Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας

Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας

Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας

Η Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας είναι ένα ιδιαίτερα επιδραστικό έργο του Ν. Σβορώνου που γράφτηκε στη Γαλλία τη δεκαετία του 50. Αποτελεί μια συνοπτική εκλαϊκευτική παρουσίαση της νεοελληνικής ιστορίας η οποία κατά την έκδοσή της έγινε κόκκινο πανί για την εθνικόφρονα ιστοριογραφία της δεκαετίας του ’50, καθώς θεωρήθηκε μαρξιστικό έργο που καταλήγει να εκθειάζει το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, οπότε και αφαιρέθηκε η ιθαγένεια από τον εξόριστο ιστορικό.

Η Επισκόπηση μεταφράστηκε και εκδόθηκε στην Ελλάδα κατά τη μεταπολίτευση και σε αυτή προστέθηκαν τα «Προλεγόμενα» του συγγραφέα καθώς και εκτεταμένος βιβλιογραφικός οδηγός του Σ. Ασδραχά. Στα Προλεγόμενα παρατίθενται συνοπτικά οι βασικές ιδέες που διατρέχουν το βιβλίο και αρκετές από αυτές αφορούν τη διαδικασία συγκρότησης του νεοελληνικού έθνους και τον τρόπο με τον οποίο αυτή πυροδότησε, διαμόρφωσε και διαμορφώθηκε από την επανάσταση του 1821.

Στα Προλεγόμενα περιλαμβάνεται η περίφημη διατύπωση του Νίκου Σβορώνου για τον «αντιστασιακό χαρακτήρα της νεοελληνικής ιστορίας», καθώς ο ελληνισμός διεκδίκησε την πολιτική, οικονομική και κοινωνική του ανεξαρτησία στην πάλη του εναντίον αυτοκρατοριών στην αρχή, ιμπεριαλιστικών συγκροτήσεων στη συνέχεια. Αυτή η «αντιστασιακή συνέχεια» είτε εκφράστηκε στη συνύπαρξη με την Οθωμανική κυριαρχία, είτε στην αντίθεση (παθητική ή ένοπλη) με αυτή, προσδίδει κατά τον ιστορικό ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο νεοελληνικό έθνος.

Το γεγονός ότι ο ελληνισμός αναπτύσσει σταδιακά την εθνική του συνείδηση και συγκροτείται σε έθνος, μέσα και ενάντια σε μια μεγάλη και ιστορική αυτοκρατορία, την Οθωμανική, κάνει το 1821 σημαντικό. Σημαντικότερο από μια απλή εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση – αν και καμιά επανάσταση δεν είναι «απλή». Το γεγονός ωστόσο ότι η εθνική συγκρότηση κάνει το αποφασιστικό της βήμα μέσα από μια επιτυχημένη επανάσταση, κληροδοτεί την αντίσταση (σε ποικίλες μορφές) στην κοινωνική και πολιτική μνήμη των Ελλήνων. Αυτός είναι και ο λόγος που το Εικοσιένα συνδέθηκε αναπόφευκτα με την επόμενη μεγάλη στιγμή της νεοελληνικής ιστορίας, την ηρωική δεκαετία του 1940, παρόλο που η κατάληξή της υπήρξε τραγική για τις δυνάμεις της Αντίστασης.

Ο Ν. Σβορώνος, επικεντρώνει στις συγκυρίες μέσα στις οποίες συντελείται η αστικοποίηση στο χώρο του ελληνισμού. Αυτές επιβάλουν βραδείς ρυθμούς εξέλιξης και διαμορφώνουν μια «σύνθετη ηγετική τάξη με διφορούμενους κοινωνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς προσανατολισμούς». Ανάμεσα στις πολλές ιδιαιτερότητές της, είναι το γεγονός ότι η ηγεμονική ελληνική αστική τάξη συγκροτείται κατεξοχήν εκτός των εθνικών ορίων του 19ου αιώνα και δεν «επαναπατρίζεται» παρά μόνο στα τέλη του.

Επιπλέον, επιμένει ότι από την ίδρυση του ελληνικού κράτους την επόμενη της επανάστασης, μέχρι σήμερα, οι ξένες δυνάμεις παίζουν καθοριστικό και ρυθμιστικό ρόλο «σε σημείο που η επίσημη πολιτική της Ελλάδας να δίνει συχνά την εντύπωση ότι εξελίσσεται εν απουσία των Ελλήνων, η δε παρουσία του ελληνικού λαού εκδηλώνεται με συνεχή κινήματα διαμαρτυρίας».

Για τον Ν. Σβορώνο σημείο αφετηρίας της ανάλυσης του νεοελληνικού σχηματισμού αποτελεί το γεγονός ότι τα αστικά στρώματα αναπτύσσονται κάτω από την ώθηση και τον έλεγχο των δυτικών δυνάμεων από τις οποίες παραμένουν άμεσα εξαρτημένες. Αποτέλεσμα είναι η αστική τάξη να αποκτά συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία κυριαρχούν μέχρι και σήμερα. Όσο και αν στις αρχές του 21ου αιώνα η ένταξη στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ διασκεδάζει αυτά τα χαρακτηριστικά, η εποχή των μνημονίων κάνει ξανά επίκαιρη τη διατύπωση του Σβορώνου για μια «οικονομική αν όχι άμεσα πολιτική αποικιοκρατία».

Μία ακόμα σημαντική πλευρά των επισημάνσεων που κάνει ο Ν. Σβορώνος αφορά τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε η ελληνική αστική τάξη στην ιστορία συγκρότησης του νεοελληνικού έθνους. Είναι μια τάξη που διαμορφώνεται από τις πρώτες, σε όλη τη Βαλκανική, πεδίο δράσης της είναι ένας ευρύτερος χώρος, κατά βάση εξωελλαδικός (από την Οδησσό μέχρι τη Βιέννη και από τη Κωνσταντινούπολη μέχρι την Αλεξάνδρεια), τουλάχιστον μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, γεγονός που της δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα. Η ελληνική αστική τάξη πρωταγωνιστεί τόσο στον ευρύτερο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και εντός των μετέπειτα εθνικών ορίων.

Από την άλλη, τα κοινωνικά στρώματα που συνδέονται με τη γαιοκτησία δεν βαρύνουν στις εξελίξεις. Αυτό όμως συνιστά και το όριο της ελληνικής αστικής τάξης: Δεν έχει έναν ισχυρό και άμεσο αντίπαλο για να συγκρουστεί, άρα οι επαναστατικές της διαθέσεις είναι περιορισμένες. Τα αστικά στοιχεία έχουν διαρκώς την πρωτοβουλία, αλλά η ασάφεια στις κοινωνικές δομές και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τάξης αυτής, «εξηγούν τα ανολοκλήρωτα αποτελέσματα των πολιτικών της αγώνων».

Απουσιάζει το ριζοσπαστικό πνεύμα στην ελληνική αστική τάξη, ενώ οι πολιτικοί αγώνες που κατευθύνει καταλήγουν σε συμβιβασμούς: «το φιλελεύθερο πνεύμα του πρώτου πυρήνα της Φιλικής Εταιρείας παραμερίζεται κατά την Ελληνική επανάσταση του ’21 που καταλήγει με την επιβολή της απόλυτης μοναρχίας», γράφει ο Ν. Σβορώνος. Στη μετέπειτα πορεία, οι αγώνες της αστικής τάξης δεν ξεπερνούν τα όρια της συμμετοχής της στην εξουσία. Με το που εξασφαλίζεται ισχυρό μερίδιο, ο συμβιβασμός είναι δεδομένος. Οι δε «αλλεπάλληλες υπαναχωρήσεις που παρατηρούνται στο κοινωνικό και πολιτικό της πρόγραμμα προδιαγράφουν και την πορεία της».

Το συγκεκριμένο έργο του Ν. Σβορώνου είναι απαραίτητο σημείο εκκίνησης για μια συνοπτική προσέγγιση της νεοελληνικής ιστορίας. Σημεία του έργου του παραμένουν πεδίο συζήτησης και αντιπαράθεσης στην Αριστερά, ωστόσο οι κεντρικές του ιδέες αποτελούν κοινό τόπο για όσους αντιλαμβάνονται την ιστορία ως εξέλιξη κοινωνικών σχέσεων και κοινωνικών δυνάμεων.


Το βιβλίο είναι εξαντλημένο στον εκδότη, ηλεκτρονικά υπάρχει εδώ

21 ρωγμές στην επίσημη ιστορία για το 1821

Ο Σπύρος Αλεξίου έγραψε ένα πολιτικό βιβλίο για το 1821. Όχι απλώς με την έννοια της αποδόμησης των κυρίαρχων μύθων που έχουν στηθεί από την αστική ιστοριογραφία για το μεγαλείο των προγόνων και τον άφθαστο διαχρονικό και πανταχού παρόντα ηρωισμό των Ελλήνων. Κυρίως με την έννοια της αντιπαράθεσης στο σύγχρονο κυρίαρχο ρεύμα το οποίο επιχειρεί να καταργήσει τα μεγάλα ερμηνευτικά εργαλεία και να αφαιρέσει από την ιστορία τις έννοιες της μετάβασης, της εξέλιξης, της διαλεκτικής. Γιατί ακόμα και αν αυτές οι λέξεις έχουν κακοποιηθεί, εξακολουθούν να αποτελούν προϋποθέσεις για να μπορούμε να καταλάβουμε τον κόσμο και την ιστορία του.

Τα 21 κεφάλαια που περιλαμβάνονται στο βιβλίο δεν είναι, (ούτε άλλωστε φιλοδοξούν να είναι), μια ολοκληρωμένη μελέτη της επανάστασης. Ενισχύουν όμως μια ολοκληρωμένη αφήγηση της ιστορίας μιας σημαντικής εθνικοαπελευθερωτικής και ταυτόχρονα αστικής επανάστασης που ταλαιπωρήθηκε στο παρελθόν από τα συνήθη κλισέ των εθνικοπατριωτικών γυμνασμάτων, και απειλείται στο παρόν από το σύγχρονο αναθεωρητισμό.

Από αυτή την άποψη το βιβλίο του Σ. Αλεξίου είναι μια σημαντική συνεισφορά σε τέσσερα τουλάχιστον επίπεδα:

Πρώτον, επειδή γράφεται σε ευθεία αντίθεση με την απόπειρα να πειστούμε ότι οι επαναστάσεις είναι παρωχημένα μουσειακά εκθέματα του παρελθόντος, με αμφίβολη μάλιστα αποτελεσματικότητα. Όπως ίσως παρατηρεί ο αναγνώστης ορισμένων εφημερίδων και σίγουρα παρατηρεί ο τηλεθεατής ειδήσεων και επετειακών εκπομπών για τα 200 χρόνια από την επανάσταση, η ανεξαρτησία της Ελλάδας οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις Μεγάλες Δυνάμεις και στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Βεβαίως χρωστούμε ευγνωμοσύνη και στα σωτήρια δάνεια της Αγγλίας (έστω κι αν αυτά δόθηκαν με ληστρικούς όρους και κατασπαταλήθηκαν με μνημειώδη ιδιοτέλεια). Ο δε στόχος των αγωνιστών ίσως και να ήταν ο φιλελεύθερος ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός της χώρας, ο οποίος …δικαιώνεται σήμερα με τον ευρωατλαντισμό. Ο ιστορικός αναθεωρητισμός έχει περιλάβει το εικοσιένα και οι πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες οργιάζουν.

Δεύτερον, επειδή το βιβλίο του Σ. Αλεξίου αμφισβητεί εύκολα σχήματα και ανιστόρητες ταυτίσεις με πρόσωπα που ανήκουν σε άλλη εποχή. Και ως τέτοια, υπόκεινται στα συγκεκριμένα όρια και τις δοσμένες συνθήκες. Δεν μπορούμε ούτε να απαιτούμε χρονικά άλματα στα σχήματα του εικοστού αιώνα, ούτε να ερμηνεύουμε το παρελθόν με βάση τις επιθυμίες μας. Οι εμφύλιοι, ο Καποδίστριας, ο Μαυροκορδάτος ή ο Μιαούλης πρέπει να κριθούν στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Αυτό που ωστόσο έχει σημασία και ο συγγραφέας τονίζει ιδιαίτερα, είναι η μετασχηματιστική δύναμη της επανάστασης. Γράφοντας για παράδειγμα για τον Καραϊσκάκη, ο Σ. Αλεξίου αναδεικνύει παραδειγματικά το μετασχηματιστικό ρόλο της επανάστασης που μετατρέπει έναν «αληπασαλή» αρματολό σε εμπνευσμένο στρατηγό του αγώνα για την ανεξαρτησία.

Τρίτον, επειδή αναδεικνύεται όχι απλά η μετασχηματιστική δύναμη της επανάστασης αλλά η λαϊκότητά της. Μορφές όπως ο Οικονόμου, ο Λογοθέτης ή ο Βασιλείου, στο ιστορικό όριο πάντα που διαμορφώνει η οθωμανική κυριαρχία και οι τότε κοινωνικές σχέσεις, αποτελούν ζωντανή υπόμνηση ότι επανάσταση χωρίς εισβολή των κατώτερων στρωμάτων στο προσκήνιο, δεν μπορεί να υπάρξει. Την επανάσταση μπορεί να την οργανώνουν οι πρωτοπορίες, να αποκτά τον προσανατολισμό των ηγέτιδων τάξεων και να την επιτρέπουν οι αντικειμενικοί όροι, αλλά σε κάθε περίπτωση, την επανάσταση την κάνουν οι λαοί. Αυτή είναι μία ακόμα αλήθεια εντέχνως «ξεχασμένη», και δυστυχώς όχι μόνο από την άρχουσα τάξη. Η αστική ιστοριογραφία μέχρι πρότινος εξύψωνε σε εξωπραγματικές διαστάσεις το ρόλο των ένοπλων ηρώων βάζοντάς τους στα σχολικά κάδρα. Η μεταμοντέρνα εκδοχή της «αποκαθιστά» τους «εχέφρονες» πολιτικούς σε αντίθεση με τους «ατίθασους» οπλαρχηγούς. Σε κάθε περίπτωση όμως, αγνοεί συστηματικά το ρόλο των μαζών, ειδικά όταν αυτές εξέφρασαν προοδευτικούς πόθους.

