Η νέα γενιά στους δρόμους… γυρεύοντας μια αλλιώτικη ζωή

Με μεγάλη ηλιακή απόσταση από τη σπουδάζουσα γενιά κατά συνέπεια με ότι αυτό  σημαίνει για την έλλειψη γνώσης της και άρα για την μεγάλη πιθανότητα λάθους, μάλλον δεν μου προκύπτει εύκολα  ότι η νέα γενιά ξεσηκώνεται  μόνο και μόνο για να μη γίνει νόμος του κράτους η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Ναι για αρκετές βδομάδες η πανεπιστημιακή κοινότητα και η ελληνική κοινωνία συγκλονίστηκε  από τις καταλήψεις και τις μαζικές αγωνιστικές κινητοποιήσεις των φοιτητών. Ναι η σπουδάζουσα νεολαία επέβαλλε ατζέντα στα κοινοβουλευτικά κόμματα και βεβαίως σε ορισμένα τους άλλαξε και την στάση και την ψήφο τους για το επίμαχο νομοσχέδιο. Ναι η νέα γενιά κατέβηκε στους δρόμους του αγώνα κάνοντας το παρθενικό της ταξίδι όχι γιατί την κατέβασε ο Κουτσούμπας , ο Κασσελάκης, ο θεσμικός κοινοβουλευτικός… Απέδειξε ότι δεν είναι μειοψηφία αλλά  γενιά που επέλεξε –και ας μην γνωρίζει την έννοια- να γίνει συγκρουσιακή αντιπολίτευση   Γιατί  μάλλον υπάρχει κατι πιο βαθύ που την πληγώνει, που σπρώχνει τη νέα γενιά να αναζητήσει στους δρόμους του αγώνα, μια άλλη ελπίδα μια άλλη αλήθεια ίσως και γιατί όχι να γυρεύει  μια αλλιώτικη ζωή.

Μήπως αυτό το κάτι άλλο είναι η αναζήτηση μιας άλλης συλλογικής κοινωνικής ταυτότητας της γενιάς τους; Μιας άλλης ταυτότητας που μετασχηματίζει  και την αντίστοιχη  ατομική. Την αποκαλούν γενιά Ζ, ενώ έχει ακούσει για τη γενιά της αντίστασης, του 114, των Λαμπράκηδων, του Πολυτεχνείου, της μεταπολίτευσης… Είναι μια γενιά που έζησε στα παιδικά της  χρόνια την κρίση και τον φόβο, την φτώχεια, την υποβάθμιση, την ανέχεια, και την απώλεια της ατομικής και της εθνικής αξιοπρέπειας, που η κρίση και οι μνημονιακές πολιτικές της έσπειραν. Είναι η γενιά που έζησε τον φόβο, τον θάνατο και τον διετή εγκλεισμό με τις σκληρές απαγορεύσεις μέσα στο COVID, που έζησε σε μια χώρα με τις χειρότερες στατιστικές και τους χιλιάδες θανάτους, με ένα διαλυμένο σύστημα υγείας αλλά με μια εύρωστη  οικονομικά ιδιωτική υγεία.

Η γενιά Ζ, όπως την αποκαλούν, αγωνίζεται για βδομάδες, δημιουργώντας μια πολύ ευχάριστη ελπιδοφόρα έκπληξη. Αφορμή για αυτό τον αγώνα είναι η μια επιπλέον αντιδραστική μεταρρύθμιση μετά την αποτυχία της πανεπιστημιακής αστυνομίας, που στην πράξη δεν εφαρμόζεται. Είναι η επιμονή της κυβέρνησης να ξαναφέρει στην επιφάνεια τα ιδιωτικά πανεπιστήμια/εκδοτήρια πτυχίων. Όταν μάλιστα αυτή η μεταρρύθμιση της ίδιας κυβέρνησης της ΝΔ, είχε μείνει στα χαρτιά πριν 18 χρόνια, από τον αγώνα μιας άλλης γενιάς.

Μήπως όμως η αιτία βρίσκεται στην αναζήτηση, αυτής της γενιάς να δώσει και να βρεί το νόημα στο(στην ) Ζ. Γιατί αυτό που της προσφέρθηκε σαν ζωή δεν την ικανοποιεί, δεν της αρέσει .Γιατί της έχουν επιβάλλει να ζεί σε ένα άχρωμο διαρκές παρόν χωρίς μέλλον και χωρίς πολλές προσδοκίες αλλά με υψηλές απαιτήσεις, χωρίς ατομικά όνειρα – όμορφες εκπλήξεις και κοινωνικά οράματα.

Είναι η γενιά που έζησε και ζει τις «φυσικές» καταστροφές, την έκρηξη της ακρίβειας, μα πάνω από όλα την μαζική δολοφονία των Τεμπών. Τα Τέμπη ήταν το κρίσιμο σημείο, για να λειτουργήσουν  οι καρδιές με σκέψεις. Για να πλημμυρίσουν με συναισθήματα τους νέους και τις νέες που ήδη πενθούσαν για τη χαμένη διετία τους για το δύσκολο και απροσδιόριστο μέλλον τους. Συναισθήματα οργισμένου θυμού, απελπισίας, ανασφάλειας και ασφυξίας όταν στα μάτια τους προβάλλει ένας νεοφιλελεύθερος μονόδρομος που τους εγκλωβίζει μέσα στους τοίχους του, όταν  δεν εμφανίζονται πραγματικές και εφικτές εναλλακτικές που να τους γεμίζουν με αισιοδοξία. Η γενιά Ζ δεν χωράει  και δεν συγκινείται  από το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, δεν γνωρίζει η και  θεωρεί  χρεοκοπημένο τον «υπαρκτό σοσιαλισμό». Μήπως αυτή  είναι η βάση των μεγάλων αδιεξόδων της;

Είναι η γενιά -άμεσα θα γίνει- της μετανάστευσης και του ξεριζώματος για μια (καλύτερη) δουλειά, είναι η γενιά της ευέλικτης εργασίας, του ευέλικτου εργαζόμενου που είναι σε θέση -όντας αδύναμος- να αποδεχθεί κάθε καθήκον ρόλο και καταναγκασμό για να είναι αποδοτικός και δεκτικός από τα αφεντικά. Διαισθάνεται ότι θα είναι η γενιά που ζει για να δουλεύει. Είναι η γενιά της τηλεργασίας, της μοναξιάς, που κυνηγάει τον ίδιο της τον εαυτό για επιτυχίες και επιδόσεις. Είναι αυτή και η προηγούμενη γενιά με τα πολλαπλά κρούσματα κρίσεων πανικού και κατάθλιψης που έχουν γίνει   πελάτες των κάθε λογής ψυχολόγων και φαρμακευτικών ουσιών που υπόσχονται θεραπεία στην ατομική «ανεπάρκεια», στην έλλειψη αυτοπεποίθησης…

Αυτή η γενιά είναι ένα καζάνι που σιγόβραζε αόρατα και πλέον ξεπέρασε με έκρηξη  τον κρίσιμο βαθμό του βρασμού. Αναζητείται πλέον, αν υπάρχει και ποιο είναι το σημείο εκτόνωσης.

Η γενιά αυτή είχε και έχει συσσωρεύσει  πολλούς πάρα πολλούς και διαφορετικούς λόγους αντίδρασης. Ανακάλυψε την δυνατότητα αλλά και την ικανότητα της να δημιουργήσει μια μεγάλη ρωγμή για να γυρέψει τους όρους μιας άλλης ύπαρξης της, για να προβάλει στο προσκήνιο, για να πρωταγωνιστήσει πραγματικά, γιατί πολύ απλά η ζωή της ανήκει.

Σε αυτή την ανακάλυψη την βοήθησε τόσο η νεοφιλελεύθερη δεξιά της ΝΔ που με αμετροεπή αλαζονεία εκτιμούσε ότι δεν έχει αντίπαλο (μάλλον γιατί κοίταζε μόνο τα έδρανα της βουλής) και γέμιζε τα εκπορνευμένα ΜΜΕ με την προπαγάνδα της για το πόσο ωφέλιμα είναι τα μη κρατικά πανεπιστήμια (επιχειρώντας να κάνει κουρελόχαρτο το σύνταγμα), όσο όμως και η αριστερά . Αυτή βεβαίως, η εν πολλές από το παρελθόν  αμαρτίες  αριστερά, που για πρώτη φορά ενώθηκε από κοινού σε ένα αγωνιστικό πλαίσιο και παρόλες τις ιδιοτελείς σκοπιμότητες για  οργανωτική-εκλογική ανάπτυξη και κυριαρχία ήταν ο πυροκροτητής ενός νικηφόρου αγώνα.

Γιατί ήταν αγώνας και όχι μπάχαλο που αναφέρει ο παχυλά  αμειβόμενος υπάλληλος του νεοφιλελευθερισμού και διευθυντής της «Καθημερινής» Παπαχελάς. Αγώνας μαζικός μεγάλης διάρκειας, με συνελεύσεις επιχειρήματα, αποδεικτικό λόγο(σε αυτό βοήθησαν και οι πραγματικοί πνευματικοί πατέρες, που ήταν οι καθηγητές που τίμησαν το δημόσιο Παν/μιο και τον ρόλο τους), με ζωντανές καταλήψεις, με εκδηλώσεις με μαζικές πορείες με πανελλαδικότητα, με συντριπτική μειοψηφία τα γαλάζια παιδιά της ΔΑΠ. Πόσα χρόνια, πόσες δεκαετίες  είχαμε να δούμε κάτι τέτοιο και μάλιστα σε μια περίοδο κυριαρχίας της δεξιάς και με χωρίς καν κοινοβουλευτικό αντίπαλο;

Γιατί είναι νικηφόρος αυτός ο αγώνας; γιατί η νέα γενιά ήξερε από τα Τέμπη  και  πλέον το έμαθε ακόμα καλλίτερα και σε βάθος ότι η ιδιωτικοποίηση αντιπροσωπεύει κάτι πολύ κακό και βλάπτει σοβαρά τις ζωές μας. Γιατί ανακάλυψε τον τρόπο να μαθαίνει,  να γίνεται συλλογικότητα, να φτιάχνει κοινότητες, να συζητά, να συμφωνεί, να διαφωνεί, να ενώνεται και να  συγκρούεται. Γιατί διεκδικεί την δική της φωνή και ταυτότητα. Γιατί εκ των πραγμάτων ξεπερνάει την ιδεολογία που πιστεύει στο άτομο, γιατί αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική  αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων και έχει σημασία το πρόσημο της, καθώς και το πόσοι πως και ποιοι δρουν πολιτικά.

Είναι νικηφόρος αυτός ο αγώνας γιατί θα συνεχισθεί. Θα συνεχισθεί γιατί η μάχη για την κατάργηση του άρθρου 16 έχει και άλλα επεισόδια και δεν τελείωσε με την ψήφιση του νομοσχεδίου. Γιατί αυτός ο αγώνας θα μεταφερθεί και μέσα στη καθημερινή φοιτητική ζωή μιας και αποκαλύφθηκαν οι καθηγητές που σιτίζονται από το δημόσιο πανεπιστήμιο αλλά είναι υπέρ των ιδιωτικών εκδοτηρίων πτυχίων, που η κυβέρνηση τα ονομάζει μη κρατικά. Γιατί μάλλον είναι οι ίδιοι «ακαδημαϊκοί» που δεν δίνουν λογαριασμό και είναι ανεξέλεγκτοι  για τις αυθαιρεσίες τους ενάντια στους φοιτητές για όλες τις διαδικασίες πειθάρχησης που επιβάλλουν στη διδασκαλία, στις εξετάσεις…Γιατί είναι πολλά αυτά που ενοχλούν γιατί υπάρχουν συσσωρευμένα προβλήματα και ένα κατεστραμμένο οικονομικά δημόσιο πανεπιστήμιο…

Είναι νικηφόρος αυτός ο αγώνας για όλους εμάς που έχουμε μάθει πολύ καλά με συζητήσεις και λόγους της ήττας και να υπάρχουμε μέσα  στην κοινοτοπία της αδράνειας, γιατί μας ξεβολεύει και μας αναγκάζει να βαθύνουμε σε μια αυτοκριτική που στην ουσία δεν έγινε ποτέ τα τελευταία 15 κρίσιμα χρόνια που «χάσαμε χωρίς να ρίξουμε μια τουφεκιά».

