Άρθρα

Μετά την απεργία της 9ης Νοεμβρίου, τι;

Είναι γεγονός οτι η απεργία της 9ης Νοέμβρη ήταν μαζική. Όμως επίσης γεγονός αποτέλεσε ότι οι πολιτικοί και κοινωνικοί – συνδικαλιστικοι φορείς που αναφέρονται στους εργαζόμενους έκαναν από τίποτα μέχρι ελάχιστα για την πραγματική επιτυχία της. Όπως με το να προηγηθούν γεγονότα πλατιάς προπαγάνδισης της. Να εκδηλωθούν δράσεις αλληλεγγύης σε εργασιακούς χώρους που πλήττονται. Να συννενοηθούν – ενωθούν χώροι και δυνάμεις. Η κυβέρνηση, ελλείψει πολιτικής αντιπολίτευσης, κατάφερε να κινητοποιήσει σχεδόν μόνη της τον κόσμο. Με την ακρίβεια και τον πληθωρισμό, που εξαερώνει το λαϊκό εισόδημα. Με τα επιδόματα-κοροϊδία, που μας κάνουν να ζούμε σαν ζητιάνοι. Με το πανάκριβο ρεύμα, την ίδια στιγμή που η μαφία του χρηματιστηρίου ενέργειας κερδοσκοπεί ανεξέλεγκτη. Με τα πανάκριβα ενοίκια, που κοστίζουν περίπου όσο ένας μισθός. Με τα εργατικά «ατυχήματα», που οι εργάτες αντιμετωπίζονται σαν αναλώσιμο υλικό. Με τους μισθούς πείνας, που τελειώνουν στα μέσα του μήνα. Με τις προκλητικές απολύσεις σε επιχειρήσεις και εργοστάσια. Με την επίθεση στα εναπομείναντα εργατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα. Με την αστυνομική καταστολή, που έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας.

Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις (όχι με τον ίδιο τρόπο και όχι όλες) εδώ και χρόνια, απέχουν. Έχουν αποδεχτεί την ήττα, αν δεν έχουν περάσει στη πλευρά του αντιπάλου, ιδεολογικά και πολιτικά. Βγαίνουν δημόσια, να κατηγορήσουν τους εργαζόμενους «που δεν τραβάνε», για τη μη συμμετοχή τους σε απεργίες. Άραγε σε τι διαφέρει αυτό από αυτό που κάνει η κυβέρνηση με τη διάχυση της ατομικής ευθύνης; Χωρίς καμιά ντροπή, χωρίς κανένα ίχνος αυτοκριτικής. Για την χρόνια γραφειοκρατικοποίηση – απαξίωση του συνδικαλισμού. Για την παντελή απουσία από τους χώρους δουλειάς. Για το «δώσε – πάρε» με κυβερνήσεις και εργοδότες, κάτω και πάνω από το τραπέζι. Για το ρόλο τους σαν «κοινωνικός εταίρος», ενίοτε πυροσβεστικός. Για την εξαφάνιση των «ατυχημάτων» και θανάτων στους χώρους δουλειάς. Για τις απεργίες – πιστολιές στον αέρα, που παράγουν το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό. Για το ψηφοθηρικό σκεπτικό πίσω από κάθε κίνημα και «κίνημα».

Αυτή η απεργία, αν και μαζική, δεν αποτέλεσε ένα πολιτικό γεγονός. Παρήγαγε όμως, μετά από καιρό, εκείνη τη ζεστασιά και την αισιοδοξία του συλλογικού αγώνα. Μια σύντομη ανάπαυλα στον παγωμένο εργασιακό νεοφιλελεύθερο μονόδρομο. Μπορεί να γίνει η αρχή μιας πορείας; H αρχή μιας διαδικασίας οργάνωσης και εκπαίδευσης  των εργαζομένων; Να αποτελέσει την κοινωνική αντιπολίτευση ενάντια σε κυβέρνηση και νεοφιλελευθερισμό; Το επόμενο διάστημα χρειάζεται να παρθούν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες σε αυτή τη κατεύθυνση.

Η απεργία είναι συνταγματικό δικαίωμα …αρκεί να μην ασκείται!

Η σημερινή απεργία στα ΜΜΜ αντιμετωπίστηκε με απύθμενο μίσος από τον κυβερνητικό μηχανισμό που βυσσοδομεί για την ταλαιπωρία που υπέστησαν οι Αθηναίοι με το χειρόφρενο σε μετρό, τραμ και λεωφορεία.

Θα μπορούσαμε να τους θυμίσουμε ότι σκηνές της ίδιας και μεγαλύτερης ίσως ταλαιπωρίας έζησαν και ζουν ακόμα οι κάτοικοι της πρωτεύουσας επί πολλούς μήνες, όταν μετά την άρση των μέτρων για την πανδημία, αυξήθηκε κατακόρυφα η κίνηση και τα μποτιλιαρίσματα στους κεντρικούς άξονες ήταν καθημερινή συνήθεια.

Τότε όμως δεν έφταιγαν οι συνδικαλιστές, αλλά η κυβέρνηση Μητσοτάκη που απαξίωσε ολοκληρωτικά τα Μέσα Μεταφοράς, οπότε η απίστευτη ταλαιπωρία έπρεπε να κουκουλωθεί.

Για του λόγου το αληθές, παραθέτουμε μια σειρά από δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για κυκλοφοριακό χάος και απόλυτο μπλοκάρισμα στους δρόμους, σε ανύποπτους χρόνους: Ιούνιος 2022, Απρίλιος 2022, Οκτώβριος 2021. Η κατακόρυφη αύξηση της κίνησης στην Αθήνα και οι ατέλειωτες ώρες που χάνονται στην κίνηση είναι καθημερινό γεγονός εδώ και ενάμισι χρόνο και δεν μπορεί να χρεωθεί σε καμιά απεργία.

Αφού όμως η καθημερινή ταλαιπωρία στους δρόμους της Αθήνας επί ενάμισι χρόνο δεν μπορεί να φορτωθεί στους κακούς συνδικαλιστές, παρά μόνο στις κρατικές και κυβερνητικές ευθύνες για τα χάλια των Μέσων Μεταφοράς, η σημερινή απεργία αποτελεί πρώτης τάξης ευκαιρία για να οργιάσουν οι ορδές της κοινωνικής και πολιτικής αντίδρασης για τους φασίστες συνδικαλιστές και τον καρκίνο του δημοσίου.

Βέβαια, όταν έκλειναν τους δρόμους της Αθήνας για το ράλι Ακρόπολις, για τους μεγάλους περίπατους, για τους Μαραθώνιους και τους ημιΜαραθώνιους, για το όνομα της Μακεδονίας, ή όταν οδηγοί αποκλείονταν επί εικοσιτετράωρο στην Αττική Οδό λόγω χιονιού, ούτε ο Μητσοτάκης, ούτε ο Μπακογιάννης αποκαλούνταν εν χορώ φασίστες, καρκινώματα, τεμπελχανάδες, χαραμοφάηδες, κοπρίτες κοκ. Ο καθένας φυσικά διατηρεί το δικαίωμα να κρίνει αν οι παραπάνω χαρακτηρισμοί ταιριάζουν περισσότερο στους πορφυρογέννητους γόνους της Οικογένειας ή στους συνδικαλιστές που αποφάσισαν την απεργία γνωρίζοντας ότι θα τους φάνε ζωντανούς τα κυβερνητικά όρνεα.

Το προκλητικό όμως είναι ότι όσοι ξιφουλκούν ενάντια στο δικαίωμα της απεργίας, εμφανίζουν εαυτόν θεματοφύλακες του Συντάγματος. Το Σύνταγμα βέβαια, προβλέπει στο άρθρο 23: «H απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων».

Στο ίδιο άρθρο ορίζει και τους περιορισμούς του δικαιώματος άσκησης απεργίας, όταν θίγεται το κοινωνικό σύνολο: «Tο δικαίωμα προσφυγής σε απεργία των δημόσιων υπαλλήλων και των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει».

Ωστόσο κάνει σαφές μέχρι πού μπορεί να φτάσουν αυτοί οι περιορισμοί: «Oι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του».