Τέταρτον, ο Σ. Αλεξίου μας θυμίζει ότι η μετεπαναστατική εξέλιξη της Ελλάδας και η τυπική κρατική ανεξαρτησία, με ισχυρούς όμως δεσμούς πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης δεν ήταν άσχετη με το πώς «λύθηκαν» ορισμένα ζητήματα στην επανάσταση. Η απόβαση του Ιμπραήμ, παρά τις πρώτες θεαματικές του επιτυχίες οδηγεί σε μια περίεργη ισορροπία όπου οι μεν δεν μπορούν να κερδίσουν και οι δε δεν μπορούν να χάσουν. Η εμπλοκή της Αγγλίας γίνεται άμεση, και η αρχιστρατηγία ανατίθεται στους ανεκδιήγητους Άγγλους πράκτορες Κόχραν και Τσωρτς, με δραματικά για την επανάσταση αποτελέσματα (ήττα του Ανάλατου) τον Απρίλιο του 1827. Αφού υπονομεύτηκαν οι δυνατότητες των εξεγερμένων, τόσο στο Μεσολόγγι, όσο και στην Αθήνα, ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για την «έξωθεν σωτηρία» με όσα βάρη αυτή συνεπάγεται. Τότε και έκτοτε.

Σε κάθε περίπτωση, το βιβλίο του Σ. Αλεξίου είναι μια πολύτιμη συμβολή στην προσπάθεια να θεωρούμε εθνικό ό,τι είναι αληθές, και όχι ό,τι βολεύει συγκυριακά την κυρίαρχη ιδεολογία. Γίνεται διπλά χρήσιμο γιατί εκδίδεται σε μια επέτειο για την οποία έγιναν τα αδύνατα δυνατά να ξαναγραφτεί η ιστορία, τόσο από την κούφια κενολόγη ρητορεία της «εθνικής ομοψυχίας», όσο και κυρίως από την επιστημονική επιχείρηση ιστορικού αναθεωρητισμού.

Το βιβλίο του Σ. Αλεξίου “21 ρωγμές στην επίσημη ιστορία για το 1821” εκδόθηκε το 2021 από τις εκδόσεις Τόπος

Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821

Το 1924 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το έργο του Γιάνη Κορδάτου “Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821”. Το κράτος και η Ιερά Σύνοδος το καταδίκασαν άμεσα, κατασκεύασαν «μελέτες» που να αντικρούουν τα συμπεράσματά του και εκφόβιζαν τη νεολαία, ώστε να μη διαβάσουν τα νέα παιδιά το συγκεκριμένο έργο. Κατά τον ίδιο τον Κορδάτο, ο λόγος της δίωξής του ήταν ότι «πήρε ένα θέμα από τα σπουδαιότερα της Νεοελληνικής μας Ιστορίας και το εξήτασε με τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού.»

Πράγματι, το έργο αυτό αποτελεί σταθμό για την ελληνική ιστοριογραφία, διότι εισάγει τον ιστορικό υλισμό ως μέθοδο στη μελέτη, ανάλυση και ερμηνεία της ελληνικής ιστορίας και μάλιστα σε ένα κομμάτι της που ήταν πολύ σημαντικό και κρίσιμο για την τότε, αλλά και τη σημερινή εξουσία. Από την αστική ανάγνωση της ελληνικής επανάστασης και του χαρακτήρα της αντλούν οι αντιδραστικές δυνάμεις, από τότε έως και σήμερα, ιδεολογικά εφόδια για να κρύβουν το ρόλο τους και να θολώνουν την κρίση του λαού. Ο Κορδάτος απεκάλυψε τον αντιδραστικό ρόλο των ανώτερων κληρικών, των κοτζαμπάσηδων και των Φαναριωτών, οι οποίοι εμφανίστηκαν μετεπαναστατικά να διεκδικούν το ρόλο του εθνοσωτήρα και κατέδειξε ότι η «απελευθερωμένη» Ελλάδα έγινε «συγκεκαλυμένον προτεκτοράτον της Αγγλίας» και πως ο ελληνικός λαός δεν μπορούσε «να ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα».

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή και ας θέσουμε ορισμένα ερωτήματα σχετικά με το ιστορικό γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο ίδιος ο τρόπος που τίθενται τα ερωτήματα, το τί είναι αυτό που ζητεί να βρει ο κάθε μελετητής, προλαμβάνει σε ένα βαθμό και τον τύπο των συμπερασμάτων που θα προκύψουν στο τέλος. Για παράδειγμα, εάν υιοθετήσουμε ερωτήματα του τύπου «Ποιος είναι ο σπουδαιότερος Έλληνας επαναστάτης;» (βλ. εκπομπές του ΣΚΑΪ ), τότε οι απαντήσεις που θα βρούμε δε θα μας χρησιμεύσουν στην κατανόηση ούτε του ιστορικού γεγονότος της Επανάστασης ούτε του ρόλου και της συμβολής του όποιου ιστορικού προσώπου σε αυτήν. Εάν, όμως, θέσουμε το ερώτημα «Ποιος είναι ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επανάστασης; Εθνικοαπελευθερωτικός; Ταξικός; Και τα δύο;», τότε η έρευνα αποκτά τη δυνατότητα να μας οδηγήσει στη βαθύτερη κατανόηση της Επανάστασης και της ουσίας της και στη διαμόρφωση του απαραίτητου κριτηρίου, ώστε να εκτιμήσουμε σωστά το ρόλο και τη συμβολή του κάθε ιστορικού προσώπου.

Ο Κορδάτος, λοιπόν, καταπιάνεται με τη μελέτη της Επανάστασης, προσπαθώντας να κατανοήσει όσο γίνεται καλύτερα τα γεγονότα και εφαρμόζοντας τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού, θέτει κάποια ερωτήματα. Τα ερωτήματα αυτά δε διατυπώνονται ρητά στο έργο του, αλλά η παρουσία τους είναι προφανής δια της ρητής διατύπωσης των απαντήσεών τους.

1. Ποιος είναι ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επανάστασης;
2. Ποιες είναι οι κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης και ποιοι οι στόχοι τους;
3. Γιατί η Επανάσταση ξέσπασε στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή; Γιατί μετά από τετρακόσια χρόνια και όχι νωρίτερα;
4. Ποιοι παράγοντες καθόρισαν την πορεία και την έκβαση της Επανάστασης;
5. Ποιοι από τους στόχους των επαναστατών επιτεύχθηκαν και ποιοι όχι;
6. Είναι οι Έλληνες απελευθερωμένοι μετά τη σύσταση του νεοαναδυθέντος νεοελληνικού κράτους;
7. Πώς παρουσιάζεται η Επανάσταση από την επίσημη εκδοχή της εξουσίας;
8. Ποια στοιχεία αποσιωπούνται και σβήνονται εσκεμμένα;
9. Ποια στοιχεία αποτελούν παραχάραξη της ιστορίας και τί εξυπηρετούν;

Όπως καταλαβαίνετε, οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι απαραίτητες για όποιον θέλει να αποκτήσει ουσιαστική γνώση της ελληνικής ιστορίας και ο Γ. Κορδάτος μέσα στο εν λόγω έργο του δίνει τις δικές του απαντήσεις. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί στην ουσία περίληψη των κεφαλαίων του βιβλίου, με ελάχιστες παρεμβάσεις του γράφοντος.

Προπαρασκευαστικά ζητήματα

Στην Εισαγωγή του βιβλίου ο Κορδάτος ξεκαθαρίζει ορισμένα ζητήματα προπαρασκευαστικά και φροντίζει να αντιπαρατεθεί με τους αστούς ιστορικούς καταδεικνύοντας τις αντιεπιστημονικές και αντιδραστικές τους θέσεις:

1. Ποιες είναι οι ρίζες της νεοελληνικής εθνότητας και πώς σχηματίστηκε;

Αστική άποψη:
Η νεοελληνική εθνότητα αποτελεί συνέχεια από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο έως σήμερα.

Κορδάτος:
α) Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε ένα ελληνικό έθνος-κράτος, αλλά πόλεις-κράτη.
β) Δεν υπάρχει καθαρόαιμη ελληνική εθνότητα, αλλά με το πέρασμα των αιώνων αναμειγνύεται με διάφορους λαούς.
γ) Η διάδοση της ελληνικής γλώσσας μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου δε σημαίνει ότι και όσοι τη μιλούν ήταν είναι και Έλληνες.
δ) Υπό τις επιθέσεις του χριστιανισμού ο όρος «Έλλην» πήρε τη σημασία «ειδωλολάτρης» και αργότερα έγινε συνώνυμο του «μη χριστιανός», χωρίς να παίζει ρόλο η καταγωγή του χαρακτηριζόμενου. Μετά την πτώση της Πόλης επικρατεί το όνομα «Ρωμαίος» και το «Έλλην» ξεχνιέται.
ε) Το Βυζάντιο ήταν η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή και αποτελούσε ένα μωσαϊκό λαών.
στ) Η διάδοση της ελληνικής γλώσσας στις διάφορες περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οφείλεται στο ότι τη χρησιμοποίησε ο χριστιανισμός για τη δική του διάδοση.

2. Τί εννοούμε λέγοντας «έθνος»;

Αστική άποψη:
Κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία και κοινή φυλετική καταγωγή.

Κορδάτος:
α) Όλοι οι νεώτεροι λαοί είναι μίγματα, δεν υπάρχει καθαρόαιμος. Για τους αρχαίους έθνος σήμαινε σωρός, μάζεμα, μπουλούκι. Το ελληνικό έθνος σχηματίστηκε από Έλληνες, Ρωμαίους, Ανατολίτες, Σλάβους, Βλάχους, Αρβανίτες…
β) Το έθνος-κράτος αποτελεί ιστορική έννοια, ένα κοινωνικό φαινόμενο που κάποια στιγμή προκύπτει και κάποια στιγμή θα εκλείψει.
γ) Τα εθνικά κράτη εμφανίζονται με την ανάπτυξη του καπιταλισμού.
δ) Η αστική τάξη είναι φορέας του εθνικισμού.

3. Πότε τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα σχηματισμού ελληνικού κράτους και γιατί δεν καρποφόρησε;

Στα χρόνια μετά τη δημιουργία του Δεσποτάτου του Μιστρά (15ος αι.) ο Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων), ένας λόγιος που διακατεχόταν από αρχαιοπληξία, προπαγάνδιζε τη δημιουργία Ελληνικού Κράτους και παράλληλα ζητούσε κατάργηση των φόρων και των αγγαρειών και νέα νομοθεσία για την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Όμως, η ανερχόμενη αστική τάξη που εκπροσωπούσε δεν αναπτυσσόταν επαρκώς και δεν ήταν μαχητική. Άρα, το μετασχηματισμό που επιθυμούσε ο Γεμιστός τον εξαρτούσε από τη βούληση του βυζαντινού αυτοκράτορα και των μεγαλογαιοκτημόνων. Φυσικά, οι μεγαλογαιοκτήμονες και η Εκκλησία είχαν αντίθετη γνώμη και έτσι δεν έγινε τίποτε άλλο. Ο Γεμιστός έριξε ένα σπόρο που δε μπορούσε να φυτρώσει.

4. Πώς αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι της Βαλκανικής την προοπτική της Οθωμανικής κατάκτησής τους;

Οι κάτοικοι της Βαλκανικής υπέφεραν από τους Λατίνους και είχαν την ελπίδα ότι μπορεί η οθωμανική κατάκτηση να είναι λιγότερο καταπιεστική. Αυτές οι ελπίδες διαψεύστηκαν γρήγορα και οι λαοί άρχισαν πάλι να λαχταρούν το ξεσκλάβωμά τους. Έτσι, άρχισαν να αναπτύσσεται ο νεοελληνικός εθνισμός, ο οποίος σε πρώτη φάση εκφράζεται με τη μάσκα του χριστιανισμού.

5. Γιατί αρχικά ο νεοελληνικός εθνισμός έχει παθητικό χαρακτήρα και ποιοι παράγοντες τον μετασχηματίζουν σε μαχητικό;

Αρχικά ο νεοελληνικός εθνισμός αιτείται την απελευθέρωσή του από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Η αργή ανάπτυξη της ελληνικής αστικής τάξης στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπορεί να καλλιεργήσει ένα μαχητικό εθνισμό.
Όμως, με το πέρασμα των χρόνων τα πράγματα αλλάζουν: α) Στο πλαίσιο των ρωσοτουρκικών πολέμων οι Ρώσοι κινητοποιούν τους υπόδουλους λαούς της Βαλκανικής να ξεσηκωθούν ενάντια στους Οθωμανούς, υπογράφονται συνθήκες που προωθούν το εμπόριο και τη ναυτιλία και στις ελληνικές εμπορικές παροικίες αναπτύσσεται η ιδέα της δημιουργίας μιας ασφαλούς εθνικής εστίας. β) Η Γαλλική Επανάσταση και η προέλαση του Ναπολέοντα δίνουν ώθηση στις μάζες στον αγώνα κατά των φεουδαρχών.

Ως αποτέλεσμα, στα τέλη του 18ου αι. οι φεουδαρχικές σχέσεις της Βαλκανικής υφίστανται σοβαρά πλήγματα τόσο ως προς την οικονομία, όσο και προς την ιδεολογία. Ο Ρήγας και ο Κοραής, αντίθετα από την εποχή του Γεμιστού, ως εκπρόσωποι του νεοελληνικού εθνισμού στηρίζονται σε μια πιο αναπτυγμένη εμπορική αστική τάξη, η οποία είναι πιο μαχητική, και σε λαϊκές μάζες που θέλουν να απελευθερωθούν άμεσα.

