Άρθρα

Έξοδος Αδιέξοδος

Η πρόωρη έναρξη της μετα-μνημονιακής περιόδου

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η εισαγωγή στο βιβλίο Έξοδος αδιέξοδος (εκδ. Τόπος, Αύγουστος 2018). Η έκδοση φιλοξενεί κείμενα επιστημόνων και δημοσιογράφων που επιχειρούν να  περιγράψουν την επόμενη μέρα του τέλους των Μνημονίων στην οικονομία, τις εργασιακές σχέσεις, το πολιτικό σύστημα, την οικολογία, τον πολιτισμό, αξιοποιώντας τη διεθνή εμπειρία. Συμμετέχουν οι ακόλουθοι συγγραφείς, με αλφαβητική σειρά: Λεωνίδας Βατικιώτης, Διονύσης Ν. Γράβαρης, Διονύσης Ελευθεράτος, Μάκης Ζέρβας, Δημήτρης Καλτσώνης, Κυριάκος Κατζουράκης, Γιάννης Κουζής, Θεόδωρος Μαριόλης, Σπύρος Μαρκέτος και Άρης Χατζητεφάνου.

——–

Το πολυνοµοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση στη Βουλή στις 8 Ιουνίου, µε στόχο να κλείσει η τέταρτη και τελευταία αξιολόγηση της τρίτης δανειακής σύµβασης, δεν ήταν το τελευταίο της µνηµονιακής περιόδου, αλλά το πρώτο της… µετα-µνηµονιακής περιόδου, κι ας έχει επισήµως οριστεί η έναρξή της την 21η Αυγούστου 2018. Οι δραµατικές επιπτώσεις των περικοπών στις συντάξεις και το αφορολόγητο ύψους 18,5 δις ευρώ για την περίοδο 2019-2022 που περιλαµβάνονταν στο πολυνοµοσχέδιο δεν περιορίζονται µόνο στο επίπεδο ζωής των πιο φτωχών µισθωτών και συνταξιούχων, καθώς αυτοί είναι που θα πληγούν από τη µείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων. Επεκτείνονται στο σύνολο της οικονοµίας, καθώς τούτες οι περικοπές µαζί µε τόσες και τόσες άλλες που έχουν ψηφισθεί κι εφαρµοσθεί από τον Μάιο του 2010 έως το τέλος του 2018 στο πλαίσιο της δηµοσιονοµικής προσαρµογής (που µε βάση µια εκτίµηση ανήλθε σε 67 δις ευρώ ή 36,5% του ΑΕΠ ), αποκλείουν εξ ορισµού το ενδεχόµενο η εσωτερική (δηµόσια και ιδιωτική) ζήτηση να τροφοδοτήσει τον νέο κύκλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας.

Η εξίσωση της επόµενης µέρας επιλύεται ακόµη πιο δύσκολα αν λάβουµε υπόψη µας την άθλια κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήµατος, παρότι οι 3 ανακεφαλαιοποιήσεις στοίχισαν στους φορολογούµενους 29,65 δις ευρώ (5,35 δις η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση του 2012, 19,45 δις η δεύτερη του 2013 και 4,85 δις η τρίτη του 2015). Αποδεικνύεται από επίσηµα στοιχεία, βάσει των οποίων τα αποτελέσµατα του τραπεζικού τοµέα µετά από φόρους το 2017 ήταν ζηµιές της τάξης των 476 εκ. ευρώ . Μειωµένες σε σχέση µε το 2016, όταν ανέρχονταν σε 2,6 δις – εξακολουθούν ωστόσο να απέχουν έτη φωτός από εκείνο το επίπεδο που θα επέτρεπε την οµαλή χρηµατοδότηση κατανάλωσης και επενδύσεων. Κι ας συνεχίζουν οι τράπεζες να διατηρούν ένα καθαρό επιτοκιακό περιθώριο διπλάσιο του µέσου ευρωπαϊκού: 2,6% έναντι 1,3%! Η δεινή θέση των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών επιβεβαιώθηκε επίσης κι από τα τεστ αντοχής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αν και µε βάση τις επίσηµες ανακοινώσεις τα πέρασαν επιτυχηµένα. Αν όµως τα τεστ είχαν υλοποιηθεί µε βάση τους κανόνες του 2015, τότε 3 από τις 4 ελληνικές τράπεζες (Πειραιώς, Εθνική και Eurobank) θα είχαν αποτύχει παταγωδώς! Με άλλα λόγια, αν τα… δοκάρια είχαν µείνει στη θέση τους, τα τεστ αντοχής θα ισοδυναµούσαν µε το εναρκτήριο λάκτισµα για έναν ακόµη, τον τέταρτο, κύκλο ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών. Τώρα όµως «τα αποτελέσµατα των στρες τεστ µπορεί να σηµαίνουν ότι τα 20 δις ευρώ από τα κονδύλια διάσωσης που είχαν αφεθεί στην άκρη για να ενισχύσουν τις τράπεζες απελευθερώνονται για άλλη χρήση, όπως η επαναγορά χρέους από το ∆ΝΤ και την ΕΚΤ» έγραφαν οι Financial Times.

Η απόφαση ωστόσο του Eurogroup της 22ας Ιουνίου, που η κυβέρνηση χαρακτήρισε «ιστορική», δεν περιλάµβανε ούτε καν αυτό το µέτρο, της εξαγοράς των «ακριβών» δανείων του ∆ΝΤ (µε επιτόκιο 3,5%) από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισµό Σταθερότητας (µε επιτόκιο 0,8%). ∆εν περιείχε ούτε το πολυσυζητηµένο γαλλικό κλειδί που θα συναρτούσε τις αποπληρωµές από τους ρυθµούς µεγέθυνσης της οικονοµίας. Η επιµήκυνση που αποφασίστηκε για τις αποπληρωµές του δεύτερου δανείου ήταν µόνο για 10 χρόνια, όταν το ∆ΝΤ στο πλαίσιο των διαπραγµατεύσεων µε τη Γερµανία ζητούσε τουλάχιστον 15 χρόνια, και η επιστροφή των κερδών των εθνικών κεντρικών τραπεζών (που αποφασίστηκε πρώτη φορά το 2012) θα γίνει κατόπιν αξιολογήσεων. Εάν δηλαδή κι εφόσον συνεχίζεται η υιοθέτηση της πολιτικής ακραίας λιτότητας. Το χειρότερο ωστόσο ήταν πως η απόφαση του Eurogroup θεσµοθέτησε συγκεκριµένους µηχανισµούς και αυστηρές διαδικασίες που θα ελέγχουν σε τριµηνιαία βάση την εφαρµογή µιας άγριας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, µε βάση όσα λεπτοµερώς περιγράφονται στην απόφασή του και το συνοδευτικό παράρτηµα, µε τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Συγκεκριµένες δεσµεύσεις που διασφαλίζουν τη συνέχιση και ολοκλήρωση των µεταρρυθµίσεων που υιοθετήθηκαν υπό το πρόγραµµα του Ευρωπαϊκού Μηχανισµού Σταθερότητας» . Αναφέρονται δε τα εξής µέτρα, πέραν των δηµοσιονοµικών πλεονασµάτων ύψους 3,5% µέχρι το 2022 και 2,2% από το 2023 ως το 2060 που δεν έχουν προηγούµενο όχι µόνο εφαρµογής, αλλά και εξαγγελίας σε καµία άλλη χώρα του κόσµου: Νέες ιδιωτικοποιήσεις (ΕΥ∆ΑΠ, ΕΥΑΘ, ΕΛΠΕ, ∆ΕΣΦΑ, ∆ΕΠΑ, Εγνατία οδός, λιµάνια Καβάλας και Αλεξανδρούπολης κ.ά.) πέραν των παλιών (λιγνιτικές µονάδες ∆ΕΗ, Ελληνικό κ.λπ.), επιτάχυνση των ηλεκτρονικών πλειστηριασµών, πιέσεις για αθώωση των στελεχών του ΤΑΙΠΕ∆ που κατηγορούνται για χρηµατισµό και του πρώην προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ Α. Γεωργίου, επιτάχυνση της αξιολόγησης στον δηµόσιο τοµέα και της κινητικότητας µεταξύ των δηµόσιων υπαλλήλων κ.ο.κ.

Το όριο δε που τέθηκε µε την απόφαση του Eurogroup (κι είχε αποφασιστεί πρώτη φορά µε προηγούµενη απόφασή του στις 25 Μαΐου 2016) να µην υπερβαίνουν οι αποπληρωµές το 15% του ΑΕΠ για την πρώτη µεσοπρόθεσµη (αλλά ακαθόριστη χρονικά) περίοδο µετά το πρόγραµµα και το 20% στη συνέχεια, δεν αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού, καθώς όποια υποχρέωση ξεπερνάει το 15% ή το 20% δεν θα διαγράφεται. Θα µετατίθεται για να πληρωθεί στο µέλλον, µεταφέροντας δανειακά βάρη στις επόµενες γενιές! Το αποτέλεσµα δηλαδή θα είναι η επιµήκυνση του χρέους και όχι η διαγραφή έστω ενός µέρους του. Όρος που αποκλείστηκε πρώτη φορά µε την ιστορικής σηµασίας απόφαση του Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου 2015, όπου η τότε κυβέρνηση είχε δεσµευτεί να αποπληρώσει «πλήρως και εγκαίρως τις οικονοµικές υποχρεώσεις της» και πιο πρόσφατα µε τις αποφάσεις των Eurogroup (25/5/2016 και 15/6/2017) όπου αναφέρεται καθαρά ότι τα µέτρα ελάφρυνσης δεν θα επιφέρουν επιπλέον κόστη στους δανειστές.

Η διατήρηση του δηµόσιου χρέους στα δυσθεώρητα επίπεδα του 183% για το 2018 επέβαλε στο Eurogroup της 22ας Ιου­νίου την έγκριση µιας επαυξηµένης δόσης κατά 9,5 δις ευρώ που θα συµβάλει στη δηµιουργία ενός µαξιλαριού ρευστού ύψους 24,1 δις, που θα επιτρέπει τη φθηνή αναχρηµατοδότηση του ελληνικού δηµόσιου χρέους για 22 µήνες µετά τον Ιούνιο του 2016. Επί της ουσίας είναι µια προληπτική γραµµή στήριξης, καθώς πρόκειται για κεφάλαια εν αναµονή. Κι έτσι το ερώτηµα που προκύπτει είναι απλό: Αν το δηµόσιο χρέος της Ελλάδας έγινε βιώσιµο µε την 10ετή επιµήκυνση, όπως έσπευσαν να το χαρακτηρίσουν ο υπουργός Οικονοµικών Ευκλ. Τσακαλώτος και ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας, κι η Ελλάδα µπορεί να προσφύγει στις αγορές για την κάλυψη των αναγκών της πετυχαίνοντας έτσι την πολυπόθητη «καθαρή έξοδο», προς τι τότε το «µαξιλάρι ρευστότητας»;

Σε αυτό το πλαίσιο, που περιγράφει µια οικονοµία ασθενική κι επιρρεπή στα γυρίσµατα της οικονοµικής συγκυρίας, είναι κενοί περιεχοµένου οι πανηγυρικοί του υπουργού Οικονοµικών Ευκλ. Τσακαλώτου και άλλων επειδή απέφυγαν την προληπτική γραµµή στήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισµού Σταθερότητας που ζητούσαν µετ’ επιτάσεως τόσο ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μ. Ντράγκι, όσο και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Στουρνάρας, παραµένοντας πάντως άγνωστο αν µε το αίτηµά τους εξέφραζαν τα συµφέροντα των εγχώριων τραπεζιτών, που επιθυµούν να υπάρχουν εν αναµονή πιστώσεις µην τυχόν και απαιτηθεί µια νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, εξαιτίας για παράδειγµα µιας απότοµης επιδείνωσης του διεθνούς οικονοµικού περιβάλλοντος. Η πιστοληπτική γραµµή όµως ήταν απευκταία για τον απλό λόγο ότι η ενεργοποίησή της από την 21η Αυγούστου και για έναν χρόνο θα συνοδευόταν από νέα αντιλαϊκά µέτρα. Τα αντιλαϊκά µέτρα ωστόσο για την εποµένη της λήξης του τρίτου δανειακού προγράµµατος υιοθετούνται µε ρυθµούς καταιγιστικούς εδώ και χρόνια, χωρίς η κυβέρνηση να προβάλλει την παραµικρή αντίσταση. Περιλαµβάνουν δε ακόµη και τον περιορισµό του δικαιώµατος στην απεργία, πέραν άλλων µέτρων όπως η υποθήκευση όλης της δηµόσιας περιουσίας στους δανειστές µέσω της Ελληνικής Εταιρείας Συµµετοχών και Περιουσίας (υπερ-ταµείου ιδιωτικοποιήσεων, κατά κόσµον) κ.ο.κ. Η κυβέρνηση έτσι στην πράξη κατέφυγε σε µια πιστοληπτική γραµµή ειδικά σχεδιασµένη για την Ελλάδα, υποθηκεύοντας ακόµη και αυτή την ονοµαστική ανάπτυξη για τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες…

Ερχόµαστε έτσι αντιµέτωποι µε µια θεµελιώδη αντίφαση των προγραµµάτων δηµοσιονοµικής προσαρµογής, όπως εφαρµόστηκαν σε όλο τον κόσµο και πολύ περισσότερο στην Ελλάδα. Όσο πιο απαρέγκλιτα και επίµονα εφαρµόζονται, όσο πιο βίαια και φιλόδοξα είναι, τόσο πιο κοντά φέρνουν την επόµενη κρίση, αποµακρύνοντας την ανάπτυξη. Προς επίρρωση, το δάνειο-µαµούθ ύψους 50 δις ευρώ που υπέγραψε η Αργεντινή µε το ∆ΝΤ τον Μάιο του 2018, πριν καν κλείσουν δύο δεκαετίες από την καταστροφή του 2001. Κι αυτά προς διάψευση προφανώς των βεβαιοτήτων ότι όσο µεγαλύτερης έκτασης και πιο επώδυνη η προσαρµογή, τόσο πιο µεγάλη η ανάπτυξη• είναι η «γνωστή θεωρία του ελατηρίου» που χρησιµοποιήθηκε για να καθαγιάσει και να νοµιµοποιήσει τις θυσίες που απαιτήθηκαν από το 2010. Αποδείχτηκε ωστόσο µύθος, όπως και τόσες άλλες υποσχέσεις που συνόδευσαν την ένταξη της Ελλάδας στον θάλαµο της χηµειοθεραπείας των µνηµονίων, µε πλέον εµβληµατική, την υπόσχεση για επίλυση των διαρθρωτικών αδυναµιών της ελληνικής οικονοµίας. Πίσω φυσικά από αυτή την αντίφαση δεν υπάρχει κάποιο άλυτο µυστήριο της φύσης. Βρίσκεται µια διεθνής προσπάθεια ανατροπής των όρων της ταξικής πάλης προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας, που υλοποιείται µε τις πιο διαφορετικές αφορµές. Στη δική µας περίπτωση ήταν η κρίση χρέους.

