγάλο αριθμό ρωσικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής τράπεζας, έχει αποκλειστεί η χρήση του ελεγχόμενου από τις ΗΠΑ συστήματος χρηματοοικονομικών διακανονισμών SWIFT.

Οι συνέπειες της απόπειρας να χρησιμοποιηθεί το SWIFT ως πολεμικό όπλο από την Ουάσιγκτον είναι κατανοητές και σε άλλες πρωτεύουσες: η Ινδία σχεδιάζει να αγοράσει ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ανεξάρτητα από τις αμερικανικές κυρώσεις. Και ως πρόσθετη προστασία κατά της Ουάσιγκτον, εξετάζει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει το κινεζικό γουάν ως νόμισμα αναφοράς σε έναν ινδο-ρωσικό μηχανισμό διακανονισμού, αντανακλώντας την αυξανόμενη απογοήτευση που νιώθει το Νέο Δελχί, καθώς προσπαθεί να βρει το δρόμο του μέσα από τις κυρώσεις των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας. Αυτή είναι μια ελάχιστα παρατηρήσιμη αλλά ενδιαφέρουσα εξέλιξη υπό το φως της πρόσφατης προσπάθειας της Ουάσιγκτον να ενσωματώσει το Νέο Δελχί στην άτυπη ομάδα που είναι γνωστή ως Quadrilateral Security Dialogue, γνωστή και ως «the Quad», η οποία έχει περιγραφεί ως μια ασιατική εκδοχή του ΝΑΤΟ που προορίζεται να περιορίσει την Κίνα. αναδειχθεί ως δύναμη του Ειρηνικού.

Από τότε που το δολάριο αντικατέστησε τον χρυσό στο επίκεντρο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, μετά το λεγόμενο «σοκ του Νίξον» στις αρχές της δεκαετίας του 1970, πολλές χώρες τάχθηκαν ενάντια στο «υπερβολικό προνόμιο» που αποκτούν οι ΗΠΑ λόγω αυτής της ηγεμονίας του δολαρίου. Ακόμη και πριν ο Ρίτσαρντ Νίξον σπάσει τη σχέση μεταξύ του δολαρίου και του χρυσού, ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας εκείνη την εποχή, θρηνούσε για την κεντρική θέση του δολαρίου στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ο Ζισκάρ υποστήριξε ότι αυτό προσέφερε στις Ηνωμένες Πολιτείες μοναδικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, υποστηρίζοντας έτσι το υπερεκτεταμένο βιοτικό τους επίπεδο.

Σε γενικές γραμμές, το «υπερβολικό προνόμιο» και η «ηγεμονία του δολαρίου» χρησιμοποιούνται εναλλακτικά ως ευφημισμοί για μια χούφτα οικονομικών ελέγχων που ασκούν οι ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία, κυρίως, αλλά όχι μόνο από αυτούς που προέρχονται από τη θέση του δολαρίου ως το κύριο αποθεματικό νόμισμα που διατηρείται από ξένες κυβερνήσεις, εταιρείες και ιδιώτες. Παρά την έδρα της στο Βέλγιο, η Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunication, SWIFT, έχει γίνει το κεντρικό σύστημα πληρωμών που έχει παγιώσει τον κεντρικό ρόλο του δολαρίου στα παγκόσμια χρηματοοικονομικά.

Το SWIFT είναι ένα βασικό συστατικό της ρευστότητας σε δολάρια, το οποίο οι ΗΠΑ εκτιμούν ιδιαιτέρως και βασίζονται πάνω του σε μεγάλο βαθμό, καθώς παρέχει την πρόσβαση στο παράθυρο της Federal Reserve (το μέσο μέσω του οποίου τα κορυφαία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του κόσμου δανείζονται χρήματα). Αν και εδρεύει στις Βρυξέλλες (και φαινομενικά ουδέτερο με πολιτική έννοια), το διοικητικό συμβούλιο κυριαρχείται από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ και ο ομοσπονδιακός νόμος των ΗΠΑ δίνει στην αμερικανική κυβέρνηση τη δυνατότητα να κλείσει την πρόσβαση στο σύστημα, ως μέρος ενός οπλοστασίου πιθανών κυρώσεων. Οι ΗΠΑ το έχουν κάνει στο παρελθόν με χώρες όπως η Κούβα, το Ιράν, το Αφγανιστάν, και τώρα ως ένα βαθμό με κορυφαίες ρωσικές τράπεζες και την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, η οποία βλέπει τώρα περίπου το ήμισυ των συναλλαγματικών της αποθεμάτων ύψους 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων, παγωμένα από την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της. Μην νομίζετε ότι αυτό δεν έχει παρατηρηθεί από άλλα καθεστώτα που θεωρούνται “rogue states” (σ.μ. κράτη που κατά τις ΗΠΑ θεωρούνται απειλή για την παγκόσμια ειρήνη) από την κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Εδώ όμως είναι το πρόβλημα με τη χρήση του συστήματος SWIFT που κάνει η Ουάσιγκτον, μέσω μονομερών εξώσεων από αυτό: Οποιεσδήποτε προσπάθειες των αρχών των ΗΠΑ να πολιτικοποιήσουν ή να κλείσουν μονομερώς την πρόσβαση στο σύστημα SWIFT ως μέσο διασφάλισης των στόχων της πολιτικής των ΗΠΑ, κινδυνεύουν να αποτύχουν βαθιά, κυρίως σε ότι αφορά τη διατήρηση της ηγεμονίας του δολαρίου.

Υπάρχουν δύο κύριοι λόγοι για αυτό:

– Όσο περισσότερο οι ΗΠΑ επιδιώκουν να επιβάλουν κυρώσεις στους λεγόμενους “κακούς”, κόβοντας την πρόσβασή τους στο SWIFT, τόσο λιγότερο το ίδιο το σύστημα θα θεωρείται ως ένα ουδέτερο διεθνές διατραπεζικό δίκτυο, και τόσο περισσότερο θα αντιμετωπίζεται ως το όργανο της αυθαίρετης ισχύος των ΗΠΑ που υπόκειται στις ιδιοτροπίες της κυβέρνησης των ΗΠΑ.

– Καθώς όλο και περισσότερες χώρες αρχίζουν να βλέπουν το SWIFT με αυτούς τους όρους, αναπόφευκτα θα προκληθούν κινήσεις για τη δημιουργία μιας εναλλακτικής λύσης. Αυτό θα μειώσει περαιτέρω τη ρευστότητα σε δολάρια, και θα ενισχύσει τη ρευστότητα για εναλλακτικά νομίσματα, καθώς θα παρέχουν την υποστήριξή τους σε αυτό το νέο σύστημα.

Περιγράφω μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Ωστόσο, η κρίση στην Ουκρανία και η υπερβολική απάντηση της Ουάσιγκτον σε αυτήν φαίνεται να έχουν επιταχύνει σε μεγάλο βαθμό μια διαδικασία που οι άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στις αγορές δεν πίστευαν μέχρι πολύ πρόσφατα ότι θα μπορούσε να συμβεί κατά τη διάρκεια μιας ζωής ή έστω δύο.

Οι θεωρητικοί των οικονομικών δικτύων —ναι, υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι— μιλούν για «εξωτερικότητες που δρουν θετικά αλληλοσχετιζόμενες μεταξύ τους». Αυτά προκύπτουν, καθώς ένας αυξανόμενος αριθμός οντοτήτων χρησιμοποιεί ένα δεδομένο δίκτυο και επομένως ενισχύονται τα συνολικά οφέλη του σε όλους τους χρήστες. Το ανάποδο, «εξωτερικότητες που δρουν αρνητικά», ισχύει επίσης: Τα οφέλη του συστήματος («οριακή χρησιμότητα» λέγεται στα οικονομικά), μειώνονται ανάλογα με τον μειούμενο αριθμό χρηστών. Εάν αυτές οι αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις αρχίσουν να πλήττουν το SWIFT, αυτό αναπόφευκτα θα μειώσει τη ρευστότητα του δολαρίου και, ως εκ τούτου, θα επιδεινώσει τις προοπτικές να συνεχιστεί η ηγεμονία του.

Αυτό ακριβώς αρχίζει να συμβαίνει ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου. Αν μη τι άλλο, η σύγκρουση (και η αντίστοιχη στρατιωτικοπολεμική χρήση του SWIFT) επιταχύνει την προσπάθεια αναζήτησης εναλλακτικών, ανταγωνιστικών συστημάτων πληρωμών. Αξίζει επίσης να υπενθυμίσουμε ότι παρόλο που η Ε.Ε. τώρα κινείται στην ίδια γραμμή με την Ουάσιγκτον όσον αφορά τη Ρωσία, στο παρελθόν έχει εξερευνήσει ένα εναλλακτικό σύστημα πληρωμών ξεχωριστό από το επικρατούν σύστημα SWIFT. Η Ευρώπη μπορεί να επανεξετάσει αυτήν την επιλογή στο μέλλον εάν και όταν τα συμφέροντά της αρχίσουν να αποκλίνουν ξανά από τις επιταγές της Ουάσιγκτον.

Η Κίνα είναι ο μεγάλος νικητής εδώ, ωστόσο, επειδή το Διασυνοριακό Σύστημα Διεθνών Πληρωμών της Κίνας, το CIPS έναντι του SWIFT της Δύσης, έχει τώρα την καλύτερη θέση εκκίνησης στο να αναδειχθεί ως ο πιθανός κύριος ανταγωνιστής του SWIFT. Όπως σημείωσε πρόσφατα ο οικονομολόγος Ντέιβιντ Γκόλντμαν στους Asia Times:

Στο παρελθόν, ο αποκλεισμός από το SWIFT σήμαινε πλήρη απομόνωση από τις παγκόσμιες αγορές και της κανονικής χρηματοδότησης του εμπορίου, όπως στην περίπτωση των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν. Όμως το σύστημα CIPS, το οποίο η Κίνα άρχισε να αναπτύσσει το 2015, είναι πλέον πλήρως λειτουργικό.

Το CIPS είναι πλήρως λειτουργικό και ο πόλεμος της Ουκρανίας θα επεκτείνει τη χρήση και τις δυνατότητες του δικτύου του. Σημειώστε ότι καθώς το ευρώ και άλλα σημαντικά νομίσματα υποχωρούν κατά τη διάρκεια της εντεινόμενης σύγκρουσης στην Ουκρανία, το γιουάν αυξάνεται ολοένα και περισσότερο ως νόμισμα «ασφαλούς καταφυγίου»—ένας ρόλος όπου μέχρι τότε κυριαρχούσε ο Βασιλιάς Δολάριο.

Ομολογουμένως, η άνοδος του CIPS κινδυνεύει να δημιουργήσει κάποιο βραχυπρόθεσμο κόστος για το Πεκίνο, εάν οι ΗΠΑ επιλέξουν να επιβάλουν κυρώσεις σε κινεζικές τράπεζες, στο βαθμό που αυτές ενισχύσουν την ικανότητα της Μόσχας να αποφύγει τις αμερικανικές κυρώσεις. Ακόμη και απουσία της σημερινής σύγκρουσης στην Ουκρανία, η ηγεσία της Κίνας έχει κάθε κίνητρο να ενωθεί με τη Ρωσία στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων σε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που κυριαρχούν οι ΗΠΑ. Παραδόξως, όσο περισσότερο οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν το SWIFT ως μέσο οικονομικού πολέμου, τόσο περισσότερο θα αποδυναμώνεται η βιωσιμότητα του SWIFT ως κυρίαρχου συστήματος πληρωμών: Καθώς η Ουάσιγκτον επηρεάζει το σύστημα πληρωμών με τρόπο που περιπλέκει την επίλυση της αποπληρωμής του χρέους, η πυραμίδα ολόκληρου του χρήματος μπορεί γίνει ασταθής ή, τουλάχιστον, να γίνει αναξιόπιστη, προκαλώντας σε αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με τον μεγαλύτερο πιστωτή του κόσμου. Καθώς η παγκόσμια πόλωση αυξάνεται, η Κίνα θα είναι λιγότερο πιθανό να υποταχθεί αντανακλαστικά στο τρέχον νομισματικό σύστημα, με επίκεντρο το δολάριο.

Ως εκ τούτου, οι μέρες του SWIFT ως μονοπωλίου, πλησιάζουν στο τέλος τους. Ενώ το SWIFT διαχειρίζεται καθημερινές συναλλαγές αξίας 400 δισεκατομμυρίων δολαρίων, έναντι 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων του CIPS, το τελευταίο έχει δει τον όγκο του να αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Αν μη τι άλλο, η σύγκρουση στην Ουκρανία και η επιταχυνόμενη επέκταση του εμπορίου με τη Ρωσία, θα αυξήσουν περαιτέρω το μέγεθος του CIPS, το οποίο θα είναι μια βιώσιμη εναλλακτική λύση για τα έθνη που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ευάλωτα στις επιταγές της Ουάσιγκτον.

Η Ρωσία θα είναι σχεδόν σίγουρα ο μικρότερος εταίρος εδώ, δεδομένων των αντίστοιχων μεγεθών της κινεζικής και της ρωσικής οικονομίας: το ΑΕΠ της Ρωσίας είναι το ένα δέκατο του ΑΕΠ της Κίνας. Ωστόσο, η Μόσχα παρέχει στο Πεκίνο πλούτο εμπορευμάτων—ιδίως πετρέλαιο, φυσικό αέριο, σιτάρι (σύμφωνα με μια διμερή συμφωνία που συνήφθη τον περασμένο μήνα), καθώς και τα στρατηγικά μέταλλα που απαιτούνται για την τροφοδοσία εναλλακτικών επενδύσεων στον χώρο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας— και αυτό δίνει στη Ρωσία μια βασική θέση στην αναδυόμενη συμμαχία από τη μεριά του Πεκίνου.

«Η ιδέα ότι η Κίνα θα απωλέσει τις μοναδικές ευκαιρίες που έρχονται τώρα μπροστά της, επιτιθέμενη στην Ταϊβάν, δεν είναι τίποτα άλλο από φαντασιώσεις».

Η εγγύηση μιας τεράστιας νέας πηγής πετρελαίου, φυσικού αερίου και άλλων στρατηγικών εμπορευμάτων από τη Ρωσία, θα βοηθήσει να αντιμετωπιστεί το μακροχρόνιο συγκριτικό μειονέκτημα της Κίνας σε αυτούς τους τομείς σε σχέση με τις ΗΠΑ, κάτι το οποίο θα διαλύσει τη μοναδική περίοδο κυριαρχίας των ΗΠΑ αμέσως μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Η Pax Americana –η κατάσταση σχετικής διεθνούς ειρήνης που εποπτεύεται από τις ΗΠΑ– μπορεί να ήταν πιο επιτυχημένη αν η Ουάσιγκτον εννοούσε περισσότερο την «pax» και λιγότερο την «Americana», ώστε να δημιουργήσει νέα είδη παγκόσμιων δομών για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου μια για πάντα.

Προσθέστε σε αυτό τις άνευ προηγουμένου διπλωματικές ευκαιρίες που συγκεντρώνονται τώρα στην Κίνα. Όπως σημειώνει ο Ντέιβιντ Γκόλντμαν, το Πεκίνο «δεν κινδυνεύει από τα λάθη που οδήγησαν στην κρίση, τόσο επειδή έχει καλές σχέσεις με τους αντιμαχόμενους, όσο και γιατί διατηρεί ένα συνεχόμενο διάλογο με την Ευρώπη. Ο περίεργος σε αυτή την υπόθεση, φυσικά, θα ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες».

Υπάρχει η διάσταση της Ταϊβάν σε όλα αυτά. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει διάσταση στην Ταϊβάν στην κρίση της Ουκρανίας, αλλά καθώς τόσοι πολλοί τολμηροί, αλλά ταυτόχρονα κακώς ενημερωμένοι νεοσυντηρητικοί, υποστηρίζουν παράλογα ότι η Κίνα θα διεκδικήσει εκ νέου το νησί με τη βία ως συνέπεια της επέμβασης της Ρωσίας στην Ουκρανία, ας εξετάσουμε αυτή την ανύπαρκτη διάσταση, εν συντομία. Αλίμονο, δεν υπάρχει κάτι χειρότερο, όπως έλεγε ένας Γάλλος νομοθέτης την εποχή της εισβολής στο Ιράκ το 2003, από την αλαζονεία και την άγνοια σε συνδυασμό.

Η ιδέα ότι η Κίνα θα σπαταλήσει τις μοναδικές ευκαιρίες που έρχονται τώρα μπροστά της, επιτιθέμενη στην Ταϊβάν, δεν είναι τίποτα άλλο από φαντασιακή προβολή εκ μέρους εκείνων που υποθέτουν ότι επειδή η Αμερική έχει σπαταλήσει τη θέση της παγκόσμιας ισχύος και επιρροής μέσω ενός μάταιου εναγκαλισμού διαρκούς πολέμου, η Κίνα είναι πιθανό να κάνει το ίδιο. Οι νεοσυντηρητικοί που διατυπώνουν αυτήν την κατηγορία όσον αφορά την Ταϊβάν δεν παρέχουν αποδείξεις. Ήταν αυτοί που διαψεύστηκαν όταν υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση του Σαντάμ Χουσεΐν στη Βαγδάτη είχε συνεχή συνεργασία με την Αλ Κάιντα για να δικαιολογήσουν τον μοιραίο πόλεμο της Αμερικής στο Ιράκ.

Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει μια τέτοια ενέργεια από την Κίνα θα ήταν η Ουάσιγκτον να κινηθεί ενεργητικά για να αναβαθμίσει τις διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν, σε κάτι παρόμοιο με την παλιά συνθήκη αμοιβαίας άμυνας, που ίσχυε πριν από την αναγνώριση του Πεκίνου από την Ουάσιγκτον το 1979. Εγκαταλείποντας την εξαιρετικά επιτυχημένη πολιτική της στρατηγικής ασάφειας σχετικά με τη μία κυρίαρχη κυβέρνηση που εκπροσωπεί την Κίνα, οι ΗΠΑ θα προκαλούσαν σχεδόν σίγουρα μια πιο επιθετική απάντηση από το Πεκίνο.

Εναπόκειται στην Ουάσιγκτον να κάνει μια τόσο ανόητη επιλογή, όπως παροτρύνουν ή επιμένουν τα γεράκια της πρωτεύουσας. Εάν επικρατήσει η βλακεία, το Πεκίνο έχει ξεκαθαρίσει εδώ και πολλές δεκαετίες, με κάθε ευκαιρία, ότι θα απαντήσει – απρόθυμα, αλλά στρατιωτικά, αν κρίνει ότι πρέπει. Σε αυτό το σημείο, είναι πολύ ασφαλές να πούμε, ότι μια κίνηση επιθετική κίνηση προς το νησί δεν είναι καθόλου μέσα στα σχέδια της Κίνας.