Είναι νίκη για όλους μας. Γιατί δείχνει και δίνει ένα παράδειγμα και μια απάντηση στο ερώτημα: Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιός; Η απάντηση δεν είναι ο μεσσίας ούτε η Δευτέρα παρουσία. Η απάντηση είναι τώρα, ΕΜΕΙΣ

Μπορεί η λεγόμενη αριστερά να αντιμετωπίσει σαν νικηφόρο αυτό τον αγώνα; Θα ήταν θετική η απάντηση αν κάνει έμπρακτα βήματα να αλλάξει τον τρόπο που υπάρχει και που σκέφτεται. Να συζητήσει, τα συνθήματα τις μορφές, τους όρους και τις προϋποθέσεις ύπαρξης κοινωνικών κινημάτων  του ρόλου της και της σχέσης της με αυτά. Να μάθει να ενώνεται όχι κυρίως για τις εκλογές αλλά για να υπάρξει μέσα στον κόσμο, για να βοηθήσει στα μικρά κοινωνικά «αντάρτικα», στις μικρές διεκδικήσεις που μπορούν να γίνουν νικηφόρες και να αλλάξουν τον τρόπο και την εμπιστοσύνη που οι βασικές μάζες δείχνουν και  σκέφτονται για τούς αγώνες. Γιατί η κρίση εμπιστοσύνης δεν λύνεται με συνθήματα και παχιά λόγια, δεν λύνεται με το γνωστό προεκλογικό παιχνίδι του μουτζούρη, με τις κοινοτοπίες του σχολιασμού και της αδράνειας και τις φλυαρίες των ανακοινώσεων που δεν διαβάζονται ούτε από τα μέλη των οργανώσεων. Απαιτείται νυστέρι σε όλο το σώμα της αριστεράς στον τρόπο που σκέφτεται που δρα και που δεν ενώνεται -αλλά και δεν ενώνει- εκεί που υπάρχει ανάγκη να ενωθεί.

Είναι αυταπάτη κάποιοι να νομίζουν ότι η επιστροφή των νέων στην πολιτική θα γίνει με τους παλιούς καλούς(;) κλασικούς όρους, να εκτιμούν ότι είναι δεδομένη η στροφή της νεολαίας προς την αριστερά, όταν αυτή η αριστερά είναι είτε ανυπόληπτη, είτε ακίνδυνη είτε συνεχίζει να έχει τον ρόλο του καλού ψηφοδοχείου. Το ζήτημα της οικοδόμησης μιας άλλης συνείδησης μέσα στη νέα γενιά που να είναι ικανή να  συνδέει την αντίθεση της με την ιδιωτικοποίηση με τον αγώνα για την εξάλειψη της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης απαιτεί μια άλλη αριστερά (που μπορεί να υπάρξει) που να διακατέχεται από το επαναστατικό πνεύμα. Απαιτεί μια αριστερά που να μιλήσει αξιόπιστα για ένα άλλο κόσμο και να τον προδιαγράφει σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής, σε κριτική αντιπαράθεση με τον σημερινό κόσμο και τον αντίστοιχο ανθρωπότυπο που χτίζεται, που να οικοδομήσει μια αξιόπιστη δύναμη άμεσα χρήσιμη  στους από κάτω και  άμεσα επικίνδυνη στους από πάνω

Σήμερα όμως αυτή τη νίκη της νέας γενιάς  πρέπει να την γιορτάσουμε γιατί μας έδωσε μια αίσθηση αισιοδοξίας, γιατί ήταν μια νίκη των από  κάτω.

Την ιστορία σήμερα τη γράφει η Γάζα

Ανακοίνωση της Παρέμβασης

Όσο περισσότερο λυσσάνε τα φερέφωνα των αμερικάνων και του σιωνισμού –οι γκεμπελικοί μηχανισμοί προπαγάνδας τους, οι κυβερνήσεις – ανδρείκελα του ιμπεριαλισμού, οι θλιβεροί «θεσμοί» τους– να «λερώσουν», να συκοφαντήσουν, να αμαυρώσουν, να προβοκάρουν την παλαιστινιακή αντίσταση και να «ξεπλύνουν» το δολοφονικό-φασιστικό κράτος του Ισραήλ σκυλεύοντας ακόμα και τα θύματα των ναζί, τόσο περισσότερο να δυναμώνει η αλληλεγγύη μας στην Παλαιστίνη. Όσο απαγορεύουν, στοχοποιούν και ποινικοποιούν τις εκδηλώσεις συμπαράστασης στη Γάζα, τόσο πιο δυνατά να ακούγεται η φωνή μας. Όσο απαγορεύουν και ποινικοποιούν την ανάρτηση της παλαιστινιακής σημαίας, τόσο πιο πολλές –και πιο ψηλά– σημαίες να σηκώνουμε.

Γιατί στη Γάζα σήμερα συγκρούονται δύο κόσμοι. Το άδικο, ο φασισμός του ισχυρού, η βαρβαρότητα, η καταπίεση, ο εξανδραποδισμός του ανθρώπου από τη μια, και το δίκιο, η απελευθέρωση, η αντίσταση, η περηφάνια, η αξιοπρέπεια, η χειραφέτηση του ανθρώπου από την άλλη. Ο κόσμος της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, του ιμπεριαλισμού και του πολέμου από τη μια, και οι καταπιεζόμενοι και οι λαοί της γης από την άλλη. Αυτοί και εμείς.

Γιατί η Γάζα –πέρα από το ποια θα είναι η έκβαση αυτής της σύγκρουσης– επιβεβαιώνει ξανά στην πράξη «ξεχασμένες» ιστορικές αλήθειες. Πως δεν υπάρχουν «μονόδρομοι» για τους καταπιεσμένους, δεν υπάρχει «μία και αμετάβλητη τάξη πραγμάτων». Πως ο ιμπεριαλισμός και όλοι οι αντιδραστικοί είναι «χάρτινες τίγρεις» μπροστά στη δύναμη ενός λαού αποφασισμένου να παλεύει για το δίκιο του, όταν ένα μήνα πριν «ξεβράκωνε» το σιδερόφρακτο κράτος του Ισραήλ. Πως «η αλληλεγγύη το όπλο των λαών» δεν είναι απλά ένα σύνθημα στις διαδηλώσεις αλλά γίνεται υλική δύναμη, όταν τα εκατομμύρια των διαδηλωτών σε όλο τον κόσμο εμποδίζουν το «θάψιμο» και την αφάνεια της γενοκτονίας και εξαναγκάζουν σε ψελλίσματα –έστω– για «ανθρωπιστική κρίση», σε –ανεφάρμοστα έστω– ψηφίσματα, σε «διπλωματικές κινήσεις. Πως «είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι», γιατί στη Γάζα δεν έχουν να χάσουν τίποτα πέρα από τις αλυσίδες τους και σήκωσαν το κεφάλι τους για να τις αποτινάξουν, δείχνοντας για άλλη μια φορά στην ιστορία πως αυτός είναι ο μόνος δρόμος.

Γιατί η Γάζα τους οδήγησε να βγάλουν τα φύλλα συκής, τα φτιασιδωμένα προσωπεία των εκπροσώπων του «πολιτισμού» και της «δημοκρατίας» και να δείξουν απροκάλυπτα και κυνικά το πραγματικό τους πρόσωπο –αυτό της βαρβαρότητας, της κτηνωδίας, του πολέμου, της άγριας καταστολής κάθε ελευθερίας, του τσακίσματος κάθε αμφισβήτησης και αντίστασης– όταν νιώθουν να κινδυνεύουν τα συμφέροντά τους.

Γιατί η Γάζα οδήγησε σε ανατροπές και αλλαγές των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Γιατί ανάγκασε τον Μπλίνκεν να τρέχει από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα στη Μέση Ανατολή, από συνάντηση σε συνάντηση κι από τηλέφωνο σε τηλέφωνο με τους ηγέτες του λοιπού δυτικού «πολιτισμένου και δημοκρατικού» κόσμου, για να διαφυλάξει την ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων.

Γιατί σήμερα την ιστορία τη γράφει η Γάζα. Όλα τα παραπάνω που καθορίζουν το τωρινό ιστορικό γίγνεσθαι, τροποποιώντας τα μέτρα του «εφικτού», είναι αποτέλεσμα της αντίστασης ενός μικρού λαού που ζει σε μια λουρίδα γης, που μάχεται μόνος χωρίς να έχει τίποτα στα χέρια του παρά μόνο την ψυχή και την αποφασιστικότητά του. Που σε καιρούς υποχώρησης του κινήματος δίνει ελπίδα, αποτελεί παράδειγμα και προσφέρει διδάγματα στους λαούς όλου του κόσμου.

Σ’ αυτό το ιστορικό γίγνεσθαι, η στήριξη με κάθε τρόπο της Γάζας, η αλληλεγγύη με κάθε τρόπο στον παλαιστινιακό λαό έχει ξεχωριστή σημασία, αποτελεί υποχρέωση και καθήκον κάθε ελεύθερου και προοδευτικού ανθρώπου, κάθε συλλογικής προσπάθειας, όσων δεν βολεύονται με «λιγότερο ουρανό» και θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο.

Νίκη στην παλαιστινιακή αντίσταση!

Η αλληλεγγύη το όπλο των λαών!

Οι λαοί νικούν με το όπλο στο χέρι!

Θάνατος στο φασισμό και τον ιμπεριαλισμό!

Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι!

Για τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

1.

Οι κάλπες της 8/10/2023 δεν έκρυβαν εκπλήξεις. Η ΝΔ είναι ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού, χωρίς αμφισβήτηση από πουθενά. Η υπαρκτή δυσαρέσκεια για τη διαχείριση των «φυσικών» καταστροφών, αλλά και την οικονομία-ακρίβεια εκφράζεται κυρίως προς την αποχή, την ακροδεξιά (για την οποία όμως οι αυτοδιοικητικές εκλογές δεν είναι ευνοϊκός χώρος καθώς απαιτεί μηχανισμούς που δεν διαθέτει ακόμα), και δευτερευόντως προς τα αριστερά της κεντροαριστεράς και κυρίως το ΚΚΕ. Η μεγάλη εικόνα παραμένει η συντηρητικοποίηση και η αναδίπλωση του λαϊκού φρονήματος. Οι περιπτώσεις του Μπέου, του Αγοραστού, αλλά και του συνόλου των περιφερειαρχών της ΝΔ, οι οποίοι λίγα ή ελάχιστα έχουν κάνει για τις υποδομές και την πρόληψη, επιβεβαιώνουν ότι ένας λαός χωρίς ελπίδα και με χαμηλές προσδοκίες είναι η πιο εύκολη «λεία» στις υποσχέσεις και της «χάρες» της τοπικής εξουσίας. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των απερχόμενων δημάρχων (πάνω από 160) επανεκλέγεται ή θα επανεκλεγεί  και ορισμένοι με πολύ μεγάλα ποσοστά δείχνει αφενός ότι οι προσδοκίες (και) για την αυτοδιοίκηση έχουν πέσει δραματικά και αφετέρου ότι η προσκόλληση, η αποδοχή ή και η υποταγή στην οποιαδήποτε εξουσία, φαντάζει προς το παρόν η μοναδική διέξοδος για έναν λαό που έχει πολλαπλές απογοητεύσεις από την συλλογική πάλη και αναζητά δρόμους ατομικής επιβίωσης.

2.

Ο χώρος της κεντροαριστεράς δεν έχει βρει βηματισμό. Με την σημερινή εικόνα δεν πείθει ότι αποτελεί εναλλακτική, είτε ο κάθε φορέας ξεχωριστά, είτε και οι δύο μαζί. Βρίσκεται εγκλωβισμένος μεταξύ των εκκλήσεων περί αντιδεξιού μετώπου, της ανανέωσης και της υπευθυνότητας. Το μοναδικό ερώτημα είναι ποιος από τους δύο πόλους της κεντροαριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ ή ΠΑΣΟΚ) θα περάσει τον άλλον, την ώρα που σε επίπεδο πολιτικής, προγράμματος και εκφοράς καθημερινού αντιπολιτευτικού λόγου, οι διαφορές είναι δυσδιάκριτες. Ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους αφορά αποκλειστικά το παρελθόν και την ιστορική διαδρομή (ο ΣΥΡΙΖΑ ως πάλαι ποτέ Αριστερά, το ΠΑΣΟΚ ως κατεξοχήν κυβερνητικό κόμμα), αλλά όχι το παρόν και το μέλλον. Η κυριαρχία της ΝΔ και του Μητσοτάκη, αλλά και το κοινωνικό και πολιτικό πισωγύρισμα που καταγράφεται σε διαδοχικές αναμετρήσεις από το 2015, πιέζουν στην κατεύθυνση μιας «προοδευτικής κεντροαριστερής συμμαχίας», αλλά μένει να ξεκαθαρίσει ποιος θα έχει το πάνω χέρι σε αυτήν. Συνολικά ο χώρος ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα ξεπεράσει τα στρατηγικά του ερωτήματα.

3.

