Άρθρα

Ευρωεκλογές: Η κοινή λογική, η επιστροφή στην πολιτική και η δυνατότητα μιας Νέας Πολιτικής Δύναμης

Τοποθέτηση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1. Η Αριστερά, σχεδόν δέκα χρόνια μετά το δημοψήφισμα του 2015 και την επακόλουθη ήττα του αντιμνημονιακού κινήματος, εξακολουθεί να τελεί σε σύγχυση, να παραμένει αναξιόπιστη στα μάτια της κοινωνίας, να μην μπορεί να εμπνεύσει και να οργανώσει αποτελεσματικά αγώνες και αντιστάσεις. Η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ παραμένει αναμφισβήτητη, ο εξευτελισμός του ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική αναποτελεσματικότητα της Κεντροαριστεράς γενικότερα δεν στρέφει το βλέμμα και το ενδιαφέρον στην Αριστερά, το ΚΚΕ βολεύεται ως μια ακίνδυνη επιλογή εκλογικής χρήσης χωρίς να απειλεί τους συσχετισμούς, η Ακροδεξιά ενισχύεται πανευρωπαϊκά ελλείψει Αριστεράς. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, είναι επιτακτικό να πιάσουμε την άκρη του νήματος και να επιχειρήσουμε να ξεμπερδέψουμε το κουβάρι. Να κερδίσουμε βήμα το βήμα, αργά, αλλά πραγματικά, την δυνατότητα συγκρότησης μιας Αριστεράς με αξιοπιστία, ταγμένη στην πλευρά των λαϊκών συμφερόντων, ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και στον ευρωατλαντισμό.

2. Βήμα που θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά σε αυτή την κατεύθυνση και να δημιουργήσει καλύτερους όρους για να βγούμε από το (σχεδόν δεκαετές) τέλμα, είναι η συγκρότηση μιας νέας πολιτικής δύναμης της Αριστεράς. Μιας πολιτικής δύναμης συνθετικής και μετωπικής που θα έχει μαζική απεύθυνση, φιλοδοξία να σταθεί εμπόδιο στον νεοφιλελευθερισμό και στον ευρωατλαντισμό, κοινή λογική και λαϊκότητα. Κάθε πολιτική συγκυρία, κάθε εκλογική αφορμή ή μάχη, θα πρέπει να μπαίνει στην υπηρεσία αυτής της ανάγκης. Μπροστά στις Ευρωεκλογές, η πολιτική και εκλογική στάση των σκεπτόμενων και προβληματισμένων αριστερών ανθρώπων και συλλογικοτήτων θα πρέπει να κριθεί από το αν εξυπηρετεί την αναζήτηση και τη συγκρότηση μιας τέτοιας νέας πολιτικής δύναμης, ή αν αρκείται στην αναπαραγωγή μιας επί χρόνια τελματωμένης κατάστασης.

3. Η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ και του Μητσοτάκη δέχεται πλήγματα αλλά δεν έχει κλονιστεί. Η ακρίβεια, το κόστος στέγασης, η στάση απέναντι στους αγρότες, η αντισυνταγματική εμμονή για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, η διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών δείχνουν μια κυβέρνηση με έπαρση και υπεροψία. Εκτιμώντας ότι δεν έχει κανέναν πολιτικό αντίπαλο, τελεί σε πλήρη ασυδοσία. Ωστόσο η κοινωνική δυσαρέσκεια είναι υπαρκτή, οι συμμαχίες και οι συναινέσεις μειώνονται, η φθορά αυξάνει και το κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα υπάρξει πολιτική έκφραση στην υπαρκτή κοινωνική δυσαρέσκεια. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ από την κεντροαριστερά και τα υπαρκτά σχήματα από τα ακροδεξιά, δεν δημιουργούν αξιόπιστη εναλλακτική, έχοντας φορτωθεί είτε τις βαριές αμαρτίες του παρελθόντος, είτε πολιτικά και προγραμματικά αδιέξοδα, είτε ακόμα γραφικές και γελοίες καταστάσεις που τους καταδικάζουν στην αναξιοπιστία. Το ΚΚΕ, αν ήθελε, θα μπορούσε να αναδειχθεί σε αξιόπιστη εναλλακτική, αλλά το γενετικό υλικό αυτού του κόμματος το περιορίζει σε μια ακίνδυνη πολιτική παρουσία η οποία μπορεί να έχει κάποιες κινηματικές (αλλά ελεγχόμενες) εξάρσεις αλλά στοχεύει αποκλειστικά στην εκλογική εξαργύρωση. Η πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη, σε αυτό το σκηνικό, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Η συγκρότηση μιας μετωπικής πολιτικής δύναμης της Αριστεράς θα μπορούσε να δημιουργήσει τους όρους να κλονιστεί αύριο αυτή η κυριαρχία από τα αριστερά.

4. Οι ευρωεκλογές θα επιβεβαιώσουν πανευρωπαϊκά και στην Ελλάδα ότι το πολιτικό ρεύμα που μαζεύει τη γενικευμένη δυσαρέσκεια από τις πολιτικές που εφαρμόζονται είναι αυτό της ακροδεξιάς. Τα καλλωπισμένα αλλά ακροδεξιά σχήματα είναι οι ανερχόμενες πολιτικές δυνάμεις σε όλη την Ευρώπη, με κάποια από αυτά να βρίσκονται στην κυβέρνηση και τα περισσότερα να αποτελούν τη βασική εναλλακτική αντιπολίτευση. Η άνοδος της ακροδεξιάς οφείλεται στην κοινωνική κρίση και στη διάρρηξη των παραδοσιακών σχέσεων εκπροσώπησης που χτυπά και την κεντροαριστερά και την κεντροδεξιά, αλλά αποκτά σημαντική διάσταση λόγω της πλήρους χρεοκοπίας της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Η ευρωπαϊκή Αριστερά βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση δεκαετιών, έχοντας αρνηθεί τον κομμουνιστικό και επαναστατικό της χαρακτήρα και λερωθεί πολλές και απανωτές φορές με συμμετοχή σε νεοφιλελεύθερες και αντιλαϊκές κυβερνήσεις. Σήμερα, η ευρωπαϊκή Αριστερά με ελάχιστες εξαιρέσεις που όμως και αυτές δεν έχουν συνέχεια και βάθος, θεωρείται μέρος του συστήματος, τμήμα του κατεστημένου, και ορισμένες φορές ιδεολογικός και πολιτικός προπομπός της διάλυσης της κοινωνικής συνοχής. Επιπλέον, η πολιτική κρίση, το έλλειμμα πολιτικής εμπιστοσύνης, η καχυποψία και η αμφισβήτηση ευνοούν μια μηδενιστική πολιτική που με τη σειρά της πριμοδοτεί την ακροδεξιά.

5. Στις ευρωεκλογές το ζητούμενο θα ήταν να εμφανιστούν προοδευτικές, αριστερές δυνάμεις που να θέτουν στην ημερήσια διάταξη μια άλλη πορεία της Ευρώπης, σε ρήξη με τον ατλαντισμό σε ότι αφορά τη γεωπολιτική κατεύθυνση, και σε αντίθεση στον νεοφιλελευθερισμό σε ότι αφορά τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα. Την τελευταία ειδικά περίοδο, με τον πόλεμο στην Ουκρανία, την επιθετική περικύκλωση της Ρωσίας από τη Δύση, τη δολοφονική ασυδοσία του Ισραήλ, η ΕΕ έχει συρθεί σε μια πολιτική ουράς απέναντι στις ΗΠΑ, διακυβεύοντας αποκλειστικά και μόνο τα δικά της συμφέροντα. Από την ενεργειακή ακρίβεια μέχρι τα οπλικά συστήματα, η ΕΕ πληρώνει τις επιλογές των ηγετών της να στοιχίζονται χωρίς την παραμικρή αμφισβήτηση σε ένα κρεσέντο αντιρωσικής ψύχωσης και αμερικανόπνευστης επιθετικότητας που στο βάθος της έχει τη σύγκρουση ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα για την παγκόσμια ηγεμονία. Αυτή η Ευρώπη δεν αντιστοιχεί στα συμφέροντα και στις επιθυμίες των πολιτών της. Ακόμα και η ευρωπαϊκή ακροδεξιά (Λεπέν, Μελόνι, Βίλντερς κλπ) πρωτοστατεί σε αυτή την πορεία, με τον Όρμπαν να αποτελεί τη μοναδική εξαίρεση. Μπορούν να εμφανιστούν δυνάμεις που να αμφισβητήσουν την πλήρη και εξευτελιστική υποταγή της Ευρώπης στο άρμα των αμερικανικών τυχοδιωκτισμών; Μπορούν να εμφανιστούν δυνάμεις που να αμφισβητούν την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού;

6. Ταυτόχρονα με ένα πανευρωπαϊκό διακύβευμα που αφορά τον εξευτελιστικό γεωπολιτικό προσανατολισμό της Ευρώπης και τη θεσμοποιημένη νεοφιλελεύθερη πολιτική των Βρυξελλών, το εθνικό ζητούμενο στη μάχη των ευρωεκλογών θα ήταν να γίνουν μικρά αλλά υπαρκτά βήματα στην κατεύθυνση της πολιτικής εκπροσώπησης των κοινωνικών στρωμάτων που διαρκώς συμπιέζονται από το νεοφιλελευθερισμό, τις ιδιωτικοποιήσεις, την ακρίβεια, την ταξική μεροληψία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Οι κοινωνικοί αγώνες, σκόρπιοι, ασυντόνιστοι και απρογραμμάτιστοι, δεν έχουν πολιτική έκφραση. Για αυτό και αδυνατούν να πετύχουν όχι απλά νίκες αλλά και μικρές μετατοπίσεις ή παραχωρήσεις. Για αυτό και δυναμώνει η υπεροψία και η ψευδαίσθηση παντοδυναμίας της κυβέρνησης της ΝΔ. Οι κοινωνικοί αγώνες έχουν -προς το παρόν- εκλογική εξαργύρωση από το ΚΚΕ που έχει αναγάγει σε ύψιστη μορφή πολιτικής το «να βγάλει συμπεράσματα ο λαός και να ψηφίσει την επόμενη φορά ΚΚΕ».

7. Οι ευρωεκλογές θα πρέπει να υπηρετήσουν την ανάγκη συγκρότησης ενός νέου πολιτικού υποκειμένου που να είναι πόλος έλξης, μια μετωπική πολιτική σύνθεση που θα έχει μαζικό λόγο και απεύθυνση, συγκροτημένο πρόγραμμα που θα ανταποκρίνεται στον σημερινό πραγματικό συσχετισμό και θα πείθει το λαό και την εργαζόμενη κοινωνία για την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα μιας συνολικής αλλαγής. Δεν είναι ζητούμενο οι μάξιμουμ τοποθετήσεις επί παντός επιστητού, δεν είναι ζητούμενο οι αυτοαναφορικές καταγραφές που δεν προσφέρουν το παραμικρό εδώ και δεκαετίες στον κόσμο της Αριστεράς και των αγώνων. Είναι αδιάφορες οι προσπάθειες συνελεύσεων και συζητήσεων που ξαναπαίζουν για πολλοστή φορά το παιχνίδι του πολιτικού μουτζούρη που τάχα επιζητά ενότητα ανάμεσα σε δυνάμεις που όλοι ξέρουν ότι αδιαφορούν για αυτήν. Όπως και απωθητικές είναι οι επαναλήψεις εγχειρημάτων που χαρακτηρίζονται από ηγεμονισμούς και εγωπάθειες. Ένα ενωτικό ψηφοδέλτιο – βήμα προς μια μετωπική συγκρότηση θα μπορούσε να είναι μια έντιμη και ουσιαστική διέξοδος από το αδιέξοδο στο οποίο εδώ και χρόνια βρίσκεται η Αριστερά και οι αριστεροί που δεν έχουν παραιτηθεί από την πεποίθηση ότι υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από τον νεοφιλελευθερισμό και τον ευρωατλαντισμό.

8. Υπάρχουν δυνάμεις που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σε μια τέτοια κατεύθυνση; Ναι, αν συγκρουστούν με πλευρές του εαυτού τους σε τρεις βασικές πλευρές – προϋποθέσεις.

– Χρειαζόμαστε συγκρότηση πολιτικού φορέα – πολιτικής δύναμης με οργανώσεις εκεί που δουλεύουν, σπουδάζουν και ζουν οι νέοι και οι λαϊκές τάξεις. Με δημοκρατική λειτουργία, εναλλαγή, ανακλητότητα. Οι προσωπικότητες, οι παράγοντες, οι διανοούμενοι, η παρουσία στα ΜΜΕ είναι χρήσιμα-ειδικά για τις εκλογές- αλλά αν υποκαθιστούν την βασική κατεύθυνση που είναι ένας φορέας μελών που θα αναμετριέται με την αλλαγή του κοινωνικού συσχετισμού καθημερινά, μέσα από την μάχη της προπαγάνδας και από εστίες αντίστασης, είναι αποπροσανατολιστικά.

– Χρειαζόμαστε φυσιογνωμία που θα έρχεται σε ρήξη με την υπαρκτή ταυτότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς, η οποία συμβάλλει στην αναξιοπιστία της μέσα στις λαϊκές τάξεις. Προτεραιότητα στο ταξικό-κοινωνικό ζήτημα και όχι στα ατομικά δικαιώματα. Υπεράσπιση της εθνικής-λαϊκής κυριαρχίας στα πλαίσια μιας διεθνιστικής αντιιμπεριαλιστικής πολιτικής.

– Χρειαζόμαστε ένα συγκροτημένο πρόγραμμα που θα ανταποκρίνεται στον σημερινό πραγματικό συσχετισμό και θα πείθει βήμα το βήμα το λαό και την εργαζόμενη κοινωνία για την αναγκαιότητα μιας συνολικής αλλαγής-και όχι συνθήματα. Πρόγραμμα εκλογικό και πολιτικό, που να δημιουργεί την πεποίθηση ότι μπορούν να εφαρμοστούν κρίσιμες πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις και αιτήματα, με στόχο την τροποποίηση του πολιτικού και κοινωνικού συσχετισμού δύναμης. Ενδεικτικά και προς συζήτηση:

  • Ανεξάρτητη πολύπλευρη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Αντιπαράθεση με την πολιτική εξάρτησης της ΕΕ από τις ΗΠΑ τόσο σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις κυρώσεις στη Ρωσία. Να απαιτήσει την καταγγελία της Ισραηλινής στρατιωτικής μηχανής από την ΕΕ και την διακοπή των σχέσεων με το Ισραήλ αναγνωρίζοντας, η ΕΕ, το Παλαιστινιακό κράτος.
  • Να καλέσει τα κράτη και τους λαούς της ΕΕ σε ανυπακοή και σε άρνηση εφαρμογής του συμφώνου σταθερότητας  με στόχο την κατάργησή του.
  • Η Ελλάδα να δημιουργήσει με χώρες εκτός ΕΕ ισότιμες αμοιβαίες και επωφελείς οικονομικές, εμπορικές, πολιτιστικές και πολιτικές σχέσεις
  • Να θέσει ως στόχο την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της υπερτουριστικοποίησης και του real estate. Να οικοδομήσει σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας με διαρκή διαβούλευση και σεβασμό στις πραγματικές ανάγκες και τα σημερινά δεδομένα του τόπου και των εργαζόμενων/παραγωγών ανά περιφέρεια.
  • Να ανασυγκροτήσει τις διαλυμένες κρατικές υποδομές, υπηρεσίες. Να επιστραφούν στο δημόσιο οι μεταφορές, η ενέργεια οι τηλεπικοινωνίες. Να θωρακίσει το φυσικό πλούτο και την ζωή και περιουσία από τις φυσικές καταστροφές, τις πυρκαγιές, τις πλημμύρες και τους σεισμούς. Να λύσει τα χρόνια προβλήματα σε υγεία και παιδεία σε μια κατεύθυνση κατοχύρωσής τους ως κοινωνικά δικαιώματα και όχι ως εμπορεύματα – όπως γίνεται σήμερα.
  • Να αναδιανείμει τον πλούτο υπέρ των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων με αυξήσεις στους μισθούς, αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, φορολόγηση της χλιδής και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, αντιπαράθεση με τα καρτέλ σε ενέργεια, τρόφιμα, φάρμακα κ.α.