Όσον αφορά την Ουκρανία, ως αναδυόμενος στρατηγικός σύμμαχος της Ρωσίας και βασικός εμπορικός εταίρος της Ουκρανίας, η Κίνα είναι η μόνη παγκόσμια δύναμη με ισχυρές σχέσεις και με τις δύο πλευρές της σύγκρουσης. Οι ευκαιρίες που εντοπίζω πηγάζουν σε μεγάλο βαθμό από αυτή τη θέση.

Ο Τζον Φ. Κένεντι, κατά τη διάρκεια των ημερών του ως γερουσιαστής, δήλωσε το περίφημο: «Στην κινεζική γλώσσα, η λέξη «κρίση» αποτελείται από δύο χαρακτήρες, ο ένας αντιπροσωπεύει τον κίνδυνο και ο άλλος, την «ευκαιρία». Η σύγκρουση αντιπροσωπεύει μια ζωντανή εκδήλωση της συγκεκριμένης έννοιας. Αλλά μακροπρόθεσμα, αυτή η διττή έννοια της «κρίσης» δεν ανήκει όλη σε ένα μέρος: Στην πραγματικότητα, ο κίνδυνος αφορά σε μεγάλο βαθμό την Ουάσιγκτον και την Ευρώπη, και η ευκαιρία δίνεται στο Πεκίνο.

Πηγή: The Scrum

Μετάφραση: antapocrisis

Οι κυρώσεις της Ουάσιγκτον θα καταστρέψουν την Ευρώπη και όχι τη Ρωσία

Το antapocrisis αναδημοσιεύει για λόγους ενημέρωσης και προβληματισμού το άρθρο του Pepe Escobar για τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές κυρώσεις στη Ρωσία. Ανεξάρτητα από το αν κανείς συμμερίζεται το σύνολο των εκτιμήσεων του αρθρογράφου, και ειδικά τον ισχυρισμό ότι η Ρωσία δεν θα πληγεί σχεδόν καθόλου από τα μέτρα των δυτικών κυβερνήσεων, το ενδιαφέρον βρίσκεται στην εκτίμηση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων του πολέμου όσον αφορά τη γεωστρατηγική σύγκλιση Κίνας – Ρωσίας και την αυτοκτονική πορεία της Ευρώπης, η οποία εξαρτάται με όλο και πιο αρνητικούς και ετεροβαρείς όρους από την Ουάσινγκτον. Οι εκτιμήσεις του Pepe Escobar συμβαδίζουν με αυτές μιας μεγάλης σειράς αναλυτών που υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη είναι ο μεγάλος χαμένος του πολέμου στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ ο άμεσα ωφελούμενος και η Κίνα ο μεγάλος στρατηγικός νικητής.   

Το πολεμικό πεδίο έχει οριστεί.

Η επίσημη ρωσική μαύρη λίστα των εχθρικών εθνών που επιβάλλουν κυρώσεις περιλαμβάνει τις ΗΠΑ, την ΕΕ, τον Καναδά και, στην Ασία, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Ταϊβάν και τη Σιγκαπούρη (τη μόνη χώρα από τη Νοτιοανατολική Ασία). Παρατηρήστε πώς αυτή η «διεθνής κοινότητα» συνεχίζει να συρρικνώνεται.

Ο παγκόσμιος Νότος γνωρίζει ότι κανένα έθνος από τη Δυτική Ασία, τη Λατινική Αμερική ή την Αφρική δεν έχει ενταχθεί στην εκστρατεία κυρώσεων της Ουάσιγκτον.

Η Μόσχα δεν έχει καν ανακοινώσει το δικό της πακέτο αντι-κυρώσεων. Ωστόσο, ένα επίσημο διάταγμα «Περί προσωρινής εντολής υποχρεώσεων σε ορισμένους ξένους πιστωτές», το οποίο επιτρέπει στις ρωσικές εταιρείες να διακανονίζουν τα χρέη τους σε ρούβλια, μας υποψιάζει για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.

Τα ρωσικά αντίμετρα περιστρέφονται όλα γύρω από αυτό το νέο προεδρικό διάταγμα, που υπογράφηκε το περασμένο Σάββατο, το οποίο ο οικονομολόγος Γεβγκένι Γιουτσούκ περιγράφει ως «πυρηνική νάρκη αντιποίνων».

Το συγκεκριμένο μέτρο λειτουργεί ως εξής: για να πληρώσουν τα δάνεια που υπερβαίνουν τα 10 εκατομμύρια ρούβλια μηνιαίως που έχουν ληφθεί από μια χώρα που έχει επιβάλει κυρώσεις, οι ρωσικές εταιρείες δεν χρειάζεται να κάνουν μεταφορά. Ζητούν από μια ρωσική τράπεζα να ανοίξει έναν λογαριασμό σε ρούβλια, στο όνομα του πιστωτή. Στη συνέχεια, η εταιρεία μεταφέρει ρούβλια σε αυτόν τον λογαριασμό, με την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία, και όλα είναι απολύτως νόμιμα.

Οι πληρωμές σε ξένο νόμισμα πραγματοποιούνται μόνο από την Κεντρική Τράπεζα κατά περίπτωση. Πρέπει να λάβουν ειδική άδεια από την Κυβερνητική Επιτροπή Ελέγχου Ξένων Επενδύσεων.

Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι το μεγαλύτερο μέρος των 478 δισεκατομμυρίων δολαρίων περίπου που είναι το ρωσικό εξωτερικό χρέος, μπορεί να «εξαφανιστεί» από τους ισολογισμούς των δυτικών τραπεζών. Το ισοδύναμο σε ρούβλια θα κατατεθεί κάπου, σε ρωσικές τράπεζες. Αλλά οι δυτικές τράπεζες, όπως έχουν τα πράγματα, δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά.

Είναι συζητήσιμο εάν αυτή η απλή στρατηγική ήταν προϊόν των εγκεφάλων που συγκεντρώθηκαν στη Ρωσική Κεντρική Τράπεζα. Πιθανότατα, συνέβαλε ο σημαίνων οικονομολόγος Σεργκέι Γκλάζιεφ, επίσης κορυφαίος πρώην σύμβουλος του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν για την περιφερειακή ολοκλήρωση. Εδώ είναι μια αναθεωρημένη έκδοση, στα αγγλικά, του πρωτοποριακού δοκιμίου του, “Sanctions and Sovereignty”, το οποίο έχω αναφέρει προηγουμένως.

Εν τω μεταξύ, η Sberbank επιβεβαίωσε ότι θα εκδώσει τις ρωσικές χρεωστικές/πιστωτικές κάρτες Mir με την UnionPay της Κίνας (σ.μτφ. Η UnionPay είναι κινέζικο σύστημα χρηματοπιστωτικών πληρωμών, αντίστοιχο με τις αμερικανικές Visa και Mastercard, τις οποίες ξεπέρασε σε ύψος συναλλαγών το 2015. Προς το παρόν ωστόσο, ένα πολύ μικρό ποσοστό συναλλαγών διεξάγεται εκτός Κίνας, πράγμα που με τις δυτικές κυρώσεις στη Ρωσία πρόκειται να αλλάξει). Η Alfa-Bank, η μεγαλύτερη ιδιωτική τράπεζα στη Ρωσία, θα εκδίδει επίσης πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες UnionPay. Αν και η κάρτα Mir παρουσιάστηκε μόλις πριν από πέντε χρόνια, το 40% των Ρώσων έχει ήδη μια τέτοια κάρτα για οικιακή χρήση. Τώρα θα μπορεί να τη χρησιμοποιεί και διεθνώς, μέσω του τεράστιου δικτύου της UnionPay. Και χωρίς τις Visa και Mastercard, οι προμήθειες για όλες τις συναλλαγές θα παραμείνουν στην οικονομική σφαίρα Ρωσίας-Κίνας.

Ουσιαστικά πρόκειται για αποδολαριοποίηση.

Κύριε Μαδούρο, δώστε παρακαλώ λίγο πετρέλαιο

Οι διαπραγματεύσεις στη Βιέννη για τις κυρώσεις προς το Ιράν, φτάνουν στο τελευταίο στάδιο – όπως παραδέχτηκε ακόμη και ο Κινέζος διπλωμάτης Wang Qun. Αλλά ήταν ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ που εισήγαγε μια νέα, κρίσιμη μεταβλητή στις τελικές συζητήσεις της Βιέννης.

Ο Λαβρόφ έκανε ένα αρκετά σαφές αίτημα, την τελευταία κυριολεκτικά ώρα: «Ζητήσαμε γραπτή εγγύηση … ότι η τρέχουσα διαδικασία [ρωσικών κυρώσεων] που ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν προσκρούει με κανέναν τρόπο στη δυνατότητά μας για ελεύθερη και πλήρη εμπορική, οικονομική και επενδυτική συνεργασία και στρατιωτική-τεχνική συνεργασία με την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν».

Σύμφωνα με τη συμφωνία για το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (JCPOA) του 2015, η Ρωσία εισάγει εμπλουτισμένο ουράνιο από το Ιράν και το ανταλλάσσει με yellowcake (σ.μτφ. συμπυκνωμένη μορφή ουρανίου), και παράλληλα, μετατρέπει εκ νέου τον πυρηνικό σταθμό Fordow του Ιράν σε ερευνητικό κέντρο. Χωρίς τις ιρανικές εξαγωγές εμπλουτισμένου ουρανίου, απλά δεν υπάρχει συμφωνία JCPOA. Είναι παράλογο το γεγονός ότι ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Blinken δεν φαίνεται να το καταλαβαίνει.

Όλοι μα όλοι στη Βιέννη, γνωρίζουν, ότι για να υπογράψουν όλοι οι παράγοντες την αναβίωση του JCPOA, κανένα έθνος δεν μπορεί να στοχοποιηθεί μεμονωμένα όσον αφορά τις συναλλαγές με το Ιράν. Αυτό το ξέρει και η Τεχεράνη.

Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι ένα περίτεχνο παιχνίδι περσικών καθρεφτών, που παίζεται μεταξύ της ρωσικής και της ιρανικής διπλωματίας. Ο πρεσβευτής της Μόσχας στην Τεχεράνη, Levan Dzhagaryan, απέδωσε τη σφοδρή αντίδραση ορισμένων ιρανικών κύκλων στον Λαβρόφ, σε «παρεξήγηση». Όλα αυτά θα διεξαχθούν στη σκιά.

Ένα επιπλέον στοιχείο είναι, ότι σύμφωνα με μια πηγή πληροφόρησης με προνομιακή πρόσβαση στο Ιράν, η Τεχεράνη μπορεί να πουλάει έως και τρία εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα, «έτσι εάν υπογραφεί μια συμφωνία, δεν θα επηρεάσει καθόλου την προσφορά. Απλώς θα κοστίζει περισσότερο».

Η αμερικανική κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν είναι πλέον απολύτως απελπισμένη: σήμερα απαγόρευσε όλες τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Ρωσία, η οποία τυγχάνει να είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στις ΗΠΑ, πίσω από τον Καναδά και πάνω από το Μεξικό. Η μεγάλη «στρατηγική αντικατάστασης» της ενέργειας από τη Ρωσία, είναι να ζητιανεύουν πετρέλαιο από το Ιράν και τη Βενεζουέλα.

Έτσι, ο Λευκός Οίκος έστειλε μια αντιπροσωπεία για να συνομιλήσει με τον πρόεδρο της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο, με επικεφαλής τον Χουάν Γκονζάλες, τον κορυφαίο σύμβουλο του Λευκού Οίκου στη Λατινική Αμερική. Η προσφορά των ΗΠΑ είναι να «ελαφρύνουν» τις κυρώσεις στο Καράκας με αντάλλαγμα το πετρέλαιο.

Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει περάσει χρόνια –αν όχι δεκαετίες– καίγοντας όλες τις γέφυρες με τη Βενεζουέλα και το Ιράν. Οι ΗΠΑ κατέστρεψαν το Ιράκ και τη Λιβύη και απομόνωσαν τη Βενεζουέλα και το Ιράν στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν τις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου – απλώς για να καταλήξουν με άθλιο τρόπο να προσπαθούν να τις εξαγοράσουν και τις δύο χώρες και να ξεφύγουν από τη συντριβή από τις οικονομικές δυνάμεις που έχουν οι ίδιες εξαπολύσει. Αυτό αποδεικνύει, για άλλη μια φορά, ότι οι «διαμορφωτές πολιτικής» του ιμπεριαλισμού είναι εντελώς ανόητοι.

Το Καράκας θα ζητήσει την κατάργηση όλων των κυρώσεων στη Βενεζουέλα και την επιστροφή όλου του κατασχεμένου χρυσού του. Και φαίνεται ότι τίποτα από αυτά δεν ξεκαθαρίστηκε με τον «πρόεδρο» Χουάν Γκουαϊδό, ο οποίος από το 2019 είναι ο μόνος ηγέτης της Βενεζουέλας που «αναγνωρίστηκε» από την Ουάσιγκτον.

Η κοινωνική συνοχή σε διάλυση

Οι αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου, εν τω μεταξύ, βρίσκονται σε απόλυτο πανικό. Κανένας δυτικός έμπορος δεν θέλει να αγοράσει ρωσικό αέριο. Αυτό δεν οφείλεται στο κρατικό ενεργειακό μεγαθήριο της Ρωσίας, Gazprom, το οποίο συνεχίζει να προμηθεύει κανονικά τους πελάτες που υπέγραψαν συμβάσεις με σταθερά τιμολόγια, από 100 έως 300 δολάρια. Άλλοι πληρώνουν πάνω από 3.000$ στην αγορά σποτ (σ.μτφ. αγορά που αφορά άμεσα παραδοτέα αγαθά).

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι όλο και λιγότερο πρόθυμες να χορηγήσουν δάνεια για το εμπόριο ενέργειας με τη Ρωσία λόγω της υστερίας των κυρώσεων. Μια ισχυρή υπόδειξη ότι ο αγωγός φυσικού αερίου Ρωσίας-Γερμανίας Nord Stream 2 είναι κυριολεκτικά νεκρός, είναι ότι ο εισαγωγέας Wintershall-Dea απέσυρε το μερίδιό του στη χρηματοδότηση, προεξοφλώντας ντε φάκτο ότι ο αγωγός δεν θα ξεκινήσει.

Καθένας με στοιχειώδη σκέψη στη Γερμανία, γνωρίζει ότι δύο επιπλέον τερματικοί σταθμοί Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG) – που δεν έχουν ακόμη κατασκευαστεί – δεν επαρκούν για τις ανάγκες του Βερολίνου. Πολύ απλά δεν υπάρχει αρκετό LNG για να καλύψει τις ανάγκες της Γερμανίας. Η Ευρώπη θα ανταγωνιστεί με την Ασία για το ποιος μπορεί να πληρώσει περισσότερα. Η Ασία κερδίζει.

Η Ευρώπη εισάγει περίπου 400 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως, με τη Ρωσία να παρέχει τα 200 δισεκατομμύρια από αυτά. Δεν υπάρχει περίπτωση η Ευρώπη να βρει 200 ​​δισεκατομμύρια από οπουδήποτε αλλού, για να αντικαταστήσει τη Ρωσία – είτε στην Αλγερία, είτε στο Κατάρ είτε στο Τουρκμενιστάν. Για να μην αναφέρουμε την έλλειψη των απαραίτητων τερματικών LNG για τη μεταφορά του υγροποιημένου αερίου.

Έτσι, προφανώς, ο κορυφαίος ωφελούμενος από όλο το χάος θα είναι οι ΗΠΑ – οι οποίες θα μπορούν να επιβάλλουν όχι μόνο τους τερματικούς σταθμούς και τα συστήματα ελέγχου τους, αλλά και τα κέρδη από τα δάνεια στην ΕΕ, τις πωλήσεις εξοπλισμού και την πλήρη πρόσβαση σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ενεργειακή υποδομή. Όλες οι εγκαταστάσεις, οι αγωγοί και οι αποθήκες LNG θα συνδεθούν σε ένα μοναδικό δίκτυο με ένα ενιαίο κέντρο ελέγχου: αυτό είναι το αμερικανικό επιχειρηματικό όνειρο.

Η Ευρώπη θα μείνει με τη μειωμένη παραγωγή φυσικού αερίου για τη φθίνουσα βιομηχανία της. Απώλειες θέσεων εργασίας, μείωση του επιπέδου ποιότητας ζωής, αυξημένη πίεση στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, και, τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, ανάγκη για επιπλέον αμερικανικά δάνεια. Ορισμένα έθνη θα επιστρέψουν στον άνθρακα για να καλύψουν τις ανάγκες για θέρμανση. Η παρέλαση της Πράσινης Οικονομίας θα είναι ιδιαίτερα ζωηρή.

Τι γίνεται με τη Ρωσία; Υποθετικά μιλώντας, ακόμα κι αν όλες οι εξαγωγές ενέργειας της περιοριστούν – και δεν πρόκειται να περιοριστούν, οι κορυφαίοι πελάτες της βρίσκονται στην Ασία – η Ρωσία δεν πρόκειται να αναλώσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα.

Η ρωσοφοβική ολοσχερής επίθεση στις ρωσικές εξαγωγές στοχεύει επίσης σε μέταλλα όπως το παλλάδιο – ζωτικής σημασίας για τα ηλεκτρονικά, από τους φορητούς υπολογιστές έως τα συστήματα αεροσκαφών. Οι τιμές εκτοξεύονται. Η Ρωσία ελέγχει το 50% της παγκόσμιας αγοράς. Στη συνέχεια, υπάρχουν τα ευγενή αέρια – νέον, ήλιο, αργό, ξένο – απαραίτητα για την παραγωγή μικροτσίπ. Το τιτάνιο έχει αυξηθεί κατά 25% και τόσο η Boeing (κατά το ένα τρίτο των προμηθειών της) όσο και η Airbus (κατά τα δύο τρίτα των προμηθειών της) βασίζονται σε ρωσικό τιτάνιο.

Πετρέλαιο, τρόφιμα, λιπάσματα, στρατηγικά μέταλλα, αέριο νέον για ημιαγωγούς: όλα ανατινάζονται, στην ποδιά της Κακιάς Μάγισσας Ρωσίας.

Μερικοί δυτικοί που εξακολουθούν να αγαπούν πολύ τη ρεαλπολιτίκ του Μπίσμαρκ έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται εάν η εξαίρεση της ενέργειας (στην περίπτωση της Ευρώπης) και επιλεγμένων εμπορευματικών ροών από τις ρωσικές κυρώσεις, έχει να κάνει με την προστασία του συστήματος παραγωγής εμπορευμάτων.

