Η Παλαιστίνη ως δοκιμασία της λογικής και της ανθρωπιάς μας

Το κείμενο βασίζεται σε ομιλία που εκφωνήθηκε σε εκδήλωση για το λαό της Γάζας και της Παλαιστίνης.

Η κατάσταση στην Παλαιστίνη διαχρονικά παρουσιάζεται ως ασύλληπτα περίπλοκη, χαρακτηριστικό δε είναι τ’ ότι όταν θέλουμε να καταδείξουμε κάτι ως δυσεπίλυτο το συγκρίνουμε με το μεσανατολικό. Υπονοείται από διάφορους ότι ακόμα και με το εφόδιο εκατοντάδων βιβλίων κι ερευνών για το ζήτημα, πάλι είναι δύσκολο να εκφέρει κανείς τελεσίδικες κρίσεις. Πως κι οι καλύτεροι και πιο σπουδαγμένοι ανάμεσά μας δεν μπορούν ν’ αναμετρηθούν μ’ αυτό το τιτάνιο για την ανθρώπινη διανόηση έργο. Εδώ παρεισφρέει και μια οριενταλιστική ματιά: πώς να χωρέσει ο μέσος έλλογος (δηλ. ευρωπαϊκός) νους τ’ ασύλληπτα που γίνονται απ’ αυτά τα μυστήρια εξωτικά όντα της Ανατολής;

Γίνεται μια συντονισμένη προσπάθεια να θαφτεί το θέμα κάτω από τόνους αδιαπέραστου από την κρίση σχετικισμού. Κάποτε οι Παλαιστίνιοι κάνανε το τάδε, οι Ισραηλινοί κάνανε το δείνα, κι αυτή η συνθήκη εκτείνεται απαράλλακτη τόσο προς το παρελθόν όσο και προς το μέλλον, μια μεταφυσική προαιώνια σύγκρουση που βαστάει απ’ την απαρχή του σύμπαντος κι ως τέτοια θα αναπαράγεται αναλλοίωτη στον αιώνα τον άπαντα.

Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο πολύπλοκα. Γιατί παρότι κάθε ιστορικό φαινόμενο έχει την πολυπλοκότητά του, το βάθος και τις αποχρώσεις του, εντούτοις το Παλαιστινιακό είναι απ’ τις λίγες, αν όχι η μόνη περίπτωση, που όσο περισσότερο εντρυφήσει κανείς τόσο πιο απόλυτη είναι η κρίση που προκύπτει: το δίκιο είναι με τους Παλαιστίνιους.

Γιατί σε τελική ανάλυση είναι αδύνατο να ξεφύγει κανείς απ’ την πραγματικότητα: το κράτος του Ισραήλ είναι το τελευταίο ανοιχτά και καταστατικά αποικιοκρατικό κράτος στον κόσμο, απότοκο μιας εθνικιστικής-φασιστικής ιδεολογίας, του σιωνισμού, δηλαδή της ιδεολογίας που αντί για την ενσωμάτωση των Εβραίων στις κοινωνίες που ζούσαν, επέτασσε τη δημιουργία έθνους-κράτους των Εβραίων στη γη της Παλαιστίνης εκτοπίζοντας τους γηγενείς κατοίκους της.

Μιας ιδεολογίας που στο σχηματισμό και την επικράτησή της επωφελήθηκε από 3 πράγματα:

  • τους διωγμούς των Εβραίων στην Ευρώπη, με αποκορύφωμα το Ολοκαύτωμα
  • τον αντισημιτισμό των αρχουσών τάξεων των Μεγάλων Δυνάμεων, ειδικά πριν τον Β’ ΠΠ αλλά και μετά απ’ αυτόν, που οδηγούσε σε μια ενθουσιώδη αποδοχή της ιδέας ενός εβραϊκού κράτους μακριά από το δικό τους
  • την ανάγκη ύπαρξης ενός αταλάντευτου ευρωατλαντικού στηρίγματος στην γεωστρατηγικά εξαιρετικά κρίσιμη περιοχή της Μέσης Ανατολής μέσα σε μια θάλασσα Αράβων

Σιωνισμός χωρίς την άφθονη στήριξη από τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα κατάφερνε ποτέ να ορθοποδήσει. Αυτήν ακριβώς τη στήριξη μόχλευσε ώστε το 1948 να προβεί σε μια πρωτοφανή εκστρατεία βίας, τρομοκρατίας και δολοφονιών με σκοπό τον μαζικό εκτοπισμό των Παλαιστινίων και την εκπλήρωση του σιωνιστικού ονείρου: την ίδρυση ισραηλινού κράτους, με εβραϊκή πλειοψηφία, στην Παλαιστίνη. Τα γεγονότα αυτά αποτυπώθηκαν στην παλαιστινιακή μνήμη ως Νάκμπα, Καταστροφή.

Απ’ τη στιγμή της σύλληψής του, η αποικιοκρατική φύση της ιδεολογίας του σιωνισμού τον έκανε ευθέως ανταγωνιστικό με το Παλαιστινιακό εθνικό αίσθημα. Πολύ απλά μια ιδεολογία βασισμένη στον επεκτατισμό, το ρατσισμό έναντι όλων των άλλων λαών πλην του «εκλεκτού» και την αυταπάτη εκπλήρωσης ενός προαιώνιου βιβλικού πεπρωμένου δεν θα μπορούσε ποτέ να συνυπάρξει με οτιδήποτε άλλο.

Η αντίδραση των υπόλοιπων αραβικών κρατών στη Νάκμπα, ήταν ανεπαρκής και εξαρχής καταδικασμένη στην αποτυχία. Εναντίον του νεότευκτου Ισραήλ επιχείρησαν στρατοί από 4 κράτη, αθροιστικά λιγότεροι από 24.000 άνδρες, που αντιστοιχούσαν σε λιγότερο από 1/3 των Ισραηλινών δυνάμεων. Για να μην μιλήσουμε για την έλλειψη μεταξύ τους συντονισμού, την ποιότητα του εξοπλισμού που έφεραν και της εκπαίδευσης που είχαν λάβει. Ο Ισραηλινός ιστορικός Avi Shlaim αναφέρει ότι «στην πραγματικότητα ήταν ένας απ’ τους πιο οικτρά διχασμένους, ανοργάνωτους, άτακτους στρατούς στη σύγχρονη πολεμική ιστορία». Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά θα συνόδευαν τη στάση των αραβικών κρατών απέναντι στο Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους και την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεών τους στις επόμενες δεκαετίες.

Έκτοτε, η μοίρα των Παλαιστινίων, περιπλανόμενων και καταπιεζόμενων, και η αδιάλλακτη εχθρότητα του Ισραήλ απέναντι σ’ αυτούς και όλα τα αραβικά κράτη που το περιτριγυρίζουν αποτελούν το μεγαλύτερο αγκάθι της Μέσης Ανατολής, το οποίο πολλές δυτικής κυβερνήσεις υποκρίνονται ότι προσπαθούν να επιλύσουν, συστηματικά και σταθερά υπονομεύοντας τα δικαιώματα του Παλαιστινιακού λαού.

Από τη Νάκμπα προκύπτουν οι εδαφικοί σχηματισμοί της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, τα μόνα παλαιστινιακά εδάφη που δεν κατάφερε να κατακτήσει το Ισραήλ το 1948. Η Δυτική Όχθη περιήλθε στον έλεγχο της γειτονικής της Ιορδανίας και η Λωρίδα της Γάζας στην Αίγυπτο αντίστοιχα. Αυτό όμως άλλαξε με τον πόλεμο των 7 ημερών του 1967, όταν το Ισραήλ με μια αιφνιδιαστική επίθεση σε όλα τα γειτονικά του αραβικά κράτη, κατατρόπωσε τους στρατούς τους και κατέλαβε ό,τι δεν πρόλαβε το 1948. Έκτοτε τα εδάφη αυτά τελούν υπό ισραηλινή στρατιωτική κατοχή.

Στην αντίσταση που ξέσπασε, είτε αυτή ήταν ένοπλη, όπως του PLO απ’ τη δεκαετία του ’50, της Χαμάς κι άλλων μετέπειτα, είτε άοπλη και κινηματική όπως οι εξεγέρσεις του Παλαιστινιακού λαού, οι ξακουστές Ιντιφάντα, η απάντηση του Ισραήλ ήταν μία κι απαράλλακτη: στυγνή καταστολή, δυσθεώρητα δυσανάλογα αντίποινα για κάθε πλήγμα εναντίον του, περαιτέρω περίσφιξη κι ατσάλωμα της σιδηράς πυγμής με την οποία καταστέλλει κάθε έκφραση παλαιστινιακής εθνικής ταυτότητας.

Αυτή η σιδηρά πυγμή βασίζεται στο εξής τρίπτυχο καταπίεσης: διωγμός, κατοχή, απαρτχάιντ. Στο εσωτερικό του, ένα σύστημα απαρτχάιντ, συστηματικά μεροληπτικό κατά των Αράβων Ισραηλινών πολιτών, φροντίζει ώστε να παραμένουν πολίτες δεύτερης κατηγορίας έναντι των Εβραίων. Έτσι συνεχίζεται η προσπάθεια εκδίωξής τους ή έστω επιτυγχάνεται η υποταγή τους στο σιωνιστικό ζυγό.

Στα κατεχόμενα εδάφη ο Ισραηλινός στρατός που τα διοικεί, λειτουργεί σαν κανονικός στρατός κατοχής. Συλλήψεις στο σωρό που γίνονται επ’ αόριστον διοικητικές κρατήσεις, καθημερινοί κι εξαθλιωτικοί έλεγχοι ώστε να εμπεδωθεί η απανθρωποποίηση των Παλαιστινίων κι η κατωτερότητά τους έναντι των Ισραηλινών Εβραίων, κατεδαφίσεις σπιτιών για «λόγους ασφαλείας» και άνοιγμα χώρου για την ίδρυση (παράνομων και διεθνώς καταδικασμένων) ισραηλινών εποικισμών.

Σ’ όλη αυτή την υπόθεση το Ισραήλ είχε πάντα έναν απαρασάλευτο υποστηρικτή: τις ΗΠΑ. Ήδη από τη λήξη του Β’ ΠΠ αλλά με ιδιαίτερη ένταση μετά τον πόλεμο των επτά ημερών του 1967, οι ΗΠΑ στέκονταν πάντα στο πλευρό του, παρέχοντας αμέριστη στρατιωτική, υλική, οικονομική και διπλωματική στήριξη. Οι Αμερικάνοι θα φρόντιζαν οι διατυπώσεις των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ να είναι τέτοιες ώστε να αφήνουν παραθυράκια για μετέπειτα ισραηλινές διεκδικήσεις ή στη χειρότερη απλά θα ασκούσαν το βέτο τους όπου δεν τους έβγαινε (πάντα θάβοντας τα δικαιώματα των Παλαιστινίων). Κάθε χρόνο οι Αμερικάνοι δίνουν οικονομική βοήθεια στο Ισραήλ της τάξης των δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αθροιστικά, το Ισραήλ απ’ την ίδρυσή του έχει λάβει απ’ τις ΗΠΑ περίπου 300 δισεκατομμύρια.

Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις των οποίων έχουν ηγηθεί οι ΗΠΑ, έκρυβαν την μία παγίδα μετά την άλλη για τους Παλαιστίνιους κι ήταν απ’ την αρχή σχεδιασμένες μαζί με την ηγεσία του Ισραήλ και αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Συστηματικά ζητούνταν απ’ τους Παλαιστίνιους και την όποια ηγεσία τους είχαν τη διάθεση να αναγνωρίσουν Αμερικανοί κι Ισραηλινοί, δραματικές εκχωρήσεις και παραιτήσεις από δικαιώματά τους που βασίζονταν στο διεθνές δίκαιο, με αντάλλαγμα στην καλύτερη ψήγματα αυτοδιοίκησης και στη χειρότερη απλά υποσχέσεις που δεν έμελλαν να υλοποιηθούν ποτέ. Αλλά ακόμα κι αυτά τα ψήγματα αυτοδιοίκησης δεν δίνονταν με στόχο τη σταδιακή ίδρυση των θεσμών εκείνων που προοπτικά θα μετασχηματιστούν μια μέρα σ’ ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος. Μόνος τους πραγματικός ρόλος ήταν η ανάληψη των καθηκόντων των κατοχικών ισραηλινών δυνάμεων, στα πλαίσια της αναπροσαρμογής της σιωνιστικής στρατηγικής μπροστά στο μεγάλο κόστος (οικονομικό, πολιτικό κλπ) της κατοχής. Να γίνει δηλαδή μια μερίδα Παλαιστινίων αυτό που ήταν μέχρι τότε οι Ισραηλινοί στρατιώτες, τοποτηρητές της τάξης που επιθυμεί το Ισραήλ στα κατεχόμενα. Αυτό υλοποιήθηκε με τη δημιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής, μισητής απ’ τον λαό της για την ευθυγράμμισή της με ΗΠΑ και Ισραήλ και την αποτυχία της να παράξει ένα θετικό αποτέλεσμα για τους Παλαιστινίους.

Κοινός στόχος τόσο του Ισραήλ όσο και των Αμερικάνων είναι η διαχείριση των Παλαιστινίων μέσω της σποράς και διατήρησης διχόνοιας μεταξύ τους. Όταν απ’ τις δημοτικές εκλογές του 2006, εκ των πιο ορθά διεξαγμένων στον αραβικό κόσμο βάσει διεθνών παρατηρητών (μεταξύ των οποίων κι ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ James Carter) η Χαμάς, που ακουλουθούσε μια πολιτική σύγκρουσης με το Ισραήλ, επικράτησε συντριπτικά των δυνάμεων του PLO, που προωθούσαν κι εφάρμοζαν μια πολιτική διαπραγματεύσεων με το Ισραήλ που οδηγούσε από ήττα σε ήττα και ολοένα και περισσότερες παραχωρήσεις δίχως αντίκρυσμα, ΗΠΑ και Ισραήλ κινήθηκαν αστραπιαία δυναμιτίζοντας τις προσπάθειες ένωσης του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος και επιδιώκοντας το οριστικό σχίσμα τους, το οποίο και συνέβη. Έτσι προέκυψε μια πολύ βολική συνθήκη για τους Ισραηλινούς και τους Αμερικάνους υποστηρικτές τους, καθώς μπορούσαν δείχνοντας το διχασμό των Παλαιστινίων και να αναφωνούν «δεν υπάρχει αξιόπιστος εταίρος απ’ την Παλαιστίνη για να διαπραγματευτούμε μαζί του» και ταυτόχρονα να αποκαλούν «τρομοκράτη» όποιον αντιστεκόταν στις πολιτικές τους.

Στο μεταξύ το Ισραήλ έχει αναπτύξει ένα σύστημα διαχείρισης κάθε μερίδας: Στη Δυτική Όχθη που διοικείται απ’ την υποτακτική Παλαιστινιακή Αρχή δείχνει το πρόσωπο της πανταχού παρούσας κατοχικής δύναμης συνεχίζοντας ανενόχλητο την επί δεκαετιών του πολιτική, και στη Λωρίδα της Γάζας που ελέγχεται απ’ την ενοχλητική Χαμάς συντηρεί ασφυκτική πολιορκία και κάθε τόσο εισβάλλει σκοτώνοντας εκατοντάδες ή και χιλιάδες Παλαιστινίων αδιακρίτως προφασιζόμενο ότι κάνει πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας.

Καθώς το σιωνιστικό κατασκεύασμα είναι καθόλα εξαρτώμενο από εξωτερική στήριξη, έχει ζωτική ανάγκη να επιμελείται ενδελεχώς την εικόνα που εκπέμπει προς τα έξω. Γι’ αυτό επιστρατεύει την Hasbara (εξήγηση στα εβραϊκά), που δεν είναι τίποτα πέρα από ένα Israel-splaining, όπου το Ισραήλ λέει με ύφος ανωτερότητας στη διεθνή κοινή γνώμη: «Μη βλέπεις τι λέμε, κάνουμε και λέμε ότι θα κάνουμε. Να ‘χεις πάντα στο νου σου ότι εμείς είμαστε απόγονοι των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, του μεγαλύτερου και ΜΟΝΟΥ εγκλήματος αυτής της κλίμακας που έγινε ποτέ στον κόσμο. Ντάξει τώρα, μην ακούς αυτούς τους όντως επιβιώσαντες του Ολοκαυτώματος που μας κατηγορούν ότι συμπεριφερόμαστε στους Παλαιστίνιους όπως οι Ναζί σε μας, αυτοί είναι τρελοί, Εβραίοι που μισούν τους εαυτούς τους και την πατρίδα τους. Ο ισραηλινός στρατός είναι ο πιο ηθικός στον κόσμο, φαίνεται κι απ’ τ’ όνομά του (το οποίο είναι Ισραηλινή Αμυντική Δύναμη). Εγώ στη θέση σου δεν θα ασκούσα κριτική στο Ισραήλ, αυτά τα κάνουν μόνο κάτι αντισημίτες.» Ούτε λίγο ούτε πολύ, δουλειά της Hasbara είναι η διατήρηση της εικόνας του Ισραήλ ως του μόνου και μόνιμου θύματος και οποιουδήποτε αντιτίθεται στο Ισραήλ ως του μόνου θύτη.

Ενδεικτικά, σ’ ένα ντοκιμαντέρ ένα εβραιο-ισραηλινός ιστορικός έλεγε: «Το 1988, 40 χρόνια μετά τη Νάκμπα (πόλεμο της ανεξαρτησίας για τους Ισραηλινούς) έπρεπε να αποχαρακτηριστούν ιστορικά ντοκουμέντα στην κατοχή του IDF – Επειδή δεν ήθελαν να τα δημοσιεύσουν όλα εξέδωσαν ένα έγγραφο που περιέγραφε τα κριτήρια με βάση τα οποία θα διαλεγόταν τι θα δημοσιευόταν και τι όχι και λένε ότι δεν θα δημοσιευτεί υλικό που αφορά «τον εκτοπισμό Αράβων», “την εκκένωση κοινοτήτων και κατοίκων”, “βίαιη συμπεριφορά έναντι κρατουμένων που παραβιάζει τη Συνθήκη της Γενεύης”, “βίαιη συμπεριφορά εναντίον του Αραβικού πληθυσμού και βιαιοπραγίες: θανάτωση, δολοφονία μη σύμφωνη με τις συνθήκες μάχης, βιασμό, ληστεία, λαφυραγωγεία, υλικό που μπορεί να βλάψει την εικόνα του IDF παρουσιάζοντάς τον ως στρατό κατοχής δίχως ηθικά στάνταρ”». Είναι πράγματι απορίας άξιο πώς μπορεί ένα κρατικό έγγραφο να βάζει δίχως να το συνειδητοποιεί τέτοιο αυτογκόλ, παραδεχόμενο στην ουσία τη διάπραξη εγκλημάτων διά της ρητής απόκρυψης των ντοκουμέντων που βρίσκονται στην κατοχή του και τα στοιχειοθετούν.