Στη φάση αυτή η ελληνική αρχαιότητα αναδεικνύεται ως ένδοξο παρελθόν, και στα Βαλκάνια η ελληνική είναι η γλώσσα των μορφωμένων. Το όνομα «Έλλην» δεν είναι πια υβριστικό και παίρνει τιμητική σημασία, διότι παραπέμπει σε μια αρχαία αλλά ένδοξη εποχή των θαυμαστών «προγόνων». Έτσι, η χριστιανική τους συνείδηση συμβιβάζεται με την αντίληψή τους ότι είναι Έλληνες και η παλιά αντίθεση αμβλύνεται και αναιρείται. Ο χριστιανισμός παίρνει πολιτικό περιεχόμενο.

Κοινωνικές τάξεις

Ο Κορδάτος αναλύει την κοινωνική και ταξική σύνθεση των κοινοτήτων στην ελλαδική περιοχή και εντοπίζει τα εξής στοιχεία:

α) Τούρκοι μεγαλογαιοκτήμονες
β) Έλληνες χριστιανοί τσιφλικάδες (προεστοί-κοτζαμπάσηδες)
γ) Πατριαρχείο και ανώτερος κλήρος Εκκλησίας
δ) Φαναριώτες (16ος αιώνας, αριστοκρατία του πλούτου στην Πόλη): πρόκειται για Έλληνες αστούς που κατοικούσαν στην περιοχή του Φαναρίου γύρω από το Πατριαρχείο και σταδιακά κατέλαβαν θέσεις στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό. Κυρίως εργάζονται ως δραγουμάνοι, δηλαδή ως διερμηνείς και μεταφραστές, που όμως ανέπτυσσαν διπλωματική δραστηριότητα και σταδιακά έπαιζαν σημαντικότατο και καθοριστικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική. Η κοινωνική τους θέση τους έδωσε τη δυνατότητα να διαχειρίζονται και εκκλησιαστικά ζητήματα, όχι μόνο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και άλλων Πατριαρχείων. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν από το Σουλτάνο και ως ηγεμόνες στη Μολδοβλαχία.
ε) Νησιώτες έμποροι-καραβοκύρηδες (18ος αιώνας): ασχολούνται κυρίως με το διαμετακομιστικό εμπόριο και τα συμφέροντά τους τους φέρνουν σε αντιπαράθεση με τους τσιφλικάδες και τους Τούρκους. Μετά το 1789 και υπό την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης οι αστοί γίνονται πιο μαχητικοί και η αντιπαράθεση οξύνεται. Σε ορισμένες περιοχές συμμαχούν με τους φτωχούς αγρότες ενάντια στους τσιφλικάδες. Κατά το 19ο αιώνα η αναπτυσσόμενη αστική τάξη προχωρεί σε ίδρυση σχολείων και εκτύπωση βιβλίων που σχετίζονται με το κίνημα του διαφωτισμού, πράγμα που τη φέρνει σε ρήξη με το Πατριαρχείο. Το Πατριαρχείο απέρριπτε και τις νέες ιδέες και ήθελε να ελέγχει τα σχολεία. Έτσι, προκλήθηκαν μεγάλες ταραχές, οι οποίες οδήγησαν και στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα.
στ) Κατώτερος λαός των πόλεων (έως και το 18ο αιώνα): μικροέμποροι και βιοτέχνες (σινάφια), οι οποίοι δεν ήταν πολυπληθείς, δεν είχαν κάποια υπολογίσιμη οικονομική και πολιτική ισχύ και έρχονταν κατά καιρούς σε αντιπαράθεση με τους κοτζαμπάσηδες, όμως, μέχρι τότε, χωρίς κάποια ανατρεπτική προοπτική.
ζ) Κατώτερος λαός της υπαίθρου: αγρότες μικροϊδιοκτήτες (που ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν το ένα τρίτο ή και το μισό της σοδειάς τους) και ακτήμονες (κολλήγοι).
– Επίσης, πρέπει να αναφερθεί και άλλη μια κοινωνική ομάδα, η οποία βρίσκεται εκτός ελλαδικού χώρου, αλλά θα παίξει στην πορεία σημαντικό ρόλο:
η) Έλληνες αστοί των παροικιών: έμποροι που μετανάστευσαν σε αστικά κέντρα της δυτικής και ανατολικής Ευρώπης.

Κοινωνική οργάνωση

Στις επαρχίες κυριαρχεί ο θεσμός των κοινοτήτων, ένα αποκεντρωτικό σύστημα. Κάθε μεγάλη περιοχή κυβερνάται από ένα πασά και από αυτόν εξαρτώνται οι μικρότεροι τοπικοί άρχοντες, Τούρκοι μπέηδες και Έλληνες προεστοί (κοτζαμπάσηδες). Οι κοτζαμπάσηδες, όσον αφορά στη θεσμική οργάνωση της κοινότητας, είχαν στα χέρια τους τη φορολογία και τη δικαιοσύνη. Όριζαν για τον κάθε κάτοικο το ποσό που όφειλε να πληρώσει στο επαρχιακό ταμείο και δίκαζαν, ρύθμιζαν διαφορές και επέβαλλαν ποινές. Οι Έλληνες προεστοί και προύχοντες, κατέχοντας ουσιαστικά την πολιτική εξουσία στις περισσότερες επαρχίες και κατέχοντας μεγάλες εκτάσεις γης όπου εργάζονταν με άθλιους όρους οι υπόδουλοι, καταπίεζαν πολύ σκληρά τον ελληνικό αγροτικό πληθυσμό. Αυτό το γεγονός οι Έλληνες ιστορικοί αποφεύγουν να το καταδείξουν, όταν αναφέρονται στα «μαύρα χρόνια της σκλαβιάς», προσπαθώντας να παρουσιάσουν απαλλαγμένους από κάθε ευθύνη τους Έλληνες τσιφλικάδες και να σβήσουν τον αντιδραστικό και προδοτικό τους ρόλο στην υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης. Πρόκειται για συνειδητή παραχάραξη της ιστορίας.

Λίγα λόγια για το ρόλο του Πατριαρχείου και τα προνόμιά του. Ο Μωάμεθ ο Β΄, πέρα από καλός στρατηγός, ήταν και ικανός πολιτικός. Φρόντισε να αναδείξει σε σημαντικές θέσεις εκείνους που τον εξυπηρετούσαν περισσότερο. Διόρισε στη θέση του Πατριάρχη το Γεννάδιο Σχολάριο, διότι ανήκε στους ανθενωτικούς κύκλους της Εκκλησίας. Πριν την πτώση της Πόλης ο Γεννάδιος και οι ανώτεροι κληρικοί που εχθρεύονταν τη Δύση και διαφωνούσαν με την ένωση των Εκκλησιών, δια των κηρυγμάτων τους καλλιεργούσαν τον φιλοτουρκισμό και ήταν εκείνοι που βοήθησαν τους Τούρκους να μπουν στην Πόλη. Για να σταθεροποιήσει τη συμμαχία του, ο Μωάμεθ ο Β΄ παραχώρησε ακόμη μεγαλύτερα προνόμια στο Πατριαρχείο, τον ανώτερο κλήρο και τα μοναστήρια, επέκτεινε την εξουσία τους και διατήρησε στο ακέραιο τις φεουδαρχικές ιδιοκτησίες τους. Έτσι, ένας μικρός αριθμός ανώτερων κληρικών και καλόγερων αντλούσαν υπέρογκα εισοδήματα από τους χιλιάδες σκλαβωμένους αγρότες που καλλιεργούσαν τα απέραντα κτήματά τους. Ακόμη, η Εκκλησία εισέπραττε από κάθε χριστιανό ραγιά και έναν ειδικό φόρο, τη ζητεία. Επιπλέον, το Πατριαρχείο είχε και δικαστικές αρμοδιότητες που σχετίζονταν με το ιδιωτικό δίκαιο. Έτσι, εντός του τουρκικού κράτους υφίσταται υπό τη μορφή της εκκλησιαστικής οργάνωσης και μία παρακυβέρνηση των ραγιάδων, εκπροσωπούμενη από το Πατριαρχείο.

Όλα αυτά εξηγούν και την προδοτική στάση του Πατριαρχείου και του ανώτερου κλήρου στην Επανάσταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, και μάλιστα μετά τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξής της, πίεζε πεισματικά για τη μη ανεξαρτησία της ελληνικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο και κυρίως για τη μη κατάργηση των φεουδαρχικών προνομίων (οικονομικών και διοικητικών) του κλήρου.

Οικονομικές συνθήκες προεπαναστατικά

1450-1650: Την περίοδο αυτή υπάρχει παύση του εμπορίου, με αποτέλεσμα η μικρή μάζα των εμπόρων και των βιοτεχνών να έχει και μικρή οικονομική και πολιτική δύναμη. Κατά συνέπεια, οι φεουδαρχικές σχέσεις παραμένουν κραταιές και αδιαμφισβήτητα κυριαρχούν οικονομικά και πολιτικά οι μεγαλογαιοκτήμονες.

1650-1800: Την περίοδο αυτή σημειώνεται ανάπτυξη του εμπορίου και κυρίως της ναυτιλίας, αλλά όχι και της βιοτεχνίας. Πρόκειται κυρίως για διαμετακομιστικό εμπόριο και όχι τόσο για εσωτερική κυκλοφορία ή εξαγωγή ντόπιας παραγωγής. Προς το τέλος αυτής της φάσης, περί το 1770, αυτή η οικονομική ανάπτυξη ανάγκασε τόσο του Τούρκους, όσο και το Πατριαρχείο να αναγνωρίσουν τους εμπόρους και καραβοκύρηδες των νησιών (Ύδρα, Σπέτσες…) ως ιδιαίτερη τάξη με αναβαθμισμένα πολιτικά δικαιώματα.

Όμως, πέρα από αυτό, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεγαλογαιοκτήμονες δεν είχαν κανένα λόγο να δημιουργήσουν μεγάλες εσωτερικές αγορές, κατά συνέπεια δεν υπήρχε κανένα κίνητρο από μέρους τους να κατασκευαστεί ένα καλό οδικό δίκτυο, η έλλειψη του οποίου δυσχέραινε με τη σειρά του τις όποιες ασθενείς απόπειρες διεξαγωγής εσωτερικού εμπορίου και το σχηματισμό ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Το εμπόριο διεξάγεται κυρίως στα αστικά κέντρα και κυρίως στα εξωελλαδικά. Λίγες περιοχές αναπτύσσουν βιοτεχνική παραγωγή και τελικά το εμπορικό κεφάλαιο δεν μετεξελίσσεται σε βιομηχανικό. Όταν, όμως, η αστική τάξη είναι μόνο εμπορική, και μάλιστα ασθενής, δεν είναι σε θέση να προωθήσει τον αστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό το κάνει μόνο το βιομηχανικό κεφάλαιο. Έτσι, η οικονομική εξέλιξη είναι πολύ αργή και οι φεουδαρχικές σχέσεις συνιστούν τη βασική σχέση ιδιοκτησίας στον ελλαδικό χώρο.

Επίσης, το εμπορικό κεφάλαιο, προκειμένου να αναπτύξει τη δραστηριότητά του, έχει και μια άλλη λύση: μπορεί να μεταφέρει τη δραστηριότητά του σε κάποια άλλη έδρα, όπου υπάρχουν καταλληλότερες συνθήκες. Έτσι, εμφανίζεται το φαινόμενο της μετανάστευσης σε εξωελλαδικά αστικά κέντρα, όπου σταδιακά σχηματίστηκαν ακμάζουσες ελληνικές εμπορικές παροικίες.

1800- 1821: Την περίοδο αυτή, λόγω της κλιμακούμενης ανάπτυξης του εμπορίου, οι τσιφλικάδες καταπίεζαν ακόμη περισσότερο τους αγρότες, για να αυξήσουν την παραγωγή τους. Έτσι, περί τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα η εκμετάλλευση των αγροτών γίνεται αφόρητη και μαζί με την παραγωγή αυξάνεται και η αγανάκτησή τους. Αυτή η συνθήκη λειτουργεί καταλυτικά για μια προσωρινή, τουλάχιστον, συμμαχία μεταξύ των αστών και των λαϊκών μαζών.

Η θέση των κοινωνικών τάξεων τις παραμονές της Επανάστασης

α) Έλληνες χριστιανοί τσιφλικάδες (προεστοί-κοτζαμπάσηδες): είναι υπέρ των Τούρκων, προκειμένου να διατηρήσουν τα φεουδαρχικά τους δικαιώματα.
β) Πατριαρχείο, ανώτερος κλήρος Εκκλησίας και καλόγεροι μοναστηριών: προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμιά τους υποστηρίζουν ανοιχτά τους Τούρκους και καταδικάζουν κάθε προσπάθεια είτε εθνικοαπελευθερωτικού είτε κοινωνικού αγώνα. Εξαίρεση αποτελούν πολλοί παπάδες των χωριών και των πόλεων που ήταν κι αυτοί φτωχοί, ήταν άνθρωποι του λαού και υπέφεραν την ίδια καταπίεση από τους μεγαλοτσιφλικάδες.
γ) Φαναριώτες: λόγω της θέσης τους είναι όργανα του Σουλτάνου και τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με τα δικά του.
δ) Νησιώτες αστοί (έμποροι-καραβοκύρηδες): στην προσπάθεια να προωθήσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους έρχονται σε αντιπαράθεση με τους κοτζαμπάσηδες και τους Τούρκους. Σε ορισμένες περιπτώσεις συμμαχούν και με τους φτωχούς αγρότες ενάντια στους τσιφλικάδες. (Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Σάμου, όπου η ταξική πάλη οδήγησε στη διαμόρφωση δύο ανταγωνιστικών κομμάτων: το κόμμα των κοτζαμπάσηδων, οι καλικάντζαροι, και το κόμμα των αστών και των αγροτών, οι καρμανιόλοι.)
ε) Αγρότες, μικροϊδιοκτήτες και ακτήμονες (κολλήγοι): καθώς εντείνεται η καταπίεση των αγροτών από τους Έλληνες τσιφλικάδες, τους κοτζαμπάσηδες, την Εκκλησία και τους Τούρκους πασάδες, η αγανάκτηση κορυφώνεται και διαμορφώνεται μια πιο αγωνιστική διάθεση. Όμως, σε λίγες περιοχές πραγματοποιήθηκαν αγροτικά κινήματα, άλλοτε με εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα και άλλοτε ήταν εξεγέρσεις εναντίον των τσιφλικάδων. Εμπόδιο στο μαζικό και οργανωμένο ξεσηκωμό των φτωχών αγροτών στέκεται το γεγονός ότι είναι διασκορπισμένοι και όχι συγκεντρωμένοι, η μακρά συνήθεια της υποταγής, σε συνδυασμό με την αμάθεια και τη θρησκοληψία που καλλιεργούσαν την αντίληψη ότι τα βάσανά τους ήταν θέλημα θεού και παρέπεμπαν τη δικαίωση στη μετά θάνατον ζωή. Επίσης, ένας μαζικός αγώνας χρειάζεται και πολλά όπλα, τα οποία ούτε υπήρχαν ούτε μπορούσαν να τα χειριστούν οι περισσότεροι. Ωστόσο, όσο ο μαζικός ξεσηκωμός δεν πραγματοποιείται, πολλοί ήταν αυτοί που προέβησαν σε ατομική δράση. Έτσι, γέμισαν τα βουνά της Ελλάδας (όπως συνέβαινε και στα υπόλοιπα Βαλκάνια) με κλέφτες. Όπως παρατηρεί ο Κορδάτος:

«Η κλεφτουριά είναι μια ιδιότυπη μορφή της πάλης των τάξεων…».

Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι που παραθέτει από την ανώνυμη λαϊκή Μούσα:

«Βασίλη, κάτσε φρόνημα, να γένεις νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
– Μάννα μ’, εγώ δεν κάθομαι να γένω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν
και να ’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους*.»
* εννοεί τους κοτζαμπάσηδες

Οι κοτζαμπάσηδες αντέδρασαν με όσα μέσα είχαν και πολλές φορές μαζί με τους Τούρκους χτυπούσαν τους κλέφτες. Κάποια στιγμή σκέφτηκαν ότι θα ήταν αποτελεσματικότερο να διασπάσουν εσωτερικά τους κλέφτες. Έτσι, έπεισαν την τουρκική εξουσία να οργανώσουν ένοπλα σώματα από κλέφτες που είχαν συλληφθεί και θα έπαιρναν επί τούτου αμνηστία, στους οποίους θα έδιναν και καλούς μισθούς και θα τους επέτρεπαν κάθε ασυδοσία στα ορεινά μέρη. Αυτοί ήταν οι αρματολοί και πράγματι η δράση τους περιόρισε τη δράση των κλεφτών.
στ) Έλληνες αστοί των παροικιών: η δημιουργία Ελληνικού Κράτους αποτελούσε μια πραγματική ανάγκη της ελληνικής αστικής τάξης των παροικιών, δεδομένου ότι ένα τέτοιο κράτος θα τους προσέφερε έναν προνομιακό χώρο να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά. Όμως, η ήττα του Ναπολέοντα και η επικράτηση των φεουδαρχικών δυνάμεων αποθάρρυνε τους περισσότερους Έλληνες των παροικιών της δύσης από την οργάνωση της επανάστασης. Από την άλλη, οι Έλληνες των παροικιών της ανατολικής Ευρώπης, παρά την προσχώρηση της Ρωσίας στην Ιερά Συμμαχία –η οποία καταδίκαζε κάθε εθνικό και κοινωνικό κίνημα–, συνεχίζουν να είναι προσηλωμένοι στον αγώνα, με την πεποίθηση ότι τελικά το αντιτουρκικό αίσθημα των Ρώσων θα κυριαρχήσει και θα τους βοηθήσουν.

Ρήγας και Φιλική Εταιρεία

Η ιδέα της εθνικής παλιγγενεσίας αναπτύσσεται πρώτα στις ελληνικές παροικίες για δύο λόγους: α) εκεί συγκεντρώθηκαν έμποροι και βιοτέχνες που συσσώρευσαν πολύ πλούτο και θα είχαν μεγάλο όφελος από τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους ως ασφαλούς και ευνοϊκής έδρας και β) εκεί ήταν αμεσότερη η επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης.

Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα εμφανίζεται μια μεγάλη προσωπικότητα, ο Ρήγας Βελεστινλής. Ζούσε στο Βουκουρέστι, ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος και διέθετε πολιτική διορατικότητα. Αποτελεί έναν από τους πιο ενθουσιώδεις εκφραστές του νεοελληνικού εθνισμού και ανέπτυξε πλούσια επαναστατική δράση. Οργάνωσε μια μυστική εταιρεία, στην οποία δεν έδωσε χαρακτήρα αποκλειστικά ελληνικό. Συνεργάτες του ήταν Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αρβανίτες και πιθανώς Βούλγαροι. Κατά το Ρήγα, οι λαοί της Βαλκανικής έπρεπε να ξεσηκωθούν ενωμένοι ενάντια στον κατακτητή τους, και μάλιστα, χωρίς την ανάμειξη των Μεγάλων Δυνάμεων. Η απελευθέρωση της Ελλάδας και των βαλκανικών λαών έπρεπε να γίνει χωρίς την εξάρτηση από διεθνείς κηδεμόνες.

Δυστυχώς, ο Ρήγας και οι συνεργάτες του προδόθηκαν. Ενώ ήταν πολύ προσεκτικοί στη συνωμοτική τους δράση, εξαπατήθηκαν και μύησαν το Δ. Οικονόμου και το δεσπότη του Βελιγραδίου, οι οποίοι ήταν κατάσκοποι του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Ο Ρήγας και αρκετοί συνεργάτες του συνελήφθησαν στην Τεργέστη και παραδόθηκαν από τις αυστριακές αρχές στους Τούρκους στο Βελιγράδι. Εκεί, βασανίστηκαν για σαράντα πέντε ημέρες και μετά στραγγαλίστηκαν και τα πτώματά τους ρίχτηκαν στο Δούναβη.

Το απελευθερωτικό κίνημα στο εξωτερικό συνεχίστηκε και αυτή τη φορά η νέα μυστική εταιρεία είχε ως έδρα τη Ρωσία. Πρόκειται για τη Φιλική Εταιρεία που ίδρυσαν ο Σκουφάς, ο Τσακάλωφ και ο Ξάνθος στην Οδησσό. Για επτά χρόνια μάζευαν χρήματα, προπαγάνδιζαν την ιδέα της Επανάστασης και προετοίμαζαν τον ένοπλο αγώνα. Για την τελική πράξη, όμως, επειδή οι ίδιοι δεν είχαν το απαραίτητο κύρος για να κινητοποιήσουν τον ελληνικό λαό, αναζητούσαν έναν αρχηγό που θα ενέπνεε και θα ενθουσίαζε. Πρώτα απευθύνθηκαν στον Καποδίστρια, ο οποίος τότε ήταν υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας και είχε ευρωπαϊκή φήμη. Όμως, ο Καποδίστριας ήταν εχθρός και των δημοκρατικών ιδεών και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά καταδίκασε κάθε επαναστατική ιδέα και πρότεινε στον Ξάνθο να διαλύσουν την Εταιρεία.

Η περίοδος αυτή συμπίπτει με την ήττα του Ναπολέοντα, την επικράτηση των φεουδαρχικών-μοναρχικών δυνάμεων και την ίδρυση της Ιεράς Συμμαχίας, της αντιδραστικής ένωσης Ρωσίας, Πρωσίας, Αυστρίας και Αγγλίας με στόχο την κατάπνιξη των εθνικών και των δημοκρατικών κινημάτων. Οι Φιλικοί, όμως, είχαν τροποποιήσει το επαναστατικό πρόγραμμα του Ρήγα και δεν προπαγάνδιζαν συστηματικά το αντιφεουδαρχικό πνεύμα ούτε και πολεμούσαν το Πατριαρχείο. Επεδίωξαν να δώσουν πανεθνικό χαρακτήρα στην επανάσταση και να πετάξουν στην άκρη την πλευρά του κοινωνικού αγώνα ενάντια στις φεουδαρχικές σχέσεις. Έτσι, προσέγγισαν και κάποιους Φαναριώτες και ορισμένους ανώτερους κληρικούς, ήρθαν σε συμβιβασμό, αφήνοντας σιωπηλά απ’ έξω τα συμφέροντα και τους πόθους των λαϊκών μαζών για άρση της κοινωνικής καταπίεσης.

Μετά την άρνηση του Καποδίστρια απευθύνθηκαν στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος ήταν πρίγκιπας και αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Ο Υψηλάντης δέχθηκε, με την προοπτική να γίνει αρχηγός του απελευθερωτικού αγώνα της Ελλάδας, αλλά και των βαλκανικών λαών. Το σχέδιο προέβλεπε ένα ταυτόχρονο ξέσπασμα επαναστατικών εστιών στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στον ελλαδικό χώρο.

Τα γεγονότα της Επανάστασης

Ο Υψηλάντης εισβάλει με ένοπλες δυνάμεις στη Μολδαβία ως απελευθερωτής και κηρύττει την έναρξη της Επανάστασης. Όμως, η προέλασή του δε θα προχωρήσει πολύ, εξαιτίας του ταξικού προσανατολισμού που πήρε ο αγώνας. Η συμμαχία Φιλικής Εταιρείας και Φαναριωτών είχε ως αποτέλεσμα να απαλειφθούν από το πρόγραμμα της Επανάστασης το αίτημα των κολλήγων για την κατάργηση των τσιφλικάδικων προνομίων. Αυτό δυσαρέστησε και προκάλεσε τις διαμαρτυρίες των Ρουμάνων αγροτών, οι οποίοι και αποχώρησαν. Ο Υψηλάντης διέταξε τότε τη σύλληψη του αρχηγού τους Βλαδιμηρέσκου και τον εκτέλεσε. Έτσι, απογοητεύθηκαν και απομακρύνθηκαν και οι Μολδοβλάχοι και οι Βούλγαροι αγωνιστές. Με λίγες πια δυνάμεις ηττάται στο Δραγατσάνι από τις τουρκικές δυνάμεις και τελικά συλλαμβάνεται από τους Αυστριακούς.

Παράλληλα, ξεσπά η Επανάσταση και στην Πελοπόννησο. Ο Σουλτάνος νομίζει ότι από πίσω κρύβεται η Ρωσία, αλλά αυτή αμέσως καταδικάζει ανοιχτά το κίνημα. Ταυτόχρονα, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ σπεύδει να αφορίσει την Επανάσταση και σε εγκύκλιο που διαβαζόταν στις εκκλησίες αποκαλεί τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς «τέρατα του διαβόλου». Το γεγονός ότι ο Γρηγόριος κρεμάστηκε στο πλαίσιο του φανατισμού του τουρκικού όχλου, οφείλεται στο ότι τον κατήγγειλε ως Φιλικό ο μητροπολίτης Πισιδίας Ευγένιος, για να γίνει αυτός Πατριάρχης, όπως και έγινε. Όταν μετά από χρόνια η Επανάσταση νίκησε, ο ανώτερος κλήρος προσπάθησε να διεκδικήσει μέρος της δόξας και έτσι, παραχάραξε την ιστορία και παρουσίασε το Γρηγόριο ως επαναστάτη και εθνομάρτυρα.

Στην Πελοπόννησο υπό την πίεση του λαού πολλοί προύχοντες αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν στην Επανάσταση παρά τη θέλησή τους. Σπουδαίος αγωνιστής αναδεικνύεται ο Παπαφλέσσας, ο οποίος χωρίς να υπολογίζει κινδύνους διέτρεχε όλη την Πελοπόννησο και έδινε το σύνθημα του ξεσηκωμού. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, που κατά τους αστούς ιστορικούς και την επίσημή τους ιστορία σήκωσε το λάβαρο της Επανάστασης, στην πραγματικότητα ήταν πολύ διστακτικός, με την πρώτη απειλή των Τούρκων υποχώρησε, προσπάθησε να αποθάρρυνε τους αγωνιστές και σε κάποιες περιπτώσεις δε δίστασε να τους σαμποτάρει και να τους προδώσει. Αυτός ο ίδιος αποκαλούσε τον Παπαφλέσσα «απατεώνα». Ο μπέης της Μάνης Μαυρομιχάλης ήταν επίσης απρόθυμος και ζητούσε διαβεβαιώσεις για την υποστήριξη της Ρωσίας, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να συνεννοηθεί με τους Τούρκους. Με παρόμοιο τρόπο αναπτύσσεται ο αγώνας στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας, με συμμαχίες που σχοινοβατούν και πολλές προδοσίες. Στην Πελοπόννησο, στα νησιά που είχαν δύναμη οι καραβοκύρηδες και στη Στερεά η Επανάσταση κέρδιζε έδαφος, ενώ στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία οι τσιφλικάδες με τους Τούρκους κατέπνιξαν τον αγώνα.

Ένα σημαντικό γεγονός που καθόρισε αργότερα τις εξελίξεις ήταν η κίνηση που έκανε το κόμμα των εμποροναυτικών της Ύδρας και των άλλων Νησιών να παραμερίσουν τους τσιφλικάδες και να συνάψουν δάνεια με την Αγγλία. Αυτό δημιούργησε τότε έναν ενθουσιασμό, διότι δια των δανείων θεωρούσαν ότι υπήρξε μια σχετική αναγνώριση του αγώνα. Όμως, οι συνέπειες αυτού του δανεισμού θα αποδειχθούν ολέθριες.