Έτσι λοιπόν, οι φαρισαίοι και υποκριτές που ορκίζονται στο όνομα του «συνταγματικού πατριωτισμού», που κλαίνε και οδύρονται στην προοπτική να επέλθει ρήξη της χώρας με το κράτος δικαίου και τη νομιμότητα, που θεωρούν ύψιστη αξία τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων που το Σύνταγμα ορίζει, δεν έχουν τον παραμικρό δισταγμό να κάνουν το Σύνταγμα κωλόχαρτο.

Έχουν αποδείξει άλλωστε ότι γράφουν τη δημοκρατική νομιμότητα και τον πυρήνα του κράτους δικαίου στα παλιά τους τα παπούτσια, όταν στην υπόθεση των υποκλοπών και των παρακολουθήσεων δηλώνουν ότι δεν έγινε και τίποτα που παρακολουθούνται οι πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης και οι δημοσιογράφοι.

Αρκεί βέβαια οι παρακολουθήσεις να γίνονται από την ΕΥΠ για να διαιωνίζεται η κυριαρχία του Μητσοτάκη και όχι από τη Στάζι για να διαιωνίζεται η κυριαρχία του Χόνεκερ.

Όλα κι όλα, σε ότι αφορά τις αρχές και τις αξίες τους, οι φιλελεύθεροι Μητσοτακικοί έχουν την ευκαμψία της σαύρας και την προσαρμοστικότητα της κατσαρίδας.

Όσο για αυτούς που επικαλούνται την φοβερή και τρομερή ταλαιπωρία που υπέστησαν σήμερα οι Αθηναίοι από την απεργία;

Είναι οι ίδιοι που για να μην ηττηθεί το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ στην Ουκρανία, καλούν το λαό να πεινάσει, να φτωχύνει, να κρυώσει, αρκεί να μην υποχωρήσουμε μπροστά στον …Πούτιν.

Οι λεοντόκαρδοι που δεν το έχουν σε τίποτα να βάλουν δελτίο στα καύσιμα και να ρίχνουν τον διακόπτη του ηλεκτρικού, αρκεί να ματώσει η Ρωσία και να νικήσει το ΝΑΤΟ, διαμαρτύρονται για μια (!) και μόνο μέρα απεργίας, που ταλαιπώρησε τους Αθηναίους.

Ιδροκοπούν και αρθρογραφούν για να μας πείσουν ότι πρέπει ο ελληνικός λαός να ζήσει την κόλαση και να περάσει τον πιο δύσκολο χειμώνα από το …1942 για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά δεν ανέχονται μια μέρα μποτιλιαρίσματος λόγω της απεργίας στα μέσα μεταφοράς.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι το πρόβλημα των χρυσοκάνθαρων που τρώνε από το Δημόσιο καθυβρίζοντάς το, δεν είναι η ταλαιπωρία των Αθηναίων. Το πρόβλημά τους είναι η απεργία. Για αυτό ξερνούν χολή και μίσος. Και αυτό κάτι θα έπρεπε να λέει και για το «δικό μας» κοινωνικό και πολιτικό στρατόπεδο.

Θέλετε να μάθετε κ. Μητσοτάκη ποιοι είναι οι πιο αχρείαστοι θάνατοι από όλους;

Αχρείαστος θάνατος ήταν ο θάνατος του εργοδηγού Πέτρου Γιάμαλη στο χωρίς φρένα βαγόνι. Αχρείαστος θάνατος ήταν ο θάνατος της νοσηλεύτριας Μαρίας Μπάθα έξω από το Μεσολόγγι όταν γυρνούσε από νυχτερινή βάρδια από το νοσοκομείο του Ρίο. Αχρείαστος θάνατος ήταν ο θάνατος του εργάτη Δημήτρη Δαγκλή όταν δούλευε στις προβλήτες της COSCO. 

Όχι, δεν είμαστε σαν κι εσάς. Δεν θεωρούμε ότι κάποιοι θάνατοι είναι αχρείαστοι και κάποιοι χρειαζούμενοι. Κάθε άνθρωπος που χάνει τη ζωή του πριν την ώρα του, είτε από καρκίνο, είτε από κορωνοϊό, είτε από τροχαίο, είτε από εργατικό δυστύχημα, προκαλεί πόνο, θλίψη και ενίοτε οργή.

Όχι όμως σε όλους. 

Ποιοι μίλησαν για τον θάνατο του Πέτρου Γιάμαλη της ΣΤΑΣΥ ή του Δημήτρη Δαγκλή της COSCO; Μόνο οι ιστοσελίδες και οι εφημερίδες της Αριστεράς. Είδαμε κανένα δελτίο ειδήσεων να αναφέρεται αναλυτικά στους ανθρώπους αυτούς που κόπηκε το νήμα της ζωής τους ενώ δούλευαν; Είδαμε κανένα μεγαλόσχημο δημοσιογράφο να ερευνά και να ψάχνει τις αιτίες των εργατικών αυτών δυστυχημάτων; Είδαμε κανένα κανάλι να αναζητά τις ευθύνες της COSCO ή της ΣΤΑΣΥ;

Ποιοι μίλησαν για τον θάνατο της Μαρίας Μπάθα; Μόνο οι τοπικές ιστοσελίδες της Αιτωλοακαρνανίας. Είδαμε καμιά Κοσιώνη, κανέναν Πορτοσάλτε, Χατζηνικολάου ή Ευαγγελάτο να ψάχνει γιατί άραγε η Μαρία Μπάθα κοιμήθηκε στο τιμόνι και έχασε τη ζωή της; Είδαμε κανέναν Πρετεντέρη, Μανδραβέλη ή Παπαχελά να γράφει πύρινο άρθρο για τις εξοντωτικές συνθήκες εργασίας στα νοσοκομεία;

Η ευαισθησία στο θάνατο, στον πρόωρο και άδικο θάνατο, για όλους τους παραπάνω είναι επιλεκτική. Άλλωστε τι ήταν οι παραπάνω; Εργοδηγός, χειριστής μηχανήματος, νοσηλεύτρια. Άνθρωποι που δουλεύουν τίμια και ευσυνείδητα, σε δύσκολες ή και εξοντωτικές συνθήκες εργασίας, ή και με δεύτερη δουλειά γιατί το μεροκάματο δεν βγαίνει, με μέσα και σε συνθήκες σαμποταρισμένα από την εργοδοσία για να βγάλει το αφεντικό ξύγκι από τη μύγα και να βάλει το κέρδος στην τσέπη του. 

Ήταν άνθρωποι που “εξαρτώνται από το μισθό τους”, για να θυμηθούμε την έκφραση του Μητσοτάκη. Ναι, ήταν άνθρωποι σαν κι αυτούς που η ύπαρξή τους προκαλεί έκπληξη στον πρωθυπουργό. Ήταν άνθρωποι που δεν ζουν από εισοδήματα ή από επενδύσεις, δεν έχουν να φάνε κληρονομιές, δεν θησαυρίζουν από το επώνυμό τους, ούτε αργοσχολούν ως στελεχάρες λόγω των διασυνδέσεών τους. Ζουν μόνο από το μισθό τους για τον οποίο πουλάνε την εργατική τους δύναμη. Κι αυτό, είναι επικίνδυνο. 

Ήταν άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Δεν θα σπούδασαν στα καλύτερα Πανεπιστήμια της Αμερικής ή της Αγγλίας, δεν θα παρίσταναν τους σκληρά εργαζόμενους μέχρι να κληρονομήσουν την επιχείρηση ή το γραφείο του μπαμπά, δεν θα άρμεγαν ΕΣΠΑ και επιδοτήσεις. Ήταν άνθρωποι ενός κατώτερου Θεού. Του Θεού των κανονικών ανθρώπων. 

