Γράμματα στη Χέμπα | Β’ μέρος

Δημοσιεύουμε σε συνέχειες τη μετάφραση του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου “The Last Earth | A Palestinian History” του Παλαιστίνιου δημοσιογράφου, συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ramzy Baroud, καθώς και του προλόγου του βιβλίου από τον Ίλαν Πάππε, όπου μέσα από μια σειρά ιστοριών εκτίθεται το ζωντανό τραύμα που φέρουν όλοι οι Παλαιστίνιοι, όπου κι αν η τρικυμία της ιστορίας τους ξέβρασε. Η συγκεκριμένη ιστορία, τα «Γράμματα στη Χέμπα», αποτελούν την απεγνωσμένη έκκληση ενός Παλαιστίνιου πατέρα να επικοινωνήσει με τη χαμένη κόρη του, τη μοίρα της οποίας αγνοεί, αγωνιώντας μέσα από μια σειρά μηνυμάτων να της εξηγήσει τις αποφάσεις που τον οδήγησαν στο χωρισμό τους, παρέχοντας παράλληλα μια εξαιρετική βιωματική εξιστόρηση των γεγονότων που συγκλόνισαν τη Μέση Ανατολή και τη διαμόρφωσαν όπως μας παρουσιάζεται σήμερα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το δεύτερο μέρος από τα “Γράμματα στη Χέμπα”.

Γλυκιά μου,

Δεν έχω φωτογραφίες σου. Αν είχα, θα τις έβαζα δίπλα στο προσκεφάλι μου ώστε η εικόνα σου να είναι το πρώτο πράγμα που θα δω όταν ξυπνάω, και το τελευταίο προτού πέσω για ύπνο. Αλλά δεν πειράζει, είσαι χαραγμένη στη μνήμη μου. Σε θυμάμαι ακριβώς όπως ήσουν. Η μέρα που γεννήθηκες ήταν η πιο σημαντική μέρα της ζωής μου. Δεν είμαι άνθρωπος υλιστικός, αλλά όταν έφθασες, ήθελα να βγάζω περισσότερα λεφτά για να μπορώ να σε περιποιούμαι καλύτερα. Όταν ο εμφύλιος υποχώρησε το ’76, πέρασα μια βδομάδα δουλεύοντας στο γραφείο του Αραφάτ. Τον είδα μια μέρα και του την έπεσα. «Χρειάζομαι κι άλλα λεφτά, γέρο» του είπα. Γέλασε και μ’ αγκάλιασε. Πήρε το τρίχρωμο στυλό του κι έγραψε ένα σημείωμα για το οικονομικό γραφείο της Φατάχ. Του ζήτησα να προσέξει να υπογράψει με πράσινο χρώμα γιατί για τον όποιο λόγο αυτό ήταν το μόνο χρώμα που οι του οικονομικού δέχονταν σε μια υπογραφή. Ως τότε πληρωνόμουν 211 λίρες το μήνα. Ο Αραφάτ διέταξε να λάβω ένα μπόνους 500 λιρών. Του ήμουν ευγνώμων. Έβγαλα την μητέρα σου για δείπνο εκείνη τη μέρα. Της αγόρασα ένα φόρεμα κι ένα ασημένιο κολιέ κι είχα ακόμα αρκετά για τσιγάρα και δυο ζευγάρια παντελόνια και της έδωσα τα υπόλοιπα. Ήταν τόσο χαρούμενη. Ένιωσα καλά που της το ‘κανα. Εύχομαι για την ευκαιρία να το ξανακάνω.

Ο Αραφάτ πάντα είχε υψηλό ηθικό, ακόμα και στους πιο δύσκολους καιρούς. Κατάφερε να μας κρατήσει ενωμένους. Η Φατάχ είχε κι άλλους σπουδαίους ηγέτες, αλλά κανείς τους ούτε καν τον πλησιάζει. Δε νομίζω να είχα παραμείνει μαχητής της Φατάχ χωρίς τον Αραφάτ. Μου ήταν σαν πατέρας, σ’ όλους μας. Δε με νοιάζει τι λένε άλλοι άνθρωποι. Δεν καταλαβαίνουν. Εγώ ήμουν εκεί.

Μετά τον πόλεμο, έγινα εκπαιδευτής στο Μαντρασάτ Αλ-Κιτάλ, στο Λίβανο. Στα χρόνια που πέρασα στη στρατιωτική ακαδημία, γνώρισα πολλούς αξιόλογους ανθρώπους. Κάποιοι απ’ αυτούς που εκπαίδευσα γίναν σπουδαίοι ηγέτες και πολλοί απ’ αυτούς γίναν μάρτυρες[1] σε αποστολές μέσα στο Ισραήλ, ή πολεμώντας τους Ισραηλινούς στο Λίβανο, τη Συρία και την Παλαιστίνη. Υπήρχαν πολλοί εθελοντές που εισέρρεαν από την Αλγερία και το Πακιστάν, καθώς επίσης και πολλοί ιθαγενείς Αμερικάνοι που δεν τους πείραζε που τους λέγαμε Κόκκινους Ινδιάνους. Κάποιοι γίναν φίλοι μου. Είναι προσγειωμένοι άνθρωποι που κατανοούν τι σημαίνει να είσαι ένας λαός που παλεύει για τη γη και την ταυτότητά του. Τα επόμενα χρόνια, κάποιοι απ’ αυτούς πέθαναν παλεύοντας ενάντια στην ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο. Τους τιμήσαμε ως μάρτυρες και τους θάψαμε εν μέσω ψαλμωδιών και απαγγελιών απ’ το Κοράνι. Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς τα πάνε οι δικοί τους στην Αμερική.

Όταν εκπαίδευσα τον Ίμαντ Μουχνίγιε, διαισθάνθηκα ότι θα γίνει σπουδαίος ηγέτης, αλλά δεν περίμενα ότι θα αποκτούσε μια τόσο σημαντική θέση στη Χεζμπολάχ πολλά χρόνια αργότερα. Η Χεζμπολάχ αναδύθηκε από μια μικρή ομάδα ονόματι Χαρακάτ Αλ-Μαχρομίν που ήταν σθεναρός σύμμαχος του PLO. Εκπαίδευσα πολλούς απ’ αυτούς. Ο Ίμαντ είχε παλαιστινιακή καταγωγή. Η οικογένειά του ζούσε στο Ρούις, μεταξύ Χαντάς και Μπουρτζ Αλ-Βαρατζνέ. Γίναμε καλοί φίλοι παρότι ήταν νεότερος από μένα. Ήταν σκληρό καρύδι κι επιλέχθηκε απ’ τον επικεφαλής της στρατιωτικής ακαδημίας για να συνοδεύσει τον Αραφάτ. Ο Ίμαντ ήταν ευγενικός κι απίστευτα γενναίος. Αν ήταν αποστολή του να πηδήξει σε μια μαινόμενη πυρκαγιά, θα την εκτελούσε στο βαθμό που πυρήνας της αποστολής ήταν η πάλη εναντίον του Ισραήλ. Δεν έβλεπε τους Φαλαγγίτες σαν αντιπάλους του, παρότι τους μισούσε για την προδοσία τους. Οι Μαχρομίν ήταν όντως καταπιεσμένοι. Χωρίς τη Χεζμπολάχ, οι Σιίτες θα παρέμεναν καταπιεσμένοι στο Λίβανο για πάντα. Αργότερα το κίνημά τους διασπάστηκε στην Άμαλ και τη Χεζμπολάχ, η οποία επικεντρώθηκε στο να παλεύει στη Συρία αντί να διασφαλίζει τα σύνορα του Λιβάνου έναντι του Ισραήλ.

Πιστεύεις ότι σ’ έχω εγκαταλείψει Χέμπα; Με μισείς; Αν το κάνεις, θα μου ράγιζε η καρδιά, αλλά δεν θα σε κατηγορούσα. Σ’ ό,τι σ’ αφορά, έφυγα και δεν επέστρεψα ποτέ. Αλλά δεν ήταν έτσι. Σχεδίαζα να περάσω όλη μου τη ζωή μαζί με σένα και την οικογένειά μου μέχρι τις τελευταίες των ημερών μου. Ήθελα να μεγαλώσω ένα δυνατό κορίτσι, που θα συνέχιζε τον αγώνα μου για την Παλαιστίνη. Ήθελα να σ’ ονομάσω Νταλάλ από τη Νταλάλ Μουγκράμπι, που σκοτώθηκε μόλις μήνες προτού γεννηθείς. Όταν έφθασε με τον αρραβωνιαστικό της στην ακαδημία, ήταν δεκαοχτώ. Τους εκπαίδευσα και τους δύο στο να χρησιμοποιούν διάφορα είδη τουφεκιών και στο να μεταμφιέζονται σε διάφορα περιβάλλοντα. Ένα χρόνο μετά, αποβιβάστηκαν στην ακτή του Τελ Αβίβ, και σκότωσαν πολλούς Ισραηλινούς προτού σκοτωθούν αυτή κι ο αρραβωνιαστικός της. Η αποστολή της στόχευε στην αιχμαλωσία Ισραηλινών και την ανταλλαγή τους με Παλαιστίνιους, αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα σχεδίαζαν. Μετά απ’ αυτό πολλά κορίτσια ήρθαν εθελοντικά στην ακαδημία να ενταχθούν στην Αντίσταση. Η Νταλάλ ζούσε στο Φακαχάνι όπου τελικά μετακομίσαμε. Εκεί γεννήθηκες. Αλλά αποφάσισα να σ’ ονομάσω Χέμπα γιατί η γέννησή σου ήταν ένα θαύμα.

Γεννήθηκες στη μέση ενός νέου, αισχρού πολέμου όταν το Ισραήλ εισέβαλε στο νότιο Λίβανο. Επενέβησαν με την πρόσκληση του Λαχντ Χαντάντ και της Φάλαγγας,αλλά τους απωθήσαμε στο Ναμπατίγιε, στο Μπουρτζ Αλ-Σαμάλι, στο Ρασιντίγιε, στο Αλ-Μπας και στο Έιν Ελ-Χιλγουέ. Τα όπλα μας ήταν απ’ την Ρωσία και την Κούβα, και παρότι οι Ισραηλινοί κατέλαβαν μεγάλες περιοχές στο νότο, οργανώσαμε την αντίστασή μας από το Μαρτζ Αλ-Ζοχούρ, τη Σίμπα και το κατεχόμενο Γκολάν.

Υπάρχουν τόσα που μου λείπουν απ’ το Λίβανο. Παρ’ όλ’ αυτά, παρέμενε ένας όμορφος τόπος.

*             *             *

Ειρήνη σε σένα αγαπημένη μου,

Σήμερα σκεφτόμουν τη μητέρα σου. Η Καρίμα ήταν αντάξια του ονόματός της. Ήταν πράγματι γενναιόδωρη. Συνήθιζε να αναμειγνύει αλάτι, ξεραμένη πράσινη πιπεριά και τα συνθλιμμένα κουκούτσια από βερίκοκα. Βουτούσαμε το ψωμί μας στο μίγμα αφού προσθέταμε λίγο ελαιόλαδο. Ήταν ένα ταπεινό γεύμα, αλλά έτσι επιβιώναμε.

Ο μισθός μου των 211 λιρών δεν ήταν αρκετός για να φροντίσω εσένα και τη μητέρα σου. Χρειαζόσουν ρούχα κι επισκέψεις στο γιατρό και παιχνίδια. Οπότε έπιασα δουλειά και στις κατασκευές για το PLO. Είχαν μεγάλες εργολαβικές εταιρείες στο Λίβανο. Πληρωνόμουν άλλες 25 λίρες τη μέρα κι έκανε μεγάλη διαφορά. Ο αδερφός σου ο Μοχάμεντ γεννήθηκε μια μέρα μετά τα γενέθλιά σου. Η Καρίμα ανησυχούσε για τ’ ότι είχε άλλο ένα στόμα να θρέψει. Δεν ήθελε να μου φορτώσει κι άλλο άγχος. Αχ, τι δώρο που είσαι, Χέμπα. Της είπα ότι τα παιδιά θα κρατήσουν την επανάστασή μας ζωντανή.

Όποτε ένιωθα αποτυχημένος που δεν μπορούσα να παρέχω μια καλή ζωή στην οικογένειά μου, η μητέρα σου, παρότι Αιγύπτια, πάντα μου ‘λεγε: «Δεν πειράζει· όλα είναι για την Παλαιστίνη και τη Χέμπα». Αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν, και χρειάστηκε να δουλέψει πάλι ως υπηρέτρια αν κι εγώ δεν το ήθελα. Ένα λεωφορείο έπαιρνε εσένα και τον μικρό σου αδερφό για να σας πάνε στο νηπιαγωγείο. Δεν ήταν κι άσχημα εκεί. Όλα τα παιδιά ήταν προσφυγόπουλα, που κυρίως έρχονταν απ’ το Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ.

Όταν το Ισραήλ εισέβαλλε στο Λίβανο το ’82, δεν ένιωθα πια ότι ήταν ασφαλές για σένα και τον αδερφό σου. Αλλά ήταν πολύ αργά για να σε φυγαδεύσω έξω απ’ τη χώρα και μέσα στη Συρία. Σας μετακίνησα τους τρεις σας βαθύτερα στη δυτική Βηρυτό όπου υπήρχαν καταφύγια για αμάχους. Η στρατιωτική ακαδημία έγινε μια στρατιωτική μονάδα από μόνη της, διοικούμενη από έναν άντρα ονόματι Τζαμπάρ. Οι Ισραηλινοί προσπάθησαν να μας ξεγελάσουν με το να προσγειωθούν στο αεροδρόμιο φορώντας λιβανέζικα στρατιωτικά ρούχα, αλλά τους απωθήσαμε. Το PLO ήταν σκληρό αυτό τον καιρό. Απελευθερώναμε μια περιοχή και την παραδίδαμε στους Σύριους. Αλλά μετά αυτοί την έχαναν πάλι στους Ισραηλινούς, και τότε πάλι επιστρέφαμε στη μάχη και απωθούσαμε τους Ισραηλινούς. Ήταν σαν σκακιστικό παιχνίδι και ξέραμε τις κινήσεις καλά.

Δεν μπορούσαμε να κινηθούμε ελεύθερα στην ανατολική Βηρυτό εξαιτίας των Φαλαγγιτών προδοτών που συνεργάζονταν με τους Ισραηλινούς. Κάποιοι Χριστιανοί ήταν με τη μεριά μας, κι οι Παλαιστίνιοι Χριστιανοί πολεμούσαν μαζί μας γιατί είμαστε όλοι αδέρφια. Όποτε χρειαζόταν να επιχειρήσουμε στην ανατολική Βηρυτό, έπρεπε να πάμε μέσα από τους υπονόμους. Το έκανα πάνω από μια φορά όταν η μονάδα μου εκτελούσε επιθέσεις εναντίον των Ισραηλινών που ήταν σταθμευμένοι στην περιοχή Αλ-Μαθάφ.

Ήταν δύσκολο να εμπιστευτείς τον οποιονδήποτε στο Λίβανο αυτές τις μέρες. Αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας εναντίον του Αραφάτ απέτυχαν, κι αρκετοί απ’ αυτούς που βοήθησαν τους Ισραηλινούς να τον εντοπίσουν δούλευαν γι’ αυτόν. Το χωράει ο νους σου; Κάποιοι από τους συνεργάτες εκτελέστηκαν επί τόπου. Μια απ’ τις εκτελέσεις συνέβη μπροστά μου. Τον έπιασαν να επικοινωνεί με τους Ισραηλινούς αφού ένα κτίριο ανατινάχθηκε στο οποίο ο Αραφάτ είχε μυστική συνάντηση. Επέζησε από θαύμα. Κι όταν ο Αραφάτ οδηγήθηκε εσπευσμένα στο αμάξι του, το αμάξι ανατινάχθηκε μόλις μέτρα μακριά του. Να προσέχεις ποιον εμπιστεύεσαι, Χέμπα, καμιά φορά ακόμα και τα αγγελικά μάτια κρύβουν το διάβολο.

Καθώς ο πόλεμος μαινόταν, σας μετακινούσα απ’ το ένα μέρος στ’ άλλο. Αλλά πουθενά δεν ήταν ασφαλή: σφαγές εκτελούνταν παντού και επιτίθονταν ακόμα και στα καταφύγια, καίγοντας ανθρώπους ζωντανούς σε μέρη όπου θα ‘πρεπε να είναι προστατευμένοι απ’ τον κίνδυνο. Όταν λάβαμε εντολές ν’ αποχωρήσουμε απ’ το Λίβανο, ξέραμε ότι είχαν τελειώσει όλα. Ήσουν με τη μητέρα και τον αδερφό σου σ’ ένα καταφύγιο στην περιοχή Σαραγιά στη δυτική Βηρυτό. Αργότερα έμαθα ότι η μητέρα σας σας γύρισε στο Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ.

Αναγκάστηκα να σας εγκαταλείψω, αφού επέτρεπαν μόνο σε στελέχη του PLO να επιβιβαστούν στα πλοία. Δεν μας είπαν τον προορισμό μας και συνοδευόμασταν από πλοία του ιταλικού και του γαλλικού ναυτικού μέχρι που φτάσαμε την Ερυθρά Θάλασσα. Όταν οι Ιταλοί άφησαν το πλοίο μας μόνο πλησιάζαμε την σαουδική ακτή και κοντεύαμε να ξεμείνουμε από νερό. Ο καπετάνιος τηλεφώνησε τους Σαουδάραβες ακτοφύλακες και ζήτησε άδεια να αγκυροβολήσουμε κοντά στην ακτή και ν’ ανεφοδιαστούμε. Του είπαν ότι αν τολμούσε να φτάσει σε σαουδικά χωρικά ύδατα, θα ανατίνασσαν εκείνον και το πλοίο του. Οπότε συνεχίσαμε νότια.

Ανησυχούσα σαν τρελός για σένα και δεν είχα ιδέα πού ήταν να σταματήσει το πλοίο μας. Το μόνο πράγμα που μου ‘δινε κάποια παρηγοριά ήταν η γνώση ότι θα σε φρόντιζε ο Λιβανέζος φίλος μου Αμπού Αλί Τζαφάρ. Εισήγαγε λαθραία όπλα και τσιγάρα για το μεροκάματό του, και μου φερόταν σαν να ‘μουν γιος του. Τον εμπιστευόμουν ολόψυχα.

Το πλοίο ήταν γεμάτο πολεμιστές, άντρες και γυναίκες που πάλεψαν για να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη. Ξαφνικά έπλεαν στην ανοιχτή θάλασσα δίχως αίσθηση προσανατολισμού. Κάποιοι απ’ τους πολεμιστές πίστευαν πως τελικά θα μας έστελναν στην Τυνησία. Άλλοι νόμιζαν ότι προορισμός μας είναι η Αλγερία, αλλά τελικά αποβιβαστήκαμε στη Σαναά της Υεμένης, όπου χιλιάδες άνθρωποι ήρθαν να μας χαιρετίσουν. Νόμιζαν πως ήρθαμε απ‘ την Παλαιστίνη, όχι απ’ το Λίβανο. Υεμενικά μαχητικά κάναν κύκλους στον ουρανό για να γιορτάσουν τον ερχομό μας. Τυμπανιστές παρελαύναν καθ’ όλη τη διαδρομή ως το πλοίο και παιδιά μας ρίχνανε λουλούδια. Ο πρόεδρός τους, Αλί Αμπντούλαχ Σάλεχ, ήρθε στο πλοίο και μας αγκάλιασε. Τους είπαμε ότι ήμαστε διψασμένοι και πεινασμένοι, οπότε μας φέρανε νερό και κατ[2]. Νομίζαμε ότι τα φύλλα κατ ήταν κάποιο είδος μουλοχίγιας (φύλλα μολόχας, που τρώγονται ως φαγητό). Δεν ήξερα ότι ήταν είδος ναρκωτικού. Μπούκωσα το στόμα μου μ’ ένα μάτσο και το μάσησα. Μετά ένιωθα λες και αιωρούμουν μπρούμυτα στον αέρα.

Μέσα σε λίγες μέρες, το ηθικό ανέβηκε και πάλι. Στήσαμε ένα στρατόπεδο που φιλοξενούσε σχεδόν 2.000 μαχητές και συνεχίσαμε την εκπαίδευσή μας. Οι ανώτεροι μας είπαν ότι η εξορία μας ήταν προσωρινή, αλλά όταν μάθαμε πως οι ισραηλινές δυνάμεις μαζί με τoυς Φαλαγγίτες επιτέθηκαν στη Σάμπρα και τη Σατίλα, σκοτώνοντας χιλιάδες πρόσφυγες, ταραχθήκαμε στα έγκατα της ψυχής μας. Προτρέψαμε τους διοικητές του στρατοπέδου να επιστρέψουμε στο Λίβανο να βοηθήσουμε το λαό μας. Αφήσαμε τη χώρα με την κατανόηση ότι διεθνείς δυνάμεις θα εγγυούνταν την ασφάλεια των προσφύγων. Αν οι Ιταλοί ήταν παραταγμένοι εκεί, αυτοί οι πρόσφυγες δεν θα ‘χαν σφαγιαστεί.

Ήμασταν οργισμένοι και νιώθαμε προδομένοι απ’ την ανόητη ηγεσία μας. Η Φατάχ έστειλε κάποιους απ’ τους αρχηγούς της να μας μεταπείσουν απ’ το να φύγουμε απ’ τη Σαναά, αλλά τους παλέψαμε και νικήσαμε. Ακόμα κι ο Αμπάς Ζακί που ήταν τότε πρέσβης του PLO στην Υεμένη ήταν σωματικά παραδομένος. Του φωνάζαμε: «Τα παιδιά μας σφάζονται, οι γυναίκες μας βιάζονται και ακρωτηριάζονται, και μας ζητάτε να κάνουμε υπομονή». Ήταν όλοι τους σκουπίδια. Όποτε σκέφτομαι αυτή τη μέρα, το αίμα μου βράζει. Ο πόλεμος ξέσπασε με τη δολοφονία των παιδιών μας στο Ταλ Αλ-Ζατάρ, και τέλειωσε με τη σφαγή των οικογενειών μας στη Σάμπρα και τη Σατίλα.

Τελικά μας έδωσαν από χίλια δολάρια στον καθένα, μας αγόρασαν εισιτήρια και μας έστειλαν στη Συρία. Πάνω από εκατό από μας είχαν επιλέξει ν’ αφήσουν την Υεμένη. Όταν φθάσαμε στη Δαμασκό, η συριακή ασφάλεια μας κράτησε στο αεροδρόμιο. Ήταν μια Τρίτη και μας είπαν: «Θα σταλείτε πίσω στην Υεμένη την Τετάρτη». Μας έβαλαν στη φυλακή του αεροδρομίου. Είχα μια μικρή τηλεόραση και την πούλησα σε κάποιον στο κρατητήριο. Είπα στο φρουρό ότι ήθελα ν’ αγοράσω τσιγάρα. Μ’ άφησε έξω. Τη στιγμή που αποσπάστηκε η προσοχή του, δραπέτευσα. Υπήρχαν εκατοντάδες άνθρωποι στο αεροδρόμιο οπότε δεν είχε καμιά πιθανότητα να με πιάσει. Ήθελα να πάω πίσω στο Λίβανο και να σε βρω. Άξιζε το ρίσκο. Πήρα ένα ταξί ως το κέντρο της Δαμασκού, μετά άλλο ένα στη λίμνη Ζαρζάρ, όχι πολύ μακριά απ’ τα λιβανέζικα σύνορα. Μετά διέσχισα τα σύνορα στη Χαλούα όπου Παλαιστίνιοι πολεμιστές παρέμεναν κι είχαν ένα σημείο ελέγχου στη λιβανέζικη μεριά. Με οδήγησαν στη δυτική κοιλάδα Μπίκα.

Αυτές τις μέρες ήταν δύσκολο να πλοηγηθείς στο Λίβανο. Υπήρχαν πάρα πολλές σέχτες και πάρα πολλές μάχες. Αναμενόμενο το Ισραήλ να καταφέρει να εκμεταλλευτεί τις διαφορές μας. Το Αλ-Μπίκα ήταν χωρισμένο μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών. Πήγα στην σουνίτικη περιοχή, αλλά δεν μπορούσα να πάω παραπέρα γιατί οι Ισραηλινοί ήταν πολύ κοντά. Γνώρισα ένα Βεδουίνο από το Άραμπ Αλ-Φαόρ που μας πουλούσε πορτοκάλια. Του έδωσα λεφτά και μου υποσχέθηκε ότι θα πήγαινε στο Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ και θα σ’ έβρισκε. Κατακλύστηκα από ανακούφιση όταν γύρισε και μου είπε πως ήσαστε όλες ζωντανές. Περίμενα για μέρες σ’ ένα πανδοχείο, αλλά η μητέρα σου δεν εμφανίστηκε. Ως τότε είχα ξοδέψει 600 δολάρια κι είχαν απομείνει μόνο άλλα 400.

Όσο ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, άκουσα τη φωνή της στο χώρο στάθμευσης. Έτρεξα έξω στο δρόμο και μόνο όταν ήμουν πια έξω αντιλήφθηκα ότι φορούσα μόνο το εσώρουχό μου. Ήσουν πέντε κι ο Μοχάμεντ δυόμισι χρόνων. Σας αγκάλιασα μ’ όλη μου τη δύναμη, και κλάψαμε όλοι μαζί. Τι άλλο μπορείς να ζητήσεις απ’ το Θεό πέρα απ’ το να ‘σαι με την οικογένειά σου; Και τη γυναίκα που σε ολοκληρώνει.

Η μητέρα σου ήταν πολύ έξυπνη. Πούλησε το μικρό μας σπίτι στον καταυλισμό μαζί με λίγα έπιπλα που είχαμε. Έβγαλε συνολικά 14.000 λίρες, τις οποίες έραψε στο εσωτερικό του σακακιού σου σε περίπτωση που Φαλαγγίτες κλέφτες έψαχναν τα ρούχα σας. Τα λίγα κομμάτια χρυσού που είχε ήταν κρυμμένα μέσα στις πάνες του Μοχάμεντ. Ο θείος στην Τρίπολη με βοήθησε να βγάλω χαρτιά που πιστοποιούσαν πως εγώ κι η μητέρα σου ήμαστε αγωνιστές για την ελευθερία κι ότι ήμαστε σε διακοπές. Μας οδήγησε πίσω στο Αλ-Μπίκα κι από κει πήγαμε στη Συρία μέσω της Χαλούα. Με πονούσε που τον άφηνα στο Λίβανο, αλλά έπρεπε να εξασφαλίσω την ασφάλειά σας μακριά απ’ αυτή την κόλαση. Νόμιζα πως η Συρία θα είναι ασφαλής. Φαινόταν πως υπήρχε κάποια σταθερότητα εκεί όσο κανείς δεν δημιουργούσε προβλήματα και δεν κακολογούσε το καθεστώς. Δεν είχα ιδέα ότι θα ξεσπούσε κι εκεί κάποια μέρα πόλεμος ακόμα χειρότερος απ’ του Λιβάνου. Πού έπρεπε να σ’ έχω πάει, Χέμπα; Συγχώρεσέ με που δεν πρόβλεψα την προέλαση αυτού του εφιάλτη.

Μόλις φτάσαμε στη Συρία, είπα στον οδηγό να μας πάει στο Ντερά όπου η γυναίκα και τα παιδιά του θείου σου μέναν. Ο γιος του, Αμπντέλ Αζίζ, ήταν ο πρώτος που μας χαιρέτισε. Μείναμε με τη γυναίκα του θείου σου για μια νύχτα. Την επόμενη μέρα αγοράσαμε κουβέρτες και μαξιλάρια, και λίγα είδη για την κουζίνα, και νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στον καταυλισμό. Ήταν ωραία να είμαστε σαν μια πραγματική οικογένεια. Έμεινα μαζί σου για δυο μήνες, μετά έπρεπε να επιστρέψω στην Υεμένη. Πρώτα, παρουσιάστηκα στη Στρατιωτική Διοίκηση της Φατάχ στη Δαμασκό και με όρισαν να υπηρετήσω στο Άντεν, όχι στη Σαναά. Ήταν το 1983, κι έπρεπε να σας αποχαιρετήσω γι’ άλλη μια φορά. Για ενάμιση χρόνο έμενα σ’ ένα αντίσκηνο. Οι υποχρεώσεις μου περιλάμβαναν την επίβλεψη των εφοδίων όπου πάνω από 1.500 μαχητές εκπαιδεύονταν και ζούσαν υπό την ηγεσία του Αμπού Αλ-Αμπέντ Χατάμπ. Ήταν ένας καλός άνθρωπος.