Την άνοιξη του 1824 ο Μεχμέτ Πασάς της Αιγύπτου στέλνει το γιο του Ιμπραήμ και καταλαμβάνει την Κρήτη και καταστρέφει την Κάσσο και τα Ψαρά. Το 1825 φτάνει στην Πελοπόννησο, όπου η αντίσταση κλονίζεται. Μόνο ο Παπαφλέσσας με καμιά τριακοσαριά αγωνιστές δίνουν τη μάχη στο Μανιάκι και πέφτουν ηρωικά. Καθώς το πνεύμα ηττοπάθειας κυριαρχεί, ο Κολοκοτρώνης δίνει το σύνθημα του αγώνα και εφαρμόζει επαναστατική τρομοκρατία: «Βάλτε φωτιά και τσεκούρι, στήστε φούρκα και παλούκι… Όποιο χωριό προσκυνήσει να του καίτε τα σπίτια και τ’ αμπέλια». Έδωσε πολλές μάχες και κέρδιζε, αλλά ο Ιμπραήμ έφερνε συνεχώς νέες δυνάμεις. Είχε, όμως, και ένα συνεργάτη που τον βοηθούσε, ένα μεγαλέμπορο της Αιγύπτου, τον Τοσίτσα. Ο Τοσίτσας στάθηκε στο πλευρό του και αξιοποιώντας όσες επαφές και όση επιρροή διέθετε και καλούσε το λαό να προσκυνήσει. Ήταν αρχηγός της επιμελητείας του αιγυπτιακού στρατού και θησαύριζε με το αίμα και το θάνατο του ελληνικού λαού. Ο Κορδάτος σημειώνει:

«Αυτός ο κατάπτυστος προδότης αργότερα, δίνοντας μερικές χιλιάδες εις το Ελληνικόν Κράτος και κτίζοντας ένα δυο εκπαιδευτικά ιδρύματα αντήλλαξε τον τίτλο του προδότου με τον τίτλο του εθνικού ευεργέτου.»

Το 1827, όπως οι δυνάμεις στην Πελοπόννησο, έτσι και το ελληνικό ναυτικό βρίσκεται σε πολύ δυσχερή κατάσταση. Στη φάση αυτή καταφθάνουν στα ελληνικά νερά μοίρες του στόλου της Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας, διότι απειλούνταν τα συμφέροντά τους από την κυριαρχία του αιγυπτιακού στόλου στη Μεσόγειο. Ο Ρώσος ναύαρχος κατόρθωσε να παρασύρει τον Άγγλο ναύαρχο στα σχέδιά του και τελικά επιτέθηκαν στον Ιμπραήμ συντρίβοντας στη ναυμαχία του Ναβαρίνου τον αιγυπτιακό στόλο.

Αυτή η νίκη επί των κατακτητών έκανε τους Έλληνες να αναθαρρήσουν και να οργανώσουν ισχυρές αντεπιθέσεις σε πολλές περιοχές. Η τελική, όμως, έκβαση του αγώνα δεν κρίθηκε στις στρατιωτικές μάχες, αλλά, όπως θα δείτε παρακάτω, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.

Παράλληλα με την εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων, διεξάγονται και οι προσπάθειες για την πολιτική και διοικητική συγκρότηση των απελευθερωμένων περιοχών. Συγκροτούνται διευθυντήρια, γερουσίες και τελικά πραγματοποιούνται Εθνοσυνελεύσεις. Ενώ, όμως, τίθεται το ζήτημα για νέο πολίτευμα βασισμένο σε δημοκρατικές αρχές, στην ουσία οι περισσότερες δημοκρατικές διακηρύξεις μένουν στα χαρτιά. Για τις εθνικές γαίες προέκυψε μεγάλη σύγκρουση. Οι κοτζαμπάσηδες και οι καπεταναίοι ήθελαν να εκποιηθούν άμεσα, ενώ οι αστοί ήθελαν να χαρακτηριστούν εθνική ακίνητη περιουσία, ώστε να μπορούν να υποθηκευθούν για τη σύναψη δανείων με το εξωτερικό. Τελικά κυριάρχησε η τελευταία άποψη. Σχετικά με τη γη, υπήρξε διαμάχη για το ποιο δίκαιο θα ίσχυε: το βυζαντινό που προστάτευε την τσιφλικάδικη ιδιοκτησία ή το αστικό; Τελικά επικράτησε στην ουσία το βυζαντινό, πράγμα που σήμαινε και την κυριαρχία των τσιφλικάδων επί των αστών.

Πέρα από τα πιο γνωστά γεγονότα της Επανάστασης, τις πιο γνωστές μάχες και πρόσωπα, τις Γερουσίες και τις Εθνοσυνελεύσεις, διαδραματίστηκε και ένας παράλληλος αγώνας, που συνήθως αποσιωπάται, διότι οι αγωνιζόμενοι ηττήθηκαν και την ιστορία τους δεν την είπε κανείς. Πρόκειται για όλους αυτούς τους λαϊκούς αγώνες που έλαβαν χώρα σε κάθε περιοχή της επαναστατημένης Ελλάδας ενάντια στους κοτζαμπάσηδες. Ο φτωχός λαός, πότε σε συμμαχία με αστικά στοιχεία και πότε μόνος του, μαζί με την απόφαση να διώξουν τον κατακτητή, πολέμησαν για να λυτρωθούν και από τους άμεσους καταπιεστές τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Καρατζάς στην Πάτρα, ένας δημοκράτης και τσαγκάρης στο επάγγελμα, ο οποίος ξεσήκωσε το λαό την 21 Μαρτίου και χτυπήθηκε με τους Τούρκους μέσα στην πόλη. Οι πρόκριτοι και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός σύρθηκαν από τις εξελίξεις. Όμως, όταν αργότερα και υπό την πίεση των τουρκικών στρατευμάτων, αυτοί υποχώρησαν ο Καρατζάς συνέχισε τον αγώνα, ώσπου οι πρόκριτοι θεώρησαν ότι δεν τους συνέφερε και οργάνωσαν τη δολοφονία του. Παρόμοια γεγονότα συνέβησαν σε όλη την Ελλάδα. Έτσι, τα κατά τόπους λαϊκά στοιχεία του αγώνα «απαλείφονταν από την εξίσωση» και κυριαρχούσαν τα παλαιά αντιδραστικά στοιχεία.

Το λαϊκό κίνημα δεν κατόρθωσε να πάρει πιο στέρεα χαρακτηριστικά και να νικήσει, διότι, σε ένα βαθμό, δεσμευόταν από ένα τοπικιστικό πνεύμα και την έλλειψη προοπτικής. Από τη μία ζητούσε γη, αλλά στρεφόταν αυθόρμητα κατά των τοπικών κάθε φορά αρχόντων-τσιφλικάδων, χωρίς να έχει διαμορφώσει μια συνειδητή πολιτική αντίληψη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι όλα αυτά που παρουσιάζονταν ως εμφύλιοι σπαραγμοί ήταν στην ουσία ταξικοί αγώνες.

Από την άλλη, αυτοί οι παλαιοί κοτζαμπάσηδες, πρόκριτοι και οι Φαναριώτες, ήταν ανοιχτά ξενόδουλοι ακόμη και κατά τη διάρκεια του αγώνα. Από την πρώτη χρονιά της Επανάστασης ο Μαυρομιχάλης έστειλε μια επιστολή, όπου παρακαλούσε να μεσολαβήσουν διάφοροι παράγοντες για να παραδώσουν τη χώρα στους Άγγλους. Λίγο μετά, το 1823, οι Κουντουριώτες και οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου πρότειναν να προωθήσουν αίτημα προς τις Μ. Δυνάμεις να διορίσουν έναν ξένο πρίγκιπα ως βασιλιά. Αλλά η κορύφωση της προδοτικής δράσης των αστών και των τσιφλικάδων έρχεται με τα αγγλικά δάνεια και τους όρους τους. Όταν η Αγγλία για τους δικούς της λόγους αποφάσισε να δώσει δάνεια στους επαναστατημένους Έλληνες, το έκανε με σκανδαλώδη τρόπο. Το 1824 από 800.000 λίρες εκταμιεύθηκαν μόνο 250.000. Την επόμενη χρονιά από ονομαστικής αξίας δάνειο 2.000.000 λιρών η ελληνική πλευρά έλαβε μόνο 230.115 λίρες και το υπόλοιπο καταβροχθίστηκε στο Λονδίνο. Γράφει ο Κορδάτος:

«Οι Έλληνες αστικοτσιφλικάδες τα κατάφεραν να υποδουλώσουν τον ελληνικό λαό εις το αγγλικόν κεφάλαιον. Αντί να εξοδεύσουν αυτοί δια τας ανάγκας του πολέμου –και είχαν μεγάλες περιουσίες– υποθήκευσαν την εθνική περιουσίαν εις τους Άγγλους και πήραν μερικά ψίχουλα δανείου, τα οποία εμοιράσθηκαν, εννοείται μεταξύ των. Εβόησε τότε όλος ο προοδευτικός κόσμος της Ευρώπης, δια τα ληστρικά αυτά δάνεια. Οι Άγγλοι όμως χρηματοδόται ήξευραν τι έκαμαν: εκτελούντες μυστικάς εντολάς της αγγλικής κυβερνήσεως, ενέγραφον υποθήκην επί των εθνικών γαιών και ητοιμάζοντο, ευκαιρίας δοθείσης, να κάμουν κατοχήν εις την Παελοπόννησον.»

Ενδεικτικό της προδοτικής στάσης και δουλοπρέπειας αυτών των στοιχείων είναι το υπόμνημα του Φαναριώτη Μαυροκορδάτου προς τον υπουργό εξωτερικών της Αγγλίας Κάννινγκ:

«… Η ανεξαρτησία της Ελλάδος είναι η μόνη διέξοδος, η φέρουσα εις την ίδρυσιν του φραγμού εκείνου, τον οποίον η σωτηρία της Ευρώπης απαιτεί κατά της κολοσσιαίας δυνάμεως της Ρωσσίας. Άλλοτε τον φραγμόν τούτον παρείχεν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά της Δυνάμεως του Βορρά, ο παρών όμως αγών των Ελλήνων απέδειξε αυτήν ανίκανον να εκτελή του λοιπού το έργον τούτο […] Αποτέλεσμα της συνεννοήσεως ταύτης (δηλαδή Ελλάδος και Τουρκίας) έσται ότι η Αγγλία, Πύλη και Ελλάς θα αποτελέσουν του λοιπού μίαν και μόνην, δια να είπω ούτω, δύναμιν, ήτις θ’ αντιταχθή κατά της Ρωσσίας και τέλος η ένωσις αύτη θ’ αποτελεί μίαν επιπλέον εγγύησιν, ην προσεκτάτο η Αγγλία κατά των αποπειρών της τε Ρωσσίας και πάσης άλλης Ευρωπαϊκής Δυνάμεως εναντίον του αγγλικού εμπορίου των Ινδιών…»

Τα αγγλικά δάνεια ήταν αυτά που οδήγησαν τη Ρωσία σε αλλαγή πολιτικής στάσης, η οποία υιοθέτησε μια πιο επιθετική πολιτική.

Προώθησε ως πράκτορα των συμφερόντων της τον Καποδίστρια, στο πλαίσιο ενός σχεδίου για ημιαυτόνομη Ελλάδα και υποτελή στην Τουρκία, αλλά ουσιαστικά υποχείρια της τσαρικής πολιτικής. Τελικά, από τη μία η Ελλάδα είχε εξαρτηθεί οικονομικά από την Αγγλία και από την άλλη, στην πολιτική σκηνή είχε επικρατήσει η Ρωσία τοποθετώντας ως ηγέτη τον Καποδίστρια.

Ο Καποδίστριας ήταν γνωστός αντιδημοκράτης και λειτούργησε συγκεντρωτικά, δημιουργώντας μια αυλή από ανθρώπους του στενού περιβάλλοντός του, γεγονός που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις. Ο συνεχιζόμενος ανταγωνισμός των Μ. Δυνάμεων για έλεγχο της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα οδήγησε στο σχηματισμό τριών κομμάτων: το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό. Η Αγγλία, αντιπολιτευόμενη τον Καποδίστρια ως πράκτορα των ρωσικών συμφερόντων, επεδίωκε να μην προχωρήσει η απελευθέρωση ούτε καν στο σύνολο της Στερεάς Ελλάδας. Παράλληλα, εξωθούσε τους νησιώτες και τους Μανιάτες σε αντικαποδιστριακές ενέργειες. Τελικά, η οικονομική κρίση και κοινωνικός αναβρασμός που τη συνόδευε, σε συνδυασμό με την πεισματική απόρριψη του Καποδίστρια σε οικονομικές προτάσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας, οδήγησαν τις δύο τελευταίες να οργανώσουν δια των Υδραίων και των Μανιατών τη δολοφονία του Καποδίστρια.

Διεθνείς παράγοντες και γεωστρατηγική

Η τελική έκβαση του ηρωικού ελληνικού αγώνα παίχτηκε στα παρασκήνια των Μ. Δυνάμεων. Όποιος μελετά την Ελληνική Επανάσταση δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά και τη «μεγάλη σκακιέρα». Το ζήτημα της Ελληνικής Επανάστασης αποτελεί μέρος μιας συνολικότερης γεωστρατηγικής και υπάγεται στο Ανατολικό Ζήτημα. Άρα, πρέπει να αναλυθούν και οι παράγοντες που καθορίζουν την έκβαση του Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή οι στρατηγικοί σχεδιασμοί και οι βλέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.