Πολιτικά σημειώματα | Δεκέμβριος 2023. Ακροδεξιά: Να ανησυχήσουμε για την επέλασή της;

Η εκλογή Μιλέι, του τρελού με το αλυσοπρίονο, στην Αργεντινή, μπορεί να απομάκρυνε τις Κίνα, Ρωσία, Βραζιλία και να σόκαρε τα BRICS (τα οποία η Αργεντινή εγκαταλείπει), να ευχαρίστησε τις ΗΠΑ και το νόμισμα τους με το οποίο επανασυνδέεται, να ενθουσίασε τους (διεθνείς και ντόπιους) ολιγάρχες γιατί τους έταξε το «ότι μπορεί να κρατήσει ο ιδιωτικός τομέας θα το κρατήσει», να  χάιδεψε τα αυτιά των Αργεντίνων,με το τραμπικό σύνθημα «πρώτα η Αργεντινή» και με  το τέλος του πληθωρισμού (που τρέχει με 150%), όμως σκόρπισε πολλά ενδιαφέροντα και σκληρά ερωτηματικά για την φορά της αλλαγής σε  ένα κόσμο που πράγματι αλλάζει ενώ κατακερματίζεται.

Στην γηραιά ήπειρο «της ευημερίας, του πολιτισμού και της δημοκρατίας»  άνεμος αισιοδοξίας φυσάει σε όλα τα ακροδεξιά μορφώματα σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.

Στις πρόσφατες εκλογές στην Ολλανδία το ακροδεξιό κόμμα του Βίλντερς βγήκε πρώτο και ο ίδιος φιλοδοξεί να γίνει πρωθυπουργός των Ολλανδών. Στη Γερμανία, το ενδεχόμενο εκλογών ταυτόχρονα με τις ευρωεκλογές τον Ιούνιο του 2024, ανεβάζει δημοσκοπικά πολύ ψηλά το ακροδεξιό κόμμα AFD (Εναλλακτική Γερμανία). Έχουμε ακροδεξιά πρωθυπουργό στην Ιταλία (Μελόνι), άνοδο του VOX στην Ισπανία και του FPO στην Αυστρία, η ακροδεξιά στη Σουηδία έφτασε στο 20% και στηρίζει την κυβέρνηση, στη Φιλανδία είναι επίσης εταίροι στην κυβέρνηση, στην Πολωνία κυβερνά ο ακροδεξιός Ματέους Μοραβιέσκι από το 2017, ενώ στην  Ουγγαρία κυβερνάει για 13 χρόνια ο Βίκτορ  Όρμπαν, ακροδεξιός με φιλορωσική ιδιοτελή κατεύθυνση, αλλά και  στη  φτωχότερη  Βουλγαρία η φιλορωσική ακροδεξιά ανέβηκε στο 14%. Να μην ξεχνάμε τέλος και την Γαλλία της Λεπέν που απειλεί τον Μακρόν και δημοσκοπικά είναι δημοφιλέστερη του.

Στην Ευρώπη μπορούμε να μιλάμε για μια αντιδραστική, αντιπολιτική  και αντιδημοκρατική μετατόπιση που εδράζεται αλλά και αλληλοτροφοδοτείται από μια κοινωνική μεταστροφή προς εθνικιστικές, ρατσιστικές και συντηρητικές απόψεις και στάσεις ζωής.

Που οφείλεται αυτό το φαινόμενο  πόσο επικίνδυνο είναι και  τι πρέπει να κάνει μια πραγματικά αριστερή πολιτική δύναμη;

Πριν λίγα χρόνια για την Ευρώπη και ειδικά για την ΕΕ θα  παρέπεμπε σε  σενάρια επιστημονικής  φαντασίας η ύπαρξη μιας ισχυρής ακροδεξιάς και ενός μείγματος πολύπλευρου και αντιφατικού εθνικισμού. Και αυτό γιατί αυτά τα πολιτικοκοινωνικά μορφώματα εμφανίζονταν να συγκρούονται  με το διακηρυγμένο και μονότονα προπαγανδιστικό επίσημο και θεσμικό όραμα της Ευρώπης, της συνεργασίας της ενοποίησης και του κοσμοπολιτισμού.

Η οικονομική κρίση του 2008, η πανδημία και ο φόβος αλλά και οι αντιεπιστημονικές θεωρίες που την συνόδεψαν, ο πληθωρισμός και ο κίνδυνος μιας πολύχρονης και σκληρής φτωχοποίησης, το τέλος των προσδοκιών, οι αλλαγές στo εκπαιδευτικό σύστημα (πχ.υποχρηματοδότηση έως εγκατάλειψη των ανθρωπιστικών σπουδών, εξασθένιση έως και απόρριψη της κριτικής σκέψης κ.α), η συρρίκνωση της κοινωνικής συνοχής, το «τέλος» των κοινωνικών και συλλογικών αξιών και το σύνολο του ανθρωπολογικού μοντέλου που εισήγαγε -και το οποίο ηγεμονεύει – ο νεοφιλελευθερισμός, είναι μόνο μερικές από τις πολύ σοβαρές αιτίες πάνω στις οποίες στρώθηκε το χαλί για να περπατήσει η ακροδεξιά.

Μπορούμε να το πούμε και αλλιώς, το τέλος του κομμουνισμού σαν εναλλακτικό όραμα και πραγματικότητα και η ταυτόχρονη επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, άνοιξαν την πόρτα στην ακροδεξιά. Ο νεοφιλελευθερισμός αγκαλιάστηκε από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία (Μπλέρ, Σρέντερ, Ολάντ κλπ), δημιουργώντας ένα πολιτικό κενό στα αριστερά της παραδοσιακής Δεξιάς, τελειώνοντας το δικομματισμό 50 περίπου χρόνων, μαζί με τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και δικαίου, της μεταπολεμικής δημοκρατίας και της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας.

Μια σειρά από πολιτικοί και κρατικοί θεσμοί βρίσκονται στο στόχαστρο και απαξιώνονται, ενώ μια γενικευμένη δυσαρέσκεια απλώνεται απέναντι στο ενιαίο κομματικό – πολιτικό σύστημα. Όλα αυτά γίνονται βούτυρο στο ψωμί της ακροδεξιάς τα οποία τα εκμεταλλεύεται κατάλληλα προβάλλοντας ένα αντισυστημικό αφήγημα που βεβαίως είναι ένας επικίνδυνος μύθος.

Αν η σοσιαλδημοκρατία – κεντροαριστερά ζει και βλέπει την μείωση των ποσοστών της και την λεηλάτηση της από την παραδοσιακή δεξιά, η αριστερά είτε δεν υπάρχει, είτε καταποντίζεται.

Σχηματίζεται λοιπόν μια νέα κατάσταση και μια νέα δυναμική στην Ευρώπη, όπου εμφανίζεται ένα «ανταγωνιστικό» δίπολο από την μια δεξιά/κεντροδεξιά, και από την άλλη ακροδεξιά, ανταγωνίζονται για την κυβερνητική εξουσία και καταλήγουν εταίροι σε αρκετές περιπτώσεις. Η ακροδεξιά ατζέντα και πρόγραμμα ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στη δεξιά και δεν αποτελεί καθόλου έκπληξη ότι οι θέσεις που ενώνουν ακροδεξιά και κεντροδεξιά είναι περισσότερες από αυτές που τις χωρίζουν.

Η όποια αντιπαράθεση ή διαφωνία δεν αφορά το κοινωνικό πρόβλημα και τις πραγματικές σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Η δυστυχία/έλλειψη είναι ότι ο πραγματικός κοινωνικός διχασμός πού θεμελιώνεται από την ταξική πάλη και αντιπαράθεση δεν βρίσκει πολιτική εκπροσώπηση (κατά το ένα μέρος του), και από αυτήν την άποψη, το σχήμα δεξιά – αριστερά εμφανίζεται ξεπερασμένο.

Έτσι, η πολιτική ορθότητα του παρελθόντος βρίσκεται στο στόχαστρο και αντιμετωπίζεται κυρίως από τις φτωχές, αμόρφωτες και εγκαταλελειμμένες λαϊκές (μην ξεχνάμε τα μικροαστικά ριγμένα και με χαμηλές προσδοκίες στρώματα)  και εργατικές μάζες με αρκετή απέχθεια και στα όρια του μίσους. Αμφισβητούνται διαρκώς και περισσότερο  η πολυπολιτισμικότητα, η παγκοσμιοποίηση, ο κοσμοπολιτισμός και αναδεικνύονται δηλητηριώδικα ο ρατσισμός, ο εθνικισμός (χωρίς όμως εθνική κυριαρχία), και ο ρηχός πατριωτισμός (χωρίς φυσικά αντιιμπεριαλισμό), σαν κεντρικά προτάγματα και συνθήματα στα οποία τσιμπάει και ένα μέρος της νεολαίας.

Η ακροδεξιά είναι προσεκτική –στις περισσότερες των μορφών της- σε σχέση με τον παλιό  φασιστικό λόγο και την πρακτική του. Όμως ο αντισυστημισμός της τελειώνει όταν έχει πρακτικά και κυβερνητικά να αποφασίσει για τα λαϊκά στρώματα, τα προβλήματα και αιτήματα  τους, που αφορούν  στην υπεράσπιση των εργατικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων. Δεν μπορεί, ούτε θέλει να επιβάλει μια πολιτική αναδιανομής του παραγόμενου  πλούτου με μονομερή κατεύθυνση προς τους  εργαζόμενους, δεν έχει στο πρόγραμμα της την υπεράσπιση και την διεύρυνση του δωρεάν και κοινωνικού χαρακτήρα των υπηρεσιών υγείας, ασφάλειας, εκπαίδευσης, πρόνοιας κλπ. Από την άποψη αυτή διαμορφώνει ένα αντικομματικό-αντιπολιτικό λόγο χωρίς κανένα αφήγημα εναλλακτικό και ανατρεπτικό του σχήματος «Δεν υπάρχει εναλλακτική».

Στην Ελλάδα έχουμε τρεισήμισι κόμματα με ακροδεξιό λόγο (Σπαρτιάτες με υποβολέα τον Κασιδιάρη, Νίκη, Ελληνική Λύση και μέρος της ΝΔ) μέσα στη Βουλή, ενώ διεκδίκησαν την ψήφο μας πάνω από 10 αντίστοιχα πολιτικά μορφώματα, που αποδεικνύει το γεγονός ότι η ακροδεξιά έχει μεγάλη ζήτηση αλλά δεν έχει ηγεσία που να τη συνενώνει και να δημιουργεί ικανότητα  κυβερνητικής δύναμης. Σήμερα αυτό φαντάζει καθησυχαστικό αλλά δεν μπορεί να το αντιμετωπίζουμε διαρκώς με αυτό τον τρόπο.

Η ΝΔ έχει ακόμα την δυνατότητα (από το 1974 τουλάχιστον με τον Κ. Καραμανλή), να εγκλωβίζει – ενσωματώνει ένα παραδοσιακό ακροδεξιό ακροατήριο που υπάρχει ιστορικά στην Ελλάδα και βρίσκεται τουλάχιστον στο 5% -8% του εκλογικού σώματος. Οι παρουσίες Βορίδη – Πλεύρη- Γεωργιάδη, αλλά και οι αντιπολιτευτικές κορώνες – φωνές του Σαμαρά, επιλεκτικά σε κοινωνικά ζητήματα (γάμος ομοφυλοφίλων εκκλησία κ.α), καθώς και σε «εθνικά» θέματα (πχ Πρέσπες), που όμως δεν έχουν καθόλου  αντινατοϊκό χρώμα, ενσωματώνονται χωρίς φθορά εντός της ΝΔ.

Η σημερινή αυτοαποκαλούμενη αριστερά βοηθά στην ανάπτυξη αυτών των αντιλήψεων και των πολιτικών μορφωμάτων γιατί πολύ απλά το υπάρχον πραγματικό κενό δεν την ενδιαφέρει να το καλύψει και αντικειμενικά το έχει εδώ και χρόνια εκχωρήσει στην ακροδεξιά.

H σημερινή λεγόμενη αριστερά είναι μια νεοφιλελεύθερη και ατλαντικο-δυτική αριστερά.  Και τούτο γιατί:

  1. Έχει εγκαταλείψει τα λαϊκά στρώματα, θεωρώντας πως το κοινωνικό ζήτημα έχει χοντρικά επιλυθεί από τον 20ο αιώνα με το κράτος προνοίας. Στο σημείο αυτό πρέπει να προβληματιστούμε για το τι εννοούμε και τι περιλαμβάνει το κοινωνικό ζήτημα: δεν εννοούμε σκέτα νέτα και χυδαία τα οικονομικά ζητήματα –παρόλο που η οικονομία είναι η βάση- αλλά εννοούμε το σύνολο των ζητημάτων της καθημερινής ζωής που χειραφετούν την εργατική τάξη και απελευθερώνουν τον άνθρωπο. Δεν έχουμε μια προλεταριακή λαϊκή αριστερά, αλλά μια αριστερά απεύθυνσης και έκφρασης των μικροαστικών και μεσαίων στρωμάτων που υποστηρίζει τα αιτήματά τους, που ο δικαιωματισμός με μπόλικη οικολογία και κοσμοπολιτισμό (που βαφτίζεται διεθνισμός), έχει αντικαταστήσει την υπεράσπιση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων, και κάνει μια απλή αναφορά για τις ανισότητες και τις σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης και  καταπίεσης που τις γεννούν.
  2. Έχει υποστείλει τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας – κυριαρχίας και του πατριωτισμού (πατριωτισμός χωρίς αντιιμπεριαλισμό είναι εθνικισμός και σωβινισμός), χωρίς να προσφέρει ένα αντισυστημικό εναλλακτικό λόγο στην ακροδεξιά που εκμεταλλεύεται το κενό και εκφράζει ένα συνθηματολογικό πατριωτισμό χωρίς να στοχοποιεί την πολιτική της εξάρτησης (οικονομική –πολιτική- στρατιωτική) από τον δυτικό ιμπεριαλισμό.