Τα ψηφοδέλτια του ΚΚΕ σημειώνουν άνοδο η οποία οφείλεται, κυρίως, στην αποδιοργάνωση του κεντροαριστερού χώρου. Η τελευταία όμως δεν έχει προκληθεί από κάποια λαϊκό κίνημα, παρά την εμπλοκή μελών του κόμματος σε τοπικά προβλήματα (πχ σύλλογοι γονέων κ.α.), αλλά από την ηγεμονία των ιδεών και πρακτικών της συντήρησης. Γι΄ αυτό και τα πρωτοσέλιδα του Ριζοσπάστη, όπως και οι δηλώσεις Κουτσούμπα, που αρχίζουν και τελειώνουν στις «επιτυχίες» του ΚΚΕ, αποτελούν εντελώς ξένη λογική για ένα κόμμα που θέλει να λέγεται κομμουνιστικό ή επαναστατικό. Ο συσχετισμός χειροτερεύει και το κίνημα υποχωρεί την ώρα ακριβώς που τα ποσοστά του ΚΚΕ ανεβαίνουν. Αποδεικνύεται από την ανάποδη, ότι τα εκλογικά ποσοστά δεν στοιχίζονται και δεν σπρώχνουν προς πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές, προς αντιστάσεις και αγώνες. Η, εδώ και 3 δεκαετίες «πολιτική πρόταση» για όλες τις φάσεις του λαϊκού κινήματος, τις πολιτικές κρίσεις, τα διακυβεύματα, τα ερωτήματα που τίθενται στην κοινωνία και στη χώρα, συνοψίζεται στο σύνθημα «ισχυρό ΚΚΕ», το οποίο μπορεί να δίνει εκλογικούς καρπούς αλλά δεν αποτελεί πολιτική πρόταση για το λαϊκό κίνημα και τα προβλήματά του. Ο αθεράπευτος κοινοβουλευτισμός αυτού του μηχανισμού (το κόμμα να είναι καλά) δεν προμηνύει ότι αυτή θα επενδυθεί σε κάποια μορφή ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος. Θα συνεχίσει να συμβαίνει το ανάποδο.

4.

Τα σχήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς κινήθηκαν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, σε χαμηλά επίπεδα. Οι εξαιρέσεις των ενθαρρυντικών αποτελεσμάτων σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, παρά τις διαφορές τους (πχ στην Αθήνα έπαιξε ρόλο η δημόσια αναγνώριση και διεισδυτικότητα του επικεφαλής ενώ αντιθέτως στην Θεσσαλονίκη το εκεί σχήμα επένδυσε στην συλλογική εκπροσώπηση) επιβεβαιώνουν ότι στοιχεία όπως η πλατιά απεύθυνση και όχι η αυτοαναφορικότητα περί αντικαπιταλιστικής αριστεράς, η προσπάθεια γείωσης μέσα από τα συγκεκριμένα αιτήματα στα συγκεκριμένα προβλήματα και η ενωτική πολιτική, σε πλήρη βέβαια αντίθεση με τα χωριστά (και στενά) ψηφοδέλτια στις περιφέρειες, αποτελούν βασικά – αν και όχι ικανά – στοιχεία μιας ουσιαστικής πολιτικής παρέμβασης. Ωστόσο φαίνεται δύσκολο μια τέτοια παρέμβαση να μπορεί να αποτελέσει οδηγό για το κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Παραμένει ένας χώρος με αυτοαναφορικότητα στην φυσιογνωμία, με έντονα δικαιωματικό λόγο, με έλλειψη ενωτικής κατεύθυνσης, με αγεφύρωτες διαφορές και τεράστια σύγχυση σε θέσεις γύρω από βασικά θέματα (πόλεμος, ελληνοτουρκικά, εκτίμηση συσχετισμού δύναμης).

5.

Στις δύσκολες συνθήκες που ζούμε, σε εποχές διάλυσης και υποχώρησης των προοδευτικών ιδεών και δυνάμεων, σε καιρούς απογοήτευσης αλλά και χαμηλών προσδοκιών, δεν μπορεί να παραβλέψουμε το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα πολύ διακριτό ποσοστό πολύ πάνω από 10% που επιμένει να στηρίζει συγκρουσιακές πολιτικές –έστω και με θεσμικό/ κοινοβουλευτικό  τρόπο, σε αντίθεση με τις θεσμικές  συστημικές πολιτικές που ακολουθούν τα προωθούν οι τρεις βασικές κοινοβουλευτικές ηγεσίες των κομμάτων του κοινοβουλίου. Αποτελεί αυτό το ευάριθμο σχετικά ποσοστό μια «παραφωνία» στο σύνολο των χωρών της ΕΕ. Δεν μπορούμε να το αντιμετωπίζουμε απλά σαν παρηγορητικό στοιχείο αλλά σαν ένα μεγάλο χωράφι όπου πάνω του μπορεί να αναπτυχθούν -αν βεβαίως στηριχθούν- ιδέες, πρωτοβουλίες και πολιτικές που να έχουν μαζική λαϊκή αναφορά και απεύθυνση, που να έρχονται σε ευθεία αμφισβήτηση και σύγκρουση με το αστικό εθνικό και «υπερεθνικό» σύστημα, φιλοδοξώντας να  αποτελέσει την πολυπόθητη εναλλακτική που απουσιάζει.

6.

Στον δεύτερο γύρο των εκλογών υπάρχουν λίγες περιπτώσεις υποψηφίων που μπορούν να διεκδικήσουν την δημοτική εξουσία με στοιχεία φιλολαϊκού προγράμματος και μιας αριστερής διαχείρισης, για τους ελεύθερους χώρους, την κοινωνική πολιτική, κόντρα στην ανταποδοτική λογική στην λειτουργία των δήμων ή όπου έχει συνασπιστεί ένα μαύρο μέτωπο εργολάβων και συμφερόντων εναντίον τους. Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι περιπτώσεις της Λαϊκής Συσπείρωσης σε Πάτρα, Χαϊδάρι, Καισαριανή, Πετρούπολη, όπως και οι περιπτώσεις των υποψηφίων Ρούσσου και Βρεττάκου (παρόλο που τους στηρίζει και ο ΣΥΡΙΖΑ),  σε Χαλάνδρι και Κερατσίνι. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις στηρίζουμε την επιλογή του άκυρου.

Καταπίνοντας τα μνημόνια, διυλίζοντας τον Κασσελάκη

Επαληθεύοντας όλα τα προγνωστικά ο Στέφανος Κασσελάκης πέτυχε ευρεία νίκη στις εκλογές για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ και πλέον είναι το αδιαφιλονίκητο φαβορί. Τα στελέχη και τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που απορούν με την εκτόξευση προς την προεδρία ενός μέχρι πρόσφατα άσχετου με το κόμμα και την ιστορία του, κακώς απορούν. Το ένα και μοναδικό κριτήριο του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ είναι να μην εξαϋλωθεί η αξιωματική αντιπολίτευση, να μην επιστρέψει στο 3%, και -ίσως-  να μπορέσει να ξαναχτυπήσει την πόρτα της εξουσίας. Αυτή την προοπτική μπορεί να τη δώσει ένας νεότερος και ωραιότερος Μητσοτάκης, δεν μπορούν να τη δώσουν πρόσωπα και στελέχη που ταυτίστηκαν με τη χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση – και ακόμα περισσότερο – με τη χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση. 

Απορούν και εξίστανται σχολιαστές και δημοσιογράφοι για τη μετεωρική άνοδο του Στέφανου Κασσελάκη, για τη μεταπολιτική και τη μεταδημοκρατία, για την αμερικανική πρεσβεία και την πλήρη επικράτηση των ιδεολογημάτων της αριστείας και της προσωπικής επιτυχίας. 

Μα αν έχεις υιοθετήσει το σύνολο της πολιτικής και της ιδεολογίας, γιατί να μην υιοθετήσεις και τον τρόπο με τον οποίο αυτή η πολιτική και αυτή η ιδεολογία επιλέγει τους εκφραστές της;

Αυτοί που κατάπιναν αμάσητα τα μνημόνια, τις ιδιωτικοποίησεις, την υποθήκευση για δεκαετίες του δημόσιου πλούτου, την ολόψυχη προσχώρηση στον αμερικανονατοϊκό άξονα, την αποδοχή του μονόδρομου λιτότητας των Βρυξελλών, αυτοί που υπηρέτησαν (με πόνο καρδιάς αλλά και μέχρι κεραίας) ό,τι ζήτησε ο ευρωατλαντισμός και η εγχώρια άρχουσα τάξη, γιατί διαμαρτύρονται;

Αυτοί που μοναδικό τους κριτήριο έκαναν το να αποκτήσουν μια Αριστερά που να ξεφύγει από το “αριστεροχώρι” και να μπορέσει να κυβερνήσει, υιοθετώντας το σύνολο σχεδόν του πολιτικού και αξιακού πλαισίου του αντιπάλου, γιατί απορούν;

Ο Κασσελάκης τους φταίει;

Εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο Κασσελάκης, και μάλιστα πολύ πιο αληθινή και πιστή από τις μαρξίζουσες αμπελοφιλοσοφίες του Τσακαλώτου και τα αλτουσεριανά φληναφήματα του Τζανακόπουλου. Γιατί δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ να πρέπει να έχει επικεφαλής κάποιον ή κάποια που να παριστάνει κάτι που δεν είναι;

Γιατί θα πρέπει ο επικεφαλής του να παριστάνει το στέλεχος της Αριστεράς ενώ ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τίποτα διαφορετικό από Democrats και μάλιστα σε αποδρομή; Γιατί θα πρέπει να αντλείς το πολιτικό σου κεφάλαιο από τον Ηλιού, τον Πουλαντζά και τον Ελεφάντη, ενώ ασκείς την πολιτική του Μπάιντεν;

Ο Κασσελάκης ήταν και είναι η μόνη έντιμη επιλογή για όποιον έχει πραγματική και όχι φαντασιακή εικόνα για το τι είναι και τι εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Δεξιά, συστημική, αμερικανόπνευστη (και αμερικανοκίνητη) επιλογή, επιλογή της αγοράς και των χρηματαγορών, προερχόμενη κατευθείαν από τον κόσμο της αριστείας, της Εκάλης και του Κολλεγίου Αθηνών. Δεν “καταλαμβάνει” το κόμμα, απλώς το κόμμα βρήκε αυτόν που το εκφράζει καλύτερα.

Γιατί άλλωστε να μπλέκεις με νέους Τσίπρες που βαρύνονται και με το προπατορικό αμάρτημα του δημοψηφίσματος;

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα που κυβερνά χωρίς τις αρχές της Αριστεράς, γιατί ο επικεφαλής του πρέπει υποκριτικά να δηλώνει πίστη σε αυτές;

Αριστερός ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να υπάρξει, ας υπάρξει τουλάχιστον ειλικρίνεια. 

ΥΓ. Το πρόβλημα με τον Κασσελάκη δεν είναι ότι θα βγει πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα είναι ότι η νίκη του είναι μια ακόμα απόδειξη της κατάργησης της πολιτικής, με το περιτύλιγμα, την εικόνα, το πλασάρισμα και συνεπώς την κενολογία, τη μπουρδολογία και τη ρηχότητα να έχουν το πάνω χέρι. Η μετεωρική πορεία και η φαντασμαγορική επίδοση του Κασσελάκη, πιστοποιούν ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο.

Για τις νέες ταυτότητες: το δέντρο του θρησκευτικού ανορθολογισμού και το δάσος του βιομετρικού αυταρχισμού

Περίληψη: Πέραν από δεισιδαιμονίες για το “χάραγμα του αντιχρίστου”, η έκδοση νέων ψηφιακών ταυτοτήτων συνοδεύεται από την επανεισαγωγή της υποχρεωτικής δακτυλοσκόπησης του συνόλου του πληθυσμού, που μόλις το 2000 είχε καταργηθεί ως προσβολή των προσωπικών δεδομένων και της αξίας του ανθρώπου. Τα περαιτέρω σχέδια διασύνδεσης της ταυτότητας με το “ψηφιακό πορτοφόλι” θα σημάνουν την επέκταση του ελέγχου της προσωπικής ζωής του κάθε πολίτη από το κράτος, δίπλα στον έλεγχο που ήδη διαθέτουν οι εταιρείες που εμπορεύονται τα δεδομένα των κινητών τηλεφώνων και του διαδικτύου. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης διολισθαίνουν όλο και περισσότερο στο “κινέζικο μοντέλο”, το οποίο κατά τα λοιπά καταγγέλλουν ως “ολοκληρωτικό”.

Η συζήτηση για την έκδοση των νέων δελτίων αστυνομικής ταυτότητας κυριαρχείται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης από τις “ουρές στα αστυνομικά τμήματα” όσων σπεύδουν να εκδώσουν παλιού τύπου ταυτότητα “γιατί δεν θέλουν το ηλεκτρονικό τσιπάκι”. Όπως και σε άλλα ζητήματα, η κυβέρνηση, με τη βοήθεια των φιλικών της ΜΜΕ, επιλέγει τον βολικό αντίπαλο στον χώρο του ανορθολογισμού για να εμφανιστεί ως “μετριοπαθής” και “κεντρώα” και να μην απαντήσει στα πραγματικά ζητήματα που εγείρονται από τις αποφάσεις της.