Η απόσταση των νεοφιλελεύθερων εξαγγελιών, για ανάπτυξη τροφοδοτούµενη από τη µείωση των µισθών και την αύξηση της φτώχειας, από την πράξη των αναιµικών ρυθµών µεγέθυνσης δεν είναι ελληνικό φαινόµενο. Σε επίπεδο ΕΕ «το µειούµενο µερίδιο των µισθών συνδέεται µε πιο ασθενή και πιο ευάλωτη οικονοµική µεγέθυνση», ενώ «ο αγώνας προς τα κάτω στο µερίδιο των µισθών ως ένα µέσο ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας αποδείχθηκε αυτοαναιρούµενος, καθώς το εργατικό κόστος έπεσε σε πολλές χώρες ταυτόχρονα» . Ούτε επίσης απασχολεί µόνο την ετερόδοξη συζήτηση. Οµολογείται, για παράδειγµα, έστω και εκ των υστέρων, ότι «η µεγάλη µείωση των µισθών στην Ελλάδα δεν επηρέασε σε σηµαντικό βαθµό τις εξαγωγές, των οποίων η αύξηση οφείλεται κυρίως στη βελτίωση των συνθηκών της παγκόσµιας οικονοµίας», ενώ στη διερεύνηση των αιτιών που η µεγάλη µείωση των µισθών δεν αποτυπώθηκε στις τιµές και τις εξαγωγές (µικρό µέγεθος ελληνικών επιχειρήσεων, αβεβαιότητα παραµονής στην Ευρωζώνη, χαµηλός βαθµός ανταγωνισµού, αύξηση φορολογικής επιβάρυνσης) απουσιάζει σταθερά η εξέταση της πορείας των κερδών ως ανεξάρτητη µεταβλητή.

Φτάσαµε έτσι στο «παρά πέντε» της εξόδου από τα µνηµόνια, η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας να παραµένει «κάτω από τη βάση»: Σε επίπεδο Β3 για τη Moodys (µαζί µε Μπελίζ, Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Κονγκό) και Β για τη Fitch (µαζί µε Ανγκόλα, Λευκορωσία και Καµερούν) και τη S&P (µαζί µε Μπουρκίνα Φάσου, Πράσινο Ακρωτήρι και Αιθιοπία) . Λόγω αυτής της κορυφαίας αποτυχίας (για την οποία δεν µπορούν να κατηγορηθούν οι διαβόητοι υψηλοί µισθοί των δηµόσιων υπαλλήλων στην Ελλάδα και οι υποτιθέµενες µεγάλες συντάξεις), η οµαλή αναχρηµατοδότηση των δανειακών αναγκών της Ελλάδας από τις αγορές και µόνον δεν είναι εξασφαλισµένη. Κι ας έχουν περάσει οκτώ ολόκληρα χρόνια µετά την υπαγωγή στο καθεστώς των µνηµονίων, όταν µάλιστα το πρώτο πρόγραµµα προέβλεπε έξοδο στις αγορές το 2012! Αν εκείνο το πρόγραµµα χαρακτηρίστηκε κατά κοινή οµολογία αποτυχηµένο και καταστροφικό, το τρέχον γιατί µένει στο απυρόβλητο;

Ωστόσο, είµαστε ακόµη στην αρχή… Οι προοπτικές της µετα-µνηµονιακής Ελλάδας εµφανίζονται πιο ζοφερές αν λάβουµε υπόψη µας τα τετελεσµένα της µνηµονιακής 8ετίας. Στις µεγάλες επιτυχίες των προγραµµάτων οικονοµικής προσαρµογής συγκαταλέγεται η βαθύτερη και πιο οργανική ενσωµάτωση της Ελλάδας στη διεθνή οικονοµία, που συντελέστηκε ωστόσο υπό µειονεκτικούς όρους. Το άνοιγµα των αγορών µέσω της κατάργησης πλήθους γραφειοκρατικών και άλλων εµποδίων (βλ. τη διαρκώς ανανεούµενη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ) έχει ως αποτέλεσµα, µαζί µε την ενίσχυση των τάσεων συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, την αύξηση των εισαγωγών και της εισαγωγικής εξάρτησης της ελληνικής οικονοµίας. Ακόµη κι αυτή η αναιµική και ασταθής άνοδος του εισοδήµατος που αναµένεται θα εντείνει στο εξής τη χρόνια και δοµική αδυναµία της ελληνικής οικονοµίας, όπως εκφράζεται µε την αύξηση του ελλείµµατος του εµπορικού ισοζυγίου. Έτσι, η ελληνική οικονοµία θα είναι στο εξής πιο επιρρεπής σε εκτροχιασµούς, όλο και συχνότερα θα πρέπει να καταφεύγει σε εξωτερική βοήθεια για να αντιµετωπίσει εγγενείς αντιφάσεις και κρίσεις, αλλά και εξωτερικούς κλυδωνισµούς.

Η Ελλάδα, εποµένως, αποτυγχάνει (να εξασφαλίσει σοβαρούς ρυθµούς µεγέθυνσης, να έχει στη διάθεσή της ένα αξιόπιστο τραπεζικό σύστηµα, να διαχειριστεί το δηµόσιο χρέος της, να δανειστεί από τις διεθνείς αγορές όπως κάθε άλλη καπιταλιστική χώρα και πολλά άλλα), γιατί εφάρµοσε µέχρι τέλους τις οδηγίες των πιστωτών και της ντόπιας οικονοµικής ελίτ που εξαρχής αντιµετώπισε την κρίση σαν µια ευκαιρία για νέα κέρδη.

Υπό αυτές τις προοπτικές, όταν γίνεται εµφανές ότι οι κυρίαρχες πολιτικές αδυνατούν να επιλύσουν ακόµη και να διαχειριστούν αποτελεσµατικά ακανθώδη προβλήµατα, όπως του δηµόσιου χρέους, το τυπικό τέλος των µνηµονίων ανοίγει µε νέους όρους τη συζήτηση για το ουσιαστικό τέλος των πολιτικών λιτότητας και υποτέλειας…

Ο Τσίπρας ανέλαβε την (αυτονόητη) πολιτική ευθύνη. Και λοιπόν;

Ανέλαβε την (αυτονόητη) πολιτική ευθύνη. Και λοιπόν;

Από την πρώτη μέρα που ξέσπασε η καταστροφική πυρκαγιά, η κυβέρνηση έδειξε να κάνει κυρίως επικοινωνιακή διαχείριση παρά διαχείριση κρίσης και αντιμετώπιση της καταστροφής. Και αυτό ακριβώς ήταν που προκάλεσε την οργή και την κατακραυγή. Τόσες μέρες μετά κι ακόμα δυσκολεύονται να το καταλάβουν.

Τα ΜΜΕ που ανέδειξαν εγκαίρως την κρισιμότητα της κατάστασης στοχοποιήθηκαν από τα κυβερνητικά στελέχη, που τα κατηγόρησαν ότι ψεύδονται και τρομοκρατούν τον κόσμο για να πλήξουν την κυβέρνηση.

Αυτό ήταν αρκετά ενδεικτικό για το πόσο πολύ είχαν υποτιμήσει τον κίνδυνο.

Η επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Πυροσβεστική λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της Δευτέρας και ο τρόπος που μιλούσε για το θέμα με τον αρμόδιο υπουργό καταδεικνύει ότι δεν είχαν καταλάβει το μέγεθος της καταστροφής. Δεκάδες παραθεριστές εκείνη την ώρα είχαν καεί και είχαν πνιγεί, ενώ κάποιοι εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη θάλασσα αβοήθητοι για τέσσερις και πέντε ώρες.

Στη σύσκεψη αυτή δεν έγινε η παραμικρή αναφορά στον κόσμο που καιγόταν και πνιγόταν και δεν υπήρχε κανείς που να δίνει στον πρωθυπουργό την πραγματική εικόνα.

Την ήξεραν και είχαν αποφασίσει να την κρύψουν για επικοινωνιακούς λόγους, καθυστερώντας την αποκάλυψη της τραγωδίας; Ή η άγνοια που επιδείχθηκε ήταν πραγματική; Και τα δύο είναι εξίσου επικίνδυνα.

Τις επόμενες μέρες που αποκαλύπτονταν η έκταση του δράματος με συγκλονιστικές λεπτομέρειες αλλά και η μοιραία ανεπάρκεια της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός, οι αρμόδιοι υπουργοί και όλοι οι υπεύθυνοι δεν θέλησαν να αναλάβουν καμία ευθύνη. Αντιθέτως, στη συνέντευξη που δόθηκε την Πέμπτη ισχυρίστηκαν ότι τα έκαναν όλα καλά και δεν βρίσκουν κάποιο λάθος.

Το αν διοικούν καλά ή όχι, όμως, κρίνεται εκ του αποτελέσματος και όχι από τις δικαιολογίες που ψελλίζουν όταν τους καλούν να λογοδοτήσουν.

Την κατακραυγή που ξεσήκωσαν οι υπουργοί της κυβέρνησης Τσίπρα με τη συνέντευξή τους για την πυρκαγιά επιχείρησε να αντιμετωπίσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός την Παρασκευή στο υπουργικό συμβούλιο, «αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη». Στην πολιτική, όμως, και ειδικά μετά από τόσους νεκρούς, η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης δημόσια έχει νόημα μόνο αν συνοδεύεται από παραίτηση.

Διαφορετικά, δεν έχει κανένα νόημα. Γιατί η πολιτική ευθύνη του πρωθυπουργού είναι αυτονόητη και εκ των πραγμάτων δεδομένη. Η 23η Ιουλίου ήταν η πρώτη μέρα, για φέτος, υψηλού κινδύνου για πυρκαγιά λόγω καιρικών συνθηκών. Όφειλαν να γνωρίζουν δηλαδή. Ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του ήταν υποχρεωμένοι να ελέγξουν αν υπήρχε η σχετική ετοιμότητα του κρατικού μηχανισμού.

Οι μαρτυρίες των διασωθέντων αλλά και οι απόψεις που κατέθεσαν στον δημόσιο διάλογο καθηγητές που ειδικεύονται στο θέμα των φυσικών καταστροφών καταδεικνύουν ότι η πυρκαγιά πράγματι υποεκτιμήθηκε από τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, η οποία δεν αντιλήφθηκε την αίσθηση του κατεπείγοντος και δεν έδρασε αναλόγως. Ειδικοί ισχυρίστηκαν ότι θα αρκούσε ακόμα κι ένας αποτελεσματικός μηχανισμός εκκένωσης για να σωθούν οι ζωές των αδικοχαμένων ανθρώπων, αλλά η κυβέρνηση δεν έχει δώσει ακόμα καμία συγκεκριμένη απάντηση στο γιατί δεν δόθηκε τελικά η σχετική εντολή, όπως και σε πολλά άλλα.

Ειδήμονες επί του θέματος της αντιμετώπισης των καταστροφών εξήγησαν αναλυτικά τις παραλείψεις και τα λάθη του κρατικού μηχανισμού. Αλλά και οι μαρτυρίες των διασωθέντων υπήρξαν πολύ αποκαλυπτικές, φωτίζοντας τα γεγονότα.

Η πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης είναι δεδομένη. Αυτή κρίνεται για την επάρκεια της Πολιτικής Προστασίας, για την πρόληψη και την ετοιμότητα του κράτους να αντιμετωπίσει μια τέτοια πυρκαγιά χωρίς να υπάρξουν θύματα. Ο πρωθυπουργός έχει την ευθύνη να τοποθετεί αξιοκρατικά τους ικανότερους και τους καταλληλότερους σε κάθε υπεύθυνη θέση. Ειδικά όταν τους αναθέτει την ασφάλεια των πολιτών της χώρας.

Η κυβέρνηση προσπάθησε να τα ρίξει στην αυθαίρετη δόμηση της περιοχής, αλλά και γι’ αυτήν το κράτος έχει την ευθύνη. Και δεν είναι μόνο οι προηγούμενες κυβερνήσεις, στις οποίες η κυβέρνηση Τσίπρα προσπαθεί να τα ρίξει όλα, γιατί την ίδια ακριβώς πολιτική νομιμοποίησης αυθαιρέτων ακολούθησε κι αυτή. Καμία από τις δικαιολογίες που ψελλίζουν, λοιπόν, τα κυβερνητικά στελέχη αυτές τις μέρες δεν μπορεί να σταθεί. Αντιθέτως, κάθε νέα δικαιολογία του πρωθυπουργού τον εκθέτει ακόμα περισσότερο.