Είναι ανάγκη να τεθούν οι προτεραιότητες (ενάντια στον ευρωατλαντισμό, τον ιμπεριαλισμό και την παγκοσμιοποίηση, και στο κέντρο να βρίσκονται  τα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα και η υπεράσπισή τους και όχι ο εύκολος και ενσωματώσιμος δικαιωματισμός). Είναι ανάγκη η οικοδόμηση μιας χρήσιμης για τους εργαζόμενους και επικίνδυνης για το σύστημα αριστεράς, που θα αμφισβητεί το δόγμα της ΤΙΝΑ και θα αναζητά την «ουτοπία» ενός άλλου κόσμου που στο προσκήνιο θα είναι οι λαοί και οι εργαζόμενοι. Αυτή η ταυτότητα πρέπει να έχει η αριστερά.

Καταπίνοντας τα μνημόνια, διυλίζοντας τον Κασσελάκη

Επαληθεύοντας όλα τα προγνωστικά ο Στέφανος Κασσελάκης πέτυχε ευρεία νίκη στις εκλογές για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ και πλέον είναι το αδιαφιλονίκητο φαβορί. Τα στελέχη και τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που απορούν με την εκτόξευση προς την προεδρία ενός μέχρι πρόσφατα άσχετου με το κόμμα και την ιστορία του, κακώς απορούν. Το ένα και μοναδικό κριτήριο του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ είναι να μην εξαϋλωθεί η αξιωματική αντιπολίτευση, να μην επιστρέψει στο 3%, και -ίσως-  να μπορέσει να ξαναχτυπήσει την πόρτα της εξουσίας. Αυτή την προοπτική μπορεί να τη δώσει ένας νεότερος και ωραιότερος Μητσοτάκης, δεν μπορούν να τη δώσουν πρόσωπα και στελέχη που ταυτίστηκαν με τη χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση – και ακόμα περισσότερο – με τη χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση. 

Απορούν και εξίστανται σχολιαστές και δημοσιογράφοι για τη μετεωρική άνοδο του Στέφανου Κασσελάκη, για τη μεταπολιτική και τη μεταδημοκρατία, για την αμερικανική πρεσβεία και την πλήρη επικράτηση των ιδεολογημάτων της αριστείας και της προσωπικής επιτυχίας. 

Μα αν έχεις υιοθετήσει το σύνολο της πολιτικής και της ιδεολογίας, γιατί να μην υιοθετήσεις και τον τρόπο με τον οποίο αυτή η πολιτική και αυτή η ιδεολογία επιλέγει τους εκφραστές της;

Αυτοί που κατάπιναν αμάσητα τα μνημόνια, τις ιδιωτικοποίησεις, την υποθήκευση για δεκαετίες του δημόσιου πλούτου, την ολόψυχη προσχώρηση στον αμερικανονατοϊκό άξονα, την αποδοχή του μονόδρομου λιτότητας των Βρυξελλών, αυτοί που υπηρέτησαν (με πόνο καρδιάς αλλά και μέχρι κεραίας) ό,τι ζήτησε ο ευρωατλαντισμός και η εγχώρια άρχουσα τάξη, γιατί διαμαρτύρονται;

Αυτοί που μοναδικό τους κριτήριο έκαναν το να αποκτήσουν μια Αριστερά που να ξεφύγει από το “αριστεροχώρι” και να μπορέσει να κυβερνήσει, υιοθετώντας το σύνολο σχεδόν του πολιτικού και αξιακού πλαισίου του αντιπάλου, γιατί απορούν;

Ο Κασσελάκης τους φταίει;

Εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο Κασσελάκης, και μάλιστα πολύ πιο αληθινή και πιστή από τις μαρξίζουσες αμπελοφιλοσοφίες του Τσακαλώτου και τα αλτουσεριανά φληναφήματα του Τζανακόπουλου. Γιατί δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ να πρέπει να έχει επικεφαλής κάποιον ή κάποια που να παριστάνει κάτι που δεν είναι;

Γιατί θα πρέπει ο επικεφαλής του να παριστάνει το στέλεχος της Αριστεράς ενώ ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τίποτα διαφορετικό από Democrats και μάλιστα σε αποδρομή; Γιατί θα πρέπει να αντλείς το πολιτικό σου κεφάλαιο από τον Ηλιού, τον Πουλαντζά και τον Ελεφάντη, ενώ ασκείς την πολιτική του Μπάιντεν;

Ο Κασσελάκης ήταν και είναι η μόνη έντιμη επιλογή για όποιον έχει πραγματική και όχι φαντασιακή εικόνα για το τι είναι και τι εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Δεξιά, συστημική, αμερικανόπνευστη (και αμερικανοκίνητη) επιλογή, επιλογή της αγοράς και των χρηματαγορών, προερχόμενη κατευθείαν από τον κόσμο της αριστείας, της Εκάλης και του Κολλεγίου Αθηνών. Δεν “καταλαμβάνει” το κόμμα, απλώς το κόμμα βρήκε αυτόν που το εκφράζει καλύτερα.

Γιατί άλλωστε να μπλέκεις με νέους Τσίπρες που βαρύνονται και με το προπατορικό αμάρτημα του δημοψηφίσματος;

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα που κυβερνά χωρίς τις αρχές της Αριστεράς, γιατί ο επικεφαλής του πρέπει υποκριτικά να δηλώνει πίστη σε αυτές;

Αριστερός ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να υπάρξει, ας υπάρξει τουλάχιστον ειλικρίνεια. 

ΥΓ. Το πρόβλημα με τον Κασσελάκη δεν είναι ότι θα βγει πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα είναι ότι η νίκη του είναι μια ακόμα απόδειξη της κατάργησης της πολιτικής, με το περιτύλιγμα, την εικόνα, το πλασάρισμα και συνεπώς την κενολογία, τη μπουρδολογία και τη ρηχότητα να έχουν το πάνω χέρι. Η μετεωρική πορεία και η φαντασμαγορική επίδοση του Κασσελάκη, πιστοποιούν ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο.

Βουβές εκλογές, ελλείψεις, κενά, αλλά και ελπίδες

Αλήθεια γίνονται εκλογές;  Ναι, γιατί δεν εξηγείται αλλιώς ο γνωστός  πληθωρισμός φυλλαδίων, συνθημάτων, κινήσεων, στημένων συγκεντρώσεων, βαρετών συζητήσεων στα ΜΜΕ. Το γνωρίζουν αυτό τα  κολακευόμενα «αντικείμενα» που θεωρούνται πολίτες  και (προσ) καλούνται ως λαός να ψηφίσουν;

Κοινή διαπίστωση είναι ότι λίγες  μέρες πριν να ανοίξουν οι κάλπες έχουμε μια διάχυτη σιωπή, μια ατμόσφαιρα βουβαμάρας. Στα διλήμματα των τριών προσωπείων που υπηρετούν τη μνημονιακή ισορροπία (που όμως κάτω από όρους είναι περαστική και κινούμενη), ο κόσμος μοιάζει να αδιαφορεί. Ο κόσμος έχει αντιπάθειες, δεν εμπιστεύεται και δεν του αρέσουν τα προβαλλόμενα πρόσωπα. Οδεύουμε σε εκλογές που η ψήφος θα καθοριστεί από την ποσότητα και την ποιότητα της αντιπάθειας, το βάθος  της αναξιοπιστίας, τον θυμό των νέων.

Δεν έχουμε πλειοψηφική ψήφο πίστης, δεν έχουμε μεγάλα ποσοστά συσπείρωσης, σιγουριάς, θετικότητας ψήφου. Παραφράζοντας τον «εθνάρχη» την Κυριακή θα ψηφίζουν και την ίδια ώρα θα αισθάνονται κοψοχέρηδες.

Είναι σωστό, είναι δίκαιο όμως να είμαστε έκπληκτοι και να αναρωτιόμαστε για αυτό το βουβό κλίμα;

Θα ξεχάσουμε άραγε το τι συνέβη στην Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια; Θα ξεχάσουμε τις ομοιότητες στην πολιτική, που ακόμα και στο έγκλημα των Τεμπών μας υπενθύμισαν την διάλυση του κράτους; Θα ξεχάσουμε το κορωνοϊό και τις χιλιάδες των νεκρών, τη διάλυση του καθημαγμένου ΕΣΥ; Θα ξεχάσουμε τις ιδιωτικοποιήσεις του ηλεκτρισμού, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, τις καθηλωμένες συντάξεις και τους δεκάδες χιλιάδες νέους που μετανάστευσαν;

Οι υπεύθυνοι, είτε με αυταπάτες, είτε χωρίς, έχουν ονοματεπώνυμο: ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, όλοι μαζί, υπηρέτες και οικοδόμοι της μνημονιακής ελλαδικής πραγματικότητας, διαγκωνίζονται σήμερα για το πόσο άγρια ή ήπια θα είναι η διαχείριση της σημερινής (μνημονιακής πάντα) ισορροπίας.

Η διάχυτη αναξιοπιστία που απλώνεται στο σύνολο του επίσημου αλλά δυστυχώς ακουμπά και τον λεγόμενο ανεπίσημο πολιτικό κόσμο, μπορεί να χαρακτηρισθεί  ως πολυπαραγοντικό φαινόμενο.

Πρώτον γιατί στην ψυχολογία, στο «συλλογικό ασυνείδητο» των μαζών, έχει εμπεδωθεί η αντίληψη ότι το πλαίσιο είναι δεδομένο και δεν το πειράζει κανένας. Αυτό το πλαίσιο είναι η διπλή θηλειά που εξαρτά την ελλαδική πραγματικότητα και καθορίζει τις καθημερινές ζωές των ανθρώπων. Από τη μια, η θηλιά της ΕΕ που επιβάλλει τις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές και έχει εγκαταστήσει το μνημονιακό πλαίσιο από το 2010. Από την άλλη, η ευρωατλαντική θηλιά  όπου η μεγάλη δύναμη, οι ΗΠΑ, ως αυτοκράτορας, κάνουν ό,τι θέλουν, όπου θέλουν.  Στις καθημερινές ζωές των ανθρώπων μοιάζει η πολιτική να μην έχει κάποιο χρήσιμο ρόλο και αξία. Υπάρχει η άποψη (εσφαλμένα αλλά υπάρχει και είναι ισχυρή και βαίνει αυξανόμενη) ότι με την πολιτική και ειδικά τις εκλογικές διαδικασίες, δεν ανατρέπεται η καθημερινότητα σου, δεν καλυτερεύει η ζωή σου.

Ποιο από τα τρία πρόσωπα του δικομματισμού (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ) στην Ελλάδα θέλει να ανατρέψει αυτό το πλαίσιο ή έστω θέλει να αμφισβητήσει και να αρνηθεί  πλευρές του;

Εδώ απαγορεύεται μάλιστα δια αποκλεισμού και φραστικού προπηλακισμού οποιαδήποτε συζήτηση που θίγει ακροθιγώς το νόμισμα και την πολιτική του ευρώ, τους μη αιρετούς οργανισμούς και «άρχοντες» της Ε.Ε. με τους παχυλούς μισθούς και το θανάσιμο μίσος τους για τον κόσμο της δουλειάς.

Απαγορεύεται και η συζήτηση για το άλλοτε λαομίσητο  ΝΑΤΟ, την ίδια στιγμή που έχουν φροντίσει να αμβλύνουν την μνήμη αλλά και τα δίκαια αντιαμερικανικά αισθήματα του λαού μας. Μια συζήτηση που δεν γίνεται, ενώ είναι εμφανείς, τόσο η ρυτιδιασμένη και παρακμάζουσα οικονομικά, πολιτισμικά και πολιτικά ΕΕ, αλλά και η ανάδυση νέων πόλων στο παγκόσμιο επίπεδο, που αρνούνται στις ΗΠΑ να συνεχίζουν να παίζουν τον ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα και στο δολάριο  να είναι το αποθεματικό και παγκόσμιο ανταλλακτικό νόμισμα

Δεύτερος λόγος της πολιτικής αναξιοπιστίας είναι ότι η μορφή που παίρνει η σημερινή πολιτική έχει περισσότερο να κάνει με επικοινωνιακά τρυκ και πόζες παρά με εκπροσώπηση συμφερόντων. Σελέμπριτις να κοσμούν τα ψηφοδέλτια, λαμπερά πρόσωπα σε ιλουστρασιόν χαρτιά και καμπάνιες στο διαδίκτυο, και βέβαια εμπέδωση ότι πολιτική σημαίνει πρόσωπα και όχι έκφραση συμφερόντων. Απουσιάζουν οι άνθρωποι του πραγματικού μόχθου, όχι μόνο από τα ψηφοδέλτια αλλά πρωτίστως από τη συζήτηση. Είναι αόρατοι, είναι αποκλεισμένοι.

Αντιθέτως ο κόσμος της Εκάλης και του Κολωνακίου, αλλά και οι μεσοαστικές και κάποιες μικροαστικές κατηγορίες, αυτές που αποκαλούνται το οικονομικό κέντρο που καθορίζει το πολιτικό κέντρο και τα πράγματα στην χώρα, είναι παρόντες. Λες και αυτοί είναι το πλειοψηφικό και το καθοριστικό στοιχείο των εκλογών. Φυσικά, αυτό γίνεται για λόγους ευρύτερων κοινωνικών συναινέσεων που έχει ανάγκη η αστική πολιτική, αλλά και για να εμπεδώσει η πλειοψηφική «πλέμπα» ότι αν θέλει να είναι λιγάκι ορατή πρέπει να εξαρτηθεί από αυτούς.

Τρίτος λόγος της διευρυμένης αναξιοπιστίας είναι τα υπαρκτά ερωτήματα: παίρνονται οι αποφάσεις στο κοινοβούλιο; Έχει αξία η ψήφος; Μπορούν πραγματικά να διαμορφώνουν την πραγματικότητα οι πολιτικές αποφάσεις και η λαϊκή ετυμηγορία;

Αυτά τα ερωτήματα που ο λαός τα απαντάει αρνητικά έχουν δημιουργήσει το τεράστιο και συνεχώς αυξανόμενο αίσθημα της έλλειψης εμπιστοσύνης. Έχει συρρικνωθεί η λαϊκή κυριαρχία, η δύναμη των  εθνικών  κοινοβουλίων, η αγορά και οι θεσμοί της επιβάλλουν πολιτικές, ενώ οι από κάτω είναι αμόρφωτοι, είναι αποκλεισμένοι, αντιμετωπίζονται σαν πράγματα-αντικείμενα που δεν τους συναντάμε, δεν τους ακούμε. Αποτελούν επιπλέον εύφορο έδαφος το οποίο μπορεί να σπαρθεί το φασιστικό δηλητήριο και να αποτελέσουν μαζικό στρατό της ακροδεξιάς, η οποία βαπτίζεται με το δήθεν ταξικό μίσος της ως αντισυστημική δύναμη.