Αυτών που αναγκάζονται να δουλεύουν σε κόντρα βάρδιες, δηλαδή δύο οκτάωρα σε ένα εικοσιτετράωρο. Ουδείς από τους γόνους που κυβερνούν δεν έχει αναγκαστεί να δουλέψει δύο οκτάωρα στο εικοσιτετράωρο. Ο πρωθυπουργός άμα δουλέψει τρεις μέρες σερί από 6 ώρες τη μέρα, μετά πρέπει να φύγει για 4ήμερο για να ξεκουραστεί. Οι δε υπουργοί του, το μόνο ξενύχτι που γνωρίζουν, είναι αυτό στα μαγαζιά της Μυκόνου και της παραλιακής.

Τι ενώνει αυτές τις τόσο διαφορετικές και τόσο αχρείαστες ανθρώπινες απώλειες; 

Ο Δημήτρης Δαγκλής και ο Πέτρος Γιάμαλης σκοτώθηκαν ενώ εργάζονταν σε εργολαβικές αναθέσεις. Γιατί οι εταιρείες στο κυνήγι της μείωσης του κόστους αναθέτουν σε εξωτερικούς εργολάβους τμήμα της δουλειάς. Και ο εξωτερικός εργολάβος ελέγχεται δυσκολότερα, δεν του αποδίδονται ευθύνες, δεν απασχολεί εργάτες με συλλογικές συμβάσεις, δεν αισθάνεται υποχρεωμένος να συντηρήσει τον εξοπλισμό του. Στον ΗΣΑΠ τις εργασίες είχε αναλάβει γερμανική εταιρεία – δική της ήταν και η λοκομοτίβα χωρίς φρένα που σκότωσε τον Πέτρο Γιάμαλη. Στο λιμάνι, μετά την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ, οι εργάτες ανά βάρδια στις γερανογέφυρες είναι 4, αντί για τουλάχιστον 6 που ήταν με το παλιό -προ COSCO- καθεστώς. Η γενικευμένη κατάσταση της ημιαπασχόλησης κάνει σχεδόν όλους τους εργάτες να ψάχνουν δεύτερη ή και τρίτη δουλειά και αρκετοί από αυτούς κάνουν δύο βάρδιες στο εικοσιτετράωρο.

Η Μαρία Μπάθα ήταν από το Μεσολόγγι αλλά δούλευε νυχτερινή βάρδια στην Παθολογική κλινική του Νοσοκομείου του Ρίου. Οι συνθήκες για τους νοσηλευτές ήταν εξοντωτικές πριν την πανδημία, αλλά έγιναν απάνθρωπες με τον κορωνοϊό. Δεκάδες χρωστούμενα ρεπό ανά νοσηλεύτρια, τουλάχιστον στα μεγάλα νοσοκομεία, κόντρα βάρδιες γιατί δεν υπάρχει προσωπικό (γιατί στην Ελλάδα έχουμε τη μικρότερη αναλογία νοσηλευτών – ασθενών σε όλη την Ευρώπη), αφόρητη πίεση για να βγει η δουλειά. Η Μαρία Μπάθα μετά από ένα τέτοιο ξενύχτι αποκοιμήθηκε στο τιμόνι. Η πολιτεία όμως δεν θεωρεί ότι “έπεσε στο καθήκον”. 

Η Μαρία Μπάθα ήταν επικουρική, δηλαδή συμβασιούχος νοσηλεύτρια. Ήταν μία από αυτές που δούλευαν με σύμβαση ορισμένου χρόνου, για να βγει η βρώμικη δουλειά της πανδημίας, για να πεταχτεί μετά ξανά στην ανεργία. Άλλωστε όπως πιστεύει η κυβέρνηση, η ενίσχυση του ΕΣΥ με μόνιμο προσωπικό είναι πολυτέλεια. Η Μαρία πηγαινοερχόταν για κάθε της βάρδια από το Μεσολόγγι στο Ρίο. Το μισό της μισθό τον έδινε στα μεταφορικά της έξοδα. Και ρίσκαρε τη ζωή της στο επαρχιακό οδικό δίκτυο της Αιτωλοακαρνανίας μετά από κάθε εξαντλητική βάρδια. Μία από αυτές ήταν η τελευταία. 

Και ποιο είναι το χειρότερο;

Για τη Μαρία Μπάθα η ΠΟΕΔΗΝ, η ομοσπονδία της, έβγαλε όλο κι όλο ένα Δελτίο Τύπου.

Η δε απεργία των εργαζομένων στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς την επόμενη μέρα του θανάτου του Πέτρου Γιάμαλη, έβγαλε στον αφρό όλη τη σκατοψυχιά κάθε φιλελεύθερου και ακροκεντρώου βρυκόλακα. Ουρλιάζαν από τις ιστοσελίδες και τα κανάλια τους για την απεργία.

Δεν πειράζει μωρέ που πέθανε ένας εργοδηγός. Γιατί να χαλάσουμε τη βολή μας; Γιατί να ταλαιπωρηθεί το επιβατικό κοινό; Το οποίο παρεμπιπτόντως δεινοπαθεί στην Αθήνα, κάθε μέρα, ανεξαρτήτως απεργίας.

Αξίζει να γίνει απεργία για έναν νεκρό εργάτη;

Και ακόμα περισσότερο: Γιατί να διερευνηθούν οι ευθύνες της COSCO και του υπεργολάβου; Γιατί να διερευνηθούν οι ευθύνες της ΣΤΑΣΥ και της διοίκησής της; Γιατί να διερευνηθούν οι ευθύνες της γερμανικής εργολαβικής εταιρείας και του χωρίς φρένα βαγονιού της; Γιατί να αναζητηθεί λύση στην υπερεξόντωση του υγειονομικού προσωπικού; Γιατί να γίνουν μόνιμοι οι επικουρικοί γιατροί και νοσηλευτές;

Σιγά μωρέ. 

Δεν πέθανε πρόωρα κανένας σημαντικός για να κλαίει από συγκίνηση το πανελλήνιο. Εργαζόμενοι σκοτώθηκαν. Από λάθη και παραλείψεις της εργοδοσίας. Από λειψό προσωπικό και εξοντωτικές συνθήκες. 

Αυτοί οι θάνατοι, για την κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη, μπορεί να είναι άτυχοι, αλλά δεν είναι και τόσο αχρείαστοι. Οι συνθήκες υπό τις οποίες σκοτώνονται αυτοί οι άνθρωποι παράγουν κέρδη, μείωση του εργοδοτικού κόστους, περιορισμό των δαπανών. Οι πλούσιοι θα μπορούν επιτέλους να γίνουν ακόμα πλουσιότεροι. 

Το θέμα είναι, τι είναι αυτοί οι θάνατοι για εμάς. Είναι απλώς άδικοι, αχρείαστοι, εξοργιστικοί, ή είναι και οδυνηρή υπενθύμιση ότι πρέπει επιτέλους ο κόσμος μας να ξεχωρίσει από τον κόσμο τους;

Αντισυνταγματικός κατήφορος Κεραμέως: Από πότε απαγορεύεται η απεργία με αίτημα την αλλαγή ή κατάργηση ενός κυβερνητικού νόμου;

Των Ειρήνη Τσαλουχίδη – Νίκου Νικολέα.

Η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως αφού στράφηκε με αγωγή κατά της προκηρυχθείσας, από τις ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, απεργίας- αποχής από τις διαδικασίες «αξιολόγησης», αφού επέσπευσε για τη Δευτέρα 11/10 τη συζήτηση της έφεσης επί της δικαστικής απόφασης που έκρινε την απεργία παράνομη αλλά όχι και καταχρηστική, στράφηκε με αγωγή και κατά της απόφασης που πήρε η ΑΔΕΔΥ για απεργία- αποχή, καλύπτοντας συνδικαλιστικά τον αγώνα των εκπαιδευτικών.

Η δικαστική απόφαση για την απεργία ΔΟΕ – ΟΛΜΕ την έκρινε μόνο παράνομη, με δικαίωμα έφεσης από τη μεριά των ομοσπονδιών. Ωστόσο το δεύτερο δικαστήριο που έκρινε την αγωγή ενάντια στην απεργιακή κάλυψη που παρείχε η ΑΔΕΔΥ συντάχθηκε πλήρως με το αίτημα του Υπουργείου, δείχνοντας ότι και αυτές ακόμα οι λειψές εκλάμψεις ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης δεν θα γίνονται αποδεκτές. Η δικαιοσύνη οφείλει να υπηρετεί την εκτελεστική εξουσία, και έτσι το δεύτερο δικαστήριο, έκρινε την απεργία- αποχή που εξήγγειλε η ΑΔΕΔΥ παράνομη και καταχρηστική, απαγορεύοντας την έναρξή της με απειλή χρηματικής ποινής 3.000 ευρώ προς κάθε συνδικαλιστική οργάνωση για κάθε τυχόν παραβίαση της απόφασής του, την οποία κήρυξε και προσωρινά εκτελεστή.