Αλλά καθώς οι εγγενείς αντιφάσεις του σιωνιστικού σχεδίου οδηγούνται στα άκρα τους, καθώς γίνεται όλο και πιο κατανοητή η φύση των γεγονότων, καθώς το Ισραήλ βασίζεται ολοένα και περισσότερο στη βία και τον εξευτελισμό του διεθνούς δικαίου για την επιβολή της ακόρεστης κυριαρχίας του, τόσο περισσότερο αυτή η εικόνα θρυμματίζεται. Ο κόσμος αρχίζει να ξυπνά, οι συνειδήσεις αρχίζουν να αλλάζουν με γοργό ρυθμό, καθώς εκτίθεται η διεθνής (ή μάλλον δυτική) υποκρισία:

Αν ένα κράτος καταπατάει σύνορα επεκτείνοντας με τη βία την κυριαρχία του, όπως η Ρωσία, καταδικάζεται.

Αν ένα κράτος έχει πυρηνικά όπλα έξω από κάθε πλαίσιο διεθνούς ελέγχου, όπως η Βόρεια Κορέα, καταδικάζεται .

Αν ένα κράτος συστηματικά καταπιέζει μια μερίδα του πληθυσμού του, όπως η Κίνα, καταδικάζεται.

Αν ένα κράτος στηρίζεται στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, όπως το Αφγανιστάν ή το Ιράν, καταδικάζεται.

Αν ένα κράτος είναι επιθετικό προς τους γείτονες του και δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις υπερεθνικών θεσμών, όπως το Ιράκ πριν το 2003, καταδικάζεται .

Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό που χρειάζεται για να χαίρει ένα κράτος της ανεπιφύλακτης και πλήρους διεθνούς στήριξης είναι τα κάνει όλα αυτά μαζί και σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ οποιονδήποτε άλλο.

Σήμερα στη Γάζα κρίνεται το αν θα μπορούμε να λεγόμαστε άνθρωποι.

Πριν λίγες μέρες αυτοπυρπολήθηκε ένας Αμερικανός στρατιώτης. Απ’ την αρχή τα συστημικά μέσα προσπάθησαν να καλύψουν το γεγονός αναφερόμενα σε ψυχολογικά προβλήματα. Ούτε που χωράει στο νου τους η ιδέα ότι μπορεί κάποιος να νιώθει τόσο πολύ να πνίγεται απ’ το δίκιο, τόσο πολύ να αποστρέφεται το να γίνει συνένοχος στο μεγαλύτερο έγκλημα που συντελείται σήμερα σε ζωντανή μετάδοση που να καταλήξει σε μια τόσο ακραία λύση. Ούτε που μπορούν να διανοηθούν για μια στιγμή πώς είναι να μην είσαι λακές των συμφερόντων των ισχυρών και να αφουγκραστείς τους αδύναμους και καταπιεσμένους του κόσμου.

Μακάρι να πάρει διαστάσεις επιδημίας και πανδημίας η μέχρι θανάτου δυσανεξία στο άδικο. Μακάρι να κατασπαράσσονται τα σωθικά μας από κάθε επιβολή σε βάρος των αδυνάτων κι ανυπεράσπιστων. Μακάρι να σταματάει η καρδιά μας όσο βλέπουμε εικόνες φρίκης σαν αυτές της Γάζας. Μακάρι όλοι μας να μην μπορούμε να ησυχάσουμε μέχρι να ξέρουμε ότι κάναμε ό,τι ήταν δυνατό για να σταματήσει κάθε ιμπεριαλιστικό έγκλημα και να μην ξαναγίνει κανένα άλλο.

Παλαιστίνη-Ισραήλ: Η απάτη της “διαμάχης”, η πραγματικότητα της αποικιοκρατίας

Απ’ τις απαρχές του το παλαιστινιακό ζήτημα αναπαρίσταται από δυτικά ΜΜΕ, ακαδημαϊκούς, σχολιαστές, πολιτικούς και κυβερνήσεις ως μια “σύγκρουση”, μια “διαμάχη” ίσων (ή έστω περίπου ίσων, σε κάθε περίπτωση ομόλογων) μερών, δικαιολογώντας ταυτόχρονα μια “ουδέτερη” στάση ίσων αποστάσεων στις κατά καιρούς οξύνσεις της βίας και κλιμακώσεις της έντασης. Εύλογη πολιτική πρόταση που προκύπτει απ’ αυτή τη στάση είναι το κάλεσμα για αποφυγή των ακραίων αντιδράσεων κι απ’ τις δυο μεριές, ασπασμός της οδού των διαπραγματεύσεων, αναθεματισμός στην ειρήνη και τις ανθρωπιστικές αξίες της Δύσης.

Η σκοπιά αυτή όμως είναι παραπλανητική, καθώς κρύβει ιστορική παραχάραξη, πολιτική υστεροβουλία και ηθική διπροσωπία.

Αντ’ αυτής, πιο ακριβής, χρήσιμη, τεκμηριωμένη και ικανή να περιγράψει τη δομική ανισομετρία που διέπει τη σχέση Παλαιστίνης-Ισραήλ, είναι αυτής της εποικιστικής αποικιοκρατίας.

Τι σημαίνει όμως εποικιστική αποικιοκρατία; Σύμφωνα με τον Jeff Halper, εβραιο-ισραηλινό ακτιβιστή και ακαδημαϊκό, «[ε]ποικιστική αποικιοκρατία είναι μια μορφή αποικιοκρατίας όπου ξένοι έποικοι φθάνουν σε μια χώρα με την πρόθεση να την κυριεύσουν. Η “άφιξή” τους είναι στην πραγματικότητα εισβολή. Οι έποικοι δεν είναι μετανάστες, έρχονται με την πρόθεση να αντικαταστήσουν τον ιθαγενή πληθυσμό, όχι να ενσωματωθούν στην κοινωνία του. […] Μια “λογική εξολόθρευσης”, που σύμφωνα με τον Patrick Wolfe είναι εγγενής σε όλα τα σχέδια εποικιστικής αποικιοκρατίας, “εξαφανίζει” τους Ιθαγενείς μέσω εκτοπισμού, περιθωριοποίησης, ενσωμάτωσης ή ευθείας γενοκτονίας. Μέσω μυθευμάτων περί ιστορικά κατοχυρωμένης κυριότητας [entitlement], οι έποικοι επικυρώνουν το δικαίωμά τους στη γη» (Jeff Halper, Decolonizing Israel, Liberating Palestine).

Πρόκειται για μια έννοια που συχνά μετέρχεται η εθνικιστική και φασιστική ακροδεξιά για να περιγράψει το φαινόμενο της μετανάστευσης λαών της ανατολής και του νότου προς την Ευρώπη, εντελώς και σκόπιμα παραγνωρίζοντάς το, προσδίδοντας εποικιστικό σκοπό στους άκληρους και τους εξαθλιωμένους της οικονομικής και πολιτικής καταπίεσης που γεννούν ο ιμπεριαλισμός κι οι πόλεμοί του. Προσδιοριστικό στοιχείο της ακροδεξιάς εξάλλου είναι το να καμώνεται ότι εγκύπτει σε λαϊκά προβλήματα κι ανησυχίες, μόνο για ν’ αποστρέφει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και πάλη μακριά από τα κέντρα εξουσίας που είναι υπεύθυνα για τη μιζέρια της και να τις στρέψει έναντι άλλων καταπιεσμένων κι ακόμα εντονότερα απ’ αυτήν εκμεταλλευόμενων. Ούτε που διανοήθηκε ποτέ η εγχώρια και παγκόσμια ακροδεξιά και τα αστικά συστήματα που τη στηρίζουν να αποδώσουν το χαρακτηρισμό της εποικιστικής αποικιοκρατίας στα κράτη των Ευρωπαίων εποίκων στην Αμερική και την Ωκεανία, που χτίστηκαν πάνω στην εξολόθρευση και περιθωριοποίηση των -κακώς λεγόμενων- Ινδιάνων και Αβορίγινων. Πολλώ δε μάλλον, στην περίπτωση του Ισραήλ.

Η σιωνιστική ιδεολογία εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στην κεντρική και ειδικά την ανατολική Ευρώπη, όπου οι εβραϊκοί πληθυσμοί ήταν παραδοσιακά μεγαλύτεροι και υπόκεινταν σε απηνείς διωγμούς από τους χριστιανούς (η λέξη πογκρόμ είναι ρωσικής προέλευσης και χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά για να περιγράψει τις βάναυσες επιθέσεις εναντίον των Εβραίων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας τον 19ο και 20ο αιώνα).

Επηρεαζόμενη από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ευνοούσε την άνοδο του εθνικισμού (που είχε ήδη ευδοκιμήσει στην δυτική Ευρώπη, δίνοντας τα πρώτα μοντέρνα κράτη στις αρχές του φιλελευθερισμού), μια μικρή μερίδα Εβραίων βρίσκει την απάντηση για τους διωγμούς της κοινότητάς τους στην ίδρυση ενός κράτους των Εβραίων στην αρχέγονη γη του βιβλικού ιουδαϊσμού, την τότε Παλαιστίνη. Έτσι γεννάται ο σιωνισμός.

Ο σιωνισμός, ως εθνικιστικό κίνημα, ήταν από την αρχή εμποτισμένος με τα χαρακτηριστικά των ανατολικοευρωπαϊκών εθνικισμών της περιόδου. Κάθε εθνικισμός κατά το στάδιο συγκρότησής του συνοδεύεται απ’ την ανάδυση εθνικών μύθων γύρω απ’ την κυρίαρχη στον εκάστοτε χώρο εθνότητα, η οποία αυτοαναγορεύεται ως ο αυθεντικός λαός-φυλή. Όμως, ενώ στις δυτικές κοινωνίες αυτοί οι μύθοι έφθιναν δίνοντας χώρο σε μια πιο συμπεριληπτική αντίληψη του έθνους που αντί να δίνει έμφαση σε κοινές ρίζες προσέβλεπε σ’ ένα κοινό μέλλον, στις κοινωνίες ανατολικά του Ρήνου ιστορικά επικράτησε η επιμονή στους εθνικούς μύθους περί αρχέγονης ομογενούς καταγωγής όλων των μελών της κυρίαρχης εθνότητας, διαμορφώνοντας μια ιδέα περί έθνους ως μια κλειστή, άκαμπτη οντότητα που καθορίζεται περισσότερο απ’ τον αποκλεισμό παρά τη συμπερίληψη. Το αντίστοιχο στην γερμανική άρια φυλή, την τόσο πασπαλισμένη με τους ανυπόστατους εθνικούς μύθους που προαναφέραμε, βρήκαν οι σιωνιστές στους Εβραίους, τον εκλεκτό λαό του βιβλικού θεού, στον οποίο ο τελευταίος είχε κληροδοτήσει τη γη του Ισραήλ, της Ιουδαίας κοκ.

Παρότι κατά βάση κοσμικό κίνημα συγκροτημένο από άθεους Εβραίους, ο σιωνισμός αντλεί τη νομιμοποίησή του από τη Βίβλο (συγκεκριμένα τη Βίβλο, όχι εν γένει τα εβραϊκά θρησκευτικά κείμενα), μια αντίφαση που τον συνοδεύει ως σήμερα δίνοντας ώθηση σε πολιτικά και ιδεολογικά τερατουργήματα. Κόντρα σε κάθε ιστορικό, ανθρωπολογικό κλπ δεδομένο, ισχυρίζεται ότι κοινή καταγωγή όλων των όπου γης Εβραίων (με έμφαση στη βιολογική σύνδεση) είναι η σύγχρονη Παλαιστίνη και τα περίχωρά της, αποκλειστικά βασιζόμενο σε μια πρόσληψη της Βίβλου ως ιστορικού ντοκουμέντου.

Κι αυτό είναι το σημείο που ο αναδυόμενος εβραϊκός εθνικισμός των Εβραίων της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης τέμνεται και σμίγει με την αποικιοκρατική ευρωπαϊκή ιδεολογία του 19ου αιώνα. Στα μάτια των σιωνιστών, η Παλαιστίνη ήταν μια γη έρημη, εγκαταλελειμμένη, ρημαγμένη από την αχρησία, στερημένη των ευεργεσιών του συνετού (δυτικο)Ευρωπαίου και των υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων του. «Μια χώρα χωρίς λαό, για ένα λαό δίχως χώρα», ήταν ένα κεντρικό του σύνθημα.

Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Η Παλαιστίνη τον 19ο αι. ήταν κάθε άλλο παρά αυτό. Ήταν μια ιδιαίτερα ανεπτυγμένη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τον καπιταλισμό να κάνει τα πρώτα του σκιρτήματα και την συνεπακόλουθη ανάδυση μιας διακριτής Παλαιστινιακής-Αραβικής εθνικής ταυτότητας (όπως συνέβαινε σε όλα τα μήκη της καταρρέουσας Οθωμ. Αυτοκρατορίας κι είχε ήδη συμβεί στον ελλαδικό χώρο νωρίτερα). Κατοικούνταν αδιάλειπτα για χιλιετίες από μουσουλμανικές, χριστιανικές και εβραϊκές κοινότητες που συνυπήρχαν ειρηνικά κι αρμονικά μέσα στους ίδιους οικισμούς και πόλεις, με την επικράτηση διαφορετικής εξ’ αυτών στο διάβα των αιώνων.

Όπως αναφέραμε παραπάνω, ένα εποικιστικό αποικιοκρατικό σχέδιο αποσκοπεί στον εκτοπισμό του γηγενούς πληθυσμού και την υφαρπαγή της γης του. Έτσι λοιπόν ο σιωνισμός επιστρατεύει το ρατσιστικό οπλοστάσιο, ακονισμένο απ’ την προγενέστερη χρήση των Ευρωπαίων αποικιοκρατών. Στο σιωνιστικό λόγο, οι γηγενείς Άραβες κάτοικοι – όχι Παλαιστίνιοι – αντιμετωπίζονταν ως ένας αραιά διασπαρμένος πληθυσμός πρωτόγονων νομάδων και χωρικών, ως βάρβαροι Ασιάτες που απεχθάνονται τον (δυτικό, ποιον άλλο;) πολιτισμό. Ως τέτοιοι μπορούσαν να παραμεριστούν. Ο πρώιμος σιωνισμός καλούσε το ζήτημα του εκτοπισμού των Παλαιστινίων το «κρυφό ζήτημα».

Αξίζει και πάλι να τονίσουμε ότι κινητήρια δύναμη για την εξολόθρευση του ντόπιου δεν είναι ο ρατσισμός, αλλά η ανάγκη για πρόσβαση στη γη του. Ο ρατσισμός έρχεται ως απαραίτητο συμπλήρωμα αυτής της ανάγκης. Η ανάγκη για υφαρπαγή γης ήδη υπό χρήση είναι αυτή που προσδίδει στον έποικο-αποικιοκράτη την ουσία του. «Όταν ένας πληθυσμός έρχεται σε μια χώρα με σκοπό να την κυριεύσει, τότε έχουμε εισβολή. Οι έποικοι καθίστανται τέτοιοι από κατάκτηση, όχι απλά απ’ τη μετανάστευση», μας υπενθυμίζει ο Jeff Halper.

Ο σιωνισμός θα προβεί σε γάμο ευκαιρίας με τον αντισημιτισμό της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης και τις επεκτατικές βλέψεις της. Για τους ιθύνοντες νόες των μεγάλων δυνάμεων, και ειδικά της Βρετανίας, ο σιωνισμός αντιπροσώπευε μια χρυσή διπλή ευκαιρία: να απαλλαγούν απ’ τους «μιαρούς Εβραίους» στο εσωτερικό τους (που είχαν ήδη αρχίσει να αποτελούν δραστήρια κι εξέχοντα μέλη των εργατικών κινημάτων) και ταυτόχρονα να έχουν ένα πιστό τοποτηρητή των συμφερόντων τους σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη και κρίσιμη περιοχή, ένα σταυροδρόμι μεταξύ των ασιατικών αποικιακών τους κτήσεων και των ευρωπαϊκών τους μητροπόλεων.

Είναι σίγουρο πέραν πάσης αμφιβολίας ότι χωρίς την διπλωματική, υλικοτεχνική, στρατιωτική και διοικητική στήριξη των Άγγλων ο σιωνισμός δεν θα είχε καταφέρει ποτέ να ορθοποδήσει και να επικρατήσει σ’ ένα τόσο αντίξοο γι’ αυτόν περιβάλλον (θυμίζουμε ότι ο σιωνισμός για καιρό δεν έλκυε παρά μια οικτρή μειοψηφία των Εβραίων, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων επιδίωκε την ενσωμάτωση στις ευρωπαϊκές κοινωνίες που ζούσε, κι όχι τη μεταφορά της στην πολιτισμικά ξένη γι’ αυτούς τους μέση ανατολή, περιτριγυρισμένη από Άραβες).

Οι Άγγλοι, στους οποίους ως νικητές επί των Οθωμανών κι αποφαινόμενους για το διαμελισμό της αυτοκρατορίας είχε δοθεί κυριότητα της Παλαιστίνης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρείχαν αναγνώριση και νομιμοποίηση στις διεκδικήσεις των σιωνιστών, προώθησαν τη μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη και ανέπτυξαν τους εβραϊκούς οιονεί κρατικούς θεσμούς, σαμποτάροντας παράλληλα τους αντίστοιχους παλαιστινιακούς σε κάθε ευκαιρία.