Υπάρχουμε εμείς, υπάρχουν και αυτοί, αλλά δεν είναι καθαρό, ούτε το εμείς, ούτε το αυτοί. Ενώ υπάρχουν δυο Ελλάδες, δυο κόσμοι, ενώ ο ταξικός διχασμός είναι παντού ορατός, σε όλες τις πλευρές της καθημερινής ζωής, δεν βρίσκει αξιόπιστη πολιτική έκφραση. Δεν υπάρχει το κόμμα των φτωχών που θα τα βάλει με το κόμμα των πλουσίων.

Η σημερινή μορφή της πολιτικής στην περίοδο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο. Το συναντάμε σε όλες τις χώρες του ευρωατλαντικού πόλου και στην ίδια την ιμπεριαλιστική μητρόπολη, τις ΗΠΑ. Έχει στο DNA της: την εκχώρηση της εξουσίας και των αποφάσεων στην αγορά, τη δημιουργία εθνικών και υπερεθνικών οργανισμών μη αιρετών αλλά εντεταλμένων από την αγορά, που αποφασίζουν και δεσμεύουν λαούς, περιοχές, τάξεις και στρώματα, τη συρρίκνωση της ελάχιστης λαϊκής κυριαρχίας και δημοκρατίας, τη δραματική μείωση της δύναμης των κοινοβουλίων, τον αποκλεισμό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, των φτωχών, των σύγχρονων της γης των κολασμένων. Αυτοί οι αόρατοι, οι άφωνοι, οι δίχως έκφραση, αποτελούν όμως στρατό, που στα τελευταία χρόνια προβάλλει επικίνδυνα στο προσκήνιο εκφράζοντας περισσότερο την οργή και απόγνωσή του.

Αποκλεισμένη και απαγορευμένη (κατασταλτικά, προληπτικά και  ιδεολογικά) παραμένει η συζήτηση για το πώς να πάμε αλλιώς, πώς να ξανασχεδιάσουμε και να ξανασκαλίσουμε τους δρόμους μιας εναλλακτικής πορείας, μιας χειραφέτησης που θα πατά στο τέλος του καπιταλισμού και θα απαντά ότι υπάρχει ζωή μετά τον καπιταλισμό, και αυτή βεβαίως δεν είναι η δευτέρα παρουσία. Αλλά αυτό το κενό αναζητά έκφραση, ύλη, δύναμη, σχέδιο. Πάνω από όλα αναζητάει την ανάληψη της ευθύνης να τεθεί με σοβαρούς όρους η ατζέντα της συζήτησης.

Σε αυτόν τον δρόμο, επιμένουμε ότι υπάρχουν αρκετές δυνάμεις, νέες και παλιότερες.

Επιπλέον, υπάρχουν και ανθίζουν ελπίδες, ντόπιες και εισαγόμενες.

Ελπίδα ήταν το πλειοψηφικό κύμα οργής και θυμού της νεολαίας, που στο έγκλημα των Τεμπών με συναίσθημα (χωρίς συναίσθημα η πολιτική δεν έχει ιδεολογία), πλημμύρισε τους δρόμους δείχνοντας τους ενόχους και στα τρία πρόσωπα του δικομματισμού, απαιτώντας το τέλος των ιδιωτικοποιήσεων και την επιστροφή σε ένα άλλο δημόσιο. Μια οργή και ένας θυμός που δεν έχει σήμερα πολιτική έκφραση, έστω σε μια νέα πολιτική δύναμη που θα ένωνε διαφορετικές φωνές σε μια κοινή συνισταμένη, στην ανατροπή της μνημονιακής ισορροπίας και των υπηρετών της.

Ελπίδα ήταν και ο μακροχρόνιος, ανειρήνευτος αγώνας των Γάλλων εργαζομένων και της νεολαίας που καταξεσχίζει τα αφηγήματα της ΕΕ και του Μακρόν.

Η ελπίδα, για να μετασχηματιστεί σε πολιτική φωνή και δύναμη, απαιτεί χρόνο, θέληση, κοινή λογική αλλά κυρίως ανάληψη και όχι εκχώρηση της ευθύνης. Αυτό είναι το κεντρικό ζητούμενο για όσους καταλαβαίνουν με αυτόν τον τρόπο τα πράγματα, και όχι το τι ακριβώς θα ψηφίσουμε στις 21 Μαΐου.

Διεκδίκηση ή διαχείριση;

Ανακοίνωση για τις εκλογές της 21ης Μαϊου

Για τις εκλογές της 21ης Μαΐου,
με τη ματιά μας στραμμένη στην επόμενη μέρα

  1. Παρά τη διάχυτη οργή για το έγκλημα των Τεμπών και τις καταστροφικές συνέπειες της ιδιωτικοποίησης και της διάλυσης των δημόσιων υποδομών, ο αρνητικός συσχετισμός παραμένει. Απουσιάζει ένα εναλλακτικό πολιτικό και κοινωνικό σχέδιο πέραν αυτού που παρουσιάζει ως μονόδρομο ο καπιταλισμός. Απουσιάζει και μια αξιόπιστη πολιτική δύναμη που να έχει πρόγραμμα ανατροπής αυτού του συσχετισμού δύναμης. Μεγάλο τμήμα της κοινωνίας θεωρεί ότι η Αριστερά (δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ) δοκιμάστηκε, κυβέρνησε και τελικά εφάρμοσε το ίδιο, πάνω-κάτω, νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Δεν έχει αναληφθεί σοβαρά από κανένα συλλογικά οργανωμένο υποκείμενο η ευθύνη ανατροπής αυτής της αίσθησης. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη κομμουνιστικής Αριστεράς αλλά και στην απουσία μιας μετωπικής αριστερής-προοδευτικής εναλλακτικής πολιτικής δύναμης που θα συγκρούονταν με πλευρές του σύγχρονου καπιταλισμού και θα εξέφραζε, έστω πρόσκαιρα και μερικά, τα συμφέροντα των εργαζομένων και των μικρομεσαίων στρωμάτων.
  2. Η μακρά ύφεση που πλήττει τον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο έχει αρνητικά αποτελέσματα στην καθημερινή επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων και πολύ περισσότερο των νέων εργαζομένων. Η ακρίβεια και ο πληθωρισμός μειώνουν τις προσδοκίες μιας καλύτερης ζωής και επιπλέον καθιστούν προβληματική την ίδια την επιβίωση. Σε αυτό το περιβάλλον, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζει να διαιρεί το ενιαίο σύστημα κοινωνικών σχέσεων γεωγραφικά και πολιτικά (δύση και ανατολή). Απέναντι σε αυτό το οικονομικό – γεωπολιτικό πλαίσιο έχουμε μια πολιτική πλήρους υποταγής από την πλευρά της αστικής τάξης. Τόσο η υπαγωγή της Ελλάδας στο ατλαντικό σχέδιο (ΝΑΤΟ – ΗΠΑ) όσο και η ένταξη και παραμονή στο οικονομικό ευρωπαϊκό σχέδιο (ΕΕ), δεν αμφισβητούνται θεωρητικά από τη συντριπτική πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών κομμάτων και πρακτικά – πολιτικά δεν αντιπαλεύονται από κανέναν. Από την άλλη, η εργαζόμενη κοινωνία δεν έχει υπερβεί το σοκ του 2015 και χαρακτηρίζεται από εναλλασσόμενες στιγμές μοιρολατρίας, αμηχανίας, οργής, αδιεξόδου. Εγκλήματα σαν αυτό των Τεμπών, απελευθερώνουν τη δυσαρέσκεια απέναντι στην διαχρονική και κοινή πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και αναδεικνύουν την ευθύνη των κομμάτων που την εφάρμοσαν (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ). Δεν μπορούν όμως να συγκροτήσουν το αντίπαλο πολιτικό υποκείμενο. Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε ζήτημα που προκύπτει, σε κάθε στροφή της συγκυρίας, το δίλημμα παραμένει: είτε αποδοχή του συστήματος και των πολιτικών του, είτε σύγκρουση. Ενδιάμεσες απαντήσεις και εύκολες λύσεις, δεν υπάρχουν.
  3. Το γεγονός ότι το πλαίσιο της αντιπαράθεσης είναι δεδομένο και μη αμφισβητήσιμο από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου, προσδιορίζει και τον χαρακτήρα των συγκεκριμένων εκλογών. Δεν κυοφορούνται εκπλήξεις για το τι θα συμβεί την επόμενη μέρα. Η εκλογική αναμέτρηση αφορά κυρίως την εμπέδωση του δικομματισμού και τη συνέχιση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ποιότητα, τον προβληματισμό και τα θέματα που απασχολούν τον δημόσιο διάλογο, λίγο πριν τις κάλπες. Η αναξιοπιστία της Αριστεράς είναι βαθιά και οργανική, τροφοδοτεί την ηγεμονία της απροκάλυπτης δεξιάς νεοφιλελεύθερης πολιτικής, όπως αυτή εκφράζεται από το πρόσωπο του Μητσοτάκη, κι ορίζει, είτε το θέλουμε, είτε όχι, πολύ πιο σύνθετα και στρατηγικά καθήκοντα από αυτά της μιας ή της άλλης εκλογικής στάσης.
  4. Σε αυτή τη συγκεκριμένη συνθήκη, ο δρόμος ανάταξης του λαϊκού φρονήματος, του κινήματος και της Αριστεράς δεν περνά από τις εκλογικές μάχες αλλά αφορά μια πιο βαθιά, επίπονη, δύσκολη διαδικασία ανασυγκρότησης σε όλα τα επίπεδα. Βαθύτερη εννοούμε καταρχήν την προγραμματική συγκρότηση για το τι σημαίνει μια εναλλακτική πορεία για τη χώρα και την κοινωνία σε ρήξη με την ολιγαρχία και το ευρωατλαντικό πλαίσιο, αξιόπιστες διαδικασίες συγκρότησης πολιτικού μετωπικού υποκειμένου, πέρα από την μετωπική φλυαρία και τους παραγοντισμούς της τελευταίας 10ετίας, και κυρίως επίπονη προσπάθεια οργάνωσης του κοινωνικού υποκειμένου για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Οι εκλογές μπορεί να είναι μια σημαντική στιγμή στην πολιτική διαδικασία, αλλά σημαντικότερη είναι η ανταπόκριση σε ανάγκες που υπερβαίνουν τις εκλογές. Το πρόβλημα γίνεται πιο οξύ ειδικά όταν στις εκλογικές μάχες δεν παρεμβαίνει μια πολιτική πρόταση που να απαντάει σε αυτές τις ανάγκες. Η υπέρβαση των πολλαπλών αδιεξόδων που αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία δεν θα γίνει μέσα από τη μία ή την άλλη εκλογική στάση. Ανεξάρτητα από αναλαμπές, εκρήξεις, ξεσπάσματα, ο συσχετισμός δύναμης παραμένει τέτοιος που απαιτεί βαθύτερη στάση από την εκλογική στιγμή. Αν υπήρχε εκλογική δύναμη που να υπηρετεί αυτό το πολιτικό σχέδιο ανάταξης και ανασυγκρότησης δυνάμεων, η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ θα ήταν παρούσα.
  5. Είναι προφανές ότι στεκόμαστε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο ενάντια στα κόμματα που εκφράζουν τις -όχι ίδιες- αλλά πάντως όμοιες μνημονιακές, συστημικές ή «αντισυστημικές»-ακροδεξιές, ευρωατλαντικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Δεν διαλέγουμε τον ήπιο (ΣΥΡΙΖΑ) από τον αυταρχικό (ΝΔ) διαχειριστή, μιας δεδομένης νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Η ιστορικά διαδεδομένη λογική λεηλασίας της Αριστεράς που είναι η επιλογή του «μικρότερου κακού», δηλαδή σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ, έχει επίσης ιστορικά αποδειχθεί ότι οδηγεί αναπόφευκτα στο μεγαλύτερο κακό. Στο χώρο που ορίζεται αριστερά και ριζοσπαστικά, το μεν ΚΚΕ αδιαφορεί και αποσύρεται, γιατί καταλαβαίνει ότι η παραμικρή αμφισβήτηση του συστημικού πλαισίου οδηγεί σε σύγκρουση, ενώ από την άλλη, ο ιδεολογικός προσανατολισμός του ΜΕΡΑ25 αφορά μια κεντροαριστερή φιλολαϊκή διαχείριση (που κι αυτή ακόμα δεν είναι αποδεκτή από τον σημερινό καπιταλισμό). Η δε εξωκοινοβουλευτική αριστερά επιμένει να δοκιμάζει το ίδιο ανύπαρκτο πολιτικό σχέδιο, εδώ και δεκαετίες, που δεν μετατοπίζει στο παραμικρό το συσχετισμό. Το διπλό καθήκον της οικοδόμησης τόσο της κομμουνιστικής Αριστεράς όσο και μιας νέας μετωπικής πολιτικής δύναμης, παραμένει ορφανό και δε θα λυθεί – ούτε καν θα διευκολυνθεί – στην εκλογική μάχη.
  6. Οι υπαρκτές δυνάμεις της ελληνικής αριστεράς, παρ’ όλες τις διαφορές τους, δε μπορούν ή δε θέλουν να δώσουν πολιτική διέξοδο, τώρα ή μετά τις εκλογές. Ωστόσο είτε η εκλογική λεηλασία αυτής της αριστεράς από τη λογική του μικρότερου κακού – ειδικά αν υπάρξουν δεύτερες εκλογές – είτε η αριθμητική και κοινοβουλευτική συρρίκνωσή της θα επιταχύνει την αποστράτευση την απογοήτευση τον ατομικό-ιδιωτικό δρόμο . Δυστυχώς θα εμπεδώνει βαθύτερα την αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Μια τέτοια συρρίκνωση δεν θα βοηθήσει τη δράση για χιλιάδες αριστερούς και κομμουνιστές που παλεύουν στα συνδικάτα, στα σωματεία, στους κοινωνικούς χώρους, στη δημόσια συζήτηση, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, την ολοκληρωτική ΝΑΤΟποίηση της χώρας, την αναδιανομή του πλούτου και της εξουσίας υπέρ της αστικής τάξης.
  7. Με αυτή τη λογική, καλούμε σε μαύρισμα όλων των μνημονιακών, νεοφιλελεύθερων, ακροδεξιών κομμάτων που εφάρμοσαν στο παρελθόν -και υποστηρίζουν και σήμερα- όμοιες πολιτικές. Καλούμε σε στήριξη αριστερών και ριζοσπαστικών ψηφοδελτίων, με πλήρη συνείδηση των ανεπαρκειών, των λαθών, των αναντιστοιχιών τους. Δεν μπαίνουμε σε αντιπαραθέσεις, τουναντίον, αναζητούμε δίαυλους επικοινωνίας και μορφές πολιτικής και αγωνιστικής συγκρότησης των νέων ανθρώπων και των εργαζομένων τάξεων που ψηφίζουν άκυρο ή απέχουν. Πάνω από όλα όμως, καλούμε να αναταχθούν και να ανασκοπήσουν υπαρκτές πολυάριθμες δυνάμεις και άνθρωποι για να καλυφθεί το κενό της κομμουνιστικής Αριστεράς, αλλά και να συγκεντρωθούν όροι για τη συγκρότηση μιας μετωπικής πολιτικής δύναμης που θα αναλαμβάνει το την ευθύνη της σύγκρουσης με το νεοφιλελεύθερο και ευρωατλαντικό πλαίσιο. Αυτό το διπλό καθήκον ορίζει το περιεχόμενο της πολιτικής μάχης που δίνει η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ μπροστά στις ερχόμενες εκλογές, και προφανώς υπερβαίνει τον εκλογικό ορίζοντα.

