Άρθρα

Ιταλία

Μια θύελλα εκκολάπτεται στην Ευρώπη: Η Ιταλία και τα δημόσια οικονομικά της βρίσκονται στο κέντρο της

Η Ρώμη ετοιμάζεται για μια χαλάρωση στις δημοσιονομικές πολιτικές της – κάτι που είναι ακριβώς αυτό που έχει ανάγκη η Ιταλία αυτήν την στιγμή, και ακριβώς το αντίθετο από αυτό που οι Βρυξέλες και οι κερδοσκόποι των χρηματιστηρίων, περιμένουν και απαιτούν.

Οι Βρυξέλες απαιτούν μια “δημοσιονομική εξυγίανση”. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ρώμη θα μειώσει το έλλειμα της – την ετήσια διαφορά ανάμεσα στις δαπάνες και την φορολογία – έτσι ώστε να ξεκινήσει να ξεπληρώνει το τεράστιο δημόσιο χρέος της, το οποίο ανέρχεται στο 131% του ΑΕΠ, οριακά το μεγαλύτερο στην ευρωζώνη μετά το Ελληνικό χρέος.

Η κυβέρνηση της Λέγκας και των Πέντε Αστέρων, έχει θέσει ως στόχο το έλλειμα της χώρας για τον επόμενο χρόνο να φτάσει το 2,4% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Ο αριθμός αυτός βρίσκεται αρκετά χαμηλά σε σχέση με το όριο του 3% που έχει θέσει η ΕΕ, ταυτόχρονα όμως, πολύ ψηλότερα από τον στόχο του 1,8% ετησίως, παραβιάζοντας τους κανόνες της ΕΕ, οι οποίοι καλούν για σταθερή μείωση του δημόσιου ελλείματος σε υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ιταλία, μέχρι να επέλθει ένας ισορροπημένος προϋπολογισμός.

Το σχέδιο της Ρώμης περιλαμβάνει μια αναστροφή της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης, κάτι που είχε θεσπιστεί το 2011, από την προηγούμενη κυβέρνηση του Κόμματος των Δημοκρατικών. Αυτή είναι μια προοδευτική κίνηση και οικονομικά λογική, καθώς θα αναγκάσει τους εργοδότες να προσλάβουν περισσότερους νέους εργαζόμενους νωρίτερα, εξυπηρετώντας την μείωση του 31% της νεανικής ανεργίας.

Ο προϋπολογισμός αυτός περιλαμβάνει επίσης ένα είδος “μισθού του πολίτη” που θα αφορά κυρίως τους νέους άνεργους, που τώρα βασίζονται στην οικογένεια τους για οικονομική υποστήριξη. Ο αρχηγός των Πέντε Αστέρων, Luigi Di Maio, έχει προτείνει  το ποσό των 780 ευρώ το μήνα για την “εξάλειψη της φτώχιας”. Φαίνεται βεβαίως υπερβολικό ποσό, όμως κάθε προσπάθεια να μειωθούν οι αριθμοί όσων ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχιας (οι οποίοι έχουν φτάσει τα 5,1 εκατομμύρια ή το 8,4% του πληθυσμού) κι έχουν τριπλασιαστεί τα τελευταία 10 χρόνια, θα πρέπει να θεωρηθεί καλοδεχούμενη.

Ο διάβολος θα φανεί πάντως στις λεπτομέρειες, που προς το παρόν δεν είναι αρκετές. Δυστυχώς δεν διαφαίνεται ο συγκεκριμένος «μισθός» να προσομοιάζει σε ένα «βασικό εισόδημα» που θα καταβάλλεται από την πολιτεία, ανεξαρτήτως από το ατομικό εισόδημα, τα έσοδα και την επαγγελματική κατάσταση του κάθε πολίτη. Για αυτό από μερικούς θεωρείται ως απάντηση στην “γενιά των μηδενικών ωρών»[i]. Αντιθέτως θα συνδεθεί με την υποχρέωση για εργασία: οι αποδέκτες του συγκεκριμένου επιδόματος, με εξαίρεση τους συνταξιούχους, θα υποχρεώνονται σε 8ώρη κοινωφελή εργασία την εβδομάδα, έτσι ώστε να αποδείξουν ότι αναζητούν εργασία, και να δεχτούν μια από τις πρώτες τρεις προσφορές εργασίας που θα δεχθούν. Αυτά ισχυρίζεται ο Di Maio.

Οι αριστεροί ψηφοφόροι – που άλλαξαν την ψήφο τους στις τελευταίες εκλογές από το κατ’ όνομα κεντροαριστερό αλλά στην πράξη νεοφιλελεύθερο Κόμμα των Δημοκρατικών, στο Κόμμα των Πέντε Αστέρων- αλλά και πολλοί νέοι ψηφοφόροι στήριξαν αυτή την ιδέα του βασικού μισθού. Πλέον όμως υπάρχουν φόβοι ότι στην πράξη θα είναι το ίδιο με το περίφημο πακέτο μεταρρυθμίσεων του καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, Hertz IV. Ακριβώς όπως περιγράφτηκε από την αμερικανική εφημερίδα The Nation ως “υποχρεωτική υπηρεσία επισφαλούς απασχόλησης”, οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις διεύρυναν μαζικά τους χαμηλόμισθους στη Γερμανία και οδήγησαν σε ακόμη χειρότερους μισθούς καθώς οι εργοδότες εκμεταλλεύονταν μια άφθονη προσφορά εργασίας.

Περίπου 2 δισεκατομμύρια ευρώ από τα 10 δισεκατομμύρια που προορίζονται για το συγκεκριμένο σχέδιο στον ιταλικό προϋπολογισμό θα επενδυθούν στα γνωστά αναποτελεσματικά Κέντρα Απασχόλησης της χώρας ώστε να βοηθήσουν στην υλοποίηση αυτού του σχεδίου. Οι περισσότεροι που θα λάβουν τον “μισθό του πολίτη” αναμένεται να είναι στο mezzogiorno (στη νότια περιοχή της Ιταλίας), όπου η φτώχεια και η ανεργία των νέων είναι υψηλότερες και όπου το κόμμα του Di Maio συγκέντρωσε μεγάλο ποσοστό ψήφων και το κόμμα αναδείχθηκε ως η μεγαλύτερη δύναμη στις γενικές εκλογές του Μαΐου.

Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση του τρόπου εργασίας δεν είναι μόνο το γεγονός ότι προσανατολίζεται να χτυπήσει την φτώχεια στο νότο. Είναι επίσης ότι συμπεραίνει πως το κύριο πρόβλημα της Ιταλίας είναι η προσφορά εργασίας. Δεν είναι. Στην Ιταλία χρειάζονται εργαζόμενοι με περισσότερες δεξιότητες αλλά όχι Mac Jobbers (εργαζόμενοι που αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα δουλειές και τομείς). Αυτοί, καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της αγοράς εργασίας, χάρη στους νόμους «Hire and Fire» (Προσέλαβε και Απέλυσε) που ψηφίστηκαν το 2014 από το Δημοκρατικό Κόμμα του Matteo Renzi.

Το ζήτημα κλειδί είναι η ζήτηση, όπως ισχύει εδώ και δύο δεκαετίες, κατόπιν των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και των ιδιωτικοποιήσεων σε χώρες ώστε να ενταχθούν και στη συνέχεια να παραμείνουν στον αυστηρό κλοιό της Ευρωζώνης. Αυτό οδήγησε σε μια απότομη πτώση των ασφαλών και σχετικά καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας του δημόσιου τομέα, σε συνδυασμό με μια γενικευμένη συμπίεση των μισθών, που οδήγησε τους απλούς Ιταλούς να δαπανούν λιγότερο σήμερα από ό,τι πριν από επτά χρόνια, και παρόλα αυτά εξακολουθούν να δαπανούν περισσότερα από όσα κερδίζουν. Εντούτοις, η μεταφορά κρατικού χρήματος στις τσέπες των πολιτών, για πρώτη φορά μπορεί να ενισχύσει την εγχώρια ζήτηση, ειδικά εάν σχεδιάζει ο De Maio να την παράσχει μέσω μιας «ηλεκτρονικής κάρτας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα ιταλικά καταστήματα». Αλλά θα είναι πιθανώς, ένα μέτρο ανεπαρκές και βραχύβιο. Ο μεγάλος κίνδυνος θα είναι οι μισθοί που σε όλο το εύρος τους, θα καταστέλλουν περαιτέρω την εγχώρια ζήτηση, όπως έγινε στη Γερμανία, φτιάχνοντας και στην Ιταλία έναν ζητιάνο εργαζόμενο, αντιπροσωπευτικό του μοντέλου εργασίας που προάγει το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα της Ευρώπης.

Τα υπόλοιπα μέτρα του προϋπολογισμού περιλαμβάνουν έναν ενιαίο φόρο και μια ακόμη φορολογική “αμνηστία” σε μια χώρα της οποίας το κρατικό ταμείο χάνει περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από φοροαποφυγές, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις. Οι νικητές αυτών των πολιτικών θα είναι οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι. Δεν θα δαπανήσουν τα επιπλέον χρήματα για να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, αλλά θα κρύψουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί.

Αυτό που χρειάζεται η Ιταλία – και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις επενδύουν σε θέσεις εργασίας – είναι το είδος της κρατικής ανάπτυξης και των μεγάλων δημόσιων δαπανών που εγκαταλείφθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 από διαδοχικές κυβερνήσεις των κεντροαριστερών και των δεξιών. Αλλά οι Salvini και Di Maio, οι αναπληρωτές πρωθυπουργοί, ιδεολογικά δεν δίνουν βαρύτητα στο δημόσιο τομέα. Υπάρχουν ελάχιστα ποσά στον προϋπολογισμό για τα κρατικά σχολεία και νοσοκομεία. Τα σχέδια ιδιωτικοποίησης της προηγούμενης κυβέρνησης παραμένουν αμετάβλητα. Όπως και οι υποσχέσεις προς ΗΠΑ και ΝΑΤΟ για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος για τα βομβαρδιστικά F-35, το οποίο με το εκπληκτικό κόστος των 14 δισεκατομμυρίων ευρώ συν 35 δισεκατομμύρια σε υλικοτεχνική υποστήριξη και άλλα έξοδα για τα επόμενα 30 χρόνια, θα δημιουργήσει μόνο 1.500 θέσεις εργασίας στην Ιταλία. Πράγμα αντίθετο με τις υποσχέσεις του κινήματος των Πέντε Αστέρων, ότι θα μείωνε τις στρατιωτικές δαπάνες, όσο βρισκόταν στην αντιπολίτευση και έκανε προεκλογικές καμπάνιες.

Σε τελική ανάλυση, η Ρώμη προγραμματίζει να δαπανήσει πολλά χρήματα που στην καλύτερη περίπτωση θα ενισχύσουν βραχυπρόθεσμα, μια οικονομία που τώρα είναι ζωντανή – νεκρή. Άλλωστε ποιος μπορεί να τα βάλει με την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ και τον Πρόεδρο της ΕΕ Ζαν Κλοντ Γιούνκερ;

Και ποιος, ειλικρινά, δεν θα ήθελε να τους δει να προπηλακίζουν τον Σαλβίνι; Είναι άλλωστε αυτό που θέλει να εμποδίσει τους πρόσφυγες που δραπετεύουν από τον πόλεμο, την πείνα και τη δυστυχία, στο να φτάσουν στις ιταλικές ακτές. Είναι αυτός που ζητά να τους εκτοπίζει ή να κάνει τον βίο αβίωτο για τους μετανάστες που ήδη ζουν στην Ιταλία, κλείνοντας τις επιχειρήσεις τους, αρνούμενος να εξασφαλίσει στα παιδιά τους τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.

Το πρόβλημα για την Kομισιόν είναι ότι στην πορεία προς τις Ευρωεκλογές τον Μάιο του 2019, είναι έξυπνη πολιτική κίνηση για τους Salvini και Di Maio (ο πρώτος ευρωσκεπτικιστής επί χρόνια, ο δεύτερος ηγέτης ενός κόμματος με ισχυρό ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα) να στήσουν ένα θέατρο με τις Βρυξέλλες. Και αυτό το παιχνίδι της μπλόφας θα συνεχίζεται στην Ιταλία για το επόμενο διάστημα.

 

[i] Η γενιά των μηδενικών ωρών ή τα συμβόλαια των μηδενικών ορών αφορούν εργασίες που πληρώνονται ανά ώρα και στις οποίες δεν προβλέπεται από τον εργοδότη ένας ελάχιστος αριθμός ωρών απασχόλησης.

Πηγή: Counterpunch

Μετάφραση: Σοφία Χάντερ

Η αντιπαράθεση Ιταλίας – ΕΕ, η Aριστερά και η άνοδος της ακροδεξιάς

H νέα κυβέρνηση της Ιταλίας

Η κυβέρνηση της Ιταλίας προέκυψε την 1η Ιουνίου του 2018 με Πρωθυπουργό τον Ιταλό νομικό Τζουζέπε Κόντε. Οι εκλογές είχαν διενεργηθεί 3 μήνες νωρίτερα τον Μάρτιο του 2018 και ανέδειξαν μεγάλους νικητές το κίνημα 5 αστέρων που ίδρυσε ο Ιταλός κωμικό Μπέμπε Γκρίλο το 2009 και συγκέντρωσε 32% και την Λίγκα του Βορρά που συμμετέχοντας σε συνασπισμό της δεξιάς συγκέντρωσε μόνη της 18%. Παρά την συμφωνία των δύο κομμάτων ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας αρνήθηκε τον σχηματισμό κυβέρνησης καταγγέλλοντας τον Σαβόνα που προτάθηκε για υπουργός οικονομικών ως ευρωσκεπτικιστή που θα ανατίναζε την πορεία της Ιταλίας στην Ευρωζώνη.

Πριν τις εκλογές του Μαρτίου του 2018, όπου οι επικριτές τις ΕΕ συγκέντρωσαν μαζί περί του 60% των ψήφων και η Σοσιαλδημοκρατία συρρικνώθηκε σε ποσοστά μικρότερα του 20%, είχαν προηγηθεί το δημοψήφισμα στην Ελλάδα και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, το Brexit του 2016, το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας το 2017 και φυσικά το δημοψήφισμα που διενέργησε ο Ρέντσι το 2016 και στο οποίο εισέπραξε μία ηχηρή σφαλιάρα που οδήγησε στην παραίτηση του και στην διενέργεια εκλογών. Η σφαλιάρα όμως αυτή (60% ΟΧΙ) με αφορμή την συνταγματική αναθεώρηση έφτασε μέχρι το διευθυντήριο των Βρυξελλών και της Φραγκφούρτης και ουσιαστικά ήταν καταδίκη των πολιτικών που επέβαλε η ΕΕ στην Ιταλία τα χρόνια της κρίσης.

Η Ιταλία που τώρα ταπεινώνεται από την ΕΕ με αφορμή το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατέθεσε η κυβέρνηση της για το 2019 δεν είναι αμελητέα οικονομική δύναμη, δεν είναι μια περιφερειακή χώρα όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία ή η Πορτογαλία. Μιλάμε για την 4η μεγαλύτερη χώρα της ΕΕ και την 8η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, μέλος του G20 και του ΝΑΤΟ με παραδοσιακά πολύ ισχυρή βιομηχανία και μεγάλη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού στα εργοστάσια του Βορρά. Η περιοχή της Λομβαρδίας (Μιλάνο- Τορίνο) είναι η μεγαλύτερη βιομηχανική ζώνη της Ευρώπης και η FIAT της οικογένειας Ανιέλι απασχολούσε στα εργοστάσια της στο Τορίνο 100.000 εργαζόμενους. Τα στοιχεία δίνονται για να δειχθεί ότι μιλάμε για μία χώρα με πολύ μεγάλη οικονομική βάση που παρά την ανισομετρία βιομηχανικού Βορρά- υποβαθμισμένου και γεωργικού Νότου διατηρούσε ένα καλό επίπεδο για τους εργαζόμενους.

Η είσοδος στο ενιαίο νόμισμα και το προχώρημα της παγκοσμιοποίησης τα τελευταία 20 χρόνια άφησε «ριγμένη» την ανεπτυγμένη αστική τάξη της χώρας, η οποία μετακύλησε την κρίση στους εργαζόμενους. Η ανεργία διπλασιάστηκε από το 2007 και σήμερα είναι 11% και 28% στους νέους, η βιομηχανική παραγωγή έπεσε 25% το χρέος αυξήθηκε 30% σε 8 χρόνια σαν αποτέλεσμα της κρίσης των επιτοκίων δανεισμού την περίοδο 2011-2013 όπου ενώ όλοι πληρώναμε σε ευρώ οι χώρες του Νότου (που δεν ήταν σε μνημόνια) δανείζονταν με απαγορευτικά υψηλά επιτόκια ενώ η Γερμανία με αρνητικά. Παρότι η κρίση της Ιταλίας δεν ήταν κρίση χρέους όπως η ελληνική, οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν με περικοπές παροχών σε παιδεία, σε υγεία και σε ασφάλιση οδήγησαν και στην αύξηση του χρέους (σήμερα 2η στην ΕΕ μετά την Ελλάδα) και σε πτώση του ΑΕΠ. Στην Ιταλία σήμερα 5 εκατ. άνθρωποι είναι κάτω από το όριο της φτώχιας. Η ένταξη σε ένα ενιαίο νόμισμα χωρίς όμως ενιαία κρατική δομή δημιούργησε τεράστιες ανισομετρίες.

Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι το πεδίο της οικονομίας και της κοινωνίας που οικοδομεί δημιουργεί το εύφορο έδαφος που πάνω του φυτρώνουν οι ιδέες της αμφισβήτησης αυτού που το γεννάει. Παιδιά αυτής της πραγματικότητας είναι το κίνημα 5 αστέρων που ιδρύθηκε το 2009 και το 2018 αναδείχθηκε πρώτο κόμμα. Η Λίγκα του Βορρά παρότι πιο έμπειρη πολιτικά είναι ένα αποσχιστικό κόμμα της αστικής τάξης που σε αυτήν την συγκυρία κατάφερε να ξεφύγει από την σκιά του Μπερλουσκόνι και αξιοποιώντας και το μεταναστευτικό πρόβλημα της Ιταλίας (600.000 μετανάστες το 2018) έδωσε «εύκολες» απαντήσεις στα αίτια της κρίσης. Ο ευρωσκεπτικισμός και η αντιπαράθεση με την ΕΕ εκφράζεται πολιτικά από μία συμμαχία ενός «απολιτίκ» μορφώματος με ακροδεξιούς με σφραγίδα, που όμως είχαν μια αφήγηση για το κεντρικό πρόβλημα της Ιταλίας. Την υποβάθμιση της στα πλαίσια της Ε.Ε., υποβάθμιση που στο λαό γινόταν κατανοητή μέσα από την επιβαλλόμενη λιτότητα και τη διαχείριση του μεταναστευτικού που αντιμετωπίζει την Ιταλία (και την Ελλάδα) ως αποθήκη ψυχών της Ε.Ε. Αντίθετα, η σοσιαλδημοκρατία είναι σφιχτά δεμένη στο άρμα των Βρυξελλών ενώ η παλιά άρχουσα τάξη (Μπερλουσκονισμός) αδυνατεί να προσφέρει απαντήσεις και να ξεπλύνει τα αμαρτήματα του παρελθόντος.

H αντιπαράθεση με την ΕΕ

Ο προϋπολογισμός που κατέθεσε η Ιταλική κυβέρνηση απορρίφθηκε γιατί προέβλεπε ελλείμματα 2.5%, με την κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι βάζει πρώτα την επιστροφή στην ανάπτυξη και την ευημερία των πολιτών και μετά την μείωση του ελλείμματος, εξαγγέλλοντας επίδομα στήριξης για τους πιο φτωχούς. Τα ελλείμματα όμως απαγορεύονται στην υπό γερμανική κυριαρχία ζώνη του Ευρώ και ο προϋπολογισμός επεστράφη ως απαράδεκτος για διορθώσεις. Το ιερατείο των Βρυξελών (Ντράγκι, Γιούνκερ, Σόλτς, Μοσκοβισί) συνέστησε προσοχή και συμμόρφωση με τα συμφωνηθέντα και απείλησε ότι θα καταψηφίσει.

Από την άλλη, ο Nigel Farage βασικός υποστηρικτής του Brexit έσπευσε να στηρίξει το κίνημα 5 αστέρων και τον Ντι Μάιο ενώ η Μαρίν Λεπέν συναντήθηκε με τον Σαλβίνι (ηγέτη της Λίγκας και υπ. Εσωτερικών) και εξήγγειλαν ούτε λίγο ούτε πολύ «ένα μέτωπο που θα αγωνίζεται εναντίον της ΕΕ υπέρ της Ευρώπης» χωρίς όμως να εκθέτουν ένα εναλλακτικό σχέδιο.

Δημιουργείται ένα «μαύρο μέτωπο» που επιλέγει να επενδύσει πολιτικά και να συμπορευτεί με τους ριγμένους της παγκοσμιοποίησης: αστικές τάξεις χωρών που θίγονται από το ευρώ και την υπό γερμανική ηγεμονία ΕΕ, μεσαία τάξη που φτωχοποιείται, φτωχά στρώματα που μπορούν να στραφούν ενάντια στους μετανάστες. Η κόντρα στην παγκοσμιοποίηση περιέχει και εθνικιστικά- ξενοφοβικά συνθήματα (Τραμπ: τείχος στο Μεξικό, Σαλβίνι: κανένα πλοίο στην Ιταλία, δεν περισυλλέγουμε μετανάστες από την θάλασσα) όμως η πυρήνας της είναι η ανάταξη- ανάταση των εθνικών οικονομιών. Άρα ένα σχέδιο που περιλαμβάνει: δασμούς σε ξένα προϊόντα, ελλείμματα για να τροφοδοτηθεί ανάπτυξη, υποτίμηση νομίσματος για αύξηση των εξαγωγών και ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι για τον έλεγχο νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών.

Στην παρούσα φάση το μέτωπο αυτό δεν έχει εναλλακτική απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Η Λεπέν και ο Σαλβίνι δεν θέτουν θέμα εξόδου από το ευρώ και την Ε.Ε., ούτε η ιταλική κυβέρνηση έχει σχέδιο Β για σύγκρουση με το σύμφωνο σταθερότητας και επιστροφή στη λιρέτα. Οι παλινωδίες στο Brexit ή το ότι η ιταλική κυβέρνηση επιδιώκει να τα βρει με την Ε.Ε. για τον προϋπολογισμό, είναι δείκτης της ποιότητας και του βάθους αυτής της αμφισβήτησης. Υπάρχει διαπραγμάτευση κάθε αστικής τάξης για τον τρόπο ένταξης της στην παγκοσμιοποίηση, υπάρχει ένα δούναι και λαβείν. Ισχύει ότι μπορεί αυτή η αστάθεια να δημιουργήσει όρους πραγματικής ρήξης με το υπάρχον παγκόσμιο σύστημα, όμως οι από το 2010 μαζικές αμφισβητήσεις από τη Β. Αφρική, έως την Ισπανία και την Ελλάδα, την Καταλονία και την Βρετανία και τώρα την Ιταλία υπογραμμίζουν το βασικό πρόβλημα της εποχής. Πρέπει να συγκροτηθούν οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να θέσουν στρατηγική και τακτική για τη ρήξη με τη παγκοσμιοποίηση, με το σημερινό παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα δηλαδή για να είμαστε συγκεκριμένοι. Και οι δυνάμεις αυτές είναι αυτές που έχουν ή θα όφειλαν να έχουν αναφορά στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους, δηλαδή η αριστερά. Οι συμμαχίες πρέπει να αφορούν συνολικά τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης και οι παρούσες αντιπαραθέσεις μας αφορούν. Όμως πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε παντού ρήξεις και ευκαιρίες χωρίς να υπάρχουν τα υποκείμενα της ρήξης που θα μετατρέψουν μια ασταθή κατάσταση σε ευκαιρία.

Όσο δε συγκροτούνται αυτές οι δυνάμεις, το «μαύρο μέτωπο» θα αναπτύσσεται και μια τέτοια εξέλιξη θα έχουμε και στις επερχόμενες ευρωεκλογές, όπως φαίνεται. Το αν η ανάπτυξη του σημαίνει περαιτέρω διαλυτικές καταστάσεις πχ για την Ε.Ε., η μια νέα ισορροπία ισχύος δεν το ξέρουμε. Φαίνεται όμως ότι υπάρχει κοινή στάση του «μαύρου μετώπου» και του λεγόμενου «αντιλαϊκιστικού» στο βασικό δόγμα, το νεοφιλελευθερισμό, για την οικονομία και την κοινωνία.

H  Αριστερά

Σε μια οικονομία που ολοκληρώνεται, σε ένα σύστημα που ενοποιείται και οι εθνικές συγκροτήσεις (κράτη) φαίνεται να ξεθωριάζουν θα υπάρχουν νικητές και χαμένοι. Θα υπάρχουν στιγμές έντασης και κρίσης, θα υπάρχουν και στιγμές «ασταθούς» ισορροπίας δυνάμεων. Παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις θα εξατμίζονται ενώ άλλες θα δημιουργούνται. Πολιτικές ισορροπίες δεκαετιών θα ανατρέπονται σε ορίζοντα μηνών. Οι ρυθμοί με τους οποίους τρέχουν οι εξελίξεις, αναδεικνύονται ευκαιρίες και προκύπτουν τα κρίσιμα καθήκοντα, διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Σε αυτές τις εποχές τις κρίσης όμως η μάχη δίνεται με πολύ χειρότερους όρους από την πλευρά του υποκειμενικού παράγοντα. Υπάρχει ένας μεγάλος «απών»: Η αριστερά, οι κομμουνιστές και τα πολιτικά και κοινωνικά μέτωπα τους. Αυτό το δεδομένο ορίζει το πλαίσιο, θέτει τα όρια τις διεκδίκησης, της ανατροπής, της «νίκης». Εγκλωβίζει την σκέψη σε «αυτό που μπορεί να γίνει» και όχι σε «αυτό που χρειάζεται να γίνει».

Η περιθωριοποίηση και η οργανωτική εξαφάνιση της Αριστεράς στην Ευρώπη δεν είναι όμως φυσικό φαινόμενο. Έχει εξηγήσεις και οι απολογισμοί πρέπει να γίνουν. Ορισμένα ερωτήματα είναι όμως αμείλικτα:

Γιατί δεν συνδέθηκε η λαϊκή αμφισβήτηση στην ΕΕ και στο ευρώ με αριστερά αντανακλαστικά αλλά η δεξιά και ακροδεξιά πολιτική κυριάρχησε;

-Γιατί ενώ οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές σε Ελλάδα και Ευρώπη για την αφήγηση της Αριστεράς, οι εκτιμήσεις της επιβεβαιώθηκαν και τα παραδοσιακά κόμματα συρρικνώθηκαν, οι δυνάμεις της Αριστεράς συρρικνώθηκαν ακόμα πιο πολύ;

-Ποιο είναι το εύρος των πολιτικών συμμαχιών που χρειάζεται να γίνουν από την Αριστερά ενάντια στην ΕΕ; Η ηγεμονία εντός των μετώπων είναι προαπαιτούμενο η επίδικο;

Η κρίση που σάρωσε τις πολιτικές ισορροπίες στο νότο της Ευρώπης από το 2010 υπήρξε αντικειμενικά μια επικίνδυνη ευκαιρία για την Αριστερά. Η Αριστερά όμως δεν συνδέθηκε με την αμφισβήτηση, είτε λόγω οργανωτικής αδυναμίας (αυτό όμως δεν αποτελεί συγχωροχάρτι) είτε λόγω ιδεολογικής πρόσδεσης στο άρμα του ευρωκομμουνισμού (περίπτωση Ιταλικής αριστεράς, PCI, Επανίδρυση, ιταλοποίηση κλπ. και γαλλικής αριστεράς), είτε λόγω φόβου να στηριχτεί στις δυνάμεις του λαού (τέτοια και η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ, δημοψήφισμα 2015). Τα δε τμήματα της που αναφέρονται στην επανάσταση και την ανατροπή δεν κατάφεραν να έχουν ούτε καν στοιχειώδη κοινή λογική παρέμβασης, αλλά αναχώρησαν από τον πολιτικό αγώνα.

Μπορεί η αριστερά να εκφράσει το αντι – ΕΕ αίτημα και την αντι – ΕΕ πολιτική με λαϊκό τρόπο, κόντρα στο λαϊκισμό της ακροδεξιάς; Πρακτικά και θεωρητικά η απάντηση πρέπει να είναι θετική. Όμως ήδη έχει αργήσει να δοθεί, ήδη κατασπαταλήθηκε το μεγάλο ρεύμα των προσδοκιών που ανέβασε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ήδη τα σημεία αναξιοπιστίας και φθοράς της υπαρκτής αριστεράς είναι αρκετά. Παρόλα αυτά η απάντηση του παραπάνω ερωτήματος ακόμα και στις μέρες μας θα αποβεί καθοριστική για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, την επιβίωση – αξιοπρέπεια των λαϊκών στρωμάτων, την εθνική ανεξαρτησία χωρών, την πολιτική επιβίωση της ίδιας της Αριστεράς. Μέχρι στιγμής δε δίνει τέτοια δείγματα γραφής. Στην πλειοψηφία, η ευρωπαϊκή αριστερά είναι βουτηγμένη στον μεταρρυθμιστισμό, στην αποδοχή του γερμανικής ΕΕ, στην προσπάθεια «αλλαγής της ΕΕ από τα μέσα», με επιτυχίες ανάλογες με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ.

Η αντι – ευρωπαϊκή αριστερά δεν έχει σηκώσει το γάντι απέναντι στην ΕΕ. Αρνείται ή αδυνατεί να παρέμβει με τρόπο καθοριστικό στις εξελίξεις. Πέρα από τις διατυπώσεις, από το 2010 και μετά θα έπρεπε να οικοδομεί μέτωπο ενάντια στην ΕΕ – μέτωπο διεξόδου από την κρίση. Αυτό το μέτωπο θα συρρίκνωνε και τις εθνικιστικές λαϊκίστικες δυνάμεις που σήμερα αναπτύσσονται σε χώρες της ΕΕ και θα δημιουργούσε καλύτερους όρους για τις δυνάμεις της εργασίας. Ο συσχετισμός που δημιουργείται μέσα από μεταβατικές διεκδικήσεις και αγώνες αντικαπιταλιστικού και αντιμπεριαλιστικού χαρακτήρα και αναδεικνύει σαν κεντρικούς στόχους την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, φέρνει πιο κοντά και στρατηγικούς στόχους μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης και εξουσίας. Τα τελευταία χρόνια η Αριστερά θα μπορούσε να έχει επενδύσει στα 3 ΟΧΙ, ελληνικό, βρετανικό, ιταλικό και να πάρει προωθητικές αντι – ΕΕ πρωτοβουλίες. Αν η αριστερά αυτή είχε φιλοδοξίες, ανταγωνιστική προς το σύστημα λογική, πίστη στη δύναμη του λαού και στον εαυτό της, θα αξιοποιούσε τη σημαντική αυτή «στιγμή», για να ανοίξει μια συνολική αντιπαράθεση με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ΕΕ, που μόνο δεινά προοιωνίζεται για το λαό.

Ένας τέτοιος πολιτικός λόγος και στάση από την αριστερά, ή έστω από τμήμα της, θα μπορούσε να έχει σημαντικά αποτελέσματα σε συνθήκες που ο λαός αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης. Σε τέτοιες στιγμές τα ιδεολογήματα δεκαετιών είναι δυνατό να καταρρεύσουν, στο βαθμό που προβάλλει μια πειστική πολιτική πρόταση διεξόδου. Ένα στέρεο ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο απέναντι στην ΕΕ, που θα έχει υλικά αποτελέσματα και θα συγκροτεί κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, είναι αναγκαίος όρος για την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία, για τη διέξοδο από την κρίση, την επιβίωση του λαού.

Σήμερα χρειάζεται και απολογισμός και δράση ταυτόχρονα για την ανασύνθεση και τη συγκρότηση μιας νέας πολιτικής δύναμης στην αριστερά. Το πρόβλημα αφορά και την Ελλάδα, αλλά ξεπερνά τα σύνορα της.

Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ήταν ένα χτύπημα, πανευρωπαϊκά, σε μια ελπίδα ότι η αριστερά μπορεί να πρωταγωνιστήσει σε έναν εναλλακτικό δρόμο λαϊκής κυριαρχίας και σύγκρουσης με την Ε.Ε.. Σήμερα είμαστε πιο πίσω. Η αριστερά σε Ελλάδα και Ευρώπη πολιτικά είναι σε ανυποληψία και οργανωτικά σε συρρίκνωση, ενώ η ενδυνάμωση του ακροδεξιού λαϊκισμού στήνει ένα δίπολο «λαϊκιστές» και εθνικιστές- δημοκράτες και οπαδοί της παγκοσμιοποίησης. Το δίπολο αυτό δε θα είναι ακριβώς το δίπολο δεξιάς – σοσιαλδημοκρατίας του παρελθόντος καθώς το επίδικο του έθνους κράτους και της λαϊκής κυριαρχίας θα είναι κεντρικό, ενώ στα λεγόμενα κοινωνικά θέματα η ατζέντα θα πηγαίνει όλο και πιο δεξιά-αντιδραστικά. Στο δίπολο αυτό οι δυνάμεις της αριστεράς θα πρέπει να αντισταθούν και να συγκροτηθούν σε ανεξαρτησία και από τους δύο πόλους. Ούτε αντι-ακροδεξιά μέτωπα ούτε σκέτα αντι-ΕΕ αλλά φιλονεοφιλελεύθερα μέτωπα. Αυτός είναι ο πρώτος όρος πολιτικά για μια  αριστερά σήμερα που θα θέλει να αρχίσει ξανά από την αρχή.

Η Ιταλία, η ΕΕ και ο αναγκαίος προσανατολισμός

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Η Ιταλία υπενθυμίζει τη μόνιμη κρίση στρατηγικής, ύπαρξης και προσανατολισμού της ΕΕ. Η ΕΕ δε μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ως έχει για μεγάλο διάστημα. Παράγει ανισότητα εντός κάθε χώρας αλλά και κάθετα μεταξύ του Βορρά και του Νότου. Μεταφέρει διαρκώς κυριαρχία πολιτική, οικονομική, λαϊκή από τα έθνη κράτη στις αγορές, στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και στο Βερολίνο. Οξύνει ακόμα και τις αντιθέσεις ανάμεσα σε αστικές τάξεις που κερδίζουν από αυτή τη διαδικασία και σε αστικές τάξεις που μένουν πίσω, υποβαθμίζονται, χάνουν την ανεξαρτησία τους… Οι αντιφατικοί «χαμένοι της παγκοσμιοποίησης» αντιδρούν, παράγουν πολιτικές κρίσεις, αμφισβητούν το πείραμα της ΕΕ στο σκληρό του πυρήνα. Ένα τέτοιο κρισιακό επεισόδιο είναι σε εξέλιξη και στην Ιταλία, μετά τις πρόσφατες εκλογές και την λεγόμενη αντισυστημική ψήφο.

Το πραγματικό ερώτημα, που δεν απαντιέται, είναι αν η ΕΕ – και ειδικά η ευρωζώνη – θα προχωρήσει σε μια ανώτερη ενοποίηση, σε μια ομοσπονδία, ή αν θα παραμείνει ως έχει, δημιουργώντας διαρκώς κρίσεις, με τα δομικά προβλήματα οικονομικής πολιτικής και κυριαρχίας που έχει. Η πρώτη απάντηση μοιάζει να είναι η πιο «λογική». Όμως όταν συγκρούονται συμφέροντα, δεν εξελίσσονται όλα λογικά. Γιατί παραμένουμε, είτε θέλουμε να το βλέπουμε, είτε το αποφευγουμε, στην εποχή του ιμπεριαλισμού, της ανισομετρίας και του ανταγωνισμού. Η Γερμανία δεν παραχωρεί τη δύναμη της και τα προνόμια της στις υπόλοιπες χώρες. Ή αν παραχωρήσει ταχτικά ένα πολύ μικρό μέρος, ζητάει πολλαπλάσια ανταλλάγματα. Αυτό είναι τα μνημόνια. Για την οικονομική «στήριξη» με τη μορφή δανείων, ζητήθηκαν κυριολεκτικά τα κλειδιά μιας χώρας. Αυτή την απάντηση έδωσε και η Μέρκελ στις προτάσεις Μακρόν για ένα ευρωπαϊκό ΔΝΤ και για έναν επενδυτικό (μικρό) προϋπολογισμό προς τις πιο φτωχές χώρες. Όμως μια τέτοια πολιτική από τη Γερμανία θα παράγει διαρκώς φαινόμενα καταπάτησης και συρίκνωσης της λαικής κυριαρχίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας. Όχι μόνο από χώρες σαν την Ελλάδα, αλλά και από χώρες σαν την Ιταλία ή τη Γαλλία. Και ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται. Γιατί και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, κοινώς του νεοφιλελεύθερου ιμπεριαλισμού, ο ανταγωνισμός για την ηγεμονία και η πραγματικότητα των εκμεταλλευτικών και εκμεταλλευόμενων εθνών ειναι εδώ.Τούτων δοθέντων η θέση για μεταρρύθμιση, αλλαγή, βελτίωση, εκδημοκρατισμό της ΕΕ δεν ευσταθεί με βάση την πολιτική λογική του συσχετισμού δύναμης. Είτε με τις πιο ήπιες αφηγήσεις, όπως αυτές του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, είτε με τις πιο κρουστικές, όπως του Γ. Βαρουφάκη, οι απόψεις αυτές είναι χίμαιρες. Χρόνο με το χρόνο, επεισόδιο το επεισόδιο, η θέση για ρήξη ή όχι, για αποδέσμευση ή όχι, για διάλυση η όχι της ΕΕ και της ευρωζώνης γίνεται όλο και πιο επίκαιρη, από τα ίδια τα πράγματα και τα γεγονότα. Οι ενωμένες πολιτείες της Ευρώπης για να υπάρξουν πρεπει πρωτίστως να έχει ανατιναχθεί το οικοδόμημα της ευρωζώνης και της ΕΕ. Ζουμε μια αργή διαδικασία αυτοανατίναξης, ή Γερμανικής ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας.

Σήμερα υπάρχει αμφισβήτηση και λαϊκή διαμαρτυρία ενάντια στην Ε.Ε. Η πολιτική έκφραση αυτής της διαμαρτυρίας είναι κυρίως δεξιάς ή και ακροδεξιάς κατεύθυνσης. Υπάρχουν αστικές μερίδες σε διάφορες χώρες που αντιδρούν, χωρίς προς το παρόν να έχουν εκθέσει κάποιο εναλλακτικό σχέδιο αποδέσμευσης από την ευρωζώνη ή την ΕΕ (πχ Λεπέν ή Σαλβίνι). Ήδη σε πολύ μικρό διάστημα, μετά τις πιέσεις και την αντιδημοκρατική εκτροπή των Βρυξελλών, η παρούσα κυβέρνηση 5 αστέρων-Λέγκας φαίνεται να υποχωρεί σε κάποια σημεία του προγράμματος της και να υπαναχωρεί από κάποια ρηξιακή λογική. Υπάρχουν και τα εργατικά λαϊκά στρώματα που δυσανασχετούν γιατί δέχονται τις αντιλαϊκές πολιτικές της ΕΕ. Όμως δεν έχουν πολιτική έκφραση καθώς η πλειοψηφία της αριστεράς στην Ευρώπη ήταν εδώ και δεκαετίες μια δύναμη φιλοευρωπαϊκή στα όρια της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτή η πραγματικότητα εκφράστηκε με τον πιο οδυνηρό τρόπο στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και στην Ισπανία το «αντισυστημικό» Podemos βιάζεται να ρίξει γέφυρες συννενόησης στο σοσιαλιστικό κόμμα και την κεντροαριστερά. Στην ΕΕ μετά τη δοκιμασία της οξείας κρίσης του 2008-2015 ο συσχετισμός δύναμης είναι πιο αρνητικός και όχι πιο θετικός. Κερδισμένος είναι και ο γερμανικός μονόδρομος και η εκ δεξιών «αμφισβήτηση» στην ΕΕ η οποία είναι στην ουσία αίτημα για επαναδιαπραγμάτευση ισχύος. Όχι, το πλέον πιθανό είναι ο Σαλβίνι να μην τινάξει στον αέρα την ΕΕ.

Η Ιταλία λοιπόν πρέπει να διδάξει. Από τη μία για το αναγκαίο του αντι-ευρωενωσιακού προσανατολισμού. Όχι ως σύνθημα, αλλά ως ανάλυση, πολιτική συμμαχιών, προσανατολισμό, πρόγραμμα, δράση. Από την άλλη, μετά το ΣΥΡΙΖΑ του 2015, το Brexit του 2016, την Καταλονία του 2017, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ρήξη με την ΕΕ, με πρόγραμμα τις ελάχιστες προσδοκίες, δεν γίνεται. Ούτε με την αντίληψη ότι οι εκρηκτικές αντιθέσεις από μόνες τους θα πυροδοτήσουν το κίνημα, ούτε με την αναμονή για δράση από κάποιον άλλο, ούτε με την εκχώρηση στο λαό και στην αυθόρμητη λαϊκή διαμαρτυρία των πολιτικών καθηκόντων της ρήξης με την ΕΕ. Καθήκοντα που απαιτούν συμπεράσματα από την περίοδο της κρίσης, κοινή λογική, μαζική πολιτική, πολιτική και οργανωτική προετοιμασία του απαραίτητου πολιτικού υποκειμένου. Καθήκοντα που απαιτούν διεθνιστικές πρωτοβουλίες, με γνώση ότι οι διαθέσιμες δυνάμεις σε έναν τέτοιο προσανατολισμό είναι εξαιρετικά λίγες. Οι δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς, αντί να περιμένουν (και να σχολιάζουν σχετικά) κάθε φορά το ώριμο φρούτο κάποιας ρήξης, ας ανοίξουν τη συζήτηση για τα καθήκοντα αυτά.

Κυβέρνηση Κόντε: ένα συμβιβασμός ανάμεσα στο φασιστικό ρατσισμό και την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ανακοίνωση του Δικτύου Κομμουνιστών Ιταλίας.

Έξι τεχνοκράτες, επτά στελέχη του Κινήματος Πέντε Αστέρων (M5S) και έξι στελέχη της Λέγκας. Είχαν υποσχεθεί μία πολιτική κυβέρνηση, αλλά οι τεχνοκράτες καταλαμβάνουν τις θέσεις-κλειδιά – την Πρωθυπουργία, τα Υπουργεία Οικονομικών, Ευρωπαϊκών Πολιτικών, Εξωτερικών Σχέσεων, Άμυνας, καθώς και το Υπουργείο Περιβάλλοντος (για διαφορετικούς λόγους)-, μέσω των οποίων ελέγχουν και διαχειρίζονται τις σχέσεις με την Ε.Ε. Ταυτόχρονα, τα πολιτικά πρόσωπα που προέρχονται από το Κίνημα 5 Αστέρων και την Λέγκα θα εγκατασταθούν σε Υπουργεία που θα εξαρτώνται στο έργο τους από χρηματοδότηση, την οποία, άλλοι θα αποφασίζουν αν θα διαθέσουν ή όχι.

O Enzo Moavero Milanesi, που τοποθετήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών, είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να διαβεβαιώσει τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ ότι η Ιταλία δεν θα τραβήξει και πολύ το σκοινί σε ζητήματα που αφορούν την δομή της ΕΕ. Αυτό μπορεί, μάλιστα, να το εγγυηθεί, ως πρώην Υπουργός Κοινοτικών Πολιτικών στις κυβερνήσεις του Mario Monti και του Enrico Letta, δηλαδή στις πιο φιλοευρωπαϊκές κυβερνήσεις των τελευταίων οκτώ ετών.Ο Giovanni Tria, που τοποθετήθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών, καλύπτει την πιο ευαίσθητη θέση κατά έναν τρόπο αρκούντως «ελαστικό». Στα πρόσφατα έργα του, πράγματι, υιοθετεί σε αρκετές περιπτώσεις κριτική στάση απέναντι στο ενιαίο νόμισμα (και στις πολιτικές της Γερμανίας), αλλά, ακόμη και αν θεωρεί την έξοδο από το ευρώ ως μια πιθανή δυνατότητα, αντιμετώπιζε πάντα το ενδεχόμενο αυτό ως υπερβολικά μεγάλο ρίσκο, με πολλές αρνητικές πτυχές. Έχει γράψει βιβλία από κοινού με τον Renato Brunetta, εξ ου και είναι ιδιαίτερα γνώριμος στους κύκλους του Silvio Berlusconi, τόσο γνώριμος, ώστε έχει υιοθετήσει προ πολλού την πρόταση για ενιαίο, μη αναλογικό φορολογικό σύστημα, που θα χρηματοδοτείται κυρίως από αυξήσεις του ΦΠΑ, με συνέπεια την σημαντική μείωση της λαϊκής κατανάλωσης. Δεν θα του είναι δύσκολη η συμμετοχή του στις συναντήσεις του Eurogroup.

Ο Paolo Savona – τον διορισμό του οποίου στη θέση του Υπουργού Οικονομικών αρνήθηκε να εγκρίνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εξαιτίας των θέσεών του κατά του ευρώ και της γερμανικής πολιτικής – τοποθετήθηκε εντέλει στο Υπουργείο Σχέσεων με την ΕΕ, το οποίο όμως δεν έχει αυτόνομες αρμοδιότητες αποφασιστικού χαρακτήρα. Θα μπορέσει, πάντως, να προκαλέσει ορισμένα προβλήματα στις Βρυξέλες: μένει να δούμε εάν θα το πράξει και αν θα έχει τη στήριξη της κυβέρνησής του.

Επίσης «τεχνοκράτισσα», η Elisabetta Trenta, είναι πρώην αξιωματικός του στρατού και υποδιευθύντρια μεταπτυχιακών σπουδών σε θέματα μυστικών πληροφοριών και ασφάλειας στο ιδιωτικό πανεπιστήμιο Link Campus· έχει εκπροσωπήσει το Υπουργείο Άμυνας ως στρατιωτικός αλλά και ως πολίτης σε δραστηριότητες τόσο στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό. Πρόκειται, με λίγα λόγια, για μία αξιωματικό εξειδικευμένη στα ζητήματα που κινούνται ανάμεσα στις στρατιωτικές υποθέσεις και τις μυστικές υπηρεσίες, που αποτελεί, με δεδομένο το βιογραφικό της, επιλογή-εγγύηση προς το ΝΑΤΟ και τον Ευρωπαϊκό Στρατό, παρά το γεγονός ότι χαίρει «ιδιαίτερης εκτίμησης» εντός του Κινήματος 5 Αστέρων.

Από τη στιγμή που έχουν ικανοποιηθεί η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, τι άλλο μένει; Ο ηγέτης του Κινήματος 5 Αστέρων, ο Luigi di Maio, έθεσε εαυτόν επικεφαλής τριών Υπουργείων που ενώθηκαν σε ένα – Οικονομικής Ανάπτυξης, Εργασίας και Κοινωνικής Πολιτικής – ελπίζοντας ότι θα καταφέρει να σχεδιάσει κάτι που θα μοιάζει με το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα». Θα έρθει αντιμέτωπος με τον Πρόεδρο Mattarella, εγγυητή των συμφερόντων της ΕΕ και των οικονομικά ισχυρών, καθώς και με τους 26 Υπουργούς που συγκεντρώνονται στις Βρυξέλες έτοιμοι να μπλοκάρουν κάθε κοινωνική δαπάνη που υπερβαίνει τα όσα προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας και οι λοιποί ευρωπαϊκοί περιορισμοί.

Ο αρχηγός της Λέγκας, Matteo Salvini, θα έχει πιο εύκολο έργο στο Υπουργείο Εσωτερικών. Μετακινώντας πόρους από την υποδοχή των προσφύγων στην λεγόμενη «ασφάλεια», θα μπορέσει να συνεχίσει την σωβινιστική και ξενοφοβική του προπαγάνδα. Το ίδιο ισχύει και για τον Υπουργό Οικογενειακών Υποθέσεων, ένα άτομο αντιδραστικό και κατά των αμβλώσεων.

Πέρα από τη ρατσιστική προπαγάνδα, ο συμβιβασμός με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ διευκολύνει μια ουδέτερη στάση των «αγορών» σε σχέση με τη χώρα μας, με τίμημα όμως τον πλήρη ευθυγραμμισμό με τις πολιτικές των Βρυξελλών για τους προϋπολογισμούς. Αυτό σημαίνει (σχεδόν) μηδενικούς πόρους για την υλοποίηση της «προγραμματικής συμφωνίας»· πράγματι, αυτή θα πρέπει να κινηθεί σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση με περικοπές και «μεταρρυθμίσεις» (ξεκινώντας από τις μειώσεις των συντάξεων που ζητάει η ΕΕ).

Με λίγα λόγια, υπάρχει άμεση ανάγκη για την κυβέρνηση να «αντισταθμίσει» την αδυναμία της να φέρει την «αλλαγή» που υποσχέθηκε με μέτρα επικοινωνιακού χαρακτήρα, που θα έχουν αντίκτυπο στην ψυχολογία των ανθρώπων, αλλά ασήμαντο οικονομικό κόστος. Στο μέτωπο αυτό, ο φασιστικός ρατσισμός της Λέγκας διαθέτει ένα οπλοστάσιο πολύ μεγαλύτερο και πιο «λαϊκιστικό» από τα επιχειρήματα του Beppe Grillo ενάντια στους πολιτικούς.

Η κυβέρνηση αυτή διαθέτει ένα τεράστιο πλεονέκτημα, που δεν το είχε ποτέ καμία από τις προηγούμενες: δεν υπάρχει μια αξιόπιστη κοινοβουλευτική αντιπολίτευση ως εναλλακτική. Το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) και το Forza Italia δεν πρόκειται να αμφισβητήσουν τα μέτρα οικονομικής πολιτικής με τα οποία συμφωνούν, πολλώ δε μάλλον μέτρα που έχουν συμφωνήσει λεπτομερώς με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Δημοκρατικό Κόμμα και το κόμμα «Ελεύθεροι και Ίσοι» (που αποτελείται από πρώην μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος και του κόμματος «Αριστερά Οικολογία Ελευθερία») θα περιοριστούν στο να αντιτίθενται στο φασιστικό ρατσισμό της κυβερνητικής προπαγάνδας με μια άλλη προπαγάνδα υπέρ του πολιτισμού και της προόδου, η οποία προφανώς θα αναφέρει πάντοτε ως πρότυπο την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο κόσμος της αριστεράς που επικρότησε τον Mattarella όταν παρεμπόδισε το σχηματισμό της κυβέρνησης Κινήματος 5 Αστέρων – Λέγκας πριν από λίγες ημέρες, είναι τώρα μπερδεμένος και απογοητευμένος, μιας και η κίνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας να αναγκάσει τους Salvini και Di Maio να απομακρύνουν τον ευρωσκεπτικιστή Savona από το Υπουργείο Οικονομικών, δεν είχε ως κίνητρο τον αντιφασισμό, αλλά τις υπαγορεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Είναι αναγκαία η αντιπολίτευση χωρίς εκπτώσεις, τόσο ενάντια στην κυβέρνηση, όσο και ενάντια στην κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Η κυβέρνηση αυτή είναι ένας αντιδραστικός συμβιβασμός ανάμεσα στο φασιστικό ρατσισμό και στον φιλελεύθερο ευρωπαϊσμό, ενώ η αντιπολίτευση ζητάει ακόμη περισσότερη Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΕΕ και ΔΝΤ επιβάλλουν στην Ιταλία χούντα «τεχνοκρατών»

«Το ευρώ είναι ένας ζουρλομανδύας που κατασκευάστηκε στη Γερμανία». Το Βερολίνο, συνεχίζει «δεν έχει αλλάξει την άποψή του για το ρόλο του στην Ευρώπη από την εποχή του Ναζισμού». Η συμμετοχή δε στην ευρωζώνη «περιλαμβάνει φασισμό χωρίς δικτατορία και, από οικονομική σκοπιά, μια μορφή ναζισμού, χωρίς μιλιταρισμό»! Όλα αυτά κι άλλα εξ ίσου ενδιαφέροντα γράφει κατά λέξη ο Πάολο Σαβόνα, που προτάθηκε από το λαϊκό και κεντρώο Κίνημα των Πέντε Αστέρων και την ακροδεξιά Λίγκα του Βορρά για νέος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, στο βιβλίο του «Σαν εφιάλτης, σαν όνειρο».

Η απόρριψή στη συνέχεια από τον πρόεδρο της Ιταλικής δημοκρατίας, Σέρτζιο Μοταρέλα, του Πάολο Σαβόνα που περιλαμβανόταν στην πρόταση του εντολοδόχου πρωθυπουργού Τζουσέπε Κόντε με το σκεπτικό ότι «θα μπορούσε να προκαλέσει την αναπόφευκτη έξοδο της Ιταλίας από το ευρώ» οδήγησε την πολιτική κρίση στην Ιταλία σε κορύφωση. Η πραξικοπηματική στάση του ιταλού προέδρου που λειτούργησε σαν εμπορικός αντιπρόσωπος της Γερμανίας στην Ιταλία, ήταν πλήρως προβλέψιμη γιατί εδώ και εβδομάδες δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένη και να μη δηλώσει πώς θα έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να διασφαλίσει τα συμφέροντα του ευρώ. Η απόφαση δε την Κυριακή, 28 Μαΐου του Ματαρέλα να δώσει την εντολή σχηματισμού υπηρεσιακής κυβέρνησης τεχνοκρατών στο πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του ΔΝΤ, και πρώην στέλεχος της ιταλικής κεντρικής τράπεζας Κάρλο Κοταρέλι, ώστε να οδηγήσει την Ιταλία σε πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο εξωθεί τα πράγματα στα άκρα. Οδηγεί την Ιταλία σε μετωπική σύγκρουση με το Τέταρτο Ράιχ που πιθανότατα παρήγγειλε κι όχι απλώς θεώρησε ευπρόσδεκτη τη νέα προσφυγή στις κάλπες. Χρειάζεται πολύ απειρία για να θεωρηθούν τυχαία τα λόγια του ιταλού εφημεριδοπώλη από το κέντρο της Ρώμης (ναι, καλά διαβάσατε…) με τα οποία ξεκινούσε την ανάλυσή του το γερμανικό περιοδικό Spiegel, κι ο οποίος προέβλεπε ότι τον Σεπτέμβρη θα έχουμε εκλογές…Το εν εξελίξει συνταγματικό πραξικόπημα στη γειτονική μας χώρα προσφέρεται ωστόσο για πολλά και σοβαρότατα συμπεράσματα. Αξιολογούμε:

Πρώτον, όποιος εξακολουθεί να πιστεύει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι θεματοφύλακας και κοιτίδα της δημοκρατίας είναι τουλάχιστον επικίνδυνος. Στις Βρυξέλλες έχει την έδρα της μια μεταμοντέρνα δικτατορία που δε διστάζει όχι μόνο να εξαθλιώσει έναν λαό για να διασώσει τις τράπεζες (βλ. Ιρλανδία, Ελλάδα), όχι μόνο να ανατρέψει εκλεγμένους πρωθυπουργούς (βλ. Παπανδρέου και Μπερλουσκόνι το Νοέμβριο του 2011), όχι μόνο να γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων της την ετυμηγορία των λαών όπως εκφράζεται μέσω δημοψηφισμάτων (βλ. από Ιρλανδία μέχρι Ελλάδα τον Ιούλιο του 2015), αλλά ακόμη και να ακυρώσει τη νωπή λαϊκή ψήφο αν δεν συμφωνεί με τα συμφέροντα της. Μέχρι πρόσφατα ξέραμε ότι ένα μη επιθυμητό αποτέλεσμα δημοψηφίσματος οδηγεί σε αλλεπάλληλα δημοψηφίσματα μέχρι να βγει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πλέον μάθαμε ότι το ίδιο θα γίνεται και με τις γενικές εκλογές. Θα ψηφίζουμε μέχρι να βγαίνουν ευρωλιγούρηδες πολιτικοί. Κι αν δεν τους προτιμούμε, κακό του κεφαλιού μας…

Δεύτερο, όποιος εξακολουθεί να πιστεύει ότι η Ευρώπη με τους θεσμούς της στέκεται στον αντίποδα των ανεξέλεγκτων αγορών είναι τουλάχιστον αφελής. Το σήμα της πολιτικής επίθεσης στην Ιταλία δόθηκε από τις αγορές που ανέβασαν τις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων, λειτουργώντας σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Στο επίκεντρο ήταν το ιταλικό δημόσιο χρέος που αγγίζοντας τα 2,3 τρισ. ευρώ ή το 132% του ιταλικού ΑΕΠ, υποτίθεται ότι αποτελεί ωρολογιακή βόμβα για όλη τη Ευρώπη. Μα αυτό συμβαίνει ούτως ή άλλως! Η προοπτική ραγδαίας ανόδου των επιτοκίων από το φθινόπωρο (με την Τουρκία και την Αργεντινή να αποτελούν ευαίσθητο σεισμογράφο των αναταράξεων που έρχονται) θα αφήσει εκτεθειμένη την Ιταλία στις κερδοσκοπικές επιθέσεις. Το σχέδιο Πέντε Αστέρων και Λίγκας (δες εν συντομία εδώ) είναι πρωτίστως σχέδιο σωτηρίας απέναντι στους τριγμούς που σωστά προβλέπουν ότι έρχονται. Οι Βρυξέλλες αντίθετα, που φημίζονται για την κοντόφθαλμη λογική τους σημασία δίνουν στη διάσωση του πρότζεκτ του ευρώ, κι ας θυσιαστεί η Ιταλία το 2019 χωρίς να έχουν σχέδιο διαχείρισης της επικείμενης κρίσης. Εναποθέτουν τη μοίρα όλων μας στις αγορές…

Επιπλέον κι επί της ουσίας, το σκεπτικό των αγορών δεν στέκει, είναι ανοησία: ανεβάζουν τα επιτόκια γιατί υποτίθεται ότι η νέα κυβέρνηση θα προκαλέσει κρίση χρέους. Μα είναι ηλίθιοι οι Σαλβίνι και ντι Μάγιο να προκαλέσουν κρίση χρέους στην ίδια τους τη χώρα; Μέχρις στιγμής η πικρή μας εμπειρία μας έχει δείξει ότι κρίσεις προκαλούν μόνο οι αγορές, για να διασώσουν τα κεφάλαιά τους με τη βοήθεια του ΔΝΤ (πλέον και του ΕΣΜ) που λειτουργούν σαν ασφαλιστική εταιρεία των κερδοσκόπων καταβάλλοντας στο ακέραιο τα προσδοκώμενα κέρδη κι αφήνοντας στους λαούς τα τιμωρητικά μνημόνια…

Τρίτο συμπέρασμα: μην πιστεύετε τα ΜΜΕ! Από τους Financial Times, που είχαν τίτλο σε εντιτόριαλ τους ότι «η Ρώμη ανοίγει τις πύλες της στους βαρβάρους» μέχρι το όργανο της καγκελαρίας Spiegel κι όλο το φιλελεύθερο πολιτικό και εκδοτικό κατεστημένο επιδόθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου προπαγάνδα να διασύρουν την κυβέρνηση 5 Αστέρων και Λίγκας, με αλλεπάλληλα δημοσιεύματα για το μούφα πτυχίο του Τζουσέπε Κόντε, κατηγορίες περί λαϊκισμού, κι άλλα. Αν τους ενοχλούσε πραγματικά όμως η συμμετοχή του ρατσιστή Σαλβίνι στην κυβέρνηση γιατί αποδέχθηκαν τον Πάνο Καμμένο; Γιατί δεν αντέδρασαν στην ακροδεξιά κυβέρνηση της Αυστρίας; Γιατί έδιναν οι ίδιες οι Βρυξέλλες χρήματα στη Ρώμη μέχρι τώρα κι όσο στην κυβέρνηση ήταν οι κεντροαριστεροί για να εξαγοράζει φύλαρχους στη Λιβύη και τη Σομαλία ώστε να λειτουργούν στα αφρικανικά εδάφη ως προκεχωρημένα φυλάκια της Frontex, φυλακίζοντας και βασανίζοντας; Αυτό δηλαδή που γίνεται στο Αιγαίο στόχος ήταν να γίνεται πριν τα εκατομμύρια προσφύγων δουν το μπλε της Μεσόγειου… Επομένως, αν κάτι τους ενοχλεί είναι ότι στην Ιταλία αναδείχθηκε πρώτο «κόμμα» ένα αστικό μεν, αλλά ανταγωνιστικό απέναντι στα σχέδια της ευρωκρατίας και της Γερμανίας, που υποσχόμενο την ανατροπή της λιτότητας κατάφερε συγκυριακά να επικοινωνήσει με το λαό!

Τέταρτο και σημαντικότερο, κι αυτό το συμπέρασμα προκύπτει απαντώντας στο πολύ απλό ερώτημα: αν το πρωτοφανές συνταγματικό made in Germany πραξικόπημα της Ιταλίας αφορά εμάς στην Ελλάδα και δη την Αριστερά. Οι δραματικές εξελίξεις μας ενδιαφέρουν πρώτα απ’ όλα γιατί μας αφορά η λειτουργία της δημοκρατίας στο βαθμό που εξασφαλίζει την έκφραση της λαϊκής βούλησης. Όταν ένας πρόεδρος – μαριονέτα των Βρυξελλών και του Βερολίνου αρνείται να ορκίσει μια κυβέρνηση επειδή δεν του …κάνει ένας υπουργός τότε αποκαλύπτεται ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας ακόμη κι αυτών των εκλογών με τη σύγχρονη αστική δημοκρατία. Ή, η σύγχρονη ολοκληρωτική της μετάλλαξη…

Το γεγονός δε ότι την μάχη με το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες τη δίνει το εντελώς αμήχανο και απροετοίμαστο Κίνημα των Πέντε Αστέρων (που κινδυνεύει να ηττηθεί κατά κράτος στις επόμενες εκλογές, χάνοντας το 32% που κέρδισε ως πρώτο κόμμα, και να έχει την τύχη του Συνασπισμού το 1989-1990) σε συνεργασία με την Λίγκα του Βορρά (που από 17% που κέρδισε τον Μάρτιο στις εκλογές του φθινοπώρου θα διπλασιάσει τα ποσοστά της σε βαθμό να σχηματίσει ακόμη και ακροδεξιά κυβέρνηση μαζί με τους Αδελφούς της Ιταλίας και τη Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι) πρέπει να μας προβληματίσει κι όχι να μας κάνει να αποστρέψουμε το βλέμμα μας και να γυρίσουμε την πλάτη μας στην Ιταλία. Αρχικά, ας κρατήσουμε την επιμονή της σκληρής ιταλικής Δεξιάς να προτείνει τον πολέμιο του ευρώ ως υπουργό Οικονομικών, που βρίσκεται στον αντίποδα της απαράμιλλης οσφυοκαμψίας της ελληνικής κυρίαρχης Αριστεράς, η οποία σε ένα τέτοιο αίτημα θα έκανε για πολλοστή φορά ασκήσεις κωλοτούμπας. Όπως κι έκανε άλλωστε αρνούμενη να τιμήσει τη λαϊκή ψήφο του Ιανουαρίου και του Ιουλίου το 2015.

Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι το ευρώ γεννάει αντιθέσεις. Στον αντίποδα της κυρίαρχης συλλογιστικής και προπαγάνδας περί κοινού νομίσματος, ενωμένης Ευρώπης, συλλογικών συμφερόντων ή κατάργησης των συνόρων, το κοινό νόμισμα γεννά τους νεκροθάφτες του, με την ίδια φυσικότητα που ο Τσίπρας μπορεί να υποστηρίζει άλλα το πρωί κι άλλα το βράδυ, άλλα δημόσια κι άλλα ιδιωτικά. Κι αν αυτό δεν το καταλαβαίνει η Αριστερά που είτε επιδίδεται σε διαγωνισμούς ομορφιάς για να σαγηνεύσει το Βερολίνο είτε επιδίδεται σε ασκήσεις βερμπαλισμού απαξιώντας να ασχοληθεί με κάτι τόσο ταπεινό και «λίγο» όπως είναι το ευρώ, φτάνοντας στο σημείο να χαρακτηρίζει «αριστερούς μονεταριστές» του πολέμιους του ευρώ, τότε την ευκαιρία θα την αδράξει η άκρα Δεξιά, εκπροσωπώντας ωστόσο κατά προτεραιότητα τα αστικά συμφέροντα που είναι ενάντια στο ευρώ κι όχι τα λαϊκά, εργατικά συμφέροντα. Μια ευκαιρία έτσι να βαθύνει ο ριζοσπαστισμός, φτάνοντας στο στόχο της σύγκρουσης με την ΕΕ, ξεκινώντας από ένα τόσο καθημερινό θέμα θα έχει χαθεί, όπως χάθηκαν και τόσες άλλες… Τόσο απλά!

Πηγή: ΚΟΜΜΟΝ

Potere al Popolo: μία αναγκαία ανάλυση

Ανακοίνωση του Δικτύου Κομμουνιστών.

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 4ης Μαρτίου στην Ιταλία μας προσφέρει μια πολύ ρεαλιστική απεικόνιση της ιταλικής κοινωνίας: το ποσοστό συμμετοχής υπερέβη τις προβλέψεις, ενάντια στη γενική αυξητική τάση της αποχής κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

Σηματοδότησε την τιμωρία των κυβερνητικών κομμάτων, ιδίως των Σοσιαλδημοκρατικών, και μια ισχυρή μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού προς τη Δεξιά· η μετατόπιση του σκηνικού στην Ιταλία είναι αντίστοιχη προς αυτή που έχει ήδη γίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη και τις ΗΠΑ.Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτέλεσε πραγματικό πολιτικό σεισμό. Η άγρια, υλική και ιδεολογική επίθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενάντια στην εργατική, τη μεσαία και τη μικροαστική τάξη, προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, ισχυρή αντίδραση του εκλογικού σώματος (σε ένα πλαίσιο ουσιαστικού και γενικού κοινωνικού αποκλεισμού) ενάντια σε αυτούς που επέβαλαν και διαχειρίστηκαν τα μέτρα λιτότητας. Με την ελπίδα ότι “κάτι θα αλλάξει”, αυξήθηκαν πολύ τα ποσοστά του «Κινήματος 5 Αστέρων» (M5S) και της “Λέγκας” (μέχρι πρότινος “Λέγκα του Βορρά”).

Η αποτυχία του «Δημοκρατικού Κόμματος» (PD) και των συμμάχων του – που περιλαμβάνουν το ακραία νεοφιλελεύθερο κόμμα “+Europe” και μερικούς πρώην μπερλουσκονικούς «αποστάτες»- και το ποσοστό του “ForzaItalia” (που έγινε δεύτερο κόμμα εντός του συνασπισμού της Κεντροδεξιάς) δημιουργούν συνθήκες μεγάλης αστάθειας. Σε μία τέτοια συγκυρία κρίσης της ηγεμονίας της κυρίαρχης τάξης στην Ιταλία και την Ευρώπη, η Ε.Ε. πιθανόν να παρέμβει άμεσα προκειμένου να εξασφαλίσει μία σταθερή κυβέρνηση. Θα πρέπει να περιμένουμε για να δούμε εάν η απόπειρα ενσωμάτωσης του «Κινήματος 5 Αστέρων» (που ήρθε πρώτο στις εκλογές) από τις δυνάμεις της Τρόικα θα έχει επιτυχία· εξάλλου, η «Λέγκα του Βορρά» παρά την ριζοσπαστικοποίηση της δεξιόστροφης, «αντισυστημικής» ρητορικής της, έχει αποτελέσει υπεύθυνο και πολύ στενό κυβερνητικό εταίρο των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.

Οι λαϊκές περιοχές προφανώς εμπιστεύτηκαν λάθος δυνάμεις, ακόμη και αν αυτό είναι εντελώς κατανοητό: τόσα χρόνια κυβερνήσεων του Δημοκρατικού Κόμματος και ηγεμονίας της κεντροαριστεράς είχαν ως αποτέλεσμα σειρά απογοητεύσεων σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο· όπως και να έχει, αυτή η επιλογή του λαού αποκαλύπτει κάποιας μορφής αντίθεση στις επιπτώσεις των πολιτικών της Ε.Ε. αν όχι και στην ίδια την Ε.Ε. ως θεσμό, όσο κι αν είναι αμφίσημη και αντικρουόμενη. Πράγματι, η λαϊκή ψήφος κατευθύνθηκε προκειμένου να ενισχύσει όλες τις πολιτικές δυνάμεις που, ορθά ή λανθασμένα, έχουν θεωρηθεί ευρωσκεπτικιστικές ή γενικώς κριτικές απέναντι στις επιταγές των Βρυξελλών. Έχουν προκληθεί τα πάντα, πέρα από τα χαμηλά ποσοστά πολιτικών κομμάτων ανοιχτά νεο-φασιστικών, από την εξάπλωση του ρατσισμού και από έναν πόλεμο ανάμεσα στους φτωχούς, στοιχεία που συνθέτουν το πολιτισμικό υπόβαθρο μιας διαδικασίας “φασιστικοποίησης” τμήματος της Ιταλικής κοινωνίας, την οποία δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε.

Αληθεύει ότι κατά τους τελευταίους μήνες, τόσο το Κίνημα 5 Αστέρων όσο και η Λέγκα, μετέβαλλαν την πολιτική τους ατζέντα σε κάτι πιο αποδεκτό από το ευρωπαϊκό κατεστημένο και προσπάθησαν να κερδίσουν πόντους παρουσιαζόμενοι ως ταιριαστοί εταίροι μιας κυβέρνησης “υπεύθυνης” απέναντι στις ανάγκες της Ε.Ε. Ωστόσο, οι πολιτικές αυτές δυνάμεις αναγνωρίζονται ακόμη από το λαό ως εργαλείο αντίθεσης σε μια “αριστερά” (το Δημοκρατικό κόμμα και το πολιτικό μπλοκ του) που έχει εφαρμόσει μετά χαράς κάθε υπαγόρευση της Ε.Ε. κατά το πρόσφατο παρελθόν, δημιουργώντας μία άνευ προηγουμένου κοινωνική σφαγή.

Οι εκλογές της Κυριακής πιστοποίησαν αναμφισβήτητα μιαν απόλυτη δύση της “Αριστεράς” ως πολιτικής επιλογής με μαζικά χαρακτηριστικά. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό είχε είδε διαφανεί από τα χαμηλά αποτελέσματα των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων: το τέλος της “Αριστεράς” όπως την ξέρουμε, σε όλες τις εκδοχές της, ήπιες ή ριζοσπαστικές. Η διάχυτη κρίση του αριστερού κινήματος δεν αφορά μόνο την Ιταλία, αλλά έχει πανευρωπαϊκό χαρακτήρα: Εξάλλου, η “Αριστερά” έχει χάσει κάθε χαρακτήρα δύναμης κοινωνικής απελευθέρωσης· ενσωματώθηκε στο πλαίσιο των συστημάτων καπιταλιστικής διακυβέρνησης· έχει υιοθετήσει τις ιδεολογικές και υλικές κατηγορίες της αγοράς, τους συμβιβασμούς, το ανέφικτο του μετασχηματισμού της κοινωνίας. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης και μόνιμης γενετικής μετάλλαξης, που δημιούργησε ρήγμα με τα λαϊκά κομμάτια της κοινωνίας.

Το αποτέλεσμα του “Potere al Popolo” (PaP) δεν μπορεί να ειδωθεί ξέχωρα· πρέπει να γίνει μία ανάλυση του παγκόσμιου πλαισίου. Το αποτέλεσμα του PaP δεν μπορεί να θεωρηθεί θετικό, αφού αποτελεί ιστορικό χαμηλό για την ριζοσπαστική αριστερά· Ωστόσο, δεν θα πρέπει και να υποτιμηθεί. Καταδεικνύει, όντως, την ύπαρξη ενός αξιόλογου ανθρώπινου και πολιτικού κεφαλαίου από το οποίο επανεκκινεί, στη βάση μιας ειλικρινούς και ρεαλιστικής ανάλυσης.

Ένα πολύ καλύτερο αποτέλεσμα δεν ήταν νοητό· Το PaP ήταν ένας εκλογικός σχηματισμός που συγκροτήθηκε σε μία συγκυρία κατά την οποία η απήχηση της “αριστεράς” στην εργατική τάξη έχει εξασθενίσει εντελώς, με εξαίρεση ορισμένους θύλακες σε πάλαι ποτέ “κόκκινες” περιοχές της Ιταλίας. Επιπλέον, το μικρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο συγκροτήθηκε ο συνασπισμός δεν βοήθησε.

Το PaP έδωσε μία νέα ευκαιρία σε πολιτικούς, κοινωνικούς και συνδικαλιστές αγωνιστές, προερχόμενους από διαφορετικές γενιές, παρέχοντάς τους νέο πάθος και συγκεντρώνοντας σημαντική προσοχή. Το αποτέλεσμα έχει σημασία σε ένα πλαίσιο αυξανόμενης απογοήτευσης και αδιαφορίας, που πηγάζει κατά κύριο λόγο από τα καταστροφικά λάθη των ηγεσιών των κομμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς κατά τα τελευταία χρόνια. Ολόκληρη η εκλογική καμπάνια διαπνεόταν από αγωνιστικό πνεύμα και είχε στόχο να αξιοποιήσει τις εκλογές ως εργαλείο πολιτικής παρέμβασης. Δεν δημιουργήθηκε καμία “εκλογική επιτροπή” ούτε και πρόκειται.

‘Ένα ακόμη στοιχείο προόδου που δεν πρέπει να υποτιμηθεί: για πρώτη φορά ένας πολιτικός και κοινωνικός συνασπισμός της ριζοσπαστικής αριστεράς δήλωσε την απόλυτη ανεξαρτησία και το διαχωρισμό του όχι μόνο από το Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά από τους κεντροαριστερούς και μετριοπαθείς ιστορικούς εταίρους του. Το ουσιώδες αυτό στοιχείο θα πρέπει να αναπτυχθεί περαιτέρω και να εφαρμοστεί και στις επόμενες τοπικές εκλογικές αναμετρήσεις.

Υπό αυτές τις θετικές προϋποθέσεις, το PaP θα πρέπει να μετασχηματιστεί σε ένα συνεκτικό και πλήρες πολιτικό σχέδιο, βασισμένο στην ανεξαρτησία, την οργάνωση, την αντιπαράθεση και, πάνω από όλα, στη σχέση με το κοινωνικό μπλοκ αναφοράς: την Εργατική Τάξη.

Όλοι μας, ενωμένοι, πρέπει να δώσουμε συνέχεια και αποτελεσματικότητα σε αυτό το πολιτικό σχέδιο· Για να το πετύχουμε αυτό, θα πρέπει να αναλογιστούμε την εμπειρία των τελευταίων μηνών και να επωφεληθούμε από την κουραστική αυτή εκλογική καμπάνια.

Το PaP, με εξαίρεση ορισμένα αξιοσημείωτα παραδείγματα, δεν θα μπορούσε να διακόψει πεδία του κοινωνικού μας μπλοκ, τα οποία πρέπει να αποτελούν πυλώνα κάθε πολιτικού σχεδίου. Θα πρέπει να επικεντρωθούμε στις ανάγκες και τα προβλήματα των λαϊκών τάξεων, αντί να εστιάζουμε σε ιδεολογικές υπερβολές ή ενδοαριστερές αντιπαραθέσεις. Η εργατική τάξη δεν έχει το παραμικρό ενδιαφέρον για αυτά τα ζητήματα αυτή τη στιγμή.

Κατά την άποψή μας, υπήρξαν και ορισμένες χαμένες ευκαιρίες, όπως: η απόφαση να μην εξεταστεί σε βάθος ο χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης· η αποτυχία να περιλάβουμε στην εκλογική διακήρυξη μια καθαρή θέση ρήξης με την Ε.Ε. και αποχώρησης από το ΝΑΤΟ και την Ευρωζώνη. Η αντιπαράθεση γύρω από την Ε.Ε. δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ένα από τα πολλά ζητήματα της τρέχουσας πολιτικής ατζέντας· θα πρέπει να αποτελέσει κεντρικό στοιχείο της πολιτικής μας πλατφόρμας, ικανό να καταδείξει μια εναλλακτική πρόταση. Εάν καταδικάζουμε τα αποτελέσματα των μέτρων λιτότητας και των περικοπών στο κοινωνικό κράτος, που πλήττουν την εργατική τάξη, θα πρέπει να αναδείξουμε και τις αιτίες. Έπειτα, εφόσον έχουν αναγνωρίσει τις αιτίες, θα πρέπει να είμαστε συνεπείς και να προτείνουμε εναλλακτικές: θα πρέπει να δείξουμε στους αγωνιστές μας ποιον εχθρό να πολεμήσουν· θα πρέπει να προτείνουμε μία εναλλακτική. Αλλά, το πιο σημαντικό, θα πρέπει να τα απευθύνουμε όλα αυτά στο κοινωνικό μπλοκ που φιλοδοξούμε να εκπροσωπήσουμε. Η αποχώρηση από την Ε.Ε., την Ευρωζώνη και το ΝΑΤΟ είναι αναγκαίες προϋποθέσεις, προκειμένου να αποκαταστήσουμε τις δημόσιες υπηρεσίες, και τις κοινωνικές δαπάνες, και να κρατικοποιήσουμε στρατηγικούς κλάδους της βιομηχανίας.

Η εναλλακτική μας πρόταση δεν μπορεί να διαπνέεται από εθνικισμό και αυταρχισμό. Αντιθέτως, συμπίπτει με μία εναλλακτική, μεσογειακή συσπείρωση λαών και πολιτισμών που χαρακτηρίζεται από σχέσεις ισότητας, όχι από σχέσεις ιεραρχίας, όπως η Ε.Ε.

Γνωρίζουμε ότι εντός του PaP υπάρχουν διαφορετικές απόψεις· Ωστόσο, το να αναβάλλουμε την αντιπαράθεση γύρω από κεντρικά ζητήματα μπορεί να μας αποδυναμώσει· το να την αγνοήσουμε εντελώς μπορεί να είναι ακόμη χειρότερο: μπορεί να μας καταστήσει λιγότερο αξιόπιστους.

Δίκτυο Κομμουνιστών – RETE DEI COMUNISTI

Ρώμη, 8 Μαρτίου 2018

ΣτΜ. Potere al Popolo: Δύναμη στο Λαό, εκλογικός συνασπισμός της ριζοσπαστικής αριστεράς που συμμετείχε στις εθνικές εκλογές της Ιταλίας στις 4 Μαρτίου και κατέγραψε ποσοστό 1,13%.

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

Οι ταλαντεύσεις του Γκρίλο για την ΕΕ και η σύγχυση της «μεσαίας τάξης»

Τις  τελευταίες μέρες παρατηρήσαμε ένα διπλό παραπάτημα στην θέση της ομάδας της κίνησης των 5 Αστέρων (M5S) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι  ηγέτες των 5 Αστέρων, συμπεριλαμβανομένου και του Ντείβιτ Μπορρέλλι ( φιλοευρωπαίο και φιλελεύθερο συντονιστή του κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) συμφώνησαν κρυφά την συμπόρευση με τον Πρόεδρο της ομάδας ALDE(Συμμαχία Φιλελεύθερων και Δημοκρατικών), Γκί Φερχοφστάτ. Ως αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας, 17 μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου των 5 Αστέρων, θα πρέπει να εγκαταλείψουν την ομάδα της UKIP,και να προσχωρήσουν στην ομάδα που συσπειρώνεται από διάφορα Ευρωπαϊκά Φιλελεύθερα κόμματα.

Η μετάβαση ενός Ευρωσκεπτικιστικού κόμματος, εδραιωμένο ως λαϊκίστικη ( και δεξιά) δύναμη, όπως και το κίνημα του Φάρατζ, σε μια ομάδα φιλελεύθερη και φιλό-ευρωπαϊκή, στις θέσεις τις οποίας βρίσκονται κάποιοι από τους αυτουργούς των κοινωνικών σφαγών που έχουν επιβάλλει οι Βρυξέλες σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, συμφωνήθηκε κρυφά και ανακοινώθηκε αιφνίδια, ‘για να αποφευχθούν διαρροές’  όπως διαβεβαίωσε ο Μπέπε Γκρίλο, ο οποίος παρουσίασε την απόφαση αποκλειστικά ως ‘τακτική επιλογή’.

Σε αντάλλαγμα για μερικές θέσεις και μια δραστική αύξηση της χρηματοδότησης, παρεχόμενα με την είσοδο στην ομάδα, η οποία θα γινόταν η Τρίτη ομάδα με την μεγαλύτερη επιρροή στο ημικύκλιο του Στρασβούργου, οι βουλευτές των 5 Αστέρων, υποσχέθηκαν να ψηφίσουν τον φιλελεύθερο Βερχοφστάτ για Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μαζί με τους Σοσιάλ Δημοκράτες ή ακόμη και με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.

Βέβαια η μεταβολή των θέσεων στο Στρασβούργο, ελλοχεύει πολλά και σημαντικά μηνύματα. Η συμφωνία που υπογράφηκε κρυφά μεταξύ Γκρίλο και Φερχοφστάτ, περιλάμβανε μια σειρά από αξιολογήσεις, δηλώσεις αρχής και δεσμεύσεις που διαγράφουν ένα πολύ μακρινό μονοπάτι από τις θέσεις ,(παρότι αόριστες) τις οποίες το κόμμα επικαλούταν από την ίδρυση του.

Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό είναι ένα απόσπασμα από τις δηλώσεις, των συμβαλλομένων μερών στο οποίο ανακοινώνεται ότι  : “πολλοί από τους πολίτες μας βλέπουν την ΕΕ ως μέρος του προβλήματος, σαν μια έμμεση βοήθεια πίσω από την ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση, η οποία έχει επωφελήσει μόνο λίγους. Πιστεύουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί να εκμεταλλευτεί την παγκοσμιοποίηση, σαν μια  δύναμη του καλού που θα διασφαλίσει ότι τα οφέλη της θα επηρεάσουν όλους. ”

Ποίος όμως ήταν ο πραγματικός στόχος των ηγετών του Κινήματος των 5 Αστέρων ;

Όσο το κόμμα παραμένει, ένα ‘Αντισυστημικό’ κίνημα, παρότι αντιφατικο και ασαφές, ένα πρόβλημα για το αποτυχημένο πολιτικό σύστημα της Ιταλίας, το οποίο βασιζόταν στην εναλλαγή και την διπολικότητα , ο Γκρίλο δεν θα καταφέρει να μπει στην κυβέρνηση, ούτε να αντέξει και νικήσει στη συνεχή διαμάχη με τα ισχυρά κέντρα της Ευρώπης, και το λιντσάρισμα από τα ΜΜΕ.

Τους τελευταίους μήνες το M5S προσπαθεί να εμφανίζεται –με κάποια επιτυχία- ως μια μετριοπαθής δύναμη, υπεύθυνη και συμβατή σε μερικούς  ισχυρούς επιχειρηματικούς κύκλους της Ιταλίας. Το γεγονός αυτό εξηγεί και η παγκόσμια περιοδεία του Ντι Μεο (ενός από τους πιο ‘μετριοπαθείς’ και συνιδρυτή, μαζί με τον Γκρίλο του M5S), στην προσπάθεια του να χτίσει σχέσεις με επιχειρηματικά συμφέροντα και διεθνή κέντρα πίεσης.

Πριν την απότομη τούμπα στο Στρασβούργο, οι κριτικές για την ΕΕ και οι ερωσκεπτικιστικές δηλώσεις που χαρακτήριζαν την ρητορεία του Γκρίλο, εγκαταλείφτηκαν ή αποσιωπήθηκαν σημαντικά, σε μια αναγκαία προσπάθεια να γίνει το κίνημα των 5 Αστέρων αποδεκτό στις κυρίαρχες τάξεις της ΕΕ, μετατρέποντας το από πρόβλημα, σε κάτι το οποίο πιθανά να αποδεικνυόταν χρήσιμο.

Η ΕΕ, στην μάχη με μια πρωτοφανή κρίση της ηγεμονίας των κυρίαρχων τάξεων σε πολλές χώρες, αναζητεί απεγνωσμένα για λύσεις, έστω προσωρινές, που θα οδηγήσουν την Ιταλία πίσω στο  πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που επιβάλλει η Τρόικα, μετά την απομάκρυνση του Μπερλουσκόνι ,τώρα μερικώς διακοπτόμενο από την ήττα του Ρέντσι στο συνταγματικό δημοψήφισμα και την παραίτηση του.

Ενδιαφέρον επίσης έχει το γεγονός ότι την Συμφωνία του Γκρίλο με τον Φερχοφστάτ, την αρνήθηκαν τα περισσότερα κόμματα που συμμετέχουν στην  ALDE, κατηγορώντας τα στελέχη M5S για τα πάντα ακόμα και για γελοίους.

Ο Γκρίλο και ο Κασαλέγκιο αντέδρασαν, εγκαταλείποντας παντελώς τα παλιά αντί-ΕΕ σλόγκαν όπως : κάτω η TTIP, να σταματήσουν τα μέτρα κατά της Ρωσίας. Την  ίδια στάση ακολούθησε ακόμα και ο πιο ακραία μετριοπαθής Ντι Μέο , προσπαθώντας να δώσει στο κόμμα του κάποιο πάτημα λογικής σε κάποια ζητήματα.

Τελικά η αποτυχία του εγχειρήματος εισαγωγής στην ομάδα των Φιλελεύθερων και Δημοκρατικών στο Στρασβούργο, υπογραμμίζει την έλλειψη αξιοπιστίας των δηλώσεων αυτών.

Παρότι το εγχείρημα ματαιώθηκε – με πρωτοβουλία των Φιλελεύθερων- , ο Γκρίλο έχει στείλει ξεκάθαρο μήνυμα σε αυτούς που ήθελε να τονίσει ότι : “είμαστε εδώ, και δεν είμαστε επικίνδυνοι ” Στο παρελθόν, πολλά κόμματα της αριστεράς ,ακόμα και ριζοσπαστικά όπως το Rifondazione Comunista της Ιταλίας ή ο Σύριζα στην Ελλάδα, ακλούθησαν ίδιες λογικές ,με τα καταστροφικά αποτελέσματα που όλοι γνωρίζουμε.

Θα ήταν όμως λάθος να εξετάσουμε μόνο την πολιτική πλευρά του ζητήματος, χωρίς να αναζητήσουμε ποιες είναι οι βάσεις πάνω στις οποίες οι ηγέτες των M5S στηρίζουν μια πρωτοβουλία εξαιρετικά αντιφατική , η οποία εναλλάσσεται μεταξύ μετριοπάθειας και ‘αντί-συστημικών’ μηνυμάτων.

Οι συνεχείς σεισμικές δονήσεις προκάλεσαν αρκετές εντάσεις και διαφωνίες μέσα στα όργανα του κινήματος  – μετά την αποχώρηση περίπου δώδεκα μελών του κογκρέσου και γερουσιαστών, τώρα ακόμη δυο μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εγκατέλειψαν τον Γκρίλο-,χωρίς όμως να επηρεάζουν ιδιαίτερα την εκλογική του δύναμη.

Παρότι η διαδικτυακή σύσκεψη για την απόφαση να αλλάξει ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, γνωστοποιήθηκε πολύ σύντομα, σχεδόν το 80% των περίπου 40 χιλιάδων υποστηρικτών του κινήματος, υποσχέθηκαν να ακολουθήσουν την απόφαση του ιδρυτή και κεντρικού προσώπου του κινήματος , παρά την έντονη κριτική από κάποιους επικεφαλείς του κόμματος.

Η πραγματικότητα είναι ότι οι συνεχείς συγκρούσεις και η αντιφατική φύση των επιλογών της κίνησης των 5 αστέρων, είναι η έκφραση της κοινωνικής βάσης που το κόμμα εκπροσωπεί: μια μικροαστική τάξη και μια ‘μεσαία τάξη’ (μικρούς επιχειρηματίες, εμπόρους, υπάλληλοι-ανώτερα στελέχη στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα , αυτοαπασχολούμενοι, νεολαία με ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης αλλά αβέβαιη, άνεργη ή ημιάνεργη. ), που καταπιέζονται από την οικονομική κρίση και τις αυταρχικές και αντιπατριωτικές πολιτικές που προωθεί η ΕΕ, βιώνοντας τα από την οικονομική υποβάθμιση της εκάστοτε τάξης.

Ο κοινωνικός παράγοντας επομένως, από μόνος του, δεν μπορεί να κάνει ριζοσπαστική και οργανική κριτική σε ένα σύστημα που κρίνει την ‘κακοδιοίκηση’ και προτείνει να την διαχειριστεί, με ταμπέλα την ειλικρίνεια, την ικανότητα και την αξιοπιστία.

Τελικά η ροπή προς την προλεταριοποίηση, η οποία έχει εδώ και καιρό ριζώσει, λόγο των διαδικασιών συγκέντρωσης του πλούτου και της δύναμης (που εν τέλει προκαλείται από τον συγκεντρωτισμό της ιεραρχίας στην ΕΕ και την διαμόρφωση μιας υπερ-εθνικής και ευρωπαϊκής μπουρζουαζίας) προκάλεσε την αντίδραση της ‘ μεσαίας τάξης’ η οποία με θυμό και αγανάκτηση, ευελπιστώντας να ανακτήσει το στάτους της, την οικονομική και πολιτική της δύναμη ,εναλλάχθηκε μεταξύ αντί-συστημικών μηνυμάτων και κομφορμιστικών και συντηρητικών ενστίκτων.( χωρίς ιδιαίτερη συντηρητική αντίδραση στο προσφυγικό ζήτημα).

Στα χαρακτηριστικά των ανατροπών της κοινωνίας, εκεί πρέπει να αναζητήσουμε τον «σκληρό πυρήνα» του κινήματος των 5 αστέρων και τις ασυνέχειες και αντιφάσεις του, και όχι στο χαρακτήρα των ηγετών της.

Η λαϊκή υποστήριξη του κινήματος των 5 αστέρων – η οποία δεν φαίνεται να έχει επηρεαστεί από τις συνεχείς τούμπες και τα παραπτώματα  των εθνικών ηγετών, ή τις επιπτώσεις από τη διακυβέρνηση σε τοπικό επίπεδο του M5S  στην Ρώμη- έχει πολύ πιο βαθιέ ρίζες από την βίαιη προλεταριοποίηση της μεσαίας τάξης, προκαλούμενη από την παγκοσμιοποίηση και την αναζωπύρωση αντιπατριωτικών, αυταρχικών, και ιμπεριαλιστικών χαρακτηριστικών στη  ΕΕ.

Πάνω σε αυτή την αντίφαση και την αδυναμία της μεσαίας τάξης να αναδείξει μια πραγματική εναλλακτική για τις εργαζόμενες τάξεις που ψήφισαν το M5S,είναι που πρέπει  οι Κομμουνιστές να αναδείξουν μια εναλλακτική και διαφορετική στρατηγική με διακύβευμα την έξοδο από την Ε.Ε.. Τέλος, οι Κομμουνιστές πρέπει να εξασκήσουν την ηγεμονία τους όχι μόνο στη εργατική τάξη αλλά και σε συγκεκριμένα κομμάτια της μεσαίας τάξης που αναζητούν την αλλαγή.

Η ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση σε κρίση

Κείμενο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Από το Brexit στο ιταλικό δημοψήφισμα και από την Λεπέν στον Τραμπ

Τα πυκνά γεγονότα του 2016, σε παγκόσμια κλίμακα, έρχονται να επιβεβαιώσουν μια υπαρκτή τάση της εποχής μας. Η οικονομική κρίση, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και οι κοινωνικές σχέσεις, σπρώχνουν σε μια ανάποδη πορεία από αυτή που χαράχτηκε και ακολουθήθηκε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Η παγκοσμιοποίηση αμφισβητείται, οι διακρατικές – υπερκρατικές ενώσεις μπαίνουν σε τροχιά κλυδωνισμών και η επιστροφή στα εθνικά σύνορα ή σε ενός τύπου εθνικό προστατευτισμό, είναι μια επιλογή που συζητιέται ανοικτά. Δεν σημαίνει ότι έτσι θα βαδίσουν τα πράγματα, ή ότι η τάση θα μετασχηματιστεί σε κατάσταση, σημαίνει όμως ότι τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά. Σε αυτή τη γενική αποσταθεροποίηση συνηγορεί η ανάδυση λαϊκιστικών, ξενοφοβικών πολιτικών εκφράσεων στον «πολιτισμένο» δυτικό κόσμο. Ταυτόχρονα όμως αυτή η τάση διαμορφώνεται από υπαρκτές κοινωνικές πολώσεις σε εθνικό επίπεδο, και αυτό διαμορφώνει στοιχεία στρατηγικής για μια Αριστερά που θέλει να είναι αντισυστημική.

Από το πέρασμα στο ενιαίο σύστημα κοινωνικών σχέσεων σε Δύση και Ανατολή, μετά και την τυπική κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την διάλυση της ΕΣΣΔ και του λεγόμενου σοσιαλιστικού στρατοπέδου, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ακολούθησε μια επιθετική στρατηγική. Είναι ο κύριος υπεύθυνος για μια σειρά πολεμικών αναμετρήσεων σε Μέση Ανατολή, Βαλκάνια, Ευρωπαϊκή Ασία. Η βίαιη είσοδος περιοχών στο ενιαίο σύστημα αγοράς και κοινωνικών σχέσεων πραγματοποιήθηκε παράλληλα με το πολιτικό – οικονομικό γεγονός που ήταν η ραγδαία εξάπλωση και η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού. Στην πραγματικότητα εμφανίζονται στοιχεία μιάς νέας εποχής, αυτής της αμερικάνικης ηγεμονίας και της πολιτικής οικονομίας του άγριου νεοφιλελευθερισμού, που αντικαθιστά τον κεϋνσιανισμό, το κράτος πρόνοιας, δικαίου κλπ. Η αρχή – παρ’ όλο που στην ιστορία δεν υπάρχουν αρχές αλλά τάσεις και διαδικασίες – βεβαίως έχει γίνει από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε βασικά σαν περίοδος της παγκοσμιοποίησης.

Η ιμπεριαλιστική και νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση τροποποίησε και τροποποιεί όλο το διεθνές οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και κράτησε 30 ένδοξα, όπως συνηθίζεται να λέγεται, χρόνια του καπιταλισμού. Να σημειώσουμε εδώ ότι η τέτοια τοποθέτηση βασίζεται και προνομιοποιεί τη δύση και τα χαρακτηριστικά της. Επί πολλά χρόνια, αν όχι αιώνες, η οπτική στη δημόσια σφαίρα είναι περισσότερο δυτικοκεντρική παρά πλανητική, αν και πλέον θα αναγκαζόμαστε όλο και περισσότερο να «βλέπουμε» το σύνολο. Για παράδειγμα σε μόνιμη γενική κρίση βρίσκεται η Αφρική στο σύνολό της, καθώς και πολλές περιοχές της Ασίας και της Ν.Αμερικής, την ίδια στιγμή που ορισμένα τμήματα των ίδιων περιοχών «εντάχθηκαν» στο παγκόσμιο σύστημα αυτήν την περίοδο και σημείωσαν οικονομική μεγέθυνση και όχι ύφεση. Βασικά όμως μιλάμε για παγκόσμια κρίση με αφορμή την κρίση των ανεπτυγμένων περιοχών κατα βάση του «δυτικού πολιτισμού».

Η αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης στα χρόνια 2000-2007 είχε περισσότερο ένα δικαιωματικό προσανατολισμό παρά ένα συνολικό ταξικό ή λαϊκό. Με την κρίση μια «παγκόσμια» αμηχανία έβαλε πέπλο σιωπής στα αντιπαγκοσμιοποιητικά κινήματα, δημιουργώντας ταυτόχρονα εθνικές κινήσεις και συζητήσεις για το ποιος έχει την ευθύνη ή ακόμα και το αν ή πώς δραπετεύεις από το υπάρχον πλαίσιο. Η συζήτηση παρέμεινε αναιμική και τα αποτελέσματα παραμένουν ανεπαρκή. Ωστόσο το βάθεμα και το άπλωμα της κρίσης δημιούργησαν μια γενική αμφισβήτηση για τρία πράγματα που αλληλοεξαρτώνται ως ένα βαθμό: α) Την παγκοσμιοποίηση και τον συνδεδεμένο με αυτή νεοφιλελευθερισμό, β) Το πολιτικό σύστημα και την δημοκρατία, γ) Την εθνική λαϊκή κυριαρχία και την κατάλυσή της. Όλο αυτό το φαινόμενο αμφισβήτησης παραμένει χωρίς προσανατολισμό και σχέδιο και πολύ περισσότερο χωρίς «θετική πρόταση». Αναζητούνται βεβαίως διαρκώς οριακές προτάσεις, που όμως είναι προτάσεις ρύθμισης του καπιταλισμού, και όχι προτάσεις και σχέδιο εξόδου από αυτόν.

Η πρώτη διεθνοποίηση (στις αρχές του περασμένου αιώνα πριν από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο) οδήγησε, -όχι βεβαίως απο μόνη της και αυτόματα- σε μία χρεωκοπία του τότε καπιταλισμού και σε μία μεγάλη -αν και προσωρινή όπως έδειξε η ιστορία- ήττα του. Η ανάπτυξη του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, η ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος, η συγκρότηση «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα έβαλαν όχι σε μία απλή ρύθμιση, αλλά σε ένα μεγάλο συμβιβασμό το κεφάλαιο με τις δυνάμεις της εργασίας.

Η περίοδος μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο ήταν μία περίοδος διαρκούς ευμάρειας-ευημερίας, ανάπτυξης που είχε και κοινωνικοπολιτικές συνέπειες. Δημιουργήθηκε μια πολυάριθμη μεσαία τάξη που ιδεολογικά-πολιτικά βοηθούσε στην ηγεμονία της αστικής τάξης μέσα από ένα μεγάλο πλέγμα συναινέσεων και όχι μόνο. Η σοσιαλδημοκρατία έκφραζε το πνεύμα συναίνεσης εκείνης της περιόδου καλύτερα από τα κλασσικά ρεπουμπλικάνικα-χριστιανοδημοκρατικά δεξιά κόμματα. Η κομμουνιστική αριστερά μετά το 1960 είτε αποκομμουνιστοποιήθηκε είτε περιθωριοποιήθηκε. Η αποκομμουνιστικοποίηση που κρατά έως τις μέρες μας διαλύοντας πλέον συλλογικότητες, προσπάθειες, αγωνιστές, δεν σήμαινε διάλυση της αριστεράς αλλά ενσωμάτωσή της στο σύστημα. Ο δικαιωματισμός, ο κοσμοπολιτισμός-ψευδοδιεθνισμός, ο εκσυγχρονισμός-μεταρρυθμιτισμός, η αποστροφή της ταξικής πολιτικής και η εγκατάλειψη της εργατικής τάξης με την ταυτόχρονη «ανακάλυψη» νέων υποκειμένων, στην ουσία υποδήλωναν ένα πράγμα. Ο καπιταλισμός και το πλαίσιό του ηγεμόνευε μέσα στον «αντίπαλό» του, δηλαδή στην ίδια την Αριστερά και στο εργατικό κίνημα. Αυτό το ιστορικό διάλλειμα και ο συμβιβασμός του συστήματος (τα λεγόμενα κοινωνικά συμβόλαια), που είχε προσωρινά χαρακτηριστικά, αντιμετωπίστηκε από την σοσιαλδημοκρατία και τμήματα της πάλαι ποτέ κομμουνιστικής Αριστεράς ως μια νίκη και επιβεβαίωση του καπιταλισμού και του δυναμισμού του, ως απόδειξη ότι δεν υπάρχει άλλο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης πιο συμβατό από τον καπιταλισμό, πολιτικό σύστημα πιο δημοκρατικό από την κοινοβουλευτική δημοκρατία, οικονομία εφικτή έξω από την έννοια της αγοράς. Όλα αυτά που εδραιώθηκαν μεταπολεμικά, σήμερα βρίσκονται σε αμφισβήτηση.

Δεν αποτελούσε εξαίρεση η Ελλάδα. Είναι πλέον σήμερα αυτονόητο οτι χωρίς τα παραπάνω δεν μπορούν να κατανοηθούν ούτε οι ευρωπαϊκές ιδέες και πορείες ούτε ο κοινοβουλευτισμός και ο κρατισμός. Η θεοποίηση του αντικειμενικού, ότι δηλαδή τα πράγματα πάνε έτσι και όχι αλλιώς, λόγω αντικειμενικών παραμέτρων και μονόδρομων και όχι λόγω επιλογών του κεφαλαίου και κοινωνικών σχέσεων ή συσχετισμών, συνοδευότανε από την έκσταση για τα θαύματα της επιστήμης και της τεχνολογίας και από τον κρυφό ή και φανερό χλευασμό της «ορθοδοξίας» του μαρξισμού ως μιας εκ των πραγμάτων αντιδημοκρατικής και «παράλογης» θεωρίας και πρακτικής. Σε αυτό το πλαίσιο την τιμητική της είχε η στοχοποίηση της περιόδου Στάλιν και Γ’ Διεθνούς, γιατί έτσι πιο εύκολα και διά της πλαγίας χτυπιόταν ο λενινισμός ή καλύτερα η επανάσταση.

Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι η ήττα της σημερινής Αριστεράς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο έχει βάθος και ρίζες. Και για να αντιμετωπιστεί πρέπει η τομή να είναι βαθιά. Η ήττα όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δυνάμεις ή ότι δεν γεννιούνται από την ίδια την μήτρα του συστήματος αντιθέσεις και όροι ανάπτυξης αντίπαλων δυνάμεων.

Η κρίση σαν ευκαιρία για το κεφάλαιο αδράχτηκε απο όλες τις δυνάμεις του και επιφέρει μια σειρά ανατροπές. Γεννά όμως και αντιστάσεις. Η σημαντική συρρίκνωση της μεσαίας τάξης, η φτωχοποίηση της εργατικής τάξης, ο εμπορικός πόλεμος που ‘χει θύματα και από την πλευρά του κεφαλαίου, έχει δημιουργήσει ένα ανθρώπινο υλικό, μια «παράταξη» ανόμοιων στρωμάτων και συμφερόντων, που όμως συμφωνεί σε κάτι κεντρικό. Δεν θέλει να χάσει άλλο από την παγκοσμιοποίηση. Ψελλίζει την ανάγκη ρύθμισης ή φωνάζει ενάντια στο παλιό πολιτικό σύστημα. Παρενθετικά, το ίδιο το πολιτικό σύστημα και η δημοκρατία του έχουν αλλάξει σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση.

Αυτή η «παράταξη ενάντια στην παγκοσμιοποίηση», που καθόλου δεν είναι σχηματοποιημένη και έχει εντελώς αντιφατικά χαρακτηριστικά, φωνάζει ενάντια στο σύστημα με μπόλικο πλέον θυμό. Αποτελείται στην οριακή πλειοψηφία της από χαμηλότερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα και μπορεί να διατηρεί συντηρητικές ιδεολογικές καταβολές. Διατηρεί ένα ορισμένο ταξικό ένστικτο αλλά δεν αναπτύσσει καμιά συνείδηση. Γι’ αυτό και η αντίθεσή του μπορεί να πάρει δύο μορφές.

Η πρώτη και η πιο εύκολη είναι η ροπή στη καταγγελία του «σάπιου πολιτικού συστήματος και σκηνικού» που κάτω από όρους μπορεί να παραπέμπει και στο φασισμό, στον ολοκληρωτισμό, ίσως στις τυφλές εξεγέρσεις. Ένας τέτοιος θυμός υπήρξε και μετά τη Βαϊμάρη στη Γερμανία γεννώντας τον φασισμό και τον ναζισμό. Οφείλουμε βεβαίως να μην ξεχνάμε πως στον μεσοπόλεμο, ενώ υπήρχαν οι υλικές-κοινωνικές-πολιτικές βάσεις για να υπάρξουν ρεύματα προς το φασισμό-ναζισμό, υπήρχε και μία άλλη οργάνωση και συνοχή της κοινωνίας (συνδικάτα, οργανώσεις, κομμουνιστικά κόμματα, πολιστικές λέσχες κλπ) που σήμερα δεν υπάρχει. Αυτό έχει σημασία – βάζει και καθήκοντα – γιατί ο κοινωνικός κατακερματισμός έχει οδηγήσει στη διάλυση των μορφών της κοινωνικής συνοχής και στην οικοδόμηση του εγώ-ατόμου, που κοροϊδεύεται και φλυαρεί περί ατομικών δικαιωμάτων, ενώ έχει απολέσει τα κοινωνικά του δικαιώματα (εργασία, παιδεία, υγεία κλπ).

Η δεύτερη μορφή αυτής της ετερόκλητης δύναμης -που συνιστά την πρόκληση της εποχής μας για την κομμουνιστική αριστερά- είναι ότι αυτό το δυναμικό θα μπορούσε να αποτελέσει τμήμα ενός μεγάλου κινήματος που θα ξεφεύγει από τον καπιταλισμό. Είτε το θέλουμε είτε όχι αυτό το «ρεύμα» έχει την εθνική βάση σαν αρχικό σημείο αναφοράς. Ο πραγματικός διεθνισμός του σήμερα είναι στον εθνικό χώρο να ανατραπεί το υπάρχον πολιτικό-οικονομικό και παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο και να συγκροτείται ένας διεθνισμός που ενώνει λαϊκές τάξεις και στρώματα υπερασπίζοντας τα συμφέροντά τους. Δε μπορεί να υπάρξει υπεράσπιση αυτών των συμφερόντων χωρίς ρήξη με αυτούς τους κανόνες, ρήξη με την παγκοσμιοποίηση. Αυτό το συμπέρασμα ορθώνεται αδιαμφισβήτητο τόσο από το παράδειγμα της Ελλάδας, όσο και από τα παραδείγματα της Λ. Αμερικής.Το δίπολο αντίσταση στην εθνική βάση – απεύθυνση για τη συγκρότηση διεθνούς κινήματος είναι η κατεύθυνση που οφείλει να προσανατολίζει τη δράση των κομμουνιστικών αριστερών προοδευτικών δυνάμεων. Η κατεύθυνση βέβαια απαιτεί πολύ περισσότερα προχωρήματα καθώς και απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα για το πώς υπάρχει η δυνατότητα μια ή περισσότερες χώρες να έρθουν σε ρήξη με διεθνές οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο και να εφαρμόσουν ένα σχέδιο που να είναι βιώσιμο και ταυτόχρονα ανθεκτικό στις πιέσεις του ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Η δύση ανησυχεί για τα εκτρώματά της (τα ακροδεξιά και φασιστικά μορφώματα που εμφανίζονται παντού και που δεν τολμά να τα ονομάσει) και τους δίνει τον τίτλο λαϊκιστικά, προσπαθώντας ταυτόχρονα να τα τσουβαλιάσει και με την ριζοσπαστική αμφισβήτηση) και την ίδια στιγμή βάζει στο στόχαστρο τον Φιντέλ Κάστρο, υπερασπιζόμενη τη δημοκρατία και την ειρήνη, που πολλαπλώς έχουν βιαστεί από τους καπιταλιστές και ιμπεριαλιστές. Ανησυχεί ο «δυτικός πολιτισμός» για το τι μπορεί να δημιουργηθεί από τα αριστερά και όχι για τις εκ δεξιών τερατογενέσεις. Η άνοδος των εθνικιστικών οργανώσεων και κομμάτων και μάλιστα η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας -προς το παρόν τουλάχιστον- είναι ελεγχόμενη, δηλαδή εντός πλαισίων. Στην Ευρώπη για παράδειγμα, κανένα από αυτά τα μορφώματα δεν θέτει καθαρά το ζήτημα της διάλυσης της ευρωζώνης και στην ουσία δεν θέτει κανένα αλλο σχεδιο οικοδόμησης και εθνικής συγκρότησης, παρα μόνο τον περιορισμό των συνεπειών στο έθνος – κράτος τους με τη λογική «να μη χασουμε εμείς». Κλασικό δείγμα τέτοιας συμπεριφοράς η αντιευρωπαϊκή δεξιά στη Μ. Βρετανία, με προεξάρχοντα τον λαϊκιστή Φάραντζ ο οποίος εξαφανίστηκε μετά το Brexit. Ο κίνδυνος για τη διάλυση της Ευρωζώνης δεν προέρχεται από την Αυστρία, ή από χώρες που κινδυνεύουν να αναδείξουν ακροδεξιές κυβερνήσεις, αλλά από τις δύο μεγάλες χώρες (Γερμανία – Γαλλία), από τις εκρηκτικές αντιφάσεις που πυροδοτεί η υπεράσπιση των συμφερόντων τους και από τις ίδιες τις ενδογενείς αντιθέσεις που έχει το οικοδόμημα της ευρωζώνης.

Στις μέρες μας και μετα την εκλογή Τραμπ τα ερωτήματα είναι πολλά. Τέλος της PAXAMERICANA και της αμερικάνικης μονοκρατορίας; Τέλος η αλλαγή στρατηγικών συμμαχιών για τις ΗΠΑ του Τραμπ; Θα προχωρήσει -μπορεί όμως;- σε ένα προσεταιρισμό των Ρώσων, στοχοποιώντας κεντρικά την Κίνα, προσπαθώντας να την πολεμήσει εμπορικά, νομισματικά, ενεργειακά; Τέλος των υπαρχόντων συνόρων στην περιοχή της Μ. Ανατολής και ποια νέα ισορροπία μπορεί να επιτευχθεί και ποιο βάθος χρόνου ύπαρξης μπορεί να έχει; Οδεύουμε σε μια μικρή επιστροφή στην εθνική βάση – τουλάχιστον των ιμπεριαλιστικών μεγάλων δυνάμεων – που θα σημαίνει και μια ανάπαυλα ή στασιμότητα της ανάπτυξης του καπιταλισμού σε άλλες περιοχές; Θα υπάρξει τέλος των διατλαντικών συμφωνιών εμπορίου ή πάγωμά τους και επαναδιαπραγμάτευση; Προφανώς αυτή τη στιγμή πέραν της πίεσης ή της στοχοποίησης της Κίνας από τις ΗΠΑ, πιέζεται και η ΕΕ (ακόμη κι αν η Μέρκελ προβάλλει σαν το «αντίπαλο δέος» και παγκόσμιος εξισορροπιστής του Τραμπ στην Ευρώπη), ενώ στην Ανατολή τον ρόλο αυτό αγκομαχεί να αναλάβει η Ιαπωνία.

Στην περιοχή μας τα πράγματα θα αλλάξουν. Ισορροπίες, σύνορα, συμμαχίες, κρατικές οντότητες, εθνικές φιλοδοξίες κλπ. Αυτό βέβαια δεν θα γίνει άμεσα. Θέλει τον χρόνο του, έχει τους ρυθμούς του. Όμως αυτό που δεν θα αλλάξει –γιατί επί της ουσίας δεν αμφισβητείται- είναι οι σχέσεις εκμετάλλευσης αλλά και οι σχέσεις μεταξύ κυρίαρχων κρατών και κυριαρχούμενων, στο βαθμό που δεν υπάρχει το πραγματικό αντίπαλο δέος. Η δε περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου θα παραμένει εύφλεκτη και διαρκώς ευάλωτη όσο δεν αναδύονται μαζικά και γνήσια λαϊκά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα. Η περίπτωση της Συρίας είναι ενδεικτική του κενού αλλά και των καταστροφικών του επιπτώσεων.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ιταλία είναι μια ακόμα ρωγμή στην ιμπεριαλιστική και νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που στην Ευρώπη εκφράζεται και συμβολοποιείται με την ευρωζώνη και την ΕΕ. Προστίθεται στο βρετανικό ΟΧΙ, εμφανίζει παραπλήσια κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά. Το ιταλικό ΟΧΙ δεν είναι ενα καθαρό όχι στην ευρωζώνη παρόλο που περιέχει και υποστηρίχθηκε απο δυνάμεις που καθαρά θέτουν το ζήτημα της αποχώρησης απο το ευρώ. Είναι όμως μια ρωγμή που μαζί με το BREXIT δημιουργούν πονοκέφαλο στο διευθυντηριο Βερολίνου-Βρυξελλών. Αποτελεί και μια ευκαιρία και για την Ελλαδική μας περίπτωση να αυξηθεί ο προβληματισμός και να τεθεί με διαφορετικούς όρους η αποδέσμευσή μας απο Ευρώ και ΕΕ. Το ιταλικό ΟΧΙ υποστηρίχθηκε από πληβεία ταξικά στρώματα (βλ. Ιταλικό Νότο αλλά και τις εργατικές ομοσπονδίες) ενώ βρήκε αντιμέτωπό του τον ιταλικό σύνδεσμο βιομηχάνων καθώς και όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα (ντόπιο και διεθνές). Ο φόβος μάλιστα βρίσκεται ακριβώς εκεί, στην καρδιά του κτήνους, δηλαδή στο τραπεζικό σύστημα που στην Ιταλία παραπαίει και μπορεί να δημιουργήσει αλυσιδωτές κρίσιμες καταστάσεις στην ΕΚΤ και βεβαίως σε όλες τις τράπεζες της ευρωζώνης. Οι πολιτικές δυνάμεις του ΟΧΙ δεν είναι ουτε όμοιες ούτε εχουν το ίδιο πρόγραμμα (η ακροδεξιά λίγκα καθως και ο δεξιός Μπερλουσκόνι δεν μοιάζουν σε τίποτα με την ιταλική αριστερά ή τα εργατικά συνδικάτα). Το κεντρικό όμως είναι ότι υπάρχει και καταγράφεται διαρκώς ενας δυναμικός ευρωσκεπτικισμός που ασφυκτιά να εκφραστεί.

Τα ελπιδοφόρα ΟΧΙ των λαών εκφράζουν την υλική, πραγματική βάση που έχει η μαζική αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση και τον νεοφιλελευθερισμό. Πολιτικά φαινόμενα σαν την εκλογή Τραμπ ή την εδραίωση Λεπέν πατούν σε αυτή την υλική βάση, δεν έχουν όμως τίποτα το θετικό. Αποτελούν πισωγύρισμα για την εργαζόμενη πλειοψηφία καθώς στέκονται στο έδαφος ενός νεοφιλελευθερισμού των «εθνικών ορίων». Αποτελούν όμως επιβεβαίωση της γνωστής ρήσης ότι το κενό δεν διαρκεί πολύ, καλύπτεται από κάποιους, αν κάποιοι άλλοι δεν πάρουν τις αναγκαίες και βαθιές πρωτοβουλίες για να το καλύψουν. Σήμερα αναζητείται μια Αριστερά που να μπορεί να αντιληφθεί τις υπαρκτές και εν δυνάμει θετικές κοινωνικές διεργασίες, να προχωρήσει σε θεωρητική και πολιτική τομή με ένα παρελθόν που βαρύνεται από την αποδοχή της παγκοσμιοποίησης, να ηγηθεί ενός νέου και πιο ουσιαστικού κύκλου αγώνων ενάντια στην ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση και στις σχέσεις κυριαρχίας που περιλαμβάνει, γενικεύοντας ταυτόχρονα το θέμα της χρεοκοπίας του καπιταλισμού.

Σε αναμονή πολιτικών εξελίξεων η Ιταλία

Λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες και η Ιταλία προετοιμάζεται για το δημοψήφισμα που θα καθορίσει το μέλλον της αναθεώρησης του ιταλικού συντάγματος του 1947. Σωματεία και οργανώσεις προετοιμάζονται για την αυριανή ψηφοφορία στην οποία η κυβέρνηση Ρέντσι, το σύνολο των ΜΜΕ καθώς και τα ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων όλων των κλάδων εχουν ταχθεί υπέρ του ναι. Αντίθετα, οργανώσεις της αριστεράς, σωματεία βάσης όπως το UBS και τα λαικά στρώματα θα εκφραστούν μέσω του ΟΧΙ.

italia savvato 1

Το δημοψήφισμα έχει μετατραπεί σε ψήφο αποδοκιμασίας του Ρέντσι, της πολιτικής της λιτότητας και της των πολιτικών της ΕΕ της οποίας η παρούσα κυβέρνηση είναι ο κύριος εκφραστής. Το ΟΧΙ σημειώνει ένα οριακό προβάδισμα μέχρι στιγμής αλλά καθοριστική θα είναι η ψήφος των αναποφάσιστων. Ο συντονισμός NO! SocialPlatform, στον οποίο συμμετέχουν το Δίκτυο Κομμουνιστών και το σωματείο USB διεξάγει καμπάνια υπερ του ΟΧΙ συνδέοντας τις προοδευτικές δυνάμεις που επιθυμούν την απομάκρυνση του Ρέντσι μέσω ενός βροντερού ΟΧΙ. Το μιντιακό κατεστημένο σύσσωμο στηρίζει το ναι και εδώ και εβδομάδες έχει εξαπολύσει εκστρατεία εκφοβισμού της κοινωνίας για τα δεινά που θα έρθουν σε περίπτωση ανάδειξης ενός ισχυρού ΟΧΙ. Μέχρι και ο Ρέντσι έχει δηλώσει πως σε ήττας του ναι θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση. Μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του ναι και του ΟΧΙ θα κάνει πιο σίγουρη την ανατροπή της κεντροαριστερής κυβέρνησης.

Εκτός της αριστεράς, η φασιστική δεξιά και η ακροδεξιά έχουν τοποθετηθεί υπερ του ΟΧΙ προβάλλοντας ταυτόχρονα αντι-μεταναστευτική ατζέντα και χρησιμοποιώντας την αντίθεση τους στην ΕΕ εργαλειακά σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουν τα λαϊκά στρώματα τα οποία έχουν πληγεί από τις πολιτικές των τελευταίων κυβερνήσεων και ειδικότερα από τις μεταρρυθμίσεις στα εργασιακό, στην υγεία και την εκπαίδευση. Μάλιστα ο Ρέντσι χρησιμοποίησε σαν επιχείρημα υπερ του ναι και επιχείρησε να ταυτίσει την αριστερά με την ακροδεξιά λόγω της αντίθεσης τους στην αναθεώρηση του συντάγματος. Πάντως, σε πρόσφατη αντι-συγκέντρωση κατά των εγκαινίων φασιστικού παραρτήματος της CASAPOUND σε προάστιο της Ρώμης δεκάδες αντιφασίστες συνελήφθησαν από την αστυνομία και αντιμετωπίζουν βαριές κατηγορίας, αποδεικνύοντας ότι τα φασιστικά κόμματα αν και εμφανίζονται αντί-συστημικά παραμένουν τα «αγαπημένα» παιδιά του συστήματος.

italia savvato 2

Είναι αναγκαίο την Κυριακή να εκφραστεί ένα ισχυρό ΟΧΙ κατά της συνταγματικής αναθεώρησης η οποία οδηγεί σε ακόμα ένα πιο ισχυρό-συγκεντρωτικό κράτος με μόνο σκοπό να εφαρμόζει τις οδηγίες των τεχνοκρατών των Βρυξελλών πιο αποτελεσματικά και να πλήττει τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Είναι ακόμα πιο σημαντικό την νίκη αυτήν να μην την καρπωθούν οι φασίστες αλλά ένα προοδευτικό-αριστερό μέτωπο που θα ηγηθεί την επόμενη μέρα της ήττας του ευρωπαϊσμού και θα μπορέσει να οδηγήσει αυτό το ΟΧΙ σε ένα πραγματικό ΟΧΙ όλων των λαών ενάντια στην φτώχεια, την υποτέλεια και τον πόλεμο, ενάντια στην ΕΕ και στο ευρώ.

Για το antapocrisis.gr, Άλεξ Μπουμπουκιώτης και Κώστας Χαιρόπουλος.

Ιταλικό Δημοψήφισμα: επιστροφή στον 19ο αιώνα (;)

Την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου οι ιταλοί θα προσέλθουν στις κάλπες για να απαντήσουν, μονολεκτικά, αν θα αποδεχθούν ή όχι μια συνταγματική μεταρρύθμιση. Μια μεταρρύθμιση το περιεχόμενο της οποίας έχει συσκοτιστεί συστηματικά, όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας.

Η κυβέρνηση Ρέντζι, σε αγαστή συνεργασία με τον ιταλικό ΣΕΒ, την ΕΕ, τον Γιούνκερ και τον Σόιμπλε, τον αμερικανό πρέσβη κι άλλους δημοκρατικούς θεσμούς και ευαγή ιδρύματα, προσπάθησε να αλλάξει την συζήτηση. Η κυβέρνηση, καθόλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας μοίρασε λεφτά και υποσχέσεις (θα τα πάρει πίσω, στο πολλαπλάσιο, στις 5 του μήνα), κατηγόρησε τους αντιπάλους της ως φασίστες και αντιδημοκράτες (υπέρ του ΟΧΙ είναι η Εθνική Ένωση Παρτιζάνων και όλοι οι εν ζωή πρόεδροι και αντιπρόεδροι του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας), ως εκπροσώπους του «κατεστημένου» (9 στους 10 διευθύνοντες σύμβουλοι επιχειρήσεων, σύμφωνα με δημοσκόπηση της εφημερίδας Il Sole 24 ore είναι με το ΝΑΙ). Με μια πρωτότυπη καμπάνια, η οποία περιείχε όλα όσα ακούσαμε στην χώρα μας, τις μέρες του δημοψηφίσματος του 2015, προσπάθησε να εκφοβίσει και να εκβιάσει τους ιταλούς πολίτες. Αν βγει το ΟΧΙ θα ανέβουν τα σπρεντ, θα χάσουμε κάθε αξιοπιστία στην Ευρώπη, όλοι θα μας λένε τεμπέληδες και προνομιούχους, θα πεθαίνουν οι καρκινοπαθείς στα νοσοκομεία, θα έρθει επιδημία ηπατίτιδας (ναι, είναι αλήθεια, ειπώθηκε κι αυτό….).

Μια τέτοιου είδους καμπάνια υπέρ του ΝΑΙ, οργανωμένη από έναν πρώην σύμβουλο του Ραχόι, του Κάμερον και του Ομπάμα, ήταν μάλλον αναμενόμενη, από τη στιγμή που καμία εκστρατεία που να προβάλλει τα θετικά της προτεινόμενης συνταγματικής μεταρρύθμισης δεν ήταν εφικτή. Κάτι πολύ λογικό, αν σκεφτεί κανείς ποιο είναι το επίδικο: η περιστολή της δημοκρατίας.

Ας πάμε ένα βήμα πίσω, κι ας κοιτάξουμε τί ήταν το ιταλικό σύνταγμα. Ήταν ο καρπός μιας συντακτικής εθνοσυνέλευσης του συνόλου των αντιφασιστικών δυνάμεων. Ήταν το προϊόν της συναίνεσης μεταξύ κομμουνιστών, σοσιαλιστών, φιλελεύθερων και χριστιανοδημοκρατών. Ήταν το κείμενο που γράφτηκε από τους σημαντικότερους ιταλούς πολιτικούς και νομικούς της δεκαετίας του 1940. Όχι μόνο γράφτηκε, αλλά και έγινε αντικείμενο επιμέλειας και φιλολογικής επεξεργασίας, διότι, κάποτε, κάποιοι άνθρωποι, ήθελαν κάποια θεμελιώδη κείμενα, όπως είναι οι συνταγματικές χάρτες, να είναι απλά, κατανοητά από όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, και ταυτόχρονα υφολογικά άψογα. Το τελευταίο δεν είναι μια λεπτομέρεια, αν σκεφτεί κανείς ότι τα 43 προς αναθεώρηση άρθρα είναι, τώρα, γραμμένα, σκοπίμως, κατά τρόπον ώστε να μην διαβάζονται. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί είναι διατυπωμένα σαν να ήταν κανονικοί νόμοι, δηλαδή με εσωτερικές και εξωτερικές παραπομπές, αλλά δεν διαθέτουν καν συνοχή, ενώ κάποια συγκρούονται σκοπίμως και μεταξύ τους.

Τι σημαίνει, όμως, λιγότερη δημοκρατία; Σημαίνει, καταρχάς, λιγότερος έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας, αύξηση των αρμοδιοτήτων της κεντρικής κυβέρνησης, αφαίρεση αρμοδιοτήτων από την τοπική αυτοδιοίκηση, κατάργηση, όχι της Γερουσίας αλλά των γερουσιαστών.

Ας κοιτάξουμε λίγο αυτό το τελευταίο. Με την προτεινόμενη αναθεώρηση δεν καταργείται απλά το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα, η Γερουσία, αλλά αντικαθίστανται οι εκλεγμένοι γερουσιαστές από ένα (αριθμητικά μειωμένο) σώμα διορισμένων περιφερειαρχών και περιφερειακών συμβούλων, οι οποίοι έτσι μετατρέπονται σε «γερουσιαστές του σαββατοκύριακου», αφού μόνο τότε μπορούν να αφήνουν τα καθήκοντά τους στα αξιώματα για τα οποία εξελέγησαν από τους πολίτες. Η δικαιολογία είναι ότι, με αυτό τον τρόπο, γίνεται εξοικονόμηση πόρων και… χρόνου ως προς την νομοθέτηση. Παρόλα τα ψέματα που πουλάει η κυβέρνηση Ρέντζι, βέβαια, περί δήθεν εξοικονόμησης δισεκατομμυρίων από αυτή την κίνηση, το πραγματικό όφελος είναι της τάξης των 30 εκατομμυρίων (σε έναν προϋπολογισμό 800 δισεκατομμυρίων). Στην πραγματικότητα, η μετα-«δημοκρατία» του Ρέντζι ξεμπερδεύει με ένα «ενοχλητικό» νομοθετικό σώμα, το οποίο συχνά μπλόκαρε νομοθετήματα.

Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, πίσω από αυτή και όλες τις υπόλοιπες αλλαγές, προβάλλει ένα συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο, βέβαια, δεν είναι καθόλου «νέο» ή «εκσυγχρονιστικό». Η πρόταση Ρέντζι ολοκληρώνει, επιτέλους, ό,τι τα ιταλικά πολιτικά κόμματα δεν κατόρθωσαν να κάνουν, τουλάχιστον από το 1982. Ο σκοπός δεν είναι άλλος από μια πολιτειακή αλλαγή. Για την θέσπιση ενός είδους προεδρικής δημοκρατίας, χωρίς όμως τα θεσμικά αντίβαρα που προβλέπονται στις υπόλοιπες προεδρικές δημοκρατίες, παγκοσμίως. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, βέβαια, για το ότι καμιά σοβαρή πολιτική δύναμη δεν θα επιθυμούσε να «χαρίσει» στον αντίπαλό της, εάν εκείνος κέρδιζε τις εκλογές, τόσο μεγάλη δύναμη, οι προηγούμενες προσπάθειες συνταγματικής μεταρρύθμισης εγκαταλείφθηκαν στο μέσον.

Από ποιον θα ελέγχεται, λοιπόν, η εκτελεστική εξουσία, σύμφωνα με την πρόταση Ρέντζι; Είπαμε προηγουμένως ότι δεν θα ελέγχεται από μια (δοτή) Γερουσία. Δεν θα ελέγχεται, ούτε από τις Ανεξάρτητες Αρχές, τις οποίες θα διορίζει η ίδια. Δεν θα ελέγχεται από το Συνταγματικό Δικαστήριο, παρά μόνο εκ των υστέρων, μετά από χρόνια, δηλαδή όταν πλέον δεν θα υπάρχει επίδικο.

Ας ανοίξουμε μια, διόλου ασήμαντη, παρένθεση, για να απαντήσουμε εδώ, από ποιον θα εκλέγεται η κυβέρνηση. Διότι, η πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης συνδυάζεται, εμμέσως πλην σαφώς, και με έναν συγκεκριμένο εκλογικό νόμο, ο οποίος δίνει την απόλυτη πλειοψηφία σε ένα κόμμα το οποίο έχει λάβει στις εκλογές, υπολογίζοντας και τα ποσοστά της αποχής, την ψήφο 1 στους 7 ή 8 πολίτες. Δηλαδή, με ένα ποσοστό λίγο πάνω από το 20% εκλέγεις έναν παντοδύναμο και ανεξέλεγκτο πρόεδρο της κυβέρνησης, ο οποίος μόνο κατ’ όνομα θα ονομάζεται πρωθυπουργός. Πρωθυπουργός, βέβαια, ο οποίος εκλέγεται με δεύτερο γύρο, και άρα, ουσιαστικά, απευθείας από τον λαό, όπως προβλέπει ο σημερινός εκλογικός νόμος.

Δεν πρόκειται για ένα λεκτικό παιχνίδι, για ένα στενό ζήτημα ορισμών: Ως γνωστόν, στις τυπικές, φιλελεύθερες προεδρικές δημοκρατίες, ο πρόεδρος εκλέγεται ξεχωριστά από την νομοθετική εξουσία. Στην πιο γνωστή προεδρική δημοκρατία, μάλιστα, στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος συχνά δεν ελέγχει καν τα δυο νομοθετικά σώματα, εκ των οποίων, επιπροσθέτως, το ένα, η Γερουσία, εκλέγεται όχι όλη μαζί αλλά κατά 1/3 κάθε δυο χρόνια, ενδιαμέσως δηλαδή της προεδρικής θητείας. Στην περίπτωση της Ιταλίας του Ρέντζι, βέβαια, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, με το τέχνασμα ότι πρόκειται περί προεδρευόμενης, κι όχι προεδρικής δημοκρατίας.

Θα μπορούσε, κανείς, να σκεφτεί ότι στην γειτονική μας χώρα, εξαιτίας και ιστορικών λόγων, πολλές και σημαντικές αρμοδιότητες έχουν περιέλθει, εδώ και χρόνια, στην τοπική αυτοδιοίκηση. Πράγματι. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η συνταγματική μεταρρύθμιση που προτείνεται τις μεταφέρει στην κεντρική κυβέρνηση. Αρμοδιότητες που σχετίζονται με υποδομές, μεταφορές, προστασία του περιβάλλοντος, εργασιακά, ίδρυση επιχειρήσεων, «προστασία της ανταγωνιστικότητας», οτιδήποτε αφορά ζητήματα «στρατηγικής σημασίας» περιέρχονται στην κεντρική κυβέρνηση. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά σε κάθε περίπτωση εναπομείνασας αρμοδιότητας, η κυβέρνηση έχει δικαίωμα να νομοθετήσει διαφορετικά ενώ, ταυτόχρονα, υπερισχύει η κοινοτική νομοθεσία του ιταλικού συντάγματος.

Μια τέτοιου είδους πολιτειακή αλλαγή, λοιπόν, προβάλλεται ως μεταρρύθμιση, εκσυγχρονισμός και εξοικονόμηση πόρων. Για ποιον εκσυγχρονισμό, βέβαια, μιλάμε, όταν, για παράδειγμα, η προτεινόμενη μορφή Γερουσίας υπήρξε, κάποτε, στην Ιταλία, το 1848, θεσπισμένη κατόπιν παραχώρησης στους υπηκόους του, από τον βασιλιά Κάρλο Αλμπέρτο; Οι ιταλοί συνταγματολόγοι το γνωρίζουν, γι’ αυτό άλλωστε ο Ρέντζι, στους καταλόγους με υπογραφές (πλούσιων και διάσημων….) υποστηρικτών του ΝΑΙ, δεν κατόρθωσε να βρει ούτε έναν σοβαρό νομικό.

Εκατό χρόνια μετά τον Κάρλο Αλμπέρτο, το 1948, γράφτηκε ένα άλλο σύνταγμα για να αντικαταστήσει το δικό του, το οποίο, κατά την ρήση που υπάρχει σε κάθε εγχειρίδιο ιταλικής συνταγματικής ιστορίας προέβλεπε τον ορισμό από τον βασιλιά ακόμα και του αλόγου του, στη θέση του πρωθυπουργού. Το ισχύον ιταλικό σύνταγμα, το τελευταίο θεσμικό κατάλοιπο της αντιφασιστικής νίκης, παρά τις 43 μικρότερες αναθεωρήσεις που έχει υποστεί, θεωρείται πλέον από την κυρίαρχη πολιτική τάξη, της Ιταλίας αλλά και της Ευρώπης, επικίνδυνο. Ίσως και να είναι, αν θυμηθεί κανείς τα λόγια ενός εκ των συντακτών του, του Πιέρο Καλαμαντρέι:

«Όταν σας έλεγα προηγουμένως ότι [το Σύνταγμα μας] είναι ένα άψυχο χαρτί, δεν έλεγα αλήθεια. Όχι, δεν είναι ένα άψυχο χαρτί, είναι μια διαθήκη, μια διαθήκη εκατό χιλιάδων νεκρών. Αν θέλετε να δείτε πού γεννήθηκε το Σύνταγμά μας, πηγαίνετε στα βουνά, εκεί όπου έπεσαν οι αντάρτες, στις φυλακές που κλείστηκαν, στα χωράφια που τους κρέμασαν. Οπουδήποτε σκοτώθηκε ένας ιταλός προασπίζοντας την ελευθερία και την αξιοπρέπεια, πηγαίνετε εκεί, νέοι μου, έχοντας κατά νου ότι εκεί γεννήθηκε το Σύνταγμά μας».

Αυτός ακριβώς είναι ο κόσμος που δεν θέλουν.

Πηγή: Red notebook