Άρθρα

Η χώρα που κυνηγάει την ουρά της

Η προεκλογική περίοδος για τις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου ξεκίνησε κι επίσημα. Τη Δευτέρα, ο Πρωθυπουργός πήγε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον ενημέρωσε για την απόφασή του να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές, ενώ την Τρίτη, θυροκολλήθηκε το Διάταγμα διάλυσης της Βουλής. Η αντιπαράθεση θα είναι, όπως λένε τα κλισέ, έντονη, το κλίμα μόνιμα πολωμένο, αλλά ένα μεγάλο μέρος της πραγματικότητας απουσιάζει. Η πολιτική στη χώρα μοιάζει να κάνει κύκλους, γύρω από τον εαυτό της, γαβγίζοντας και γρυλίζοντας, προσπαθώντας να πιάσει την ουρά της. Προφανώς, μάταια.

Πρώτα από όλα, βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου από το τραπέζι της αντιπαράθεσης των δύο μεγάλων κομμάτων απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά ο βασικός παίκτης: Η τρόικα. ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία παρουσιάζουν τα προγράμματά τους, μοιράζουν υποσχέσεις, δεσμεύσεις και συγκρούονται καθημερινά. «Που θα βρείτε τα λέφτα;» ρωτάει κλασικά η κυβέρνηση, «παροχολογία» καταγγέλλει ως είθισται η αντιπολίτευση. Στο μεταξύ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σαρξ εκ της σαρκός της τρόικας, αναφέρει στην έκθεση της για την τρίτη «μεταμνημονιακή» αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας:

«Οι ελληνικές αρχές ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να υιοθετήσουν μια σειρά πρόσθετων επεκτατικών φορολογικών μέτρων για το 2020 το φθινόπωρο του τρέχοντος έτους. Αυτές περιλαμβάνουν μείωση των φορολογικών συντελεστών, καθώς και εισαγωγή σειράς απαλλαγών σε φορολογικές δαπάνες ή επιδοτήσεις. Οι αρχές έχουν παράσχει μόνο μια μερική εκτίμηση του δημοσιονομικού κόστους των μέτρων αυτών, συνολικού ύψους 1,2 δισ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ. Προς το παρόν, αυτές οι ανακοινώσεις παραμένουν δηλώσεις μελλοντικής πολιτικής πρόθεσης και η εκτίμηση της ποιότητας των μέτρων και των επιπτώσεών τους στην η επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων θα πραγματοποιηθεί μόνο εάν υποβληθούν πραγματικά λεπτομερείς προτάσεις.»

Την ίδια στιγμή λοιπόν που τα δύο μεγάλα κόμματα επιχειρηματολογούν παθιασμένα για τα προεκλογικά τους προγράμματα, η Κομισιόν βάζει, διακριτικά αλλά ξεκάθαρα, τα πράγματα στη θέση τους. Οι υποτιθέμενες προεκλογικές «δεσμεύσεις» είναι απλά προτάσεις και γίνονται πολιτικές μόνο αφού κατατεθούν στην τρόικα και εγκριθούν από τους δανειστές. Γιατί συμβαίνει αυτό; Η απάντηση βρίσκεται σε μια σειρά από προηγούμενα μνημονιακά κείμενα και εκθέσεις για την Ελλάδα.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, την ώρα που πανηγύριζε για την «έξοδο από τα μνημόνια», υπέγραψε μια σειρά από δεσμεύσεις στην τρόικα. Συμφώνησε και δεσμεύεται να διατηρήσει τα τεράστια πλεονάσματα λιτότητας, ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και λίγο πάνω από 2% κατά μέσο όρο μέχρι το 2060. Συμφώνησε ότι οποιοδήποτε μέτρο θα πρέπει να έχει την έγκριση των δανειστών και δεν θα προχωρεί σε μονομερείς ενέργειες (τα προεκλογικά μέτρα ελάφρυνσης παραβίασαν αυτήν τη δέσμευση αλλά ο λογαριασμός θα έρθει το φθινόπωρο). Συμφώνησε επίσης ότι δεν θα καταργήσει τις «μεταρρυθμίσεις» των προηγούμενων τριών μνημονίων, υποχώρηση που τονίζεται από την Επιτροπή στο θέμα της μείωσης του ΦΠΑ, της «13ης σύνταξης» και της αύξησης των συντάξεων χηρείας.

Φυσικά όλες αυτές οι «λεπτομέρειες» δεν έχουν καμία σημασία εν μέσω του προεκλογικού πυρετού. Ο Αλέξης Τσίπρας για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι «πρώτη φορά εδώ και μια δεκαετία, το πρόγραμμα της κυβέρνησης δεν καθορίζεται από την τρόικα». Αυτό είναι καταφανές ψέμα. Το επιχείρημα επίσης ότι οι δανειστές «αποθρασύνθηκαν» επειδή κέρδισε η ΝΔ τις εκλογές και «έρχεται ο Μητσοτάκης» είναι από παιδαριώδες έως συνωμοσιολογικό. Αφενός, τα καμπανάκια της τρόικας για κίνδυνο στα δημοσιονομικά υπάρχουν και πριν τις εκλογές (απλώς ο ΣΥΡΙΖΑ και οι οπαδοί του δεν έδιναν σημασία). Αφετέρου, είναι οι ίδιοι μηχανισμοί που επέτρεψαν στον Τσίπρα να μην κόψει τις συντάξεις και έδιναν, ξανά και ξανά, συγχαρητήρια στην ελληνική κυβέρνηση. Τότε, δεν υπήρχαν «ακραίοι συντηρητικοί κύκλοι των δανειστών»;

Οι δανειστές θέλουν πάντα, από κάθε κυβέρνηση, συγκεκριμένα πράγματα: Να υπογράφει ό,τι της ζητούν, να πληρώνει στην ώρα της τα δάνειά της, να τηρεί τις δεσμεύσεις τη και να κλωτσούν το τενεκεδάκι της ελληνικής κρίσης λίγο παρακάτω, χωρίς βιώσιμη λύση. Συνεχίζουν επίσης και θα συνεχίσουν να έχουν λόγο σε οποιοδήποτε οικονομικό μέτρο της ελληνικής κυβέρνησης. Στην καλύτερη περίπτωση, αν ο στόχος του πλεονάσματος επιτυγχάνεται και υπάρχει υπερπλεόνασμα και «εάν οι δανειστές κρίνουν ότι ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος είναι επαρκής», η τρόικα δίνει ένα τυπικό «οκ» στην Ελλάδα για να το μοιράσει όπως θέλει (όπως συνέβη με την απόφαση για μη περικοπή των συντάξεων).

Από την άλλη πλευρά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ΝΔ υπόσχονται πρακτικά ότι και θα εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους για δραστικές μειώσεις των φορολογικών συντελεστών και δεν θα χρειαστεί να πάρουν μέτρα λιτότητας. Το επιχείρημα είναι ότι οι δανειστές θα τους αγαπάνε περισσότερο γιατί είναι πιο «μεταρρυθμιστές» και «αξιόπιστοι». Φυσικά, όλα αυτά θα αποδειχθεί μετεκλογικά ότι δεν γίνονται. Είτε η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα υποχρεωθεί να πάρει μέτρα, αποδίδοντάς τα στην «καμένη γη» Τσίπρα, είτε θα ακολουθήσει την πρόταση του Γιάννη Στουρνάρα, για ένα ακόμα «μνημόνιο plus» με περισσότερες «μεταρρυθμίσεις» και ιδιωτικοποιήσεις και αντάλλαγμα μείωση των πλεονασμάτων. Σε κάθε περίπτωση, πολλοί καλόπιστοι δεξιοί ή φιλελεύθεροι θα αντιμετωπίσουν κι αυτοί τις «αυταπάτες» τους…

«Καμμένη γη» εναντίον «αν είχε περάσει το πρόγραμμα Τσακαλώτου»