 

Να αρνηθούμε το ξεκατίνιασμα, την παρακμή και την αναξιοπιστία

1.

Οι ερχόμενες εκλογές δεν αξίζει να γίνουν για μια ακόμα φορά πεδίο αδιέξοδων, παρακμιακών και μικροπολιτικών διενέξεων στον ήδη ταλαιπωρημένο χώρο της Αριστεράς. Ανεξάρτητα με το τι λέγεται σε έναν μικρόκοσμο επιτελείων και στελεχών, η συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, με δεδομένη τη χρόνια τελματωμένη κατάσταση στην Αριστερά και στο κίνημα, δεν πρόκειται να συμβάλει στην επίλυση του πολιτικού και κοινωνικού αδιεξόδου που αντιμετωπίζουμε. Τα μαχαίρια μπορούν να μπουν στα θηκάρια τους. Δεν κρίνεται τίποτα ιδιαίτερο από τη μία ή την άλλη εκλογική στάση.

2.

Το ξεκατίνιασμα, η διαστροφή των θέσεων του συνομιλητή, το μικροπολιτικό ταμπούρωμα σε σχήματα και κεκτημένα, οι καρικατούρες, οι στρεβλώσεις, ακόμα και τα ψέματα, πριμοδοτούν την απογοήτευση και την αποστράτευση, πολλαπλασιάζουν τη σύγχυση. Κείμενα, όρκοι πίστης, λόγοι, σημειώματα, απαντήσεις επί απαντήσεων, αναπαράγουν το αδιέξοδο. Πολύ περισσότερο όταν απλώς επαναλαμβάνουν αναμασήματα απόψεων και πρακτικών που περισσότερο από μια δεκαετία έχουν εκ των πραγμάτων αποδειχθεί ατελέσφορα, αυτοαναφορικά, απογοητευτικά.

3.

Το πρόβλημα ήταν και είναι πολύ βαθύτερο από το αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα κατέβει με τη ΛΑΕ, αν η ΛΑΕ φλερτάρει με το ΜΕΡΑ 25, αν όσοι αποχώρησαν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αντεπαναστάτες, αν όσοι θέλουν ενότητα είναι ρεφορμιστές, ή αν η ψήφος στο ΚΚΕ είναι η παθητική αποδοχή ότι τίποτα καλύτερο δεν μπορεί να γίνει από το να διατηρείται ένα μοναστήρι με αναφορά στον κομμουνισμό. Το πρόβλημα γεννιέται από τη βαθιά και στρατηγική ήττα μιας Αριστεράς, που στο πολιτικό παράθυρο ευκαιρίας που άνοιξε ο αντιμνημονιακός αγώνας επέλεξε να είναι απούσα πολιτικά, κρύβοντας την πολιτική ανεπάρκεια πίσω από την κινηματική παρουσία. Όσο δεν αναμετριόμαστε συλλογικά και ειλικρινά με αυτή την ήττα, ούτε η Αριστερά, ούτε το λαϊκό κίνημα θα μπορέσει να ανασκοπήσει.

4.

Η παρακμή φτάνει σε σημεία που απωθούν νέους και αποστρατεύουν παλιότερους αγωνιστές. Αποκορύφωμα είναι η μετατροπή της πολιτικής αντιπαράθεσης σε βίαιες αναμετρήσεις ομάδων και οργανώσεων, που αντιγράφουν πρακτικές οπαδικού χουλιγκανισμού (ραντεβού ομάδων με σχετικό εξοπλισμό). Πέραν του ότι αυτές οι πρακτικές είναι ξένες προς την Αριστερά και το κίνημα, είναι και επικίνδυνες καθώς μια και μόνο μοιραία κατάληξη σε κάποια από αυτές τις “αναμετρήσεις”, θα είχε ανυπολόγιστο κόστος σε όλα τα επίπεδα.

5.

Η συνεχής αυτοαναφορικότητα, η εσωστρέφεια, η έλλειψη αναφοράς στον λαϊκό παράγοντα και στα πραγματικά προβλήματα του εργαζόμενου κόσμου, φτιάχνουν μια Αριστερά που τρώει τις σάρκες της χωρίς να είναι πραγματική και χρήσιμη. Η αντιστροφή ενός δυσμενούς συσχετισμού για την εργαζόμενη κοινωνία δεν μπορεί δυστυχώς να γίνει από τη σημερινή υπάρχουσα Αριστερά. Χρειαζόμαστε μια άλλη κατάσταση πνευμάτων, ανθρώπων, σχημάτων, κουλτούρας και προοπτικής. Με σεβασμό σε όλους τους συντρόφους, συναγωνιστές και στελέχη που σήμερα δίνουν τον τόνο στις διεργασίες, στις συζητήσεις και στις αντιπαραθέσεις, ίσως θα έπρεπε να σκεφτούν σοβαρά τον αυτοπεριορισμό τους προς όφελος της κοινής αγωνίας χιλιάδων αριστερών για μια άλλη Αριστερά.

6.

Το βάθος της αναξιοπιστίας είναι τέτοιο που δημιουργεί χάσμα ακόμα και μέσα στην μικροκλίμακα της Αριστεράς ανάμεσα στη βάση και στα επιτελεία των οργανώσεων. Όλος ο κόσμος που έχει μια κοινή λογική καταλαβαίνει ότι το παιχνίδι του μουτζούρη ενόψει των εκλογών είναι εκ των προτέρων στημένο. Αγωνιστές που στέκονται στην περιφέρεια των οργανώσεων και είναι με το ένα πόδι στην ιδιώτευση ή την αποστράτευση αλλά δεν θέλουν να τα παρατήσουν, καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα από τις “καθοδηγήσεις” ότι ο δρόμος που άνοιξε απλώς αναπαράγει και εντείνει το αδιέξοδο.

7.

Υπάρχουν αριστεροί που αγωνιούν για το τι πρέπει να γίνει, δεν υπάρχει Αριστερά που μπορεί να τους εκφράσει. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα, το οποίο δεν απαντιέται και δεν μπορεί να απαντηθεί με τη μία ή την άλλη εκλογική συνεργασία, στάση ή απόφαση. Απαιτεί απαντήσεις που να αντιμετωπίζουν την εκλογική αναμέτρηση στην κλίμακα που (σήμερα) της αξίζει, να πάρουν διαζύγιο με τον εκλογικό κρετινισμό και να εστιάσουν στην πρόκληση της συγκέντρωσης και συσσώρευσης δυνάμεων που να έχουν αναφορά στην κομμουνιστική υπόθεση.

Η συναυλία του ΚΚΕ για τον Ξαρχάκο προκαλεί τη θλίψη και κρύβει την ανεπάρκεια

Όχι επειδή ο Ξαρχάκος ανήκει στη Δεξιά – δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με αυτό. Αλλά επειδή το ΚΚΕ τείνει να μετατραπεί σε όμιλο πολιτιστικής υπενθύμισης των περασμένων αγώνων του λαού μας. Και τίποτα παραπάνω. Ή για να το πούμε πιο καθαρά: Επειδή το ΚΚΕ (αλλά και το σύνολο της Αριστεράς) σήμερα δεν μπορεί να είναι τίποτα παραπάνω, επιλέγει να μας θυμίζει απλώς τα περασμένα μεγαλεία. 

Από το Φεστιβάλ της ΚΝΕ μέχρι τις συναυλίες για τον Μητροπάνο και τον Μικρούτσικο, το ΚΚΕ οργανώνει μια ρετρό, νοσταλγική, ακίνδυνη εκδρομή στο παρελθόν. Αν συνοδευόταν από μια πολιτική και ιδεολογική, σύγχρονη και επικίνδυνη (για την αστική τάξη) παρουσία, αυτή η επιστροφή θα ήταν χρήσιμη. Θα αναδείκνυε συνέχειες, αναφορές και ρίζες. Όμως δεν είναι. Και όχι μόνο δεν είναι χρήσιμη αλλά είναι νανουριστική, στενάχωρη και θλιβερή. 

Δεν έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι ένα κόμμα δεν πρέπει να έχει πολιτιστική πρόταση. Ούτε φυσικά όσοι λένε ότι ένα κόμμα μπορεί να τιμά μόνο τους συνοδοιπόρους του. Το πρόβλημα ξεκινά όταν υποκαθίσταται η πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση με τον αντίπαλο στο σήμερα, από τις νοσταλγικές και ασφαλείς προσφυγές στο πολιτισμικό χθες. 

Τα Φεστιβάλ της ΚΝΕ είναι πλέον ο μακράν μαζικότερος πολιτιστικός θεσμός της χώρας. Αριστεροί από όλα τα ρεύματα, προοδευτικοί και δημοκράτες, ακόμα και ανανήψαντες που έχουν πλέον διαβεί τον Ρουβίκωνα, επισκέπτονται το Πάρκο Τρίτση, περιδιαβαίνουν ανάμεσα στις κόκκινες σημαίες, θυμούνται την εποχή που ο Θεοδωράκης ξεσήκωνε τα πλήθη, την εποχή που το ΚΚΕ απειλούσε το σύστημα, την εποχή που η κόκκινη σημαία ανέμιζε στο Κρεμλίνο και η Αριστερά πυρπολούσε τις καρδιές των νέων και των εργατών. 

Μια πικρή νοσταλγία μας κατακλύζει, όσους υπήρξαμε ή και υπάρχουμε στην Αριστερά, για τότε που όλοι, μα όλοι, πίστευαν ότι ο κόσμος αλλάζει. Καλύπτουμε έτσι την πίκρα για σήμερα, που ούτε καν η Αριστερά δεν πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. 

Μένουμε λοιπόν με την ανάμνηση για αυτά που είχαμε και αυτά που χάσαμε παλιότερα, επιβεβαιώνοντας την αίσθηση ανικανότητας και ανημπόριας στο σήμερα. Γιατί να αναμετρηθούμε με τις δυσκολίες του παρόντος, ειδικά όταν αυτές απαιτούν βαθιές αυτοκριτικές και εκ βάθρων ανατροπές στον τρόπο ύπαρξης της Αριστεράς, και να μην καταφύγουμε στην ασφάλεια και στη θαλπωρή του ένδοξου παρελθόντος;

Αυτό υπηρετούν οι συναυλίες του ΚΚΕ  και αυτό δεν είναι προσφορά ούτε στην Αριστερά, ούτε στον πολιτισμό, ούτε στην ιστορία. Και δεν είναι τυχαίο ότι, τόσο η συναυλία όσο και το ίδιο το ΚΚΕ, χειροκροτήθηκαν από την ΕΦΣΥΝ μέχρι τη LIFO και τον …Χωμενίδη.  

Τραγουδάμε με συγκίνηση τη Δραπετσώνα του Μίκη και το Κάντε υπομονή του Ξαρχάκου, γιατί αυτό είναι το συλλογικό ηρωικό μας παρελθόν, λείπει όμως η Αριστερά που θα κάνει τον ουρανό πιο γαλανό, και τη λεμονιά να ανθίσει στη γειτονιά.

Το να συγκινείται ο αριστερός κόσμος από τέτοιες συναυλίες είναι φυσιολογικό. Και κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να το ενοσοποιήσει.  

Το να χρησιμοποιείται όμως, συνειδητά και σκόπιμα, αυτή η πολιτιστική κατάδυση στο παρελθόν, ως προκάλυμμα καπνού για την πολιτική και ιδεολογική ανεπάρκεια στο σήμερα, είναι θλιβερό.

Γιατί είναι βολικότερος ο θάνατος του Γλύξμπουργκ από τον θάνατο του 6χρονου;

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Ο Γλύξμπουργκ και η κηδεία του κυριαρχούν στην επικαιρότητα ως εύκολη και σε ένα βαθμό ανέξοδη αντιπαράθεση. Η Δεξιά δεν χάνει την ευκαιρία να θυμίσει τις εκλεκτικές συγγένειες που διατηρεί ακόμα και σήμερα με τη μοναρχία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να εξιλεωθεί στον κεντρώο χώρο τον οποίο ψύχρανε με το  σκάνδαλο των υποκλοπών και τη χοντροκομμένη απόπειρα συγκάλυψής του, ενώ η Αριστερά υπενθυμίζει τα δεινά που σώρευσε στον τόπο η δυναστεία. 

Όλα αυτά ισχύουν, αλλά δεν παύουν να συνιστούν μια βολική πολιτική συζήτηση. Κυρίως για την Αριστερά. 

Ήταν είναι και θα είναι πάντα χρήσιμη η ανάδειξη των μεγάλων διαιρετικών τομών του παρελθόντος. Ειδικά στη χώρα που ζούμε, είναι απολύτως αναγκαία η υπενθύμιση της διαίρεσης των Ελλήνων ανάμεσα σε αυτούς που αντιστάθηκαν στους κατακτητές και στους τυράννους και σε αυτούς που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και έγιναν τύραννοι. Αυτή είναι η ιστορία της χώρας μας κατά τον περασμένο αιώνα.  

Οι εκκλήσεις “να αφήσουμε πίσω τα παλιά” προσπαθούν να κρύψουν ότι η ιστορία προχωρά όταν η κοινωνία διαιρείται σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους, και οπισθοχωρεί οταν οι καταπιεζόμενοι ανεμίζουν τα λάβαρα των καταπιεστών. Σήμερα ζούμε το δεύτερο, αλλά παλιότερα συνέβαινε και το πρώτο. 

Το πραγματικό ερώτημα που θέτει ο θάνατος του Γλύξμπουργκ δεν είναι πώς ακριβώς θα ταφεί ο τελευταίος εστεμμένος μιας καταστροφικής για τη χώρα και τη δημοκρατία δυναστείας, αλλά το πώς οι καταπιεζόμενοι θα συγκροτήσουν εαυτόν και θα διαμορφώσουν το δικό τους στρατόπεδο. 