Καταρχάς, η υποκρισία της Νέας Δημοκρατίας δεν περιγράφεται: οι μεγάλες ουρές που σχηματίζονται σήμερα στα αστυνομικά τμήματα οφείλονται σε απόφαση της ίδιας της κυβερνητικής πλειοψηφίας που διά φετινής τροπολογίας (ΚΥΑ υπ’ αρίθμ. 8200/0-109568/17.2.2023, ΦΕΚ Β’ 824, άρθρο 1, παρ. 8) κατοχύρωσε την ισχύ των παλαιού τύπου δελτίων ταυτότητας που θα εκδοθούν πριν τον Σεπτέμβριο για μια επιπλέον δεκαετία, σε αντίθεση με την υπουργική απόφαση του 2018 (ΚΥΑ υπ’ αρίθμ. 8200/0-297647/27.04.2018, ΦΕΚ Β’ 1476, άρθρο 9) που προέβλεπε την υποχρεωτική αντικατάσταση των παλαιού τύπου δελτίων ταυτότητας σε ένα έως πέντε έτη ανάλογα με το αρχικό γράμμα του επωνύμου. Για να το πούμε απλά: η Νέα Δημοκρατία έκλεισε προεκλογικά το μάτι σε (δυνάμει δικό της) εκλογικό ακροατήριο νομοθετώντας τη δυνατότητα αποφυγής έκδοσης νέου τύπου ταυτότητας για μια ακόμα δεκαετία, με άμεση συνέπεια τις “ουρές” στα αστυνομικά τμήματα. Όπως φάνηκε εξάλλου και από την πρόσφατη συνάντηση του πρώην Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Νότη Μηταράκη, με τον μητροπολίτη Πειραιώς με θέμα τις νέες ταυτότητες (!), η τακτική του κατευνασμού του θρησκευτικού ανορθολογισμού είναι στο dna της ελληνικής δεξιάς. Ας μην υποκρίνονται λοιπόν ότι δήθεν τον πολεμάνε.

Πέραν, όμως, από τα ενδο-οικογενειακά ζητήματα της δεξιάς πολυκατοικίας, το μείζον ζήτημα αναφορικά με τις νέες ταυτότητες είναι η (επαν)εισαγωγή της υποχρεωτικής δακτυλοσκόπησης για την έκδοσή τους (σσ: προσπερνάμε για λόγους χώρου τον λυσσαλέο εταιρικό ανταγωνισμό για την ανάληψη του έργου των νέου τύπου ταυτοτήτων, που συνδέθηκε και με το σκάνδαλο των υποκλοπών). Όπως θυμούνται οι μεγαλύτεροι, το δακτυλικό αποτύπωμα προβλεπόταν παλιότερα στην έκδοση της ταυτότητας, αποτυπωνόταν μάλιστα και στο ίδιο το δελτίο κάτω από τη φωτογραφία του κατόχου (ν.δ. 127/1969 (Α’ 29) σε συνδ. με ΥΑ υπ’ αριθμ. 8200/0-6/6.7.1981, ΦΕΚ Β’ 392). Η υποχρέωση αυτή καταργήθηκε στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού των ταυτοτήτων το 2000 (ΚΥΑ υπ’ αρίθμ. 8200/0-441210/17.7.2000, ΦΕΚ Β’ 879), με την περιβόητη συζήτηση για την υποχρεωτική ή μη αναγραφή του θρησκεύματος. Κρίθηκε τότε, και σωστά, ότι το δακτυλικό αποτύπωμα είναι προσωπικό δεδομένο που ο πολίτης δεν οφείλει να προσκομίσει, παρά μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που σχετίζονται με την τέλεση αξιόποινης πράξης (Π.Δ. 342/1977, άρθρα 27-29). Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η με αριθμό 510/17/15-05-2000 γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα υπό τον πρόεδρό της Κ. Δαφέρμο: “κατά την κοινή αντίληψη, το αποτύπωμα (η “σήμανση”) συνδέεται με την υποψία ή διαπίστωση εγκληματικής δραστηριότητας (“σεσημασμένοι”), η απόδοση της οποίας έστω και εν δυνάμει στο σύνολο του ελληνικού λαού, υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο και προσβάλλει την προστατευόμενη από το Σύνταγμα αξία του ανθρώπου”.

Σήμερα, όμως, η επιστροφή στην υποχρεωτική δακτυλοσκόπηση δεν έρχεται ως κατάλοιπο του μετεμφυλιακού παρελθόντος, αλλά ως απαίτηση του… ευρωπαϊκού μέλλοντος.

Με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/1157 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου “για την ενίσχυση της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας των πολιτών της Ένωσης και των εγγράφων διαμονής που εκδίδονται για πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας”, προβλέπεται ότι: “Τα δελτία ταυτότητας περιλαμβάνουν μέσο αποθήκευσης υψηλής ασφάλειας, το οποίο περιέχει βιομετρικά δεδομένα που συνίστανται σε εικόνα του προσώπου του κατόχου του δελτίου και δύο δακτυλικά αποτυπώματα σε ψηφιακούς μορφοτύπους”. Είναι ενδιαφέρον ότι, όπως ρητά αναφέρεται, η πρόβλεψη αυτή ήδη υπάρχει “για τα βιομετρικά διαβατήρια και τις βιομετρικές άδειες διαμονής για τους υπηκόους τρίτων χωρών”: πρόκειται δηλαδή για μεταφορά της τεχνογνωσίας που απέκτησε η Ευρωπαϊκή Ένωση πάνω στα σώματα των προσφύγων και των μεταναστών στα σύνορα και που τώρα θα εφαρμοστεί καθολικά στους πολίτες της ΕΕ, με τρόπο που η δακτυλοσκόπηση καθίσταται προϋπόθεση της “άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας”! Από την υποχρέωση εξαιρούνται μόνο τα παιδιά κάτω των 6 ετών, δυνητικά τα παιδιά 6-12 ετών και τα πρόσωπα που αδυνατούν να δακτυλοσκοπηθούν για σωματικούς λόγους. Να σημειωθεί ότι η υποχρέωση δακτυλοσκόπησης για την έκδοση των νέου τύπου ταυτοτήτων δεν περιλαμβανόταν στην ως άνω υπουργική απόφαση του 2018, αλλά νομοθετήθηκε με τροπολογία το 2019 (ΚΥΑ υπ’ αρίθμ. 8200/0-181621/14.05.2019, ΦΕΚ Β’ 1671), με ρητή επίκληση του ευρωπαϊκού Κανονισμού σε σχετική ανακοίνωση.

Ως δικαιολογητική βάση της ηλεκτρονικής αποθήκευσης βιομετρικών δεδομένων (εικόνα προσώπου και δύο δακτυλικά αποτυπώματα) του κατόχου της ταυτότητας προβάλλεται η “αξιόπιστη εξακρίβωση και επαλήθευση της γνησιότητας της ταυτότητας με μειωμένο κίνδυνο απάτης, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της ενίσχυσης της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας και διαμονής”. Η υποχρέωση δακτυλοσκόπησης ως προϋπόθεση ελεύθερης μετακίνησης εντός της ΕΕ, με επίκληση λόγων ασφαλείας και γνησίου των ταξιδιωτικών εγγράφων, είναι ένα μέτρο εξαιρετικά επαχθές. Ακόμα όμως και αν θεωρηθεί ότι λόγοι ασφάλειας επιτάσσουν τη δακτυλοσκόπηση για την πραγματοποίηση ενός ταξιδιού στο εξωτερικό (ήδη στα νέα διαβατήρια προβλέπονται βιομετρικά δεδομένα), η δακτυλοσκόπηση του ΣΥΝΟΛΟΥ του πληθυσμού ως προϋπόθεση για την έκδοση ταυτότητας (δηλαδή εγγράφου που είναι υποχρεωτικό, σε αντίθεση με την έκδοση διαβατηρίου που σχετίζεται με τη μετάβαση στο εξωτερικό και είναι εν τέλει προαιρετική) είναι μέτρο απολύτως δυσανάλογο με τον προβαλλόμενο σκοπό. Το 2021, πολίτης γερμανικής υπηκοότητας που, επικαλούμενος την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών του δεδομένων, αρνήθηκε τη δακτυλοσκόπηση στο πλαίσιο έκδοσης νέας ταυτότητας, προσέφυγε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο του Wiesbaden, το οποίο διατήρησε αμφιβολίες όσον αφορά το κύρος του κανονισμού 2019/1157 και απευθύνθηκε με προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Δημοσιεύματα επικαλούνται την πρόταση της Γενικής Εισαγγελέα, που είναι θετική για τη λήψη βιομετρικών δεδομένων (ανακοινωθέν τύπου 112/29-6-2023, υπόθεση C-61/22), ωστόσο η απόφαση δεν έχει ακόμα εκδοθεί. Πάντως, στην Ελλάδα, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (2388/2019 ΣΤΕ, Δ’ Τμήμα) έκρινε νόμιμη τη συλλογή και αποθήκευση βιομετρικών δεδομένων (και των δακτυλικών αποτυπωμάτων) σε ηλεκτρονικό μέσο, επικαλούμενη τον νόμο για τα διαβατήρια, τη δε σκοπιμότητα επιλογής του συγκεκριμένου τύπου αστυνομικής ταυτότητας έκρινε “ακυρωτικώς ανέλεγκτη”.

Ωστόσο, η ίδια απόφαση ακύρωσε την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση όσον αφορά την αποθήκευση στο ενσωματωμένο ηλεκτρονικό μέσο του δελτίου ταυτότητας (RFID chip) των “στοιχείων που απαιτούνται για τις υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης”. Με την πρόβλεψη αυτή (η οποία ουδέποτε εξαλείφθηκε σε συμμόρφωση της απόφασης του ΣτΕ), η κυβέρνηση προετοιμάζει την επόμενη φάση χρήσης των ψηφιακών ταυτοτήτων, π.χ. τη σύνδεσή τους με το ΑΦΜ, το “ψηφιακό πορτοφόλι”, την πληρωμή οφειλών στην Εφορία, κλπ. Σε μια εποχή που τα κινητά μας τηλέφωνα ήδη καταγράφουν το ψηφιακό αποτύπωμα του κάθε κατόχου και στη συνέχεια οι εταιρείες πωλούν τα στοιχεία αυτά για λόγους διαφήμισης και εμπορίου, η ψηφιακή διασύνδεση της ταυτότητας με το πορτοφόλι σημαίνει ότι το κράτος θα διαθέτει πρωτογενώς έναν ασύλληπτο όγκο δεδομένων για τους υπηκόους του, τα οποία θα μπορούν να αξιοποιηθούν με τρόπο πιθανά ασύδοτο. Οι αστικές δημοκρατίες της Δύσης επιτίθενται συχνά σε κράτη, όπως πχ αυτό της Κίνας, για τη χρήση ολοκληρωτικών μεθόδων ηλεκτρονικής παρακολούθησης των πολιτών τους, όπως είναι η αναγνώριση προσώπου από κάμερες. Στην πραγματικότητα, όμως, η Δύση κινείται προς την ίδια κατεύθυνση χρήσης ολοκληρωτικών μεθόδων ελέγχου κατά παράβαση κάθε έννοιας προστασίας προσωπικών δεδομένων, επικαλούμενη απλώς ότι “αυτά δεν γίνονται στη δημοκρατία”…

Ας σκεφτούμε τελικά: το 2000, εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα σήμαινε την απάλειψη του θρησκεύματος και του δακτυλικού αποτυπώματος από τις ταυτότητες ως μέσο προστασίας των προσωπικών δεδομένων και υπεράσπισης της αξίας του ανθρώπου. Είκοσι χρόνια μετά, εν μέσω ενός τοπικά περιορισμένου αλλά πάντως θερμού παγκόσμιου πολέμου δι’ αντιπροσώπων, “εκσυγχρονισμός” σημαίνει την υποχρεωτική αποδοχή σήμανσης του συνόλου του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνο και μόνο για να λάβει ένας πολίτης δελτίο ταυτότητας. Η πολιτικοποίηση αυτονόητων ενεργειών, όπως είναι η έκδοση ταυτότητας ή ο εμβολιασμός, και η σύνδεσή τους – ως προϋπόθεση – με την άσκηση στοιχειωδών δικαιωμάτων (όπως η ελεύθερη μετακίνηση, η εργασία, οι συναλλαγές με το κράτος, κ.ο.κ.) δεν τσακίζει απλώς δημοκρατικές κατακτήσεις και δικαιώματα: αποξενώνει ένα διευρυνόμενο κομμάτι πολιτών από το πολιτικό σύστημα και δημιουργεί τη δεξαμενή από την οποία ψαρεύει ο ανορθολογισμός και ο φασισμός, που νομιμοποιούνται και θεριεύουν μέσα από τις πολιτικές φτωχοποίησης, ρατσισμού και εθνικισμού τις οποίες ασκούν τα ίδια τα – κατά τα άλλα “ορθολογικά” – κράτη.

Απ’ αυτή την άποψη, είναι σημαντικό να βλέπουμε, όχι μόνο το δέντρο του θρησκευτικού ανορθολογισμού που δικαίως μας ανησυχεί, αλλά το δάσος του βιομετρικού αυταρχισμού και του κρατικού ολοκληρωτισμού που δημιουργεί το πεδίο για όλα τα επιμέρους νοσηρά φαινόμενα.

