Άρθρα

Μερικά συμπεράσματα για την απόπειρα μαθητικών καταλήψεων με εθνικιστικό χαρακτήρα

Η προσπάθεια να στηθούν μαθητικές καταλήψεις με εθνικιστικό χαρακτήρα την Πέμπτη 29/11/2018 προσφέρεται για μια σειρά συμπεράσματα, χρήσιμα για τις δυνάμεις που θέλουν να οικοδομήσουν ένα αποτελεσματικό πολιτικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση της αριστεράς και του λαϊκού κινήματος.

Το πρώτο είναι ότι παρόλο τη φασαρία και τον ντόρο, το «μακεδονικό ζήτημα» δεν κατόρθωσε να κινητοποιήσει μαζικά τους μαθητές. Οι καταλήψεις τελικά ήταν λίγες, όπως λίγοι και οι μαθητές που διαδήλωσαν στη Θεσσαλονίκη. Φάνηκε ότι η καταγραφή των κινητοποιήσεων αυτών στην ακροδεξιά και στη ΧΑ, οδήγησε τελικά σε μια αποστασιοποίηση των μαθητών – και των οικογενειών τους – από τη συγκεκριμένη κινητοποίηση. Έχουν περάσει αρκετοί μήνες από τα μαζικά συλλαλητήρια με κεντρικό αίτημα «καμία χρήση του όρου Μακεδονία» από την ΠΓΔΜ. Από τότε μεσολάβησε η συμφωνία των Πρεσπών και μεσολάβησαν και μερικά ακόμα συλλαλητήρια, άμαζα και αποτυχημένα. Η ΝΔ αν και φλυαρεί γύρω από το Μακεδονικό, παίρνει αποστάσεις από κινητοποιήσεις που χρεώνονται στην ακροδεξιά, καθώς στόχος της είναι να δώσει -τουλάχιστον τα ίδια με τον ΣΥΡΙΖΑ – θετικά δείγματα στις ΗΠΑ.  Έτσι αυτή η εθνικιστική έξαρση μένει με εκφραστή βασικά τη ΧΑ και άλλες ακροδεξιές ή γραφικές πατριδοκάπηλες δυνάμεις. Το γεγονός ότι η ΧΑ έχει τη σφραγίδα μιας εγκληματικής οργάνωσης, δημιουργεί περιορισμούς. Μια πιο «σοβαρή» ακροδεξιά θα μπορούσε να δημιουργήσει άλλα δεδομένα, αλλά προς το παρόν η αναμονή της εξουσίας ενώνει διάφορους στη ΝΔ.

Έτσι το δεύτερο είναι ότι από την όλη αντιπαράθεση γύρω από τις μαθητικές καταλήψεις, κερδισμένος βγαίνει βασικά ο διπολισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί με αφορμή αυτήν την προσπάθεια εισόδου της ΧΑ στον μαθητικό χώρο, κραδαίνει στον δημοκρατικό και προοδευτικό κόσμο την απειλή «έρχεται η ακροδεξιά», εκμεταλλευόμενος και τη διεθνή συζήτηση για το ακροδεξιό ρεύμα. Η ΝΔ παρουσιάζεται προς τον αστικό κόσμο και τους πραγματικούς νονούς της συμφωνίας των Πρεσπών (ΗΠΑ και ΕΕ) ως υπεύθυνη δύναμη, αφού δεν κάλεσε στις καταλήψεις. Ταυτόχρονα παρουσιάζεται στον κόσμο της δεξιάς ή και σε δημοκρατικό, πατριωτικό κόσμο που έχει κουραστεί από τον κοσμοπολιτισμό – «αντιεθνικισμό» της υπάρχουσας – δικαιωματικής αριστεράς, ως μια δύναμη που υπερασπίζεται τα «ιερά και όσια του έθνους» που υποτίθεται απειλεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Την εκκλησία, την ορθοδοξία, τη Μακεδονία κοκ. Το δίπολο αυτό συμπιέζει και τις δυνάμεις στα δεξιά της ΝΔ και τις δυνάμεις στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και βέβαια και το ΚΙΝΑΛ. Αν και εκλογικά το δίπολο παραμένει σταθερό και ενισχυμένο, κοινωνικά εμπεδώνεται ο συντηρητισμός, η πατριδοκαπηλεία μαζί με την υποταγή στις «μεγάλες δυνάμεις», μια αντιαριστερή ρητορεία, ένας εν δυνάμει εκφασισμός.

Το τρίτο συμπέρασμα είναι ότι αν και η ΧΑ είχε μικρά οργανωτικά κέρδη σε λίγα σχολεία, δεν πρέπει να υποτιμηθεί ότι νομιμοποιείται ο εθνικιστικός λόγος και τα συνθήματα του. Τα αλυτρωτικά «Μακεδονία Γη Ελληνική», «απελευθέρωση της Β. Ηπείρου», «η Κύπρος είναι ελληνική και η Μ. Ασία», νομιμοποιούνται στα μυαλά των 15χρονων μαθητών ως αδιαμφισβήτηση ιστορική αλήθεια και ιστορικές αδικίες εις βάρος της Ελλάδας. Τα συνθήματα αυτά σημαίνουν πρακτικά κάλεσμα προς τη νέα γενιά να πάρουν τα όπλα για να αλλάξουν τα σύνορα προς Βορρά και Ανατολάς. Σε ένα περιβάλλον όπου ΗΠΑ και Τουρκία είναι μεταξύ έντασης και  διαπραγμάτευσης περί χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων, όπου στο Κόσσοβο ανοίγει πάλι η συζήτηση για αλλαγή συνόρων και όπου οι ΗΠΑ παρουσιάζονται ως «εγγυητές» σε όποιον εθελοντή αστισμό θέλει να κάνει ψευτοτσαμπουκάδες (βλ. Ουκρανία), το εθνικιστικό δηλητήριο προετοιμάζει τη νέα γενιά για να γίνει κρέας για τα κανόνια των ιμπεριαληστών. Και αυτό το ρόλο παίζει και η ναζιστική ΧΑ στα «εθνικά θέματα». Το πρόβλημα πολλαπλασιάζεται γιατί αυτή η νέα γενιά είναι ποτισμένη εδώ και αρκετά χρόνια με το μηδενισμό, έναν καταναλωτικό πολιτισμό και έναν ψηφιακό εικονικό κόσμο κενού νοήματος και κινήτρων. Που και λόγω της κρίσης έχει διαπαιδαγωγηθεί στη μοιρολατρία, στις χαμηλές προσδοκίες, στο χτύπημα δικαιωμάτων. Η ιστορία έχει δείξει ότι στο κενό νοήματος και στο μηδενισμό τα «ηρωικά» συναισθήματα βρίσκουν γόνιμο έδαφος. Γι’ αυτό και η παρέμβαση στη νεολαία στο πολιτιστικό και ιδεολογικό επίπεδο είναι σήμερα κομβική για την αριστερά.

Το τέταρτο συμπέρασμα αφορά την εναπομείνασα αριστερά. Το ΚΚΕ, με κριτήριο πάντα την εκλογική του αντοχή, επέλεξε μια ήπια αντιεθνικιστική ρητορία και πρακτική. Προσπάθησε να προστατέψει τα μέλη του μαθητές απέναντι στο χρυσαυγιτισμό και αντιλαμβανόμενο ότι στο «αντιεθνικιστικό μέτωπο» ηγεμονεύει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πήρε κάποια πρωτοβουλία. Στις υπόλοιπες δυνάμεις επικράτησε η σύγχυση, ο ετεροκαθορισμός, η έλλειψη πολιτικής σκέψης. Κάποιες δυνάμεις κάλεσαν σε αντικαταλήψεις και σε αντιδιαδηλώσεις, οι οποίες είχαν μικρή έκταση. Σε κάθε περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και στελέχη του Υπουργείου Παιδείας, τις διαφήμισαν και τις αξιοποίησαν ως δική τους «κολυμβήθρα του Σιλωάμ». Κάποιες άλλες θεώρησαν ότι ο εθνικισμός είναι ένας λανθάνων αντιιμπεριαλισμός και ότι το λάθος της αριστεράς είναι ότι δεν υιοθετεί την πατριδοκαπηλη-αντιεθνικιστική ατζέντα. Η γραμμή «έξω οι φασίστες από τα σχολεία» ήταν μια λάθος γραμμή που υπονοούσε ότι το πρόβλημα ήταν οι μαθητές που έχουν επιρροές από τη ΧΑ. Στην πράξη, απαιτούνταν μια γραμμή αποκάλυψης της πατριδοκαπηλείας, προβάλλοντας μια κατεύθυνση πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας. Όχι απέναντι στους φανταστικούς «εχθρούς» της γειτονιάς μας, αλλά απέναντι σε αυτούς που πραγματικά συρρικνώνουν την ανεξαρτησία μας, στους δανειστές, το ΝΑΤΟ, την Ε.Ε. Σήμαινε μια δουλειά υπομονετικής ζύμωσης και προπαγάνδας μέσα και έξω από τα σχολεία τις μέρες εκείνες. Σήμαινε την καταγγελία του διπόλου ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ ως τις δύο πλευρές, «πατριωτικής» και «αντιεθνικιστικής» υποταγής στο ΝΑΤΟ. Ακόμα όμως και αυτή η δουλειά στη βάση δε θα έλυνε το πρόβλημα με την ακροδεξιά παρέμβαση στη νεολαία, καθώς καλούμαστε να καλύψουμε λαθεμένους προσανατολισμούς δεκαετιών (ποιος θυμάται το σύνθημα «ο αντιαμερικανισμός είναι ο αντιιμπεριαλισμός των ηλιθίων»; ή το «ευρώ ή δραχμή πατάτες γιαχνί»; Αυτά έχουν ή δεν έχουν σχέση με το ότι η αριστερά σήμερα θεωρείται και από δημοκρατικές μάζες – και όχι μόνο από το ακροατήριο της δεξιάς – ως εθνομηδενιστική;).