Το Υπουργείο Παιδείας, σε όλες τις νομικές του ενέργειες έχει δύο βασικές επιδιώξεις. Πρώτον, να εκδοθεί εκτελεστή απόφαση «απαγόρευσης» της απεργίας, με την απειλή χρηματικής ποινής κατά των συνδικαλιστικών οργανώσεων και δεύτερον να κριθεί η απεργία εκτός από «παράνομη» και «καταχρηστική».

Ποια η διαφορά; Παράνομο είναι κάτι που αντίκειται στο νόμο. Εν προκειμένω, η απεργία των 4 ομοσπονδιών κρίθηκε παράνομη γιατί δεν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπει ο αντεργατικός νόμος Χατζηδάκη (προσφυγή στον ΟΜΕΔ για «δημόσιο διάλογο» μεταξύ Υπουργείου και συνδικαλιστικών οργανώσεων, ορισμός προσωπικού ασφαλείας για την συνέχιση της λειτουργίας των σχολικών μονάδων).

Η απόφαση αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του πως ο νόμος Χατζηδάκη έρχεται όχι απλά να περιορίσει αλλά ουσιαστικά να εξαϋλώσει το συνταγματικό δικαίωμα στην απεργία. Έτσι, η διεύρυνση της διαδικασίας του «δημοσίου διαλόγου» στον ΟΜΕΔ, πέρα από τις επιχειρήσεις δημοσίου συμφέροντος ή κοινής ωφέλειας, αφορά όλο το δημόσιο τομέα. Πρόκειται για μια προσχηματική διαδικασία που ταυτόχρονα λειτουργεί και σαν κώλυμα για την απεργία, καθώς όσο διαρκεί απαγορεύεται η πραγματοποίησή της. Υπάρχει επίσης πρόβλεψη για προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας, που θα καλύπτει το 1/3 της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας. Όπως αποτυπώθηκε και στην απόφαση επί της αγωγής κατά των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών «οι εναγόμενες όφειλαν να διαθέσουν το αναγκαίο προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας, ώστε να μη ματαιωθεί αλλά να ικανοποιηθεί, έστω κατά ένα ουσιαστικό ποσοστό, η ανάγκη της εκπαίδευσης, δηλαδή η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων».

Πέραν του γελοίου να αποφασίζει το δικαστήριο την ταύτιση της ανάγκης της εκπαίδευσης με την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων, εδώ έχουμε ένα βήμα παραπάνω. Η απεργία – αποχή είναι μορφή λευκής απεργίας απέναντι σε ένα συγκεκριμένο υπαλληλικό καθήκον, με στόχο να το μπλοκάρει. Το να απαιτείται προσωπικό ασφαλείας για να διεκπεραιώνει την αξιολόγηση (ενάντια στην οποία γίνεται η απεργία), είναι στην πραγματικότητα απαγόρευση της απεργίας.

Με άλλα λόγια, η απεργία θα είναι νόμιμη εφόσον θα είναι σαν να μην γίνεται.

Καταχρηστικό, από την άλλη, θεωρείται το να ασκείς νομίμως, από τυπική άποψη, ένα δικαίωμα για σκοπούς ωστόσο αποδοκιμαζόμενους από την έννομη τάξη ή διαφορετικά για σκοπούς αντίθετους με αυτούς που οδήγησαν στην κατοχύρωση του δικαιώματος. Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας χαρακτηρίζει «καταχρηστική» και επιδιώκει να αναγνωριστεί ως τέτοια η απεργία-αποχή των εκπαιδευτικών επειδή αποτελεί «πολιτική απεργία» που στοχεύει στο να επιβάλλει «μεταβολή της κυβερνητικής πολιτικής», όπως αυτή εξαγγέλθηκε στις «προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης» και «να εξαναγκάσει το Κοινοβούλιο» να καταργήσει ψηφισμένο νόμο.

Η διατύπωση που επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα και στις δυο αγωγές αποκαλύπτει τον αντισυνταγματικό κατήφορο της Κεραμέως και της κυβέρνησης συνολικά: «Το δικαίωμα στην απεργία είναι απολύτως σεβαστό, αρκεί η κινητοποίηση να είναι νόμιμη και να μην επιχειρεί ακύρωση νόμων που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή των Ελλήνων».

Σκοπός της Κεραμέως είναι, λοιπόν, να επικυρωθεί δικαστικά η βαθιά αντιδημοκρατική αντίληψη ότι απαγορεύεται κανείς να απεργεί με αίτημα την αλλαγή ή την κατάργηση ενός νόμου. Σύμφωνα με την Υπουργό, το άρθρο 23 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην απεργία ως μέσο «για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων» έχει ως όριο και υποχωρεί μπροστά στο γεγονός ότι τα μέτρα που θίγουν αυτά τα συμφέροντα αποτελούν κυβερνητική απόφαση και είναι κυρωμένα από την Βουλή. Υιοθετεί τις πιο αντιδραστικές ερμηνείες σε θεωρία και νομολογία του δικαίου της απεργίας, σύμφωνα με τις οποίες οι εργαζόμενοι μπορούν να προασπίζουν τα συμφέροντα τους αρκεί, με έναν μεταφυσικό τρόπο, να μη θίγουν και να μην επιβάλλονται στην κρατική/ κυβερνητική πολιτική ή την επιχειρηματική πολιτική του εργοδότη.

Η αντίληψη της κυβέρνησης (και όχι μόνο της παρούσας) για την δημοκρατία και την νομοθέτηση συνοψίζεται λίγο πολύ στα εξής: «Νομοθετούμε ό,τι γουστάρουμε εν μέσω πανδημίας και lockdown. Κάνουμε μια προσχηματική “δημόσια διαβούλευση”. Σύσσωμη η εκπαιδευτική κοινότητα αντιτίθεται σε αυτό που ψηφίζουμε. Την γράφουμε στα παλαιότερα των υποδημάτων μας – περνάμε και καμιά διάταξη για την εξίσωση των πτυχίων των ιδιωτικών κολλεγίων. Η εκπαιδευτική κοινότητα αντιδρά και θέλει να απεργήσει. Έχουμε ψηφίσει όμως μέσα στο καλοκαίρι το νόμο Χατζηδάκη που της απαγορεύει να απεργήσει. Η εκπαιδευτική κοινότητα μας αγνοεί και συμμετέχει στην απεργία-αποχή σε ποσοστά άνω του 70%, παρά τις απειλές και τις δικαστικές μεθοδέυσεις. Τώρα σκληραίνουμε την επίθεση: “Απαγορεύεται να διαφωνείς με τους νόμους που ψηφίζουμε για το πώς θα κάνεις τη δουλειά σου και πώς θα μορφώνεται το παιδί σου και να το εκδηλώνεις, γιατί εκβιάζεις την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο”. Δώστε μας επιπλέον και 40 χιλιάρικα, να τα δώσουμε στα κανάλια».