Παράλληλα, η κατάσταση στην «εποχή μετά το μνημόνιο» θυμίζει σε σημαντικό βαθμό το τελευταίο εξάμηνο της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά. Τότε, η συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, μολονότι δεν είχε κλείσει την αξιολόγηση του 2ου μνημονίου, υποστήριζε ότι «σκίζει τα μνημόνια, μέρα μέρα, σελίδα σελίδα», μοίρασε για πρώτη φορά το υπερπλεόνασμα ως «κοινωνικό μέρισμα» και μείωσε για πρώτη φορά τον ΦΠΑ στην εστίαση. Την ίδια στιγμή βέβαια, ήταν γνωστό ότι μια σειρά από προαπαιτούμενα είχαν μείνει πίσω, ενώ οι δανειστές είχαν πετάξει στο καλάθι των αχρήστων το περίφημο «mail Χαρδούβελη» με μέτρα 1 δισ. ζητώντας πολλαπλάσια. Αυτό φυσικά, δεν εμποδίζει ακόμα και σήμερα τη Νέα Δημοκρατία να υποστηρίζει ότι το 2014 βγαίναμε από την κρίση, αλλά πήγαμε πίσω λόγω της καταστροφής του ΣΥΡΙΖΑ.

Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Τηρουμένων των αναλογιών (άλλα πλεονάσματα, άλλος τύπος μνημονίου, άλλοι πρωταγωνιστές, άλλη ιδεολογία της αντιπολίτευσης για την «έξοδο») ισχύουν και σήμερα. Σήμερα, έχουμε ξανά μια κυβέρνηση που υποστηρίζει ότι έσκισε τα μνημόνια, έχουμε ξανά μια κυβέρνηση που αγνοώντας το τι λένε οι δανειστές παρουσιάζει ένα μη εφαρμόσιμο πρόγραμμα, έχουμε ξανά μία κυβέρνηση που υποστηρίζει ότι ο μεγάλος της αντίπαλος θα οδηγήσει τη χώρα πίσω στην εποχή των μνημονίων «πάνω που βγήκαμε στο ξέφωτο».

Σήμερα, η έκθεση της Κομισιόν, μολονότι αποφεύγει τους υψηλούς τόνους λόγω προεκλογικής περιόδου στη χώρα, αναφέρει μια σειρά από σημαντικά για τους δανειστές προβλήματα και κυβερνητικά αδιέξοδα λόγω του μονοδρόμου λιτότητας. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθώντας να δώσει την εικόνα της «εξόδου» έχει εδώ και αρκετό καιρό κατεβάσει τα μολύβια. Οι ιδιωτικοποιήσεις που έχει υποσχεθεί δεν προχωρούν, μολονότι το επικαιροποιημένο πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ που εγκρίθηκε από την κυβέρνηση τον περασμένο Φεβρουάριο είναι ξεκάθαρο και περιλαμβάνει 24 «δράσεις». Η «διαχείριση» των κόκκινων δανείων προχωράει εξαιρετικά αργά. Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί σε 120.000 πλειστηριασμούς μέχρι το 2022, ωστόσο, όπως είναι λογικό, προσπαθεί όσο μπορεί να καθυστερήσει την εφαρμογή τους, αφήνονται τη «νάρκη» στην επόμενη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι πλειστηριασμοί ανεστάλησαν εν μέσω προεκλογικής περιόδου και ο νέος «νόμος Κατσέλη» έχει διάρκεια μόνο ενός έτους. Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί επίσης, ξανά και ξανά, να μειώσει τα χρέη του Δημοσίου σε ιδιώτες, αλλά το πραγματοποιεί με πολύ αργούς ρυθμούς. Λογικό, γιατί κρατάει ό,τι μπορεί ώστε να πετυχαίνει τα πλεονάσματα και να μοιράζει ό,τι περισσεύει ως «μέτρα ελάφρυνσης», περικόπτοντας παράλληλα και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Οι «παροχές», τέλος, είναι προεκλογικές ενέργειες χωρίς την συγκατάθεση των δανειστών και δημιουργούν εκτιμήσεις για σοβαρό δημοσιονομικό κενό, που θα εκτιμηθεί μετεκλογικά, όταν οι εκλογικοί κύκλοι σε Ελλάδα και Ευρώπη θα έχουν ξεκινήσει από την αρχή.

Επομένως, μπορεί να μην παρακολουθούμε το ίδιο έργο με το 2014, αλλά σίγουρα βλέπουμε το sequel. Μετά τις εκλογές, αν επιβεβαιωθεί η νίκη της Νέας Δημοκρατίας, το σκηνικό θα είναι ξανά πολύ γνώριμο: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα μιλάει για την «καμένη γη» που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ και θα ζητάει χρόνο από τους ψηφοφόρους της ώστε «πρώτα να πατήσει η χώρα στα πόδια της και μετά να προχωρήσουμε μπροστά». Μετά θα έρθει ξανά η ώρα που «θα ευημερούν οι αριθμοί και όχι οι άνθρωποι» αλλά θα πρέπει να περιμένουμε ώστε «να φανούν τα οφέλη στην τσέπη του πολίτη και στην πραγματική οικονομία». Στο μεταξύ βέβαια η ίδια ελίτ που δεν πλήρωσε ποτέ την κρίση θα απολαμβάνει την ίδια ασυδοσία.

Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αντικαταστήσει το «εάν είχε περάσει το μέιλ Χαρδούβελη» με κάτι σαν «αν είχε εμπιστευτεί ο λαός το πρόγραμμα Τσακαλώτου». Θα μιλάει για την «επιστροφή της χώρας στα μνημόνια» και θα αναπολεί την περίοδο που υποτίθεται «αφήναμε πίσω μας την κρίση». Την ίδια ώρα, οποιαδήποτε σκληρή πολιτική της ΝΔ θα έχει, με κάποιον τρόπο, την υπογραφή ή την σιωπηρή αποδοχή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ του 2015-2019 και το βάρος της κρίσης θα μοιραστεί σε «μεσαία» και χαμηλά στρώματα της κοινωνίας με διαφορετικό τρόπο από ό,τι πριν. Όλα τριγύρω θα αλλάξουνε και όλα, με κάποιον τρόπο θα μείνουν ίδια.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο καλύτερος, σχεδόν υποδειγματικός διαχειριστής μίας κατάστασης που βρήκε και δεν αμφισβήτησε ποτέ. Διαχειριστής ωστόσο μιας παράλογης και καταστροφικής στον πυρήνα της πολιτικής. Αυτό (τη διαχείριση μάλιστα την παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Τσίπρας τη Δευτέρα) ο καθένας μπορεί να το κρίνει όπως θέλει, θετικά ή αρνητικά. Σίγουρα δεν παραδίδει στην επόμενη κυβέρνηση μια χώρα στο χείλος του γκρεμού. Σίγουρα όμως επίσης, παραδίδει μία κατάσταση που «δεν βγαίνει». Οι μνημονιακοί στόχοι δεν βγαίνουν, η «λύση για το χρέος» δεν αρκεί, η λιτότητα συνεχίζεται και θα συνεχίζεται για δεκαετίες, η περιουσία του Δημοσίου συνεχίζει να εκποιείται σε τιμές ευκαιρίας και το «ελληνικό πρόβλημα» για τους δανειστές έχει μπει από τον Αύγουστο του 2018 στον «αυτόματο πιλότο». Οποιοδήποτε κόμμα αποδέχεται τον «μονόδρομο», όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις του, είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Μετά από 10 χρόνια κρίσης και μνημονίων, αυτός ο κανόνας θα έπρεπε να αποτελεί θέσφατο για όλους.