*             *             *

Αγαπητή μου Χέμπα,

Ξέρω ότι όλ’ αυτά είναι πολλά να τα συλλάβεις. Φοβάμαι ότι θα ‘χω λίγα να σου αφήσω όταν πεθάνω. Δεν έχω λεφτά και τα λίγα πράγματα στο τροχόσπιτό μου είναι δωρεές από μια ισλαμική φιλανθρωπική οργάνωση, είμαι σίγουρος πως όταν πια φύγω, κατά πάσα πιθανότητα θα τα δωρίσουν σε κάποιον άλλο. Αλλά σου αφήνω τις ιστορίες μου. Δεν προσπαθώ να με παρουσιάσω ως ήρωα, μόνο να σου δώσω μια ειλικρινή αναφορά του τι μου συνέβη. Θέλω να ξέρεις ότι είμαι καλός άνθρωπος, και θέλω να λες στα παιδιά σου «ο παππούς Αλί αγωνίστηκε για την Παλαιστίνη». Δεν με πειράζει να τους πεις ότι πέθανα φτωχός. Το χρήμα είναι άψυχο, και ποτέ δεν είχε σημασία για μένα. Αν είχε, η ζωή μου θα ‘ταν διαφορετική. Είναι σημαντικό να μη με νομίζουν ως έναν που έζησε δειλός. Δεν είμαι. Ξέρω ότι εγκατέλειψα την οικογένειά μου όταν ήμουν έφηβος επειδή φοβόμουν, αλλά ήθελα να πολεμήσω τους Ισραηλινούς κι ο πατέρας μου ήταν πολύ φτωχός να με φροντίσει. Ποτέ δε σ’ εγκατέλειψα. Η παναθεματισμένη τύχη μου κι οι περιστάσεις ήταν έξω απ’ τον έλεγχό μου και με εξώθησαν σε μέρη που ποτέ δεν ήθελα να πάω. Μάλιστα, αυτές οι περιστάσεις σχεδόν μ’ ανάγκασαν να παλέψω εναντίον του αδερφού μου μετά τη διάσπαση της Φατάχ. Αρνήθηκα. Τους είπα: «Έφυγα απ’ την Παλαιστίνη για να πολεμήσω το Ισραήλ, και βρέθηκα να παλεύω με Άραβες. Αλλά δεν θα χύσω το αίμα του αδερφού μου». Πάντα να προστατεύεις την οικογένειά σου, Χέμπα. Και βεβαιώσου ότι και τα παιδιά σου το καταλαβαίνουν αυτό.

Βλέπεις, η διάσπαση μεταξύ αδερφών ξεκίνησε όταν ο Συνταγματάρχης Αμπού Μούσα ηγήθηκε μιας ανταρσίας εναντίον του Αραφάτ το ’83. Βοηθήθηκε από μερικούς άλλους όπως ο Μούσα Αλ-Ιμλέ, που τον λέγαμε Αμπού Χαλέντ, και τον Νιμρ Σαλέ. Ο τελευταίος ήταν στη Δαμασκό, μιας κι οι Σύριοι ήταν επίσης αναμειγμένοι. Ο Αραφάτ υποψιαζόταν ότι οι Λίβυοι υποστήριζαν τους υποκινητές. Ο Αμπού Μούσα κι άλλοι αξιωματικοί είχαν μπουχτίσει με τη διαφθορά του Αραφάτ, τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονταν. Έλεγαν ότι είχε επαφή με τους Αμερικάνους κι ότι είχε ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας με το Ισραήλ μέσω Ισραηλινών Εβραίων που αυτοπαρουσιάζονταν ως ειρηνοποιοί. Πράγματι, πολλοί στη Φατάχ δεν ήταν ικανοποιημένοι με τις συνθήκες μετά το ’82. Η ηγεσία της Φατάχ συμφώνησε να διασπείρει τους πολεμιστές της στα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, κι έτσι δεν είχε μείνει κανείς να υπερασπιστεί τους πρόσφυγες στο Λίβανο. Μόνο διεφθαρμένοι αξιωματικοί μείναν επικεφαλής στην κοιλάδα Αλ-Μπίκα. Αντιπαθούσα τον συνταγματάρχη Χατζ Ισμαήλ γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω πώς κάποιος που εγκατέλειψε το πόστο του ως διοικητής του νότιου Λιβάνου γίνεται να ξαναδιοριστεί ως ανώτατος διοικητής στην Αλ-Μπίκα και το νότο.

Νομίζαμε, εντάξει, θα έχει το λόγο του ο Αραφάτ. Πάντα τον είχε. Κρατούσε τους εχθρούς του πιο κοντά απ’ τους φίλους του. Αλλά ο Αμπού Μούσα διαφωνούσε. Ήταν σκληρός πολεμιστής, αυτός ο Αμπού Μούσα. Ο Αραφάτ κάλεσε τους υποκινητές να υποβληθούν σε έρευνα και αρμόζουσα τιμωρία, αλλά αυτοί δεν παραδόθηκαν κι ακολούθησε πόλεμος. Στο Λίβανο, αυτό ήταν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του PLO. Ο πόλεμος εξαπλώθηκε από την Τρίπολη ως την Αλ-Μπίκα. Αναμείχθηκαν κι οι Σύριοι και η υπόθεση έκλεισε καταστροφικά. Συνάντησα τον Αμπού Μούσα στην Ιορδανία. Αγαπούσε τον Αραφάτ μέχρι που η πίστη του σ’ αυτόν κλονίστηκε. Ο Αμπού Μούσα καταγόταν από τον Αλ-Χαλίλ. Οι Χαλιλιανοί φημίζονται για την ξεροκεφαλιά τους, σαν τους Γαζίτες και τους Βεδουίνους. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος ήμουν στη Συρία για σύντομες διακοπές απ’ το πόστο μου στην Υεμένη, και μετακινήθηκα στην Αλ-Μπίκα να πολεμήσω όταν ανακάλυψα ότι ο αδερφός μου, ο Μοχάμεντ, ήταν με τους αντάρτες. Υπήρχαν λίγες μάχες μεταξύ των Παλαιστινίων, αλλά πολεμούσαμε τους Σύριους. Τους είπα: «Ο αδερφός μου είναι με τον Αμπού Μούσα, σας παρακαλώ απαλλάξτε με απ’ αυτή τη μάχη». Μετά μετακινήθηκα στην Τρίπολη. Η Φατάχ έχασε κι Αμπού Μάσα παρέμεινε στην Τρίπολη κι αργότερα ξεκίνησε ένα παρακλάδι, που ονόμασε Φατάχ Αλ-Ιντιφάντα. Πλοία μας πήραν μακριά απ’ το Λίβανο γι’ άλλη μια φορά.

Το πλοίο μου πήγε στην Κύπρο. Από κει μας στείλαν κατευθείαν στο αεροδρόμιο και πετάξαμε προς Βαγδάτη σε ιρακινά αεροπλάνα. Με τοποθέτησαν στη βάση μου στο στρατόπεδο «Επαναστατικού Συμβουλίου», υπό τη διοίκηση του Σαμπρί Αλ-Μπάνα. Το ’85 με κατέτρωγε η ανησυχία. Σκεφτόμουν, οι Ιρακινοί είναι καλοί σε μας, αλλά ούτε πάλευα για την Παλαιστίνη ούτε ήμουν κοντά στα παιδιά μου. Οπότε πήρα ένα ταξί προς μια περιοχή της Βαγδάτης που λέγεται Αλαουγί, κι από κει ένα λεωφορείο για τα σύνορα της Συρίας. Είχα 500 αμερικάνικα δολάρια και 200 ιρακινά δινάρια. Έφτασα ένα φράγμα από άμμο και περπάτησα ως το Μποκαμάλ. Αντάλλαξα κάποια λεφτά και πήρα ένα λεωφορείο για τη Δαμασκό, και λίγες ώρες αργότερα ήμουν σπίτι. Ήσουν δεκάξι τότε. Είχες τόσα πολλά που ‘θελες να μου πεις κι ήταν τόσα πολλά αυτά που ‘θελα να σου πω. Σου είπα: «Θα ξεκουραστώ λίγο και το πρωί θα σε πάω στην αγορά και θα σου πάρω καινούρια ρούχα». Αλλά οι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών ήρθαν τη νύχτα. Ήμουν εγκλωβισμένος. Το σπίτι ήταν περικυκλωμένο από άνδρες μ’ αυτά τα κουστούμια που φοράνε. Μπορείς να τους εντοπίσεις από ένα μίλι μακριά. Ήταν πάνω από σαράντα από δαύτους κι αρκετά στρατιωτικά οχήματα. Είπαν: «Είσαι ο Σαντάντ Αμπού Μοχάμεντ;». Απάντησα «Ναι». Μου πέρασαν αλυσίδες και με πήγαν στην παλαιστινιακή πτέρυγα της φυλακής στο Μεζέ που είναι η έδρα των υπηρεσιών πληροφοριών. Ήταν λες κι όλοι οι φτωχοί του κόσμου παστώθηκαν σε ατέλειωτες σειρών υπόγειων κελιών. Το φαΐ ήταν λίγο, καθόλου τσιγάρα και καμιά ελπίδα για οποιαδήποτε συμπόνια.

Μ’ έγδυσαν και μ’ έβαλαν να στέκομαι όρθιος κοιτάζοντας ένα τοίχο για ώρες. Απαίτησαν να ομολογήσω ότι είμαι Ιρακινός κατάσκοπος. Αρνήθηκα ότι έχω πάει ποτέ στο Ιράκ, θα με σκότωναν ούτως ή άλλως. Τους είπα: «Είμαι αγωνιστής για την ελευθερία και δεν με αφορά η διαμάχη σας με τους Ιρακινούς», ότι δεν ήταν δική μου μάχη. Μου είπαν ότι είμαι αντιδραστικός, κι έκαψαν την πλάτη μου με τσιγάρα. Τα σημάδια παραμένουν στο σώμα μου. Μετά έβαλαν ηλεκτρικά καλώδια στο δέρμα μου, βάζοντας ρεύμα να διαπερνά το σώμα μου. Με βασάνιζαν για μέρες και μετά με πέταξαν σ’ ένα κελί, τρία επί τρία μέτρα, με άλλους εβδομήντα πέντε ανθρώπους. Ξέρω ότι ακούγεται αδύνατο, αλλά είναι η αλήθεια. Κοιμόμασταν με βάρδιες. Κάποιοι στέκονταν κόντρα στον τοίχο και στις γωνίες, και κάποιοι κοιμούνταν κολλητά ο ένας στα πλάγια του άλλου, αγκαλιάζοντας τα πόδια τους για να κερδίσουν χώρο. Αυτό και μόνο ήταν αρκετά μαρτυρικό ώστε να οδηγήσει κάποιον στην τρέλα. Το να φάμε ήταν επίσης περίπλοκο. Τρώγαμε μόνο πλιγούρι και φακές ανάμικτες με χαλίκια, χώμα κι έντομα. Έχοντας επιζήσει από τόσα περιστατικά που μ’ έφεραν κοντά στο θάνατο, δεν ήθελα ένα θάνατο από πνιγμό. Ήμουν εκεί για δυο χρόνια.

Δεν είχα υπόψιν μου μέχρι ένα χρόνο μετά ότι ο αδερφός σου, Αχμάντ, γεννήθηκε το ’86. Ήμουν στο κελί μου κι η μητέρα σου δε λάμβανε καμιά πληροφορία για μένα. Ήθελα να προσευχηθώ με το σωστό τρόπο, αλλά οι Σύριοι δεν μας άφηναν. Έγινα καλός φίλος εκεί με τον δρ. Αμπντουλά, ένα αναισθησιολόγο που προσευχόταν πολύ. Οι πράκτορες τον κατηγορούσαν ότι ήταν εξτρεμιστής. Ήταν ευγενικός άνθρωπος και μας φρόντιζε όλους. Δεν είχε φάρμακα να βοηθήσει τους φυλακισμένους όταν αρρώσταιναν, οπότε μόνο οι δυνατοί επιβίωναν. Πολλοί πέθαναν εκεί, αλλά κυρίως ήταν κατά τα βασανιστήρια. Αυτός βασανίστηκε αλλά το άντεχε. Δύο απ’ τους φίλους του πέθαναν. Έφυγα το ’87 κι αυτός ήταν ακόμα εκεί. Αναρωτιέμαι αν βγήκε ζωντανός. Αναρωτιέμαι πόσοι από τους κρατούμενους ήταν φουκαράδες που κατέληξαν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.

Τελικά ελευθερώθηκα, με παρέδωσαν στο Τμήμα Μετανάστευσης και Διαβατηρίων και με απέλασαν στο Λίβανο μ’ ένα αστυνομικό αμάξι. Με πέταξαν στα σύνορα. Περπάτησα πίσω στη Συρία μέσω της Χαλούα και των βουνών, και μετά πήρα ένα ταξί για τη Δαμασκό. Εκεί αγόρασα μια πλαστή ταυτότητα, και μου ‘δωσα τ’ όνομα Ατιέ Αμπντάλα αλ-Ζουμπί. Ήταν ο μόνος τρόπος να σε δω, κι επισκεπτόμουν μόνο αργά τη νύχτα. Συνέχισα έτσι από το ’87 ως το ’92, βλέποντας εσένα και τους αδερφούς σου περιστασιακά και μυστικά. Κοιμόσουν τις περισσότερες φορές. Σου φιλούσα το μέτωπο, και καμιά φορά ξυπνούσες και τρώγαμε ένα σνακ μαζί και μιλούσαμε. Πόσο μου λείπει αυτό. Μετά γεννήθηκε ο Μαχμούντ. Δεν μπορούσα να πω ανοιχτά σε κανέναν ότι είχα αποκτήσει ακόμα ένα αγοράκι από φόβο μην τυχόν με πιάσουν. Του αγόραζα δώρα και ρούχα και παιχνίδια κι έδωσα στη μητέρα σου όλα τα λεφτά που είχα εξοικονομήσει δουλεύοντας ως εργάτης στην οικοδομή, και μετά έφευγα πάλι. Κάπως οι πράκτορες μάθαν ότι ζούσα κρυφά στη Συρία κι έκαναν πάλι έφοδο στο σπίτι. Ήταν σχεδόν αδύνατο να σε δω αυτό τον καιρό, ή να βρω δουλειά. Ήμουν σαν φυλακισμένος χωρίς φυλακή. Κρυβόμουν σε σπίτια φίλων και ζούσα με μια ψεύτικη ταυτότητα ελπίζοντας ότι θα μπορούσα να ξαναδώ εσένα και τους αδερφούς σου έστω και για λίγα λεπτά κάθε τόσο. Μου ήταν προφανές ότι δεν ήσαστε χαρούμενοι μ’ αυτή την κατάσταση. Σπάραζε η καρδιά μου, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Η ζωή στο Λίβανο θα ήταν κόλαση για σας, όπως ήταν για όλους τους πρόσφυγες. Κι αν πήγαινα μόνος μου στο Λίβανο, δε θα σας ξανάβλεπα. Σε παρακαλώ προσπάθησε να καταλάβεις, παιδί μου, ξέρω ότι αυτή δεν είναι ιδανική ζωή για μια οικογένεια. Σε ονόμασα Χέμπα γιατί είσαι το δώρο μου απ’ τους ουρανούς, κι είχα ανάγκη να είμαι κοντά να φροντίσω τη μικρή μου πριγκίπισσα. Λυπάμαι για τον πόνο που προκάλεσα σ’ όλους σας.

*             *             *

Αγαπητή Χέμπα,

Μια ομάδα νέων Παλαιστίνιων ανδρών έβαλαν τις πληροφορίες μου και τη φωτογραφία μου σ’ αυτό το Facebook. Μου ‘παν ότι θα ‘καναν ό,τι μπορούσαν για να με βοηθήσουν. Έβαλαν μια έκκληση σε βίντεο από μένα, ζητώντας οποιονδήποτε έχει πληροφορίες για την οικογένεια μου να έρθει σ’ επαφή. Η ελπίδα με κρατάει ζωντανό. Ελπίζω ν’ ακούσω από σένα σύντομα. Όποτε σκέφτομαι ότι δεν σ’ έχω δει όλ’ αυτά τα χρόνια, η καρδιά μου γίνεται χίλια κομμάτια. Δεν ποτέ αυτό το πλάνο. Ο Θεός μου ‘δωσε ένα δώρο κι εγώ το σπατάλησα. Αλλά όταν αναγκάστηκα να κρυφτώ και ξέμεινα από χρήματα για την οικογένειά μου, έπρεπε να πάρω δραστικά μέτρα. Σκέφτηκα, αν πάω πίσω στο στρατόπεδο στο Ιράκ, θα ‘πρεπε να μπορώ να εκταμιεύσω όλα τα αναδρομικά μου. Έφυγα κρυφά απ’ τη Συρία μέσω του Μποκαμάλ και πήγα πίσω στο παλιό μου στρατόπεδο. Ο Αμπντουλά Αμπντουλά ήταν επικεφαλής. Μου είπε: «Δε σου χρωστάμε τίποτα». Είπε ότι μια Παλαιστινιακή Αρχή που έτρεχε τα πράγματα και το PLO δεν είχε χρήματα. Αλλά μου ‘δωσε ένα μηνιάτικο και ταξιδιωτικά έγγραφα που έλεγαν «Παλαιστινιακή Αρχή» πάνω τους. Ήταν άχρηστο βέβαια για μένα. Απλά ήθελα λεφτά για τα παιδιά μου και να συνεχίσω την πάλη μου για την Παλαιστίνη.

Τότε σκέφτηκα, η υγεία μου με εγκαταλείπει και δε θέλω να πεθάνω προτού εκπληρώσω το χρέος μου να προσκυνήσω στη Μέκκα. Μπήκα κρυφά στη Σαουδική Αραβία, αλλά μ’ έπιασε η αστυνομία μετά από περπάτημα δύο χιλιομέτρων. Τους ικέτεψα: «Σας παρακαλώ, επιτρέψτε μου να προσκυνήσω», αλλά αρνήθηκαν. Μου είπαν: «Να σε βοηθήσει ο Σαντάμ Χουσεΐν». Μου δώσαν 150 ριάλες και μ’ έστειλαν στο Μποκαμάλ. Διέσχισα άλλο ένα αμμοφράγμα και βρέθηκα πίσω στη Ντεράα. Χρησιμοποίησα πάλι την πλαστή μου ταυτότητα, δουλεύοντας στις οικοδομές για τρία χρόνια για έναν άντρα της οικογένειας αλ-Χαρίρι, όχι της λιβανέζικης, αλλά της συριακής. Είχαν τόσα πολλά λεφτά, αλλά το μόνο που ‘θελα ήταν αρκετά για να στείλω στη μητέρα σου ώστε να σου αγοράσει αξιοπρεπές φαγητό και ρούχα.

Τότε οι πράκτορες της υπηρεσίας πληροφοριών με ξανασυνέλαβαν. Το ήξερα ότι θα γινόταν. Ήμουν τυχερός που είχα μείνει ελεύθερος ως το 2004. «Γιατί επέστρεψες αφού σε στείλαμε στο Λίβανο;» με ρωτήσαν. «Επέστρεψα για τα παιδιά μου», τους απάντησα. Με στείλαν στο δικαστήριο και με κατηγόρησαν ότι προσπάθησα να εισέλθω λαθραία στο Ισραήλ. Με κρατούσαν σ’ ένα μικρό υπόγειο κελί για οχτώ μακρά χρόνια. Ήταν το δωμάτιο νούμερο εννιά. Ήμουν εκεί με ογδόντα άτομα. Η μητέρα σου ποτέ δεν το ‘μαθε αυτό. Ποτέ δεν ξαναείδα ούτε κείνη ούτε σένα μετά απ’ αυτό.

Σύντομα μάθαμε ότι ξέσπασε ένας πόλεμος στη Συρία. Προσευχήθηκα στο Θεό ο πόλεμος να φτάσει ως τη φυλακή μας, ώστε να μπορέσουμε να απελευθερωθούμε και να σε σώσω και να σε πάω σ’ ένα ασφαλές μέρος. Οι άνθρωποι λιμοκτονούσαν στη φυλακή, κι ο αριθμός των φυλακισμένων συνέχιζε να μεγαλώνει. Πολλοί πέθαιναν κι απ’ τα βασανιστήρια. Κανείς δεν θα πίστευε τα πράγματα που συνέβαιναν μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους.

Σε σκεφτόμουν για οχτώ χρόνια. Στην αρχή, προσπάθησα να κρύψω τα δάκρυά μου. Μετά συνειδητοποίησα πως όλοι οι άντρες κλαίγαν, οπότε έκλαψα κι εγώ φανερά μαζί τους. Ήταν λυτρωτικό το να βγάλουμε αυτό τον πόνο προς τα έξω. Ελπίζω να έχεις κάποιον με τον οποίο να μπορείς να κλάψεις, Χέμπα. Το 2012 με βγάλαν απ’ τη φυλακή ένα σκιάχτρο. Οι Σύριοι με πέταξαν γι’ άλλη μια φορά στο Λίβανο. Ένας Λιβανέζος αξιωματικός ευγενικά μου έδωσε είκοσι πέντε χιλιάδες λίρες και με πήγε στη Σατίλα. Ήταν αργά τη νύχτα και κρύωνα τόσο πολύ. Κοιμήθηκα σ’ ένα κάρο με λαχανικά στην παλιά αγορά. Το πρωί, έψαξα τους παλιούς μου φίλους, μα δε μπόρεσα να τους βρω. Πήγα στο γραφείο της Φατάχ στο Μαρ Ιλίας και βρήκα τον Αμπού Σαμίρ Αφάς. Μου είπε «οι φίλοι σου είτε πέθαναν στον πόλεμο είτε φύγαν απ’ το Λίβανο». Η παλαιστινιακή πρεσβεία μου ‘δωσε 300 αμερικάνικα δολάρια τα οποία έστειλα σε σένα μ’ ένα οδηγό λεωφορείου. Τα πήρες; Ελπίζω να ήταν έντιμος άνθρωπος.

Ο Αμπού Σαμίρ μου ‘πε ότι ο αδερφός μου σκοτώθηκε από βόμβα τοποθετημένη στο αμάξι του σε μια περιοχή ονόματι Ντάχρ Αλ-Μπαϊντάρ, που ήταν υπό τον έλεγχο του Αμπού Μούσα. Ήταν στην περιοχή Αλ-Μπίκα. Τρία απ’ τα παιδιά του, ο Αμπντέλ Αζίζ, η Ιτάφ κι ο Φακίρ, πέθαναν μαζί του στο αμάξι. Η Ατέφ κι ο Ταλάτ επιβίωσαν, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν επέζησαν του πολέμου. Πραγματικά ελπίζω ότι τα 300 δολάρια έφτασαν σε σένα, Χέμπα. Ήταν ό,τι είχα. Σε παρακαλώ να θυμάσαι πάντα να βάζεις κάποια χρήματα στην άκρη. Τα λεφτά δεν είναι τίποτα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις πότε θα τα χρειαστείς.

Έμεινα στο Λίβανο για δυο χρόνια, ως το 2014. Με πλήρωναν 100 δολάρια το μήνα. Ξέρω ότι ήταν ελεημοσύνη, αλλά τουλάχιστον με σέβονταν αρκετά ώστε να μου δώσουν μια στολή και να μου αναθέσουν χρέη φύλακα στα γραφεία της Φατάχ στο Έιν Αλ-Χιλγουέ. Τότε η λιβανέζικη αστυνομία με συνέλαβε καθώς περπατούσα στην Αλ-Χάμρα στη Βηρυτό. Τους είπα ότι είχα χαρτιά και δούλευα για τη Φατάχ, αλλά με απέλασαν στην Αίγυπτο πάραυτα. Οι Αιγύπτιοι με κράτησαν στο αεροδρόμιο και με απέλασαν μαζί με άλλους στη Γάζα με τρία λεωφορεία. Ήμαστε 150, ο καθένας με μια ιστορία πιο πολύπλοκη από την επόμενη. Μου θύμισε τον καιρό που ξεγλίστρησα απ’ τη Συρία στο Ιράκ με μια ομάδα εθελοντών μαχητών το 2003. Ήμαστε περίπου ο ίδιος αριθμός ατόμων, αλλά πήγαμε εκεί πέρα με τέσσερα λεωφορεία. Πήγαμε να πολεμήσουμε τους Αμερικάνους που μαζί με το Ισραήλ είναι η πηγή των δεινών μας – αυτοί ήταν τότε και παραμένουν ως σήμερα. Ένα αμερικάνικο αεροπλάνο ανατίναξε ένα απ’ τα λεωφορεία κι όλοι οι νέοι μέσα του πέθαναν. Ήταν Σύριοι και Παλαιστίνιοι. Φτάσαμε στο Ουμ Κασρ και πολεμήσαμε τους Αμερικάνους για λίγους μήνες. Οι πιο πολλοί απ’ την ομάδα μας τελικά πέθαναν: ο Μοχάμεντ Σόμπι, κι ο Ζιάντ, κι ο νεαρός από την οικογένεια Μασαλμέ, κι αυτός από τη φυλή Άμπα Ζαΐντ, κι απ’ τη Σαφούρι… Η ιρακινή αντίσταση μου ‘πε: «Μπορείς να επιστρέψεις στην οικογένειά σου». Και το έκανα.

Δεν το μετανιώνω. Όταν μπαίνω στη μάχη, είμαι έτοιμος να πεθάνω γι’ αυτούς που έχω ορκιστεί να προστατέψω, αλλά αυτό το ταξίδι στη Γάζα μέσα από την έρημο Σινά ήταν διαφορετικό. Ήταν γεμάτο ντροπή για μένα. Ένιωσα ότι ήταν η τελική μου ήττα. Οι Αιγύπτιοι ήταν αγενείς απέναντί μας, και βρίζαν τις γυναίκες και τους άντρες μαζί. Όταν διέσχισα τα σύνορα στη Γάζα, γονάτισα κι έκλαψα. Ζήτησα συγχώρεση απ’ το Θεό. Πήγα ν’ αναζητήσω την οικογένειά μου, αλλά κανείς δεν ζούσε. Υπήρχαν μόνο μακρινοί συγγενείς που δεν ήξεραν ποιος ήμουν. Τους είπα: «Είμαι ένας αγωνιστής για την ελευθερία». Με σεβάστηκαν όταν το είπα, αλλά δεν μπορούσαν να ταυτιστούν με τις ιστορίες που τους έλεγα. Μια ισλαμική φιλανθρωπική οργάνωση μου έδωσε ένα παλιό τροχόσπιτο όπου μένω ακόμα, περιμένοντας ν’ ακούσω νέα σου. Αν ποτέ τα καταφέρεις ως εδώ, θα βρω μια δουλειά και θα σου νοικιάσω ένα μεγάλο σπίτι. Θα επανορθώσω για το χαμένο χρόνο. Έμαθα ότι ο χρόνος δεν είναι πάντα με το μέρος μας, αγαπημένη Χέμπα. Σε παρακαλώ να τον αξιοποιείς καλά.

*             *             *

Αγαπητή Χέμπα,

Πήγα στα γραφεία του Ερυθρού Σταυρού σήμερα να ρωτήσω αν είχαν ακούσει τίποτα για σένα και τους αδερφούς σου. Φάνηκαν να χάνουν την υπομονή τους με μένα, αλλά μετά μου φέραν τσάι και μπισκότα και μου ζήτησαν να περιμένω. Μετά από δυο ώρες, μια νεαρή γραμματέας μου ‘πε ότι δεν είχαν καμία νεότερη πληροφορία, αλλά με ξαναφωτογράφησαν για ν’ ανανεώσουν το προφίλ μου. Η όψη μου σήμερα ίσως σε ξαφνιάσει, Χέμπα. Τα μαλλιά μου είναι λευκά, λείπουν τα πιο πολλά απ’ τα δόντια μου και τα γένια μου είναι μακριά κι αχτένιστα. Αν δεις τη φωτογραφία μου, σε παρακαλώ μη λυπηθείς ή σοκαριστείς. Μόλις ακούσω από σένα, και ξέρω ότι είσαι ασφαλής, θα κουρευτώ και θα κόψω τα γένια μου. Θα αγοράσω καινούρια ρούχα αν μου φτάσουν τα χρήματα. Θα ‘σαι περήφανη να περπατάς δίπλα μου. Βεβαιώσου ότι κανείς δεν σου συμπεριφέρεται χωρίς σεβασμό, αγαπημένη Χέμπα. Σου αξίζει κάποιος που σου φέρεται ευγενικά.

Χέμπα αγάπη μου, προσεύχομαι συνέχεια πλέον. Το καλοκαίρι κάθομαι έξω απ’ το τροχόσπιτο σε μια πλαστική καρέκλα και σε περιμένω. Είναι χειμώνας τώρα. Η μικρή μου σόμπα χάλασε κι η οροφή του τροχόσπιτου έχει τρύπες που μπάζουν νερά στο πάτωμα. Ένας νεαρός μου ‘πε ότι θα ερχόταν να τις φτιάξει, αλλά δεν εμφανίστηκε ποτέ. Είμαι σίγουρος ότι είναι απασχολημένος. Ίσως υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα για να επισκευάσει. Μαζεύω το νερό της βροχής σ’ ένα δοχείο, κι όταν ξεμένω από νερό χρησιμοποιώ της βροχής για να πλυθώ πριν την προσευχή. Εύχομαι να είσαι ασφαλής. Εύχομαι αν δεν ξανακούσω ποτέ μου από σένα ή δε σε ξαναδώ, να έχεις μια ευτυχισμένη ζωή μακριά απ’ τον πόλεμο· να μην τραυματιστείς ποτέ και να έχεις πάντα ένα σπίτι. Αν δεν μπορείς να έρθεις πίσω στην Παλαιστίνη, μακάρι η Παλαιστίνη να ‘ναι πάντα στην καρδιά σου, όπως είναι στη δική μου.