Πέμπτο και τελευταίο για τον αγώνα ενάντια στο φασισμό και τον εθνικισμό. Λανθασμένα η κάθε πλευρά ερμηνεύει το φασιστικό φαινόμενο ως ευθύνη της άλλης πλευράς. Ο πατριωτισμός χωρίς αντιιμπεριαλισμό γιατί πριν μήνες καλούσε σε συλλαλητήρια με το αίτημα «η Μακεδονία είναι ελληνική». Από την άλλη, η δικαιωματική Αριστερά, έχει εδώ και χρόνια μπερδέψει το διεθνισμό με τον κοσμοπολιτισμό, προπαγάνδιζε ότι η έξοδος από το ευρώ είναι «εθνικιστική αναδίπλωση» και  ασχολούμενη κυρίως με τις δευτερεύουσες αντιθέσεις απομακρύνθηκε οριστικά από τις λαϊκές ανάγκες. Προφανώς έχει ευθύνες η αριστερά για το φασιστικό φαινόμενο. Και πρώτα απ’ όλα η ίδια η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, που ανεξάρτητα του πώς χαρακτηρίζεται σήμερα από την Αριστερά, καταγράφηκε από την κοινωνία ως ήττα, απογοήτευση, μοιρολατρία και φυσικά κατεδάφισε το θετικό αξιακό φορτίο της αριστεράς. Το σύνολο των δυνάμεων που αναφέρεται στην Αριστερά έχει ευθύνες. Διαφορετικές όμως είναι οι ευθύνες των πρώην κλακαδόρων του Τσίπρα, διαφορετικές όσων είναι σήμερα μεταξύ απελπισίας και σύγχυσης, διαφορετικές όσων αποτελούσαν το κινηματικό και αντιεθνικιστικό προφίλ της καταστροφικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και διαφορετικές όσων απέτυχαν να οικοδομήσουν ένα μέτωπο φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση. Πέρα από τα λάθη του παρελθόντος, σήμερα χρειάζεται συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Οι φασίστες και οι ακροδεξιοί, ιστορικά αναπτύσσονται δίπλα σε ένα υπαρκτό αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα. Είτε για να το καταστείλουν, είτε για να εκτρέψουν τη λαϊκή αντισυστημική δυσαρέσκεια, είτε για να αποτελέσουν την εναλλακτική μορφή της καπιταλιστικής διαχείρισης όταν τα πράγματα στριμώξουν. Δεν είναι όρος μια αδύναμη αριστερά για να αναπτυχθεί το φασιστικό φαινόμενο, ούτε μια δυνατή αριστερά είναι πάντα εμπόδιο. Και η δεκαετία του 30 στην Ευρώπη, και οι χούντες του 60 και τα φασιστικά κινήματα κατά την αντιαποικιακή έκρηξη. Σήμερα όμως η ακροδεξιά αναπτύσσεται κυρίως στο έδαφος της αποτυχίας της παγκοσμιοποίησης και του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου και μιας αντισυστημικής ρητορικής. Το σύστημα δε φοβάται κάποια αριστερά. Η αριστερά εδώ και δεκαετίες είναι και θεωρείται από τις μάζες και συστημική δύναμη και υπέρ της παγκοσμιοποίησης. Εκεί είναι η βασική πλευρά, εκεί βρίσκεται το βασικό πρόβλημα. Γι’ αυτό και σήμερα ένας αντιεθνικισμός που δεν είναι και αντιιμπεριαλισμός με πρακτικό και συγκεκριμένο τρόπο, ταυτίζεται με τη συστημική «αντιεθνικιστική» κεντροαριστερά, η οποία εφαρμόζει αντιλαϊκές πολιτικές και αναπαράγεται έτσι ο φαύλος κύκλος.

Εθνικιστικές καταλήψεις

Υπάρχουν δεκάδες λόγοι για να γίνει κατάληψη. Το Μακεδονικό και ο Κατσίφας δεν είναι ένας από αυτούς.

Η οργή είναι μεγάλη. Για το μέλλον που φαίνεται σκοτεινό, για τα αδιέξοδα που έχουν χτίσει γύρω μας, για την απελπισία της γενιάς μας που θα ζήσει χειρότερα από τις προηγούμενες. Ο θυμός για την κατάσταση που έχουν φέρει για εμάς, την οικογένειά μας, την κοινωνία και τη χώρα μας είναι καζάνι που βράζει. Όμως το καζάνι δεν πρέπει να σκάσει στα μούτρα μας.

Οι μαθητές θέλουν να αντιδράσουν και πρέπει να αντιδράσουν. Όμως το να ακολουθούν τους ακροδεξιούς και τους νεοναζί δεν είναι διέξοδος. Είναι καταστροφή. Οι ομάδες των ακροδεξιών που επιχειρούν να επιβάλουν καταλήψεις στα σχολεία την Πέμπτη 29/11 δεν προσφέρουν τίποτα καλό ούτε στους μαθητές, ούτε στην πατρίδα.

Τα συνθήματα μίσους για τους γειτονικούς λαούς κρύβουν την υποτέλεια προς τους ισχυρούς του πλανήτη. Οι κραυγές για το όνομα της Μακεδονίας κουκουλώνουν το ξεπούλημα λιμανιών, αεροδρομίων, δρόμων, εδαφών της Μακεδονίας, αλλά και όλης της Ελλάδας. Η Μακεδονία πουλήθηκε, αλλά όχι στους γείτονες. Η Μακεδονία και η όλη η Ελλάδα πουλήθηκε στους δανειστές της.

Οι εθνικιστικές φωνές κρύβουν την αλήθεια. Και αυτή δεν είναι άλλη από το ότι οι νέοι εξοντώνονται συστηματικά, η κοινωνία ρημάζει και η χώρα τσαλαπατιέται. Όχι όμως από τους διπλανούς μας λαούς. Από τους Γερμανούς, τους Αμερικάνους και τους ντόπιους υποτακτικούς τους.

Ακούσατε τίποτα για αυτά, από όσους καλούν σε μαθητικές καταλήψεις την Πέμπτη;

Το να φωνάζουν οι μαθητές συνθήματα που βρίζουν τους γειτονικούς λαούς δεν κάνει τους Έλληνες πιο δυνατούς. Τους κάνει πιο αδύνατους. Γιατί έτσι ξεχνάμε τη ρίζα του κακού. Την πολιτική που και η σημερινή κυβέρνηση και οι προηγούμενες κυβερνήσεις ακολουθούσαν. Την πολιτική που συμφέρει το κεφάλαιο, την άρχουσα τάξη, τους ξένους δανειστές και δυνάστες της χώρας μας.

Σε αυτή την πολιτική, η ακροδεξιά, οι φανατικοί παπάδες και οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής δεν είναι αντίθετοι. Θέλουν να αλλάξουν το στόχο της οργής μας: Να εκτονώσουν την κοινωνική δυσαρέσκεια και τον θυμό εναντίον των «Σκοπιανών», των Αλβανών και των Τούρκων. Ποιοι όμως φταίνε για την ανεργία που έχει εκτιναχτεί; Για τη φτώχεια που πολλαπλασιάζεται; Για την κοινωνική και εθνική αξιοπρέπεια που τσακίζεται;

Και επειδή αγαπάμε την ιστορία του τόπου μας, ας αναρωτηθούμε: Ποιοι συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς στην Κατοχή όταν ο ελληνικός λαός πέθαινε από την πείνα; Ποιοι αντί να πολεμήσουν τον κατακτητή πολέμησαν το ΕΑΜ που χτυπούσε τον κατακτητή; Ποιοι συμφώνησαν να εκχωρήσουν την ελληνική Μακεδονία στους Βούλγαρους; Και αργότερα, ποιοι πούλησαν την Κύπρο στον τούρκο εισβολέα αφήνοντάς την άοπλη και ανοχύρωτη; Όσοι σήμερα με εθνική μάσκα, αλλά νεοναζιστική και ακροδεξιά ψυχή οργανώνουν τις καταλήψεις.

Γιατί αυτοί που κραυγάζουν ενάντια στην πατρίδα των άλλων, είναι οι πρώτοι που το βάζουν στα πόδια όταν η δική μας πατρίδα κινδυνεύει, πωλείται, εκχωρείται.