Πηγή: Σύνταγμα Watch

Τις ευθύνες για τις πυρκαγιές να της αναζητήσουμε στο επιτελικό κράτος και την νεοφιλελεύθερη πολιτική.

Αν οι φωτιές στον Έβρο μπήκαν από μετανάστες και το ανάγουμε στην κορυφαία αιτία των πυρκαγιών, τότε οι φωτιές έξω από την Αθήνα (και όχι μόνο) από ποιον μπήκαν; Ας μας πουν αυτοί που φωνάζουν για το πρώτο, γιατί δεν βγάζει νόημα αλλιώς.

Αλλά για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, γιατί αν ακούμε τα κανάλια και την ακροδεξιά θα μπερδέψουμε τα μπούτια μας: είναι δευτερεύον ζήτημα ποιος είναι ο εμπρηστές. Το βασικό είναι ότι η κυβέρνηση δεν έλαβε όλα εκείνα τα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία απέναντι στις πυρκαγιές. Το επιτελικό κράτος, διαλυμένο μετά από την δεκαετία των μνημονίων και η νεοφιλελεύθερη εμμονή, ευθύνεται για την κατάσταση που βρίσκεται η χώρα όλο το καλοκαίρι, εκεί να αναζητήσουμε τις ευθύνες.

Δεν υπάρχουν τα απαραίτητα αντιπυρικά έργα, οι δασικές υπηρεσίες και τα δασαρχεία υποστελεχωμένα, υπολειτουργούν, και το πυροσβεστικό σώμα χωρίς εξοπλισμό και πυροσβέστες, γιατί, σύμφωνα με τα ΜΜΕ, τον χειμώνα παίζουν τάβλι..

Το αν τις φωτιές τις βάζουν εμπρηστές ή όχι θα έπρεπε να το απαντήσει η ΕΥΠ, την οποία αυτό που τη νοιάζει είναι ο Ρουβίκωνας και οι εσωτερικές κόντρες της Greek Mafia. Ή θέλουν να πιστέψουμε ότι η Υπηρεσία που παρακολουθούσε δημοσιογράφους, στελέχη της Αριστεράς, τα γραφεία του ΚΚΕ στο Περισσό, στρατιωτικούς και όχι μόνο δεν μπορεί να εντοπίσει τους εμπρηστές;

Ας μη τσιμπάμε στην σύγχυση που θέλουν να προκαλέσουν.

Όσο αφορά τον Έβρο στήθηκε το παιχνίδι πολύ ωραία για να αποποιηθεί τις ευθύνες της η κυβέρνηση. Αλλά και αν δεχτούμε ότι την φωτιά την έβαλαν μετανάστες, και δεν τους έχουν βάλει να το κάνουν ντόπια συμφέροντα (βούτυρο στο ψωμί των αιολικών πάρκων είναι το δάσος στη Δαδιά), τότε οι δηλώσεις Μητσοτάκη περί των σχέσεων με την Τουρκία αποδεικνύονται ή όχι φιάσκο; Αν φταίνε οι μετανάστες, ο τοίχος που θα τους σταματούσε τι ακριβώς δουλειά έκανε;

Αλλά και για να το ξεχειλώσουμε λίγο, στον Έβρο όπου έχει μετατραπεί σε φρούριο των Νατοϊκών, γιατί δεν έχουν απλώσει ένα χέρι να βοηθήσουν την κατάσταση; Αυτοί δεν είναι που θα μας φυλάξουν αν η Τουρκία μας κάνει πόλεμο;

Τα παραμύθια όσο και αν υιοθετούνται αστραπιαία από τα ΜΜΕ, κάπου χωλαίνουν. Ας αρνηθούμε την συχγηση και ας αρχίσουμε να αποδεχόμαστε τα αυτονόητα. Η υπάρχουσα πολιτική πορεία της χώρας δεν έχει να μας δώσει τίποτα.

Στην Ελλάδα 2.0 η αστυνομία κάνει τον τροχονόμο των νεοναζί δολοφόνων

Μια ορδή νεοναζί οπαδών της Ντιναμό Ζάγκρεμπ, διασχίζει όλη την Ελλάδα οδικώς, μπαίνει στο μετρό, αποβιβάζεται ανενόχλητη στη Νέα Φιλαδέλφεια σε συνεννόηση με ακροδεξιούς οπαδούς ελληνικής ομάδας και επί τρεις ώρες οργιάζει έξω από το γήπεδο της ΑΕΚ καταλήγοντας πέραν των άλλων να σφάξει 22χρονο οπαδό της ΑΕΚ. 

Θα συνέβαινε το ίδιο αν μια ομάδα αναρχικών (χωρίς λοστούς, μαχαίρια και δολοφονικές προθέσεις) διαδήλωνε πχ στο Μοναστηράκι για έναν φυλακισμένο αντιεξουσιαστή;

Θα συνέβαινε το ίδιο αν μια ομάδα του Ρουβίκωνα πήγαινε να πετάξει τρικάκια έξω από το σπίτι κάποιου πολιτικού ή δημοσιογράφου;

Θα συνέβαινε το ίδιο αν μια συνέλευση φοιτητών αποφάσιζε, όχι επιδρομή και ισοπέδωση, αλλά κατάληψη σε έναν πανεπιστημιακό χώρο;

Στην Ελλάδα 2.0, στην Ελλάδα της τάξης και της ασφάλειας που υποσχέθηκε ο Κ. Μητσοτάκης χαϊδεύοντας τα φοβικά αντανακλαστικά της εκλογικής του πελατείας, η αστυνομία υπάρχει για να κάνει τον τροχονόμο σε νεοναζιστικές ορδές που ανενόχλητες διασχίζουν παράνομα (η μετακίνηση οπαδών δεν είχε επιτραπεί για το συγκεκριμένο παιχνίδι) όλη την Ελλάδα, και καταλήγουν να δολοφονήσουν έναν αντίπαλο οπαδό.

Μια κυβέρνηση και μια αστυνομία που γίνονται ρεζίλι από τη δράση κάποιων δεκάδων νεοναζί οπαδών είναι πολιτικό πρόβλημα. Μια κυβέρνηση και μια αστυνομία όμως, που με την πολιτική και ιδεολογική τους τύφλωση, με το μίσος τους να στρέφεται αποκλειστικά στις κοινωνικές και πολιτικές διαμαρτυρίες, με την καταστολή να απευθύνεται αποκλειστικά στους νέους, στους εργαζόμενους, στην Αριστερά, και που αφήνει μια ορδή από μαχαιροβγάλτες να μπει στη χώρα, να ταξιδέψει από άκρη σε άκρη και να δολοφονήσει έναν Έλληνα πολίτη, είναι παραπάνω από πολιτικό πρόβλημα.

Είναι ηθική και ποινική συναυτουργία σε έγκλημα. 

Ας σκούζει η κυβέρνηση και τα φερέφωνά της για τους Ρουβίκωνες, για την ανομία στα Πανεπιστήμια, για το άβατο των Εξαρχείων. Αυτά είναι ο φερετζές για να επιβάλουν τον ηθικό πανικό σε ένα τμήμα της κοινωνία που πρόθυμα αγοράζει την δεξιά προπαγάνδα. Είναι το προκάλυμμα για να προσλαμβάνουν κι άλλους αστυνομικούς, την ώρα που η χώρα έχει ανάγκη γιατρούς, νοσηλευτές, εκπαιδευτικούς, πυροσβέστες. 

Αλήθεια όσο δολοφονούσαν οι οργανωμένες ομάδες των νεοναζί χουλιγκάνων τον 22χρονο, όσο ισοπέδωναν καταστήματα και κατέστρεφαν αυτοκίνητα, η αστυνομία τι έκανε;

Φύλαγε τις λαμαρίνες από το μετρό στα Εξάρχεια;

Τρομοκρατούσε μαμάδες που πήγαιναν με τα παιδιά τους στο λόφο του Στρέφη;

Τραμπούκιζε περιοίκους στο πάρκο Δρακόπουλου;

Έδερνε αναρχικούς;

Άνοιγε το κεφάλι σε νεαρούς στην πλατεία Νέας Σμύρνης;

Πούλαγε προστασία σε νονούς της νύχτας;

Παρακολουθούσε μέσω Predator την αντίπαλη ομάδα της Greek Mafia;

Η εισβολή, επιδρομή, λεηλασία και δολοφονία που διέπραξαν οι νεοναζί οπαδοί της Ντιναμό Ζάγκρεμπ είναι ολοκληρωτική χρεοκοπία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, του δόγματος που διαφήμιζε μετά μανίας, του ηθικού πανικού που προκαλεί συστηματικά με το στρατό των δημοσιογράφων της, και φυσικά αποδεικνύει ότι η Ελληνική Αστυνομία δεν επιτελεί το ρόλο που της έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα. 

Η παραίτηση ενός υπουργού είναι πολύ λίγη για να ξεπλύνει το επί χρόνια συσσωρευμένο αίσχος.

Επιτελικό κράτος και νεοφιλελεύθερη πολιτική ευθύνονται για τη διάλυση

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1. Υπάρχουν μέρες, στις οποίες μπορούν να χωρέσουν χρόνια. Μέσα σε δύο εβδομάδες, έχει εκδηλωθεί η υπερδεκαετής πολιτική διάλυσης μίας ολόκληρης χώρας. Οι πυρκαγιές και τα γεγονότα που ακολούθησαν αποτελούν συμπυκνωμένη έκφραση του κατατεμαχισμού, της εκποίησης, της ιδιωτικοποίησης, της υποβάθμισης κρίσιμων τομέων της δημόσιας ζωής. Είναι αποτέλεσμα της οικοδόμησης μίας χώρας – ξέφραγο αμπέλι, ταιριαστή στις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού, της ΕΕ, του συστήματος.

2. Η συντελούμενη καταστροφή συνιστά κυβερνητική και κρατική κατάρρευση σε πολλαπλά επίπεδα. Οι καμένες εκτάσεις θα ξεπεράσουν τα 450.000 στρέμματα δάσους τον Ιούλιο και «βλέπουμε». Ανάμεσα σε αυτές τις εκτάσεις, περιοχές Natura, πανέμορφα τοπία φυσικού περιβάλλοντος, αιωνώβια δάση, έγιναν στάχτη. Επιχειρήσεις, σπίτια και οικισμοί παραδόθηκαν στις φλόγες, για να ακολουθήσουν οι σοκαριστικές εικόνες εκκενώσεων ολόκληρων περιοχών, χωριών, πόλεων. Στην Ρόδο, πολίτες και τουρίστες φορτώθηκαν σε καρότσες και βάρκες για να γλυτώσουν από την φωτιά. Στον Βόλο, δίπλα στην εθνική οδό, μέσα σε κάμπο, και ανάμεσα σε Βιομηχανική Περιοχή και στρατόπεδα εκκενώθηκε το δεύτερο μεγαλύτερο στρατιωτικό αεροδρόμιο της χώρας ενώ παραδόθηκε στις φλόγες η αποθήκη βλημάτων και εκρηκτικών υλών, από τις εκρήξεις των οποίων έσπαγαν τζαμαρίες μπροστά στα μάτια των έντρομων κατοίκων της Αγχιάλου, οι οποίοι φυγαδεύτηκαν με βάρκες. Στη Λαμία, οι πολίτες εκκένωσαν το βόρειο τμήμα της την τελευταία στιγμή. Στην Κάρυστο, μετρήσαμε δύο νεκρούς πιλότους, στην προσπάθεια να προσφέρουν σε μία μάχη χωρίς επιτελείο, συντονισμό, οργάνωση, μέσα.

Οι πυρκαγιές ξέφυγαν, όχι όμως λόγω της μανίας της φύσης. Ας πούμε τα πράγματά με το όνομα τους. Ξέφυγαν λόγω των κυβερνητικών επιλογών και της διαχρονικής κρατικής πολιτικής.

3. Η επικοινωνιακή διαχείριση από τους ίδιους τους κυβερνητικούς φορείς αποτελεί πλέον ένα μνημείο αναισθησίας και χυδαίου κυνισμού. Σε ακόμα μία κυβερνητική αποτυχία αποκαλύπτεται πως «ο ικανός στις κρίσεις πρωθυπουργός και το επιτελείο του», είναι μια μαγική εικόνα που έχουν κατασκευάσει τα ΜΜΕ. Και αυτό δεν αφορά μόνο τις τουριστικές αποδράσεις και τις ζεμπεκιές των, υποτίθεται άμεσα εμπλεκόμενων, πολιτικών της δεξιάς. Όταν η επικοινωνία αντικαθιστά την πολιτική και την σοβαρή διαχείριση, κάποια στιγμή έρχεται η κατάρρευση. Το δυστύχημα είναι ότι την πληρώνει ο λαός και η χώρα.