Επιστέγασμα των βρετανικών προσπαθειών οι οποίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησαν να συμπληρώνονται και αντικαθίστανται από αυτές των Αμερικανών, ήταν η πρόταση του ΟΗΕ το 1947 για διαμελισμό της Παλαιστίνης σε εβραϊκό κι αραβικό κράτος. Η άρνηση των Παλαιστινίων να δεχθούν μια πρόταση που έδινε τη μισή γη τους σε λιγότερο απ’ το 1/3 του πληθυσμού που με το έτσι θέλω αποφάσισε να εκτοπίσει τον γηγενή πληθυσμό απ’ τα πατρογονικά εδάφη του, απαντήθηκε από την ενορχηστρωμένη και βάναυση επίθεση των σιωνιστών, σ’ ένα καταστροφικό πλήγμα που έκτοτε έχει αφήσει τη μέση ανατολή αιμορραγούσα.

Πράξη γένεσης του κράτους του Ισραήλ αποτελεί η Νάκμπα (Καταστροφή στα αραβικά) του 1948, η εκστρατεία βίας, δολοφονιών, διωγμών και τρόμου που εξαπέλυσαν οι πάνοπλες εβραϊκές πολιτοφυλακές (εκπαιδευμένες κι εξοπλισμένες επί δεκαετίες από τους Άγγλους) εναντίον παλαιστινιακών γειτονιών, χωριών και πόλεων. Ακρογωνιαίος λίθος του Ισραήλ είναι αυτή η σειρά θηριωδιών που οδήγησε στον εκτοπισμό άνω των 700.000 Παλαιστινίων, πάνω από 70% πληθυσμού τους, και την εκπλήρωση του σιωνιστικού ονείρου: ενός κράτους όπου πλειοψηφία θα αποτελούν οι Εβραίοι.

Το Ισραηλινό κράτος ενσωμάτωσε πλήρως την αποικιοκρατική θεσμική δομή (τραπεζική, πολιτική, αυτοδιοικητική κλπ) που παρέλαβε απ’ τους Άγγλους, και συνέχισε την εφαρμογή των μέτρων καταπίεσης των Παλαιστινίων στο εσωτερικό του που είχαν εισηγηθεί οι Άγγλοι (παρότι μέχρι πρότινος, επειδή εν μέρει θίγονταν κι οι Εβραίοι απ’ αυτά, τα καταδίκαζαν). Μέσα από τη Νάκμπα, το Ισραήλ κατάφερε να υφαρπάξει το 78% των εδαφών της ιστορικής Παλαιστίνης. Το σχέδιο διχοτόμησης του ΟΗΕ, που έδινε το ήδη μαξιμαλιστικό και άδικο 52% των εδαφών, δεν αποτελούσε ποτέ πραγματικό γνώμονα των σιωνιστών, που έτσι κι αλλιώς εποφθαλμιούσαν το σύνολο της Παλαιστίνης (κι όχι μόνο). Ήταν κομβικό επειδή νομιμοποιούσε διεθνώς την ύπαρξη εβραϊκού κράτους, δηλαδή κράτους με εβραϊκή πλειοψηφία. Κι αυτό αποτελεί ακόμα ένα χαρακτηριστικό της ιδεολογίας της εποικιστικής αποικιοκρατίας: Οι έποικοι διεκδικούν κυριαρχία επί όλου του εδάφους που θεωρούν δικαιωματικά ή κληρονομικά δικό τους, ακόμα κι αν δεν το κατέχουν ακόμη. Αυτό αποδείχθηκε κι από την μετέπειτα εισβολή του ισραηλινού στρατού στα υπόλοιπα εδάφη της Παλαιστίνης που δεν κατάφερε να κατακτήσει το 1948, μετατρέποντάς τα στα λεγόμενα κατεχόμενα εδάφη της Δυτικής Όχθης (στα σύνορα με την Ιορδανία) και της Λωρίδας της Γάζας (στα σύνορα με την Αίγυπτο). Αυτό το σκεπτικό εξακολουθεί να κυβερνά στο Ισραήλ και σήμερα και να καθοδηγεί τις αποφάσεις των σιωνιστικών ελίτ.

Από την ίδρυσή του το κράτος του Ισραήλ έχει βασίσει την κυριαρχία του επί των Παλαιστινίων, αυτών που ζουν εντός των αναγνωρισμένων συνόρων του ως το 1967 ως Ισραηλινοί πολίτες κι αυτών επί των οποίων επιβάλλεται ως κατοχική δύναμη στα κατεχόμενα εδάφη (και τους οποίους βεβαίως δεν αναγνωρίζει ως πολίτες του), σ’ ένα τρίπτυχο καταπίεσης: διωγμός, κατοχή, απαρτχάιντ.

Το απαρτχάιντ που έχει στήσει το Ισραήλ έχει και ξεκάθαρη νομική πτυχή. Η βουλή του Ισραήλ, η Κνέσετ, έχει μεταθέσει μέρος των ευθυνών του κράτους σε οργανισμούς όπως τον Παγκόσμιο Σιωνιστικό Οργανισμό, το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο και τον Εβραϊκό Σύνδεσμο, που είναι συνταγματικά ταγμένοι στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των Εβραίων, αποκλείοντάς απ’ τις μέριμνές τους αυτά των Παλαιστινίων (που αποτελούν μειονότητα της τάξης του 20% εντός του Ισραήλ).

Επιπλέον έχει στηθεί ένα δαιδαλώδες, καφκικό δικονομικό σύστημα εξόφθαλμα προκατειλημμένο εναντίον των Αράβων πολιτών του Ισραήλ. Σύμφωνα με ισραηλινούς νόμους, η πρότερη παλαιστινιακή ιδιοκτησία μπορούσε νόμιμα να απαλλοτριωθεί απ’ το κράτος μετά από 3 χρόνια αχρησίας. Όντας όμως αποκλεισμένοι απ’ το να γυρίσουν στα εδάφη απ’ τα οποία εκτοπίστηκαν, οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι δεν έχουν καν δυνατότητα να δούνε, πόσο μάλλον να αξιοποιήσουν, τις ιδιοκτησίες τους. Ταυτόχρονα απαγορεύεται η πώληση σε Παλαιστίνιους εδαφών ή κτισμάτων χτισμένων σε ισραηλινή κρατική γη ή που ανήκουν σε εβραϊκούς εθνικούς θεσμούς.

Αυτή η πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών αποτυπώνεται και στη δημογραφία. Υπάρχει ένα μοτίβο δομημένου διαχωρισμού, με τη διασπορά των Αράβων εντός του Ισραήλ μεταξύ πολλών διαφορετικών χωριών και πόλεων ώστε να αποτελούν πάντα μειοψηφίες, αναμειγνύοντας Μουσουλμάνους, Χριστιανούς και Δρούζους προσπαθώντας να παροξύνουν τις μεταξύ τους αντιθέσεις, κάνοντας τη διαχείριση όλων τους απ’ τη μεριά του ισραηλινού κράτους ευκολότερη υπόθεση.

Στα κατεχόμενα εδάφη της Δυτικής Όχθης, όπου όπως και στη Γάζα το Ισραήλ ελέγχει πλήρως τον εναέριο χώρο, ηλεκτρομαγνητικές συχνότητες κλπ, έχει εγκατασταθεί η Πολιτική Διοίκηση (πολιτική κατ’ ευφημισμό, καθώς αυτής ηγείται αξιωματικός του ισραηλινού στρατού) που μεταξύ άλλων αποφασίζει ποιος θα χτίσει και πού, προβαίνει σε κατεδαφίσεις [1], κατάσχει εδάφη για στρατιωτική ή άλλη χρήση (οι «ανάγκες ασφαλείας» του Ισραήλ είναι ακόρεστες κι ανυπέρθετες ταυτόχρονα), ελέγχει και κατευθύνει την ίδρυση (παράνομων και διεθνώς καταδικασμένων) ισραηλινών εποικισμών, έχει χωρίσει τη Δυτική Όχθη σε «ζώνες ασφαλείας» και επιβάλλει περιορισμούς μετακίνησης στους Παλαιστίνιους.

Μέχρι σήμερα έχουν ιδρυθεί πάνω από 250 οικισμοί εποίκων στα κατεχόμενα, στους οποίους διαμένουν περισσότεροι από 750.000 Ισραηλινοί. Μέσα απ’ αυτούς τους παράνομους εποικισμούς και τη σκοπούμενη συνένωση και ενσωμάτωσή τους στον εθνικό ισραηλινό κορμό, το Ισραήλ προσβλέπει στη δημιουργία μιας περιοχής αδιάκοπου, ανεμπόδιστου ισραηλινού ελέγχου και ταυτόχρονα στην απομόνωση των Παλαιστινίων σε «μπαντουστάν», αποκομμένους, απομονωμένους θύλακες μειωμένης κυριαρχίας. Ο κατακερματισμός των Παλαιστινίων επιτυγχάνεται και απ’ το δίκτυο ισραηλινών αυτοκινητοδρόμων [2] που τέμνουν τα κατεχόμενα, καθιστώντας πρακτικά αδιαχώριστη τη Δυτική Όχθη απ’ το καθ’ αυτό Ισραήλ.

Σαν να μην φτάναν όλ’ αυτά, το Ισραήλ παίρνει κι άλλα μέτρα για το θρυμματισμό και την ασφυξία της παλαιστινιακής κοινωνίας. Ως κλασική κατοχική δύναμη που συναντά ντόπια αντίσταση, κάνει εκτεταμένη χρήση συνεργατών, παρέχοντας (ή υποσχόμενη ότι θα παράσχει) σε Παλαιστίνιους σε ακραία αποστέρηση ή ανάγκη (την οποία έχει δημιουργήσει η ίδια η κατοχή) απαραίτητα φάρμακα, ταξιδιωτικά έγγραφα, παραγραφή κατασκευασμένων απ’ το στρατό κατηγοριών κλπ. Επιπλέον, καταφεύγει κατά κόρον σε μαζικές συλλήψεις και διοικητικές κρατήσεις οι οποίες μπορούν να κρατήσουν επ’ αόριστον [3].

Αυτά τα μέτρα συμπληρώνονται από μια οικονομική σκοπούμενης απο-ανάπτυξης. Το Ισραήλ περισφίγγει την παλαιστινιακή οικονομική δραστηριότητα, περιορίζοντας τις δραστηριότητες τραπεζών και βιομηχανιών ώστε να μην ανταγωνίζονται τις αντίστοιχες ισραηλινές. Το Ισραήλ ελέγχει τα δασμολογικά κι εμπορικά έσοδα της Παλαιστινιακής Αρχής (της μαριονέτας των Αμερικάνων και Ισραηλινών που κάνει τη δουλειά τους αντ’ αυτών στη Δυτική Όχθη), τα οποία ανέρχονται στα 2/3 των συνολικών εσόδων της, έχοντας παράλληλα τον τελικό λόγο κι εν τέλει αποκλείοντας ό,τι έχει να κάνει με εισαγωγές κι εξαγωγές, πνίγοντας εν τη γενέσει της οποιαδήποτε δυναμική ανάπτυξης της παλαιστινιακής οικονομίας. Σύμφωνα πάλι με τον Jeff Halper, «όχι μόνο η Παλαιστινιακή οικονομία αποτρέπεται απ’ το ν’ αναπτυχθεί, αλλά είναι απροστάτευτη από μια ισραηλινή οικονομία που είναι κατά 60 φορές μεγαλύτερή της».

Το 1/3 των Παλαιστινίων εργάζονταν ως χειρώνακτες εργάτες στους ισραηλινούς εποικισμούς, τελώντας υπό μία επιπλέον συνθήκη εκβιασμού καθώς ακόμα κι αυτό το πενιχρό βιος που τους επιτρεπόταν ήταν άμεσα εξαρτημένο με τη συμμόρφωση με το αποικιακό καθεστώς και την αποδοχή των παράνομων εποικισμών του. Απ’ το 1987, με το ξέσπασμα της πρώτης Ιντιφάντα [4], αυτό περικόπηκε, με άμεσο αποτέλεσμα την ένταση της φτώχειας (άμεση υλοποίηση του σιωνιστικού εκβιασμού). Το 2018 στη Δυτική Όχθη η ανεργία ανερχόταν στο 31%, στη Λωρίδα της Γάζας στο 52%, το 1/3 των νοικοκυριών τελούσε υπό καθεστώς επισιτιστικής επισφάλειας και το 70% των Παλαιστινίων (και 2/3 των παιδιών) βρισκόταν σε βαθιά φτώχεια [5].

Το πρόβλημα με την εξύμνηση της λογικής της ασφάλειας (που ανεξαιρέτως επικαλείται κάθε αποικιοκρατικό καθεστώς ώστε να πραγματοποιήσει τις επεκτατικές βλέψεις του) είναι ότι αναπότρεπτα συνεπάγεται το απαρτχάιντ. Η ασφάλεια του Ισραήλ επιτάσσει τα πάντα, από την κατοχή παλαιστινιακών εδαφών, την κατεδάφιση σπιτιών, το τσάκισμα της κοινωνίας ως και το στραγγαλισμό της οικονομίας.

Την ίδια στιγμή που το Ισραήλ παίρνει (παράνομα) περίπου 30% των υδάτινων πόρων του απ’ τους υδροφόρους ορίζοντες της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, αρνείται ότι εκτελεί κατοχή επί των εδαφών αυτών. Απ’ τη σκοπιά του Ισραήλ, που εποφθαλμιά να ενσωματώσει τα κατεχόμενα απ’ αυτό εδάφη (αλλά χωρίς του Παλαιστίνιους που διαμένουν σ’ αυτά), δεν μπορείς να ασκείς κατοχή σε κάτι που σου ανήκει.

Ο σιωνισμός είχε το δυστύχημα να αναδυθεί στη δύση της εποχής της αποικιοκρατίας, όταν πια οι υποδουλωμένοι λαοί της ανατολής και του νότου εξεγείρονταν και αποτίνασσαν τον αποικιοκρατικό ζυγό των Ευρωπαίων δυναστών τους, χτίζοντας δικά τους  ανεξάρτητα κράτη. Γεννήθηκε δηλαδή σε μια εποχή απονομιμοποίησης της αποικιοκρατικής τάξης πραγμάτων, όταν ο ιμπεριαλισμός αναγκαζόταν να λάβει διαφορετικές, πιο κεκαλυμμένες μορφές ελέγχου και εγκατέλειπε μορφές τυπικής κυριαρχίας υπέρ μιας ουσιαστικής.

Αντιμέτωπο με την αντίσταση που προκαλεί η βία της κατοχής του, το Ισραήλ μόνιμα καμώνεται το αμυνόμενο μέρος, ισχυριζόμενο ότι υπερασπίζεται τον εαυτό του έναντι άλογων, απρόκλητων επιθέσεων. Ο χαρακτηρισμός από μεριάς του κάθε μορφής αντίστασης ως «τρομοκρατίας» απηχεί την κλασική αποικιοκρατική τακτική της αποπολιτικοποίησης του αγώνα των γηγενών, της απανθρωποποίησής των ίδιων των καταπιεσμένων και την αντιστροφή της αιτιακής σχέσης. Παραγνωρίζεται ότι η αντίσταση στον εκτοπισμό, ακόμα κι αν μετέρχεται βίαιων μέσων, δεν μπορεί να συγκρίνεται (πόσο μάλλον να εξισώνεται) με τη στρατιωτική επεκτατική εκστρατεία των αποικιοκρατών. Πρόκειται για παραπλανητική ισοδυναμία, στραπατσάρισμα της κοινής λογικής, καταπάτηση του διεθνούς δικαίου, ιστορικό πισογύρισμα. Γι’ αυτό ο χαρακτηρισμός της υπόθεσης ως “σύγκρουσης” (που υπονοεί δύο μέρη-συγκρουόμενους, αυτόματα καθιστώντας τους ομόλογους αν όχι ίσους) μπορεί μεν να έχει προπαγανδιστική χρησιμότητα για το σιωνισμό και τους υποστηρικτές του, αλλά είναι άχρηστη για την ερμηνεία της πραγματικότητας. Γιατί η αποικιοκρατία είναι μια μονομερής πράξη-επιβολή και συνεπάγεται δομική ανισομετρία ισχύος, ακριβώς όπως ισχύει μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης [6].

Ακόμα και στο εσωτερικό του, το Ισραήλ δεν είναι κράτος όλων των πολιτών του. Όπως λέει ο Shlomo Sand, «[τ]ο Ισραήλ πρέπει να περιγραφεί ως “εθνοκρατία”. Ακόμα καλύτερα, ας το καλέσουμε εβραϊκή εθνοκρατία με φιλελεύθερα στοιχεία – τουτέστιν, ένα κράτος του οποίου κύριος σκοπός είναι η εξυπηρέτηση όχι ενός πολιτικού-ισότιμου δήμου αλλά ενός βιολογικο-θρησκευτικού έθνους που είναι καθόλα πλαστό ιστορικά, αλλά δυναμικό, εμφορούμενο από αποκλεισμό και διάκριση στην πολιτική του έκφραση. […] Κυριαρχούμενο απ’ την ειδική σιωνιστική αντίληψη του εθνικισμού, το κράτος του Ισραήλ εξακολουθεί ν’ αρνείται, εξήντα χρόνια μετά την ίδρυσή του, να δει τον εαυτό του ως μια δημοκρατία που υπηρετεί τους πολίτες της. […] Το Ισραήλ  επιμένει να βλέπει τον εαυτό του ως ένα Εβραϊκό κράτος που ανήκει σε όλους τους Εβραίους του κόσμου, παρότι δεν είναι πλέον καταδιωκόμενοι πρόσφυγες αλλά πλήρως αφομοιωμένοι πολίτες των χωρών όπου επέλεξαν να διαμένουν» (Shlomo Sand, The Invention of the Jewish People).