«Οι τραγωδίες γίνονται συχνά αφορμή για να έρθουν στην επιφάνεια προβλήματα, καταστάσεις και ολιγωρίες που σε ομαλές συνθήκες κρύβονται από τον δημόσιο διάλογο. Σήμερα, κατανοούμε όλοι με οδυνηρό τρόπο ότι κυβερνάμε μια χώρα όπου επί χρόνια κυριάρχησαν οι στρεβλώσεις» είπε στο υπουργικό συμβούλιο μπροστά στις κάμερες, παραδεχόμενος ότι μαθαίνει με τον οδυνηρό τρόπο και αφού πρώτα συντελεστεί η καταστροφή.

Το άλλο που προσπάθησε να κάνει ήταν να απαντήσει λες και η οργή του κόσμου κατευθυνόταν στους πυροσβέστες και όχι σε αυτόν, προσπαθώντας να ταυτιστεί μαζί τους, για προφανείς λόγους: «Ας μην πυροβολούν οι πολέμαρχοι του καναπέ εκείνους που έσωσαν χιλιάδες. Τους πυροσβέστες που έσπευσαν ηρωικά στον υπέρ πάντων αγώνα» είπε, ενώ οι κατηγορίες στρέφονται στην πολιτική ηγεσία, της οποίας η αδυναμία στην αντιμετώπιση των καταστροφών και η έλλειψη κάθε πρόληψης ήταν προφανείς.

Ενδεικτική της ανεπάρκειας όμως ήταν και η δήλωσή του στο υπουργικό συμβούλιο ότι τώρα θα προχωρήσουν στην κατάρτιση εθνικού σχεδίου που θα αντιμετωπίζει τις οικιστικές στρεβλώσεις, λες και δεν ήταν κυβέρνηση τρεισήμισι χρόνια ή λες κι έπρεπε να συμβεί μια τέτοια τραγωδία για να γίνουν πράγματα αυτονόητα (που κατά πάσα πιθανότητα πάλι δεν θα γίνουν).

Και συνέχισε περιγράφοντας τι πρέπει να γίνει για πράγματα που ήταν υποχρεωμένος να έχουν γίνει: «Πρέπει να είμαστε όλο το καλοκαίρι σε εγρήγορση και ετοιμότητα. Να οργανώσουμε την άμυνα της πολιτείας, και της κοινωνίας. Να εγγυηθούμε την προστασία του κάθε πολίτη…».

Ακόμα και αυτό το «Οφείλουμε να σταθούμε κοντά στους ανθρώπους που πλήρωσαν βαρύ φόρο, ζωής και περιουσίας στη φωτιά, ώστε κανένας να μη μείνει αβοήθητος και τίποτε να μην ξεχαστεί» οργή προκαλεί, όταν έρχεται μετά την καταστροφή. Γιατί δεν έπρεπε να μείνουν αβοήθητοι οι άνθρωποι που καίγονταν και πνίγονταν επί 4-5 ώρες, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των περισσοτέρων, χωρίς να βλέπουν πουθενά αυτούς που έπρεπε να τους διασώσουν.

Κανείς δεν ξεχνάει ότι κυβερνητικά στελέχη τις πρώτες ώρες υποτιμούσαν προκλητικά την πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει και μιλούσαν για προπαγάνδα των ΜΜΕ που την αναδείκνυαν. Ούτε ότι, αντί να απολογηθούν, είπαν ότι τα έκαναν όλα καλά και όταν ο κόσμος, οργισμένος απαιτούσε έστω μία συγγνώμη, βγήκε ο πρωθυπουργός και ανέλαβε την πολιτική ευθύνη, χωρίς να δώσει κανένα περιεχόμενο στη δήλωση αυτή.

Αν, πάντως, η κυβέρνηση, που αυτές τις μέρες ενστερνίζεται τη λογική του «Μαζί τα φάγαμε», προωθώντας το «Μαζί τα κάψαμε» και ρίχνοντας ευθύνες στα θύματα, σκοπεύει να εξαιρεί από την Πολιτική Προστασία όσους έχουν αυθαίρετα, ας τους πει να λαμβάνουν μόνοι τους τα μέτρα πρόληψης και καταστολής σε περίπτωση πυρκαγιάς. Και, κυρίως, να μην περιμένουν τίποτα από την κυβέρνηση.

Μιλώντας σοβαρά, όμως, ο πρωθυπουργός οφείλει να θυμηθεί ότι εκείνος ζήτησε την ψήφο των πολιτών για να του ανατεθεί η διακυβέρνηση της χώρας. Τη δουλειά αυτή την κάνεις αν μπορείς. Αν δεν μπορείς, την αφήνεις σε άλλους. Ας το αποφασίσει τουλάχιστον τώρα, που έμαθε με τον οδυνηρό τρόπο, όπως ομολόγησε, ότι η εξουσία, εκτός από προνόμια, έχει και υποχρεώσεις.

Πηγή: www.lifo.gr

Τι σημαίνει ανάληψη της ευθύνης κ. Τσίπρα;

Τι σημαίνει ανάληψη της ευθύνης κ. Τσίπρα;

Σχόλιο του antapocrisis.

Με μια μελετημένη παρέμβασή του ο Α. Τσίπρας δήλωσε ότι αναλαμβάνει «στο ακέραιο την πολιτική ευθύνη» για την τραγωδία. Το πρώτο που σημειώνουμε είναι ότι με αυτή του τη δήλωση παραδέχεται ότι τα κυβερνητικά χαλκεία και οι έμμισθοι κόλακες επί τρεις ημέρες το παραξήλωσαν. Σε κατάσταση αμόκ, μας ζητούσαν να ζητήσουμε εμείς συγνώμη διότι απαιτούσαμε εξηγήσεις. Τα έβρισκαν όλα «καλώς καμωμένα». Ούτε ένα λάθος. Ούτε μια παραίτηση. Ούτε μία αυτοκριτική. Και όχι μόνο. Τα κυβερνητικά χαλκεία και οι έμμισθοι αυλοκόλακες τα έριχναν όλα στις (εξίσου) ένοχες πολιτικές των προηγούμενων. Οι πιο ξεσκολισμένοι κρατούσαν το σκορ των νεκρών, (όσο ήταν λιγότεροι από τις πυρκαγιές του 2007), για να τονίσουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι καλύτερος. Πολλοί κατηγόρησαν άμεσα τα θύματα με πρώτο τον Τόσκα («γιατί να παραιτηθώ; Όλο το Μάτι ήταν αυθαίρετο»). Και οι πιο έξυπνοι από δαύτους μας προέτρεψαν να «δώσουμε χώρο στο πένθος», επιχειρώντας να κλείσουν το δρόμο στην αναζήτηση ευθυνών.

Η προσπάθειά τους, άθλια και θλιβερή, δεν πέτυχε. Δεν έπεισαν ούτε τον εαυτό τους. Ο κόσμος νιώθει ότι η μόνιμη επωδός του ΣΥΡΙΖΑ «φταίνε οι άλλοι» στην περίπτωση αυτή δεν πιάνει. Και ο Τσίπρας έσπευσε να αλλάξει ρότα. Όχι στην ουσία, αλλά στην επικοινωνία. Άδειασε μεγαλοπρεπώς τα φερέφωνά της κυβέρνησής του και με το γνωστό από τον Ιούλη του 2015 και τάχα δραματικό ύφος, ανέλαβε την ευθύνη.

Τι σημαίνει όμως ανέλαβε την ευθύνη;

Παραιτήθηκε ο ίδιος; Απέπεμψε κάποιον; Αποδέχτηκε την παραίτηση κάποιου άλλου; Ονομάτισε συγκεκριμένους υπουργούς, στελέχη, περιφερειάρχες κλπ που είχαν άμεση ή έμμεση ευθύνη να αποτρέψουν την καταστροφή; Προγραμμάτισε ανατροπές στα προγράμματα λιτότητας και περικοπής δαπανών; Έβαλε το μαχαίρι στο κόκκαλο για ό,τι δημιούργησε την κατάσταση;

Τίποτα από αυτά.

Πρακτικά «ανάληψη πολιτικής ευθύνης» χωρίς τίποτα από τα παραπάνω, δεν υφίσταται. Ο Τσίπρας για μια ακόμη φορά χειρίζεται, κοροϊδεύει, εξαπατά. Αντικαθιστά την πολιτική με την επικοινωνιακή σαπουνόφουσκα, παίζοντας με την ψυχολογία της κοινωνίας. Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης, είναι κενή περιεχομένου αν δεν συνοδεύεται από παραιτήσεις (και όχι μόνο του Τόσκα), απόδοση δικαιοσύνης, ανατροπή των πολιτικών που οδήγησαν στην πρωτοφανέρωτη καταστροφή. Περιλαμβάνει ακόμη μια συγνώμη για τα αίσχη που διέδιδαν τα κυβερνητικά φερέφωνα επί ημέρες, προσβάλλοντας τους νεκρούς, προσβάλλοντας τους ανθρώπους που είδαν την περιουσία τους να χάνεται, προσβάλλοντας την κοινή λογική και τη νοημοσύνη.

Πού συνίσταται η ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης;

Σε τρία επίπεδα.

Η πολεοδομική αυθαιρεσία

Πρόκειται για το αγαπημένο θέμα των απανταχού κυβερνητικών, καθώς θεωρούν ότι έτσι βγάζουν το ΣΥΡΙΖΑ λάδι και την ουρά τους απέξω. Είναι αλήθεια ότι τα πολεοδομικά εγκλήματα στο Μάτι, σε περιοχές σαν το Μάτι, αλλά και στη Μάνδρα κλπ είναι προϊόν δεκαετιών. Όμως κάθε κυβέρνηση, έρχεται και νομιμοποιεί την προηγούμενη, επιβαρύνοντας την κατάσταση, σωρεύοντας αδιέξοδο πάνω στο αδιέξοδο.

Τα κυβερνητικά φερέφωνα θα είχαν δίκιο εάν:

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ νομιμοποιούσε τα αυθαίρετα τα οποία σήμερα κατηγορεί ως υπαίτια για την τραγωδία

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ νομιμοποιούσε τα αυθαίρετα τα οποία σήμερα κατηγορεί ως υπαίτια για την τραγωδία

1. Δεν είχε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ πρωτοστατήσει στη νομιμοποίηση αυθαιρέτων, όπως μας πληροφορεί πανηγυρικά η φιλοκυβερνητική Εφημερίδα των Συντακτών ένα χρόνο πριν, με τον νόμο 4495/17. Σύμφωνα με στοιχεία του ΤΕΕ, η Ανατολική Αττική είναι η πρώτη σε τακτοποιήσεις, και στο ίδιο το Μάτι οι δηλώσεις αυθαίρετων προς τακτοποίηση έφτασαν τις 327. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε την ίδια ακριβώς ρότα με τους προηγούμενους και ποντάροντας στο ότι η κοινωνία, ζαλισμένη από τα μνημόνια, δεν θυμάται, επιχειρούσε μετά την καταστροφή να μας πείσει ότι το όργιο των επικίνδυνων αυθαιρεσιών είναι αποκλειστικά έργο των ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι.

2. Δεν είχε πατήσει πάνω σε προηγούμενα διατάγματα για να εγκρίνει πολεοδομικά σχέδια, της ίδιας ακριβώς περιοχής που έγινε παγίδα θανάτου (Μάτι, Κόκκινο Λιμανάκι), όπως φαίνεται για παράδειγμα από την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τον Μάρτιο του 2017. Δεν ήταν μόνο οι προηγούμενοι που νομιμοποίησαν αυθαιρεσία πάνω στην αυθαιρεσία, ήταν και οι σημερινοί.

3. Είχε κάνει μισό έστω βήμα στην κατεύθυνση του να σταματήσει, και σε δεύτερο χρόνο, να διορθώσει τα χρόνια πολεοδομικά εγκλήματα. Με απαλλοτριώσεις, με δημόσια έργα, με ρυμοτομικές παρεμβάσεις, με εφαρμογή των νόμων για ελεύθερη πρόσβαση στις παραλίες κλπ. Δεν υπάρχει ούτε μισό βήμα. Και εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένοχος.

Όλα τα παραπάνω αναιρούν το αγαπημένο επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ ότι για την τραγωδία φταίνε τα ίδια τα θύματα γιατί …είχαν χτίσει αυθαίρετα.

Η αντιπυρική προστασία

Το δεύτερο επίπεδο της ευθύνης είναι αυτό της προετοιμασίας αντιπυρικής προστασίας. Οι πετσοκομμένοι προϋπολογισμοί λόγω λιτότητας και μνημονίων, οι μειωμένες δαπάνες για πολιτική προστασία και δασοπυρόσβεση για να πιαστούν τα ματωμένα πλεονάσματα, η θλιβερή και συντριπτική αναλογία ανάμεσα στα μέσα πυρόσβεσης και στις πολεμικές δαπάνες που αιμοδοτούν τις αμερικανικές πολεμικές βιομηχανίες, συνιστούν βαριά και άμεση πολιτική ευθύνη του Τσίπρα προσωπικά. Ο Τσίπρας οδήγησε τη χώρα σε νέο και βαρύτερο μνημόνιο, ο Τσίπρας επέβαλε τους προϋπολογισμούς των μνημονιακών υπερ-πλεονασμάτων, ο Τσίπρας επιλέγει να πληρώνει η κατεστραμμένη Ελλάδα βαρύ φόρο αίματος στις ΗΠΑ, για να χριστεί ο ίδιος ως ο εκλεκτός των Αμερικάνων στην περιοχή.