Αντ’ αυτού όμως, κάνουμε απλά κύκλους, επιλέγοντας να μην βλέπουμε τον ελέφαντα στα δωμάτια των Eurogroup. O κύκλος της «σταθερότητας» και τις παγίωσης των μνημονιακών πολιτικών, του ΣΥΡΙΖΑ, κατά πάσα πιθανότητα τελειώνει. Κατά τραγική ειρωνεία, θα τελειώσει συμβολικά με την τελευταία ομιλία του Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργού, δύο μέρες πριν τις εκλογές ως είθισται, δηλαδή στις 5 Ιουλίου, στην 4η επέτειο του δημοψηφίσματος. Κατά πάσα πιθανότητα επίσης, ξεκινάει ένας πολύ χειρότερος, που περιστρέφεται όμως γύρω από το ίδιο κέντρο.

Πηγή: The Press Project

Το τέλμα μετά τα μνημόνια

Με το τυπικό τέλος των μνημονίων ήρθε στο προσκήνιο το βαθύτερο οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Η οικονομία βρίσκεται σε τέλμα και δεν υπάρχουν οι συνθήκες για ταχύρρυθμη ανάπτυξη. Τα μνημόνια έχουν βάλει την Ελλάδα για τα καλά στον σκληρό πυρήνα των Βαλκανίων.

Τα δομικά οικονομικά προβλήματα

Οι δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας είναι γνωστές και τεκμηριωμένες στη διεθνή βιβλιογραφία. Μετά την είσοδο στην ΕΕ σταδιακά εμφανίστηκε υπερδιόγκωση των υπηρεσιών και εξασθένηση της βιομηχανίας. Ο τομέας των υπηρεσιών έχει όμως χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα κι έτσι η χώρα δε μπόρεσε να σταθεί στην παγκόσμια αγορά. Η ελληνική οικονομία κυριαρχήθηκε από τα λεγόμενα «μη εμπορεύσιμα» αγαθά και στράφηκε προς την εγχώρια αγορά, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμη χειρότερη η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα. Φαύλος κύκλος.

Μετά την είσοδο στη ΟΝΕ ακολούθησε μια παραπλανητική περίοδος παχιών αγελάδων που έκανε πολλούς να νομίσουν ότι το ευρώ «μας έβαλε στην πρώτη κατηγορία». Τα χαμηλά επιτόκια έφεραν τόνωση των επενδύσεων και της κατανάλωσης και ισχυρή ανάπτυξη. Η Ελλάδα δε γνώρισε πιστωτική φούσκα, όπως λανθασμένα λέγεται, αλλά σίγουρα η επέκταση της πίστωσης στήριξε την ανάπτυξη.

Πίσω όμως από την πλασματική ευμάρεια υπήρχε πλήρης κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας, η κύρια αιτία της οποίας ήταν οι παγωμένοι μισθοί στη Γερμανία. Μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ η Ελλάδα δε μπορούσε να αντισταθμίσει την ανταγωνιστική πίεση με μια υποτίμηση του νομίσματος, όπως έκανε στο παρελθόν. Το κοινό νόμισμα αποδείχθηκε ιστορική παγίδα που αποκάλυψε τις βαθύτερες δομικές αδυναμίες της χώρας.

Αδυνατώντας να ανταγωνιστεί, η Ελλάδα παρουσίασε τεράστια εξωτερικά ελλείμματα και αναγκαστικά δανείστηκε γιγαντιαία ποσά για να τα χρηματοδοτήσει. Όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση του 2007-9, βρέθηκε καταχρεωμένη, με μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Αυτός ήταν ο κύριος μακροοικονομικός μηχανισμός της κρίσης και όχι οι συνήθεις φλυαρίες για το «κακό» δημόσιο.

Τι έκαναν τα μνημόνια;

Τα μνημόνια επιβλήθηκαν με την απόλυτη παραδοχή ότι η χώρα θα παραμείνει στο ευρώ. Αναγκαστικά λοιπόν αντιμετώπισαν την κρίση με τον χειρότερο τρόπο, σταθεροποιώντας την οικονομία μέσω της φτώχειας. Οι περικοπές των μισθών και των συντάξεων, η συντριβή των δημοσίων δαπανών και η τεράστια αύξηση της φορολογίας απάλειψαν το δημοσιονομικό έλλειμμα. Τα μέτρα αυτά έπληξαν βαριά την εσωτερική ζήτηση συντρίβοντας τις εισαγωγές, άρα συρρίκνωσαν και το εξωτερικό έλλειμμα. Παράλληλα το δημόσιο χρέος αναδιαρθρώθηκε, μπήκε κάτω από ξένη νομοθεσία, επιμηκύνθηκε και μειώθηκε το μέσο του επιτόκιο, χωρίς όμως να υπάρξει ουσιαστική διαγραφή. Η σταθεροποίηση μέσω της κοινωνικής καταστροφής έφερε σταδιακά και το τέλος των μνημονίων.

Το αναπτυξιακό πλαίσιο όμως που δημιούργησαν τα μνημόνια μόνο ως τραγικό μπορεί να χαρακτηριστεί. Κανένα από τα δομικά προβλήματα δεν έχει αντιμετωπιστεί. Η κυριαρχία του τομέα των υπηρεσιών παραμένει συντριπτική, ο βιομηχανικός τομέας έχει δεχθεί καίρια πλήγματα, ενώ η γεωργία συνεχίζει να μη μπορεί να ανταγωνιστεί διεθνώς. Η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε σταθερά. Η ανταγωνιστικότητα σταμάτησε να βελτιώνεται από το 2013. Μετά από οκτώ χρόνια μνημονίων, η καθαρή αποταμίευση μιας πολύ φτωχότερης Ελλάδας παραμένει αρνητική, άρα δεν υπάρχει η πρώτη ύλη για τη δημιουργία νέου κεφαλαίου.

Το εξωφρενικό είναι ότι το Τρίτο Μνημόνιο αναγκάζει την καθημαγμένη χώρα να ασκεί εξωπραγματική λιτότητα μέχρι το 2022 και για δεκαετίες αργότερα, ώστε να εξυπηρετείται το ακόμη τεράστιο δημόσιο χρέος. Το αποτέλεσμα είναι η υπερφορολόγηση και η περικοπή των δημοσίων δαπανών που τσακίζουν την κατανάλωση. Οι τράπεζες, από τη άλλη, είναι φαντάσματα καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια βρίσκονται στο 45% του ισολογισμού τους, αναγκάζοντάς τες να μειώνουν σταθερά την παροχή πιστώσεων. Χωρίς τραπεζικές πιστώσεις και με αρνητική καθαρή αποταμίευση είναι απολύτως αδύνατον να υπάρξει αύξηση των επενδύσεων, που παραμένουν ουσιαστικά καθηλωμένες.

Η καταστολή της κατανάλωσης και των επενδύσεων λόγω της λιτότητας, τέλος,  εξασθενίζει δραματικά την εγχώρια ζήτηση και άρα δεν επιτρέπει τη γρήγορη μείωση της θηριώδους ανεργίας. Οι θέσεις απασχόλησης που δημιουργούνται είναι κακής ποιότητας και κακοπληρωμένες. Η εκπαιδευμένη νεολαία φεύγει στο εξωτερικό μειώνοντας και άλλο τις μακροχρόνιες προοπτικές ανάπτυξης.

Τίποτε ουσιαστικό δεν έχει βελτιωθεί σε μια οικονομία που ήταν ήδη στρεβλή όταν τη χτύπησε η κρίση. Επιβεβαιώνεται πανηγυρικά η άποψη του Κέυνς ότι η φτώχεια είναι κάκιστη βάση για γρήγορη ανάπτυξη. Η σταθεροποιημένη Ελλάδα βρίσκεται σε ιστορικό τέλμα που θα συνεχιστεί για όσο η χώρα παραμένει στο μνημονιακό πλαίσιο.