Χέμπα, μου λείπεις. Είμαι μόνος και φοβάμαι. Σε παρακαλώ πες μου πως είσαι εντάξει. Μόνο ένα γράμμα, μια γραμμή, μια λέξη ακόμα, ώστε να κλείσω τα μάτια μου και να ξεκουραστώ.

Ο πατέρας σου που σ’ αγαπά,

Γάζα, Παλαιστίνη

 

[1] Μαχητές που θυσιάζονται ή πολίτες που σκοτώνονται στο συνεχή αγώνα για απελευθέρωση της Παλαιστίνης

[2] Φυτό που περιέχει διεγερτικό που επάγει κοινωνικότητα, ενθουσιασμό, απώλεια όρεξης και ήπια ευφορία

Γράμματα στη Χέμπα | Α’ μέρος

Δημοσιεύουμε σε συνέχειες τη μετάφραση του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου “The Last Earth | A Palestinian History” του Παλαιστίνιου δημοσιογράφου, συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ramzy Baroud, καθώς και του προλόγου του βιβλίου από τον Ίλαν Πάππε, όπου μέσα από μια σειρά ιστοριών εκτίθεται το ζωντανό τραύμα που φέρουν όλοι οι Παλαιστίνιοι, όπου κι αν η τρικυμία της ιστορίας τους ξέβρασε. Η συγκεκριμένη ιστορία, τα «Γράμματα στη Χέμπα», αποτελούν την απεγνωσμένη έκκληση ενός Παλαιστίνιου πατέρα να επικοινωνήσει με τη χαμένη κόρη του, τη μοίρα της οποίας αγνοεί, αγωνιώντας μέσα από μια σειρά μηνυμάτων να της εξηγήσει τις αποφάσεις που τον οδήγησαν στο χωρισμό τους, παρέχοντας παράλληλα μια εξαιρετική βιωματική εξιστόρηση των γεγονότων που συγκλόνισαν τη Μέση Ανατολή και τη διαμόρφωσαν όπως μας παρουσιάζεται σήμερα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο μέρος από τα “Γράμματα στη Χέμπα”.

Αγαπημένη μου,

Έχει περάσει τόσος πολύς καιρός απ’ την τελευταία φορά που σ’ είδα. Ο χρόνος περνά τόσο αργά τώρα. Είσαι η παντοτινή πυξίδα που οδηγεί τις σκέψεις μου. Προσεύχομαι στο Θεό ότι αυτά τα γράμματα θα φτάσουν σε σένα ενόσω ζω. Αλλά αν είναι της μοίρας μου να μη ξαναδώ εσένα και τους αδερφούς σου ποτέ, θα αποχωρήσω απ’ αυτό τον κόσμο ξέροντας στην καρδιά μου ότι τα ονόματά σας ήταν οι τελευταίες λέξεις που ξεστόμισαν τα χείλη μου. Ελπίζω ο Θεός να με συγχωρέσει για τ’ αμαρτήματά μου. Μονάχα Εκείνος μπορεί να καταλάβει γιατί ένιωσα υποχρεωμένος να κάνω τις επιλογές που έκανα στη ζωή μου, για χάρη της οικογένειας και της πατρίδας μου. Αυτή είναι η μοναδική μου αλήθεια. Διάδωσέ την και στα αδέρφια σου, κι αν κάνεις παιδιά, που το εύχομαι, σε παρακαλώ πες τους για μένα. Πες τους ότι ο Αλί Αμπουμγκασίμπ ήταν ένας καλός άνθρωπος. Πες τους ότι γεννήθηκα σ’ ένα κόσμο που δεν είχε χώρο για φτωχούς ή περιπλανόμενους σαν κι εμένα. Αλλά πες τους κι ότι αντιπάλεψα τους δαίμονες αυτής της γης μ’ όλη μου τη δύναμη μέχρι την τελευταία μου μέρα.

Χέμπα, προσπάθησα στο μέγιστο των δυνατοτήτων μου να σε προστατέψω απ’ όλα κακά. Με είδες στην ακμή μου, σαν ένα πολεμιστή με τη στρατιωτική μου στολή, αλλά και σαν ένα συντετριμμένο άνθρωπο που δούλευε κάτω απ’ τον καυτό ήλιο ως χειρώνακτας. Η τσέπη μου έκρυβε το μυστικό ενός ψεύτικου ονόματος σε μια πλαστή ταυτότητα. Παράλληλα, πάλευα για σένα. Και πραγματικά πίστευα ότι μπορούσαμε να νικήσουμε, καιρό φαντασιωνόμουν το τελευταίο μας ταξίδι στην Παλαιστίνη μόλις απελευθερωνόταν. Σε φαντάστηκα να φοράς το θάουμπ[1] που σου αγόρασα από το Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ, κεντημένο στα χρώματα της σημαίας. Φαντάστηκα τον Άχμαντ ως ένα πολεμιστή επίσης, φορώντας μια χακί στολή, στολισμένη με ασπρόμαυρη καφίγια. Σ’ αυτή τη φαντασίωση, ήμουν γέρος, αλλά αρκετά δυνατός για να θυμάμαι τα πάντα ξεκάθαρα. Θα σε οδηγούσα μέσα απ’ το χωριό μας στην Γουάντι Αλ-Σαλαλά στην Μπιρ Αλ-Σάμπα. «Εδώ είναι που ο παππούς σου, Αγίς, ερωτεύτηκε την γιαγιά σου, Χάμντα,» θα σου ‘λεγα, κι εσύ θα γελούσες και θα επέμενες να σου πω την ιστορία ξανά. Και ήθελες να ξέρεις κάθε λεπτομέρεια, από το χρώμα τ’ ουρανού ως τα λουλούδια που ανθούσαν. Ήταν κι αυτός φτωχός, Βεδουίνος σαν κι εμένα. Και σαν κι εμένα, ήταν κοντός, σκούρος και ρυτιδιασμένος. Αλλά σ’ αντίθεση μ’ εμένα, είχε λίγη υπομονή. Η ζωή του ήταν πάντα σκληρή κι όταν τον διώξαν απ’ το χωριό του, αυτό το μικρό κομμάτι γης που λέγαμε Αλ-Τουρ αλ-Αμπιάντ, έχασε τα λογικά του. Έχασε τα πάντα.

Μακάρι να μπορούσα να σου πω περισσότερα για κείνον, Χέμπα. Αλλά άφησα αυτόν και τη μητέρα μου όταν ήμουν μόλις δεκαπέντε. Οι ζωές μας μετά τη Νάκμπα ήταν χειρότερες απ’ των φτωχότερων προσφύγων. Ο πατέρας μου, ο περήφανος Βεδουίνος του Μπιρ Αλ-Σάμπα, έγινε ο βοσκός των προβάτων ενός φεουδάρχη ονόματι Μοχάμεντ Αλ-Μπασαΐρε. Μόνο στην οικογένεια του ανήκε περισσότερη γη στη Νότια Παλαιστίνη απ’ όλους τους πρόσφυγες μαζί. Διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες κατέφυγαν στη Γάζα το ’48, και μεμιάς γίναν άστεγοι και πένητες. Η μάχη τους ήταν για ελευθερία, αξιοπρέπεια και την ατέρμονη αναζήτηση για το δικαίωμα επιστροφής τους. Θυμάμαι να τον βλέπω με μια μακριά μαγκούρα να οδηγεί τα πρόβατα, από δω κι από κει πάνω στα εύφορα εδάφη. Το μυαλό του πάντα φαινόταν να είναι αλλού. Ποτέ δεν τραγούδησε στα πρόβατα όπως κάνουν οι βοσκοί. Ποτέ δε γέλασε. Ούτε μια φορά. Μπορείς να το διανοηθείς; Ήταν λες και έπαιζε το ρόλο ενός μαντρόσκυλου που δεν ένιωθε καμιά αφοσίωση για τ’ αφεντικό του. Γεννήθηκα το 1951, και δραπέτευσα απ’ το φτιαγμένο από λάσπη σπίτι μας μ’ ένα δωμάτιο προς το βορρά μέσα στα περιβόλια όταν ήμουν έφηβος. Πριν απ’ αυτό δεν είδα τον πατέρα μου να γελάει ούτε μια φορά. Τον άκουγα συχνά να κλαίει, αλλά ποτέ μπροστά μας. Μπορούσα να τον ακούσω να σιγοκλαίει μετά την προσευχή Fajr[2] το χάραμα όταν νόμιζε πως είναι μόνος. Το μέτωπό του άγγιζε κάτω το χαλί της προσευχής, και ξέσπαγε σε δάκρυα και δεν μπορούσε να τελειώσει τη sujud[3] του. Παρακολουθούσα τη σιλουέτα του να τρέμει εκείνη τη στιγμή κάθε μέρα και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτόν. Δεν μπορούσα να τολμήσω να πληγώσω την υπερηφάνεια του με το να του γνωρίσω ότι τον είδα στο πιο αδύναμο σημείο του, να ζητά απ’ το Θεό να τερματίσει το μαρτύριό του και να τον απαλλάξει απ’ την ταπείνωση. Ίσως αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους που έφυγα. Ήταν πολύ δύσκολο να είμαι μάρτυρας της κατάστασής του. Ήθελα να παλέψω για εκείνον και για όλο το λαό μου.

Η γιαγιά σου, η Χάμντα, ήταν πιο συγκρατημένη. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή της ό,τι κι αν έκανε ο θείος σου ο Μοχάμεντ κι όσο δύσκολος κι αν ήμουν. Ήταν τρυφερή και ικανοποιημένη απ’ τη ζωή κι είχε μια απλή φιλοσοφία: «Ό,τι δίνει ο Θεός είναι πάντα γλυκό», την οποία συχνά έλεγε στους δυσκολότερους καιρούς. Την θυμάμαι πεντακάθαρα τη νύχτα που έφυγα απ’ το σπίτι, μόλις μήνες μετά την κατάληψη της Γάζας απ’ τους Ισραηλινούς το 1967. Ήταν καλοκαίρι, και φορούσε ένα μακρύ παραδοσιακό φουστάνι από αιγυπτιακό ύφασμα. Άναβε φωτιά μπροστά στο σπίτι μας για να βράσει νερό ώστε ο πατέρας μου να μουλιάσει τα πόδια του και να νιώσει λίγη ανακούφιση μετά την εξοντωτική του μέρα. Ο παππούς σου δεν ήταν ακόμη σπίτι, κι είχε σκοτεινιάσει. Έφυγα χωρίς να πω αντίο σε κανέναν. Αυτό το μετανιώνω. Αλλά δεν υπάρχει επιστροφή τώρα. Μην μετανιώνεις για τίποτα, αγαπητή μου Χέμπα. Κάποιες φορές μας δίνεται μονάχα μία ευκαιρία.

Μέχρι τότε ο θείος σου Μοχάμεντ είχε επίσης δραπετεύσει απ’ τη Γάζα. Ήταν μόνο ενός μήνα όταν οι Βεδουίνοι εξωθήθηκαν απ’ το Μπιρ Αλ-Σάμπα το ’48. Ήταν πολεμιστής στο στρατό του Άχμαντ αλ-Σουχεϊρί κι ήταν απ’ τους λίγους που επέζησαν στη μονάδα του. Ο Απελευθερωτικός Παλαιστινιακός Στρατός τους αποτελούνταν από άτακτους στρατιώτες – φτωχοί φελαχίν[4] καθοδηγούμενους απ’ το πάθος τους να υπερασπιστούν ό,τι απέμεινε από την πατρίδα τους. Βεβαίως, δεν ήταν ποτέ δυνατό να κερδίσουν ένα πόλεμο. Όταν οι Αιγύπτιοι τράπηκαν σε φυγή, η ήττα μας ήταν ολοκληρωτική. Ο θείος σου διέφυγε στην έρημο του Σινά. Ένας ολόκληρος στρατός υποχώρησε χωρίς αεροπορική κάλυψη, κι αυτός χωρίς να πει τ’ αντίο του. Με πονάει που δεν έχω δει ποτέ τους γονείς μου μετά απ’ αυτή τη μέρα που χαράχτηκε στη μνήμη μου. Πέθαναν πρόσφυγες. Ο πατέρας μου παρέμεινε ο βοσκός που ποτέ δεν ήθελε να γίνει, και η μάνα μου έβραζε νερό για τα πονεμένα πόδια του μέχρι που πέθαναν κι οι δυο τους στο ίδιο δωμάτιο από λάσπη. Μου είπαν ότι πέθανε ενώ γονάτιζε προσευχόμενος, κι ότι τελευταία του ευχή ήταν να δει τον αδερφό μου κι εμένα. Δεν μας ξανάδε ποτέ. Πληρώνω κάποιο τίμημα για τον πόνο που τους προκάλεσα; Θα είναι αυτή κι η δική μου μοίρα; Θα με συγχωρέσει ο Θεός; Εκείνοι με έχουν συγχωρέσει;

Πρέπει να σε δω, Χέμπα, έστω για μια τελευταία φορά. Είσαι το φως των αστεριών που μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω αυτό το δύσκολο ταξίδι που λέγεται ζωή. Η όρασή μου φθίνει, κι οι ουλές μου από σφαίρες ακόμα πονάνε. Μερικές φορές νιώθω πως το αριστερό μου πόδι είναι έτοιμο να μου πέσει, λες και το κρατάει πάνω μου μονάχα δέρμα. Ο γιατρός με επισκέφτηκε στο τροχόσπιτό μου, κι όταν είδε πώς ζω αρνήθηκε να πάρει χρήματα. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα να του δώσω. Μου είπε πως τα χρόνια που πέρασα στη φυλακή και τα βασανιστήρια που υπέστησα στις αραβικές φυλακές έχουν φθείρει το σώμα μου. Μου έδωσε φάρμακα, κι όταν άκουσε την ιστορία μου, μου προσέφερε χρήματα. Τα αρνήθηκα. Η αξιοπρέπειά μου, γλυκό μου παιδί, είναι το μόνο που μ’ απομένει, αυτό κι η ελπίδα ότι θα σε δω μια μέρα, και θα κρατήσω τα χέρια σου μια στιγμή προτού τα μάτια μου κλείσουν για τελευταία φορά.

Πρέπει να είμαι ειλικρινής μαζί σου ώστε να καθαρίσω την ψυχή μου, τουλάχιστον με σένα που είσαι η σάρκα και το αίμα μου. Ντρέπομαι να σου πω ότι συχνά ευχήθηκα για το θάνατο. Αλλά σε διαβεβαιώ ότι δεν με οδήγησε η δειλία. Ο πόνος μου ήταν τόσο εξοντωτικός κι ο θάνατος έμοιαζε η ύστατη λύτρωση. Μου έκαναν απεχθή πράγματα. Οι Ιορδανοί με γδέρναν με καυτές ράβδους στην πλάτη μου και σφυροκοπούσαν μυτερά αντικείμενα στο κεφάλι μου. Έτσι ξεκίνησαν τα επιληπτικά μου επεισόδια προτού με εισάγουν για 4 χρόνια σε ψυχιατρείο. Ο χρόνος που πέρασα εκεί μέσα είναι χαμένος κάπου που δεν μπορώ να βρω, και για να ‘μια ειλικρινής, δεν θέλω να τον βρω. Όχι Χέμπα, ο πατέρας σου δεν ήταν majnoun[5] ακόμα κι αν τα παιδιά στο σχολείο σε πείραζαν για τον τρελό πατέρα σου. Ήταν αυτά τα παναθεματισμένα επιληπτικά επεισόδια που μ’ έκαναν έτσι. Υπάρχουν ουλές σ’ όλο μου το σώμα, που μου θυμίζουν αυτά τα αγωνιώδη χρόνια. Παιδιά στη γειτονιά συχνά μου ζητάνε να τους δείξω τις ουλές μου, και το κάνω. «Είναι το τίμημα που πληρώνεις για την επανάσταση, για τη λευτεριά» τους λέω. Και το εννοώ.

*             *             *

Αγαπητή μου Χέμπα,

Σήμερα γράφτηκα στον Ερυθρό Σταυρό και συμπλήρωσα τη φόρμα για αγνοούμενα οικογενειακά μέλη. Τους έδωσα όλα τα ονόματα και τις διευθύνσεις μας στον προσφυγικό καταυλισμό Ντίρα στη Συρία. Μου είπαν ότι χιλιάδες οικογένειες αγνοούνται, και πως μπορεί να πάρει πολύ χρόνο ώσπου να σε βρούνε. Αυτό τουλάχιστον μου δίνει λίγη ελπίδα. Ένας νεαρός μου έδωσε το παλιό του κινητό τηλέφωνο ώστε να μπορώ να λάβω νέα για σένα. Μου έκανε επίσης κάτι που ονόμαζε λογαριασμό e-mail για εμένα, αλλά του είπα ότι δεν μπορώ να το ελέγχω αφού ποτέ δε χρησιμοποίησα υπολογιστές. Μου υποσχέθηκε να το κάνει για λογαριασμό μου και τον ρωτάω κάθε μέρα αν έχει νέα. Αν είχαν αυτά τα μηχανήματα όταν ήμουν νέος, θα έστελνα ένα μήνυμα στον πατέρα μου και θα του ‘λεγα πόσο λυπόμουν που άφησα αυτόν, τη μητέρα μου και την αδερφή μου Αζίζα. Θα του έλεγα ότι χάρη στ’ ότι έφυγα, η Αζίζα είχε καλύτερες πιθανότητες να επιβιώσει αφού θα έτρωγε και το δικό μου μερίδιο από ό,τι λίγο φαΐ κατάφερνε να βρει για μας στο τέλος της μέρας. Θα του έλεγα πόσο λυπόμουν για τον πόνο του, αλλά ποτέ δεν θα του ‘λεγα ότι τον άκουσα να κλαίει το χάραμα κάθε μέρας. Όταν είμαστε νέοι, νομίζουμε πως ξέρουμε τα πάντα. Το να μην αποχαιρετίσω ήταν ανόητο λάθος, αλλά δε θυμάμαι τι σκεφτόμουν εκείνη την ώρα. Ίσως δε σκεφτόμουν καθόλου. Σίγουρα δεν άκουγα την καρδιά μου.

Σου είπα ποτέ πως όταν έφυγα απ’ το σπίτι, περπάτησα τρεις μέρες μέσα από περιβόλια και κοιλάδες προτού φτάσω στο στο Αλ-Χαλίλ; Απλά ακολούθησα το μονοπάτι από την κοιλάδα της Γάζας το οποίο με οδήγησε στη νότια Νεγκέβ, και τελικά στα βουνά του Αλ-Χαλίλ όπου κρύφτηκα σε μια σπηλιά. Ένα κορίτσι Βεδουίνων με βρήκε να κοιμάμαι. Δίχως να φοβάται, πήγε σπίτι κι επέστρεψε με τον πατέρα της, έναν ευγενικό σεΐχη που με τάισε και με φιλοξένησε στη σκηνή του για τρεις μέρες. Μετά η φυλή του έφυγε από τη Δυτική Όχθη για την Ιορδανία κατά μήκος της Γέφυρας. Με έκρυψαν στο πάτωμα ενός από τα φορτηγά τους, θαμμένο κάτω από στρώματα και στοίβες από ρούχα. Οι Ισραηλινοί στρατιώτες με πλησίασαν τόσο που μπορούσα να νιώσω την άχνα των σκύλων τους κοντά στο πρόσωπό μου. Αλλά με την ευλογία του Θεού το καραβάνι μας διέσχισε. Φτάσαμε στην περιοχή Μα’αν στην Ιορδανία. Ήταν μια άδεια, επίπεδη, άγονη γη που η φυλή αποφάσισε να αποκαλέσει σπίτι. Έμαθα πολλά απ’ αυτούς κι είμαι ευγνώμων. Η καλοσύνη είναι κάτι που πολύ λίγοι μου ‘χουν δείξει. Έμεινα μαζί τους για πάνω από ένα χρόνο και μετά πήγα στο Αμμάν, σ’ ένα εντελώς διαφορετικό είδος ζωής.

Είναι αλήθεια, οι Ισραηλινοί με τρόμαζαν. Ακόμα το κάνουν. Αλλά το κουράγιο δεν είναι η επιλογή που κάνουμε σε μια εύκολη κατάσταση. Κουράγιο είναι το να κάνεις αυτό που είναι δύσκολο και τρομαχτικό επειδή ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι είναι η μόνη διέξοδος. Κι όποιες κι αν είναι οι συνέπειες, πρέπει να τις αντιμετωπίσεις για την απώτατη ελευθερία σου. Ήθελα να πολεμήσω τους Ισραηλινούς, να τους διώξω από το Μπιρ Αλ-Σάμπα και ν’ αποκαταστήσω τους γονείς μου στο χωριό τους, να τους δώσω πίσω την τιμή τους κι ό,τι ήταν δικαιωματικά δικό τους. Όσον αφορά το πώς εντάχθηκα στην αντίσταση, λοιπόν, συνέβη πολύ γρήγορα λες κι επρόκειτο για πεπρωμένο.

Στο Αμμάν είδα ένα όμορφο άντρα να φορά στρατιωτική στολή. Το σακάκι του είχε το έμβλημα της παλαιστινιακής σημαίας στην αριστερή του τσέπη. Τον ρώτησα αν ήταν Παλαιστίνιος πολεμιστής, κι αυτός με κατηύθυνε σ’ ένα κτίριο όπου κατατάχθηκα στους φενταγίν[6]. Γράφτηκα στα γραφεία της Φατάχ στον προσφυγικό καταυλισμό Γουιχντάτ. Εκείνη τη στιγμή άλλαξε η ζωή μου όλη. Ήμουν δεκαεπτά χρόνων κι ήταν η ώρα επιτέλους να ξεκινήσω να κάνω αυτό που μου ‘μελλε. Εκεί γνώρισα έναν άνδρα ονόματι Ουαλίντ Νιμρ, με το ψευδώνυμο Αμπού Αλί Ιγιάντ. Ήταν υπεύθυνος του στρατοπέδου. Όλοι όσοι εντάσσονταν στη Φατάχ είχαν ψευδώνυμα, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών. Το δικό μου δεν μου δόθηκε μέχρι να πάω στην πρώτη μου αποστολή μέσα στο Ισραήλ. Μετά απ’ αυτή, με έλεγαν Σαντάντ. Ήμουν σκληρός τότε, και σου υπόσχομαι πως αν είχα την ευκαιρία να παλέψω για την Παλαιστίνη άλλη μια φορά, ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία, θα το ξανάκανα.

Μετά από μια σύντομη εκπαίδευση για περπάτημα, χαιρετισμούς κι άλλη βασική εκπαίδευση στο Γουιχντάτ, μέσα στο Αμμάν, μας πήραν στο στρατόπεδο εκπαίδευσης Καραμέ που ήταν κοντύτερα στα σύνορα με την Παλαιστίνη. Οι εκπαιδευτές μας ήταν Παλαιστίνιοι κι Ιρακινοί. Στο τάγμα που εντάχθηκα με έμαθαν να συναρμολογώ και ν’ αποσυναρμολογώ πολλά είδη όπλων, κυρίως ρωσικά. Έγινα ειδικός του Σίμονοφ και του Καλάσνικοφ. Ο λοχίας που ήταν υπεύθυνος για το λόχο μας πίστευε πως γεννημένος σκοπευτής. Έτσι μ’ έστειλαν στην Αϊγυπτο το 1969 να εκπαιδευτώ για τρεις μήνες στη στρατιωτική σχολή Αλ-Ταλ Αλ-Κιμπίρ. Μας έβαζαν να κουβαλάμε βάρη και να περπατάμε πολύ μεγάλες αποστάσεις για να χτίσουμε τη δύναμη και την αντοχή μας. Οι εκπαιδευτές μου ήταν κυρίως Παλαιστίνιοι αλλά κι Αιγύπτιοι. Ο ανώτερός μου, Μοχάμεντ Μπαρούντ, ήταν νέος και διαφορετικός απ’ τους υπόλοιπους. Αγαπούσε την πολιτική και τη ρωσική λογοτεχνία κι οτιδήποτε άλλο μπορούσε ν’ αποκαλύψει την αλήθεια. Οι δεξιότητές του ήταν άφταστες απ’ οποιονδήποτε άλλο στη σχολή. Ήταν πρόσφυγας με ουλές από θραύσματα οβίδων απ’ τον προηγούμενο πόλεμο, και τις έδειχνε περήφανα όταν εξέθετε τις γνώμες του.

Όταν γύρισα απ’ την Ιορδανία, ανακάλυψα ότι ο μεγαλύτερος θείος σου ο Μοχάμεντ ήταν πολεμιστής σε μια επίλεκτη μονάδα που αποκαλούνταν 201 που ήταν μέρος του PLO[7]. Ήταν παντρεμένος και ζούσε στον προσφυγικό καταυλισμό Τζαράς. Όταν συναντηθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και κλάψαμε. Εγώ έκλαψα παραπάνω. Ένιωσα σαν μετά από τόσα χρόνια χαμένος χωρίς κατεύθυνση ή συγγενή στον ορίζοντα, επιτέλους είχα βρεθεί. Το πρόσωπο του αδερφού μου ήταν σχεδόν ένα αντίγραφο του πατέρα μου πριν εκπέσει στις ρυτίδες και την άπειρη θλίψη. Κι αυτός ήταν οργισμένος, αλλά ήταν πιο συγκρατημένος κι αποφασισμένος, σαν τη μητέρα μου. Ήμουν περήφανος όταν έλεγα ότι ο αδερφός μου πολεμούσε με την 201, κι ότι το πρόσωπό του ήταν όμορφο όπως ενός σταρ του σινεμά. Ήμουν χαρούμενος που επιλέχθηκα να λάβω μέρος μαζί με άλλους σαράντα πολεμιστές από διάφορες οργανώσεις για την πρώτη μου αποστολή μέσα στο Ισραήλ, που για μένα φυσικά πάντα θα είναι Παλαιστίνη. Ο θείος σου μου ‘πε πως δεν ήμουν ακόμη έτοιμος γι’ αυτές τις επικίνδυνες αποστολές, και προσφέρθηκε να πάει αντί για μένα. Αλλά αρνήθηκα. Είχε παιδιά, ενώ εγώ όχι ακόμα. Αν πέθαινα, σκεφτόμουν, θα πέθαινα μέσα στην πατρίδα μου. Αν ζούσα, θα εξιλέωνα το τσακισμένο πνεύμα του πατέρα μου.

*             *             *

Αγαπημένη μου Χέμπα,

Οι ειδήσεις σήμερα ανέφεραν ότι το Ντίραα βομβαρδίστηκε ισχυρά και πολλοί άνθρωποι πέθαναν. Ποιες είναι οι πιθανότητες να μην είσαι πια εκεί αλλά κάπου αλλού ασφαλέστερα; Όχι πια στη Συρία ή κάποιο άλλο μέρος ρημαγμένο απ’ τον πόλεμο; Ίσως βρήκες ευκαιρία να δραπετεύσεις; Θεέ μου, ελπίζω να μη χρειάστηκε να συναντήσεις αδίστακτους διακινητές, ή να διασχίσεις κρύα κι ανελέητα νερά. Μ’ όλη μου την καρδιά, ελπίζω να είσαι μη διατρέχεις κίνδυνο. Μια φωνή μέσα μου λέει πως είσαι ασφαλής. Κι αν όντως έτσι είναι, γιατί δεν επικοινώνησες μαζί μου ακόμα; Ο νεαρός που τσεκάρει κάθε μέρα το e-mail μου είπε ότι δεν έχει φτάσει κανένα μήνυμα από σένα. Το κινητό μου δεν χτύπησε ούτε μια φορά. Δεν έχω δει ούτε μιλήσει με κανένα για μέρες, εκτός απ’ το μαγαζάτορα όπου αγοράζω τα τσιγάρα και το ψωμί μου. Είναι πάντα απασχολημένος, και δεν ξέρω αν τον ταλαιπωρώ με τις λεπτομέρειες της ζωής μου. Σιχαίνομαι όταν οι πελάτες του με κοιτούν με οίκτο στα μάτια τους. Αν ήξεραν πόσο δυνατός και γενναίος ήμουν, θα κρατούσαν τον οίκτο τους για λογαριασμό τους· η ιστορία της πρώτης μου αποστολής στο Ισραήλ θα τους έκανε να τρέμουν.