Αν αυτά φαντάζουν γενικά, ας πάμε σε κάτι πιο συγκεκριμένο: Ο Γενικός Γραμματέας Πολιτικής Προστασίας Γιάννης Καπάκης, δήλωνε ενάμισι μήνα πριν: «Η χώρα μας διαθέτει έναν δασοπυροσβεστικό μηχανισμό που ελάχιστες χώρες τον διαθέτουν (…) με ένα δίκτυο που εμείς έχουμε φτιάξει αυτή τη στιγμή εξαιρετικό, ειδικά στην Αττική και τα περιαστικά δάση, που η φωτιά σβήνεται με ένα, δύο οχήματα και με την κινητοποίηση του πρώτου εναέριου μέσου».

Σύμφωνα δε με δημοσιογραφικές πληροφορίες, ο ίδιος αυτός υπεύθυνος που αυτοθαυμαζόταν για το μηχανισμό που έχει δημιουργηθεί, τις ώρες της καταστροφής δεν ήταν καν παρών, όπως κατά νόμο επιβάλλεται.

Ο ίδιος και ο πολιτικός του προϊστάμενος κ. Τόσκας είναι ακόμα στις θέσεις τους.

Σύμφωνα με ερώτηση του ΚΚΕ, οι πετσοκομμένοι προϋπολογισμοί της Δασικής Υπηρεσίας και του Πυροσβεστικού Σώματος διατηρούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αφού το ποσοστό που διατίθεται από τον κρατικό προϋπολογισμό για την προστασία των δασών είναι της τάξης του 0,035%. Ενώ ο μέσος όρος της μείωσης των δαπανών για το Πυροσβεστικό Σώμα, έτσι όπως διαμορφώνεται μέσα από τους προϋπολογισμούς των ετών 2015, 2016, 2017, 2018 της σημερινής κυβέρνησης, είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο των μειώσεων της τελευταίας 10ετίας.

Συνέπεια αυτών των μειώσεων είναι η παντελής απουσία προληπτικών μέτρων στα δασικά οικοσυστήματα με δασικούς δρόμους, αντιπυρικές ζώνες, υδατοδεξαμενές και η δυσχερής λειτουργικότητα του ΠΣ στον κατασταλτικό τομέα, αφού διατηρείται ένας επιβαρυμένος στόλος πυροσβεστικών οχημάτων, με το 55% περίπου να είναι πέραν της 20ετίας, χωρίς ουσιαστικές προσλήψεις για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών, με εργαζόμενους τριών ταχυτήτων και με τσακισμένα εργασιακά δικαιώματα.

Για όλα τα παραπάνω οι ευθύνες έχουν ονοματεπώνυμο και πολιτική σφραγίδα: Τσίπρας, Σκουρλέτης, Τόσκας, ΣΥΡΙΖΑ.

Το επιχειρησιακό σχέδιο

Σύμφωνα με τον ίδιο τον Τσίπρα δεν χρειάζεται αυτοκριτική για το επιχειρησιακό σχέδιο. Όλα πήγαν περίφημα. Δεν θέλουμε να φανταστούμε τι θα γινόταν αν υπήρχαν και λάθη. Ωστόσο, χωρίς να κάνουμε τους εισαγγελείς, οι αναφορές από τους αυτόπτες μάρτυρες της καταστροφής μιλούν για εγκληματικά λάθη, όχι μόνο στην αντιμετώπιση της πυρκαγιάς (ακόμα και αν δεχτούμε ότι δεν αντιμετωπιζόταν λόγω ακραίων φαινομένων), όσο κυρίως στην εκκένωση της περιοχής και στην καθοδηγημένη μετακίνηση του πλήθους στην παραλία καθώς και στη διάσωσή του.

Σύμφωνα με ανακοίνωση της Πυροσβεστικής στην περιοχή επιχειρούσαν 190 Πυροσβέστες, 96 οχήματα και 3 Canadair. Γιατί μόνο τόσοι; Δεν πρόκειται για σοβαρές επιχειρησιακές επιλογές με άμεση πολιτική ευθύνη;

Μόνο ένα πυροσβεστικό όχημα διατέθηκε στη Μαραθώνος με την πυρκαγιά να κινείται κάθετα σε αυτήν και με τους υψηλούς ανέμους να περνούν τη δήθεν «αντιπυρική ζώνη» της Μαραθώνος εν ριπή οφθαλμού. Αυτό δεν είναι επιχειρησιακό λάθος;

Πληροφορίες αναφέρουν ότι η κυκλοφορία από τη στιγμή που κόπηκε η Μαραθώνος εκτράπηκε μέσα στο Μάτι. Το αποτέλεσμα των καμένων ανθρώπων και αυτοκινήτων είναι γνωστό. Αυτό δεν είναι επιχειρησιακό έγκλημα;

Ένας σημαντικός αριθμός θυμάτων πέθανε στην παραλία από ασφυξία και άλλοι από πνιγμό, επειδή άργησαν να φτάσουν τα σκάφη του λιμενικού και η διάσωση γινόταν μεμονωμένα, ανεπαρκώς, ανοργάνωτα και χαοτικά, κατά βάση από ιδιώτες. Με αυτοθυσία που όμως δεν μπορεί να υποκαταστήσει την απουσία συντονισμού και σχεδίου. Ούτε εδώ υπάρχει επιχειρησιακή ευθύνη;

Ας απαντήσει ο ίδιος ο κ. Τσίπρας που βρήκε το επιχειρησιακό σχέδιο αλάνθαστο, αν σε όλα τα παραπάνω μπορούσαν να διατεθούν περισσότερες δυνάμεις, να υπάρξει οργανωμένη εκκένωση, να συντονιστούν οι άφαντοι Δήμαρχοι και η ακόμα πιο άφαντη Περιφερειάρχης, να οργανωθεί άμεσα η διάσωση και μεταφορά των ανθρώπων που καίγονταν, ασφυκτιούσαν και πνίγονταν στην παραλία.

Το συμπέρασμα;

Σε όλα τα επίπεδα, και σε αυτό της πολεοδομικές αυθαιρεσίας, και σε αυτό της αντιπυρικής προστασίας, και σε αυτό του επιχειρησιακού σχεδιασμού, ο ΣΥΡΙΖΑ, οι υπουργοί του, η Περιφερειάρχης του, και ο ίδιος ο Τσίπρας, έχουν ευθύνη.

Δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ευθύνη οι προηγούμενοι.

Αλλά τη βασική ευθύνη την έχει αυτός που κυβερνά. Ειδικά όταν δεν κυβερνά τρεις μήνες, αλλά τρία και πλέον χρόνια. Και ακόμη περισσότερο όταν με τις πράξεις του και τις πολιτικές του έχει σωρεύσει νέα αδιέξοδα, νέα δεινά, νέα προβλήματα, σε όλα τα επίπεδα.

Τούτων δοθέντων,ο ισχυρισμός του Τσίπρα για ανάληψη «στο ακέραιο της πολιτικής ευθύνης», αν δεν συνοδεύεται από παραιτήσεις και κυρίως ανατροπές στην πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση, παραμένει κενός, υποκριτικός, χειριστικός.

Όπως και ο ίδιος.

Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, είτε με ΣΥΡΙΖΑ, είτε με ΝΔ, σκοτώνει

Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, είτε με ΣΥΡΙΖΑ, είτε με ΝΔ, σκοτώνει

Δεν είναι υπερβολή, δεν είναι πολιτική εκμετάλλευση, δεν είναι ασέβεια στη μνήμη των νεκρών. Το αντίθετο. Το να σπάσουμε το τείχος σιωπής που επιβάλει η κυβέρνηση (με την συναίνεση της ΝΔ), για τις πολιτικές ευθύνες στην πρόσφατη τραγωδία, είναι σήμερα η μόνη έντιμη πράξη.

Λιτότητα. Υποτίμηση της ζωής και του περιβάλλοντος έναντι των τραπεζικών κερδών και των κρατικών πλεονασμάτων. Γιγάντωση του κράτους καταστολής και αποψίλωση του κράτους πρόνοιας και προστασίας. Αδιαφορία για δομές και μηχανισμούς πολιτικής προστασίας μπροστά στα εύγε της αγοράς και του κεφαλαίου. Γη και περιβάλλον ως εμπόρευμα προς αξιοποίηση και δόμηση. Όλα τα παραπάνω είναι οι ηθικοί αυτουργοί του μαζικού εγκλήματος. Αποτελούν πολιτικές επιλογές και όχι φυσικά φαινόμενα. Και είναι χαρακτηριστικά του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.

Οι ειδικοί ας αποφανθούν για το αν η πυρκαγιά μπορούσε να περιοριστεί. Η κοινή λογική όμως δεν μπορεί να δεχτεί, ότι ακόμα και μια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά, θα έχει αντικειμενικά και αναπόφευκτα πολλές δεκάδες θύματα, μισή ώρα από το κέντρο της Αθήνας. Κάτι καλύτερο θα μπορούσε να γίνει από το να καούν ζωντανοί ογδόντα και πλέον άνθρωποι. Κάτι περισσότερο θα μπορούσε να γίνει από το να έχουμε διαθέσιμα 17 canadair, από τα οποία 10 ήταν διαθέσιμα, εκ των οποίων 3 παρουσίασαν βλάβη.

Είναι πολιτική επιλογή και όχι φυσικό φαινόμενο να αποδίδουμε στην τσέπη των πολεμικών βιομηχανιών των ΗΠΑ το 2,36% του ΑΕΠ, επειδή αυτό επιβάλει η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ. Είναι πολιτική επιλογή η υποχρηματοδότηση των δομών και των μηχανισμών της Πολιτικής Προστασίας και της Δασοπυρόσβεσης. Το έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, το κάνει και η σημερινή κυβέρνηση. Ίδια και απαράλλακτα. Είναι επιλογή τους, είναι ιεράρχησή τους, υπάρχουν ευθύνες.

Είναι πολιτική και δόγμα του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού το «λιγότερο κράτος». Είναι πολιτική απόφαση να εκχωρούνται τα πάντα στην ιδιωτική πρωτοβουλία και να επαφίενται όλα στις ατομικές επιλογές. Είναι πολιτική απόφαση η αποψίλωση των δημόσιων δομών και φορέων για να μειωθούν τα δημόσια έξοδα και να πιαστούν τα πλεονάσματα τα οποία επιβάλουν οι δανειστές και για τα οποία επιχαίρει αυτή η κυβέρνηση, όμοια με τις προηγούμενες. Τα πλεονάσματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον ματωμένα, και όχι μόνο μεταφορικά. Αυτές είναι πολιτικές επιλογές και υπάρχουν πολιτικές ευθύνες.

Είναι πολιτική επιλογή το γεγονός ότι στην Ανατολική Αττική επιχειρούσαν σύμφωνα με ανακοίνωση του Πυροσβεστικού Σώματος, 190 Πυροσβέστες και 96 οχήματα. Είναι πολιτική επιλογή το γεγονός ότι -σύμφωνα με την ανακοίνωση των αξιωματικών της Πυροσβεστικής- «το σύνολο των υδροφόρων οχημάτων της Πυροσβεστικής είναι ηλικίας άνω των 15 ετών και ακινητοποιούνται λόγω μηχανικών βλαβών, έλλειψης ελαστικών και άλλων προβλημάτων». Ας συγκρίνουμε αυτά τα δεδομένα, με τα δυσθεώρητα νούμερα και τον υπερσύγχρονο εξοπλισμό των δυνάμεων καταστολής που αφειδώς διατίθενται για να χτυπούν κάθε λαϊκή διαμαρτυρία. Αποτελεί πολιτική επιλογή και υπάρχει πολιτική ευθύνη.

Είναι πολιτική επιλογή να μην αγγίζεται το όργιο παρανομιών και παραβάσεων στο ρυμοτομικό και πολεοδομικό σχεδιασμό. Στο έγκλημα αυτό είναι συνυπεύθυνοι το κράτος, η πολιτική εξουσία διαχρονικά, οι δημόσιες υπηρεσίες, η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Και φυσικά η κοινωνία εκμαυλιζόταν και εξαγοράζονταν συστηματικά, διαμορφώνοντας τον φαύλο κύκλο. Η «παγίδα θανάτου» που σήμερα όλοι ανακαλύπτουν στο Μάτι, ήταν αποτέλεσμα ενός τέτοιου φαύλου κύκλου. Η σημερινή κυβέρνηση δεν θα έλυνε το πρόβλημα, μπορεί όμως να μας υποδείξει έστω και μισό, ανολοκλήρωτο, βήμα στην κατεύθυνση επίλυσής του; Γιατί όπως και στην πλημμύρα στη Μάνδρα με την απουσία αντιπλημμυρικού σχεδιασμού, το ερώτημα δεν είναι αν η σημερινή κυβέρνηση κληρονόμησε το πρόβλημα από τις προηγούμενες, αλλά το αν κινήθηκε για να το λύσει. Εδώ βρίσκεται η πολιτική ευθύνη.

Είναι όμως ακόμα χειρότερη πολιτική επιλογή να διαχέεται η ευθύνη στο κοινωνικό σύνολο. Να διαρρέεται έντεχνα από τους κατέχοντες την εξουσία και την ευθύνη ότι «είμαστε όλοι υπεύθυνοι». Να αντιγράφεται με θράσος ο Πάγκαλος και το «μαζί τα φάγαμε». Ίδια ευθύνη όσοι είχαν την εξουσία και όσοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τις πολιτικές της; Ίδια ευθύνη ο μεμονωμένος πολίτης που παρανόμησε, με το συντεταγμένο κράτος και την πολιτεία που επέτρεψε (αν δεν καθοδήγησε) την παρανομία; Η διάχυση ευθυνών είναι η καλύτερη μέθοδος για την απόσειση ευθυνών. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ χωρίς την παραμικρή συναίσθηση, χωρίς καμιά (ακόμα) παραίτηση, επιδίδεται αναίσχυντα σε αυτή τη σπέκουλα. Χωρίς καμιά ντροπή τα κυβερνητικά θρασίμια διατείνονται ότι δεν φταίνε πουθενά. Εγκλημάτησαν και αυτοί (όπως και προηγούμενοι) αλλά παριστάνουν τους εξοργισμένους για το έγκλημα.