Ζήτω ο θάνατος;

Τα διλήμματα είναι σαν τα εκκρεμή. Υφίστανται όσο δεν διαλέγουν σταθερή θέση και παύουν να είναι τέτοια όταν υποκύπτουν στην ακινησία. Δίλημμα, άρα και εκκρεμές, είναι και η ύπαρξη. Όσο μπορεί να στοχάζεται τον εαυτό της, αν το κάνει, ισορροπεί μηχανικά μεταξύ ζωής και θανάτου. Που αξίζει όμως να σταθεί η ύπαρξη; Στη ζωή ή στο θάνατο;

Η υπόθεση Κατσίφα μονοπώλησε τα ΜΜΕ στα τέλη του Οκτώβρη και το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου σε μια σειρά δηλώσεων και αντιδράσεων. Στις περισσότερες περιπτώσεις επιχειρήθηκε μια αποθέωση του θανάτου του, διαχέοντας έμμεσα έναν κάποιο ηρωισμό, μια αυτοθυσία ή κάποια ιδανικά για τα οποία ο Κατσίφας έπεσε νεκρός.

Ίσως η λιγότερο αναμενόμενη πράξη απέναντι στην υπόθεση ήταν η τήρηση ενός λεπτού σιγής από όλα τα κόμματα της Βουλής στις 9/11 κατόπιν «αρχικά» πρωτοβουλίας του Νικήτα Κακλαμάνη. Μόνο που η πραγματικά αρχική πρωτοβουλία περί τήρησης ενός λεπτού σιγής ανήκε στη Χρυσή Αυγή λίγες μέρες πριν, η οποία τότε είχε απορριφθεί (29 Οκτωβρίου).

Από το υπόλοιπο φάσμα του πολιτικού (και παραπολιτικού) βίου της χώρας οι αντιδράσεις ήταν αναμενόμενες. «Εθνικόφρονες» του διαμετρήματος Κρανιδιώτη ζήτησαν τον βομβαρδισμό και την εισβολή στην Αλβανία, η Χρυσή Αυγή κατάφερε μέσα στον αναβρασμό να στρέψει τα βλέμματα όχι στη δίκη της αλλά στους ‘αλύτρωτους Βορειοηπειρώτες’ ενώ μια σειρά ‘πεφωτισμένων’ ιεραρχών, όπως ο μητροπολίτης Κόνιτσας, μόλις χθες έβαλε μπροστάρη το Χριστό στον αγώνα της Ελλάδας να προσαρτήσει την βόρεια Ήπειρο και κάπως έτσι να εκδικηθεί τον προαιώνιο εχθρό Αλβανό.

Ο θάνατος του Κατσίφα φάνηκε να είναι εκείνο το απαραίτητο ελατήριο που χρειαζόταν σχεδόν απεγνωσμένα το ντόπιο εθνικιστικό κατεστημένο για να ρίξει το δηλητήριο του, σε μια εποχή που οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στην περιοχή μας ΚΑΙ με τον ελιγμό περί αλλαγής συνόρων δεν είναι αστειάκια (δες Σερβία-Κόσοβο και Αλβανία-ΠΓΔΜ). Γιατί ακριβώς αυτό το ντόπιο εθνικιστικό κατεστημένο έχει αποδείξει ότι νομοτελειακά χειρίζεται τα εθνικά ζητήματα με  τέτοιο επικίνδυνο και ανόητο τρόπο, δείχνοντας άγνοια για το ποια συγκεκριμένα συμφέροντα εξυπηρετεί αυτή η ρητορική στην περιοχή μας και ποιοι πραγματικά μπορούν να ωφεληθούν από την επανάφλεξη της πυριτιδαποθήκης των Βαλκανίων. Η ίδια παράσταση παίχτηκε λ.χ. το 1897, το 1919-1922 και το 1974. Τα ίδια σπασμένα λίγο κόντεψε να πληρώσει και η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας την τριετία 1949-1952, όπου σε ελληνικό και κυπριακό έδαφος εκπαιδεύτηκαν Αλβανοί αντιπολιτευόμενοι στο σοσιαλιστικό καθεστώς, για να στήσουν κατόπιν εντός Αλβανίας πυρήνες ένοπλης αντίστασης με τη χρηματοδότηση και τις ευλογίες ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Μεγάλης Βρετανίας.

Και αναλογιστείτε και κάτι ακόμα. Όλη η προβολή του θέματος από τους πατριδοκάπηλους εθνικιστές και νεοναζί στηρίχτηκε σε άπειρα ρεπορτάζ που άλλοτε υπέθεταν γεγονότα, που δεν μπορούσαν να τεκμηριωθούν, κι άλλοτε συσκότιζαν γεγονότα τα οποία έδιναν πεντακάθαρα το προφίλ του νεκρού. Από τη μία οι υποθέσεις περί απαγόρευσης ύψωσης ελληνικής σημαίας στους Βουλιαράτες και δολοφονίας δίχως ίχνος ένοπλης πρόκλησης, εκ μέρους του Κατσίφα, έγιναν βεβαιότητες όλο το προηγούμενο διάστημα. Από την άλλη η βεβαιότητα της συμμετοχής του στο εθνικιστικό και αλυτρωτικό ΜΑΒΗ (Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείας Ηπείρου) και η κατοχή/χρήση ‘πειραγμένου’ καλάσνικοφ παρουσιάστηκαν ως κάτι μάλλον κανονικό, ή ίσως και δικαιολογημένο και σωστό. Εθνικόφρονες, νεοναζί, fake news, πολεμοκαπηλεία και διαστρέβλωση έβαλαν όλοι μαζί το λιθαράκι τους στο σκηνικό των τελευταίων ημερών σέρνοντας τον πολιτικό διάλογο, όχι τυχαία, προς τα ακροδεξιά.

Κι έτσι εν μέρει προωθήθηκε και ο αρνητικός επαναπροσδιορισμός της έννοιας «ήρωας» ως κάποιου που βολονταριστικά παίρνει το όπλο του και το παίζει Ράμπο, ανεξαρτήτως των επιπτώσεων, που μπορεί να έχει η δράση του απέναντι στους ομοεθνείς του και την ασφάλεια τους. Όπως ακριβώς έκαναν οι σχετικοί ‘ηρωισμοί’ στο μικρασιατικό πόλεμο (1919-1922) και στα άλλοθι της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.

Έχει όμως τεράστια αξία μια ιστορική επισήμανση. Κάθε φορά που η διεθνής οικονομική και πολιτική κατάσταση δείχνει σημάδια αδιεξόδου, μιας και ο καπιταλισμός/ιμπεριαλισμός είναι κατεξοχήν αδιέξοδο σύστημα, η ρητορική υπέρ του πολέμου και του θανάτου μονοπωλεί όλα τα πεδία διαλόγου. Κι αυτό γιατί κάθε αναδιάταξη του ιμπεριαλισμού λύνεται μόνο με πόλεμο. Το ίδιο έγινε τόσο πριν τον Α’ Π.Π. όσο και πριν τον Β’ Π.Π.

Μόνο που θετική θέαση πάνω στο θάνατο και την εκμετάλλευση του δεν σημαίνει καθόλου ότι το ρολόι του κόσμου προχωράει μπροστά.

Στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο λ.χ. (1936-1939) δεν μιλάμε απλά για δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, Δημοκρατικούς και Φρανκιστές. Μιλάμε για δυο κυρίαρχες κοσμοαντιλήψεις, που συμπυκνώθηκαν στα κύρια συνθήματα κάθε πλευράς.

Από την πλευρά των Φρανκιστών (το κατεστημένο του στρατού, της καθολικής εκκλησίας, του συντηρητισμού και των μεγάλων ιδιοκτητών γης) ένα βασικό σύνθημα ήταν: “Viva la muerte” (μτφρ. Ζήτω ο θάνατος). Για την παράταξη αυτή οριακό σημείο της ύπαρξης και της πάλης ήταν η απώλεια της ζωής, η κοπή του νήματος, το τέλος.

Από την άλλη πλευρά, εκείνη των Δημοκρατικών (αστοί δημοκράτες, κομμουνιστές και αναρχικοί) το σύνθημα του πολέμου ήταν: “Viva la vida” (μτφρ. Ζήτω η ζωή). Κι έτσι γι΄αυτούς το οριακό σημείο της ύπαρξης δεν ήταν άλλο παρά η ίδια η ζωή και η πάλη για την καλύτερη εκδοχή της.

Ο ισπανικός εμφύλιος ήταν η πρώτη δοκιμή δυνάμεων, πιέσεων και δυναμικών για τον μετέπειτα Β’ Π.Π. Και μάλλον δεν ήταν μόνο αυτό. Η διάσταση ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, ως προς το ποιο από τα δυο αξίζει να είναι το επίκεντρο της ανθρώπινης ύπαρξης, διαρκεί μέχρι σήμερα.

Όπου λοιπόν βλέπετε την αποθέωση του θανάτου, μια προώθηση του ως οριακού σημείου της ύπαρξης, όχι ‘οριακού’ ως τέλους αλλά ‘οριακού’ ως μέγιστου, να είστε ψυλιασμένοι.

Ο θάνατος που σήμερα αποθεώνεται, αύριο θα ζητήσει περαιτέρω θυσίες σε έναν αδίστακτο και τρομερό κύκλο απωλειών.