Τι χρειάζεται για αλλαγή πορείας;

Το πρώτο και απολύτως απαραίτητο βήμα για να μπει η χώρα σε τροχιά ανάπτυξης είναι να απαλλαγεί από τη λιτότητα και τα εξωπραγματικά πλεονάσματα του 3,5%. Μόνο έτσι θα μπορέσει να μειώσει την υπέρογκη φορολογία επιτρέποντας την ανάκαμψη της κατανάλωσης και την τόνωση της εγχώριας αγοράς. Μόνο έτσι επίσης θα μπορέσει να ενισχύσει τις δημόσιες επενδύσεις δημιουργώντας ευνοϊκό πεδίο και για τις απαραίτητες ιδιωτικές επενδύσεις. Με ισχυρότερη κατανάλωση και επενδύσεις θα μειωθεί γρήγορα η ανεργία και θα αυξηθεί το εθνικό εισόδημα. Αυτή είναι η αναγκαία βάση για μακροχρόνια ανάπτυξη.

Το δομικό πρόβλημα της χώρας όμως δε μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τόνωση της εγχώριας ζήτησης. Η Ελλάδα πρέπει να ενισχύσει τη βιομηχανία της δημιουργώντας τις βάσεις για συστηματική αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Για το σκοπό αυτό απαιτείται επενδυτικό άλμα.

Όσοι νομίζουν ότι το επενδυτικό άλμα μπορεί να βασιστεί σε ξένες επενδύσεις δεν έχουν συναίσθηση ούτε του κενού που υπάρχει, ούτε των συνθηκών στην παγκόσμια αγορά. Το 2008 η Ελλάδα είχε ακαθάριστες επενδύσεις περίπου 60δις, ενώ σήμερα έχει περίπου 20δις. Η γειτονική Τουρκία, με οικονομία 4,5 φορές μεγαλύτερη από την ελληνική και πολύ καλύτερες επιδόσεις στην προσέλκυση επενδύσεων, είχε μέσο όρο ξένων επενδύσεων τα τελευταία 5 χρόνια περίπου 12δις. Πως ακριβώς θα λύσουν οι ξένες επενδύσεις το ελληνικό πρόβλημα;

Η χώρα χρειάζεται στοχευμένη βιομηχανική πολιτική που θα πρέπει να απορροφήσει μεγάλο μέρος της ακαθάριστης εθνικής αποταμίευσης. Θα πρέπει επίσης να βασιστεί σε αναδιαρθρωμένο και δημόσιο τραπεζικό σύστημα για επενδυτικές πιστώσεις. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για ταχύρρυθμη ανάπτυξη.

Αυτά βέβαια απαιτούν σύγκρουση και ρήξη με το σκληρό και περιοριστικό πλαίσιο της ΟΝΕ και της ΕΕ. Απαιτούν επίσης σύγκρουση και ρήξη με το εγχώριο κατεστημένο που έφερε τη χώρα στη σημερινή τραγική κατάσταση. Η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει βαθιές κοινωνικές και πολιτικές τομές, αν δεν θέλει να περιθωριοποιηθεί τελείως. Αυτό παραμένει το πρωταρχικό της πρόβλημα.

Πηγή: http://costaslapavitsas.blogspot.com

Τίποτα δεν ξεχνιέται

Τίποτα δεν ξεχνιέται. Με αφορμή την “έξοδο” από τα μνημόνια

Έχουν μέρες που λένε ότι από αύριο βγαίνουμε από τα μνημόνια. Κι άλλες τόσες και παραπάνω που μας νουθετούν πόσο παραδόπιστοι είμαστε όσοι δεν τους πιστεύουμε, πως χρίζουμε ψυχιατρικής παρέμβασης, πως είμαστε αντισύριζα και τίποτα άλλο. Κι η νουθεσία καλά κρατεί.

Αυτή είναι η δική τους μεριά.

Απέναντι, αρχής γενομένης από το 2010, επικρατεί ανεργία, ανασφάλεια, μετανάστευση, απόγνωση και το μοτίβο των ματαιώσεων δεν σταματά.

Ξέρω πολλά φρέσκα πρόσωπα που τα τσάκισε ο φόβος της αυριανής μέρας – η απόγνωση του τι θα κάνω με τη ζωή μου.

Είναι φίλοι και ξαδέρφια μου, κολλητοί και αδερφοί μου.

Τέτοιο, κοντά στα άλλα, είναι και το δικό μου πρόσωπο.

Δίπλα στα δικά σας, ένα και το αυτό.

Μεροκάματα της πλάκας, μαύρη εργασία και κλειστό στόμα, πτυχία επί πτυχίων και απελπισία πάνω στην απελπισία, σχέδια για μετανάστευση, φόβοι για παραμονή, εφιάλτες στα καλύτερα μας χρόνια – άγχος στην κυριολεξία, αγχόνη στο λαιμό μας.

Αυτή είναι η δική μας μεριά.

Ή μάλλον ο δικός μας εφιάλτης.

Κι όταν ξυπνήσουμε αύριο, ο εφιάλτης θα’ ναι ακόμη εκεί.

Κι ας λέτε ότι πέρασε.

Ο εφιάλτης ήρθε για να μείνει. Η πραγματικότητα είναι πια εφιάλτης.

Και κάτι ακόμα.

Από κατασκευής δεν ξεχνάω εύκολα κι εξίσου δύσκολα συγχωρώ.

Κι είστε πολλοί εκείνοι κι εκείνες που ταυτίζεστε μαζί μου.

10 χρόνια, μέχρι ώρας, ματαιωμένης νεότητας δεν έρχονται πίσω με φιέστες. Ούτε ισορροπούν με ψέμματα.

Τα καλύτερα μας χρόνια μας τα τιμολογήσατε ακριβά.

Μας τζογάρατε και χάσαμε.

Είμαστε η γενιά που σίγουρα θα ζήσει χειρότερα απ’ την προηγούμενη.

Είμαστε αυτή η γενιά.

Μακάρι η γενιά μας, αυτή που – άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο – θυσιάστηκε και θυσιάζεται για τα πλεονάσματα σας, να είναι εκείνη που θα σας στείλει στην ανυπαρξία.

Μόνο έτσι ξεπληρώνεται το κακό που μας κάνατε.

Μόνο έτσι αλλάζει η ιστορία.

Να μας φοβάστε λοιπόν.

Τίποτα δεν ξεχνιέται.

Κι αυτό να το θυμάστε πάνω απ’ όλα.

Όλα εδώ (πρέπει να) πληρώνονται.

Έξοδος Αδιέξοδος

Η πρόωρη έναρξη της μετα-μνημονιακής περιόδου

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η εισαγωγή στο βιβλίο Έξοδος αδιέξοδος (εκδ. Τόπος, Αύγουστος 2018). Η έκδοση φιλοξενεί κείμενα επιστημόνων και δημοσιογράφων που επιχειρούν να  περιγράψουν την επόμενη μέρα του τέλους των Μνημονίων στην οικονομία, τις εργασιακές σχέσεις, το πολιτικό σύστημα, την οικολογία, τον πολιτισμό, αξιοποιώντας τη διεθνή εμπειρία. Συμμετέχουν οι ακόλουθοι συγγραφείς, με αλφαβητική σειρά: Λεωνίδας Βατικιώτης, Διονύσης Ν. Γράβαρης, Διονύσης Ελευθεράτος, Μάκης Ζέρβας, Δημήτρης Καλτσώνης, Κυριάκος Κατζουράκης, Γιάννης Κουζής, Θεόδωρος Μαριόλης, Σπύρος Μαρκέτος και Άρης Χατζητεφάνου.