Είναι πολιτική ανικανότητα να μη λειτουργήσει την ύστατη ώρα ο μηχανισμός προειδοποίησης και εκκένωσης, χρησιμοποιώντας τα υπαρκτά συστήματα. Και η ανικανότητα συνιστά πολιτική ευθύνη για το Υπουργείο Προστασίας, την Περιφέρεια Αττικής και την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ακόμα και αν η φωτιά δεν ήταν δυνατόν να περιοριστεί, μπορούσε να περιοριστεί το ύψος των ανθρώπινων απωλειών, να ειδοποιηθεί ο κόσμος, να υπάρξουν επιτόπου δυνάμεις που να τον οδηγήσουν σε εξόδους. Τόσκας, Δούρου και οι δήμαρχοι της περιοχής, οι δήμαρχοι της βιτρίνας και όχι της πρόληψης και της προστασίας των πολιτών, είναι υπεύθυνοι. Κανενός όμως δεν ιδρώνει το αυτί, κανείς δεν έχει παραιτηθεί αναλαμβάνοντας την ευθύνη, κανείς δεν παραιτήθηκε, έστω από ευθιξία. Όλοι μαζί, κατηγορούν τον καιρό, το κακό το ριζικό μας ακόμα και τα ίδια τα θύματα, μόνο και μόνο για να μείνουν στην καρέκλα τους.

Είναι επίσης πολιτική επιλογή η υποκριτική και γεμάτη σκοπιμότητες προτροπή των κυβερνητικών αναμεταδοτών να δώσουμε χώρο και χρόνο στο πένθος. Ελπίζουν έτσι να μην αφήσουν χώρο στην απόδοση δικαιοσύνης, στην αναζήτηση ευθυνών και στην ανάληψη ευθυνών. Ίδια και απαράλλακτα με κάθε προηγούμενη κυβέρνηση. Ίδια και απαράλλακτα με κάθε εξουσία που σε κάθε τραγωδία επικαλείται την ενότητα, τον πόνο και τον θρήνο για να αποφύγει τη δίκαιη οργή και την τιμωρία. Τα κυβερνητικά πρακτορεία μας καλούν να σιωπήσουμε την ίδια στιγμή που η λέξη «συγνώμη» δεν έχει βγει από τα χείλη κανενός.

Όλα τα παραπάνω είναι πολιτικές επιλογές, είναι αποφάσεις, είναι ιεραρχήσεις. Η πυρκαγιά και ο άνεμος είναι φυσικό φαινόμενο. Μια φυσική καταστροφή μετατρέπεται όμως σε τραγωδία όταν κυριαρχούν πολιτικές που μόνο «φυσικές» δεν είναι. Είναι γέννημα θρέμμα συγκεκριμένων πολιτικών και ιδεολογιών, που έχουν όνομα. Είναι απότοκο του καπιταλισμού στην πιο άγρια, στην πιο κυνική, στην πιο περιβαλλοντοκτόνα και ανθρωποκτόνα μορφή του. Είναι αποτέλεσμα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, είτε αυτός υλοποιείται από τη σημερινή, είτε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.

Και για αυτό θα πρέπει σήμερα να μιλήσουμε, παρά τις προτροπές και κραυγές για «σιωπή», «περισυλλογή» και «ενότητα». Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ παίζει το χαρτί του «έρχεται ο Μητσοτάκης» για να εκβιάσει, να φοβίσει, να αποσπάσει παθητικότητα και υποταγή. Μόνο που οι πολιτικές ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι απελπιστικά όμοιες. Ο ένας κληρονομεί την κατάσταση από τον άλλο και όλοι συνεχίζουν την ίδια πολιτική. Την πολιτική που υπηρετεί τους δανειστές αδιαφορώντας για τις ανθρώπινες ζωές και το περιβάλλον.

Εδώ και τώρα δικαιοσύνη. Να τιμωρηθούν οι πολιτικοί υπεύθυνοι.

Ούτε ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ΝΔ. Όμοια κόμματα, ίδια η πολιτική τους.  

Να ανατραπεί η λιτότητα και η διάλυση των δημόσιων και κρατικών υπηρεσιών πρόληψης και προστασίας.

Να ανακουφιστούν – αποζημιωθούν άμεσα οι πληγέντες.

Τα δάση δεν είναι εμπόρευμα. Να μπουν κανόνες στην οικιστική ανάπτυξη.

Δεν είναι ώρα για σιωπή

Δεν είναι ώρα σιωπής

Σχόλιο του antapocrisis για την χθεσινοβραδινή τραγωδία.

Δεν είναι ώρα για σιωπή. Είναι ώρα να τους πάρει και να τους σηκώσει. Οι ένοχοι για την νέα ασύλληπτη τραγωδία επιβάλουν σιγή για να αποποιηθούν τις ευθύνες και να κρύψουν τις εγκληματικές τους πράξεις και παραλείψεις. Γιατί οι πολιτικές της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν ίδιες, εδώ και χρόνια: Περιορισμός του κράτους, διάλυση των δημόσιων μηχανισμών, πετσόκομμα δαπανών, τσάκισμα κοινωνικών υπηρεσιών. Όλα αυτά στην υπηρεσία των μνημονίων και των αντιλαϊκών πολιτικών. Η λαϊκή οργή πρέπει να πνίξει και τους σημερινούς και τους προηγούμενους γιατί όλοι συνέχισαν στην ίδια ρότα: Να βάζουν τα κέρδη των τραπεζών και τα πλεονάσματα του κράτους, πάνω από τις ανθρώπινες ζωές και το περιβάλλον.

Να μην επιβληθεί σιωπή για την υποστελέχωση των κρατικών δομών και υπηρεσιών. Για την απουσία αντιπυρικών και αντιπλημμυρικών οχυρώσεων. Για τις ελλείψεις στην Πυροσβεστική και στη Δασοπροστασία. Για τους μειωμένους προϋπολογισμούς στα κοινωφελή έργα και τη δασοπυρόσβεση. Τα μνημόνια είναι θάνατος. Η λιτότητα είναι θάνατος. Οι περικοπές των δημόσιων δαπανών είναι θάνατος.

Να μην επιβληθεί σιωπή για την εγκληματική πολιτική ασπίδα των «ασύμμετρων φαινομένων» επί Τσίπρα και της «ασύμμετρης απειλής» επί Καραμανλή. Τα καιρικά φαινόμενα μπορεί να είναι ακραία, αλλά οι συνέπειές τους θα ήταν διαχειρίσιμες αν αντί για τους υποτακτικούς των αγορών και των τραπεζών κυβερνούσαν άνθρωποι με προτεραιότητα το κοινωνικό σύνολο. Γιατί η Πολιτική Προστασία υπάρχει για να προετοιμάζεται για το έκτακτο και το ακραίο. Αλλιώς θα αρκούσε η αυτενέργεια των κατοίκων. Έντεκα χρόνια μετά το 2007 και τον «στρατηγό άνεμο» του γελοίου Πολύδωρα, έρχονται οι εξίσου γελοίοι Συριζαίοι να αναμασήσουν τα ίδια.

Να μην επιβληθεί σιωπή για την υποκριτική διάχυση της ευθύνης στο κοινωνικό σύνολο. Ναι, η κοινωνία εθίστηκε στο να κτίζει μέσα ή δίπλα στο δάσος, εκμαυλίστηκε από την προσδοκία του εξοχικού μέσα στα δέντρα, έμαθε ότι όλα μπορούν να γίνουν τσιμέντο. Αλλά ξεχνάμε επιδέξια μια εξουσία που πρωτοστάτησε σε αυτόν τον εκμαυλισμό. Δηλητηρίασε εκατοστό εκατοστό το κοινωνικό σώμα. Το έκανε σαν τα μούτρα της. Η αναφορά στην ευθύνη «όλων μας» πρέπει να γίνει όταν λογοδοτήσουν και πληρώσουν οι εγκληματίες που κυβέρνησαν και κυβερνούν. Ο κωλοέλληνας που κλείνει τη ΛΕΑ είναι η βολική διαφυγή των υψηλά ιστάμενων. Και φυσικά είναι το αγαπημένο θέμα των απολογητών της κυβέρνησης σήμερα.

Να μην επιβληθεί σιωπή. Ο σεβασμός στους νεκρούς και στη θλίψη δεν σημαίνει σιγή ασυρμάτου για τους ηθικούς αυτουργούς της τραγωδίας, είτε είναι πολιτικές είτε είναι πολιτικοί. Η οργή πρέπει να σαρώσει και τις πολιτικές και τους πολιτικούς που βάζουν το κέρδος και το πλεόνασμα πάνω από τις ανθρώπινες ζωές.

Έγινε ο Μίχαλος ΣΥΡΙΖΑ;

Ο Μίχαλος έγινε ΣΥΡΙΖΑ, ή ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε Μίχαλος;

Νέο σοκ υπέστη ο κόσμος του αφελούς φιλελευθερισμού: ο Μίχαλος διαγράφτηκε από τη ΝΔ με καταγγελίες ότι στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ορκισμένος νεοφιλελεύθερος, ο αρχιερέας της ελεύθερης αγοράς, ο υπέρμαχος της ασυδοσίας των εργοδοτών, έγινε ΣΥΡΙΖΑ. Και η ΝΔ τον διαγράφει. Η αλήθεια είναι ότι πολλοί αλλάζουν στρατόπεδο. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια ζωντανή απόδειξη επ’ αυτού. Άλλαξε όμως ο Μίχαλος απόψεις και στρατόπεδο και έγινε ΣΥΡΙΖΑ; Ή ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε τόσο δεξιός που ο Μίχαλος τον στηρίζει; Δυστυχώς για τη ΝΔ, ισχύει το δεύτερο. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τόσο αποτελεσματικός στο να υλοποιεί την αστική πολιτική, που η ΝΔ του Μητσοτάκη κινδυνεύει να μείνει μπουκάλα, στυμμένη λεμονόκουπα, απατημένη και παρατημένη θεραπαινίδα της άρχουσας τάξης που διάλεξε καλύτερη εκπρόσωπο: την κυβέρνηση Τσίπρα.

Τι λέει ο Μίχαλος που δεν το λένε όλα τα δυναμικά κέντρα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό; Απολύτως τίποτα διαφορετικό:

Χαιρετίζει τη συμφωνία για το Μακεδονικό καθώς η λύση στα Νατοϊκά πλαίσια είναι η αναφανδόν επιλογή του ελληνικού αστισμού στα πλαίσια του στρατηγικού δόγματος της πλήρους προσκόλλησης στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αίγυπτος που προωθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Χαιρετίζει την «έξοδο από τα μνημόνια», καθώς κατοχυρώνονται σε βάθος δεκαετιών τα αιματηρά πλεονάσματα που σφαγιάζουν το κοινωνικό κράτος και παγιώνονται οι μαύρες ρυθμίσεις του μνημονιακού καθεστώτος, η κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων, το ξεσάλωμα του κεφαλαίου.

Ξορκίζει τις πρόωρες εκλογές καθώς ουδείς από τα κέντρα εξουσίας, ούτε του εσωτερικού, ούτε του εξωτερικού, έχει λόγο να αμφισβητήσει σε αυτή τη φάση τον Τσίπρα. Από αστικής απόψεως είναι άψογος. Έχει βγάλει τεράστιο έργο, χωρίς κοινωνικές αντιδράσεις και χωρίς κομματικό κόστος. Εγγυάται τη σταθερότητα για τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των δανειστών. Οι διεθνείς θεσμοί και οι εκπρόσωποι της πάλαι ποτέ τρόικας, οι ίδιοι που πριν τρία χρόνια τον αμφισβητούσαν, σήμερα τον αποθεώνουν. Γιατί να βιάζονται να φέρουν τον Μητσοτάκη;

Τα ίδια που λέει ο Μίχαλος τα έλεγε χθες και ο Μαραντζίδης, το γκόλντεν μπόι του ακραίου κέντρου. Αφού χρημάτισε στον αντικομμουνισμό και στον ιστορικό αναθεωρητισμό και επί μακρόν ήταν ο βασικός δημοσκόπος του ΣΚΑΙ, σήμερα, παραδέχεται, ανοικτά και παστρικά, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προσχώρησε απλά στο στρατόπεδο των αστών, αλλά λύνει και προβλήματα προς όφελός τους. Προβλήματα που η ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ δεν θα μπορούσαν να λύσουν. Μπορεί η μετατόπιση Μαραντζίδη να σκόρπισε απλόχερα εγκεφαλικά στους καθυστερημένους νεοφιλελεύθερους, αλλά το προφανές είναι προφανές, άσχετα αν ο Μητσοτάκης δεν θέλει να το δει:

Σε αυτή τη φάση, ο Τσίπρας είναι καλύτερος για την άρχουσα τάξη και τους δανειστές.

Η ΝΔ ουρλιάζει για τη Σοβιετία που τάχα χτίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, την ίδια ώρα που ο Τσίπρας ιδιωτικοποιεί και ξεπουλά μέσω ΤΑΙΠΕΔ τους πάντες και τα πάντα, ενώ με τα εξωφρενικά πρωτογενή πλεονάσματα δεσμεύει τη χώρα σε αντικοινωνική πολιτική δεκαετιών. Ένας σοβαρός νεοφιλελεύθερος δεν μπορεί να μη βλέπει το γελοίον του ισχυρισμού. Και όσο η αξιωματική αντιπολίτευση στριμώχνεται με τον Μπαλτάκο και τη Χρυσή Αυγή για να εκφράσει το χώρο της καθυστερημένης πατριδοκαπηλείας, τόσο ο αστικός κόσμος και οι δανειστές θα δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στον Τσίπρα.