Στα ουσιώδη: ο αυταρχικός, αντισυνταγματικός παροξυσμός της Κεραμέως που αξιοποιεί όλα τα όπλα του νόμου Χατζηδάκη καθώς και την πάγια δικαστική περιστολή του δικαιώματος στην απεργία (επί δεκαετίες το 90% των αποφάσεων κρίνει απεργίες ως παράνομες και καταχρηστικές) δεν αναιρεί ότι η απεργία-αποχή των εκπαιδευτικών είναι δημοκρατική στην ουσία της. Όχι μόνο λόγω της συμμετοχής της συντριπτικής πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών πανελλαδικά, αλλά και γιατί εναντιώνεται στην επιστροφή των σχολείων σε εποχές επιθεωρητισμού. Είναι δίκαιη και σημαντική γιατί ο κύριος σκοπός της αξιολόγησης είναι η επίτευξη της πιστής εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων εκπαιδευτικών δογμάτων περί παντοδυναμίας της αγοράς, «αριστείας», απόρριψης της γνώσης και αποθέωσης των «δεξιοτήτων». Είναι όλα τα παραπάνω γιατί δεν υπερασπίζεται τους «τεμπέληδες εκπαιδευτικούς», όπως λυσσάνε να αποδείξουν τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, αλλά τους χιλιάδες μαθητές που μένουν εκτός ΑΕΙ και τους ακόμη περισσότερους που θα περάσουν από την κιμαδομηχανή της τράπεζας θεμάτων. Υπερασπίζεται πρωτίστως τους φτωχότερους μαθητές, που μόνη τους ελπίδα για κοινωνική κινητικότητα είναι το δημόσιο σχολείο και το δημόσιο πανεπιστήμιο κι όχι ένα σχολείο πολλών ταχυτήτων κι ένα ιδιωτικό ΙΕΚ. Υπερασπίζεται εντέλει τη γενιά των ανθρώπων που η παιδεία που της χτίζουν είναι «λίγο θρησκευτικά, λίγο εθνοκεντρισμός, πολύ γκουγκλάρισμα, πολύ management και θάνατος στην κριτική σκέψη». Αυτό το σχολείο θέλει να χτίστει η Κεραμέως και η αξιολόγηση είναι η «δικλείδα ασφαλείας» που θα διασφαλίζει ότι κανείς εκπαιδευτικός, μαθητής ή διευθυντής δεν θα αποκλίνει από τους παραπάνω στόχους.

Η απεργία των εκπαιδευτικών είναι «πολιτική» ακριβώς γιατί εκφεύγει των στενών συνδικαλιστικών συμφερόντων μίας συντεχνίας και στρέφεται ενάντια στο βαθιά ταξικό σχολείο που φαντασιώνεται η Κεραμέως. Αυτό είναι το στοιχείο που την καθιστά δημοκρατική. Τι είναι άλλωστε αντιδημοκρατικό, η κατάργηση ενός νόμου ή η κατάργηση του ρόλου εκπαιδευτικού, της αποστολής του δημόσιου σχολείου, των μορφωτικών ευκαιριών και του μέλλοντος χιλιάδων μαθητών;

Με τέτοιους φίλους τι να τους κάνεις τους εχθρούς;

Η ΓΣΕΕ ήταν εξ’ αρχής γνωστό ότι δεν θα καλέσει σε απεργία στις 03 Ιουνίου. Τελικά συνεδρίασε μόλις τρεις μέρες πριν, στις 31/05, για να ανακοινώσει απεργία στις 10 Ιουνίου και μάλιστα όχι συνολικά ενάντια στο ν/σ Χατζηδάκη, αλλά σε ορισμένες επίμαχες διατάξεις του νομοσχεδίου. Η Εκτελεστική Επιτροπή της ΑΔΕΔΥ (με συμφωνία των παρατάξεων που πρόσκεινται σε ΠΑΜΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ), γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων της την απόφαση για απεργία στις 03/06, σύρθηκε πίσω από την, ξεπουλημένη στο ΣΕΒ, ΓΣΕΕ για αναβολή της απεργίας στις 10 του μήνα. Το Εργατικό Κέντρο Αθήνας το ίδιο.

Την επόμενη φορά που θα αναρωτιόμαστε γιατί ο συνδικαλισμός αφορά όλο και λιγότερους εργαζόμενους, ας μην ψάξουμε πολύ μακριά. Η κύρια ευθύνη βρίσκεται στο «εσωτερικό» και αφορά τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Ας κάνουμε τον κόπο να σκεφτούμε έναν εργαζόμενο που ανακοίνωσε στον εργοδότη του ότι θα απεργήσει, και σήμερα θα έπρεπε να του ανακοινώσει το αντίθετο. Ας σκεφτούμε έναν εργαζόμενο που συζήτησε με έναν συνάδελφο να απεργήσουν μαζί την ερχόμενη Πέμπτη και σήμερα θα έπρεπε να του πει ότι η απεργία αυτή αναβάλλεται για την επόμενη εβδομάδα. Είναι σίγουρο ότι οι «επαγγελματίες συνδικαλιστές» της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά από αυτές τις καταστάσεις.

Η ΓΣΕΕ είναι γνωστό ότι υπηρετεί τις ορέξεις του ΣΕΒ και της εκάστοτε κυβέρνησης. Πιέστηκε από την ύπαρξη απεργίας στις 03 Ιουνίου και ήθελε να μην χάσει την πρωτοκαθεδρία της απεργίας.  Ήθελε ουσιαστικά να «σπάσει» την απεργία της τρίτης του Ιουνίου. Και τα κατάφερε.

Όσο, όμως και να επιμένουν αρκετοί ότι είναι πολύ σημαντικό ότι ΑΔΕΔΥ και ΓΣΕΕ «ενώνουν τις δυνάμεις τους για μια γενική απεργία ιδιωτικού και δημοσίου τομέα», αυτό δεν αναιρεί την πραγματικότητα. Η ΑΔΕΔΥ, το ΕΚΑ και το ΠΑΜΕ θα μπορούσαν να επιμείνουν στην απεργία στις 03/06, η οποία έχει ήδη δουλευτεί μέσα στους χώρους δουλειάς και αν υπήρχε μια ορισμένη συμμετοχή και αγωνιστικό κλίμα, να καλεστεί νέα απεργία στις 10/06 μαζί με τη ΓΣΕΕ. Το ν/σ αφορά την κατάργηση του 8ώρου και την ευθεία επίθεση στον συνδικαλισμό όπως τον γνωρίζουμε. Το ν/σ ορίζει τον πήχη και όχι οι γνωστοί συσχετισμοί και τα παιχνίδια των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Το θέμα λοιπόν δεν απλά είναι το πόσες απεργίες θα γίνουν και σε ποια μέρα.

Όσο και να λένε διάφοροι ότι είναι θέμα δυνατότητας το να γίνει μια απεργία χωρίς την ΓΣΕΕ, να θυμίσουμε ότι έχουν γίνει άλλες δύο απεργίες φέτος μία στις 26 Νοεμβρίου και μία για τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς στις 6 Μαίου. Άρα, όχι, δεν είναι θέμα δυνατότητας. Είναι θέμα επιλογής. Η ΑΔΕΔΥ και το Εργατικό Κέντρο Αθήνας σύρθηκαν πίσω από την απόφαση της ΓΣΕΕ.

Το ΠΑΜΕ γιατί;

Τελικά το ΠΑΜΕ που διαχωρίζεται με τη ΓΣΕΕ; Μόνο στα λόγια και στις διαφορετικές συγκεντρώσεις και στην ουσία όχι; Σήμερα που κρίνεται, όχι ένα «απλό» νομοσχέδιο που αφορά τον τάδε κλάδο, αλλά ένα νομοσχέδιο που αφορά όλους τους εργαζόμενους και όλη την κοινωνία, τελικά πού είναι ο πήχης; Είναι στις κομματικές συγκεντρώσεις του ΚΚΕ στις κεντρικές πλατείες κάθε πόλης; Τελικά, για άλλη μια φορά το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ μετρήθηκαν και βρίσκονται λίγοι. Αυτό να το θυμόμαστε την επόμενη φορά που θα δούμε συνδικαλιστές και κομματικά στελέχη του ΚΚΕ να βαράνε υπουργικά τραπέζια με πυγμή, ή τις σημαίες να ανεμίζουν στην πλατεία Συντάγματος κάνοντας επίδειξη δύναμης και οργάνωσης. Γιατί η δύναμη, η οργάνωση και η πειθαρχία δεν είναι αυτοσκοπός αλλά εργαλεία χρήσιμα για το κίνημα. Το κόμμα της εργατικής τάξης δεν είναι αυτοσκοπός αλλά εργαλείο των εργαζομένων για την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης.