——–

Το πολυνοµοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση στη Βουλή στις 8 Ιουνίου, µε στόχο να κλείσει η τέταρτη και τελευταία αξιολόγηση της τρίτης δανειακής σύµβασης, δεν ήταν το τελευταίο της µνηµονιακής περιόδου, αλλά το πρώτο της… µετα-µνηµονιακής περιόδου, κι ας έχει επισήµως οριστεί η έναρξή της την 21η Αυγούστου 2018. Οι δραµατικές επιπτώσεις των περικοπών στις συντάξεις και το αφορολόγητο ύψους 18,5 δις ευρώ για την περίοδο 2019-2022 που περιλαµβάνονταν στο πολυνοµοσχέδιο δεν περιορίζονται µόνο στο επίπεδο ζωής των πιο φτωχών µισθωτών και συνταξιούχων, καθώς αυτοί είναι που θα πληγούν από τη µείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων. Επεκτείνονται στο σύνολο της οικονοµίας, καθώς τούτες οι περικοπές µαζί µε τόσες και τόσες άλλες που έχουν ψηφισθεί κι εφαρµοσθεί από τον Μάιο του 2010 έως το τέλος του 2018 στο πλαίσιο της δηµοσιονοµικής προσαρµογής (που µε βάση µια εκτίµηση ανήλθε σε 67 δις ευρώ ή 36,5% του ΑΕΠ ), αποκλείουν εξ ορισµού το ενδεχόµενο η εσωτερική (δηµόσια και ιδιωτική) ζήτηση να τροφοδοτήσει τον νέο κύκλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας.

Η εξίσωση της επόµενης µέρας επιλύεται ακόµη πιο δύσκολα αν λάβουµε υπόψη µας την άθλια κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήµατος, παρότι οι 3 ανακεφαλαιοποιήσεις στοίχισαν στους φορολογούµενους 29,65 δις ευρώ (5,35 δις η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση του 2012, 19,45 δις η δεύτερη του 2013 και 4,85 δις η τρίτη του 2015). Αποδεικνύεται από επίσηµα στοιχεία, βάσει των οποίων τα αποτελέσµατα του τραπεζικού τοµέα µετά από φόρους το 2017 ήταν ζηµιές της τάξης των 476 εκ. ευρώ . Μειωµένες σε σχέση µε το 2016, όταν ανέρχονταν σε 2,6 δις – εξακολουθούν ωστόσο να απέχουν έτη φωτός από εκείνο το επίπεδο που θα επέτρεπε την οµαλή χρηµατοδότηση κατανάλωσης και επενδύσεων. Κι ας συνεχίζουν οι τράπεζες να διατηρούν ένα καθαρό επιτοκιακό περιθώριο διπλάσιο του µέσου ευρωπαϊκού: 2,6% έναντι 1,3%! Η δεινή θέση των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών επιβεβαιώθηκε επίσης κι από τα τεστ αντοχής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αν και µε βάση τις επίσηµες ανακοινώσεις τα πέρασαν επιτυχηµένα. Αν όµως τα τεστ είχαν υλοποιηθεί µε βάση τους κανόνες του 2015, τότε 3 από τις 4 ελληνικές τράπεζες (Πειραιώς, Εθνική και Eurobank) θα είχαν αποτύχει παταγωδώς! Με άλλα λόγια, αν τα… δοκάρια είχαν µείνει στη θέση τους, τα τεστ αντοχής θα ισοδυναµούσαν µε το εναρκτήριο λάκτισµα για έναν ακόµη, τον τέταρτο, κύκλο ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών. Τώρα όµως «τα αποτελέσµατα των στρες τεστ µπορεί να σηµαίνουν ότι τα 20 δις ευρώ από τα κονδύλια διάσωσης που είχαν αφεθεί στην άκρη για να ενισχύσουν τις τράπεζες απελευθερώνονται για άλλη χρήση, όπως η επαναγορά χρέους από το ∆ΝΤ και την ΕΚΤ» έγραφαν οι Financial Times.

Η απόφαση ωστόσο του Eurogroup της 22ας Ιουνίου, που η κυβέρνηση χαρακτήρισε «ιστορική», δεν περιλάµβανε ούτε καν αυτό το µέτρο, της εξαγοράς των «ακριβών» δανείων του ∆ΝΤ (µε επιτόκιο 3,5%) από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισµό Σταθερότητας (µε επιτόκιο 0,8%). ∆εν περιείχε ούτε το πολυσυζητηµένο γαλλικό κλειδί που θα συναρτούσε τις αποπληρωµές από τους ρυθµούς µεγέθυνσης της οικονοµίας. Η επιµήκυνση που αποφασίστηκε για τις αποπληρωµές του δεύτερου δανείου ήταν µόνο για 10 χρόνια, όταν το ∆ΝΤ στο πλαίσιο των διαπραγµατεύσεων µε τη Γερµανία ζητούσε τουλάχιστον 15 χρόνια, και η επιστροφή των κερδών των εθνικών κεντρικών τραπεζών (που αποφασίστηκε πρώτη φορά το 2012) θα γίνει κατόπιν αξιολογήσεων. Εάν δηλαδή κι εφόσον συνεχίζεται η υιοθέτηση της πολιτικής ακραίας λιτότητας. Το χειρότερο ωστόσο ήταν πως η απόφαση του Eurogroup θεσµοθέτησε συγκεκριµένους µηχανισµούς και αυστηρές διαδικασίες που θα ελέγχουν σε τριµηνιαία βάση την εφαρµογή µιας άγριας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, µε βάση όσα λεπτοµερώς περιγράφονται στην απόφασή του και το συνοδευτικό παράρτηµα, µε τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Συγκεκριµένες δεσµεύσεις που διασφαλίζουν τη συνέχιση και ολοκλήρωση των µεταρρυθµίσεων που υιοθετήθηκαν υπό το πρόγραµµα του Ευρωπαϊκού Μηχανισµού Σταθερότητας» . Αναφέρονται δε τα εξής µέτρα, πέραν των δηµοσιονοµικών πλεονασµάτων ύψους 3,5% µέχρι το 2022 και 2,2% από το 2023 ως το 2060 που δεν έχουν προηγούµενο όχι µόνο εφαρµογής, αλλά και εξαγγελίας σε καµία άλλη χώρα του κόσµου: Νέες ιδιωτικοποιήσεις (ΕΥ∆ΑΠ, ΕΥΑΘ, ΕΛΠΕ, ∆ΕΣΦΑ, ∆ΕΠΑ, Εγνατία οδός, λιµάνια Καβάλας και Αλεξανδρούπολης κ.ά.) πέραν των παλιών (λιγνιτικές µονάδες ∆ΕΗ, Ελληνικό κ.λπ.), επιτάχυνση των ηλεκτρονικών πλειστηριασµών, πιέσεις για αθώωση των στελεχών του ΤΑΙΠΕ∆ που κατηγορούνται για χρηµατισµό και του πρώην προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ Α. Γεωργίου, επιτάχυνση της αξιολόγησης στον δηµόσιο τοµέα και της κινητικότητας µεταξύ των δηµόσιων υπαλλήλων κ.ο.κ.

Το όριο δε που τέθηκε µε την απόφαση του Eurogroup (κι είχε αποφασιστεί πρώτη φορά µε προηγούµενη απόφασή του στις 25 Μαΐου 2016) να µην υπερβαίνουν οι αποπληρωµές το 15% του ΑΕΠ για την πρώτη µεσοπρόθεσµη (αλλά ακαθόριστη χρονικά) περίοδο µετά το πρόγραµµα και το 20% στη συνέχεια, δεν αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού, καθώς όποια υποχρέωση ξεπερνάει το 15% ή το 20% δεν θα διαγράφεται. Θα µετατίθεται για να πληρωθεί στο µέλλον, µεταφέροντας δανειακά βάρη στις επόµενες γενιές! Το αποτέλεσµα δηλαδή θα είναι η επιµήκυνση του χρέους και όχι η διαγραφή έστω ενός µέρους του. Όρος που αποκλείστηκε πρώτη φορά µε την ιστορικής σηµασίας απόφαση του Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου 2015, όπου η τότε κυβέρνηση είχε δεσµευτεί να αποπληρώσει «πλήρως και εγκαίρως τις οικονοµικές υποχρεώσεις της» και πιο πρόσφατα µε τις αποφάσεις των Eurogroup (25/5/2016 και 15/6/2017) όπου αναφέρεται καθαρά ότι τα µέτρα ελάφρυνσης δεν θα επιφέρουν επιπλέον κόστη στους δανειστές.