Δεν μετακινήθηκε ο Μίχαλος. Δεξιός και νεοφιλελεύθερος ήταν και παραμένει. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετακινήθηκε. Και μάλιστα εντυπωσιακά. Αντικαθιστά τη ΝΔ ως το επίσημο αγαπημένο κόμμα των Αμερικανών, των Ευρωπαίων, των αγορών και της άρχουσας τάξης.

Όπως το έλεγε ο Τενγκ Σιαο Πινγκ: Άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, δεν έχει σημασία, αρκεί να πιάνει τα ποντίκια. Και ο Τσίπρας τα πιάνει. Η αστική τάξη το βλέπει. Ο Μίχαλος, ο Μαραντζίδης και άλλοι που διαρκώς θα πληθαίνουν, απλά το ομολογούν.

Συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ

Γιατί να μην χειροκροτήσουμε τον Τσίπρα για τη συμφωνία;

Μια ευρέως διαδεδομένη άποψη στην Αριστερά είναι ότι η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ μπορεί να έρχεται υπό την πίεση του ΝΑΤΟ και τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των ΗΠΑ, αλλά στο βαθμό που βάζει τέρμα σε μια επιζήμια διαμάχη και σε ανόητους εθνικισμούς, δεν μπορούμε παρά να τη δούμε θετικά. Βεβαίως η κυβέρνηση Τσίπρα είναι αντιλαϊκή και φιλοΝατοϊκή και τα λοιπά, αλλά, άλλο αυτό, και άλλο η συμφωνία με τη Β. Μακεδονία.

Το θέμα με αυτές τις απόψεις όμως είναι ότι δεν φτάνουν μέχρι τέλους, στο λογικό συμπέρασμα. Το έντιμο θα ήταν να χαιρετιστεί η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ ως νίκη της Αριστεράς και της αριστερής πολιτικής, ως θετικό βήμα για τους λαούς και να αποδοθούν τα εύσημα στον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί δεν κάνουν κάτι τέτοιο ευθέως όσοι μιλούν για συμφωνία με θετικά σημεία; Γιατί δεν έχουν την τόλμη να φτάσουν μέχρι την απόληξη της άποψής τους και να στηρίξουν – στο συγκεκριμένο ζήτημα – ανοικτά και καθαρά τον Τσίπρα, διατηρώντας τη διαφωνία τους με τις άλλες πλευρές της πολιτικής του; Στην πολιτική όπως και στη ζωή δεν υπάρχει το «ολίγον έγκυος». Είτε η συμφωνία είναι θετική και πρέπει να τη χαιρετίσουμε (με όλες τις συνεπαγωγές για την κυβέρνηση που την έφερε), είτε όχι.

Στην ουσία: Σύμφωνα με αρκετούς σχολιαστές, στελέχη και προσωπικότητες της Αριστεράς, θα πρέπει να πάρουμε τη συμφωνία λέξη λέξη και στο βαθμό που περιέχει σωστά πράγματα (σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, μέτρα εναντίον του αλυτρωτισμού, αποκλιμάκωση της έντασης, χρήση έναντι πάντων, βελτίωση σχέσεων και κλίμα εμπιστοσύνης), οφείλουμε να ταχθούμε υπέρ της. Η αποσπασματικότητα όμως με την οποία διαβάζεται η συμφωνία για το ονοματολογικό είναι -όπως θα έλεγε ο Ταλεϋράνδος- κάτι περισσότερο από έγκλημα, πρόκειται για λάθος.

Πού συνίσταται το λάθος;

Να δούμε το όλον

Πρώτον στο ότι η μέθοδος «λέξη λέξη» συχνά κρύβει το νόημα. Κάθε συμφωνία εμπεριέχει στο γενετικό της υλικό, ίχνη από το περιβάλλον της και τον συσχετισμό δύναμης, τις απώτερες σκοπιμότητες και τις ευρύτερες στρατηγικές. Μια ορισμένη ιστορική αντίληψη στην Αριστερά μας δίδαξε ότι δεν υπάρχουν ουδετερότητες και καθαρότητες πουθενά, ειδικά στο πεδίο της πολιτικής. Η Αριστερά σήμερα, πολύ περισσότερο από το να παριστάνει τον διεθνολόγο, οφείλει να εκτιμήσει τη συνολική εικόνα, να συνδέσει τις αποσπασματικές προτάσεις σε μια ενιαία αφήγηση με κοινό νόημα, να δει την ευρύτερη πορεία των πραγμάτων. Τώρα τελευταία έγινε και πάλι εύκολο να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Η πικρή εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ θα όφειλε να μας διδάξει ότι δεν αρκεί να βλέπεις το επιμέρους «θετικό» που θες απεγνωσμένα να δεις, αλλά πρέπει να κοιτάς τη μεγάλη εικόνα.

Ποιο είναι το δάσος στην προκειμένη περίπτωση; Στο ότι η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ είναι οργανικά συνδεδεμένη με την ολοκληρωτική προέλαση των ΗΠΑ στα Δυτικά Βαλκάνια. Για να αρθεί το βέτο της ένταξης της Βόρειας (πλέον) Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, λύθηκε σε ελάχιστο χρόνο το Μακεδονικό. Αυτό είναι κακό; Από μόνο του όχι. Η διένεξη με την ΠΓΔΜ όφειλε να είχε λυθεί εδώ και χρόνια, στη βάση της κοινής παραδοχής για σύνθετη ονομασία, αναγνώριση του απαραβίαστου των συνόρων, εγγύηση της εθνικής ανεξαρτησίας και ακεραιότητας, τσάκισμα των αλυτρωτισμών, ανάπτυξη της φιλίας και της συνεργασίας.

Όμως στην πολιτική δεν υπάρχουν πράγματα «από μόνα τους». Δεν υπάρχουν συμφωνίες αποστειρωμένες από το περιβάλλον τους, από τον ισχύοντα συσχετισμό και από το «μεγάλο αφεντικό» που τις επιβάλει, τις εγγυάται, τις διερμηνεύει και τις καθοδηγεί. Και η αμέσως επόμενη ερώτηση είναι: Το «μεγάλο αφεντικό» (δηλαδή στην περίπτωσή μας το ΝΑΤΟ) τι σχέση έχει με έννοιες όπως εθνική κυριαρχία, απαραβίαστο συνόρων, φιλία και συνεργασία;

Να σκεφτούμε πολιτικά

Το δεύτερο λάθος έχει να κάνει με τον εξοβελισμό της πολιτικής από την εκτίμηση της συμφωνίας. Το ποιος κερδίζει, ποιος χάνει και ποιος επιδιώκει τι, διαμορφώνει τον συσχετισμό δύναμης και ο συσχετισμός δύναμης διαμορφώνει τις κοινωνίες και επηρεάζει την ταξική πάλη. Αυτή η «λεπτομέρεια» διαφεύγει από τις αναλύσεις των ημερών. Εκτός και αν το ζήτημα του ονόματος δεν είναι πολιτικό, αλλά ιστορικό, φιλοσοφικό ή κοινωνιολογικό. Πολιτικά, αυτοί που κερδίζουν από τη συμφωνία είναι σε πρώτη φάση ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και συνακόλουθα οι αστικές τάξεις σε Ελλάδα και ΠΓΔΜ που κατά συντριπτική πλειοψηφία θέλησαν και εργάστηκαν για τη συμφωνία.

Από την άλλη, οι εθνικιστικές και σοβινιστικές πλευρές, ενώ φαίνεται να υποχωρούν, αναδεικνύονται στην πραγματικότητα στον μοναδικό αντίπαλο στον κοσμοπολίτικο, αντιεθνικιστικό Νατοϊσμό. Σε βάθος χρόνου η ακροδεξιά θα μετρήσει κέρδη καθώς ενώ «έχασε το όνομα της Μακεδονίας» και τα μετερίζια της πατριδοκαπηλείας στα οποία αρεσκόταν, αναδείχθηκε σε αντίπαλο δέος. Αν λοιπόν θέλουμε να μετρήσουμε τη συμφωνία πολιτικά, πρέπει να απαντήσουμε στο αν τετραγωνίζεται ο κύκλος, αν δηλαδή κερδίζει ταυτόχρονα και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, και οι αστικές τάξεις και οι λαοί. Διαφορετικά, κάποιοι πανηγυρίζουν κατά λάθος. Και αυτοί μάλλον δεν είναι ούτε οι ιμπεριαλιστές, ούτε οι αστοί.

Να είμαστε πραγματικοί

Το τρίτο λάθος έχει να κάνει με την εκτίμηση της εποχής και των χαρακτηριστικών της. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, οι αριστεροί που καλοβλέπουν τη συμφωνία διαβεβαιώνουν ότι η αστική τάξη εξαπολύει τον εθνικιστικό παροξυσμό της και αυτός είναι ο βασικός αντίπαλος στον οποίο πρέπει να αντιταχθούμε. Οι συγκεκριμένοι σύντροφοι είναι και οι μόνοι που βλέπουν ότι ο εθνικισμός είναι σήμερα η επικρατούσα πολιτική της αστικής τάξης. Όλοι οι άλλοι βλέπουν αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει. Ότι δηλαδή ο εθνικισμός υπήρξε το βασικό καταφύγιο της ελληνικής αστικής τάξης στο μακρινό 1990, στην εποχή της κατάρρευσης και των αβεβαιοτήτων. Έκτοτε, στο συγκεκριμένο ζήτημα, και βασικά από την ενδιάμεση συμφωνία και μετά, έχει επικρατήσει ο απόλυτος ρεαλισμός και η εθνική γραμμή της σύνθετης ονομασίας, η οποία προσέκρουε στην αδιάλλακτη ηγεσία του Γκρούεφσκι. Όταν επικράτησαν και στη γειτονική χώρα οι δυνάμεις του αστικού εκσυγχρονισμού, το χάσμα γεφυρώθηκε και εγένετο συμφωνία.

Τη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ στηρίζουν λυσσωδώς τα ιμπεριαλιστικά κέντρα του ευρωατλαντικού άξονα και οι αστικές τάξεις εκατέρωθεν των συνόρων. Στην Ελλάδα, μέχρι και η λαλίστατη Εκκλησία σιώπησε. Απέμεινε μια ΝΔ, διαρκώς έκθετη στα μάτια της ελληνικής άρχουσας τάξης και των ξένων πατρώνων της, που από τη μια επιχειρούσε να διατηρήσει τις γέφυρες με το δεξιό ακροατήριό της και από την άλλη δεν ήξερε πώς να κρύψει την επί της ουσίας συμφωνία της στη γραμμή Τσίπρα – Ζάεφ, αναγνωρίζοντας ότι αυτό είναι που θέλει η άρχουσα τάξη. Ας μην αμφιβάλει κανείς, ότι λίγο ακόμα να ζορίσουν οι Γερμανοί, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ζητήσει δημοσίως συγνώμη για τον συγκυριακό εθνολαϊκισμό του. Πώς ακριβώς, σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί κανείς στα σοβαρά να ισχυριστεί ότι ο εθνικισμός είναι η κύρια πλευρά της αστικής πολιτικής; Και άρα ο εθνικισμός είναι που πρέπει να ηττηθεί σήμερα, εδώ και τώρα, μέσω αυτής της συμφωνίας;

Ο εθνικισμός και ο σωβινισμός είναι πλευρές της αστικής πολιτικής και χθες ή αύριο μπορεί να γίνουν κυρίαρχες. Αλλά όχι σήμερα. Η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης δείχνει ότι στο τιμόνι, σήμερα, δεν είναι τα ακροδεξιά παραληρήματα των αρχών του 90. Είναι ο ακραιφνής φιλοΝατοϊκός, φιλοδυτικός κοσμοπολιτισμός. Με μπόλικο αντιεθνικισμό, εκσυγχρονισμό, ευρωπαϊκό πνεύμα κοκ. Και αν ως Αριστερά καλά κάνουμε και είμαστε ενάντια στον εθνικισμό και στην πατριδοκαπηλεία, μήπως πρέπει να αποδώσουμε τη σημασία που πρέπει και στο Νατοϊσμό που ντύνεται με προβιά δημοκρατίας, αντιεθνικισμού και δικαιωμάτων;

Γιατί αυτή είναι η πλευρά που κυριαρχεί σήμερα στο ζήτημα της Μακεδονίας και συνολικά στην εξωτερική πολιτική: Δόγμα ακραίας προσχώρησης στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αιγύπτου, ένταξη στην αντιρωσική υστερία, προσμονή ανταλλαγμάτων από αυτή τη γεωπολιτική μετατόπιση της Ελλάδας, καθώς, αν και πάντα ανήκε στο στρατόπεδο της Δύσης, ποτέ δεν ήταν τόσο βασιλικότερη του βασιλέως, όσο είναι σήμερα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η ελληνική αστική τάξη έχοντας σχετικά υποβαθμιστεί από τη μνημονιακή περίοδο, νομίζει ότι θα αντισταθμίσει τις ζημιές με τα προσδοκώμενα ανταλλάγματα αυτής της γεωπολιτικής μετατόπισης. Ο Τσίπρας πιστώνεται την επιτυχία αυτής της αστικής πολιτικής, αναδεικνύεται στον καλύτερο εκφραστή της, και εγγυάται και στο εσωτερικό κατεστημένο και στους ξένους δανειστές, ότι είναι ο ικανότερος να φέρει σε πέρας τη δουλειά.

Το ερώτημα είναι τι σχέση έχουμε εμείς με όλα αυτά και γιατί πρέπει να πανηγυρίζουμε την επιτυχία τους.

Ποια κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ;

(Με αφορμή τις πρόσφατες κινητοποιήσεις ενάντια στο πολυνομοσχέδιο)

Είναι σύνηθες η ψήφιση ενός μνημονιακού πολυνομοσχεδίου να φθείρει και να αδυνατίζει την κυβέρνηση. Στη ψήφιση του πολυνομοσχεδίου για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης το έως σήμερα σύνηθες δεν επιβεβαιώθηκε. Αντίθετα η κυβερνητική πλειοψηφία ενισχύθηκε, ασχέτως το αν αυτή η διεύρυνση αφορά ένα πολιτικά φαιδρό πρόσωπο που προέρχεται από ένα φαιδρό κόμμα.