Οποιαδήποτε κουβέντα για λύση του παλαιστινιακού ζητήματος δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψιν της το αποικιοκρατικό καθεστώς που έχουν στήσει ο σιωνισμός και το Ισραήλ. Είτε μια λύση δύο κρατών, είτε μια λύση ενός κράτους, είτε οτιδήποτε άλλο ανάμεσό τους, θα αποδειχθεί θνησιγενές στο βαθμό που δεν απευθυνθεί στο βασικό: την ανάγκη αποαποικιοποίησης της Παλαιστίνης. Όχι απλά κατάπαυση πυρός, όχι απλά παλαιστινιακό κράτος, αλλά πλήρη αποκατάσταση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, αυτών που ζούνε υπό το τριπλό καθεστώς καταπίεσης του Ισραήλ κι αυτών που σκόρπισαν σ’ όλη τη γη, διωγμένοι από μια αποικιοκρατική δύναμη και στιγματισμένοι ως ανάξιοι από τα φερέφωνά της.

  1. Το Ισραήλ έχει καταδεφίσει 55.000 κτίρια απ’ το 1967, πολλά απ’ τα οποία στέγαζαν πολλαπλές κατοικίες
  2. Στους αυτοκινητοδρόμους αυτούς φυσικά έχουν πρόσβαση μόνο οι Ισραηλινοί. Έτσι, αυτοί μπορούν να πηγαινοέρχονται μεταξύ κατεχόμενων και Ισραήλ χωρίς να χρειαστεί ν’ αντικρύσουν ή να συγχρωτιστούν με Άραβα
  3. Πάνω από 800.000 Παλαιστίνιοι έχουν κρατηθεί απ’ το 1967 ως το 2014, αντιπροσωπεύοντας παραπάνω από 40% του ανδρικού πληθυσμού
  4. Μαζική λαϊκή εξέγερση των Παλαιστινίων των κατεχόμενων εδαφών της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας εναντίον της ισραηλινής κατοχής
  5. Κι αυτό σύμφωνα με τους έτσι κι αλλιώς προβληματικούς ορισμούς της φτώχειας από την Παγκόσμια Τράπεζα. Τα πραγματικά νούμερα είναι ασφαλώς (πολύ) μεγαλύτερα
  6. Τ’ ότι στη μια περίπτωση (του Ισραήλ) έχουμε να κάνουμε με κράτος και στη δεύτερη (Παλαιστίνη) μ’ ένα χρέπι που φυτοζωεί στο βαθμό που είναι χρήσιμο σε Ισραήλ και ΗΠΑ είναι ενδεικτικό

Πηγή: Στο Νησί

Στον δρόμο της κλιμάκωσης

Τις τελευταίες μέρες στα νέα για τα καινούργια κατορθώματα των πολεμοχαρών εκ Δύσεως δεσπόζουν δύο ειδήσεις: Η πρώτη είναι η βιαστική σύναξη 20 δυτικοευρωπαίων ηγετών που συγκάλεσε στις 26 Φεβρουαρίου ο πρόεδρος της Γαλλίας Μακρόν για να συμφωνήσουν στην αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία που θα πολεμήσουν στο πλευρό των δυνάμεων του Κιέβου και η δεύτερη η διαρροή 38λεπτης συζήτησης ανώτατων αξιωματικών της Γερμανικής πολεμικής αεροπορίας για τον τρόπο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εξελιγμένοι Γερμανικοί πύραυλοι Taurus για την καταστροφή της γέφυρας της Κριμαίας ενώ παράλληλα η Γερμανία θα απέκρυβε τη συμμετοχή της ώστε να μπορεί να την διαψεύσει.

Ο χλευασμός των αμερικανικών ΜΜΕ και οι απανωτές αρνήσεις Δυτικών ηγετών που ακολούθησαν τις δηλώσεις Μακρόν δεν είναι ιδιαίτερα καθησυχαστικές καθώς στηρίζονται στην φόρμουλα ‘δεν-υπάρχουν-τέτοια-σχέδια-αυτή-τη-στιγμή’. Στην ίδια τη Γαλλία ακολούθησε αλαλούμ, με τον Γάλλο υπουργό εξωτερικών να δηλώνει την Παρασκευή 1 Μαρτίου στον κρατικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα Radio France Inter ότι αφενός δεν θα σταλούν Γαλλικά μάχιμα στρατεύματα στην Ουκρανία και αφετέρου ότι τα σχόλια του Μακρόν σχετικά με μια πιθανή ανάπτυξη στρατευμάτων ήταν σωστά, καθώς συνέβαλαν στη «στρατηγική ασάφεια» και επέτρεψαν στη Γαλλία να βρίσκεται «στη σωστή πλευρά της ιστορίας». Ο ίδιος ο Μακρόν, με Ναπολεόντειο ύφος, επέμεινε ότι η Γαλλία ηγείται ενός νέου συνασπισμού που στοχεύει να παράσχει στην Ουκρανία «πυραύλους και βόμβες μεσαίου και μεγάλου βεληνεκούς» που θα της επιτρέψουν να «πραγματοποιήσει βαθιά πλήγματα». Υπάρχει «ευρεία συναίνεση να κάνουμε ακόμη περισσότερα και ταχύτερα μαζί» για να στηρίξουμε το Κίεβο, ενώ μέσα στην εβδομάδα επανήλθε επιμένοντας ότι οι θέσεις του για την ανάπτυξη δυτικών στρατευμάτων ήταν «μελετημένες και μετρημένες».

Πριν την αποκάλυψη της συνομιλίας των Γερμανών αξιωματικών, που εξέταζε τις τεχνικές λεπτομέρειες ανατίναξης της γέφυρας της Κριμαίας με Γερμανικούς Taurus και τον τρόπο που θα αποκρυβόταν η καθοδήγηση της επιχείρησης από την Γερμανία, o Σολτς, υποτίθεται αντιστεκόμενος στις πιέσεις να παραδώσει Taurus στο Κίεβο, είχε προδώσει τη συμμετοχή αγγλο-γάλλων στρατιωτικών στις επιχειρήσεις στην Ουκρανία, καθώς αυτοί επιβλέπουν και διαχειρίζονται την χρήση των αντίστοιχων Γαλλικών και Βρετανικών πυραύλων. Η ακριτομυθία του Σολτς προκάλεσε την οργή Βρετανών αξιωματούχων και της Daily Telegraph.

Τα πράγματα με την διαρροή της συζήτησης των Γερμανών αξιωματικών εξελίχθηκαν ακόμη πιο φαιδρά. Αρχικά, τη Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου και πριν τη διαρροή της συνομιλίας των αξιωματικών, ο Σολτς, υποτίθεται για να αντισταθεί στις πιέσεις που δέχεται να παραδώσει τους Taurus στο Κίεβο, ‘κάρφωσε’ τους Γάλλο-Άγγλους ότι εκείνοι έχουν στρατιωτικούς επί του εδάφους στην Ουκρανία, οι οποίοι διαχειρίζονται τους αντίστοιχους πυραύλους Storm Shadow και Scalp λόγω της αδυναμίας, έλλειψης γνώσεων, κ.λπ. των στρατιωτικών του Κιέβου να το πράξουν. ‘Αν δώσουμε Taurus’, είπε ο Σολτς, ‘θα χρειαστεί να στείλουμε και δικούς μας στρατιωτικούς στην Ουκρανία για να τους διαχειρίζονται και αυτό’—είπε—‘δεν πρόκειται να γίνει διότι κινδυνεύουμε να εμπλακούμε σε πόλεμο με τη Ρωσία’.

Ακολούθησε ορυμαγδός, με τον Tobias Ellwood, πρώην πρόεδρο της επιτροπής άμυνας του βρετανικού κοινοβουλίου, να κατηγορεί τον Σολτς για προδοσία δηλώνοντας ότι «πρόκειται για μια κραυγαλέα καταχρηστική εκμετάλλευση των μυστικών δεδομένων [από τον Σολτς], η οποία σχεδιάστηκε σκόπιμα για να αποσπάσει την προσοχή από την απροθυμία της Γερμανίας να εξοπλίσει την Ουκρανία με το δικό της πυραυλικό σύστημα μεγάλου βεληνεκούς. Αυτό αναμφίβολα θα χρησιμοποιηθεί από τη Ρωσία για να προχωρήσει στη σκάλα της κλιμάκωσης».

Την επόμενη μέρα στη συζήτηση παρενέβησαν οι Financial Times επισημαίνοντας ότι δεν έγινε δα και τίποτα καθώς το γεγονός ότι Γάλλοι και Άγγλοι στρατιωτικοί ‘βοηθούν’ τα στρατεύματα του Κιέβου αποτελεί ‘κοινό μυστικό’.

Όλο αυτό το σκηνικό διαλύθηκε με πάταγο την Παρασκευή 1 Μαρτίου καθώς η Μαργαρίτα Σιμονιάν, επικεφαλής της αγγλόφωνης Russia Today, ανάρτησε ηχογραφημένη συνομιλία 38 λεπτών του επικεφαλής της Γερμανικής πολεμικής αεροπορίας Ingo Gerhartz με ανώτατους αξιωματικούς σύμφωνα με την οποία η παράδοση των Taurus θεωρείται δεδομένη και το θέμα που τους απασχολούσε ήταν οι τεχνικές λεπτομέρειες ανατίναξης της γέφυρας της Κριμαίας καθώς και ο τρόπος που αυτή θα γινόταν έτσι ώστε η Γερμανία να μπορεί να αρνηθεί τη συμμετοχή της. Η ηχογράφηση παραδόθηκε στην Σιμονιάν από τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες και την γνησιότητά της επιβεβαίωσε το γερμανικό υπουργείο άμυνας το Σάββατο 2 Μαρτίου. Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει δώσει καμία εξήγηση ενώ οι γερμανικές υπηρεσίες επιδίδονται στο κυνήγι όσων αναρτούν τη συνομιλία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι όποιοι αξιωματούχοι έχουν τοποθετηθεί απλά εκφράζουν τις ανησυχίες τους για τις διάτρητες επικοινωνίες του γερμανικού στρατού. Δηλαδή, κανέναν από τη Γερμανική κυβέρνηση δεν έχει απασχολήσει το περιεχόμενο της διαρροής, αλλά αυτό που τους νοιάζει είναι το ίδιο το γεγονός της διαρροής.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα δύο θεμελιώδη περιστατικά (η σύναξη Μακρόν και η αποκάλυψη του σχεδιαζόμενου πλήγματος από τους Γερμανούς στη γέφυρα της Κριμαίας) που καταδεικνύουν ότι η Δύση ακολουθεί τον δρόμο της κλιμάκωσης. Έτσι, πρόσφατα είχαμε και άλλα χαρακτηριστικά περιστατικά και αποκαλύψεις.

Οι NYT υπαινίσσονται στο πολυσέλιδο ρεπορτάζ τους ότι αυτός είναι ο δρόμος προς μία από τις τουλάχιστον 12 υπόγειες βάσεις που διατηρεί η CIA στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας, η οποία (συγκεκριμένη βάση) αυτή τη στιγμή απασχολεί 800 άνδρες από 80 αρχικά.

Οι New York Times δημοσίευσαν στις 25 Φεβρουαρίου ένα μακροσκελέστατο ρεπορτάζ για τουλάχιστον δώδεκα βάσεις που έχει εγκαταστήσει από το 2014 και εξής η CIA περιμετρικά των συνόρων Ουκρανίας-Ρωσίας. Οι βάσεις απασχολούν πολλές εκατοντάδες προσωπικό, τόσο Αμερικανούς όσο και μέλη της GUR του Κύριλλο Μπουντάνοφ, και συμμετέχουν ενεργά στον πόλεμο παρακολουθώντας ρωσικούς δορυφόρους, υποκλέπτοντας ρωσικές επικοινωνίες, επιλέγοντας στόχους για πλήγματα βαθιά μέσα στην μητροπολιτική Ρωσία και κατευθύνοντας πυραύλους και drones για την πραγματοποίηση αυτών των πληγμάτων.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΧΕΙΟΥ: Πύραυλος Taurus μεγάλου βεληνεκούς αέροςεπιφανείας.
©
Υπουργείο Άμυνας της Νότιας Κορέας μέσω Getty Images

Την Πέμπτη, 29 Φεβρουαρίου, ο αμερικανός υπουργός άμυνας Λόιντ Όστιν μιλώντας στην ακρόαση της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων κάλεσε για άλλη μια φορά τους νομοθέτες να εγκρίνουν πρόσθετη χρηματοδότηση για την πολεμική προσπάθεια του Κιέβου, ζωγραφίζοντας μια ζοφερή εικόνα για τους συμμάχους του ΝΑΤΟ. «Αν πέσει η Ουκρανία», είπε, «πιστεύω πραγματικά ότι το ΝΑΤΟ θα βρεθεί σε μάχη με τη Ρωσία».

Εδώ έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε την αλλαγή της Αμερικανικής αφήγησης: Πριν λίγο καιρό η αποστολή των δισεκατομμυρίων δολαρίων αιτιολογούνταν με την αφήγηση ότι το Κίεβο είναι ένα βήμα πριν τη μεγάλη νίκη και τα λεφτά, λόγω ακριβώς αυτού του γεγονότος, πιάνουν τόπο και αποτελούν άριστη επένδυση.

Μετά τη συντριπτική καλοκαιρινή ήττα και την παρούσα ρωσική προέλαση, η αφήγηση άλλαξε στο ότι η Ρωσία δεν θα σταματήσει στα σύνορα της Ουκρανίας, αλλά θα εισβάλει σε Πολωνία και Βαλτικές χώρες, οπότε τα χρήματα τα ζητάνε για αυτόν τον λόγο.

Αλλά στην ακρόαση της Πέμπτης ο αμερικανός υπουργός άμυνας προχώρησε ένα βήμα παραπέρα και είπε ότι έτσι κι αλλιώς, αν η Ρωσία νικήσει, θα επακολουθήσει εμπλοκή αμερικανικών στρατευμάτων, οπότε τα χρήματα είναι αναγκαία για να αποφευχθεί η ρωσική νίκη και επομένως η αναπόφευκτη σε αυτήν την περίπτωση αμερικανική εμπλοκή. Ο Ρώσος υπουργός εξωτερικών Σ. Λαβρόφ σχολίασε απλά σημειώνοντας ότι ο Αμερικανός υπουργός άμυνας είπε την αλήθεια όσο αφορά τα αμερικανικά σχέδια.

Τέλος, ας μην αφήσουμε χωρίς αναφορά και την πληροφορία που δημοσίευσαν πριν από λίγες μέρες οι Times του Λονδίνου, οι οποίοι επικαλούμενοι ουκρανική στρατιωτική πηγή, αναφέρουν ότι ο αρχηγός του Βρετανικού γενικού επιτελείου ναύαρχος Radakin είναι αυτός που καταστρώνει και διευθύνει τα σχέδια «για την καταστροφή των ρωσικών πλοίων και το άνοιγμα της Μαύρης Θάλασσας» και ως εκ τούτου «θεωρείται ανεκτίμητος στο συντονισμό της υποστήριξης [προς το Κίεβο] από άλλους ανώτερους αρχηγούς στο ΝΑΤΟ».

Τα γεγονότα των ημερών και την διαρκή διολίσθηση της Δύσης προς την άμεση στρατιωτική σύγκρουση με τη Ρωσία σχολιάζει σε άρθρο του στο Russia Today o Tarik Cyril Amar, «ιστορικός από τη Γερμανία που εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Koç της Κωνσταντινούπολης, με αντικείμενο τη Ρωσία, την Ουκρανία και την Ανατολική Ευρώπη, την ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο και την πολιτική της μνήμης». Το μεταφράζουμε εδώ καθώς παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

*          *          *

Να γιατί δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε ότι η Δύση θα τηρήσει τις δικές της “κόκκινες γραμμές” στην Ουκρανία

Με τον Μακρόν να αρνείται να αποκλείσει την ανάπτυξη στρατευμάτων και με μια συνομιλία μεταξύ Γερμανών αξιωματικών που διέρρευσε, η περαιτέρω κλιμάκωση είναι σίγουρη

Του Tarik Cyril Amar

Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς έχουν διαφωνήσει δημοσίως σχετικά με τον τρόπο στήριξης της Ουκρανίας—η οποία έχει χρησιμοποιηθεί ανελέητα από τη Δύση ως γεωπολιτικός πληρεξούσιος—στη σύγκρουσή της με τη Ρωσία. Ο Μακρόν χρησιμοποίησε μια ειδική συνεδρίαση της ΕΕ που είχε συγκαλέσει (φήμες λένε ότι το εμπνεύστηκε άμεσα από τον Ουκρανό πρόεδρο Βλαντίμιρ Ζελένσκι), για να δηλώσει, ουσιαστικά, ότι η αποστολή δυτικών πολεμικών στρατευμάτων στην Ουκρανία παραμένει στο τραπέζι ως επιλογή.

Φυσικά, η Δύση έχει ήδη στρατεύματα στο έδαφος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι αμυδρά καμουφλαρισμένα ως εθελοντές και μισθοφόροι, ή συμμετέχουν με άλλο τρόπο στη σύγκρουση (για παράδειγμα με σχεδιασμό και στόχευση), όπως επιβεβαίωσε πρόσφατη διαρροή αμερικανικών εγγράφων. Αλλά μια ανοιχτή επέμβαση χερσαίων δυνάμεων θα ήταν μια σοβαρή κλιμάκωση, που θα έφερνε άμεσα τη Ρωσία και το ΝΑΤΟ αντιμέτωπα, όπως επισήμανε γρήγορα η Μόσχα, και θα καθιστούσε την πυρηνική κλιμάκωση μια πραγματική προοπτική.

Η Ρωσία έχει σκόπιμα ανεχθεί έναν ορισμένο βαθμό δυτικής παρέμβασης, για τους δικούς της πραγματιστικούς λόγους: Στην ουσία, επιδιώκει να κερδίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, αποφεύγοντας παράλληλα μια ανοιχτή σύγκρουση με το ΝΑΤΟ. Είναι διατεθειμένη να πληρώσει το τίμημα της αντιμετώπισης κάποιας de facto δυτικής στρατιωτικής ανάμειξης, εφόσον είναι βέβαιη ότι μπορεί να την κατανικήσει στο ουκρανικό πεδίο της μάχης. Μάλιστα, η στρατηγική αυτή έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι η Δύση αιμορραγεί από τους δικούς της πόρους, ενώ ο ρωσικός στρατός λαμβάνει εξαιρετική πρακτική εκπαίδευση στο πώς να εξουδετερώνει το δυτικό υλικό, συμπεριλαμβανομένων των πολυδιαφημισμένων ‘θαυματουργών όπλων’.