Λίγες μέρες πριν πεθάνει στα 82 του χρόνια ο έκπτωτος μονάρχης, ένα παιδί 6 χρονών από τα Γρεβενά έπαθε ανακοπή καρδιάς. Αναζητήθηκε ΜΕΘ στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην Ελλάδα, αλλά δεν υπήρχε διαθέσιμο κρεβάτι. Αποφασίστηκε η διακομιδή του στην Πάτρα (!) στο Νοσοκομείο του Ρίου. Το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ χάλασε στο δρόμο και περίμενε να έρθει …άλλο ασθενοφόρο. Όταν τελικά βρέθηκε κρεβάτι για το παιδί, ο χρόνος που χάθηκε ήταν πλέον μοιραίος. Ο 6χρονος πέθανε, και οι γονείς δώρισαν τα όργανά του.

Αν υπήρχε ντροπή και φιλότιμο, αυτή η ιστορία έπρεπε να οδηγήσει τον ακροδεξιό υπουργό Υγείας (που κλαίει και οδύρεται για τον Γλύξμπουργκ), όχι σε παραίτηση, αλλά σε ατιμωτική αποπομπή. Και ολόκληρη την κυβέρνηση να καθίσταται υπόλογη για τις πολιτικές και ποινικές ευθύνες που έχει το να χάνεται η ζωή ενός παιδιού. Όχι επειδή έτσι ήταν γραφτό, ούτε επειδή ιατρικά ήταν αναπότρεπτο, αλλά επειδή οι πολιτικές προτεραιότητες οδήγησαν στο να μην υπάρχει διαθέσιμη παιδική κλίνη ΜΕΘ σε όλη τη βόρεια Ελλάδα. Η πολιτική που εφαρμόζεται σκότωσε ένα παιδί. 

Αν αυτό δεν είναι πολιτική ευθύνη, τότε τι είναι; 

Το πώς και το γιατί του θανάτου του 6χρονου παιδιού είναι λιγότερο βολικό ζήτημα για μια Αριστερά που τρώει από τις δόξες και τις μάχες του παρελθόντος, ζει από τα έτοιμα της Εθνικής Αντίστασης, της εποποιίας του 40, των αγώνων ενάντια στο μετεμφυλιακό κράτος και παρακράτος, τον αντιδικτατορικό αγώνα. 

Άλλωστε η διάλυση της δημόσιας υγείας είναι έργο δεκαετιών και το υπηρέτησαν, όχι με τον ίδιο τρόπο, ούτε με τον ίδιο ρυθμό, αλλά πάντως το υπηρέτησαν όλες οι κυβερνήσεις και ειδικά οι μνημονιακές. Επί μνημονίων μειώθηκε ο αριθμός των γιατρών και των νοσηλευτών του ΕΣΥ, επί μνημονίων υποχρηματοδοτήθηκε η υγεία, επί μνημονίων έκλεισαν νοσοκομεία. Και επί μνημονίων δεν κυβερνούσε μόνο ο Μητσοτάκης. 

Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε ξανά το έξοχο πλάνο του Θόδωρου Αγγελόπουλου από τον Θίασο, με τη σκηνή στο κέντρο διασκέδασης. Εκεί, η παρέα των νέων του ΕΑΜ τραγουδά “το χουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα, Δημοκρατία και όχι Βασιλιά”. Το απόσπασμα μας συγκινεί και μας θυμίζει ότι ο αγώνας για την ελευθερία στην Ελλάδα ταυτίστηκε με τον αγώνα ενάντια στο αιματοβαμμένο μοναρχοφασιστικό καθεστώς. Πράγματι, το ‘χουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα, αλλά ποιοι είμαστε σήμερα εμείς, που τότε το γράψαμε;

Υπενθυμίζει η Αριστερά το δημοψήφισμα του ‘74 που έλυσε το πολιτειακό, αλλά κρύβει το δημοψήφισμα του 2015. Γιατί το πρώτο το σεβάστηκαν όλοι (βόλεψε και την άρχουσα τάξη), αλλά το δεύτερο δεν το σεβάστηκε κανείς. Ούτε αυτοί που το έχασαν και χωρίς ντροπή βγήκαν αμέσως μετά ως τιμητές της λαϊκής ετυμηγορίας, ούτε αυτοί που υποτίθεται ότι το κέρδισαν, αλλά κακοποίησαν, αλλοίωσαν, εξευτέλισαν την καταγεγραμμένη βούληση του ελληνικού λαού, υπογράφοντας τα εντελώς ανάποδα μια εβδομάδα μετά. Ούτε φυσικά όσοι προτιμούν να απέχουν από κάθε μάχη που θα μπορούσε να εξελιχθεί επικίνδυνα για το σύστημα. 

Η κατάδυση στο παρελθόν, έχει νόημα ως διαρκής υπενθύμιση ότι κατά τον εικοστό αιώνα τα καλύτερα παιδιά του ελληνικού λαού βρέθηκαν με τη σωστή και δίκαιη μεριά της ιστορίας, με την πλευρά των στρατιωτικά ηττημένων αλλά πολιτικά και ηθικά νικητών, και δοκίμασαν στο πετσί τους όλη τη βαρβαρότητα και τη μισαλλοδοξία της Δεξιάς, του Παλατιού, των ΗΠΑ και του φασισμού.

Δεν αρκεί όμως για να συγκροτήσει τα σημερινά στρατόπεδα. Οι γραμμές τους χάνονται, οι διαχωρισμοί αλλοιώνονται και “κοινοί τόποι” εφευρίσκονται (του ευρωατλαντισμού, της αγοράς, της συναίνεσης και της σύνεσης).

Τότε, ήταν η παράταξη του βασιλιά, η Δεξιά με την ακροδεξιά, αλλά τη συνέδραμε στις κρίσιμες στιγμές και το κέντρο. Ορθώθηκαν δύο Ελλάδες, η μία απέναντι στην άλλη. Η Ελλάδα της υποτέλειας, του ευτελισμού, της εξάρτησης, των πατρώνων από τη μιά και η Ελλάδα της ανεξαρτησίας, της λαοκρατίας, της δικαιοσύνης από την άλλη. Από τη μια η Δεξιά με τους όμορους κύκλους και τα συγκοινωνούντα δοχεία της (κεντρώος ήταν ο αρχιαποστάτης του ‘65) και από την άλλη η Αριστερά. 

Σήμερα η Αριστερά λείπει. Υπάρχουν μέλη, φίλοι και οπαδοί της, αλλά δεν υπάρχει δύναμη, δεν υπάρχει συγκρότηση, δεν υπάρχει στρατόπεδο και στρατός που να δίνει μάχες και να φιλοδοξεί να τις κερδίσει.  

Ο θάνατος του 6χρονου μας υπενθυμίζει πολύ περισσότερο από τον θάνατο του Γλύξμπουργκ ότι Αριστερά δεν είναι η παράταξη που θυμίζει τους αγώνες του παρελθόντος, αλλά η παράταξη που έρχεται από το παρελθόν και έχει μέλλον, παλεύοντας για να καλυτερεύσουν οι ζωές των απλών ανθρώπων. Η Αριστερά αντλεί από το παρελθόν αλλά ανασαίνει στο παρόν. Εμπνέεται από τους αγώνες του εικοστού αιώνα αλλά θα μπορέσει να ανασυγκροτηθεί μόνο στους αγώνες του σήμερα. 

Αυτή η άβολη αλήθεια χάνεται στο βολικό πεδίο του αντιμοναρχισμού, της ιστορίας των αγώνων του 60 και του 70, των δαφνών του παρελθόντος. 

Ας μιλήσουμε λοιπόν περισσότερο για τον θάνατο του 6χρονου και λιγότερο για τον θάνατο του Γλύξμπουργκ. 

Μπροστά στο νόμο Χατζηδάκη

Των Δημήτρη Μητρόπουλου – Λάμπρου Παπαθανασίου

Τι θα γινόταν αν η ΓΣΕΕ δεν είχε ξεπουληθεί χρόνια τώρα στις ορέξεις του ΣΕΒ και του πολιτικού προσωπικού που τους υπηρετεί; Αν ο Παναγόπουλος ήταν για μια φορά μέσα στα προβλήματα των εργαζομένων και όχι σε κάποιο θέρετρο για λουκούλλεια γεύματα; Αν δεν κορόιδευε την εργατική τάξη της χώρας ζητώντας την επαναφορά του βασικού μισθού κατόπιν εορτής και αφού αυτή έχει ήδη παραπεμφθεί για του χρόνου (και αν); Αν υπήρχε μια ΓΣΕΕ που θα σήκωνε τον αγώνα ενάντια στο έκτρωμα Χατζηδάκη, αντί για μια ΓΣΕΕ που συναινεί; Η ηγεσία της ΓΣΕΕ όπως υπηρέτησε για 10 και πλέον χρόνια τη μνημονιακή καταστροφή της χώρας και των εργαζομένων, σήμερα συνεχίζει στην ίδια ρότα.

Αν για τους γραφειοκράτες της ΓΣΕΕ τα πράγματα είναι λίγο πολύ δεδομένα, τι ισχύει για την υπόλοιπη αντιπολίτευση; Και εδώ δε μιλάμε για το ΣΥΡΙΖΑ που επί 4,5 χρόνια εφάρμοζε το μνημονιακό νόμο του 2011 περί διευθέτησης ή ψήφισε μέτρα περιορισμού των απεργιών.

Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη είναι συγκεκριμένη και ακίνδυνη. Απανωτές κομματικές συγκεντρώσεις με στελέχη του κόμματος σε κάθε πόλη της χώρας. Το μόνο που ενδιαφέρει το «κόμμα της εργατικής τάξης» είναι η συγκρότηση των μελών του και της επιρροής του  εν’ όψει του αναβληθέντος 21ου συνεδρίου. Οι κομματικές συγκεντρώσεις του ΚΚΕ περισσότερο θυμίζουν προεκλογικές συγκεντρώσεις ή προσυνεδριακές εκδηλώσεις παρά ανυποχώρητο αγώνα για την προστασία των συνδικάτων, του 8ώρου, των μισθών και των εργατικών διεκδικήσεων.

Το ΚΚΕ σπέρνει τώρα για να μπορεί μετά να θερίσει λέγοντας «εμείς τα λέγαμε, ψηφίστε μας». Αυτή είναι η λογική που υπηρετήθηκε μέσα στην κρίση και αποδείχτηκε ακίνδυνη για το σύστημα, αδιέξοδη για το εργατικό κίνημα, αλλά «έσωσε» το ΚΚΕ. Και αυτό είναι το μόνο που φαίνεται να ενδιαφέρει τον Περισσό.

Σε άλλη περίπτωση το ΚΚΕ θα μπορούσε να σηκώσει την αντιπαράθεση. Να κάνει ένα γενικό κάλεσμα σε συνδικάτα, φορείς, σωματεία, εργατικά σχήματα, συνδικαλιστές για ανυποχώρητο παρατεταμένο αγώνα ενάντια στο αντεργατικό έκτρωμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Να στηθεί ένα μέτωπο υπεράσπισης της λειτουργίας των σωματείων, των συνδικαλιστών, της 8ωρης εργασίας. Αντ’ αυτού το μόνο που έκανε το ΚΚΕ είναι να βάλει σωματεία που «ελέγχει» να υπογράψουν την πρόταση νόμου που κατέθεσε στη βουλή. Ακόμα και τώρα αντιμετωπίζει ταξικούς συνδικαλιστές και δυνάμεις, που δεν ανήκουν στο ΚΚΕ ως αντιπάλους παίζοντας ανόητα παιχνίδια γύρω από ημερομηνίες και πλατείες.

Το ΚΚΕ κάνει την κομματική «ανάγκη» θεωρία και γραμμή και σε αυτό τον αγώνα. Δεν υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα και διαφορετικές τακτικές μεταξύ κόμματος και συνδικάτου. Η παρέμβαση στα συνδικάτα δεν αφορά την ευρύτατη δυνατή συσπείρωση των εργαζομένων πάνω στα άμεσα συμφέροντα του – ώστε μέσα από αυτό το «σχολείο», ο εργαζόμενος να τροποποιήσει την ταξική του συνείδηση και να συνειδητοποιήσει και τα ιστορικά του συμφέροντα. Το συνδικάτο είναι εκλογικός χώρος για το κόμμα. Τα σωματεία υπογράφουν –μέσω του ΚΚΕ – πρόταση νόμου σε ένα απώτατο στάδιο κοινοβουλευτικού κρετινισμού.

Το ΚΚΕ έρχεται – απέναντι σε ένα νομοσχέδιο τομή για την ύπαρξη και δράση του εργατικού κινήματος – να επιβεβαιώσει αυτό που γίνεται εδώ δεκαετίες. Θα κάνει κάποιες ακίνδυνες διαμαρτυρίες και ως εκεί. Άλλωστε, σε κανένα μεγάλο και συγκρουσιακό αγώνα των εργαζομένων και του λαού τις τελευταίες δεκαετίες το κόμμα αυτό δεν αποτέλεσε την πρωτοπορία. Αντίθετα, ήταν πάντα ουραγός και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και απέναντι από μεγάλους αγώνες ή ξεσηκωμούς (ασφαλιστικό Γιαννίτση, αγώνες νεολαίας για άρθρο 16, Δεκέμβρης 2008, με αποκορύφωμα τους αντιμνημονιακούς αγώνες). Αυτή είναι μια αδήριτη πραγματικότητα που θα έπρεπε να προβληματίσει όσους ακόμα το σκέπτονται ως μοναδική διέξοδο για την ανασυγκρότηση των κομμουνιστικών ή επαναστατικών δυνάμεων.

Την ίδια στιγμή οι πρόσφατες κινητοποιήσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αναδεικνύουν ένα χρόνιο και δομικό πρόβλημα. Αναμένουμε ένα νομοσχέδιο από την τάδε κυβέρνηση, για να καλεστούν κάποιες κινητοποιήσεις πίσω από μεγάλα λόγια για «πόλεμο», «δε θα περάσει» κοκ . Εξαγγέλλονται 48ωρες απεργίες και κινητοποιήσεις και «συντονισμοί σωματείων», από ένα χώρο που έχει προφανές πρόβλημα γείωσης και μαζικοποίησης μιας έστω και απλής διαμαρτυρίας.

Στην πλειοψηφία του ο χώρος αυτός έχει τη λογική ενός μικρού αντικαπιταλιστικού ΠΑΜΕ. Έτσι όμως συνεχίζει σε μια αδιέξοδη γραμμή – εδώ και 30 χρόνια – που δεν έχει να δείξει και πολλά αποτελέσματα πέρα από έναν μονοψήφιο αριθμό «ταξικών» συνδικάτων.  Αντικειμενικά συμπεριφέρεται σαν ένα είδος «τερματοφύλακα» στην αστική πολιτική, όπου σε κάθε αντιλαϊκό νομοσχέδιο εξαγγέλλει ή οργανώνει κινητοποιήσεις, συνήθως με μεγάλα λόγια που δεν αντιστοιχούν στη γείωσή του με τους εργασιακούς χώρος. Έχει την «δυνατότητα» να κατεβάσει μερικές εκατοντάδες αγωνιστές στο δρόμο, αλλά οργανώνει απεργίες με αποτέλεσμα ελάχιστα ποσοστά συμμετοχής σε σωματεία, με λίγους εργαζόμενους, ή λίγα σωματεία του δημοσίου.