Ήμουν ο νεότερος σαράντα μαχητών κι ένας απ’ τους δέκα που επιλέχθηκαν απ’ τη Φατάχ για την αποστολή. Οι υπόλοιποι ήταν απ’ το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης[8], το Δημοκρατικό Μέτωπο και δυνάμεις της Αλ-Σάικα εκπαιδευμένες στη Συρία. Μας έστειλαν εκεί με ξεκάθαρες εντολές και μας είπαν να μην καπνίζουμε καθόλου, αφού το φως απ’ το τσιγάρο μπορεί να εντοπιστεί μίλια μακριά ακόμα και μέσα σε φαράγγια και ειδικά τη νύχτα. Το κάπνισμα δεν σου κάνει καλό, αγάπη μου, οπότε σιγουρέψου ότι κανένα απ’ τα παιδιά σου δεν θα πιάσει αυτή την κακή συνήθεια. Όλοι μας καπνίζαμε, κι οι σαράντα, όλη την ώρα. Ακολουθήσαμε το μονοπάτι του ποταμού Ιορδάνη ως την Παλαιστίνη και κατευθυνθήκαμε νότια προς το Εϊλάτ. Η κωδική ονομασία της αποστολής μας ήταν «Πράσινη Ζώνη». Ο τελικός μας στόχος ήταν να αιχμαλωτίσουμε Ισραηλινούς στρατιώτες και να τους ανταλλάξουμε αργότερα για Παλαιστίνιους κρατούμενους. Επίσης θέλαμε να ανατινάξουμε το λιμάνι του Εϊλάτ προτού επιστρέψουμε στην Ιορδανία μέσω της ερήμου Άκαμπα. Αλλά τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα σχεδιάζαμε. Υπήρχαν πολλές ισραηλινά στρατόπεδα στο δρόμο για τα οποία δεν ήμασταν πληροφορημένοι. Έπρεπε συνέχεια να αυτοσχεδιάζουμε. Τους χτυπήσαμε σκληρά και σκοτώσαμε αρκετούς. Χάσαμε δέκα άντρες μας, απ’ όλες τις παρατάξεις, και τους θάψαμε βιαστικά στην έρημο πριν επιστρέψουμε. Δεν μπορούσαμε να φτάσουμε στο Εϊλάτ, αλλά αιχμαλωτίσαμε δύο Ισραηλινούς στρατιώτες. Ήταν λευκοί κι αδύνατοι κι έντρομοι. Ένας ήταν ψηλός κι είχε πορτοκαλί μαλλιά. Ο άλλος φοβόταν τόσο πολύ, που κατουρήθηκε. Λυπήθηκα τον καημένο, αλλά το κράτησα μέσα μου. Δεν ξέρω τι απέγιναν όταν φτάσαμε την Ιορδανία.

Η επανάστασή μας αποκτούσε ορμή κι επιτέλους επανακτούσαμε την πρωτοβουλία κινήσεων μετά την εκκωφαντική ήττα των Αράβων το ’67. Όταν η Φατάχ εισήλθε στο προσκήνιο το ’65, τα πράγματα ξεκίνησαν ν’ αλλάζουν για μας. Δεν μιλούσαν πια αραβικά καθεστώτα για λογαριασμό μας, και δεν περιμέναμε τους Ισραηλινούς να μας επιτεθούν καθώς σαστισμένα ψάχναμε κάλυψη. Τους κυνηγούσαμε στην καρδιά των πόλεών τους. Ο τρόμος που είχαν επιφέρει στο λαό μας στους προσφυγικούς καταυλισμούς ερχόταν τώρα πίσω να τους στοιχειώσει. Μας επιτέθηκαν στον προσφυγικό καταυλισμό Καραμέ το ’68, ελπίζοντας να καταστρέψουν τις βάσεις μας και να μας ωθήσουν πίσω απ’ τα σύνορα, αλλά απέτυχαν. Πράγματι, σκότωσαν περισσότερους από μας απ’ ότι εμείς απ’ αυτούς, αλλά παραμείναμε δυνατοί και παλέψαμε σαν λιοντάρια. Οι παρατάξεις του PLO[9] κι ο ιορδανικός στρατός πάλεψαν ενωμένοι. Οι Ισραηλινοί κατέστρεψαν τις περισσότερες βάσεις μας, αλλά τους απωθήσαμε. Το Καραμέ μας είχε απελευθερώσει απ’ τους δαίμονες της ήττας λιγότερο από ένα χρόνο απ’ όταν τα αραβικά κράτη ηττήθηκαν σε όλα τα μέτωπα.

Μετά τη μάχη του Καραμέ, εκκενώσαμε τις βάσεις μας που ήταν πολύ κοντά στον ποταμό και επανεγκατασταθήκαμε βαθύτερα μέσα στη χώρα. Παρότι ενισχυθήκαμε, από κάποιες απ’ τις παρατάξεις έλειπε πειθαρχία και προκλήθηκε πολιτικό χάος. Ο Χασεμίτης Βασιλιάς ένιωσε την κυριαρχία του να απειλείται, και πιστεύαμε ότι ο βασιλιάς συνωμοτούσε με τη Δύση και το Ισραήλ για να μας διώξουν απ’ την Ιορδανία. Ξέσπασε σύγκρουση με τον βασιλιά Χουσεΐν, οπότε η κοινή μας νίκη το ’68 έγινε η συλλογική μας ντροπή δυο χρόνια μετά σ’ ένα ψευτο-εμφύλιο πόλεμο. Παλεύαμε ενάντια στο Βασιλιά, που δεν έδειξε ίχνος οίκτου καθώς εξαπέλυε την οργή του, σκοτώνοντας χιλιάδες αθώων ανθρώπων στους προσφυγικούς καταυλισμούς που ήταν αμέτοχοι στον πόλεμο. Έγινε το ένα μακελειό μετά το άλλο, και καμιά αραβική χώρα δεν επενέβη παρά τις απεγνωσμένες μας εκκλήσεις για βοήθεια. Οι Σύριοι δίστασαν πολύ ώσπου να επέμβουν, κι ο Αιγύπτιος πρόεδρος Γκαμάλ Αμντούλ Νάσερ, που συνέπασχε μαζί μας, πέθανε αυτό το μαύρο Σεπτέμβρη του 1970. Ο λαός μας σφαζόταν σωρηδόν, με άλλες πέντε χιλιάδες νεκρούς μέσα σε δέκα μέρες.

Νιώθαμε σαν η επανάστασή μας να είχε καταρρεύσει μετά τα μακελειά, ότι ποτέ ξανά δεν θα αποκαθιστόμασταν. Μέλη της Φατάχ που αρνούνταν τη συμφωνία μεταξύ του Γιάσερ Αραφάτ και του Βασιλιά της Ιορδανίας έφτιαξαν την οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης», και προσπάθησαν να εκδικηθούν το Βασιλιά και τους ακολούθους του. Με πιάσαν να βάζω δυναμίτη στο αεροδρόμιο Εμίρ Μοχάμεντ, ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο που κατά βάση εξυπηρετούσε τους μονάρχες. Ήμουν απασχολημένος συνδέοντας τα καλώδια κι άλλα τέτοια όταν φτάσαν οι στρατιώτες, κι ήταν πολύ αργά για μένα να διαφύγω. Με έδειραν άσχημα, και μ’ έριξαν σε μια τεράστια σπηλιά μεταξύ Τζαράς και Ίρμπιντ. Πολλοί άντρες ήταν εκεί, αλυσοδεμένοι, με αιμορραγίες ή νεκροί. Μετά μεταφέρθηκα στη μονάδα πληροφοριών στο Αμπντάλι όπου θα με εξανάγκαζαν να εξομολογήσω. Τους είπα: «Είμαι ένας Βεδουίνος βοσκός». Πήραν ένα μεγάλο μαχαίρι κι άρχισαν αργά να κόβουν πίσω απ’ το λαιμό μου. Ένιωθα το αίμα να τρέχει στην πλάτη και τους ώμους μου. Ούρλιαζα: «Είμαι ένας Βεδουίνος βοσκός και ποτέ μου δεν έπιασα όπλο». Τότε μου κάρφωσαν μυτερές μεταλλικές ράβδους στο κεφάλι μου. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον εμετό. Το αίμα έβγαινε από μέσα απ’ το στόμα μου. Σφάδαζα: «Είμαι ένας Βεδουίνος βοσκός και ψάχνω τη φυλή μου». Με παρέπεμψαν στο δικαστήριο και με καταδίκασαν τρεις φορές σε θάνατο: για αντίσταση στο στρατό, απόπειρα να ανατινάξω ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο και για είσοδο στην Ιορδανία δίχως έγγραφα. Τους απάντησα ότι μπορούν να με σκοτώσουν μόνο μια φορά. Με κράτησαν στη φυλακή Μαχάτα για δεκαπέντε μέρες, μετά με μετακίνησαν στη φυλακή Αλ-Τζαφρ στην τεράστια έρημο μεταξύ Ιορδανίας και Σαουδικής Αραβίας όπου μόνο λίγοι έζησαν να εξιστορήσουν τη φρίκη της. Περίμενα τη θανατική καταδίκη μου, μετά αποφάσισα να δραπετεύσω. Ο θάνατος θα μ’ έβρισκε ούτως ή άλλως, άρα δεν είχα τίποτα να χάσω.

Χέμπα, ένας λόγος που είμαι χαρούμενος που έζησα είναι που αργότερα παντρεύτηκα τη μητέρα σου κι αυτή γέννησε εσένα. Αλλά δυστυχώς, δε σ’ έχω δίπλα μου στα γεράματά μου. Δεν ξέρω αν είσαι ζωντανή, ή Θεός φυλάξοι… δεν μπορώ καν να ξεστομίσω τη λέξη.

*             *             *

Αγαπητή Χέμπα,

Ο Ερυθρός Σταυρός ήρθε σήμερα στο τροχόσπιτό μου και μου ζήτησε περισσότερες πληροφορίες για σένα. Μου ‘παν «περιέγραψε τη μεγάλη σου κόρη» κι εγώ τους είπα «το πρόσωπό ήταν σαν το φεγγάρι, κι όταν χαμογελά, είναι λες κι ο ήλιος ανέτειλε». Γέλασαν και μου ‘παν ότι μια τέτοια περιγραφή δεν τους βοηθά. Αλλά βοηθά εμένα. Η μέρα που γεννήθηκες, ήταν η πρώτη φορά σ’ όλη μου τη ζωή που ένιωσα πραγματικά ευτυχισμένος. Ήταν μια εκστασιαστική αίσθηση χαράς που δεν την περίμενα. Σιωπηλά δάκρυα χαράς έρρευσαν στο πρόσωπό μου όταν πρώτη φορά σε κράτησα στα χέρια μου. Είπα, θα την ονομάσω «Χέμπα» γιατί είναι ένα δώρο απ’ το Θεό, ένα δώρο που δεν αξίζει σ’ ένα νομά σαν και του λόγου μου. Του υποσχέθηκα ότι ποτέ δε θα σ’ έβλαπτα, ούτε θα επέτρεπα σε άλλον να σε βλάψει, ποτέ. Αλλά σ’ έχασα. Προσεύχομαι στον Θεό κάθε στιγμή που ‘μια ξύπνιος να σε βρει. Τον ικετεύω για το έλεός του, για μια δεύτερη ευκαιρία. Κι όταν σε βρω, δε θα σε ξαναχάσω ποτέ.

Όταν σε ρωτάνε, Χέμπα, τους λες ότι είσαι Βεδουίνα; Εγώ πάντα απαντώ: «Είμαι Παλαιστίνιος Βεδουίνος». Είμαι νομάς χάρη στ’ ότι προσπαθώ να επιστρέψω στην πατρίδα μου. Ακόμα βλέπω τ’ άστρα όταν θέλω να προσανατολιστώ ή προσπαθώ να βρω το σπίτι. Αυτή είναι μια δεξιότητα που μου ‘μαθε ο πατέρας μου πριν εγκαταλείψω τους γονείς μου. Αυτό το δώρο και μόνο μου ‘σωσε τη ζωή. Εύχομαι να μπορούσα να σε διδάξω, Χέμπα. Θα μπορούσε να ‘ναι η παράδοσή μας κι εσύ θα μπορούσες να τη μεταβιβάσεις στα παιδιά σου.

Όταν έφυγα από το Αλ-Τζαφρ, διέσχισα τις ερήμους της Ιορδανίας ως τη Συρία, καθοδηγούμενος απ’ τα αστέρια. Περπάτησα τη νύχτα κι έσκαψα τρύπες στο χώμα για να κρυφτώ απ’ τους συνοριοφύλακες και τον καυτό ήλιο της μέρας. Ήξερα ότι η ουρά του Γαλαξία οδηγούσε στη Δαμασκό, κι έτσι την ακολούθησα. Κι όπως κάνουν οι Βεδουίνοι σε καιρούς πείνας, κράτησα ένα χαλίκι κάτω απ’ τη γλώσσα μου για ώρες συνεχόμενες για να βγάζω σάλιο. Μπορείς να ‘σαι περήφανη, Χέμπα, που εμείς ξέρουμε να επιβιώνουμε. Στα σύνορα, μ’ έπιασαν φύλακες που με παρέδωσαν στη συριακή υπηρεσία πληροφοριών. Η εμπειρία μ’ έχει διδάξει ότι όλοι οι Άραβες πράκτορες είναι το ίδιο – βίαιοι, μειωτικοί κι άσπλαχνοι. Αλλά για καλή μου τύχη, ο ξάδερφός μου ήταν μέλος της Φατάχ στη Συρία, οπότε παραδόθηκα σ’ αυτόν.

Τότε ξεκίνησαν τα επιληπτικά μου επεισόδια. Έχανα τις αισθήσεις μου στη στιγμή. Το σώμα μου συσπαζόταν κι έπεφτα στο έδαφος. Είναι τρομαχτικό να χάνεις κάθε έλεγχο του σώματός σου. Νόμιζαν ότι τα βασανιστήρια που υπέστησα στην Ιορδανία μ’ έκαναν τρελό, οπότε μ’ έβαλαν στην ψυχιατρική κλινική στο νοσοκομείο Ιμπν Σίνα όπου έμεινα για τέσσερα χρόνια κι ήμουν συχνά δεμένος στο κρεβάτι για ώρες. Πολύ λίγα θυμάμαι απ’ αυτά τα χρόνια. Θυμάμαι πως μια στο τόσο μ’ έφερναν πίσω στο νοσοκομείο, γυμνό. Μου έλεγαν ότι είχα γδυθεί και πλανιόμουν στο δρόμο. Αυτά τα επεισόδια λιγόστεψαν, κι η στρατιωτική διοίκηση της Φατάχ τελικά κατάφερε να με βγάλει απ’ αυτό το μέρος. Ήμουν πολύ ευγνώμων στον Αλί Χατζάζ και τον Ηατζ Μουτλίκ, δύο εξαιρετικούς αξιωματικούς της Φατάχ, για τη συμπαράστασή τους αυτά τα χρόνια. Χωρίς αυτούς, θα είχα χαθεί σ’ αυτό τον τόπο ως ένας τρελός σε μια ξένη χώρα.

Ήταν κατά το τέλος του 1974 που εντάχθηκα στην Αντίσταση στο Λίβανο. Ήμουν είκοσι τριών χρόνων. Οι άντρες πίστευαν ότι δεν θα ‘πρεπε να με στείλουν σε άλλες αποστολές μέσα στο Ισραήλ λόγω της ασθένειάς μου. Αντ’ αυτού, με βάλαν να δουλεύω στο σώμα τραυματιών στον προσφυγικό καταυλισμό Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ στη Βυρηττό. Υπαγόταν στο γραφείο του Γιάσερ Αραφάτ τότε, αλλά αργότερα μετονομάστηκε σε Τάγμα 17. Κοιμόμουν στο γραφείο μιας και δεν είχα σπίτι ούτε μέρος να πάω μετά τη δουλειά. Λίγο αφού έφτασα, ξέσπασε ο λιβανέζικος εμφύλιος, και βρέθηκα να παλεύω και σ’ αυτό τον πόλεμο.

Δεν είμαι σίγουρος πώς μπλέχτηκα σ’ αυτό τον πόλεμο. Δεν έβλεπα τους Λιβανέζους ως εχθρούς, ούτε ένιωσα το Λίβανο σπίτι μου. Όταν το PLO έφυγε απ’ την Ιορδανία κι έφτασε στο Λίβανο, αναστάτωσε την εύθραυστη δημογραφική ισορροπία αυτής της χώρας. Βλέπεις, οι Λιβανέζοι ήταν πάντα σε διαμάχη. Πολλές σέχτες και θρησκείες και ομάδες όλες πολεμούσαν η μία την άλλη για επιβίωση ή κυριαρχία. Υπήρχαν πολλοί Παλαιστίνιοι στο Λίβανο, αρχικά ως πρόσφυγες που έφθασαν μετά τη Νάκμπα το ’48. Όταν ένοπλοι Παλαιστίνιοι ξεκίνησαν να οργανώνονται στο Λίβανο, οι πρόσφυγες ένιωσαν ένα είδος ελευθερίας που δεν είχαν ξανανιώσει σ’ αυτή τη χώρα. Σύντομα το PLO σύναψε μια συμμαχία επιτιθέμενο σε Ισραηλινούς οικισμούς, προκαλώντας εσωτερικές ταραχές στο Λίβανο.

Ενώ μετανιώνω τον πόλεμο που ξέσπασε, δε μετανιώνω τη συμμετοχή μου σ’ αυτόν. Τι άλλο θα μπορούσα να έχω κάνει, όταν Παλαιστίνια προσφυγάκια σφαγιάστηκαν στο Έιν Αλ-Ρουμανέ; Ήταν αθώα παιδιά, για τ’ όνομα του Θεού, φορούσαν μαύρα κι άσπρα κασκόλ και τραγουδούσαν εθνικά τραγούδια σ’ ένα λεωφορείο στο δρόμο για το σπίτι τους στον προσφυγικό καταυλισμό Ταλ Αλ-Ζατάρ, όταν πολιτοφυλακές Φαλαγγιτών τους έστησαν ενέδρα. Σκότωσαν τα περισσότερα όταν πυροβόλησαν από τρεις διαφορετικές θέσεις, και μετά μαχαίρωσαν τους τραυματίες με ξιφολόγχες. Τι κτήνη είναι αυτά που δολοφονούν άκακα παιδιά; Δεν υπάρχουν καθόλου κανόνες; Αυτοί οι βάρβαροι δεν δίστασαν ποτέ να συνεργαστούν με τους Σιωνιστές εναντίον του ίδιου τους του λαού και εναντίον των Παλαιστινίων, και γιατί; Για να παραμείνουν οι κυρίαρχοι του Λιβάνου;

Ευχαριστώ το Θεό που δεν είχα οικογένεια αυτή την περίοδο της ζωής μου. Αν ήξερες τι έκαναν οι Φαλαγγίτες κι οι Σύριοι σύμμαχοί τους στο Ταλ Αλ-Ζατάρ το ’76, τη δεύτερη χρονιά του πολέμου, θα τρόμαζες. Πολιόρκησαν τον καταυλισμό για πολλές μέρες μέχρι που οι άνθρωποι άρχισαν να λιμοκτονούν. Μετά σφάγιασαν χιλιάδες και κατέστρεψαν τον καταυλισμό ολοσχερώς. Άνθρωποι σκοτώνονταν αν η ταυτότητά τους έδειχνε ότι ανήκαν στη λάθος ομάδα. Ήμουν ακόμα στο γραφείο του Τάγματος 17, όπου κοιμόμουν, καθάριζα και διεκπεραίωνα τα έγγραφα για τους πολλούς τραυματίες. Έτυχε ν’ ακούσω μια συζήτηση μεταξύ πολεμιστών για ένα μεγάλο φορτηγό με πολυβόλο αναρτημένο στο πίσω μέρος του, που οι χριστιανοί Φαλαγγίτες χρησιμοποιούσαν για να τρομοκρατούν τους Λιβανέζους μουσουλμάνους και τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Δίχως δισταγμό, ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Τους είπα: «Θα το καταρρίψω». Ξαφνιάστηκαν μιας κι ήμουν ένας γραφιάς που είχε αφήσει τα όπλα του χρόνια πριν. Δεν με είχαν δει στο πεδίο. Πήρα ένα αντιαρματικό από έναν απ’ τους πολεμιστές και σκαρφάλωσα ένα τοίχο κοντά σ’ ένα νεκροταφείο που οδηγούσε σε μια εκκλησία στην οδό Παλιά Σαΐντα. Περίμενα εκεί το φορτηγό να εμφανισθεί, κι όντως εμφανίστηκε, οδηγώντας αργά σαν θηρευτής στο κυνήγι. Το ανατίναξα με την πρώτη. Τότε, απ’ το πουθενά, ένιωσα λες και στεκόμουν σε μια λίμνη με ζεστό νερό, κι έπεσα. Αίμα χύθηκε παντού.

Ένας απ’ τους ελεύθερους σκοπευτές τους με είχε δει από την άλλη μεριά του δρόμου και πυροβόλησε μια εκρηκτική σφαίρα στο μπράτσο μου. Θρυμμάτισε το κόκκαλο σε πολλά κομμάτια. Δεν ξέρω πώς οι γιατροί κατάφεραν να το επανενώσουν. Μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο Γάζα μέσα στον προσφυγικό καταυλισμό της Σάμπρας κι από κει σ’ ένα πρόχειρο νοσοκομείο εκεί όπου προηγουμένως ήταν το κτίριο της Αραβικής Λίγκας στο Φακαχανί. Ήταν ένας αγώνας να με πάνε εκεί, καθώς όλη η Βηρυτός ήταν διαιρεμένη ανάμεσα σε εμάς και τους συμμάχους μας κι αυτούς και τους συμμάχους τους. Η Φατάχ, άλλες παρατάξεις του PLO και οι Λιβανέζοι σύμμαχοί μας ελέγχαμε τη δυτική Βηρυτό κι οι Φαλαγγίτες ήταν στην ανατολική. Στα νοτιοανατολικά ήταν οι Δρούζοι και πολλές άλλες παρατάξεις έλεγχαν μικρές περιοχές σ’ όλη την πόλη, καταλαμβάνοντας δρόμους, σχολεία και γραφεία. Παντού είχε ελεύθερους σκοπευτές. Πολλοί πυροβολήθηκαν επειδή πήραν μια λάθος στροφή ή διέσχισαν το λάθος δρόμο.

Ξύπνησα στο Φακαχανί φορώντας ένα μεγάλο νάρθηκα. Ήμουν έξαλλος. Έφυγα αμέσως απ’ το νοσοκομείο και δανείστηκα ένα Σίμονοφ. Αγόρασα ένα μικρό κιάλι, το κόλλησα πάνω στο τουφέκι στην οδό Ασάντ Αλ-Ασάντ όπου κρύφτηκα μέσα σ’ ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο που είχε τρυπηθεί από εκατοντάδες σφαίρες. Έστησα το τουφέκι στην άκρη ενός παραθύρου που έβλεπε στην καρδιά του Έιν Αλ-Ρουμανέ όπου οι χριστιανοί Φαλαγγίτες αρμένιζαν ανενόχλητοι. Θυμάμαι ένα τεράστιο δέντρο στη μέση του δρόμου που έσφυζε από κόκκινα άνθη. Στην άλλη πλευρά ήταν ο κυρίως δρόμος που ανεβοκατέβαιναν οι πολιτοφυλακές των Φαλαγγιτών. Έμαθα να είμαι καλός σκοπευτής στο Ταλ Αλ-Κιμπίρ στην Αίγυπτο. Πίστευα πως θα χρησιμοποιούσα τις δεξιότητές μου για να παλέψω Ισραηλινούς, όχι Λιβανέζους. Αλλά η ζωή δεν είναι ποτέ αυτό που περιμένεις, αγαπητή Χέμπα. Γιατί έπρεπε να σφαγιάσουν αυτά τα παιδιά; Γιατί σφάγιασαν όλο το Ταλ Αλ-Ζατάρ; Πήρα την εκδίκησή μου, και πέντε Φαλαγγίτες στρατιώτες κείτονταν νεκροί ο ένας πάνω απ’ τον άλλο στο δρόμο.

Ο ώμος μου ανάρρωσε μετά από δύο εβδομάδες κι εντάχθηκα σε μια μικρή μονάδα που περιλάμβανε τον Χασάν Αμπού Αλί, τον Μπασάμ και τον Μουντακίμ. Φυλούσαμε την οδό Τζαμάλ Αμντούλ Νάσερ στο Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ, και πυροβολήσαμε στους Φαλαγγίτες όποτε πλησίαζαν. Ταϊζόμασταν από το σπίτι του Χαντίρ Αλ-Ανάν, μιας Λιβανέζικης μουσουλμανικής οικογένειας που ήταν καταπιεσμένοι σαν κι εμάς και πάλευαν για ένα μεγαλύτερο μερτικό της χώρας τους. Υπήρχαν εκτενείς διακρίσεις έναντι των μουσουλμάνων, όλων των μουσουλμάνων, Σούνι και Σία.

Τότε είναι που γνώρισα τη μητέρα σου. Ήταν μια Αιγύπτια που δούλευε ως υπηρέτρια. Ήταν μελαμψή και πολύ γλυκιά. Ήταν τρυφερή μαζί μου και με ρώτησε αν χρειαζόμουν τρόφιμα. Ο αδερφός μου ο Μοχάμεντ, που επίσης πάλευε στο Λίβανο, με πίεζε να σκεφτώ το γάμο. Δεν φαντάστηκα ποτέ στα σοβαρά ότι θα μπορούσε κανείς να μ’ αγαπήσει, ή ότι εγώ θα μπορούσα ν’ αγαπήσω κάποια άλλη. Το μυαλό μου ήταν πάντα απασχολημένο με άλλα προβλήματα. Διαπίστωσα ότι δεν ήθελα να χάσω την ευκαιρία, οπότε ζήτησα απ’ τη μητέρα της, που δούλευε επίσης ως υπηρέτρια στο Λίβανο, το χέρι της. Η Καρίμα ήταν πολύτιμη και τόσο καλή με μένα από τη μέρα που την πρωτογνώρισα ως τη μέρα που την έχασα πολλά χρόνια μετά. Πόσο μου λείπει η μητέρα σου. Ξέρω ότι της λείπω κι εγώ. Ποτέ δεν έμαθε ότι ήμουν στη φυλακή όλα αυτά τα χρόνια. Θα ήταν τόσο θυμωμένη μαζί μου που δεν γύρισα να τη σώσω. Θα της εξηγήσω τα πάντα, Χέμπα. Θα επανορθώσω. Θα κάνω το παν για να ενώσω την οικογένειά μου. Όλα θα είναι εντάξει όταν σε βρω, Χέμπα.

[1] Παραδοσιακή αραβική φορεσιά

[2] Μια απ’ τις πέντε υποχρεωτικές προσευχές της ισλαμικής θρησκείας που μπορεί να εκτελεστεί μεταξύ αυγής και ανατολής του ήλιου

[3] Η βαθιά υπόκλιση ή γονάτισμα ενώπιον του Θεού

[4] Χωρικοί

[5] Τρελός

[6] Αντάρτες, αγωνιστές για την ελευθερία

[7] Palestine Liberation Organisation, Οργανισμός Απελευθέρεωσης της Παλαιστίνης

[8] PFLP – Popular Front for the Liberation of Palestine, παλαιστινιακή αντιστασιακή οργάνωση

[9] Palestine Liberation Organisation, ένωση αντιστασιακών οργανώσεων, αναγνωριζόμενη σήμερα ως νόμιμη κυβέρνηση των κατεχόμενων από το Ισραήλ Παλαιστινιακών εδαφών

Η τελευταία Γη – Μια Παλαιστινιακή Ιστορία | Πρόλογος του Ίλαν Πάππε

Δημοσιεύουμε σε συνέχειες τη μετάφραση του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου “The Last Earth | A Palestinian History” του Παλαιστίνιου δημοσιογράφου, συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ramzy Baroud, καθώς και του προλόγου του βιβλίου από τον Ίλαν Πάππε, όπου μέσα από μια σειρά ιστοριών εκτίθεται το ζωντανό τραύμα που φέρουν όλοι οι Παλαιστίνιοι, όπου κι αν η τρικυμία της ιστορίας τους ξέβρασε. Η συγκεκριμένη ιστορία, τα «Γράμματα στη Χέμπα», αποτελούν την απεγνωσμένη έκκληση ενός Παλαιστίνιου πατέρα να επικοινωνήσει με τη χαμένη κόρη του, τη μοίρα της οποίας αγνοεί, αγωνιώντας μέσα από μια σειρά μηνυμάτων να της εξηγήσει τις αποφάσεις που τον οδήγησαν στο χωρισμό τους, παρέχοντας παράλληλα μια εξαιρετική βιωματική εξιστόρηση των γεγονότων που συγκλόνισαν τη Μέση Ανατολή και τη διαμόρφωσαν όπως μας παρουσιάζεται σήμερα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι ο πρόλογος του Ίλαν Πάππε.

Οι ιστορίες και οι αφηγήσεις ως Πολιτισμική Αντίσταση

Πρόλογος του Ίλαν Πάππε στο βιβλίο “Η Τελευταία Γη | Μια Παλαιστινιακή Ιστορία” του Ramzy Baroud

Αλ-Νάκμπα αλ-Μουσταμέρα, η συνεχιζόμενη Νάκμπα[1], είναι πλέον μια κοινή παλαιστινιακή αναφορά στην εποχή και το χρόνο που ζουν κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομήντα χρόνων. Αυτό σημαίνει πως διακριτά κεφάλαια στην ιστορία των Παλαιστινίων, όπως η καταστροφή του 1948, δεν είναι απλά γεγονότα του παρελθόντος, αλλά περισσότερο ένα κομμάτι ενός σύγχρονου ιστορικού κεφαλαίου. Είμαστε ακόμα σ’ αυτή τη συγκεκριμένη φάση, κι έτσι όταν γράφουμε την ιστορία ορισμένων ιστορικών στιγμών, όπως η Νάκμπα, γράφουμε για σύγχρονα ζητήματα τόσο όσο γράφουμε για παλιά γεγονότα.