Κι όποιος παίζει με τη φωτιά και θα κάψει αλλά και θα καεί.

Νόμος.

Συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ

Γιατί να μην χειροκροτήσουμε τον Τσίπρα για τη συμφωνία;

Μια ευρέως διαδεδομένη άποψη στην Αριστερά είναι ότι η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ μπορεί να έρχεται υπό την πίεση του ΝΑΤΟ και τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των ΗΠΑ, αλλά στο βαθμό που βάζει τέρμα σε μια επιζήμια διαμάχη και σε ανόητους εθνικισμούς, δεν μπορούμε παρά να τη δούμε θετικά. Βεβαίως η κυβέρνηση Τσίπρα είναι αντιλαϊκή και φιλοΝατοϊκή και τα λοιπά, αλλά, άλλο αυτό, και άλλο η συμφωνία με τη Β. Μακεδονία.

Το θέμα με αυτές τις απόψεις όμως είναι ότι δεν φτάνουν μέχρι τέλους, στο λογικό συμπέρασμα. Το έντιμο θα ήταν να χαιρετιστεί η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ ως νίκη της Αριστεράς και της αριστερής πολιτικής, ως θετικό βήμα για τους λαούς και να αποδοθούν τα εύσημα στον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί δεν κάνουν κάτι τέτοιο ευθέως όσοι μιλούν για συμφωνία με θετικά σημεία; Γιατί δεν έχουν την τόλμη να φτάσουν μέχρι την απόληξη της άποψής τους και να στηρίξουν – στο συγκεκριμένο ζήτημα – ανοικτά και καθαρά τον Τσίπρα, διατηρώντας τη διαφωνία τους με τις άλλες πλευρές της πολιτικής του; Στην πολιτική όπως και στη ζωή δεν υπάρχει το «ολίγον έγκυος». Είτε η συμφωνία είναι θετική και πρέπει να τη χαιρετίσουμε (με όλες τις συνεπαγωγές για την κυβέρνηση που την έφερε), είτε όχι.

Στην ουσία: Σύμφωνα με αρκετούς σχολιαστές, στελέχη και προσωπικότητες της Αριστεράς, θα πρέπει να πάρουμε τη συμφωνία λέξη λέξη και στο βαθμό που περιέχει σωστά πράγματα (σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, μέτρα εναντίον του αλυτρωτισμού, αποκλιμάκωση της έντασης, χρήση έναντι πάντων, βελτίωση σχέσεων και κλίμα εμπιστοσύνης), οφείλουμε να ταχθούμε υπέρ της. Η αποσπασματικότητα όμως με την οποία διαβάζεται η συμφωνία για το ονοματολογικό είναι -όπως θα έλεγε ο Ταλεϋράνδος- κάτι περισσότερο από έγκλημα, πρόκειται για λάθος.

Πού συνίσταται το λάθος;

Να δούμε το όλον

Πρώτον στο ότι η μέθοδος «λέξη λέξη» συχνά κρύβει το νόημα. Κάθε συμφωνία εμπεριέχει στο γενετικό της υλικό, ίχνη από το περιβάλλον της και τον συσχετισμό δύναμης, τις απώτερες σκοπιμότητες και τις ευρύτερες στρατηγικές. Μια ορισμένη ιστορική αντίληψη στην Αριστερά μας δίδαξε ότι δεν υπάρχουν ουδετερότητες και καθαρότητες πουθενά, ειδικά στο πεδίο της πολιτικής. Η Αριστερά σήμερα, πολύ περισσότερο από το να παριστάνει τον διεθνολόγο, οφείλει να εκτιμήσει τη συνολική εικόνα, να συνδέσει τις αποσπασματικές προτάσεις σε μια ενιαία αφήγηση με κοινό νόημα, να δει την ευρύτερη πορεία των πραγμάτων. Τώρα τελευταία έγινε και πάλι εύκολο να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Η πικρή εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ θα όφειλε να μας διδάξει ότι δεν αρκεί να βλέπεις το επιμέρους «θετικό» που θες απεγνωσμένα να δεις, αλλά πρέπει να κοιτάς τη μεγάλη εικόνα.

Ποιο είναι το δάσος στην προκειμένη περίπτωση; Στο ότι η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ είναι οργανικά συνδεδεμένη με την ολοκληρωτική προέλαση των ΗΠΑ στα Δυτικά Βαλκάνια. Για να αρθεί το βέτο της ένταξης της Βόρειας (πλέον) Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, λύθηκε σε ελάχιστο χρόνο το Μακεδονικό. Αυτό είναι κακό; Από μόνο του όχι. Η διένεξη με την ΠΓΔΜ όφειλε να είχε λυθεί εδώ και χρόνια, στη βάση της κοινής παραδοχής για σύνθετη ονομασία, αναγνώριση του απαραβίαστου των συνόρων, εγγύηση της εθνικής ανεξαρτησίας και ακεραιότητας, τσάκισμα των αλυτρωτισμών, ανάπτυξη της φιλίας και της συνεργασίας.

Όμως στην πολιτική δεν υπάρχουν πράγματα «από μόνα τους». Δεν υπάρχουν συμφωνίες αποστειρωμένες από το περιβάλλον τους, από τον ισχύοντα συσχετισμό και από το «μεγάλο αφεντικό» που τις επιβάλει, τις εγγυάται, τις διερμηνεύει και τις καθοδηγεί. Και η αμέσως επόμενη ερώτηση είναι: Το «μεγάλο αφεντικό» (δηλαδή στην περίπτωσή μας το ΝΑΤΟ) τι σχέση έχει με έννοιες όπως εθνική κυριαρχία, απαραβίαστο συνόρων, φιλία και συνεργασία;

Να σκεφτούμε πολιτικά

Το δεύτερο λάθος έχει να κάνει με τον εξοβελισμό της πολιτικής από την εκτίμηση της συμφωνίας. Το ποιος κερδίζει, ποιος χάνει και ποιος επιδιώκει τι, διαμορφώνει τον συσχετισμό δύναμης και ο συσχετισμός δύναμης διαμορφώνει τις κοινωνίες και επηρεάζει την ταξική πάλη. Αυτή η «λεπτομέρεια» διαφεύγει από τις αναλύσεις των ημερών. Εκτός και αν το ζήτημα του ονόματος δεν είναι πολιτικό, αλλά ιστορικό, φιλοσοφικό ή κοινωνιολογικό. Πολιτικά, αυτοί που κερδίζουν από τη συμφωνία είναι σε πρώτη φάση ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και συνακόλουθα οι αστικές τάξεις σε Ελλάδα και ΠΓΔΜ που κατά συντριπτική πλειοψηφία θέλησαν και εργάστηκαν για τη συμφωνία.

Από την άλλη, οι εθνικιστικές και σοβινιστικές πλευρές, ενώ φαίνεται να υποχωρούν, αναδεικνύονται στην πραγματικότητα στον μοναδικό αντίπαλο στον κοσμοπολίτικο, αντιεθνικιστικό Νατοϊσμό. Σε βάθος χρόνου η ακροδεξιά θα μετρήσει κέρδη καθώς ενώ «έχασε το όνομα της Μακεδονίας» και τα μετερίζια της πατριδοκαπηλείας στα οποία αρεσκόταν, αναδείχθηκε σε αντίπαλο δέος. Αν λοιπόν θέλουμε να μετρήσουμε τη συμφωνία πολιτικά, πρέπει να απαντήσουμε στο αν τετραγωνίζεται ο κύκλος, αν δηλαδή κερδίζει ταυτόχρονα και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, και οι αστικές τάξεις και οι λαοί. Διαφορετικά, κάποιοι πανηγυρίζουν κατά λάθος. Και αυτοί μάλλον δεν είναι ούτε οι ιμπεριαλιστές, ούτε οι αστοί.

Να είμαστε πραγματικοί

Το τρίτο λάθος έχει να κάνει με την εκτίμηση της εποχής και των χαρακτηριστικών της. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, οι αριστεροί που καλοβλέπουν τη συμφωνία διαβεβαιώνουν ότι η αστική τάξη εξαπολύει τον εθνικιστικό παροξυσμό της και αυτός είναι ο βασικός αντίπαλος στον οποίο πρέπει να αντιταχθούμε. Οι συγκεκριμένοι σύντροφοι είναι και οι μόνοι που βλέπουν ότι ο εθνικισμός είναι σήμερα η επικρατούσα πολιτική της αστικής τάξης. Όλοι οι άλλοι βλέπουν αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει. Ότι δηλαδή ο εθνικισμός υπήρξε το βασικό καταφύγιο της ελληνικής αστικής τάξης στο μακρινό 1990, στην εποχή της κατάρρευσης και των αβεβαιοτήτων. Έκτοτε, στο συγκεκριμένο ζήτημα, και βασικά από την ενδιάμεση συμφωνία και μετά, έχει επικρατήσει ο απόλυτος ρεαλισμός και η εθνική γραμμή της σύνθετης ονομασίας, η οποία προσέκρουε στην αδιάλλακτη ηγεσία του Γκρούεφσκι. Όταν επικράτησαν και στη γειτονική χώρα οι δυνάμεις του αστικού εκσυγχρονισμού, το χάσμα γεφυρώθηκε και εγένετο συμφωνία.