Πολλά μπορούν να εξηγήσουν μια τέτοια εξέλιξη, όμως φαίνεται πως όλα λειτουργούν σε όφελος του Α. Τσίπρα και της κυβέρνησης του.Οι δανειστές δε σταματούν να τον στηρίζουν και να του κλείνουν το μάτι για κάποιες διευκολύνσεις στο μέλλον, αφού βγάζει τη δουλειά.

Η ΝΔ εκνευρίζεται και συγκροτεί έναν ακραία νεοφιλελεύθερο και αντικοινωνικό λόγο. Έτσι την αντιαπεργιακή ρύθμιση για το δραστικό περιορισμό της απεργίας στα πρωτοβάθμια σωματεία τη βαφτίζει φιλοαπεργιακή και υπόσχεται ότι όταν γίνει κυβέρνηση θα βάλει τέτοιες προϋποθέσεις ώστε όχι μόνο να περιοριστεί δραστικά αλλά να είναι εντελώς αδύνατη. Βασικά απευθύνεται στους δανειστές και στην ντόπια ολιγαρχία, σχεδόν εκλιπαρώντας τους να σταματήσουν να στηρίζουν τον Τσίπρα και να μη ξεχνάνε ποιος είναι ο πολιτικός χώρος που ιστορικά τους έβγαζε τη δουλειά.

Το αποτέλεσμα βέβαια είναι η ΝΔ να στηρίζει το αφήγημα της κυβέρνησης ότι εκτός από το κακό (ΣΥΡΙΖΑ), υπάρχει και το χειρότερο (ΝΔ) και ότι η παρούσα κυβέρνηση παλεύει να σώσει ότι μπορεί, ενώ οι άλλοι θα τα έδιναν όλα χωρίς συζήτηση. Αφήγημα ψευδές όμως, αφού το αποτέλεσμα της πολιτικής της κυβέρνησης είναι η ίδια, κοινή με τη ΝΔ, στρατηγική μεταφοράς πλούτου προς την ολιγαρχία και τους δανειστές, μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, των πλειστηριασμών, της καθήλωσης μισθών και συντάξεων κοκ.

Τα παραπάνω ισχύουν, όπως ισχύει και το μεγάλο πρόβλημα των χαμηλών προσδοκιών του κόσμου, της έλλειψης ελπίδας και της ύφεσης του κινήματος, ειδικά μετά το καλοκαίρι του 2015. Σε αυτό προστέθηκε και η άλλη μια φορά ανοιχτά φιλοκυβερνητική-φιλοεργοδοτική στάση των ηγεσιών ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, που μπροστά στο χτύπημα της απεργίας δεν… σκέφτηκαν να οργανώσουν απεργία.

Το πρόβλημα είναι πώς, σε μια κατάσταση σαν την παραπάνω, οργανώνεται η κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση, έτσι ώστε να φθαρεί η κυβέρνηση και η μνημονιακή παντοδυναμία, να κινηθούν μάζες, να ενταθεί η πίεση.

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ο πρόσφατος τρόπος κίνησης των οργανωμένων δυνάμεων της αριστεράς, για την αντίσταση στα μέτρα του πολυνομοσχεδίου είναι ακριβώς αυτό που δεν έπρεπε να γίνει. Όσον αφορά τη γραμμή αλλά και τις πρακτικές πρωτοβουλίες. Η αναγνώριση και η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης είναι όρος για να σταματήσει η πορεία ύφεσης του κινήματος.

Πολλά μπορούν να ειπωθούν για το γραφειοκρατικό συνδικαλισμό. Από τον Παναγόπουλο μέχρι τα «αριστερά» αντίγραφά του του στα Εργατικά Κέντρα Πειραιά και Αθήνας. Ή για την κατάντια του συνδικαλισμού τύπου ΟΛΜΕ (με σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ-κεντροαριστεράς) που κάλεσαν σε στάση εργασίας τη μέρα ψήφισης του πολυνομοσχεδίου χωρίς αίτημα να αποσυρθεί η διάταξη για τις απεργίες ή το ίδιο το πολυνομοσχέδιο, αλλά με αιτήματα στην ουσία φιλοκυβερνητικά!!!

Το ερώτημα όμως δεν είναι τι κάνουν αυτοί, αλλά όσοι υποτίθεται είναι απέναντι σε αυτές τις πολιτικές. Και εδώ δε μπορούμε να συνεχίσουμε να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας. Η βασική λογική στους φορείς της αριστεράς είναι η λογική του εικονικού κινήματος, όχι έστω ως παραδειγματισμός για την λαϊκή αφύπνιση, αλλά ως γραμμή επιβίωσης και μικροϊδιοκτησίας στο ηττημένο σώμα της αριστεράς.

Η βασική λογική και η γραμμή αφορά «το βάζω τις αντιδράσεις στην υπηρεσία της εκλογικής ενίσχυσης του ΚΚΕ» για την περίπτωση του ΚΚΕ. Για άλλους είναι ο διαγκωνισμός σε έναν μικρόκοσμο με το ΚΚΕ.

Το ΚΚΕ δεν ενδιαφέρθηκε να οργανωθεί καμία απεργία. Μετά και τη ξεφτιλισμένη στάση ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, κάτι τέτοιο θα σήμαινε συντονισμό με τις δυνάμεις της ΛΑΕ και της Ανταρσυα, συγκέντρωση δυνάμεων και ορισμός μιας ημέρας για απεργία, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή του κόσμου. Αντί αυτού είχαμε μια απεργία την Παρασκευή που ανακοινώθηκε Τετάρτη αργά το βράδυ. Το αποτέλεσμα ήταν σύγχυση στον κόσμο, χάος για το πότε υπάρχει απεργία, 3 κινητοποιήσεις βασικά για τα μέλη της αριστεράς (Παρασκευή πρωί, Δευτέρα πρωί, Δευτέρα βράδυ), καμία πίεση στην κυβέρνηση. Στην ουσία το ΠΑΜΕ επιθυμεί τις άμαζες κινητοποιήσεις των κομματικών μελών, καθώς σε αυτές μπορεί να ηγεμονεύει, λόγω του μεγαλύτερου οργανωμένου όγκου του.

Τέλος και με 2-3 εικονικές – για τα ΜΜΕ – κινήσεις (υποτιθέμενη έφοδος στα σκαλιά της βουλής την Παρασκευή, υποτίθεται κατάληψη στο γραφείο της Αχτσιόγλου λίγες μέρες πριν) το ΚΚΕ δημιουργεί την εικονική πραγματικότητα ενός κινήματος που αντιστέκεται. Στην ουσία όμως δεν είναι κίνημα αλλά εργολαβική ανάθεση ενός κινήματος χαμηλών προσδοκιών και βασικά εκτόνωσης, μέχρι και την τελική εκτόνωση… στην κάλπη.

Το ΚΚΕ κάνει ότι κάνει (ακτιβισμούς για τα ΜΜΕ και αντιενωτική τακτική στο δρόμο που εμποδίζει τη συμμετοχή των μαζών) και δεν κάνει αυτά που είναι αυτονόητα (συντονισμό κόντρα στον Παναγόπουλο για την οργάνωση μιας ενωτικής απεργίας), πολύ υπολογισμένα. Για να μένει σαν επίγευση στο τέλος αυτό που περιέγραψε ο Καμπουράκης την Πέμπτη το πρωί στον realfmότι «πάλι καλά που υπάρχει το ΚΚΕ που αντιδράει»…

Ο ανταγωνισμός σε αυτή τη γραμμή εικονικού κινήματος, ανάθεσης και προβολής του μαγαζιού μου στα ΜΜΕ, δε μπορεί να γίνει με όρους εικονικού κινήματος για τη φωτογραφία από τις «συγκρούσεις» στα σκαλάκια της Βουλής ή βερμπαλισμού και διαγκωνισμού για το ποιος θα πει τις περισσότερες μέρες απεργίας σε μια κατάσταση που δεν είναι εύκολο να οργανωθεί μια σοβαρή απεργία. Στο διαγκωνισμό αυτό, το ΚΚΕ θα βγαίνει νικητής. Τέλος, η για πολλοστή φορά καλλιέργεια προσδοκιών ότι η κυβέρνηση θα πέσει (!!!) από τους πλειστηριασμούς ή από τις αντιαπεργιακές ρυθμίσεις δεν πείθουν κανένα. Περισσότερο επιτείνουν την αίσθηση ότι η όποια πολιτική παράγεται για τις ανάγκες της εικόνας, των ΜΜΕ, των likesκαι λιγότερο με βάση μια ανάγκη αλλαγής ενός δύσκολου συσχετισμού.

Έτοιμες και σίγουρες λύσεις δεν υπάρχουν. Πρέπει όμως να αλλάξουμε λογική και να γίνουμε και πιο λογικοί. Ξεκινώντας από έναν ειλικρινή απολογισμό των πρόσφατων κινητοποιήσεων και απαντώντας στο ερώτημα του τίτλου.

Ελπίδα του λαού τα κοινωνικά μερίσματα;

Σε συνθήκες μνημονιακής ταύτισης όλων των αστικών κομμάτων, η κυβέρνηση επιχειρεί να κάνει πολιτική, με την έννοια της απόσπασης της ανοχής και της ψήφου τμήματος του εκλογικού σώματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ πασχίζει να διασωθεί/σταθεροποιηθεί ως πυλώνας του νέου δικομματισμού, τη στιγμή που διαλύει οικονομικά τους ψηφοφόρους του.

Ο βασικός άξονας της πολιτικής του, η βασική ιδέα, είναι το “μικρότερο κακό”. Έχοντας εμπεδώσει στην κοινωνία το μνημονιακό μονόδρομο, την ανημπόρια αμφισβήτησης Ευρώ – ΕΕ, το “δε γίνεται τίποτα”, τον πήχη χαμηλών προσδοκιών, την παραίτηση, κατασκευάζει τις οριοθετήσεις του απέναντι στη ΝΔ στη βάση των ατομικών δικαιωμάτων αφενός, της κοινωνικής πολιτικής με ψίχουλα αφετέρου.Το νομοσχέδιο για το κοινωνικό μέρισμα είναι το βαρύ πυροβολικό της κυβερνητικής πολιτικής “αυτοδιάσωσης” για την περίοδο που διανύουμε. Αν και η τραγωδία με τις πλημμύρες στην Αττική και η υποχρεωτική αναβολή της ψήφισης του, από την Πέμπτη για τη Δευτέρα, λόγω εθνικού πένθους, χαλάει κάπως το πολιτικό κλίμα που θα επιθυμούσε η κυβέρνηση.

Σε πρώτη φάση, ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε τη διάθεση 1.4 δις ευρώ, εκ των οποίων τα 720 εκατ. προορίζονται για την ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων (σε 3,4 εκατ. πολίτες), τα 315 εκατ. πρόκειται να επιστραφούν στους συνταξιούχους από τους οποίους έχουν παράνομα κρατηθεί (ως εισφορές υπέρ υγείας μέχρι 30/6/2016), ενώ τα 360 εκατ. θα δοθούν στη ΔΕΗ (για τη ρύθμιση χρεών του Δημοσίου, ώστε να μην αυξηθούν τα τιμολόγια, καθώς και για μειώσεις στο ρεύμα 300.000 δικαιούχων του κοινωνικού τιμολογίου).

Τώρα, η κυβέρνηση διατείνεται ότι μπορεί να διαθέσει 300 εκατ. επιπλέον των 1.4 δις, λόγω αναθεώρησης της υπεραπόδοσης προς τα πάνω. Με πιθανή διάθεση (α) προς τους πλημμυροπαθείς (β) προς τα εισοδήματα 20.000 – 30.000 ευρώ.

Η κυβέρνηση προσπαθεί να καθιερώσει έναν θεσμό που θα αποδεικνύει τη “λαϊκότητά της”. Πέρυσι το μέρισμα ονομάστηκε “13η σύνταξη”. Η βιασύνη και το “πολιτικό άγχος” έφερε προχειρότητα. Τότε μοιράστηκε απλά στους συνταξιούχους χωρίς να εξεταστεί αν έχουν εισοδήματα από ενοίκια ή μεγάλη ακίνητη περιουσία. Πέρυσι πήραν κοινωνικό μέρισμα ακόμα και βουλευτές. Φέτος η κυβέρνηση είναι πιο προσεκτική. Για την καταβολή του, θέτει εισοδηματικά κριτήρια αλλά και όρια στις καταθέσεις. Το ύψος του μερίσματος θα ποικίλλει ανάλογα με το εισόδημα. Το κοινωνικό μέρισμα είναι “πιο ταξικό”.

Η κυβέρνηση φαίνεται να έχει φέτος μεγαλύτερη συναίνεση από τους θεσμούς. Πέρυσι της τράβηξαν το αυτί και κατευθείαν ο υπουργός ζήτησε συγγνώμη. Φυσικά, οι θεσμοί θα προτιμούσαν άλλες προτεραιότητες (πληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου), αλλά μάλλον η καταβολή του κοινωνικού μερίσματος δε θα κινδυνεύσει. Απομένει να συμφωνηθούν τα νούμερα του πλεονάσματος από τις 2 πλευρές. Από τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση έχει πλήρως ευθυγραμμιστεί με τις αξιώσεις του ευρωπαϊκού κέντρου και εργάζεται με ζήλο και μετρήσιμα αποτελέσματα στις κατευθύνσεις αυτές, δεν υπάρχει λόγος πρόκλησης αστάθειας για τις λεπτομέρειες. Έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των θεσμών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Είναι σαφής η πρόθεση της κυβέρνησης να απευθυνθεί προς τα πιο χαμηλά οικονομικά στρώματα. Τη στιγμή που με την πολιτική της έχει χάσει τους συνταξιούχους και τη μεσαία τάξη, εντοπίζει ως προνομιακά στρώματα, για την εκλογική της υποστήριξη, τους “φτωχότερους φτωχούς”. Αυτούς που η ίδια, με τη συνέχιση και ένταση της μνημονιακής πολιτικής, φτωχοποίησε και φτωχοποιεί καθημερινά. Το γεγονός αυτό, αν και σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει παράλογο, ενδεχομένως να κρύβει και έναν ρεαλισμό: αυτοί που δεν έχουν ελπίδα να γλιτώσουν από τη φτώχεια, μπορούν να εκτιμήσουν μια κίνηση προσωρινής ανακούφισης.