Η υποχώρηση του εργατικού κινήματος έχει πολλές αιτίες και δε θα ξεπεραστεί εύκολα. Ούτε ο γράφων διαθέτει μια συνολική στρατηγική για την υπέρβαση της ήττας. Το ότι δε διαθέτουμε μια συνολική στρατηγική για την υπέρβαση της ήττας δε σημαίνει ότι μπορούμε να συνεχίζουμε με βασικά λάθη, όπως η ταύτιση κόμματος/κινήματος, στρατηγικής/τακτικής, αντίληψης του συσχετισμού δύναμης, αυτογνωσίας της σχέσης που έχουν οι μάζες με τις «πρωτοπορίες» – πολύ περισσότερο με την αυταπάτη ότι κάποιοι είναι πρωτοπορίες… Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με πορείες των 500 χωρίς προετοιμασία στο άδειο κέντρο της Αθήνας. Με ελάχιστη προπαγάνδα από όσους αγωνιστές ή ομάδες επιμένουν να προσπαθούν. Με σχέδιο που μυρίζει από μακριά «τουφεκιά στον αέρα», 2-3 πορείες μέχρι να ψηφιστεί το νομοσχέδιο και μετά πάλι πίσω στην «κανονικότητα».

Θα μπορούσαν να γίνουν προπαγανδιστικές κινητοποιήσεις στις γειτονιές της Αθήνας; Να ακουστούν 5  συνθήματα από τον κόσμο που μένει ή δουλεύει στην τάδε περιοχή και όχι στα ντουβάρια έξω από το σύνταγμα; Πριν 3 μήνες οι γειτονιές «έκαιγαν», δεν γίνεται αυτό να μην προβληματίζει κανέναν. Θα μπορούσε να έχει προηγηθεί ένα κοινό κάλεσμα, μία ανακοίνωση, μία αφίσα, ένα δελτίο τύπου από όσες συνδικαλιστικές και πολιτικές δυνάμεις αγωνίζονται για να μην περάσει αυτός ο νόμος και όλο το μνημονιακό νομοθετικό οπλοστάσιο, και να διακινηθεί σε όλους τους εργασιακούς χώρους; Θα μπορούσε να σχεδιαστεί προσεκτικά μια κεντρική κινητοποίηση λαμβάνοντας υπόψη την μέρα, την ώρα και τις διαθέσεις του κόσμου και να μην γίνονται τουφεκιές μεσοβδόμαδα σε ώρα που οι περισσότεροι εργαζόμενοι ακόμα δεν έχουν τελειώσει τη δουλειά τους; Θα μπορούσε να υπάρχει ένα μόνιμο και διαρκές κάλεσμα από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά στο ΚΚΕ για ένα ενιαίο μέτωπο αντίστασης και πολιτικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση; Τα ερωτήματα πώς θα κάνουμε αγωνιστικό μέτωπο, πώς θα απευθυνθούμε αποτελεσματικά σε όσο το δυνατόν περισσότερους εργαζόμενους δεν απασχόλησαν. Κυρίως απασχόλησε η «συσπείρωση των δικών μας» και το να γίνουν οι συγκεκριμένες διαδηλώσεις και απεργίες (που πρέπει να γίνουν αλλά αυτό δεν αποτελεί σχέδιο).

Η κυβέρνηση μοιάζει να μην πιέζεται. Το νομοσχέδιο όλοι το γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι θα ψηφιστεί. Τι θα γινόταν εάν υπήρχε εργατικό κίνημα; Τι θα γινόταν εάν υπήρχε κομμουνιστικό κόμμα; Τι θα γινόταν αν υπήρχε έστω η μια ορισμένη εξωκοινοβουλευτική αριστερά με στοιχεία κοινής λογικής; Πιθανά πάλι δε θα έσπαγε η κυβερνητική πλειοψηφία, όμως θα είχε δημιουργηθεί ένας καλύτερος συσχετισμός, η φθορά της κυβέρνησης θα ήταν μεγαλύτερη και πιο ουσιαστική, θα είχε διαμορφωθεί ένα αγωνιστικό ρεύμα για τις επόμενες κινητοποιήσεις.

Είναι εκκωφαντική η απουσία του εργατικού κινήματος και της «ηγεσίας» του, του κομμουνιστικού κινήματος και του κόμματος, της αριστεράς. Αν για τη ΓΣΕΕ ορθά λέγεται ότι είναι η συνομοσπονδία των εργοδοτών, το ΚΚΕ θα έπρεπε το λιγότερο να μετονομαστεί σε «Κ»ΚΕ.

Η απουσία αυτή μπορεί για κάποιον να φαίνεται παραλυτική. Αλλά από αυτήν ακριβώς την απουσία πρέπει να ξεκινήσουμε. Να ξεκαθαρίσουμε ότι το κουβάρι θα αρχίσει να ξετυλίγεται όσο προσπαθούμε να απαντήσουμε σε αυτό το ζητούμενο. Χρειαζόμαστε ένα κομμουνιστικό φορέα με κοινή λογική. Που αντί για πυροτεχνήματα των δύο εβδομάδων θα έχει σχέδιο παρατεταμένου αγώνα. Που θα έχει ως ιδεολογική αρχή ότι το κόμμα είναι εργαλείο για το κίνημα και την τάξη και όχι το ανάποδο. Που θα γνωρίζει ότι ακόμα και χαθεί μια μάχη, αυτό που έχει σημασία είναι το τι μένει για μετά, αν θα έχει προκύψει ένα σωματείο, αν θα έχει ανέβει έστω μερικώς η αγωνιστική διάθεση του λαού, αν θα έχει διαμορφωθεί ένας διαφορετικός αγωνιστικός πόλος απέναντι στην επίθεση του συστήματος και της κυβέρνησης. Διαφορετικά όσο ο λαός μετράει ήττες, τόσο η αντιστροφή αυτής της πορείας θα γίνεται πιο δύσκολη.

Δεν έχουμε τη συνταγή για την επιτυχή έκβαση της ταξικής πάλης και των αγώνων. Έχουμε όμως τη συνταγή για την αποτυχία τους. Ας εγκαταλείψουμε αυτή τη συνταγή, τη λογική της, την ιδεολογία της, τους φορείς της.

ΥΓ: η απεργία στις 3 Ιουνίου πρέπει να έχει επιτυχία και συμμετοχή. Ακόμα και μια αυθόρμητη εξέλιξη μπορεί να χαλάσει τα σχέδια της κυβέρνησης. Όμως εδώ συζητάμε για το τι πρέπει να (μην) κάνουν οι «πρωτοπορίες»…

Πανδημία και Αριστερά: Πρωτόγνωρες αλλαγές, δυσκολίες και ερωτήματα για το μέλλον (β’ μέρος)

Κάθε κρίση αποτελεί ένα βαθύ ανοιχτό πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ ανταγωνιστικών δυνάμεων. Η κρίση επιταχύνει υπαρκτές διαδικασίες αλλαγής και αναδιαρθρώσεων, συμπυκνώνει πολύπλευρα τον χρόνο, αλλάζει τις ισορροπίες, δημιουργεί νέες κανονικότητες, απαντά αλλά και δημιουργεί νέα ερωτήματα.

1. Πότε και πώς θα τελειώσει η πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα; Τι θα έχει κερδίσει η επιστήμη, η υγεία, το ανθρώπινο είδος και η ζωή; Κάτω από άλλους κοινωνικούς όρους, διαφορετικών συστημάτων υγείας, προσανατολισμού, φιλοσοφίας και οργάνωσης της έρευνας, θα λέγαμε ότι το τέλος θα ερχόταν γρήγορα για τα δεδομένα της επιστήμης τον 21ο αιώνα. Σήμερα που τα εμβόλια είναι ανταγωνιστικό εμπόρευμα, που υπάρχουν οι απαγορεύσεις, τα όρια και οι κανονισμοί για τις πατέντες, που τα πάντα πουλιούνται και παζαρεύονται ενώ αφορούν την ανθρώπινη ζωή, το τέλος θα αργήσει αρκετά –και για πολλούς λαούς και χώρες, πάρα πολύ. Πρόληψη, επιτήρηση, εμβολιασμός με ένα παγκόσμιο – περιφερειακό – εθνικό – τοπικό σχέδιο δεν υπάρχει.

Πραγματοποιήθηκαν τεράστιες θετικές αλλαγές και ανακαλύψεις στην έρευνα στη βιολογία και την ιατρική, στη βάση αντιμετώπισης του ιού. Όμως αυτές υπάγονται στο κεφάλαιο, στη γνωστή αγοραία και κερδοφόρα πραγματικότητα και όχι σε μία ανθρωποκεντρική φιλοσοφία, πρακτική και σύστημα. Είναι μάλλον παγκοσμίως αποδεκτό ότι το κράτος και τα δημόσια συστήματα υγείας κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την πανδημία και όχι ο ιδιωτικός τομέας και η αγορά. Αυτό θα πρέπει να οδηγεί στη σκέψη και στην αντίστοιχη πράξη ότι από σήμερα απαιτείται αγώνας για βαθιά αναδιοργάνωση του συστήματος υγείας (θα πιεστεί για αρκετό καιρό ακόμα καθώς είναι οξυμένα τα ήδη υπαρκτά προβλήματα υγείας που τέθηκαν σε δεύτερη μοίρα λόγω της επιδημίας και του κλαταρίσματος του συστήματος), γενναίες χρηματοδοτήσεις, δημιουργία κρατικών φαρμακευτικών εταιριών και έρευνας, καθολική δημόσια κάλυψη και πρόσβαση χωρίς ανισότητες ανάμεσα σε ανθρώπους και κράτη.

2. Το δίλημμα της παγκοσμιοποίησης, οι συγκρούσεις για την ηγεμονία. Η αλλαζονική Δύση σε σχέση με την Ανατολή κατέγραψε πολλές αποτυχίες αναχαίτισης του ιού, εμφανίζοντας έλλειψη στρατηγικής, αλλοπρόσαλλες πολιτικές, πολλαπλούς επιμέρους εθνικισμούς… Το επιβαλλόμενο «όραμα» της παγκοσμιοποίησης που καταγράφει πολλές χρεοκοπίες τουλάχιστον για μια δεκαετία, σε διαφορετικές μεριές του πλανήτη –ακόμα και στη «μητρόπολη»– στην αντιμετώπιση της πανδημίας κατέγραψε μια ακόμα, βαρύγδουπη αποτυχία, που θα έχει συνέπειες για το μέλλον του, τις μορφές του, τις αναδιαρθρώσεις του. Ο ασκός των ερωτημάτων έχει ανοίξει για τα καλά. Υπάρχουν δυνάμεις αποπαγκοσμιοποίησης, δυνάμεις βαθέματός της, πολιτικές των περιφερειακών επιμέρους ολοκληρώσεων ή συνεργασιών, που όλα αυτά αντικειμενικά οδηγούν σε σκληρές και ανεξέλεγκτες συγκρούσεις.

Η Κίνα στα μάτια του κόσμου παγκόσμια, κερδίζει μέσα σε ένα χρόνο πολλαπλές παρτίδες στο παιχνίδι των ανταγωνισμών απέναντι στον επί δεκαετίες «μοναδικό ηγεμόνα», τις ΗΠΑ. Μέσα σε λίγο χρόνο, με το συγκεντρωτικό αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης και ελέγχου, με τη βοήθεια της πολιτιστικής κομφουκιανής κληρονομιάς, της πειθαρχίας και αυτοπειθαρχίας, με κρατικό σχεδιασμό, φαίνεται ότι ελέγχει τον ιό και την επιδημία μέσα στην αχανή και πολυπληθή χώρα της.

Από την άλλη, η «μόνη υπερδύναμη» καταγράφει χιλιάδες χιλιάδων νεκρούς με την καθυστέρηση στην αντιμετώπιση της πανδημίας, με ανορθολογισμούς, «αδιαφορεί» για την παγκόσμια κατάσταση εμφανίζοντας μια εικόνα νάνου κι όχι «ηγεμόνα». Μέσα στην πανδημία, η Κίνα σταθερή στη στρατηγική της συνεργασία με τη Ρωσία, κατέγραψε μια ακόμα επιτυχία, αποσπώντας κλασικούς οικονομικούς και πολιτικούς συμμάχους από τις ΗΠΑ. Η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου RCEP με ακόμα 14 χώρες στην περιοχή της Ευρασίας και του Ειρηνικού (με 2,2 δις πληθυσμό και 28% του παγκόσμιου ΑΕΠ) είναι μια τεράστιας σημασίας γεωοικονομική νίκη με πολιτικές προεκτάσεις στην αντιπαράθεση για την ηγεμονία.

Η 6η Γενάρη 2021 αποτελεί ένα τρίτο παγκόσμιο πλήγμα για τις ΗΠΑ. Ο «στρατός» της δεύτερης κοινωνίας που δεν μπορεί να προσεγγίσει το πάλαι ποτέ αμερικάνικο όνειρο, που θεωρεί υπεύθυνο το οικονομικο-κοινωνικό κατεστημένο το οποίο θεωρεί ότι εκφράζεται από τους Δημοκρατικούς και τον οίκο ανοχής της Γουόλ Στριτ, εκφράστηκε με τις φασίζουσες ορδές εισβολής στο Καπιτώλιο, καταφέρνοντας ένα παγκόσμιο πλήγμα στη δήθεν Αμερικανική Δημοκρατία του «ελεύθερου δυτικού κόσμου» που φαίνεται πως παρακμάζει και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Επιπλέον, η τεχνολογική πρόοδος στον κόσμο των επικοινωνιών, των εξοπλισμών, της τεχνητής νοημοσύνης –συστατικά στοιχεία της μέχρι τώρα υπεροχής των ΗΠΑ– θέτουν τα ερωτήματα της επόμενης μέρας του τέλους της αμερικανικής ηγεμονίας (που θα αναγκαστεί ή να διαπραγματευτεί με χειρότερους όρους από πριν με Κίνα και Ρωσία ή και άλλους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς, ή να συγκρουστεί, εξέλιξη πολύ επικίνδυνη για τον πλανήτη αλλά και για τις ΗΠΑ, ή τέλος να αποδεχτεί ότι ο κόσμος είναι πολυπολικός χωρίς τη δική της ηγεμονία). Όπως και να έχει είναι πλέον στην ημερήσια διάταξη το τέλος αυτού του μοντέλου παγκοσμιοποίησης και η αναζήτηση περιφερειακών ηπειρωτικών ενοποιήσεων και κατ’ επέκταση ανταγωνισμών και συγκρούσεων.