Ο σοφός λαός λέει «σκυλί που γαυγίζει δεν δαγκώνει». Το ΚΚΕ έχει αποδείξει πολλάκις ότι θα γαυγίσει πολύ όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες αλλά δεν θα κάνει το αποφασιστικό βήμα όταν αυτό είναι ανάγκη.

Οι κινητοποιήσεις ενάντια στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη αποκτούν μεγαλύτερη σημασία. Η μαζική συμμετοχή κόσμου μπορεί να συμβάλλει στο να δημιουργηθεί ένας αγωνιστικός πόλος των εργαζόμενων. Απέναντί μας δεν έχουμε μόνο την κυβέρνηση αλλά και τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Ο δρόμος είναι μακρύς αλλά ο μόνος τρόπος να βγούμε από τον βούρκο είναι να δημιουργηθεί ένα αγωνιστικό ρεύμα αντίστασης και διεκδίκησης των εργαζομένων. Και σε αυτό κανείς δεν περισσεύει.

Γιατί χτυπούν το δικαίωμα στο συνδικαλισμό;

Το σχέδιο «να τελειώνουμε με ό,τι είχε απομείνει όρθιο» περνά τώρα σε ένα ανώτερο στάδιο. Ο νέος εργασιακός νόμος, όπως έχουν διαρρεύσει ορισμένες πτυχές του, φαίνεται τρομακτικός ως προς την ζωή του εργαζομένου. Κυρίως, στοχεύει το ωράριο αλλά και τις αποδοχές του εργαζομένου. Σκοπός είναι να «απελευθερωθεί» το ωράριο, να εφαρμοιστεί το 10ωρο, ενώ παράλληλα να μειώσουμε τα έξοδα για τον εργοδότη, αντικαθιστώντας την νόμιμη πληρωμένη υπερωρία με… ρεπό!

Τα ίδια ρεπό, που οι εργαζόμενοι ήδη δεν λαμβάνουν, ενώ το 52% δεν πληρώνεται καν τις υπερωρίες του, οπώς δηλώνει έρευνα της ΓΣΕΕ. Ο νέος νόμος θέλει να δώσει θεσμικό και νόμιμο ένδυμα σε αυτές τις πρακτικές.

Οι αλλαγές αυτές θα οδηγήσουν σε μείωση στο εισόδημα των εργαζομένων και πνιγμό της ελληνικής οικονομίας. Η μνημονιακή περίοδος έδειξε ολοφάνερα, ότι η μείωση των μισθών και η εξαφάνιση της εργατικής προστασίας οδήγησε σε μία αγορά ζούγκλας, ευνόησε τις ανέλεγκτες πολυεθνικές επιχειρήσεις, οδήγησε σε πτώση της εσωτερικής ζήτησης, σε ύφεση, κλείσιμο επιχειρήσεων, ανεργία και φτώχεια. Η ανταγωνιστικότητα δεν βελτιώθηκε και το χρέος δεν μειώθηκε: το μόνο που άλλαξε ήταν η είσοδος ξένων πολυεθνικών αλλά και κρατών σε κομβικούς τομείς της εθνικής οικονομίας.

Το μεγάλο κόλπο μετέτρεψε την Ελλάδα σε μία εντός ΕΕ μπανανία, για φθηνό εργατικό δυναμικό, που θα εργάζεται με ελληνικούς μισθούς, εξ αποστάσεως, για ξένες επιχειρήσεις πλέον. Ο εθνικός και λαϊκός πλούτος, όπως ακριβώς και η εργατική δύναμη του λαού, παραχωρήθηκαν εξίσου. Η όξυνση της κρατικής καταστολής και το βαθύ δημοκρατικό έλλειμμα απλώς ολοκλήρωσαν την μπανανοποίηση της χώρας.

Για να μπορέσουν να επιβληθούν αυτές οι αλλαγές, το κλειδί εντοπίστηκε στην διάλυση του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος. Γι’αυτό το λόγο, οι νέες επιθέσεις, που χειροτερεύουν την κατάσταση, πρέπει να μας προετοιμάζουν για μια νέα και μακρυά περίοδο πολέμου απέναντι στους εργαζομένους και την νεολαία.

Οι δανειστές άνοιξαν τον δρόμο με το 2ο μνημόνιο, επιβάλλοντας στην Ελλάδα, ως όρο «διάσωσης», το τσάκισμα των συνδικαλιστικών ελευθεριών. Αυτό σήμαινε η προσαρμογή στις «βέλτιστες πρακτικές» που περιέγραφαν τα μνημονιακά κείμενα. Πιο ξεκάθαρος όρος επέβαλε στην χώρα την πάσει θυσία αποτροπή της επιστροφής σε ένα σύστημα συλλογικών εργατικών ρυθμίσεων, όπως αυτό ίσχυε πριν τα μνημόνια. Στον στρωμένο αυτό δρόμο, η Νέα Δημοκρατία πατάει το γκάζι, εφόσον ο ιμπεριαλισμός έκανε την βρώμικη δουλειά, για να βαθύνει και άλλο την επίθεση στην εργασία.

Η απεργία στο επίκεντρο

Η απεργία αποτελεί το πιο ισχυρό όπλο των εργαζομένων, για την διεκδίκηση κάθε δίκαιου αιτήματος τους, που αφορά την εργασιακή και ασφαλιστική ζωή τους. Στο σύνταγμα και την νομοθεσία αναγνωρίζεται ως δικαίωμα πρόκλησης βλάβης: η μαχητική αντιπαράθεση με τον εργοδότη είναι στοιχείο της άσκησης του συνταγματικού δικαιώματος της απεργίας. Το ίδιο και για την βλάβη στο κοινωνικό σύνολο: όρος για να είναι επιτυχημένη η απεργία, είναι να προκαλεί μία ορισμένη ενόχληση, ώστε να προβληματίζει, να κινητοποιεί, να προκαλεί τον δημόσιο διάλογο.

Το περιβάλλον ήταν ήδη αρνητικό: 9 στις 10 απεργίες κηρύσσονται παράνομες ή καταχρηστικές, σε ταχύτατα χρονικά διαστήματα, αποτρέποντας το ολοκληρωμένο ξεδίπλωμα του εργασιακού αγώνα. Η απελευθέρωση των απολύσεων, αλλά και η αχρήστευση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας έφερε μείωση της συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης. Η κατάσταση στο εργατικό κίνημα είναι ήδη πολύ δύσκολη.

Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση εισάγει στο νομοσχέδιο διάταξη, που όπως φημολογείται, θα εξαρτά την νομιμότητα της απεργίας από παράγοντες όπως η «άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής βίας» κατά των απεργοσπαστών ή του εργοδότη. Όταν κανείς βλέπει τόσο πλαδαρές έννοιες, καταλαβαίνει κατευθείαν ότι επιδιώκουν μέσα να «χωρέσουν» κάθε μορφή συνδικαλιστικής πάλης!

Το ενδιαφέρον είναι, ότι τέτοιες συμπεριφορές έτσι και αλλιώς τιμωρούνται νομικά, όταν εκφεύγουν τους σκοπούς της απεργίας. Επειδή ακριβώς η απεργία αναγνωρίζεται συνταγματικά ως δικαίωμα αγωνιστικής αντιπαράθεσης και πρόκλησης βλάβης. Επομένως, με βάση τις συνταγματικές και νομοθετικές επιταγές, αντικειμενικά το στοιχείο της βίας θα υπάρχει σε μία απεργία.

Τώρα, όμως, επιδιώκουν να εντάξουν κάθε μορφή βίας, άρα αντιπαράθεσης, στην ουσία για να καταργήσουν την απεργία ως δικαίωμα από την πίσω πόρτα.