Αυτή η τάξη πραγμάτων έχει πρόσφατα αναγνωριστεί από μελετητές που προσάρμοσαν κι εφάρμοσαν το αποικιοκρατικό υπόδειγμα στη μελέτη υπόθεσης της Παλαιστίνης. Ο αείμνηστος Patrick Wolfe, που ανέστησε το υπόδειγμα, μ’ ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Παλαιστίνη, δήλωσε πως η αποικιοκρατία δεν είναι ένα γεγονός αλλά μια δομή. Και πράγματι, μέσα απ’ την εξέταση της ιστορίας του σιωνιστικού κινήματος στην Παλαιστίνη, προκύπτει ξεκάθαρα ότι το αποικιοκρατικό σχέδιο που ξεκίνησε στον όψιμο δέκατο ένατο αιώνα δεν έχει ακόμα τελειώσει· όπως κι ο αγώνας εναντίον του.

Αυτή η έννοια μιας συνεχιζόμενης καταστροφής κι ο αγώνας εναντίον της συμπυκνώνεται στις δοκιμασίες των ηρώων και των ηρωίδων αυτού του βιβλίου που είναι από διαφορετικές παλαιστινιακές γενιές και προέρχονται από διαφορετικά μέρη.

Είναι μέσω μικρών, σχεδόν ανατεμνημένων προσωπικών ιστοριών κατά μήκος ενός διαγενεακού φάσματος που μπορεί κανείς να καταλάβει με πληρότητα το πλήρες αντίκτυπο που τόσο πολύπτυχες εμπειρίες έχουν στο άτομο καθώς επίσης και στο συλλογικό ψυχισμό των Παλαιστινίων γενικά και των Παλαιστίνιων προσφύγων ειδικότερα. Η αφήγηση στην οποία οι αναγνώστες πρόκειται να εισέλθουν αποδίδει πολύ ισχυρά αυτή την αίσθηση μιας εύρωστης, ομογενούς ζώνης ώρας στην οποία οι Παλαιστίνιοι ζουν και των ανεπίλυτων και επισφαλών υπαρξιακών πραγματικοτήτων.

Μ’ αυτή την παρούσα φάση στη ζωή της Παλαιστίνης και των Παλαιστινίων, η καταπίεση κι η θυματοποίηση πήραν διαφορετικές μορφές σύμφωνα με τις περιστάσεις του χρόνου και του τόπου. Το 1948, οι Παλαιστίνιοι αντιμετώπιζαν εθνοκάθαρση και σφαγές. Αυτοί που έζησαν μετά στο Ισραήλ ως μειονότητα ήταν υπό στρατιωτική διακυβέρνηση που παραβίαζε τα ανθρώπινα δικαιώματά τους σχεδόν σε κάθε πτυχή της ζωής τους. Στους πρόσφυγες στο μεταξύ αρνούνταν την επιστροφή τους και σ’ αυτούς προστίθονταν ένα νέο ρεύμα ξεριζωμένων Παλαιστινίων στον απόηχο του πολέμου του 1967.

Οι μέθοδοι της υφαρπαγής έγινε περιπλοκότερη, και με πολλούς τρόπους πιο μοχθηρή και βίαιη στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα τα τελευταία πενήντα χρόνια, και συνεχίζει στην ίδια γραμμή, καθώς αυτό το βιβλίο βαίνει προς εκτύπωση. Το Ισραήλ χρησιμοποίησε νέα μεθοδολογία καταπίεσης απ’ όταν οι μεταβαλλόμενες συνθήκες κατέστησαν τις πολιτικές εθνοκάθαρσης αναποτελεσματικές μετά το 1948. Οι μέθοδοι άλλαξαν, αλλά το βασικό όραμα που τις ωθεί παραμένει το ίδιο, και τυπικό όλων των αποικιοκρατικών κινημάτων του παρελθόντος: απόκτηση του εδάφους δίχως τον πληθυσμό.

Η εθνοκάθαρση ως πρωταρχικό μέσο για την εφαρμογή αυτού του οράματος αντικαταστάθηκε από μια μήτρα υφαρπαγής, φυλάκισης, και χωρικού στραγγαλισμού. Αυτό το σύστημα πρώτα επιβλήθηκε στους Παλαιστίνιους που παρέμειναν στο Ισραήλ και υποβλήθηκαν σε μια άτεγκτη στρατιωτική διακυβέρνηση μεταξύ 1948 και 1967. Η αρχή ήταν αρκετά απλή, αν δεν μπορείς να εκτοπίσεις κόσμο από ένα τόπο, πρέπει να τους ενθυλακώσεις έτσι που να μην μπορούν να μετακινηθούν ελεύθερα ή να επεκτείνουν τις περιοχές της κατοικίας τους. Αυτό εκτελέστηκε ανελέητα στις παλαιστινιακές περιοχές εντός του Ισραήλ μέχρι το 1967 και μετά μεταφέρθηκε ως σύστημα στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και στη λωρίδα της Γάζας.

Όποια κι αν ήταν η σιωνιστική μέθοδος, αντιμετώπισε την παλαιστινιακή αντίσταση. Οι Παλαιστίνιοι είναι θύματα, αλλά δεν είναι παθητικά θύματα. Η τραγωδία ήταν και παραμένει ότι λόγω στρατιωτικές ασσυμετρίας (το Ισραήλ έγινε η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στη Μέση Ανατολή κι οι Παλαιστίνιοι η ασθενέστερη), κάθε παλαιστινιακή πράξη αντίστασης (συμπεριλαμβανομένων των μη βίαιων) αντιμετωπίστηκε με όλο το μένος της ισραηλινής δύναμης. Τα κεφάλαια κι οι στροφές αυτού του ποινικού ρεπερτορίου εξιστορούνται σ’ αυτό το βιβλίο μέσα απ’ την αφήγηση των ηρώων και των ηρωίδων του και θα σας εξοικειώσουν με την παλαιστινιακή εμπειρία. Αξιοσημείωτες μεταξύ τους είναι οι φυλακίσεις αντρών, γυναικών και παιδιών δίχως δίκη, που φυλακίζονται όχι επειδή είναι εγκληματίες αλλά μόνο επειδή είναι Παλαιστίνιοι.

Παραδόξως, η μεγαλύτερη επιτυχία του σιωνισμού, η διάσπαση των Παλαιστινίων σε διακριτές ομάδες, που βοήθησε το Ισραήλ να διαιρεί και να βασιλεύει, έφθινε χάρη στην ενιαιότητα αυτής της παλαιστινιακής εμπειρίας στην πάροδο των χρόνων. Αυτή η ενιαιότητα είναι ξεκάθαρη στις αφηγήσεις που ξεδιπλώνονται σ’ αυτό το βιβλίο και μετατρέπει την παλαιστινιακή μνήμη, προφορική ιστορία και ανάμνηση όχι μόνο σ’ ένα μητρώο θηριωδών εγκλημάτων, αλλά επίσης σε εργαλεία πολιτισμικής αντίστασης.

Ο Αντόνιο Γκράμσι έλεγε ότι η πολιτισμική αντίσταση είναι είτε η πρόβα για την πολιτική αντίσταση ή τα μέσα που χρησιμοποιούνται όταν η πολιτική αντίσταση είναι αδύνατη. Νομίζω πως κι οι δύο πιθανότητες εφαρμόζονται στην παλαιστινιακή αντίσταση. Η αντίσταση εδώ εκδιπλώνεται ως ατομικές πράξεις ενισχυόμενες από μια ισχυρή αλληλεγγύη του συλλογικού. Η καταπίεση είναι καθημερινή κι ο χρόνος απειροελάχιστος, και το ίδιο είναι κι αντίσταση. Μικροί συμβολισμοί, καθημερινός ηρωισμός και επιβίωση συσσωρεύονται σε μια ιστορία της Sumud, ανθεκτικότητας. Το μήνυμα αυτού του βιβλίου, όπως και πολλών παλαιστινιακών βιβλίων πριν απ’ αυτό, μηνύει ξεκάθαρα ότι ο σιωνισμός δεν είναι ένα αποικιοκρατικό σχέδιο που πρόκειται να τελειώσει με την εξολόθρευση των ιθαγενών. Αυτοί είναι εδώ και θα παραμείνουν.

Ένας απ’ τους εντυπωσιακότερους τρόπους με τους οποίους οι Παλαιστίνιοι παρέμειναν ανθεκτικοί και θα εξακολουθήσουν να το κάνουν είναι η ικανότητά τους, όπως τόσο ευσύνοπτα το έθεσε ο Έντουαρντ Σαΐντ, να αφηγούνται παρά την συνεχιζόμενη Νάκμπα. Οι ισχυρισμοί τους έχουν διαστρεβλωθεί στην πάροδο των χρόνων, ακόμα κι από κάποιους παλαιστίνιους πολιτικούς, πόσο μάλλον από ξένα ειδησεογραφικά μέσα και την ακαδημία, κι είναι μέσα από προσωπικές ιστορίες που επέμεναν στην δική τους εκδοχή των γεγονότων που αυτές οι σκευωρίες και τα μυθεύματα αμφισβητήθηκαν και καταρρίφθηκαν επιτυχώς.

Η μοναδική μέθοδος που χρησιμοποιείται εδώ από τον Ramzy Baroud κάνει αυτές τις αφηγήσεις δυνατότερες όσο ποτέ. Επίσης φωτίζει ξεκάθαρα ότι οι αφηγήσεις είναι ένα δεινό εργαλείο αντίστασης στην αποικιοκρατία και την υφαρπαγή. Είναι μέρος της πολιτισμικής αντίστασης που προαναφέρθηκε, μια που ήταν πολύ πιο ενοποιημένη και ομοιογενής από την πολιτική αντίσταση που έπασχε, και πάσχει, από φραξιονισμό και ανθενωτικότητα. Η μνήμη έγινε το κύριο μέσο δια του οποίου οι Παλαιστίνιοι εντός του Ισραήλ ταυτίστηκαν με το αίτημα των παλαιστινίων προσφύγων για το δικαίωμά τους στον επαναπατρισμό και το οποίο διέδωσε ξεκάθαρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και στους όπου γης Παλαιστινίους, ότι είναι τα θύματα του ίδιου αποικιοκρατικού συστήματος. Γι’ αυτό, όποια πολιτική λύση που θα διαιώνιζε την πολυδιάσπαση και το διαχωρισμό θα επέτεινε την υφαρπαγή και την οδύνη.

Αυτή η ενιαιοποιητική μνήμη τονίζεται από τις σύγχρονες εμπειρίες, αλλά δεν αναγνωρίζεται πάντα από την πολυδιασπασμένη ελίτ, που παραλύει τον αγώνα. Η πράξη της συμμετρικής μίξης της συλλογικής μνήμης σ’ ένα αποτελεσματικό εργαλείο πολιτισμικής αντίστασης έρχεται από τα κάτω, κι είναι μέσα απ’ αυτό που ο Baroud αποκαλεί «μια ιστορία από τα κάτω», που επανακατασκευάζουμε μια πολύ διαφορετική αφήγηση του παρελθόντος και χαρτογραφούμε τις φιλοδοξίες του παρόντος.

Ο αναγνώστης μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτό το βιβλίο ως πηγή για την ιστορία της Παλαιστίνης και των Παλαιστινίων σε συνδυασμό με άλλα εξαιρετικά βιβλία που έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια. Συμπληρώνει την υπάρχουσα ακαδημαϊκή παράδοση με το να προσθέτει την αυθεντική φωνή των ανθρώπων ως τους πρωταρχικούς αφηγητές του παρελθόντος και αντιπαραθέτοντάς το με τα ακαδημαϊκά αφηγήματα που βασίζονται σε ντοκουμέντα και πιο συμβατική ιστοριογραφική ύλη, ή ειδησεογραφικές αναφορές για την πιο πρόσφατη περίοδο.

Επίσης διαφέρει απ’ ότι θα βρείτε σε ακαδημαϊκά έργα στο λογοτεχνικό του ύφος. Η Ιστορία είναι ιστορία[2]· αυτό δεν σημαίνει ότι είναι εσφαλμένη, φαλκιδευμένη ή και φανταστική. Αλλά η αφήγηση της ιστορίας της Ιστορίας δεν μπορεί να διαζευχθεί από συναισθηματικό υπόστρωμα, θυμό, αίσθημα αδικίας, κι ελπίδα. Η ακαδημαϊκή δουλειά συχνά αποτυγχάνει στο να επανασυνδέσει μ’ αυτές τις διαχρονικές και φυσιολογικές πτυχές της ανθρώπινης φύσης ακόμα κι όταν γράφει για ανθρώπινα όντα. Το στυλ μας επιτρέπει να συνδεθούμε μ’ αυτές τις ευάλωτες και συνάμα ενδυναμωτικές πλευρές της ανθρώπινης υπόστασης, ακόμα κι αν κάποιες φορές διαβιβάζονται από έναν ενδιάμεσο αφηγητή.

Είναι πιθανόν μόνο διαμέσου μιας τέτοιας προσέγγισης που μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως τη σύνδεση μεταξύ της καταστροφής του αστικού χώρου στην Παλαιστίνη το 1948 κι αυτού της Συρίας από το 2011. Μεταξύ των πολλών θυμάτων της πιο πρόσφατης από τις δύο φρικαλεότητες, οι Παλαιστίνιοι πάλι ξεχωρίζουν (όπως οι ένοικοι του καταυλισμού στο Γιαρμούκ στη Συρία), διαφεύγοντας αυτή τη φορά από τη Μέση Ανατολή κι όχι απλά απ’ την Παλαιστίνη.

Η απανθρωπιά, που περιέλαβε τους Παλαιστινίους γι’ άλλη μια φορά, έχει επίσης επηρεάσει εκατομμύρια άλλους στην περιοχή. Η βαρβαρότητα που μαίνεται στη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη και την Υεμένη αξίζει την προσοχή και την καταδίκη μας, Παρ’ όλ’ αυτά δεν θα ‘πρεπε να ξεχνάμε ότι αυτού του είδους η απανθρωπιά υπερίσχυσε στην Παλαιστίνη για πάνω από έναν αιώνα κι ότι η διεθνής αδιαφορία προς, κι όντως αρκετά συχνά στήριξη για, αυτήν είναι ένας απ’ τους κύριους λόγους που η Δύση νιώθει και παραμένει ανήμπορη ενώπιον της τρέχουσας σφαγής. Μόνο μέσω της προσεχτικής παρακολούθησης του ρόλου της Δύσης στην υφαρπαγή της περιουσίας των Παλαιστινίων, που ξεκίνησε εκατό χρόνια πριν με τη διακήρυξη του Μπάλφουρ, μπορεί να εκτιμηθεί η υπευθυνότητα της Δύσης για το χάος που επικρατεί στη Μέση Ανατολή. Κανείς μπορεί να απαλλάξει τις αραβικές κοινωνίες και τους πολιτικούς τους από την ευθύνη τους για τη δεινή κατάσταση στην οποία περιήλθε η Μέση Ανατολή· αυτό είναι αποδεκτό και ποτέ δεν παραγνωρίστηκε. Η μοίρα του ιθαγενούς λαού της Παλαιστίνης, όπως κι αυτή τόσων άλλων ιθαγενών λαών ανά τον κόσμο που καταστράφηκαν απ’ τη Δύση, είναι στενά συνδεδεμένη μ’ ένα καλύτερο και πιο ελπιδοφόρο μέλλον για όλη τη Μέση Ανατολή. Για μια καλύτερη κατανόηση του πώς ξεκίνησε, και τι σήμαινε, κανείς πρέπει να ακούσει τις φωνές των ανθρώπων που υπέστησαν τον Δυτικό Ιμπεριαλισμό και τη Σιωνιστική Αποικιοκρατία. Αυτό το βιβλίο είναι ένα καλό σημείο αφετηρίας αυτού του ταξιδιού.

[1] Καταστροφή. Αναφέρεται στα γεγονότα του 1948, όταν ισραηλινές παραστρατιωτικές ομάδες έθεσαν σε εφαρμογή σχέδιο εθνοκάθαρσης της ιστορικής Παλαιστίνης ώστε στα εδάφη της να ιδρυθεί εβραϊκό κράτος, διαπράττοντας θηριωδίες, σκοτώνοντας χιλιάδες κι εκτοπίζοντας εκατοντάδες χιλιάδων Παλαιστινίων

[2] Ως «Ιστορία» αποδίδεται ο όρος «history» και ως «ιστορία» ο όρος «story»

τεχνητή νοημοσύνη εξέλιξη

Η εξέλιξη της Τεχνητής Νοημοσύνης δεν είναι μια προκαθορισμένη διαδρομή

Πριν 5 βδομάδες οι βασικοί ηγέτες των μονοπωλίων της τεχνολογίας (Musk-Twitter, Facebook, Bozniac – Apple, Amazon, Googleκ.α) δημοσίευσαν την έκκληση των 1000 για την παύση των ερευνών στην Τεχνητή Νοημοσύνη για 6 μήνες, έτσι ώστε να ρυθμιστεί νομικά-ηθικά-επιστημονικά-πολιτικά το πλαίσιο που διέπει τις εφαρμογές της Τεχνητής Νοημοσύνης. Η ανάγκη “προέκυψε” μετά την έκρηξη της συζήτησης που προκάλεσε το Γλωσσικό Μοντέλο ChatGpt. Τις επόμενες βδομάδες κυκλοφόρησαν και άλλες εκκλήσεις. Από τον σταρ διανοητή NoalHarari έως τον επονομαζόμενο «πατέρα» της τεχνητής νοημοσύνης Τζέφρι Χίντον.

Η έκκληση εδώ. 

Πέρα  από την προφανή σκοπιμότητα, καθώς κάποιοι έμειναν πίσω στην κούρσα του ανταγωνισμού, όταν η εταιρεία OpenAI έβγαλε τη νέα έκδοση του ChatGpt, το επιχείρημα των “γκουρού” της τεχνολογίας, πως όπως γύρω από την επιστημονική γνώση για το DNA ή την πυρηνική τεχνολογία απαιτείται “μια κάποια ρύθμιση” έτσι απαιτείται και για τη γνώση γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη, είναι αστείο. Η γνώση για την τεχνητή νοημοσύνη ήδη είναι ενσωματωμένη σε εφαρμογές που τους αποφέρουν τεράστια κέρδη, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει σχεδόν κανένα πλαίσιο κοινωνικού ελέγχου γύρω από τα δεδομένα, τις εφαρμογές, τους αλγορίθμους, το ποιος κατέχει, σε τελική ανάλυση, τα τεράστια υπολογιστικά συστήματα και τις απίστευτες ποσότητες δεδομένων που απαιτούν τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης. Επιπλέον μια οποιαδήποτε ρύθμιση για τη δημιουργία ενός στοιχειώδους πλαισίου κοινωνικού ελέγχου της τεχνητής νοημοσύνης απαιτεί χρόνια και όχι 6 μήνες, όπως ζητούν οι υπογράφοντες την έκκληση για μορατόριο. Ειδικά αν συνυπολογίσουμε την Κίνα, τη Σαουδική Αραβία και άλλες μη δυτικές χώρες που αναπτύσσουν τέτοιες τεχνολογίες.

Ως μια πιο ουσιαστική οπτική, πέρα από τις «ευαισθησίες» όσων βγάζουν δισεκατομμύρια από την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των μονοπωλίων της τεχνολογίας, δημοσιεύουμε την κριτική που κάνουν οι συγγραφείς της εργασίας “Στοχαστικοί Παπαγάλοι”, που δημοσιεύτηκε το 2020 και αφορά τις εφαρμογές των Μεγάλων Γλωσσικών Μοντέλων όπως το ChatGPT, που τότε δεν είχε βγει ακόμα στη σημερινή βελτιωμένη εκδοχή του. Η έρευνα αυτή κάνει κριτική στον τρόπο ανάπτυξης αυτών των συστημάτων για περιβαλλοντικούς λόγους (απαιτούνται τεράστιοι υπολογιστές), λόγους εξαπάτησης και αξιοπιστίας καθώς όποιος ελέγχει τα δεδομένα που εισάγονται σε αυτές τις εφαρμογές αλλά και των κώδικα και την δομή αυτών των συστημάτων, παράγει και επιθυμητά γι’ αυτόν αποτελέσματα. Σημειωτέον, δύο από τους συγγραφείς απολύθηκαν από την Google όπου και εργαζόντουσαν στον τομέα της Δεοντολογίας και της Ηθικής, γιατί αρνήθηκαν να αποσύρουν το όνομά τους από την συγκεκριμένη εργασία.

https://www.dair-institute.org/blog/letter-statement-March2023

 

Δήλωση από τους συγγραφείς του StochasticParrots σχετικά με την επιστολή “AI pause”.

Read more

Συμμετοχική Εικαστική Δράση για τη σύγχρονη στέγη

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ

project#1 / Συμμετοχική Εικαστική Δράση για τη σύγχρονη στέγη

Παρατείνεται για άλλο ένα τριήμερο, από την Παρασκευή 13 Ιανουαρίου ως και την Κυριακή 15 Ιανουαρίου, η Συμμετοχική Εικαστική Δράση ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ project#1, με θέμα τη σύγχρονη κατοικία.

ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ

«Αφορμή για την πραγματοποίηση της δράσης υπήρξε η ανάγκη για συλλογική καλλιτεχνική πράξη και η ίδια η φυσιογνωμία του χώρου και του τόπου. Οι ίδιες οι σχέσεις αμοιβαιότητας μεταξύ των δημιουργών και η απουσία θεωρητικής και εικαστικής επιμέλειας απαίτησε χρόνο και διάθεση διαπραγμάτευσης τόσο στη φόρμα, όσο και στο περιεχόμενο των προτάσεων. Η επένδυση αυτού του ανθρώπινου κεφαλαίου οδήγησε σε νέες φόρμες και συλλογικές απόπειρες δημιουργίας, διαμορφώνοντας τη δυναμική μιας νέας κοινότητας με εσωτερική εμπειρία. Το μέλλον θα δείξει.»

(από τον ιστότοπο της πρωτοβουλίας)

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΑ

Μάντυ Αλμπάνη, Ειρήνη Γεωργοπούλου, Ελπίδα Δημόγιαννη, Μενέλαος Ζαγανίδης, Mitsos Kyklaminos, Ευθαλία Θλιβερού, Βάλια Καραπιδάκη, Διονύσης Ματαράγκας, Κώστας Ντάφλος, Κορίνα Παπαφράγκου,Φοίβος Σοφικίτης, Έρη Σταυροπούλου, Κατερίνα Χριστοπούλου.

INFO

Η δράση πραγματοποιείται σε ισόγειο κατάστημα στην οδό Ερεχθείου 12 στο Κουκάκι.

Ώρες λειτουργίας:

13 Ιανουαρίου 17:00 – 22:30
14 Ιανουαρίου 17:00 – 20:30
15 Ιανουαρίου 17:00 – 20:30

ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

https://enoikiazetai12.wordpress.com/

Ένα, δύο, τρία, πολλά Μουσικά Κουτιά

Ο λόγος για την μουσική εκπομπή της ΕΡΤ που παρουσιάζουν οι μουσικοί Νίκος Πορτοκάλογλου και Ρένα Μόρφη. Μια εκπομπή που συζητιέται όλο και περισσότερο, που εκπομπές της αναπαράγονται σε social media και σχολιάζονται σε παρέες. Που έχει απασχολήσει και έχει σχολιαστεί από δημοσιογράφους.

Η εμφάνιση του Eric Burton, η συγκίνηση των μουσικών στο «Πριν το Τέλος» με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου αλλά και πάρα πολλές άλλες στιγμές της μουσικής αυτής εκπομπής έχουν δημιουργήσει ήδη ένα μικρό «κίνημα» φανατικών υπερασπιστών και προπαγανδιστών της συγκεκριμένης εκπομπής. Και όχι απλά τηλεθεατών.

Το να επιχειρηματολογήσουμε για τη μαζική πολιτιστική αποχαύνωση που παράγει, εδώ και πολλά χρόνια, η τηλεόραση θα είναι σαν να κλέβουμε εκκλησία. Πριν 30 χρόνια η δημιουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης παρουσιάστηκε σα διέξοδο απέναντι στην μονόπλευρη και κυβερνητικά ελεγχόμενη ΕΡΤ. Με τα γνωστά, νεοφιλελεύθερης κοπής, επιχειρήματα ότι ο ανταγωνισμός θα φέρει άνοδο της ποιότητας. Τριάντα χρόνια μετά, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η ποιότητα – και στην ενημέρωση και στο πολιτιστικό προϊόν που παράγεται – έχει πέσει υπό το μηδέν.  Ο όρος τηλεσκουπίδια μάλλον αδικεί τα σκουπίδια.

Για να μη μιλήσουμε για τον «πλουραλισμό» που έφερε ο «ελεύθερος ανταγωνισμός» των πολλών καναλιών. Οι ενημερωτικές εκπομπές το πρωί λιβανίζουν την κυβερνητική πολιτική, μετά τα lifestyle και gossip πρωινάδικα και τα μεσημεριανάδικα προωθούν και καλλιεργούν τις χειρότερες πλευρές της υπερκαταναλωτικής, ματαιόδοξης και εγωιστικής, σεξιστικής και πατριαρχικής λογικής του συστήματος, αργότερα τηλεπαιχνίδια, εκπομπές μόδας ή μαγειρικής και το βράδυ ο απόπατος των reality. Κάπου ενδιάμεσα θα βρουν θέση και κάποιες ελληνικές σειρές, καλύτερες ή χειρότερες για τις οποίες ο γράφων δεν έχει άποψη.

Το Μουσικό Κουτί είναι όντως μια όαση μέσα σε αυτήν την πολιτιστική έρημο. Και φαίνεται να έχει διαμορφώσει και ένα φανατικό κοινό. Αυτός ο «φανατισμός» ή το πείσμα, με πιο political correct ορολογία, είναι απαραίτητο στοιχείο για να υπάρξει μια στοιχειώδης αντίσταση στην πολιτιστική αποχαύνωση που προωθεί η σύγχρονη τηλεόραση.

Δεν πρέπει όμως να κοιτάμε την εικόνα μας στο timeline των social media και να την μπερδεύουμε με την πραγματικότητα. Δεν έχουμε κάποια «εκδίκηση του έντεχνου», όπως γράφτηκε. Το κοινό αυτό με το μεγάλο πείσμα παραμένει μειοψηφικό και μικρό. Προχθές στο Μουσικό Κουτί ήταν καλεσμένοι ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και η Μαρία Φαραντούρη. Την ώρα εκείνη τα νούμερα τηλεθέασης στο δυναμικό κοινό ήταν:

  • Survivor: 26% (reality με παράγοντες του star system κοκ)
  • Η Γη της Ελιάς: 18,8% (σειρά – ερωτικό δράμα)
  • Άσε μας ρε μαμά: 13,4% (κωμική ελληνική σειρά)
  • Η Φάρμα: 12% (reality με παράγοντες του star system κοκ)
  • Για Πάντα (Α΄ Προβολή): 10,9% (ελληνική αισθηματική ταινία του σκηνοθέτη του Bachelor)
  • Χαιρέτα μου τον πλάτανο: 5,2% (κωμική ελληνική σειρά)
  • Μουσικό Κουτί: 4,4%

Απ’ ότι λένε όσοι παρακολουθούν αυτούς τους δείκτες, οι συγκεκριμένες επιδόσεις για εκπομπή της ΕΡΤ είναι και υψηλές.

Ο όρος «δυναμικό κοινό» επίσης έχει σημασία. Προσπάθειες σαν το Μουσικό Κουτί αποτελούν όντως πολιτιστικές νησίδες αντίστασης ή αποτελούν κυρίως ένα απάγκιο και μια νοσταλγία που αφορούν κάποιες μεγαλύτερες ηλικίες και πολλές φορές και με συγκεκριμένη πολιτικοποίηση;

Ο πρόσφατος θάνατος του Μ. Θεοδωράκη ανέδειξε έντονα και αυτήν την πλευρά. Μια μερίδα της ελληνικής κοινωνίας δε θέλει να ξεχάσει τι παρήγαγαν στον πολιτισμό οι αγώνες του 20ου αιώνα και να πολτοποιηθεί στις μυλόπετρες του σημερινού πολιτισμού-εμπόρευμα. Όμως αυτά δεν αφορούν τόσο το σήμερα, ούτε κυρίως τη νεολαία.

Με αφορμή πάλι τη συγκεκριμένη εκπομπή, πέρα από την τηλεθέαση, σημασία έχει τι δείχνει η κίνηση στα social media. Η εκπομπή με το θρύλο των Animals, Eric Burdon είχε υποπολλαπλάσια επίδραση στο youtube σε σχέση με τις αντίστοιχες εκπομπές με τους… Χατζηφραγκέτα, την Ιουλία Καραπατάκη, τη Μποφίλιου ή τους… Locomondo.