Τη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ στηρίζουν λυσσωδώς τα ιμπεριαλιστικά κέντρα του ευρωατλαντικού άξονα και οι αστικές τάξεις εκατέρωθεν των συνόρων. Στην Ελλάδα, μέχρι και η λαλίστατη Εκκλησία σιώπησε. Απέμεινε μια ΝΔ, διαρκώς έκθετη στα μάτια της ελληνικής άρχουσας τάξης και των ξένων πατρώνων της, που από τη μια επιχειρούσε να διατηρήσει τις γέφυρες με το δεξιό ακροατήριό της και από την άλλη δεν ήξερε πώς να κρύψει την επί της ουσίας συμφωνία της στη γραμμή Τσίπρα – Ζάεφ, αναγνωρίζοντας ότι αυτό είναι που θέλει η άρχουσα τάξη. Ας μην αμφιβάλει κανείς, ότι λίγο ακόμα να ζορίσουν οι Γερμανοί, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ζητήσει δημοσίως συγνώμη για τον συγκυριακό εθνολαϊκισμό του. Πώς ακριβώς, σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί κανείς στα σοβαρά να ισχυριστεί ότι ο εθνικισμός είναι η κύρια πλευρά της αστικής πολιτικής; Και άρα ο εθνικισμός είναι που πρέπει να ηττηθεί σήμερα, εδώ και τώρα, μέσω αυτής της συμφωνίας;

Ο εθνικισμός και ο σωβινισμός είναι πλευρές της αστικής πολιτικής και χθες ή αύριο μπορεί να γίνουν κυρίαρχες. Αλλά όχι σήμερα. Η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης δείχνει ότι στο τιμόνι, σήμερα, δεν είναι τα ακροδεξιά παραληρήματα των αρχών του 90. Είναι ο ακραιφνής φιλοΝατοϊκός, φιλοδυτικός κοσμοπολιτισμός. Με μπόλικο αντιεθνικισμό, εκσυγχρονισμό, ευρωπαϊκό πνεύμα κοκ. Και αν ως Αριστερά καλά κάνουμε και είμαστε ενάντια στον εθνικισμό και στην πατριδοκαπηλεία, μήπως πρέπει να αποδώσουμε τη σημασία που πρέπει και στο Νατοϊσμό που ντύνεται με προβιά δημοκρατίας, αντιεθνικισμού και δικαιωμάτων;

Γιατί αυτή είναι η πλευρά που κυριαρχεί σήμερα στο ζήτημα της Μακεδονίας και συνολικά στην εξωτερική πολιτική: Δόγμα ακραίας προσχώρησης στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αιγύπτου, ένταξη στην αντιρωσική υστερία, προσμονή ανταλλαγμάτων από αυτή τη γεωπολιτική μετατόπιση της Ελλάδας, καθώς, αν και πάντα ανήκε στο στρατόπεδο της Δύσης, ποτέ δεν ήταν τόσο βασιλικότερη του βασιλέως, όσο είναι σήμερα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η ελληνική αστική τάξη έχοντας σχετικά υποβαθμιστεί από τη μνημονιακή περίοδο, νομίζει ότι θα αντισταθμίσει τις ζημιές με τα προσδοκώμενα ανταλλάγματα αυτής της γεωπολιτικής μετατόπισης. Ο Τσίπρας πιστώνεται την επιτυχία αυτής της αστικής πολιτικής, αναδεικνύεται στον καλύτερο εκφραστή της, και εγγυάται και στο εσωτερικό κατεστημένο και στους ξένους δανειστές, ότι είναι ο ικανότερος να φέρει σε πέρας τη δουλειά.

Το ερώτημα είναι τι σχέση έχουμε εμείς με όλα αυτά και γιατί πρέπει να πανηγυρίζουμε την επιτυχία τους.

Μεγάλος κερδισμένος ο ΣΥΡΙΖΑ από το συλλαλητήριο

Τα φαινόμενα ίσως απατούν, αλλά το σημερινό συλλαλητήριο για τη Μακεδονία βγάζει κερδισμένο τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πρώτον επειδή αποδεικνύει για μια ακόμα φορά, και στην ελληνική άρχουσα τάξη και στον ιμπεριαλισμό, ότι το κόμμα που εξυπηρετεί πιο αποτελεσματικά και ικανά τα αστικά συμφέροντα και τις επιδιώξεις του ευρωατλαντικού άξονα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Η άρχουσα τάξη έχει γραμμή για το μακεδονικό και είναι ανταγωνιστική με το κεντρικό σύνθημα του συλλαλητηρίου. Δεν είμαστε στα 1992 όταν σύσσωμος ο αστικός κόσμος οχυρώθηκε πίσω από τη μη παράδοση του ονόματος. Η σημερινή γραμμή του αστισμού είναι η αποδοχή σύνθετης ονομασίας ανοίγοντας το δρόμο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και (μελλοντικά) και στην ΕΕ. Είναι η γραμμή που επιβάλουν με κάθε μέσο οι διεθνείς οργανισμοί και τα επιχειρηματικά συμφέροντα, είναι η λύση που επιζητά το ελληνικό κεφάλαιο. Στη γραμμή αυτή συντάσσονται σημαντικά τμήματα της ΝΔ, ακόμη και αν η πατριδοκαπηλεία και ο εθνικισμός παραμένουν αναγκαίες γέφυρες της αξιωματικής αντιπολίτευσης με το εκλογικό της ακροατήριο. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποκαθιστά ανοικτά τη ΝΔ ως το κατεξοχήν κόμμα της αστικής τάξης. Αφού κατακάτσει ο κουρνιαχτός από το συλλαλητήριο ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδίσει κι άλλους πόντους στην εμπιστοσύνη του αστισμού και των δανειστών. Η αλλοπρόσαλη και αντιφατική στάση της ΝΔ που από την αποδοχή της σύνθετης ονομασίας εδώ και εικοσιπέντε χρόνια, μεταπήδησε στο «καμιά παραχώρηση στο όνομα» για λόγους εκλογικού ακροατηρίου, θα πιστωθεί αρνητικά.

Δεύτερον, επειδή ο αντίπαλος της κυβέρνησης, όπως αναδείχθηκε από το συλλαλητήριο δεν είναι ένα μαζικό κίνημα πρώτα και κύρια ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και στην άνωθεν (και σε αυτά τα πλαίσια) επιβαλλόμενη λύση του ονοματολογικού. Στο συλλαλητήριο εκφράστηκε ένα συνονθύλευμα δυνάμεων, που ακόμα και αν στο σύνολό τους δεν είναι εθνικιστικές, συγκροτείται κάτω από το εθνικιστικό, ρηχό, ανιστόρητο και επικίνδυνο «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική». Η πατριδοκαπηλεία και ο εθνικισμός για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όχι απλά δεν είναι επικίνδυνος αντίπαλος, αλλά είναι ένας βολικός αντίπαλος. Η μετακύλιση της κρίσης στον εθνικισμό είναι μια διαχρονικά καλή συνταγή για την άρχουσα τάξη. Το συλλαλητήριο, υπό αυτούς τους όρους, ήταν λοιπόν καλοδεχούμενο από ισχυρό τμήμα του κατεστημένου, ακόμη και αν το επί της ουσίας αίτημά του (“όχι στη σύνθετη ονομασία”) δεν είναι αποδεκτό και θα ανατραπεί πανεύκολα σε λίγες μέρες. Τα πράγματα θα ήταν αλλιώς αν αντί για έναν εθνικιστικό και εύκολα αντιμετωπίσιμο αντίπαλο, υπήρχε ένα αντιμπεριαλιστικό κίνημα που υπερασπίζεται την εθνική ανεξαρτησία και κατανοεί ότι αυτός που την απειλεί δεν είναι η σύνθετη ονομασία αλλά η διαχρονική βαλκανοποίηση της Βαλκανικής από τους ευρωατλαντικούς προστάτες. Στην περίπτωση αυτή η κυβέρνηση Τσίπρα θα έπρεπε να απολογείται, όχι γιατί αποδέχεται τη σύνθετη ονομασία, αλλά γιατί έχει καταντήσει το πιστότερο σκυλάκι των ΗΠΑ και της ΕΕ και μετά την κοινωνική και οικονομική καταστροφή των μνημονίων, βάζει και την ίδια τη χώρα στον πάγκο του χασάπη ιμπεριαλισμού.