Όσο καίγονταν η Ρόδος, τα ελληνικά ΜΜΕ δεν ασχολήθηκαν. Η προσπάθεια να κουκουλωθεί το γεγονός, να υποβαθμιστεί το μέγεθος της φωτιάς, να ηρεμήσει το κλίμα μην τυχόν και διακυβευθεί το «ελληνικό τουριστικό καλοκαίρι» οδήγησε εργαζόμενους, ντόπιους και τουρίστες να παλεύουν την τελευταία στιγμή για να εξασφαλίσουν μία θέση στα πολυπόθητα λεωφορεία, ώστε να μεταφερθούν μακριά από το επίκεντρο της πυρκαγιάς. Αντίθετα, είχαμε διαρκή επικοινωνιακό βομβαρδισμό για τους «γενναίους αστυνομικούς» που μεταβαίνουν στις πληγείσες περιοχές, νέα επικοινωνιακή εκστρατεία και «μέτρημα σκορ» για το Μάτι, και διαρκής προβολή της εικόνας ότι «όλα είναι υπό έλεγχο».  Αν δεν υπήρχε η γενναία και μαζική κινητοποίηση του λαού, που πλέον συσσωρεύει εμπειρία στην κρατική ανεπάρκεια (από την πανδημία μέχρι τις φυσικές καταστροφές), για τα περισσότερα γεγονότα ούτε καν θα γνωρίζαμε ή θα τα μαθαίναμε μέσα από νεκρούς.

4. Χρειάζεται πολύ θράσος και αλαζονεία να μιλήσει κανείς για την «ετοιμότητα του κρατικού μηχανισμού», να ισχυρίζεται ότι τα πυροσβεστικά μέσα «είναι ήδη πολλά, ή για να ξεστομίζει ότι «η ζωή συνεχίζεται». Η νεοφιλελεύθερη αντιστροφή είναι πλήρης: Ένοχη η φύση, αθώος ο κρατικός μηχανισμός, η κυβέρνηση, το σύστημα και οι ιεραρχήσεις του. Η κλιματική αλλαγή είναι ξανά το βολικό άλλοθι που επιστρατεύεται για να αποσείσει ευθύνες. Αθωώνεται έτσι το παράλογο σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης που στόχο έχει το κέρδος, όποιο κι αν είναι το κόστος σε πόρους, φύση, ανθρώπους, ένα σύστημα που δημιουργεί μη βιώσιμες συνθήκες στο περιβάλλον. Το γεγονός όμως ότι δεν έχουμε σύστημα πρόληψης των πυρκαγιών, με παραδοχή Σκυλακάκη, και ότι το σύστημα κατάσβεσης είναι παντελώς ανεπαρκές, δεν οφείλεται στην κλιματική αλλαγή, αλλά στις κυρίαρχες πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές. Τα συστήματα πρόληψης και πυρόσβεσης θα έπρεπε να αναβαθμίζονται ώστε να αντιστοιχούν στις έκτακτες συνθήκες της υπερθέρμανσης και της κλιματικής ανισορροπίας. Αντίθετα, στην περίπτωσή μας υποβαθμίζονται, με το πρόσχημα ενός παγκόσμιου προβλήματος, που δεν μπορεί να λύσει μόνη της μία χώρα. Το να έχουμε μια εποικοδομητική και όχι καταστροφική σχέση της ανθρώπινης δραστηριότητας με τη φύση απαιτεί όντως συνολικές ανατροπές στο σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης. Για τις οποίες η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι «στην λάθος πλευρά της ιστορίας» και παριστάνει την ευαίσθητη καταστρέφοντας δάση, για να βάζει άναρχα ανεμογεννήτριες όπου βολεύει το καρτέλ των εταιρειών ενέργειας, ή να παραδίδει περιοχές φιλέτα στην αδηφάγο τουριστική αξιοποίηση.

5. Η εξέλιξη δεν είναι μονάχα τοπικό φαινόμενο, αν και για άλλη μια φορά (βλ. πανδημία) η χώρα μας έχει τα πρωτεία σε καμένες εκτάσεις αλλά και εικόνες κατάρρευσης. Όλες, όμως, οι χώρες του Ευρωπαϊκού νότου, οι οποίες δίνουν μάχη με τον πύρινο Αρμαγεδδώνα, έχουν βιώσει την ίδια δημοσιονομική στενότητα, τον ίδιο νεοφιλελεύθερο κυνισμό, τους επιβλήθηκαν ανάλογοι μονόδρομοι από το επιτελείο της Ε.Ε. Ο τεμαχισμός και η σταδιακή ιδιωτικοποίηση τομέων του κρατικού και διακρατικού συντονισμού προς όφελος των ιδιωτικών εταιριών, βάζουν την σφραγίδα μίας κοινής, νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην Ευρώπη. Μίας πολιτικής που στηρίζεται αποκλειστικά στην καταστολή των πυρκαγιών, αλλά με γενική μείωση προσωπικού, στις ελαστικές εργασιακές σχέσεις των εποχιακών πυροσβεστών, στην προσφυγή σε ιδιωτικές εταιρίες, την στιγμή της κρίσης, για την κάλυψη των αναγκών. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη βασικά περιορίζεται στην συλλογική πειθάρχηση στις κυρώσεις της Ρωσίας (η οποία φέτος δεν κλήθηκε να στηρίξει το έργο της δασοπυρόσβεσης, αν και διαθέτει υπερσύγχρονα και ικανά μέσα και εμπειρία) και στην με κάθε τρόπο διευκόλυνση της εμπορικής εκμετάλλευσης των νέων εκτάσεων, που δημιουργούνται μέσα από την καταστροφή.

Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός μπορεί να δώσει μονάχα μία διέξοδο στην οικολογική καταστροφή: Αποφυγή κόστους για την πολιτική προστασία, ευκαιρία για κέρδος όταν έρθει η καταστροφή. Απο εκεί και πέρα, αδιαφορία για τις αιτίες, παραίτηση από την πρόληψη και επικέντρωση στην καταστολή, η οποία και πάλι θα υλοποιηθεί μοιράζοντας όσο περισσότερο δημόσιο χρήμα σε ιδιώτες γίνεται, όπως έγινε και στην διαχείριση της πανδημίας, Ο λόγος είναι απλός: Κοστίζει λιγότερο (σε αποζημιώσεις) να σβήσεις την πυρκαγιά από το να την προλαμβάνεις. Ταυτόχρονα, οι κρατικοί πόροι ταΐζουν και γιγαντώνουν τους ιδιώτες και οδηγούν στον μεγαλύτερο μαρασμό του δημοσίου, ώστε να βαθαίνει ακόμα περισσότερο η εξαρτημένη σχέση με το ιδιωτικό κεφάλαιο.

6. Η κυβέρνηση, το σύστημα και οι εκφραστές του είναι επικίνδυνοι. Πρέπει να είμαστε βέβαιοι, ότι στην τσακισμένη μνημονιακή Ελλάδα, το μέγεθος καταστροφικών γεγονότων θα γιγαντώνεται στο φως της κρατικής ανικανότητας. Το κράτος και οι υπηρεσίες του κατασυκοφαντήθηκαν, ο ιδιωτικός τομέας αποθεώθηκε, οι προϋπολογισμοί λιτότητας αποτελούν πλέον ιερή αγελάδα οποιασδήποτε κυβερνητικής πολιτικής. Η πολιτική αυτή πριμοδοτήθηκε από όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις, στην βάση του «δεν μπορούν να γίνουν πολλά», καλλιεργήθηκε στον λαό, και σήμερα αποτελεί ισχυρή τάση στο πεδίο των αντιλήψεων. Μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας γαλουχήθηκε σε αυτές τις συνθήκες, αποδέχτηκε ότι δεν υπάρχουν λεφτά για ένα ισχυρότερο δημόσιο, μέσα από μία διαρκή επεξεργασία συνειδήσεων, στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ πρωτοστάτησε εξίσου, και σήμερα θεωρεί τις ιδιωτικοποιήσεις ως μία κάποια λύση.

7. Ο Κουτσούμπας κάλεσε τον Μητσοτάκη να πάρει μέτρα ενώ θα έπρεπε να καλέσει τον λαό σε όλες τις πόλεις να βγει στους δρόμους και να διαδηλώσει εναντία στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αυτού του τύπου  η αντιπολίτευση είναι ακίνδυνη, αθωώνει το σύστημα και την κυβέρνηση  του. Για να σώσει ο λαός τον λαό (σύνθημα γενικά σωστό), πρέπει να μην αφήσει περιθώριο και χρόνο στην κυβέρνηση και στα ΜΜΕ για επικοινωνιακά τερτίπια.  Ο λαός σώζει τον λαό όταν κάνει αντιπολίτευση στις γειτονιές, στις πόλεις, στα χωριά, όταν συνειδητοποιεί, μέσα από τους μικρούς και μεγάλους αγώνες του, τους ενόχους και τις πολιτικές τους και τις καθημερινές συνέπειες που έχουν στις ζωές των λαϊκών στρωμάτων και στη φύση.

Ο λαός στάθηκε ενεργός και αλληλέγγυος, αυτενεργώντας χωρίς συντονισμό, σχέδιο, μέσα. Πρέπει να κατακτηθούν σταθερές δομές λαϊκής οργάνωσης και προετοιμασίας. Συλλογικοί φορείς, σωματεία, συλλογικότητες, να αναλάβουν να συγκροτήσουν και να ενισχύσουν δίκτυα αλληλεγγύης και βοήθειας για τις οικογένειες που έχασαν σπίτια και υπάρχοντα. Αλλά και διαρκή δίκτυα οργάνωσης, προετοιμασίας, συλλογικής προστασίας. Η οργανωμένη πάλη της λαϊκής επιβίωσης στην νεοφιλελεύθερη λαίλαπα θα έπρεπε να αποτελεί βασικό πεδίο δράσης της όποιας αριστεράς και αποτελεί βασικό σταθμό για την ανάκτηση της πολιτικής αξιοπιστίας.

Υπάρχει μονάχα ένας δρόμος για να σωθεί η φύση και ανθρώπινες ζωές: να πάρουμε την χώρα μας πίσω. Να επιβληθεί μία συνολική αλλαγή πορείας. Η γενική πολιτική μάχη και η αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών νεοφιλελεύθερων κελευσμάτων αποτελεί πλέον θέμα άμεσης επιβίωσης για τον λαό.

Ελλάδα 2.0: Κρατική ευθύνη μηδέν, για τις πυρκαγιές ευθύνεται η φύση

Μητσοτάκης 2023 «Βρισκόμαστε σε πόλεμο με το μέτωπο της φωτιάς.Απέναντι στη μανία της φύσης, κανένα μέτρο δεν θα είναι αρκετό».

Σε μια Ελλάδα που καίγεται ολόκληρη, που υφίσταται μια τεράστια οικολογική καταστροφή και καταστροφή των περιουσιών των ανθρώπων, ο πρωθυπουργός μας μιλάει για τη μανία της φύσης.

Δε μιλάει για την απουσία ολοκληρωμένου σχεδίου αντιπυρικής προστασίας με επίκεντρο την πρόληψη.

Δεν μιλάει για τις ελλείψεις σε πυροσβέστες. Μη ξεχνάμε πως όταν διαδήλωναν για αυτές τους έπνιγαν στα δακρυγόνα.

Δε μιλάει για τις ελλείψεις σε οχήματα ξηράς και εναέρια. Μάλιστα σύμφωνα με δηλώσεις του για τις εν ενεργεία φωτιές, τα εναέρια μέσα “είναι ήδη πολλά”

Μιλάει με θράσος για τον κρατικό μηχανισμό που λειτουργεί τέλεια.

Δεν μιλάει για την απίστευτη μάχη που δίνει ο λαός των περιοχών που καίγεται. Για να δώσει φαγητό και νερό στους πυροσβέστες που χωρίς ύπνο, χωρίς άδειες, χωρίς ρεπό, με ελάχιστα οχήματα παλεύουν να σβήσουν τις φωτιές. Για να σώσει ο ένας τον άλλον μαζεύοντας τρόφιμα και παίρνοντας άτομα που χάσανε το μέρος που έμεναν (τουρίστες και μη) στα σπίτια του γιατί το κράτος είναι παντελώς απόν.

Δεν μιλάει για την ειρωνεία της Ελλάδας 2.0 που δίπλα σε τεράστια πεντάστερα ξενοδοχεία, καρότσες φορτώναν τουρίστες για να σωθούν από τη φωτιά (αλλά ευτυχώς όπως έσπευσε να μας ενημερώσει η πολιτική προστασία με βάση της προτεραιότητες της μόνο το 10% των τουριστικών εγκαταστάσεων επλήγησαν).

Ρόδος, Κέρκυρα, Κάρυστος. Αίγιο, Λίμνη Υλίκη, Κουβαράς-Σαρωνίδα, Δερβερνοχώρια, Λουτράκι, Λακωνία. Αυτές οι πυρκαγιές, και όχι μόνο, είναι που ξέφυγαν.

Και δε ξέφυγαν λόγω της μανίας της φύσης. Ας το πούμε με το όνομα του.