Συνοπτικά, και όπως τα γράφει ο Κορδάτος, συμβαίνει το εξής:

«Η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας κατά το τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνος, έθεσε και πάλιν επί τάπητος το ανατολικόν ζήτημα. […]
»Αι τρεις Δυνάμεις, Γαλλία, Αγγλία και Ρωσία, καταβάλλουν μεγάλας προσπαθείας δια να προσεταιρισθούν την Τουρκίαν. Η Αγγλία προτιμά την ακεραιότητα της Τουρκίας, δια να εμποδίσει την κάθοδον της Ρωσίας εις το Αιγαίον. Η Γαλλία αντιθέτως αγωνίζεται να προσεταιρισθεί την Τουρκίαν, δια να κτυπήσει την Αγγλίαν εις τας μεσογειακάς της βάσεις και η Ρωσία παίζει διπλούν παιχνίδι, δια να απομακρύνει την Τουρκίαν από την επιρροήν των δύο αυτών δυνάμεων, ώστε να είναι ελευθέρα να πραγματοποιήσει εις πρώτην ευκαιρίαν τα σχέδιά της.
»Έτσι, μαζί με το ανατολικόν ζήτημα ετέθη και το ελληνικόν…»

Η τελική λύση, λοιπόν, ήρθε μετά τη νίκη της Ρωσίας στο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1828-1829) και τη συνθήκη της Αδριανούπολης. Η αδιαμφισβήτητα αναβαθμισμένη Ρωσία έκανε την Αγγλία και τη Γαλλία να πάψουν να υπολογίζουν στην Τουρκία ως εμπόδιο στη Ρωσία και στράφηκαν προς τη συγκρότηση μιας τυπικά ανεξάρτητης Ελλάδας, που ουσιαστικά, όμως, θα εξυπηρετούσε τη δική τους εξωτερική πολιτική. Αυτές ήταν οι λεγόμενες Προστάτιδες δυνάμεις και αυτός ήταν ο ρόλος τους. Ο Κορδάτος επισημαίνει ότι:

«Προστάτιδες δυνάμεις, όπως ξενόδουλοι πολιτικοί και άκριτοι ιστορικοί αποκαλούν την Γαλλίαν, Ρωσίαν και Αγγλίαν, δεν υπήρξαν ποτέ δια την Ελλάδα. Εάν ηγωνίσθησαν, έστω και θυσίας ιδικάς των ακόμη, όπως κατά την εν Ναυαρίνω ναυμαχίαν, αι ανωτέρω δυνάμεις κατά τη διάρκειαν του ελληνοτουρκικού πολέμου υπέρ της Ελληνικής Επαναστάσεως, τούτου, επαναλαμβάνομεν το έκαμαν δια να προστατεύσουν τα συμφέροντά των. Η διπλωματική προστασία του ελληνικού αγώνος του ’21, καθώς και η σκανδαλώδης ανάμιξίς των δυνάμεων τούτων εις τα εσωτερικά της Ελλάδος, αυτήν την έννοιαν έχουν. Πάντοτε, τότε και κατόπιν και σήμερον, αι μεταξύ της Ελλάδος και των ευρωπαϊκών δυνάμεων σχέσεις κανονίζονται από το συμφέρον και μόνον αυτό.»

Τελική έκβαση και συμπεράσματα

Η Επανάσταση του 1821, απαντώντας στο αρχικό ερώτημα, είχε και εθνικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Κατά την έκβασή της, όμως, η κοινωνική διάσταση της Επανάστασης εξοβελίστηκε, διότι οι αστοί συμμάχησαν με τους κοτζαμπάσηδες και ακρωτηρίασαν το περιεχόμενο του ταξικού αγώνα του φτωχού λαού. Τελειώνοντας, και όσον αφορά στο ερώτημα «Είναι πράγματι απελευθερωμένοι οι Έλληνες μετά την Επανάσταση;», παραθέτω την τελευταία σελίδα του βιβλίου του Κορδάτου, ο οποίος ολοκληρώνει την έκθεση της ιστορικής του μελέτης και συνοψίζει τα συμπεράσματά του με τα εξής λόγια:

«Αλλ’ εάν κατωρθώθη ο ελληνικός αγών να πάρει ένα τέλος και να ελευθερωθεί μία γωνία της Ελλάδος, ο εσωτερικός αγών έμεινε ημιτελής. Παρ’ όλον το σάρωμα της καποδιστριακής δικτατορίας και την δημοκρατικήν συνείδησιν της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αι λεγόμεναι προστάτιδες δυνάμεις επέβαλαν εις τον καθημαγμένον ελληνικόν λαόν την μοναρχίαν. Χωρίς καν να ερωτηθεί ο ελληνικός λαός, αι τρεις δυνάμεις, με την πρωτοβουλίαν της Αγγλίας, έστειλαν εις την Ελλάδα τον νεαρόν πρίγκηπα της Βαυαρίας Όθωνα, ο οποίος ήτο γνωστός βλάξ. Και εις την περίστασιν αυτήν, η αγγλική πολιτική έδειξε όλην την αισχρότητά της. ο εν Ελλάδι διπλωματικός της αντιπρόσωπος Ντώκινς ήτο ο ουσιαστικός κυβερνήτης. Έργον του ήτο, όχι μόνον να εξουδετερώσει την ρωσικήν επιρροήν, αλλά και να εγκαινιάσει νέαν περίοδον απολυταρχίας.
»Ο ελληνικός λαός έπρεπε να μη σηκώσει κεφάλι. Ο λόρδος Πάλμερστον έβαλε τας βάσεις της πολιτικής του Φόρεϊν Όφφις απέναντι της Ελλάδος, που επί εκατό και παραπάνω χρόνια ακολουθείται πιστά από τους διαδόχους του. Η Ελλάς πρέπει να είναι συγκεκαλυμένον προτεκτοράτο της Αγγλίας και ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα. Πρέπει να ευρίσκεται εις την κατάστασιν του ημιαποίκου. Έτσι, με την ηθικήν και υλικήν βοήθειαν του τσάρου, των Άγγλων πλουτοκρατών και των Γάλλων αντιδραστικών, οι Έλληνες τσιφλικάδες, αστοί και Φαναριώτες, που πήραν την εξουσίαν στα χέρια τους, όταν δημιουργήθηκε το μικρόν ελεύθερον Ελληνικόν Κράτος, όσο κι αν τσακώνονταν και τρώγονταν πάνω στο μοίρασμα της πολιτικής εξουσίας, όλην των την προσοχή και δραστηριότητα την εσυγκέντρωσαν εις το πώς μέσα εις το νέον βασίλειον θα κρατήσουν τας λαϊκάς μάζας υποχειρίους των, δια να μπορούν να τας καταπιέζουν και να τας εκμεταλλεύονται. Έτσι, ως τα σήμερα, εσυνεχίσθη η οικονομική υποδούλωσις και αποστράγγισις του λαού και την θέσιν των Τούρκων μπέηδων, αγάδων και πασάδων, την επήραν αυτοί, που είχαν γίνει το ίδιο όπως και οι Τούρκοι κατακτηταί, ληστές και γδύστες, μαζί με τους ξένους δανειστές μας. Από το 1823 ως τα τώρα το ξένον κεφάλαιον, έχοντας τοποτηρητάς και εντολοδόχους του εις την χώραν μας τους αστοτσιφλικάδες, εγύμνωσε κάθε ικμάδα του τόπου, ελήστευσε τον λαόν και έκράτησε την χώραν καθυστερημένην, δια να μπορεί να μας μεταχειρίζεται ως αποίκους.
Όταν κανείς έχει υπ’ όψιν του το τί έγινε κατά το διάστημα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνος από την άρχουσα τάξιν και τί επηκολούθησεν κατόπιν, εξάγει το συμπέρασμα, που το επικυρώνουν τα αδιάψευστα γεγονότα, ότι η Επανάστασις του 1821 επροδόθη, όχι μόνον από τους κοτζαμπάσηδες και Φαναριώτες, αλλά και από τους αστούς. Αυτή είναι η μόνη ιστορική αλήθεια.»

Πηγή: Σύλλογος Μαρξιστικής Σκέψης Γ. Κορδάτος

Το άλλο άκρο στο εδώλιο – Δικαιοσύνη ή ατιμωρησία ξανά;

Φίλες και Φίλοι,

Στοιχειώδης ανάληψη κοινωνικής ευθύνης μετά τις τελευταίες εξελίξεις και τα μέτρα για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης του κορονοϊού, οδηγεί όσο εμένα, όσο και τον εκδοτικό οίκο «ΤΟΠΟΣ Α.Ε.» στην απόφαση για τη ματαίωση της εκδήλωσης παρουσίασης του βιβλίου μου «Το άλλο άκρο στο εδώλιο – Δικαιοσύνη ή ατιμωρησία ξανά» (Αγόρευση στην δίκη της Χρυσής Αυγής 20 & 21/1/2020).

Μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων θα εκτιμηθεί εάν και πότε θα προγραμματισθεί εκ νέου η εκδήλωση παρουσίασης.

Οσον αφορά το βιβλίο είναι ήδη διαθέσιμο. Οσοι επιθυμούν να το προμηθευτούν, παρακαλώ να επικοινωνήσουν μαζί μου στα παρακάτω τηλέφωνα.

Κώστας Παπαδάκης δικηγόρος

Κυρ. Λουκάρεως 11 & Λ. Αλεξάνδρας, Αθήνα 11471

Τηλ : 210 3834545 – Φαξ : 210 3300690

Κιν : 6937068612, e – mail : kopapad@otenet.gr

Εισαγωγή: Γιατί η έκδοση αυτού του βιβλίου

Το ξέσπασμα των αντιφασιστικών διαδηλώσεων σε όλη την Ελλάδα, που ακολούθησε την δολοφονία του Παύλου Φύσσα είχε ως αποτέλεσμα να υποχρεώσει την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου και τους μηχανισμούς της δικαστικής εξουσίας, που μέχρι τότε για ενάμιση χρόνο μαζί με όλο το πολιτικό σύστημα παρατηρούσαν χωρίς καμία παρέμβαση την καθημερινή, κλιμακούμενη, εγκληματική, βία της ναζιστικής Χρυσής Αυγής και των «Ταγμάτων Εφόδου» της, να προχωρήσει στην ποινική της καταστολή, έστω και κουτσουρεμένα.

Ο τότε Υπουργός Δημόσιας Τάξης Νίκος Δένδιας με επιστολή του στον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου ζήτησε να ερευνηθεί ποινικά η δραστηριότητα της Χρυσής Αυγής στο σύνολό της ως εγκληματική οργάνωση. Ανατέθηκε κατεπείγουσα σχετική προκαταρκτική εξέταση στον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπο Βουρλιώτη στις 19/9/2013, ο οποίος στις 28/9/2013 ολοκλήρωσε και διαβίβασε την αναφορά του και την ημέρα εκείνη έγιναν οι πρώτες συλλήψεις ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής, έρευνες κατασχέσεις κλπ.

Η διεξαγωγή κύρια ανάκρισης ανατέθηκε αρχικά σε δύο «ανακριτές διαφθοράς» του Πρωτοδικείου Αθηνών και λίγο αργότερα, ύστερα από σύγκληση της Ολομέλειας Εφετών σε δύο Εφέτες Ανακρίτριες (Ιωάννα Κλάππα και Μαρία Δημητροπούλου) υπό την εποπτεία του Αντιεισαγγελέα Εφετών Ισίδωρου Ντογιάκου. Η ανάκριση ολοκληρώθηκε στις 31/7/2014, οπότε και η δικογραφία διαβιβάστηκε στο εποπτεύοντα εισαγγελέα, ο οποίος στις 15/10/2014 υπέβαλε την σχετική παραπεμπτική πρόταση του στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών.

Η πρότασή του περιελάμβανε διώξεις μόνο για το ΠΚ 187 (εγκληματική οργάνωση), όχι όμως και για το ΠΚ 187Α (τρομοκρατική οργάνωση), ενώ παρά τα πάμπολλα περιστατικά ηθικών αυτουργιών, που δέχεται το παραπεμπτικό βούλευμα (βλ. αναλυτικά στην αγόρευση) τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής παραπέμφθηκαν μόνο για το αδίκημα της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης και όχι και για ηθικές αυτουργίες στις επιμέρους πράξεις. Τελικά, στις 4/2/2015 εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 215/2015 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο αποφάσισε κατά πλειοψηφία σύμφωνα με την πρόταση Ντογιάκου με μειοψηφία ενός εφέτη, που έκρινε ότι δεν έπρεπε να υπάρξει παραπομπή για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, επειδή δεν είχε αποδοθεί οικονομικό κίνητρο στην Χρυσή Αυγή. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά από το 2001, που ισχύει το ΠΚ 187, που Έλληνας δικαστής το έκρινε αντισυνταγματικό για οποιονδήποτε λόγο.

Η δίκη της Χ.Α. προσδιορίστηκε στο Α΄ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για τις 20/4/2015, οπότε και ξεκίνησε, ενώ ως τόπος διεξαγωγής της μεθοδεύθηκε από την τότε διοίκηση του Εφετείου Αθηνών και την ανοχή του Υπουργείου Δικαιοσύνης να είναι η αίθουσα γυναικείων φυλακών του Κορυδαλλού αντί της αίθουσας εκδηλώσεων του Εφετείου που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας και είναι πολύ μεγαλύτερη σε χωρητικότητα. Υστερα από μεγάλο αγώνα η δίκη μεταφέρθηκε τμηματικά και μόλις τους τελευταίους μήνες ολικά στο Εφετείο. Δυστυχώς όμως διεξήχθη κάτω από συνθήκες αφόρητης και πολλαπλής υποβάθμισης με ευθύνη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ που συντηρούσε το σχετικό νομικό καθεστώς, όπως έλλειψη ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης, έλλειψη τήρησης ηχογραφημένων πρακτικών της δίκης και διανομής απομαγνητοφωνημένου κειμένου την επόμενη μέρα, σοβαροί περιορισμοί στην κάλυψη της από φωτογράφους και με πλήρη σχεδόν αποχή των περισσότερων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ιδίως κατά τις ημέρες διεξαγωγής στον Κορυδαλλό με εξαίρεση τις καθημερινές εφημερίδες της αριστεράς (ΕφΣυντ, Αυγή, Ριζοσπάστης). Αν δεν υπήρχε η καθημερινή καταγραφή από το παρατηρητήριο «Golden Dawn Watch», το εβδομαδιαίο «βιντεοχρονολόγιο» του «Omnia TV» στους συνεργάτες των οποίων οφείλονται πολλές ευχαριστίες, αλλά και η ακούραστη και συνεπέστατη καθημερινή παρουσία συντακτών από τις εβδομαδιαίες εφημερίδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς όπως, η Εργατική Αλληλεγγύη πάντα με υλικό μιας ολόκληρης σελίδας, Κόντρα με συχνά αποκαλυπτικά άρθρα, ως ένα σημείο και η Νέα Προοπτική, το ΠΡΙΝ και άλλες εφημερίδες), και ελάχιστοι ραδιοφωνικοί σταθμοί (Κόκκινο, ΕΡΤ, 984) και ιστοσελίδες, η δίκη θα βρίσκονταν κυριολεκτικά στο σκοτάδι. Ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και οι σχετικές ενημερωτικές εκδηλώσεις που οργανώθηκαν σε διάφορες πόλεις από κοινωνικούς και αντιφασιστικούς φορείς.

