Άρθρα

Αγοράζεται η ανεξαρτησία; Διασφαλίζεται η ειρήνη στη Μεσόγειο;

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ για την ελληνογαλλική συμφωνία

Η ελληνογαλλική συμφωνία για την αγορά φρεγατών επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά την εξάρτηση, την υποτέλεια και τον ραγιαδισμό της άρχουσας τάξης και  όλου του πολιτικού προσωπικού της που την εκπροσωπεί με ακροδεξιό, κεντροδεξιό, ή κεντροαριστερό πρόσωπο. Έρχεται αμέσως μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη-Μπάιντεν καθ’ υπόδειξη του δεύτερου, για να εξευμενιστεί η ριγμένη από τη συμφωνία AUKUS γαλλική πλευρά, χωρίς κανένα απολύτως όφελος για την ελληνική.

Σε όλη την ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων η άρχουσα τάξη, η εκάστοτε κυβέρνηση και όλα τα κόμματα εξουσίας (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ), επιζητούσαν τη σκέπη «προστάτιδων» δυνάμεων και υπηρετούσαν πρόθυμα τα σχέδιά τους, ελπίζοντας σε μια κάποια «εύνοια» και στήριξη των ελληνικών θέσεων. Ελπίδες που τσακίζονταν στα γρανάζια των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και ανταγωνισμών, οδηγώντας σε υποχωρήσεις και απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων: από τη μικρασιατική καταστροφή μέχρι το Κυπριακό, αλλά και τα Ίμια και τις γκρίζες ζώνες, την υφαλοκρηπίδα, τις ΑΟΖ. Η γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας, η θέση και η διαχείρισή της στη διεθνή σκακιέρα, δεν μπορούν να αγνοηθούν για χάρη της σίγουρης και πάντα πρόθυμης Ελλάδας.

Σε όλη την ιστορία η αστική πολιτική είχε ένα και μοναδικό δόγμα και προσανατολισμό: Δεν μπορούμε να είμαστε ανεξάρτητοι γιατί είμαστε μια μικρή χώρα, «ανήκομεν στη δύση» και διεθνώς είμαστε πάντα πρόθυμοι επαίτες. Με αυτή την στρατηγική πορεύτηκε, με αυτή την στρατηγική αντιμετώπισε την πρόσφατη οικονομική κρίση, με αυτή την περήφανη (!) στρατηγική υποβάθμισε την Ελλάδα και το λαό της, φτωχοποιώντας τον και υποθηκεύοντας το μέλλον του για δεκαετίες. Θα μπορούσε, κάτω από διαφορετικούς πολιτικούς όρους, συσχετισμό και προσωπικό, να χτίζεται μια ανεξάρτητη στρατηγική και πολιτική που να θεμελιώνεται στις πραγματικές δυνατότητες της χώρας και του λαού της, και ταυτόχρονα να εκμεταλλεύεται ταχτικά σχέσεις και αντιθέσεις, τόσο με κράτη και λαούς της περιοχής (Ευρώπη, Βαλκάνια, Μ.Ανατολή, Αφρική), όσο και με τις λεγόμενες μεγάλες δυνάμεις.

Η ίδια η συμφωνία υπογράφτηκε χωρίς «παζάρια», χωρίς όρους, χωρίς την ελάχιστη διαπραγμάτευση του «πελάτη», χωρίς να επιδιωχθεί γαλλική δέσμευση στήριξης ελληνικών ζητημάτων (πχ Κυπριακό, ελάφρυνση χρέους, κατάργηση μνημονιακών όρων). Πέρα από το ότι παρακάμφθηκε από την κυβέρνηση η τυπική διαδικασία για τους εξοπλισμούς, δεν διασφαλίστηκε καν η από κοινού κατασκευή των φρεγατών (με παράλληλη ενεργοποίηση της αμυντικής βιομηχανίας και των ναυπηγείων), ούτε διασαφηνίζεται ποια θα είναι η στάση της Γαλλίας –για παράδειγμα– σε ενδεχόμενες τουρκικές έρευνες και εκμεταλλεύσεις στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, ή σε παραπέρα ντε φάκτο «γκριζάρισμα» στο Αιγαίο. Η συμφωνία με κόστος που υπερβαίνει τα 10 δις, στριμώχνει παραπέρα την οικονομία της Ελλάδας και αφαιρεί πόρους που θα μπορούσαν να διατεθούν για υγεία, παιδεία και δημόσιες επενδύσεις προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων.

Η τουρκική επιθετικότητα και ο επεκτατισμός δεν ανακόπτεται με τους εξοπλισμούς, με έωλες «συμμαχίες», με το βάθεμα της εξάρτησης της χώρας. Η ειρήνη στην περιοχή δεν διασφαλίζεται με υποχωρητικότητα και υποκλίσεις στις ιμπεριαλιστικές επιταγές. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία έχει δείξει πως σε αυτά η Τουρκία απαντά με μεγαλύτερη επιθετικότητα, με ντε φάκτο κατοχύρωση των θέσεών της.

Η τουρκική επιθετικότητα θα μπορούσε να ανακοπεί με μια εξωτερική πολιτική –ακόμα και στα αστικά πλαίσια– προσανατολισμένη στη διαφύλαξη των κυριαρχικών δικαιωμάτων και των συμφερόντων της χώρας και στην οικοδόμηση ισότιμων σχέσεων με τις γειτονικές –και όχι μόνο– χώρες και λαούς. Με μια οικονομία με ενεργειακή αυτάρκεια, προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών για την κάλυψη των βασικών λαϊκών αναγκών. Με ενέργεια και τηλεπικοινωνίες στο δημόσιο κι όχι υπό την ασυδοσία του ιδιωτικού κεφαλαίου. Με εγχώρια αμυντική βιομηχανία όπλων (άλλωστε, οι αγορές εξοπλισμού ανέκαθεν αποτελούσαν πεδίο ρεμούλας και σκανδάλων – ας θυμηθούμε τα αλήστου μνήμης υποβρύχια που γέρνουν). Με κρατική και πανεπιστημιακή έρευνα που να βοηθά την εθνική αμυντική βιομηχανία αλλά και τη βιομηχανία εν γένει, με μια οικονομία προσανατολισμένη κυρίως στη πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή… Τότε η ανεξαρτησία θα ήταν έννοια που δεν αγοράζεται, που δεν αναζητά προστάτες, είτε προσωρινούς είτε μόνιμους. Τότε η ανεξαρτησία δεν θα σήμαινε επαιτεία.

Η ειρήνη στην περιοχή είναι υπόθεση ενός αντιμπεριαλιστικού και φιλειρηνικού κινήματος και προγράμματος που θα παλεύει για εθνική ανεξαρτησία, θα υπερασπίζεται τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας και θα οικοδομεί την αλληλεγγύη ανάμεσα στους δύο λαούς και όλους τους λαούς της περιοχής. Η ανάπτυξη ενός τέτοιου κινήματος είναι αναγκαιότητα – είναι υπόθεση κάθε αριστερής δύναμης, κάθε προοδευτικού ανθρώπου.

Η ελληνική άρχουσα τάξη δεν μπορεί να υπερασπίσει ούτε τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, ούτε την ειρήνη στην περιοχή

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Οι τελευταίες εξελίξεις με τις έρευνες του Oruc Reis συνιστούν αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Για την ακρίβεια επιβάλουν ντε φάκτο την άποψη του τουρκικού επεκτατισμού ότι τα ελληνικά νησιά στερούνται εντελώς υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Το ζήτημα δεν είναι ποιες είναι οι ακριβείς συντεταγμένες των NAVTEX της Τουρκίας, αλλά ότι αυτές κάθε φορά μετακινούνται από Νότια του Καστελόριζου προς τη θάλασσα νότιο – ανατολικά της Κρήτης και της Ρόδου. Η Τουρκία ξεκινά την εφαρμογή του τουρκολιβυκού μνημονίου που ορίζει ως τουρκική ΑΟΖ όλη τη θαλάσσια περιοχή νότια και ανατολικά της Κρήτης και των Δωδεκανήσων. Προχωρά ένα ακόμα βήμα προς την απαίτησή της για μοίρασμα του Αιγαίου στην νοητή γραμμή ανάμεσα στην Τουρκία και στην ηπειρωτική Ελλάδα, αγνοώντας ολοκληρωτικά τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και τις Κυκλάδες. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η υποτίμηση των εξελίξεων ως ήσσονος σημασίας είναι αφελής και προοπτικά επικίνδυνη.

Δύο εβδομάδες νωρίτερα, η ελληνική κυβέρνηση, με την υπογραφή της μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου, είχε ήδη αποδεχτεί ότι ακόμα και νησιά σαν την Κρήτη έχουν μειωμένη επήρεια στην ΑΟΖ και στην υφαλοκρηπίδα. Συνυπέγραψε μάλιστα αυτή την παραδοχή με μια χώρα που θεωρείται σύμμαχη και δεν προβάλει την παραμικρή διεκδίκηση απέναντι στην Ελλάδα και την εθνική της κυριαρχία. Ο κατατεμαχισμός και η αλά καρτ προσέγγιση της οριοθέτησης της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι ρίχνει νερό στο μύλο του τουρκικού επεκτατισμού.

Ο ισχυρισμός της ελληνικής κυβέρνησης ότι το τουρκικό ερευνητικό σκάφος, αν και είχε ποντίσει καλώδια στο βυθό, δεν μπόρεσε να προχωρήσει σε έρευνες λόγω του «θορύβου» που προκαλούνταν από τα περιβάλλοντα πλοία, κάνει τέλειο τον επί δεκαετίες εξευτελισμό της ελληνικής διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής. Επιβεβαιώνει ότι στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό υπάρχει μια επεκτατική πλευρά που διαρκώς προβάλει νέες απαιτήσεις με πράξεις και τετελεσμένα, και μια υποχωρητική πλευρά που διαρκώς αποδέχεται το γκριζάρισμα συνόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων, γκρινιάζοντας για το διεθνές δίκαιο, εκλιπαρώντας κάθε φορά τους ισχυρούς συμμάχους μήπως και βρει δικαίωση.

Η τελευταία εξέλιξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν αποτελεί μόνο κλιμάκωση των διαδοχικών επεκτατικών διεκδικήσεων της γειτονικής χώρας αλλά και απόδειξη χρεοκοπίας της εξωτερικής πολιτικής που ασκεί η ελληνική άρχουσα τάξη. Δείχνει ότι οι επί μήνες θριαμβολογίες για δήθεν απομόνωση της Τουρκίας βρίσκονταν αποκλειστικά στη φαντασία του κυβερνητικού μηχανισμού προπαγάνδας. Αποδεικνύει επίσης ότι το «θεωρείστε μας δεδομένους» που δηλώνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ και η πολιτική της διαχρονικής υποτέλειας και ραγιαδισμού, δεν διασφαλίζει στο παραμικρό την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.

Ειδικά την τελευταία περίοδο, από την υπογραφή του μνημονίου Τουρκίας – Λιβύης και μετά, η ελληνική εξωτερική πολιτική σέρνεται βεβιασμένα και άτσαλα πίσω από τις τουρκικές πρωτοβουλίες, επιχειρώντας να «απαντήσει» με διμερείς συμφωνίες για την ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο. Μόνο που οι ίδιες αυτές οι συμφωνίες, αντί να ισχυροποιήσουν, αποδυναμώνουν τις ελληνικές θέσεις, μετατρέποντας τη χώρα σε τερματοφύλακα διαδοχικών επιθετικών ενεργειών, με ιδιαίτερη έφεση στα αυτογκόλ.

Η ελληνική αστική τάξη, με μπόλικη κουτοπονηριά και περίσσευμα χατζηαβατισμού, θεώρησε κατά τα προηγούμενα χρόνια ότι η όξυνση Τουρκίας – ΗΠΑ θα βάλει την Ελλάδα ως μεγάλο συνδαιτημόνα στο τραπέζι των ιμπεριαλιστών. Προχώρησε στη σύμπτυξη του άξονα Ελλάδα – Ισραήλ – Αίγυπτος, υπό αμερικανική καθοδήγηση, θεωρώντας ότι όσο περισσότερο υποτακτική είναι στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, τόσο περισσότερο θα κερδίσει. Έκανε για μια ακόμα φορά λάθος.

Η ολόπλευρη εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ και την ΕΕ και η φανατική προσκόλληση στο ευρωατλαντικό πλαίσιο, αποδεικνύεται ανίκανη να υπερασπίσει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. ΗΠΑ και Γερμανία ενδιαφέρονται κυρίως για τον εξευμενισμό της Τουρκίας, πριμοδοτούν ανοικτά τον ελληνοτουρκικό διάλογο για το σύνολο των λογικών και παράλογων διεκδικήσεων της Άγκυρας, στοχεύουν σε βάθος χρόνου στο μοίρασμα, στη συγκυριαρχία και στη συνεκμετάλλευση, γνωρίζοντας πως ό,τι και να κάνουν στην Ελλάδα, οι κυβερνήσεις της θα είναι μονίμως δεδομένες και υποτακτικές. Ειδικά η Ε.Ε. εμφανίζεται λιγότερο ενιαία από ποτέ, καθώς η μεν Γερμανία ιεραρχεί με απόλυτο τρόπο τις εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία και τις συμφωνίες για το προσφυγικό, επιδιώκοντας να κρατά ικανοποιημένη την Άγκυρα, ενώ η αποδυναμωμένη Γαλλία επιχειρεί να δημιουργήσει αντίβαρα στην τουρκική παρουσία στη Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή αλλά και να προωθήσει τα προϊόντα της πολεμικής της βιομηχανίας.

Η στάση της ΕΕ απέναντι στην αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, σε τίποτα δεν θυμίζει διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας ή έστω στήριξη προς χώρα – μέλος της. Από την άλλη, επί δεκαετίες στην Ελλάδα η παραμονή στην Ε.Ε. παρά την παραγωγική αποσάθρωση και το κοινωνικό ολοκαύτωμα που αυτή απαιτούσε, παρουσιάζονταν ως απαραίτητη για να διασφαλιστεί η χώρα από τους γεωπολιτικούς κινδύνους εξ Ανατολών. Η οικονομική κρίση και τα μνημόνια οδήγησαν σε μεγαλύτερη εμβάθυνση της ιδεολογίας της εξάρτησης και της υποτέλειας. Στη λογική του αστικού πολιτικού συστήματος έχει ενσωματωθεί απολύτως η λογική της ψωροκώσταινας.

Η ελληνική άρχουσα τάξη ούτε καν μπορεί να διανοηθεί μια ανεξάρτητη, πολυεπίπεδη, εθνικά και κοινωνικά αξιοπρεπή πολιτική. Συνεχίζει και εκλιπαρεί την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ για μια δήλωση συμπάθειας, αντί να πιέσει με κάθε διπλωματικό μέσο (και βέτο), ενώ στο εσωτερικό από τη μια δημιουργεί θόρυβο για τη στρατιωτική ετοιμότητα της χώρας και από την άλλη επιδίδεται σε γελοίες δηλώσεις για τους ανέμους ή το θόρυβο των πλοίων… Πουλάει πατριωτισμό και εθνική υπερηφάνεια μόνο για εσωτερική κατανάλωση, ενώ προς το εξωτερικό επιδεικνύει το διαχρονικό ραγιάδικο χαρακτήρα της. Ο διαχωρισμός και με τις δύο αυτές όψεις του ίδιου νομίσματος (πατριδοκαπηλεία εντός – ραγιαδισμός εκτός) είναι βασικό αφετηριακό σημείο για κάθε προοδευτική και πραγματικά πατριωτική δύναμη.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με αυτή της τη στάση, όχι μόνο ναρκοθετεί την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, αλλά κάνει δυσκολότερη τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή. Η πολιτική του κατευνασμού ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι δεν οδηγεί στην ειρήνη αλλά στον πόλεμο. Τα θερμά επεισόδια δεν απομακρύνονται από τα ρεσιτάλ παθητικότητας ούτε από τις ικεσίες προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Η Τουρκία, κατά τη συνήθη της πρακτική δοκιμάζει βήμα το βήμα τα όρια ανοχής της ελληνικής άρχουσας τάξης. Στόχος δεν είναι οι έρευνες αυτές καθαυτές αλλά η σταδιακή κατοχύρωση των απαιτήσεών της. Τελικός σταθμός είναι η συνδιαχείριση όλων των θαλάσσιων περιοχών σε Ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο κερδίζοντας όμως λεόντειο μερτικό που να αντιστοιχεί στο αυξημένο γεωπολιτικό μέγεθός της έναντι της αποδυναμωμένης Ελλάδας και της μικρής Κύπρου. Για αυτό το λόγο και είναι αφέλεια η προσδοκία ότι η ειρήνη διασφαλίζεται με μια μικρή υποχώρηση. Οι διεκδικήσεις θα επανέρχονται και θα κλιμακώνονται από μια ανεξάρτητη, ενιαία και με στρατηγική τουρκική πολιτική που επιδιώκει να γίνει ρυθμιστής στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, και όχι μόνο.