Δεν χρειάζεται να πιστέψετε τα λόγια της Μόσχας, αλλά απλώς να συμβουλευτείτε τη στοιχειώδη λογική για να καταλάβετε ότι υπάρχει ένα εξίσου άκαμπτο όριο σε αυτού του είδους την υπολογισμένη ανοχή. Αν η ρωσική ηγεσία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι δυτικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Ουκρανία θέτουν σε κίνδυνο τους στόχους της (αντί απλώς να δυσχεραίνουν την επίτευξή τους), θα ανέβαζε το τίμημα για ορισμένες δυτικές χώρες. (Θα υιοθετούνταν επιλεκτική αντιμετώπιση για να τεθεί υπό πίεση -πολύ πιθανόν σε σημείο θραύσης- η δυτική συνοχή).

Σκεφτείτε για παράδειγμα τη Γερμανία: Το Βερολίνο είναι μακράν ο μεγαλύτερος διμερής οικονομικός υποστηρικτής της Ουκρανίας μεταξύ των κρατών της ΕΕ (τουλάχιστον όσον αφορά τις δεσμεύσεις). Ωστόσο, στρατιωτικά, προς το παρόν, η Ρωσία αρκείται, στην ουσία, στο να τεμαχίζει τα γερμανικά άρματα μάχης Leopard καθώς φτάνουν στο πεδίο της μάχης. Και, κατά μία έννοια, η τιμωρία της Γερμανίας για την ανάμιξή της μπορεί να αφεθεί με ασφάλεια στην ίδια την κυβέρνησή της: η χώρα έχει ήδη υποστεί τεράστια πλήγματα στην οικονομία και τη διεθνή της υπόσταση.

Αλλά αν το Βερολίνο επρόκειτο να προχωρήσει ακόμη περισσότερο, οι υπολογισμοί της Μόσχας θα άλλαζαν. Σε αυτή την περίπτωση, όσο ελάχιστα και αν τα γερμανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης επιτρέπουν στους Γερμανούς πολίτες να το σκεφθούν, ένα πλήγμα “νηφαλιότητας” (για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο από το ρωσικό δόγμα)αρχικά πιθανότατα μη πυρηνικό—κατά των γερμανικών δυνάμεων και του γερμανικού εδάφους είναι πιθανό. Οι εσωτερικές συνέπειες μιας τέτοιας επίθεσης είναι απρόβλεπτες. Οι Γερμανοί μπορεί να συσπειρωθούν γύρω από τη σημαία ή μπορεί να επαναστατήσουν ανοιχτά εναντίον μιας ήδη βαθιά αντιδημοφιλούς κυβέρνησης που έχει θυσιάσει το εθνικό συμφέρον με πρωτοφανή ωμότητα στις γεωπολιτικές επιδιώξεις της Ουάσινγκτον.

Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν στην Καγκελαρία
στο Βερολίνο στις 22 Ιανουαρίου 2024 © John MACDOUGALL / AFP

Αν νομίζετε ότι τα παραπάνω ακούγονται λίγο τραβηγμένα, ξέρω κάποιον που σαφώς δεν συμμερίζεται τον εφησυχασμό σας: τον Γερμανό καγκελάριο. Ο Σολτς, τσιτωμένος από την πρόκληση του Μακρόν, αντέδρασε με αποκαλυπτική ετοιμότητα. Μέσα σε 24 ώρες μετά την αιφνιδιαστική γαλλική κίνηση, απέκλεισε δημοσίως την αποστολή «χερσαίων στρατευμάτων» από «ευρωπαϊκά έθνη ή έθνη του ΝΑΤΟ», υπογραμμίζοντας ότι αυτή η κόκκινη γραμμή ήταν πάντα συμφωνημένη.

Επιπλέον, ο καγκελάριος επέλεξε επίσης ακριβώς αυτή τη στιγμή για να επαναβεβαιώσει ότι η Γερμανία δεν θα παραδώσει τους πυραύλους κρουζ Taurus στο Κίεβο, ως κλιμάκωση την οποία οι υποστηρικτές της ζητούν εδώ και καιρό, μεταξύ άλλων και στο εσωτερικό της Γερμανίας. Με τη δυνατότητα, σύμφωνα με τον Σολτς, να πλήξουν τη Μόσχα, οι πύραυλοι του Βερολίνου στα χέρια της Ουκρανίας και οι υποθετικές χερσαίες δυνάμεις του Μακρόν έχουν ένα κοινό: συνοδεύονται από σοβαρό κίνδυνο εξάπλωσης των άμεσων συγκρούσεων πέρα από την Ουκρανία, ιδίως στη Δυτική Ευρώπη και τη Γερμανία.

Με άλλα λόγια, οι ηγέτες των δύο χωρών που παραδοσιακά αναγνωρίζονται ως ο πυρήνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν επιδείξει βαθιά διαφωνία σε ένα βασικό ζήτημα. Είναι αλήθεια ότι ο Μακρόν λέει συχνά περισσότερα από όσα εννοεί ή θα φροντίσει να θυμάται. Ο Σολτς είναι ένας ακραίος καιροσκόπος, ακόμη και για τα δεδομένα της επαγγελματικής πολιτικής. Επιπλέον, σαφώς σκόπιμες αδιακρισίες από τις ομάδες των δύο ανδρών υποδηλώνουν αμοιβαία και ειλικρινή αντιπάθεια, όπως μόλις ανέφερε το Bloomberg. Θα μπορούσαμε να απορρίψουμε τη διαμάχη μεταξύ τους ως τίποτα άλλο παρά το αποτέλεσμα ασύμβατου πολιτικού στυλ και προσωπικής εχθρότητας.

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν κατά τη διάρκεια της ετήσιας ομιλίας του
στην Ομοσπονδιακή Συνέλευση στο Gostiny Dvor στη Μόσχα, 29 Φεβρουαρίου 2024:

«Όλα όσα σκέφτονται τώρα, με τα οποία τρομάζουν τον κόσμο, όλα αυτά θέτουν πραγματικά
την απειλή μιας σύγκρουσης με πυρηνικά όπλα και, επομένως,
την καταστροφή του πολιτισμού.
Δεν το καταλαβαίνουν αυτό;» .
© Sputnik/Dmitry Astakhov

Αλλά αυτό θα ήταν μεγάλο λάθος. Στην πραγματικότητα, η ανοιχτή διαφωνία τους είναι ένα σημαντικό μήνυμα για την κατάσταση της σκέψης, της συζήτησης και της χάραξης πολιτικής εντός της ΕΕ και, ευρύτερα, του ΝΑΤΟ και της Δύσης. Η πραγματική πρόκληση είναι να αποκρυπτογραφήσουμε τι σημαίνει αυτό το σήμα.

Ας ξεκινήσουμε με κάτι που οι δύο ηγέτες δεν θα παραδεχτούν ανοιχτά, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι μοιράζονται: Το υπόβαθρο της διαφωνίας τους είναι ο φόβος τους ότι η Ουκρανία και η Δύση όχι μόνο χάνουν τη σύγκρουση, αλλά, και αυτό είναι το σημαντικότερο για τη Δύση που έχει εξοικειωθεί με την πληροφόρηση, ότι αυτή η ήττα πρόκειται να γίνει αδιαμφισβήτητα εμφανής. Για παράδειγμα, με τη μορφή περαιτέρω ρωσικών προελάσεων, συμπεριλαμβανομένων στρατηγικών νικών όπως υπήρξε η κατάληψη της Αβντέεβκα, και με την μερική ή ολική κατάρρευση της ουκρανικής άμυνας. Ακόμη και ο σθεναρά πολεμοχαρής Economist, για παράδειγμα, παραδέχεται τώρα ότι η επίθεση της Ρωσίας “επιταχύνεται”, ότι η πτώση της Avdeevka δεν έκανε τον ρωσικό στρατό να κάνει παύση και ότι οι ίδιοι οι Ουκρανοί γίνονται απαισιόδοξοι. Τόσο τα σχόλια του Μακρόν όσο και η βιαστική αποκήρυξη του Σολτς αποτελούν ενδείξεις μιας αυξανόμενης και βάσιμης απαισιοδοξίας, ίσως ακόμη και ενός αρχόμενου πανικού μεταξύ των δυτικών ελίτ.

Ωστόσο, αυτό δεν μας λέει πολλά για το πώς αυτές οι ελίτ σκοπεύουν πραγματικά να αντιδράσουν σε αυτό το χαμένο παιχνίδι (αν υποθέσουμε ότι διαθέτουν αυτογνωσία, δηλαδή). Από άποψη αρχών, υπάρχουν δύο στρατηγικές επιλογές: να αυξήσουν το στοίχημα (ξανά) ή να διακόψουν τις απώλειές τους (τελικά). Σε αυτό το σημείο, η παράταξη “ανεβάζουμε το ποντάρισμα” εξακολουθεί να κυριαρχεί στην πολιτική συζήτηση. Η αρνητική ανταπόκριση στην κίνηση του Μακρόν να κλέψει τις εντυπώσεις έχει επισκιάσει το γεγονός ότι η γενική τάση της στρατηγικής του ΝΑΤΟ και της ΕΕ παραμένει η προσθήκη νέων πόρων στη μάχη, για παράδειγμα έχουμε τη συμφωνία ότι θα προμηθεύονται πυρομαχικά από χώρες εκτός της ΕΕ, μια κίνηση στην οποία η Γαλλία αντιστεκόταν εδώ και καιρό. Τουλάχιστον στο βαθμό που επιτρέπεται στο κοινό να παρατηρήσει, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ εξακολουθούν να διοικούνται από εθισμένους στην πλάνη των πραγματοποιημένων απωλειών: Όσο περισσότερο έχουν ήδη αποτύχει και όσο περισσότερα έχουν ήδη χάσει, τόσο περισσότερο θέλουν να ρισκάρουν.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η επιλογή της εξαπάτησης και ο πειρασμός της αυτοεξαπάτησης (που εύκολα αναμειγνύονται μεταξύ τους, ένα φαινόμενο που είναι ευρέως γνωστό ως “να πίνεις το δικό σου Kool Aid”) κάνουν τα πράγματα πιο περίπλοκα: Πάρτε, για παράδειγμα, τις αποδείξεις της Ρωσίας, με αυτολεξεί απομαγνητοφωνημένες λεπτομέρειες, ότι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του γερμανικού στρατού συζητούσαν -ή μήπως ήταν “καταιγισμός ιδεών”; – πώς η Ουκρανία θα μπορούσε, τελικά, να χρησιμοποιήσει πυραύλους Taurus για να επιτεθεί στη γέφυρα του στενού του Κερτς που συνδέει την Κριμαία με τη ρωσική ενδοχώρα, διατηρώντας, στην πραγματικότητα, την εύλογη άρνηση. Η δημόσια δήλωση του Σολτς ότι «οι Γερμανοί στρατιώτες δεν πρέπει σε καμία περίπτωση και σε κανένα σημείο να συνδεθούν» με τις επιθέσεις των Taurus αποδεικνύει ότι η αποφυγή της ευθύνης—ή η έλλειψη δυνατότητας να το πράξει—είναι στο μυαλό του. Όπως θα περίμενε κανείς από έναν πολιτικό του οποίου η μόνη στρατηγική είναι να βρει τον δρόμο της μικρότερης αντίστασης.

H Γερμανική Bild στις 14 Ιανουαρίου παρουσίασε έναν «μυστικό οδηγό» της επικείμενης Ρωσικής επίθεσης στη Γερμανία, που είχε εκδοθεί από κυβερνητικές υπηρεσίες για χρήση των βουλευτών της Bundestag. Ήταν τόσο αστεία η λεπτομερής ανάλυση των «τεσσάρων σταδίων» της υποτιθέμενης ρωσικής επιχείρησης, που η Μαρία Ζαχάροβα τον χαρακτήρισε ως ‘μπαγιάτικο ωροσκόπιο’. Όμως, οι φόβοι για ρωσική ανταπόδοση δεν εμπόδισαν ανώτατους αξιωματικούς της Γερμανικής αεροπορίας να συζητούν τρόπους καταστροφής της γέφυρας των στενών του Κερτς (Κριμαία) μέσω επίθεσης με Γερμανικούς πυραύλους Taurus που θα είχε παραδώσει η Γερμανία στο Κίεβο, με κύριο αντικείμενο της υποκλαπείσας συνομιλίας (που ο Γερμανός υπουργός άμυνας, πνέων μένεα για την υποκλοπή, χαρακτήρισε γνήσια) τα τεχνικά χαρακτηριστικά της επιχείρησης—ώστε να είναι επιτυχής—αλλά και τον τρόπο που η Γερμανία θα απέκρουε και θα διέψευδε τυχόν κατηγορίες εμπλοκής της στην επίθεση.

Η συγκεχυμένη γερμανική απάντηση σε αυτό το ντροπιαστικό φιάσκο των μυστικών υπηρεσιών (γιατί ακριβώς συζητήθηκε κάτι τόσο προφανώς ευαίσθητο μέσω τηλεπικοινωνιών που μπορούν να παραβιαστούν αντί για ένα ασφαλές δωμάτιο, για παράδειγμα;) επιβεβαιώνει μόνο ότι τα ρωσικά στοιχεία είναι αυθεντικά. Αντί να αρνηθεί ότι η συζήτηση έλαβε χώρα, η Γερμανία αντέδρασε – με τυπικό αυταρχικό τρόπο – μπλοκάροντας λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που αναφέρονταν σε αυτήν και προσπαθώντας να παρουσιάσει τη συζήτηση ως ένα αθώο πείραμα σκέψης.

Και όμως, η ύποπτα ελαστική διατύπωση του Scholz [βλ. παραπάνω] και η συζήτηση των Γερμανών αξιωματικών δεν σημαίνει ότι μια τέτοια πορεία αφελώς διαφανούς εξαπάτησης θα υιοθετηθεί από το Βερολίνο. Μπορεί ακόμη και να ήταν ένας τρόπος για να διαπιστωθεί ο λόγος για τον οποίο κάτι τέτοιο δεν θα λειτουργούσε.

Ειδικά αν η πληροφορία αυτή δεν είναι εντελώς νέα, η επιλογή της Ρωσίας να τη δημοσιοποιήσει τώρα και ίσως ακόμη και να διακινδυνεύσει κάποιο (μικρό) μειονέκτημα για τις υπηρεσίες πληροφοριών αποκαλύπτοντας την έκταση της διείσδυσης τους στον γερμανικό στρατό είναι, φυσικά, και ένα μήνυμα προς την ηγεσία της Γερμανίας: Η Μόσχα δεν θα συμπράξει στο παιχνίδι της εύλογης άρνησης (ένα μήνυμα “μην προσπαθήσετε καν“) και είναι θανάσιμα σοβαρή όσον αφορά αυτή την κόκκινη γραμμή (ένα μήνυμα “το εννοούμε“). Αυτό επίσης μπορεί να βοηθήσει να συγκεντρωθούν τα μυαλά στο Βερολίνο και να καταστεί λιγότερο πιθανή μια εξαπάτηση.

Σε κάθε περίπτωση, οι αποδείξεις ότι Γερμανοί αξιωματικοί εξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να βοηθήσουν στην επίθεση κατά της Ρωσίας χωρίς να αφήσουν αποτυπώματα, υπογραμμίζουν δύο πράγματα: Οι δημόσιες δηλώσεις της Δύσης μπορούν εύκολα να είναι σκόπιμα ψέματα- και ακόμη και όταν δεν είναι, είναι πάντα ανοιχτές σε ριζική αναθεώρηση. Μάλιστα, και ο Μακρόν υπαινίχθηκε αυτό το γεγονός, επισημαίνοντας ότι ακόμη και αν η άμεση στρατιωτική επέμβαση δεν διαθέτει ακόμη τη συναίνεση, θα μπορούσε να την αποκτήσει στο μέλλον, όπως ακριβώς και άλλες κόκκινες γραμμές έχουν ξεπεραστεί στο παρελθόν.

Υπό αυτό το πρίσμα, τα χαλαρά λόγια του Μακρόν θα μπορούσαν να εκληφθούν ως άλλη μια μπλόφα—ή, όπως λένε στη Γαλλία, «στρατηγική ασάφεια»: μια απελπισμένη προσπάθεια να κορδωθεί τόσο έντονα ώστε η Ρωσία να μην εκμεταλλευτεί το στρατιωτικό της πλεονέκτημα. Αν αυτή ήταν η πρόθεση του Γάλλου προέδρου, απέτυχε θεαματικά: Ο Μακρόν προκάλεσε όχι μόνο τη Γερμανία, αλλά και άλλους, μεγαλύτερους δυτικούς παίκτες να ξεκαθαρίσουν ότι δεν συμφωνούν μαζί του. Σημείωση για τον νεφεληγερέτη κάτοικο του Μεγάρου των Ηλυσίων: Δεν πρόκειται για “ασάφεια” όταν όλοι όσοι έχουν σημασία λένε «Αποκλείεται!»—ούτε είναι και πολύ «στρατηγική».

Ωστόσο, θα ήταν εφησυχασμός να παρηγορηθούμε από τη σημερινή απομόνωση του Μακρόν. Πρώτον, δεν είναι πλήρης: Υπάρχουν σκληροπυρηνικοί υποστηρικτές της κλιμάκωσης, όπως η Εσθονή ηγέτης Κάια Κάλλας, στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ που τον έχουν επαινέσει ακριβώς επειδή θέλουν να παρασύρουν όλους τους άλλους σε μια άμεση σύγκρουση με τη Ρωσία. Είναι καλό που αυτοί οι ιδιαίτερα ζηλωτές πολεμοκάπηλοι δεν έχουν προς το παρόν το πάνω χέρι. Αλλά ούτε έχουν ηττηθεί, ούτε καν έχουν περιθωριοποιηθεί καταλλήλως, και δεν πρόκειται να το βάλουν κάτω.