Η απεργία ως δικαίωμα, λειτουργεί ως προστατευτική ομπρέλα, που νομιμοποιεί ακριβώς τις βλάβες και τις φθορές που εξυπηρετούν τους σκοπούς της. Η αφαίρεση αυτής της ομπρέλας εκθέτει τον εργαζόμενο στην εκδικητική μανία του κράτους και της εργοδοσίας ατομικά. Σε ένα τέτοιο εργασιακό περιβάλλον, στην ουσία θέλουν να απομακρύνουν τους εργαζομένους απο την οργανωμένη πάλη: βάλουν, έτσι, κατά του ίδιου του συνδικαλιστικού δικαιώματος, εξίσου συνταγματικά προστατευμένου, οδηγώντας στην αχρήστευση και απομαζικοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Μαζί με τα παραπάνω, φυσικά, διατηρούνται οι νεολογισμοί του ΣΥΡΙΖΑ, που απαιτούν απαρτία 50% των μελών ενός σωματείου για την κήρυξη απεργίας. Η αύξηση, επίσης, του προσωπικού ασφαλείας στο 40% των εργαζομένων σε «κρίσιμους τομείς της οικονομίας» στην ουσία αφαιρεί κάθε πίεση απο την απεργία, γιατί αποτρέπει τους μισούς εργαζόμενους απο το να συμμετέχουν εξ’αρχής. Αυτό δεν υπαγορεύεται απο οικονομικές ανάγκες, γι’αυτό και μέχρι τώρα δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο ακραίο ποσοστό: αποτελεί ακόμα μία ένδειξη στην απόδειξη των διαθέσεων της κυβέρνησης.

Οι αλλαγές στην απεργία, άλλωστε, συνδέονται άμεσα με το ηλεκτρονικό φακέλωμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων, την εισαγωγή της «ηλεκτρονικής διεξαγωγής» των Γενικών συνελεύσεων. Η επιβολή ηλεκτρονικής ψηφοφορίας επιτίθεται στην δια ζώσης διεξαγωγή των συλλογικών διαδικασιών, στην ζωντανή διαδικασία αλληλεπίδρασης των εργαζομένων και διαμόρφωσης της σωματειακής βούλησης.

Τέλος, η μείωση των στελεχών των συνδικαλιστικών οργανώσεων που δικαιούνται την συνδικαλιστική προστασία ολοκληρώνει το κάδρο του νέου μνημονίου που έρχεται. Συνδικαλιστικές οργανώσεις φακελωμένες, με μέλη αποξενωμένα από την ζωντανή συνδικαλιστική διαδικασία, με αγώνες ποινικοποιημένους πριν καν γεννηθούν, με συνδικαλιστές εκτεθειμένους στις εκδικητικές διώξεις κράτους και εργοδοτών.

Θέλουν να διαλύσουν τη δυνατότητα οργάνωσης, γιατί έρχεται μία εποχή δικτατορίας στους χώρους εργασίας. Και με βάση την προβλεπόμενη μείωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, προετοιμάζουν την κυριαρχία των πολυεθνικών και των μεγάλων ντόπιων αλυσίδων.

Το αντεργατικό άλμα της κυβέρνησης πρέπει να γίνει άλμα στο κενό. Πρέπει κάθε εργαζόμενος να προετοιμαστεί για τη μεγάλη μάχη που θα έρθει, στο δύσκολο και δυσμενές περιβάλλον της εποχής μας. Αυτή την στιγμή, όμως, δεν υπάρχει άλλος δρόμος.

Και ας μην ξεχνάμε, ότι ο λογαριασμός για την κυβέρνηση συνεχώς γράφει, και η σιωπηλή αγανάκτηση σταδιακά αποκτά μορφές. Οι εργαζόμενοι δεν είναι μόνοι: μόνοι είναι αυτοί που κυβερνάνε, και το ξέρουν. Αλλά δεν χάνουμε τίποτα να τους το θυμίσουμε: οι αγώνες των υγειονομικών, των φοιτητών και της νεολαίας έδειξαν τον δρόμο.

Στήριξη στον αγώνα των εργαζομένων στη SIDENOR

Οι εργαζόμενοι στη χαλυβουργεία της Sidenor βρίσκονται σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις από τον Ιούνη διεκδικώντας υπογραφή διετούς επιχειρησιακής σύμβασης με αυξήσεις, αύξηση στο πριμ παραγωγικότητας, θέσπιση επιδόματος βάρδιας και αύξηση του μισθού του νεοεισερχόμενου, αύξηση των μέτρων ασφαλείας στο χώρο δουλειάς και να σταματήσουν οι εργολαβίες. Έπειτα από το εκδικητικό lock out από την πλευρά της εργοδοσίας για δυόμιση εβδομάδες, οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε κυλιόμενες δίωρες στάσεις εργασίας.

Ο όμιλος Sidenor κατέχει ηγετική θέση στο χώρο του χάλυβα και από το 2017 καταγράφει καθαρά κέρδη!

Στηρίζουμε το δίκαιο αγώνα των εργαζομένων που πραγματοποιούν με αποφασιστικότητα και θάρρος, κόντρα στην εργοδοτική τρομοκρατία, κόντρα στο μαύρο τοπίο της δουλειάς χωρίς δικαιώματα που έχει εμπεδωθεί στον τόπο μας για την εργατική τάξη.

Ο συγκεκριμένος όμιλος όπως και άλλοι κρίσιμοι παραγωγικοί κλάδοι στη χώρα μας, καταγράφουν τα τελευταία χρόνια κέρδη, πατώντας πάνω στην καταπάτηση του εργατικού δικαίου, την ανατροπή των συλλογικών συμβάσεων, την κατακρεούργηση των μισθών και των δικαιωμάτων μας που επέβαλλαν τα ευρωμνημόνια κι η πολιτική του κεφαλαίου.

Οι εργαζόμενοι της Sidenor δείχνουν πως τίποτα δεν είναι τελειωμένο! Ο συλλογικός μαζικός ενωτικός αγώνας κι η ταξική αλληλεγγύη είναι ο δρόμος.

Τώρα χρειάζεται να ενωθούν όλα τα ρυάκια αντίστασης σε ένα μέτωπο που θα σπάσει τον τσαμπουκά και την ασυδοσία του κεφαλαίου.

Με ταξική ενότητα και αποφασιστικό σχέδιο, δημοκρατία στον αγώνα και συλλογική πυγμή να διεκδικήσουμε:

  • Σταθερή δουλειά. Μείωση του χρόνου εργασίας για να ανοίξουν νέες θέσεις εργασίας
  • Επαναφορά των ΣΣΕ. Ενιαίες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Μισθοί στο ύψος των αναγκών μας.
  • Όχι στην εντατικοποίηση. Αύξηση των μέτρων ασφαλείας. Στους χώρους δουλειάς. Να μη θρηνήσουμε άλλους νεκρούς εργάτες στο βωμό των κερδών τους.

Νίκη στον αγώνα των εργαζομένων της Sidenor!

Για να είναι νίκη όλων μας!

Απεργία

Περί απεργιών: όταν χάνεται η κοινή λογική

Από τις αρχές του μήνα παρακολουθούμε ένα παιχνίδι εντυπώσεων μεταξύ σωματείων, συνδικαλιστικών ενώσεων, εργατικών παρατάξεων για την προκήρυξη (και βασικά για την ημερομηνία προκήρυξης) πανελλαδικής απεργίας. Η κατάσταση που διαμορφώνεται στο εργατικό κίνημα θα ήταν για γέλια, συνυπολογίζοντας όμως το τοπίο τα τελευταία χρόνια και την ανυποληψία στην οποία έχει περιέλθει ο συνδικαλισμός, δεν υπάρχει χώρος για γέλια παρά μόνο για κλάματα.