Στην Ελλάδα, η υπεράσπιση της ειρήνης, της εθνικής κυριαρχίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων του λαού αναζητά εκφραστή. Η άρχουσα τάξη σε όλες τις εκδοχές της δίνει γη και ύδωρ στον ιμπεριαλισμό και καταλήγει, με τον χυδαίο πραγματισμό του ακόμα πιο αποδυναμωμένου Ραγιά, στην αποδοχή των γκρίζων κυριαρχικών δικαιωμάτων και της συγκυριαρχίας με μειωμένο ρόλο και λόγο. Μοναδικός υπερασπιστής της εθνικής κυριαρχίας αναδεικνύεται ο λαός, μοναδικός δρόμος ο διεθνισμός απέναντι στον ιμπεριαλισμό αλλά και απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. Στο βαθμό που καθυστερεί μία ραγδαία και ριζοσπαστική μεταμόρφωση της Ελλάδας σε μία ανεξάρτητη και δημοκρατική χώρα, η εσωτερική σήψη θα τροφοδοτεί και την εξωτερική υποταγή.

Ο ραγιάς θέλει τον Σουλτάνο του

Θα μπορούσαμε να περιγελούμε όλη μέρα την αστική μας τάξη για την τεράστια διάσταση ανάμεσα στις διακυρήξεις και την πρακτική εφαρμογή των. Για την γραφικότητα και την αστειότητα των επιχειρημάτων ή των σχεδιασμών της. Κυρίως, για την ανικανότητα της να διαχειριστεί την οποιαδήποτε κρίση. Θα μπορούσαμε, αν η οποιαδήποτε κρίση και αποτυχία της δεν πέρναγε πάνω από το σώμα του λαού και της εργατικής τάξης της χώρας και της ευρύτερης περιοχής.

Ο εθνικισμός της ελληνικής άρχουσας τάξης, αυτού του κρατικοδίαιτου εσμού επιχειρηματιών και του φαιδρού πολιτικού προσωπικού που διαχειρίζεται την εξουσία της, εκφράζει απόλυτα την αμαρτωλή συγκρότηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Ένας εθνικισμός ραγιάδικος, που συνεχώς μικρομεγαλίζει, στενά εξαρτημένος από τις ξένες πλάτες που τον ανέθρεψαν με στοργή στα πατρικά τους γόνατα. Αυτή, άλλωστε, η αρρωστημένη σχέση εξάρτησης έχει διαμορφώσει ένα ορισμένο κόμπλεξ για κάθε είδους πατρώνα: μόλις κάποιος λίγο μεγαλύτερος εμφανίζεται στο προσκήνιο, η αυθόρμητη τάση αυτού του λιγδιάρικου, ρευστού χυλού είναι η προσκόλληση, ο παρασιτισμός, η υποταγή.

Αυτό που δηλαδή ονομάζεται ραγιαδισμός, εξέφραζε μία γενική εσωτερική τάση ενός σχηματισμού, που απαιτεί και παράγει συνεχώς το αντίθετο του: τους πάσης φύσεως Σουλτάνους, που θα κρατήσουν τους προεστούς και δημογέροντες του στην σχετικά προνομιούχα θέση τους. Κανένας νέο-οθωμανισμός δεν θα είχε στεριώσει και δεν θα αποτελούσε σήμερα εως και κρυφό πόθο ορισμένων στοιχείων της ελληνικής πραγματικότητας, εντελώς αποξενωμένων από τον τόπο και με μόνη σκέψη την προσκόλληση σε νέους πατρώνες, αν δεν είχε ως εσωτερική αναγκαιότητα ύπαρξης τον ραγιαδισμό.

Και αν καταλήγουμε να μιλάμε με εντελώς «οθωμανική» ιστορική φρασεολογία, αυτό απλώς φανερώνει την διάθεση να είμαστε στο πνεύμα και το κλίμα των ημερών. Ωστόσο, οι αλλαγές που συντελούνται στην ευρύτερη περιοχή είναι ιστορικές, φανερώνουν ανατροπές στο μοίρασμα της γεωπολιτικής πίτας, που καταρχήν δεν θα άφηνε ανεπηρέαστους τους αιώνιους πελάτες των ιμπεριαλιστών και των τοποτηρητών τους.

Ο Ερντογάν ολοκληρώνει την διεθνή αφήγηση του: «ο ιμπεριαλισμός μοίρασε την Μ. Ανατολή στα συντρίμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η μοιρασιά αυτή άφησε μόνο καταστροφή, φτώχεια και πολέμους στις χώρες αυτές. Σήμερα, κανείς εγγυητής σταθερότητας στην περιοχή δεν υφίσταται, με σοβαρή αυτόνομη οικονομική δυναμική και γεωπολιτική και στρατιωτική επάρκεια. Η Τουρκία μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο ενός ανανεωμένου παίχτη στην αιώνια πληγή της Ανατολικής Μεσογείου, παράγοντας σταθερότητας».

Αυτές οι διακηρύξεις οδηγούν σε αποτελέσματα: Προσεταιρίστηκε τις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης. Είναι δίπλα στον τσακισμένο Λίβανο. Έβαλε πόδι στην Συρία, εισβάλλει στο Ιράκ, καθορίζει εξελίξεις στην Λιβύη, αποκτά στενότερη επαφή με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων, μοιράζει την θάλασσα της Κύπρου. Τέλος, μοιράζεται το τελικό του αγκάθι, το Αιγαίο Πέλαγος, ως τρανταχτή και συμβολική κίνηση εισόδου στην θαλάσσια ζωή της Ανατολικής Μεσογείου.

Η Τουρκική άρχουσα τάξη είχε την δυναμική και τα αντανακλαστικά να μπορεί να διαχειρίζεται ακόμα και τις αναποδιές: η σταδιακή απομάκρυνση του σεναρίου εισόδου στην ΕΕ οδήγησε σε ισχυρά ανταποδοτικά οφέλη με αφορμή το προσφυγικό. Από μακάριοι φίλοι των ΗΠΑ και έτοιμοι για στρατιωτική σύρραξη με την Ρωσία, περνάνε αστραπιαία στο ακριβώς απέναντι στρατόπεδο, της προσέγγισης της Ρωσίας στο ζήτημα της Συρίας, που ασχέτως αν δικαίωσε όλους τους στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, καθιέρωσε με στόμφο την Τουρκία ως περιφερειακό διαχειριστή των ζητημάτων της Μ. Ανατολής, ενώ σχετικοποίησε και την μέχρι τότε εικόνα του καλού παιδιού. Το ίδιο συμβαίνει και με την τουρκική παρουσία στην Λιβύη, ασχέτως αν τελικά ο Χαφτάρ με τα στρατεύματα του επικρατήσει στην αντιπαράθεση.

Και αν στο επίπεδο της εξωτερικής της ώθησης, η τουρκική άρχουσα τάξη εμφανίζεται πολυσχιδής, δυναμική, γεμάτη ισχύ και αυτοπεποίθηση, στο εσωτερικό της χώρας η κατάσταση εμφανίζει ρωγμές, που, όμως, συνεχώς συγκρατούνται από την τολμηρή εξωτερική πολιτική του. Σαφές είναι, ότι ο εθνικισμός παράγει αποτελέσματα, η επέκταση των μονοπωλίων παράγει ελπίδες «εθνικής μοιρασιάς». Το εσωτερικό αγκάθι, δε, των καταπιεσμένων εθνοτήτων, ήτοι βασικά των Κούρδων, και των δημοκρατικών δικαιωμάτων (με τις σκληρές διώξεις αριστερών και δημοκρατικών πολιτών) αποτελεί ένα χαρτί, το οποίο δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί έξω από την ένταξη του σε ένα διεθνιστικό πολιτικό πλαίσιο. Η εσωτερική ζωή αυτήν την στιγμή κρατείται σε μία ισορροπία εύθραυστη, σε μία μέθη που παράγουν οι αφηγήσεις της εξωτερικής πολιτικής.

Η υπερβολική, βέβαια, εξάρτηση της κατά τα άλλα διαρραγείσας εσωτερικής πολιτικής ζωής της Τουρκίας από τις επιτυχίες ή «επιτυχίες» της εξωτερικής πολιτικής του καθεστώτος, υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο πως η οποιοδήποτε καθυστέρηση αυτής της περιφερειακής αναβάθμισης της Τουρκίας μπορεί να δημιουργήσει εσωτερικές δυναμικές, οι οποίες τελικά θα εξαφανίσουν αυτήν την δυναμική. Αν, άλλωστε, και η ίδια η τουρκική ηγεσία έχει την ελάχιστη αυτοεπίγνωση, οι σταθμίσεις κόστους-οφέλους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ορισμένη αποκλιμάκωση, αν το κάθε βήμα είχε και ένα ορισμένο τίμημα και δεν άξιζε το ρίσκο. Αλλά αυτή η διαπίστωση ενέχει τεράστιο άχθος, σε αυτόν που τίμια θέλει να σταθεί ενώπιον της, ωστόσο, εντελώς διαλεκτικά, και εδώ η ισχύς του φαινομένου αποτελεί την βαθύτερη, τελικά, αδυναμία του. Μία χώρα που θα είχε μπροστά της το ερώτημα της ανεξαρτησίας και της ειρήνης, μοναδική οδό για την συγκεκριμένη αποκλιμάκωση θα είχε την προβολή ορισμένου μεγέθους ισχύος αποτροπής, με αυτές τις επισημάνσεις κατά νου. Αλλά τα θέματα δεν είναι τεχνικά: όλα αυτά είναι γνωστά. Το θέμα είναι η πολιτική βούληση.

Ο Ερντογάν και η πολιτική του είναι απλώς ένα ακόμα επεισόδιο, που υπογραμμίζει την αδυναμία της ελληνικής άρχουσας τάξης να χειριστεί τις υποθέσεις του λαού. Στην θέση του στην εξίσωση θα μπορούσε να μπει η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, η διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού, η διαμόρφωση μίας χώρας εξαρτημένης από την υπερ-τουρισμό κ.ο.κ. Η ισχύς και η δυναμική του Ερντογάν έρχεται να εμπεδώσει στον ελληνικό λαό μίας ακόμα μορφής ανημπόρια, όμοια με αυτήν που υφίσταται σε κάθε μορφής κρίση.

Πλέον, στο τραγικό σημείο στο οποίο έχει περιέλθει η ελληνική αστική τάξη, η γελοιοποίηση της ολοκληρώνει την τραγωδία, όσο προσπαθεί «να κάνει ό,τι πρέπει να κάνει, για να μην κάνει ό,τι πρέπει να κάνει»… Κυνηγάει τάχα το Oruc Reis κάνοντας φασαρία, ενώ το μήνυμα της περιορισμένης κυριαρχίας, που είναι ο βασικός στόχος της κίνησης Ερντογάν, έχει επιτευχθεί. Γελοιοποιήθηκε και η δήθεν ξαφνική και απρόσμενη κίνηση του ορισμού ΑΟΖ με Αιγύπτου τόσο ταχύτατα, που είναι φανερό ότι απλώς σερνόταν πίσω από τις προηγούμενες τουρκικές κινήσεις (τουρκολιβυκό μνημόνιο). Τώρα, καλεί σε έκτακτο συμβούλιο της ΕΕ και παρέμβαση των ΗΠΑ: όλων εκείνων, οι οποίοι θεωρούν την Ελλάδα δεδομένη και ανήμπορη και την Τουρκία μήλο της διεθνούς διπλωματικής έριδος.

Αναμενόμενοι από εχθρούς και «φίλους», ας δούμε και οι ίδιοι το αναμενόμενο τέλος με τα μάτια μας: ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων, που σε κάθε περίπτωση το στατους κβο θα ανατραπεί. Εκχώρηση κυριαρχίας και συνδιαχείριση, την οποία προωθεί το ίδιο το επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας και ίσως και κάποιοι να την καλοβλέπουν, είτε για να μην χαλάσουν σχέσεις με τις ΗΠΑ, είτε γιατί ακόμα και μία νεοθωμανική Τουρκία φαντάζει ένα ενδιαφέρον σώμα προς προσκόλληση.

Η ανάδυση του Σουλτάνου λυρικά φαίνεται να αποτελεί την πλήρωση ενός απαισιόδοξου πεπρωμένου του ελληνικού ραγιαδισμού, που είναι πολύ πιο βαθύ απο τον Ερντογάν: είναι η αναζήτηση του καλύτερου πατρώνα, για να παρατήσουμε τα κλειδιά διαχείρισης μίας χώρας, την οποία ξεζουμίσαμε, ξεπαστρέψαμε παραγωγικά, και τελικά δεν έχουμε άλλως να αντλήσουμε από αυτήν, πέρα από την εκχώρηση της. Ο λαός και η εργατική τάξη είναι απλώς παρακολούθημα στη δοσοληψία, πάντα σε χειρότερο συσχετισμό, πάντα με μειωμένες ικανότητες ενός ανεξάρτητου ορίζεσθαι.

Στον βαθμό που δεν συντελείται μία βίαιη και ραγδαία ανατροπή του τρόπου ύπαρξης της χώρας σερβιτόρου των Ευρωπαίων και καρπαζοεισπράκτορα του ΝΑΤΟ, η δορυφοριοποίηση της Ελλάδας στον επόμενο ισχυρό παίκτη θα αποτελεί απλά ολοκλήρωση της εξέλιξης της άρχουσας τάξης της χώρας, με ολέθριες συνέπειες κυρίως για τον λαό της, τα δημοκρατικά δικαιώματα του, την ήδη τσακισμένη και διαλυμένη έννοια της εθνικής κυριαρχίας. Και ακόμα και οι πιο «τεχνικού χαρακτήρα» επισημάνσεις περί ενός σχεδίου αμυντικής αποτροπής, ανεξάρτητης εθνικής οικονομικής ζωής, διεθνούς περιφερειακού ρόλου και πρωτοβουλιών για την ειρήνη στην περιοχή, ασταμάτητη στηλίτευση της δικτατορίας του Ερντογάν, αταλάντευτη πρωτοβουλία και θάρρος στην άμεση υπεράσπιση της κυριαρχίας σε κάθε στιγμή αμφισβήτησης της, συμπλέκονται αναμφίβολα με αυτά τα ερωτήματα προσανατολισμού. Μοναδική πυξίδα αποτελεί εκείνος ο παράγοντας στην εξίσωση που μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα: οι λαοί, η ανάγκη τους για ειρηνική ζωή, η πάλη τους για καλύτερη διαβίωση. Ο ρόλος των αντι-ιμπεριαλιστικών και αντι-πολεμικών δημοκρατικών κινημάτων καθίσταται κεντρικός, και ο ρόλος του λαού και της εργατικής τάξης συνεχίζει να αποτελεί το κλειδί στην λύση της εξίσωσης. Το άμεσο ξεκαθάρισμα της πολεμικής απέναντι στην αποσταθεροποιητική πολιτική του Ερντογάν, η πολιτική υπέρ της ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας, η πάλη ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιρροή στην ευρύτερη περιοχή, μπορεί να αποτελεί τον μίτο της Αριάδνης.

Όχι στην πολεμική απειλή – Ειρήνη στην Ανατολική Μεσόγειο

ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ!

Η υπεράσπιση της ειρήνης και των συνόρων, στην Ελλάδα και την περιοχή, δεν συμβιβάζεται με την πρόσδεση σε ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ

Το «Μνημόνιο» Τουρκίας – Λιβύης αποτελεί επιθετική κίνηση της κυβέρνησης Ερντογάν ενάντια στον ελληνικό λαό, αλλά και στους λαούς συνολικά της περιοχής, για τα συμφέροντα της τουρκικής άρχουσας τάξης. Κλιμακώνει τους αστικούς και ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην Αν. Μεσόγειο και ταυτόχρονα, φέρνει πιο κοντά την απειλή στρατιωτικών επεισοδίων με κίνδυνο γενικότερης πολεμικής ανάφλεξης.