Δεύτερον, μια στρατηγική κλιμάκωσης και απειλών μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο. Σκεφτείτε το υπερβολικά άγνωστο γεγονός ότι, κατά την κρίση του Ιουλίου του 1914, λίγο πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακόμη και ο Γερμανός αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β’ είχε στιγμές που κατ’ ιδίαν αισθανόταν ότι [ο πόλεμος ] θα μπορούσε ακόμη να αποφευχθεί. Αυτό, ωστόσο, συνέβη αφού ο ίδιος και η κυβέρνησή του είχαν προσωπικά κάνει ό,τι χειρότερο μπορούσαν για να προκαλέσουν τον μεγάλο πόλεμο. Μάθημα: Αν αναλάβετε πολλά ρίσκα, κάποια στιγμή μπορεί να μην είστε πλέον σε θέση να περιορίσετε την κλιμάκωση που εσείς οι ίδιοι προωθήσατε.

Τρίτον, και το πιο θεμελιώδες, ενώ η ορθολογικά εφαρμοζόμενη ανεντιμότητα δεν είναι ασυνήθιστη στη διεθνή πολιτική, προκειμένου να παράγει σταθερότητα σε ένα διεθνές σύστημα, πρέπει πρώτα να παράγει προβλεψιμότητα. Αυτό, με τη σειρά του, απαιτεί ακόμη και η παραπλάνηση να διατηρείται εντός σιωπηρά συμφωνημένων ορίων και να είναι, ως ένα βαθμό, προβλέψιμη (λόγω της υποκείμενης ορθολογικότητάς της). Το πρόβλημα με τη μεταψυχροπολεμική Δύση είναι ότι επέλεξε να ξεχάσει και να περιφρονήσει αυτόν τον βασικό κανόνα της παγκόσμιας τάξης. Ο εθισμός της στην αναξιοπιστία είναι τόσο σοβαρός που τα σήματα κλιμάκωσης είναι εγγενώς πιο αξιόπιστα από τα σήματα αποκλιμάκωσης, εφόσον δεν υπάρχει μια βασική, γενική και σαφώς αναγνωρίσιμη αλλαγή προσέγγισης.

Για να το θέσουμε διαφορετικά, η σημερινή απομόνωση του Μακρόν δεν μετράει και πολύ, επειδή η ενδεδειγμένη ερμηνεία της κάτω από την οπτική γωνία της Μόσχας πρέπει να είναι ότι απλώς το παράκανε λίγο νωρίτερα. Ούτε η αποκήρυξη του Σολτς ούτε άλλες δυτικές αποκηρύξεις κάνουν κάποια διαφορά. Αυτό που θα έκανε τη διαφορά είναι ένα ενιαίο και σαφές μήνυμα από τη Δύση ότι είναι πλέον έτοιμη για πραγματικές διαπραγματεύσεις και μια πραγματικά συμβιβαστική διευθέτηση. Προς το παρόν, το αντίθετο παραμένει αληθινό.

Πηγή: https://www.rt.com/news/593616-macron-scholz-ukraine-troops/

 

Το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή, αλλά διαφαίνεται το τέλος της εποικιστικής αποικιοκρατίας του Ισραήλ

Ο καθηγητής Ilan Pappe συμμετείχε ως ομιλητής στην ετήσια Ημέρα Μνήμης Γενοκτονίας της IHRC (Islamic Human Rights Commission – Ισλαμική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) στο Λονδίνο, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις 21 Ιανουαρίου 2024 και μίλησε για την ανάγκη να καταλάβουμε ότι η γενοκτονία των Παλαιστινίων που εκτυλίσσεται μπροστά μας σήμερα, όσο βίαιη και αν είναι, σηματοδοτεί επίσης το θάνατο του λεγόμενου εβραϊκού κράτους. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να φανταστούμε έναν νέο κόσμο πέρα από αυτό. Αναδημοσιεύουμε τα βασικά σημεία της ομιλίας του όπως μεταφράστηκε από το BDS Greece.

Η ιδέα πως ο σιωνισμός είναι εποικιστική αποικιοκρατία δεν είναι καινούργια. Ήδη από τη δεκαετία του 1960, οι Παλαιστίνιοι μελετητές που εργάζονταν στη Βηρυτό, στο Ερευνητικό Κέντρο της PLO, είχαν καταλάβει ότι αυτό που αντιμετώπιζαν στην Παλαιστίνη δεν ήταν ένα κλασικό αποικιακό σχέδιο. Δεν μπορούσαν να δουν το Ισραήλ απλώς ως μια βρετανική ή αμερικανική αποικία, αλλά ως ένα φαινόμενο που υπήρχε και σε άλλα μέρη του κόσμου και ορίστηκε ως εποικιστική αποικιοκρατία. Έχει ενδιαφέρον ότι για 20-30 χρόνια η έννοια του σιωνισμού ως εποικιστικής αποικιοκρατίας εξαφανίστηκε από τον πολιτικό και ακαδημαϊκό διάλογο. Επανήλθε όταν μελετητές σε άλλα μέρη του κόσμου, κυρίως στη Νότια Αφρική, την Αυστραλία και τη Βόρεια Αμερική, συμφώνησαν ότι ο σιωνισμός είναι ένα φαινόμενο όμοιο με το κίνημα των Ευρωπαίων που δημιούργησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και τη Νότια Αφρική. Η ιδέα αυτή μας βοηθά να κατανοήσουμε πολύ καλύτερα τη φύση του σιωνιστικού σχεδίου στην Παλαιστίνη από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα και μας δίνει μια ιδέα για το τι να περιμένουμε στο μέλλον.

Νομίζω ότι αυτή η συγκεκριμένη ιδέα στη δεκαετία του 1990, που συνέδεσε τόσο ξεκάθαρα τις ενέργειες των Ευρωπαίων εποίκων, ιδίως σε μέρη όπως η Βόρεια Αμερική και η Αυστραλία, με τις ενέργειες των εποίκων που ήρθαν στην Παλαιστίνη στα τέλη του 19ου αιώνα, διασαφήνισε ξεκάθαρα τις προθέσεις των Εβραίων εποίκων που εποίκισαν την Παλαιστίνη, καθώς και τη φύση της τοπικής παλαιστινιακής αντίστασης σε αυτόν τον εποικισμό. Οι έποικοι υιοθέτησαν τη βασικότερη λογική που διέπει τα εποικιστικά αποικιοκρατικά κινήματα, ότι δηλαδή για να δημιουργήσεις μια επιτυχημένη κοινότητα εποικιστικής αποικιοκρατίας εκτός Ευρώπης πρέπει να εξοντώσεις τους αυτόχθονες του τόπου που έχεις εποικίσει. Αυτό σημαίνει ότι η αντίσταση των αυτοχθόνων σε αυτή τη λογική ισοδυναμούσε με αγώνα ενάντια στην εξόντωση και όχι απλώς με έναν απελευθερωτικό αγώνα. Είναι σημαντικό αυτό να λαμβάνεται υπόψη όταν εξετάζουμε τον τρόπο λειτουργίας της Χαμάς και άλλων παλαιστινιακών αντιστασιακών επιχειρήσεων από το 1948 και μετά.

Οι ίδιοι οι έποικοι, όπως και πολλοί Ευρωπαίοι που κατέφυγαν στη Βόρεια Αμερική, την Κεντρική Αμερική ή την Αυστραλία, ήταν πρόσφυγες και θύματα διώξεων. Κάποιοι από αυτούς ήταν λιγότερο δυστυχείς και απλώς αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή με ευκαιρίες. Οι περισσότεροι όμως ήταν απόβλητοι στην Ευρώπη και ήθελαν να δημιουργήσουν μια Ευρώπη σε ένα άλλο μέρος, μια νέα Ευρώπη, αντί για την Ευρώπη που δεν τους ήθελε. Στις περισσότερες περιπτώσεις, επέλεξαν ένα μέρος όπου ζούσαν ήδη κάποιοι άλλοι, ένας λαός αυτοχθόνων. Τα πιο σημαντικά πρόσωπα μεταξύ τους ήταν μια βασική ομάδα ηγετών και των ιδεολόγων τους, οι οποίοι παρείχαν κατάλληλες θρησκευτικές και πολιτιστικές αιτιολογήσεις για τον εποικισμό της γης κάποιων άλλων. Σε αυτό μπορεί να προστεθεί η ανάγκη να στηρίζονται σε μια αυτοκρατορία ώστε να ξεκινήσει, αλλά και για να διατηρηθεί ο εποικισμός, ακόμη κι αν την εποχή εκείνη οι έποικοι επαναστατούσαν εναντίον της αυτοκρατορίας που τους βοηθούσε και ζητούσαν την ανεξαρτησία τους, την οποία σε πολλές περιπτώσεις κατέκτησαν, για να ανανεώσουν μόνο στη συνέχεια τη συμμαχία τους με την αυτοκρατορία. Η αγγλο-σιωνιστική σχέση που μετατράπηκε σε αγγλο-ισραηλινή συμμαχία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Η ιδέα ότι μπορείς να απομακρύνεις με τη βία τον λαό από τη γη που θέλεις, γίνεται μάλλον πιο κατανοητή –αλλά όχι δικαιολογημένη– εάν λάβουμε υπόψη τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον 16ο, τον 17ο και τον 18ο αιώνα, καθώς η πρακτική αυτή είχε την πλήρη έγκριση του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Τροφοδοτήθηκε από την κοινή απανθρωποποίηση –την διαδικασία μέσω της οποίας τα ανθρώπινα όντα χάνουν τα χαρακτηριστικά που τα προσδιορίζουν ως ανθρώπινα όντα–  των άλλων μη δυτικών, μη ευρωπαϊκών λαών. Εάν καταφέρεις να απανθρωποποιήσεις τους ανθρώπους, μπορείς πιο εύκολα να τους απομακρύνεις. Η διαφορά με το σιωνισμό ως εποικιστικό αποικιακό κίνημα είναι ότι εμφανίστηκε στη διεθνή σκηνή σε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο είχαν αρχίσει να αμφισβητούν το δικαίωμα να απομακρύνονται οι αυτόχθονες, να εξολοθρεύονται οι ιθαγενείς, και επομένως υπό αυτό το πρίσμα, μπορούμε να καταλάβουμε τον κόπο και την ενέργεια που αφιέρωσαν οι Σιωνιστές και αργότερα το κράτος του Ισραήλ στην προσπάθεια να καλύψουν τον πραγματικό στόχο ενός εποικιστικού αποικιακού κινήματος όπως ο σιωνισμός, που ήταν η εξολόθρευση των ιθαγενών.

Σήμερα όμως που στη Γάζα εξολοθρεύουν τον ντόπιο πληθυσμό μπροστά στα μάτια μας, πώς γίνεται να έχουν σχεδόν εγκαταλείψει 75 χρόνια προσπάθειας απόκρυψης των εξοντωτικών πολιτικών τους; Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να αντιληφθούμε το μετασχηματισμό της φύσης του σιωνισμού στην Παλαιστίνη με την πάροδο των χρόνων.

Στα πρώτα στάδια του σιωνιστικού εποικιστικού αποικιοκρατικού σχεδίου, οι ηγέτες του διεξήγαγαν τις πολιτικές εξόντωσής τους, σε μια γνήσια προσπάθεια να τετραγωνίσουν τον κύκλο, ισχυριζόμενοι ότι ήταν δυνατό να οικοδομηθεί μια δημοκρατία και ταυτόχρονα να εξολοθρευτεί ο ντόπιος πληθυσμός. Υπήρχε μια έντονη επιθυμία να ανήκουν στην κοινότητα των πολιτισμένων εθνών και οι ηγέτες υπέθεταν, ιδίως μετά το Ολοκαύτωμα, ότι οι πολιτικές εξόντωσης δεν θα απέκλειαν το Ισραήλ από αυτή την κοινότητα.

Προκειμένου να τετραγωνιστεί ο κύκλος, η ηγεσία επέμενε ότι οι εξοντωτικές ενέργειές της κατά των Παλαιστινίων ήταν «αντίποινα» ή «απάντηση» στις παλαιστινιακές ενέργειες. Αλλά πολύ σύντομα, όταν αυτή η ηγεσία θέλησε να προχωρήσει σε πιο ουσιαστικές ενέργειες εξόντωσης, εγκατέλειψε το ψεύτικο πρόσχημα της «αντεκδίκησης» και απλά σταμάτησε να δικαιολογεί αυτά που έκανε.

Από αυτή την άποψη, υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ του τρόπου με τον οποίο εξελίχθηκε η εθνοκάθαρση το 1948 και των επιχειρήσεων των Ισραηλινών στη Γάζα σήμερα. Το 1948, η ηγεσία δικαιολογούσε στον εαυτό της κάθε σφαγή, συμπεριλαμβανομένης της διαβόητης σφαγής της Ντέιρ Γιασίν στις 9 Απριλίου, ως αντίδραση σε μια παλαιστινιακή ενέργεια, όπως η ρίψη πέτρας σε λεωφορείο ή η επίθεση σε έναν εβραϊκό οικισμό. Η ισραηλινή επίθεση έπρεπε να παρουσιαστεί στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ως κάτι που δεν έρχεται από το πουθενά, αλλά ως αυτοάμυνα. Μάλιστα, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο ισραηλινός στρατός ονομάζεται «Ισραηλινές Δυνάμεις Άμυνας». Επειδή όμως πρόκειται για ένα σχέδιο εποικιστικής αποικιοκρατίας, δεν μπορεί να στηρίζεται συνέχεια στην «αντεκδίκηση».

Οι σιωνιστικές δυνάμεις ξεκίνησαν την εθνοκάθαρση κατά τη διάρκεια της Νάκμπα τον Φεβρουάριο του 1948 και για έναν μήνα όλες αυτές οι επιχειρήσεις παρουσιάζονταν ως αντίποινα στην παλαιστινιακή αντίθεση στο σχέδιο διχοτόμησης του ΟΗΕ τον Νοέμβριο του 1947. Στις 10 Μαρτίου 1948, η σιωνιστική ηγεσία έπαψε να μιλάει για αντίποινα και υιοθέτησε ένα κεντρικό σχέδιο για την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης. Από τον Μάρτιο του 1948 έως το τέλος του 1948 η εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης που οδήγησε στην εκδίωξη του μισού πληθυσμού της Παλαιστίνης, την καταστροφή των μισών χωριών της και στην αποαραβοποίηση των περισσότερων πόλεών της, έγινε στο πλαίσιο ενός συστηματικού και σκόπιμου κεντρικού σχεδίου εθνοκάθαρσης.

Παρομοίως, μετά την κατοχή της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας τον Ιούνιο του 1967, κάθε φορά που το Ισραήλ ήθελε να αλλάξει ριζικά την πραγματικότητα ή να εμπλακεί σε μια επιχείρηση εθνοκάθαρσης πλήρους κλίμακας, δεν χρειαζόταν πια να καταφεύγει σε δικαιολογίες.

Σήμερα, γινόμαστε μάρτυρες ενός παρόμοιου τρόπου δράσης. Στην αρχή, οι ενέργειες παρουσιάστηκαν ως αντίποινα για την επιχείρηση Tufun al-Aqsa. Τώρα όμως πρόκειται για πόλεμο, που ονομάζεται «σπαθί του πολέμου» και έχει ως στόχο να επιστρέψει η Γάζα υπό τον άμεσο ισραηλινό έλεγχο, αλλά με εθνοκάθαρση του λαού της μέσω μιας εκστρατείας γενοκτονίας.

Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι και οι ακαδημαϊκοί στη Δύση έπεσαν στην ίδια παγίδα που είχαν πέσει το 1948; Πώς μπορούν ακόμα και σήμερα να πιστεύουν σε αυτή την ιδέα ότι το Ισραήλ υπερασπίζεται τον εαυτό του στη Λωρίδα της Γάζας; Ότι αντιδρά στις ενέργειες της 7ης Οκτωβρίου;

Ή ίσως να μην πέφτουν στην παγίδα. Μπορεί να γνωρίζουν ότι αυτό που κάνει το Ισραήλ στη Γάζα είναι να χρησιμοποιεί την 7η Οκτωβρίου ως πρόσχημα.

Όπως και να έχει, μέχρι στιγμής, η επίκληση από τους Ισραηλινούς κάθε φορά που επιτίθενται στους Παλαιστίνιους σε ένα πρόσχημα, έχει βοηθήσει το κράτος να διατηρήσει την ασπίδα ασυλίας του, που του επιτρέπει να συνεχίζει την εγκληματική του πολιτική χωρίς να φοβάται οποιαδήποτε ουσιαστική αντίδραση από τη διεθνή κοινότητα. Το πρόσχημα βοηθά να προβληθεί η εικόνα του Ισραήλ ως μέρος του δημοκρατικού και δυτικού κόσμου, και ως εκ τούτου υπεράνω από κάθε καταδίκη και κυρώσεις. Όλη αυτή η συζήτηση περί άμυνας και αντιποίνων είναι καίριας σημασίας για την ασπίδα ασυλίας που απολαμβάνει το Ισραήλ από τις κυβερνήσεις του Παγκόσμιου Βορρά.

Αλλά όπως και το 1948, έτσι και σήμερα, το Ισραήλ καθώς η επιχείρησή του παρατείνεται, απεμπολεί το πρόσχημα, και τότε είναι που ακόμα και οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές του δυσκολεύονται να υποστηρίξουν την πολιτική του. Το μέγεθος της καταστροφής, οι μαζικές δολοφονίες στη Γάζα, η γενοκτονία, είναι σε τέτοιο επίπεδο που οι Ισραηλινοί δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να πείσουν ακόμα και τους εαυτούς τους ότι αυτό που κάνουν είναι στην πραγματικότητα αυτοάμυνα ή αντίδραση. Έτσι, πιθανώς στο μέλλον όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα δυσκολεύονται να αποδεχτούν αυτή την ισραηλινή εξήγηση για τη γενοκτονία στη Γάζα.