Τα τελευταία χρόνια απασχολεί τη δημόσια συζήτηση ο κοινωνικός φασισμός και το ρεύμα του σκοταδισμού – ανορθολογισμού που απλώνεται στις κοινωνίες σαν καρκίνωμα. Στα παραπάνω λειτουργεί ως λίπασμα η πολιτιστική αποχαύνωση (το ότι μια σειρά αστέρες των μεγάλων πιστών είναι (ήταν) υποστηρικτές της ΧΑ, μακεδονομάχοι ή φανατικοί αντιεμβολιαστές, μόνο τυχαίο δεν είναι).

Επομένως η αντίσταση στην πολιτιστική αποχαύνωση είναι κρίσιμη. Δεν αρκεί η νοσταλγία, ούτε φυσικά αρκεί κάποια «εκδίκηση του έντεχνου και της ποιότητας». Χρειάζεται να απασχολεί διαρκώς το θέμα της νεολαίας, να αναπτύσσεται παρέμβαση εκεί που αυτή υπάρχει (social media, τεχνολογία), να πολλαπλασιάζονται τέτοιες παρεμβάσεις.

Αυτές οι παρεμβάσεις υπάρχουν, ανεξαρτήτως των πολιτικών πεποιθήσεων ή σκοπιμοτήτων των δημιουργών τους. Γιατί ακόμα και αν ο Πορτοκάλογλου έχει τη χειρότερη άποψη για την Αριστερά ή είναι σαφείς οι πολιτικές του προτιμήσεις, επιμένει να κρατά ένα επίπεδο, κόντρα στη λάσπη. Και η Ρουβάδικη αισθητική της οικογένειας Μητσοτάκη, παρόλο που είναι πολύ πιο μαζική και πλειοψηφική, δεν συναντιέται εύκολα με τη Φαραντούρη ή τον Παπακωνσταντίνου.

Το Μουσικό Κουτί πιθανόν θα κάνει κάποια στιγμή τον κύκλο του. Από μόνο του δεν αρκεί. Το σίγουρο είναι ότι έχει δημιουργήσει μια θετική έκπληξη και την ίδια στιγμή ότι χρειάζονται 1,2,3, πολλά Μουσικά Κουτιά.

Homo Universalis

Μπορεί να θεωρηθεί άκομψο, περιττό κι ανεπιθύμητο λέκιασμα ένα μυριοστό κείμενο αναφοράς στον Μίκη στις οικονομικές σελίδες μιας εφημερίδας, ανάμεσα σε αναφορές για μακρο- και μικρο-, φόρους και μεγέθη, τιμές και στατιστικές, κέρδη και ζημιές, αυξήσεις και μειώσεις, πλούτο και φτώχεια. Μπορεί και να ’χει δίκιο όποιος έχει τη σχετική επιφύλαξη. Αλλά αν είσαι καμιά εξηνταριά ετών, αν έχεις γεννηθεί στη φλογερή και ζοφερή δεκαετία του ’60, αν άρχισες να καταλαβαίνεις τον εαυτό σου στην εκρηκτική δεκαετία του ’70, αν έχεις ζήσει τη γοητεία της παράνομης ακρόασης του απαγορευμένου Μίκη από μικρά, βραχνά φορητά πικάπ και κασετόφωνα, αν έχεις ποδοκροτήσει και χειροκροτήσει στις επικές συναυλίες της μεταπολιτευτικής νομιμότητας, αν έχεις συμπορευτεί με τον sui generis κομμουνιστή, αν έχεις θυμώσει με τον πολιτικό τυχοδιώκτη των μεγάλων αλμάτων από αριστερά προς δεξιά και αντιστρόφως, αν έχεις ενοχληθεί από τα εθνικιστικά του διολισθήματα κι αν έχεις απογειωθεί με τα διεθνιστικά του αριστουργήματα, αν έχεις θαυμάσει την ιδιοφυΐα του και έχεις απορήσει με την αφέλειά του, αν έχεις χορέψει τα συρτάκια του κι έχεις δυσκολευτεί με τα συμφωνικά του, αν έχεις κλάψει με τα λυρικά του κι έχεις αναταθεί με τα επικά του, αν η αναρχική του περιδίνηση σε έχει ενθουσιάσει και σε έχει τσατίσει, αν με λίγα λόγια αυτός ο ψηλός τύπος με το βάρος του ταραγμένου αιώνα που παίρνει μαζί του είναι στοιχείο της ταυτότητάς σου, πώς μπορείς να το αποφύγεις αυτό; Απλά δεν μπορείς.

Εμείς του ’60 οι εκδρομείς κι οι λίγο παλιότεροι είχαμε να ξεπεράσουμε κι εκείνο το παράδοξο μουσικο-πολιτικό δίλημμα που προέκυψε προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, αρχές του ’80: Μίκης ή Μάνος; Προϊόντα της ίδιας εποχής, χαρακτηρίζονταν από ανάλογης κλίμακας μουσική ιδιοφυΐα και πολιτική οξυδέρκεια. Αλλά του Μάνου το δεύτερο τάλαντο, το πολιτικό, το ανακαλύψαμε με αρκετή καθυστέρηση, όταν στο Τρίτο έβγαζε με αναρχικό σουρεαλισμό τη γλώσσα του σε κάθε όριο και φραγμό λογοκρισίας της Δεξιάς και του καθωσπρέπει καραμανλισμού. Τότε ακριβώς από το τρομερό δίλημμα μας έβγαλε ο ίδιος ο Μάνος, όταν ανέθεσε στον Μίκη να απαγγείλει-τραγουδήσει την «Ελλαδογραφία» του Γκάτσου, από τα περίφημα «Παράλογά» του. Κι έτσι ο Μάνος, με τη μεγαλειώδη ταπεινότητα που τον διέκρινε, ανακήρυξε τον Μίκη «καθολικό Ελληνα» του 20ού αιώνα, παγκόσμιο μπραντ νέιμ της χώρας και της ταραγμένης Ιστορίας της από τον Μεσοπόλεμο και εντεύθεν: «Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;/ Πότε θα ’ρθούνε καινούργιοι ανθρώποι/ να συνοδεύσουνε τη βλακεία/ στην τελευταία της κατοικία;».
Ο Μίκης ήταν ένας από εκείνους τους καινούργιους ανθρώπους που θα μπορούσαν να έχουν θάψει τη βλακεία, μαζί με την απανθρωπιά, τη σκληρότητα, την εκμετάλλευση, την ανισότητα, την εξαθλίωση, τη φτώχεια, την αμορφωσιά, τον φασισμό, τον αυταρχισμό, τον σκοταδισμό, τη σκλαβιά, τη εθελοδουλία, την ανελευθερία, τη λογοκρισία, τη φίμωση, την καταπίεση, τη στρατοκρατία, την αστυνομοκρατία, τον διχασμό, την πολεμοκαπηλία, την πατριδοκαπηλία, την προδοσία, το ψέμα, την ασχήμια. Ηταν στον αφρό μιας γενιάς καινούργιων ανθρώπων που έγιναν πρόθυμα παρανάλωμα της Ιστορίας, στην τρομακτική αναμέτρηση των ονείρων με τους εφιάλτες του 20ού αιώνα. Δυστυχώς, οι δεύτεροι επικράτησαν συντριπτικά και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης.
Κανείς δεν ξέρει ποια διασταύρωση φύσης και βούλησης, τύχης και αναγκαιότητας δίνει σε κάποιους ανθρώπους το ιστορικό προβάδισμα που ξεπερνά τις δεξιότητες και αδεξιότητές τους, τις καλές ή κακές προθέσεις τους, τις μικρότητες και τα μεγαλεία τους, τις κακότητες και τις αγαθότητές τους, τις επιτυχίες και τα λάθη τους, τα αριστουργήματα και τα ανοσιουργήματά τους, τις αλήθειες και τα ψεύδη τους, τα φωτεινά και μελανά ίχνη τους κι όλες τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις της πραγματικότητας, που ποτέ δεν είναι μαύρο – άσπρο. Πάντως, συμβαίνει. Κι αφού η κρησάρα της συλλογικής μνήμης φιλτράρει καλά γεγονότα και κουτσομπολιά, τεκμήρια και αστικούς μύθους, βγάζει στον αφρό τον ρόλο της προσωπικότητας στην Ιστορία, που δεν καταργεί την πάλη των τάξεων, των γενεών, των εθνών, των συστημάτων και των πολιτισμών, αλλά συντονίζεται μ’ αυτήν και αποδίδει μια συνεκδοχή: ο αιώνας του Μίκη ή εποχή Μίκη. Δεν έχει σημασία αν στην επόμενη γενιά αυτή η συνεκδοχή της Ιστορίας μπορεί και να χαθεί. Τώρα, πάντως, κυριαρχεί, όπως προδίδει η καταιγίδα κοινοτοπιών και κλισέ με τα οποία ραίνουν τον τάφο του Μίκη οι πάντες.

Αν κι είναι μάλλον ακατόρθωτο να πεις κάτι που να ξεχωρίζει από τον χείμαρρο της κοινοτοπίας, η ταπεινότητά μου θα απέδιδε στον μεγάλο απόντα το χαρακτηριστικό που έπειτα από πέντε αιώνες επιβίωσης η σκληρή, νεοφιλελεύθερη εποχή εξαφανίζει βίαια: ο Μίκης είναι ένας από τους τελευταίους «Οικουμενικούς Ανθρώπους», μια ασθμαίνουσα, ετεροχρονισμένη ενσάρκωση του αναγεννησιακού Hominis Universalis (ονομαστική: Homo Universalis) που πάει κόντρα στον απόλυτο καταμερισμό εργασίας, αναιρεί τον κατακερματισμό του ανθρώπου και των ικανοτήτων του, υπερβαίνει τις διαιρέσεις της ανθρωπότητας και πασχίζει να αποκαταστήσει τη φυσική συνοχή κι ενότητά της. Μουσική και πολιτική, συγγραφή και οικονομία, τέχνη και κοινωνία, λόγος και έργο, σκέψη και δράση, θεωρία και πράξη, πατριωτισμός και διεθνισμός, σύγκρουση και συμφιλίωση, παράδοση και πρωτοπορία, αντίθεση και σύνθεση, καινοτομία και λαϊκότητα, ατομικότητα και συλλογικότητα, μια ακατάπαυστη κίνηση από το ένα στο άλλο. Οι άνθρωποι που καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα σύνορα ανάμεσα σ’ αυτές τις κατηγορίες γίνονται μια προβολή ενός λαμπερού ανθρώπινου μέλλοντος. Και υποθέτω ότι αυτό εννοούσε ο Μίκης κρατώντας από τα «Μεγάλα Μεγέθη» της ζωής του την επιθυμία «να φύγει σαν κομμουνιστής». Το είχε ξαναγράψει άλλωστε ο ίδιος, το 1968, οδυνηρά και αυτοσαρκαστικά: «Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά./ Πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις./ Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος./ Η εκπόρθηση να φτάσει ώς τις ρίζες των βουνών».

Ζούμε στην εποχή της ριζικής εκπόρθησης και του τέλειου εξευτελισμού. Ελπίζουμε πως το μέλλον ανήκει στους Homines Universales.

Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών

Αναδημοσίευση από kibi-blog.blogspot.com

Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας

Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας

Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας

Η Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας είναι ένα ιδιαίτερα επιδραστικό έργο του Ν. Σβορώνου που γράφτηκε στη Γαλλία τη δεκαετία του 50. Αποτελεί μια συνοπτική εκλαϊκευτική παρουσίαση της νεοελληνικής ιστορίας η οποία κατά την έκδοσή της έγινε κόκκινο πανί για την εθνικόφρονα ιστοριογραφία της δεκαετίας του ’50, καθώς θεωρήθηκε μαρξιστικό έργο που καταλήγει να εκθειάζει το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, οπότε και αφαιρέθηκε η ιθαγένεια από τον εξόριστο ιστορικό.

Η Επισκόπηση μεταφράστηκε και εκδόθηκε στην Ελλάδα κατά τη μεταπολίτευση και σε αυτή προστέθηκαν τα «Προλεγόμενα» του συγγραφέα καθώς και εκτεταμένος βιβλιογραφικός οδηγός του Σ. Ασδραχά. Στα Προλεγόμενα παρατίθενται συνοπτικά οι βασικές ιδέες που διατρέχουν το βιβλίο και αρκετές από αυτές αφορούν τη διαδικασία συγκρότησης του νεοελληνικού έθνους και τον τρόπο με τον οποίο αυτή πυροδότησε, διαμόρφωσε και διαμορφώθηκε από την επανάσταση του 1821.

Στα Προλεγόμενα περιλαμβάνεται η περίφημη διατύπωση του Νίκου Σβορώνου για τον «αντιστασιακό χαρακτήρα της νεοελληνικής ιστορίας», καθώς ο ελληνισμός διεκδίκησε την πολιτική, οικονομική και κοινωνική του ανεξαρτησία στην πάλη του εναντίον αυτοκρατοριών στην αρχή, ιμπεριαλιστικών συγκροτήσεων στη συνέχεια. Αυτή η «αντιστασιακή συνέχεια» είτε εκφράστηκε στη συνύπαρξη με την Οθωμανική κυριαρχία, είτε στην αντίθεση (παθητική ή ένοπλη) με αυτή, προσδίδει κατά τον ιστορικό ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο νεοελληνικό έθνος.

Το γεγονός ότι ο ελληνισμός αναπτύσσει σταδιακά την εθνική του συνείδηση και συγκροτείται σε έθνος, μέσα και ενάντια σε μια μεγάλη και ιστορική αυτοκρατορία, την Οθωμανική, κάνει το 1821 σημαντικό. Σημαντικότερο από μια απλή εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση – αν και καμιά επανάσταση δεν είναι «απλή». Το γεγονός ωστόσο ότι η εθνική συγκρότηση κάνει το αποφασιστικό της βήμα μέσα από μια επιτυχημένη επανάσταση, κληροδοτεί την αντίσταση (σε ποικίλες μορφές) στην κοινωνική και πολιτική μνήμη των Ελλήνων. Αυτός είναι και ο λόγος που το Εικοσιένα συνδέθηκε αναπόφευκτα με την επόμενη μεγάλη στιγμή της νεοελληνικής ιστορίας, την ηρωική δεκαετία του 1940, παρόλο που η κατάληξή της υπήρξε τραγική για τις δυνάμεις της Αντίστασης.

Ο Ν. Σβορώνος, επικεντρώνει στις συγκυρίες μέσα στις οποίες συντελείται η αστικοποίηση στο χώρο του ελληνισμού. Αυτές επιβάλουν βραδείς ρυθμούς εξέλιξης και διαμορφώνουν μια «σύνθετη ηγετική τάξη με διφορούμενους κοινωνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς προσανατολισμούς». Ανάμεσα στις πολλές ιδιαιτερότητές της, είναι το γεγονός ότι η ηγεμονική ελληνική αστική τάξη συγκροτείται κατεξοχήν εκτός των εθνικών ορίων του 19ου αιώνα και δεν «επαναπατρίζεται» παρά μόνο στα τέλη του.

Επιπλέον, επιμένει ότι από την ίδρυση του ελληνικού κράτους την επόμενη της επανάστασης, μέχρι σήμερα, οι ξένες δυνάμεις παίζουν καθοριστικό και ρυθμιστικό ρόλο «σε σημείο που η επίσημη πολιτική της Ελλάδας να δίνει συχνά την εντύπωση ότι εξελίσσεται εν απουσία των Ελλήνων, η δε παρουσία του ελληνικού λαού εκδηλώνεται με συνεχή κινήματα διαμαρτυρίας».

Για τον Ν. Σβορώνο σημείο αφετηρίας της ανάλυσης του νεοελληνικού σχηματισμού αποτελεί το γεγονός ότι τα αστικά στρώματα αναπτύσσονται κάτω από την ώθηση και τον έλεγχο των δυτικών δυνάμεων από τις οποίες παραμένουν άμεσα εξαρτημένες. Αποτέλεσμα είναι η αστική τάξη να αποκτά συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία κυριαρχούν μέχρι και σήμερα. Όσο και αν στις αρχές του 21ου αιώνα η ένταξη στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ διασκεδάζει αυτά τα χαρακτηριστικά, η εποχή των μνημονίων κάνει ξανά επίκαιρη τη διατύπωση του Σβορώνου για μια «οικονομική αν όχι άμεσα πολιτική αποικιοκρατία».

Μία ακόμα σημαντική πλευρά των επισημάνσεων που κάνει ο Ν. Σβορώνος αφορά τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε η ελληνική αστική τάξη στην ιστορία συγκρότησης του νεοελληνικού έθνους. Είναι μια τάξη που διαμορφώνεται από τις πρώτες, σε όλη τη Βαλκανική, πεδίο δράσης της είναι ένας ευρύτερος χώρος, κατά βάση εξωελλαδικός (από την Οδησσό μέχρι τη Βιέννη και από τη Κωνσταντινούπολη μέχρι την Αλεξάνδρεια), τουλάχιστον μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, γεγονός που της δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα. Η ελληνική αστική τάξη πρωταγωνιστεί τόσο στον ευρύτερο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και εντός των μετέπειτα εθνικών ορίων.

Από την άλλη, τα κοινωνικά στρώματα που συνδέονται με τη γαιοκτησία δεν βαρύνουν στις εξελίξεις. Αυτό όμως συνιστά και το όριο της ελληνικής αστικής τάξης: Δεν έχει έναν ισχυρό και άμεσο αντίπαλο για να συγκρουστεί, άρα οι επαναστατικές της διαθέσεις είναι περιορισμένες. Τα αστικά στοιχεία έχουν διαρκώς την πρωτοβουλία, αλλά η ασάφεια στις κοινωνικές δομές και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τάξης αυτής, «εξηγούν τα ανολοκλήρωτα αποτελέσματα των πολιτικών της αγώνων».

Απουσιάζει το ριζοσπαστικό πνεύμα στην ελληνική αστική τάξη, ενώ οι πολιτικοί αγώνες που κατευθύνει καταλήγουν σε συμβιβασμούς: «το φιλελεύθερο πνεύμα του πρώτου πυρήνα της Φιλικής Εταιρείας παραμερίζεται κατά την Ελληνική επανάσταση του ’21 που καταλήγει με την επιβολή της απόλυτης μοναρχίας», γράφει ο Ν. Σβορώνος. Στη μετέπειτα πορεία, οι αγώνες της αστικής τάξης δεν ξεπερνούν τα όρια της συμμετοχής της στην εξουσία. Με το που εξασφαλίζεται ισχυρό μερίδιο, ο συμβιβασμός είναι δεδομένος. Οι δε «αλλεπάλληλες υπαναχωρήσεις που παρατηρούνται στο κοινωνικό και πολιτικό της πρόγραμμα προδιαγράφουν και την πορεία της».

Το συγκεκριμένο έργο του Ν. Σβορώνου είναι απαραίτητο σημείο εκκίνησης για μια συνοπτική προσέγγιση της νεοελληνικής ιστορίας. Σημεία του έργου του παραμένουν πεδίο συζήτησης και αντιπαράθεσης στην Αριστερά, ωστόσο οι κεντρικές του ιδέες αποτελούν κοινό τόπο για όσους αντιλαμβάνονται την ιστορία ως εξέλιξη κοινωνικών σχέσεων και κοινωνικών δυνάμεων.


Το βιβλίο είναι εξαντλημένο στον εκδότη, ηλεκτρονικά υπάρχει εδώ

21 ρωγμές στην επίσημη ιστορία για το 1821

Ο Σπύρος Αλεξίου έγραψε ένα πολιτικό βιβλίο για το 1821. Όχι απλώς με την έννοια της αποδόμησης των κυρίαρχων μύθων που έχουν στηθεί από την αστική ιστοριογραφία για το μεγαλείο των προγόνων και τον άφθαστο διαχρονικό και πανταχού παρόντα ηρωισμό των Ελλήνων. Κυρίως με την έννοια της αντιπαράθεσης στο σύγχρονο κυρίαρχο ρεύμα το οποίο επιχειρεί να καταργήσει τα μεγάλα ερμηνευτικά εργαλεία και να αφαιρέσει από την ιστορία τις έννοιες της μετάβασης, της εξέλιξης, της διαλεκτικής. Γιατί ακόμα και αν αυτές οι λέξεις έχουν κακοποιηθεί, εξακολουθούν να αποτελούν προϋποθέσεις για να μπορούμε να καταλάβουμε τον κόσμο και την ιστορία του.

Τα 21 κεφάλαια που περιλαμβάνονται στο βιβλίο δεν είναι, (ούτε άλλωστε φιλοδοξούν να είναι), μια ολοκληρωμένη μελέτη της επανάστασης. Ενισχύουν όμως μια ολοκληρωμένη αφήγηση της ιστορίας μιας σημαντικής εθνικοαπελευθερωτικής και ταυτόχρονα αστικής επανάστασης που ταλαιπωρήθηκε στο παρελθόν από τα συνήθη κλισέ των εθνικοπατριωτικών γυμνασμάτων, και απειλείται στο παρόν από το σύγχρονο αναθεωρητισμό.

Από αυτή την άποψη το βιβλίο του Σ. Αλεξίου είναι μια σημαντική συνεισφορά σε τέσσερα τουλάχιστον επίπεδα:

Πρώτον, επειδή γράφεται σε ευθεία αντίθεση με την απόπειρα να πειστούμε ότι οι επαναστάσεις είναι παρωχημένα μουσειακά εκθέματα του παρελθόντος, με αμφίβολη μάλιστα αποτελεσματικότητα. Όπως ίσως παρατηρεί ο αναγνώστης ορισμένων εφημερίδων και σίγουρα παρατηρεί ο τηλεθεατής ειδήσεων και επετειακών εκπομπών για τα 200 χρόνια από την επανάσταση, η ανεξαρτησία της Ελλάδας οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις Μεγάλες Δυνάμεις και στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Βεβαίως χρωστούμε ευγνωμοσύνη και στα σωτήρια δάνεια της Αγγλίας (έστω κι αν αυτά δόθηκαν με ληστρικούς όρους και κατασπαταλήθηκαν με μνημειώδη ιδιοτέλεια). Ο δε στόχος των αγωνιστών ίσως και να ήταν ο φιλελεύθερος ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός της χώρας, ο οποίος …δικαιώνεται σήμερα με τον ευρωατλαντισμό. Ο ιστορικός αναθεωρητισμός έχει περιλάβει το εικοσιένα και οι πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες οργιάζουν.

Δεύτερον, επειδή το βιβλίο του Σ. Αλεξίου αμφισβητεί εύκολα σχήματα και ανιστόρητες ταυτίσεις με πρόσωπα που ανήκουν σε άλλη εποχή. Και ως τέτοια, υπόκεινται στα συγκεκριμένα όρια και τις δοσμένες συνθήκες. Δεν μπορούμε ούτε να απαιτούμε χρονικά άλματα στα σχήματα του εικοστού αιώνα, ούτε να ερμηνεύουμε το παρελθόν με βάση τις επιθυμίες μας. Οι εμφύλιοι, ο Καποδίστριας, ο Μαυροκορδάτος ή ο Μιαούλης πρέπει να κριθούν στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Αυτό που ωστόσο έχει σημασία και ο συγγραφέας τονίζει ιδιαίτερα, είναι η μετασχηματιστική δύναμη της επανάστασης. Γράφοντας για παράδειγμα για τον Καραϊσκάκη, ο Σ. Αλεξίου αναδεικνύει παραδειγματικά το μετασχηματιστικό ρόλο της επανάστασης που μετατρέπει έναν «αληπασαλή» αρματολό σε εμπνευσμένο στρατηγό του αγώνα για την ανεξαρτησία.

Τρίτον, επειδή αναδεικνύεται όχι απλά η μετασχηματιστική δύναμη της επανάστασης αλλά η λαϊκότητά της. Μορφές όπως ο Οικονόμου, ο Λογοθέτης ή ο Βασιλείου, στο ιστορικό όριο πάντα που διαμορφώνει η οθωμανική κυριαρχία και οι τότε κοινωνικές σχέσεις, αποτελούν ζωντανή υπόμνηση ότι επανάσταση χωρίς εισβολή των κατώτερων στρωμάτων στο προσκήνιο, δεν μπορεί να υπάρξει. Την επανάσταση μπορεί να την οργανώνουν οι πρωτοπορίες, να αποκτά τον προσανατολισμό των ηγέτιδων τάξεων και να την επιτρέπουν οι αντικειμενικοί όροι, αλλά σε κάθε περίπτωση, την επανάσταση την κάνουν οι λαοί. Αυτή είναι μία ακόμα αλήθεια εντέχνως «ξεχασμένη», και δυστυχώς όχι μόνο από την άρχουσα τάξη. Η αστική ιστοριογραφία μέχρι πρότινος εξύψωνε σε εξωπραγματικές διαστάσεις το ρόλο των ένοπλων ηρώων βάζοντάς τους στα σχολικά κάδρα. Η μεταμοντέρνα εκδοχή της «αποκαθιστά» τους «εχέφρονες» πολιτικούς σε αντίθεση με τους «ατίθασους» οπλαρχηγούς. Σε κάθε περίπτωση όμως, αγνοεί συστηματικά το ρόλο των μαζών, ειδικά όταν αυτές εξέφρασαν προοδευτικούς πόθους.

Τέταρτον, ο Σ. Αλεξίου μας θυμίζει ότι η μετεπαναστατική εξέλιξη της Ελλάδας και η τυπική κρατική ανεξαρτησία, με ισχυρούς όμως δεσμούς πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης δεν ήταν άσχετη με το πώς «λύθηκαν» ορισμένα ζητήματα στην επανάσταση. Η απόβαση του Ιμπραήμ, παρά τις πρώτες θεαματικές του επιτυχίες οδηγεί σε μια περίεργη ισορροπία όπου οι μεν δεν μπορούν να κερδίσουν και οι δε δεν μπορούν να χάσουν. Η εμπλοκή της Αγγλίας γίνεται άμεση, και η αρχιστρατηγία ανατίθεται στους ανεκδιήγητους Άγγλους πράκτορες Κόχραν και Τσωρτς, με δραματικά για την επανάσταση αποτελέσματα (ήττα του Ανάλατου) τον Απρίλιο του 1827. Αφού υπονομεύτηκαν οι δυνατότητες των εξεγερμένων, τόσο στο Μεσολόγγι, όσο και στην Αθήνα, ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για την «έξωθεν σωτηρία» με όσα βάρη αυτή συνεπάγεται. Τότε και έκτοτε.

Σε κάθε περίπτωση, το βιβλίο του Σ. Αλεξίου είναι μια πολύτιμη συμβολή στην προσπάθεια να θεωρούμε εθνικό ό,τι είναι αληθές, και όχι ό,τι βολεύει συγκυριακά την κυρίαρχη ιδεολογία. Γίνεται διπλά χρήσιμο γιατί εκδίδεται σε μια επέτειο για την οποία έγιναν τα αδύνατα δυνατά να ξαναγραφτεί η ιστορία, τόσο από την κούφια κενολόγη ρητορεία της «εθνικής ομοψυχίας», όσο και κυρίως από την επιστημονική επιχείρηση ιστορικού αναθεωρητισμού.

Το βιβλίο του Σ. Αλεξίου “21 ρωγμές στην επίσημη ιστορία για το 1821” εκδόθηκε το 2021 από τις εκδόσεις Τόπος

Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821

Το 1924 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το έργο του Γιάνη Κορδάτου “Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821”. Το κράτος και η Ιερά Σύνοδος το καταδίκασαν άμεσα, κατασκεύασαν «μελέτες» που να αντικρούουν τα συμπεράσματά του και εκφόβιζαν τη νεολαία, ώστε να μη διαβάσουν τα νέα παιδιά το συγκεκριμένο έργο. Κατά τον ίδιο τον Κορδάτο, ο λόγος της δίωξής του ήταν ότι «πήρε ένα θέμα από τα σπουδαιότερα της Νεοελληνικής μας Ιστορίας και το εξήτασε με τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού.»

Πράγματι, το έργο αυτό αποτελεί σταθμό για την ελληνική ιστοριογραφία, διότι εισάγει τον ιστορικό υλισμό ως μέθοδο στη μελέτη, ανάλυση και ερμηνεία της ελληνικής ιστορίας και μάλιστα σε ένα κομμάτι της που ήταν πολύ σημαντικό και κρίσιμο για την τότε, αλλά και τη σημερινή εξουσία. Από την αστική ανάγνωση της ελληνικής επανάστασης και του χαρακτήρα της αντλούν οι αντιδραστικές δυνάμεις, από τότε έως και σήμερα, ιδεολογικά εφόδια για να κρύβουν το ρόλο τους και να θολώνουν την κρίση του λαού. Ο Κορδάτος απεκάλυψε τον αντιδραστικό ρόλο των ανώτερων κληρικών, των κοτζαμπάσηδων και των Φαναριωτών, οι οποίοι εμφανίστηκαν μετεπαναστατικά να διεκδικούν το ρόλο του εθνοσωτήρα και κατέδειξε ότι η «απελευθερωμένη» Ελλάδα έγινε «συγκεκαλυμένον προτεκτοράτον της Αγγλίας» και πως ο ελληνικός λαός δεν μπορούσε «να ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα».