Ο κίνδυνος για την ειρήνη στην περιοχή είναι υπαρκτός και σοβαρός. Μετά τη δομική κρίση του καπιταλισμού το 2008 – 09 και σε μια εποχή παροξυσμού των αστικών και ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, δεν επιτρέπονται αυταπάτες ότι μπορούν να ελεγχθούν τυχόν πολεμικά «επεισόδια», όπως στο παρελθόν. Για αυτό απαιτείται ενεργό και μαζικό αντιπολεμικό μέτωπο για την προάσπιση της ειρήνης και της φιλίας από τους εργαζόμενους και τους λαούς, ειδικά της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Κύπρου.

Η ελληνική άρχουσα τάξη, με τις «πλάτες» των ΗΠΑ και την ενεργό συμμετοχή στον επιθετικό ιμπεριαλιστικό άξονα με τα αντιδραστικά καθεστώτα του Ισραήλ και της Αιγύπτου, επιδιώκει να επωφεληθεί από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, παραχωρώντας τη μερίδα του λέοντος στις ξένες πολυεθνικές με την αποδοχή της αμερικανικής επικυριαρχίας στην ανατολική Μεσόγειο. Η ελληνική αστική τάξη έσπευσε να κλιμακώσει την αντιπαράθεση με την Τουρκία όταν οι αμερικανικές, γαλλικές και ιταλικές πολυεθνικές πετρελαίου ήθελαν να κλείσουν συμφωνίες για την εκμετάλλευση της ΝΑ Μεσογείου. Και τώρα που οι δήθεν σύμμαχοι την «αδειάζουν», βρίσκεται σε αδιέξοδο και κινείται με αυταπάτες για αμερικανική στήριξη και για υπεράσπιση των ανύπαρκτων «ευρωπαϊκών συνόρων» από την ΕΕ.

Η κυβέρνηση της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης, αξιοποιούν την επιθετικότητα του τουρκικού καπιταλισμού και την επικίνδυνη, «αναθεωρητική» εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Ερντογάν, για να καλλιεργήσουν και εμπεδώσουν ένα κλίμα «εθνικής ενότητας», όπως εκφράστηκε από τη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής. Η «εθνική ενότητα» είναι ένα αντιδραστικό πολιτικό σύνθημα απάτης και πατριδοκαπηλείας σε βάρος των συμφερόντων και των αναγκών των εργαζομένων στην Ελλάδα, γιατί εκφράζει την αντιδραστική πολιτική της αστικής τάξης της Ελλάδας και των ιμπεριαλιστικών σχεδίων και συμφερόντων.

Μια εξωτερική πολιτική στηριγμένη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, όχι μόνο δεν μπορεί να εγγυηθεί την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή, αλλά εγκυμονεί συρράξεις και πολέμους. Η «στρατηγική συμμαχία» με τις ΗΠΑ δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε τα δικαιώματα του ελληνικού λαού, όπως έδειξε η πικρή πείρα «ξεπουλήματος» της Κύπρου το 1974 και πιο πρόσφατα, του κουρδικού λαού. Δεν μπορεί ούτε θέλει να εγγυηθεί την ειρήνη και την ασφάλεια όπως απέδειξε η κρίση των Ιμίων πριν κάποια χρόνια.

Ο ελληνικός λαός δεν μπορεί και δεν πρέπει να δεχτεί τις απειλές πολέμου και τις επιθετικές ενέργειες από την πλευρά της τουρκικής αστικής τάξης. Ταυτόχρονα, όμως, δεν πρέπει να αποδεχτεί ούτε τον καιροσκοπισμό της ελληνικής αστικής τάξης και των εμπόρων όπλων για να προχωρήσουν σε μια νέα κούρσα πολεμικών εξοπλισμών σε βάρος των δαπανών για βασικές κοινωνικές ανάγκες, όπως η υγεία και η παιδεία.

Απαιτείται μια ανεξάρτητη, πολυδιάστατη πολιτική ειρήνης, φιλίας και συνεννόησης με τους λαούς της Τουρκίας, ενάντια στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, ενάντια στους και ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Πολιτική που δεν έχει καμία σχέση, ούτε με την «πολεμοκαπηλία», ούτε με την «ενδοτισμό» σε συμφωνίες κάτω από αμερικανονατοϊκή επικυριαρχία.

Διεκδικούμε:

  • Την ειρήνη, τη φιλία και τη διεθνιστική συνεννόηση μεταξύ των λαών, ειδικά Ελλάδας και Τουρκίας, ενάντια σε κάθε ιμπεριαλιστική επαναχάραξη των συνόρων και στην πολιτική των κυβερνήσεών τους.
  • Αποχώρηση από τον άξονα «3 συν 1» με Ισραήλ και Κύπρο υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ.
  • Καμία εμπλοκή της χώρας στις ιμπεριαλιστικούς και αστικούς ανταγωνισμούς για τη μοιρασιά των σφαιρών επιρροής, αγώνας για έξοδο από ΝΑΤΟ και ΕΕ, έξω οι βάσεις του πολέμου.
  • Απόκρουση των προκλήσεων της τουρκικής κυβέρνησης, καμία πρόκληση από πλευράς της Ελλάδας.
  • Ειρηνική διευθέτηση των διαφορών με βάση το διεθνές δίκαιο και τη φιλική συνεννόηση των λαών Ελλάδας – Τουρκίας.
  • Υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού από τον ίδιο το λαό και σε συμμαχία με τους άλλους λαούς.
  • Ο ορυκτός πλούτος ανήκει στους λαούς – όχι στις εξορύξεις των πολυεθνικών, στη ληστρική εκμετάλλευση και την περιβαλλοντική καταστροφή. Όχι στον πόλεμο για τα κέρδη των πολυεθνικών.

Για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

1. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαχρονικά όπως και η σημερινή όξυνση με αφορμή το «μνημόνιο Τουρκίας Λιβύης» καθορίζονται από την ιμπεριαλιστική εμπλοκή, τον τουρκικό επεκτατισμό και αναθεωρητισμό, τον ελληνικό υποχωρητισμό. Αυτά, στο σύνολό τους, συγκροτούν το πλαίσιο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Η όξυνση στις σχέσεις των δύο χωρών καθορίζεται από αυτό το πλαίσιο και δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο σε σύγκρουση με αυτό.

2. Η ιμπεριαλιστική πολιτική, κυρίαρχα των ΗΠΑ και δευτερευόντως της ΕΕ, χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» ρίχνοντας το βάρος χρησιμοποιώντας πότε τη μία και πότε την άλλη πλευρά. Η κυρίαρχη παρουσία των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αναπαράγει χαμηλής έντασης συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις και επιτρέπει στρατιωτικά επεισόδια με κορυφαίο στο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, την εισβολή, κατοχή και εποικισμό της μισής σχεδόν Κύπρου από την Τουρκία. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός επιδιαιτητεύει, μοιράζει ρόλους, διατηρεί εστίες έντασης, τις ενεργοποιεί κατά περίσταση, υιοθετεί κράτη και καθεστώτα, «συνετίζει» άλλα. Παρά τη σημερινή κρίση ισχύος και προσανατολισμού, οι ΗΠΑ καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, και βεβαίως και στα ελληνοτουρκικά. Υπό τις επιδιώξεις, τα συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστών εξελίσσονται οι κρίσεις, τα επεισόδια, οι εντάσεις και οι συμφωνίες. Δεν είναι τυχαίο ότι η σημερινή όξυνση στο θέμα του καθορισμού των ΑΟΖ γίνεται μετά την ορμητική εισβολή των πολυεθνικών της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο για να εκμεταλλευτούν τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων, αλλά και την αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης για το σχεδιασμό των νέων αγωγών ενέργειας που θα ανεξαρτητοποιήσουν τη ροή ενέργειας στην Ευρώπη από τη ρωσική πολιτική.

3. Η Τουρκία αποτελεί μια αναθεωρητική, επεκτατική δύναμη στην περιοχή, καθώς αμφισβητεί συνθήκες και σύνορα. Κάθε λίγα χρόνια προβάλει νέες απαιτήσεις, επιχειρώντας να αντιστοιχίσει μια ανερχόμενη πληθυσμιακά και γεωπολιτικά Τουρκία στον νέο της ρόλο. Αυτές οι νέες απαιτήσεις ξεκινούν στα όρια ή εκτός του διεθνούς δικαίου, επιβάλλονται όμως στην πράξη, καθώς δεν αναιρούνται, δεν αποσύρονται, δημιουργούν εκ των πραγμάτων νέα δεδομένα. Η Τουρκία θεωρεί ότι μπορεί να παίξει έναν ευρύτερο ρόλο τόσο για τους τουρκογενείς πληθυσμούς εκτός συνόρων, όσο και ευρύτερα για τους μουσουλμάνους. Με κάθε ευκαιρία διατρανώνει την πρόθεσή της να αναθεωρήσει τα καθιερωμένα σύνορα και τις αποδεκτές διευθετήσεις, ενώ δεν έχει πρόβλημα να εισβάλει σε άλλα κράτη (από την Κύπρο το 1974 ως Αττίλας, μέχρι τη Συρία πιο πρόσφατα και πιο εκλεπτυσμένα), υπό τις ευλογίες ή την ανοχή του ιμπεριαλισμού. Τα τελευταία χρόνια η ηγεσία Ερντογάν –χωρίς καμιά αντιπαράθεση από τους κεμαλιστές αλλά και με την αφωνία της τούρκικης αριστεράς– έχει επιταχύνει αυτή την τάση του τουρκικού κατεστημένου, παρά τα εσωτερικά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Η ηγεσία της Τουρκίας με τη θεωρία της γαλάζιας πατρίδας, επιχειρεί να ανακτήσει έναν ευρύτερο «ζωτικό χώρο» και να αναδειχθεί ως η σημαντικότερη περιφερειακή δύναμη. Αυτό το δόγμα επιβάλει διαρκώς νέες προκλήσεις, απαιτήσεις, αναθεωρήσεις και κάνει τις πολιτικές κατευνασμού αναποτελεσματικές και αδιέξοδες.

4. Η Ελλάδα παθητικά αναμένει να ελεηθεί από τις ΗΠΑ και την ΕΕ επειδή παριστάνει την αταλάντευτη δυτικόφιλη δύναμη στην ευρύτερη περιοχή. Ο συγκεκριμένος ρόλος της ελληνικής άρχουσας τάξης δεν είναι συγκυριακός. Προκύπτει διαχρονικά από τον εξαρτημένο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού και οξύνθηκε με τη σχετική υποβάθμισή του την τελευταία δεκαετία. Η παθητική αναμονή του ελληνικού αστισμού να ελεηθεί από τις ΗΠΑ και την ΕΕ στα εθνικά ζητήματα επειδή είναι πειθήνιος στις ιμπεριαλιστικές πολιτικές, έχει ως αποτέλεσμα τη στρατηγική του κατευνασμού, των διαρκών υποχωρήσεων σε διαδοχικές καινούριες απαιτήσεις της Τουρκίας, την επίκληση του διεθνούς δικαίου, τη διπλωματία των ατελέσφορων ψηφισμάτων στους διεθνείς οργανισμούς. Η συμφωνία του Ελσίνκι που πανηγυρίστηκε ως μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης Σημίτη ήταν έκφραση αυτής της στρατηγικής: Ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, έστω και αν τελεί σχεδόν το μισό τμήμα της υπό κατοχή, υποψηφιότητα της Τουρκίας με τις φρούδες ελπίδες να τη «συνετίσει» η ΕΕ, αποδοχή ενός συνόλου «συνοριακών διαφορών» Ελλάδας – Τουρκίας που ολοένα αυξάνονται. Από την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο και μετά, μετράμε την διαφορά για την υφαλοκρηπίδα κατά τη δεκαετία του ’70, την αμφισβήτηση των χωρικών υδάτων κατά τη δεκαετία του ’80, το γκριζάρισμα του Αιγαίου και των βραχονησίδων τη δεκαετία του ’90 και σήμερα την ανακήρυξη τουρκικής ΑΟΖ που περνά πάνω από την Κρήτη. Κάθε φορά οι τουρκικές διεκδικήσεις αυξάνονται και η ελληνική απάντηση είναι οι αφελείς προσδοκίες ότι θα «καθαρίσουν» η ΕΕ ή οι ΗΠΑ, ενώ στην πραγματικότητα γίνεται ντε φάκτο αποδοχή νέων, επιπλέον «συνοριακών διαφορών». Ως κατάληξη της συγκεκριμένης στρατηγικής διαμορφώνεται η προσφυγή στη Χάγη, αλλά πλέον, κάθε νέα δεκαετία, το περιεχόμενο της προσφυγής στα Διεθνή Δικαστήρια δεν είναι μόνο ο ορισμός της υφαλοκρηπίδας (όπως ήταν η αρχική ελληνική θέση), αλλά το σύνολο των τουρκικών αμφισβητήσεων. Και όσο κι αν η Ελλάδα επικαλείται διαρκώς το διεθνές δίκαιο θεωρώντας ότι είναι με το μέρος της, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων δεν είναι ποτέ πλήρης δικαίωση για κάποιον από τους προσφεύγοντες. Η πίτα θα μοιραστεί, τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού απαιτούν συνεκμετάλλευση και η συνεκμετάλλευση σημαίνει συγκυριαρχία. Επειδή το κόστος μιας τέτοιας κατάληξης θα ήταν ακριβό, ο ελληνικός αστισμός συχνά επέλεγε τη στρατηγική της μη λύσης, της διαιώνισης στον χρόνο, της αναβολής, της κληροδότησης των χειρότερων στους επόμενους. Αυτή ήταν και είναι η μόνη αντιπαράθεση ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις και στις κατά καιρούς κυβερνήσεις Σημίτη, Καραμανλή, Παπανδρέου, Σαμαρά, Τσίπρα, Μητσοτάκη. Σε κάθε περίπτωση όμως, το πλαίσιο ήταν και παραμένει κοινά αποδεκτό.

5. Η ανατροπή αυτού του πλαισίου, δηλαδή, και της ιμπεριαλιστικής εμπλοκής, και του τουρκικού αναθεωρητισμού, και της ελληνικής υποχωρητικότητας και ανάθεσης σε ΕΕ και ΗΠΑ, είναι όρος για την ειρηνική, ομαλή, αμοιβαία επωφελή συνύπαρξη των λαών της περιοχής, της Ελλάδας και της Τουρκίας.. Δεν υπάρχει διαφορετικός δρόμος πέρα από την συνολική ανατροπή πολιτικών και γεωστρατηγικών συσχετισμών, που θα ανοίξουν τον δρόμο στην ειρήνη και στη συνεργασία των λαών, χωρίς κινδύνους θερμών επεισοδίων και πολεμικών αναμετρήσεων. Οι επιμέρους «προτάσεις» και στρατηγικές της ελληνικής πολιτικής τάξης, όσο παραμένουν σε αυτό το πλαίσιο και όσο δεν αναμετρώνται με κάθε μία παράμετρό του, θα αποτελούν ανακύκλωση των αδιεξόδων. Ο ελληνικός αστισμός στο σύνολό του, επανέρχεται στην από χρόνια εκφρασμένη λογική της συνεκμετάλλευσης και επομένως της συγκυριαρχίας. Είναι η ιστορική συνέχεια της φράσης «η Κύπρος είναι μακριά» και κάθε φωνής που ισορροπούσε τις εθνικιστικές υστερίες στο εσωτερικό προς όφελος του χυδαίου αστικού πραγματισμού. Η ελληνική άρχουσα τάξη τροφοδότησε συχνά στο παρελθόν εθνικιστικές ρητορείες που όμως ποτέ δεν συγκρότησαν εξωτερική πολιτική και εθνική στρατηγική. Ήταν απλά προς εσωτερική κατανάλωση. Η συμφωνημένη στρατηγική του ελληνικού αστισμού ήταν ο κατευνασμός, η υποχώρηση, η αναμονή από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τις «ισχυρές συμμαχίες» της χώρας. Επιμέρους έκφραση αυτής της καθολικά αποδεκτής αστικής στρατηγικής είναι η εξ αριστερών κοσμοπολίτικη τοποθέτηση ενάντια στους εθνικισμούς εκατέρωθεν του Αιγαίου, που μεταφράζει σε πολιτική στρατηγική τις πατριδοκάπηλες ρητορείες της ελληνικής αστικής τάξης και δεν βλέπει καθόλου τις αναθεωρητικές απαιτήσεις της Άγκυρας. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν υπάρχει απλώς ένας ισοβαρής ανταγωνισμός αστικών τάξεων. Πρώτον, δεν είναι ισοβαρής και δεύτερον –και ίσως σημαντικότερο– δεν έχει απολύτως κανένα νόημα αν αποκοπεί από το ευρύτερο ευρωατλαντικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσονται κρίσεις, εντάσεις και συμφωνίες.