Για τους περισσότερους ανθρώπους είναι σαφές ότι αυτό που απαιτείται είναι ένα πλαίσιο και όχι ένα πρόσχημα. Ιστορικά και ιδεολογικά, είναι πολύ σαφές ότι η 7η Οκτωβρίου χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να ολοκληρωθεί αυτό που το σιωνιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το 1948.

Το 1948 το κίνημα εποικιστικής αποικιοκρατίας του σιωνισμού χρησιμοποίησε ένα συγκεκριμένο σύνολο ιστορικών συνθηκών τις οποίες παραθέτω λεπτομερώς στο βιβλίο μου «Η εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης», προκειμένου να εκδιώξει τον μισό πληθυσμό της Παλαιστίνης.  Όπως προανέφερα, κατά τη διαδικασία αυτή κατέστρεψαν τα μισά παλαιστινιακά χωριά και κατεδάφισαν τις περισσότερες παλαιστινιακές πόλεις. Κι όμως, οι μισοί Παλαιστίνιοι παρέμειναν μέσα στην Παλαιστίνη. Όσοι Παλαιστίνιοι έγιναν πρόσφυγες εκτός των ορίων της Παλαιστίνης συνέχισαν την αντίσταση των Παλαιστινίων και ως εκ τούτου το αποικιοκρατικό ιδεώδες της εξάλειψης των ντόπιων δεν εκπληρώθηκε και σταδιακά το Ισραήλ χρησιμοποίησε όλη του τη δύναμη από το 1948 μέχρι σήμερα για να συνεχίσει την εξόντωση των αυτοχθόνων.

Η εξόντωση των αυτοχθόνων από την αρχή μέχρι το τέλος δεν περιλαμβάνει μόνο μια στρατιωτική επιχείρηση, με την οποία καταλαμβάνεται ένας τόπος και σφαγιάζονται ή εκδιώκονται άνθρωποι. Η εξόντωση θα πρέπει να είναι δικαιολογημένη ή θα πέσει σε αδράνεια, και ο τρόπος για να γίνει αυτό, είναι η συνεχής απανθρωποποίηση αυτών που σκοπεύεις να εξοντώσεις. Δεν μπορεί κανείς να σκοτώσει μαζικά ανθρώπους ή να διεξάγει γενοκτονία χωρίς να τους αφαιρέσει τα χαρακτηριστικά που τους κάνουν ανθρώπους. Έτσι, η απανθρωποποίηση των Παλαιστινίων μεταφέρεται ως ένα ρητό και σιωπηρό μήνυμα στους Ισραηλινούς Εβραίους μέσω του εκπαιδευτικού τους συστήματος, του συστήματος κοινωνικοποίησής τους στο στρατό, των μέσων επικοινωνίας και του πολιτικού λόγου. Αυτό το μήνυμα πρέπει να συνεχίσει να μεταδίδεται για να ολοκληρωθεί η εξόντωση.

Έτσι, γινόμαστε μάρτυρες μιας νέας, ιδιαίτερης σκληρής προσπάθειας να ολοκληρωθεί η εξόντωση. Και όμως, δεν είναι όλα απελπιστικά. Στην πραγματικότητα, όλως παραδόξως, η συγκεκριμένη απάνθρωπη καταστροφή της Γάζας εκθέτει την αποτυχία του σχεδίου εποικιστικής αποικιοκρατίας του σιωνισμού. Αυτό μπορεί να ακούγεται παράλογο, επειδή περιγράφω μια σύγκρουση μεταξύ ενός μικρού κινήματος αντίστασης, του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος και ενός ισχυρού κράτους με μια στρατιωτική μηχανή και μια ιδεολογική υποδομή που επικεντρώνεται αποκλειστικά στην καταστροφή του ιθαγενούς λαού της Παλαιστίνης. Αυτό το απελευθερωτικό κίνημα δεν έχει μια ισχυρή συμμαχία πίσω του, ενώ το κράτος που αντιμετωπίζει, έχει παντοδύναμους συμμάχους –από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τις πολυεθνικές εταιρείες, τις εταιρείες ασφαλείας της στρατιωτικής βιομηχανίας, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και την κυρίαρχη ακαδημαϊκή κοινότητα. Μιλάμε για κάτι που ακούγεται σχεδόν απελπιστικό και θλιβερό, επειδή υπάρχει αυτή η διεθνής ασυλία για τις πολιτικές εξόντωσης που ξεκινούν από τα πρώτα στάδια του σιωνισμού μέχρι σήμερα. Θα φανεί ίσως το χειρότερο κεφάλαιο της ισραηλινής προσπάθειας να προωθήσει τις πολιτικές εξόντωσης σε ένα νέο επίπεδο, σε μια πολύ πιο επικεντρωμένη προσπάθεια δολοφονίας χιλιάδων ανθρώπων σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπως δεν έχει τολμήσει ποτέ ως τώρα.

Πώς μπορεί αυτή λοιπόν να είναι και μια στιγμή ελπίδας; Πρώτα απ’ όλα, αυτό το είδος πολιτικής οντότητας, ένα κράτος, που πρέπει να συντηρεί την απανθρωποποίηση των Παλαιστινίων για να δικαιολογεί την εξόντωσή τους είναι μια πολύ επισφαλής βάση, αν κοιτάξουμε στο απώτερο μέλλον.

Αυτή η δομική αδυναμία ήταν ήδη εμφανής πριν από την 7η Οκτωβρίου και μέρος αυτής της αδυναμίας είναι το γεγονός ότι αν αφαιρέσετε το σχέδιο εξόντωσης, υπάρχουν πολύ λίγα πράγματα που ενώνουν την ομάδα των ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται ως το εβραϊκό έθνος στο Ισραήλ.

Αν αποκλείσουμε την ανάγκη να πολεμούν ενάντια στους Παλαιστινίους με σκοπό την εξόντωσή τους, αυτό που μένει είναι δύο αντιμαχόμενα εβραϊκά στρατόπεδα, τα οποία μάλιστα είδαμε να συγκρούονται στους δρόμους του Τελ Αβίβ και της Ιερουσαλήμ μέχρι τις 6 Οκτωβρίου 2023. Τεράστιες διαδηλώσεις κοσμικών Εβραίων, εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται ως κοσμικοί Εβραίοι –κυρίως ευρωπαϊκής καταγωγής– που πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ένα δημοκρατικό πλουραλιστικό κράτος, διατηρώντας παράλληλα την κατοχή και το καθεστώς απαρτχάιντ απέναντι στους Παλαιστίνιους μέσα στο Ισραήλ, έρχονταν αντιμέτωποι με ένα μεσσιανικό νέο είδος σιωνισμού που αναπτύχθηκε στους εβραϊκούς εποικισμούς στη Δυτική Όχθη, αυτό που αποκάλεσα αλλού το κράτος της Ιουδαίας, το οποίο εμφανίστηκε ξαφνικά ανάμεσά μας, οι οποίοι πιστεύουν ότι τώρα έχουν τον τρόπο να δημιουργήσουν ένα είδος σιωνιστικής θεοκρατίας χωρίς σεβασμό στη δημοκρατία, και πιστεύουν ότι αυτό αποτελεί το μοναδικό όραμα για ένα μελλοντικό εβραϊκό κράτος.

Δεν υπάρχει τίποτα κοινό μεταξύ αυτών των δύο οραμάτων εκτός από ένα πράγμα: και τα δύο στρατόπεδα δεν νοιάζονται για τους Παλαιστίνιους, και τα δύο στρατόπεδα πιστεύουν ότι η επιβίωση του Ισραήλ εξαρτάται από τη συνέχιση των πολιτικών εξόντωσης απέναντι στους Παλαιστίνιους. Αυτό δεν πρόκειται να αντέξει για πολύ. Θα διαλυθεί και θα καταρρεύσει εκ των έσω, διότι δεν μπορείς στον 21ο αιώνα να συγκρατήσεις ένα κράτος και μια κοινωνία στη βάση του ότι η κοινή αίσθηση του ανήκειν είναι να είναι μέρος ενός εξολοθρευτικού γενοκτονικού σχεδίου. Για κάποιους μπορεί να λειτουργεί, αλλά όχι για όλους.

Είδαμε ήδη ενδείξεις γι’ αυτό και πριν από την 7η Οκτωβρίου, πώς Ισραηλινοί που έχουν ευκαιρίες σε άλλα μέρη του κόσμου λόγω της διπλής τους ιθαγένειας, των επαγγελμάτων τους και των οικονομικών τους δυνατοτήτων, σκέφτονται σοβαρά να μεταφέρουν τόσο τα χρήματά τους όσο και τους εαυτούς τους εκτός του κράτους του Ισραήλ. Αυτό που θα μείνει είναι μια κοινωνία οικονομικά αδύναμη, η οποία θα καθοδηγείται από αυτού του είδους τη συγχώνευση του μεσσιανικού σιωνισμού με τον ρατσισμό και τις εξοντωτικές πολιτικές απέναντι στους Παλαιστίνιους. Ναι, ο συσχετισμός δυνάμεων στην αρχή θα είναι με την πλευρά της εξόντωσης, όχι με τα θύματα, αλλά ο συσχετισμός δυνάμεων δεν είναι μόνο τοπικός, ο συσχετισμός δυνάμεων είναι περιφερειακός και διεθνής, και όσο πιο καταπιεστικές είναι οι εξοντωτικές πολιτικές (και είναι τρομερό να το λέω, αλλά είναι αλήθεια) τόσο λιγότερο μπορούν να καλυφθούν ως «απάντηση» ή «αντίποινα» και τόσο περισσότερο θεωρούνται ως μια βάρβαρη πολιτική γενοκτονίας. Έτσι, μειώνονται οι πιθανότητες η ασυλία που απολαμβάνει σήμερα το Ισραήλ να συνεχιστεί στο μέλλον.

Συνεπώς, πιστεύω πραγματικά ότι σε αυτή την πολύ σκοτεινή στιγμή που βιώνουμε –και είναι μια σκοτεινή στιγμή επειδή η εξόντωση των Παλαιστινίων έχει περάσει σε ένα νέο, πρωτοφανές επίπεδο, από την άποψη του λόγου που χρησιμοποιεί το Ισραήλ, της έντασης και του σκοπού των εξοντωτικών πολιτικών. Δεν έχει υπάρξει τέτοια περίοδος στην ιστορία, αυτή είναι μια νέα φάση της κτηνωδίας κατά των Παλαιστινίων. Ακόμα και η Νάκμπα, μια αδιανόητη καταστροφή, δεν συγκρίνεται με αυτό που βλέπουμε τώρα και με αυτό που θα δούμε τους επόμενους μήνες. Κατά τη γνώμη μου, διανύουμε τους πρώτους τρεις μήνες μιας περιόδου δύο ετών κατά την οποία θα γίνουμε μάρτυρες της χειρότερης φρίκης που μπορεί να προκαλέσει το Ισραήλ στους Παλαιστίνιους.

Αλλά ακόμα και σε αυτή τη σκοτεινή στιγμή, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι τα σχέδια εποικιστικής αποικιοκρατίας που καταρρέουν χρησιμοποιούν πάντα τα χειρότερα μέσα για να προσπαθήσουν να διασωθούν. Το είδαμε στη Νότια Αφρική και στο Νότιο Βιετνάμ. Δεν το λέω αυτό ως ευσεβή πόθο και δεν το λέω ως πολιτικός ακτιβιστής: Το λέω ως μελετητής του Ισραήλ και της Παλαιστίνης με όλη την αυτοπεποίθηση που μου προσδίδουν τα επιστημονικά μου προσόντα. Με νηφάλια επαγγελματική εξέταση, δηλώνω ότι γινόμαστε μάρτυρες του τέλους του σιωνιστικού σχεδίου, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό.

Αυτό το ιστορικό σχέδιο έχει φτάσει στο τέλος του και είναι ένα τέλος βίαιο –τέτοια σχέδια συνήθως καταρρέουν βίαια, επομένως είναι μια πολύ επικίνδυνη στιγμή για τα θύματα αυτού του σχεδίου, και τα θύματα είναι πάντα οι Παλαιστίνιοι μαζί με τους Εβραίους, επειδή οι Εβραίοι είναι επίσης θύματα του σιωνισμού. Έτσι, η διαδικασία της κατάρρευσης δεν είναι απλώς μια στιγμή ελπίδας, είναι επίσης η αυγή που θα έρθει μετά το σκοτάδι, είναι το φως στην άκρη του τούνελ.

Μια τέτοια κατάρρευση όμως παράγει ένα κενό. Το κενό εμφανίζεται ξαφνικά: είναι σαν ένα τείχος που διαβρώνεται σιγά-σιγά από ρωγμές, και μετά καταρρέει σε μια στιγμή. Και πρέπει να είναι κανείς έτοιμος για τέτοιες καταρρεύσεις, για την εξαφάνιση ενός κράτους ή την αποσύνθεση ενός σχεδίου εποικιστικής αποικιοκρατίας. Είδαμε τι συνέβη στον αραβικό κόσμο, όταν το χάος του κενού δεν καλύφθηκε από κανένα εποικοδομητικό και εναλλακτικό σχέδιο· σε μια τέτοια περίπτωση, το χάος συνεχίζεται.

Ένα πράγμα είναι σαφές, όποιος σκέφτεται μια εναλλακτική για το σιωνιστικό κράτος δεν πρέπει να αναζητήσει στην Ευρώπη ή στη Δύση τα μοντέλα που θα αντικαταστήσουν το κράτος που καταρρέει. Υπάρχουν πολύ καλύτερα μοντέλα τα οποία είναι τοπικά και αποτελούν παρακαταθήκες από το πρόσφατο και πιο μακρινό παρελθόν του Μασρέκ (της ανατολικής Μεσογείου) και του αραβικού κόσμου στο σύνολό του. Η μακρά οθωμανική περίοδος έχει τέτοια μοντέλα και παρακαταθήκες που μπορούν να μας βοηθήσουν να πάρουμε ιδέες από το παρελθόν για να κοιτάξουμε στο μέλλον.

Αυτά τα μοντέλα μπορούν να μας βοηθήσουν να οικοδομήσουμε ένα πολύ διαφορετικό είδος κοινωνίας που σέβεται τις συλλογικές ταυτότητες καθώς και τα ατομικά δικαιώματα, και χτίζεται από το μηδέν ως ένα νέο είδος μοντέλου που επωφελείται από τις διδαχές των λαθών της αποαποικιοποίησης σε πολλά μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου του αραβικού κόσμου και της Αφρικής. Αυτό ελπίζουμε ότι θα δημιουργήσει μια διαφορετικού είδους πολιτική οντότητα που θα έχει τεράστιο και θετικό αντίκτυπο στον αραβικό κόσμο στο σύνολό του.

Πηγή: Islamic Human Rights Commission

Αναδημοσίευση από: BDS Greece

Αποδομώντας την ισραηλινή προπαγάνδα – Ο τορπιλισμός της δημιουργίας Παλαιστινιακού κράτους

Η παραπάνω εικόνα αποτελεί μόνο μία από τις δεκάδες με τις οποίες το Ισραήλ κι οι υποστηρικτές του βομβαρδίζουν το διαδίκτυο τους τελευταίους μήνες. Η απόπειρά τους να επηρεάσουν τη διεθνή κοινή γνώμη γίνεται τόσο πιο χοντροκομμένη όσο πιο μη υπερασπίσιμη γίνεται η στυγνή επιβολή της εξουσίας του κράτους-δολοφόνου έναντι ενός ανυπεράσπιστου και χρόνια κατατρεγμένου λαού, η βάναυση επίθεση εναντίον του οποίου φτάνει στα όρια της φυσικής του εξόντωσης.

Αλλά ακόμα κι όταν δεν πρόκειται για άχαρες και αντιαισθητικές εικόνες, η προπαγάνδα του κράτους τρομοκράτη και πάλι δεν καταφέρνει να αγγίξει κάποια στάνταρ αληθοφάνειας, οσοδήποτε χαμηλά κι αν τα θέσουμε.

Οι ίδιες μανιχαϊστικές τοποθετήσεις που προωθούνται με κιτς γραφικά, προωθούνται και με ανιστόρητο και παραπλανητικό προπαγανδιστικό λόγο, όπως αυτός που κυκλοφορεί ευρέως και αναφέρεται στις «5 φορές που οι Άραβες αρνήθηκαν την ίδρυση Παλαιστινιακού κράτους», ή όποια παραλλαγή αυτού του νευροεκφυλιστικού φληναφήματος μπορεί να συναντήσει κανείς.

Σύμφωνα μ’ αυτό, σε πέντε διαφορετικές περιστάσεις, το 1937, το 1949, το 1967, το 2000 και το 2008, το Ισραήλ, πάντα γαλαντόμο, προσέφερε στους Άραβες (προσοχή: όχι Παλαιστίνιους, αυτοί δεν είναι λαός κι έθνος – σ’ αντίθεση με τους Ισραηλινούς) τη δυνατότητα ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους, αλλά αυτοί οι άσπλαχνοι, φλεγματικά αντισημίτες που δεν έχουν άλλο σκοπό απ’ το να δώσουν τις ζωές των ίδιων και των παιδιών τους μέχρι να πεθάνει ο τελευταίος επί γης Εβραίος, κάθε φορά αρνήθηκαν, διακατεχόμενοι καθώς είναι από άσβεστο, ζωώδες και άλογο μένος κατά των πεφωτισμένων και φιλεύσπλαχνων ηγετών του Ισραήλ και του λαού τους.

Το μεγάλο πρόβλημα βέβαια είναι ότι το Ισραήλ ποτέ δε συναίνεσε στη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους. Ας καταπιαστούμε μ’ αυτό το παιδαριώδες επιχείρημα, ώστε να το αποδομήσουμε και να αναδειχθεί η έκταση της επιχειρούμενης παραπλάνησης.