Τρίτον, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ εύκολα πλέον θα πιέσει και θα κερδίσει από τα δεξιά του, καθώς από τα αριστερά του δεν απειλείται από κανέναν. Θα πιέσει αποτελεσματικά το ακραίο κέντρο και τον λεγόμενο μεσαίο χώρο, θα ζορίσει ακόμη και τη ΝΔ που με το ένα πόδι παραβρίσκεται στα συλλαλητήρια της πατριδοκαπηλείας και με το άλλο πόδι διεκδικεί να είναι το σύγχρονο ευρωπαϊκό αστικό κόμμα, το αγαπημένο των δανειστών και της άρχουσας τάξης. Σε αντίθεση με αυτά που φανταζόμαστε, τα συλλαλητήρια δεν υπαγορεύουν την πολιτική των κυβερνήσεων (το 2015 δεν είναι μακριά), ούτε κερδίζουν εκλογές. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ παίζουν πλέον στο ίδιο γήπεδο, καθώς εκφράζουν τα ίδια ταξικά συμφέροντα. Νικητής θα είναι αυτός που θα πείσει ότι εκφράζει καλύτερα τα συμφέροντα της τάξης που υπηρετεί. Η κυβέρνηση Τσίπρα αποδείχθηκε ικανότερη να εμπεδώσει κοινωνικά και οικονομικά τα μνημόνια και να δεσμεύσει τη χώρα σε επιτροπεία διαρκείας και εσαεί λιτότητα. Ακόμη περισσότερο, στο μακεδονικό, η κυβέρνηση Τσίπρα εκφράζει πολύ πιο καθαρά τις επιδιώξεις της ελληνικής άρχουσας τάξης. Η επίλυση του θέματος της ονομασίας και η συνακόλουθη ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ είναι η κατεύθυνση που έχει χαράξει ο ευρωατλαντικός άξονας και ακολουθεί πλήρως ο ελληνικός αστισμός. Ο οποίος, παρεμπιπτόντως, μετά την κατραπακιά των μνημονίων και της οικονομικής καθίζησης, βλέπει πεδίο δόξης λαμπρόν, συνοδευόμενο από ανταλλάγματα (έστω και ελάχιστα), αν η Ελλάδα εδραιωθεί ως η σταθερή, δυτικόφιλη, υπάκουη δύναμη της περιοχής.

Τέταρτον, γιατί το συλλαλητήριο της Αθήνας, παρά το ότι πολιτικά μετατοπίστηκε από τον ακραιφνή εθνικιστικό χαρακτήρα του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης, δεν δίνει διέξοδο στο πρόβλημα. Η συμμετοχή του Μίκη επιχείρησε να ξεπλύνει τον χαρακτηρισμό του συλλαλλητηρίου ως ακροδεξιό, αλλά η ομιλία του ήταν χειρότερη από τη συμμετοχή του. Η αποθέωση του μέχρι πρότινος «εθνολαϊκιστή αντιμνημονιακού» Μίκη από το ΣΚΑΙ είναι ενδεικτική. Δεν είναι το πρώτο, ίσως ούτε το χειρότερο λάθος που κάνει ο Μ.Θεοδωράκης ως πολιτικός, αλλά το πρόβλημα είναι βαθύτερο για τους υποστηρικτές του συλλαλητηρίου. Το πλαίσιο που συγκρότησε το σημερινό συλλαλητήριο είναι παιχνιδάκι για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η δε αποστροφή του Μίκη «αφήστε τους Σκοπιανούς να ζουν τον εθνικό τους μύθο, αλλά εμείς δεν θα τους παραδεχτούμε ποτέ ως Μακεδόνες» σημαίνει ότι η μόνη εναλλακτική στη σύνθετη ονομασία υπό το ΝΑΤΟ, είναι η διπλή ονομασία που ντε φάκτο υπάρχει: Οι Έλληνες θα αποκαλούν τη γειτονική χώρα Σκόπια και όλος ο άλλος κόσμος Μακεδονία. Σπουδαία επιτυχία… Απέναντι σε αυτό η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει μια πολύ πειστικότερη αφήγηση: Εμπέδωση του ρόλου της χώρας ως πειθήνιας και σταθερής δυτικόφιλης δύναμης, εκμετάλλευση των προβλημάτων των ΗΠΑ με την άτακτη Τουρκία και προβολή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ως της φιλοαμερικανικότερης κυβέρνησης της περιοχής, ολοσχερής προσχώρηση στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αίγυπτος, παραχώρηση στη σύνθετη ονομασία για να ενταχθεί η ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και να επιταχυνθεί/διασφαλιστεί η αμερικανική απόβαση στα Δυτικά Βαλκάνια. Στα πλαίσια αυτά όλο και κάποιο αντάλλαγμα μπορεί να έρθει, σε μια καθημαγμένη από τα μνημόνια χώρα. Αν συγκρίνουμε τις δύο, τάχα αντιπαραθετικές πολιτικές, η αφήγηση ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πειστικότερη από τις ρηχές και διόλου αντιμπεριαλιστικές κραυγές του συλλαλητηρίου. Πειστικότερη όχι μόνο για την άρχουσα τάξη, αλλά και για ισχυρά τμήματα κοσμοπολίτικων μεσαίων στρωμάτων.

Συμπέρασμα;

Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως η λογική και ήρεμη δύναμη που βγάζει όλη τη δύσκολη δουλειά για την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό. Πέραν της εμπέδωσης των μνημονίων (εργασία ιδιαίτερα δύσκολη προ του 2015 και με τεράστιο πολιτικό κόστος), προβάλει ως ικανός διαχειριστής των ευνοϊκών συγκυριών στα εθνικά θέματα (πίεση ΝΑΤΟ για επίλυση του ονοματολογικού). Η κόντρα του δεν είναι με ένα αντιμπεριαλιστικό λαϊκό κίνημα, αλλά με ένα συνονθύλευμα εθνικιστικών και πατριδοκάπηλων δυνάμεων, εύκολα διαχειρίσιμων. Ταυτόχρονα το δίπολο ΣΥΡΙΖΑ VS Ακροδεξιά λειτουργεί ως ευτυχής σανίδα σωτηρίας για την ίδια την κυβέρνηση Τσίπρα. Τέλος η δεξιά πολυκατοικία μπαίνει σε φάση τριγμών καθώς θα πρέπει να συμβιβάσει την κληρονομιά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για ένα κόμμα καθαρόαιμο εκφραστή των συμφερόντων των ΗΠΑ και του αστισμού, με τη σημερινή διαχείριση του Κυριάκου Μητσοτάκη που αποδεικνύει για δεύτερη φορά μετά τον ΓΑΠ ότι «τα παιδιά δεν κάνουν για τη δουλειά» την οποία τους αναθέτουν.

Κοντολογίς, ο ΣΥΡΙΖΑ ανασυντάσσεται σε βάθος χρόνου, υποκαθιστά τη ΝΔ ως το αποτελεσματικότερο αστικό/φιλοΕΕ/φιλοΗΠΑ κόμμα, εκφράζει το μεσαίο χώρο του «ακραίου κέντρου» και της «κοινής λογικής», υποβιβάζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε απολογητή των ρηχών, εθνικιστικών και αναποτελεσματικών γραφικοτήτων, ενώ στριμώχνει και τις όποιες εξ αριστερών του δυνάμεις κάτω από τη δική του ομπρέλα προβάλλοντας (και τεχνηέντως υπερτονίζοντας) τον κίνδυνο της ακροδεξιάς. Τρία χρόνια μετά τη μεγάλη απάτη του Γενάρη του 2015, εξακολουθεί να αναζητείται αντιπολίτευση.

Όχι στα συλλαλητήρια της πατριδοκαπηλείας – Έξω οι Ιμπεριαλιστές από τα Βαλκάνια

Ανακοίνωση από την ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

ΟΧΙ ΣΤΑ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΚΑΠΗΛΕΙΑΣ

ΕΞΩ ΟΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

ΕΞΩ Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΤΟ

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΤΗΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ

Το σύγχρονο «μακεδονικό πρόβλημα» δημιουργήθηκε τρεις δεκαετίες πριν, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας από την ωμή και βίαιη επέμβαση των ιμπεριαλιστών των ΗΠΑ και ΕΕ. Ξαναβρέθηκε πρόσφατα στην ημερήσια διάταξη, πάλι από αυτούς που το δημιούργησαν: τώρα, η στρατηγική των ιμπεριαλιστών υπαγορεύει την άμεση ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ, άρα καιτην άρση του ελληνικού βέτο. Η πρόθυμη κυβέρνηση Τσίπρα έσπευσε να ανταποκριθεί αφού κάθε επιθυμία των προστατών είναι γι’ αυτήν διαταγή. Ο ελληνικός αστισμός τη στηρίζει ώστε να βρεθεί γρήγορα «λύση».

Σε συνθήκες γενικής υποχώρησης του λαϊκού κινήματος και σχεδόν ανυπαρξίας αντιιμπεριαλιστικού προσανατολισμού, οι βρικόλακες της πατριδοκαπηλίας βγήκαν μπροστά. Αμβρόσιοι, ψωμιάδηδες, φασίστες απόστρατοι, χρυσαυγίτες, ανέλαβαν την «υπεράσπιση» της ελληνικότητας της Μακεδονίας. Από κοντά και σημαντικό τμήμα της ΝΔ ποντάροντας στο «μακεδονικό» για τη φθορά της κυβέρνησης. Το οικονομικό τσάκισμα και η εθνική ταπείνωση που βιώνει την εποχή των μνημονίων ο ελληνικός λαός, διευκολύνει τη διάχυση του εθνικιστικού δηλητήριου. Η μαζικότητα του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης αυτό αποδεικνύει.