6. Η επαναφορά του ελληνικού αστισμού στη λογική της συνεκμετάλλευσης και συγκυριαρχίας σε όλο το φάσμα των ελληνοτουρκικών διαφορών, έρχεται μετά την κατάρρευση των αφελέστατων προσδοκιών ότι θα είναι συνδαιτημόνας σε ένα πλούσιο τραπέζι κερδών από το οποίο θα έχει αποκλειστεί η Τουρκία. Την τελευταία δεκαετία, η κρίση στα ανατολικά της Τουρκίας (επέμβαση και πόλεμος στη Συρία, Κουρδικό κλπ) και η προσωρινή όξυνση των σχέσεών της με τις ΗΠΑ δημιούργησαν την αυταπάτη και ότι η γειτονική χώρα είναι υπό διάλυση, βρίσκεται στη μέγγενη των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και επομένως η «σοφότερη» επιλογή για την Ελλάδα είναι να προσδεθεί ασφυκτικότερα από ποτέ στον ευρωατλαντικό άξονα. Η ελληνική αστική τάξη στα χρόνια των μνημονίων θεώρησε ότι τόσο η γεωπολιτική θέση της χώρας, όσο και η συγκυρία στην Ανατολική Μεσόγειο, επιβάλει την κατάργηση οποιουδήποτε ίχνους πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Έγινε δόγμα η πρόσδεση της χώρας σε κάθε τριμερή και κάθε άξονα που δουλεύει για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, με την αφελή προσδοκία ότι την ώρα του λογαριασμού, η Ελλάδα θα προσμετρήσει κέρδη. Η υπόθεση ήταν ότι η Τουρκία που όρθωσε το ανάστημά της στις ΗΠΑ και λοξοκοίταξε και προς τη Ρωσία θα πλήρωνε ακριβά, ενώ η Ελλάδα θα ευνοούνταν, τόσο μέσω γεωπολιτικής αναβάθμισης απέναντι στο «κενό» (που νόμιζαν ότι) θα άφηνε η Τουρκία στην περιοχή, όσο και μέσω των πολυπόθητων επενδύσεων για την εκκίνηση της ελληνικής οικονομίας ή ακόμα και με χάρες για τα δάνεια του ΔΝΤ. Οι ευσεβείς πόθοι για μια πληθωρική ελληνική ΑΟΖ που συνορεύει με Κύπρο και Αίγυπτο και αποκλείει την Τουρκία, ήταν απότοκο αυτής της προσδοκίας. Φυσικά αξίζει να σημειωθεί ότι η διαφορά στην πολιτική των δύο χωρών και το γεγονός ότι δεν πρόκειται για ανταγωνισμό δύο ισοβαρών αστικών τάξεων, αποκρυσταλλώνεται και στο γεγονός ότι η ΑΟΖ Ελλάδας – Κύπρου ή και η ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου, δεν ανακηρύχθηκε ποτέ, υπό το φόβο της τουρκικής αντίδρασης. Δεν δημοσιοποιήθηκαν καν συντεταγμένες. Σε αντίθεση με την ΑΟΖ Τουρκίας – Λιβύης η οποία ανακηρύχθηκε και κατατέθηκε στον ΟΗΕ και περνά κυριολεκτικά πάνω από τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη.

7. Η ιστορία εκτυλίχτηκε διαφορετικά από τα αφελή σχήματα μιας εξαρτημένης από τον ιμπεριαλισμό αστικής τάξης. Οι ΗΠΑ βγήκαν σχετικά αποδυναμωμένες από την εμπλοκή τους στη Συρία, έχοντας ισχυρά εσωτερικά προβλήματα στο σύστημα εξουσίας τους. Η Τουρκία στην κρίση της Συρίας έπαιξε σε πολλά ταμπλό, δεν θεωρήθηκε «δεδομένη» και «βολική», φτάνοντας συχνά σε οριακό σημείο με τις ΗΠΑ και την ιδιότυπη ηγεσία τους. Η Ελλάδα από την άλλη, κατέληξε να έχει διαρρήξει δεσμούς και σχέσεις με οποιονδήποτε στην περιοχή δεν είναι πιστός υποτελής στους Αμερικανούς. Η ολοσχερής, τυφλή, μονομερής πρόσδεση στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ δεν άφησε και δεν αφήνει κανένα περιθώριο πολυδιάστατης και ανεξάρτητης πολιτικής σε όφελος της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Σε αντίθεση με τη γειτονική χώρα που τελικά αντάλλαξε ακριβά την (σίγουρη) παραμονή της στο νατοϊκό στρατόπεδο με πλήθος διεκδικήσεων σε όλες τις κατευθύνσεις, η Ελλάδα θεωρείται (και είναι) απολύτως δεδομένη, πάντα υπάκουη, πάντα ασφυκτικά δεμένη στον ευρωατλαντικό άξονα, χωρίς καν υποψία διαφωνίας ή διαμαρτυρίας σε όφελος των δικών της κυριαρχικών δικαιωμάτων. Στην πολιτική αυτή της ελληνικής άρχουσας τάξης, ομονόησαν όλες οι κυβερνήσεις των μνημονίων με εξέχουσα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και Α. Τσίπρα που έκανε την Ελλάδα περισσότερο από ποτέ πειθήνιο όργανο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Από τη Συμφωνία των Πρεσπών, μέχρι το κάλεσμα να γεμίσει η Ελλάδα αμερικανικές βάσεις, η ελληνική αστική πολιτική, και με αυτήν, και με την προηγούμενη κυβέρνηση, είναι μονοσήμαντα, τυφλά και άκριτα προσκολλημένη στην εξυπηρέτηση των ευρωατλαντικών συμφερόντων. Η σημερινή κατάληξη με την συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης, οι πανικόβλητες αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης, η προσφυγή στην ΕΕ ως βρεγμένη γάτα, οι επικλήσεις στο διεθνές δίκαιο και η ολική επαναφορά της γραμμής Σημίτη – Μπακογιάννη για συνεκμετάλλευση και συγκυριαρχία, με συνεπικουρία του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύει απλώς ότι το να γίνεις Χατζηαβάτης του ιμπεριαλισμού δεν διασφαλίζει τίποτα πέρα από τον αυτοεξευτελισμό σου.

8. Επί της ουσίας, η ανακήρυξη ΑΟΖ εκ μέρους της Τουρκίας και της Λιβύης που αγνοεί όχι απλά το Καστελόριζο, αλλά την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, είναι πράξη επιθετική και επεκτατική, υπονομευτική κάθε απόπειρας ομαλής και ειρηνικής εξέλιξης. Από την άλλη, είναι προφανές ότι η ελληνική πρόθεση αναγνώρισης πλήρους επήρειας του Καστελόριζου στη διαμόρφωση των ΑΟΖ καθώς και ο περιορισμός της Τουρκίας, ήταν ανεδαφικές ονειρώξεις που δεν θα έστεκαν στα διεθνή δικαστήρια. Η διαχείριση που επιλέγει σήμερα η ελληνική αστική τάξη ενόψει των τουρκικών απαιτήσεων, είναι να επισείσει τον φόβο του πολέμου, των θερμών επεισοδίων και της στρατιωτικής εμπλοκής για να προχωρήσει κατά δόσεις σε «συνεκμετάλλευση» του Αιγαίου. Η ζύμωση, οι διεργασίες, η προετοιμασία της κοινής γνώμης, η επανεμφάνιση Σημίτη, η συναίνεση που διαμορφώνεται ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις, δείχνουν «Χάγη» και επομένως μοίρασμα και συγκυριαρχία. Είτε με προηγούμενη επανέναρξη συνομιλιών, είτε με απευθείας προσφυγή, είτε με εκ των προτέρων αναγνώριση ζωτικών συμφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο, είτε με αποδοχή των αποφάσεων του διεθνούς δικαστηρίου, η κοινή συνισταμένη του αστικού πολιτικού συστήματος είναι η συγκυριαρχία και η συνεκμετάλλευση υπό την επιστασία (και κερδοφορία) των αμερικανικών και ευρωπαϊκών πολυεθνικών. Το πρόβλημα σε αυτή τη στρατηγική είναι ότι η συγκυριαρχία, πέρα από τα προφανή προβλήματα, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου και τροφοδοτεί την όρεξη για μια ευρύτερη ρευστοποίηση και διαδοχικές αναθεωρήσεις. Τα σύνορα, η εθνική ακεραιότητα, τα κυριαρχικά δικαιώματα δεν είναι ιδεολογική κατασκευή. Αποτελούν ιστορική δημιουργία. Ορίζουν συσχετισμούς, διαμορφώνουν πραγματικότητες, παράγουν υλικά αποτελέσματα. Το να παριστάνει κανείς τη στρουθοκάμηλο λέγοντας ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν είναι λύση. Δεν είναι λύση επίσης η προσφυγή σε πολεμοκάπηλες και επικίνδυνες για τους λαούς και τη νεολαία πολιτικές. Ενίοτε οι οξύνσεις οδηγούν σε πολεμικά επεισόδια και μάλιστα ακριβά σε φόρο αίματος. Δεν είναι λύση τέλος, η υπέρβαση των διλημμάτων από περιβαλλοντική και ενεργειακά εναλλακτική σκοπιά, καθώς –αν και το ζήτημα των περιβαλλοντικών κινδύνων είναι σημαντικότατο– οι ελληνοτουρκικές σχέσεις οξύνονται με αφορμή και όχι μοναδική αιτία την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Η γραμμή της μη εκμετάλλευσης μετατοπίζει απλώς την καυτή πατάτα, παρόλο που σήμερα, υπό αυτούς τους συσχετισμούς, κανείς λαός της περιοχής δεν έχει συμφέρον από το να μετατραπεί η Ανατολική Μεσόγειος σε πεδίο εξορύξεων.

9. Το συμφέρον του ελληνικού λαού και των λαών της περιοχής, άρα και το καθήκον της Αριστεράς, είναι να αποτραπεί κάθε πολεμική περιπέτεια και στρατιωτική εμπλοκή, να μην ρευστοποιηθεί η εθνική κυριαρχία, να μην επιτραπεί η αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, να μην δικαιωθεί ο αναθεωρητισμός, να μην τροφοδοτηθούν νέες διεκδικήσεις και επιθετικές ενέργειες, να μην βαθύνει η ιμπεριαλιστική κυριαρχία και εκμετάλλευση. Η παραπάνω εξίσωση όμως δεν έχει λύση στο παρόν πλαίσιο. Το πλαίσιο που ορίζεται από την ιμπεριαλιστική εμπλοκή, τον αναθεωρητισμό σε σύνορα και κυριαρχικά δικαιώματα, την υποτέλεια στις ΗΠΑ και την ΕΕ, δεν επιτρέπει τη μόνιμη, ομαλή και ειρηνική λύση του προβλήματος. Η έξοδος από αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο είναι η μοναδική λύση. Απαιτεί όμως κοινωνικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς, φιλολαϊκές ανατροπές, αντιμπεριαλιστικό και διεθνιστικό αγώνα. Πράγματα δηλαδή που προκαλούν αναφυλαξία στην αστική πολιτική τάξη. Και κατευθύνσεις που οφείλουν να συγκροτήσουν μια αδύναμη σήμερα, αναξιόπιστη και σε σύγχυση (και για αυτό το θέμα) Αριστερά. Δεν γίνεται η Ελλάδα να είναι ο πρόθυμος αυτόχειρας με συμφωνίες για πλεονάσματα και λιτότητα για 40 χρόνια, για τα συμφέροντα των δανειστών. Να είναι πρόθυμη αποθήκη ψυχών της Ευρώπης στη διαχείριση του μεταναστευτικού, ο διαμεσολαβητής για την ένταξη των δυτικών Βαλκανίων στο ΝΑΤΟ, ο καλύτερος πελάτης των εμπόρων όπλων των ευρωατλαντικών συμφερόντων. Και ενώ είναι όλα αυτά, Μέρκελ, Πάιατ και λοιποί «σύμμαχοι» δηλώνουν “no comment” στο πρόσφατο μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης. Ποια μεγαλύτερη απόδειξη ότι η εμμονή στον ευρωατλαντισμό συσσωρεύει νέα αδιέξοδα; Το λαϊκό κίνημα πρέπει να απαιτήσει «να σταματήσουμε να είμαστε το οικόπεδο ΗΠΑ-ΕΕ», «κυρίαρχη πολιτική – βέτο σε όργανα ΕΕ και ΝΑΤΟ», «καμία αναμονή από τους ψεύτικούς φίλους μας», «καμία εμπιστοσύνη στις πολυεθνικές εξορύξεων και στους ιμπερια-ληστές – έξω τώρα από τις ελληνικές θάλασσες»», «καταγγελία του μνημονίου Τουρκίας-Λιβύης», «εφαρμογή δικαιώματος για ανακήρυξη ΑΟΖ, με βάση το διεθνές δίκαιο».

Χωρίς κόμματα, μέτωπα και κινήματα αντιιμπεριαλιστικά και υπέρ της φιλίας των λαών και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, δεν μπορεί να υπάρξει και να κυριαρχήσει μια ανεξάρτητη πολυδιαστατη και φιλειρηνική πολιτική.

Και έχει αποδειχθεί στην ιστορία του 20ου αιώνα ότι τέτοια κινήματα μπορούν να οργανωθούν μόνο από το κίνημα που αμφισβητεί το σύστημα στο σύνολό του, αναγνωρίζει τον ιμπεριαλισμό ως τον βασικό εχθρό των λαών, κάνει συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης γύρω από τα εθνικά ζητήματα

Πέντε συμπεράσματα από το ντηλ Τραμπ – Ερντογάν σε βάρος των Κούρδων

1. Ανεξάρτητα από την έκταση, το βάθος και την επιτυχία (ή όχι) που θα έχουν οι τουρκικές επιχειρήσεις, είναι φανερό ότι οι ΗΠΑ δεν διστάζουν να θυσιάσουν στον πάγκο του χασάπη τις κουρδικές ένοπλες δυνάμεις. Λίγα χρόνια νωρίτερα οι ΗΠΑ είχαν «υιοθετήσει» τους Κούρδους στην απόπειρά τους να διαμελίσουν τη Συρία και να ανατρέψουν τον Άσαντ. Στην πορεία ενσωμάτωσαν ακόμα περισσότερο τους Κούρδους, όταν οι νωρίτερα υιοθετημένοι από το Στέητ Ντιπάρτμεντ τζιχαντιστές ξέφυγαν από τον έλεγχο των ΗΠΑ και με τις θηριωδίες τους έγιναν μαύρο πρόβατο για τη Δύση. Οι ΗΠΑ χρειάζονταν κορμιά στο πεδίο της μάχης και συμμετείχαν στον πόλεμο κυρίως δια μέσου των Κούρδων. Η ανατριχιαστική ευκολία με την οποία οι ΗΠΑ εναλλάσσουν «υιοθετημένες» δυνάμεις, εθνότητες, χώρες, τις οποίες δεν διστάζουν λίγο αργότερα να ξεπουλήσουν, θα όφειλε να προβληματίσει όσους πρόθυμους εντάσσονται στα στρατηγικά σχέδια των ΗΠΑ για την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.