Η διατήρηση του δηµόσιου χρέους στα δυσθεώρητα επίπεδα του 183% για το 2018 επέβαλε στο Eurogroup της 22ας Ιου­νίου την έγκριση µιας επαυξηµένης δόσης κατά 9,5 δις ευρώ που θα συµβάλει στη δηµιουργία ενός µαξιλαριού ρευστού ύψους 24,1 δις, που θα επιτρέπει τη φθηνή αναχρηµατοδότηση του ελληνικού δηµόσιου χρέους για 22 µήνες µετά τον Ιούνιο του 2016. Επί της ουσίας είναι µια προληπτική γραµµή στήριξης, καθώς πρόκειται για κεφάλαια εν αναµονή. Κι έτσι το ερώτηµα που προκύπτει είναι απλό: Αν το δηµόσιο χρέος της Ελλάδας έγινε βιώσιµο µε την 10ετή επιµήκυνση, όπως έσπευσαν να το χαρακτηρίσουν ο υπουργός Οικονοµικών Ευκλ. Τσακαλώτος και ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας, κι η Ελλάδα µπορεί να προσφύγει στις αγορές για την κάλυψη των αναγκών της πετυχαίνοντας έτσι την πολυπόθητη «καθαρή έξοδο», προς τι τότε το «µαξιλάρι ρευστότητας»;

Σε αυτό το πλαίσιο, που περιγράφει µια οικονοµία ασθενική κι επιρρεπή στα γυρίσµατα της οικονοµικής συγκυρίας, είναι κενοί περιεχοµένου οι πανηγυρικοί του υπουργού Οικονοµικών Ευκλ. Τσακαλώτου και άλλων επειδή απέφυγαν την προληπτική γραµµή στήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισµού Σταθερότητας που ζητούσαν µετ’ επιτάσεως τόσο ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μ. Ντράγκι, όσο και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Στουρνάρας, παραµένοντας πάντως άγνωστο αν µε το αίτηµά τους εξέφραζαν τα συµφέροντα των εγχώριων τραπεζιτών, που επιθυµούν να υπάρχουν εν αναµονή πιστώσεις µην τυχόν και απαιτηθεί µια νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, εξαιτίας για παράδειγµα µιας απότοµης επιδείνωσης του διεθνούς οικονοµικού περιβάλλοντος. Η πιστοληπτική γραµµή όµως ήταν απευκταία για τον απλό λόγο ότι η ενεργοποίησή της από την 21η Αυγούστου και για έναν χρόνο θα συνοδευόταν από νέα αντιλαϊκά µέτρα. Τα αντιλαϊκά µέτρα ωστόσο για την εποµένη της λήξης του τρίτου δανειακού προγράµµατος υιοθετούνται µε ρυθµούς καταιγιστικούς εδώ και χρόνια, χωρίς η κυβέρνηση να προβάλλει την παραµικρή αντίσταση. Περιλαµβάνουν δε ακόµη και τον περιορισµό του δικαιώµατος στην απεργία, πέραν άλλων µέτρων όπως η υποθήκευση όλης της δηµόσιας περιουσίας στους δανειστές µέσω της Ελληνικής Εταιρείας Συµµετοχών και Περιουσίας (υπερ-ταµείου ιδιωτικοποιήσεων, κατά κόσµον) κ.ο.κ. Η κυβέρνηση έτσι στην πράξη κατέφυγε σε µια πιστοληπτική γραµµή ειδικά σχεδιασµένη για την Ελλάδα, υποθηκεύοντας ακόµη και αυτή την ονοµαστική ανάπτυξη για τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες…

Ερχόµαστε έτσι αντιµέτωποι µε µια θεµελιώδη αντίφαση των προγραµµάτων δηµοσιονοµικής προσαρµογής, όπως εφαρµόστηκαν σε όλο τον κόσµο και πολύ περισσότερο στην Ελλάδα. Όσο πιο απαρέγκλιτα και επίµονα εφαρµόζονται, όσο πιο βίαια και φιλόδοξα είναι, τόσο πιο κοντά φέρνουν την επόµενη κρίση, αποµακρύνοντας την ανάπτυξη. Προς επίρρωση, το δάνειο-µαµούθ ύψους 50 δις ευρώ που υπέγραψε η Αργεντινή µε το ∆ΝΤ τον Μάιο του 2018, πριν καν κλείσουν δύο δεκαετίες από την καταστροφή του 2001. Κι αυτά προς διάψευση προφανώς των βεβαιοτήτων ότι όσο µεγαλύτερης έκτασης και πιο επώδυνη η προσαρµογή, τόσο πιο µεγάλη η ανάπτυξη• είναι η «γνωστή θεωρία του ελατηρίου» που χρησιµοποιήθηκε για να καθαγιάσει και να νοµιµοποιήσει τις θυσίες που απαιτήθηκαν από το 2010. Αποδείχτηκε ωστόσο µύθος, όπως και τόσες άλλες υποσχέσεις που συνόδευσαν την ένταξη της Ελλάδας στον θάλαµο της χηµειοθεραπείας των µνηµονίων, µε πλέον εµβληµατική, την υπόσχεση για επίλυση των διαρθρωτικών αδυναµιών της ελληνικής οικονοµίας. Πίσω φυσικά από αυτή την αντίφαση δεν υπάρχει κάποιο άλυτο µυστήριο της φύσης. Βρίσκεται µια διεθνής προσπάθεια ανατροπής των όρων της ταξικής πάλης προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας, που υλοποιείται µε τις πιο διαφορετικές αφορµές. Στη δική µας περίπτωση ήταν η κρίση χρέους.

Η απόσταση των νεοφιλελεύθερων εξαγγελιών, για ανάπτυξη τροφοδοτούµενη από τη µείωση των µισθών και την αύξηση της φτώχειας, από την πράξη των αναιµικών ρυθµών µεγέθυνσης δεν είναι ελληνικό φαινόµενο. Σε επίπεδο ΕΕ «το µειούµενο µερίδιο των µισθών συνδέεται µε πιο ασθενή και πιο ευάλωτη οικονοµική µεγέθυνση», ενώ «ο αγώνας προς τα κάτω στο µερίδιο των µισθών ως ένα µέσο ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας αποδείχθηκε αυτοαναιρούµενος, καθώς το εργατικό κόστος έπεσε σε πολλές χώρες ταυτόχρονα» . Ούτε επίσης απασχολεί µόνο την ετερόδοξη συζήτηση. Οµολογείται, για παράδειγµα, έστω και εκ των υστέρων, ότι «η µεγάλη µείωση των µισθών στην Ελλάδα δεν επηρέασε σε σηµαντικό βαθµό τις εξαγωγές, των οποίων η αύξηση οφείλεται κυρίως στη βελτίωση των συνθηκών της παγκόσµιας οικονοµίας», ενώ στη διερεύνηση των αιτιών που η µεγάλη µείωση των µισθών δεν αποτυπώθηκε στις τιµές και τις εξαγωγές (µικρό µέγεθος ελληνικών επιχειρήσεων, αβεβαιότητα παραµονής στην Ευρωζώνη, χαµηλός βαθµός ανταγωνισµού, αύξηση φορολογικής επιβάρυνσης) απουσιάζει σταθερά η εξέταση της πορείας των κερδών ως ανεξάρτητη µεταβλητή.