Μια οικογένεια με ένα παιδί και ετήσιο εισόδημα 5.000 ευρώ θα λάβει μέρισμα περίπου 800 ευρώ, ενώ μια οικογένεια με ένα παιδί και εισόδημα 10.000 ευρώ θα λάβει μέρισμα 600 ευρώ. Τα ποσά αυτά, τη στιγμή που δε λύνουν κανένα πρόβλημα μακροπρόθεσμα, είναι μια ανάσα, μια ανακούφιση. Και το επιτελείο του Τσίπρα ποντάρει στην πολιτική εξαργύρωση της ανάσας, σε εποχές που και οι ανάσες είναι κρίσιμο μέγεθος.

Την ίδια στιγμή, επιδιώκει να αποσυνδέσει την επιδοματική πολιτική από τη διαξαγωγή εκλογών. Να δώσει το χαρακτήρα “θεσμών” που πιστοποιούν τη φιλολαϊκή της θέληση και πολιτική, σε αντίθεση με άλλους πολιτικούς χώρους. Να “στοιχειοθετήσει” το ότι ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ έχουν μεγάλες διαφορές, οι οποίες είναι ορατές, ακόμα και σε ασφυκτικές συνθήκες άσκησης πολιτικής. Πως “όταν υπάρχει η δυνατότητα, σπεύδει να κάνει πράξη πολιτικές ενίσχυσης των φτωχών”.

Κανένα κόμμα του κοινοβουλίου δεν έχει αναλάβει το πολιτικό κόστος της καταψήφισης του νομοσχεδίου για το κοινωνικό μέρισμα, αν και πολλά θα το ήθελαν (πρώτη και καλύτερη η εν αναμονή κυβερνητικής εξουσίας ΝΔ). Η κυβέρνηση έχει επιτύχει να σύρει την αντιπολίτευση στη δική της ατζέντα και να ψηφίζει καταγγέλλοντας. Αυτό καταδεικνύει τη ύπαρξη ενός πολιτικού κενού, που δεν το εκφράζει με πρακτικό τρόπο κανείς, και καταλήγει να το εκφράζει η ίδια η κυβέρνηση.

Όχι τυχαία, οι υπουργοί του οικονομικού επιτελείου με δηλώσεις τους “κάρφωσαν” δύο φορές τη μεσαία τάξη. Πρώτον όταν δήλωσαν ότι η κυβέρνηση συνειδητά επέλεξε να επιβαρύνει δυσανάλογα τη μεσαία τάξη. Δεύτερον, όταν ο Τσακαλώτος προσδιόρισε τη μεσαία τάξη στα εισοδήματα 12.000-18.000, που σημαίνει ότι όσοι είναι πάνω από το όριο αυτό θεωρούνται ανώτερα οικονομικά στρώματα από την κυβέρνηση. Άρα, η μεσαία τάξη χτυπιέται και θα χτυπιέται ανηλεώς από φορολογική άποψη.

Η λεγόμενη “μεσαία τάξη” (μεγαλογιατροί, μεγαλοδικηγόροι, μηχανικοί κλπ) στήριξε τον Τσίπρα, καθώς είχε χτυπηθεί αλύπητα από τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις. Διέρρηξε τους δεσμούς της με το ΠΑΣΟΚ μετά από δεκαετίες. Επί κυβέρνησης Τσίπρα, η ίδια πολιτική εξαφάνισης της μεσαίας τάξης συνεχίζεται, κυρίως μέσω της υπερφορολόγησης. Είναι δεδομένη η μετακίνηση της προς τη ΝΔ και το κυβερνητικό επιτελείο ψάχνει για αναπλήρωση της εκλογικής δυναμικής στα ασθενέστερα στρώματα, στους ούτως ή άλλως απελπισμένους “φτωχότερους φτωχούς”.

Για να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις κατόπιν εορτής, οι υπουργοί χρεώνονται σιωπηρά με “φάουλ” ενώ συζητιέται η πιθανότητα “μέρος των 300 έξτρα εκατομμυρίων να κατευθυνθει προς εισοδήματα 20.000 – 30.000”, δηλαδή προς τη μεσαία τάξη. Όμως Τσακαλώτος – Χουλιαράκης έστειλαν στην κοινωνία το μήνυμα που επιθυμούσε η κυβέρνηση.

Συμπερασματικά:

Το κοινωνικό μέρισμα δε σηματοδοτεί ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής, αλλά συνέχεια της. Τα μνημόνια και οι πολιτικές της ΕΕ είναι οι βασικοί πυλώνες της πολιτικής επιλογής του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά από 8 χρόνια κοινωνικής ανατίναξης, η διάλυση και η φτωχοποίηση θα ενταθούν, δε θα υποχωρήσουν. Για την εξασφάλιση κάποιας εκλογικής πελατείας, ορισμένα ψίχουλα κρίνονται αρκετά από το κυβερνητικό επιτελείο.

Φέτος η Ελλάδα είχε υποχρέωση για πλεόνασμα στο ύψος του 1.75% του ΑΕΠ. Η εξασφάλιση πλεονάσματος υπέρτερου, της τάξης του 3% περίπου (“αιματοβαμμένο πλεόνασμα” χαρακτηρίστηκε από διάφορους) δίνει τη δυνατότητα του κοινωνικού μερίσματος. Για τα έτη 2018 και 2019, η αντίστοιχη δέσμευση της χώρας είναι για πλεόνασμα στο ύψος του 3,57% του ΑΕΠ. Οπότε μέρισμα για τα επόμενα 2 χρόνια δεν προβλέπεται.

Τα δύο κόμματα εξουσίας, ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ στοχεύουν σε διαφορετικές κοινωνικές κατηγορίες. Η ΝΔ θέλει να εκφράσει τη μεσαία τάξη, και πολιτεύεται με πρωμετωπίδα της την φορο – ελάφρυνση (η “Καθημερινή” γράφει: “υπόθεση για λίγους οι φόροι. Το 19.2% των φορολογούμενων πληρώνει το 83.2% των εσόδων”) . Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να εκφράσει τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Φυσικά και οι 2 πολιτικές αποτελούν παρωδίες: πριν από όλα και από κοινου, ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ έχουν ταχθεί με την υλοποίηση των πολιτικών των μνημονίων, που εκφράζουν τη γερμανική πολιτική και τα γερμανικά συμφέροντα. Τα μνημόνια όπως έχει γίνει φανερό τα τελευταία 8 χρόνια, τσακίζουν και μεσαία τάξη και τους φτωχότερους φτωχούς. Η διαφοροποίηση είναι μια ελάχιστη μεταφορά πόρων από τη μια κατηγορία στην άλλη.

Η γραμμή της ΝΔ “μειώστε τους φόρους”, δεν είναι η πολιτική των “θεσμών”, τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Το παρόν σχέδιο από την τρόικα είναι “υπερφορολόγηση”. Αυτός είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για την εισροή εσόδων στο κράτος. Αν οι θεσμοί εκτιμούν ότι “υπάρχει ακόμη λίπος να καεί στην Ελλάδα”, αυτό στοχοποιεί για μια ακόμη φορά τη διαλυμένη τα τελευταία χρόνια μεσαία τάξη.

Είναι αναγκαία η συγκρότηση ενός λαϊκού προγράμματος που θα μπορεί να συσπειρώνει δυνάμεις. Συγκεκριμένα – αιχμηρά αιτήματα οφείλουν να υποστυλώνουν το σύνθημα “ούτε ΣΥΡΙΖΑ – ουτε ΝΔ”. Οι γενικές περιγραφές δεν αρκούν, όταν τα φτωχά νοικοκυριά έχουν άμεσα προβλήματα να λύσουν. Ο λαός κρίνει με βάση συγκεκριμένες, πρακτικές διαφορές. Όσο δε γίνονται βήματα σε αυτή την κατεύθυνση, θα ζούμε το παράλογο της ταυτόχρονης άσκησης διακυβέρνησης και αντιπολίτευσης από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ελπίδα του λαού δεν είναι τα κοινωνικά μερίσματα. Είναι η ανατροπή της πολιτικής που εφαρμόζεται με αμείωτους ρυθμούς εδώ και 8 χρόνια. Που εξαθλιώνει το λαό για χάρη της Γερμανίας και των Βρυξελλών. Ελπίδα του λαού είναι η αμφισβήτηση των δανειστών, της ΕΕ και του ΔΝΤ. Η συλλογική διεκδίκηση και ο ξεσηκωμός.

Η Δούρου μηνύει τον εαυτό της. Ο Τσίπρας δεν γνωρίζει τη λέξη συγνώμη.

Το θράσος δεν έχει όρια όταν χάνεται η ντροπή και το φιλότιμο. Η κυρία Δούρου, αποφάσισε να καταθέσει μήνυση κατ’ αγνώστων για τις πλημμύρες στη Δυτική Αττική. Η «λεπτομέρεια» είναι ότι η ίδια προΐσταται της Περιφέρειας Αττικής η οποία είναι και η αρμόδια αρχή για τα αντιπλημμυρικά έργα. Η κυβέρνηση μάλιστα που ασκεί την εξουσία, καταρτίζει προϋπολογισμούς, εκτελεί δημόσια έργα και συγκροτεί την Πολιτική Προστασία, είναι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα.

Δεν φταίει μόνο η Δούρου και ο Τσίπρας, φταίνε – και μάλιστα περισσότερο – και οι προκάτοχοί τους, αλλά όσοι είναι συνυπεύθυνοι δεν μπορούν να παριστάνουν τους τιμητές. Δεν γίνεται οι συνυπεύθυνοι για την καταστροφή αντί να απολογούνται ή τουλάχιστον να σκύβουν το κεφάλι και να ζητάνε συγνώμη να μεταμφιέζονται σε εισαγγελείς με ύφος χιλίων καρδιναλίων για να αποσείσουν τις ευθύνες από πάνω τους. Το γεγονός της μήνυσης θα ήταν ρεσιτάλ αυτογελοιοποίησης αν δεν υπήρχαν 16 νεκροί. Με αυτό το δεδομένο, η κυρία Δούρου δεν επιτρέπεται να μηνύει «αγνώστους», να ντύνεται αρμοδίως σε κάθε καταστροφή -στις φωτιές μπαρουτοκαπνισμένη και στις πλημμύρες τεθλιμμένη- με μοναδικό της στόχο την καριέρα της στη μετά Τσίπρα εποχή.Αν παρόλα αυτά η Δούρου και ο Τσίπρας επιμένουν να βρουν τους «άγνωστους» ενόχους για την πρωτοφανή αυτή τραγωδία, δεν έχουν παρά να μαζέψουν τους προκατόχους τους και -όλοι μαζί- να κοιταχτούν στον καθρέπτη. Στις 6/11 η Περιφέρεια Δυτικής Ατικής δήλωνε έτοιμη για την αντιπλημμυρική περίοδο. Στις 15/11 είχαμε 16 τουλάχιστον νεκρούς, ακριβώς στην ίδια περιοχή. Οι επιφανειακές κινήσεις εντυπωσιασμού εκ των υστέρων (πχ κλείσιμο σχολείων δύο μέρες μετά) είναι στάχτη στα μάτια για να δείξουν ότι υπάρχουν …αντανακλαστικά.

Η έντεχνη προσπάθεια να διαχυθούν οι ευθύνες προς τα κάτω, στους κατοίκους που χτίζουν και τους ιδιοκτήτες που μπαζώνουν, δεν είναι τίποτα άλλο από απόπειρα παραγραφής των εγκληματικών ευθυνών των από πάνω. Γιατί όσο και να επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αποδώσει το έγκλημα στα «έργα των ανθρώπων» ή -ακόμα χειρότερα- στη «μανία του θεού», υπάρχουν και τα «έργα του κράτους», οι «παραλείψεις και καθυστερήσεις της Περιφέρειας», οι ευθύνες των κυβερνήσεων, των δημόσιων υπηρεσιών, των υπεύθυνων αρχών. Αν ο πολίτης που παρανόμησε ευθύνεται μία φορά, το συντεταγμένο κράτος που κάλυψε, νομιμοποίησε και διατήρησε την μικρή ατομική παρανομία επιτρέποντας και διευρύνοντας ένα μαζικό μεγάλο έκτρωμα ενάντια στη φύση, ευθύνεται εκατό φορές. Αν η μισή σπουδή από το να διευθετηθούν τα γήπεδα των επιχειρηματιών είχε επιδειχθεί στο αντιπλημμυρικό της Μάντρας, ίσως να μην είχαμε αυτά τα αποτελέσματα.

Σε κάθε περίπτωση, μετά από μια ανείπωτη καταστροφή και 16 νεκρούς, το ερώτημα είναι: ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ; Κανείς δεν νιώθει ότι έχει κάποιο – μικρό ίσως – μερίδιο ευθύνης για αυτό το αποτέλεσμα; Φταίει μόνο ο θεός και η θεομηνία του; Φταίνε μόνο οι από κάτω; Κανένας υπεύθυνος από την αυτοδιοίκηση, την περιφέρεια, την κυβέρνηση;