Το εσωτερικό σκηνικό που στήνεται είναι από τη μία η κυβέρνηση Τσίπρα που αξιοποιεί μια ευνοϊκή για την Ελλάδα γεωπολιτική συγκυρία για να βρει μια βιώσιμη λύση με τους γείτονες, καιαπό την άλλη οι πατριδοκάπηλοι. Όμως και οι δυο τους ψήφισαν και ψηφίζουν -με χέρια και πόδια- τα μνημόνια που εξαθλιώνουν το λαό και εκχωρούν την εθνική κυριαρχία. Και οι δυο συμφωνούν στο ξεπούλημα του εθνικού πλούτου και των υποδομών. Και οι δυο συμφωνούν με τη στρατηγική συνεργασία με τους σιωνιστές του Ισραήλ, ναρκοθετώντας τη φιλειρηνική πορεία της χώρας. Γιατί τελικά και οι δυο εκφράζουν με πλήρη συνέπεια την αμερικανοδουλεία και την ευρωδουλεία.

Το συλλαλητήριο που οργανώνεται την Κυριακή στην Αθήνα έχει λάθος σύνθημα, λάθος στόχο, λάθος συμμαχίες, λάθος φίλους, λάθος εχθρούς και επικίνδυνους διοργανωτές. Δεν γίνεται για την υπεράσπιση της Μακεδονίας. Όταν ξεπουλιόνταν τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, οι δρόμοι, ο ορυκτός πλούτος της Μακεδονίας, οι «μακεδονομάχοι» της συμφοράς υπερθεμάτιζαν ή απουσίαζαν. Το συλλαλητήριο της Κυριακής στοχεύει να διοχετεύσει την ταξική αγανάκτηση και την εθνική ταπείνωση του λαού σε ανώδυνα για το σύστημα κανάλια. Να αναδιατάξει τη δεξιά και να αναδιαμορφώσει συνολικά το πολιτικό σύστημα σε ακόμα πιο αντιδραστικό επίπεδο.

Το συλλαλητήριο της Κυριακής δεν προκαλεί καμία πολιτική φθορά στη μνημονιακή κυβέρνηση Τσίπρα. Αντίθετα, την ενισχύει γιατί την κάνει να φαντάζει ως ρεαλιστική, φιλειρηνική και εκσυγχρονιστική συγκρινόμενη με τους φασίστες, τους γραφικούς, τους πολεμοκάπηλους.

Η εξόφθαλμη προσπάθεια των διοργανωτών του, να στρογγυλέψουν τα ακροδεξιά χαρακτηριστικά του (που στη Θεσσαλονίκη εμφανίστηκαν με εντελώς απεχθές πρόσωπο) δεν πρέπει να παραπλανήσει κανέναν. Ενδεχόμενη συμμετοχή προσωπικοτήτων κύρους με αναφορά στην αριστερά δεν μπορεί να αλλοιώσει τον αντιδραστικό χαρακτήρα του.

Ένα γνήσιο λαϊκό συλλαλητήριο θα είχε στόχο την έξοδο της χώρας από το ΝΑΤΟ και όχι τη χρήση του σαν «διαπραγματευτικό χαρτί». Θα διοχέτευε τη λαϊκή οργή ενάντια στο πολιτικό προσωπικό που ξεπούλησε την πατρίδα στους δανειστές αντί να τους ξεπλένει. Θα έβαζε απέναντι τους υποτακτικούς των ΗΠΑ – ΕΕ και τους εθνικιστές και από τις δύο πλευρές. Όχι το λαό της ΠΓΔΜ.

Το -υπαρκτό- πρόβλημα με τη γειτονική χώρα μπορεί να επιλυθεί μόνο από μια κυρίαρχη ελληνική κυβέρνηση που θα αξιοποιεί τις αντιθέσεις και τη γεωπολιτική συγκυρία αλλά θα αρνείται την επιδιαιτησία των ιμπεριαλιστών. Που στόχος της θα είναι η φιλία και η συνεργασία με όλους τους γειτονικούς λαούς.

Η ιστορική εμπειρία των βαλκανικών λαών δείχνει ότι δεν υπάρχει τρόπος για να ηρεμήσει η πολύπαθη περιοχή αν δεν ξεκουμπιστούν οι πάτρωνες της Δύσης. Σε αυτήν την κατεύθυνση, είναι επείγουσα η ανάγκη συγκρότησης ενός μαζικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος από τα Βαλκάνια μέχρι τη Μ. Ανατολή, σε αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του πολέμου και του θανάτου.

Η Αριστερά, αν θέλει να είναι χρήσιμη, οφείλει να πρωτοστατήσει στο καθήκον της συγκρότησης ενός τέτοιου κινήματος. Μόνο έτσι θα αποκαλυφθεί ο ρόλος του εσμού των πατριδοκάπηλων, θα αποσπαστούν από την επιρροή τους λαϊκά στρώματα και ταυτόχρονα θα υπονομευθεί η τωρινή, αλλά και κάθε εθελόδουλη κυβέρνηση. Αυτός είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε σήμερα και όχι εκείνος των εύκολων, «αντιεθνικιστικών» συγκεντρώσεων καταγγελίας.

Το ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια

Καμία συμφωνία για χάρη του ΝΑΤΟ – Όχι στους εθνικισμούς και στους αλυτρωτισμούς – Αλληλεγγύη των λαών της Βαλκανικής

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1. Το σύγχρονο βαλκανικό πρόβλημα δημιουργείται τρεις δεκαετίες πριν, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας κατά την προσπάθεια διαμόρφωσης μιας νέας πραγματικότητας στην ευρύτερη περιοχή από ΗΠΑ και ΕΕ. Οι ωμές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις διαδέχονται η μία την άλλη, στοχεύοντας στη διαμόρφωση κρατών-ακολουθητών της δυτικής πολιτικής, σύγχρονων προτεκτοράτων, αλλά και στη μεγαλύτερη δυνατή μείωση της επιρροής της Ρωσίας. Ξεκινάει επίσης μια λυσσαλέα προσπάθεια πετσοκόμματος της Σερβίας που αποτελούσε εμπόδιο για τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, που φτάνει μέχρι και σήμερα. Οι βομβαρδισμοί της Σερβίας, η αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου, το δημοψήφισμα στο Μαυροβούνιο, το παιχνίδι της ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, εντάσσονται ακριβώς στο πλαίσιο αποδυνάμωσης του ρόλου της Σερβίας. Νευραλγικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων διαδραματίζει η εκμετάλλευση του μουσουλμανικού στοιχείου στην περιοχή από τις ΗΠΑ. Με την κλασική τακτική τού «διαίρει και βασίλευε», προνομοποιούνται διάφορες εθνικιστικές επιδιώξεις (πχ ιδεολόγημα «Μεγάλης Αλβανίας», Κόσσοβο κ.ά.), γεγονός που γεννάει ακόμα μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση που φτάνει μέχρι και την αμφισβήτηση συνόρων. Οι χώρες της Βαλκανικής βρίσκονται σχεδόν πάντα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης: σύνορα αμφισβητούνται, εθνικισμοί γιγαντώνονται και μονίμως επικρατεί αβεβαιότητα για το τι θα ακολουθήσει.

2. Με τα παραπάνω συνδέεται το πρόβλημα με το κράτος της λεγόμενης ΠΓΔΜ. Το θέμα της ονομασίας ξαναμπήκε πρόσφατα στην ημερήσια διάταξη, προκειμένου η Ελλάδα να άρει το βέτο εισόδου της ΠΓΔΜ σε ΝΑΤΟ αλλά και σε ΕΕ. Διότι αυτό υπαγορεύει η πολιτική των ΗΠΑ, που επιδιώκει κλείσιμο μετώπων και κατάκτηση θέσεων απέναντι στους ανταγωνιστές. Η ΠΓΔΜ είναι ένα μικρό και σχετικά αδύναμο κράτος, που αποτελείται κυρίως από Σλάβους αλλά και με έντονο αλβανικό στοιχείο, και βρέθηκε σχετικά πρόσφατα υπό την απειλή του διαχωρισμού της. Η επιμονή στην καθιέρωση του ονόματος «Μακεδονία» αφορά κυρίως στη διατήρηση του ενιαίου του κράτους σε σχέση με τις αποσχιστικές τάσεις των Αλβανών και πολύ λιγότερο στην «ιστορική κληρονομιά του Μ. Αλεξάνδρου». Το πρόβλημα λοιπόν είναι καθαρά γεωπολιτικό. Διατηρείται μέχρι σήμερα το ενιαίο της χώρας, ολοκληρώνεται η προσέγγιση με τη Δύση μέσω πιθανής εισόδου στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ –αυτό έχει σημασία καθώς υπάρχουν δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας που στρέφονται προς Ρωσία– και διαμορφώνεται ένα κράτος «έτοιμο» για να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον ώστε να θέσει νέα ζητήματα συνόρων. Ακριβώς στη ρότα που χάραξε για την Βαλκανική ο ιμπεριαλισμός.