Άλλωστε, αν η παραγωγή εμπορευμάτων καταρρεύσει, λόγω έλλειψης πρώτων υλών, ολόκληρο το δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ανατινάζεται. Αυτό θα είναι μια πραγματική συστημική αποτυχία.

Το βασικό ζήτημα που πρέπει να χωνέψει ο Παγκόσμιος Νότος είναι ότι η «Δύση» δεν αυτοκτονεί. Αυτό που έχουμε εδώ, ουσιαστικά, είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες να καταστρέφουν εσκεμμένα τη γερμανική βιομηχανία και την ευρωπαϊκή οικονομία – παραδόξως, με τη συναίνεση των ίδιων των Ευρωπαίων.

Η καταστροφή της ευρωπαϊκής οικονομίας σημαίνει να μην παραχωρηθεί επιπλέον χώρος στην αγορά της Κίνας και να εμποδιστεί το αναπόφευκτο επιπλέον εμπόριο που θα είναι άμεση συνέπεια των στενότερων ανταλλαγών μεταξύ της ΕΕ και της Περιφερειακής Συνολικής Οικονομικής Συνεργασίας (RCEP), της μεγαλύτερης εμπορικής συμφωνίας στον κόσμο.

Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι οι ΗΠΑ να τρώνε για το μεσημεριανό τους γεύμα τις ευρωπαϊκές αποταμιεύσεις, ενώ η Κίνα θα επεκτείνει τη μεσαία τάξη της σε πάνω από 500 εκατομμύρια ανθρώπους. Η Ρωσία θα τα καταφέρει μια χαρά, όπως περιγράφει ο Γκλάζιεφ: κυρίαρχη και αυτάρκης.

Ο Αμερικανός οικονομολόγος Μάικλ Χάντσον σκιαγράφησε συνοπτικά τις γραμμές της αυτοκρατορικής αυτοκατάρρευσης. Ωστόσο, πολύ πιο δραματικό, σε βαθμό στρατηγικής καταστροφής, είναι το πώς οι κωφοί, άλαλοι και τυφλοί παρελαύνουν προς τη βαθιά ύφεση και τον υπερπληθωρισμό, διαλύοντας ό,τι έχει απομείνει από την κοινωνική συνοχή της Δύσης.

Αποστολή εξετελέσθη.

Πηγή: The Cradle

Μετάφραση: antapocrisis

Η στέπα στις φλόγες: η χρωματιστή επανάσταση του Καζακστάν.

Μαϊντάν στο Αλμάτι; Ω! ναι. Αλλά είναι περίπλοκο.

Ζούμε τον φόβο και την παράνοια για το φυσικό αέριο; Όχι στην πραγματικότητα.

Το Καζακστάν βούλιαξε στο χάος σχεδόν εν μία νυκτί, πρωτίστως λόγω του διπλασιασμού των τιμών του υγροποιημένου αερίου, που έφθασε στο (ρωσικό) ισοδύναμο των 20 ρουβλίων ανά λίτρο (συγκρίνετε το με τον μέσο όρο των 30 ρουβλίων στην ίδια τη Ρωσία).

Αυτή ήταν η σπίθα για πανεθνικές διαμαρτυρίες που κάλυπταν κάθε γεωγραφικό πλάτος από τον κορυφαίο επιχειρηματικό κόμβο Αλμάτι μέχρι τα λιμάνια Ακτάου και Ατιράου της Κασπίας Θάλασσας και ακόμη και την πρωτεύουσα Νουρ-Σουλτάν, πρώην Αστάνα.

Η κεντρική κυβέρνηση αναγκάστηκε να μειώσει την τιμή του φυσικού αερίου στο ισοδύναμο των 8 ρουβλίων το λίτρο. Ωστόσο, αυτό οδήγησε μόνο στο επόμενο στάδιο των διαδηλώσεων, με αίτημα χαμηλότερες τιμές των τροφίμων, τέλος της εκστρατείας εμβολιασμού, χαμηλότερη ηλικία συνταξιοδότησης για τις πολύτεκνες μητέρες και – τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό – την αλλαγή καθεστώτος, όπως συνοψίζεται στο σύνθημα: Shal, ket!! (“Κάτω ο γέρος”).

Ο «γέρος» δεν είναι άλλος από τον εθνικό ηγέτη Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ, 81 ετών, ο οποίος παρόλο που παραιτήθηκε από την προεδρία μετά από 29 χρόνια στην εξουσία, το 2019, στην πράξη παραμένει η γκρίζα εξοχότητα του Καζακστάν, επικεφαλής του Συμβουλίου Ασφαλείας, κινώντας τα νήματα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.

Η προοπτική μιας ακόμη έγχρωμης επανάστασης έρχεται αναπόφευκτα στο μυαλό: ίσως τυρκουάζ-κίτρινης – που αντανακλά τα χρώματα της εθνικής σημαίας του Καζακστάν. Ειδικά επειδή αμέσως μετά, οξυδερκείς παρατηρητές ανακάλυψαν ότι οι συνήθεις ύποπτοι – η αμερικανική πρεσβεία – ήδη προειδοποιούσε για μαζικές διαδηλώσεις από τις 16 Δεκεμβρίου 2021.

Το Αλμάτι στο χάος

Για τον έξω κόσμο, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί μια μεγάλη εξαγωγική δύναμη ενέργειας, όπως το Καζακστάν, χρειάζεται να αυξήσει τις τιμές του φυσικού αερίου για τον πληθυσμό της.

Ο λόγος είναι -τι άλλο- ο αχαλίνωτος νεοφιλελευθερισμός και οι παροιμιώδεις κραυγές της ελεύθερης αγοράς. Από το 2019 η πώληση του υγροποιημένου αερίου γίνεται ηλεκτρονικά στο Καζακστάν. Έτσι, η διατήρηση των ανώτατων ορίων τιμών – ένα έθιμο δεκαετιών – έγινε σύντομα αδύνατη, καθώς οι παραγωγοί έρχονταν συνεχώς αντιμέτωποι με το να πωλούν το προϊόν τους κάτω από το κόστος, καθώς η κατανάλωση εκτοξευόταν στα ύψη.

Όλοι στο Καζακστάν περίμεναν μια αύξηση των τιμών, και επίσης όλοι στο Καζακστάν χρησιμοποιούν υγροποιημένο αέριο, ειδικά στα τροποποιημένα αυτοκίνητά τους. Και όλοι μάλιστα στο Καζακστάν έχουν αυτοκίνητο, όπως μου είπαν, με σκεπτικισμό, κατά την τελευταία μου επίσκεψη στο Αλμάτι, στα τέλη του 2019, όταν μάταια προσπαθούσα να βρω ένα ταξί για να κατευθυνθώ στο κέντρο της πόλης.

Είναι πολύ ενδεικτικό ότι οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν στην πόλη Zhanaozen, ακριβώς μέσα στον κόμβο πετρελαίου / φυσικού αερίου του Mangystau. Και είναι επίσης ενδεικτικό ότι το κέντρο των αναταραχών μετατοπίστηκε αμέσως στο εξαρτώμενο από τα αυτοκίνητα Αλμάτι, τον πραγματικό επιχειρηματικό κόμβο του έθνους, και όχι στην απομονωμένη, υπερφορτωμένη από κυβερνητικές υποδομές πρωτεύουσα στη μέση της στέπας.

Στην αρχή ο Πρόεδρος Κασίμ Τοκάγιεφ φάνηκε ότι πιάστηκε εξαπίνης. Υποσχέθηκε την επιστροφή του πλαφόν στις τιμές, κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης / απαγόρευση κυκλοφορίας τόσο στο Αλμάτι όσο και στο Μανγκιστάου (τότε σε εθνικό επίπεδο) ενώ αποδέχτηκε εν συνόλω την παραίτηση της σημερινής κυβέρνησης και διόρισε έναν άτυπο Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης, τον Αλίχαν Σμαίλοφ, ως προσωρινό πρωθυπουργό μέχρι το σχηματισμό του νέο υπουργικού συμβουλίου.

Ωστόσο, αυτό δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει την αναταραχή. Στα πλαίσια μιας αστραπιαίας κλιμάκωσης είχαμε την εισβολή στο γραφείο του δημάρχου στο Αλμάτι, διαδηλωτές να πυροβολούν κατά του στρατού, ένα μνημείο του Ναζαρμπάγιεφ που κατεδαφίστηκε στο Ταλντικοργκάν, την κατάληψη της κατοικίας του τελευταίου στο Αλμάτι, την Kazakhtelecom να αποσυνδέει ολόκληρη τη χώρα από το διαδίκτυο, πολλά μέλη της Εθνοφρουράς -συμπεριλαμβανομένων και τεθωρακισμένων οχημάτων- να ενώνονται με τους διαδηλωτές στο Ακτάου και τα ΑΤΜ να είναι ανενεργά.

Και τότε το Αλμάτι, που βυθίστηκε στο απόλυτο χάος, καταλήφθηκε ουσιαστικά από τους διαδηλωτές, συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς αεροδρομίου του, το οποίο το πρωί της Τετάρτης ήταν υπό καθεστώς πρόσθετης ασφάλειας και το βράδυ είχε γίνει πια κατεχόμενο έδαφος.

Ο εναέριος χώρος του Καζακστάν, εν τω μεταξύ, έπρεπε να αντιμετωπίσει μια εκτεταμένη κυκλοφοριακή συμφόρηση ιδιωτικών αεροσκαφών που έφευγαν προς τη Μόσχα και τη Δυτική Ευρώπη. Παρόλο που το Κρεμλίνο σημείωσε ότι το Νουρ-Σουλτάν δεν είχε ζητήσει καμία ρωσική βοήθεια, μια «ειδική αντιπροσωπεία» πέταξε σύντομα από τη Μόσχα. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ τόνισε προσεκτικά: «είμαστε πεπεισμένοι ότι οι Καζάκοι φίλοι μας μπορούν να λύσουν μόνοι τους τα εσωτερικά τους προβλήματα», προσθέτοντας ότι «είναι σημαντικό να μην παρεμβαίνει κανείς από το εξωτερικό».

Γεωστρατηγικές συνομιλίες

Πώς θα μπορούσε να εκτροχιαστεί όλο αυτό τόσο γρήγορα;

Μέχρι τώρα, το παιχνίδι διαδοχής στο Καζακστάν θεωρούνταν ως επί το πλείστον πετυχημένο σε όλη τη βόρεια Ευρασία. Οι ντόπιοι χόντσο, οι ολιγάρχες και οι κομπραδόρικες ελίτ διατηρούσαν τα φέουδα τους και τις πηγές εισοδήματός τους. Κι όμως, ανεπίσημα, μου είπαν στο Νουρ-Σουλτάν στα τέλη του 2019, ότι θα υπήρχαν σοβαρά προβλήματα όταν κάποιες περιφερειακές φυλές θα έρχονταν να κεφαλαιοποιήσουν – αντιμετωπίζοντας τον «γέρο» Ναζαρμπάγιεφ και το σύστημα που τον αντικατέστησε.

Ο Τοκάγιεφ όντως απηύθυνε την κλασική έκκληση «να μην υποκύψουμε σε εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις» – κάτι που είναι λογικό – αλλά διαβεβαίωσε επίσης ότι η κυβέρνηση «δεν θα πέσει». Βέβαια αυτή ήδη έπεφτε, ακόμη και μετά από μια έκτακτη συνάντηση που προσπαθούσε να αντιμετωπίσει το μπερδεμένο πλέγμα των κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων με την υπόσχεση ότι όλα τα «νόμιμα αιτήματα» των διαδηλωτών θα ικανοποιηθούν.

Αυτό δεν λειτούργησε ως κλασικό σενάριο αλλαγής καθεστώτος – τουλάχιστον αρχικά. Η διαμόρφωση ήταν μια ρευστή, άμορφη κατάσταση χάους, καθώς οι – εύθραυστοι – θεσμοί εξουσίας του Καζακστάν ήταν απλώς ανίκανοι να κατανοήσουν την ευρύτερη κοινωνική δυσφορία. Μια ικανή πολιτική αντιπολίτευση δεν υπάρχει: δεν υπάρχει δηλαδή πολιτική εκπροσώπηση. Η κοινωνία των πολιτών δεν έχει κανάλια για να εκφραστεί.

Λοιπόν, ναι: υπάρχει μια ταραχή που συνεχίζεται – για να θυμηθώ το αμερικανικό rhythm’n blues. Και όλοι είναι χαμένοι. Αυτό που δεν είναι ακόμα ακριβώς σαφές είναι ποιες αντιμαχόμενες φυλές πυροδοτούν τις διαμαρτυρίες – και ποια είναι η ατζέντα τους σε περίπτωση που βρεθούν στην εξουσία. Σε τελική ανάλυση, καμία «αυθόρμητη» διαμαρτυρία δεν μπορεί να εμφανιστεί ταυτόχρονα σε όλο αυτό το τεράστιο έθνος σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη.

Το Καζακστάν ήταν η τελευταία δημοκρατία που εγκατέλειψε την καταρρέουσα ΕΣΣΔ πριν από τρεις δεκαετίες, τον Δεκέμβριο του 1991. Υπό τον Ναζαρμπάγιεφ, ενεπλάκη αμέσως σε μια αυτο-προσδιοριζόμενη ως πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Μέχρι τώρα, το Νουρ-Σουλτάν διεκδικούσε επιδέξια τον τίτλο του βασικού διπλωματικού διαμεσολαβητή – από τις συζητήσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ήδη από το 2013 έως και τον πόλεμο στη Συρία από το 2016. Στόχος: να εδραιωθεί ως η βασική γέφυρα μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας.

Οι κινεζικοί Νέοι Δρόμοι του Μεταξιού, (ή αλλιώς BRI), εγκαινιάστηκαν επίσημα από τον Σι Τζινπινγκ στο Πανεπιστήμιο Nazarbayev τον Σεπτέμβριο του 2013. Αυτό συνέβη άμεσα για να δέσει με την αντίληψη του Καζακστάν για την ευρασιατική οικονομική ολοκλήρωση, που δημιουργήθηκε μετά το σχέδιο κρατικών δαπανών του Ναζαρμπάγιεφ, με τίτλο «Nurly Zhol» (μτφρ. Φωτεινό Μονοπάτι), σχεδιασμένο για να τροφοδοτήσει την οικονομία μετά την οικονομική κρίση του 2008-9.

Τον Σεπτέμβριο του 2015, στο Πεκίνο, ο Ναζαρμπάγιεφ ευθυγράμμισε το «Nurly Zhol» με τους Νέους Δρόμους του Μεταξιού, ωθώντας ντε φάκτο το Καζακστάν στην καρδιά της νέας ευρασιατικής ολοκλήρωσης. Γεωστρατηγικά, το μεγαλύτερο στεριανό έθνος στον πλανήτη έγινε η κύρια περιοχή αλληλεπίδρασης του κινεζικού και του ρωσικού οράματος, των Νέων Δρόμων του Μεταξιού (BRI) και της Οικονομικής Ένωσης της Ευρασίας (EAEU).

Μια τακτική εκτροπής

Για τη Ρωσία, το Καζακστάν έχει μεγαλύτερη γεωστρατηγική σημασία από την Κίνα. Το Νουρ-Σουλτάν υπέγραψε τη συνθήκη CSTO το 2003. Είναι βασικό μέλος της EAEU. Και τα δύο έθνη έχουν τεράστιους στρατιωτικο-τεχνικούς δεσμούς και διατηρούν στρατηγική διαστημική συνεργασία στο Μπαϊκονούρ. Τα ρωσικά είναι επίσημη γλώσσα, την οποία ομιλεί το 51% των πολιτών της δημοκρατίας.

Τουλάχιστον 3,5 εκατομμύρια Ρώσοι ζουν στο Καζακστάν. Είναι ακόμη νωρίς για να υποθέσουμε ότι μια πιθανή «επανάσταση» με χρώματα εθνικής απελευθέρωσης ακόμη κι αν το παλιό σύστημα τελικά κατέρρεε. Και ακόμη κι αν συμβεί αυτό, η Μόσχα δεν θα χάσει ποτέ όλη τη σημαντική πολιτική επιρροή της.

Επομένως, το άμεσο πρόβλημα είναι να διασφαλιστεί η σταθερότητα του Καζακστάν. Οι διαμαρτυρίες πρέπει να διαλυθούν. Θα υπάρξουν πολλές οικονομικές παραχωρήσεις. Το μόνιμο αποσταθεροποιητικό χάος απλά δεν μπορεί να γίνει ανεκτό – και η Μόσχα το γνωρίζει αυτό πάρα πολύ καλά. Άλλο ένα συνεχιζόμενο Μαϊντάν δεν τίθεται καν σε συζήτηση.

Η εξίσωση της Λευκορωσίας έχει δείξει πώς ένα δυνατό χέρι μπορεί να κάνει θαύματα. Ωστόσο, οι συμφωνίες του CSTO δεν καλύπτουν τη βοήθεια σε περίπτωση εσωτερικών πολιτικών κρίσεων – και ο Τοκάγιεφ δεν φαινόταν διατεθειμένος να υποβάλει τέτοιο αίτημα.

Μέχρι που το έκανε. Ζήτησε την παρέμβαση του CSTO για την αποκατάσταση της τάξης. Θα υπάρξει στρατιωτική απαγόρευση κυκλοφορίας. Και το Νουρ-Σουλτάν μπορεί ακόμη και να κατασχέσει τα περιουσιακά στοιχεία των αμερικανικών και βρετανικών εταιρειών που φέρεται να χρηματοδοτούν τις διαδηλώσεις.

Έτσι το έθεσε και ο Νικόλ Πασινιάν, πρόεδρος του Συμβουλίου Συλλογικής Ασφάλειας του CSTO και πρωθυπουργός της Αρμενίας: Ο Τοκάγιεφ επικαλέστηκε μια «απειλή για την εθνική ασφάλεια» και την «κυριαρχία» του Καζακστάν, «που προκαλείται, μεταξύ άλλων, από εξωτερική παρέμβαση». Έτσι ο CSTO «αποφάσισε να στείλει ειρηνευτικές δυνάμεις» για να ομαλοποιήσει την κατάσταση, «για περιορισμένο χρονικό διάστημα».

Οι συνήθεις ύποπτοι αποσταθεροποίησης είναι γνωστοί. Μπορεί να μην έχουν την εμβέλεια, την πολιτική επιρροή και την απαραίτητη ποσότητα δούρειων ίππων για να κρατήσουν το Καζακστάν στη φωτιά επ’ αόριστον.