Ξέφυγαν λόγω των κυβερνητικών επιλογών και της διαχρονικής κρατικής πολιτικής.

Ξέφυγαν γιατί το κράτος πρόνοιας, σε έναν κόσμο νεοφιλελευθερισμού, πεθαίνει.

Ξέφυγαν γιατί αντί για πυροσβέστες, οχήματα, προληπτική αντιπυρική προστασία, δασεργάτες, το κράτος αγοράζει φρεγάτες, ραφάλ, περιπολικά και ξεπουλάει κομμάτι κομμάτι τη χώρα μας στο ιδιωτικό κεφάλαιο.

Δεν τους νοιάζει η ανθρώπινη ζωή, η φύση, οι ζωές των ζώων, οι περιουσίες των ανθρώπων που χάνονται.

Δεν τους νοιάζει γιατί αν τους ένοιαζε θα έκαναν προσλήψεις (ας θυμηθούμε τη δήλωση του Μητσοτάκη το 2021 λίγες μέρες πριν την πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη “έχω κουραστεί σε αυτή τη χώρα να ακούω ότι η λύση σε κάθε πρόβλημα είναι παραπάνω προσλήψεις”).

Δεν τους νοιάζει γιατί αν τους ένοιαζε, θα έφτιαχναν αντιπυρικό σχέδιο με βάση την πρόληψη, αντί να δίνουν τα λεφτά του κράτους στους φίλους τους και να χαρίζουν τα κομμάτια καμένης γης σε επενδυτές (ας θυμηθούμε τη δήλωση του Μητσοτάκη το 2020 για τη φωτιά στην Κέρκυρα και τις επενδύσεις “Η εναλλακτική ποια θα είναι; Να μην κάνουμε τίποτα. Κάποια στιγμή θα καεί… και τότε…”).

Ας είμαστε σαφείς.

Στην Ελλάδα 2.0,

Την διαλυμένη από τα μνημόνια

Την παρατημένη στο έλεος μια πανδημίας, χωρίς ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ

Την γεμάτη αστυνομικούς

Την πνιγμένη από την ακρίβεια και το χρηματιστήριο ενέργειας

Την χτυπημένη από την τραγωδία των Τεμπών που άνθρωποι πέθαναν γιατί δεν λειτουργούσαν κάποια στοιχειώδη μέτρα προστασίας

Την εγκαταλελειμμένη στο έλεος της φωτιάς με 0 ενίσχυση της πυροσβεστικής

Την σημαδεμένη από τα τόσα εργατικά ατυχήματα (και δυστυχήματα),

Δεν υπάρχει μέριμνα για τη ζωή μας και τον τόπο μας.

Όπως φαίνεται τώρα και στις πυρκαγιές, σώζουμε ο ένας τον άλλον.

Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι μόνιμη λύση. Θέλει αλλαγή πορείας. Θέλει ένα κράτος πρόνοιας. Θέλει να σταματήσει η αηδία του τουριστικού θέρετρου και να αρχίσουμε να χτίζουμε πάλι τη χώρα μας, τη χώρα που διέλυσαν οι μνημονιακές δεσμεύσεις και η λιτότητα της ΕΕ.

Και στο σήμερα, με όλη την Ελλάδα στις φλόγες, αυτή η αλλαγή πορείας δεν είναι κάτι θεωρητικό.

Είναι πια θέμα επιβίωσης.

Το σημαντικό δεν είναι τι έγινε χθες αλλά τι θα γίνει αύριο

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

1.

Το αποτέλεσμα ήταν λίγο ή πολύ προδιαγεγραμμένο. Η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ ήταν δεδομένη, όπως δεδομένη ήταν και η γενικευμένη απαξίωση της Αριστεράς και η ενίσχυση κάθε λογής ακροδεξιάς. Αν στις πρώτες εκλογές το σοκαριστικό ήταν το εύρος της νίκης Μητσοτάκη και η κατάρρευση ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές της 25ης Ιουνίου σοκάρει η άνοδος της ακροδεξιάς. Το πολιτικό βαρόμετρο εδώ και καιρό δείχνει προς τα δεξιά και τα ακροδεξιά, προς την πολιτική συντηρητικοποίηση, την ιδεολογική οπισθοδρόμηση και τον κοινωνικό αγριανθρωπισμό.
Αυτή η εκτίμηση οδηγούσε στην πολιτική στάση που επικέντρωνε όχι στην εκλογική μάχη, αλλά στην επόμενη μέρα. Η εκλογική “στιγμή” δεν θα μπορούσε να διευκολύνει, ούτε να λειτουργήσει καταλυτικά για την ανάκαμψη της Αριστεράς και του αγωνιστικού κινήματος.
Ωστόσο, ακόμα και στις στιγμές της πιο μεγάλης οπισθοδρόμησης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ίδια κοινωνία που χθες έδωσε αυτά τα αποτελέσματα, οκτώ χρόνια πριν, ενάντια στην αστική της τάξη, στη δικτατορία των αγορών και στους εκβιασμούς των Βρυξελλών, κατέγραφε ένα συντριπτικό 63%. Σήμερα, μία στάση είναι να θρηνείς για το τι απέγινε αυτό το ποσοστό. Η άλλη στάση είναι να αναρωτηθούμε τι πρέπει να κάνουν τα υποκείμενα για να ανασυγκροτηθεί το αγωνιστικό φρόνημα της κοινωνικής πλειοψηφίας, για να τεθούν ξανά τα υπαρξιακά ερωτήματα για τη χώρα και τον προσανατολισμό της, για να ανιχνευθούν νέοι δρόμοι σε όφελος του εργαζόμενου κόσμου.

2.

Η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ θα αποτυπωθεί σε ένα νέο κύμα εφαρμογής επιθετικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών που δεν θα απαλύνονται πλέον από τις συνθήκες δημοσιονομικής χαλάρωσης λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης.
Την επόμενη μέρα κάθε πιθανή αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική θα αγνοείται επιδεικτικά με την επίκληση των ποσοστών της ΝΔ, ποσοστά τα οποία θα απικαλούνται διαρκώς για να “σβήσουν” τις βαριές κυβερνητικές ευθύνες όχι μόνο για την ακρίβεια και το τσάκισμα των πραγματικών μισθών, αλλά και για τα Τέμπη, την Πύλο, τις υποκλοπές, την καταπάτηση του Συντάγματος και των δημοκρατικών δικαιωμάτων κοκ.
Το ποσοστό της ΝΔ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν θα έχει επί της ουσίας κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, ακόμα και στο ενιαίο πλαίσιο του παλιού δικομματισμού, θα επιτείνει φαινόμενα αυταρχισμού, εκτροπής, έπαρσης και βοναπαρτισμού, τα οποία ούτως ή άλλως χαρακτηρίζουν και την παράταξη και τον επικεφαλής της.
Το πρόγραμμα της ΝΔ για ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών αγαθών, ασυδοσία του κεφαλαίου και περαιτέρω χτύπημα της εργασίας θα ξεδιπλωθεί παράλληλα με την επαναφορά της δημοσιονομικής πειθαρχίας, την οποία οι Βρυξέλλες έχουν ήδη αποφασίσει. Ωστόσο, να θυμηθούμε ότι το πρόγραμμα της ΝΔ δεν θα αρχίσει να εφαρμόζεται σήμερα και δεν ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 2019.
Οι γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των υποδομών, οι αντεργατικές και αντι-ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις, το χτύπημα στο εισόδημα και στους μισθούς συνιστούν κοινή, διακομματική και αδιάλειπτη πολιτική, τουλάχιστον από το 2010 και μετά. Το ποσοστό Μητσοτάκη, αλλά και ο κατακερματισμός – διάλυση της αντιπολίτευσης, θα επιταχύνουν μια πορεία η οποία όμως ήδη μετρά πολλά χρόνια.
Αυτή η πορεία έχει μετατρέψει τη χώρα σε πεδίο προκλητικής κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο, σε οικονομία που ζει και αναπνέει από τις φούσκες του τουρισμού και των ακινήτων, σε κοινωνία που συντηρητικοποιείται θεωρώντας ότι η βελτίωση της κατάστασής της περνά μέσα από τον ατομικό δρόμο και την ιδιωτική βολή και όχι από τη συλλογική διεκδίκηση ή την απαίτηση για κοινωνικό κράτος παιδεία, υγεία.

Η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ είναι συνέπεια της ανεξίτηλης διπλής αναξιοπιστίας του. Αναξιοπιστία προς τα αριστερά αφού εφάρμοσε με ευλάβεια τα μνημόνια, τα προγράμματα λιτότητας και τις εντολές των ΗΠΑ και των Βρυξελλών. Αλλά και αναξιοπιστία προς τα δεξιά, καθώς η άρχουσα τάξη δεν μπορεί να του συγχωρέσει το πρώτο εξάμηνο του 2015, την ήπια έστω αμφισβήτηση των ορίων του ελληνικού αστισμού, το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Κυρίως δεν μπορεί να του συγχωρεθεί το γεγονός ότι επέτρεψε  με το δημοψήφισμα να τεθεί στην ελληνική κοινωνία για πρώτη φορά το ερώτημα που απειλούσε τον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της χώρας.
Μόνο και μόνο για το γεγονός αυτό, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά, για να μην τολμήσει ξανά καμιά πολιτική δύναμη να αμφισβητήσει (έστω και χωρίς να το εννοεί) το απαραβίαστο πλαίσιο που θέτει για τη χώρα και την κοινωνία η αστική τάξη.
Η φαιδρή αντιπολίτευση που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ τα χρόνια 2019 – 2023 λειτούργησε αθροιστικά αρνητικά στην κυβερνητική του θητεία του 2015 – 2019 και στις πολιτικές και ιδεολογικές ασχήμιες στις οποίες διέπρεψε, ενάντια στην κοινωνική πλειοψηφία, στον κόσμο της εργασίας, στην Αριστερά και στην ιστορία της.
Και στο παρελθόν το σύστημα πολέμησε την Αριστερά αλλά δεν κατάφερε να την ξεριζώσει από τις λαϊκές τάξεις. Εκείνη η Αριστερά, πριν δεκαετίες, είχε ταυτιστεί με την αυτοθυσία, την αντίσταση, την μετωπική αντίληψη, το πρόγραμμα και τις θέσεις για τα προβλήματα του λαού, την καθημερινή διεκδίκηση εκεί που ζει και δουλεύει ο λαός, την εθνική ανεξαρτησία, την κατάργηση των προνομίων.
Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ εξαϋλώνεται σε λίγα χρόνια μέσα. Τι σχέση έχει όμως η Αριστερά που αναφέραμε, με αυτήν που έκανε κωλοτούμπα σε όλες τις βασικές θέσεις της (μνημόνια, ιδιωτικοποιήσεις, λιτότητα, ΝΑΤΟ κοκ) για την καρέκλα; Που αντέγραφε τις χειρότερες παραδόσεις του αυριανισμού και του πασοκισμού ως στάση και συμπεριφορά;
Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δεν είναι Αριστερά, αλλά η ήττα του καταγράφεται ως ήττα της Αριστεράς και για αυτό είναι πολλαπλά υπεύθυνος για τον κοινωνικό χειμώνα που προδιαγράφεται. Η προσχώρησή του στο μνημονιακό στρατόπεδο το 2015 λειτουργεί και θα λειτουργεί για πολλά ακόμα χρόνια ως ζώσα υπενθύμιση ότι το πλαίσιο που ορίζει για την κοινωνία η άρχουσα τάξη δεν πρέπει να αμφισβητείται, και αν αμφισβητείται, οδηγεί σε ατιμωτικές μετάνοιες.
Με αυτή τη βαθιά ριζωμένη πλέον πεποίθηση στην ελληνική κοινωνία θα πρέπει να αναμετρηθεί η όποια προσπάθεια ανάταξης της Αριστεράς.
Επιπρόσθετα ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ έχουν το στρατηγικό αδιέξοδο που έχουν όλα τα μεταλλαγμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη, τα οποία έχουν καθηλωθεί σε ποσοστά κάτω του 20%-25%. Πολιτική αναδιανομής και στήριξης του κοινωνικού κράτους δεν μπορούν να εφαρμόσουν, γιατί κάτι τέτοιο δεν το επιτρέπει το κεφάλαιο. Όταν το επέτρεψε ιστορικά, το έκανε υπό το φόβο ενός θανάσιμου αντιπάλου, του κομμουνιστικού κινήματος. Από την άλλη, τη γνήσια εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος την διεκδικεί η δεξιά. Επομένως τα κόμματα αυτά βρίσκονται σε κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού.

4.