2. Η ένταξη ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, όπως των Κούρδων, στο άρμα των ΗΠΑ, αποτελεί τον βασιλικό δρόμο για τη ματαίωση των στόχων και των ελπίδων του ίδιου του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Ειδικά ένα κίνημα με προοδευτικά, πατριωτικά και αντιμπεριαλιστικά στοιχεία στη σύνθεσή του, δεν έχει τίποτα να περιμένει από αυτοκτονικούς εναγκαλισμούς με τις ΗΠΑ. Ήταν τραγική αυταπάτη ότι θα χρησιμοποιηθεί ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός σε όφελος της κουρδικής υπόθεσης. Ο κυνισμός της υπερδύναμης έχει τόση έκταση και βάθος που θα όφειλε κανείς να βλέπει ότι οι Κούρδοι θα πετάγονταν σαν στυμμένη λεμονόκουπα μετά την οριστική (θετική ή αρνητική) έκβαση της απόπειρας των ΗΠΑ να κατακρεουργήσουν την Συρία για να ξεφορτωθούν ένα από τα τελευταία ενοχλητικά για τη Δύση καθεστώτα. Οι ΗΠΑ αποσύρονται σχετικά ηττημένες από τον συριακό εμφύλιο, καθώς ο βασικός τους στόχος που ήταν η ανατροπή του καθεστώτος δεν επιτυγχάνεται. Πλέον οι Κούρδοι τους είναι άχρηστοι. Για την ακρίβεια ίσως είναι αγκάθι στην επαναπροσέγγιση με τον Ερντογάν. Οι αυταπάτες -δυστυχώς- πληρώνονται ακριβά.

3. Η ρήξη ΗΠΑ – Τουρκίας δεν ήταν ποτέ πλήρης, μόνιμη, στρατηγική και αγεφύρωτη. Η Τουρκία παραμένει η ισχυρότερη δύναμη του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο και αυτόν τον σύμμαχο οι ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ διατεθειμένες να τον χαρίσουν στη Ρωσία. Το γρατζούνισμα της Τουρκίας με τον αναθεωρητισμό για τα εξ ανατολών σύνορα (στρατηγική του αμερικανικού σχεδιασμού για τη ρευστοποίηση Συρίας και Ιράκ), ποτέ δεν κατέληγε στην πλήρη ρήξη. Το καθεστώς Ερντογάν προφανώς δεν αποτελεί την καλύτερη εκδοχή για τις ΗΠΑ. Θα ήθελαν μια άλλη ηγεσία, πιο ανεκτική στις απαιτήσεις τους. Αλλά από αυτό το σημείο, μέχρι τη διάρρηξη των σχέσεων με την Τουρκία, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Και πάντως η διαλυμένη, απειλούμενη, συρρικνούμενη και τσακισμένη από τις ΗΠΑ Τουρκία, δεν υπάρχει παρά μόνο στις ηλιθιώδεις εκτιμήσεις των Ελλήνων τουρκολόγων και διεθνολόγων. Οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω, διαψεύστηκαν παταγωδώς, αλλά θα συνεχίσουν να εκστομίζονται, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.

4. Τι λέει ο μύθος για την Ελλάδα; Από την αραβική άνοιξη και μετά, στην αρχή δειλά, στην πορεία φανερά και κορδωμένα, κυριάρχησε στην αστική πολιτική η γραμμή πλήρους και οργανικής ένταξης στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αιγύπτου, προσδοκώντας οφέλη από την αμερικανική δυσαρέσκεια προς τον Ερντογάν. Τη γραμμή αυτή την εξέφρασε πιο ανοικτά ο ΣΥΡΙΖΑ με αρχιτέκτονα τον Κοτζιά. Άλλωστε επί των ημερών του Α. Τσίπρα στην πρωθυπουργία η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας έγραψε νέες και εντυπωσιακότερες από ποτέ σελίδες εξάρτησης, υποτέλειας, εκτέλεσης επιθυμιών, προώθησης υπερατλαντικών σχεδιασμών, παραγγελιοδόχων. Η παλαιστινιακή μαντίλα στους τέως αριστερούς αντικαταστάθηκε από ειδικές, προνομιακές σχέσεις με τις ΗΠΑ, τέτοιες που έκαναν την παραδοσιακή αμερικανόφιλη δεξιά της ΝΔ να αφρίζει από το κακό της. Μακεδονικό, Κυπριακό, Ελληνοτουρκικά, ΑΟΖ, μπήκαν όλα στην προκρούστεια κλίνη των αμερικανικών σχεδιασμών. Ντύθηκαν με σάλτσα μεταμοντέρνας, κοσμοπολίτικης και αντιεθνικιστικής ρητορείας και έδειξαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί, όχι μόνο στο οικονομικό – κοινωνικό πεδίο αλλά και σε αυτό της εξωτερικής πολιτικής να εκφράσει εξαιρετικά την αστική πολιτική. Η τελευταία συνοψίστηκε στο φοβερό δόγμα ότι αφού μας έχει περιορίσει η δημοσιονομική λιτότητα, θα βγάλουμε τα σπασμένα από «ρεγάλα» που έχουμε λαμβάνειν από τη Δύση αφού θα προσδεθούμε μέχρις ασφυξίας στους σχεδιασμούς της. Η πολιτική αυτή συνεχίζεται με συνέπεια από τη ΝΔ. Παρά τα φραστικά πυροτεχνήματα που ανταλλάσσει η νυν με την πρώην κυβέρνηση, το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής (και όχι μόνο αυτό), είναι πεδίο απόλυτης συνέχειας, σύμπνοιας σύμπτωσης πολιτικών. Ο Μητσοτάκης σε εντελώς αλφαδιασμένη πορεία με τον προκάτοχό του βαθαίνει την πρόσδεση της χώρας με τα αντιδραστικά καθεστώτα Ισραήλ και Αιγύπτου και προσδοκά ότι το ενεργειακό πάρτυ των πολυεθνικών με τις εξορύξεις και τους υδρογονάνθρακες θα αφήσει αρκετά ψίχουλα για το γεύμα των ιθαγενών.

5. Το δόγμα μιας στριμωγμένης από τις ΗΠΑ Τουρκίας η οποία είναι σε πολύ δυσμενή θέση και περίπου στα πρόθυρα της διάλυσής της και μιας Ελλάδας που πρέπει να γίνει ο στενότερος κολαούζος των ΗΠΑ για να ωφεληθεί από τη συγκυρία, αποδείχτηκε παραμύθι της Χαλιμάς. Η εξωτερική πολιτική μιας ανεξάρτητης και κυρίαρχης χώρας δεν στήνεται πάνω σε συγκυριακές, τυχοδιωκτικές προσχωρήσεις σε ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Αυτή την πικρή αλήθεια τη δοκιμάζουν σήμερα οι Κούρδοι, αλλά η καμπάνα χτυπά και για την Ελλάδα. Η εξωτερική πολιτική οφείλει να είναι πολυδιάστατη, ανεξάρτητη, να στηρίζεται στη μόνιμη στρατηγική της ειρήνης, της δημοκρατίας, της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, της φιλίας και της συνεργασίας των λαών. Ξεχασμένες αρχές και ξεπερασμένες αντιλήψεις για τους κυνικούς απολογητές της συμμαχίας της Ελλάδας με τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις της περιοχής και τον νούμερο ένα τρομοκράτη του πλανήτη.


Το σκίτσο είναι του Γιάννη Δερμεντζόγλου από το tvxs.

Περισσότερες βάσεις του ΝΑΤΟ στην Ελλάδα ζητά ο Καμμένος από τον Ματίς

Τώρα το ΝΑΤΟ και στην πόλη σας!

«Είναι σημαντικό για την Ελλάδα, οι ΗΠΑ να αναπτύξουν στρατιωτικές δυνάμεις στη χώρα σε μία πιο μόνιμη βάση όχι μόνο στον Κόλπο της Σούδας, αλλά επίσης στον Βόλο, στη Λάρισα και στην Αλεξανδρούπολη». Όσο και αν κανείς δυσκολεύεται να πάρει στα σοβαρά τα λεγόμενα του υπουργού, οι δηλώσεις του προς τον Αμερικανό ομόλογό του κρύβουν μια διπλή επιθυμία.

Από την μία, τη μεγάλη επιθυμία του ελληνικού αστισμού για την βαθύτερη πρόσδεση στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Καμμένος σε κάποιο σημείο τονίζει ότι δεν θέλουμε οι ΗΠΑ να είναι απλά ένας στενός σύμμαχος, αλλά ο μόνος. Να είναι η Ελλάδα μια σταθερή χώρα σε ένα ασταθές περιβάλλον της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων, ένας μόνιμος και σταθερός ατζέντης του ΝΑΤΟ.

Από την άλλη, οι ΑΝΕΛ ψάχνουν αγωνιωδώς ένα πολιτικό κενό να πλασαριστούν. Αλήθεια, την παραπάνω επιθυμία για βαθύτερη πρόσδεση στο Αμερικάνικο άρμα, θα μπορούσε να την έχει ικανοποιήσει κανείς καλύτερα από τον ΣΥΡΙΖΑ; Είναι ή όχι ο Τσίπρας και ο Κοτζιάς η πολύ πιο αναβαθμισμένη φιλοαμερικανική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ; Συγκριτικά με τον «Γιωργάκη το αμερικανάκι» ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ είναι ή όχι πολύ περισσότερο χρήσιμος και λειτουργικός για το ΝΑΤΟ και τα συμφέροντα της υπερδύναμης; Ή μήπως η συμμετοχή της Ελλάδας στο μέτωπο της Συρίας, με την αποστολή της φρεγάτας «Έλλη» είναι ουδέτερο γεγονός; Όχι απλά δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα τον Μητσοτάκη ο πρωθυπουργός, αλλά έχει αποδειχτεί ο καλύτερος πράκτορας των ΗΠΑ κατά τη μεταπολίτευση.

Όσο και αν σε κάποιον μπορεί να φαίνονται ακίνδυνες τέτοιες δηλώσεις, η αλήθεια είναι ότι μετατοπίζουν πολιτικά την εξωτερική πολιτική σε ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Όχι μόνο γιατί εκστομίζονται από τον υπουργό Εθνικής Άμυνας, αλλά επειδή αποτελεί πραγματική κατεύθυνση από την πλευρά του ελληνικού κεφαλαίου. Αν κάποια απάντηση μπορεί να δοθεί, αυτή δεν θα είναι ούτε από την πλευρα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε από την ΝΔ. Αυτοί διαγκωνίζονται για το ποιος είναι περισσότερο εντός πλαισίου. Μοναδική απάντηση μπορεί να δώσει το λαϊκό κίνημα. Με επίκεντρο τον αγώνα ενάντια στα Νατοικά συμφέροντα στην περιοχή. Μπορεί η Αριστερά να σηκώσει το γάντι;

Πρώτο ραντεβού, την Παρασκευή 12 Οκτώβρη, στις 19.00, στα Προπύλαια, στη συγκέντρωση που καλεί ο Πανελλαδικός Αντιπολεμικός Κινηματικός Συντονισμός.

Για την κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

1. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο επικίνδυνης όξυνσης των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, καθώς και επαναπροσδιορισμού και ανακατάταξης της ισχύος των μεγάλων δυνάμεων. Ανάμεσα σε άλλα, η περίοδος αυτή σημαδεύεται από την σύγχρονη κρίση ηγεμονίας των ΗΠΑ, από την άνοδο της ρωσικής παρουσίας στην περιοχή και διεθνώς, από την αντιρωσική υστερία στην οποία προσχώρησε ο ευρω-ατλαντικός άξονας και στην οποία πρωταγωνιστεί η Μ. Βρεττανία και σε δεύτερο ρόλο η Γαλλία.

2. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, επτά ολόκληρα χρόνια από την έναρξή του, βαίνει προς το τέλος του αφήνοντας πίσω του μια σχεδόν κατεστραμμένη χώρα -της οποίας αμφισβητείται επιπλέον η ενιαία της υπόσταση- καθώς και εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια εκτοπισμένους. Ανεξάρτητα από τις εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις που πυροδότησαν την απαρχή της εμφύλιας σύρραξης, ο εμφύλιος πόλεμος υιοθετήθηκε αμέσως από τις δυτικές κυβερνήσεις και πήρε το χαρακτήρα της βίαιης αλλαγής καθεστώτος και της αντικατάστασης του Άσαντ από αρεστές στις ΗΠΑ δυνάμεις. Στη Συρία, χώρα που είχε χαρακτηριστεί ως μέλος του άξονα του κακού, εκτυλίχθηκε το αιματηρό και καταστροφικό πείραμα των ΗΠΑ στο Ιράκ και στη Λιβύη. Δαιμονοποίηση του υπαρκτού καθεστώτος, τρομακτική εκστρατεία προπαγάνδας, πολεμική εμπλοκή δι’ αντιπροσώπων, κατασκευή προσχημάτων για να δικαιολογηθούν «έξυπνοι» βομβαρδισμοί κλπ. Ως τμήμα της ευρύτερης «αραβικής άνοιξης» ο madeinUSA«εκδημοκρατισμός» των χωρών της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής προέβλεπε την ανατροπή όλων όσων δεν συμφωνούσαν με κλειστά μάτια στις επιβουλές των ΗΠΑ. Υπήρξαν περιπτώσεις επιτυχημένης αντικατάστασης των παλιών με καινούριους, πιο φιλικούς και διαθέσιμους (πχ Αίγυπτος). Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις (Ιράκ, Λιβύη) όπου η διάδοχη κατάσταση μετά την επέμβαση των ΗΠΑ οδήγησε σε καταστροφικά αποτελέσματα, με διάλυση χωρών, κατάλυση της ακεραιότητας και της κυριαρχίας τους και πισωγύρισμα σε μεσαιωνικές καταστάσεις. Στη Λιβύη έπεσε για παράδειγμα ο δικτάτορας Καντάφι και …αποκαταστάθηκε το δουλεμπόριο ανθρώπων.3. Στη Συρία τα πράγματα δεν πήγαν όπως επεδίωκαν οι Αμερκάνοι. Πρόκειται για την πρώτη τέτοια απόπειρα «Αραβικη Άνοιξη» που αποτυγχάνει ανοικτά και καθαρά. Με δύο λόγια, ο πόλεμος χάθηκε για τη Δύση και τις δυνάμεις που υποστήριξε μέσα στη Συρία. Αυτό το γεγονός, παρά το καταθλιπτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ξετυλίχτηκε, και το ανυπολόγιστο κόστος σε ζωές και υποδομές, δημιουργεί νέα δεδομένα για τους λαούς της περιοχής καθώς δέχεται πλήγμα η μοιρολατρική αποδοχή ότι οι ΗΠΑ, αν θέλουν να κάνουν μια χώρα δική τους, μπορούν να το κάνουν. Πρόκειται για την πρώτη φορά στα τελευταία χρόνια, που ηττήθηκε ο αμερικανικός σχεδιασμός στο στρατιωτικό πεδίο, παρά τις αθρόες ενισχύσεις της συριακής αντιπολίτευσης και των ισλαμιστικών ομάδων.

4. Η Ρωσία αναδεικνύεται ως εναλλακτική δύναμη «προστασίας», χωρίς τις εξαλλοσύνες των ΗΠΑ, χωρίς όμως να υπερτιμά κανείς τις δυνατότητές της. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει άμεσα μια επίθεση των ΗΠΑ, αλλά και οι ΗΠΑ δεν μπορούν να εξαπολύσουν επίθεση σε μια περιοχή άμεσου ρωσικού ενδιαφέροντος, χωρίς να πάρουν υπόψιν τους τη Ρωσία. Οι ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης, το αποδεικνύουν. Στη Συρία δεν είχαμε δηλαδή επανάληψη των γεγονότων της Ουκρανίας, της Γεωργίας κλπ όπου υπό άμεσο αμερικανικό σχεδιασμό υπήρχε άμεση ρήξη με τα ρωσικά συμφέροντα και πολεμική εμπλοκή μικρής κλίμακας.

5. Το γεγονός είναι ότι στη Συρία εκφράστηκε σε όλη της την κλίμακα μια κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας. Οι ΗΠΑ, μετά το οικονομικό πεδίο και τον σκληρό ανταγωνισμό με την Κίνα και στο στρατιωτικό – γεωπολιτικό πεδίο δεν είναι οι αδιαφιλονίκητοι ηγέτες που κάνουν ότι θέλουν. Παραμένουν η ισχυρότερη δύναμη, αλλά η κυριαρχία τους κλονίζεται, η ηγεμονία τους αμφισβητείται. Αυτό από μόνο του είναι θετικό γεγονός καθώς θα μπορούσε να οδηγήσει σε προοδευτικές εξελίξεις, δεν αποτελεί όμως ικανή συνθήκη για αυτές τις προοδευτικές εξελίξεις. Λείπει ο προοδευτικός υποκειμενικός παράγοντας που θα μπορούσε να μετασχηματίσει την κρίση των ΗΠΑ σε ελπίδα για μια άλλη προοπτική. Ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα αποτελεί έναν τέτοιο προοδευτικό πόλο στη διεθνή σκηνή.

6. Η κρίση της αμερικάνικης ηγεμονίας ήταν υπαρκτή, αλλά η εκλογή Τραμπ την όξυνε. Αρχικά, η διακυβέρνηση Τραμπ αμφισβήτησε την προηγούμενη στρατηγική του αμερικανικού κατεστημένου (εξωστρεφή επιθετικότητα Δημοκρατικών όπως εκφραζόταν κύρια από την Χίλαρυ Κλίντον), αλλά στην πορεία και ειδικά από το επεισόδιο με τη Β. Κορέα και μετά, φάνηκε ότι υπήρξε κάποιος συμβιβασμός στους κόλπους του αμερικανικού κατεστημένου που όμως δεν έκρυψε εντελώς τον αντιφατικό και ασταθή συμβιβασμό ανάμεσα στις πτέρυγες του αμερικανικού πολιτικού συστήματος και του στρατιωτικο-πιστωτικού συμπλέγματος. Οι αλλοπρόσαλλες και αντιφατικές δηλώσεις Τραμπ πέραν των προσωπικών χαρακτηριστικών του προέδρου των ΗΠΑ, αφορούν αυτή τη διαπάλη και την αντιφατικότητα. Οι ΗΠΑ πρώτα θα έφευγαν και τελικά θα έμεναν στη Συρία, αρχικά θα έστελναν πυραύλους στη Ρωσία και μετά θα την καλούσαν σε διάλογο και συνεργασία, κοκ. Αυτή η αντιφατικότητα και η εσωτερική διαμάχη στην ηγεσία των ΗΠΑ, που αν και ηπιότερη από παλιά, εξακολουθεί να μαίνεται, εξηγεί την οξυμμένη αδυναμία του ευρωατλαντικού άξονα να πραγματοποιήσει τις επιβουλές του. Η ανορθόδοξη και αιρετική διακυβέρνηση Τραμπ είναι δείγμα της έκρηξης των αντιφάσεων της αμερικανικής ηγεμονίας. Υπό όρους, αυτά τα κενά και αυτές οι αντιφάσεις θα μπορούσαν να αφήσουν χώρο για ρωγμές στην καταθλιπτική κυριαρχία του ιμπεριαλισμού. Αυτό ήταν και το νόημα όσων, με αφορμή την εκλογή Τραμπ, εκτιμούσαν την «εποχή τεράτων και δυνατότητων».

7. Η Ρωσία διατηρούσε ισχυρούς και πολυετείς δεσμούς με το συριακό καθεστώς. Η αμερικανική επέμβαση και η απόπειρα βίαιης και έξωθεν αλλαγής καθεστώτος έφερνε πιο κοντά τον κίνδυνο του διαμελισμού της Συρίας καθώς και της ανάδυσης των πιο σκοταδιστικών και οπισθοδρομικών ισλαμιστικών δυνάμεων που άμεσα ή έμμεσα υποστηρίχθηκαν από τις ΗΠΑ και τον πιστότερο τοποτηρητή τους στον αραβικό κόσμο, τη Σαουδική Αραβία. Όλα αυτά δημιούργησαν εύφορο έδαφος για μια αυξημένη παρουσία των Ρώσων στη Συρία καθώς και άμεση στρατιωτική εμπλοκή στον αγώνα ενάντια στον ISIS. Οι ισλαμιστές, ως τερατούργημα δημιουργημένο και ποικιλότροπα ευνοημένο από τη Δύση, στα πλαίσια της αντι-Ασαντ ενωμένης αντιπολίτευσης, αντικειμενικά νομιμοποίησαν μια τέτοια εμπλοκή. Σε αυτό το σημείο δεν χρειάζεται καμιά αυταπάτη για τη Ρωσία, αλλά η συζήτηση πρέπει να γίνει με τα πόδια κάτω και το κεφάλι πάνω. Αν το κριτήριο είναι η διατήρηση και όχι η ανατίναξη ενός κυρίαρχου κράτους, αν το κριτήριο είναι η ειρήνη και όχι ο συνεχιζόμενος πόλεμος, αν το κριτήριο είναι η δυνατότητα ενός λαού να λύνει μόνος του τα προβλήματά του, χωρίς ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, μεγάλα αφεντικά και ξενόδουλες ΜΚΟ καθοδηγούμενες από μυστικές υπηρεσίες, τότε το δίκαιο ήταν με το μέρος της Συριακής κυβέρνησης και των Ρώσων. Ίσες αποστάσεις ανάμεσα στον επιτιθέμενο και τον αμυνόμενο δεν υπάρχουν, ακόμη και όταν ο αμυνόμενος δεν ανεμίζει τις σημαίες της κοινωνικής απελευθέρωσης. Οι ίσες αποστάσεις, η έμμεση ή άμεση υποστήριξη της «επανάστασης» στη Συρία που ήταν μέχρι το μεδούλι διαβρωμένη και από ένα σημείο και έπειτα καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ, δεν έχει καμιά σχέση με προοδευτική, δημοκρατική και αριστερή πολιτική. Αντίθετα μετατρέπει τους φορείς αυτών των απόψεων σε εκούσιους ή ακούσιους υποστηρικτές του επιτιθέμενου και πιο επικίνδυνου ιμπεριαλισμού.

8. Η κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή έχει πολλές παραμέτρους που δεν ορίζονται μονοσήμαντα. Ο αγώνας των Κούρδων για διοικητική αυτονομία, αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία καταρχήν ενισχύθηκε, αν δεν υιοθετήθηκε από τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της αντι-Ασάντ εκστρατείας, για να προκαλέσει τις σπασμωδικές αντιδράσεις του Ερντογάν που έβλεπε τον κίνδυνο της εξ Ανατολών αμφισβήτησης της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας του να γιγαντώνεται. Στην πορεία, το παιχνίδι του Ερντογάν με τη Ρωσία υπενθύμισε στις ΗΠΑ ότι δεν υπάρχει η πολυτέλεια να χαθεί ένας ισχυρός περιφερειακός παίκτης, μέλος του ΝΑΤΟ. Αποτέλεσμα ήταν η «παράδοση» του Αφρίν και το κρέμασμα των Κούρδων. Από την άλλη μεριά, το Ισραήλ στο πλαίσιο της ένταξής του στον φιλοαμερικανικό άξονα της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας, τα έχει βρει μια χαρά με τις πιο ακραίες σαλαφιστικές ισλαμιστικές ομάδες που όλως περιέργως δεν έχουν χτυπήσει το Ισραήλ, αν και έχουν αιμοτοκυλίσει τις πρωτεύουσες της Δύσης. Αντίθετα, το Ισραήλ στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά ενάντια στην Ιρανική διείσδυση διαβλέποντας ότι μόνο οι αντιαμερικανικές αραβικές δυνάμεις συνιστούν απειλή για τα γενοκτονικά σχέδια του σιωνισμού. Η Σαουδική Αραβία δεν έχει κανένα πρόβλημα με το σιωνισμό, την ώρα που προχωρά σε συστηματική εξόντωση πληθυσμών στην Υεμένη που βρίσκονται κάτω από σιιτικό έλεγχο.

9. Στο πλαίσιο αυτό εξελίσσεται η ελληνοτουρκική ένταση η οποία δεν είναι μεμονωμένη, ούτε βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου. Οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας αποτελούν μια μόνο μικρή παράμετρο σε μια μεγάλη εξίσωση. Η Ελλάδα ακόμα και για την ίδια την Τουρκία είναι ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας. Το κύριο είναι το τι θα γίνει στα ανατολικά της και αυτό γεννά απαίτηση ανταλλαγμάτων στα δυτικά της σε ενδεχόμενες απώλειες ή απειλές. Η στροφή της Τουρκίας προς τη Ρωσία αποδείχθηκε ότι δεν ήταν μόνιμη ούτε είχε στρατηγικό χαρακτήρα. Ανέδειξε ότι ο Ερντογάν, παρότι στριμωγμένος, ακολουθεί πολυδιάστατη πολιτική και παίζει σε διεθνές επίπεδο, επιδιώκοντας να εγγυηθεί όλη την περιοχή. Αυτή η πολιτική δεν έχει καμιά σχέση με τη μονοδιάστατη και φανατική προσκόλληση στο άρμα των ΗΠΑ που δείχνει η ελληνική κυβέρνηση. Η Τουρκία εκβιάζει, γκρινιάζει, δηλώνει διαθέσιμη αλλά και μη δεδομένη, απαιτεί ανταλλάγματα (και λογικά θα τα πάρει από τις ΗΠΑ τουλάχιστον στο επίπεδο των ΑΟΖ και της οικονομικής συνεκμετάλλευσης Αιγαίου και Α. Μεσογείου).

10. Η Ελλάδα έχει προσκολληθεί στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας, που βγαίνει σχετικά ηττημένος από αυτό το γύρο της αντιπαράθεσης. Όχι μόνο δεν θα κέρδιζε κάτι σε περίπτωση που οι ΗΠΑ θριάμβευαν στη Συρία, αλλά δεν κερδίζει απολύτως τίποτα τώρα. Οι δε ελιγμοί της Τουρκίας ανάμεσα σε Ρωσία και ΗΠΑ δείχνουν ότι η τουρκική ηγεσία παρά την εσωτερική κρίση και τις αντιφάσεις, ακολουθεί μια πιο ευέλικτη πολιτική πέραν της μονομερούς προσκόλλησης σε έναν άξονα (ο οποίος μάλιστα χάνει). Τούτων δοθέντων, το δόγμα ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ (που είναι και δόγμα της ελληνικής άρχουσας τάξης) για πλήρη και οργανική ένταξη στον φιλοαμερικανικό άξονα Ισραήλ – Αιγύπτου – Σ. Αραβίας, αποδεικνύεται βλακώδες. Την ώρα που η Τουρκία τα τσουγκρίζει με τις ΗΠΑ, (χωρίς να τα σπάει και να αποσκιρτά από τον ευρωατλαντικό άξονα), η ηγεσία Τσίπρα – Κοτζιά αποφάσιζε ότι η δίχως όρους προσκόλληση στις ΗΠΑ θα έβαζε την Ελλάδα στο στρατόπεδο των κερδισμένων. Η πραγματικότητα απέδειξε το ανάποδο. Η Τουρκία είναι σημαντική για τη Δύση, και οι ΗΠΑ δεν θα διστάσουν να κρεμάσουν την Ελλάδα, όπως κρέμασαν και τους Κούρδους αν τα στρατηγικά τους συμφέροντα το απαιτούν. Οι δηλώσεις του γ.γ. του ΝΑΤΟ ότι το θέμα με τους δύο στρατιωτικούς πρέπει να λυθεί αποκλειστικά ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, καθώς και ότι «η Τουρκία είναι ένας πολύτιμος σύμμαχος», αποδεικνύει ότι η πολυδιάστατη και όχι η μονοσήμαντη εξωτερική πολιτική είναι αυτή που αποδίδει, σε ένα ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον. Στην προκειμένη περίπτωση, σε αυτή τη φάση των εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο, η ελληνική πολιτική ηγεσία και η άρχουσα τάξη πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένη. Αυτό είναι πάθημα που οφείλει να γίνει μάθημα για όλους όσους ξιφουλκούν με ευκολία ενάντια στην Τουρκία κρύβοντας το ευρύτερο πεδίο.

11. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι επικίνδυνη γιατί κινείται με αποκλειστικό στόχο την εξυπηρέτηση των αμερικάνικων σχεδιασμών. Έχει σύρει τη χώρα στην αντιδραστική συμμαχία Ισραήλ – Αιγύπτου – Σ. Αραβίας χωρίς κανένα αντάλλαγμα ακόμα και με αστικούς όρους. Βάζει την εθνική ακεραιότητα και κυριαρχία της χώρας στον πάγκο του χασάπη σε μια περίοδο που οξύνονται ανακατατάξεις, αμφισβητήσεις, ανταλλάγματα, παζάρια, διεκδικήσεις. Μαζί με τη διάλυση της κοινωνίας και της εργασίας στο δρόμο της μνημονιακής πολιτικής και του νεοφιλελευθερισμού αλά ΣΥΡΙΖΑ, αυτές οι εξελίξεις δεν είναι διόλου δευτερεύουσες.

12. Στην ελληνοτουρκική ένταση, πρώτιστο καθήκον των προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων η διαφύλαξη της ειρήνης. Αυτό όμως δεν σημαίνει πολιτική κατευνασμού, μυωπία απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, προσχώρηση ακόμη πιο βαθιά στις φτερούγες της απατηλής προστασίας του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, σημαίνει διαχωρισμό από τους πολεμοκάπηλους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και τις ιμπεριαλιστικές στρατηγικές που δεν διστάζουν να βάζουν τη χώρα μας στην παλάντζα του δούναι και λαβείν. Εκεί είναι η βασική ευθύνη και του ΣΥΡΙΖΑ και όλου του αστικού πολιτικού προσωπικού που έσπευσε να συνταχθεί με την προβοκάτσια της χημικής επίθεσης του Άσσαντ και να δικαιολογήσει τους βομβαρδισμούς.

13. Η Αριστερά υπερασπίζεται την εδαφική ακεραιότητα της χώρας σε περίπτωση επιθετικού πολέμου από την Τουρκία, κρατώντας ως πρώτο καθήκον την αποτροπή του πολέμου, τον οποίο φέρνει πιο κοντά η τυχοδιωκτική πολιτική της κυβέρνησης. Υπερασπίζεται τη φιλία και τη συνεργασία των λαών και των χωρών της περιοχής, αρνείται τη στημένη κούρσα των εξοπλισμών και των λεόντειων συμφωνιών με τις χώρες – προμηθευτές πολεμικού εξοπλισμού (ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία κλπ), καταγγέλλει τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, ζητά την έξοδο από αυτούς τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, ζητά πιο επιτακτικά το κλείσιμο των βάσεων του ΝΑΤΟ από τις οποίες εφορμούν οι ΗΠΑ. Είναι υπέρ μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, χωρίς προστάτες και αποκλειστικότητες, χωρίς αυταπάτες για το ρόλο οποιασδήποτε μεγάλης δύναμης στον μετα-κομμουνιστικό κόσμο. Η Αριστερά διατρανώνει το παλιό και ξεχασμένο αλλά επίκαιρο σύνθημα ότι «οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από προστάτες» και οφείλει να κάνει τη δύσκολη και επίπονη δουλειά μετατροπής αυτού του συνθήματος σε μαζική λαϊκή πεποίθηση. Πράγμα δύσκολο στις σημερινές συνθήκες, καθώς η ήττα διεθνώς και ελλαδικά οδηγεί σε σπασμωδική αναζήτηση προστασίας και προστατών, αλλά αναγκαίο. Αρχίζοντας ξανά κυριολεκτικά απο την αρχή, με υπομονή και επιμονή, με πρώτιστο καθήκον την ανασύνθεση των σχέσεων της Αριστεράς με τις εργαζόμενες τάξεις και στρώματα, με στόχο την απόκτηση της χαμένης αξιοπιστίας της, και αποφεύγοντας τις γραφικότητες, τις ευκολίες και την ασφάλεια του μαγαζακισμού, την αντιγραφή της αστικής πολιτικής και του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Η Αριστερά οφείλει να βρεί το χαμένο νήμα της ουσιαστικής επαφής με τις λαϊκές προοδευτικές δυνάμεις, εγκαταλείποντας την πρακτική του φοιτητικού αμφιθεατρου και του δήθεν εργατικού συνδικαλισμού, να ενώσει και ενωθεί σε μια πλατιά αντιπολεμική – αντιιμπεριαλιστική δράση σε διεθνιστική κατευθυνση, με στόχο να ξανανιώσουν οι λαοί και οι εκμεταλλευόμενοι ότι δεν είναι θεατές, ότι δεν ειναι αδύναμοι και ανίκανοι να αλλάξουν την μοίρα τους. Γιατί αν η Αριστερά δεν μπορεί να μετατρέψει ή να αποτρέψει τον πόλεμο, τότε η βαραβαρότητα θα κυριαρχήσει για πάρα πολλά χρόνια.