Τουλάχιστον οι ίδιοι οι δούρειοι ίπποι είναι πολύ σαφείς. Θέλουν την άμεση απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων, αλλαγή καθεστώτος, μια προσωρινή κυβέρνηση «ευυπόληπτων» πολιτών και – τι άλλο; – «ακύρωση όλων των συμμαχιών με τη Ρωσία».

Και τότε όλα φτάνουν στο επίπεδο της γελοίας φάρσας, καθώς η ΕΕ αρχίζει να καλεί τις αρχές του Καζακστάν να «σεβαστούν το δικαίωμα στις ειρηνικές διαδηλώσεις». Όπως για παράδειγμα η απόλυτη αναρχία, οι ληστείες, οι λεηλασίες, τα εκατοντάδες οχήματα που καταστράφηκαν, οι επιθέσεις με τουφέκια, τα ΑΤΜ και ακόμη και το Duty Free στο αεροδρόμιο του Αλμάτι που λεηλατήθηκαν πλήρως […]

Τα συνθήματα μέχρι στιγμής φαίνεται να προέρχονται από πολλές πηγές – στηρίζοντας τα πάντα, από ένα «δυτικό μονοπάτι» στο Καζακστάν μέχρι την πολυγαμία και τον νόμο της Σαρία: «Δεν υπάρχει ακόμη ένας στόχος, δεν έχει εντοπιστεί. Το αποτέλεσμα θα έρθει αργότερα. Συνήθως είναι το ίδιο. Η εξάλειψη της κυριαρχίας, η εξωτερική διαχείριση και, τέλος, κατά κανόνα, ο σχηματισμός ενός αντιρωσικού πολιτικού κόμματος».

Ο Πούτιν, ο Λουκασένκο και ο Τοκάγιεφ πέρασαν αρκετή ώρα τηλεφωνικά, με πρωτοβουλία του Λουκασένκο. Οι ηγέτες όλων των μελών του CSTO βρίσκονται σε στενή επαφή. Μια βασική στρατηγική – όπως σε μια τεράστια «αντιτρομοκρατική επιχείρηση» – έχει ήδη εκπονηθεί. Ο στρατηγός Γερασιμοφ θα την επιβλέπει προσωπικά.

Τώρα συγκρίνετε το αυτό με εκείνο που πληροφορήθηκα από δύο διαφορετικές, υψηλόβαθμες στρατιωτικο-πολιτικές πηγές.

Η πρώτη πηγή ήταν σαφής: όλη η περιπέτεια του Καζακστάν στηρίζεται από την MI6 για τη δημιουργία ενός νέου Μαϊντάν ακριβώς πριν από τις συνομιλίες Ρωσίας/ΗΠΑ-ΝΑΤΟ στη Γενεύη και τις Βρυξέλλες την επόμενη εβδομάδα, για να αποτραπεί κάθε είδους συμφωνία. Είναι σημαντικό ότι οι «αντάρτες» διατήρησαν τον εθνικό τους συντονισμό ακόμη και μετά την αποσύνδεση του διαδικτύου.

Η δεύτερη πηγή έχει πιο λεπτές αποχρώσεις: οι συνήθεις ύποπτοι προσπαθούν να αναγκάσουν τη Ρωσία να υποχωρήσει ενάντια στη Δύση ως σύνολο, δημιουργώντας έναν σημαντικό αντιπερισπασμό στο ανατολικό της μέτωπο, ως μέρος μιας κυλιόμενης στρατηγικής χάους σε όλα τα σύνορα της Ρωσίας. Αυτή μπορεί να είναι μια έξυπνη τακτική εκτροπής, αλλά η ρωσική στρατιωτική υπηρεσία παρακολουθεί. Εκ του σύνεγγυς. Και για χάρη των συνηθισμένων υπόπτων, αυτό καλύτερα είναι να μην ερμηνευθεί – με τον αρνητικό τρόπο – καθώς ήταν μια πολεμική πρόκληση.

Σημειώσεις μετάφρασης

Χόντσο: αρχηγός φυλής ή ομάδας συγκεκριμένων συμφερόντων (από το ιαπωνικό hanchō).

Συνθήκη CSTO (ή Οργανισμός της Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας): Στρατιωτική συμφωνία μεταξύ Ρωσίας, Αρμενίας, Λευκορωσίας, Καζακστάν, Κιργιζίας και Τατζικιστάν.

Πηγή: Strategic Culture Foundation

Μετάφραση: antapocrisis

AUΚUS: Ο νέος εφιάλτης για την παγκόσμια ειρήνη

Το ακρωνύμιο είναι κακόηχο σε όποια γλώσσα κι αν το προφέρεις, αλλά αυτό είναι το λιγότερο γι αυτούς που σύντομα θα αναγκαστούν να το υποφέρουν. Πολλοί θα σκεφτούν, ίσως, ότι η Ταϊβάν πέφτει πολύ μακριά, αλλά κι η Κορέα του ‘50 δεν ήταν πιο κοντά μας.

AUKUS είναι ο καινούργιος εφιάλτης για την παγκόσμια ειρήνη που κάνει το γύρο του κόσμου από την περασμένη Τετάρτη, όταν Αυστραλία (Α), Ηνωμένο Βασίλειο (UK) και Ηνωμένες Πολιτείες (US) ανακοίνωσαν το νέο, τριμερές στρατιωτικό Σύμφωνο που συνομολόγησαν εναντίον της Κίνας. Κάποιοι είπαν ότι επρόκειτο για μια βεβιασμένη κίνηση του Τζο Μπάιντεν για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από το φιάσκο στο Αφγανιστάν και την αίσθηση ασύντακτης υποχώρησης της αμερικανικής υπερδύναμης σε όλα τα μέτωπα, που οι ίδιοι υπέθεταν ότι θα σφραγίσει το επόμενο διάστημα. Δική τους η αφέλεια, δική τους η έκπληξη.

Στην πραγματικότητα, ο νέος συνασπισμός προθύμων ήταν μια κίνηση που προετοιμαζόταν συστηματικά επί μήνες, από τη στιγμή που ανέλαβε την αμερικανική προεδρία ο Μπάιντεν. Ένα ακόμη βήμα στο στρατηγικό αναπροσανατολισμό των ΗΠΑ που χάραξε το βαθύ κράτος και ακολούθησαν με συνέπεια τρεις διαδοχικοί πρόεδροι, οι Ομπάμα, Τραμπ και Μπάιντεν- πολύ διαφορετικοί στο ύφος και σε άλλες πολιτικές, αλλά σχεδόν ταυτόσημοι στο θέμα που συζητάμε: την αναδίπλωση της μόνης, αλλά χωλαίνουσας υπερδύναμης από τα χαώδη μέτωπα της Μέσης Ανατολής, όπου υπέστη τόση φθορά με τους πολέμους του Μπους σε Ιράκ και Αφγανιστάν, έτσι ώστε να απελευθερωθούν πόροι και δυνάμεις για το κεντρικό μέτωπο των επόμενων δεκαετιών, μεταξύ Αμερικής και Κίνας.

Πολύ φοβάμαι ότι οι κίνδυνοι από αυτή την εξέλιξη έχουν υποτιμηθεί, μέχρι στιγμής, στην Ελλάδα- όχι μόνο από τις κυρίαρχες αστικές δυνάμεις, αλλά και από το αριστερό, αντιιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Ο πρώτος κίνδυνος αφορά τη διασπορά των πυρηνικών στη ζώνη Ασίας- Ειρηνικού ή και ευρύτερα. Με τη συμφωνία, η Αυστραλία πρόκειται να αποκτήσει οκτώ πυρηνοκίνητα υποβρύχια, καθαρά επιθετικά όπλα, τα οποία διαθέτουν μέχρι σήμερα μόνο έξι μεγάλες δυνάμεις- τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και η Ινδία. Αν και τα υποβρύχια της Αυστραλίας δεν προβλέπεται (ακόμη;) να φέρουν πυρηνικούς πυραύλους, η νομιμότητα εξοπλισμού με τέτοιου είδους όπλα αποτελεί γκρίζα ζώνη στη διεθνή συνθήκη μη εξάπλωσης των πυρηνικών (ΝΡΤ).

Η ζώνη Ινδικού- Ειρηνικού είναι ήδη γεμάτη με δυνάμεις που διαθέτουν πυρηνικά όπλα (Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Πακιστάν, Β .Κορέα), οπότε κάθε επιβάρυνση είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητική. Έπειτα, από τη στιγμή που αποκτούν οι Αυστραλοί παρόμοια υποβρύχια με αμερικανική και βρετανική τεχνογνωσία, πώς θα αρνηθούν οι Αμερικανοί αύριο ένα παρόμοιο αίτημα από την Ιαπωνία ή τη Νότια Κορέα, που στο κάτω- κάτω είναι πιο κοντά στην Κίνα από την Αυστραλία; Επιπλέον, τίθεται ένα σοβαρό ερώτημα στρατηγικής φύσης: τα αυστραλιανά υποβρύχια θα καταναλώνουν ως καύσιμο ασθενώς απεμπλουτισμένο ουράνιο, όπως συμβαίνει με τα κινεζικά και τα γαλλικά, ή (όπερ και το πιθανότερο) ισχυρά απεμπλουτισμένο, όπως τα αμερικανικά και τα βρετανικά; Και πως η λεγόμενη «διεθνής κοινότητα» θα απαιτεί από το Ιράν να μειώσει τον εμπλουτισμό ουρανίου στο ειρηνικό, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, πυρηνικό του πρόγραμμα, όταν θα επιτρέπει στην Αυστραλία να εμπλουτίζει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ουράνιο για πολεμικούς σκοπούς;

Ο πιο άμεσος κίνδυνος είναι να παρασύρει το AUKUS όλα τα κράτη της περιοχής, όπου ο κατάλογος των εδαφικών διεκδικήσεων και των γκρίζων ζωνών θα ξεπερνούσε τις διαστάσεις αυτού του άρθρου, σε ένα ανεξέλεγκτο ντόμινο εξοπλισμών, κλιμακώνοντας ακόμη περισσότερο τις ήδη ανησυχητικές εντάσεις. Τα μάτια στρέφονται πρώτα απ΄όλα στην Ταϊβάν, την οποία όχι μόνο η Κίνα, αλλά και τα Ηνωμένα Έθνη θεωρούν αποσχισθείσα κινεζική επαρχία (από το 1971, αναγνωρίζει τη Λαϊκή Κίνα ως μοναδικό εκπρόσωπο του κινεζικού έθνους). Μια πολιτικός τόσο αμερικανόφιλη όσο η συντηρητική πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι είχε το θάρρος να ρωτήσει μέσα στη Βουλή των Κοινοτήτων τον διάδοχό της Μπόρις Τζόνσον αν έχει σκεφτεί ότι με το AUKUS μπορεί να σύρει τη Βρετανία σε έναν πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για την Ταϊβάν. Το τι θα σημάνει ένας πόλεμος μεταξύ των δύο μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων μπορεί να μην θέλουμε να το σκεφτόμαστε, αλλά και η στρουθοκάμηλος δεν είναι περισσότερο ασφαλής με το κεφάλι στην άμμο.

Για τα κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εννοούμε τα ισχυρά, γιατί τα άλλα ποιος τα ρωτάει έτσι κι αλλιώς;) η ανακοίνωση για το AUKUS ήταν μια νέα πολιτική πανωλεθρία. Τα πολιτικά και δημοσιογραφικά φερέφωνα του ατλαντισμού μέσα στην Ευρώπη μας είχαν γανώσει τα αυτιά για τη νέα εποχή που θα έφερνε στις διατλαντικές σχέσεις η απόσυρση του κακού Τραμπ και η άφιξη του καλού Μπάιντεν. Σήμερα συμπεριφέρονται σαν απατημένοι σύζυγοι, που μαθαίνουν τελευταίοι τα δυσάρεστα μαντάτα. Ενημερώθηκαν για μια «ιστορική», κατά τον Μπάιντεν, συμφωνία που αλλάζει όχι μόνο τις περιφερειακές, αλλά και τις διεθνείς ισορροπίες, λίγες ώρες αν όχι λίγα λεπτά προτού ανακοινωθεί. Η Αμερική για μία ακόμη φορά προτιμά τις σίγουρες συμμαχίες με τις δεδομένες, γι αυτήν, αγγλόφωνες χώρες από μια Ε.Ε. πολιτικά πολυδιασπασμένη και στρατιωτικά ανύπαρκτη.

Το δόγμα “America First” του Τραμπ είναι το κατευθυντήριο δόγμα και του Μπάιντεν, αρέσει- δεν αρέσει. Καλά να πάθουν, αφού δεν έβαλαν μυαλό ούτε όταν αποκαλύφθηκε ότι επί καλού Ομπάμα οι ΗΠΑ παρακολουθούσαν μέχρι και το προσωπικό τηλέφωνο της Άγκελα Μέρκελ, χάρη στη συμμαχία παγκόσμιας παρακολούθησης των «Πέντε Ματιών» (ΗΠΑ, Καναδάς, Βρετανία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία). Επιπλέον, ο Μπάιντεν έριξε πολύ αλάτι στην ανοιχτή πληγή του Brexit, δίνοντας ένα σημαντικό δώρο στον Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος μπορεί να επαίρεται μπροστά στους ομοεθνείς του ότι η στρατηγική της Global Britain όχι μόνο δεν απομονώνει διεθνώς τη χώρα του, αλλά τη φέρνει στην πρώτη γραμμή της διεθνούς γεωπολιτικής.

Εκείνη που δέχτηκε το πιο σκληρό πλήγμα από το AUKUS ήταν η Γαλλία, καθώς είχε υπογράψει το 2016 συμφωνία για παράδοση στην Αυστραλία 12 συμβατικών υποβρυχίων, η οποία φυσικά ακυρώθηκε εν μια νυκτί. Κυριολεκτικά. Ο ακροδεξιός πρωθυπουργός της Αυστραλίας Σκοτ Μόρισον συναντήθηκε με τον Μακρόν στο Ελιζέ, τον Ιούνιο και τον ευχαρίστησε δημοσίως για το πρόγραμμα των γαλλικών υποβρυχίων, ενώ πίσω από την πλάτη του τα είχε ήδη βρει με τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς. Η ζημιά για τη Γαλλία δεν είναι τόσο οικονομική (δεν θα φαληρίσει δα η αμυντική της βιομηχανία με την ακύρωση ενός συμβολαίου, αντίθετα η Αυστραλία θα πληρώσει ακριβά που το έσπασε), όσο γεωπολιτική. Όντας η μόνη ευρωπαϊκή χώρα με διαρκή παρουσία στον Ινδοειρηνικό, όπου έχει κάπου δύο εκατομμύρια πολίτες και χιλιάδες στρατιώτες χάρη στις υπερπόντιες κτήσεις της (Νέα Καληδονία, Γαλλική Πολυνησία, Ρεουνιόν), η Γαλλία θεωρούσε ότι κατέχει δικαιωματικά μια προνομιακή θέση στο τραπέζι. Η ώρα της αλήθειας ήρθε και δεν αφορά μόνο τη συγκεκριμένη περιοχή: υπενθυμίζει στη Γαλλία ότι οι στρατιωτικές φιλοδοξίες της και η μεγαλόστομη ρητορική της υπερβαίνουν κατά πολύ τα οικονομικά και πολιτικά της μεγέθη.

Όσο για την Ε.Ε., η τριμερής αγγλοσαξωνική συμμαχία ήρθε για μία ακόμη φορά να υπογραμμίσει τη γεωπολιτική της αδυναμία και τον κίνδυνο να περιθωριοποιηθεί σε μια διπολική, παγκόσμια αναμέτρηση ΗΠΑ- Κίνας, όπου θα κληθεί να πάρει θέση ως κομπάρσος της Αμερικής. Για να πούμε του στραβού το δίκιο, ο Μακρόν έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου από την αρχή της θητείας του και ήταν ίσως ο μόνος ηγέτης ισχυρής ευρωπαϊκής χώρας που δεν είχε αυταπάτες για την εκλογή Μπάιντεν, επιμένοντας στην ανάγκη «στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας της Ευρώπης».

Ωστόσο η ευρωπαϊκή αυτονομία και η ευρωάμυνα είναι τα πιο ανούσια και κουραστικά θέματα για τους δημοσιογράφους του διεθνούς ρεπορτάζ εδώ και πάνω από 20 χρόνια, ένας μιντιακός μονόκερος, τον οποίο κανείς δεν έχει δει και κανείς δεν υπολογίζει σοβαρά ότι θα τον δει στη διάρκεια του βίου του. Ακόμη κι αν αφήσουμε στην άκρη την πολυπληθή Πέμπτη Φάλαγγα των Αμερικανών στην Ευρώπη, η ευρωπαϊκή χειραφέτηση θα προϋπέθετε δύο πράγματα: Κατ’ αρχάς, να δεχτεί η Γαλλία να μοιραστεί (δηλαδή να θέσει υπό ευρωπαϊκή συγκυριαρχία) το αμυντικό της δυναμικό, συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών όπλων, που αποτελεί το βασικό σημείο υπεροχής της, με αντάλλαγμα να δεχτεί η Γερμανία να μοιραστεί την οικονομική ισχύ που εξασφαλίζει, σε μεγάλο βαθμό, απομυζώντας τους ασθενέστερους εταίρους μέσω της ευρωζώνης. Επιπλέον, να βρουν οι Ευρωπαίοι ένα modus vivendi με τη Ρωσία, χωρίς το οποίο κάθε σκέψη για ευρωπαϊκή ανεξαρτησία και ασφάλεια είναι απλά κουβέντα να γίνεται. Και τα δύο φαίνονται να απέχουν έτη φωτός από τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα στην Ε.Ε.

Αλλά ακόμη και αν γινόταν στο μέλλον ένα τέτοιο θαύμα, οι ακραιφνείς ευρωπαϊστές θα κάνουν καλά να προσέχουν τι εύχονται γιατί μπορεί να το πάθουν. Μια Ε.Ε. που θα γίνει ανεξάρτητη για να μπορεί να ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις με τις ΗΠΑ και την Κίνα για τη διανομή της ιμπεριαλιστικής λείας, μόνο δεινά θα έφερνε στους λαούς της- τους μόνους που μπορούν να αποτρέψουν μια πορεία προς καινούργιους, σκοτεινούς χρόνους. Από μια άποψη, η συγκρότηση του AUKUS θέτει τους Ευρωπαίους ενώπιον ανάλογων διλημμάτων και κινδύνων με την εγκατάσταση πυραύλων Πέρσινγκ-2 και Κρουζ στην Ευρώπη, με στόχευση τη Σοβιετική Ένωση, τη δεκαετία του 1980. Τότε, το μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα που ξέσπασε, δεν απέτρεψε τελικά την καθήλωση της Ευρώπης στον τελευταίο τροχό το αμερικανικού άρματος. Ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα εξελιχθούν αλλιώτικα.