Η ΕΕ βρέθηκε άλλη μια φορά κάτω από τη γερμανική μπότα και τον κρατικό ανταγωνισμό των μελών της. Η πορεία για την ενοποίηση (!) μοιάζει να περνάει μέσα από την υποταγή και την εξαφάνιση των υπολοίπων. Την τελευταία δεκαετία το «όραμα» της ενωμένης Ευρώπης υπέστη πολλαπλές πανωλεθρίες, οικονομικά από τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης που επέκτεινε τη διεύρυνση του ρήγματος βορρά-νότου, φτωχών-πλούσιων χωρών, στη διεθνή σκηνή όπου ο πολιτικός νάνος ΕΕ δεν είχε ενιαία γραμμή και αποδείχτηκε ελλιποβαρής στις συρράξεις στη Συρία και στη Μ. Ανατολή, στις κυρώσεις στη Ρωσία, στο μεταναστευτικό κ.ά.

Με την πανδημία ξεδιπλώθηκε ο οικονομικός – υγειονομικός – εμβολιαστικός εθνικισμός με μπροστάρη τη Γερμανία, δίνοντας το στίγμα της έννοιας Ενωμένη Ευρώπη. Η γραμμή «ρίξε χρήμα στην αγορά» (τράπεζες, ομίλους) σημαίνει χρέη για τα κράτη που όμως ούτε ίδιες δυνατότητες (διαθέσιμα) έχουν, ούτε την ίδια ικανότητα (παραγωγής). Το ερώτημα που είναι δυνατόν να τεθεί αυθόρμητα την επόμενη μέρα θα είναι είτε ποιος πρώτος θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Βρετανίας, είτε τι άλλο θα εκχωρήσουν ακόμα οι πρόθυμοι «μένουμε Ευρώπη» στη Γερμανία, η οποία μπορεί να διαπραγματεύεται αποκλειστικά για τα συμφέροντά της και με την Ανατολή (Ρωσία κυρίως και δευτερευόντως Κίνα).

3. Βαθιά παγκόσμια οικονομική ύφεση, αμφίβολη γρήγορη ανάκαμψη, με βαρύτατες συνέπειες για τους εργαζόμενους και τους λαούς. Είναι βολικός ο μύθος ότι η πανδημία είναι η αιτία για την οικονομική κρίση που έρχεται και πέφτει σαν μαύρη σκιά σε όλο τον κόσμο. Η πανδημία επιτάχυνε τον χρόνο, βάθυνε και άπλωσε την κρίση. Η κρίση όμως οφείλεται στο παρελθόν και το παρόν του καπιταλιστικού συστήματος που έχει οικοδομήσει τις συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής – με την αντίθεση χρηματιστηριακής / «πραγματικής» οικονομίας, της στασιμότητας εξαιτίας της μη κερδοφορίας των επενδύσεων, με συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας που δεν ακολουθείται όμως από αύξηση της ζήτησης και της κερδοφορίας, με τις διαρκείς ιδιωτικοποιήσεις, τη διάλυση των συστημάτων υγείας και πρόνοιας, τις ανύπαρκτες δημόσιες επενδύσεις κλπ. Την περίμεναν την κρίση, όμως την υπολόγιζαν για αργότερα διότι έχουν μάθει να «παίζουν» με το χρόνο…

Το ΔΝΤ εκτιμά ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί η ύφεση το 2021, όταν μάλιστα δεν θα έχει καν ξεπεραστεί η πανδημία μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους. Υπολογίζει ότι το 2021 θα υπάρξουν μεγάλα ποσοστά οικονομικής συρρίκνωσης των ιμπεριαλιστικών κέντρων και ο όγκος του παγκόσμιου εμπορίου θα μειωθεί επιπλέον κατά 10%. Ούτε γρήγορη ούτε ολική η ανάκαμψη που δηλώνουν καθησυχαστικά τα αστικά επιτελεία.

Προς το παρόν οι κυβερνήσεις ρίχνουν «λεφτά από το ελικόπτερο» κυρίως σε τράπεζες και μεγάλους ιδιωτικούς ομίλους, αναστέλλουν τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, τα προγράμματα λιτότητας, τις αυστηρές επιτηρήσεις. Αυξάνεται κατά πολύ το δημόσιο χρέος καθώς και το ιδιωτικό στα μικρά και μεσαία στρώματα. Θα αυξηθεί η ανεργία και η φτωχοποίηση, οι χρεοκοπίες χωρών (Βραζιλία), ενώ άλλες δεν αντέχουν καν να συντηρήσουν τα ρημαγμένα συστήματα υγείας τους.

Ο φόβος για τον ιό θα αντικατασταθεί από τον οικονομικό ζόφο και την καταστροφή. Οι «συνήθεις ύποπτοι» είναι αυτοί που θα κληθούν την επόμενη μέρα να περάσουν από το ταμείο. Η επόμενη μέρα σημαίνει για τους εργαζόμενους αύξηση της ανεργίας, της εκμετάλλευσης, αύξηση της σχετικής και απόλυτης φτωχοποίησης. Για αρκετούς κλάδους κυρίως υπηρεσιών θα σημάνει επίσης ανατροπές προς το χειρότερο των όρων εργασίας μέσα από το «επιτυχημένο μοντέλο» της τηλεργασίας. Η επόμενη μέρα για τους μικρομεσαίους θα σημάνει κολύμπι σε έναν ωκεανό χρεών, την ίδια στιγμή που τα υπερωκεάνια των ομίλων θα τους πνίγουν με τα απόνερά τους. Ο καπιταλισμός του 21ου αιώνα συρρικνώνει τα ενδιάμεσα στρώματα και αυτό θεωρείται περίπου νομοτέλειά του.

4. Μεγάλες αναταραχές, με ποιες πολιτικές επιπτώσεις;

Κάθε κρίση, κάθε αναταραχή έχει πολιτικές επιπτώσεις, παράγει πολιτικά γεγονότα και αποτελέσματα. Από τα τώρα συζητιούνται ερωτήματα και αλλαγές και ειδικά στο χώρο της Ευρώπης –που αντιμετωπίζει σειρά σημαντικών εκλογικών αναμετρήσεων σε Γερμανία, Πορτογαλία, Ολλανδία, Γαλλία κ.ά.

Ερωτήματα όπως πόσο πιο αυταρχικό συγκεντρωτικό κράτος σε σχέση με το παρελθόν χρειάζεται, η αντιπαράθεση του ανατολικού σε σχέση και αντίθεση με την παρακμή του δυτικού μοντέλου, έχουν τεθεί προ της πανδημίας και τώρα ανθίζουν τόσο για λόγους συστημικής θωράκισης και προφύλαξης όσο και για λόγους αποτελεσματικότητας και αντιγραφής του ανατολικού μοντέλου. Εξάλλου έχουν υπάρξει απόπειρες (Μακρόν) για πιο αυταρχικό κράτος. Η ακροδεξιά ατζέντα είναι υπαρκτή και με αυτήν ερωτοτροπούν αρκετές κυβερνητικές δυνάμεις. Έχει επίσης τεθεί σε κρίση το πολιτικό μοντέλο που ανέπτυξε ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός. Γι’ αυτόν πολιτική σημαίνει διακυβέρνηση, διαχείριση, επικοινωνία, παντελής έλλειψη λαϊκής κυριαρχίας. Το «όλοι είναι ίδιοι» είναι μια κραυγή απέχθειας γι’ αυτή την πολιτική.

Ο «θάνατος του εμποράκου» και η συρρίκνωση μεσαίων στρωμάτων του λεγόμενου «οικονομικού κέντρου» μαζί με την αύξηση των ταξικών και εθνικών ανισοτήτων δημιουργεί όρους και δυνατότητες για την ανάπτυξη ενός ισχυρού εθνικιστικού και ακροδεξιού ρεύματος αλλά και μιας νέας κοπής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία προφανώς θα προσπαθήσει να επενδύσει στο περισσότερο κράτος και σε μορφές κεϊνσιανισμού, στοχεύοντας και οι δύο να εκφράσουν και να ενσωματώσουν αυτά τα πολυπληθή ακροατήρια. Αυτές οι «νέες» πολιτικές καταστάσεις θα θολώνουν τις ταξικές ανάγκες, διεκδικήσεις και επικίνδυνες συγκροτήσεις, θα θέσουν ζητήματα δημοκρατίας, θα δημιουργούν έντονους διχασμούς στο κοινωνικό πεδίο, χωρίς φυσικά να τροποποιούν προοδευτικά και ριζικά τον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης. Ο στρατός των αποκλεισμένων, των περιθωριοποιημένων οικονομικά, ταξικά, εθνικά, που εμφανίστηκε πολύμορφα στις ΗΠΑ από τη 40χρονη αύξηση των ανισοτήτων, γίνεται όλο και πιο ορατός σε όλο και περισσότερες μεριές του πλανήτη και θα δώσει το «παρών» και στην κεντρική πολιτική σκηνή. Θα αυξηθούν οι διαθέσεις κοινωνικής αντίστασης και αναζήτησης διεξόδου και εναλλακτικής. Υπάρχουν χώρες που θα συγκεντρώνουν όρους επικίνδυνων αναταραχών και αποσταθεροποιήσεων. Ο ιός της εξέγερσης είναι ελεύθερος και εκτεθειμένος παγκόσμια.

Αριστερά: Αναπαραγωγή σχημάτων του παρελθόντος ή μέσα στον κόσμο, με απαντήσεις για το παρόν και το μέλλον;

Αποδείχτηκε ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο μέσα σε 40 χρόνια από την επικράτησή του είναι αρκετά ευάλωτο με πολλαπλές επικίνδυνες κρίσεις και διαταραχές, που έχουν σαν αποτέλεσμα να μην χαίρει ο καπιταλισμός ιδιαίτερης «κοινωνικής εκτίμησης» παγκόσμια και να αυξάνονται τα ερωτηματικά για τη νομιμοποίησή του. Με μια γενική ματιά, το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι μέσα στη δεκαετία το σύστημα κλυδωνίζεται διαρκώς, χωρίς διαφαινόμενη δυνατότητα επιστροφής στην «κανονικότητα». Κλυδωνίζεται, αλλά δεν καταρρέει γιατί χρειάζεται εκείνη η δύναμη με την απαιτούμενη ενέργεια για να το βυθίσει.

Η αριστερά πρέπει να αμφισβητήσει τόσο την κανονικότητα της κρίσης όσο και την «επιστροφή στην κανονικότητα». Να μην υποταχθεί στην επιλογή μόνο της περιφρούρησης κεκτημένων, στους υπαρκτούς αρνητικούς συσχετισμούς. Θα πρέπει να περάσει σε μια συνολική κριτική και αμφισβήτηση του καπιταλιστικού «ρεαλισμού», να δοκιμάζει, σε ενεστώτα διαρκείας, να επινοεί και να χτίζει το σύγχρονο όραμα χωρίς κακές αντιγραφές από το παρελθόν, με σημαία της το τέλος του καπιταλισμού.

Είναι αυτονόητο πως δεν αρκούν μόνο οι καταγγελίες και το κατηγορώ στο σύστημα. Είναι όμως απαραίτητα για να δημιουργηθεί μια κρίση συστημικής εμπιστοσύνης, για να γίνει το πρώτο συνειδητό βήμα κριτικής και αμφισβήτησης. Η αριστερά οφείλει να γίνει διεθνιστική –είναι μόνο στις διακηρύξεις και στα κείμενα των συσκέψεών της– πρωταγωνιστώντας στην κατασκευή θεμέλιων λίθων ενός παγκόσμιου ρεύματος, με όλες τις ανισομετρίες του, που θα αναδεικνύει τις χρεοκοπίες και το πεπερασμένο του καπιταλισμού, που θα ανοίγει το δρόμο στο μέλλον και στην πρόοδο, που θα επαναφέρει την εμπιστοσύνη στην ικανότητα των ανθρώπων να αλλάζουν τη μοίρα τους και στην τέχνη να καταργούν την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων ζωγραφίζοντας και οικοδομώντας μια νέα. Αυτό σημαίνει να ανοίξει η ματιά της στις γειτονιές του κόσμου και κυρίως να αναληφθούν πρωτοβουλίες δράσης πάνω σε στόχους και «οικουμενικά» αιτήματα. Για παράδειγμα, τη μείωση του χρόνου εργασίας (το σύστημα όχι μόνο διατηρεί επί 150 χρόνια το 8ωρο, αλλά το αυξάνει πολύμορφα), τη διαγραφή του χρέους των κρατών, την ανασυγκρότηση των δημόσιων συστημάτων υγείας, τη μείωση των ανισοτήτων, την προστασία του περιβάλλοντος…

Για την Ελλάδα, το στοίχημα για τις δυνάμεις της κομμουνιστικής αριστεράς είναι η υπέρβαση του εαυτού τους, κάτι που σημαίνει καταρχήν καμιά αναπαραγωγή του κακού και αμαρτωλού παρελθόντος των 40 «ένδοξων χρόνων». Η «αυτοκριτική» που δεν γίνεται ούτε έμπρακτα ούτε συνολικά, οι συνεχείς επαναλήψεις που κούρασαν και απογοήτευσαν, έχουν δημιουργήσει ένα άρρωστο σώμα ιδεών και πρακτικών στην αριστερά που είναι πολύ δύσκολο να γιατρευτεί. Δύσκολο, όχι αδύνατο. Γιατί υπάρχει δύναμη και δημιουργικό γινάτι σε κόσμο που μπορεί να βρίσκεται στη δεύτερη γραμμή, σε νέο κόσμο και σε μια μικρή μειοψηφία των «πρωτοπόρων» που βλέπουν διαφορετικά τα πράγματα αλλά δεν τολμούν την υπέρβαση. Το πεδίο γονιμοποίησης ιδεών και πολιτικής, καθώς και το πεδίο συγκρότησης-οργάνωσης είναι ο κόσμος της εργασίας και όχι ο κόσμος της αριστεράς (σημειωτέον ότι η αναπαραγωγή της σημερινής αριστεράς γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από τους φοιτητικούς κύκλους).

Χρειαζόμαστε –στον δεδομένο συσχετισμό– ένα άμεσο λαϊκό πρόγραμμα διεκδικήσεων(με θέματα υγεία, μισθοί, ανεργία, δημοκρατία και προσανατολισμό  οικονομικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης) που να γρατζουνάει το σύστημα και το πλαίσιό του, που να συμβαδίζει με τα δεσπόζοντα κοινωνικά αιτήματα, χρειαζόμαστε μια μετωπική πολιτική και τακτική που να συσπειρώνει τον κόσμο που πλήττεται, που να οριοθετείται από την ήπια νεοφιλελεύθερη διαχείριση, από τους μικρομεγαλισμούς πολιτικής παρέμβασης στη διακυβέρνηση (που στην ουσία μεταφράζονται σε εκλογικές κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις), χρειάζεται με επιμονή και υπομονή συγκρότηση και οικοδόμηση κόμματος – νέας πολιτικής δύναμης που να έχει αντισυστημική στρατηγική και πρακτική, και κοινή λογική. Από πού να αρχίσουμε; Από το τέλος προς την αρχή.