3. Ο ελληνικός αστισμός συνειδητά διατήρησε και γιγάντωσε με τη στάση του το Μακεδονικό. Θεώρησε ότι οι ΗΠΑ χρειάζονταν κάποιου είδους διαμεσολαβητή για να κάνουν τις δουλειές τους στα Βαλκάνια. Με την προσφιλή μέθοδο του κολαούζου και επιδιώκοντας παράλληλα να έχει τον ρόλο ρυθμιστή των εξελίξεων στην περιοχή, το σύνολο του τότε πολιτικού προσωπικού δεν αποδέχονταν κανενός είδους σύνθετη ονομασία για την γείτονα. Μετά το πρώτο κοινό τραπέζι των πολιτικών αρχηγών για το Μακεδονικό το 1992 –ήταν όλοι εκεί, ΚΚΕ και ΣΥΝ– διαμορφώθηκε μια ορισμένου τύπου «εθνική ενότητα και ομοψυχία» που υπέθαλψε την ανάπτυξη ακραίου εθνικισμού. Μετά την απόσυρση του ΚΚΕ, ακολούθησαν εθνικιστικά συλλαλητήρια και κάθε είδους λεονταρισμοί για το ζήτημα της ονομασίας. Λίγος καιρός βεβαίως μεσολάβησε μέχρι την κυβίστηση και το «Σε δέκα χρόνια θα το έχουμε ξεχάσει» του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη για το όνομα των Σκοπίων. Τα πολιτικά παιχνίδια συνεχίστηκαν με αποκορύφωμα την αποχώρηση Σαμαρά από την κυβέρνηση και τη δημιουργία νέου κόμματος με πρόσχημα το Μακεδονικό. Η μπάλα πλέον είχε χαθεί. Αφού δεν βρέθηκε τότε λύση, ακολούθησε σταδιακή κατοχύρωση και διεθνής αναγνώριση της ΠΓΔΜ ως «Μακεδονία» υπό την αιγίδα ΗΠΑ και ΕΕ. Και κάπως έτσι από τις ιαχές για την ελληνικότητα της Μακεδονίας τότε, φτάσαμε αργότερα σε φωνές που υποστήριζαν σύνθετη ονομασία ακόμα και χωρίς γεωγραφικό προσδιορισμό («Νέα Μακεδονία» από Ντ. Μπακογιάννη το 2008).

4. Η υποκρισία όμως συνεχίζεται. Ενώ στο παρελθόν η άρχουσα τάξη της Ελλάδας επιχειρούσε αναβάθμιση του οικονομικοπολιτικού της ρόλου στην περιοχή, σήμερα μετά την πολλαπλή εποπτεία, η υποταγμένη (πολιτικά-στρατιωτικά) στις ΗΠΑ και (πολιτικά-οικονομικά) στην ΕΕ κυβέρνηση Τσίπρα ακολουθεί νέα στρατηγική πρόσδεσης στον αντιδραστικό συνασπισμό ΗΠΑ – Ισραήλ – Αίγυπτος – Σ. Αραβία, και με βάση αυτό χαράσσει την πολιτική της για τη διαχείριση των λεγόμενων εθνικών ζητημάτων. Επί της ουσίας σήμερα, με όλον τον πλανήτη –εκτός από την Ελλάδα– να αναγνωρίζει την ΠΓΔΜ ως Μακεδονία, ο λόγος του ΝΑΤΟ για την υπόθεση βαραίνει τόσο, που κυβέρνηση και λοιπό πολιτικό προσωπικό ταυτίζονται ώστε να βρεθεί «λύση». Τα κελεύσματα απ’ έξω είναι νόμος, σε τέτοιο βαθμό που ο Ιερώνυμος εμπιστεύεται τον Τσίπρα και ο Παυλόπουλος εξαίρει τη στάση της Εκκλησίας.  Οι εναπομείναντες «μακεδονομάχοι» των πολιτικών σκοπιμοτήτων που παραβρέθηκαν στα συλλαλητήρια καλό είναι να θυμούνται τον «πατριωτισμό» τους όταν σκύβουν το κεφάλι στους δανειστές ή ψηφίζουν με τα δύο χέρια την εκχώρηση της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Και όχι να πλασάρονται ως «εθνικοί υπερασπιστές» την ίδια στιγμή που κάνουν τα στραβά μάτια στις μπίζνες στα βόρεια σύνορα. Εξάλλου αυτή είναι η φύση του ελληνικού αστισμού: Τυχοδιωκτισμός και πατριδοκαπηλεία, μπίζνες και μαυραγοριτισμός, ψευτοτσαμπουκάδες στους γείτονες και τελικά υπακοή στις επιταγές των κάθε φορά δυτικών «προστατών». Με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα από το 1922 μέχρι το 1974.

5. Όσο λοιπόν ο Τσίπρας ρεφάρει πανηγυρίζοντας για την μεταμνημονιακή καμμένη γη που θα παραδώσει και εμφανίζεται ως πολιτικός που θα παρέχει λύσεις και στα μεγάλα θέματα, αποκρύπτει το κυρίαρχο πρόβλημα: Η κυβέρνηση, εφαρμόζοντας τα σχέδια του ΝΑΤΟ, βάζει σήμερα ένα χεράκι στην περαιτέρω διάλυση των Βαλκανίων, γεγονός που θα έχει αύριο ολέθριες συνέπειες ακόμη και σε θέματα εθνικής κυριαρχίας. Η σωστή τοποθέτηση για το θέμα του ονόματος, που δυστυχώς ένα μόνο μικρό μέρος της αριστεράς είχε υιοθετήσει όταν έπρεπε, είναι σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό. Σλαβομακεδόνες στην Ελλάδα υπάρχουν, όπως και στη Βουλγαρία, και βέβαια στην ΠΓΔΜ. Μακεδονικό έθνος όμως δεν διαμορφώθηκε ιστορικά. Πέρα από την ονομασία όμως, τεράστιας σημασίας είναι η έμπρακτη ακύρωση κάθε συνταγματικού και θεσμικού αλυτρωτισμού και η εκατέρωθεν αναγνώριση της ακεραιότητας των συνόρων. Όσο, λοιπόν, η συζήτηση θα αφορά μια διευθέτηση της ονομασίας για να προχωρήσουν οι ενταξιακές διαδικασίες, η απάντηση θα είναι: καμία συμφωνία που επιβάλλεται από το ΝΑΤΟ, καμία συμφωνία που διευκολύνει τα σχέδια των ιμπεριαλιστών.

6. Το Μακεδονικό είναι πολιτικό πρόβλημα και πηγή του κακού είναι οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί στην περιοχή. Με πρώτο και κύριο τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και το ΝΑΤΟ. Ο ιμπεριαλισμός εισχωρεί όλο και πιο βαθιά, καθορίζει όλο και περισσότερα. Καταδικάζει μια περιοχή σε μόνιμη αποσταθεροποίηση γεννώντας κράτη-χωροφύλακες που εκτελούν εντολές. Είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος για τη διαμόρφωση αυτών των κρατών σε προτεκτοράτα, σε «παρίες» της Ευρώπης. Περιθωριοποιημένες χώρες, κάποιες σε καθεστώς μνημονίων, με φτώχεια και εξαθλίωση. Οι αλυτρωτικές επιδιώξεις που γεννούν εθνικισμό, μίσος και αντιπαλότητα, είναι το θλιβερό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής. Οι λαοί των δύο χωρών και όλοι οι λαοί της βαλκανικής, πρέπει να ζουν αρμονικά, αλληλέγγυα. Αυτό προϋποθέτει πλήρη σεβασμό των συνόρων. Σε μια περιοχή με πολλά κοινά γεωγραφικά, ιστορικά, πολιτισμικά στοιχεία, στόχος είναι η απόρριψη κάθε αλυτρωτικής διάθεσης. Να μην κρύβονται πίσω από τον καλλιεργούμενο εθνικισμό τα πραγματικά ζητήματα. Και αυτά είναι ταξικά και αφορούν την καταπίεση των λαών αυτών στον καταμερισμό που ετοίμασαν οι «δυνατοί». Ο μοναδικός τρόπος για να ηρεμήσει η πολύπαθη περιοχή των Βαλκανίων είναι να αποχωρήσουν οι πάτρωνες της Δύσης. Σε αυτήν την κατεύθυνση είναι αναγκαίο ένα αντιιμπεριαλιστικό κίνημα από τα Βαλκάνια μέχρι τη Μ. Ανατολή που θα σαρώσει τις δυνάμεις του πολέμου και του θανάτου. Σε μια περιοχή γεωπολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών αντιθέσεων, ο μόνος τρόπος ουσιαστικής επίλυσης του προβλήματος είναι η αντιιμπεριαλιστική πάλη και η αποχώρηση του ΝΑΤΟ και των βάσεών του. Η υπεράσπιση των συνόρων και η απαίτηση να μην γίνει καμία αλλαγή σε αυτά. Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να αγωνιστούν οι λαοί της περιοχής για να οικοδομήσουν σχέσεις φιλίας και αλληλεγγύης, για να εξασφαλίσουν ειρήνη και ανεξαρτησία.

ΕΞΩ ΤΟ ΝΑΤΟ ΚΑΙ ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΑΓΗ ΣΥΝΟΡΩΝ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

ΚΑΜΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΝΑΤΟ