Άρθρα

Οι ΗΠΑ ξεκαθαρίζουν ότι στόχος τους είναι να “αποδυναμώσουν” τη Ρωσία

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποκάλυψαν τη Δευτέρα λίγο περισσότερο τους απώτερους στόχους τους στην Ουκρανία, λέγοντας για πρώτη φορά ότι στοχεύουν στην “αποδυνάμωση” των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ρωσίας ως αποτέλεσμα του πολέμου.

“Θέλουμε να δούμε τη Ρωσία να αποδυναμώνεται σε βαθμό που να μην μπορεί να κάνει τα πράγματα που έκανε με την εισβολή στην Ουκρανία”, δήλωσε ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Όστιν σε συνέντευξη Τύπου στην Πολωνία μετά την επιστροφή του από αιφνιδιαστική επίσκεψη στην Ουκρανία. “Έχει ήδη απωλέσει πολλές στρατιωτικές ικανότητες και έχει χάσει πολλά στρατεύματά της, ειλικρινά, και θέλουμε να τους δούμε να μην έχουν τη δυνατότητα να αναπληρώσουν πολύ γρήγορα αυτή την ικανότητα”.

Ο Όστιν συνοδευόταν στο ταξίδι του στην Ουκρανία από τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν.  “Όσον αφορά τους πολεμικούς στόχους της Ρωσίας, η Ρωσία αποτυγχάνει. Η Ουκρανία πετυχαίνει”, δήλωσε ο Μπλίνκεν στη συνέντευξη Τύπου. “Η Ρωσία έχει ως κύριο στόχο να υποτάξει πλήρως την Ουκρανία, να αφαιρέσει την κυριαρχία της, να αφαιρέσει την ανεξαρτησία της. Αυτό απέτυχε.”

Στη συνέχεια, ο Μπλίνκεν άφησε να εννοηθεί ότι στόχος των ΗΠΑ είναι να απομακρύνουν τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν από την εξουσία. Είπε:

“Η στρατηγική που έχουμε θέσει σε εφαρμογή – μαζική υποστήριξη της Ουκρανίας, μαζική πίεση κατά της Ρωσίας, αλληλεγγύη με περισσότερες από 30 χώρες που συμμετέχουν σε αυτές τις προσπάθειες – έχει πραγματικά αποτελέσματα. Το συμπέρασμα είναι το εξής: Δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί το υπόλοιπο αυτού του πολέμου, αλλά ξέρουμε ότι μια κυρίαρχη ανεξάρτητη Ουκρανία θα υπάρχει για πολύ περισσότερο καιρό απ’ όσο ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα βρίσκεται στη σκηνή.”

Τι λέει η Ρωσία

Η Ρωσία λέει ότι ο στόχος της δεν ήταν ποτέ να πάρει τον έλεγχο της Ουκρανίας, αλλά να υπερασπιστεί τους ρωσόφωνους στην ανατολική περιοχή του Ντονμπάς, οι οποίοι έχουν πολεμήσει σε έναν 8ετή εμφύλιο πόλεμο ανεξαρτησίας εναντίον της Ουκρανίας, αφού αντιστάθηκαν στην υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ αντισυνταγματική αλλαγή κυβέρνησης το 2014.

Η Μόσχα λέει ότι “αποστρατιωτικοποιεί” την Ουκρανία και την “αποναζιστικοποιεί” από τις νεοφασιστικές ομάδες που συμμετείχαν στην ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης το 2014 και στον πόλεμο στο Ντονμπάς. Η Δύση λέει ότι η Ουκρανία κερδίζει τον πόλεμο από τότε που άρχισε στα τέλη Φεβρουαρίου. Ισχυρίζεται ότι οι ουκρανικές δυνάμεις νίκησαν μια ρωσική απόπειρα κατάληψης του Κιέβου.

Αλλά η Ρωσία λέει ότι δεν είχε ποτέ πρόθεση να καταλάβει την πρωτεύουσα και ότι είχε σταθμεύσει τις δυνάμεις της έξω από την πόλη μόνο ως αντιπερισπασμό για να καθηλώσει τις ουκρανικές δυνάμεις, ενώ η Ρωσία αγωνιζόταν για να αποκτήσει τον έλεγχο της Μαριούπολης στα νότια.  Η Ρωσία λέει ότι αποσύρει τα στρατεύματά της από το Κίεβο για να συμμετάσχουν στη μάχη για το Ντονμπάς.

Παρακώλυση της Ρωσίας

Ο Όστιν δεν διευκρίνισε πώς οι ΗΠΑ θα επιτύχουν τον στόχο της “αποδυνάμωσης” της “ικανότητας της Ρωσίας να αναπληρώσει πολύ γρήγορα αυτή τη [στρατιωτική] ισχύ”, χωρίς άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση με τη Ρωσία.  Το Πεντάγωνο έχει φρενάρει τη ρητορική στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, ρητορική που καλλιεργήθηκε και από ορισμένους βουλευτές σχετικά με την άμεση παρέμβαση του ΝΑΤΟ στον πόλεμο, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια σύγκρουση ΗΠΑ-Ρωσίας που θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε χρήση πυρηνικών όπλων.  Οι δυτικές κυρώσεις θα μπορούσαν να αναστείλουν τη στρατιωτική βιομηχανία της Ρωσίας, καθώς φαίνεται ότι εξαρτάται από τις εισαγωγές δυτικής τεχνολογίας.

Το σχέδιο των ΗΠΑ φαίνεται να είναι να συνεχίσουν να κατακλύζουν την Ουκρανία με οπλικά συστήματα και πυρομαχικά, καθώς και με ξένους μαχητές, για να παρατείνουν τον πόλεμο αρκετά ώστε να αιμορραγήσει η Ρωσία, φτιάχνοντας ένα ρωσικό “Βιετνάμ” για να ρίξει τον Πούτιν.

Τα σχόλια του Όστιν είναι η σαφέστερη ένδειξη των στόχων των ΗΠΑ για τη Ρωσία μέσω ενός πολέμου δι’ αντιπροσώπων στην Ουκρανία από τότε που ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δήλωσε στην Πολωνία στις 26 Μαρτίου: “Για όνομα του Θεού, αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία”, αναφερόμενος στον Πούτιν. Ο Μπάιντεν δήλωσε επίσης σε δύο περιπτώσεις ότι ο λόγος των οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας δεν ήταν ποτέ να αποτραπεί μια εισβολή, αλλά να ξεσηκωθεί ο ρωσικός λαός κατά της κυβέρνησής του.

Στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ χρειάζονταν την εισβολή για να ξεκινήσουν τον οικονομικό και πληροφοριακό πόλεμο εναντίον της Ρωσίας. Προκάλεσαν την εισβολή, απορρίπτοντας τις προτάσεις της Ρωσίας για την απομάκρυνση των στρατευμάτων και των πυραύλων του ΝΑΤΟ από την Ανατολική Ευρώπη, παρόλο που η Ρωσία απειλούσε με πόλεμο. Οι ΗΠΑ αγνόησαν τις συμφωνίες του Μινσκ για την επίλυση του εμφυλίου πολέμου στο Ντονμπάς και δεν εμπόδισαν την Ουκρανία να ξεκινήσει επίθεση εκεί στα τέλη Φεβρουαρίου, παρασύροντας τη Ρωσία να εισβάλει.

Η παράταση του πολέμου όσο το δυνατόν περισσότερο – ο Μπλίνκεν δήλωσε πριν από δέκα ημέρες ότι θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους – είναι μέρος της παγίδας που έχουν στήσει οι ΗΠΑ για τη Ρωσία, παρόμοια με εκείνη που παραδέχθηκε ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Κάρτερ Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι ότι έστησε στο Αφγανιστάν για να ρίξει τη Σοβιετική Ένωση προκαλώντας το “Βιετνάμ” της, όπως ακριβώς οι ΗΠΑ στοχεύουν να ανατρέψουν τον Πούτιν.

Πηγή: Consortium News

Μετάφραση: antapocrisis

Η διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και η Ουκρανία

Αναδημοσιεύουμε τον Πρόλογο και το Πρώτο κεφάλαιο από το βιβλίο του Βασίλη Λιόση «Η διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και η Ουκρανία». Πρόκειται για μια επισκόπηση των δεξαμενών σκέψης και των πρακτικών των αμερικανικών κυβερνήσεων διαχρονικά, με έμφαση στη σύγχρονη περίοδο.

Ολόκληρο το βιβλίο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.

Πρόλογος

Η Ουκρανία αποτελεί ένα από τα πλέον σύνθετα ζητήματα που έχουν προκύψει συνολικά στον 20ο και 21ο αιώνα. Μία βασική παράμετρος του πολέμου σήμερα είναι ο αμερικανικός παράγοντας (και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά;). Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι μία ανασκόπηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από τότε που οι ΗΠΑ έγιναν η πρώτη ιμπεριαλιστική δύναμη στον κόσμο, φτάνοντας στο σήμερα. Δεν θα αποφύγουμε, βεβαίως, μία μικρή έστω αναφορά και για την πριν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο Αμερική. Ειδικά για την τωρινή φάση θα επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τη στάση της αμερικανικής πλευράς στο ουκρανικό. Σε ένα μικρό κείμενο για ένα τόσο τεράστιο θέμα είναι αυτόδηλο πως δεν μπορούν να καλυφθούν όλες οι πλευρές του ζητήματος και με μία σχετική πληρότητα. Θα επιχειρήσουμε ευσύνοπτα να περιγράψουμε την πορεία της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μέσα από την παγκόσμια οικονομική της πολιτική, τις διαφορετικές προσεγγίσεις διανοητών και δεξαμενών σκέψης, τις πολιτικές που εφάρμοσαν οι πρόεδροι των ΗΠΑ.

Α. Οι θεωρητικές σχολές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική

Τα αμερικανικά think tank (δεξαμενές σκέψης) και οι Αμερικανοί διανοούμενοι που ασχολούνταν μεταπολεμικά με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν είχαν ενιαία γραμμή.

Τη δεκαετία του 1970 οι Σοβιετικοί επιστήμονες διέκριναν στην αμερικανική σκέψη δυο βασικές σχολές: τη Σχολή του «πολιτικού ρεαλισμού» και τη Σχολή του «πολιτικού ιδεαλισμού» με την κάθε ομάδα να έχει τις υποδιαιρέσεις της. Ηγετική θέση κατείχε η πρώτη Σχολή. Με βάση το φιλοσοφικό της υπόβαθρο η πάλη των ανθρώπων για τη δύναμη είναι ο καθοριστικός παράγοντας της κοινωνικής ανάπτυξης γενικώς και των πολιτικών σχέσεων ειδικώς. Επιπλέον, η Σχολή αυτή απολυτοποιούσε τον ρόλο της υποκειμενικής δραστηριότητας των ανθρώπων αγνοώντας τους αντικειμενικούς νόμους εξέλιξης. Η επιρροή του Τόμας Χομπς είναι φανερή σε αυτή τη Σχολή. Οι εκπρόσωποι της Σχολής κατέληγαν στην απόλυτη σχετικότητα της ηθικής κι επί της ουσίας απέρριπταν την ύπαρξη ηθικών κανόνων. Η έλλειψη ηθικών προταγμάτων απελευθέρωνε με αυτό τον τρόπο την ιμπεριαλιστική πολιτική από τους όποιους ενδοιασμούς. Η Σχολή των «ρεαλιστών» ήκμασε στις ΗΠΑ μεταπολεμικά και γκουρού της τάσης θεωρείται ο Ράινγκολντ Νιμπούρ.

Η γεωπολιτική είναι μία σημαντική παράμετρος της ρεαλιστικής Σχολής. Τη μεγαλύτερη θεωρητική συνεισφορά σε αυτόν τον τομέα την έδωσε ο Τελσκ Νίκολας Σπάικμαν, ο οποίος έγραφε: «Ο δημόσιος άντρας, ο υπεύθυνος για την εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής, μπορεί να ενδιαφέρεται για αξίες, όπως το δίκαιο, η τιμιότητα και η επιείκεια, μόνο στο βαθμό που βοηθούν ή δεν εμποδίζουν την απόκτηση δύναμης. Οι αξίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ηθική δικαίωση των επιδιώξεων απόκτησης δύναμης, πρέπει όμως να απορριφθούν αμέσως μόλις η εφαρμογή τους θα αρχίσει να επιφέρει αδυναμία. Η επιδίωξη της δύναμης δεν γίνεται προς το συμφέρον της κατάκτησης ηθικών αξιών. Οι ηθικές αξίες χρησιμοποιούνται σαν στήριγμα για την απόκτηση δύναμης».[i] Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με τη συμπύκνωση της αρχής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».

Ο Τζορτζ Κέναν, τυπικός εκπρόσωπος της Σχολής, ήταν καθοδηγητής του τμήματος σχεδίασης της πολιτικής του υπουργείου εξωτερικών στα 1947- 1949 και πήρε μέρος στην επεξεργασία του δόγματος Τρούμαν και του σχεδίου Μάρσαλ. Όμως, ο Κέναν έγινε γνωστός ως ο δημιουργός της «στρατηγικής της ανάσχεσης». Με βάση αυτή τη στρατηγική πρότεινε οι ΗΠΑ να έχουν μία μακροπρόθεσμη, υπομονετική αλλά σταθερή και άγρυπνη ανάσχεση των «ρωσικών επεκτατικών τάσεων». Η στρατηγική της ανάσχεσης εφαρμόστηκε με συνέπεια από την κυβέρνηση Τρούμαν επιδεινώνοντας τις σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ.

Φυσικά, θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφέρουμε έναν γκουρού της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, τον γνωστό Χένρι Κίσιντζερ. Ο Κίσιντζερ προέβαλε τη «θεωρία του περιορισμένου πολέμου» ως μία ορθολογική μέθοδο χρησιμοποίησης από τις ΗΠΑ της στρατιωτικής τους δύναμης. Σε μία επόμενη φάση της σκέψης του ο Κίσιντζερ απέκτησε μια πιο ήπια και ρεαλιστική σκέψη.[ii] Στη συνέχεια του βιβλίου θα αναφερθούμε αρκετές φορές στις κατά καιρούς παρεμβάσεις του.

Μία ακόμη εκπρόσωπος αυτής της Σχολής, η Δ. Γκρέιμπερ, έγραφε για την αμερικανική ηγεμονία με καθαρότητα: «Μιλώντας με πιο απλή γλώσσα, το εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ […] απαιτεί να έχουν οι ΗΠΑ την πολιτική ηγεμονία στο Δυτικό ημισφαίριο. Αυτή η κυριαρχία θα έμπαινε κάτω από απειλή, αν η Ευρώπη ή η Ασία έπεφταν κάτω από τον έλεγχο μιας δύναμης ή ομάδας δυνάμεων, που θα αποδέχονταν αρκετά ισχυρές για να επιτεθούν εναντίον των ΗΠΑ με τις δικές τους δυνάμεις ή με τη βοήθεια άλλων χωρών του Δυτικού Ημισφαιρίου».[iii]

Ο Χανς Μοργκεντάου, μάλλον σε αντίθετη κατεύθυνση από την Γκρέιμπερ, προειδοποιούσε επίμονα τους ηγέτες της Αμερικής ότι η μετατροπή της ωμής στρατιωτικής δύναμης στο άλφα και στο ωμέγα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, θα προξενήσει σοβαρή βλάβη στα συμφέροντα της χώρας.[iv]

Η άλλη Σχολή αυτή του πολιτικού ιδεαλισμού υποστήριζε τη σύνδεση της πολιτικής θεωρίας με τις ηθικές αξίες που υποτίθεται ότι υπερισχύουν των εθνικών εγωιστικών συμφερόντων. Η οσμή των χριστιανικών κωδίκων ηθικής είναι φανερή σε αυτή τη Σχολή. Θα περίμενε κανείς ότι η παραπάνω βασική αρχή αυτής της Σχολής, η σύνδεση δηλαδή της πολιτικής με ηθικές αξίες, θα οδηγούσε τους εκπροσώπους της σε κριτική της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Για παράδειγμα, εφευρέθηκαν όροι όπως «εθνική διάθεση» για να δικαιολογήσουν την αρπακτική πολιτική των επεκτάσεων. Μπορεί κάποιοι εκπρόσωποι της Σχολής όπως ο Ντέκστερ Πέρκινς να τάσσονταν εναντίον των αμερικανικών επεμβάσεων, ωστόσο δικαιολογούσαν συχνά τις όποιες επιθετικές ενέργειες. Ο Πέρκινς δεν αφήνει αμφιβολίες: «Ο αμερικανικός λαός δεν μπορεί να παραμένει απαθής για αυτά που συμβαίνουν στις άλλες περιοχές του κόσμου. Και τώρα πια είναι καιρός να καταλάβουμε, ότι το να σκεφτούμε διαφορετικά σημαίνει ότι σκεπτόμαστε με καθαρά θεωρητικό τρόπο. Δεν πρέπει να φιλονικούμε και ούτε πρέπει να εξηγήσουμε τίποτα. Είναι ξεκάθαρο και αναπόφευκτο το γεγονός, ότι οι Αμερικανοί αισθάνονται ευθύνη για ό,τι συμβαίνει πέρα από τα σύνορά της. Συζητήσιμο είναι μόνον το πρόβλημα με ποια μέσα πρέπει να ανταποκριθούν σε αυτή την ευθύνη». Για τον Πέρκινς η παραμονή αμερικανικών στρατευμάτων σε ξένα εδάφη παρουσιάζονται ως νόμιμες και ηθικές ενέργειες.[v]

Βέβαια ανάμεσα στις δυο σχολές, αυτή του πολιτικού ρεαλισμού και του πολιτικού ιδεαλισμού, υπήρχε ένας κοινός παρονομαστής: ο αντικομμουνισμός.

Τη δεκαετία του 1990, δηλαδή στη λεγόμενη μεταψυχροπολεμική περίοδο, καταγράφηκαν τρεις σχολές σκέψης στα αμερικανικά δεδομένα. Η κυρίαρχη τάση ήταν ο ουιλσονισμός. Με βάση αυτή την τάση ο Κλίντον έπρεπε να αξιοποιήσει την ηγεμονική θέση των ΗΠΑ στον διεθνή καταμερισμό ισχύος ώστε να προωθήσει τον φιλελεύθερο ιδεαλισμό του Ουίλσον. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους της Σχολής απαιτείτο η εδραίωση της δημοκρατίας σε παγκόσμιο επίπεδο κάτι που θα εξασφάλιζε την απουσία συγκρούσεων, την εξάπλωση του ελεύθερου εμπορίου, τη συλλογική ασφάλεια μέσω πολυμερών θεσμών. Θα λέγαμε ότι αυτή η Σχολή ήταν απόγονος της Σχολής του πολιτικού ιδεαλισμού, ωστόσο υπήρχε η τάση για διαχωρισμό των κρατών σε «καλά» και «κακά». Αυτό το τελευταίο στοιχείο ήταν και η κατάλληλη ιδεολογική επένδυση για πολλές επεμβάσεις σε άλλα κράτη.

Η δεύτερη τάση ήταν αυτή του τζακσονισμού, μία τάση που πρέσβευε την απεμπλοκή των ΗΠΑ από τις πολυμερείς δεσμεύσεις. Πρόκειται για μία γραμμή που έβρισκε ευήκοα ώτα κυρίως στο ρεπουμπλικανικό κόμμα.

Η τρίτη Σχολή, αυτή των ρεαλιστών, δεν αντιτιθόταν στις πολυμερείς δεσμεύσεις των ΗΠΑ, επιδίωκαν όμως να τις αξιοποιήσουν προς όφελος των ΗΠΑ.[vi]

Τα τελευταία χρόνια οι δυο πιο επιφανείς Αμερικανοί θεωρητικοί με διαφορετικές προσεγγίσεις υπήρξαν αναμφίβολα ο Μπρεζίνσκι και ο Κίσιντζερ. Ο πρώτος εκφράζει τη σκληρή εκδοχή της αμερικανικής πολιτικής ενώ ο δεύτερος μια πιο ήπια και ρεαλιστική προσέγγιση, αντιλαμβανόμενος τα όρια που υπάρχουν.

Ο Μπρεζίνσκι, ένας εκ των βασικών θεωρητικών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, στο γνωστό του έργο Η Μεγάλη Σκακιέρα το 1997, διατυπώνει το δόγμα του που εμπεριέχει τρεις άξονες. Κατά τον Μπρεζίνσκι, α) δεν πρέπει να ανασυσταθεί η ΕΣΣΔ, β) θα πρέπει Ρωσία και Κίνα να απομονωθούν μέσω του ελέγχου των ενεργειακών πηγών της Ασίας και της Μέσης Ανατολής, γ) πρέπει να επεκταθεί η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς. Όσον αφορά τον τελευταίο άξονα η επιταγή του Μπρεζίνσκι υλοποιήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό.[vii]

Ο Μπρεζίνσκι θεωρεί πως η Αμερική προκειμένου να εξασφαλίσει τη ηγεμονία της πρέπει να θέσει ως βασικούς στόχους: τη διατήρηση της κυρίαρχης θέσης της για μία τουλάχιστον γενιά, τη δημιουργία ενός γεωπολιτικού πλαισίου ικανού να απορροφήσει τους αναπόφευκτους κλονισμούς κι εντάσεις της κοινωνικοπολιτικής αλλαγής, την απόκρουση της διεθνούς αναρχίας και την παρεμπόδιση εμφάνισης μιας ανταγωνιστικής στις ΗΠΑ δύναμης.[viii] Η δεύτερη ανάγνωση των συνταγών Μπρεζίνσκι αναδεικνύει μία επιθετική πολιτική των ΗΠΑ ανεξάρτητα από τους φραστικούς ελιγμούς.

Σε άλλο μήκος κύματος αναπτύχθηκε η ανάλυση της λεγόμενης αλεπούς της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, του Χένρι Κίσιντζερ. Λίγο μετά τη Μεγάλη Σκακιέρα του Μπρεζίνσκι, δημοσιεύει το βιβλίο του υπό τον τίτλο ΗΠΑ, αυτοκρατορία ή ηγετική δύναμη;, προϊδεάζοντας ήδη από αυτόν τον τίτλο την απάντησή του. Έγραφε, χαρακτηριστικά:

«Εκείνο που σε τελική ανάλυση έχει σημασία είναι με ποιο τρόπο η Αμερική αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Παρόλο που δεν έχει αυτοκρατορικές φιλοδοξίες και δεν διαθέτει τη δομή μιας αυτοκρατορίας, θεωρείται, παρά τις διαμαρτυρίες της για την καλή της προαίρεση, σε πολλά μέρη του πλανήτη υπεροπτική και δεσποτική- δηλαδή, αυτοκρατορική. […]

»Όσο ανιδιοτελείς και αν θεωρεί η Αμερική τους στόχους της, η κατηγορηματική επιμονή στην πρωτοκαθεδρία της θα ενώσει βαθμιαία όλο τον πλανήτη εναντίον της και θα την υποχρεώσει να επιβάλει τις απόψεις της, με συνέπεια να απομονωθεί και να εξαντληθούν οι πόροι της.

»Ο δρόμος μιας χώρας προς την αυτοκρατορία οδηγεί στην εσωτερική της παρακμή, επειδή η αξίωση της παντοδυναμίας διαβρώνει την αυτοσυγκράτηση στο εσωτερικό της. Καμία αυτοκρατορία δεν αποφεύγει τον δρόμο προς τον καισαρισμό […]»[ix].

Ένα ερώτημα που ανακύπτει από την εξέταση των διαφορετικών ρευμάτων των αμερικανικών think tank είναι τούτο: επηρέασαν και σε τι βαθμό την αμερικανική εξωτερική πολιτική στην πράξη; Και αν ναι σε τι βαθμό και με ποιο τρόπο; Με άλλα λόγια επρόκειτο και πρόκειται για στείρους ακαδημαϊσμούς που απλώς αναδεικνύουν μία αγεφύρωτη διάστασης θεωρίας και πράξης ή μήπως όχι; Το ερώτημα αυτό το πραγματεύεται ο John Mearsheimer (Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας και μελετητής διεθνών σχέσεων, ο οποίος ανήκει στη ρεαλιστική σχολή σκέψης και ο οποίος χαρακτηρίστηκε από τον Paul Kennedy ως σύγχρονος Μακιαβέλι) στο βιβλίο του Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων. Προκειμένου, λοιπόν, να απαντήσει παραθέτει μία ρήση του Paul Nitze, ενός εξέχοντα, όπως τον χαρακτηρίζει, διαμορφωτή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Σύμφωνα με τον Nitze «Τα περισσότερα από αυτά που γράφτηκαν και διδάχτηκαν υπό την επικεφαλίδα της “πολιτικής επιστήμης” από Αμερικανούς ως το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και μετά είχαν … περιορισμένη αξία, αν δεν ήταν και αντιπαραγωγικά, ως οδηγός της πρακτικής διεξαγωγής πολιτικής». Ο Mearsheimer μιλά για αυτή την προσέγγιση με βάση την οποία οι διαμορφωτές πολιτικής θα πρέπει να βασίζονται στην κοινή λογική, τη διαίσθηση και την πρακτική εμπειρία για να εκτελούν τα καθήκοντά τους. Όμως ο Mearsheimer παίρνει θέση και δεν συμφωνεί με αυτή την άποψη λέγοντας: «Η άποψη αυτή είναι λανθασμένη. Στην πραγματικότητα, κανείς μας δεν θα μπορούσε να καταλάβει τον κόσμο στον οποίο ζούμε ή δεν θα μπορούσε να πάρει έξυπνες αποφάσεις χωρίς θεωρίες. Πράγματι, όλοι όσοι μελετούν και διεξάγουν διεθνή πολιτική βασίζονται σε θεωρίες προκειμένου να κατανοήσουν τον περίγυρό τους».[x]

Πέρα από κάθε αμφιβολία όλα τα δόγματα, οι τακτικές και στρατηγικές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας εδράζονται σε κάποια από τις σχολές σκέψεις που αναφέραμε. Θα δούμε παρακάτω μία κωδικοποίηση πολιτικών και δογμάτων που μετήλθε το αμερικανικό κατεστημένο κυρίως από τη λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου κι εντεύθεν.


[i] Αναφέρεται στο: Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ-Ινστιτούτο Γενικής Ιστορίας, Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ (με βάση την αμερικανική ιστοριογραφία), σελ. 95, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1975.

[ii] Ό.π., σελ. 55

[iii] Ό.π., σελ. 104

[iv] Ό.π., σελ. 32.

[v] Ό.π., σελ.. 140-141

[vi] Παπασωτηρίου Χαράλαμπος, Αμερικανικό πολιτικό σύστημα και εξωτερική πολιτική: 1945- 2002, σελ. 391-393, εκδ. Ποιότητα, 2002.

[vii] Βλέπε σε διάφορα σημεία Brezinski Zbigniew, Η Μεγάλη Σκακιέρα, εκδ. Νέα Σύνορα Λιβάνη, 1998.

[viii] Βλέπε αναλυτικότερα ό.π., σελ. 367-369.

[ix] Kissinger Henry, ΗΠΑ, Αυτοκρατορία ή ηγετική δύναμη;, σελ. 448-449, εκδ. Λιβάνη, 2002.

[x] Mearsheimer John, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, σελ. 35-36, εκδ. Ποιότητα, 2006.

Η Ουκρανία, τα Νησιά του Σολομώντα, και τα δύο μέτρα και δύο σταθμά

Πριν αλέκτωρα φωνήσαι, ούτε δύο μήνες από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η ίδια Δύση που έσκιζε ως Καϊάφας τα ιμάτιά της για το δικαίωμα της Ουκρανίας στην αυτοδιάθεση, τώρα βλέπει «κόκκινες γραμμές» και αιτίες σύγκρουσης στη συνεργασία δύο ανεξαρτήτων κρατών, γιατί το ένα είναι η Κίνα.

Ένας από τους λόγους της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, όπως τη δικαιολόγησε το Κρεμλίνο, ήταν η ανάπτυξη ΝΑΤΟικών βάσεων στα σύνορα Ουκρανίας – Ρωσίας και οι δηλώσεις του προέδρου της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκυ, περί επιστροφής της χώρας στα πυρηνικά. 

Οι θέσεις του Κρεμλίνου επ’ αυτού καταδικάστηκαν μαζικά: δημοσιεύματα επί δημοσιευμάτων μας έλεγαν πως κανείς δεν έχει δικαίωμα να υπαγορεύει σε ένα ανεξάρτητο κράτος πως θα αμυνθεί, σε ποιούς διεθνείς οργανισμούς θα ενταχθεί και ποιές συνεργασίες θα έχει. Με βάση το διεθνές δίκαιο και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ουκρανίας, οι δικαιολογίες της Ρωσίας ήταν απαράδεκτες, μας δίδασκαν. Και σωστά μας δίδασκαν, αλλά λόγο δεν κρατούσαν. 

Ήρθε η συμφωνία της Κίνας με τα Νησιά του Σολομώντα για να καταπέσει ως πύργος από τραπουλόχαρτα το δυτικό αφήγημα. Είχε προηγηθεί και η τουρκική εισβολή στο Ιράκ, αλλά ποιός να τον πειράξει τώρα τον Ερντογάν, όπως είπε και ο υπουργός Αμύνης της Ελλάδας.. Τώρα, όλοι τον έχουν στα ώπα ώπα τον …απομονωμένο. 

Η αμυντική συμφωνία της Κίνας με τα Νησιά του Σολομώντα, ένα μικρό νησιωτικό κράτος με περίπου 700.000 κατοίκους, έφερε, όμως, ιδιαίτερα οργισμένες αντιδράσεις, ακραίες, το λιγότερο αντιδημοκρατικές από φάσμα δυτικών κρατών. ΗΠΑ, Ιαπωνία, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία αντέδρασαν έντονα, θεωρώντας ότι «ένας ελεύθερος και ανοικτός Ειρηνικός» αντιμετώπιζε «μεγάλους κινδύνους» από αυτή τη συμφωνία. Οι ΗΠΑ, μάλιστα, έστειλαν τους πιο υψηλόβαθμους αξιωματούχους τους στην πρόσφατη ιστορία, στο μικρό νησιωτικό κράτος, με επικεφαλής τον υπεύθυνο για την Ασία στο Λευκό Οίκο, Κερτ Κάμπελ, που συναντήθηκαν με τον πρωθυπουργό Μενασέ Σογκαβάρε στην πρωτεύουσα, Χονιάρα. Ήταν μια επίσκεψη απειλών και «προειδοποιήσεων», που όμως έρχονταν μάλλον αργά: η συμφωνία με την Κίνα ανακοινώθηκε αφού υπογράφηκε, προφανώς για να αποφύγουν τις μέγιστες πιέσεις τα Νησιά. 

Η συμφωνία, επιτρέπει στο Πεκίνο να χρησιμοποιεί τα λιμάνια των Νησιών για τον πολεμικό της στόλο, όπως και να αποστείλει στρατό και αστυνομία «για να προστατεύσει τις κινεζικές επενδύσεις» εκεί και «να βοηθήσει σε περίπτωση φυσικών καταστροφών», και αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο μιας κινεζικής στρατιωτικής βάσης στο έδαφός τους, αλλάζοντας το status quo στην περιοχή του Ειρηνικού. Θεωρείται, και σωστά, ως «κίνηση ματ» της Κίνας, η οποία είδε να αμφισβητείται η θέση της, ότι η Ταϊβάν αποτελεί έδαφός της, είδε όπλα να φτάνουν στην Ταϊπέι, και απάντησε με μια μεγάλη στρατιωτική, ναυτική άσκηση και τη συμφωνία με τα Νησιά του Σολομώντα. Η δεύτερη ήταν μη άμεσα αναμενόμενη. Για ακόμη μια φορά η Κίνα εργάστηκε εν κρυπτώ, με την ..ενοχλητικά κλειστή διπλωματική της παράδοση.

Οι αναλυτές των δυτικών δεξαμενών σκέψης είδαν ως στόχο της κίνησης τις ΗΠΑ. Η συνεργασία, είπαν, απειλεί «την περιοριστική πολιτική των ΗΠΑ στον Ινδικό και τον Ειρηνικό» και «την ασφάλεια και την αυτονομία των νησιών του Ειρηνικού, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας».

Ειδικά η Αυστραλία έφτασε σε σημείο να θέτει «κόκκινες γραμμές». Η προοπτική μιας κινεζικής στρατιωτικής βάσης 1.300 μίλια από τα παράλιά της, τη στιγμή που όχι μόνο συμμετέχει σε κάθε επιθετική και ψυχροπολεμική κίνηση των ΗΠΑ στην περιοχή (Quad, AUKUS, Five Eyes) και ετοιμάζεται να φιλοξενήσει πυρηνικά υποβρύχια, αλλά και έχει ιδιαίτερα κακές σχέσεις με το Πεκίνο – τις χειρότερες εδώ και δεκαετίες – και κάθε λόγο να θυμάται τον σημαντικότατο ρόλο που έπαιξαν, λόγω της θέσης τους, τα Νησιά στο Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. 

Οι διαβεβαιώσεις τόσο της κυβέρνησης των Νησιών όσο και του Πεκίνου ότι η Κίνα δεν θα αποκτήσει στρατιωτική βάση εκεί και ότι «η συμφωνία δεν στοχεύει κατά κανενός τρίτου» αλλά «στη σταθερότητα στην περιοχή», αντηχεί τις δυτικές αιτιάσεις στο Ουκρανικό. «Η συνεργασία σε θέματα ασφάλειας μεταξύ της Κίνας και των Νησιών του Σολομώντα, δύο ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών, είναι συνεπής προς το Διεθνές Δίκαιο και τη συνήθη διεθνή τακτική», ήταν η λιτή ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας. 

Παρ όλα αυτά, οι ΗΠΑ, που έχουν κάνει σειρά επιθετικών κινήσεων στην περιοχή, ανακοίνωσαν ότι «θα απαντήσουν αντίστοιχα» αν υπάρξει «οποιαδήποτε στρατιωτική παρουσία» της Κίνας στα Νησιά – κι αυτό περιλαμβάνει, όπως διατυπώνεται, και την παρουσία κινεζικών πολεμικών σε λιμάνι. Λογική ΗΠΑ και, προσφάτως, λογική Πούτιν, αυτή που οδήγησε πολλούς να χαρακτηρίσουν μέχρι και με ψυχιατρικούς όρους το ρώσο ηγέτη. 

Η Αυστραλία, που ανακοίνωσε την «κόκκινη γραμμή» που βάζει «μαζί με τις συμμαχικές ΗΠΑ και Ν. Ζηλανδία», δηλ. την πιθανότητα ύπαρξης κινεζικής στρατιωτικής βάσης, έχει δώσει γην και ύδωρ σε ΗΠΑ και Βρετανία, ακριβώς για μια πιθανή σύρραξη με την Κίνα. Η ίδια Αυστραλία έριξε το φταίξιμο στη διαφθορά που επικρατεί στα Νησιά, και έκανε λόγο για «επιθετική Κίνα, που είναι έτοιμη να λαδώσει για να πετύχει τους στόχους της». Οι δεκάδες καταγγελίες για διαφθορά στην Ουκρανία και τα Πάναμα Πέηπερς για τον Ζελένσκυ έρχονται στο νου, αυθορμήτως. 

Το γελοίον όσο και τραγικό του πράγματος είναι εμφανές, δε χρειάζεται ανάλυση. Και έρχεται σε μια στιγμή που είναι διαφαινόμενη νίκη της Μόσχας στην Ουκρανία και εμφανίζονται δεκάδες ρωγμές στο δυτικό αφήγημα, με πρώτον εκφραστή τον υπέρμαχο της πολέμου, Βρετανό πρωθυπουργό, Μπόρις Τζόνσον. Από την Ινδία, η οποία συνεχίζει τον ανεξαρτητο δρόμο της και δεν υποκύπτει στις δυτικές πιέσεις να στραφεί κατά της Μόσχας, o βρετανός πρωθυπουργός έκανε λόγο για την «ρεαλιστική πιθανότητα» να νικήσει η Ρωσία και ο πόλεμος να κρατήσει «ως το τέλος του 2023». Δηλώσεις σε πλήρη αντίθεση με όσα ακούγονται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και το κυρίαρχο αφήγημα των ημερών. Μπορεί κατόπιν ο Τζόνσον να θυμήθηκε πόσο φρικτός είναι ο πόλεμος του Πούτιν (ειδικώς) και πόσο γενναίοι είναι οι υπερασπιστές της Ουκρανίας, αλλά οι δηλώσεις του ήδη έκαναν το γύρο του κόσμου, προκαλώντας και την αντίδραση Ζελένσκυ. 

Η δύναμη των συστημικών μέσων, που ήδη δέχεται χτυπήματα, θα δοκιμαστεί ακόμη περισσότερο τις επόμενες εβδομάδες, ειδικά αν, όπως προέβλεψε ο Τζόνσον, η Ρωσία κατορθώσει να εξασφαλίσει πλήρως την από γης γέφυρα με την Κριμαία. Και θα δοκιμαστεί γιατί στηρίχθηκε στο αφήγημα του Διεθνούς Δικαίου και της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, παραβλέποντας και «ξεχνώντας» όσα σήμερα φέρνει στο φως η συμφωνία Κίνας και Νησιών του Σολομώντα: τα περί ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών τα γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων της η Δύση, αν δεν βολεύουν τους σχεδιασμούς της. Ως γνωστόν, τα κράτη έχουν συμφέροντα (εξαιρείται η Ελλάδα του Μητσοτάκη, που έχει μόνο σκυμμένη τη μέση). Και τα ισχυρά κράτη, που δε θέλουν να χάσουν την ηγεμονία, στηρίζονται στον εξεπσιοναλισμό κι όχι στο Διεθνές Δίκαιο.

Ήδη, η παρουσία περισσοτέρων των ενός αφηγημάτων στους ίδιους τους κόλπους της Δύσης, είναι προβληματική. Ήδη πολλές από τις βεβαιότητες που ..πουλούσαν αφειδώς τις πρώτες μέρες του πολέμου οι δυτικές πηγές έχουν αποδειχθεί κατασκευάσματα. Ποιός δε θυμάται την .. αηδιασμένη από τη στάση της Ρωσίας Κίνα, την … διαφαινόμενη ήττα Πούτιν μετά την πρώτη φάση της εισβολής, όπως και την ατελείωτη σιωπή για τα δεκάδες ρατσιστικά συμβάντα – θύματα των οποίων έπεσαν χιλιάδες ινδοί και αφρικανοί στην Ουκρανία – αλλά και το ξέπλυμα που έγινε στους νεοναζί «αγωνιστές της Ελευθερίας».

Και, όμως, πιθανότητες για ειρήνευση υπήρξαν. Ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορούσε να σταματήσει, με μια επιστροφή στις συμφωνίες του Μινσκ, όταν στην Αττάλεια της Τουρκίας βρέθηκαν οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο κρατών, Ουκρανίας και Ρωσίας – το υψηλότερο επίπεδο συνομιλιών ως σήμερα. Ήταν μια απόπειρα για την ειρήνη που δεν την ήθελαν ορισμένες ΝΑΤΟικές δυνάμεις. Το είπε πρόσφατα ξεκάθαρα ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, το ..περιστέρι της Ειρήνης Τσαβούσογλου: ΝΑΤΟικές χώρες «επιθυμούν να συνεχιστεί ο πόλεμος για να αδυνατίσει η Ρωσία». Και απέδωσε σε αυτές τις ΝΑΤΟικές χώρες την ως τώρα αποτυχία των ειρηνευτικών συνομιλιών. 

Οι δηλώσεις Τσαβούσογλου δείχνουν αυτό που, από το ραδιόφωνο του ΤΡΡ, λέγαμε ξανά και ξανά: τα εμπόδια στην ειρήνευση – και μέχρι προ μηνός στην αποχώρηση της Ρωσίας – τα βάζει το ΝΑΤΟ, κι όχι η Ουκρανία.

 Από δω και πέρα, και όσο ο ρωσικός στρατός προχωρά, όσο οι διπλωματικές προσπάθειες καταστρέφονται και υποχωρούν, με την παρέμβαση του ΝΑΤΟ, τόσο η κατάσταση θα γίνεται μη αναστρεπτέα.

Αν η Αττάλεια είχε επιτύχει, η Ρωσία θα μπορούσε ακόμη να αποχωρήσει από εδάφη, με τις σχετικές εγγυήσεις, δεν θα είχαμε τόσους νεκρούς, αστικά κέντρα θα είχαν μείνει σχετικά ακέραια, η Ουκρανία θα μπορούσε να ξαναρχίσει να χτίζεται, ως μια ουδέτερη χώρα.

Ήταν η πρώτη στρατιωτική φάση, άρα και η πρώτη διπλωματική φάση. Σήμερα βρισκόμαστε στη δεύτερη – αυτή που «βλέπει» ο Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος ως μόνη λύση βλέπει τα περισσότερα όπλα και τον περισσότερο θάνατο, που συνοδεύεται – το παραδέχεται ο ίδιος- από απώλειες εδαφών, ανεπιστρεπτί. Γιατί, η κατάληψη εδαφών δεν σημαίνει υποχρεωτικά και την μόνιμη κατοχή τους. Δεν το σήμαινε ως την Αττάλεια. Σήμερα, είναι βέβαιο πως η Ρωσία θα κρατήσει εδάφη και θα αποκόψει – εν μέρει ή ολότελα- από τη θάλασσα την Ουκρανία. Το «ολότελα» αφορά σε αυτό που η Ρωσία έχει ονομάσει «τρίτη φάση». Μεταξύ των φάσεων, το λόγο έχει η διπλωματία, που η Δύση έχει ξεχάσει και πιέζει και τον πρόεδρο της Ουκρανίας να την ξεχνά. Η ουκρανική τραγωδία θα συνεχιστεί, γιατί «η Δύση είναι έτοιμη να συνεχίσει τον πόλεμο ως τον τελευταίο ουκρανό». 

Τι συμβαίνει με τον Μπάιντεν;

Στις 14/4 ο πρόεδρος των ΗΠΑ, μόλις τέλειωσε μια ομιλία του, γύρισε και προσπάθησε να σφίξει το χέρι κάποιου που δεν υπήρχε εκεί. Μετά στριφογύριζε αμήχανος δείχνοντας μπερδεμένος. Όλο το βίντεο μπορείτε να το δείτε παρακάτω:

Ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, μιλώντας στην Iowa των ΗΠΑ στις 12 Απριλίου κατηγόρησε για πρώτη φορά τη Ρωσία ότι προκαλεί «γενοκτονία» στην Ουκρανία, θέση που επιβεβαίωσε εκ νέου από το αεροπλάνο του. Το Reuters επισημαίνει ότι πρόκειται για σημαντική κλιμάκωση της ρητορικής του Αμερικανού προέδρου και προσθέτει ότι την προηγούμενη βδομάδα τόσο ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Jake Sullivan όσο και ο Υπουργός Εξωτερικών, Antony Blinken, είχαν ρητά αρνηθεί ότι τα «ανθρωπιστικά εγκλήματα» της Ρωσίας αποτελούν γενοκτονία.[i] Υπενθυμίζεται ότι το ΝΑΤΟ είχε δικαιολογήσει τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας ακριβώς με αυτόν τον τρόπο: η στρατιωτική εμπλοκή του αποσκοπούσε στο να σταματήσει μια συντελούμενη γενοκτονία. Και βέβαια, ελάχιστο χρόνο μετά τα περί «γενοκτονίας» του Μπάιντεν, ο Ζελένσκι τουΐταρε: «Αληθινές λέξεις ενός αληθινού ηγέτη. Το να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους είναι ουσιώδες για να αντιπαρατεθούμε στο σατανικό [κακό].»

Το NBC επανήλθε με έναν αντίλογο στη ρητορική περί γενοκτονίας. Σύμφωνα με αυτό[ii], ο ισχυρισμός για διαπραττόμενη “γενοκτονία” σε βάρος των Ουκρανών από τους Ρώσους: «μέχρι τώρα δεν έχει επιβεβαιωθεί από τις πληροφορίες που συλλέγουν οι Υπηρεσίες Πληροφοριών των ΗΠΑ, σύμφωνα με υψηλά ιστάμενα στελέχη της Αμερικανικής κυβέρνησης». Το NBC τονίζει ότι οι ισχυρισμοί του Μπάιντεν αποτελούν …προσωπικές του απόψεις (!) και δεν εκφράζουν τις θέσεις της Αμερικανικής κυβέρνησης και μάλιστα επισημαίνει ότι είναι η τρίτη φορά στις πρόσφατες βδομάδες που ο Αμερικανός πρόεδρος διαχωρίζει τις προσωπικές του θέσεις από την θέση της Αμερικανικής κυβέρνησης!

Η πρώτη φορά ήταν όταν μιλώντας στην Πολωνία, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ευρώπη, ζήτησε την ανατροπή του Πούτιν στη Ρωσία, οδηγώντας τα κυβερνητικά στελέχη, με πρώτο τον υπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ Μπλίνκεν, να δηλώσουν ότι ο πρόεδρος δεν το εννοούσε. Όμως μετέπειτα, ο Μπάιντεν είπε ότι όχι, το εννοούσε, αλλά αυτό αποτελεί προσωπική του θέση και όχι θέση της κυβέρνησής του!

Πάντως, σύμφωνα με το NBC, αυτά δεν αποτελούν γκάφες του Αμερικανού προέδρου, αλλά συνειδητή τακτική του για να βρεθεί μπροστά από τα γεγονότα, ότι αυτός πιστεύει ότι η Ιστορία θα τον δικαιώσει και όσα λέει τα λέει εντελώς συνειδητά. Κανείς αναρωτιέται πού έχουμε μπλέξει και αν θα καταφέρει η ανθρωπότητα να επιζήσει με τέτοιον πρόεδρο στις ΗΠΑ…

[i] https://www.reuters.com/world/biden-says-americans-should-not-pay-price-dictator-who-commits-genocide-2022-04-12/

[ii] https://www.nbcnews.com/politics/national-security/genocide-accusation-russia-biden-willing-get-ahead-government-rcna24601

Ο θάνατος του ΝΑΤΟ – ένας επικήδειος

Ανακοινώθηκε ο θάνατος ενός 73χρονου που έφυγε από τη ζωή μετά από πολλά χρόνια φθίνουσας φυσικής κατάστασης και αυξανόμενης ανημπόριας.

Γεννημένο στις 4 Απριλίου 1949, το ΝΑΤΟ ήταν παιδί Αμερικανού πατέρα και Ευρωπαίας μητέρας. Η σύλληψη πραγματοποιήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, αλλά καθώς οι δεκαετίες προχωρούσαν, το ΝΑΤΟ έγινε τελικά μέρος μιας μεγάλης εκτεταμένης οικογένειας, τα αδέλφια της οποίας εξαπλώθηκαν σε 30 χώρες.

Οι γονείς, οι οποίοι γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ονόμασαν τον απόγονό τους Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου, ένας τίτλος που υποδήλωνε τις φιλοδοξίες τους για το παιδί, αν και είναι αμφίβολο αν ο νεαρός θα πετύχαινε ποτέ τους στόχους που είχαν θέσει οι γονείς.

Ξεκίνησε τη ζωή του με μεγάλη αισιοδοξία ως “αμυντική συμμαχία”, αλλά κατά τη διάρκεια των χρόνων της ενηλικίωσής του, γινόταν όλο και πιο σαφές ότι ο πόλεμος που έλεγε συνεχώς στους ανθρώπους ότι αποτελούσε μια τέτοια απειλή, δεν επρόκειτο να συμβεί στην πραγματικότητα. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν έγινε ποτέ “Θερμός” και, ελλείψει πραγματικού σκοπού, η ψυχική υγεία του ΝΑΤΟ άρχισε να υποφέρει – μαστιζόταν από χρόνιο άγχος και παράνοια, καθώς φαινόταν ανίκανο να καταλάβει γιατί οι καταστροφές που προέβλεπε και ενάντια στις οποίες θα “αμύνονταν”, δεν συνέβησαν ποτέ. Πρέπει να ήταν μεγάλη απογοήτευση για τους γονείς, αν και συνέχισαν να ικανοποιούν τις φαντασιώσεις του κακομαθημένου παιδιού τους.

Κατά τραγικό τρόπο, καθώς γερνούσε, το ΝΑΤΟ έδειξε να υποφέρει από ένα είδος κρίσης μέσης ηλικίας και προσπάθησε να επανεφεύρει τον εαυτό του ως ένα είδος παγκόσμιου αστυνόμου, κάνοντας μια νέα δήλωση αποστολής. Σκόπευε να βρει νέα δουλειά στη διαχείριση κρίσεων. Ωστόσο, ένα συγκεκριμένο εγχείρημα στον τομέα αυτό, που αρχικά είχε προγραμματιστεί ως σύντομες οικογενειακές διακοπές στο Αφγανιστάν, κατέληξε να διαρκέσει 20 χρόνια. Και όταν τελικά το ΝΑΤΟ επέστρεψε στην πατρίδα του, άφησε πίσω του μια πολύ μεγαλύτερη κρίση από αυτή που υπήρχε πριν από την εμπλοκή του. Υπήρχαν επίσης οικογενειακές διαμάχες: ο πόλεμος στη Συρία αποτέλεσε αιτία περαιτέρω ανησυχίας για την ευημερία του ΝΑΤΟ, όταν ένα μέλος, η Τουρκία, έγινε “απειλή” για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, λόγω μιας κρίσης που δημιουργήθηκε από ένα άλλο μέλος, τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η άνοδος του ΝΑΤΟ από τις ταπεινές του ρίζες στην αυτοαποκαλούμενη αστυνομική δύναμη ασφαλείας για 600 εκατομμύρια ανθρώπους είχε σοβαρό προσωπικό φόρο αίματος. Εκτός από την παράνοια, άρχισε να πάσχει από αυταπάτες μεγαλείου και να αναπτύσσει προβλήματα παχυσαρκίας, διογκούμενο με όλο και περισσότερες χώρες. Έγινε επιρρεπές σε εκρήξεις θυμού: κατά καιρούς υπέστη εκρήξεις βίας μακριά από τις γειτονιές όπου μεγάλωσε, όπως η Λιβύη. Κάποιοι στενοί γνωστοί, ακόμη και κάποια μέλη της οικογένειας, προέτρεπαν σε αυτοσυγκράτηση και ένας από αυτούς – η Γαλλία – ήταν ο πρώτος που έκανε τη διάγνωση ότι το ΝΑΤΟ ήταν “εγκεφαλικά νεκρό”. Η εκτίμηση αυτή αποδείχθηκε ακριβής και σηματοδότησε το σημείο στο οποίο η παρακμή του ΝΑΤΟ φαινόταν να είναι μη αναστρέψιμη. Στην πραγματικότητα, ο ενθουσιασμός του ΝΑΤΟ για επέκταση είχε αναπτύξει έναν εθισμό, μια εξουθενωτική συνήθεια, η οποία δυστυχώς είχε ενθαρρυνθεί από τον Αμερικανό πατέρα του, με τη βοήθεια κακώς πληροφορημένων μελών της Γερουσίας στην Ουάσιγκτον, που του επέτρεψαν – το ενθάρρυναν – να αποκτήσει νέα μέλη.

Ωστόσο, ο εθισμός αυτός, αντί να το βοηθά να διαχειριστεί οποιαδήποτε κρίση, στην πραγματικότητα δημιουργούσε νέες κρίσεις, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την Ουκρανία, όπου η απειλή της συνεχιζόμενης επέκτασης προς Ανατολάς ανακηρύχθηκε ως ένα από τα αίτια της σύγκρουσης με τη Ρωσία. Το ΝΑΤΟ είχε προειδοποιηθεί εδώ και πολλά χρόνια ότι η ορμητική συμπεριφορά του θα οδηγούσε μια μέρα σε προβλήματα, αλλά όπως πολλοί εθισμένοι έδειχνε να μην μπορεί να σταματήσει τον εαυτό του. Αυτό που είχε ξεκινήσει ως μια ήπια μορφή ενθουσιασμού εξελίχθηκε σε μανία για ένα ναρκωτικό στο οποίο δεν φαινόταν να υπάρχει αντίδοτο. Όπως πολλοί εθισμένοι, θα μπορούσε να βοηθηθεί μόνο αν ήθελε να βοηθήσει τον εαυτό του, και δυστυχώς αυτό δεν συνέβη ποτέ.

Ήταν σε άρνηση για αρκετό καιρό, και όπως πολλοί εθισμένοι, το ΝΑΤΟ έλεγε ψέματα για να πετύχει το δικό του σκοπό. Αν και τίποτα δεν διατυπώθηκε γραπτώς, διαβεβαίωσε επανειλημμένα τη Ρωσία ότι δεν είχε καμία πρόθεση να επεκταθεί προς τα ανατολικά, ούτε καν “κατά μία ίντσα”. Οι συνέπειες της αποτυχίας να αναγνωρίσουμε αυτή τη διπροσωπία φαίνονται σήμερα στην Ουκρανία.

Σε αυτό το στάδιο, η αιτία του θανάτου του ΝΑΤΟ δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί, αλλά είναι πιθανό να πρόκειται για επιπλοκές που προκλήθηκαν ως αποτέλεσμα κατάχρησης. Το ΝΑΤΟ αφήνει πίσω έναν κόσμο που έχει κουραστεί από οργανισμούς που ισχυρίζονται ότι είναι πρώτα μια αμυντική συμμαχία και στη συνέχεια ένας οργανισμός διαχείρισης κρίσεων, ενώ η αλήθεια είναι ότι στην πραγματικότητα αποτελούν όχημα για την προβολή της αμερικανικής ηγεμονίας στον κόσμο. Είναι ένα απλό εργαλείο (με έναν Αμερικανό στρατηγό πάντα επικεφαλής) για την επίτευξη όχι της ειρήνης ή της σταθερότητας, αλλά της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία τις περισσότερες φορές δεν περιλαμβάνει ούτε ειρήνη ούτε σταθερότητα.  Λόγω της δυσκολίας του να αναγνωρίσει την αλήθεια μιας κατάστασης, το ίδιο το ΝΑΤΟ μπορεί να μην αντιλαμβάνεται καν ότι είναι νεκρό. Όπως λέει και η παροιμία – είναι νεκρό, αλλά δεν οριζοντιώνεται.

Πηγή: Global Times

Μετάφραση: antapocrisis

Το Πακιστάν τα βάζει με την Αμερική

Το antapocrisis αναδημοσιεύει για ενημερωτικούς λόγους το παρακάτω άρθρο του Ejah Akram, Αμερικανο-Πακιστανού καθηγητή, σχετικά με την απόπειρα των ΗΠΑ να ανατρέψουν τον πρωθυπουργό του Πακιστάν Ίμραν Χαν. Η πακιστανική κυβέρνηση είδε την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία να αμφισβητείται μετά την άρνησή της να συνταχθεί με τη γραμμή των ΗΠΑ στην Ουκρανία και την προθυμία της να συνεργαστεί με τον άξονα Ρωσίας – Κίνας. Βουλευτές που κατηγορήθηκαν για αποστασία και εξαγορά από τις ΗΠΑ, ήταν έτοιμοι να καταθέσουν πρόταση δυσπιστίας. Η κυβέρνηση του Πακιστάν ισχυρίζεται ότι η πρόταση δυσπιστίας της Κυριακής για την αποπομπή του πρωθυπουργού Ιμράν Χαν από την εξουσία σχεδιάστηκε στην Ουάσινγκτον. Το αμερικανικό σχέδιο περιελάμβανε την αποστασία βουλευτών και την ανατροπή της κυβέρνηση χωρίς προσφυγή στις κάλπες, ωστόσο η κυβέρνηση του Ίμραν Χαν διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε εκλογές σε 90 ημέρες, σε ένα κλίμα που προοιωνίζει την επανεκλογή του. Η προσφυγή στις κάλπες, με το λαό στους δρόμους να στηρίζει την εκλεγμένη του κυβέρνηση, θεωρήθηκε ως “πραξικόπημα” από τα ΜΜΕ της Δύσης, που περίμεναν την αναίμακτη ανατροπή του Χαν και την επαναφορά στην εξουσία των πολιτικών κομμάτων που θεωρούνται ότι είναι στο τσεπάκι της Ουάσινγκτον. 

Μετά από μια ταπεινωτική ήττα στο Αφγανιστάν και την απώλεια αξιοπιστίας τους στην Ουκρανία, η εποχή της μονοπολικότητας των ΗΠΑ φαίνεται να εισέρχεται στην τελική της φάση, η οποία χαρακτηρίζεται από άγριες επιθέσεις προς όλες τις κατευθύνσεις. Η πιο πρόσφατη από αυτές τις επιθέσεις σημειώθηκε την περασμένη εβδομάδα, όταν η κυβέρνηση του Πακιστάν ισχυρίστηκε ότι η Ουάσινγκτον προσπαθεί να οργανώσει αλλαγή καθεστώτος στο Ισλαμαμπάντ.

Αυτή τη φορά οι ΗΠΑ πιάστηκαν στα πράσα. Ο ισχυρισμός δεν έγινε μέσω διαρροής ή από κάποιον περιθωριακό παρατηρητή, αλλά από τον ίδιο τον πρωθυπουργό του Πακιστάν, τον Ίμραν Χαν. Ενώ το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη, το πολιτικό δράμα μόλις άρχισε.

Προερχόμενος από μια κρίσιμη συνάντηση μεταξύ των γειτονικών χωρών του Αφγανιστάν, ο κορυφαίος διπλωμάτης της Κίνας καταφέρθηκε δημόσια εναντίον της συμπεριφοράς της Ουάσινγκτον. Ο υπουργός Εξωτερικών Wang Yi δήλωσε ότι η Κίνα δεν θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να παρασύρουν μικρότερα έθνη σε σύγκρουση και επέπληξε έντονα τη “νοοτροπία του ψυχρού πολέμου των ΗΠΑ”. Το Πεκίνο είναι αποφασισμένο να μην επιτρέψει στις ΗΠΑ να κλέψουν το Πακιστάν από τον εσωτερικό κύκλο των ζωτικών ασιατικών εταίρων του, που σήμερα περιλαμβάνουν τη Ρωσία, το Ιράν, το Αφγανιστάν και άλλους.

Την Τετάρτη, όταν ένας εταίρος συνασπισμού του κυβερνώντος κόμματος Pakistan Tehreek-e-Insaf (PTI) ανακοίνωσε ότι επτά μέλη του θα μεταπηδήσουν στην αντιπολίτευση, ο Χαν έχασε ουσιαστικά την πλειοψηφία του στην Εθνοσυνέλευση, που αποτελείται από 342 βουλευτές. Περισσότερα από δώδεκα μέλη του κόμματός του, απείλησαν επίσης να περάσουν πολιτικά απέναντι.

Όμως η πακιστανική αντιπολίτευση πίστευε λανθασμένα ότι μόλις εμφάνιζε την απαιτούμενη αριθμητική πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, ο πρωθυπουργός είτε θα αποσύρονταν, είτε θα παραιτούνταν. Αλλά αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει.

Αντίθετα, μέσα στις επόμενες 24 ώρες θα αρχίσει η ψηφοφορία στο κοινοβούλιο για την καταμέτρηση των πραγματικών αριθμών. Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι αυτό είναι το τέλος της κυβέρνησης Χαν στο Πακιστάν- άλλοι πιστεύουν ότι η εξουσία του πρωθυπουργού θα εδραιωθεί και η αντιπολίτευση και οι ξένοι χρηματοδότες της θα υποστούν μόνιμο πλήγμα.

Εάν τα δικαστήρια δεχτούν το αίτημα της κυβέρνησης να εξετάσει τις υποθέσεις ξένης ανάμειξης και δωροδοκίας, τότε ο Χαν μπορεί να έχει περισσότερο χρόνο για να αναπτύξει μια πλήρη δικαστική διερεύνηση. Μέσα σε λίγες μόνο ημέρες, ο Χαν έχει ήδη κάνει μια μέτρια επίδειξη της δύναμής του στο δρόμο. Η διάθεση και το συναίσθημα σε όλο το φάσμα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, από τώρα, είναι μονόπλευρα υπέρ του πρωθυπουργού. Μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης έχουν συσπειρωθεί δυνατά γύρω του, ως εκπρόσωπο των προσδοκιών τους, ενώ οι ηγέτες των κομμάτων της αντιπολίτευσης χαρακτηρίζονται ως διεφθαρμένα άτομα που θέλουν να ανατρέψουν μια εκλεγμένη κυβέρνηση.

Τα κύρια κόμματα της αντιπολίτευσης της χώρας είναι ο Μουσουλμανικός Σύνδεσμος του Πακιστάν (PML-N) και το Λαϊκό Κόμμα του Πακιστάν (PPP), και οι δύο είναι δυναστικές ομάδες που κυβέρνησαν για δεκαετίες μέχρι που εμφανίστηκε ο Χαν με τις προεκλογικές του υποσχέσεις να εξαλείψει την ανεξέλεγκτη διαφθορά και τις πελατειακές σχέσεις που μαστίζουν την πακιστανική πολιτική εδώ και χρόνια.

Η επιστολή

Εκατομμύρια Πακιστανοί ξεχύθηκαν για να παρακολουθήσουν την ομιλία του πρωθυπουργού Χαν στις 27 Μαρτίου, όταν ισχυρίστηκε ότι “ξένες δυνάμεις σχεδιάζουν αλλαγή καθεστώτος στο Πακιστάν”. Κραδαίνοντας μια επιστολή που έβγαλε από την τσέπη του παλτού του, ο Χαν απείλησε να αποκαλύψει άμεσες, γραπτές απειλές κατά του Πακιστάν και του ίδιου.

Τα κορυφαία μέλη του υπουργικού συμβουλίου, ο Υπουργός Σχεδιασμού, Ανάπτυξης, Μεταρρυθμίσεων και Ειδικών Πρωτοβουλιών Asad Umar και ο Υπουργός Πληροφοριών Fawad Chaudhry παραχώρησαν κοινή συνέντευξη Τύπου όπου αποκάλυψαν περαιτέρω λεπτομέρειες για την επίμαχη επιστολή. Στη συνέχεια, ο Χαν κάλεσε αρκετά μέλη του υπουργικού του συμβουλίου, τα μέσα ενημέρωσης και την πακιστανική κοινότητα ασφαλείας να δουν το έγγραφο από πρώτο χέρι.

Οι αντίπαλοι της κυβέρνησης απέρριψαν ευθέως τους ισχυρισμούς του Χαν, εν μέσω ύβρεων και αναταραχών που σύντομα θα ακολουθούσαν. Ο ηγέτης της πακιστανικής αντιπολίτευσης Shahbaz Sharif, (υποψήφιος για τη θέση του πρωθυπουργού), διακήρυξε ότι θα εγκαταλείψει το πλοίο και θα ενταχθεί στις δυνάμεις του Ίμραν Χαν αν η επιστολή είναι αληθινή και ο πρωθυπουργός μιλούσε ειλικρινά. Παρομοίως, ο γνωστός αντι-καθεστωτικός τηλεοπτικός παρουσιαστής Saleem Safi δήλωσε ότι αν η επιστολή ήταν αληθινή, θα αποσυρόταν από τη θέση του και θα εγκατέλειπε εντελώς τα μέσα ενημέρωσης.

Αλλά μέσα σε λίγες ώρες, μια μυστηριώδης αίτηση κατατέθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ισλαμαμπάντ (IHC) με τον επικεφαλής δικαστή του Ισλαμαμπάντ Athar Minallah να εκδίδει νομική γνωμοδότηση ότι ο Ίμραν Χαν δεν μπορεί να μοιραστεί την επιστολή αυτή δημόσια, λόγω του όρκου μυστικότητας που έδωσε. Μια τόσο γρήγορη απόφαση δεν θα μπορούσε προφανώς να προέλθει από την ανώτατη δικαστική αρχή του Πακιστάν, στο βαθμό που πρόκειται για μια πλαστή επιστολή.

Την επόμενη ημέρα, η Επιτροπή Εθνικής Ασφάλειας (NSC) της χώρας συνήλθε σε συνεδρίαση. Παρόντες ήταν ο πρωθυπουργός του Πακιστάν, ο αρχηγός του στρατού, ο πρόεδρος του Γενικού Επιτελείου Στρατού, οι αρχηγοί της πακιστανικής αεροπορίας (PAF) και του ναυτικού, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας (NSA) και αρκετοί άλλοι σημαντικοί αξιωματούχοι.

Τα μέλη της αντιπολίτευσης μποϊκοτάρισαν τη συνάντηση, αλλά οι συμμετέχοντες πήραν ομόφωνη απόφαση να επιπλήξουν τις Ηνωμένες Πολιτείες για τις ενέργειές τους και να διασφαλίσουν ότι το Πακιστάν δεν θα επιτρέψει στις αμερικανικές αρχές να ξεφύγουν τόσο εύκολα. Στη συνέχεια, το Υπουργείο Εξωτερικών κάλεσε τον εκτελούντα χρέη πρέσβη των ΗΠΑ και τον επέπληξε – τίποτα από αυτά δεν θα μπορούσε να γίνει με το πρόσχημα μιας ψευδούς επιστολής.

Τι περιέχει η επιστολή

Σύμφωνα με τις δηλώσεις που έκανε ο Χαν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του NSC, ανώτεροι αξιωματούχοι του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών (πιστεύεται ότι πρόκειται για έναν υφυπουργό Εξωτερικών) απέστειλαν την επιστολή στις 7 Μαρτίου μέσω του Asad Majeed Khan, του πρεσβευτή του Πακιστάν στην Ουάσιγκτον.

Το έγγραφο φέρεται να αναφέρει ότι θα υπάρξει σύντομα πρόταση δυσπιστίας κατά του πρωθυπουργού, ότι ο Χαν θα πρέπει να γνωρίζει ότι αυτή πρόκειται να γίνει και ότι δεν θα πρέπει να αντισταθεί στην πρόταση δυσπιστίας αλλά να υποκύψει σε αυτή. Αν προσπαθήσει να αντισταθεί, συνεχίζει η επιστολή, ο Χαν και το Πακιστάν θα αντιμετωπίσουν τρομερές συνέπειες.

Η επιστολή αναφέρει την πρόταση δυσπιστίας περίπου οκτώ φορές. Την επόμενη ημέρα, στις 8 Μαρτίου, ανακοινώθηκε πράγματι η πρόταση δυσπιστίας. Σύμφωνα με τον Χαν, διαθέτει πληροφορίες της υπηρεσίας ασφαλείας σχετικά με το πώς γινόταν η παράνομη αγορά και πώληση ψήφων μεταξύ των βουλευτών του Πακιστάν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Στη συνέχεια, στις 9 Μαρτίου, η στρατιωτική ηγεσία της χώρας δήλωσε “ουδέτερη” μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης και του πρωθυπουργού.

Ο Χαν επέκρινε τον στρατό για την ουδέτερη στάση του, λέγοντας ότι ένας ζωτικός θεσμός του κράτους δεν πρέπει να δείχνει “ουδετερότητα” σε εκείνους που χρησιμοποιούνται ανοιχτά και εσκεμμένα ως εργαλεία αλλαγής καθεστώτος, ενορχηστρωμένα από τους αντιπάλους του Πακιστάν. Όμως, μετά την επιστροφή του υπουργού Εξωτερικών Σαχ Κουρέσι από το Πεκίνο, ο στρατός φαίνεται τώρα να ευνοεί τη θέση του Χαν. Φαίνεται ότι είτε τηλεφώνημα, είτε μήνυμα, πρέπει να ήρθε απευθείας από το Πεκίνο.

Συνέπειες της εμπλοκής των ΗΠΑ

Εάν η υπόθεση της ξένης ανάμειξης είναι a priori σχετική με την πρόταση δυσπιστίας, τότε είναι πιθανό ο Χαν να έχει νομικά δίκιο, και όσοι κατηγορούνται για συνεργασία, βοήθεια και συνδρομή σε μια εξωτερική συνωμοσία για αλλαγή καθεστώτος να παραπεμφθούν σε δίκη. Αυτό θα περιλάμβανε τα μέλη των πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης και τις προσωπικότητες των πακιστανικών μέσων ενημέρωσης που φέρονται να πήγαιναν και να έρχονταν από την πρεσβεία των ΗΠΑ τις ημέρες, τις εβδομάδες και τους μήνες που προηγήθηκαν της πρότασης – η οποία τώρα έχει οριστεί για μια ψηφοφορία που θα οδηγήσει σε απώλεια εδρών την Κυριακή. Αν αυτό αποδειχθεί στο δικαστήριο, πολλοί ηγέτες της αντιπολίτευσης μπορεί να καταλήξουν πίσω από τα κάγκελα.

Σύμφωνα με την ανώτατη υπηρεσία εθνικής ασφάλειας του Πακιστάν και κρίνοντας από την ανακοίνωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, φαίνεται ξεκάθαρα ότι η επιστολή ήταν γνήσια και ότι οι ΗΠΑ είναι ένοχες για ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις του Πακιστάν. Όμως δεν είμαστε στο 2001, όταν ο πρώην πρόεδρος του Πακιστάν, στρατηγός Περβέζ Μουσάραφ, συνθηκολόγησε με τους Αμερικανούς μετά από ένα και μόνο τηλεφώνημα. Το σημερινό Πακιστάν έχει ισχυρότερη αυτογνωσία μετά από δύο δεκαετίες εξαντλητικών και μη αναγνωρισμένων θυσιών για τον ανεπιτυχή πόλεμο της Ουάσιγκτον κατά της τρομοκρατίας. Επιπλέον, τώρα καταλαβαίνουν επίσης ότι οι ΗΠΑ είναι μια φθίνουσα δύναμη.

Οι περισσότεροι Πακιστανοί δεν ενδιαφέρονται πλέον για τις αμερικανικές κυρώσεις, ιδίως καθώς βλέπουν άλλα έθνη να τις παρακάμπτουν, διαμορφώνοντας νέες συμμαχίες. Η διάθεση και το συναίσθημα της κοινής γνώμης είναι να απορρίψει τις απειλές κυρώσεων, αναγνωρίζοντας ότι θα υπάρξουν συνέπειες για την πακιστανική πλευρά, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αποβολή των αμερικανικών σχεδιασμών από την περιοχή Αφγανιστάν – Πακιστάν – Ιράν.

Κατά τη διάρκεια συνέντευξής του την 1η Απριλίου στην εθνική τηλεόραση, ο Ίμραν Χαν προέτρεψε το πακιστανικό έθνος να απορρίψει τη συμμαχία των διεφθαρμένων κομμάτων και των μέσων ενημέρωσης που υποστηρίζονται από τη Δύση. Πίστευε ότι το επόμενο βήμα της Δύσης θα ήταν να του αφαιρέσει τη ζωή. Ο υπουργός πληροφοριών του Πακιστάν είχε δηλώσει το ίδιο, μόλις μία ημέρα νωρίτερα.

Αν ο Χαν δεν είχε την ικανότητα να συσπειρώνει τον δρόμο, θα μπορούσαν να τον αγνοήσουν, αλλά η τρέχουσα δημοτικότητά του και η πεισματική του αντίσταση στις τακτικές εκφοβισμού των ΗΠΑ τον καθιστούν πρωταρχικό στόχο δολοφονίας. Οι περισσότεροι Πακιστανοί θεωρούν από καιρό ότι η δολοφονία ηγετών όπως ο Liaquat Ali Khan, ο Z.A. Bhutto, ο Zia al Haq και η Benazir Bhutto ήταν έργο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Για τους πολίτες αυτούς, κάθε αισθητή απειλή για τη ζωή του πρωθυπουργού Ίμραν Χαν, αποτελεί πραγματικό και άμεσο κίνδυνο. Πολύ γρήγορα, η ασφάλεια γύρω του αναδιατάχθηκε και λήφθηκαν νέα μέτρα για να του παρασχεθεί πρόσθετη προστασία.

Η αφήγηση του Χαν για την ανάμειξη των ΗΠΑ έχει αποκτήσει μεγάλη δυναμική την τελευταία εβδομάδα. Η ιστορία είναι η ιστορία δύο πλευρών που συγκρούονται σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας της χώρας: από τη μία πλευρά, η συμμαχία Ινδίας-ΗΠΑ, τα διεφθαρμένα κόμματα της πακιστανικής αντιπολίτευσης, τα εταιρικά μέσα ενημέρωσης της χώρας και μια χούφτα φιλελεύθερων δυτικού τύπου. Από την άλλη πλευρά, ένας νόμιμα εκλεγμένος, δημοφιλής και δυναμικός πρωθυπουργός, υποστηριζόμενος από τη ρωσοκινεζική συμμαχία και τη συντριπτική πλειοψηφία των Πακιστανών.

Με αυτές τις πιθανότητες, μπορεί να είναι πολιτικά και νομικά αδύνατο για το στρατό του Πακιστάν να διατηρήσει την φαινομενική στάση ουδετερότητας, όσο κι αν οι ΗΠΑ τον πιέζουν. Ο χρόνος μπορεί να είναι με το μέρος του Χαν.

Πηγή: The Cradle

Μετάφραση: antapocrisis

Να ηττηθεί το ΝΑΤΟ!

Ας ξεκινήσουμε από τα πολύ θεμελιώδη: ο πλανήτης είναι εγγύτερα παρά ποτέ σε έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και δεν βρίσκεται απλώς εγγύτερα παρά ποτέ, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκεται πολύ κοντά. Χωρίς να θέλουμε να σταθούμε επί μακρόν σε πράγματα που έχουμε αναλύσει ήδη σε προηγούμενα άρθρα, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι αιτίες δεν πρέπει να αναζητώνται, ούτε στον «παρανοϊκό δικτάτορα» Πούτιν, ούτε στον «γεροξεκούτη» Μπάιντεν, ούτε στους σαλτιμπάγκους που παριστάνουν τους πολιτικούς ηγέτες στην Ε.Ε. Ακόμα και αν κάποιες από αυτές τις κατηγορίες ευσταθούν, κανένας παγκόσμιος (και όχι μόνο) πόλεμος δεν ξεκινά από το καπρίτσιο ή τις ιδιότητες ενός ανθρώπου.

Φυσικά, είναι πιθανό οι προσωπικές ιδιότητες των ηγετών να επιταχύνουν και να χειροτερεύουν τα πράγματα. Όμως στην πραγματικότητα, ακόμα και αν ο άνθρωπος αποτελεί τον κρίσιμο πυροκροτητή την κρίσιμη στιγμή, η εκρηκτική ύλη μαζεύεται πολύ καιρό πριν και από άλλες, δομικές αιτίες.

Η αναζήτηση των ευθυνών σε συγκεκριμένες ομάδες εξουσίας, παρότι πληρέστερη και πάλι δεν μπορεί να φωτίσει επαρκώς τις αιτίες. Είναι βέβαιο, ότι η άνοδος των νεοσυντηρητικών στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου μας «έδωσε» μια νέα εποχή βαρβαρότητας, με διαρκείς, καταστροφικούς πολέμους: Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, Συρία, Υεμένη, χιλιάδες εξωδικαστικές δολοφονίες συνιστούν μερικά από τα αποτελέσματα της νεοσυντηρητικής κυριαρχίας. Πώς όμως και γιατί ισχυροποιήθηκαν τόσο αυτές οι ομάδες εξουσίας; Πώς κατόρθωσαν να ξεκινήσουν τόσους πολέμους, να τους χάσουν όλους και παρόλα αυτά να παραμένουν στην εξουσία;

Το 2021, η Παγκόσμια Τράπεζα κυκλοφόρησε έναν συλλογικό τόμο, με τίτλο “Global Productivity: Trends, Drivers, and Policies”. Σε ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα κεφάλαια του τόμου, το βασικό εύρημα συνίσταται στο ότι η παραγωγικότητα της εργασίας, από την δεκαετία του ’80 έχει μειωθεί στο μισό και “η επακόλουθη ύφεση κινδυνεύει να καταστεί εδραιωμένη επιβράδυνση”. Επιπλέον, η πτώση της παραγωγικότητας, μετά την κρίση του 2007- 2008 είναι η πιο μακρόχρονη, η πιο βαθιά και η πιο πολύχρονη πτώση ποτέ, τις τελευταίες 4 δεκαετίες, επηρεάζοντας το 70% των οικονομιών του κόσμου. Οι αναπτυγμένες οικονομίες εμφανίζουν σταθερά άσχημα αποτελέσματα, ενώ μετά την κρίση του 2007 επλήγησαν καίρια και οι αναδυόμενες οικονομίες. Οι παραγωγικές επενδύσεις μειώθηκαν δραματικώς, ενώ οι αναγκαίες δημόσιες επενδύσεις δεν βρέθηκαν – προφανώς ελέω νεοφιλελευθερισμού, θα συμπληρώναμε εμείς.

Παρόλη την ποσοτική χαλάρωση, κοινώς παρόλο το χρήμα που κόπηκε από τις κεντρικές τράπεζες, και παρά την περηφάνια μας για τις εξωτικές τεχνολογίες που ανακαλύπτουμε (Τεχνητή Νοημοσύνη, πέρασμα από τον αυτοματισμό στην αυτονομία, εξυπνο-οτιδήποτε, από εργοστάσια έως κινητά, βιοτεχνολογίες) η εργασία είναι πολύ λιγότερο αποδοτική από ό,τι στο παρελθόν. Δεν πρέπει να ξεχνούμε μάλιστα, ότι από πλευράς παραγωγικότητας, χάνει σταθερά ο αναπτυγμένος κόσμος.

Τα τρις δολάρια και ευρώ, αντί να γίνουν παραγωγή, εργοστάσια, κοινωνικές παροχές, δικαιώματα με υλική υπόσταση, έγιναν σε πολύ μεγάλο βαθμό θαλασσοδάνεια, κρυπτονομίσματα, παιχνίδια ομολόγων, σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Όπως έχουμε γράψει και στο παρελθόν, η φούσκα που έσκασε το 2008, αντιμετωπίστηκε με νέες φούσκες. Επιπλέον, η ανισότητα γιγαντώθηκε, με αποτέλεσμα, αφενός τα μεγάλα δυτικά μονοπώλια να πνίγουν την ανάπτυξη της οικονομίας και αφετέρου ακόμα περισσότερο, η πολιτική εξουσία να μετατρέπεται σε φέουδο των υπερπλουσίων και των λίγων, ισχυρών ομάδων πίεσης.

Διαμορφώθηκε έτσι μια τριπλά προβληματική κατάσταση: Ατελείωτες φούσκες, με ελάχιστη πραγματική υλική βάση στον δυτικό (και όχι μόνο βέβαια) καπιταλισμό. Μετακίνηση του κέντρου ισχύος του καπιταλισμού μακριά από την Δύση. Διεύρυνση της οικονομικοκοινωνικής και επομένως πολιτικής ανισότητας, με αποτέλεσμα την παρακμή της αστικής δημοκρατίας στην Δύση, λόγω απώλειας της σχετικής αυτονομίας του κράτους και περιορισμού του λαϊκού στοιχείου σε διακοσμητικό ρόλο.

Από τη στιγμή που διαμορφώθηκαν οι τρεις παραπάνω συνθήκες συνδυαστικά, ήταν σαφές ότι η τόσο αναγκαία δημιουργική καταστροφή του καπιταλισμού, θα εκδηλωνόταν μέσα από μια λυσσαλέα σύγκρουση για την πλανητική κυριαρχία μεταξύ ΗΠΑ (της μόνης ολοκληρωμένης, ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης) και της Κίνας, του βασικού εκπροσώπου του αναδυομένου κόσμου. Οι συνήθεις νεοφιλελεύθερες μέθοδοι, απλώς δεν δουλεύουν. Οι «σούπερ-σταρ» κεντρικοί τραπεζίτες έριξαν χρήμα «από το ελικόπτερο», αλλά απέτυχαν να αναζωογονήσουν θεμελιωδώς τον καπιταλισμό και ιδίως στην Δύση. Ο πληθωρισμός, ο οποίος είχε ξεκινήσει πριν ακόμα τον πόλεμο, η διατάραξη των εφοδιαστικών αλυσίδων εν μέσω πανδημίας και η ενεργειακή κρίση επιδεινώνουν περαιτέρω την κατάσταση. Η σύγκρουση σε παγκόσμια κλίμακα καθίσταται μονόδρομος. Μια τέτοια σύγκρουση φυσικά, δεν μπορεί παρά να γίνει και στρατιωτική τελικά.

Σε αυτήν την σύγκρουση, η επιθετική πλευρά μοιραία είναι οι ΗΠΑ. Όχι γιατί οι Αμερικανοί είναι χειρότεροι άνθρωποι, αλλά επειδή η υποχωρούσα δύναμη αισθάνεται τον χρόνο να τρέχει εις βάρος της από την μια, ενώ διαθέτει (ή αισθάνεται ότι διαθέτει) ακόμα υπέρτερη ισχύ από τους ανταγωνιστές της. Προσθέστε τον θεμελιωμένο «εξαιρετισμό» στην κουλτούρα των ΗΠΑ, τις μανιχαϊστικές αναλύσεις και την τάση της Δύσης να πιστεύει την προπαγάνδα της και έχουμε την συνταγή του πολέμου.

Από εκεί και πέρα, όλα τα υπόλοιπα αποτελούν επιμέρους ζητήματα. Σημαντικά, πλην όμως επιμέρους. Το ότι λ.χ. οι ΗΠΑ εκδήλωσαν πιο έντονα την επιθετικότητά τους προς την Ρωσία, αντί για την Κίνα, με την προσέγγιση του ΝΑΤΟ στα σύνορα της πρώτης, έχει να κάνει με την γεωγραφία, την ίδια την νατοϊκή δομή, την εκτίμηση των δυτικών περί της ρωσικής ισχύος και με τους μηχανισμούς εξουσίας μέσα στην Ουάσιγκτον. Το ποιος κάθε φορά στο πεδίο, σε τακτικό επίπεδο φαίνεται πιο επιθετικός έναντι του άλλου, επίσης αποτελεί επιμέρους ζήτημα. Εύκολο άλλωστε είναι για τις ΗΠΑ να προβοκάρουν την αντίδραση ενός ανταγωνιστή τους και δεν είναι η πρώτη φορά που το πράττουν, εν προκειμένω στην Ουκρανία.

Η μεγάλη εικόνα συνίσταται στο ότι ο καπιταλισμός χρειάζεται μια δημιουργική καταστροφή και ότι ο πόλεμος την προσφέρει με τον καλύτερο τρόπο. Κεφάλαια, άνθρωποι, υποδομές, μηχανές θα καταστραφούν. Ένα πάρτι κατανάλωσης θα λάβει χώρα. Λεφτά θα επενδυθούν. Αγορές θα κατακτηθούν ή θα επανακτηθούν. Η άλλη πτυχή της μεγάλης εικόνας είναι ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται να νικήσουν στρατιωτικώς τους αντιπάλους τους και να τους καταστρέψουν οικονομικώς (και μάλιστα τους ισχυρότερους εξ αυτών). διότι δεν έχουν άλλον τρόπο και χρόνο.

Άλλωστε, τι έδειξαν οι κυρώσεις, τις οποίες επέβαλε η Δύση στην Ρωσία; Ότι οι ΗΠΑ, πέραν της Ε.Ε., της Ιαπωνίας και της Βρετανίας, δυσκολεύονται να πείσουν σχεδόν οποιονδήποτε άλλον να τις ακολουθήσει. Στην πραγματικότητα, η επιρροή τους, χωρίς να είναι ασήμαντη (κάθε άλλο) βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό. Το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, ούτε συγκινείται από τις εικόνες του πολέμου (πολλοί τις έχουν ζήσει, εξαιτίας των ΗΠΑ), ούτε είναι διατεθειμένο να ποντάρει για νικητή αυτής της αντιπαράθεσης, προτού να έχει κριθεί το παιχνίδι. Σε έναν κυνικώς φτιαγμένο κόσμο, ο κυνισμός θεωρείται σοφία, όχι καιροσκοπισμός.

Γυρνώντας στα παραπάνω, το πρόβλημα έγκειται στο ότι η «δημιουργική καταστροφή» του πολέμου, όταν εξασκείται συμπεριλαμβάνοντας απειλούμενες πυρηνικές δυνάμεις (ή έστω πυρηνικές δυνάμεις που νιώθουν ότι απειλούνται) μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε «καταστροφική καταστροφή».

Αλλά και αυτό να μην συμβεί, τρία άλλα πράγματα θα συμβούν: πρώτον, θα διεξαχθούν πολλοί, πολύ αιματηροί πόλεμοι. Όπως έχουμε γράψει και αλλού, το ερώτημα δεν είναι αν θα υπάρξει παγκόσμιος πόλεμος, αλλά πώς διεξάγεται. Σπονδυλωτά ή άμεσα. Προς το παρόν, ισχύει το πρώτο αλλά το δεύτερο ενδεχόμενο καθίσταται πιθανότερο. Δεύτερον, στο όνομα του σε εξέλιξη παγκοσμίου (και πολεμικού) ανταγωνισμού, επιβάλλεται ήδη, μια περαιτέρω συρρίκνωση της δημοκρατίας παντού και επομένως και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Το τρίτο είναι ότι τα δύο παραπάνω, σε συνδυασμό με την νέα φάση καπιταλιστικής κρίσης την οποία ήδη βιώνουμε θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση τόσο του πολιτικού ρόλου του κόσμου της εργασίας όσο και του βιοτικού του επιπέδου. Θα υπάρξει άμεση καταστροφή ανθρωπίνων και υλικών πόρων και καταπίεση των υπολοίπων, προκειμένου να διασωθεί και να ανακάμψει η κερδοφορία του τμήματος του πολύ μεγάλου κεφαλαίου, που θα επιβιώσει.

Εδώ έχουμε το εξής εντυπωσιακό όμως ή και όχι τόσο εντυπωσιακό: ενώ μεγάλα τμήματα του λαϊκού κόσμου, έστω θολά αντιλαμβάνονται τα παραπάνω και στρέφονται με σκεπτικισμό απέναντι στην δυτική προπαγάνδα και στον υστερικό, ρατσιστικό αντιρωσισμό, τα κόμματα των διαφόρων εκδοχών της αριστεράς και τα στρώματα της διανόησης, επιμένουν σε όλες τις στερεοτυπικές, τυφλωμένες από την συγκίνηση και από την κυριαρχία του ειδικού επί του γενικού, προσεγγίσεις.

Πρόκειται για απόδειξη του αδιεξόδου στο οποίο έχουν περιέλθει, αλλά και των ντροπιαστικών συμβιβασμών έως βαθμού πλήρους υποταγής της σοσιαλδημοκρατίας, του δικαιωματισμού, ακόμα και ευρύτερων πλευρών της κομμουνιστικής αριστεράς και του αναρχισμού. Μάλιστα είναι εντυπωσιακή η διαφορά στάσης μεταξύ αντιστοίχων τμημάτων της αριστεράς από τον αναπτυσσόμενο κόσμο, σε σχέση με εκείνα της «Δύσης». Δεν μας ενδιαφέρει να πάρουμε κάποιο «αριστερόμετρο» εν προκειμένω. Μας ενδιαφέρει γιατί έχει παρακμάσει τόσο η «αριστερά» στην Δύση και τι φιλειρηνικό κίνημα χρειαζόμαστε, προκειμένου να αναχαιτίσουμε ή και να ανατρέψουμε τις προαναφερθείσες εξελίξεις.

Χρειάζεται όμως να πούμε ότι η διάκριση μεταξύ αριστεράς της Δύσης και εκτός Δύσης αποδεικνύει κάτι το οποίο είναι από παλιά γνωστό, αλλά έχει ξεχαστεί: το εθνικό πλαίσιο εντός του οποίου δρα κάθε πολιτικός φορέας (ως εκπρόσωπος ενός κοινωνικού μπλοκ ή ακόμα περισσότερο ως όργανο του εν λόγω μπλοκ) επικαθορίζει τις πολιτικές του θέσεις. Τις επικαθορίζει επειδή το επίπεδο ανάπτυξης αλλά και το πολιτικό- πολιτιστικό εποικοδόμημα επηρεάζει την συνείδηση όλων των κοινωνικών στρωμάτων, αν και με διαφορετικό τρόπο ή ένταση.

Με άλλα λόγια, ο Βρετανός, ο Έλληνας, ο Γερμανός και ο Σύρος εργάτης δεν μπορούν να βλέπουν τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο, ή τουλάχιστον όχι πάντα και παντού, διότι ζουν ακόμα σε έναν καπιταλιστικό κόσμο, με πανίσχυρο τον ρόλο των εθνικών κρατών και με γιγαντιαίες διακρατικές, εκτός των άλλων, ανισότητες. Χωρίς ένα πραγματικό σχέδιο, μεγαλύτερης διακρατικής ισότητας, στο πλαίσιο μιας νέας, διεθνούς οικονομικής τάξης, οι όποιες εκκλήσεις ή τα σχετικά ευχολόγια, δεν πετυχαίνουν τίποτα άλλο πέρα από το να προδίδουν διάχυτο μικροαστισμό.

Στην πραγματικότητα μάλιστα, πίσω από τις ψευτο-διεθνιστικές προσεγγίσεις δεν κρύβεται τίποτε περισσότερο από την αδυναμία της «δυτικής» αριστεράς να καταλάβει πώς είναι δυνατόν να μην θέλει ο οποιοσδήποτε να γίνει «Δύση» (από την μια) και επιπλέον να μην αποδέχεται οποιαδήποτε εξαγώγιμη εκδοχή «Δύσης», ως τουλάχιστον καλύτερη από οποιαδήποτε εκδοχή μη-Δύσης.

Η δυτική αριστερά είναι περισσότερο δυτική, παρά αριστερά. Όχι μόνο γιατί οι ηγεσίες της έχουν εγκαταλείψει συνειδητώς τα θεμελιωδέστερα και ριζοσπαστικότερα προτάγματα των εκδοχών της αριστεράς. Αλλά επιπλέον, επειδή όταν βλέπεις τον κόσμο κατά βάση μέσα από την λογική της ανωτερότητας της Δύσης επί των υπολοίπων, μέσα από την Δύση ως «τέλος της ιστορίας», καταλήγεις αναγκαστικώς στην απολογητική της νεοαποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, στην αποδοχή του καπιταλισμού και του αστικού φιλελευθερισμού ως μονοδρόμου – ακόμα και όταν έχεις, όχι αστικοφιλελεύθερη δημοκρατία αλλά αστικοφιλελεύθερη ολιγαρχία, όπως συμβαίνει σήμερα.

Επιπλέον, η μακρόχρονη απαξίωση των οργανωμένων κομμάτων μαζών, ιδίως στην Δύση, οδήγησε σε έναν αποκομμένο από το ζωντανό λαϊκό στοιχείο, ταυτοτισμό: στην λατρεία των ομάδων πίεσης, του επιμέρους, του σχετικισμού και του υποκειμενισμού, γιγαντώνοντας την κυριαρχία των στελεχών, των ειδικών (οι «επαγγελματίες- τεχνοκράτες» στα κόμματά μας) εις βάρος της λαϊκής στράτευσης μέσα στα κόμματα και μάλιστα τα αριστερά.

Η κυριαρχία των «ειδικών της πολιτικής», μιας κάστας με δικά της, ειδικά συμφέροντα, επεκτάθηκε και στα αριστερά (ή πρώην αριστερά) κόμματα κάθε είδους. Και μαντέψτε τι: αυτά τα στελέχη, αυτοί οι επαγγελματίες, νιώθουν πολύ πιο ωραία με τις ανέσεις του δυτικού τρόπου άσκησης πολιτικής, ο οποίος στην πραγματικότητα εξασφαλίζει μονιμότητα και ησυχία, παρά με τις βίαιες αναταράξεις ενός κόσμου του οποίου τα κέντρα ισχύος μετατοπίζονται. Συνεπώς, είτε δεν μπορούν, είτε και δεν θέλουν να αναλύσουν την πραγματικότητα και να δράσουν επί αυτής.

Η άρνηση των στελεχών της αριστεράς να σκεφτούν πέρα από την Δύση, προστίθεται λοιπόν στην άρνηση των υπολοίπων πολιτικών δυνάμεων της Δύσης να δούνε τον κόσμο γενικά και πέρα από την δυτική ματιά. Η οποία δυτική ματιά είναι γεμάτη συγκίνηση, θέαμα, υποκειμενισμό, δαιμονοποίηση, απλούστευση και εντελώς μυωπική.

Κάπως έτσι και στην συγκεκριμένη περίπτωση, του πολέμου στην Ουκρανία, ή κατεξοχήν σε αυτήν την περίπτωση, έχουμε τις κλασικές τακτικές χειραγώγησης των λαών, με πρωταγωνιστές τους μικροαστούς διανοουμένους, οι οποίοι πια είναι ενδημικοί στον χώρο της αριστεράς:

α) Έμφαση μόνο στο επιμέρους. Η Ρωσία στις 24 Φεβρουαρίου κήρυξε τον πόλεμο στην Ουκρανία, άρα η Ρωσία φέρει την ευθύνη. Ενώ είναι η αλήθεια ότι η συγκεκριμένη κήρυξη έγινε από την Ρωσία, η συγκεκριμένη επιχείρηση, αποτελεί μόνο τμήμα ενός ευρύτερου πολέμου και ανταγωνισμού. Ενός πολέμου που ξεκίνησε από το 2014 και ενός ανταγωνισμού που, όπως εξηγούμε παραπάνω, ξεκίνησε αμέσως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με στρατηγικώς επιτιθέμενη την Δύση. Οι τωρινές συγκρούσεις στην Ουκρανία αποτελούν επομένως στρατηγικώς αμυντική και τακτικώς μόνο επιθετική κίνηση της Ρωσίας – ή αλλιώς, αντεπίθεση στον δυτικό, ιμπεριαλιστικό μπλοκ.

β) Έμφαση στην συγκίνηση, με τα εργαλεία της κοινωνίας του θεάματος. Φυσικά και είναι τραγικό να σκοτώνονται άνθρωποι. Αλλά σε ποιον ακριβώς πόλεμο δεν συμβαίνει αυτό; Θα λέγαμε ότι κακώς πολεμήσαμε μέχρι την τελική και ολοκληρωτική ήττα του ναζισμού-φασισμού, επειδή σε αυτόν τον πόλεμο, εμείς, οι σύμμαχοι, σκοτώσαμε χιλιάδες αμάχων Γερμανών, συμπεριλαμβανομένων και παιδιών, για παράδειγμα με το carpet-bombing που εφαρμόσαμε; Έχουμε ξεχάσει τις δύο πυρηνικές βόμβες; Βεβαίως πρέπει να υπάρχει πρόνοια ως προς το ποιοι στόχοι χτυπιούνται και να τιμωρηθούν όσοι χτυπούν αμάχους χωρίς να πράττουν ό,τι μπορούν για να αποφύγουν τέτοιες επιθέσεις. Να ελεγχθούν όλοι λοιπόν. Όλοι οι εμπλεκόμενοι και σε αυτήν την σύγκρουση και στον οκταετή πόλεμο αλλά και στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους της Δύσης συνολικά. Ξεχνάμε ότι σήμερα, τις ίδιες ακριβώς στιγμές, λαμβάνει χώρα η κατοχή στην Παλαιστίνη και στο ένα τρίτο της Συρίας, καθώς και ο πόλεμος στην Υεμένη. Φοβάμαι όμως ότι δεν θα βρούμε πολλούς προθύμους για συνολική απονομή δικαιοσύνης.

γ) Έμφαση στον υποκειμενισμό. Είναι ο Πούτιν παρανοϊκός; Κακός άνθρωπος; Μήπως είναι αντικομμουνιστής; Μήπως είναι δεξιός; Δικτάτορας; Είναι εντυπωσιακό ότι αυτήν την υποκειμενιστική θεώρηση έναντι της αντικειμενικής (όχι ποιος λέω εγώ ή λένε οι άλλοι ότι είμαι αλλά τι κάνω) την έχει ασπαστεί ακόμα και το ΚΚΕ, αποστασιοποιούμενο από την βασική μαρξική μεθοδολογία – και όχι μόνο μαρξική, εδώ που τα λέμε. Ξεκίνησε με την γραμμή περί αντιπάλων ιμπεριαλιστών και όταν αυτή η προσέγγιση κατέρρευσε (δύσκολο να υποστηρίξεις ότι η Ρωσία δια των εταιρειών της κατέχει μείζονα θέση στα παγκόσμια μονοπώλια) στράφηκε στην ανάλυση περί «ληστών» των λαών. Αλλά, ένα λεπτό! Όλοι οι καπιταλιστές-αστοί δεν είναι με έναν τρόπο «ληστές» των λαών; Όποτε λοιπόν πολεμούν μεταξύ τους αστικά κράτη, οι κομμουνιστές δεν παίρνουν θέση υπέρ κανενός; Διότι ακόμα και αν είχαμε μια επανάληψη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και έναν ενδο-ιμπεριαλιστικό πόλεμο, η λενινιστική γραμμή επιβάλλει να πολεμήσουμε εναντίον του δικού μας ιμπεριαλιστή, δηλαδή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Όχι να κρατούμε ίσες αποστάσεις. Ασχέτως του ποιος είναι και τι θέλει ο Πούτιν, η Ρωσία στην Συρία σταμάτησε το ΝΑΤΟϊκό σχέδιο βίαιου επανασχεδιασμού του χάρτη της Μέσης Ανατολής. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα στην καρδιά της Ευρώπης. Η αναίρεση της εξάπλωσης της επέκτασης του ΝΑΤΟ, ο τραυματισμός και η ταπείνωση του ΝΑΤΟ περνάει μέσα από την ρωσική νίκη. Όσο και αν δεν συμπαθεί κάποιος το πολιτικό και οικονομικό σύστημα στην Ρωσία, η αντικειμενική πραγματικότητα είναι ότι ή το ΝΑΤΟ θα θριαμβεύσει ή το ΝΑΤΟ θα ηττηθεί δια της ρωσικής ήττας ή νίκης αντιστοίχως. Άλλωστε, ούτε ο Μιλόσεβιτς, ούτε ο Σαντάμ Χουσεΐν ήταν οι μέγιστοι δημοκράτες. Και λοιπόν; Έπρεπε να σταθούμε στην μέση και τότε, με τα «ούτε… ούτε»;

δ) Λογοκρισία και απόκρυψη πληροφοριών. Χωρίς καν να βρισκόμαστε σε πόλεμο επισήμως (ανεπισήμως και χωρίς να έχουν ερωτηθεί οι λαοί, ήδη συμμετέχουμε στον εξελισσόμενο πόλεμο) η λογοκρισία έχει ήδη επιβληθεί, τόσο ευθέως, όσο και εμμέσως. Η διακοπή αναμετάδοσης του RT και του Sputnik, σε συνδυασμό με τoν σχεδόν πλήρη αποκλεισμό των μη αντιρωσικών προσεγγίσεων από τον δημόσιο διάλογο, αποδεικνύουν πόσο ευάλωτες είναι οι αστικοφιλελεύθερες ολιγαρχίες μας εν μέσω ιστορικών γεγονότων, προς οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση. Το ζήσαμε και επί μνημονίων και ακόμα εντονότερα εν μέσω πανδημίας. Οι μικροαστοί διανοούμενοί μας ωστόσο, ενώ είναι πολύ πρόθυμοι να ξεψαχνίσουν λ.χ. την δημοκρατικότητα ή μη της Ρωσίας, προτιμούν να σωπαίνουν όταν αφορά τα του οίκου μας ή να τα υποβαθμίζουν, σαν ένα δυσάρεστο, μεμονωμένο επεισόδιο. Δεν είναι στην πραγματικότητα μεμονωμένα επεισόδια, αλλά μια μόνιμη κατάσταση. Η λειτουργία των δυτικών μέσων ενημέρωσης ως προπαγανδιστικών μηχανισμών ελάχιστα διαφέρει από εκείνη των ρωσικών. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, το RT υπήρξε πολύ πιο αποκαλυπτικό από τα αντίστοιχα δυτικά μέσα. Ξεχνούμε επίσης ότι εν μέσω πανδημίας κυβερνώμεθα με διατάγματα.

Αν όλα τα παραπάνω ισχύουν (και ισχύουν) το γνήσια φιλειρηνικό και αντιπολεμικό κίνημα δεν έχει καμία σχέση με τα αντικειμενικώς φιλονατοϊκά ξεσπάσματα, ούτε με τις ίσες αποστάσεις. Το πραγματικό φιλειρηνικό κίνημα, μετά από δεκαετίες πραξικοπημάτων και πολέμων ερωτά ποια είναι η μεγάλη, η κατεξοχήν ιμπεριαλιστική δύναμη του πλανήτη. Απαντά ότι είναι οι ΗΠΑ, είτε μόνες τους, είτε με την βοήθεια του ΝΑΤΟ.

Απαντά ότι για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν αποφασίσει να αντιμετωπίσουν την Ρωσία και την Κίνα ως εχθρούς, τόσο στο πεδίο της οικονομίας, όσο και το στρατιωτικό και αυτή η επιλογή μπορεί να οδηγήσει στο ξέσπασμα παγκοσμίου πολέμου.

Ακόμα και σήμερα, είναι η νατοϊκή εμπλοκή εκείνη η οποία γεννά τον κίνδυνο ενός τρίτου παγκοσμίου πολέμου. Επομένως, το φιλειρηνικό κίνημα πρέπει να έχει ένα σύνθημα: «να ηττηθεί το ΝΑΤΟ». Είναι πολύ δυσάρεστο, αλλά δυστυχώς, οι στρατιωτικοί συνασπισμοί, μόνο στρατιωτικο-πολιτικώς ηττώνται.

Το φιλειρηνικό κίνημα πρέπει να θέλει έναν μη δυτικο-κεντρικό ή αν προτιμάτε, μη ευρωπαιογενή κόσμο, αλλά έναν κόσμο στον οποίο θα χωρά με ίσους όρους, κάθε ήπειρος. Το φιλειρηνικό κίνημα δεν μπορεί παρά να ηγεμονεύεται στον πυρήνα του από εκείνες τις σοσιαλιστικές δυνάμεις που βλέπουν ότι το σύμπλεγμα ιμπεριαλισμού-καπιταλισμού πρέπει δομικώς να αντιμετωπιστεί και να ηττηθεί.

Ένας κόσμος στον οποίο θα σταματήσει η επέκταση του ΝΑΤΟ και στον οποίο το ΝΑΤΟ θα τραυματιστεί καίρια, θα είναι ένας σοσιαλιστικός παράδεισος; Όχι βέβαια. Είναι ο Πούτιν ο νέος Λένιν; Επίσης όχι. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αν κατορθώσουν να μετατραπούν σε παγκόσμιους κυρίαρχους οι χώρες τους, η κινεζική και η ρωσική μεγαλοαστική τάξη δεν θα αποδειχτούν καλύτερες από του Αγγλοσάξονες «συναδέλφους» τους. Όμως κάθε φορά πρέπει να επιλέγουμε τον κύριο αντίπαλο. Και σήμερα, ο κύριος αντίπαλος είναι ο γιγαντωμένος ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ. Η ήττα τους και η ήττα του ΝΑΤΟ θα απελευθερώσει δυνάμεις. Ίσως μάλιστα δώσει στην Ευρώπη επιτέλους, δυνάμεις οι οποίες θα επιδιώκουν γνήσια, έναν ισχυρό ευρωπαϊκό ρόλο, αντί για το σημερινό παράρτημα της Ουάσιγκτον που έχουμε ως Ε.Ε.

Οι μικροαστοί διανοούμενοι έχουν ήδη βρει το νέο τους «πιστεύω» και στα καθ’ ημάς. Εξευρωπαΐστηκαν πια. Η αριστερά στην υπόλοιπη Ευρώπη, ήδη από τους βομβαρδισμούς στην Σερβία είχε ανακαλύψει πόσο βολικό είναι να καλύπτεις τον φιλονατοϊσμό σου πίσω από τις κατηγορίες περί δικτατόρων και γενοκτόνων. Κάποιοι μάλιστα, οι πλέον «προοδευτικοί», έφτασαν να μιλούν για τον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό του Πούτιν, που πρέπει να ηττηθεί. Προφανώς από τον «ελευθεριακό νεοφιλελευθερισμό» των ΗΠΑ. Άλλοι θυμήθηκαν ότι πρέπει να ηττηθούν οι Ρώσοι ολιγάρχες. Προφανώς από τους δυτικούς «σταρ» του καπιταλισμού, οι οποίο δεν φτιάχνουν μονοπώλια, δεν έχουν γιοτ, δεν καταπιέζουν τον κόσμο της εργασίας, δεν κάνουν βρωμοδουλειές με μαφίες. Τι και αν στις 100 μεγαλύτερες ιδιωτικές εταιρείες του κόσμου δεν βρίσκεις ούτε μία ρωσική; Ακόμα μάλιστα και όταν ο Πούτιν στρέφεται εναντίον των δικών του ολιγαρχών, ανακαλύπτουμε ότι είναι κρυπτοφασίστας, εθνικιστής. Θα έπρεπε να είναι διεθνιστής, όπως οι πρόεδροι των ΗΠΑ και να στήνει πραξικοπήματα υπέρ των εταιρειών της χώρας του, για να τον αποδεχτούμε προφανώς.

Όλοι αυτοί οι «φίλοι» της Ουκρανίας, πρόθυμοι να πολεμήσουν έκ του ασφαλούς τη Ρωσία μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό, τάσσονται υπέρ της παράτασης του πολεμικού δράματος σε αυτή την αναλώσιμη, όπως την αντιμετωπίζουν, χώρα ή και κάποιοι, με ακόμη μεγαλύτερη ανευθυνότητα, ζητούν την επέκτασή του, λ.χ. με την καθιέρωση μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων, που ο ίδιος ο Μπάιντεν προειδοποιεί ότι συνιστά κήρυξη παγκοσμίου πολέμου. Και βέβαια υποβαθμίζουν και σχετικοποιούν διαρκώς την πολιτική και οικονομική βία που υφίσταντο όλα τα προηγούμενα χρόνια οι Ουκρανοί.

Σήμερα για όποιον έχει καθαρή ματιά, αντικειμενικώς και ασχέτως υποκειμενικών προθέσεων, λαμβάνει χώρα μια σύγκρουση, η οποία θα κρίνει αν το ΝΑΤΟ θα αποδυναμωθεί ή αν θα ισχυροποιηθεί. Πάνω σε αυτήν την πρωτεύουσα αντίθεση οφείλει να τοποθετηθεί η αριστερά, οι σοσιαλιστές, έντιμα. Όποιοι τολμούν να το πράξουν φυσικά.

Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ

Προς αποκατάσταση του whataboutism

Η λέξη “whataboutism” χρησιμοποιείται για να φιμώσει και να προσβάλει τους αντιπάλους του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ. Θα πρέπει να αποκαταστήσουμε αυτή την έννοια ως μέσο αποκάλυψης όσων κρατιούνται στο σκοτάδι.

Όποιος μιλάει ανοιχτά ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τον καπιταλισμό ή τον ρατσισμό, με συγκεκριμένα παραδείγματα των δεινών που προκαλούν, αναμένει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα κατηγορηθεί για «whataboutism». Με ακρίβεια ρολογιού, τυχόν πράξη αποκάλυψης αμερικανικών εγκλημάτων θα οδηγήσει στην κατηγορία που χρησιμοποιείται για να φιμώσει τη διαφωνία.

Όταν επικρατεί η πολεμική προπαγάνδα σχετικά με την Ουκρανία ή με οποιοδήποτε άλλο μέρος που ο ηγεμόνας κάνει τη βρώμικη δουλειά του, είναι λογικό να κάνουμε διερευνητικές ερωτήσεις. Γιατί οι θάνατοι 14.000 ανθρώπων που σκοτώθηκαν στον εμφύλιο πόλεμο της Ουκρανίας κρύβονται κάτω από το χαλί; Γιατί απαγορεύεται να ρωτάς για την καταστροφή της Λιβύης από τις ΗΠΑ; Αλλά από τη στιγμή που θα κάνει κανείς μια καλή ερώτηση, θα του πουν ότι μόνο και μόνο με το να θέσει το θέμα, είναι απόδειξη της αμαρτίας του whataboutism.

Τη λέξη whataboutism τη συναντάμε στο λεξικό και ορίζεται ως, «η πράξη ή η πρακτική της απάντησης σε μια κατηγορία για αδίκημα με τον ισχυρισμό ότι ένα αδίκημα που διαπράχθηκε από κάποιον άλλον είναι παρόμοιο ή χειρότερο».

Η κατηγορία έχει σκοπό να λογοκρίνει τον ομιλητή, να δικαιολογήσει τις ενέργειες των ΗΠΑ και να υπερασπιστεί τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη μεριά τους. Οι αρνήσεις και οι συγγνώμες είναι ακριβώς ο λόγος που πρέπει να υπερασπιστούμε το whataboutism. Είναι πράγματι απαράδεκτο να μην μπορούμε να αντιπαραθέσουμε επαληθεύσιμες και αξιόπιστες πληροφορίες που αποκαλύπτουν τα ψέματα και τα εγκλήματα.

Ο όρος έχει αποκτήσει δημοτικότητα επειδή υπάρχει πολλή υποκρισία που πρέπει να αποκαλυφθεί και υπάρχουν πολλοί οπαδοί του αμερικανικού εξαιρετισμού (σ.μτφ. Ο όρος αφορά την πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ εξαιρούνται των κανόνων που πρέπει να ισχύουν για όλους τους άλλους), οι οποίοι υπερασπίζονται αυτό που θα έπρεπε να καταδικάζουν. Όταν το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) ανακοίνωσε ότι θα ξεκινήσει τη διερεύνηση της «Κατάστασης στην Ουκρανία», τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικοί τους εταίροι χαιρέτησαν την ανακοίνωση και υπέδειξαν ως ένοχο τη Ρωσία. Δεν επεσήμαναν ότι οι ΗΠΑ, όπως και η Ρωσία, δεν έχουν υπογράψει τη Συνθήκη της Ρώμης που δημιούργησε το Διεθνές Δικαστήριο. Όχι απλά οι ΗΠΑ δεν είναι μέλος, αλλά το 2002 το Κογκρέσο ψήφισε τον νόμο περί προστασίας των μελών των αμερικανικών υπηρεσιών, που έγινε ευρέως γνωστός ως νόμος εισβολής της Χάγης. Δίνει στις ΗΠΑ το δικαίωμα να αποσπάσουν από το δικαστήριο οποιονδήποτε Αμερικανό κρατείται. Επιπλέον, ο νόμος απαγορεύει την έκδοση Αμερικανών στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.

Τα χτυπήματα στο στήθος για την έρευνα για την Ουκρανία, θα πρέπει σίγουρα να συνοδευτούν από μια συζήτηση για την εχθρότητα των ΗΠΑ προς το Διεθνές Δικαστήριο. Αυτό είναι ένα ξεκάθαρο παράδειγμα για το πότε και πώς εφαρμόζεται η κατηγορία του whataboutism. Το να μην αναφέρουμε τη σχέση των ΗΠΑ ή μάλλον την έλλειψη αναγνώρισης των ΗΠΑ προς το Διεθνές Δικαστήριο, θα ήταν ένδειξη συμφωνίας με το δόγμα του εξαιρετισμού.

Εάν ο Βλαντιμίρ Πούτιν περιγράφεται ως εγκληματίας πολέμου, κακοποιός, δικτάτορας και σύγχρονος Χίτλερ, είναι σκόπιμο και πράγματι απαραίτητο να αναρωτηθούμε για τους Αμερικανούς προέδρους. Για λόγους συντομίας, ας πάρουμε υπόψη μόνο εκείνους τους Αμερικανούς προέδρους που υπηρέτησαν από το 2001 και μετά. Οι εισβολές και οι επεμβάσεις των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική, στην Κεντρική Ασία και στο Κέρας της Αφρικής έχουν εκτοπίσει περισσότερους από 37 εκατομμύρια ανθρώπους από τότε που ξεκίνησε ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας». Γιατί να μην αποκαλούνται επίσης εγκληματίες πολέμου ο Τζορτζ Μπους, ο Μπαράκ Ομπάμα, ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Τζο Μπάιντεν; Η σιωπή απέναντι στην εγκληματικότητά τους, δίνει άδεια και έγκριση στις επιθέσεις των ΗΠΑ.

Ο αμερικανικός εξαιρετισμός είναι μια ασθένεια που μολύνει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αυτής της χώρας. Δυστυχώς, οι περισσότεροι άνθρωποι χρειάζονται ελάχιστη προτροπή για να υπερασπιστούν τα παραπτώματα του έθνους τους. Ο Τζορτζ Μπους θεωρείται πλέον ως ένας συμπαθής παππούς που ζωγραφίζει φωτογραφίες κουταβιών. Υπάρχει ελάχιστη προθυμία να αναλογιστούμε το ένα εκατομμύριο νεκρούς από την εισβολή στο Ιράκ. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε μεγάλη ενόχληση.

Κάθε είδηση ​​για μετανάστες που επιχειρούν την επικίνδυνη διέλευση από τη Βόρεια Αφρική στην Ευρώπη, θα πρέπει να στέκεται στην καταστροφή της Λιβύης που έγινε υπό την καθοδήγηση του Μπαράκ Ομπάμα. Αλλά ο Ομπάμα ήταν ο πρώτος μαύρος πρόεδρος και εξακολουθεί να θεωρείται πρότυπο ευθύτητας, ένας άνθρωπος που έφερε ελπίδα και αλλαγή. Η επισήμανση της ευθύνης του για μια συνεχιζόμενη ανθρωπιστική κρίση μοιάζει υπερβολική στους ανθρώπους που προπαγανδίζουν ότι πιστεύουν στην ηθικότητά του και στην ηθική του έθνους.

Ακόμη και ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος μπορεί συνήθως να υποτιμάται και να υβρίζεται, δεν εγκαλείται ότι συνέχισε τους πολέμους των προκατόχων του, ούτε ότι εξόντωσε τουλάχιστον 40.000 Βενεζουελάνους μέσω του καθεστώτος κυρώσεων. Το σύνδρομο διαταραχής του Τραμπ, δεν επεκτείνεται στα εγκλήματά του κατά των ανθρώπων του παγκόσμιου Νότου. Ο μύθος της λευκής υπεροχής και του εξαιρετισμού, είναι πολύ ισχυρός.

Αυτός ο μύθος δεν μπορεί να ξεριζωθεί, αν δεν έρθουν στο φως τα δυσάρεστα γεγονότα. Αν οι ανίδεοι και οι συμβιβασμένοι θέλουν να φωνάξουν “whataboutism”, με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους, ας το κάνουν. Οι στόχοι της περιφρόνησής τους όμως, δεν έχουν καμιά ανάγκη να δικαιολογηθούν. Στην πραγματικότητα, θα πρέπει να υπερασπίσουν περήφανα τη λέξη, και να πολλαπλασιάσουν τις αναφορές τους σε οποιασδήποτε πληροφορία που προκαλεί ρήγματα στη γνώση μας για τον κόσμο.

Ο πλανήτης πρέπει να γνωρίζει για τα εγκλήματα της Αμερικής και των συμμάχων της. Όταν τα ίδια ευρωπαϊκά έθνη που αποδιώχνουν τους Αφρικανούς και τους πρόσφυγες της Μέσης Ανατολής ανακοινώνουν ότι θα δεχτούν όλους μα όλους ανεξαιρέτως τους Ουκρανούς, σίγουρα το “whataboutism” είναι σωστό. Όταν ο Μπάιντεν υποτίθεται ότι δίνει διάλεξη για την ηθική της Ρωσίας, τότε σίγουρα πρέπει να αναφερθούμε στην απόφασή του να κλέψει 7 δισεκατομμύρια δολάρια από τα αποθεματικά του Αφγανιστάν. Οι Αφγανοί σημειωτέον βρίσκονται σε τόσο απελπιστική κατάσταση που πολλοί από αυτούς πουλάνε τα νεφρά τους για να μπορέσουν να φάνε.

Η κρίση στην Ουκρανία είναι απλώς το τελευταίο παράδειγμα μιας ευκαιρίας να επισημανθούν τα λάθη που διαπράχθηκαν από τις ΗΠΑ και τους εταίρους τους. Κανείς δεν πρέπει να αποφεύγει να το πράξει, ούτε καν όταν το “whataboutism” χρησιμοποιείται υποτιμητικά ενώ στην πραγματικότητα είναι τιμητικό.

Πηγή: Black Agenda Report

Μετάφραση: antapocrisis

Οι ΗΠΑ φταίνε για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Δεν το λέμε εμείς, το λένε οι ίδιοι.

Από την πρώτη στιγμή του πολέμου στην Ουκρανία, ο κόσμος διαιρέθηκε σε δύο στρατόπεδα: Σε αυτούς που υποστήριξαν ότι η ιστορία ξεκίνησε την Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου με τη ρωσική εισβολή και σε αυτούς που υποστήριξαν ότι ο πόλεμος προέκυψε κατά βάση ως «επιθετική άμυνα» της Ρωσίας απέναντι σε μια πανθομολογούμενη επεκτατική πολιτική των ΗΠΑ.

Για τους πρώτους, φταίει μονοσήμαντα η Ρωσία, και η Δύση πρέπει να στηρίξει τον πόλεμο των Ουκρανών μέχρις εσχάτων, ώστε να αποδυναμωθεί η Μόσχα, ανεξαρτήτως κόστους και απωλειών. Αυτή είναι η επικρατούσα, υστερική σχεδόν άποψη στη Δύση, που τρέφεται από τον αντιρωσικό παροξυσμό. Για τους δεύτερους, ο πόλεμος μπορεί να μην είναι «δίκαιος», αλλά είναι αιτιολογημένος. Και η αιτία του δεν βρίσκεται στην παραφροσύνη και στον αυταρχισμό του Πούτιν, αλλά στην απόφαση των ΗΠΑ να περάσουν τα όρια, να επιτεθούν εμμέσως στη Ρωσία και να στριμώξουν την ΕΕ σκληραίνοντας τις γραμμές στο δικό τους στρατόπεδο.

Επιλέγουμε παρακάτω να παραθέσουμε τοποθετήσεις και εκτιμήσεις κορυφαίων εκπροσώπων του αμερικανικού κατεστημένου, που εδώ και χρόνια προειδοποιούν ότι η επιθετική πολιτική διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και επανεξοπλισμού της Ουκρανίας εναντίον της Ρωσίας, θα καταλήξει αναπόφευκτα σε πολεμική αναμέτρηση.

Αυτές οι τοποθετήσεις είναι σημαντικές γιατί δεν προέρχονται από «Πουτινιστές», όπως κατά κόρον κατηγορούνται όσοι δεν στρατεύονται στην αντιρωσική υστερία. Προέρχονται από το στρατόπεδο της Δύσης, από προσωπικότητες που έχουν υπηρετήσει από κορυφαία πόστα την αμερικανική πολιτική, αλλά διατύπωσαν εδώ και χρόνια, με καθαρό τρόπο, την ανάγκη να μην περικυκλωθεί ακόμα περισσότερο η Ρωσία, να μην επεκταθεί το ΝΑΤΟ με την είσοδο της Ουκρανίας, να μην «θεσμοθετηθεί» η εχθρότητα του Κιέβου έναντι της Ρωσίας, γιατί το αποτέλεσμα θα ήταν αυτό που ζούμε σήμερα.

Γιατί αυτές οι τοποθετήσεις δεν εισακούστηκαν; Γιατί τελικά οι ΗΠΑ κινήθηκαν ενάντια σε όσα το ίδιο το κατεστημένο τους υποστήριζε μέχρι και πριν από λίγα χρόνια;

Για δύο λόγους: Ο πρώτος λόγος είναι ότι οι ΗΠΑ μπήκαν σε μια περίοδο βαθιάς εσωτερικής κρίσης επί διακυβέρνησης Τραμπ, βλέποντας ταυτόχρονα τον βασικό τους παγκόσμιο ανταγωνιστή, την Κίνα, να ανέρχεται σταθερά και να απειλεί την πρωτοκαθεδρία τους. Η επιλογή να οξύνουν τις σχέσεις με τη Ρωσία, αποτέλεσε στρατηγική απόφαση του συμπλέγματος εξουσίας της Ουάσινγκτον (μετά τον Τραμπ), μια «φυγή προς τα εμπρός» που θα ήταν “win – win”: Είτε η Ρωσία θα υποχωρούσε και οι ΗΠΑ θα κέρδιζαν χρόνο και χώρο περικυκλώνοντάς την ασφυκτικά, στέλνοντας μήνυμα σε άλλους αμφισβητίες της ηγεμονίας τους, είτε η Ρωσία θα έβγαζε το όπλο στο τραπέζι αποφασισμένη να το χρησιμοποιήσει, επιλέγοντας την πολεμική αναμέτρηση. Τότε, η ΕΕ θα αναγκάζονταν να υποταχθεί ολοκληρωτικά στις επιδιώξεις της Ουάσινγκτον, να διαρρήξει σχέσεις (οικονομικές, πολιτικές, ενεργειακές) με τη Ρωσία, να ψαλιδίσει τις (ούτως ή άλλως μικρές και ανεπαρκείς) φιλοδοξίες της να ορίσει μια δική της στρατηγική στις διεθνείς σχέσεις. Το στρατόπεδο της Δύσης, αν και αποδυναμωμένο, θα διασκέδαζε τις εκτιμήσεις περί μακράς αλλά σταθερής πορείας παρακμής, συγκροτώντας τη ρητορική, τις γραμμές και τους συμμάχους του.

Ο δεύτερος λόγος είναι η απόφαση της Ρωσίας να μη δεχθεί άλλη υποβάθμιση με τη στρατιωτική της περικύκλωση, θεωρώντας ότι η πορεία προς έναν πολυπολικό κόσμο με υποβαθμισμένη την αμερικανική ηγεμονία είναι πλέον αναπόφευκτη. Αυτό, της επιτρέπει να αντιδράσει με πολεμική επιχείρηση εναντίον ενός καθεστώτος που απολαμβάνει την απόλυτη στήριξη της Ουάσινγκτον. Στη ρωσική απόφαση έπαιξε ρόλο η ανοδική πορεία της Κίνας, η απόλυτη αδυναμία της ΕΕ να ορίσει ανεξάρτητη στρατηγική, η γενική βελτίωση των σινο-ρωσικών σχέσεων, αλλά και η γνώση ότι ανερχόμενες δυνάμεις της Περιφέρειας (πχ Ινδία) παρά τις ιστορικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ τους, θα προτιμούσαν έναν κόσμο πολυπολικό που θα δίνει χώρο στις φιλοδοξίες τους για άνοδο.

Τα παραπάνω, συνιστούν μια εντελώς διαφορετική ανάγνωση από τα προπαγανδιστικά σχήματα για «παρανοϊκούς δικτάτορες», «ημίτρελους τσάρους» κλπ, πράγματα γελοία, προς εύπεπτη κατανάλωση του πρόθυμου ακροατηρίου του Ευρωατλαντισμού. Και φυσικά απέχουν από τα αντι-ιστορικά και βολικά σχήματα των «ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών» και «των βουβαλιών που όταν μαλώνουν την πληρώνουν οι βάτραχοι», τα οποία αποφεύγουν να ορίσουν προσδιορισμούς και ιεραρχήσεις.

Οι τοποθετήσεις που ακολουθούν κάνουν σαφές ότι η πορεία προς τον πόλεμο ήταν δεδομένη όσο συνεχιζόταν η Νατοϊκή κλιμάκωση και η αμερικανική επιθετικότητα. Αποδεικνύεται, μέσα από το ίδιο το αμερικανικό κατεστημένο, ότι αυτός ο πόλεμος δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία μιας παρανοϊκής και επεκτατικής ρωσικής αρκούδας, αλλά αναπόφευκτη κατάληξη της επιθετικής πολιτικής των ΗΠΑ.

Πρώτος ο Τζωρτζ Κέναν, ο πλέον επιδραστικός θεωρητικός του «περιορισμού» της ΕΣΣΔ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, πρώην πρέσβης στην ΕΣΣΔ το 1950 και διευθυντής του Κέντρου Στρατηγικής επί Τρούμαν. Όταν του ζητείται το 1998, σε βαθιά γεράματα, η άποψή του για την επέκταση του ΝΑΤΟ ανατολικά, λέει ευθαρσώς:

Νομίζω ότι είναι η αρχή ενός νέου ψυχρού πολέμου. Νομίζω ότι οι Ρώσοι σταδιακά θα αντιδράσουν αρνητικά και αυτό θα καθορίσει τις πολιτικές τους. Νομίζω ότι είναι τραγικό λάθος. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για αυτό. Κανείς δεν απειλεί σήμερα κανέναν άλλον. Αυτή η επέκταση θα έκανε τους Ιδρυτές αυτής της χώρας να στριφογυρνούν στους τάφους τους. Έχουμε δεσμευτεί να προστατεύσουμε μια ολόκληρη σειρά χωρών, παρόλο που δεν έχουμε ούτε τους πόρους ούτε την πρόθεση να το κάνουμε με κάποιο σοβαρό τρόπο. Η επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν απλώς μια ανάλαφρη ενέργεια μιας Γερουσίας που δεν έχει πραγματικό ενδιαφέρον για τις εξωτερικές υποθέσεις[i].

Ο Χένρι Κίσινγκερ, κορυφαίος διπλωμάτης των ΗΠΑ, Υπουργός Εξωτερικών επί Τρούμαν και Φορντ, το 2015, λίγες μέρες μετά την ανατροπή του φιλορώσου Γιανουκόβιτς και την επικράτηση των ακροδεξιών και φιλοδυτικών δυνάμεων του Μεϊντάν προειδοποιεί:

Πολύ συχνά το ουκρανικό ζήτημα τίθεται απλώς ως αναμέτρηση: είτε η Ουκρανία θα ενταχθεί στην Ανατολή, είτε στη Δύση. Αλλά αν η Ουκρανία θέλει να επιβιώσει και να ευδοκιμήσει, δεν πρέπει να είναι το φυλάκιο καμίας πλευράς ενάντια στην άλλη — θα πρέπει να λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ τους.
…Η Ουκρανία δεν πρέπει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, μια θέση που πήρα πριν από επτά χρόνια, όταν εμφανίστηκε το ζήτημα για τελευταία φορά.
…Η Ουκρανία θα πρέπει να είναι ελεύθερη να δημιουργήσει οποιαδήποτε κυβέρνηση συμβατή με την εκφρασμένη βούληση του λαού της. Οι σοφοί Ουκρανοί ηγέτες θα επέλεγαν τότε μια πολιτική συμφιλίωσης μεταξύ των διαφόρων περιοχών της χώρας τους. Σε διεθνές επίπεδο, θα πρέπει να ακολουθήσουν μια στάση παρόμοια με αυτή της Φινλανδίας. Αυτό το έθνος δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την ισχυρή ανεξαρτησία του και συνεργάζεται με τη Δύση στους περισσότερους τομείς, αλλά αποφεύγει προσεκτικά να δημιουργήσει θεσμική εχθρότητα προς τη Ρωσία.[ii]

Στον αντίποδα του Κίσινγκερ, ο Μπρζεζίνσκι, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 90 θεωρεί ότι η στάση των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας πρέπει να είναι επιθετική, καλώντας σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η Ρωσία με την επιβολή κυρώσεων ήδη από την εποχή της επέμβασής της στη Γεωργία, το 2008. Παρόλα αυτά, μιλώντας για τις πιθανές επιλογές του Πούτιν σχετικά με την Ουκρανία, ο Μπρζεζίνσκι παραδέχεται τα εξής:

Θα μπορούσε να επιδιώξει μια συμφωνία με την Ουκρανία… Αυτό θα απαιτούσε σοφία και επιμονή από τη Ρωσία καθώς και από την Ουκρανία και από τη Δύση. Μια τέτοια διευθέτηση θα πρέπει να περιλαμβάνει τον τερματισμό των ρωσικών προσπαθειών για αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας εκ των έσω, τον τερματισμό κάθε απειλής μεγαλύτερης εισβολής, και κάποιου είδους κατανόηση μεταξύ Ανατολής-Δύσης που συνεπάγεται τη σιωπηρή αποδοχή από τη Ρωσία του μακρού ταξιδιού της Ουκρανίας προς την τελική ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η Ουκρανία δεν επιδιώκει, και η Δύση δεν σκέφτεται, την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Είναι λογικό για τη Ρωσία να αισθάνεται άβολα με αυτή την προοπτική.[iii]

Φυσικά, ταυτόχρονα με τη θεωρητική προσπάθεια να βρεθεί συμβιβασμός, ο Μπρζεζίνσκι ισχυρίζεται ότι «Η Δύση πρέπει να εξοπλίσει την Ουκρανία», καλώντας σε αυτό που σήμερα βλέπουμε:

Οι Ουκρανοί πρέπει να γνωρίζουν ότι η Δύση είναι έτοιμη να τους βοηθήσει να αντισταθούν. Και δεν υπάρχει λόγος να είμαστε μυστικοπαθείς σχετικά με αυτό. Θα ήταν πολύ καλύτερο να είμαστε ανοιχτοί σχετικά με αυτό και να πούμε στους Ουκρανούς και σε όσους μπορεί να απειλήσουν την Ουκρανία, ότι εάν οι Ουκρανοί αντισταθούν, θα έχουν όπλα. Και θα παρέχουμε μερικά από αυτά τα όπλα πριν από την ίδια την πράξη της εισβολής. Διότι ελλείψει αυτού, ο πειρασμός της Ρωσίας να εισβάλει και να προλάβει τον εξοπλισμό, μπορεί να γίνει συντριπτικός.
Αλλά τι είδους όπλα είναι ένα σημαντικό ζήτημα. Και κατά την άποψή μου, θα πρέπει να είναι όπλα σχεδιασμένα ειδικά για να επιτρέπουν στους Ουκρανούς να συμμετέχουν σε αποτελεσματικό αστικό πόλεμο αντίστασης.
…Το θέμα είναι ότι για να επιτύχει πολιτικά η προσπάθεια εισβολής, η Ρωσία θα έπρεπε να καταλάβει τις μεγάλες πόλεις, ας πούμε το Χάρκοβο ή το Κίεβο. Αν στις πόλεις αυτές οι Ουκρανοί αντισταθούν και φτάσουμε σε οδομαχίες, ο πόλεμος για τη Ρωσία θα ήταν παρατεταμένος και δαπανηρός.[iv]

Ο ακαδημαϊκός Τζον Μιερσάιμερ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και εκπρόσωπος της ρεαλ πολιτίκ, θεωρούμενος ως ο κορυφαίος της γενιάς του στη συγκεκριμένη σχολή σκέψης, είναι κατηγορηματικός για το ποιος φταίει. Μια σημαντική του παρέμβαση το 2014, μετά το Μεϊντάν και την ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας, είχε τίτλο «Για την κρίση στην Ουκρανία φταίει η Δύση».

Σύμφωνα με την επικρατούσα λογική στη Δύση, η κρίση στην Ουκρανία μπορεί να χρεωθεί σχεδόν αποκλειστικά στη ρωσική επιθετικότητα. …Αλλά αυτός ο απολογισμός είναι λάθος: οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους μοιράζονται κατά το μεγαλύτερο μέρος την ευθύνη για την κρίση. Η ρίζα του προβλήματος είναι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, που είναι το κεντρικό στοιχείο μιας ευρύτερης στρατηγικής για την απομάκρυνση της Ουκρανίας από την επιρροή της Ρωσίας.
Από τα μέσα του 90 οι Ρώσοι ηγέτες έχουν αντιταχθεί σθεναρά στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, και τα τελευταία χρόνια έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν θα παραμείνουν απαθείς όσο ο στρατηγικά σημαντικός γείτονάς τους μετατρέπεται σε δυτικό προκεχωρημένο φυλάκιο. Για τον Πούτιν, η παράνομη ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου και φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας, την οποία δικαίως χαρακτήρισε “πραξικόπημα”, ήταν η τελευταία σταγόνα.
…Η κίνηση του Πούτιν (σ.μ. με την προσάρτηση της Κριμαίας) δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη. Άλλωστε, η Δύση είχε κινηθεί στην πίσω αυλή της Ρωσίας, απειλώντας τα βασικά στρατηγικά της συμφέροντα, σημείο που ο Πούτιν έθεσε εμφατικά και επανειλημμένα. Οι ελίτ στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη τυφλώνονται από τα γεγονότα μόνο και μόνο επειδή προσυπογράφουν μια εσφαλμένη άποψη για τη διεθνή πολιτική. Τείνουν να πιστεύουν ότι η λογική του ρεαλισμού έχει μικρή σημασία στον εικοστό πρώτο αιώνα.
…Οι δυτικοί ηγέτες έκαναν λάθος στην προσπάθειά τους να μετατρέψουν την Ουκρανία σε δυτικό προπύργιο στα ρωσικά σύνορα. Τώρα που οι συνέπειες είναι φανερές, θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο λάθος να συνεχιστεί αυτή η λανθασμένη πολιτική.
[v]

Επόμενος κορυφαίος διπλωμάτης ο Τζακ Μάτλοκ, τελευταίος πρεσβευτής των ΗΠΑ στην ΕΣΣΔ, που επιβεβαιώνει ότι η κρίση στην Ουκρανία προκλήθηκε από την αθέτηση των υποσχέσεων των ΗΠΑ και την απροθυμία τους να εγγυηθούν την ασφάλεια της Ρωσίας, επιδιώκοντας μια χωρίς όρια επιθετική επέκταση του ΝΑΤΟ.

Εφόσον η κύρια απαίτηση του Πούτιν είναι η διαβεβαίωση ότι το ΝΑΤΟ δεν θα διευρυνθεί με άλλα μέλη, και συγκεκριμένα την Ουκρανία ή τη Γεωργία, προφανώς δεν θα υπήρχε βάση για την παρούσα κρίση, αν δεν υπήρχε επέκταση της Συμμαχίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ή αν η επέκταση είχε συμβεί παράλληλα με την οικοδόμηση μιας δομής ασφαλείας στην Ευρώπη που περιλάμβανε τη Ρωσία.
Ήταν προβλέψιμη αυτή η κρίση;
Απολύτως. Η επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν η πιο βαθιά στρατηγική γκάφα που έγινε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
…Ο Πρόεδρος Ομπάμα αρχικά υποσχέθηκε βελτιωμένες σχέσεις μέσω της πολιτικής της «επαναφοράς», αλλά η πραγματικότητα ήταν ότι η κυβέρνησή του συνέχισε να αγνοεί τις πιο σοβαρές ανησυχίες της Ρωσίας και διπλασίασε τις προηγούμενες αμερικανικές προσπάθειες να αποσπάσει τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες από τη ρωσική επιρροή και, μάλιστα, να ενθαρρύνει την «αλλαγή καθεστώτος» στην ίδια τη Ρωσία. Οι αμερικανικές ενέργειες στη Συρία και στην Ουκρανία θεωρήθηκαν από τον Ρώσο πρόεδρο και τους περισσότερους Ρώσους ως έμμεσες επιθέσεις εναντίον τους.
…Και όσον αφορά την Ουκρανία, η εισβολή των ΗΠΑ στην εσωτερική της πολιτική ήταν βαθιά, υποστηρίζοντας ενεργά την επανάσταση του 2014 και την ανατροπή της εκλεγμένης ουκρανικής κυβέρνησης το 2014.[vi]

Ο υπουργός Άμυνας επί  Κλίντον, ο Γουίλιαμ Πέρι, εξηγεί στα απομνημονεύματά του ότι γι’ αυτόν η διεύρυνση του ΝΑΤΟ είναι η αιτία της ρήξης των σχέσεων με τη Ρωσία.

Κατά τα τελευταία χρόνια, το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης μπορεί να εστιαστεί στις ενέργειες που έχει κάνει ο Πούτιν. Αλλά για τα πρώτα χρόνια, πρέπει να πω, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν το μεγάλο μέρος της ευθύνης.
Η πρώτη μας ενέργεια που πραγματικά μας οδήγησε σε κακή κατεύθυνση ήταν όταν το ΝΑΤΟ άρχισε να επεκτείνεται, με την είσοδο κρατών της Ανατολικής Ευρώπης, μερικά από τα οποία συνορεύουν με τη Ρωσία. Εκείνη την εποχή συνεργαζόμασταν στενά με τη Ρωσία και είχαν αρχίσει να συνηθίζουν στην ιδέα ότι το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να είναι φίλος παρά εχθρός. Αλλά ήταν πολύ άβολο που είχαν το ΝΑΤΟ ακριβώς στα σύνορά τους και έκαναν μια ισχυρή έκκληση να μην προχωρήσουμε σε διεύρυνση.
…Βασικά οι άνθρωποι με τους οποίους αντιπαρατέθηκα όταν επιχείρησα να θέσω το πώς σκέφτονται οι Ρώσοι, απάντησαν: «Ποιος νοιάζεται τι σκέφτονται; Είναι μια δύναμη τρίτης διαλογής». Και φυσικά αυτό έφτασε και στους Ρώσους.
…Όταν αναπτύξαμε το αμυντικό σύστημα βαλλιστικών πυραύλων στην Ανατολική Ευρώπη, το εμφανίσαμε ως άμυνα ενάντια σε τυχόν πυρηνικό πύραυλο του Ιράν – δεν έχουν βέβαια κανέναν πυρηνικό πύραυλο, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Αλλά οι Ρώσοι είπαν «Περιμένετε λίγο, αυτό αποδυναμώνει την αποτρεπτική ισχύ μας». Το θέμα και πάλι δεν συζητήθηκε με βάση τι πραγματικά προσφέρει – κινηθήκαμε με τη λογική «ποιος νοιάζεται για το τι σκέφτεται η Ρωσία».[vii]

Κάνοντας μια μικρή παρένθεση, εκτός κατεστημένου της Ουάσιγκτον, ας παραθέσουμε την άποψη του καθηγητή Νοάμ Τσόμσκι, σφοδρού πολέμιου της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, ο οποίος επαναλαμβάνει ότι η κρίση στην Ουκρανία οικοδομήθηκε βήμα το βήμα πάνω στη βούληση των ΗΠΑ να επεκταθούν στρατιωτικά μέχρι και τα σύνορα της Ρωσίας.

Η ρωσική θέση ήταν αρκετά σαφής εδώ και αρκετό καιρό. Δηλώθηκε ξεκάθαρα από τον υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ στη συνέντευξη Τύπου του στα Ηνωμένα Έθνη: «Το κύριο ζήτημα είναι η ξεκάθαρη θέση μας για την απαράδεκτη περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή και την ανάπτυξη οπλικών συστημάτων που θα μπορούσαν να απειλήσουν το έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας».
Υπάρχει ένας απλός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η ανάπτυξη οπλικών συστημάτων: Να μην εγκατασταθούν. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για κάτι τέτοιο. Οι ΗΠΑ μπορεί να ισχυρίζονται ότι είναι αμυντικά, αλλά η Ρωσία σίγουρα δεν το βλέπει έτσι, μάλλον αιτιολογημένα.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, υπάρχει μια εξίσου ευθεία απάντηση. Η Ουκρανία μπορεί να έχει το ίδιο καθεστώς με την Αυστρία και τις δύο σκανδιναβικές χώρες καθόλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου: ουδέτερη, αλλά στενά συνδεδεμένη με τη Δύση και αρκετά ασφαλής, μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον βαθμό που επιλέξει να είναι.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες απορρίπτουν κατηγορηματικά αυτό το αποτέλεσμα, διακηρύσσοντας με ύψιστο πάθος την αφοσίωσή τους στην κυριαρχία των εθνών, η οποία δεν μπορεί να παραβιαστεί: το δικαίωμα της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ πρέπει να τηρηθεί.
Αυτή η στάση αρχών μπορεί να επαινείται στις ΗΠΑ, αλλά σίγουρα προκαλεί έντονες αποδοκιμασίες σε μεγάλο μέρος του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου του Κρεμλίνου. Ο κόσμος μάλλον δεν γνωρίζει την εμπνευσμένη αφοσίωσή μας στην εθνική κυριαρχία, ιδίως στις τρεις περιπτώσεις που εξόργισαν ιδιαίτερα τη Ρωσία: το Ιράκ, τη Λιβύη και το Κοσσυφοπέδιο-Σερβία.
Μερικές φορές υποστηρίζεται ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ αυξάνει την ασφάλεια για την Πολωνία και τις άλλες χώρες. Ένα πολύ ισχυρότερο επιχείρημα όμως που μπορεί να διατυπωθεί είναι ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ απειλεί την ασφάλειά τους, αυξάνοντας τις εντάσεις.
Ο ιστορικός
Richard Sakwa, ειδικός στην Ανατολική Ευρώπη, παρατήρησε ότι «η ύπαρξη του ΝΑΤΟ δικαιολογήθηκε από την ανάγκη διαχείρισης των απειλών που προκλήθηκαν από τη διεύρυνση του» — πρόκειται για μια εύλογη τοποθέτηση.[viii]

Ο καθηγητής Ρωσικών Σπουδών και Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, Στήβεν Κοέν, υποστηρίζει ότι για την ουκρανική κρίση δεν φταίει μόνο ο Πούτιν. Και προφητικά σημειώνει ότι στο ζήτημα του στρατιωτικού εξοπλισμού της Ουκρανίας ή της εισόδου της στο ΝΑΤΟ, η Ρωσία δεν πρόκειται να υποχωρήσει γιατί κάτι τέτοιο συνιστά για την ίδια υπαρξιακή απειλή.

Δεν είμαστε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, είμαστε στην αρχή ενός νέου. Ο πόλεμος, για πρώτη φορά στη ζωή μου από την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962, ο πόλεμος με τη Ρωσία είναι μεν όχι πιθανός, αλλά δυστυχώς είναι συζητήσιμος.
Η ηγεσία του ΝΑΤΟ ανακοίνωσε μια μεγάλη κλιμάκωση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ. Ζητούμε στη Γενεύη από τη Ρωσία να αποκλιμακώσει, αλλά εμείς κλιμακώνουμε.
Μπορεί να με πουν απολογητή του Πούτιν, αλλά σε ότι αφορά τις διαπραγματεύσεις, οι προτάσεις που έκανε η Ρωσία πριν ένα μήνα ήταν ένα καλό σημείο εκκίνησης για να λυθεί η σύγκρουση.
Υπάρχει στις ΗΠΑ μια ρητορική για την κρίση στην Ουκρανία που είναι απολύτως εσφαλμένη. Πρέπει να πάμε στον Νοέμβριο του 2013 όταν η ΕΕ στέλνει τελεσίγραφο στον εκλεγμένο πρόεδρο της Ουκρανίας Γιανουκόβιτς ότι τυχόν συμφωνία με την ΕΕ δεν μπορεί να υπάρξει ταυτόχρονα με τυχόν συμφωνία με τη Ρωσία. Γιατί δίνεις τελεσίγραφο σε μια χώρα που είναι διαιρεμένη επί αιώνες και σίγουρα είναι διαιρεμένη και σήμερα, ώστε να πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο πλευρές, επιτείνοντας τη διαίρεση;
Φταίει ο Πούτιν για την κλιμάκωση; Όχι φταίει η Ε.Ε.
Σε ότι αφορά την επέκταση του ΝΑΤΟ, όταν μπήκαν οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ήταν καθαρό ότι δεν θα εγκαθιστούσαμε στρατεύματα εκεί. Εγκαταστάσεις, βάσεις, ναι, αλλά όχι στρατεύματα.
Η Ρωσία είναι ήδη περικυκλωμένη από το ΝΑΤΟ στα σύνορά της με τις βαλτικές χώρες. Η μετακίνηση των στρατευμάτων θα κλιμακώσει την ένταση και θα στρατιωτικοποιήσει περαιτέρω την κατάσταση, φέρνοντας τον κίνδυνο του πολέμου ένα βήμα πιο κοντά.
Και λυπάμαι που το λέω, αλλά τότε η Ρωσία δεν θα υποχωρήσει. Είναι υπαρξιακό ζήτημα για αυτή. Έχουν γίνει ήδη πάρα πολλά και ο Πούτιν και η πολιτική τάξη που τον στηρίζει θα μπορούσαν να συμβιβαστούν στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης, αλλά δεν θα υποχωρήσουν ποτέ στο ζήτημα της στρατιωτικοποίησης της Ουκρανίας. [ix]

Ο Βλάντιμιρ Πότζνερ είναι Αμερικανορώσος συγγραφέας και δημοσιογράφος, ίσως ο πιο γνωστός τηλεοπτικός σχολιαστής των σχέσεων ΗΠΑ – ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Δίνει ένα παραστατικό παράδειγμα του πώς αντιλαμβάνεται την κρίση στην Ουκρανία.

Αν η Ουκρανία μπει στο ΝΑΤΟ, το ΝΑΤΟ θα βρίσκεται στα νοτιοδυτικά σύνορα της Ρωσίας. Η Ρωσία λέει ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το επιτρέψει.
Συμφωνεί μια τέτοια απαίτηση με το Διεθνές Δίκαιο; Όχι.
Αλλά όταν αντιμετωπίζεις μια υπαρξιακή απειλή, λες «δεν με ενδιαφέρει το διεθνές δίκαιο», όπως άλλωστε και εμείς το είπαμε στην Κρίση των Πυραύλων της Κούβας.
Είναι πεποίθησή μου ότι αν λέγαμε ότι η Ουκρανία δεν θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ για τα επόμενα 50 χρόνια, δεν θα υπήρχε ουκρανική κρίση τώρα.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Το Μεξικό έχει εκτεταμένα σύνορα με τις ΗΠΑ. Φανταστείτε ότι γίνεται μια επανάσταση στο Μεξικό (πράγμα όχι δύσκολο να το φανταστούμε) και φανταστείτε ότι προκύπτει μια κυβέρνηση που δεν είναι υποστηρικτής των ΗΠΑ (ούτε αυτό είναι δύσκολο να το φανταστούμε).
Επειδή όμως μια τέτοια κυβέρνηση ίσως φοβόταν τον ισχυρό της γείτονα, ας υποθέσουμε ότι ζητά από τους Ρώσους να στείλουν 3 – 4 μεραρχίες στα σύνορα ΗΠΑ – Μεξικού.
Πιστεύετε ότι οι ΗΠΑ θα το δέχονταν;
Γιατί τότε οι Ρώσοι να αποδεχτούν αυτό που γίνεται τώρα;
Πρέπει να υπάρξει συμβιβασμός; Κατά τη γνώμη μου ναι. Και ο συμβιβασμός πρέπει να είναι ότι η Ουκρανία -εγγυημένα- δεν θα γίνει μέλος στο ΝΑΤΟ. [x]

Ο Τζέφρι Σακς, διάσημος οικονομολόγος, καθηγητής στο Κολούμπια, γράφει στους Financial Times προειδοποιώντας για τους κινδύνους της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ. Θέτει κι αυτός με τη σειρά του την ανάγκη ενός συμβιβασμού που θα περιλαμβάνει την ουδετερότητα της Ουκρανίας και τη μη ένταξή της στο ΝΑΤΟ.

Πολλοί επιμένουν ότι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ δεν είναι το πραγματικό πρόβλημα για τον Πούτιν και ότι θέλει να αναδημιουργήσει τη ρωσική αυτοκρατορία.
Είναι εντελώς ψευδές. Η Ρωσία αντιτίθεται κατηγορηματικά στην επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά… Είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ήταν πολύ χαρούμενες εάν το Μεξικό προσχωρούσε σε μια στρατιωτική συμμαχία με επικεφαλής την Κίνα, ούτε ήταν ευτυχείς όταν η Κούβα του Φιντέλ Κάστρο ευθυγραμμίστηκε με την ΕΣΣΔ πριν από 60 χρόνια.
Ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες ούτε η Ρωσία θέλουν τον στρατό του άλλου στο κατώφλι τους. Η υπόσχεση να μην επεκταθεί το ΝΑΤΟ δεν είναι κατευνασμός. Δεν εκχωρεί ουκρανικό έδαφος. Δεν επηρεάζει την κυριαρχία της Ουκρανίας. Πραγματικά θα βοηθούσε στην ασφάλειά της.
…Ο Μπάιντεν και το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ έχουν μέχρι στιγμής αρνηθεί να επανεξετάσουν την επέκταση του ΝΑΤΟ για τρεις λόγους. Πρώτον, φοβούνται την κατηγορία του κατευνασμού. Δεύτερον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να διατηρούν για τον εαυτό τους το αποκλειστικό προνόμιο να στέλνουν στρατό οπουδήποτε, έστω κι αν αυτό αγνοεί τις νόμιμες ανησυχίες για την ασφάλεια των γειτονικών κρατών. Τρίτον, το κατεστημένο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έχει αποτύχει εδώ και καιρό να αναγνωρίσει τις έγκυρες ανησυχίες για την ασφάλεια της Ρωσίας…
Εάν ξεσπάσει πόλεμος, ο Πούτιν θα άξιζε φυσικά την παγκόσμια κατακραυγή. Οι απειλές της Ρωσίας είναι βάναυσες και επικίνδυνες. Ωστόσο, όσο άστοχες κι αν είναι οι ρωσικές ενέργειες, η αμερικανική αδιαλλαξία για την επέκταση του ΝΑΤΟ είναι επίσης εντελώς άστοχη και επικίνδυνη.
Οι αληθινοί φίλοι της Ουκρανίας και η παγκόσμια ειρήνη θα πρέπει να ζητήσουν συμβιβασμό των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ με τη Ρωσία – ένας συμβιβασμός που σέβεται τα νόμιμα συμφέροντα ασφαλείας της Ρωσίας ενώ υποστηρίζει πλήρως την ουκρανική κυριαρχία.[xi]

Ο Ιταλός Τζουζέπε Αρλάτσι, πρώην βοηθός Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, είναι επίσης κατηγορηματικός για τις ευθύνες της ουκρανικής κρίσης.

Η πρωταρχική αιτία είναι η δίχως σταματημό επέκταση του ΝΑΤΟ. Αυτή έκανε τη Ρωσία να αντιδράσει. Το πρόβλημα υπάρχει εδώ και τριάντα χρόνια. Η Σοβιετική Ένωση πήρε διαβεβαιώσεις ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτείνονταν, αλλά η επέκταση συνεχίστηκε.
Νέες χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ ήδη μοιράζονται σύνορα με τη Ρωσία. Και αυτό η Ρωσία έχει δηλώσει ότι δεν θα επιτρέψει να συνεχιστεί.
Η λύση βρίσκεται στην Ευρώπη. Οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να δηλώσουν ότι το ΝΑΤΟ δεν θα δεχτεί την Ουκρανία και να υπογράψουν διεθνή συμφωνία για αυτό.  [xii]

Ο ίδιος ο διευθυντής της CIA από τον Μάρτιο του 2021, Γουίλιαμ Μπερνς, δύο χρόνια νωρίτερα, το 2019, στο βιβλίο του “The Back Channel” όπου έγραφε τα απομνημονεύματα της πολιτικής και διπλωματικής του καριέρας (πρέσβης στη Ρωσία, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ κλπ) και προτού αναλάβει διευθυντής των Μυστικών Υπηρεσιών των ΗΠΑ, παραδεχόταν ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι η απόλυτη κόκκινη γραμμή που κανείς Ρώσος αξιωματούχος δεν πρόκειται να δεχθεί. Ο δημοσιογράφος του CNN, Peter Beinart παραθέτει τι γράφει ο Μπερνς στο βιβλίο του.

Ο Μπερνς αντικρούει ευθέως, στο βιβλίο που ο ίδιος έγραψε, το επιχείρημα που προβάλλει η διοίκηση που τώρα υπηρετεί. Στο βιβλίο του, ο Μπερνς λέει ξανά και ξανά ότι οι Ρώσοι όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων -όχι μόνο ο Πούτιν- φοβούνταν την επέκταση του ΝΑΤΟ. Παραθέτει ένα σημείωμα που έγραψε ενώ υπηρετούσε ως σύμβουλος για πολιτικές υποθέσεις στην πρεσβεία των ΗΠΑ στη Μόσχα το 1995. «Η εχθρότητα στην πρώιμη επέκταση του ΝΑΤΟ», δηλώνει, «είναι σχεδόν καθολικά αισθητή σε όλο το εγχώριο πολιτικό φάσμα εδώ».
Όσον αφορά το ζήτημα της επέκτασης της ένταξης στο ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, οι προειδοποιήσεις του Μπερνς για το εύρος της ρωσικής αντίθεσης είναι ακόμη πιο εμφατικές. «Η είσοδος της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι η πιο ισχυρή από όλες τις κόκκινες γραμμές για τη ρωσική ελίτ (όχι μόνο τον Πούτιν)», έγραψε σε ένα σημείωμα του 2008 στην τότε Υπουργό Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις.
Ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν ισχυρίζεται ότι ο Πούτιν φέρει όλη την ευθύνη για την τρέχουσα κρίση στην Ουκρανία, ο Μπερνς ξεκαθαρίζει ότι οι ΗΠΑ βοήθησαν να τεθούν τα θεμέλιά της.
…Ο Μπερνς αποκαλεί την απόφαση της κυβέρνησης Κλίντον να επεκτείνει το ΝΑΤΟ ώστε να συμπεριλάβει την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία «πρόωρη στην καλύτερη περίπτωση και άσκοπα προκλητική στη χειρότερη». [xiii]

Η παράθεση και άλλων αξιωματούχων, διπλωματών, ακαδημαϊκών κοκ της Δύσης, και ειδικά των ΗΠΑ, που ευθέως αναγνωρίζουν ότι η αιτία της ουκρανικής κρίσης είναι η επέκταση του ΝΑΤΟ, θα μπορούσε να συνεχίζεται σχεδόν επ’ άπειρον. Μια τέτοια λίστα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Όλοι, μα όλοι, θεωρούν ότι η επιθετική κίνηση των ΗΠΑ να επιμείνει τόσο στην απόσπαση της Ουκρανίας στο στρατόπεδο της Δύσης, όσο και κυρίως, στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία του πολέμου. Και όλοι παραδέχονται ότι αν η Δύση ήθελε την ειρηνική επίλυση της κρίσης, θα έκανε το βήμα να υποχωρήσει στην επέκταση του ΝΑΤΟ και την περικύκλωση της Ρωσίας, που άλλωστε είναι η πρωταρχική επιθετική κίνηση σε αυτή τη διελκυστίνδα. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο σημερινός διευθυντής της CIA, πριν δύο χρόνια παραδεχόταν ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι το μεγαλύτερο casus beli για τη Ρωσία, θα έκανε κάθε συζήτηση να σταματήσει εδώ.

Το ενδιαφέρον είναι ότι σχεδόν ολοι από όσους παρατέθηκαν παραπάνω, μιλούν από τη σκοπιά των αμερικανικών συμφερόντων ή έστω από τη σκοπιά του πώς νομίζουν ότι αυτά μπορούν να υπηρετηθούν καλύτερα. Δεν υπηρετούν μια γενική αίσθηση του δικαίου, ούτε κάποιο κίνημα εθνικής ή κοινωνικής απελευθέρωσης, και ορισμένοι από αυτούς είτε καθοδήγησαν, είτε συμμετείχαν, είτε χειροκρότησαν μια σειρά από επεμβάσεις των ΗΠΑ από άκρη σε άκρη του πλανήτη κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.

Δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν δηλαδή ως Πουτινικοί, αντιδυτικοί, σοβιετόφιλοι, ρωσόφιλοι, αντιαμερικάνοι κοκ.

Και αυτό έχει μεγαλύτερη αξία γιατί επιβεβαιώνει ότι υποκινητής του πολέμου και εμπρηστής της περιοχής είναι ο συνήθης ύποπτος των τελευταίων 70 χρόνων: το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ.

 

[i] Foreign Affairs; Now a Word From X

[ii] Για τη διευθέτηση της κρίσης της Ουκρανίας, ας ξεκινήσουμε από το τέλος

[iii] Putin’s three choices on Ukraine

[iv] The West Should Arm Ukraine

[v] Why the Ukraine Crisis Is the West’s Fault

[vi] Ήμουν εκεί: το ΝΑΤΟ και η προέλευση της κρίσης στην Ουκρανία

[vii] Russian hostility ‘partly caused by west’, claims former US defence head

[viii] US Approach to Ukraine and Russia Has “Left the Domain of Rational Discourse”

[ix] We are Well Into a Cold War

[x] How the United States Created Vladimir Putin

[xi] The US should compromise on Nato to save Ukraine

[xii] NATO is Root Cause of Ukraine Crisis

[xiii] Biden’s CIA Director Doesn’t Believe Biden’s Story about Ukraine

Η ομίχλη του πολέμου

Η παρακολούθηση της εμπλοκής του ευρωπαϊκού συστήματος στη βαρβαρότητα του πολέμου –για πρώτη φορά μετά τον βομβαρδισμό του ΝΑΤΟ στο Βελιγράδι το 1999– χρειάζεται κάτι περισσότερο από ψυχολογικές εκτιμήσεις. Τι έκανε τη Ρωσία και τη «Δύση» να εμπλακούν σε έναν αδυσώπητο αγώνα πάλης στην άκρη της αβύσσου, με τις δύο πλευρές να πέφτουν τελικά από τον γκρεμό; Καθώς ζούμε αυτή την τερατώδη εποχή, καταλαβαίνουμε καλύτερα από ποτέ τι πρέπει να εννοούσε ο Γκράμσι με τον όρο μεσοβασιλεία: μια κατάσταση «στην οποία το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν μπορεί να γεννηθεί», μια κατάσταση στην οποία «εμφανίζεται μια μεγάλη ποικιλία νοσηρών συμπτωμάτων», όπου ισχυρές χώρες αναζητούν το μέλλον τους στις αβεβαιότητες του πεδίου της μάχης, συννεφιασμένο από την ομίχλη του πολέμου.

Κανείς δεν γνωρίζει τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές πώς θα τελειώσει ο πόλεμος για την Ουκρανία και μετά από πόση αιματοχυσία. Αυτό που μπορούμε να προσπαθήσουμε να υποθέσουμε σε αυτό το σημείο, είναι ποιοι μπορεί να ήταν οι λόγοι – και οι ανθρώπινες πράξεις έχουν πάντα αιτίες, όσο αψυχολόγητες κι αν φαίνονται σε τρίτους – για την ριψοκίνδυνη πολιτική τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας. Τι φοβερή σκηνή: Κλιμακούμενη σύγκρουση, ραγδαία μείωση των δυνατοτήτων και των δύο πλευρών να σώσουν την αίγλη τους χωρίς την ολοκληρωτική νίκη, που τελειώνει με τη φονική επίθεση της Ρωσίας σε μια γειτονική χώρα με την οποία κάποτε συμβίωνε σε ένα κοινό κράτος.

Εδώ βρίσκουμε αξιοσημείωτους παραλληλισμούς, καθώς και προφανείς ασυμμετρίες, αφού τόσο η Ρωσία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν εδώ και καιρό την υφέρπουσα αποσύνθεση τόσο της εσωτερικής κοινωνικής τους τάξης όσο και της διεθνούς τους θέσης. Προφανώς αυτό τους κάνει να αισθάνονται ότι πρέπει να σταματήσουν την αποσύνθεση τώρα, διαφορετικά αυτή θα συνεχίζεται για πάντα. Στη ρωσική περίπτωση, αυτό που βλέπει κανείς είναι ένα καθεστώς, κρατικό αλλά και ολιγαρχικό, που αντιμετωπίζει αυξανόμενη αναταραχή μεταξύ των πολιτών του, πλούσιο σε πετρέλαιο και διαφθορά, ανίκανο να βελτιώσει τη ζωή των απλών ανθρώπων του, ενώ οι ολιγάρχες του πλουτίζουν απροσμέτρητα, ένα καθεστώς που χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο το βαρύ αντιδημοκρατικό του χέρι ενάντια σε κάθε οργανωμένη διαμαρτυρία. Για να εγκαθιδρύσει κανείς μια κατάσταση που βασίζεται στις ξιφολόγχες, απαιτείται εσωτερική σταθερότητα, που προέρχεται από την οικονομική ευημερία και την κοινωνική πρόοδο, που με τη σειρά της εξαρτάται από την παγκόσμια ζήτηση για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που πρέπει να πουλήσει η Ρωσία. Για αυτό, ωστόσο, χρειάζεται πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές και την προηγμένη τεχνολογία, πρόσβαση που οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να περιορίζουν εδώ και καιρό.

Το ίδιο γίνεται με την εξωτερική ασφάλεια, όπου οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν διεισδύσει για σχεδόν δύο δεκαετίες τώρα πολιτικά και στρατιωτικά σε αυτό που η Ρωσία (πολύ εξοικειωμένη με τις ξένες εισβολές), ισχυρίζεται ότι είναι η ζώνη ασφαλείας της. Οι προσπάθειες της Μόσχας να διαπραγματευτεί επ’ αυτού οδήγησαν τη μετα-σοβιετική Ρωσία να αντιμετωπίζεται από την Ουάσιγκτον με τον ίδιο τρόπο όπως η προκάτοχός της, η Σοβιετική Ένωση, με απώτερο σκοπό των ΗΠΑ την αλλαγή καθεστώτος. Όλες οι προσπάθειες για τον τερματισμό της καταπάτησης δεν οδήγησαν πουθενά. Το ΝΑΤΟ πλησιάζει όλο και πιο κοντά, τοποθετώντας πρόσφατα πυραύλους μέσου βεληνεκούς στην Πολωνία και στη Ρουμανία, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερο την Ουκρανία ως έδαφος που τους ανήκει – ας θυμηθούμε τα κηρύγματα της υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Βικτόριας Νιούλαντ σχετικά με το ποιος πρέπει να ηγηθεί της κυβέρνησης στο Κίεβο.

Στην πορεία, το ρωσικό καθεστώς προφανώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η υφέρπουσα διάβρωση, εσωτερική αλλά και εξωτερική, θα συνεχιζόταν αμείωτη, εκτός και αν αναλαμβανόταν δραματική δράση για να σταματήσει η παρακμή. Αυτό που ακολούθησε ήταν η στρατιωτική συγκέντρωση δυνάμεων γύρω από την Ουκρανία από την άνοιξη του 2021, συνοδευόμενη από το αίτημα για επίσημη δέσμευση από την Ουάσιγκτον να σέβεται εφεξής τα ρωσικά συμφέροντα ασφαλείας. Επιδιώκοντας έτσι μια ανοιχτή σύγκρουση αντί για μια υφέρπουσα, ίσως με την ελπίδα να κινητοποιηθεί το πνεύμα του ρωσικού πατριωτισμού που κάποτε είχε νικήσει τους Γερμανούς.

Στρεφόμενοι προς την αμερικανική πλευρά, θα ανακαλύψει κανείς μια μνησικακία που πηγαίνει πίσω, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ο Μπόρις Γέλτσιν, ο μετασοβιετικός υπάλληλος της Αμερικής, παρέδωσε το μαγαζί στον Βλαντιμίρ Πούτιν, στον απόηχο της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής που προκλήθηκε από τη «θεραπεία σοκ» που εισηγήθηκαν οι Αμερικανοί. Η αρχική προσπάθεια του Πούτιν να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ υπό την αιγίδα της Νέας Παγκόσμιας Τάξης, απορρίφθηκε, παρόλες τις προσπάθειές του να βοηθήσει την Ουάσιγκτον στην εισβολή της στο Αφγανιστάν. Οι ρωσικές αντιρρήσεις για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ το 2004 –που απειλούν τώρα τα βορειοδυτικά σύνορά του– αντιμετωπίστηκαν με την πολιτική των Μπους και Μπλερ για μια Νατοϊκή πολιτική «ανοιχτών θυρών» για τη Γεωργία και την Ουκρανία, στη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008.

Το αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο, υπό την ηγεσία της πτέρυγας της Χίλαρι Κλίντον στο Δημοκρατικό Κόμμα, άρχισε να αντιμετωπίζει τη Ρωσία ως ένα κράτος αδίστακτο, όπως εκείνη η άλλη χώρα που είχε ξεφύγει από τον αμερικανικό έλεγχο, το Ιράν. Εκεί που στο παρελθόν παραφύλαγε ένας Κόκκινος κάτω από κάθε αμερικάνικο κρεβάτι, τώρα ο αυτόκλητος επισκέπτης ήταν ένας Ρώσος – μια διάκριση που πολλοί Αμερικανοί δεν είχαν μάθει ποτέ πραγματικά να κάνουν. Ακόμη και η εκλογή του Τραμπ το 2016 αποδόθηκε από το ηττημένο κόμμα των Δημοκρατικών σε μυστικές ρωσικές μηχανορραφίες, οι οποίες και εξόντωσαν πολιτικά τις αρχικές προσπάθειες του Τραμπ να αναζητήσει κάποιου είδους συμφωνία με τη Ρωσία. (Θυμάστε την αθώα ερώτησή του για το γιατί υπήρχε ακόμα το ΝΑΤΟ, τρεις δεκαετίες μετά το τέλος του κομμουνισμού;) Μέχρι το τέλος της θητείας του, προκειμένου να διορθώσει τη ρήξη με το αμερικανικό βαθύ κράτος και τους ψηφοφόρους, είχε επιστρέψει στην κλασική δοκιμασμένη αντιρωσική στάση.

Για τον διάδοχο του Τραμπ, τον Μπάιντεν, όπως και για τους Ομπάμα – Κλίντον, η Ρωσία παρουσιάστηκε ως ένας βολικός εχθρός, εγχώρια και διεθνώς: μικρός οικονομικά, αλλά εύκολο να παρουσιαστεί ως μεγάλος λόγω των πυρηνικών όπλων της. Μετά την επικοινωνιακή καταστροφή  της αποχώρησης του Μπάιντεν από το Αφγανιστάν, η επίδειξη δύναμης έναντι της Ρωσίας φαινόταν ένας ασφαλής τρόπος για να αναδειχθεί η αμερικανική δύναμη, αναγκάζοντας τους Ρεπουμπλικάνους, κατά τη διάρκεια των κρίσιμων ενδιάμεσων εκλογών, να στοιχηθούν πίσω από τον Μπάιντεν ως ηγέτη ενός αναστημένου “ελεύθερου κόσμου”. Η Ουάσιγκτον στράφηκε δεόντως στη διπλωματία πυγμής και εντυπωσιασμού, και αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε διαπραγμάτευση για την επέκταση του ΝΑΤΟ. Για τον Πούτιν, έχοντας προχωρήσει όσο πιο μακριά μπορούσε, η επιλογή τέθηκε ξεκάθαρα μεταξύ της κλιμάκωσης και της συνθηκολόγησης. Ήταν σε αυτό το σημείο που η μέθοδος μετατράπηκε σε τρέλα, και ξεκίνησε η φονική, καταστροφική από στρατηγικής άποψης, ρωσική χερσαία εισβολή στην Ουκρανία.

Για τις ΗΠΑ, η άρνηση των ρωσικών απαιτήσεων για εγγυήσεις ασφαλείας ήταν ένας βολικός τρόπος για να υποστηρίξουν την άνευ όρων πρόσδεση των ευρωπαϊκών χωρών στο ΝΑΤΟ, μια συμμαχία που είχε γίνει ασταθής τα τελευταία χρόνια. Αυτό αφορούσε ιδιαίτερα τη Γαλλία, της οποίας ο πρόεδρος πριν από λίγο καιρό είχε χαρακτηρίσει το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό», αλλά και τη Γερμανία με τη νέα κυβέρνησή της, της οποίας το ηγετικό κόμμα, το SPD (σοσιαλδημοκράτες), θεωρούνταν πολύ φιλικό προς τη Ρωσία. Εκκρεμούσαν επίσης ημιτελή έργα σχετικά με τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2. Η Μέρκελ, μαζί με τον Σρέντερ, είχε ζητήσει από τη Ρωσία να τον κατασκευάσει, ελπίζοντας να καλύψει το κενό στον ενεργειακό εφοδιασμό της Γερμανίας. Οι ενεργειακές ελλείψεις αναμένεται να προκύψουν από το μετασχηματισμό της Γερμανίας σε χώρα χωρίς άνθρακα και πυρηνικά. Οι ΗΠΑ αντιτάχθηκαν στο σχέδιο, όπως και πολλοί άλλοι στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των Γερμανών Πρασίνων. Μεταξύ των λόγων ήταν οι φόβοι ότι ο αγωγός θα έκανε τη Δυτική Ευρώπη πιο εξαρτημένη από τη Ρωσία και ότι θα ήταν πλέον αδύνατο για την Ουκρανία και την Πολωνία να διακόψουν τις παραδόσεις ρωσικού φυσικού αερίου σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η Μόσχα δεν συμπεριφέρεται σωστά.

Η αντιπαράθεση για την Ουκρανία, με την αποκατάσταση της ευρωπαϊκής εμπιστοσύνης στην αμερικανική ηγεσία, έλυσε αυτό το πρόβλημα σε χρόνο μηδέν. Μετά τη διαρροή των αποχαρακτηρισμένων εγγράφων της CIA, ο λεγόμενος «ποιοτικός τύπος» της Δυτικής Ευρώπης, για να μην αναφέρουμε τα δημόσια ραδιοτηλεοπτικά συστήματα, παρουσίασε τη ραγδαία επιδεινούμενη κατάσταση ως μια μανιχαϊστική πάλη μεταξύ καλού και κακού, των ΗΠΑ υπό τον Μπάιντεν, εναντίον της Ρωσίας υπό τον Πούτιν. Τις τελευταίες εβδομάδες της Μέρκελ, η κυβέρνηση Μπάιντεν συζητούσε με τη Γερουσία των ΗΠΑ πιθανές κυρώσεις στη Γερμανία και στους φορείς εκμετάλλευσης του Nord Stream 2, με αντάλλαγμα την απόσπαση της γερμανικής συναίνεσης στο να συμπεριληφθεί ο αγωγός σε ένα πιθανό μελλοντικό πακέτο κυρώσεων προς τη Ρωσία. Μετά τη ρωσική αναγνώριση των δύο αποσχισμένων επαρχιών της Ανατολικής Ουκρανίας, το Βερολίνο ανέβαλε επισήμως τη θεσμική ρύθμιση του αγωγού – κάτι που, ωστόσο, δεν ήταν αρκετό. Με τον νέο γερμανό καγκελάριο να στέκεται δίπλα του σε συνέντευξη Τύπου στην Ουάσιγκτον, ο Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι, αν χρειαστεί, ο αγωγός θα περιλαμβανόταν σε πιθανές κυρώσεις, με τον Σολτς να μένει σιωπηλός. Λίγες μέρες αργότερα, ο Μπάιντεν ενέκρινε το σχέδιο της Γερουσίας στο οποίο είχε αντιταχθεί νωρίτερα. Στη συνέχεια, στις 24 Φεβρουαρίου, η ρωσική εισβολή ώθησε το Βερολίνο να κάνει μόνο του, ό,τι σε διαφορετική περίπτωση θα είχε κάνει η Ουάσιγκτον για λογαριασμό της Γερμανίας και της Δύσης: να βάλει στο ράφι τον αγωγό, μια για πάντα.

Έτσι, η δυτική ενότητα επέστρεψε, χαιρετίστηκε από το ενθουσιώδες χειροκρότημα των εγχώριων σχολιαστών, ευγνώμονες πλέον για την επιστροφή των υπερατλαντικών βεβαιοτήτων του Ψυχρού Πολέμου. Η προοπτική να μπουν οι Ευρωπαίοι στη μάχη, σε συμμαχία με τον πιο τρομερό στρατό στην παγκόσμια ιστορία, εξαφάνισε αμέσως τις μνήμες μερικών μηνών πριν, όταν οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν με ελάχιστη προειδοποίηση όχι μόνο το Αφγανιστάν αλλά και τα βοηθητικά στρατεύματα που παρείχαν οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ για να υποστηρίξουν τα αμερικανικά, ευνοώντας έτσι την κατεύθυνση της «οικοδόμησης του έθνους». Δεν έχει σημασία επίσης η ιδιοποίηση από τον Μπάιντεν του μεγαλύτερου μέρους των αποθεματικών της αφγανικής κεντρικής τράπεζας, ύψους 7,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, για να μοιραστούν σε όσους επλήγησαν από την 11η Σεπτεμβρίου (και στους δικηγόρους τους), ενώ το Αφγανιστάν υπάρχει πείνα σε όλο το έθνος. Ξεχασμένα είναι επίσης τα συντρίμμια που άφησαν πίσω τους οι πρόσφατες αμερικανικές επεμβάσεις στη Σομαλία, το Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη – η απόλυτη καταστροφή, ακολουθούμενη από βιαστική εγκατάλειψη, ολόκληρων χωρών και περιοχών.

Τώρα είναι πάλι η «Δύση», είναι η Μέση Γη που πολεμά τη Μόρντορ, για να υπερασπιστεί μια γενναία μικρή χώρα που θέλει μόνο «να γίνει σαν εμάς» και για τον σκοπό αυτό δεν επιθυμεί παρά να της επιτραπεί να περάσει από τις ανοιχτές πόρτες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Οι κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης κατέπνιξαν ευσυνείδητα όλες τις εναπομείνασες αναμνήσεις της βαθιά ριζωμένης απερισκεψίας της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Απερισκεψία που προκλήθηκε από το τεράστιο μέγεθος των Ηνωμένων Πολιτειών και τη θέση τους σε μια νησιωτική ήπειρο, την Αμερική, όπου κανείς δεν μπορεί να φτάσει σε αυτή, ανεξάρτητα από το χάος που δημιουργείται όταν οι στρατιωτικές τους περιπέτειες πηγαίνουν στραβά. Με εκπληκτικό τρόπο η Ευρώπη έδωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες -μια μακρινή μη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία σε παρακμή με διαφορετικά συμφέροντα και διαφορετικά προβλήματα από τα δικά της- πλήρες πληρεξούσιο για τη διαχείριση της Ρωσίας και το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Τι γίνεται με την ΕΕ; Εν ολίγοις, καθώς η Δυτική Ευρώπη επιστρέφει στη «Δύση», η ΕΕ περιορίζεται στο ρόλο ενός γεωοικονομικού εργαλείου για το ΝΑΤΟ, δηλαδή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα γεγονότα γύρω από την Ουκρανία καθιστούν πιο σαφές από ποτέ ότι για τις ΗΠΑ, η ΕΕ είναι ουσιαστικά μια πηγή οικονομικών και πολιτικών ρυθμίσεων για τα κράτη που χρειάζονται για να βοηθήσουν τη «Δύση» να περικυκλώσει τη Ρωσία από τη δυτική της πλευρά. Η διατήρηση φιλοαμερικανικών κυβερνήσεων στην εξουσία στα πρώην σοβιετικά δορυφορικά κράτη, είναι δαπανηρή, οπότε δημιουργείται έναν ελκυστικός επιμερισμός των βαρών σύμφωνα με τον οποίο η «Ευρώπη» πληρώνει για το ψωμί, ενώ οι ΗΠΑ παρέχουν τη δύναμη πυρός – πραγματικά ή φανταστικά. Αυτό καθιστά την ΕΕ στην πραγματικότητα οικονομικό στήριγμα του ΝΑΤΟ. Εν τω μεταξύ, οι κυβερνήσεις της Ανατολικής Ευρώπης προτιμούν να εμπιστεύονται στην Ουάσιγκτον την άμυνά τους, συγκριτικά με το Παρίσι και το Βερολίνο, δεδομένης της αποδεδειγμένα ασφαλούς μακρινής έδρας της. Σε αντάλλαγμα για την προστασία των ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ και την υποστήριξη της Ουάσιγκτον στη σχέση τους με την ΕΕ, χώρες όπως η Πολωνία και η Ρουμανία φιλοξενούν αμερικανικούς πυραύλους που υποτίθεται ότι υπερασπίζονται την Ευρώπη ενάντια στο Ιράν, ενώ δυστυχώς η Ρωσία βρίσκεται ακριβώς στο δρόμο από τον οποίο θα πρέπει να περάσουν.

Το υπονοούμενο για τη φον ντερ Λάιεν και την ομάδα της είναι να επιβεβαιώσουν την υποταγή τους. Η επέκταση της ΕΕ στην Ουκρανία και τα Δυτικά Βαλκάνια, ακόμη και στη Γεωργία και την Αρμενία, θεωρείται από τις ΗΠΑ ως ζήτημα που αποφασίζεται από την Ουάσιγκτον. Η Γαλλία ειδικότερα μπορεί να εξακολουθεί να έχει αντίρρηση για περαιτέρω διεύρυνση, αλλά το πόσο μπορεί να αντέξει, ειδικά εάν η Γερμανία αναγκάζεται να καλύψει το λογαριασμό, είναι ζητούμενο. (Αν και δεν έχουν ξεκινήσει επίσημες διαδικασίες ένταξης στην ΕΕ για την Ουκρανία, η φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε: «Τους θέλουμε να μπουν»). Επιπλέον, επειδή η Πολωνία είναι αυστηρά αντι-ρωσική και φιλοΝΑΤΟϊκή, θα είναι πλέον δύσκολο να την τιμωρήσει με περικοπές στην οικονομική στήριξη της ΕΕ για αυτό που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί ως ελλείψεις στο «κράτος δικαίου». Το ίδιο ισχύει και για την Ουγγαρία, της οποίας ο δύστροπος ηγέτης, Όρμπαν, γίνεται ολοένα και πιο αντιρωσικός. Με την επιστροφή των Αμερικανών, η εξουσία πειθάρχησης των κρατών μελών της ΕΕ έχει μεταναστεύσει από τις Βρυξέλλες στην Ουάσιγκτον.

Ένα πράγμα που μαθαίνουν επί του παρόντος οι Ευρωπαίοι – ειδικά οι Πράσινοι-  είναι ότι εάν επιτρέψετε στις ΗΠΑ να σας προστατεύουν, η γεωπολιτική θα υπερισχύσει όλων των άλλων πολιτικών, και ότι η γεωπολιτική ορίζεται μόνο από την Ουάσιγκτον. Έτσι λειτουργεί μια αυτοκρατορία. Η Ουκρανία, μια χώρα διαιρεμένη σε ολιγάρχες, θα αρχίσει σύντομα να λαμβάνει ενισχυμένη οικονομική υποστήριξη από την «Ευρώπη». Αυτό, ωστόσο, δεν θα είναι παρά ένα κλάσμα των όσων καταθέτουν τακτικά οι Ουκρανοί ολιγάρχες σε ελβετικές, βρετανικές ή, υποθέτουμε, αμερικανικές τράπεζες. Όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν ότι, σε σύγκριση με την Ουκρανία, η Πολωνία, ή ακόμη και η Ουγγαρία, είναι καθαρές λες και βγήκαν από πλυντήριο. (Ποιος θα μπορούσε να ξεχάσει τον μισθό που απολάμβανε ο Χάντερ Μπάιντεν ως μη εκτελεστικός διευθυντής μιας ουκρανικής εταιρείας φυσικού αερίου της οποίας ο κύριος ιδιοκτήτης αντιμετώπιζε τότε έρευνα της δικαιοσύνης για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος;)

Αυτό που παραμένει μυστήριο, προφανώς όχι το μοναδικό σε αυτό το πλαίσιο, είναι γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ήταν ως επί το πλείστον ευχαριστημένοι απορρίπτοντας την πιθανότητα η Ρωσία να απαντά στις συνεχιζόμενες πιέσεις για αλλαγή καθεστώτος – με τη μορφή μιας «δυτικού τύπου» άρνησης μιας ζώνης ασφαλείας – οδηγώντας τη στην εμβάθυνση μιας συμμαχίας με την Κίνα. Είναι αλήθεια ότι ιστορικά, η Ρωσία πάντα ήθελε να είναι μέρος της Ευρώπης, και κάτι σαν φοβία για την Ασία είναι βαθιά ριζωμένη στην εθνική της ταυτότητα. Η Μόσχα είναι για τους Ρώσους η Τρίτη Ρώμη, όχι το Δεύτερο Πεκίνο. Μέχρι το 1969, η Ρωσία και η Κίνα, και οι δύο κομμουνιστικές τότε, συγκρούστηκαν για τα αμοιβαία σύνορά τους στον ποταμό Ουσούρι. Τώρα, με τη Ρωσία αποκομμένη από τη Δύση στο απροσδιόριστο μέλλον, η Κίνα, χωρίς πρώτες ύλες, μπορεί να παρέμβει και να προσφέρει στη Ρωσία τη δική της σύγχρονη τεχνολογία. Καθώς το ΝΑΤΟ διαιρεί την ευρασιατική ήπειρο σε «Ευρώπη», συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας, εναντίον της Ρωσίας, ως μη-ευρωπαϊκού εχθρού της Ευρώπης, ο ρωσικός εθνικισμός μπορεί, ενάντια στο ιστορικό του φορτίο, να αισθανθεί αναγκασμένος να συμμαχήσει με την Κίνα, όπως προμηνύεται από αυτή την παράξενη εικόνα του Σι και του Πούτιν να στέκονται δίπλα-δίπλα στα εγκαίνια των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου.

Θα ήταν μια συμμαχία μεταξύ Κίνας και Ρωσίας ένα ακούσιο αποτέλεσμα της αμερικανικής ανικανότητας, ή αντίθετα, ένα επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της αμερικανικής παγκόσμιας στρατηγικής; Εάν η Μόσχα συνεργαζόταν με το Πεκίνο, δεν θα υπάρχει πλέον προοπτική για μια ρωσο-ευρωπαϊκή διευθέτηση α λα γαλλικά. Η Δυτική Ευρώπη, σε οποιαδήποτε πολιτική μορφή, θα λειτουργούσε περισσότερο από ποτέ ως η υπερατλαντική πτέρυγα των Ηνωμένων Πολιτειών σε έναν νέο ψυχρό ή, ίσως, θερμό πόλεμο μεταξύ των δύο παγκόσμιων μπλοκ ισχύος, με το ένα παρακμάζει, ελπίζοντας να αντιστρέψει την παλίρροια, και το άλλο να ελπίζει να ανέβει.

Μόνο μια Ευρώπη σε ειρήνη με τη Ρωσία, μια Ευρώπη που σέβεται τις ρωσικές ανάγκες ασφαλείας, θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα απελευθερωθεί από την αμερικανική αγκαλιά, η οποία τόσο αποτελεσματικά ξανάνιωσε κατά τη διάρκεια της ουκρανικής κρίσης. Αυτός, υποθέτει κανείς, είναι ο λόγος για τον οποίο ο Μακρόν επέμενε τόσο καιρό στη Ρωσία να είναι μέρος της Ευρώπης και στην ανάγκη της «Ευρώπης», όπως φυσικά εκπροσωπείται από τον ίδιο και τη Γαλλία, να διασφαλίσει την ειρήνη στην ανατολική της πλευρά. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει θέσει για πολύ καιρό, αν όχι για πάντα, ένα τέλος σε αυτό το έργο. Αλλά τότε, δεν ήταν ποτέ πολλά υποσχόμενο το να ξεκινήσουμε, δεδομένης της αισθητής εξάρτησης της Γερμανίας από την αμερικανική πυρηνική προστασία, και σε συνδυασμό με τις γερμανικές αμφιβολίες για τις υπερβολικά φαντασιόπληκτες γαλλικές παγκόσμιες φιλοδοξίες, που επαναπροσδιορίστηκαν ως ευρωπαϊκές φιλοδοξίες για να χρηματοδοτηθούν από τη γερμανική οικονομική δύναμη. Και η Ρωσία μπορεί, έχοντας υπαρκτούς λόγους, να αμφισβήτησε εάν, υπό αυτές τις συνθήκες, η Γαλλία θα μπορούσε να απωθήσει τις ΗΠΑ από τη θέση του οδηγού της Ευρώπης.

Οπότε ο νικητής είναι …οι Ηνωμένες Πολιτείες; Όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος, λόγω της επιτυχούς αντίστασης των Ουκρανών και του στρατού τους, τόσο περισσότερο θα παρατηρούμε ότι ο ηγέτης της «Δύσης», που μιλούσε για «Ευρώπη» όσο ο πόλεμος ετοιμαζόταν, δεν θα επεμβαίνει στρατιωτικά για λογαριασμό της Ουκρανίας. Οι ΗΠΑ απουσιάζουν, δίνοντας στους εαυτούς τους ειδική άδεια, όπως ξεκαθάρισε από την αρχή ο Μπάιντεν. Κοιτάζοντας την ιστορία των ΗΠΑ, αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο: όταν η αποστολή τους γίνεται ανεξέλεγκτη, αποσύρονται στο μακρινό τους νησί. Ωστόσο, καθώς οι Γερμανοί θα αναρωτιούνται πού βρίσκονται οι ΗΠΑ, μπορεί να αρχίσουν να αισθάνονται κάποιες αμφιβολίες για την αμερικανική δέσμευση να προστρέξουν για την πυρηνική ομπρέλα προστασίας τους. Αυτή η δέσμευση, σε τελική ανάλυση, βασίζεται στη γερμανική ένταξη στο ΝΑΤΟ, τη γερμανική προσχώρηση στη συνθήκη μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων και την εγκατάσταση 30.000 περίπου αμερικανικών στρατευμάτων σε γερμανικό έδαφος.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο ειδικός προϋπολογισμός των 100 δισ. ευρώ, που ανακοινώθηκε λίγες μέρες μετά τον πόλεμο από την κυβέρνηση Σολτς και αφιερώθηκε στο να εκπληρώσει την υπόσχεση, από το 2001, να ξοδεύεται το 2% του γερμανικού ΑΕΠ σε όπλα, μοιάζει με τελετουργική θυσία κατευνασμού ενός θυμωμένου Θεού, για τον οποίο φοβούνται ότι μπορεί να εγκαταλείψει όσους δεν πιστεύουν και πολύ σε αυτόν. Κανείς δεν σκέφτεται ότι αν η Γερμανία ανταποκρινόταν στην απαίτηση του 2% του ΝΑΤΟ, η Ρωσία θα είχε αποτραπεί από την εισβολή στην Ουκρανία ή ότι η Γερμανία θα μπορούσε και θα ήθελε να την βοηθήσει. Σε κάθε περίπτωση θα χρειαστούν χρόνια για να διατεθεί στα στρατεύματα το νέο υλικό, φυσικά το πιο πρόσφατο σε προσφορά. Θα είναι επίσης υλικό ακριβώς του ίδιου είδους, που έχουν ήδη σε αφθονία οι ΗΠΑ, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Επιπλέον, ολόκληρος ο γερμανικός στρατός βρίσκεται υπό τη διοίκηση του ΝΑΤΟ, δηλαδή του Πενταγώνου, επομένως τα νέα όπλα θα προστεθούν στη δύναμη πυρός του ΝΑΤΟ και όχι στη Γερμανία. Τεχνολογικά, θα σχεδιαστούν για ανάπτυξη σε όλο τον κόσμο, σε «αποστολές» όπως στο Αφγανιστάν – ή, πιθανότατα, στα περίχωρα της Κίνας, για να βοηθήσουν τις ΗΠΑ στην αναδυόμενη αντιπαράθεσή τους στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Δεν υπήρξε καθόλου συζήτηση στην Γερμανική Βουλή σχετικά με το ποιες ακριβώς νέες «ικανότητες» θα χρειαστούν ή για ποιο σκοπό θα χρησιμοποιηθούν. Όπως και στο παρελθόν, επί Μέρκελ, αυτό αφέθηκε στους «συμμάχους» να καθοριστεί. Ένα στοιχείο θα μπορούσε να είναι το Future Combat Air System (FCAS), αγαπημένο στους Γάλλους, το οποίο συνδυάζει μαχητικά βομβαρδιστικά, drones και δορυφόρους για επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο. Υπάρχει μια ελάχιστη ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα υπάρξει μια στρατηγική συζήτηση στη Γερμανία σχετικά με το τι σημαίνει να υπερασπίζεσαι το δικό σου έδαφος, αντί να επιτίθεσαι στο έδαφος άλλων. Μπορεί η ουκρανική εμπειρία να βοηθήσει στην έναρξη αυτής της συζήτησης; Απίθανο.

Μετάφραση: antapocrisis

Πηγή: New Left Review