Φτάσαµε έτσι στο «παρά πέντε» της εξόδου από τα µνηµόνια, η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας να παραµένει «κάτω από τη βάση»: Σε επίπεδο Β3 για τη Moodys (µαζί µε Μπελίζ, Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Κονγκό) και Β για τη Fitch (µαζί µε Ανγκόλα, Λευκορωσία και Καµερούν) και τη S&P (µαζί µε Μπουρκίνα Φάσου, Πράσινο Ακρωτήρι και Αιθιοπία) . Λόγω αυτής της κορυφαίας αποτυχίας (για την οποία δεν µπορούν να κατηγορηθούν οι διαβόητοι υψηλοί µισθοί των δηµόσιων υπαλλήλων στην Ελλάδα και οι υποτιθέµενες µεγάλες συντάξεις), η οµαλή αναχρηµατοδότηση των δανειακών αναγκών της Ελλάδας από τις αγορές και µόνον δεν είναι εξασφαλισµένη. Κι ας έχουν περάσει οκτώ ολόκληρα χρόνια µετά την υπαγωγή στο καθεστώς των µνηµονίων, όταν µάλιστα το πρώτο πρόγραµµα προέβλεπε έξοδο στις αγορές το 2012! Αν εκείνο το πρόγραµµα χαρακτηρίστηκε κατά κοινή οµολογία αποτυχηµένο και καταστροφικό, το τρέχον γιατί µένει στο απυρόβλητο;

Ωστόσο, είµαστε ακόµη στην αρχή… Οι προοπτικές της µετα-µνηµονιακής Ελλάδας εµφανίζονται πιο ζοφερές αν λάβουµε υπόψη µας τα τετελεσµένα της µνηµονιακής 8ετίας. Στις µεγάλες επιτυχίες των προγραµµάτων οικονοµικής προσαρµογής συγκαταλέγεται η βαθύτερη και πιο οργανική ενσωµάτωση της Ελλάδας στη διεθνή οικονοµία, που συντελέστηκε ωστόσο υπό µειονεκτικούς όρους. Το άνοιγµα των αγορών µέσω της κατάργησης πλήθους γραφειοκρατικών και άλλων εµποδίων (βλ. τη διαρκώς ανανεούµενη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ) έχει ως αποτέλεσµα, µαζί µε την ενίσχυση των τάσεων συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, την αύξηση των εισαγωγών και της εισαγωγικής εξάρτησης της ελληνικής οικονοµίας. Ακόµη κι αυτή η αναιµική και ασταθής άνοδος του εισοδήµατος που αναµένεται θα εντείνει στο εξής τη χρόνια και δοµική αδυναµία της ελληνικής οικονοµίας, όπως εκφράζεται µε την αύξηση του ελλείµµατος του εµπορικού ισοζυγίου. Έτσι, η ελληνική οικονοµία θα είναι στο εξής πιο επιρρεπής σε εκτροχιασµούς, όλο και συχνότερα θα πρέπει να καταφεύγει σε εξωτερική βοήθεια για να αντιµετωπίσει εγγενείς αντιφάσεις και κρίσεις, αλλά και εξωτερικούς κλυδωνισµούς.

Η Ελλάδα, εποµένως, αποτυγχάνει (να εξασφαλίσει σοβαρούς ρυθµούς µεγέθυνσης, να έχει στη διάθεσή της ένα αξιόπιστο τραπεζικό σύστηµα, να διαχειριστεί το δηµόσιο χρέος της, να δανειστεί από τις διεθνείς αγορές όπως κάθε άλλη καπιταλιστική χώρα και πολλά άλλα), γιατί εφάρµοσε µέχρι τέλους τις οδηγίες των πιστωτών και της ντόπιας οικονοµικής ελίτ που εξαρχής αντιµετώπισε την κρίση σαν µια ευκαιρία για νέα κέρδη.

Υπό αυτές τις προοπτικές, όταν γίνεται εµφανές ότι οι κυρίαρχες πολιτικές αδυνατούν να επιλύσουν ακόµη και να διαχειριστούν αποτελεσµατικά ακανθώδη προβλήµατα, όπως του δηµόσιου χρέους, το τυπικό τέλος των µνηµονίων ανοίγει µε νέους όρους τη συζήτηση για το ουσιαστικό τέλος των πολιτικών λιτότητας και υποτέλειας…

Ο Τσίπρας στη συμφωνία της γραβάτας

Η συμφωνία της γραβάτας

Για να εκτιμήσουμε τη σημασία της  συμφωνίας του Γιούρογκρουπ του Ιουνίου του 2018 είναι απαραίτητο να πάμε δυο χρόνια πίσω και να αναφερθούμε πρώτα στη συμφωνία του Μαΐου του 2016. Τότε τέθηκε το πλαίσιο για το ελληνικό χρέος μέσα στο Τρίτο Μνημόνιο που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η πρόσφατη συμφωνία του Αλέξη Τσίπρα – αυτή της γραβάτας – είναι απόρροια της προηγούμενης και στην πράξη ακόμη χειρότερη, όπως θα δούμε παρακάτω.

Το Γιούρογκρουπ του Μαΐου 2016

Η συμφωνία του Μαΐου 2016 περιλάμβανε βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Συγκεκριμένα:

  1. Να βελτιωθεί τεχνικά η σειρά των αποπληρωμών για το χρέος προς το EFSF,
  2. Να γίνουν τεχνικές αλλαγές στη χρηματοδότηση του EFSF/ESM ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος από πιθανή άνοδο των επιτοκίων και,
  3. Να μην πληρωθούν τόκοι για το 2017 στο ποσό που είχε χρησιμοποιηθεί για επαναγορά χρέους κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Μνημονίου (ένα μικρό ποσό, λίγο πάνω από 11 δις).

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει ότι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, επιφανειακά.

Ταυτόχρονα το Γιούρογκρουπ προέβλεψε και μεσοπρόθεσμα μέτρα, τα οποία θα εφαρμόζονταν εάν και όταν το Τρίτο Μνημόνιο ολοκληρωνόταν με επιτυχία. Συγκεκριμένα:

1.Την πλήρη κατάργηση των τόκων για το ποσό που είχε χρησιμοποιηθεί για επαναγορά χρέους στη διάρκεια του Δευτέρου Μνημονίου.

2.Την επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα της ΕΚΤ και του ESM.

3.Τη χρήση τυχόν αδιάθετων κονδυλίων του Τρίτου Μνημονίου για να αποπληρωθούν παλαιότερα χρέη κι έτσι να γίνει ελάφρυνση των συνολικών τόκων.

4.Επιμήκυνση και αλλαγές στις πληρωμές των τόκων του χρέους προς το EFSF (που είναι περίπου το ένα τρίτο του συνολικού χρέους της Ελλάδας), ώστε να υπάρξει ελάφρυνση.

Και πάλι ήταν φανερό ότι τα μέτρα αυτά δεν πρόσφεραν καμιά ουσιαστική βελτίωση στο θέμα του χρέους. Επιπλέον, για να τα κάνει πράξη το Γιούρογκρουπ απαιτούσε από την Ελλάδα να συμμορφωθεί πιστά με το πρόγραμμα. Δηλαδή να εφαρμόσει θηριώδη λιτότητα, γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας, και απορρύθμιση των αγορών.

Η πολιτική διαχείριση 2016-2018

Η πολιτική διαχείριση μιας τέτοιας συμφωνίας ήταν εξαιρετικά απαιτητική για τον ΣΥΡΙΖΑ και χρειάστηκε να επιστρατευτεί όλη η μαεστρία της ηγετικής ομάδας στην ‘επικοινωνία’. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς, το ‘παράλληλο πρόγραμμα’, τα ‘αντίμετρα’, ή τον πόνο ψυχής καθώς η κυβέρνηση επέβαλε καταιγίδα φόρων στο πλαίσιο της μνημονιακής λιτότητας; Κυρίως όμως έκλεινε το μάτι στον ελληνικό λαό λέγοντας ότι, αν κάνουμε όλα όσα μας ζητάνε, τελικά θα έχουμε μια γενναιόδωρη ρύθμιση για το χρέος. Δε μπορεί, μας το είχαν υποσχεθεί ήδη από το 2012, όταν το χρέος μας ήταν αναλογικά πολύ μικρότερο. Τώρα που έφτασε σχεδόν το 180% του ΑΕΠ, οι φίλοι και ‘εταίροι’ μας θα φανούν γενναιόδωροι και θα μας ανταμείψουν.