Πηγή: ppapacon.blogspot.com

Δικαιούνται οι Υπηρεσίες πληροφοριών των Η.Π.Α να γνωμοδοτούν για την πανδημία;

Το Γενάρη εκλέγεται πρόεδρος των Η.Π.Α ο Joe Biden έχοντας σαν μια από τις βασικές του αιχμές την αλλαγή στάσης των Η.Π.Α απέναντι στην πανδημία, την επιστροφή στον Π.Ο.Υ και γενικότερα την υπόσχεση για επικράτηση της επιστήμης ενάντια στις θεωρίες συνωμοσίας και τον παραλογισμό του προκατόχου του Donald Trump.

Παρόλα αυτά στις 26 Μάϊου, σε ανακοίνωση του ο πρόεδρος των Η.Π.Α καλεί τις Υπηρεσίες Πληροφοριών των Η.Π.Α (και όχι επιστημονικούς φορείς) να βγάλουν νέο πόρισμά μέσα σε 90 ημέρες σε σχέση με την προέλευση του SARS-COV 2 και το ενδεχόμενο εργαστηριακής διαρροής από εργαστήριο της Wuhan(1). Οι παραπάνω δηλώσεις δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία. Ήδη από την εκλογή του Biden τον Γενάρη του 2021 προετοιμάζεται το έδαφος για την επιστροφή της Τραμπικής θεωρίας συνωμοσίας με πιο εκλεπτυσμένο και επιθετικό τρόπο. Η επιστροφή των Η.Π.Α στον Π.Ο.Υ συνοδεύεται από πιέσεις προς τον οργανισμό ώστε να δεχθεί, έστω ως εξίσου πιθανή, την θεωρία περί εργαστηριακής κατασκευής του ιού. Παρόμοιες πιέσεις ασκούνται και στην επιστημονική κοινότητα βρίσκοντας πολλούς πρόθυμους καλοθελητές αποδέκτες. Οι Η.Π.Α και οι σύμμαχοί τους συστηματικά αγνοούν επιστημονικά δεδομένα από διεθνείς ερευνητές (2). Ενώ από τον Μάρτιο του 2021 ορίζονται εξ’ ονόματος του προέδρου οι Υπηρεσίες Πληροφοριών των Η.Π.Α σαν τον πλέον αρμόδιο οργανισμό για να γνωμοδοτήσει την προέλευση της πανδημίας COVID – 19.

Η αναβίωση θεωριών συνωμοσίας για την προέλευση του ιού δε χρησιμοποιείται από την Αμερικάνικη ηγεσία τυχαία, αλλά πολύ μεθοδευμένα. Πρώτος στόχος είναι το χτύπημα όσων αμφισβητούν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία των Η.Π.Α. Ιδιαίτερα στοχεύει την Κίνα, της οποίας το διεθνές κύρος αυξάνεται στο φόντο της πανδημίας, χάρη στην άμεση ανταπόκριση και τις διακρατικές συνεργασίες της. Από την άλλη, ο δυτικός κόσμος επιθυμεί να αποφύγει τις πολιτικές ευθύνες σχετικά με την πρόβλεψη και την αντιμετώπιση της πανδημίας στο εσωτερικό τους. Οι Η.Π.Α και Ε.Ε έβαλαν την κερδοφορία των μεγάλων βιομηχανιών, που λειτούργησαν σαν χώροι υπερμετάδοσης, πάνω από τις ζωές των πολιτών τους. Επέμεναν στην επιλογή τους υπέρ της ιδιωτικοποίησης και της διάλυσης των δημοσίων συστημάτων υγείας ενώ απέτυχαν να εφαρμόσουν πολιτικές ελέγχου – εντόπισης – απομόνωσης (test – trace – isolate) για τον περιορισμό της πανδημίας.

Ακόμα, τέτοιες θεωρίες συνωμοσίας βοηθούν τις ΗΠΑ να αποκρύψουν τις δικές της ευθύνες σε παγκόσμιο επίπεδο. Από την μία οι οικονομικές και εμπορικές κυρώσεις της αυτοκρατορίας δυσκολεύουν την αντιμετώπιση της πανδημίας σε μια πολλές χώρες. Από την άλλη η άνιση κατανομή των εμβολίων και η κατοχύρωση πατεντών φέρει την υπογραφή των Η.Π.Α και της Pfizer. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2021 η πρόταση για σπάσιμο πατέντας μπλοκάρονταν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου από το αμερικάνικο κατεστημένο. Η φαινομενική στροφή Biden στο ζήτημα στοχεύει στην ανάκτηση του θιγμένου γοήτρου των Η.Π.Α.

Τα Επιστημονικά δεδομένα σε σχέση με την προέλευση του SARSCOV 2

Το ζήτημα της προέλευσης του SARS-COV 2 απασχόλησε την επιστημονική κοινότητα από την αρχή της πανδημίας η οποία ρίχτηκε στην μάχη με τον ιό. Έγιναν πολλαπλές επιδημιολογικές, γεωγραφικές και περιβαλλοντικές μελέτες σε σχέση με την εντόπιση και την προέλευση του ιού. Μελετήθηκαν τα περιστατικά και οι κλινικές εκδηλώσεις της νόσου ενώ τέλος μελετήθηκε σε βάθος το γενετικό υλικό του ιού. Ο συνδυασμός των δεδομένων και η κριτική αξιολόγηση των διαφόρων θεωριών προέλευσης ανέδειξε την ζωική προέλευση του ιού, ο οποίος μέσω της υπαίθριας αγοράς τροφίμων της Γουχάν πέρασε από ενδιάμεσους ξενιστές (οικόσιτα και άγρια ζώα) στον άνθρωπο. Αντίθετα οι υποστηρικτές της θεωρίας της εργαστηριακής παραγωγής του ιού δεν έχουν καταθέσει κανένα δεδομένο στην επιστημονική κοινότητα, παρά μόνο κατηγορίες που δεν διασταυρώνονται και αναρτήσεις στο Twitter. Τον Μάρτιο του 2020 ο Π.Ο.Υ καταλήγει ότι:

“ Όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι o SarsCoV 2 έχει φυσική ζωική προέλευση και δεν αποτελεί έναν κατασκευασμένο ιό’’ (3)

Εικ1. Σχεδιάγραμμα δείχνει με απλοποιημένο τρόπο την μετάδοση του SARS – CoV 2 στον άνθρωπο. (4)

Στα μέσα Φλεβάρη του 2021 ολοκληρώνεται νέα μελέτη σε σχέση με την προέλευση του ιού υπό την αιγίδα του Π.Ο.Υ. Δεκαεπτά διεθνείς επιστήμονες από 10 διαφορετικές χώρες σε συνεργασία με Κινέζους επιστήμονες, δουλεύουν σε κινέζικο έδαφος με στόχο την συλλογή νέων στοιχείων και την επανεξέταση των μέχρι τότε δεδομένων. Τα αποτελέσματα συγκλίνουν υπέρ της ζωικής προέλευσης του ιού ενώ το ενδεχόμενο της εργαστηριακής προέλευσης χαρακτηρίζεται ως «εξαιρετικά απίθανο» (5),(6). Οι Η.Π.Α το Η.Β και άλλες 12 σύμμαχες χώρες άμεσα ανακοινώνουν την μη αποδοχή των παραπάνω στοιχείων (2) ασκώντας πίεση στον Π.Ο.Υ.

Στην επιστημονική έρευνα η λογική του ερευνητή, τα πρωτόκολλα, οι μέθοδοι έρευνας, τα δεδομένα και τα αποτελέσματα των ερευνών δημοσιεύονται – ώστε να μπορεί ο οποιοσδήποτε να τα αξιολογήσει και να τα κριτικάρει. Άραγε οι Υπηρεσίες Πληροφοριών των Η.Π.Α θα έχουν παρόμοιες ευαισθησίες όταν θα μας ενημερώσουν για την προέλευση του ιού;

Έτσι είναι αν έτσι νομίζουν…οι ΗΠΑ

Η ευκολία με την οποία η Αμερικανική ηγεσία υιοθετεί και προωθεί θεωρίες συνομωσίας σε βάρος των επιστημονικών δεδομένων αναδεικνύει τον ρόλο που επιφυλάσσει το καπιταλιστικό σύστημα για την επιστημονική έρευνα: Σαν απολογητή και χειροκροτητή των πολιτικών και οικονομικών επιλογών της κυβερνώσας τάξης. Αν τυχόν αποτύχει σε αυτόν τον ρόλο, τότε αναλαμβάνουν οι Υπηρεσίες πληροφοριών να γνωμοδοτήσουν για λογαριασμό των επιστημόνων.

Οι λαοί παγκοσμίως έχουν πληρώσει πολύ ακριβά τις συνέπειες της πανδημίας. Πόσο μάλλον όταν σε αυτές προστίθενται οι εγκληματικές πολιτικές επιλογές που βάζουν το κέρδος πάνω από την υγεία. Η ανάδυση του ιδεολογήματος περί εργαστηριακής κατασκευής του ιού και λοιπών θεωριών συνομωσίας μόνο δεινά μπορεί να προσφέρει:

1. Συγκαλύπτει τις ευθύνες του καπιταλισμού σε σχέση με την πανδημία. Η εξάπλωση ζωονόσων πρέπει να ανοίξει την συζήτηση για την άνευ όρων εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος, την διαδικασία και τις συνθήκες παραγωγής. Παράλληλα η διάλυση των δημόσιων συστημάτων υγείας και η παραγωγή, διανομή και εκμετάλλευση των εμβολίων αναδεικνύει έναν κόσμο που έχει την δυνατότητα να παράγει αγαθά και να προσφέρει υπηρεσίες υγείας για όλον τον κόσμο, αλλά επιλέγει εκατόμβες νεκρών στον βωμό του κέρδους.

2. Υποβαθμίζει τις ευθύνες του ανεπτυγμένου κόσμου – που ενώ είχε δει τον ιό να έρχεται κατά πάνω του, επέλεξε (και συνεχίζει) ενάντια στην ενίσχυση της εργασίας και της υγείας των λαών.

3. Τροφοδοτεί τον σκοταδισμό, την καχυποψία προς την επιστήμη και θρέφει αντικοινωνικές συμπεριφορές, οι οποίες εύκολα χειραγωγούνται από τις πολιτικές ηγεσίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ελλάδα, οπού η κυβέρνηση της ΝΔ πόζαρε στα καλοταϊσμένα κανάλια σαν το αντίπαλο δέος των ‘’αρνητών’’ και των ‘’ψεκασμένων’’ και ταυτόχρονα προσπαθούσε να πείσει την κοινωνία ότι οι 15 μαθητές ανά τάξη κολλάνε πιο εύκολα από τους 25 και ότι στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς δεν κολλάει αλλά στα πάρκα κολλάει, για να δικαιολογήσει τις αδικαιολόγητες πολιτικές επιλογές της με επιστημονική υπογραφή.

4. Αντικαθιστά επιστημονικούς φορείς από υπηρεσίες πληροφοριών και πρακτόρων που καμία σχέση δεν έχουν με το αντικείμενο μελέτης. Η διαφάνεια στα επιστημονικά δεδομένα (τα οποία αξιολογούνται και κριτικάρονται) αντικαθίσταται από τα καπρίτσια της πολιτική ηγεσίας και από ‘’επιστήμονες’’ που επικυρώνουν προειλημμένες αποφάσεις.

Οι Αμερικάνοι και τα φερέφωνα τους βάζουν στην ίδια ζυγαριά επιστημονικές αναλύσεις με αναπόδεικτες θεωρίες συνομωσίας. Αντιμετωπίζουν τις δυο αυτές πλευρές σαν εξίσου πιθανά σενάρια άσχετα με το αν τεκμηριώνονται ή όχι. Για τους Αμερικάνους ισχύει το ‘’έτσι είναι αν έτσι νομίζεις’’. Υπό αυτό το πρίσμα παραλογισμού μάλλον φαντάζει εξίσου πιθανή με την Αμερικάνικη κατηγορία η αντίστοιχη Κινέζικη: ότι δηλαδή όχι απλώς ο ιός δεν κατασκευάστηκε σε εργαστήριο της Wuhan, αλλά αντίθετα κατασκευάστηκε από Βιοϊατρικά εργαστήρια του Αμερικάνικου στρατού στο Maryland των ΗΠΑ….

Οι θεωρίες συνομωσίας και ο σκοταδισμός που ενθαρρύνεται από τις πολιτικές ελίτ αποτελεί τροχοπέδη στην αντιμετώπιση της πανδημίας, που έχει στοιχίσει είδη την ζωή σε 3,5 εκατομμύρια παγκοσμίως. Απέναντι στη συνωμοσιολογία οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε πως:

  • Η επιστημονική κοινότητα που σέβεται τον εαυτό της και οι λαοί δεν πρέπει να δείξουν καμία ανοχή στην αξιοποίηση της πανδημίας με σκοπό την προώθηση της ατζέντας των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας.
  • Οι Υπηρεσίες Πληροφοριών των Η.Π.Α διαχρονικά χρησιμοποιούνται για να ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις, να δολοφονούν και να καταπιέζουν λαούς που διεκδικούν αξιοπρέπεια και υγεία. Δεν έχουν καμία δουλειά να γνωμοδοτούν για την πανδημία!

Παραπομπές:

  1. Statement by President Joe Biden on the Investigation into the Origins of COVID-19
  1. Joint Statement on the WHO-Convened COVID-19 Origins Study
  1. WHO – Coronavirus – Origins of the virus
  1. The Potential Intermediate Hosts for SARS-CoV-2
  1. WHO calls for further studies, data on origin of SARS-CoV-2 virus, reiterates that all hypotheses remain open
  1. WHO-convened Global Study of Origins of SARS-CoV-2:

Τεκτονικός τριγμός: οι επενδύσεις εγκαταλείπουν τις ΗΠΑ και συσσωρεύονται στην Κίνα

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να εξασφαλίσουν ένα μάξιμουμ συμμάχων στον πόλεμο τους εναντίον της Κίνας, μόνο που δεν διαθέτουν ισχυρό χαρτί για να τους πείσουν. Δεν υπάρχουν πια καθαροί και ισχυροί «ατλαντιστές» για να υπερασπιστούν τη γραμμή των ΗΠΑ και των ιδιοτελών τους συμφερόντων στην πορεία. Γι’ αυτό που συνίσταται σε συλλογικό συμφέρον, θα ήταν μπορούσε να ανατρέξει κανείς την πρόθεση του Πεκίνου να εγκαθιδρύσει ένα νέο πλαίσιο διεθνών σχέσεων που βασίζεται στο αμοιβαίο όφελος. Και αυτό όντως αλλάζει 70 χρόνια του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ.

Υποστηρίζοντας τις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών, το Πεκίνο βρίσκεται καθοδόν να ξεπεράσει τις ΗΠΑ, (που περιχαρακώνονται πλέον στον εαυτό τους), και να γίνει ο πρώτος παγκόσμιος προορισμός των ξένων επενδύσεων, δημιουργώντας ένα δίλημμα για τον νέο άνδρα του Λευκού Οίκου.

Ο Ντόναλντ Τραμπ αποχώρησε αλλά οι πολλαπλές πτυχές της κληρονομιάς του βρίσκονται ακόμα εκεί. Αναφορικά με το εμπόριο, εκεί ακριβώς βρίσκεται η ουσία. Τα μέλη της ομάδας Μπάιντεν υποσχέθηκαν μια «νέα οπτική» για το εμπόριο και τις διεθνείς επενδύσεις που θα επιχειρήσει να επισημάνει εκ νέου την προτεραιότητα των Αμερικανών εργαζόμενων αναφορικά με το απλό άνοιγμα των διεθνών αγορών στις αμερικανικές επιχειρήσεις, μια γραμμή που θα μπορούσε δυνητικά να είναι πιο τραμπική από τον Ντόναλντ Τραμπ.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι επιχειρώντας να κατευθύνει και να διαχειριστεί τις εσωτερικές κρίσεις, η ομάδα Μπάιντεν έθεσε το εμπόριο σε δευτερεύουσα θέση, επιδεικνύοντας αδιαφορία, παραδείγματος χάρη, εν όψει της νέας δυνητικής εμπορικής συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο που είχαν διερευνήσει ο Τραμπ και ο Μπόρις Τζόνσον.

Στα πλαίσια όλης αυτής της κατάστασης είχαμε μια νέα εντυπωσιακή ανάπτυξη. Το 2020 η Κίνα ξεπέρασε τις Ηνωμένες Πολιτείες, για να γίνει ο πρώτος προορισμός των άμεσων ξένων επενδύσεων στον κόσμο με περισσότερα από 140 δις δολάρια μέσα στη χρονιά. Εφόσον οι διάφοροι χειρισμοί της πανδημίας είναι εν μέρει υπεύθυνοι γι’ αυτή, η συγκεκριμένη εξέλιξη ακολουθεί μια τάση που είδε τις επενδύσεις εντός των ΗΠΑ να καταρρέουν με εντυπωσιακό τρόπο υπό την τετραετή προεδρία του Τραμπ, ακολουθώντας ένα δυσμενές πολιτικό κλίμα, της πολιτικής «Η Αμερική Μπροστά» και της δυναμικής έξωσης των κινεζικών επιχειρήσεων και επενδυτών.

Αν λάβουμε υπόψη μας τους δυο αυτούς παράγοντες, οι λόγοι των Δημοκρατικών για μια στροφή του Μπάιντεν εναντίον της Κίνας και τη δημιουργία «εμπορικών συνασπισμών» φαίνονται να έχουν λίγες ευκαιρίες να σταθεροποιηθούν. Οι Δημοκρατικοί απορρόφησαν την προστατευτική κληρονομιά του Τραμπ και δεν διαθέτουν τον διαθέσιμο πολιτικό χώρο για να δώσουν στις άλλες χώρες τα οικονομικά μέσα για να παλέψουν κόντρα στο Πεκίνο. Ζητήματα όπως η επανανενσωμάτωση του Συμφώνου Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (TPP) παραμένουν απλώς σε κατάσταση μελλοντικών σχεδίων. Υπό αυτές τις συνθήκες, εφόσον η Κίνα διατηρεί τη στρατηγική του κλεισίματος νέων συμφωνιών ελεύθερης συναλλαγής, ο Μπάιντεν δεν διαθέτει πραγματικά την απάντηση προς το Πεκίνο που πολλοί ήλπιζαν, ενώ οι αποδείξεις, σύμφωνα με τις οποίες η Κίνα έχει πάρει το πάνω χέρι στο οικονομικό πεδίο, συνεχίζουν να συσσωρεύονται.