Ελληνοτουρκικά: ΝΑΤΟ και ΕΕ δε διασφαλίζουν σύνορα και ειρήνη!

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Η εντεινόμενη τουρκική επιθετικότητα το τελευταίο διάστημα με τον εμβολισμό του ελληνικού σκάφους, την παρεμπόδιση έρευνας στην κυπριακή ΑΟΖ και την πρόσφατη σύλληψη και κράτηση των δύο στρατιωτικών, αποτελεί τμήμα ευρύτερων αντιπαραθέσεων και επιδιώξεων για τον ενεργειακό, οικονομικό, πολιτικό και γεωστρατηγικό έλεγχο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Στη Συρία ο πόλεμος αναζωπυρώνεται, στο Παλαιστινιακό οι ΗΠΑ επιταχύνουν με την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, στα Βαλκάνια προχωρά η προσπάθεια προσεταιρισμού κρατών και κυβερνήσεων στο δυτικό στρατόπεδο και η απόσπασή τους από τη ρωσική επιρροή, στο Κυπριακό εντείνονται οι προσπάθειες για «λύση».

Σε αυτό το πλαίσιο ο πιο ισχυρός «παίκτης» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η Τουρκία, γίνεται όλο και πιο επιθετικός. Διεκδικεί ρόλο ηγεμονικής περιφερειακής δύναμης. Διεξάγει ήδη έναν πόλεμο εντός και εκτός συνόρων –ενάντια στους Κούρδους– ενώ κατέχει το ένα τρίτο της Κύπρου εδώ και 44 χρόνια. Θέτει ζήτημα επαναχάραξης συνόρων και αναθεώρησης των διεθνών μεταπολεμικών συνθηκών. Βρίσκεται σε μια ελεγχόμενη –προς το παρόν– κόντρα με τη Δύση και διεκδικεί ρόλο ηγεμόνα στην περιοχή. Καλεί τους Τούρκους πολίτες σε επιστράτευση και κηρύσσει κατάσταση πολεμικής ετοιμότητας έως το καλοκαίρι. Είτε όλα αυτά αποτελούν μπλόφα, είτε πρόθεση για πολεμικά επεισόδια, για τους λαούς τα παιχνίδια αυτά είναι επικίνδυνα και τα «ατυχήματα» είναι υπαρκτό ενδεχόμενο.Η κράτηση σε καθεστώς ομηρείας όχι μόνο των δύο Ελλήνων, αλλά και Γερμανών δημοσιογράφων και Αμερικανών διερμηνέων και στελεχών της Αμερικανικής Δίωξης Ναρκωτικών, πέρα από επίδειξη δύναμης, είναι μια πρακτική επιθετικής «διπλωματίας» της Τουρκίας. Η τύχη των κρατούμενων θα κρίνεται σε ένα πιο συνολικό παζάρι και διαπραγμάτευση, όπως έδειξε η πρόσφατη συνάντηση Ερντογάν-Μέρκελ.

Η ελληνική άρχουσα τάξη διαχρονικά πούλαγε το παραμύθι ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και στο ΝΑΤΟ θα διασφάλιζε, πέραν της οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας, και την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία της χώρας. Το 1974 η ταυτόχρονη παρουσία της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ δεν απέτρεψε την εισβολή του Αττίλα και επακόλουθα την κατοχή και τον εποικισμό. Το 2010 κατέρρευσε ο μύθος της ισχυρής Ελλάδας μέσα στην ΕΕ. Έκτοτε, η παρουσία της χώρας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και στην ευρωζώνη αποτελεί οικονομική και κοινωνική κόλαση με διαρκή επιτροπεία λιτότητας. Σήμερα, ο τουρκικός επεκτατισμός αποδεικνύει μία ακόμη φορά ότι δεν αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών ενώσεων και οργανισμών.

Οι ΗΠΑ και η ΕΕ έχουν πολλές δεσμεύσεις και συμφέροντα με την Τουρκία και δεν πρόκειται να τα αγνοήσουν για χάρη της υποτελούς Ελλάδας, που δηλώνει, βρέξει χιονίσει, πίστη στο ευρωατλαντικό πλαίσιο, ακόμη και αν αυτό διαχρονικά αποδεικνύεται βλαπτικό και επικίνδυνο. ΕΕ και ΗΠΑ προχώρησαν σε χαλαρές δηλώσεις κατευνασμού της Τουρκίας, τη στιγμή που ο Ερντογάν απειλούσε ότι θα βυθίσει πλοία στην ΑΟΖ της Κύπρου. Στο δε θέμα των Ιμίων έκαναν συστάσεις και προς Ελλάδα και προς Τουρκία για …ηρεμία και από τους δύο. Τέλος, οι κυβερνητικές προσδοκίες ότι ο αμερικανικός στόλος κατευθύνεται για να αποκρούσει την τουρκική επιθετικότητα στην κυπριακή ΑΟΖ, εξευτελίστηκαν όταν οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι ο έκτος στόλος δεν έχει σχέση με τα γεωτρύπανα και ότι τα οφέλη πρέπει να μοιραστούν δίκαια ανάμεσα στις …δύο κοινότητες.

Γκρεμίστηκε επίσης το δόγμα Τσίπρα – Κοτζιά για την προσχώρηση στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αίγυπτος που μέχρι πριν λίγους μήνες φιγουράριζε ως εθνική επένδυση και εγγύηση ασφάλειας απέναντι στην Τουρκία. Η συνεκμετάλλευση της ΑΟΖ με αυτές τις χώρες στηρίχτηκε στην ελπίδα ότι η άρχουσα τάξη της Ελλάδας θα συμμετέχει σε ένα ενδεχόμενο φαγοπότι εάν τα γεωτρύπανα βρουν όντως αξιοποιήσιμες ενεργειακές πηγές στο βυθό της ΝΑ Μεσογείου. Πρόκειται όμως για φαγοπότι με αμφίβολα αποτελέσματα για την κυριαρχία, την κοινωνική και εθνική αξιοπρέπεια και το βιοτικό επίπεδο του ελληνικού λαού. Ειδικά όσο το πλαίσιο των ερευνών και των δυνητικών αποτελεσμάτων τους συμφωνείται από το πλήρως εξαρτημένο και υποταγμένο ελληνικό πολιτικό προσωπικό του «ανήκομεν εις τη Δύσιν».

Σε κάθε περίπτωση η στρατηγική αυτή της ελληνικής αστικής τάξης δεν είναι μια επιλογή εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, και ακόμη περισσότερο δεν είναι μια στρατηγική ειρήνης. Η χώρα μας βρίσκεται στη μέση μιας σειράς συγκρούσεων και εντάσεων, αντικρύζει άμεσα το φάσμα θερμών επεισοδίων και μπορεί να βρεθεί πιο βαθιά χωμένη σε περιφερειακά ή τοπικά πολεμικά επεισόδια.

Διαρκής αγώνας για την ειρήνη – καμία αλλαγή συνόρων

Σε αυτή τη σύνθετη κατάσταση χρειάζονται ιεραρχήσεις και προτεραιότητες.

Πρώτον, να υπερασπιστούμε την ειρήνη και να αποτρέψουμε κάθε πολεμικό επεισόδιο. Η Συρία δεν είναι τόσο μακριά μας γεωγραφικά και η διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας δεν είναι τόσο μακριά μας χρονικά. Το δράμα των προσφύγων και της διάλυσης άλλοτε κυρίαρχων χωρών και λαών που «ζούσαν όπως εμείς», πρέπει να μας διδάξει. Και για να υπερασπιστούμε την ειρήνη χρειάζεται να στραφούμε ενάντια στον βασικό εμπρηστή του πολέμου, τον ιμπεριαλισμό και κυρίως τον αμερικάνικο. ΟΙ ΗΠΑ είναι η δύναμη που συστηματικά υπονομεύει τα μη αρεστά καθεστώτα, εξαπολύει πολεμικές επεμβάσεις ή πυροδοτεί πολέμους δι’ αντιπροσώπων, αμφισβητεί τα υπάρχοντα σύνορα, υποδαυλίζει εθνικισμούς ανάμεσα στις χώρες της περιοχής. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και η παρουσία του είναι παράγοντας αποσταθεροποίησης και δύναμη κινδύνου για τους λαούς και τα κράτη της περιοχής. Η ελληνική εξωτερική πολιτική κάνει το εντελώς ανάποδο από αυτό που οδυνηρά δείχνει η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών. Για τη διασφάλιση της ειρήνης, βασίζεται στον εμπρηστή του πολέμου.

Δεύτερον, να ενωθούν οι λαοί κάτω από το σύνθημα «καμία αλλαγή συνόρων». Η υποστήριξη της σημερινής υπαρκτής διαμόρφωσης των συνόρων σημαίνει την αποτροπή οποιασδήποτε απόπειρας αμφισβήτησής τους και την καταδίκη κάθε επεκτατισμού και αλυτρωτισμού. Γενικά στην ευρύτερη περιοχή Βαλκανίων και Μ.Ανατολής, θέμα αλλαγής συνόρων θέτει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός με τη στρατηγική του διαμελισμού χωρών (Συρία, Λιβύη, Ιράκ). Στα σύνορά μας, αλλαγή συνόρων υπονοείται, χωρίς ρητά να κατονομάζεται, από την αναθεωρητική πολιτική Ερντογάν και την αμφισβήτηση («επικαιροποίηση») της συνθήκης της Λωζάνης. Η εμπειρία έχει δείξει ότι υπό τους σημερινούς συσχετισμούς του «μετακομμουνιστικού» κόσμου, όταν ανοίγουν οι ασκοί του Αιόλου στη χάραξη των συνόρων, ο πόλεμος, η δυστυχία και η προσφυγιά δεν έχει τελειωμό. Το γεγονός αυτό το καταλαβαίνει και ο λαός της Συρίας ή του Ιράν που δεν επιθυμούν να γίνουν λαγός των ΗΠΑ και να φτάσουν στην κατάσταση που έφτασε η Λιβύη (όπου άνθισε μέχρι και το δουλεμπόριο ανθρώπων) ή το Ιράκ (που δεν έχει ησυχάσει από εμφύλιες συρράξεις και πολύνεκρες συγκρούσεις δεκαετίες τώρα). Απέναντι στη ρευστοποίηση των συνόρων στην οποία κερδίζει το δίκαιο του ισχυρού, υπερασπιζόμαστε τα υπαρκτά σύνορα και τα κυριαρχικά δικαιώματα που ορίζονται από διεθνές δίκαιο. Οποιαδήποτε διολίσθηση από αυτό, γίνεται βούτυρο στο ψωμί των φιλοπόλεμων σχεδίων.

Τρίτον, να υπερασπιστούμε την ειρήνη απομονώνοντας τους φιλοπόλεμους και εθνικιστικούς κύκλους και τη σωβινιστική υστερία. Η αποτροπή του πολέμου σημαίνει αντιμπεριαλιστικό κίνημα, αλλά και κίνημα υπέρ της αλληλεγγύης και της φιλίας των λαών. Η πάλη για την ειρήνη προϋποθέτει όμως την πάλη για την εθνική ανεξαρτησία και την επιλογή μιας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Ο δρόμος αυτός σημαίνει ότι δεν εντασσόμαστε σε κάποιο εκ των αντιπαρατιθέμενων στρατοπέδων, δεν προσχωρούμε σε άξονες χωρών επιδιώκοντας να κερδίσουμε από τους μικρούς και μεγάλους ανταγωνισμούς. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ για την ένταξη της χώρας στον άξονα Ισραήλ – Αίγυπτος έχει ή δεν έχει παράξει σήμερα τις γνωστές εντάσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Η ρητορεία για τη στριμωγμένη Τουρκία του Ερντογάν και η αποθέωση των ΗΠΑ από την κυβέρνηση, δεν έχει παίξει κανένα ρόλο στη σημερινή κατάσταση; Η ύπαρξη των βάσεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα ως πολεμικά ορμητήρια ενάντια σε γειτονικούς λαούς – κράτη παρίες – κατά τα συμφέροντα της Ουάσινγκτον, δεν καθιστά τη χώρα ευάλωτη σε αντίποινα; Από την άλλη, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν μπορεί να μην αναγνωρίσουμε ότι οι δύο πλευρές έχουν διαφορετικό βάρος, και διαφορετική πολιτική. Από τη μία πλευρά του Αιγαίου υπάρχει επεκτατισμός, από την άλλη πλευρά υπάρχει υποχωρητικότητα. Τα αποτελέσματα χρόνο το χρόνο, δεκαετία τη δεκαετία είναι γνωστά. Από την κατοχή της Κύπρου, μέχρι τη δημιουργία (και πρόσφατα την κατοχύρωση) των γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο.

Και αν τελικά γίνει πόλεμος, τι θα κάνουμε; Οι αριστεροί και οι κομμουνιστές απέναντι σε έναν επιθετικό πόλεμο που ξεκινάει με στόχο την κατάκτηση εδαφών και την αλλαγή συνόρων, θα υπερασπιστούν την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Και ταυτόχρονα θα αγωνίζονται για να γίνει ένας τέτοιος πόλεμος ο νεκροθάφτης των κυβερνήσεων και της αστικής τάξης που εμπλέκει τη χώρα και το λαό της σε επικίνδυνες καταστάσεις.

Τέλος, μια ανεξάρτητη πολιτική ειρήνης και ουδετερότητας προϋποθέτει μια κοινωνία που δεν θα είναι ρημαγμένη από τα μνημόνια. Απαιτεί ακόμα, η καθημερινή της εύρυθμη λειτουργία σε ενδεχόμενη «πολεμική» κρίση (από τις τράπεζες και το νόμισμα, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια, έως τις ροές του προσφυγικού) να μην εξαρτάται από τους δανειστές. Η διασφάλιση της ειρήνης προϋποθέτει τη λαϊκή κυριαρχία και ένα λαό που θα έχει αυτοπεποίθηση, δεν θα έχει χάσει τις προσδοκίες για καλύτερη ζωή, που θα έχει ατομική, ταξική, εθνική περηφάνια. Μια τέτοια περηφάνια δεν μπορεί να έρθει μέσα από πατριδοκάπηλα συλλαλητήρια ψευτοτσαμπουκάδων στα οποία ψαρεύουν τα κατεστημένα ΜΜΕ, η δεξιά και οι εθνικιστές. Μια τέτοια πολιτική δεν μπορεί να την εκφράσει η σημερινή κυβέρνηση και το σύνολο του μνημονιακού πολιτικού συστήματος και γι’ αυτό και ο αντιπολεμικός-αντιιμπεριαλιστικός αγώνας είναι ενιαίος και αδιαίρετος με τον αντικυβερνητικό αγώνα, με τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία.