Έτσι πορεύτηκε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τα επόμενα δύο χρόνια και αναδείχθηκε στην πλέον πειθήνια μνημονιακή κυβέρνηση που γνώρισε η Ελλάδα. Για την ακρίβεια βασιλικότερη του βασιλέως πετυχαίνοντας πλεονάσματα λιτότητας πολύ μεγαλύτερα από αυτά που απαιτούσε το Γιούρογκρουπ. Το 2017 ξεπέρασε το 4%, πολύ πάνω από το 1,75% που προέβλεπε το Τρίτο Μνημόνια. Όχι απλώς καλοί μαθητές, αλλά αριστούχοι, υποδείγματα.

Το Γιούρογκρουπ του Ιουνίου 2018

Πέρασε λοιπόν ο καιρός, ακολουθήθηκε πιστά το Τρίτο Μνημόνιο, εφαρμόστηκαν και τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, και φτάσαμε στην ώρα της ρύθμισης του χρέους, της τελικής πράξης της μνημονιακής περιόδου. Τι αποφάσισε το Γιούρογκρουπ;

Πρώτο, την κατάργηση της πληρωμής τόκων για το περίφημο ποσό που είχε χρησιμοποιηθεί για να γίνει η επαναγορά χρέους με το Δεύτερο Μνημόνιο.

Δεύτερο, την επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα της ΕΚΤ και του ESM.

Τρίτο, για το χρέος προς το EFSF, την επέκταση της περιόδου χάριτος κατά δέκα χρόνια (δηλαδή μέχρι το 2032) και την επιμήκυνση της μέσης ωρίμανσης επίσης κατά δέκα χρόνια.

Αυτά.

Το Γιούρογκρουπ δεν υιοθέτησε ούτε καν όσα μεσοπρόθεσμα μέτρα είχαν προταθεί στη συμφωνία του Μαΐου του 2016. Δεν υπήρξε δηλαδή συμφωνία να χρησιμοποιηθεί ένα σοβαρό ποσό από τα αδιάθετα κονδύλια του Τρίτου Μνημονίου για να γίνει αποπληρωμή άλλων, ακριβότερων χρεών ώστε να υπάρξει συνολική ελάφρυνση.

Συμφωνήθηκε όμως να πάρει η Ελλάδα την πέμπτη και τελευταία δόση του προγράμματος, ύψους 15 δις, από τα οποία τα 5,5 δις θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για διευκόλυνση της εξυπηρέτησης του χρέους (ίσως για αποπληρωμή ενός μέρους του χρέους προς το ΔΝΤ) και τα 9,5 δις για να σχηματιστεί το περιβόητο ‘μαξιλάρι’, που πλέον θα ξεπεράσει τα 24 δις, ώστε να βγει η χώρα στις αγορές. Όλα αυτά υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι η χώρα θα έχει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022 και 2,2% κατά μέσο όρο μέχρι το 2060! Και φυσικά θα υπάρξει ‘ενισχυμένη εποπτεία’ με τέσσερις επισκέψεις το χρόνο, καθώς και σταδιακή επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα της ΕΚΤ και του ESM – με αιρεσιμότητα – ώστε να τηρείται το πλαίσιο.

Για μια ακόμη φορά η κυβέρνηση Τσίπρα ηττήθηκε στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές. Για μια ακόμη φορά οι ‘εταίροι’ μας φάνηκαν αμείλικτοι, δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους και στη ουσία έδειξαν ότι το κεφάλαιο Ελλάδα έχει κλείσει γι’ αυτούς. Η μακροπρόθεσμη πρόβλεψη που έκαναν για το χρέος είναι ότι, όταν με το καλό έρθει το 2032, θα το ξανασκεφτούν …

Τι θα ακολουθήσει;

Η συμφωνία αυτή είναι η τελική. Δεν υπάρχουν άλλες διαπραγματεύσεις, τα μνημόνια τελειώνουν επισήμως τον Αύγουστο του 2018 και η Ελλάδα θα ζήσει με αυτούς τους όρους. Τι σημαίνει αυτό;

Μέχρι το 2022 η χώρα θα είναι υποχρεωμένη να κινηθεί σε καθεστώς εξαιρετικά  σκληρής λιτότητας με πρωτοφανή πλεονάσματα που σημαίνουν συνεχή φορολογική πίεση και ελάχιστο δημοσιονομικό χώρο για παροχές και ελαφρύνσεις προς τα στρώματα που έχουν χτυπηθεί ανελέητα. Θα πρέπει επίσης να εφαρμόσει τα μέτρα περικοπής των συντάξεων το 2019 και κατόπιν τα μέτρα μείωσης του αφορολόγητου. Θα πρέπει τέλος να συνεχίσει να εφαρμόζει σειρά δομικών νεοφιλεύθερων αλλαγών υπό την εποπτεία των δανειστών. Με τόσο μεγάλη πίεση στην ενεργό ζήτηση η ετήσια ανάπτυξη όλο αυτό το διάστημα πολύ δύσκολα θα ξεπεράσει το 2%.

Παράλληλα η χώρα θα δοκιμάσει να δανείζεται τακτικά από τις ανοιχτές αγορές. Για τα πρώτα δύο περίπου χρόνια το ‘μαξιλάρι’ προσφέρει μια κάλυψη, αλλά τα επιτόκια παγκοσμίως είναι στην ανοδική φάση του κύκλου, ο δανεισμός των αναπτυσσομένων χωρών είναι και πάλι τεράστιος και τα χρηματιστήρια είναι σε έξαρση. Για μια χώρα με την αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας και με χρέος περίπου 180% του ΑΕΠ, η έξοδος στις συνθήκες αυτές είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένη. Ανά πάσα στιγμή τα επιτόκια μπορεί να γίνουν απαγορευτικά και ο δανεισμός να καταστεί ανέφικτος.

Μακροπρόθεσμα, τέλος, η εικόνα είναι τελείως απογοητευτική. Το πολυθρύλητο ‘ολιστικό σχέδιο ανάπτυξης’ ήταν μια άσκηση επί χάρτου για να πειστούν οι δανειστές ότι η κυβέρνηση θα είναι πολύ αυστηρή στα δημοσιονομικά με την ελπίδα ότι κάτι θα μας δώσουν στο χρέος, ώστε να υπάρξει κάποια μακροπρόθεσμη προοπτική ανάπτυξης. Δεν έγινε απολύτως τίποτε και η προοπτική που εμφανίζεται είναι τραγική. Η Ελλάδα έχει αρνητική καθαρή αποταμίευση και ένα τραπεζικό σύστημα που μειώνει τις πιστώσεις κάθε χρόνο. Οι επενδύσεις δεν έχουν καμία δυναμική, ενώ η ελπίδα ότι θα έρθουν ξένες επενδύσεις που θα αλλάξουν τα πράγματα είναι απλώς ευχολόγιο. Πάνω απ’ όλα, η χώρα χάνει συνεχώς το καλύτερα εκπαιδευμένο κομμάτι του εργατικού της δυναμικού, ιδίως τη νεολαία. Η Ελλάδα μετατρέπεται σταθερά σε χώρα γερόντων, με τεράστιο χρέος και εξαιρετικά αντιαναπτυξιακές πολιτικές που πηγάζουν από την εξυπηρέτηση του χρέους.

Ο Αλέξης Τσίπρας ανέβηκε στην εξουσία καταγγέλοντας τα μνημόνια και το χρέος. Όταν όμως βρέθηκε αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, αποδέχθηκε και τα μνημόνια και το χρέος για να παραμείνει στην εξουσία. Σε τρία χρόνια ολοκλήρωσε το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων και έφτιαξε μια μνημονιακή πραγματικότητα για τη χώρα. Μετά έβαλε γραβάτα για να πανηγυρίσει. Ας μην έχει ψευδαισθήσεις για το τι θα πει η ιστορία.

Πηγή: http://costaslapavitsas.blogspot.com