Το πλήθος και τα ποσοστά των ακροδεξιών, εθνικιστικών, παραθρησκευτικών και μουσολινικών δυνάμεων που μπαίνουν στη Βουλή οφείλουν να προβληματίσουν για το βάθος και την ποιότητα της συντηρητικής αναδίπλωσης στην ελληνική κοινωνία.
Ελληνική Λύση και Νίκη αντλούν από την κλασική και διαχρονική δεξαμενή της ακροδεξιάς που ισχυροποιήθηκε τα τελευταία χρόνια από τη χρεοκοπία της υπαρκτής Αριστεράς και τον ηθικό πανικό που προκαλούν τα ζητήματα της μετανάστευσης, των δικαιωμάτων αλλά και των εθνικών.
Το αξιοσημείωτο όμως είναι ότι μία απλή δήλωση του φυλακισμένου νεοναζί Κασιδιάρη αρκούσε για να εκτοξευθεί μέσα σε τρεις μόλις εβδομάδες το μόρφωμα “Σπαρτιάτες” στο Κοινοβούλιο καταγράφοντας μάλιστα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά, όχι απλώς στις παραδοσιακές δεξιές περιφέρειες της επαρχίας αλλά κυρίως στις λαϊκές και περιθωριοποιημένες περιοχές των αστικών κέντρων. Το φασιστικό φαινόμενο παραμένει ζωντανό στην ελληνική κοινωνία, τρέφεται από ένα μίγμα οργής, απόρριψης, αντιπολιτικής και υποκουλτούρας και γράφει ισχυρά στη νεολαία.
Η Πλεύση Ελευθερίας είναι ένα ακραία προσωποπαγές κόμμα που στηρίχθηκε από τα ΜΜΕ ως αντιΣΥΡΙΖΑ μαντρόσκυλο και έχει κλείσει οριστικά τους λογαριασμούς με την ριζοσπαστική αντιμνημονική περίοδο της επικεφαλής της. Οι προθέσεις και οι προσδοκίες των ψηφοφόρων της μπορεί να είναι διαφορετικές, αλλά το ύφος, ο ναρκισσισμός, ο αυταρχισμός και η προσαρμοστικότητα στις επιταγές του συστήματος που επιδεικνύει η επικεφαλής της, προσομοιάζουν στον Μουσολίνι.
Συνολικά το ακροδεξιό ρεύμα αποκτά σημαντική υπόσταση στην ελληνική κοινωνία, όχι μόνο γιατί πετυχαίνει υψηλά εκλογικά ποσοστά, αλλά γιατί έχει διαμορφώσει ισχυρή ακροδεξιά ατζέντα (μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, οικογένεια, πατρίδα, δικαιώματα), σε ευαίσθητα κοινωνικά στρώματα. Στη νεολαία, στη φτωχή εργατική τάξη, στα περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα, αυτή η ατζέντα εξελίσσεται δυναμικά, επιθετικά και συγκροτημένα, ακόμα και αν τα πολιτικά σχήματα που την εκφράζουν, είναι εφήμερα.
Επιβεβαιώνεται και στην Ελλάδα άλλη μια τάση που εκφράζεται διεθνώς και αφορά την αντίθεση από τους «ριγμένους της παγκοσμιοποίησης» προς ένα σύστημα που υπόσχεται τέλος του έθνους κράτους, σε όφελος των πολυεθνικών, ένα σύστημα που προωθεί ένα παγκοσμιοποιημένο ομοιόμορφο εμπόρευμα υποκουλτούρας – υπερκαταναλωτισμού προς αντικατάσταση της παραδοσιακής κουλτούρας (οικογένεια, θρησκεία κλπ), ένα σύστημα που προπαγανδίζει την δικαιωματική πολιτική και τα ατομικά δικαιώματα – πολλά από τα οποία είναι ώριμα και πρέπει να ικανοποιηθούν – την ώρα που διαλύει τα κοινωνικά δικαιώματα.

5.

Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει την εκλογική του επίδοση με ακατανόητη έπαρση και μικρές λαθροχειρίες. Χαρακτηρίζει ιστορικά τα αποτελέσματά του και πανηγυρίζει για αυτά, την ώρα που για παράδειγμα το 2009 κατέγραφε τα ίδια ποσοστά (7.54%) και τον Μάιο του 2012 ακόμα ψηλότερα (8,48%), ποσοστά που δεν χρησίμευσαν στο παραμικρό στις πολιτικές μάχες που δόθηκαν εκείνη την περίοδο και αργότερα. Το ΚΚΕ είναι απών από τον πολιτικό στίβο, δεν ενοχλεί και δεν ενοχλείται, καταγράφει δυνάμεις ανάλογα με την πίεση που υφίσταται, αλλά η εκλογική του επίδοση ούτε σήμερα, ούτε αύριο, δεν θα μετασχηματιστεί σε πολιτικό σχέδιο για αλλαγή του συσχετισμού, για να αποτραπούν αντιλαϊκές πολιτικές και για να αλλάξουν τα πράγματα. Πρόκειται για μια μαρκίζα με 100 χρόνια ιστορία, βολικό καταφύγιο ενός αριστερού δυναμικού για την απόσυρση από τον πολιτικό αγώνα, με εκλογικά ποσοστά που δεν μετασχηματίζονται σε πολιτικές.
Ακόμα και οι πανηγυρισμοί για την άνοδο του ΚΚΕ σε σωματεία, φοιτητές κλπ είναι αναντίστοιχοι αφού πουθενά σχεδόν δεν συνδυάζονται με άνοδο των αγώνων και του λαϊκού φρονήματος (γιατροί, φοιτητές, ΓΣΕΕ, μια σειρά εργατικά κέντρα). Η εκνευριστική αυτααναφορικότητα ενός κόμματος-μηχανισμού που πανηγυρίζει για τη δική του εκλογική αύξηση, ενώ ο συσχετισμός χειροτερεύει, δεν έχει καμία σχέση με την ιστορία ενός κόμματος που η μοίρα του ήταν συνδεδεμένη με την πορεία των λαϊκών αγώνων, πριν μισό και βάλε αιώνα.
Το ΜΕΡΑ 25 – Συμμαχία για τη Ρήξη απέτυχε να μπει στη Βουλή, κατέγραψε πτώση όχι μόνο από τα ποσοστά του 2019 αλλά και από τα ποσοστά του Μαΐου, αποδεικνύοντας ότι η ρεπλίκα ενός παλιού καλού ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να πείσει. Το δυναμικό και τα πρόσωπα που συνδέθηκαν με εκείνη την περίοδο δεν μπορούν να παίξουν θετικό ρόλο στην ανάταξη της αριστερής αξιοπιστίας και στη συγκρότηση μιας μαχητικής αντιπολίτευσης. Μικρότερα αριστερά σχήματα και ψηφοδέλτια βρίσκονται ακριβώς στην ίδια κατάσταση που βρίσκονταν δέκα χρόνια πριν και θα βρίσκονται και δέκα χρόνια μετά, χρήσιμα για τους συνδικαλιστικούς ή κοινωνικούς αγώνες, ανήμπορα και άχρηστα στα πολιτικά διακυβεύματα.
Συνολικά η Αριστερά και το εργατικό κίνημα, ανεξάρτητα από τους στρουθοκαμηλικούς πανηγυρισμούς του ΚΚΕ, βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Η Δεξιά για πρώτη φορά από το 1974 είναι ισχυρότερη από την αντιδεξιά, ενώ επίσης για πρώτη φορά έχουμε κυβέρνηση που ασκεί εξουσία με την αντιπολίτευση τόσο πολύ κατακερματισμένη και την αξιωματική αντιπολίτευση κάτω από το 20%.
Επιπλέον στο χώρο το κέντρου κυριαρχεί ολοκληρωτικά η ΝΔ, αφήνοντας μηδαμινές εφεδρείες στην Κεντροαριστερά (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ). Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει και ένα αντιαριστερό μένος το οποίο καλλιεργήθηκε από τα ΜΜΕ, συγκροτήθηκε όμως ως κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά, και αυτό το αντιαριστερό μένος στρέφεται ενάντια στην Αριστερά και όχι μόνο ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ.
Όλα αυτά δεν μπορεί να μην αποτυπωθούν σε κοινωνικές διεργασίες, στην ποιότητα και στη μαζικότητα των αντιστάσεων της επόμενης μέρας, στην κοινωνική νομιμοποίηση των κυβερνητικών πολιτικών.

6.

Η ελληνική κοινωνία έχει αλλάξει. Πολιτικά, ιδεολογικά, οικονομικά. Ο αυθόρμητος ριζοσπαστισμός της μνημονιακής περιόδου που έφτασε μέχρι και το δημοψήφισμα έχει εξαϋλωθεί, αλλά πάντα θα λειτουργεί ως υπενθύμιση δυνατοτήτων και ευκαιριών για τον εργαζόμενο λαό – κινδύνων και απειλών για την αστική τάξη.
Η κοινωνική και οικονομική οπισθοχώρηση της προηγούμενης δεκαετίας έχει επιβάλει ως πλειοψηφική την ατζέντα της ακροδεξιάς, η οποία ενισχύθηκε αποφασιστικά από την κυβέρνηση της ΝΔ (αντιμεταναστευτική, πατριδοκάπηλη ρητορεία) και πλέον αναζητά ανεξάρτητη πολιτική έκφραση.
Ο κοινωνικός αγριανθρωπισμός, η οικονομική επιβίωση ως αλληλοεξόντωση, η ισχύς του δυνατού έναντι του αδύναμου, η αναδίπλωση στην οικογενειακή – ατομική επιτυχία, είναι οι κυρίαρχες τάσεις. Αυτά, παράγουν συγκεκριμένα πολιτικά αποτελέσματα.
Οικονομικά, μετά από μια δεκαετία ασφυξίας, η -λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης- δημοσιονομική χαλάρωση επέτρεψε στα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα να κοιτάζουν τη ΝΔ ως ευεργέτιδα δύναμη που μοίρασε χρήμα, σε αντίθεση με τους προηγούμενους που το μάζευαν. Επιπλέον, η μικρή ιδιοκτησία, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, η μικρή επιχειρηματικότητα, ταΐστηκαν καλύτερα συγκριτικά με το παρελθόν, είτε λόγω κρατικής πολιτικής (προγράμματα, επιδοτήσεις, ελαφρύνσεις), είτε λόγω τουριστικής φούσκας και έκρηξης στα ακίνητα. Αυτά, σε συνέργεια με τις πολιτικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις, διαμόρφωσαν το βαθύ δεξιό χρώμα του πολιτικού χάρτη.

7.

Ο πολιτικός ζόφος που χαρακτηρίζει το νέο Κοινοβούλιο αλλά και η κοινωνική συναίνεση στο πολιτικό και οικονομικό σχέδιο της ΝΔ θα πολλαπλασιάσει αναπόφευκτα συμπεριφορές και ψυχολογίες αντιπολιτικής και απογοήτευσης. Ο εύκολος δρόμος θα είναι το ανάθεμα και οι κατάρες στο λαό που δεν καταλαβαίνει τι ψηφίζει. Ο δύσκολος δρόμος είναι η πορεία ανάταξης που προϋποθέτει όμως διαδικασίες επανίδρυσης.
Για όσους θέλουν να βρίσκονται στο έδαφος της θεωρίας και της πρακτικής της Αριστεράς και του κομμουνισμού, η κοινωνία δεν είναι εχθρός που πρέπει να αντιμετωπιστεί, αλλά τάξεις που διαμορφώνονται από τις πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές των υποκειμένων. Απόψεις που αντιμετωπίζουν τον λαό ως εχθρό και καθυστερημένο, ή που βλέπουν την κοινωνία ως μπετόν αρμέ ιδεών και συμπεριφορών, δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την Αριστερά.
Όσοι το 2015, χαρακτηρίζαμε την ήττα ως στρατηγικής σημασίας με συνέπειες σε βάθος χρόνου που θα επηρεάσει για πολλά χρόνια τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες και θα κηλιδώσει βαθιά την Αριστερά, χαρακτηριζόμασταν απαισιόδοξοι. Σήμερα, στη γενικευμένη (αλλά χρονοκαθυστερημένη) απαισιοδοξία της Αριστεράς και των αριστερών πρέπει να αντιτάξουμε την αισιοδοξία όχι απλά της βούλησης να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά και της συνείδησης πλέον ότι απαιτούνται τομές, ανατροπές και “πατροκτονίες” για να έχει ελπίδα η ανάταξη και η επανίδρυση.
Χρειάζεται επίσης στην αναζήτηση της πολιτικής – εκλογικής ευκολίας και του γρήγορου και ανέξοδου δρόμου της επιτυχίας να αντιπαρατεθεί η δύσκολη και επίπονη ιεράρχηση της συγκρότησης και συγκέντρωσης δύναμης σε ένα προγραμματικό επίπεδο.
Η συγκρότηση κομμουνιστικής δύναμης και η αναζήτηση μιας νέας πολιτικής μετωπικής σύνθεσης, είναι ένα δίδυμο καθήκον με το οποίο κάθε αριστερός που προβληματίζεται από το εκλογικό αποτέλεσμα θα πρέπει να αναμετρηθεί. Αυτή είναι η αναγκαιότητα της επόμενης μέρας και είναι πολύ πιο σημαντική από το εκλογικό αποτέλεσμα και την πολιτική αποτύπωση της στιγμής.