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή και ας θέσουμε ορισμένα ερωτήματα σχετικά με το ιστορικό γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο ίδιος ο τρόπος που τίθενται τα ερωτήματα, το τί είναι αυτό που ζητεί να βρει ο κάθε μελετητής, προλαμβάνει σε ένα βαθμό και τον τύπο των συμπερασμάτων που θα προκύψουν στο τέλος. Για παράδειγμα, εάν υιοθετήσουμε ερωτήματα του τύπου «Ποιος είναι ο σπουδαιότερος Έλληνας επαναστάτης;» (βλ. εκπομπές του ΣΚΑΪ ), τότε οι απαντήσεις που θα βρούμε δε θα μας χρησιμεύσουν στην κατανόηση ούτε του ιστορικού γεγονότος της Επανάστασης ούτε του ρόλου και της συμβολής του όποιου ιστορικού προσώπου σε αυτήν. Εάν, όμως, θέσουμε το ερώτημα «Ποιος είναι ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επανάστασης; Εθνικοαπελευθερωτικός; Ταξικός; Και τα δύο;», τότε η έρευνα αποκτά τη δυνατότητα να μας οδηγήσει στη βαθύτερη κατανόηση της Επανάστασης και της ουσίας της και στη διαμόρφωση του απαραίτητου κριτηρίου, ώστε να εκτιμήσουμε σωστά το ρόλο και τη συμβολή του κάθε ιστορικού προσώπου.

Ο Κορδάτος, λοιπόν, καταπιάνεται με τη μελέτη της Επανάστασης, προσπαθώντας να κατανοήσει όσο γίνεται καλύτερα τα γεγονότα και εφαρμόζοντας τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού, θέτει κάποια ερωτήματα. Τα ερωτήματα αυτά δε διατυπώνονται ρητά στο έργο του, αλλά η παρουσία τους είναι προφανής δια της ρητής διατύπωσης των απαντήσεών τους.

1. Ποιος είναι ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επανάστασης;
2. Ποιες είναι οι κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης και ποιοι οι στόχοι τους;
3. Γιατί η Επανάσταση ξέσπασε στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή; Γιατί μετά από τετρακόσια χρόνια και όχι νωρίτερα;
4. Ποιοι παράγοντες καθόρισαν την πορεία και την έκβαση της Επανάστασης;
5. Ποιοι από τους στόχους των επαναστατών επιτεύχθηκαν και ποιοι όχι;
6. Είναι οι Έλληνες απελευθερωμένοι μετά τη σύσταση του νεοαναδυθέντος νεοελληνικού κράτους;
7. Πώς παρουσιάζεται η Επανάσταση από την επίσημη εκδοχή της εξουσίας;
8. Ποια στοιχεία αποσιωπούνται και σβήνονται εσκεμμένα;
9. Ποια στοιχεία αποτελούν παραχάραξη της ιστορίας και τί εξυπηρετούν;

Όπως καταλαβαίνετε, οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι απαραίτητες για όποιον θέλει να αποκτήσει ουσιαστική γνώση της ελληνικής ιστορίας και ο Γ. Κορδάτος μέσα στο εν λόγω έργο του δίνει τις δικές του απαντήσεις. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί στην ουσία περίληψη των κεφαλαίων του βιβλίου, με ελάχιστες παρεμβάσεις του γράφοντος.

Προπαρασκευαστικά ζητήματα

Στην Εισαγωγή του βιβλίου ο Κορδάτος ξεκαθαρίζει ορισμένα ζητήματα προπαρασκευαστικά και φροντίζει να αντιπαρατεθεί με τους αστούς ιστορικούς καταδεικνύοντας τις αντιεπιστημονικές και αντιδραστικές τους θέσεις:

1. Ποιες είναι οι ρίζες της νεοελληνικής εθνότητας και πώς σχηματίστηκε;

Αστική άποψη:
Η νεοελληνική εθνότητα αποτελεί συνέχεια από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο έως σήμερα.

Κορδάτος:
α) Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε ένα ελληνικό έθνος-κράτος, αλλά πόλεις-κράτη.
β) Δεν υπάρχει καθαρόαιμη ελληνική εθνότητα, αλλά με το πέρασμα των αιώνων αναμειγνύεται με διάφορους λαούς.
γ) Η διάδοση της ελληνικής γλώσσας μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου δε σημαίνει ότι και όσοι τη μιλούν ήταν είναι και Έλληνες.
δ) Υπό τις επιθέσεις του χριστιανισμού ο όρος «Έλλην» πήρε τη σημασία «ειδωλολάτρης» και αργότερα έγινε συνώνυμο του «μη χριστιανός», χωρίς να παίζει ρόλο η καταγωγή του χαρακτηριζόμενου. Μετά την πτώση της Πόλης επικρατεί το όνομα «Ρωμαίος» και το «Έλλην» ξεχνιέται.
ε) Το Βυζάντιο ήταν η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή και αποτελούσε ένα μωσαϊκό λαών.
στ) Η διάδοση της ελληνικής γλώσσας στις διάφορες περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οφείλεται στο ότι τη χρησιμοποίησε ο χριστιανισμός για τη δική του διάδοση.

2. Τί εννοούμε λέγοντας «έθνος»;

Αστική άποψη:
Κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία και κοινή φυλετική καταγωγή.

Κορδάτος:
α) Όλοι οι νεώτεροι λαοί είναι μίγματα, δεν υπάρχει καθαρόαιμος. Για τους αρχαίους έθνος σήμαινε σωρός, μάζεμα, μπουλούκι. Το ελληνικό έθνος σχηματίστηκε από Έλληνες, Ρωμαίους, Ανατολίτες, Σλάβους, Βλάχους, Αρβανίτες…
β) Το έθνος-κράτος αποτελεί ιστορική έννοια, ένα κοινωνικό φαινόμενο που κάποια στιγμή προκύπτει και κάποια στιγμή θα εκλείψει.
γ) Τα εθνικά κράτη εμφανίζονται με την ανάπτυξη του καπιταλισμού.
δ) Η αστική τάξη είναι φορέας του εθνικισμού.

3. Πότε τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα σχηματισμού ελληνικού κράτους και γιατί δεν καρποφόρησε;

Στα χρόνια μετά τη δημιουργία του Δεσποτάτου του Μιστρά (15ος αι.) ο Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων), ένας λόγιος που διακατεχόταν από αρχαιοπληξία, προπαγάνδιζε τη δημιουργία Ελληνικού Κράτους και παράλληλα ζητούσε κατάργηση των φόρων και των αγγαρειών και νέα νομοθεσία για την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Όμως, η ανερχόμενη αστική τάξη που εκπροσωπούσε δεν αναπτυσσόταν επαρκώς και δεν ήταν μαχητική. Άρα, το μετασχηματισμό που επιθυμούσε ο Γεμιστός τον εξαρτούσε από τη βούληση του βυζαντινού αυτοκράτορα και των μεγαλογαιοκτημόνων. Φυσικά, οι μεγαλογαιοκτήμονες και η Εκκλησία είχαν αντίθετη γνώμη και έτσι δεν έγινε τίποτε άλλο. Ο Γεμιστός έριξε ένα σπόρο που δε μπορούσε να φυτρώσει.

4. Πώς αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι της Βαλκανικής την προοπτική της Οθωμανικής κατάκτησής τους;

Οι κάτοικοι της Βαλκανικής υπέφεραν από τους Λατίνους και είχαν την ελπίδα ότι μπορεί η οθωμανική κατάκτηση να είναι λιγότερο καταπιεστική. Αυτές οι ελπίδες διαψεύστηκαν γρήγορα και οι λαοί άρχισαν πάλι να λαχταρούν το ξεσκλάβωμά τους. Έτσι, άρχισαν να αναπτύσσεται ο νεοελληνικός εθνισμός, ο οποίος σε πρώτη φάση εκφράζεται με τη μάσκα του χριστιανισμού.

5. Γιατί αρχικά ο νεοελληνικός εθνισμός έχει παθητικό χαρακτήρα και ποιοι παράγοντες τον μετασχηματίζουν σε μαχητικό;

Αρχικά ο νεοελληνικός εθνισμός αιτείται την απελευθέρωσή του από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Η αργή ανάπτυξη της ελληνικής αστικής τάξης στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπορεί να καλλιεργήσει ένα μαχητικό εθνισμό.
Όμως, με το πέρασμα των χρόνων τα πράγματα αλλάζουν: α) Στο πλαίσιο των ρωσοτουρκικών πολέμων οι Ρώσοι κινητοποιούν τους υπόδουλους λαούς της Βαλκανικής να ξεσηκωθούν ενάντια στους Οθωμανούς, υπογράφονται συνθήκες που προωθούν το εμπόριο και τη ναυτιλία και στις ελληνικές εμπορικές παροικίες αναπτύσσεται η ιδέα της δημιουργίας μιας ασφαλούς εθνικής εστίας. β) Η Γαλλική Επανάσταση και η προέλαση του Ναπολέοντα δίνουν ώθηση στις μάζες στον αγώνα κατά των φεουδαρχών.

Ως αποτέλεσμα, στα τέλη του 18ου αι. οι φεουδαρχικές σχέσεις της Βαλκανικής υφίστανται σοβαρά πλήγματα τόσο ως προς την οικονομία, όσο και προς την ιδεολογία. Ο Ρήγας και ο Κοραής, αντίθετα από την εποχή του Γεμιστού, ως εκπρόσωποι του νεοελληνικού εθνισμού στηρίζονται σε μια πιο αναπτυγμένη εμπορική αστική τάξη, η οποία είναι πιο μαχητική, και σε λαϊκές μάζες που θέλουν να απελευθερωθούν άμεσα.

Στη φάση αυτή η ελληνική αρχαιότητα αναδεικνύεται ως ένδοξο παρελθόν, και στα Βαλκάνια η ελληνική είναι η γλώσσα των μορφωμένων. Το όνομα «Έλλην» δεν είναι πια υβριστικό και παίρνει τιμητική σημασία, διότι παραπέμπει σε μια αρχαία αλλά ένδοξη εποχή των θαυμαστών «προγόνων». Έτσι, η χριστιανική τους συνείδηση συμβιβάζεται με την αντίληψή τους ότι είναι Έλληνες και η παλιά αντίθεση αμβλύνεται και αναιρείται. Ο χριστιανισμός παίρνει πολιτικό περιεχόμενο.

Κοινωνικές τάξεις

Ο Κορδάτος αναλύει την κοινωνική και ταξική σύνθεση των κοινοτήτων στην ελλαδική περιοχή και εντοπίζει τα εξής στοιχεία:

α) Τούρκοι μεγαλογαιοκτήμονες
β) Έλληνες χριστιανοί τσιφλικάδες (προεστοί-κοτζαμπάσηδες)
γ) Πατριαρχείο και ανώτερος κλήρος Εκκλησίας
δ) Φαναριώτες (16ος αιώνας, αριστοκρατία του πλούτου στην Πόλη): πρόκειται για Έλληνες αστούς που κατοικούσαν στην περιοχή του Φαναρίου γύρω από το Πατριαρχείο και σταδιακά κατέλαβαν θέσεις στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό. Κυρίως εργάζονται ως δραγουμάνοι, δηλαδή ως διερμηνείς και μεταφραστές, που όμως ανέπτυσσαν διπλωματική δραστηριότητα και σταδιακά έπαιζαν σημαντικότατο και καθοριστικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική. Η κοινωνική τους θέση τους έδωσε τη δυνατότητα να διαχειρίζονται και εκκλησιαστικά ζητήματα, όχι μόνο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και άλλων Πατριαρχείων. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν από το Σουλτάνο και ως ηγεμόνες στη Μολδοβλαχία.
ε) Νησιώτες έμποροι-καραβοκύρηδες (18ος αιώνας): ασχολούνται κυρίως με το διαμετακομιστικό εμπόριο και τα συμφέροντά τους τους φέρνουν σε αντιπαράθεση με τους τσιφλικάδες και τους Τούρκους. Μετά το 1789 και υπό την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης οι αστοί γίνονται πιο μαχητικοί και η αντιπαράθεση οξύνεται. Σε ορισμένες περιοχές συμμαχούν με τους φτωχούς αγρότες ενάντια στους τσιφλικάδες. Κατά το 19ο αιώνα η αναπτυσσόμενη αστική τάξη προχωρεί σε ίδρυση σχολείων και εκτύπωση βιβλίων που σχετίζονται με το κίνημα του διαφωτισμού, πράγμα που τη φέρνει σε ρήξη με το Πατριαρχείο. Το Πατριαρχείο απέρριπτε και τις νέες ιδέες και ήθελε να ελέγχει τα σχολεία. Έτσι, προκλήθηκαν μεγάλες ταραχές, οι οποίες οδήγησαν και στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα.
στ) Κατώτερος λαός των πόλεων (έως και το 18ο αιώνα): μικροέμποροι και βιοτέχνες (σινάφια), οι οποίοι δεν ήταν πολυπληθείς, δεν είχαν κάποια υπολογίσιμη οικονομική και πολιτική ισχύ και έρχονταν κατά καιρούς σε αντιπαράθεση με τους κοτζαμπάσηδες, όμως, μέχρι τότε, χωρίς κάποια ανατρεπτική προοπτική.
ζ) Κατώτερος λαός της υπαίθρου: αγρότες μικροϊδιοκτήτες (που ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν το ένα τρίτο ή και το μισό της σοδειάς τους) και ακτήμονες (κολλήγοι).
– Επίσης, πρέπει να αναφερθεί και άλλη μια κοινωνική ομάδα, η οποία βρίσκεται εκτός ελλαδικού χώρου, αλλά θα παίξει στην πορεία σημαντικό ρόλο:
η) Έλληνες αστοί των παροικιών: έμποροι που μετανάστευσαν σε αστικά κέντρα της δυτικής και ανατολικής Ευρώπης.

Κοινωνική οργάνωση

Στις επαρχίες κυριαρχεί ο θεσμός των κοινοτήτων, ένα αποκεντρωτικό σύστημα. Κάθε μεγάλη περιοχή κυβερνάται από ένα πασά και από αυτόν εξαρτώνται οι μικρότεροι τοπικοί άρχοντες, Τούρκοι μπέηδες και Έλληνες προεστοί (κοτζαμπάσηδες). Οι κοτζαμπάσηδες, όσον αφορά στη θεσμική οργάνωση της κοινότητας, είχαν στα χέρια τους τη φορολογία και τη δικαιοσύνη. Όριζαν για τον κάθε κάτοικο το ποσό που όφειλε να πληρώσει στο επαρχιακό ταμείο και δίκαζαν, ρύθμιζαν διαφορές και επέβαλλαν ποινές. Οι Έλληνες προεστοί και προύχοντες, κατέχοντας ουσιαστικά την πολιτική εξουσία στις περισσότερες επαρχίες και κατέχοντας μεγάλες εκτάσεις γης όπου εργάζονταν με άθλιους όρους οι υπόδουλοι, καταπίεζαν πολύ σκληρά τον ελληνικό αγροτικό πληθυσμό. Αυτό το γεγονός οι Έλληνες ιστορικοί αποφεύγουν να το καταδείξουν, όταν αναφέρονται στα «μαύρα χρόνια της σκλαβιάς», προσπαθώντας να παρουσιάσουν απαλλαγμένους από κάθε ευθύνη τους Έλληνες τσιφλικάδες και να σβήσουν τον αντιδραστικό και προδοτικό τους ρόλο στην υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης. Πρόκειται για συνειδητή παραχάραξη της ιστορίας.

Λίγα λόγια για το ρόλο του Πατριαρχείου και τα προνόμιά του. Ο Μωάμεθ ο Β΄, πέρα από καλός στρατηγός, ήταν και ικανός πολιτικός. Φρόντισε να αναδείξει σε σημαντικές θέσεις εκείνους που τον εξυπηρετούσαν περισσότερο. Διόρισε στη θέση του Πατριάρχη το Γεννάδιο Σχολάριο, διότι ανήκε στους ανθενωτικούς κύκλους της Εκκλησίας. Πριν την πτώση της Πόλης ο Γεννάδιος και οι ανώτεροι κληρικοί που εχθρεύονταν τη Δύση και διαφωνούσαν με την ένωση των Εκκλησιών, δια των κηρυγμάτων τους καλλιεργούσαν τον φιλοτουρκισμό και ήταν εκείνοι που βοήθησαν τους Τούρκους να μπουν στην Πόλη. Για να σταθεροποιήσει τη συμμαχία του, ο Μωάμεθ ο Β΄ παραχώρησε ακόμη μεγαλύτερα προνόμια στο Πατριαρχείο, τον ανώτερο κλήρο και τα μοναστήρια, επέκτεινε την εξουσία τους και διατήρησε στο ακέραιο τις φεουδαρχικές ιδιοκτησίες τους. Έτσι, ένας μικρός αριθμός ανώτερων κληρικών και καλόγερων αντλούσαν υπέρογκα εισοδήματα από τους χιλιάδες σκλαβωμένους αγρότες που καλλιεργούσαν τα απέραντα κτήματά τους. Ακόμη, η Εκκλησία εισέπραττε από κάθε χριστιανό ραγιά και έναν ειδικό φόρο, τη ζητεία. Επιπλέον, το Πατριαρχείο είχε και δικαστικές αρμοδιότητες που σχετίζονταν με το ιδιωτικό δίκαιο. Έτσι, εντός του τουρκικού κράτους υφίσταται υπό τη μορφή της εκκλησιαστικής οργάνωσης και μία παρακυβέρνηση των ραγιάδων, εκπροσωπούμενη από το Πατριαρχείο.

Όλα αυτά εξηγούν και την προδοτική στάση του Πατριαρχείου και του ανώτερου κλήρου στην Επανάσταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, και μάλιστα μετά τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξής της, πίεζε πεισματικά για τη μη ανεξαρτησία της ελληνικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο και κυρίως για τη μη κατάργηση των φεουδαρχικών προνομίων (οικονομικών και διοικητικών) του κλήρου.

Οικονομικές συνθήκες προεπαναστατικά

1450-1650: Την περίοδο αυτή υπάρχει παύση του εμπορίου, με αποτέλεσμα η μικρή μάζα των εμπόρων και των βιοτεχνών να έχει και μικρή οικονομική και πολιτική δύναμη. Κατά συνέπεια, οι φεουδαρχικές σχέσεις παραμένουν κραταιές και αδιαμφισβήτητα κυριαρχούν οικονομικά και πολιτικά οι μεγαλογαιοκτήμονες.

1650-1800: Την περίοδο αυτή σημειώνεται ανάπτυξη του εμπορίου και κυρίως της ναυτιλίας, αλλά όχι και της βιοτεχνίας. Πρόκειται κυρίως για διαμετακομιστικό εμπόριο και όχι τόσο για εσωτερική κυκλοφορία ή εξαγωγή ντόπιας παραγωγής. Προς το τέλος αυτής της φάσης, περί το 1770, αυτή η οικονομική ανάπτυξη ανάγκασε τόσο του Τούρκους, όσο και το Πατριαρχείο να αναγνωρίσουν τους εμπόρους και καραβοκύρηδες των νησιών (Ύδρα, Σπέτσες…) ως ιδιαίτερη τάξη με αναβαθμισμένα πολιτικά δικαιώματα.

Όμως, πέρα από αυτό, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεγαλογαιοκτήμονες δεν είχαν κανένα λόγο να δημιουργήσουν μεγάλες εσωτερικές αγορές, κατά συνέπεια δεν υπήρχε κανένα κίνητρο από μέρους τους να κατασκευαστεί ένα καλό οδικό δίκτυο, η έλλειψη του οποίου δυσχέραινε με τη σειρά του τις όποιες ασθενείς απόπειρες διεξαγωγής εσωτερικού εμπορίου και το σχηματισμό ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Το εμπόριο διεξάγεται κυρίως στα αστικά κέντρα και κυρίως στα εξωελλαδικά. Λίγες περιοχές αναπτύσσουν βιοτεχνική παραγωγή και τελικά το εμπορικό κεφάλαιο δεν μετεξελίσσεται σε βιομηχανικό. Όταν, όμως, η αστική τάξη είναι μόνο εμπορική, και μάλιστα ασθενής, δεν είναι σε θέση να προωθήσει τον αστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό το κάνει μόνο το βιομηχανικό κεφάλαιο. Έτσι, η οικονομική εξέλιξη είναι πολύ αργή και οι φεουδαρχικές σχέσεις συνιστούν τη βασική σχέση ιδιοκτησίας στον ελλαδικό χώρο.

Επίσης, το εμπορικό κεφάλαιο, προκειμένου να αναπτύξει τη δραστηριότητά του, έχει και μια άλλη λύση: μπορεί να μεταφέρει τη δραστηριότητά του σε κάποια άλλη έδρα, όπου υπάρχουν καταλληλότερες συνθήκες. Έτσι, εμφανίζεται το φαινόμενο της μετανάστευσης σε εξωελλαδικά αστικά κέντρα, όπου σταδιακά σχηματίστηκαν ακμάζουσες ελληνικές εμπορικές παροικίες.

1800- 1821: Την περίοδο αυτή, λόγω της κλιμακούμενης ανάπτυξης του εμπορίου, οι τσιφλικάδες καταπίεζαν ακόμη περισσότερο τους αγρότες, για να αυξήσουν την παραγωγή τους. Έτσι, περί τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα η εκμετάλλευση των αγροτών γίνεται αφόρητη και μαζί με την παραγωγή αυξάνεται και η αγανάκτησή τους. Αυτή η συνθήκη λειτουργεί καταλυτικά για μια προσωρινή, τουλάχιστον, συμμαχία μεταξύ των αστών και των λαϊκών μαζών.

Η θέση των κοινωνικών τάξεων τις παραμονές της Επανάστασης

α) Έλληνες χριστιανοί τσιφλικάδες (προεστοί-κοτζαμπάσηδες): είναι υπέρ των Τούρκων, προκειμένου να διατηρήσουν τα φεουδαρχικά τους δικαιώματα.
β) Πατριαρχείο, ανώτερος κλήρος Εκκλησίας και καλόγεροι μοναστηριών: προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμιά τους υποστηρίζουν ανοιχτά τους Τούρκους και καταδικάζουν κάθε προσπάθεια είτε εθνικοαπελευθερωτικού είτε κοινωνικού αγώνα. Εξαίρεση αποτελούν πολλοί παπάδες των χωριών και των πόλεων που ήταν κι αυτοί φτωχοί, ήταν άνθρωποι του λαού και υπέφεραν την ίδια καταπίεση από τους μεγαλοτσιφλικάδες.
γ) Φαναριώτες: λόγω της θέσης τους είναι όργανα του Σουλτάνου και τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με τα δικά του.
δ) Νησιώτες αστοί (έμποροι-καραβοκύρηδες): στην προσπάθεια να προωθήσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους έρχονται σε αντιπαράθεση με τους κοτζαμπάσηδες και τους Τούρκους. Σε ορισμένες περιπτώσεις συμμαχούν και με τους φτωχούς αγρότες ενάντια στους τσιφλικάδες. (Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Σάμου, όπου η ταξική πάλη οδήγησε στη διαμόρφωση δύο ανταγωνιστικών κομμάτων: το κόμμα των κοτζαμπάσηδων, οι καλικάντζαροι, και το κόμμα των αστών και των αγροτών, οι καρμανιόλοι.)
ε) Αγρότες, μικροϊδιοκτήτες και ακτήμονες (κολλήγοι): καθώς εντείνεται η καταπίεση των αγροτών από τους Έλληνες τσιφλικάδες, τους κοτζαμπάσηδες, την Εκκλησία και τους Τούρκους πασάδες, η αγανάκτηση κορυφώνεται και διαμορφώνεται μια πιο αγωνιστική διάθεση. Όμως, σε λίγες περιοχές πραγματοποιήθηκαν αγροτικά κινήματα, άλλοτε με εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα και άλλοτε ήταν εξεγέρσεις εναντίον των τσιφλικάδων. Εμπόδιο στο μαζικό και οργανωμένο ξεσηκωμό των φτωχών αγροτών στέκεται το γεγονός ότι είναι διασκορπισμένοι και όχι συγκεντρωμένοι, η μακρά συνήθεια της υποταγής, σε συνδυασμό με την αμάθεια και τη θρησκοληψία που καλλιεργούσαν την αντίληψη ότι τα βάσανά τους ήταν θέλημα θεού και παρέπεμπαν τη δικαίωση στη μετά θάνατον ζωή. Επίσης, ένας μαζικός αγώνας χρειάζεται και πολλά όπλα, τα οποία ούτε υπήρχαν ούτε μπορούσαν να τα χειριστούν οι περισσότεροι. Ωστόσο, όσο ο μαζικός ξεσηκωμός δεν πραγματοποιείται, πολλοί ήταν αυτοί που προέβησαν σε ατομική δράση. Έτσι, γέμισαν τα βουνά της Ελλάδας (όπως συνέβαινε και στα υπόλοιπα Βαλκάνια) με κλέφτες. Όπως παρατηρεί ο Κορδάτος:

«Η κλεφτουριά είναι μια ιδιότυπη μορφή της πάλης των τάξεων…».

Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι που παραθέτει από την ανώνυμη λαϊκή Μούσα:

«Βασίλη, κάτσε φρόνημα, να γένεις νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
– Μάννα μ’, εγώ δεν κάθομαι να γένω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν
και να ’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους*.»
* εννοεί τους κοτζαμπάσηδες

Οι κοτζαμπάσηδες αντέδρασαν με όσα μέσα είχαν και πολλές φορές μαζί με τους Τούρκους χτυπούσαν τους κλέφτες. Κάποια στιγμή σκέφτηκαν ότι θα ήταν αποτελεσματικότερο να διασπάσουν εσωτερικά τους κλέφτες. Έτσι, έπεισαν την τουρκική εξουσία να οργανώσουν ένοπλα σώματα από κλέφτες που είχαν συλληφθεί και θα έπαιρναν επί τούτου αμνηστία, στους οποίους θα έδιναν και καλούς μισθούς και θα τους επέτρεπαν κάθε ασυδοσία στα ορεινά μέρη. Αυτοί ήταν οι αρματολοί και πράγματι η δράση τους περιόρισε τη δράση των κλεφτών.
στ) Έλληνες αστοί των παροικιών: η δημιουργία Ελληνικού Κράτους αποτελούσε μια πραγματική ανάγκη της ελληνικής αστικής τάξης των παροικιών, δεδομένου ότι ένα τέτοιο κράτος θα τους προσέφερε έναν προνομιακό χώρο να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά. Όμως, η ήττα του Ναπολέοντα και η επικράτηση των φεουδαρχικών δυνάμεων αποθάρρυνε τους περισσότερους Έλληνες των παροικιών της δύσης από την οργάνωση της επανάστασης. Από την άλλη, οι Έλληνες των παροικιών της ανατολικής Ευρώπης, παρά την προσχώρηση της Ρωσίας στην Ιερά Συμμαχία –η οποία καταδίκαζε κάθε εθνικό και κοινωνικό κίνημα–, συνεχίζουν να είναι προσηλωμένοι στον αγώνα, με την πεποίθηση ότι τελικά το αντιτουρκικό αίσθημα των Ρώσων θα κυριαρχήσει και θα τους βοηθήσουν.

Ρήγας και Φιλική Εταιρεία

Η ιδέα της εθνικής παλιγγενεσίας αναπτύσσεται πρώτα στις ελληνικές παροικίες για δύο λόγους: α) εκεί συγκεντρώθηκαν έμποροι και βιοτέχνες που συσσώρευσαν πολύ πλούτο και θα είχαν μεγάλο όφελος από τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους ως ασφαλούς και ευνοϊκής έδρας και β) εκεί ήταν αμεσότερη η επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης.

Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα εμφανίζεται μια μεγάλη προσωπικότητα, ο Ρήγας Βελεστινλής. Ζούσε στο Βουκουρέστι, ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος και διέθετε πολιτική διορατικότητα. Αποτελεί έναν από τους πιο ενθουσιώδεις εκφραστές του νεοελληνικού εθνισμού και ανέπτυξε πλούσια επαναστατική δράση. Οργάνωσε μια μυστική εταιρεία, στην οποία δεν έδωσε χαρακτήρα αποκλειστικά ελληνικό. Συνεργάτες του ήταν Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αρβανίτες και πιθανώς Βούλγαροι. Κατά το Ρήγα, οι λαοί της Βαλκανικής έπρεπε να ξεσηκωθούν ενωμένοι ενάντια στον κατακτητή τους, και μάλιστα, χωρίς την ανάμειξη των Μεγάλων Δυνάμεων. Η απελευθέρωση της Ελλάδας και των βαλκανικών λαών έπρεπε να γίνει χωρίς την εξάρτηση από διεθνείς κηδεμόνες.

Δυστυχώς, ο Ρήγας και οι συνεργάτες του προδόθηκαν. Ενώ ήταν πολύ προσεκτικοί στη συνωμοτική τους δράση, εξαπατήθηκαν και μύησαν το Δ. Οικονόμου και το δεσπότη του Βελιγραδίου, οι οποίοι ήταν κατάσκοποι του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Ο Ρήγας και αρκετοί συνεργάτες του συνελήφθησαν στην Τεργέστη και παραδόθηκαν από τις αυστριακές αρχές στους Τούρκους στο Βελιγράδι. Εκεί, βασανίστηκαν για σαράντα πέντε ημέρες και μετά στραγγαλίστηκαν και τα πτώματά τους ρίχτηκαν στο Δούναβη.