Οι κατηγορούμενοι στη δίκη είναι 68, από τους οποίους οι 39 αντιμετωπίζουν κυρίως το αδίκημα της ένταξης ή διεύθυνσης (20 + 19) σε εγκληματική οργάνωση, ενώ οι υπόλοιποι βαρύνονται επιπλέον και με άλλα κακουργήματα (συνέργεια στην ανθρωποκτονία Παύλου Φύσσα 18/9/2013, απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά των Αιγυπτίων ψαράδων 12/6/2012 και απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά των συνδικαλιστών μελών του Π.Α.Μ.Ε. 13/9/2013). Όλα τα στελέχη της ηγεσίας παραπέμπονται μόνο ως διευθυντές εγκληματικής οργάνωσης χωρίς να τους αποδίδεται καμμία ηθική αυτουργία για τις πράξεις της !

Οι παραπάνω τρείς αποτελούν τις κύριες υποθέσεις της δίκης ενώ εκτός από τους κατηγορουμένους των υποθέσεων αυτών, στο εδώλιο κάθονται μόνο με την κατηγορία της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση δράστες άλλων εγκληματικών ενεργειών (π.χ. ανθρωποκτονία Σαχτζάτ Λουκμάν, απόπειρα ανθρωποκτονίας στο στέκι Αντίπνοια κ.α.), που έχουν δικαστεί ή εκκρεμοδικούν αυτοτελώς χωρίς όμως στις δίκες εκείνες να έχει αποδοθεί το αδίκημα της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, για το οποίο δικάζονται αποκλειστικά στην παρούσα δίκη.

Στην διάρκεια των συνεδριάσεων αυτών εξετάσθηκαν 153 μάρτυρες κατηγορίας και πολιτικής αγωγής, 61 μάρτυρες υπεράσπισης, ενώ αναγνώσθηκαν εκατοντάδες έγγραφα και προβλήθηκαν, ακροάσθηκαν ή επισκοπήθηκαν χιλιάδες ψηφιακά πειστήρια (ηχητικά, συνομιλίες, βίντεο, φωτογραφίες, SMS κ.α.) προερχόμενα κατά κύριο λόγο από κατασχέσεις υλικών φορέων (Η/Υ, κινητά τηλέφωνα κατηγορουμένων και άλλων μελών της Χρυσής Αυγής).

Αναγνώσθηκαν  επίσης με αίτημα των κατηγορουμένων επί πολλούς μήνες ατέρμονες κοινοβουλευτικές ερωτήσεις βουλευτών της Χρυσής Αυγής, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό ήθελαν να δείξουν το τεράστιο κοινοβουλευτικό τους έργο, προκειμένου να τεκμηριώσουν, ότι διώκονται εξαιτίας του φιλολαϊκού του χαρακτήρα. Και βέβαια απολογήθηκαν σχεδόν όλοι οι κατηγορούμενοι. Για τους περισσότερους η μέρα απολογίας ήταν η μόνη που εμφανίστηκαν στη δίκη, τουλάχιστον εκούσια. Η αποδεικτική διαδικασία ολοκληρώθηκε στις 7/11/2019 με την απολογία Μιχαλολιάκου, ενώ στις 18/12/2019 διατυπώθηκε η πρόταση της εισαγγελέως της έδρας, η οποία εισηγήθηκε όπως είναι γνωστό την αθώωση όλων όσων κατηγορούνται, είτε για ένταξη είτε για διεύθυνση σε εγκληματική οργάνωση με το σκεπτικό, ότι η Χρυσή Αυγή δεν είναι εγκληματική οργάνωση.

Η εικόνα του ακροατηρίου περιελάμβανε σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της δίκης άδεια τα εδώλια των κατηγορουμένων, που εκπροσωπούνται καθημερινά από έναν πυρήνα επιμελών συνηγόρων υπεράσπισης. Αδεια σχεδόν πάντα και γεμάτα λίγες μόνο φορές όταν υπήρχε σχέδιο τραμπουκισμών τα έδρανα των οπαδών των κατηγορουμένων. Το αντιφασιστικό ακροατήριο είχε πιο σταθερή παρουσία αν και όχι αυτή που θα έπρεπε. Αντιφασίστες, μετανάστες θύματα της Χ.Α. και εκπρόσωποι συλλόγων, στελέχη του Κ.Κ.Ε., του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., μέλη οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, της Κ.Ε.Ε.Ρ.Φ.Α., αντιπροσωπείες της Α.Δ.Ε.Δ.Υ, σωματείων αλλά και διεθνών ενώσεων για τα δικαιώματα, βουλευτές κ.α. Ανάμεσα στις συχνές παρουσίες – σίγουρα πολλούς παραλείπω και ζητώ εκ των προτέρων συγνώμη –  ο Ναίμ Ελγαντούρ και η Αννα Στάμου από τη Μουσουλμανική Κοινότητα, ο πρόεδρος της Πακιστανικής Κοινότητας Τζαβέντ Ασλάμ και ο πατέρας του Σαχτζάτ Λουκμάν, ο παλαίμαχος αγωνιστής και αυτόπτης μάρτυρας στη δολοφονία Λαμπράκη Λεωνίδας Κοντουδάκης. Κορυφαία και σχεδόν καθημερινή παρουσία και όχι μόνο σε όσες συνεδριάσεις αφορούσαν τη δολοφονία του γιού της η συγκλονιστική μορφή της Μάγδας Φύσσα, συμπαραστάτριας, οδηγήτριας και πηγής έμπνευσης για όλους μας. Τίμησε τη μνήμη του Παύλου της και τον παρέδωσε στην ιστορία ως «λευτεριάς λίπασμα».

Ακολούθησαν, μετά την διακοπή των Χριστουγέννων, από 8/1/2020 οι αγορεύσεις των συνηγόρων πολιτικής αγωγής. Αγόρευσαν κατά σειρά οι συνήγοροι Χρύσα Παπαδοπούλου (οικογένεια Φύσσα), Κώστας Σκαρμέας, Θανάσης Καμπαγιάννης και Κώστας Παπαδάκης (Αιγύπτιων ψαράδων), Χάρης Στρατής, Παναγιώτης Σαπουντζάκης, Μάνος Μαλαγάρης, Θόδωρος Θεοδωρόπουλος, Αντώνης Αντανασιώτης και Αγγελος Βρεττός (συνδικαλιστών μελών Π.Α.Μ.Ε). Η δίκη μέχρι την ολοκλήρωση των αγορεύσεων των συνηγόρων πολιτικής αγωγής (13/2/2020) είχε πραγματοποιήσει 416 συνεδριάσεις. Μετά την ολοκλήρωση τους ξεκίνησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης. Δεν είναι γνωστό πόσοι από όσους έχουν δηλωθεί στην δίκη θα ασκήσουν το δικαίωμα αυτό. Σίγουρα πάντως αρκετές δεκάδες. Οι ολοκλήρωση των αγορεύσεων τους στην δίκη, η οποία πλέον διεξάγεται αποκλειστικά στο Εφετείο, αναμένεται στους επόμενους δύο μήνες και η έκδοση της απόφασης εκτός απροόπτου τους καλοκαιρινούς μήνες 2020. Έως τότε η δίκη θα έχει υπερβεί τα 5 χρόνια από την έναρξη της και ο αριθμός των συνεδριάσεων, που θα πραγματοποιήσει θα πλησιάζει τις 500. Αγνωστο πόσοι μήνες (δεν τολμώ να πω χρόνια) θα περάσουν μέχρι να καθαρογραφούν και να είναι διαθέσιμα τα πρακτικά της δίκης μαζί με το σκεπτικό της απόφασης. Και ας μην μιλήσω για την κατ έφεση δίκη.

Δεν είναι ωστόσο μόνο ο όγκος (αναπόφευκτος λόγω της προφανούς ανάγκης συνεκδίκασης με ενιαία κριτήρια όλων των υποθέσεων για τη συναγωγή των στοιχείων της εγκληματικής οργάνωσης) και η διάρκειά της το στοιχείο, που την καθιστά μοναδική. Είναι αναμφισβήτητη η ελληνική και διεθνής ιστορική της βαρύτητα και η απαίτηση του αντιφασιστικού κινήματος και των θυμάτων της Χρυσής Αυγής για την καταδίκη της ναζιστικής εγκληματικής βίας, ενώ εκδηλώνεται καθημερινά από πολλούς και με κάθε τρόπο η έντονη αγανάκτηση για την εισαγγελική πρόταση, που κινδυνεύει για άλλη μια φορά στην ιστορία να αφήσει τη  φασιστική εγκληματική βία στο απυρόβλητο. Που πιθανότατα θα είναι και τελεσίδικο καθώς η πολιτική αγωγή δεν έχει δικαίωμα να προσβάλει με ένδικα μέσα αθωωτική απόφαση.

Η ελλιπής δημοσιότητα όλα τα χρόνια της διεξαγωγής της δίκης κατέστησε αναγκαία κατά την γνώμη μας την δημοσιοποίηση των αγορεύσεων των συνηγόρων πολιτικής αγωγής, προκειμένου η επιχειρηματολογία, η τεκμηρίωση και τα στοιχεία τους να γίνουν ευρύτερα γνωστές. Εξ άλλου δεν είμαστε δικηγόροι μόνο για τα έδρανα των δικαστηρίων. Είμαστε μέρος του αντιφασιστικού κινήματος που μας ανέθεσε τιμητικά την έκφραση της φωνής του. Από αυτό πηγάζουν οι αρμοδιότητές μας και σε αυτό επιστρέφει και αναφέρεται η αποστολή μας μέσα και έξω από τη δίκη. Χρέος μας να σταθούμε άξιοι για να τιμήσουμε αυτή την αποστολή με βαθειά επίγνωση του μεγέθους της ευθύνης που την περιβάλλει. Το χρωστάμε στα θύματα του φασισμού και του ναζισμού στη χώρα μας και όχι μόνο, το χρωστάμε στη γενιά της αντίστασης, το χρωστάμε στη γενιά του αντιδικτατορικού αγώνα και του Πολυτεχνείου, το χρωστάμε σε όλους όσους αγωνίζονται τις μέρες αυτές για την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και μετανάστες, ενάντια στα υπολείμματα της ρατσιστικού δηλητήριου της Χ.Α, όπου και αν αυτό βρίσκει φιλοξενία. Και φυσικά το χρωστάμε στις επόμενες γενιές για να ζήσουν και εκείνες με τις ελευθερίες που κατέκτησαν και μας προσέφεραν οι προηγούμενες.

Και δεν θα κάνουμε τη χάρη σε κανένα να πνίξουμε την αλήθεια στη σιωπή και στην αστική υποκρισία.

Μάρτιος 2020

Κώστας Παπαδάκης

Η άνοδος και η πτώση των Εργατικών Διεθνών, Β’ ΚΥΚΛΟΣ: Η 2η Σοσιαλιστική Διεθνής

Ο δεύτερος τόμος του έργου Η άνοδος και η πτώση των Εργατικών Διεθνών αναφέρεται στη Δεύτερη Σοσιαλιστική Διεθνή και συνολικά στην περίοδο που ακολούθησε την αιματηρή καταστολή της Παρισινής Κομμούνας, και ολοκληρώθηκε με το ολοκαύτωμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Η ιστορική αφήγηση εστιάζει στη συγκρότηση των μαζικών συνδικάτων και των ισχυρών σοσιαλδημοκρατικών και εργατικών κομμάτων, ως οργανώσεων του κόσμου της εργασίας και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, καθώς και στους μεγάλους μετασχηματισμούς που σφράγισαν την ανοδική πορεία του καπιταλισμού.

Οι διαδικασίες συγκρότησης και ανάπτυξης του κινήματος παρουσιάζονται αναλυτικά –με τις ιδιομορφίες που προκύπτουν από τα εθνικά χαρακτηριστικά–, όχι μόνο στην Ευρώπη, η οποία υπήρξε το λίκνο της Δεύτερης Διεθνούς, αλλά και σε χώρες του νέου κόσμου, τόσο στη Βόρεια, Κεντρική και Λατινική Αμερική όσο και στην Ασία, την Αυστραλία και την Αφρική.

Ξεχωριστή αναφορά γίνεται στους ηγέτες των συνδικάτων και των σοσιαλιστικών κομμάτων, αλλά και στους επιφανείς θεωρητικούς και διανοούμενους που αφιέρωσαν τις γνώσεις και τη ζωή τους στη νέα ανερχόμενη τάξη.

Ο Τάκης Μαστρογιαννόπουλος γεννήθηκε το 1946 στον Άλιμο, όπου και διαμένει. Δραστηριοποιήθηκε πολιτικά στον χώρο της ανανεωτικής κομμουνιστικής και σήμερα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Συνεργάζεται επί μακρόν και αρθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα Η Εποχή, υπήρξε εκδότης του περιοδικού Το Στίγμα, ενώ συμμετείχε και στη συντακτική ομάδα του περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη.

Πέντε ιστορίες για την Κούβα, τον Φιντέλ και τον Τσε

Γεννιέται η Κούβα

Επανάσταση και αποκάλυψη: οι μαύροι είχαν τώρα πρόσβαση στις παραλίες, εκείνες τις παραλίες που τους ήταν απαγορευμένες γιατί ξέβαφε το δέρμα τους και τις λέρωνε, και ξαφνικά βγήκαν στην επιφάνεια όλες οι Κούβες που έκρυβε η Κούβα.