  • Ανεξαρτησία – Λαϊκή κυριαρχία
  • Πόλεμος στον πόλεμο των ιμπεριαλιστών
  • Αλληλεγγύη των λαών – Καμία αλλαγή συνόρων
  • Έξω οι βάσεις και το ΝΑΤΟ
  • Κύπρος ενιαία ανεξάρτητη

Τα «εθνικά» όρια της αστικής τάξης

Στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα στην στρατηγική -και ως εκ τούτου εξαιρετικά εύφλεκτη- ζώνη της Μέσης Ανατολής διαμορφώθηκε μια ιδιαίτερη κατάσταση την οποία μπορούμε να ορίσουμε ως «στρατηγικό κενό». Με το τελευταίο εννοούμε την απουσία μιας δύναμης ή ενός συστήματος δυνάμεων που θα είχε τη ισχύ να επιβληθεί στα τοπικά και στα επιμέρους συμφέροντα επιβάλλοντας το δικό της νόμο και, κάτω από αυτόν, την σταθερότητα στην περιοχή. Για πολλούς αιώνες στην ζώνη αυτή η σταθερότητα εξασφαλιζόταν από την ισχύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά από αυτήν από το αποικιακό ευρωπαϊκό σύστημα και, τέλος, στα πιο κοντινά στα δικά μας χρόνια από τον ισχυρό «δυτικό» συνασπισμό του Ψυχρού Πολέμου. Στον τελευταίο δέσποζε η υπερδύναμη Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Οι καιροί όμως αλλάζουν και οι συσχετισμοί μεταβάλλονται. Οι δημογραφικές μεταβολές, τα οικονομικά μεγέθη, οι στρατιωτικές δυνατότητες ανέτρεψαν σε βάρος του δυτικού συνασπισμού δυνάμεων τις ισορροπίες. Η αλλαγή των δεδομένων εμφανίστηκε δραματικά στο προσκήνιο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ακριβώς τη στιγμή που στη δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ θριαμβολογούσαν για την επικράτηση και την επιβολή του δικού τους καπιταλισμού σε ολόκληρο τον κόσμο. Σχεδόν απρόσμενα, σε καιρούς ευδαιμονίας, οι νικητές του Ψυχρού Πολέμου έχασαν όλους τους θερμούς πολέμους που εξαπέλυσαν στην περιοχή. Για την ακρίβεια κέρδισαν όλες τις μάχες, ανακάλυψαν όμως με έκπληξη ότι τα μεγέθη δεν τους επέτρεπαν πλέον να κερδίσουν τον πόλεμο. Από τις επιβλητικές εκστρατείες, τύπου Αφγανιστάν και Ιράκ, περιορίστηκαν στους δι’ αντιπροσώπων πολέμους και σε αντίστοιχους σχεδιασμούς: η «Αραβική Άνοιξη» ήταν η ελπιδοφόρα καινοτομία που όμως οδήγησε στο κενό και στη απογοήτευση.Η αποτυχία των δυτικών δυνάμεων και των μηχανισμών τους -Ενωμένης Ευρώπης, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ- και η συνακόλουθη αποκάλυψη των περιορισμένων δυνατοτήτων τους, ανέδειξε στη στρατηγική αυτή περιοχή περιφερειακές δυνάμεις οι οποίες έσπευσαν, με ολοένα και πιο αποφασιστικούς τρόπους να διεκδικήσουν τα όσα οι «δυτικοί» δεν μπορούσαν πλέον να ελέγξουν: η πλέον αποφασιστική των αναμετρήσεων μεταξύ των νέων μνηστήρων λαμβάνει χώρα στην πολύπαθη Συρία, όπου όλοι οι παλαιοί και νέοι διεκδικητές κυριαρχίας αναμετριόνται πάνω στα πτώματα και στα ερείπια των Σύρων και της Συρίας: Ιράν, Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Ισραήλ είναι άμεσοι συμμέτοχοι στο πολεμικό παιχνίδι. Η παραγκωνισμένη στα 1990 Ρωσία βρήκε μέσα από το ίδιο παιχνίδι την ευκαιρία να μπει και πάλι στο πεδίο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ενώ οι ΗΠΑ και οι «πρόθυμοι» σύμμαχοί της κάνουν και αυτοί τον πόλεμο που μπορούν: κυρίαρχοι του αέρα βομβαρδίζουν δικαίους και αδίκους σε ένα παράξενο είδος πολέμου –«αντιποίνων» θα λέγαμε- όπου ελλείψει δυνατοτήτων χερσαίας επέμβασης – κατάκτησης, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποφασιστικό αποτέλεσμα.

Το παιχνίδι είναι πολεμικό. Ως εκ τούτου κερδίζει αυτός που βάζει στρατιώτες και όπλα στο σκηνικό. Το Ιράν το κατάλαβε πρώτο αυτό, η Ρωσία επίσης, η Σαουδική Αραβία με αυτό που μπορεί, τους μισθοφόρους. Με κάποια καθυστέρηση λόγω του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού, το κατάλαβε και η Τουρκία. Διστακτικά στην αρχή, σε κλίμακα αληθινού πολέμου στη συνέχεια, ο τουρκικός στρατός βρίσκεται σε ολοένα και μεγαλύτερους αριθμούς στο έδαφος της Συρίας και του Ιράκ. Φυσικά ο πόλεμος έχει απώλειες, στρατιώτες σκοτώνονται, δάκρυα και πόνος γονέων συγγενών, φίλων, εμφανίζονται στις τηλεοπτικές εικόνες. Δεν είναι έξω από τις πολιτικούς σχεδιασμούς η θλίψη για τους πεσόντες. Εισάγει την κοινωνία ολόκληρη στην «κανονικότητα» του πολέμου, την εθίζει στις μικρές δόσεις σε τρόπο ώστε να μπορεί να δεχθεί τις μεγαλύτερες. Η Τουρκία με τον τεράστιο στρατό, με την φιλόδοξη στρατιωτική βιομηχανία, με οικονομία που χωρίς να είναι ακόμα «οικονομία πολέμου», τείνει προς τα εκεί, βρίσκει στη Συρία τον τρόπο να αξιοποιήσει πολιτικά τα στρατιωτικά της επιχειρήματα. Να προωθεί δηλαδή τα συμφέροντα και τα σχέδια της άρχουσας τάξης της χώρας δια του πολέμου.

Ερχόμαστε στο σημείο που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη δική μας χώρα και το δικό μας λαό. Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ζώνες αστάθειας. Από βορρά τα Βαλκάνια, από τα ανατολικά το μεσανατολικό κενό. Η ίδια η χώρα είναι ο ορισμός της γεωπολιτικής «μαύρης τρύπας». Το πρόβλημα είναι το ακόλουθο: στο νομικό πεδίο -στο διεθνές δίκαιο- η χώρα κατέχει μια πολλά υποσχόμενη θέση. Τα χωρικά της ύδατα σε συνδυασμό με την ζώνη «Αποκλειστικής Οικονομικής Εκμετάλλευσης» (ΑΟΖ), εκτείνονται σε έκταση 500.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, στο ένα πέμπτο της Μεσογείου. Δεν πρόκειται για «άγονες» εκτάσεις. Οι ενεργειακές ανακαλύψεις ή έστω οι βάσιμες προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί καθιστούν ετούτες τις θαλάσσιες εκτάσεις το ίδιο ενδιαφέρουσες για τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό με τις ερήμους της Σαουδικής Αραβίας. Ως εκεί η τύχη δείχνει να χαμογελά στην χώρα μας.

Φαίνεται όμως ότι η τύχη αυτή χαμογελά στην Ελλάδα όσο η αντίστοιχη των γερμανο-ολλανδών αγροτών εποίκων στη Νότιο Αφρική, στην Οράγγη και στο Τρανσβαάλ. Και αυτοί κατέκτησαν-απέκτησαν μια τεράστια επικράτεια όπου έβοσκαν τα κοπάδια τους και καλλιεργούσαν τη γη τους. Όταν σε αυτή βρέθηκαν κοιτάσματα χρυσού η τύχη έγινε ατυχία. Αιματηρός πόλεμος και τελικά κατάκτηση από τους ισχυρούς γείτονες, τους Βρετανούς του Ακρωτηρίου. Ο φυσικός πλούτος είναι τελικά κατάρα για τις χώρες και τους λαούς που διαθέτουν αναντίστοιχη με τα εμπλεκόμενα συμφέροντα ισχύ. Η Ελλάδα θυμίζει στο ζήτημα αυτό τους δυστυχισμένους Μπόερς του 1900.

Πρόκειται για μια χώρα αδύναμη κοινωνικά και, ως εκ τούτου, πολιτικά. Την κυβερνά μια αστική τάξη «μετεμφυλιακή» που έκτισε την οικονομική, κοινωνική και πολιτική της κυριαρχία υπηρετώντας κατακτητές. Που έμαθε να ζει και να πορεύεται στη σκιά των «μεγάλων», στην υπηρεσία τους, και που, χάρη στα όπλα και στα χρήματα των τελευταίων, δεν δίστασε να συντρίψει τον λαό της χώρας κάθε φορά που αυτός σήκωνε κεφάλι. Μια αστική τάξη που έχει στις ρίζες της την απάνθρωπη συντριβή ενός λαϊκού κινήματος που, μεταξύ πολλών άλλων, δίδαξε αυτό που είναι ο πατριωτισμός. Ετούτο τον πατριωτισμό του λαού ποικιλότροπα απεχθάνεται η κυρίαρχη αστική μας τάξη. Πότε πιθηκίζοντας όσα «κοσμοπολίτικα» συναντά, πότε ομνύοντας πίστη και αφοσίωση στους «αφέντες-προστάτες», πότε καταθέτοντας στα πόδια και στα συμφέροντά τους τις τύχες της χώρας, του λαού, του μέλλοντος μας.

Ας δούμε τι είναι για ετούτη την αστική τάξη -και τις συνακόλουθες κυβερνήσεις, «αριστερές» ή δεξιές, που την εκφράζουν- η «άμυνα» της χώρας. Ένα πλέγμα «εξυπηρετήσεων» των ισχυρών της προστατών με το αζημίωτο γι αυτήν και με γνώμονα μοναδικό την ικανοποίηση των ισχυρών μητροπόλεων της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής «δύσης». Η μόνη «στρατηγική» συνίσταται στην επίκληση της παρέμβασης και της προστασίας των «ισχυρών» κάθε φορά που αναδεικνύεται η εθνική αδυναμία.

Η πολιτική των εξοπλισμών αποτυπώνει εύγλωττα την κατάσταση. Τα εξοπλιστικά «προγράμματα» ανακοινώνονται συνήθως μετά από κάποια «επίσημη» και επικοινωνιακή συνάντηση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας με αντίστοιχη της όποιας δυτικής μητρόπολης. Μέσα στο πακέτο των «συμφωνηθέντων» περιλαμβάνεται συνήθως και το όποιο «συμβόλαιο» στα εξοπλιστικά. Η επίσκεψη του Τσίπρα στον Τραμπ συνοδεύτηκε από ανακοινώσεις για την αναβάθμιση των F-16 και ακολουθήθηκε από την ανεκδιήγητη απόκτηση ελικοπτέρων Kiowa προερχόμενα από τον χώρο απορριμάτων προς καταστροφή του αμερικανικού στρατού! Ο απληροφόρητος αναγνώστης οπωσδήποτε θα έχει δει τα ελικόπτερα αυτά είτε στην ταινία «Αποκάλυψη τώρα» είτε στην «Black Hawk down!”. Πραγματικά ετούτα τα οπλικά συστήματα πρωταγωνιστούσαν σε πολέμους που έγιναν πενήντα ή εικοσιπέντε χρόνια πριν από τις μέρες μας!

Οι καλές σχέσεις με τη Γαλλία του Μακρόν οδήγησαν στην εμμονή για την αγορά γαλλο-ιταλικών φρεγατών FREMM. Το τι ακριβώς θα κάνουν στο κλειστό Αιγαίο πανάκριβα πλοία των 7.000 τόνων παραμένει τακτικά, στρατηγικά και λογικά αδιευκρίνιστο. Παράλληλα η χώρα παραδίδει με απλή αίτηση και χωρίς περαιτέρω διαδικασίες βάσεις και «διευκολύνσεις» σε όποια νατοϊκή δύναμη το αιτηθεί. Διαφημίζει δε τα πλεονεκτήματα θέσεων όπως η Σκύρος, η Κάρπαθος, η Καλαμάτα, έτσι ώστε οι «ισχυροί» να ενδιαφερθούν και για αυτά. Ένα στρατιωτικό ΤΑΙΠΕΔ έχει δημιουργηθεί σε αυτόν τον χώρο! Το προφανές γεγονός ότι η «συνδιοίκηση» -τουλάχιστον- των στρατιωτικών βάσεων μειώνει κατά πολύ την σημασία τους για την πραγματική άμυνα της χώρας, απλά δεν σχολιάζεται. Δεν σχολιάζεται διότι απλά δεν υπάρχει ούτε καν η υποψία ότι η άμυνα της εθνικής επικράτειας είναι αποκλειστικά και μόνο υπόθεση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Ασυνείδητα ή ενσυνείδητα ετούτο το καθήκον έχει παραχωρηθεί σε «φίλους», «συμμάχους» και «προστάτες». Και αυτό σε εποχές όπου τα δρώμενα στη Συρία μαρτυρούν καθημερινά το πόσο ευμετάβλητη είναι η στάση και οι προθέσεις των μεγάλων σε κατάσταση «στρατηγικού κενού».

Ακόμα και οι «επικοινωνιακές» τακτικές προδίδουν τις βαθύτερες σκέψεις. Τα δάκρυα που χύθηκαν για τον εμβολισμό του περιπολικού «Γαύδος» του Λιμενικού Σώματος από τουρκικό πολεμικό (το TCSG703 Umut δηλώνεται ως σκάφος του λιμενικού από τους Τούρκους, σε ολόκληρο τον κόσμο όμως είναι πολύ σπάνιο φαινόμενo να εξοπλίζονται σκάφη του λιμενικού με πυροβόλο των 76 χλστ!) επικεντρώνονταν στο γεγονός ότι το πληγέν σκάφος χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ποσοστό 80% περίπου. Η ιδέα και η ελπίδα ότι οι Ευρωπαίοι θα ένοιωθαν κάποιο είδος οργής για την καταστροφή της «δικής τους» περιουσίας φαίνεται πως διακατέχει τους «επικοινωνιακούς υπεύθυνους», ένστολους και μη.

Η όλη συνταγή ήταν από καιρό προφανές ότι είχε ημερομηνία λήξης. Η τελευταία προσδιορίστηκε από τη στιγμή που η Τουρκία αισθάνθηκε αρκετά δυνατή ώστε να προσθέσει το στρατιωτικό χαρτί στο πολιτικό της οπλοστάσιο. Πολύ λίγοι μπορούν να ακολουθήσουν σε αυτό το πεδίο. Και η Ελλάδα βρίσκεται απόλυτα απροετοίμαστη μπροστά σε αυτό. Οι συμμαχίες και οι ιμπεριαλιστικοί συνασπισμοί στους οποίους οι αστικές κυβερνήσεις εναπόθεσαν την προστασία των εθνικών συμφερόντων αδυνατούν επίσης να ακολουθήσουν στο δρόμο αυτό. Οι πόλεμοι τους γίνονται σχεδόν αποκλειστικά στην περιοχή «δι αντιπροσώπων» (proxy–wars στην αγγλοσαξωνική ορολογία). Αυτό σημαίνει ότι οι συμμαχίες τους και οι εγγυήσεις που αυτές παράγουν είναι ασταθείς και διαρκώς μεταβαλλόμενες. Με άλλα λόγια ελάχιστα πράγματα αξίζουν. Το μόνο «όπλο» των ελληνικών αστικών κυβερνήσεων είναι απλά άσφαιρο.

Κάθε φορά που κατεδαφίζονται “εθνικά” δίκαια και περικόπτεται η εθνική κυριαρχία και η εθνική επικράτεια, οι φωνές για τα “εθνικά ζητήματα” φθάνουν ως τον ουρανό. Μη νομίσει κανείς ότι αφορούν τη συγκεκριμένη απειλή και τον πραγματικό ένοχο της επιβουλής. ‘Οχι! Οι φωνές αφορούν πάντα ένα θέμα άσχετο, μια απειλή που δεν υπάρχει (το εάν θα υπάρξει στο μέλλον είναι άλλη υπόθεση – για το παρόν μιλούμε τώρα). Υπαινίσσομαι το περίφημο «όνομα»… Στην Κατοχή, θυμίζω, οι παράγοντες του ναζιστικού καθεστώτος της Ελληνικής Πολιτείας -οι δωσίλογοι- έκαναν “εθνικό αγώνα” ενάντια στους πάντες εκτός από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς που κατείχαν, λεηλατούσαν και διαμέλιζαν τη χώρα. Παλιές τακτικές, παλιά τεχνογνωσία της άρχουσας τάξης.

Στις βραχονησίδες του Αιγαίου ΣΗΜΕΡΑ, στα κυπριακά πελάγη ΣΗΜΕΡΑ δημιουργούνται κάθε μέρα τετελεσμένα σε βάρος των λαών της Κύπρου και της Ελλάδας – της επικράτειας και των δικαιωμάτων των χωρών αυτών. Επειδή σε αυτά τα σπουδαία η αστική τάξη ελάχιστα έχει να πει και λιγότερα να πράξει, το «όνομα» προσφέρεται ως ιδανική δίοδος απόδρασης από την σκληρή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που και αυτής το κόστος οι λαοί θα αναλάβουν να το πληρώσουν.

Πηγή: Κατιούσα