Όταν εκλέχθηκε ο Μπάιντεν, οι κύριοι αριστεροί φιλελεύθεροι της Αμερικής ήλπιζαν ότι ο Τραμπ και η εποχή του συνθήματος «Η Αμερική Μπροστά» θα τερματιστούν. Ο νέος πρόεδρος παρουσιάστηκε σαν ένα πρόσωπο που γεννά εμπιστοσύνη, αξιόπιστο και σεβαστό που θα αποκαθιστούσε τις «αλτρουιστικές» δονήσεις της Αμερικής και θα εναντιωνόταν στην Κίνα διαμέσω μιας επιστροφής στην πολυπολικότητα, σε αντίθεση με τον μονισμό του Τραμπ. Υπέθεσαν ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ απέτυχαν απέναντι στην Κίνα κάτω από την προηγούμενη προεδρία ήταν ο αρνητισμός του Τραμπ καθώς και ότι υπό τις «σεβαστές ΗΠΑ» τα υπόλοιπα κράτη θα επέστρεφαν αμέσως στα γνωστά τους σχήματα, εφόσον ο νέος πρόεδρος έχει κάνει λόγο για «εμπορικούς συνασπισμούς» ενάντια στην Κίνα. Αλλά το ερώτημα είναι το κατά πόσο ακριβώς το γνωρίζουν;

Εκεί ακριβώς βρίσκεται η αντίφαση που περιμένει τη θητεία του Μπάιντεν. Τοποθετείται εναντίον του Τραμπ αλλά φαίνεται εξίσου να κλίνει στην προτίμηση της πολιτικής της στήριξης των Αμερικανών εργαζόμενων του Τραμπ και στην υποβόσκουσα υπόθεσή του, σύμφωνα με την οποία το να στηριχτεί στις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών με τα λιγότερο αναπτυγμένα κράτη θα είναι προκατειλημμένη αναφορικά με το εσωτερικό πολιτικό συμφέρον, εκτός εάν τα έθνη αυτά αγοράζουν κυρίως αγαθά στις ΗΠΑ αντί να πωλούν.

Ο πιο σημαντικός και ο πιο εμφανής δρόμος για να αντιτεθεί στο Πεκίνο θα ήταν να προχωρήσει την συμφωνία TPP και να κοντράρει τη συμφωνία RCEP, στην οποία μετέχει η Κίνα. Εξάλλου, λόγω της εσωτερικής της αντιδημοφιλίας, η λύση αυτή θεωρείται ολοένα και περισσότερο μη διαχειρίσιμη πολιτικά. Στο πλαίσιο αυτό η ικανότητα του Μπάιντεν να επιλύσει τις εμπορικές διαφορές με την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρόκειται να τεθεί εκτός κούρσας, ειδικά από τότε που η ΕΕ κατέδειξε την στρατηγική της ανεξαρτησία διαμέσω της καινούριας της συμφωνίας επενδύσεων με την Κίνα, στην οποία η διοίκηση Μπάιντεν εναντιωνόταν έντονα.

Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, αυτό που ο Μπάιντεν και οι οπαδοί του ελπίζουν είναι πιο εύκολο στα λόγια παρά στην πράξη και η Κίνα δίχως καμιά αμφιβολία πρόκειται να διατηρήσει το ρυθμό του παιχνιδιού των ελεύθερων συναλλαγών και να ενισχύσει τις επιτυχίες της. Πρόσφατα το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας ξεκαθάρισε τις προτεραιότητες του για το 2021, που αφορούν τη διερεύνηση νέων εμπορικών συμφωνιών με το Ισραήλ και το Συμβούλιο συνεργασίας του Κόλπου, μια τριμερή συμφωνία με τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία αλλά και τη Νορβηγία. Σε σχέση με τις θέσεις «Η Αμερική Μπροστά» και «Δουλειά για τους Αμερικάνους», το Πεκίνο διαρκώς παρουσιάζεται σαν υπερασπιστής των πολυμερών ελεύθερων συναλλαγών και του ανοίγματος ενώ έχει μετατρέψει τα λόγια του σε πράξεις κλείνοντας ολοένα και περισσότερες συμφωνίες.

Ο Τραμπ σε σχέση με το σημείο αυτό απέσυρε τις ΗΠΑ και η θέληση του Μπάιντεν να υιοθετήσει ορισμένες πτυχές του προγράμματος του, με ένα τρόπο λιγότερο καταστροφικό, δεν πρόκειται παρά να βλάψει εκ προοιμίου την τοποθέτηση του. Η Κίνα ευνοεί την παγκοσμιοποίηση ενώ η Αμερική τον προστατευτισμό.

Συνεπώς δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι η Κίνα έχει το πάνω χέρι στον οικονομικό σχεδιασμό και ότι αυτό δεν θα οδηγήσει παρά σε περαιτέρω ανάπτυξη. Όπως μάλιστα το επεσήμανα πολλές φορές, το έτος 2020 και η πανδημία άλλαξαν την ισορροπία των δυνάμεων. Το Πεκίνο θα συνεχίσει να απαντά στις ΗΠΑ, όχι αντιμετωπίζοντας τες κατά πρόσωπο, αλλά ξεπερνώντας τες στον διπλωματικό σχεδιασμό με βάση το εμπόριο.

Αυτό ακριβώς έρχεται να προστεθεί στο γεγονός ότι η Κίνα ήταν η μόνη μεγάλη παγκόσμια δύναμη που κατέγραψε ανάπτυξη το 2020, που στάθηκε ο πρώτος παγκόσμιος ευνοούμενος των ξένων άμεσων επενδύσεων την ίδια χρονιά, και που σύμφωνα με τις προβλέψεις θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ με όρους ακαθάριστης εσωτερικής παραγωγής ως το 2028. Σε αυτό το πλαίσιο ο Μπάιντεν δεν έχει εύκολη απάντηση να δώσει στην Κίνα αναφορικά με το εμπόριο ενώ το κλείδωμα του προστατευτισμού δεν θα καταφέρει τίποτα άλλο παρά να εμποδίσει την Ουάσιγκτον να είναι ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο.

Πηγή: Investig’action

Μετάφραση: antapocrisis

Η Δύση απέτυχε στην πανδημία. Θα αποτύχει και στον εμβολιασμό;

Ο εντυπωσιακός συνωστισμός κατά τον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς στην Γουχάν της Κίνας, με όλες τις εμφανείς σκοπιμότητές του, στέλνει σαφές μήνυμα στον πλανήτη: Κάποιοι τα κατάφεραν και κάποιοι απέτυχαν. Στους πρώτους, πέρα από την Κίνα, φαίνεται να συγκαταλέγεται σχεδόν όλη η Ασία. Δίπλα στο σκληρό -και κατά τη Δύση αντιδημοκρατικό- καθεστώς του Πεκίνου, φιγουράρει η ακραιφνώς καπιταλιστική Ιαπωνία της οποίας μάλιστα το Σύνταγμα απαγόρευε τις απαγορεύσεις που έγιναν συνήθεια στην κατά τα άλλα φιλελεύθερη Δύση. Παρόλα αυτά, η Ιαπωνία έρχεται μακράν τελευταία από τις χώρες του G8 στην αναλογία θανάτων από κορωνοϊό, παρά τον υπέργηρο πληθυσμό της. Στην ίδια κατάσταση βρίσκονται η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν και άλλες χώρες, υπεράνω κάθε υποψίας για κομμουνιστική (ή έστω φιλο-Κινεζική) παρέκκλιση. Το να υπογραμμίζει δηλαδή κανείς ότι οι χώρες της Ανατολής πέτυχαν να περιορίσουν κρούσματα και θανάτους, ενώ οι χώρες της Δύσης απέτυχαν, δεν μπορεί πλέον να ερμηνεύεται ως πολιτική συμπάθεια προς το κινέζικο καθεστώς, παρά τις ακατάσχετες βλακείες που συνήθως ακούγονται.

Η αποτυχία της Δύσης καταγράφεται και στους οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες. Τα αναποτελεσματικά λοκ ντάουν – φυσαρμόνικα, τα μακρόχρονα περιοριστικά μέτρα, η αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών, έχουν βουλιάξει τις οικονομίες της Δύσης, προκαλώντας μια δεύτερη μεγάλη κοινωνική καταστροφή μέσα σε μια δεκαετία, μετά την κρίση του 2008-2010. Η Κίνα αντίθετα, ήταν η μόνη παγκόσμια οικονομική δύναμη που δεν κατέγραψε μείωση του ΑΕΠ κατά το 2020, ενώ η συνολικά η ανατολική Ασία αναμένεται να επιστρέψει ευκολότερα σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης μέσα στο 2021.

Δεν είχαμε δηλαδή απλώς μια αποτυχημένη υγειονομικά απάντηση της Δύσης στην πανδημία. Είχαμε και μια καταστροφική κοινωνικά και οικονομικά πολιτική.

Αποτυχία στον έλεγχο της πανδημίας, αποτυχία στην αντιμετώπιση της οικονομικής ύφεσης.

Αποτυχία και στον εμβολιασμό;

Αν πάρουμε τοις μετρητοίς τα αποτελέσματα των προγραμμάτων εμβολιασμού στις χώρες της Δύσης τα πράγματα είναι ανησυχητικά. Αν και καλύτερα από όλους τα πάνε το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ, η εμβολιαστική εκστρατεία έχει εμφανώς «λαγκάρει». Το άρθρο σύνταξης των New York Times, με όλη τη βαρύτητα που έχει η υπογραφή, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Δεν πρόκειται μάλιστα για μια κλασική αντι-Τραμπ ρητορική του εκδοτικού κατεστημένου των ΗΠΑ. Η Δύση, αφού επί μήνες απέτυχε να περιορίσει την πανδημία, αφού επί μήνες πόνταρε στον από μηχανής θεό του εμβολίου, σήμερα αποδείχθηκε ανίκανη να οργανώσει τον εμβολιασμό των ευπαθών ομάδων, του υγειονομικού δυναμικού και του γενικού πληθυσμού, τουλάχιστον με ρυθμό που να ανταποκρίνεται στην παραγωγή των εμβολίων.

Αν πριν λίγες εβδομάδες έλεγε κανείς ότι θα υπήρχαν εμβόλια, αλλά δεν θα ανταποκρινόταν ο μηχανισμός για να εμβολιάζεται γρήγορα ο πληθυσμός, θα χαρακτηριζόταν μάντης κακών. Όλο και περισσότερες όμως φωνές, υπεράνω πάσης αντικαθεστωτικής υποψίας, διαπιστώνουν ότι, και στην πρόκληση της εμβολιαστικής κάλυψης, «ο βασιλιάς είναι γυμνός».

Σήμερα, μία εβδομάδα μετά την πρώτη διανομή εμβολίων στην Ε.Ε. και τρεις εβδομάδες μετά τον πρώτο εμβολιασμό στις ΗΠΑ, τα ποσοστά εμβολιασθέντων αναλογικά με τον πληθυσμό είναι λίγο πάνω από το μηδέν.

Ωστόσο, το πιο ανησυχητικό είναι ότι τα ποσοστά εμβολιασμών αναλογικά με τον αριθμό των διαθέσιμων ανά χώρα δόσεων, παραμένουν εξαιρετικά χαμηλά. Περιμέναμε ότι τα εμβόλια δεν θα ήταν αρκετά, αλλά αποδεικνύεται ότι οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί για την αξιοποίηση των διαθέσιμων εμβολίων είναι ανεπαρκέστατοι.

Από τις χώρες που εστίασαν σχεδόν αποκλειστικά στη σωτηρία δια του εμβολίου, μακράν καλύτερα τα πάει το Ισραήλ έχοντας εμβολιάσει την 1η Ιανουαρίου πάνω από το 10% του πληθυσμού του. Στην Ευρώπη τα καλύτερα ποσοστά βρίσκονται στο 0,2% του πληθυσμού, με την εξαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου που προσεγγίζει το 1,5%. Ωστόσο, στις περισσότερες χώρες της Δύσης τα εμβόλια που έχουν γίνει, σε σχέση με τις ήδη διαθέσιμες ποσότητες είναι ανάμεσα στο 5 και 10%. Στις τελευταίες θέσεις, μαζί με τη Γαλλία είναι και η Ελλάδα.

Ειδικά για την Ελλάδα, είχαμε επιπλέον την παγκόσμια αποκλειστικότητα να βλέπουμε κυβερνητικούς αξιωματούχους να πλιατσικολογούν τα εμβόλια. Δεν είναι τόσο ζήτημα αριθμών – δεν είναι σημαντικός ο αριθμός των εμβολίων που υποκλάπηκαν από τον κυβερνητικό και κομματικό μηχανισμό της ΝΔ. Είναι ωστόσο ενδεικτικό προτεραιοτήτων, αντίληψης και ιδεολογίας. Και φυσικά από μια κυβέρνηση που εμπνεύστηκε και οργάνωσε το πλιάτσικο κατά παράβαση κάθε υγειονομικού πρωτοκόλλου (και μόνο μετά την κατακραυγή το σταμάτησε), ποιος περιμένει σοβαρό σχεδιασμό εμβολιαστικής κάλυψης του γενικού πληθυσμού;

Παντού λοιπόν τίθεται το ερώτημα: Η Δύση επένδυσε όλες τις ελπίδες της για την αντιμετώπιση της πανδημίας στο εμβόλιο, καταγράφοντας τα χειρότερα δυνατά αποτελέσματα στην πρόληψη, στον επιδημιολογικό έλεγχο, στην προστασία των ευπαθών ομάδων. Είχε ολόκληρους μήνες να προετοιμάσει και να προετοιμαστεί, για τη γρήγορη εμβολιαστική κάλυψη τουλάχιστον των ευπαθών ομάδων και των υγειονομικών. Και σήμερα, που το εμβόλιο είναι πραγματικότητα, αδυνατεί να προχωρήσει τον εμβολιασμό;

Και ακόμα βρισκόμαστε στο πρώτο επίπεδο προτεραιότητας, το οποίο αφορά αποκλειστικά τις πιο ευπαθείς ομάδες και τους εργαζομένους σε δομές υγείας και οίκους ευγηρίας, επίπεδο που είναι απολύτως διαχειρίσιμο. Τι θα γίνει όταν μπει σε σειρά εμβολιασμού ο γενικός πληθυσμός;

Η Ανατολή επέλεξε να ελέγξει την πανδημία και εν πολλοίς τα κατάφερε. Η Δύση απέτυχε να ελέγξει την πανδημία, επένδυσε στον ερχομό του εμβολίου, αλλά και εδώ καταγράφει ορατές αποτυχίες.

Ποιος είναι ο λόγος;

Γιατί η επιστήμη μπόρεσε σε λίγους μήνες να ανταποκριθεί σε μια τεράστια πρόκληση και να παράξει το εμβόλιο, αλλά τα κράτη και οι κυβερνήσεις αδυνατούν να οργανώσουν τον εμβολιασμό; Θα απευθυνόμασταν σε αυτό το σημείο στον τιτάνα της πολιτικής σκέψης Κυρανάκη, που είχε εκφράσει παράπονα για τους επιστήμονες θεωρώντας τους …κατώτερους των περιστάσεων, αλλά το ζήτημα είναι σοβαρό.

Η αποτυχία εμβολιασμού ερμηνεύεται σε τρία επίπεδα

Πρώτον στη διάλυση των κρατικών μηχανισμών που είναι απαραίτητοι για την εξέλιξη μαζικών επιχειρήσεων δημοσίου συμφέροντος. Η διάλυση είναι πολύ μεγαλύτερη σε τομείς που αφορούν τα κοινωνικά αγαθά. Το κράτος έχει απωλέσει προ πολλού τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τις επιταγές του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Τα πάντα (θεωρητικά) αυτορυθμίζονται, αλλά σε κάθε κρίσιμη στιγμή, σε κάθε οικονομική κρίση, σε κάθε φυσική καταστροφή, σε κάθε υγειονομικό κίνδυνο, αποδεικνύεται η ανάγκη της δημόσιας παρέμβασης και ο απορρυθμιστικός έως καταστροφικός ρόλος της ελεύθερης αγοράς. Τα κράτη της Δύσης συστηματικά πλέον εκχωρούν τις αρμοδιότητες, που άλλοτε είχαν, σε ιδιωτικούς φορείς – υπεργολάβους. Όχι μόνο η υγεία και η παιδεία, όχι μόνο οι συγκοινωνίες και οι επικοινωνίες, αλλά και η ενέργεια, το νερό, η φορολογία, εκχωρούνται ως αρμοδιότητα και πεδίο κερδοφορίας στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Το κράτος υπάρχει αποκλειστικά για να εξασφαλίζει την ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα. Αναμενόμενα λοιπόν, σε περιόδους κρίσης, το αποδυναμωμένο, κατατεμαχισμένο, ατζέντης τρίτων συμφερόντων, κράτος, αδυνατεί να ανταποκριθεί. Η αποτυχία της γρήγορης εμβολιαστικής κάλυψης είναι μια ακόμα απόδειξη των μειωμένων πλέον δυνατοτήτων των κρατικών μηχανισμών.

Ο δεύτερος λόγος είναι η επιλογή της νεοφιλελεύθερης Δύσης να επενδύει επί δεκαετίες στην ιατρική και στο φάρμακο (πχ εμβόλιο) αλλά όχι στην υγεία του πληθυσμού (πχ προγράμματα εμβολιαστικής κάλυψης). Πρόκειται για μια επιλογή με σαφή ταξικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Είναι πιο κερδοφόρο για το κεφάλαιο να παραχθεί το εμβόλιο, παρά να υπάρξει καθολική υγειονομική φροντίδα. Το πρώτο σημαίνει έρευνα υψηλής έντασης γνώσης και κεφαλαίου που αποφέρει τεράστια κέρδη στις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες. Το δεύτερο απαιτεί πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, εκτεταμένα προγράμματα υγειονομικής παρακολούθησης του πληθυσμού, δηλαδή δημόσιους πόρους, ή αλλιώς (κατά την ελληνική κυβέρνηση) «πεταμένα λεφτά». Το πρώτο είναι ατόφιος καπιταλισμός, το δεύτερο παραπέμπει σε προτεραιότητες των πάλαι ποτέ σοσιαλιστικών κρατών.