Στα τέλη του Σεπτέμβρη με πρωτοβουλία του ΠΑΜΕ ανακοινώνεται «πανελλαδική απεργία» για τις 8 Νοέμβρη που στηρίζεται από όσα σωματεία, ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα ελέγχονται από το ΠΑΜΕ. Στις αρχές Οκτώβρη η πρωτοβουλία πρωτοβάθμιων σωματείων για συντονισμό ανακοινώνει «απεργία πρωτοβάθμιων σωματείων» την 1η Νοέμβρη. Στις 15/10 το Γενικό Συμβούλιο της ΑΔΕΔΥ αποφάσισε «24ωρη απεργιακή κινητοποίηση» για τις 14 Νοέμβρη. Προφανώς δεν έχει κανένα νόημα η συζήτηση για το ποιος κάλεσε πρώτος, δεύτερος κοκ, απλά τα παραπάνω αναφέρονται για την ιστορία. Το πρόβλημα είναι ο υπαρκτός κίνδυνος σε μια τέτοια περίοδο αποσυγκρότησης έως και διάλυσης του κινήματος να βρεθούμε με 3 (!) ανακοινωμένες απεργίες σε διάστημα δύο εβδομάδων (1,8,14/11). Σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά ενός τέτοιου τραγέλαφου, αλλά δεν μπορεί τα επαναλαμβανόμενα καταστροφικά σφάλματα να μην προκαλούν αγανάκτηση και ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση σε όσους επιμένουν να προβληματίζονται και να σκέφτονται, με τα πόδια στο έδαφος, για την ανασυγκρότηση του κινήματος.

Το θέμα με τις ημερομηνίες δεν είναι το κύριο, αν και θα ακουστούν, και ήδη ακούγονται, επιχειρήματα ένθεν κακείθεν για το ποια είναι η καταλληλότερη. Το πρόβλημα είναι πιο συνολικό, πιο βαθύ για τον προσανατολισμό και τη δράση του εργατικού κινήματος (εξ’ άλλου πόσους εργαζόμενους αφορούν πλέον αυτού του τύπου οι διαγκωνισμοί); Το «παιχνιδάκι» των ημερομηνιών είναι γνωστό στις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες που προφανώς δεν θέλουν να γίνει τίποτα και υπονομεύουν ανοιχτά τις εργατικές διεκδικήσεις. Η απάντηση όμως των δυνάμεων που θέλουν να εκφράσουν τα εργατικά συμφέροντα ποια είναι; Να μπουν στο «παιχνίδι» και να καταλήξουμε με 3 απεργίες. Ακόμα και από τακτικής άποψης να δεις το θέμα, θα έπρεπε να επιλεγεί μια ημερομηνία και εκεί να πέσουν όλες οι δυνάμεις, αλλά εκεί χάνεται η κοινή λογική… Βασιλεύει η δύναμη της συνήθειας, η αδράνεια, ο μαγαζακισμός.

Η αναγνώριση της πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί στη χώρα είναι απαραίτητος όρος για να ανοίξουμε την συζήτηση για την κατεύθυνση των εργατικών ταξικών δυνάμεων. Η πολιτική κρίση που παρατηρήθηκε με την είσοδο της χώρας στο μνημόνιο φαίνεται πως εξομαλύνεται (έστω και προσωρινά) με την αναζήτηση της αναγκαίας ισορροπίας και το στήσιμο ενός νέου (μικρότερου) δικομματισμού (ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ). Η αναφορά στα γενικά πολιτικά αιτήματα ήταν ανάγκη μιας προηγούμενης περιόδου που είχε το έντονο άρωμα της κεντρικής αντιπαράθεσης. Σήμερα η στόχευση πρέπει να είναι σε ώριμα αιτήματα, στην αύξηση του εισοδήματος και των μισθών των εργαζομένων, στην ανάκτηση των απωλειών, στην ανατροπή των φορομπηχτικών μέτρων και της λιτότητας. Οι κυβερνητικές εξαγγελίες για την έξοδο από το μνημόνιο, με το τέλος του προγράμματος, στρώνουν το έδαφος μιας νέας «μεταμνημονιακής» πραγματικότητας, που αφήνει περιθώρια για τέτοιους αγώνες. Παραδείγματα το τελευταίο διάστημα υπήρξαν, όχι πολλά, αλλά υπήρξαν. Το πεδίο στο οποίο θα κριθούμε όλοι είναι αν και κατά πόσο μπορούμε να αμφισβητήσουμε αυτή την πραγματικότητα.

Οφείλουμε επιπλέον να αναγνωρίσουμε τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης. Τα 8 χρόνια μνημονίου, μειώσεων, περικοπών, λιτότητας έχουν αφήσει τα σημάδια τους στο εργατικό κίνημα. Σαφώς και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες είναι συμβιβασμένες και ξεφτιλισμένες, αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος της κάμψης των εργατικών αγώνων. Το πρόβλημα είναι κυρίως πολιτικό-ιδεολογικό και λιγότερο οργανωτικό (ποιος ελέγχει τη ΓΣΕΕ, ποιοι κυριαρχούν στα σωματεία κλπ). Οι διαψεύσεις των προσδοκιών με την συνθηκολόγηση της κυβέρνησης έσπειραν την απογοήτευση, το δηλητήριο του «δεν υπάρχει εναλλακτική» στους εργαζομένους, στη νεολαία, στο λαό και ο εγκλωβισμός στο δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ (αφού δεν βλέπουν άλλη εναλλακτική), δεν απαντώνται με άλματα στο κενό, με απεργίες κάποιων πρωτοβάθμιων σωματείων. Τέτοιες άστοχες κινήσεις δεν στερούνται μόνο αποτελεσματικότητας αλλά και σοβαρότητας, συμβάλλοντας στην απογοήτευση του κόσμου. Αναγνώριση του αρνητικού συσχετισμού δύναμης σημαίνει αναγνώριση της φάσης του κινήματος, επομένως ώριμα αιτήματα, κλαδικοί αγώνες – εστίες αντίστασης στους χώρους δουλειάς και ζύμωση για πανεργατικό αγώνα πάνω σε 2-3 ζητήματα που μπορούν να συσπειρώσουν τους πάντες (συνταξιούχους, εργαζομένους, ανέργους) όπως πχ αύξηση κατώτατου μισθού, αφορολόγητο, κλαδικές συμβάσεις. Οι διαχωρισμοί για το «πλαίσιο», την πλατεία, την ημερομηνία έρχονται σε αντιπαράθεση για ακόμη μία φορά με την κοινή λογική.

Η κοινή λογική λέει ότι όλες οι δυνάμεις που βρίσκονται σε αντικυβερνητική, αντινεοφιλελεύθερη κατεύθυνση οφείλουν να κινηθούν από κοινού, μετωπικά, μαχητικά. Τη μεγαλύτερη ευθύνη για το ότι αυτή η κοινή λογική δεν επικρατεί, την έχει το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ. Όχι όμως την αποκλειστική. Το παιχνίδι της μετατροπής των εργατικών διεκδικήσεων σε στοιχήσεις πίσω από τους πολιτικούς φορείς της Αριστεράς, παίζεται δυστυχώς σε όλους τους χώρους.

Ο προβληματισμός που αναπτύσσεται για την ανάγκη δημιουργίας άλλου αγωνιστικού κέντρου πέρα και έξω από τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες είναι σωστός και δίκαιος. Η ανάγκη να αναζωογονηθεί ο συνδικαλισμός και να συσπειρώνει τους εργαζομένους, τα σωματεία να αποκτήσουν ζωή και να μην είναι σφραγίδες σε κομματικές επιδιώξεις, να εκφραστεί όλος ο κόσμος που είναι εκτός επίσημου εργασιακού φάσματος (επισφαλείς, άνεργοι, μερικώς απασχολήσιμοι) κλπ είναι υπαρκτά ζητήματα αλλά το πρόβλημα δεν είναι οργανωτικό, ούτε καν σκέτα συνδικαλιστικό. Στην Ελλάδα το συνδικαλιστικό κίνημα σχετίζεται πάντα με τις πολιτικές διεργασίες και έχει μια διαφορετική πορεία και ιστορία από ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία). Το να ξεκινήσουν διεργασίες στην αριστερά για ένα νέο ρεύμα και μια νέα πολιτική κίνηση που να απαντάει στην πραγματικότητα, στο νέο δικομματισμό, στο δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, να σπάει το δόγμα του «ΤΙΝΑ» θα είναι βοηθητικό για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Σε συνδυασμό με αυτές τις διεργασίες μπορεί να αυξηθεί η διεκδικητικότητα των εργαζομένων, να δημιουργηθούν νέα σωματεία, να υπάρξουν τροποποιήσεις στους συσχετισμούς στο συνδικαλιστικό κίνημα και όχι με απεργίες μερικών εκατοντάδων μελών των αριστερών οργανώσεων.