Στα βουνά, στο εσωτερικό του νησιού, παιδιά που δεν είχαν δει ποτέ τους κινηματογράφο αγάπησαν τον Τσάρλι Τσάπλιν, και οι δάσκαλοι έφεραν το αλφάβητο στις πιο απόμερες περιοχές, εκεί όπου τέτοια σπάνια πράγματα δεν έφταναν ποτέ.

Σε μια κρίση τροπικής τρέλας, η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα άρχισε να περιοδεύει σύσσωμη, με Μπετόβεν κι απ’ όλα, σε χωριά χαμένα από το χάρτη, και οι ντόπιοι έφτιαχναν με κέφι ταμπέλες προσκαλώντας τον κόσμο: “Ελάτε να χορέψουμε και να γλεντήσουμε με την Συμφωνική Ορχήστρα!”.

Βρισκόμουνα στα ανατολικά του νησιού, εκεί όπου τα μικρά χρωματιστά σαλιγκάρια πέφτουν βροχή από τα δέντρα, και τα γαλάζια βουνά της Αϊτής διαγράφονται στον ορίζοντα.

Σε ένα χωματόδρομο διασταυρώθηκα με ένα ζευγάρι.

Εκείνη πήγαινε καβάλα στο γαϊδούρι, κάτω από την ομπρέλα, για να προφυλαχτεί από τον ήλιο.

Εκείνος, με τα πόδια.

Ήταν και οι δυο ντυμένοι γιορτινά, μια βασίλισσα και ένας βασιλιάς, άτρωτοι από το χρόνο και τη λάσπη: ούτε μια τσάκιση, ούτε ένας λεκές στα κατάλευκα ρούχα τους, που ποιος ξέρει πόσα χρόνια περίμεναν, πόσους αιώνες, από την ημέρα του γάμου τους, καταχωνιασμένα στο ντουλάπι.

Τους ρώτησα πού πήγαιναν. Μου απάντησε εκείνος:

“Πάμε στην Αβάνα. Στο καμπαρέ Τροπικάνα. Έχουν εισιτήρια για το Σάββατο”.

Και χάιδεψε την τσέπη του για να σιγουρευτεί.

Εγώ μπορώ

Όταν το 1961 ένα εκατομμύριο Κουβανοί έμαθαν να διαβάζουν και να γράφουν, έσβησαν τα κοροϊδευτικά χαμόγελα και οι σπλαχνικές ματιές που είχαν δεχτεί οι εθελοντές, όταν είχαν ανακοινώσει πως αυτό θα γινόταν μέσα σε ένα χρόνο.

Μετά από καιρό η Κάθριν Μέρφι συγκέντρωσε κάποιες αναμνήσεις:
Γκρισέλντα Αγκιλέρα: Οι γονείς μου είχαν πάρει μέρος στο πρόγραμμα του αλφαβητισμού, εδώ στην Αβάνα. Εγώ τους παρακαλούσα να με πάρουν μαζί τους, αλλά δεν ήθελαν. Κάθε πρωί έφευγαν από τα χαράματα και οι δύο, ενώ εγώ έμενα σπίτι μέχρι το βράδυ. Μια μέρα, αφού τους είχα χιλιοπαρακαλέσει, με πήραν μαζί τους. Ο πρώτος μου μαθητής ονομαζόταν Κάρλος Πέρες Ίσλα. Ήταν πενήντα οχτώ χρονών. Εγώ, εφτά.

Σίξτο Χιμένες: Ούτε εμένα με άφηναν, να τους συνοδεύσω. Ήμουνα δώδεκα χρονών, ήξερα να γράφω και να διαβάζω, κάθε μέρα τους παρακαλούσα, αλλά τίποτα. Είναι πολύ επικίνδυνο, έλεγε η μητέρα μου. Κι ακριβώς εκείνες τις μέρες έγινε η απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων, είχαν έρθει οι εγκληματίες να εκδικηθούν, οι αφέντες της Κούβας, διψασμένοι για αίμα. Εμείς τους ξέραμε καλά, παλιά μας είχαν κάψει το σπίτι δυο φορές, πάνω στο βουνό. Τότε η μητέρα μου ετοίμασε το σακίδιό μου. Αντίο, μου είπε.

Σίλα Οσόριο: Η μητέρα μου συμμετείχε στο πρόγραμμα αλφαβητισμού στο βουνό, κάπου κοντά στο Μανσανίγιο. Είχα αναλάβει μια οικογένεια με εφτά παιδιά. Κανένας τους δεν ήξερε γραφή και ανάγνωση. Έμεινε στο σπίτι τους έξι μήνες. Την ημέρα μάζευε καφέ, κουβαλούσε νερό… Τα βράδια έκανε μάθημα. Όταν πια είχαν μάθει όλοι, έφυγε. Είχε πάει μόνη της αλλά δεν επέστρεψε μόνη. Για φαντάσου, αν δεν είχε πάει να τους μάθει γράμματα, εγώ δεν θα είχα γεννηθεί.

Χόρχε Οβιέδο: Εγώ ήμουνα δεκατεσσάρων χρονών όταν ήρθαν στο Πάλμα Σοριάνο οι εθελοντές. Δεν είχα πάει ποτέ μου σχολείο. Πήγα στο πρώτο μάθημα, ζωγράφισα κάτι μπαστούνια και τότε κατάλαβα: ήταν εκείνο που μου άρεσε. Την επόμενη το έσκασα από το σπίτι και πήρα τους δρόμους. Κάτω από τη μασχάλη είχα το αλφαβητάρι. Περπάτησα πολύ, μέχρι που έφτασα σε ένα απόμερο χωριό στην ανατολική μεριά. Παρουσιάστηκα σαν εθελοντής. Έκανα το πρώτο μάθημα, επανέλαβα ό,τι είχα ακούσει στο Πάλμα Σοριάνο. Τα θυμόμουνα όλα. Για το δεύτερο μελέτησα, ή μάλλον μάντεψα τι ακριβώς έλεγε το αλφαβητάρι. Στα επόμενα μαθήματα…
Εγώ μάθαινα γράμματα στους άλλους πριν ακόμα μάθω ο ίδιος να γράφω και να διαβάζω. Μπορεί να έγιναν και τα δυο συγχρόνως, ποιος ξέρει.

Φιντέλ

Οι εχθροί του λένε ότι ήταν ένας μονάρχης δίχως στέμμα, και πως δεν ξεχώριζε τη συμφωνία από την ομοφωνία.

Σε αυτό οι εχθροί του έχουν δίκιο.

Οι εχθροί του λένε ότι, αν ο Ναπολέων διέθετε μια εφημερίδα όπως η Γκράνμα, κανένας Γάλλος δεν θα είχε πληροφορηθεί την πανωλεθρία στο Βατερλό.

Σε αυτό οι εχθροί του έχουν δίκιο.

Οι εχθροί του λένε πως άσκησε την εξουσία μιλώντας πολύ και ακούγοντας λίγο, γιατί είχε συνηθίσει περισσότερο στον ήχο της φωνής του παρά στις άλλες φωνές.

Σε αυτό οι εχθροί του έχουν δίκιο.

Όμως οι εχθροί του δεν λένε πως, όταν έγινε η εισβολή στην Κούβα, δεν έβαλε το στήθος του μπροστά απλά και μόνο για να τον απαθανατίσει η Ιστορία,

πως αντιμετώπισε όλους τους τυφώνες σαν να ήταν κι ο ίδιος ένας τυφώνας,

πως γλίτωσε από εξακόσιες τριάντα δολοφονικές απόπειρες,

πως με την αποφασιστικότητά του, που ήταν μεταδοτική, κατάφερε να κάνει την αποικία πατρίδα,

και πως δεν ήταν χάρη στα μάγια του Μαντίγκα ή στο θαύμα του Θεού,

πως αυτή η νέα πατρίδα κατάφερε να επιβιώσει μετά από δέκα προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών, έτοιμους πάντα να ορμήσουν με μαχαίρι και με πιρούνι να τη φάνε.

Οι εχθροί του επίσης δεν λένε ότι η Κούβα είναι μια παράξενη χώρα, γιατί δεν παίρνει μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Υποτέλειας.

Ούτε λένε πως η επανάσταση, τιμωρημένη απ’ όλες τις μεριές, είναι αυτό που κατάφερε να γίνει, όχι εκείνο που ήθελε να γίνει. Δεν λένε πως κατά ένα μεγάλο βαθμό, το τείχος ανάμεσα σ’ εκείνο που ποθούσε και στην πραγματικότητα ψήλωνε εξαιτίας του εμπάργκο που της είχε επιβάλει η αυτοκρατορία, η οποία δεν άφησε να αναπτυχθεί μια δημοκρατία κουβανέζικης ιδιαιτερότητας, αλλά υποχρέωσε την κοινωνία να στρατευθεί, δίνοντας στη γραφειοκρατία, που για κάθε λύση έχει κι ένα πρόβλημα, τα άλλοθι που χρειάζεται για να δικαιολογείται και να διαιωνίζεται.

Ούτε λένε πως παρά τα προβλήματα, παρά τις επιθέσεις από τα έξω και τις αυθαιρεσίες εκ των έσω, αυτό το βασανισμένο νησί που επιμένει να είναι χαρούμενο κατάφερε να είναι η λιγότερο άδικη λατινοαμερικανική κοινωνία.

Ούτε λένε οι εχθροί του πως κάτι τέτοιο επιτεύχθηκε χάρη στην αυτοθυσία του λαού της Κούβας, αλλά και στην ισχυρογνωμοσύνη και τα αναχρονιστικά ιδεώδη ενός ιππότη που πολεμούσε πάντα στο πλευρό των αδικημένων, όπως εκείνου του άλλου ιππότη, στα μέρη της Καστίλης.

Μια σύντομη ανασκόπηση για το πώς η Αμερική σπέρνει Δημοκρατίες.

Το 1915 οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλα στην Αϊτή. Ο Ρόμπερτ Λάνσινγκ, εξ ονόματος της κυβέρνησης, εξήγησε ότι η μαύρη φυλή δεν μπορούσε να κυβερνηθεί από μόνη της, καθώς έχει “έμφυτη μέσα της την άγρια ζωή και είναι ανίκανη από την φύση της για τον Πολιτισμό”. Οι εισβολείς παρέμειναν δεκαεννιά χρόνια. Τον πατριώτη Σαρλμάν Περάλτ τον σταύρωσαν σε μια πόρτα.

Η κατοχή της Νικαράγουας είχε κρατήσει είκοσι ένα χρόνια, και κατέληξε στη δικτατορία του Σομόσα, ενώ η κατοχή της Δημοκρατίας του Αγίου Δομίνικου κράτησε εννιά και κατέληξε στη δικτατορία του Τρουχίγιο.

Το 1954 οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκαινίασαν με βομβαρδισμούς τη δημοκρατία στη Γουατεμάλα, δίνοντας τέλος στις ελεύθερες εκλογές και σε άλλες παρόμοιες διαστροφές. Το 1964, οι στρατηγοί που απέτρεψαν τις ελεύθερες εκλογές και άλλες παρόμοιες διαστροφές στη Βραζιλία, έλαβαν χρήματα, όπλα, πετρέλαιο και συγχαρητήρια από το Λευκό Οίκο. Κάτι ανάλογο συνέβη και στη Βολιβία, όπου κάποιος είπε συμπερασματικά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η μόνη χώρα όπου δεν γίνονται πραξικοπήματα, γιατί εκεί δεν υπάρχει πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώθηκε όταν ο στρατηγός Πινοτσέτ υπάκουσε στο προειδοποιητικό σήμα κινδύνου του Χένρι Κίσινγκερ, κι απέτρεψε να γίνει η Χιλή, “λόγω ανευθυνότητας του λαού της”, κομμουνιστική.

Λίγο νωρίτερα, ή αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες βομβάρδισαν τρεις χιλιάδες φτωχούς στον Παναμά για να πιάσουν έναν αποστάτη γραφειοκράτη, αποβίβασαν στρατό στον Άγιο Δομίνικο για να αποτραπεί η επιστροφή ενός εκλεγμένου από το λαό προέδρου, και αναγκάστηκαν να επιτεθούν στη Νικαράγουα ώστε να εμποδίσουν τη Νικαράγουα να εισβάλει στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω του Τέξας.

Την ίδια εποχή η Κούβα είχε δεχτεί μια φιλική επίσκεψη, εκ μέρους της Ουάσιγκτον, από αεροπλάνα, πολεμικά πλοία, μισθοφόρους κι εκατομμυριούχους, σε εκπαιδευτική αποστολή. Δεν μπόρεσαν να περάσουν πέρα από τον Κόλπο των Χοίρων.

Μια φωτογραφία: Μάτια που αγκαλιάζουν όλο τον κόσμο

Αβάνα, Πλατεία της Επανάστασης, Μάρτιος του 1960.

Ένα πλοίο ανατινάχτηκε στο λιμάνι. Εβδομήντα έξι εργάτες νεκροί. Το πλοίο μετέφερε όπλα και πολεμοφόδια για την άμυνα της Κούβας, και η κυβέρνηση του Αϊζενχάουερ έχει απαγορεύσει στην Κούβα να υπερασπιστεί τον εαυτό της.

Το πλήθος έχει ξεχυθεί στους δρόμους της πόλης.

Ο Τσε Γκεβάρα κοιτάζει από την εξέδρα εκείνη την αγανάκτηση.

Έχει στα μάτια όλο εκείνο το πλήθος.

Ο Κόρντα τράβηξε τη φωτογραφία όταν οι “γενειοφόροι” ήταν περίπου ένα χρόνο στην εξουσία.

Η εφημερίδα του δεν τη δημοσιεύει. Ο διευθυντής δεν της βρίσκει τίποτα το ιδιαίτερο.

Τα χρόνια περνούν. Η φωτογραφία εκείνη θα γίνει το σύμβολο της εποχής μας.


 

Οι παραπάνω ιστορίες περιέχονται στο βιβλίο “Καθρέφτες” του Εντουάρντο Γκαλεάνο.