Υπάρχει όμως και μια τρίτη πλευρά της νέας αποτυχίας της Δύσης: Είναι προτιμότερο για το σύγχρονο καπιταλισμό να επενδύει σε ένα επιστημονικό θαύμα, παρά στην κοινωνική οργάνωση. Είναι προτιμότερο να εθίζει την κοινωνία στην αναμονή του προϊόντος της επιστημονικής έρευνας, παρά να εξασφαλίζει διαδικασίες, μηχανισμούς και δομές για το κοινό καλό. Είναι χίλιες φορές προτιμότερο μάλιστα, όταν το πρώτο ξεπλένει εγκληματικές ευθύνες για ιδεολογικές, πολιτικές και οικονομικές αγκυλώσεις του καπιταλιστικού συστήματος που προκάλεσαν εκατομμύρια νεκρούς από μια πανδημία, ενώ το δεύτερο θέτει εκ νέου σε μαζική κλίμακα τον προβληματισμό για μια άλλη κοινωνική οργάνωση. Μια κοινωνική οργάνωση με οδηγό την αλληλεγγύη, την ισότητα, την δίκαιη και καθολική πρόσβαση στην υγεία και σε υψηλή ποιότητα ζωής.

Οι θλιβεροί απολογητές μιας παρηκμασμένης καπιταλιστικής Δύσης μπουρδολογούν ξανά και ξανά. Ανακαλύπτουν ότι ο εμβολιασμός μπορεί να πετύχει σε …στρατιωτικοποιημένες κοινωνίες τύπου Ισραήλ, ακριβώς όπως η υγειονομική απάντηση στην πανδημία μπορούσε να πετύχει μόνο σε αντιδημοκρατικά καθεστώτα τύπου Κίνας, ενώ η επιδημιολογική επιτήρηση μπορούσε να υπάρξει μόνο σε πειθαρχημένες κοινωνίες τύπου Νότιας Κορέας και τα μέτρα αποστασιοποίησης να τα εφαρμόζουν μόνο οι Γιαπωνέζοι. Τι μας μένει λοιπόν, πέρα από το να πεθαίνουμε μεν, αλλά σε συνθήκες «δημοκρατίας», «ατομικών δικαιωμάτων» και «διαφωτισμού»;

Η συζήτηση για το αν η πανδημία καταγράφει μια μετατόπιση ισχύος από την Δύση προς την Ανατολή είναι ανοικτή και σίγουρα πρέπει να πάρει υπόψη πολύ περισσότερα δεδομένα. Και φυσικά πρέπει να γίνει με πλήρη συνείδηση του τι είναι και τι εκφράζει σήμερα ο σκληρός κινέζικος καπιταλισμός. Στο θέμα της πανδημίας ωστόσο, τα γεγονότα είναι γεγονότα και οι αριθμοί -συνήθως- λένε την αλήθεια.

Και η αλήθεια είναι ότι οι πρώτες εβδομάδες του εμβολιασμού πάνε πιο άσχημα από όσο μπορούσαμε να φανταστούμε.

Μετά από 10 μήνες σύγχυσης, χάους και θανάτου, μπορεί η Δύση να έχει μια σαφή στρατηγική απέναντι στον ιό;

Πλησιάζουμε στα τέλη Δεκεμβρίου. Η πανδημία έπληξε την Ευρώπη και τις ΗΠΑ τον Μάρτιο. Πριν από 10 μήνες. Μεγάλο μέρος της Ευρώπης βρίσκεται και πάλι σε λοκ ντάουν διαφορετικών βαθμών. Στις ΗΠΑ, ο COVID-19 συνεχίζει να εξαπλώνεται ασταμάτητα. Η κατάσταση στη Δύση είναι τώρα τόσο κακή όσο κάθε άλλη στιγμή από τότε που όλα ξεκίνησαν. Με την έντιμη εξαίρεση της Νέας Ζηλανδίας, η Δύση απέτυχε να ξεπεράσει, πόσο μάλλον να εξαλείψει τον ιό. Χωρίς εμβόλιο, τα στοιχεία δείχνουν ότι η Δύση θα πρέπει να μάθει να ζει με τον κορωνοϊό επ’ αόριστον.

Γιατί η Δύση απέτυχε τόσο άσχημα;

Από την αρχή, οι δυτικές κυβερνήσεις απέτυχαν να αντιμετωπίσουν σοβαρά την πανδημία, αγνοώντας το γεγονός ότι η πανδημία στην Ανατολική Ασία ήταν πιθανό να μεταναστεύσει στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Εξέφρασε μια εντελώς επαρχιακή νοοτροπία: ότι η Δύση ήταν διαφορετική, ότι κατά κάποιον τρόπο δεν θα επηρεαζόταν από τον ιό. Μέχρι να φτάσει ο Μάρτιος, η Δύση ήταν εντελώς απροετοίμαστη για την πανδημία. Καταβλήθηκαν απεγνωσμένες προσπάθειες για την απόκτηση επαρκών μέσων ατομικής προστασίας και τεστ. Αλλά από την αρχή μέχρι σήμερα, οι δυτικές κυβερνήσεις, και οι πληθυσμοί τους, βρίσκονται συνεχώς να ακολουθούν, πάντα στην άμυνα, πάντα πίσω από την πορεία του ιού.

Οι δυτικές κυβερνήσεις στερούνται μιας σαφούς στρατηγικής. Οι κυβερνήσεις έχουν παγιδευτεί από μια ατέλειωτη συζήτηση για το ποια πρέπει να είναι η προτεραιότητα. Τι έχει μεγαλύτερη σημασία, ο ιός ή η οικονομία; Καμία κυβέρνηση δεν υιοθέτησε τη στρατηγική της Κίνας, και άλλων χωρών της Ανατολικής Ασίας, όπου η βασική προτεραιότητα ήταν η εξάλειψη του ιού. Υπήρξε μια ατέρμονη συζήτηση σχετικά με την εξουσία της κυβέρνησης έναντι των δικαιωμάτων του ατόμου. Παντού, ως αποτέλεσμα, η κυβερνητική πολιτική κλωθογυρίζει ανάμεσα στα περιοριστικά μέτρα και στην άρση τους, ιεραρχώντας την οικονομία, αλλά στη συνέχεια ανησυχεί για την πανδημία. Στις ΗΠΑ, η πανδημία είχε πάντα τη δεύτερη θέση έναντι της οικονομίας, με τις τρομερές συνέπειες που μπορούμε όλοι να δούμε. Στην Ευρώπη, η προσέγγιση ήταν πιο διφορούμενη, ωστόσο το αποτέλεσμα παρέμεινε σχεδόν, αλλά όχι τόσο, καταστροφικό.

Μετά από 10 μήνες σύγχυσης, χάους και περιττών θανάτων, η στρατηγική που έπρεπε να ακολουθηθεί είναι εντελώς σαφής. Η πρωταρχική προτεραιότητα πρέπει να είναι η εξάλειψη του ιού. Μέχρι να επιτευχθεί αυτό, η οικονομία, στην καλύτερη περίπτωση, δεν θα κάνει τίποτα άλλο πέρα από το να αδυνατίζει. Αυτό απαιτεί τα αυστηρότερα μέτρα απομόνωσης και καραντίνας, φυσική απόσταση, καθολική χρήση μάσκας, μαζικά τεστ και αποτελεσματικό εντοπισμό επαφών.

Αλλά οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν αποδειχθεί ανίκανες να κάνουν κάτι τέτοιο. Γιατί; Σε γενικές γραμμές, δεν σκέφτονται στρατηγικά. Οι προοπτικές τους είναι εντελώς βραχυπρόθεσμες, ανησυχούν για τη δημοτικότητά τους και για τις επόμενες εκλογές, μια νοοτροπία που ισχυροποιείται με την πάροδο του χρόνου. Δεν έχουν επίσης βασικές ικανότητες. Κάθε μεγάλη πρόκληση που αντιμετώπισε η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχει αντιμετωπιστεί πρόχειρα και αναποτελεσματικά. Είναι καθήκον της κυβέρνησης να συγκροτήσει ηγεσία έτσι ώστε οι πολίτες να κατανοούν τις προτεραιότητες. Αυτός είναι ένας ακόμα τομέας αποτυχίας. Εάν οι κυβερνήσεις συνεχώς σκαμπανεβάζουν τις πολιτικές τους και χαζολογούν, οι άνθρωποι παίρνουν μπερδεμένα μηνύματα.

Αλλά η επιτυχημένη διακυβέρνηση δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση, αλλά και τον πολιτισμό και την κοινωνία. Εδώ υπήρξε ένα χάσμα μεταξύ της απόκρισης της Δύσης και της απάντησης της Ανατολικής Ασίας. Είναι αδύνατο να καταπολεμηθεί επιτυχώς η πανδημία χωρίς έντονη αίσθηση κοινωνικής ευθύνης και κοινωνικής πειθαρχίας: σεβασμός της εξουσίας της κυβέρνησης, προθυμία να δοθεί προτεραιότητα στα συμφέροντα της κοινωνίας πάνω από εκείνα του ατόμου, αναγνώριση ότι η συμπεριφορά κάθε ατόμου είναι ζωτικής σημασίας για την ευημερία της κοινωνίας. Οι ρίζες της διαφοράς είναι πολύ βαθιές, η αντίθεση μεταξύ του Κομφουκιανικού χαρακτήρα των κοινωνιών της Ανατολικής Ασίας και του δυτικού ατομικισμού. Τις τελευταίες δεκαετίες, επιπλέον, ο εγωιστικός ατομικισμός έχει γίνει όλο και πιο έντονος στη Δύση. Η καλύτερη απεικόνιση του προβλήματος μπορεί να φανεί με τη μάσκα: ενώ στην Κίνα και αλλού, είναι καθολική και αδιαμφισβήτητη, στη Δύση μόνο μια μειονότητα τα φοράει.

Υπάρχει πλήρης άγνοια στη Δύση σχετικά με την επιτυχία της Κίνας και της Ανατολικής Ασίας στην καταπολέμηση της πανδημίας. Η Δύση αρέσει να θεωρεί τον εαυτό της ως κοσμοπολίτη και γνώστη του τι συμβαίνει στον κόσμο. Αλλά η πανδημία λέει διαφορετικά πράγματα. Στην πραγματικότητα είναι χαρακτηρίζεται από το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό, από εμμονή για τον εαυτό της, ενώ στερείται και περιέργειας. Η γνώση των Δυτικών για την πανδημία, και το ενδιαφέρον για αυτήν, δεν επεκτείνεται πέρα ​​από τη Δύση. Αντί να είναι κοσμοπολίτικη, η Δύση γίνεται όλο και πιο επαρχιακή στις προοπτικές της.

Ίσως ένα εμβόλιο να δώσει στη Δύση μια πολυπόθητη ανάπαυλα από την πανδημία. Ωστόσο, ο αντίκτυπός της ήταν ήδη τεράστιος, τόσο από την άποψη της υγείας όσο και από την άποψη της οικονομίας, ώστε οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι βαθιές και μακροχρόνιες. Η πανδημία είναι ένα τεράστιο τεστ διακυβέρνησης, μακράν το μεγαλύτερο από το 1945. Η Κίνα έχει περάσει πανηγυρικά, η Δύση έχει αποτύχει οικτρά. Το 2020 θα θεωρηθεί ότι σηματοδότησε τη Μεγάλη Μετάβαση, δηλαδή μια αυξανόμενη αναγνώριση σε όλο τον κόσμο ότι η σκυτάλη της παγκόσμιας ηγεσίας περνά στην Κίνα.

Πηγή: Global Times

Μετάφραση: antapocrisis


To antapocrisis αναδημοσίευσε το παραπάνω άρθρο όχι επειδή κατ’ ανάγκη συμφωνεί με τα πάντα αλλά επειδή θέτει πλευρές της αντιμετώπισης της πανδημίας που δεν συζητιούνται στην Ευρώπη και στη Δύση γενικότερα.

Κίνα 2020: Μια εισαγωγή

Το άρθρο του John Bellamy Foster, εκδότη του Monthly Review δημοσιεύτηκε το 2020 και αφορά κυρίως την εντεινόμενη αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας για την παγκόσμια ηγεμονία. Το Monthly Review δεν ανήκει σε εκείνο το ρεύμα της αριστερής διανόησης που λοξοκοιτά προς την Κίνα θεωρώντας ότι αυτή οικοδομεί το σοσιαλισμό, οπότε έχουν αξία οι επισημάνσεις για το χαρακτήρα της κινέζικης οικονομίας, για το ρόλο της κρατικής ιδιοκτησίας, του κρατικά ελεγχόμενου χρηματοπιστωτικού τομέα,  αλλά και για τη βαριά κληρονομιά της κινέζικης επανάστασης του 1949, που δεν επιτρέπει τη διάλυση της Κίνας κατά τα πρότυπα της ΕΣΣΔ.

Η ιστορία του καπιταλισμού διανθίστηκε από περιοδικούς αγώνες για την ηγεμονία στην παγκόσμια οικονομία, που οδήγησαν σε μια σειρά παγκόσμιων πολέμων που διήρκεσαν αιώνες.[1] Στον εικοστό πρώτο αιώνα, όλα τα σημάδια δείχνουν μια άλλη τέτοια περίοδο ηγεμονικού αγώνα, αυτή τη φορά μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, αν και στην περίπτωση αυτή περιπλέκεται από τις μοναδικές, απροσδιόριστες πτυχές του μετεπαναστατικού κινεζικού κοινωνικού σχηματισμού, ο οποίος δεν είναι ούτε εξ ολοκλήρου καπιταλιστικός ούτε εξ ολοκλήρου σοσιαλιστικός. Σύμφωνα με τα λόγια του σημαίνοντος προέδρου του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, Richard Haass, βασικού αρχιτέκτονα της στρατηγικής της “Αυτοκρατορικής Αμερικής” της κυβέρνησης του George W. Bush, γράφοντας τον Αύγουστο του 2020, οι “πιθανότητες ενός δεύτερου ψυχρού πολέμου [με την Κίνα] είναι πολύ μεγαλύτερες από ό,τι ήταν πριν από λίγους μήνες. Ακόμη χειρότερα, οι πιθανότητες ενός πραγματικού πολέμου… είναι επίσης μεγαλύτερες”. Ούτε υπάρχει καμία πραγματική αμφιβολία στο μυαλό του Haass για την αιτία, την οποία αναφέρει ως την αναπόφευκτη “τριβή μεταξύ υπαρχόντων και ανερχόμενων δυνάμεων” [2] . Ο εμπορικός πόλεμος εναντίον της Κίνας έχει σχεδιαστεί ρητά για να υποχρεώσει τις πολυεθνικές εταιρείες της τριάδας των ΗΠΑ/Καναδά, Ευρώπης και Ιαπωνίας να απομακρύνουν τους βασικούς παραγωγικούς κρίκους των παγκόσμιων αλυσίδων εμπορευμάτων τους από την Κίνα και να τους μετεγκαταστήσουν σε χώρες με χαμηλούς μισθούς που υπόκεινται στην κυρίαρχη αυτοκρατορική σφαίρα, όπως η Ινδία και το Μεξικό, σε μια προσπάθεια να αποδυναμώσουν την Κίνα και να αποκαταστήσουν την απαράμιλλη ηγεμονία των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία.[3]

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικλ Πομπέο, εκφράζοντας τα σημερινά αισθήματα της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ, αναφέρθηκε τον Ιούλιο του 2020 στα “σχέδια του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος [ΚΚΚ] για ηγεμονία” στην παγκόσμια οικονομία, αντικαθιστώντας τον αμερικανικό αιώνα με έναν “κινεζικό αιώνα”. Μπροστά στην ταχεία άνοδο της Κίνας και σε αυτό που ο Πομπέο αποκαλεί “κινεζική απειλή”, η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της προωθούν αυτό που στους κύκλους της εξωτερικής πολιτικής αποκαλείται στρατηγική υβριδικού πολέμου με πολιτικές, ιδεολογικές, τεχνολογικές και οικονομικές παρεμβάσεις, καθώς και με ενισχυμένες στρατιωτικές πιέσεις, με σκοπό να επιβραδύνουν ή ακόμη και να σταματήσουν εντελώς την πρόοδο της Κίνας και να την υποτάξουν και πάλι στην ηγεμονική δύναμη των ΗΠΑ[4]. Οι επικρίσεις των ΗΠΑ κατά της Κίνας έχουν επιταχυνθεί μετά την έλευση του COVID-19, με τον Ντόναλντ Τραμπ να αναφέρεται επανειλημμένα στον “ιό της Κίνας”, με τη γενική υποστήριξη των μέσων ενημέρωσης, μια προπαγανδιστική κίνηση που έχει καταφέρει να δημιουργήσει δυσμενείς απόψεις για την Κίνα σε σχεδόν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού των ΗΠΑ.[5]

Αντί να στηρίζεται μόνο στη μία πτέρυγα της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ, αυτή η πολεμική αντι-κινεζική στάση έχει πλέον υιοθετηθεί και από τα δύο κόμματα του πολιτικού δικομματισμού. Υποστηρίζεται από πολυάριθμες αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες και πλούσια συμφέροντα που φοβούνται τις συνέπειες για τις δικές τους παγκόσμιες οικονομικές θέσεις από τη φθίνουσα αυτοκρατορική κυριαρχία των ΗΠΑ που συνδέεται με την άνοδο της Κίνας. Πολλές επιχειρήσεις, αντιμέτωπες με τους υψηλούς δασμούς και την αυξανόμενη οικονομική αβεβαιότητα, επιδιώκουν τώρα να μεταφέρουν την παραγωγή τους μακριά από την Κίνα.[6] Φυσικά, ορισμένες μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, ιδίως στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας, ανησυχούν για την απώλεια πρόσβασης στην τεράστια, προσοδοφόρα κινεζική αγορά. Παρόλα αυτά, αν υπάρχει κάποιος σημαντικός τομέας του αμερικανικού κεφαλαίου που αντιτίθεται στον σημερινό Νέο Ψυχρό Πόλεμο κατά της Κίνας, μέχρι στιγμής έχει παραμείνει σιωπηλός.