Το απελευθερωτικό κίνημα στο εξωτερικό συνεχίστηκε και αυτή τη φορά η νέα μυστική εταιρεία είχε ως έδρα τη Ρωσία. Πρόκειται για τη Φιλική Εταιρεία που ίδρυσαν ο Σκουφάς, ο Τσακάλωφ και ο Ξάνθος στην Οδησσό. Για επτά χρόνια μάζευαν χρήματα, προπαγάνδιζαν την ιδέα της Επανάστασης και προετοίμαζαν τον ένοπλο αγώνα. Για την τελική πράξη, όμως, επειδή οι ίδιοι δεν είχαν το απαραίτητο κύρος για να κινητοποιήσουν τον ελληνικό λαό, αναζητούσαν έναν αρχηγό που θα ενέπνεε και θα ενθουσίαζε. Πρώτα απευθύνθηκαν στον Καποδίστρια, ο οποίος τότε ήταν υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας και είχε ευρωπαϊκή φήμη. Όμως, ο Καποδίστριας ήταν εχθρός και των δημοκρατικών ιδεών και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά καταδίκασε κάθε επαναστατική ιδέα και πρότεινε στον Ξάνθο να διαλύσουν την Εταιρεία.

Η περίοδος αυτή συμπίπτει με την ήττα του Ναπολέοντα, την επικράτηση των φεουδαρχικών-μοναρχικών δυνάμεων και την ίδρυση της Ιεράς Συμμαχίας, της αντιδραστικής ένωσης Ρωσίας, Πρωσίας, Αυστρίας και Αγγλίας με στόχο την κατάπνιξη των εθνικών και των δημοκρατικών κινημάτων. Οι Φιλικοί, όμως, είχαν τροποποιήσει το επαναστατικό πρόγραμμα του Ρήγα και δεν προπαγάνδιζαν συστηματικά το αντιφεουδαρχικό πνεύμα ούτε και πολεμούσαν το Πατριαρχείο. Επεδίωξαν να δώσουν πανεθνικό χαρακτήρα στην επανάσταση και να πετάξουν στην άκρη την πλευρά του κοινωνικού αγώνα ενάντια στις φεουδαρχικές σχέσεις. Έτσι, προσέγγισαν και κάποιους Φαναριώτες και ορισμένους ανώτερους κληρικούς, ήρθαν σε συμβιβασμό, αφήνοντας σιωπηλά απ’ έξω τα συμφέροντα και τους πόθους των λαϊκών μαζών για άρση της κοινωνικής καταπίεσης.

Μετά την άρνηση του Καποδίστρια απευθύνθηκαν στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος ήταν πρίγκιπας και αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Ο Υψηλάντης δέχθηκε, με την προοπτική να γίνει αρχηγός του απελευθερωτικού αγώνα της Ελλάδας, αλλά και των βαλκανικών λαών. Το σχέδιο προέβλεπε ένα ταυτόχρονο ξέσπασμα επαναστατικών εστιών στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στον ελλαδικό χώρο.

Τα γεγονότα της Επανάστασης

Ο Υψηλάντης εισβάλει με ένοπλες δυνάμεις στη Μολδαβία ως απελευθερωτής και κηρύττει την έναρξη της Επανάστασης. Όμως, η προέλασή του δε θα προχωρήσει πολύ, εξαιτίας του ταξικού προσανατολισμού που πήρε ο αγώνας. Η συμμαχία Φιλικής Εταιρείας και Φαναριωτών είχε ως αποτέλεσμα να απαλειφθούν από το πρόγραμμα της Επανάστασης το αίτημα των κολλήγων για την κατάργηση των τσιφλικάδικων προνομίων. Αυτό δυσαρέστησε και προκάλεσε τις διαμαρτυρίες των Ρουμάνων αγροτών, οι οποίοι και αποχώρησαν. Ο Υψηλάντης διέταξε τότε τη σύλληψη του αρχηγού τους Βλαδιμηρέσκου και τον εκτέλεσε. Έτσι, απογοητεύθηκαν και απομακρύνθηκαν και οι Μολδοβλάχοι και οι Βούλγαροι αγωνιστές. Με λίγες πια δυνάμεις ηττάται στο Δραγατσάνι από τις τουρκικές δυνάμεις και τελικά συλλαμβάνεται από τους Αυστριακούς.

Παράλληλα, ξεσπά η Επανάσταση και στην Πελοπόννησο. Ο Σουλτάνος νομίζει ότι από πίσω κρύβεται η Ρωσία, αλλά αυτή αμέσως καταδικάζει ανοιχτά το κίνημα. Ταυτόχρονα, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ σπεύδει να αφορίσει την Επανάσταση και σε εγκύκλιο που διαβαζόταν στις εκκλησίες αποκαλεί τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς «τέρατα του διαβόλου». Το γεγονός ότι ο Γρηγόριος κρεμάστηκε στο πλαίσιο του φανατισμού του τουρκικού όχλου, οφείλεται στο ότι τον κατήγγειλε ως Φιλικό ο μητροπολίτης Πισιδίας Ευγένιος, για να γίνει αυτός Πατριάρχης, όπως και έγινε. Όταν μετά από χρόνια η Επανάσταση νίκησε, ο ανώτερος κλήρος προσπάθησε να διεκδικήσει μέρος της δόξας και έτσι, παραχάραξε την ιστορία και παρουσίασε το Γρηγόριο ως επαναστάτη και εθνομάρτυρα.

Στην Πελοπόννησο υπό την πίεση του λαού πολλοί προύχοντες αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν στην Επανάσταση παρά τη θέλησή τους. Σπουδαίος αγωνιστής αναδεικνύεται ο Παπαφλέσσας, ο οποίος χωρίς να υπολογίζει κινδύνους διέτρεχε όλη την Πελοπόννησο και έδινε το σύνθημα του ξεσηκωμού. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, που κατά τους αστούς ιστορικούς και την επίσημή τους ιστορία σήκωσε το λάβαρο της Επανάστασης, στην πραγματικότητα ήταν πολύ διστακτικός, με την πρώτη απειλή των Τούρκων υποχώρησε, προσπάθησε να αποθάρρυνε τους αγωνιστές και σε κάποιες περιπτώσεις δε δίστασε να τους σαμποτάρει και να τους προδώσει. Αυτός ο ίδιος αποκαλούσε τον Παπαφλέσσα «απατεώνα». Ο μπέης της Μάνης Μαυρομιχάλης ήταν επίσης απρόθυμος και ζητούσε διαβεβαιώσεις για την υποστήριξη της Ρωσίας, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να συνεννοηθεί με τους Τούρκους. Με παρόμοιο τρόπο αναπτύσσεται ο αγώνας στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας, με συμμαχίες που σχοινοβατούν και πολλές προδοσίες. Στην Πελοπόννησο, στα νησιά που είχαν δύναμη οι καραβοκύρηδες και στη Στερεά η Επανάσταση κέρδιζε έδαφος, ενώ στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία οι τσιφλικάδες με τους Τούρκους κατέπνιξαν τον αγώνα.

Ένα σημαντικό γεγονός που καθόρισε αργότερα τις εξελίξεις ήταν η κίνηση που έκανε το κόμμα των εμποροναυτικών της Ύδρας και των άλλων Νησιών να παραμερίσουν τους τσιφλικάδες και να συνάψουν δάνεια με την Αγγλία. Αυτό δημιούργησε τότε έναν ενθουσιασμό, διότι δια των δανείων θεωρούσαν ότι υπήρξε μια σχετική αναγνώριση του αγώνα. Όμως, οι συνέπειες αυτού του δανεισμού θα αποδειχθούν ολέθριες.

Την άνοιξη του 1824 ο Μεχμέτ Πασάς της Αιγύπτου στέλνει το γιο του Ιμπραήμ και καταλαμβάνει την Κρήτη και καταστρέφει την Κάσσο και τα Ψαρά. Το 1825 φτάνει στην Πελοπόννησο, όπου η αντίσταση κλονίζεται. Μόνο ο Παπαφλέσσας με καμιά τριακοσαριά αγωνιστές δίνουν τη μάχη στο Μανιάκι και πέφτουν ηρωικά. Καθώς το πνεύμα ηττοπάθειας κυριαρχεί, ο Κολοκοτρώνης δίνει το σύνθημα του αγώνα και εφαρμόζει επαναστατική τρομοκρατία: «Βάλτε φωτιά και τσεκούρι, στήστε φούρκα και παλούκι… Όποιο χωριό προσκυνήσει να του καίτε τα σπίτια και τ’ αμπέλια». Έδωσε πολλές μάχες και κέρδιζε, αλλά ο Ιμπραήμ έφερνε συνεχώς νέες δυνάμεις. Είχε, όμως, και ένα συνεργάτη που τον βοηθούσε, ένα μεγαλέμπορο της Αιγύπτου, τον Τοσίτσα. Ο Τοσίτσας στάθηκε στο πλευρό του και αξιοποιώντας όσες επαφές και όση επιρροή διέθετε και καλούσε το λαό να προσκυνήσει. Ήταν αρχηγός της επιμελητείας του αιγυπτιακού στρατού και θησαύριζε με το αίμα και το θάνατο του ελληνικού λαού. Ο Κορδάτος σημειώνει:

«Αυτός ο κατάπτυστος προδότης αργότερα, δίνοντας μερικές χιλιάδες εις το Ελληνικόν Κράτος και κτίζοντας ένα δυο εκπαιδευτικά ιδρύματα αντήλλαξε τον τίτλο του προδότου με τον τίτλο του εθνικού ευεργέτου.»

Το 1827, όπως οι δυνάμεις στην Πελοπόννησο, έτσι και το ελληνικό ναυτικό βρίσκεται σε πολύ δυσχερή κατάσταση. Στη φάση αυτή καταφθάνουν στα ελληνικά νερά μοίρες του στόλου της Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας, διότι απειλούνταν τα συμφέροντά τους από την κυριαρχία του αιγυπτιακού στόλου στη Μεσόγειο. Ο Ρώσος ναύαρχος κατόρθωσε να παρασύρει τον Άγγλο ναύαρχο στα σχέδιά του και τελικά επιτέθηκαν στον Ιμπραήμ συντρίβοντας στη ναυμαχία του Ναβαρίνου τον αιγυπτιακό στόλο.

Αυτή η νίκη επί των κατακτητών έκανε τους Έλληνες να αναθαρρήσουν και να οργανώσουν ισχυρές αντεπιθέσεις σε πολλές περιοχές. Η τελική, όμως, έκβαση του αγώνα δεν κρίθηκε στις στρατιωτικές μάχες, αλλά, όπως θα δείτε παρακάτω, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.

Παράλληλα με την εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων, διεξάγονται και οι προσπάθειες για την πολιτική και διοικητική συγκρότηση των απελευθερωμένων περιοχών. Συγκροτούνται διευθυντήρια, γερουσίες και τελικά πραγματοποιούνται Εθνοσυνελεύσεις. Ενώ, όμως, τίθεται το ζήτημα για νέο πολίτευμα βασισμένο σε δημοκρατικές αρχές, στην ουσία οι περισσότερες δημοκρατικές διακηρύξεις μένουν στα χαρτιά. Για τις εθνικές γαίες προέκυψε μεγάλη σύγκρουση. Οι κοτζαμπάσηδες και οι καπεταναίοι ήθελαν να εκποιηθούν άμεσα, ενώ οι αστοί ήθελαν να χαρακτηριστούν εθνική ακίνητη περιουσία, ώστε να μπορούν να υποθηκευθούν για τη σύναψη δανείων με το εξωτερικό. Τελικά κυριάρχησε η τελευταία άποψη. Σχετικά με τη γη, υπήρξε διαμάχη για το ποιο δίκαιο θα ίσχυε: το βυζαντινό που προστάτευε την τσιφλικάδικη ιδιοκτησία ή το αστικό; Τελικά επικράτησε στην ουσία το βυζαντινό, πράγμα που σήμαινε και την κυριαρχία των τσιφλικάδων επί των αστών.

Πέρα από τα πιο γνωστά γεγονότα της Επανάστασης, τις πιο γνωστές μάχες και πρόσωπα, τις Γερουσίες και τις Εθνοσυνελεύσεις, διαδραματίστηκε και ένας παράλληλος αγώνας, που συνήθως αποσιωπάται, διότι οι αγωνιζόμενοι ηττήθηκαν και την ιστορία τους δεν την είπε κανείς. Πρόκειται για όλους αυτούς τους λαϊκούς αγώνες που έλαβαν χώρα σε κάθε περιοχή της επαναστατημένης Ελλάδας ενάντια στους κοτζαμπάσηδες. Ο φτωχός λαός, πότε σε συμμαχία με αστικά στοιχεία και πότε μόνος του, μαζί με την απόφαση να διώξουν τον κατακτητή, πολέμησαν για να λυτρωθούν και από τους άμεσους καταπιεστές τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Καρατζάς στην Πάτρα, ένας δημοκράτης και τσαγκάρης στο επάγγελμα, ο οποίος ξεσήκωσε το λαό την 21 Μαρτίου και χτυπήθηκε με τους Τούρκους μέσα στην πόλη. Οι πρόκριτοι και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός σύρθηκαν από τις εξελίξεις. Όμως, όταν αργότερα και υπό την πίεση των τουρκικών στρατευμάτων, αυτοί υποχώρησαν ο Καρατζάς συνέχισε τον αγώνα, ώσπου οι πρόκριτοι θεώρησαν ότι δεν τους συνέφερε και οργάνωσαν τη δολοφονία του. Παρόμοια γεγονότα συνέβησαν σε όλη την Ελλάδα. Έτσι, τα κατά τόπους λαϊκά στοιχεία του αγώνα «απαλείφονταν από την εξίσωση» και κυριαρχούσαν τα παλαιά αντιδραστικά στοιχεία.

Το λαϊκό κίνημα δεν κατόρθωσε να πάρει πιο στέρεα χαρακτηριστικά και να νικήσει, διότι, σε ένα βαθμό, δεσμευόταν από ένα τοπικιστικό πνεύμα και την έλλειψη προοπτικής. Από τη μία ζητούσε γη, αλλά στρεφόταν αυθόρμητα κατά των τοπικών κάθε φορά αρχόντων-τσιφλικάδων, χωρίς να έχει διαμορφώσει μια συνειδητή πολιτική αντίληψη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι όλα αυτά που παρουσιάζονταν ως εμφύλιοι σπαραγμοί ήταν στην ουσία ταξικοί αγώνες.

Από την άλλη, αυτοί οι παλαιοί κοτζαμπάσηδες, πρόκριτοι και οι Φαναριώτες, ήταν ανοιχτά ξενόδουλοι ακόμη και κατά τη διάρκεια του αγώνα. Από την πρώτη χρονιά της Επανάστασης ο Μαυρομιχάλης έστειλε μια επιστολή, όπου παρακαλούσε να μεσολαβήσουν διάφοροι παράγοντες για να παραδώσουν τη χώρα στους Άγγλους. Λίγο μετά, το 1823, οι Κουντουριώτες και οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου πρότειναν να προωθήσουν αίτημα προς τις Μ. Δυνάμεις να διορίσουν έναν ξένο πρίγκιπα ως βασιλιά. Αλλά η κορύφωση της προδοτικής δράσης των αστών και των τσιφλικάδων έρχεται με τα αγγλικά δάνεια και τους όρους τους. Όταν η Αγγλία για τους δικούς της λόγους αποφάσισε να δώσει δάνεια στους επαναστατημένους Έλληνες, το έκανε με σκανδαλώδη τρόπο. Το 1824 από 800.000 λίρες εκταμιεύθηκαν μόνο 250.000. Την επόμενη χρονιά από ονομαστικής αξίας δάνειο 2.000.000 λιρών η ελληνική πλευρά έλαβε μόνο 230.115 λίρες και το υπόλοιπο καταβροχθίστηκε στο Λονδίνο. Γράφει ο Κορδάτος:

«Οι Έλληνες αστικοτσιφλικάδες τα κατάφεραν να υποδουλώσουν τον ελληνικό λαό εις το αγγλικόν κεφάλαιον. Αντί να εξοδεύσουν αυτοί δια τας ανάγκας του πολέμου –και είχαν μεγάλες περιουσίες– υποθήκευσαν την εθνική περιουσίαν εις τους Άγγλους και πήραν μερικά ψίχουλα δανείου, τα οποία εμοιράσθηκαν, εννοείται μεταξύ των. Εβόησε τότε όλος ο προοδευτικός κόσμος της Ευρώπης, δια τα ληστρικά αυτά δάνεια. Οι Άγγλοι όμως χρηματοδόται ήξευραν τι έκαμαν: εκτελούντες μυστικάς εντολάς της αγγλικής κυβερνήσεως, ενέγραφον υποθήκην επί των εθνικών γαιών και ητοιμάζοντο, ευκαιρίας δοθείσης, να κάμουν κατοχήν εις την Παελοπόννησον.»

Ενδεικτικό της προδοτικής στάσης και δουλοπρέπειας αυτών των στοιχείων είναι το υπόμνημα του Φαναριώτη Μαυροκορδάτου προς τον υπουργό εξωτερικών της Αγγλίας Κάννινγκ:

«… Η ανεξαρτησία της Ελλάδος είναι η μόνη διέξοδος, η φέρουσα εις την ίδρυσιν του φραγμού εκείνου, τον οποίον η σωτηρία της Ευρώπης απαιτεί κατά της κολοσσιαίας δυνάμεως της Ρωσσίας. Άλλοτε τον φραγμόν τούτον παρείχεν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά της Δυνάμεως του Βορρά, ο παρών όμως αγών των Ελλήνων απέδειξε αυτήν ανίκανον να εκτελή του λοιπού το έργον τούτο […] Αποτέλεσμα της συνεννοήσεως ταύτης (δηλαδή Ελλάδος και Τουρκίας) έσται ότι η Αγγλία, Πύλη και Ελλάς θα αποτελέσουν του λοιπού μίαν και μόνην, δια να είπω ούτω, δύναμιν, ήτις θ’ αντιταχθή κατά της Ρωσσίας και τέλος η ένωσις αύτη θ’ αποτελεί μίαν επιπλέον εγγύησιν, ην προσεκτάτο η Αγγλία κατά των αποπειρών της τε Ρωσσίας και πάσης άλλης Ευρωπαϊκής Δυνάμεως εναντίον του αγγλικού εμπορίου των Ινδιών…»

Τα αγγλικά δάνεια ήταν αυτά που οδήγησαν τη Ρωσία σε αλλαγή πολιτικής στάσης, η οποία υιοθέτησε μια πιο επιθετική πολιτική.

Προώθησε ως πράκτορα των συμφερόντων της τον Καποδίστρια, στο πλαίσιο ενός σχεδίου για ημιαυτόνομη Ελλάδα και υποτελή στην Τουρκία, αλλά ουσιαστικά υποχείρια της τσαρικής πολιτικής. Τελικά, από τη μία η Ελλάδα είχε εξαρτηθεί οικονομικά από την Αγγλία και από την άλλη, στην πολιτική σκηνή είχε επικρατήσει η Ρωσία τοποθετώντας ως ηγέτη τον Καποδίστρια.

Ο Καποδίστριας ήταν γνωστός αντιδημοκράτης και λειτούργησε συγκεντρωτικά, δημιουργώντας μια αυλή από ανθρώπους του στενού περιβάλλοντός του, γεγονός που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις. Ο συνεχιζόμενος ανταγωνισμός των Μ. Δυνάμεων για έλεγχο της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα οδήγησε στο σχηματισμό τριών κομμάτων: το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό. Η Αγγλία, αντιπολιτευόμενη τον Καποδίστρια ως πράκτορα των ρωσικών συμφερόντων, επεδίωκε να μην προχωρήσει η απελευθέρωση ούτε καν στο σύνολο της Στερεάς Ελλάδας. Παράλληλα, εξωθούσε τους νησιώτες και τους Μανιάτες σε αντικαποδιστριακές ενέργειες. Τελικά, η οικονομική κρίση και κοινωνικός αναβρασμός που τη συνόδευε, σε συνδυασμό με την πεισματική απόρριψη του Καποδίστρια σε οικονομικές προτάσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας, οδήγησαν τις δύο τελευταίες να οργανώσουν δια των Υδραίων και των Μανιατών τη δολοφονία του Καποδίστρια.

Διεθνείς παράγοντες και γεωστρατηγική

Η τελική έκβαση του ηρωικού ελληνικού αγώνα παίχτηκε στα παρασκήνια των Μ. Δυνάμεων. Όποιος μελετά την Ελληνική Επανάσταση δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά και τη «μεγάλη σκακιέρα». Το ζήτημα της Ελληνικής Επανάστασης αποτελεί μέρος μιας συνολικότερης γεωστρατηγικής και υπάγεται στο Ανατολικό Ζήτημα. Άρα, πρέπει να αναλυθούν και οι παράγοντες που καθορίζουν την έκβαση του Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή οι στρατηγικοί σχεδιασμοί και οι βλέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.

Συνοπτικά, και όπως τα γράφει ο Κορδάτος, συμβαίνει το εξής:

«Η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας κατά το τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνος, έθεσε και πάλιν επί τάπητος το ανατολικόν ζήτημα. […]
»Αι τρεις Δυνάμεις, Γαλλία, Αγγλία και Ρωσία, καταβάλλουν μεγάλας προσπαθείας δια να προσεταιρισθούν την Τουρκίαν. Η Αγγλία προτιμά την ακεραιότητα της Τουρκίας, δια να εμποδίσει την κάθοδον της Ρωσίας εις το Αιγαίον. Η Γαλλία αντιθέτως αγωνίζεται να προσεταιρισθεί την Τουρκίαν, δια να κτυπήσει την Αγγλίαν εις τας μεσογειακάς της βάσεις και η Ρωσία παίζει διπλούν παιχνίδι, δια να απομακρύνει την Τουρκίαν από την επιρροήν των δύο αυτών δυνάμεων, ώστε να είναι ελευθέρα να πραγματοποιήσει εις πρώτην ευκαιρίαν τα σχέδιά της.
»Έτσι, μαζί με το ανατολικόν ζήτημα ετέθη και το ελληνικόν…»

Η τελική λύση, λοιπόν, ήρθε μετά τη νίκη της Ρωσίας στο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1828-1829) και τη συνθήκη της Αδριανούπολης. Η αδιαμφισβήτητα αναβαθμισμένη Ρωσία έκανε την Αγγλία και τη Γαλλία να πάψουν να υπολογίζουν στην Τουρκία ως εμπόδιο στη Ρωσία και στράφηκαν προς τη συγκρότηση μιας τυπικά ανεξάρτητης Ελλάδας, που ουσιαστικά, όμως, θα εξυπηρετούσε τη δική τους εξωτερική πολιτική. Αυτές ήταν οι λεγόμενες Προστάτιδες δυνάμεις και αυτός ήταν ο ρόλος τους. Ο Κορδάτος επισημαίνει ότι:

«Προστάτιδες δυνάμεις, όπως ξενόδουλοι πολιτικοί και άκριτοι ιστορικοί αποκαλούν την Γαλλίαν, Ρωσίαν και Αγγλίαν, δεν υπήρξαν ποτέ δια την Ελλάδα. Εάν ηγωνίσθησαν, έστω και θυσίας ιδικάς των ακόμη, όπως κατά την εν Ναυαρίνω ναυμαχίαν, αι ανωτέρω δυνάμεις κατά τη διάρκειαν του ελληνοτουρκικού πολέμου υπέρ της Ελληνικής Επαναστάσεως, τούτου, επαναλαμβάνομεν το έκαμαν δια να προστατεύσουν τα συμφέροντά των. Η διπλωματική προστασία του ελληνικού αγώνος του ’21, καθώς και η σκανδαλώδης ανάμιξίς των δυνάμεων τούτων εις τα εσωτερικά της Ελλάδος, αυτήν την έννοιαν έχουν. Πάντοτε, τότε και κατόπιν και σήμερον, αι μεταξύ της Ελλάδος και των ευρωπαϊκών δυνάμεων σχέσεις κανονίζονται από το συμφέρον και μόνον αυτό.»

Τελική έκβαση και συμπεράσματα

Η Επανάσταση του 1821, απαντώντας στο αρχικό ερώτημα, είχε και εθνικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Κατά την έκβασή της, όμως, η κοινωνική διάσταση της Επανάστασης εξοβελίστηκε, διότι οι αστοί συμμάχησαν με τους κοτζαμπάσηδες και ακρωτηρίασαν το περιεχόμενο του ταξικού αγώνα του φτωχού λαού. Τελειώνοντας, και όσον αφορά στο ερώτημα «Είναι πράγματι απελευθερωμένοι οι Έλληνες μετά την Επανάσταση;», παραθέτω την τελευταία σελίδα του βιβλίου του Κορδάτου, ο οποίος ολοκληρώνει την έκθεση της ιστορικής του μελέτης και συνοψίζει τα συμπεράσματά του με τα εξής λόγια:

«Αλλ’ εάν κατωρθώθη ο ελληνικός αγών να πάρει ένα τέλος και να ελευθερωθεί μία γωνία της Ελλάδος, ο εσωτερικός αγών έμεινε ημιτελής. Παρ’ όλον το σάρωμα της καποδιστριακής δικτατορίας και την δημοκρατικήν συνείδησιν της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αι λεγόμεναι προστάτιδες δυνάμεις επέβαλαν εις τον καθημαγμένον ελληνικόν λαόν την μοναρχίαν. Χωρίς καν να ερωτηθεί ο ελληνικός λαός, αι τρεις δυνάμεις, με την πρωτοβουλίαν της Αγγλίας, έστειλαν εις την Ελλάδα τον νεαρόν πρίγκηπα της Βαυαρίας Όθωνα, ο οποίος ήτο γνωστός βλάξ. Και εις την περίστασιν αυτήν, η αγγλική πολιτική έδειξε όλην την αισχρότητά της. ο εν Ελλάδι διπλωματικός της αντιπρόσωπος Ντώκινς ήτο ο ουσιαστικός κυβερνήτης. Έργον του ήτο, όχι μόνον να εξουδετερώσει την ρωσικήν επιρροήν, αλλά και να εγκαινιάσει νέαν περίοδον απολυταρχίας.
»Ο ελληνικός λαός έπρεπε να μη σηκώσει κεφάλι. Ο λόρδος Πάλμερστον έβαλε τας βάσεις της πολιτικής του Φόρεϊν Όφφις απέναντι της Ελλάδος, που επί εκατό και παραπάνω χρόνια ακολουθείται πιστά από τους διαδόχους του. Η Ελλάς πρέπει να είναι συγκεκαλυμένον προτεκτοράτο της Αγγλίας και ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα. Πρέπει να ευρίσκεται εις την κατάστασιν του ημιαποίκου. Έτσι, με την ηθικήν και υλικήν βοήθειαν του τσάρου, των Άγγλων πλουτοκρατών και των Γάλλων αντιδραστικών, οι Έλληνες τσιφλικάδες, αστοί και Φαναριώτες, που πήραν την εξουσίαν στα χέρια τους, όταν δημιουργήθηκε το μικρόν ελεύθερον Ελληνικόν Κράτος, όσο κι αν τσακώνονταν και τρώγονταν πάνω στο μοίρασμα της πολιτικής εξουσίας, όλην των την προσοχή και δραστηριότητα την εσυγκέντρωσαν εις το πώς μέσα εις το νέον βασίλειον θα κρατήσουν τας λαϊκάς μάζας υποχειρίους των, δια να μπορούν να τας καταπιέζουν και να τας εκμεταλλεύονται. Έτσι, ως τα σήμερα, εσυνεχίσθη η οικονομική υποδούλωσις και αποστράγγισις του λαού και την θέσιν των Τούρκων μπέηδων, αγάδων και πασάδων, την επήραν αυτοί, που είχαν γίνει το ίδιο όπως και οι Τούρκοι κατακτηταί, ληστές και γδύστες, μαζί με τους ξένους δανειστές μας. Από το 1823 ως τα τώρα το ξένον κεφάλαιον, έχοντας τοποτηρητάς και εντολοδόχους του εις την χώραν μας τους αστοτσιφλικάδες, εγύμνωσε κάθε ικμάδα του τόπου, ελήστευσε τον λαόν και έκράτησε την χώραν καθυστερημένην, δια να μπορεί να μας μεταχειρίζεται ως αποίκους.
Όταν κανείς έχει υπ’ όψιν του το τί έγινε κατά το διάστημα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνος από την άρχουσα τάξιν και τί επηκολούθησεν κατόπιν, εξάγει το συμπέρασμα, που το επικυρώνουν τα αδιάψευστα γεγονότα, ότι η Επανάστασις του 1821 επροδόθη, όχι μόνον από τους κοτζαμπάσηδες και Φαναριώτες, αλλά και από τους αστούς. Αυτή είναι η μόνη ιστορική αλήθεια.»

Πηγή: Σύλλογος Μαρξιστικής Σκέψης Γ. Κορδάτος