Αυτή η γενική στρατηγική μετατόπιση μακριά από την Κίνα, που αποσκοπεί στην αποδυνάμωσή της προκειμένου να αποκατασταθεί η μονοπολική κυριαρχία των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία, συνδυάζεται με μία από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ενισχύσεις των ΗΠΑ στην ιστορία, με την κυβέρνηση Τραμπ να ζητά “αμυντικό” προϋπολογισμό ύψους 705 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το οικονομικό έτος 2021, που στρέφεται ρητά κατά της Κίνας και της Ρωσίας [7]. Η εστίαση της Ουάσινγκτον στην Κίνα δικαιολογείται ιδεολογικά από τις προσπάθειες της τελευταίας να κυριαρχήσει στη Νότια Σινική Θάλασσα (εντός της περιφερειακής σφαίρας συμφερόντων της). Έχει όμως τις βαθύτερες ρίζες της σε αυτό που προσωπικότητες όπως ο Πίτερ Ναβάρο, υπεύθυνος για την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ στην κυβέρνηση Τραμπ, αναφέρουν ανοιχτά ως επερχόμενους πολέμους για την ηγεμονία με την Κίνα.[8] Σε αυτό το πλαίσιο, η Ουάσινγκτον επιχειρεί να εντάξει την Ινδία σταθερά σε μια νέα συμμαχία του Ινδο-Ειρηνικού ως τρόπο στρατιωτικού περιορισμού της Κίνας.[9]

Αυτή η αλλαγή στην αυτοκρατορική μεγάλη στρατηγική εκ μέρους του ηγεμόνα των ΗΠΑ οφείλεται στο θεαματικό οικονομικό άλμα της Κίνας – μια οικονομία που αναπτύσσεται με 6% ετησίως διπλασιάζει το μέγεθός της περίπου κάθε δώδεκα χρόνια, ενώ μια οικονομία που αναπτύσσεται με 2% διπλασιάζει το μέγεθός της περίπου κάθε τριάντα πέντε χρόνια. Επιπλέον, υπάρχουν πρόσφατες ενδείξεις (βλ. το κύριο άρθρο σε αυτό το τεύχος των Zhiming Long, Zhixuan Feng, Bangxi Li και Rémy Herrera, “The U.S.-China Trade War”) ότι η Κίνα έχει καταφέρει να μειώσει το επίπεδο του αυτοκρατορικού ενοικίου που η Δύση της ζητούσε συνεχώς ως τίμημα της ανάπτυξής της, ενώ ταυτόχρονα έσπασε το τεχνολογικό μονοπώλιο των δυτικών επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η Κίνα έχει αναδειχθεί σε μια φαινομενικά ασταμάτητη οικονομική υπερδύναμη, η οποία είναι πλέον η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, ακόμη και αν από πολλές απόψεις εξακολουθεί να είναι μια σχετικά φτωχή χώρα μετρούμενη με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα.

Πόσο ευάλωτο είναι το Πεκίνο στις ενέργειες της τριάδας υπό την ηγεσία της Ουάσιγκτον; Μια στρατηγική της λεγόμενης “ανάσχεσης” ή απομόνωσης της Κίνας, όπως στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου του εικοστού αιώνα, δεν είναι πλέον δυνατή, καθώς η κινεζική παραγωγή είναι αναπόσπαστο κομμάτι ολόκληρης της παγκόσμιας οικονομίας. Όπως λέει ο Πομπέο, “δεν πρόκειται για ανάσχεση…. η κομμουνιστική Κίνα βρίσκεται ήδη εντός των [οικονομικών] συνόρων μας”. Αντίθετα, αναφέρει, η στρατηγική των ΗΠΑ είναι να νικήσουν την Κίνα στον Νέο Ψυχρό Πόλεμο, σπάζοντας τον έλεγχο του ΚΚΚ, ο οποίος ήταν κρίσιμος για την πρόοδο της Κίνας. Ως εκ τούτου, οι επιθέσεις της Ουάσινγκτον στην κινεζική οικονομία διατυπώνονται κυρίως ως επιθέσεις στο ΚΚΚ. Ο στόχος είναι να πληγεί η αξιοπιστία του Κόμματος, εκμεταλλευόμενοι τις εξωτερικές και εσωτερικές αντιφάσεις του και αποδυναμώνοντας το κινεζικό κράτος. Αυτό θα επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο παγκόσμιο μονοπωλιακό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο να κινηθούν με την υποστήριξη των εσωτερικών κινεζικών συμφερόντων και να αναδιαρθρώσουν το κράτος και την οικονομία της Κίνας με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίσουν τη συνεχιζόμενη κυριαρχία των ΗΠΑ (και της Δύσης) – σε μια παραλλαγή της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης. [10]

Ωστόσο, η Κίνα παρουσιάζει τεράστια εξωτερικά και εσωτερικά εμπόδια που στέκονται εμπόδιο σε αυτή τη νέα αυτοκρατορική στρατηγική. Είναι συνδεδεμένη με έναν τρόπο σαν ιστός με ολόκληρη την καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία. Η πρωτοβουλία Belt and Road του Πεκίνου επεκτείνει την παγκόσμια γεωπολιτική θέση της Κίνας με τρόπους που φαίνονται μη αναστρέψιμοι. Πολλά, ωστόσο, εξαρτώνται ακόμη από το αν η Κίνα θα ακολουθήσει στο μέλλον έναν οριζόντιο ή έναν ιεραρχικό-ιμπεριαλιστικό τρόπο στις σχέσεις της με τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου.

Ακόμη πιο σημαντική από τις εξωτερικές γεωπολιτικές σχέσεις για τον καθορισμό του μέλλοντος της Κίνας είναι η εσωτερική κληρονομιά της κινεζικής επανάστασης. Το ΚΚΚ διατηρεί ισχυρή υποστήριξη από τον κινεζικό πληθυσμό. Επιπλέον, παρά την ανάπτυξη των διαφόρων ολοκληρωμάτων του κεφαλαίου στην Κίνα, μια σειρά από βασικές στρατηγικο-οικονομικές μεταβλητές, που σχετίζονται με το σοσιαλισμό, την απαλλάσσουν εν μέρει από την “ανταγωνιστική φυγοκεντρικότητα” που εξηγεί την “ανεξέλεγκτη” φύση του καπιταλισμού ως συστήματος αναπαραγωγής του κοινωνικού μεταβολισμού.[11] Ο μη καπιταλιστικός τομέας της κινεζικής οικονομίας περιλαμβάνει όχι μόνο έναν μεγάλο τομέα κρατικής ιδιοκτησίας, αλλά και τόσο τον κρατικό έλεγχο της χρηματοδότησης μέσω των κρατικών τραπεζών όσο και τη συνεχιζόμενη απουσία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας της γης.

Η σημαντική κρατική ιδιοκτησία των βασικών υποδομών και της χρηματοδότησης επέτρεψε τη συνέχιση του οικονομικού σχεδιασμού σε βασικούς τομείς, που συνδέεται με πολύ υψηλότερο ποσοστό επενδύσεων. Ταυτόχρονα, η κρατική ιδιοκτησία των τραπεζών αποτέλεσε τη βάση για τον έλεγχο του νομίσματος της Κίνας και την ικανότητά της να αμύνεται έναντι της οικονομικής ηγεμονίας του δολαρίου (βλ. Sit Tsui, Erebus Wong, Lau Kin Chi, και Wen Tiejun, “Toward Delinking”, σε αυτό το τεύχος) [12]. Όπως υποστήριξε ο Samir Amin λίγο πριν από το θάνατό του, για την Κίνα η κατάργηση του κρατικού ελέγχου της τραπεζικής χρηματοδότησης θα σήμαινε ότι θα αφοπλιζόταν οικονομικά, παραδίδοντας απλώς στο αυτοκρατορικό κέντρο του παγκόσμιου κεφαλαίου το ίδιο το όπλο με το οποίο θα καταστρεφόταν το κινεζικό μοντέλο ανάπτυξης.[13]

Η κοινωνική ιδιοκτησία της γης στην Κίνα, η οποία στην ύπαιθρο εξακολουθεί να διαχειρίζεται εν μέρει συλλογικά από τις κοινότητες των χωριών -αν και η σημερινή κατάσταση, μετά την εισαγωγή του συστήματος ευθύνης των νοικοκυριών από το 1979, απέχει πολύ από την προηγούμενη κοινοτική παραγωγή- συνέβαλε στην επιτυχία της κινεζικής αγροτικής γεωργίας, επιτρέποντας της σήμερα να παράγει τα τρόφιμα για το 22% του παγκόσμιου πληθυσμού σε 6% της παγκόσμιας καλλιεργήσιμης γης. Η σοσιαλιστική ιδιοκτησία της γης είναι επίσης το κρίσιμο πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται ένα ανανεωμένο κίνημα αγροτικής ανασυγκρότησης από τα κάτω. Το κίνημα αγροτικής ανασυγκρότησης (βλ. τις ακόλουθες εργασίες για την κινεζική αγροτική κοινωνία σε αυτό το τεύχος, Lau Kin Chi, “Revisiting Collectivism and Rural Governance in China” και Sit Tsui και Yan Xiaohui, “Negotiating Debt”) καθίσταται δυνατό από τα μη καπιταλιστικά θεμέλια μεγάλου μέρους της αγροτικής κινεζικής κοινωνίας, οδηγώντας σε συνεχή λαϊκό αγώνα για την εξασφάλιση των συλλογικών αναγκών. Αυτό έχει ενισχυθεί από το 2017 με τη στρατηγική αγροτικής αναζωογόνησης της κυβέρνησης. Οποιαδήποτε αξίωση έχει η Κίνα να προχωρήσει στον στόχο της να σφυρηλατήσει έναν “οικολογικό πολιτισμό” ξεκινά με μια τέτοια αγροτική αναζωογόνηση.

Ποια είναι λοιπόν η στρατηγική της ίδιας της κινεζικής ηγεσίας σε αυτό το συνολικό ιστορικό πλαίσιο σήμερα; Οριστικά συμπεράσματα δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν σε αυτό το σημείο. Στο παρελθόν, τόσο η συλλογική ιδιοκτησία της γης όσο και η κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, ιδίως των μεγάλων τραπεζών, δέχθηκαν επιθέσεις από το κράτος και τα ιδιωτικά συμφέροντα, αλλά τελικά επιβίωσαν. Η κινεζική οικονομία χαρακτηρίζεται σε σημαντικό βαθμό από τη διεύρυνση της ανισότητας και την αυξανόμενη χρηματιστικοποίηση. Περιλαμβάνει έναν τεράστιο ιδιωτικό τομέα στον οποίο οι μετανάστες εργάτες υφίστανται εκμετάλλευση συχνά σε πολύ ακραία επίπεδα, ως τμήματα παγκόσμιων αλυσίδων εμπορευμάτων που συνδέονται με τον Παγκόσμιο Βορρά μέσω πολυεθνικών εταιρειών. Κατά ειρωνικό τρόπο, είναι ο κομβικός ρόλος της Κίνας στο παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ που ωφελεί το γενικευμένο μονοπωλιακό κεφάλαιο, το οποίο τώρα δέχεται επίθεση από το κεφάλαιο στο κέντρο του συστήματος, λόγω της απειλής που αυτό πλέον αντιπροσωπεύει για την ηγεμονία των ΗΠΑ, αναγκάζοντας την Κίνα να αναζητήσει έναν εναλλακτικό δρόμο.[14]

Σε αυτή την ταχέως μεταβαλλόμενη παγκόσμια κατάσταση, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ τόνισε πρόσφατα τη σημασία της αναβίωσης του ρόλου της μαρξικής πολιτικής οικονομίας στην Κίνα και την απόρριψη των νεοφιλελεύθερων άκρων της νεοκλασικής οικονομίας σε συνδυασμό με την επαναβεβαίωση της σημασίας της κρατικής ιδιοκτησίας και της αγροτικής αναζωογόνησης στο πλαίσιο της συνολικής οικονομίας.[15] Όλα δείχνουν ότι η Κίνα επιδιώκει να υπερασπιστεί τα στρατηγικά μη καπιταλιστικά στοιχεία του συστήματός της ως απάντηση στην αυξανόμενη εχθρότητα του αυτοκρατορικού κεφαλαίου στο κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας. Η απάντηση της Κίνας στο COVID-19, χρησιμοποιώντας το μοντέλο του “λαϊκού επαναστατικού πολέμου” ως τρόπο ενθάρρυνσης της αυτοοργάνωσης του πληθυσμού στις περιοχές της, σημείωσε τεράστια επιτυχία, υποδεικνύοντας την εσωτερική στερεότητα της πολιτείας και τον δυνητικό επαναστατικό πρωταγωνισμό του λαού της.[16]

Σε αυτό το σύνθετο πλαίσιο, το βασικό στοιχείο, πιστεύουμε, είναι η κατανόηση της δυναμικής πραγματικότητας της Κίνας μέσω της κριτικής μαρξιστικής ανάλυσης και η αναγνώριση της “απλής δυνατότητας” στον “ιστορικό χρόνο” μιας ανανεωμένης ριζοσπαστικής, εξισωτικής αλλαγής.[17]

Σημειώσεις

  1. Βλέπε Immanuel Wallerstein, The Politics of the World-Economy (Cambridge: Cambridge University Press, 1984), 37-46.
  2. Richard N. Haass, “To the Brink with China”, Council on Foreign Relations, 13 Αυγούστου 2020. Αφού αναγνωρίζει τον αγώνα για ηγεμονία, ο Haass επαναλαμβάνει διάφορα αμερικανικά ιδεολογικά παράπονα για την Κίνα ως αιτία των αυξανόμενων εντάσεων σύμφωνα με τις απόψεις του αμερικανικού κατεστημένου. Αλλά δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς την πρωτοκαθεδρία του ίδιου του ηγεμονικού αγώνα. Για τον ρόλο του Haass ως θεωρητικού της αμερικανικής αυτοκρατορικής ηγεμονίας, βλέπε John Bellamy Foster, Naked Imperialism (New York: Monthly Review Press, 2006), 97-99, 115-16.
  3. Βλέπε John Bellamy Foster και Intan Suwandi, “COVID-19 and Catastrophe Capitalism”, Monthly Review 72, no. 2 (Ιούνιος 2020): 14-15- The Research Unit on Political Economy, “India, COVID-19, the United States, and China”, Monthly Review 72, no. 4 (Σεπτέμβριος 2020): 41.
  4. Michael R. Pompeo, “Communist China and the Free World’s Future” (ομιλία, Richard Nixon Presidential Library, Yorba Linda, CA, 23 Ιουλίου 2020)- Max Boot, “How to Wage Hybrid War on the Kremlin”, Foreign Policy, 13 Δεκεμβρίου 2016.
  5. Laura Silver, Kat Devlin, and Christine Huang, “Americans Fault China for Its Role in the Spread of COVID-19, ” Pew Research Center, 30 Ιουλίου 2020.
  6. Τα δύο τρίτα από 160 διευθύνοντες συμβούλους πολυεθνικών εταιρειών που ερωτήθηκαν τον Μάρτιο του 2020 στις Ηνωμένες Πολιτείες ανέφεραν ότι είχαν ήδη μετακινήσει, σχεδίαζαν να μετακινήσουν ή εξέταζαν το ενδεχόμενο να μετακινήσουν τις δραστηριότητές τους στην αλυσίδα εμπορευμάτων από την Κίνα. Shefali Kapadia, “From Section 301 to COVID-19”, Supply Chain Dive, 31 Μαρτίου 2020.
  7. Darius Shahtahmasebi, “2021 Pentagon Budget Request Hints at Russia and China as New Focus of US Empire,” Mint Press, 24 Φεβρουαρίου 2020.
  8. Η πολιτικο-οικονομική στάση του Navarro, η οποία τόνιζε το αναπόφευκτο της ηγεμονικής σύγκρουσης με την Κίνα και την ανάγκη οι Ηνωμένες Πολιτείες να χτυπήσουν πρώτες, ήταν ο ίδιος ο λόγος που τον έφεραν στην κυβέρνηση Trump. Βλέπε John Bellamy Foster, Trump in the White House (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2017), 84-85.
  9. The Research Unit on Political Economy, “Ινδία, COVID-19, Ηνωμένες Πολιτείες και Κίνα”. Αν υπήρξε μια σημαντική διαμάχη για την εξωτερική πολιτική μεταξύ των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών του Τραμπ, αυτή αφορούσε την προώθηση από την κυβέρνηση Τραμπ μιας εκτόνωσης με τη Ρωσία, ώστε να καταστεί δυνατή η διεξαγωγή ενός νέου ψυχρού πολέμου πλήρους κλίμακας στην Κίνα. Οι Δημοκρατικοί, ωστόσο, αρνήθηκαν να συμφωνήσουν σε μια εκτόνωση με τη Ρωσία, αναγκάζοντας τους Ρεπουμπλικάνους να ακολουθήσουν, αλλά οι Δημοκρατικοί έχουν πηδήξει με προθυμία στο Νέο Ψυχρό Πόλεμο της κυβέρνησης Τραμπ με την Κίνα. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εμπλέκονται τώρα σε έναν σινορωσικό Ψυχρό Πόλεμο, που εκτείνεται σε μεγάλο μέρος της Ευρασίας. Αυτό θα συνεχιστεί ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα θα καταλάβει τον Λευκό Οίκο.
  10. Πομπέο, “Η κομμουνιστική Κίνα και το μέλλον του ελεύθερου κόσμου”.
  11. István Mészáros, “The Uncontrollability of Global Capital”, Monthly Review 49, αρ. 9 (Φεβρουάριος 1998): 33-34.
  12. Βλέπε Samir Amin, “China 2013”, Monthly Review 64, αρ. 10 (Μάρτιος 2013): 14-33.
  13. Samir Amin, “Marx and Living Marxism Are More Relevant than Ever,” Youtube video, 1:03:52, ομιλία στο Πανεπιστήμιο Tsinghua, Πεκίνο στις 7 Μαΐου 2018, αναρτημένο από το Global University for Sustainability, 3 Φεβρουαρίου 2019.
  14. Για την ακραία εκμετάλλευση της κινεζικής μεταναστευτικής εργασίας στην Κίνα μέσω υπεργολάβων σε πολυεθνικές εταιρείες που εδρεύουν κυρίως στην τριάδα, βλέπε John Bellamy Foster και Robert W. McChesney, The Endless Crisis (New York: Monthly Review Press, 2012), 165-80. John Smith, Imperialism in the Twenty-First Century (New York: Monthly Review Press, 2016), 21-24..
  15. “Θα δημοσιευτεί το άρθρο του Xi για τη μαρξιστική πολιτική οικονομία στη σύγχρονη Κίνα”, China Daily, 15 Αυγούστου 2020.
  16. Wang Hui, “Η επαναστατική προσωπικότητα και η φιλοσοφία της νίκης: Commemorating Lenin’s 150th Birthday,” Reading the China Dream (blog), 21 Απριλίου 2020. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, όπως αναφέρει ο Wang Hui, ότι οι τοπικοί αξιωματούχοι στο Wuhan προσπάθησαν αρχικά να καταστείλουν τα πρώτα σημάδια της επιδημίας SARS-CoV-2, αλλά η αντίδραση του ΚΚΚ σε εθνικό επίπεδο ήταν ταχεία και η απελευθέρωση μιας στρατηγικής λαϊκού πολέμου από τα κάτω προς τα πάνω ήταν εξαιρετικά αποτελεσματική.
  17. Για την έννοια του “απλώς δυνατού”, βλέπε Ernst Bloch, The Principle of Hope, vol. 1 (Cambridge: Cambridge University Press, 1986), 231-32. Για την έννοια του “ιστορικού χρόνου”, βλέπε István Mészáros, The Challenge and Burden of Historical Time: Socialism in the Twenty-First Century (New York: Monthly Review Press, 2008), 50-55, 366-80.