 1937: Η πρόταση της επιτροπής Πιλ – η πρώτη κατοχύρωση των σιωνιστικών επιδιώξεων

Από το 1922, στον απόηχο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Κοινωνία των Εθνών (πρόδρομος του σημερινού ΟΗΕ) είχε δώσει εντολή στο Ηνωμένο Βασίλειο να διοικεί την Παλαιστίνη προετοιμάζοντας το δρόμο για το σχηματισμό Παλαιστινιακού κράτους. Το ΗΒ είχε στη διάρκεια του Α’ ΠΠ δώσει υποσχέσεις ανεξαρτητοποίησης και εθνικής απελευθέρωσης σ’ όλους τους Άραβες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αν εξεγείρονταν εναντίον των Οθωμανών (όπως φαίνεται απ’ την αλληλογραφία ΜακΜέιχον-Χουσεΐν, βλ. Rashid Khalidi – The Hundred Years’ War on Palestine), τότε μέρος των δυνάμεων του Άξονα (Γερμανία, Αυστρουγγαρία, Βουλγαρία) που αντιμάχονταν τις δυνάμεις της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία κι άλλες). Το πρόβλημα ήταν ότι το ΗΒ είχε επίσης ταχθεί υπέρ του Σιωνιστικού σκοπού (διακήρυξη Μπαλφούρ το 1917) που προέτρεπε τον εποικισμό της Παλαιστίνης (μιας χώρας που κατοικείται από το γηγενή της πληθυσμό αδιάλειπτα για χιλιετίες κι όχι άδειας όπως διατείνεται η ισραηλινή προπαγάνδα) από Εβραίους όλου του κόσμου.

Μετά από δεκαετίες αποικιοκρατικής διαχείρισης, εύνοιας προς τους Σιωνιστές αποίκους και υπόθαλψης ενός εβραϊκού παρακράτους με παράλληλη άρνηση αναγνώρισης αντίστοιχων παλαιστινιακών κρατικών θεσμών, ξεσπά η εθνικοαπελευθερωτική εξέγερση του παλαιστινιακού λαού το 1936-39. Η βάρβαρη καταστολή της  από τους Άγγλους (με σιωνιστική συνέργεια), συνοδεύτηκε από την πρόταση της βασιλικής επιτροπής υπό τον Λόρδο Πιλ για δημιουργία ισραηλινού κράτους στο 17% του εδάφους της Παλαιστίνης και διατήρηση αγγλικού ελέγχου επί του υπολοίπου ή παραχώρησή του στον βασιλιά της Υπεριορδανίας (μετέπειτα Ιορδανίας), υποχείριου του αγγλικού θρόνου. Σε κάτι που θα καταντούσε ιστορικό μοτίβο, οι εθνικές βλέψεις των Παλαιστίνιων πετάχτηκαν στην άκρη, εξωθώντας τους σε πιο μαχητική αντίσταση. Αυτή η πρόταση μάλιστα φάνταζε συμβιβαστική στους Άγγλους που καθώς περίμεναν ότι η Μέση Ανατολή θα ήταν πεδίο επιχειρήσεων του εκκολαπτόμενου Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ήθελαν να εξασφαλίσουν τη στήριξη των Αράβων σ’ αυτόν.

1947: Το σιωνιστικό όνειρο γίνεται πραγματικότητα

Μετά τη λήξη του Β’ ΠΠ, κι αφού οι Άγγλοι τόσο πολύ απέτυχαν στην εξισορρόπηση των ασυμβίβαστων επιδιώξεών τους που στο μίσος των Αράβων προστέθηκαν τα σαμποτάζ κι οι δολοφονίες Βρετανών αξιωματούχων από εβραϊκές πολιτοφυλακές (η υποτιθέμενη και πολυκαυχημένη αντιαποικιακή αντίδραση των Εβραίων στην Παλαιστίνη), οι βρετανικές αρχές παραδίδουν στον ΟΗΕ την υπόθεση του Παλαιστινιακού. Το 1947 ο ΟΗΕ προτείνει μια λύση δύο κρατών, παραχωρώντας παραπάνω απ’ τη μισή χώρα στους Εβραίους (λιγότερο από 1/3 του πληθυσμού) και το υπόλοιπο στους Παλαιστίνιους. Όπως ήταν λογικό κι αναμενόμενο, οι Παλαιστίνιοι αρνήθηκαν την πρόταση μέσα από μαζικές διαδηλώσεις που παρέλυσαν τη χώρα.

Το 1948 οι Άγγλοι αποσύρονται και οι Σιωνιστές κάνουν την μεγάλη τους κίνηση: με τσακισμένη την Παλαιστινιακή αντίσταση απ’ την καταστολή της εξέγερσης του 1936-39 και εξοπλισμένοι κι εκπαιδευμένοι απ’ τους Άγγλους για δεκαετίες, οι Σιωνιστές καταλαμβάνουν με τη βία σχεδόν το 80% του Παλαιστινιακού εδάφους, σφαγιάζοντας, δολοφονώντας και εκδιώκοντας πάνω από 700.000 Παλαιστίνιους στα γεγονότα που αποτυπώθηκαν στην Παλαιστινιακή μνήμη ως Αλ-Νάκμπα, η Καταστροφή (βλ. Ilan Pappe – The Ethnic Cleansing of Palestine). Οι όποιες μικρές ενισχύσεις στάλθηκαν από γειτονικά νεοϊδρυθέντα αραβικά κράτη προς υποστήριξη των Παλαιστινίων δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις σιωνιστικές παραστρατιωτικές ομάδες σε εκπαίδευση, συντονισμό, εξοπλισμό και διεθνή στήριξη (το ψήφισμα για διχοτόμηση της Παλαιστίνης στηρίχτηκε τόσο από τις ΗΠΑ όσο και τη Σοβιετική Ένωση, σε μια σπάνια στιγμή ψυχροπολεμικής ομοψυχίας). Στις στάχτες των Παλαιστινιακών χωριών και πόλεων, ιδρύεται το κράτος του Ισραήλ.

1967: Επέκταση της κατοχής στο σύνολο της Παλαιστίνης

Το 1967 ξεσπάει ο «περίφημος πόλεμος των 6 ημερών». Σε μια συνθήκη εντεινόμενων συνοριακών τριβών, το Ισραήλ, ανταποκρινόμενο στις εκκλήσεις εποίκων του για κατάληψη των υψιπέδων του Γκολάν (που ανήκαν στη Συρία) τα οποία εποφθαλμιούσαν (με τον Μόσε Νταγιάν, καταξιωμένο στέλεχος της ισραηλινής πολεμικής μηχανής, να δηλώνει αργότερα ότι «ούτε που προσπάθησαν να κρύψουν την απληστία τους για γη»), επιτίθεται στη συριακή ενδοχώρα και καταρρίπτει 6 πολεμικά αεροπλάνα. Ο Νάσερ, πρόεδρος της Αιγύπτου, απαντάει με κλείσιμο των στενών του Τιράν. Ο Γιτζάκ Ραμπίν, αρχηγός του ισραηλινού γενικού επιτελείου, κάνει σε κυβερνητική σύσκεψη λόγο για «προπαγανδιστική κίνηση κι όχι ακόμα επιθετική, καθώς οι Αιγύπτιοι δεν έχουν μεταφέρει άρματα μάχης στη χερσόνησο [του Σινά]». Αργότερα, το 1968, θα δηλώσει ότι «Δεν νομίζω ότι ο Νάσερ ήθελε πόλεμο. Τα δύο τάγματα που έστειλε στο Σινά δεν θα ήταν αρκετά για να εκκινήσει επιθετικό πόλεμο. Κι αυτός το ήξερε κι εμείς το ξέραμε» (βλ. Ilan Pappe – The Biggest Prison on Earth).

Παρ’ όλ’ αυτά, η Ισραηλινή αεροπορία, σε μια αιφνιδιαστική κίνηση, καταστρέφει ολοσχερώς την αιγυπτιακή πριν καν αυτή κινητοποιηθεί, αφήνοντας τις χερσαίες δυνάμεις ανυπεράσπιστες και προδιαγράφοντας την εύκολη επικράτηση ενός πάνοπλου ισραηλινού στρατού που έχαιρε μοναδικής κι ανεπανάληπτης αεροπορικής υπεροχής (σε πεδία μάχης όπως αυτά στα οποία διεξήχθη ο πόλεμος, δηλαδή τοπία ερημικά, χωρίς δυνατότητες κάλυψης, η αεροπορική υπεροχή είναι καταλυτική, κάτι που αξιοποίησε στο μέγιστο η ισραηλινή αεροπορία εναντίον των στρατών ξηράς των αραβικών κρατών, αποδεκατίζοντάς τους).

Έκτοτε η ισραηλινή προπαγάνδα κάνει λόγο για προληπτικό πόλεμο για να προλάβει μια αραβική επίθεση. Στα πλαίσια του καλπάζοντος ιστορικού του αναθεωρητισμού του κράτους-δολοφόνου όμως, ακόμα κι αυτή η θέση αναθεωρείται υπέρ μιας σύμφωνα με την οποία το Ισραήλ ήταν καθαρά αμυνόμενο, κόντρα σε κάθε καταγεγραμμένο γεγονός και ιστορικό ντοκουμέντο.

Απ’ το 1967 και μετά, το σύνολο των Παλαιστινιακών εδαφών, τόσο τα εδάφη του κράτους του Ισραήλ όσο και η Δυτική Όχθη κι η Λωρίδα της Γάζας, δηλαδή ό,τι είχε απομείνει στους Παλαιστίνιους μετά το 1948, περιέρχονται στον έλεγχο του Ισραήλ.

Το Ισραήλ ποτέ δεν προσφέρθηκε να παραδώσει αυτά τα εδάφη στους Παλαιστίνιους, ποτέ δεν ήταν αυτός ο σχεδιασμός του. Αντιθέτως, ανέκαθεν εποφθαλμιούσε τα εναπομείναντα παλαιστινιακά εδάφη και τα τελευταία χρόνια πριν το 1967 είχε αναπτύξει τα απαραίτητα σχέδια για τη διαχείρισή τους. Το 1967 προκάλεσε τον πόλεμο που θα του επέτρεπε να εφαρμόσει αυτά τα σχέδια και να μετατρέψει τα κατεχόμενα Παλαιστινιακά εδάφη στη μεγαλύτερη ανοιχτή φυλακή ύψιστης ασφαλείας του κόσμου.

Στον απόηχο του πολέμου των 6 ημερών, συγκαλείται Σύνοδος Κορυφής των κρατών της Αραβικής Λίγκας στη Χαρτούμ του Σουδάν, απ’ όπου εξέδωσαν μια διακήρυξη που μεταξύ άλλων αναφέρει ότι όλα τα κράτη μέλη της Λίγκας δεσμεύονται να μην συνάψουν ειρήνη με το Ισραήλ, να μην το αναγνωρίσουν και να μην διαπραγματευτούν μαζί του (τα περίφημα «3 όχι») και επικυρώνουν την αφοσίωσή τους στην άσκηση των δικαιωμάτων του Παλαιστινιακού λαού στον τόπο του. Δεν έγινε καμία άρνηση προσφοράς ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους που να ‘χει προτείνει το Ισραήλ.

2000: Η σύσκεψη στο Camp David και ο Αμερικάνικος εμπαιγμός

Το 2000 η κυβέρνηση Κλίντον, σε μια τελευταία προσπάθεια να εκμεταλλευτεί το ευνοϊκό γι’ αυτήν διεθνοπολιτικό περιβάλλον της αμερικανικής μονοκρατορίας μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και για να ευοδώσει το διπλωματικό της έργο για ειρήνευση Παλαιστινίων-Ισραηλινών στην οποία είχε επενδύσει, καλεί τη σύσκεψη στο Camp David, όπου συνευρέθηκαν ο ισραηλινός πρωθυπουργός Εχούντ Μπάρακ κι ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής Γιάσερ Αραφάτ, που παρά τους ενδοιασμούς του δελεάστηκε να παρευρεθεί με υποσχέσεις για ολιστική διευθέτηση των ζητημάτων.

Αυτά που προσέφεραν οι Ισραηλινοί ήταν τραγικά λιγότερα από τις μίνιμουμ διεκδικήσεις των Παλαιστινίων σε ό,τι είχε να κάνει με την πόλη της Ιερουσαλήμ και το δικαίωμα επιστροφής των εκδιωγμένων απ’ το 1948 κι έπειτα Παλαιστίνιων προσφύγων. Ο Αραφάτ αποχωρεί καταγγέλοντας, αποφεύγοντας τον πλήρη διασυρμό του Παλαιστινιακού λαού.

Παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις των Αμερικανών ότι ενδεχόμενη αποτυχία των διαπραγματεύσεων δεν θα χρεωθεί σ’ αυτόν, ο Κλίντον κατηγορεί τον Αραφάτ για την κατάρρευση των συνομιλιών, σε μια περίπτωση που συμπυκνώνει τέλεια τη διαχρονική στάση των Αμερικανών ως διαμεσολαβητών της ειρήνης στη Μέση Ανατολή – μια στάση που χαρακτηρίζεται από διγλωσσία, εμφατική στήριξη του Ισραήλ και των επιδιώξεών του και μονομερή άσκηση πίεσης προς τους Παλαιστίνιους και τους αντιπροσώπους τους ώστε να εγκαταλείψουν κάθε νόμιμη και ηθική εθνική διεκδίκησή τους, ώστε σιωπηλά ν’ αποδεχθούν τη διαγραφή τους από την ιστορία.

Η οργή στους δρόμους βράζει και σύντομα ξεσπά η δεύτερη Ιντιφάντα, που έμελλε να πνιγεί στο αίμα Παλαιστινίων και να οδηγήσει στη δολοφονία του Γιάσερ Αραφάτ, μετά από πολύμηνη πολιορκία του συγκροτήματος όπου έμενε απ’ τον Ισραηλινό στρατό. Ο Αραφάτ, ένας αμφιλεγόμενος αλλά ευρέως αγαπημένος εκπρόσωπος του παλαιστινιακού λαού και της αντίστασής του, βρίσκει το τέλος που είχε προδιαγράψει η αδιέξοδη πολιτική της εγκατάλειψης της αντίστασης, του εκούσιου εγκλεισμού στο κλουβί που είχαν φιλοτεχνήσει οι συμφωνίες του Όσλο του ‘90, της προσπάθειας επίτευξης ανεξαρτησίας μέσω ναρκοθετημένων διαπραγματεύσεων μ’ έναν ανυποχώρητο αντίπαλο ταγμένο στην εξάλειψη του παλαιστινιακού λαού και τον εποικισμό των πατρογονικών εδαφών του, διαμεσολαβούμενων από μια διεφθαρμένη, μεροληπτική, αυτοκρατορική υπερδύναμη.

2007: Παγίωση του νέου τρόπου διαχείρισης: Το «ξύρισμα του γκαζόν»

Το 2007, ο Μαχμούντ Αμπάς, πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής, κι ο Εχούντ Ολμέρτ, πρωθυπουργός του Ισραήλ, συνευρίσκονται στη Συνδιάσκεψη για την Ειρήνη στην Ανάπολη των ΗΠΑ, υπό την αιγίδα της κυβέρνησης Μπους. Οι συνομιλίες τελειώνουν μ’ ένα μνημόνιο που καλεί σε εκκίνηση διμερών διαπραγματεύσεων για οριστική διευθέτηση ζητημάτων στο δρόμο προς την ίδρυση Παλαιστινιακού κράτους προς το τέλος του 2008. Σ’ ένα μοτίβο που κρατάει από τη δεκαετία του ’90 ως σήμερα κατά το οποίο ως αντάλλαγμα σε αδικαιολόγητες εκχωρήσεις παλαιστινιακής κυριαρχίας δίνονται ισραηλινές «υποσχέσεις» για διευθέτηση των σοβαρών ζητημάτων (δημιουργία κράτους, επιστροφή προσφύγων του ’48, καθεστώς της Ιερουσαλήμ, κά) σε μελλοντικό χρόνο, αυτές οι διαπραγματεύσεις δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.

Αυτό που όντως υλοποιήθηκε το 2008 είναι δύο διαφορετικές ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα, η επιχείρηση «Θερμός Χειμώνας» τέλη Φλεβάρη κι η επιχείρηση «Συμπαγές Μολύβι» (βλ. Tareq Baconi – Hamas Contained), στις οποίες σκοτώθηκαν απ’ τον ισραηλινό στρατό 110 και πάνω από 1400 Παλαιστίνιοι αντίστοιχα.

Για την υπεράσπιση της αλήθειας

Κάθε μία γραμμή σιωνιστικής προπαγάνδας θέλει δέκα για να αποδομηθεί. Για να αποκαλυφθεί το πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα, για να ανδειχθεί η ίδια η αλήθεια που κατακρεουργείται στα χέρια του κράτους-δολοφόνου και των άθλιων παλαμακιστών του. Πρόκειται για την αισχρότερη προπαγάνδα που βασίζεται απλά και μόνο στη γενική άγνοια γύρω από το ζήτημα, το πιο επονείδιστο gaslighting που έχει επιχειρηθεί ποτέ από κράτος, που προσπαθεί να μας πείσει πως ό,τι βλέπουν τα μάτια μας κι ακούν τ’ αυτιά μας είναι λάθος. Η μόνη αλήθεια εκπέμπεται απ’ την μηχανή ψευδών και καταπίεσης, το Ισραήλ. Τέτοιοι οι σκοποί του, τέτοια η εμβρίθεια των επιχειρημάτων του και το ποιόν των υποστηρικτών του.

Αλλά ως εδώ. Εβραίοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι ζούσαν ειρηνικά ο ένας δίπλα στον άλλο στους Αγίους Τόπους και την ιστορική Παλαιστίνη εδώ και αιώνες (πολύ πιο αρμονικά απ’ ότι στην Ευρώπη με τον διαχρονικό αντισημιτισμό της που κορυφώνεται με το Ολοκαύτωμα). Ο σιωνισμός εκκίνησε την τελευταία ευρωπαϊκή πρωτοβουλία εποικισμού της ιστορικής Παλαιστίνης, μεταστρέφοντας τους προαιώνιους διωγμούς των εβραϊκών κοινοτήτων της Ευρώπης (που όχι, δεν είναι εκδιωγμένοι απ’ τους Ρωμαίους Ισραηλίτες κατά την δεύτερη καταστροφή του Ναού του Σολομώντα, βλ. Shlomo Sand – The Invention of the Jewish People) σ’ ένα εθνικιστικό κι αποικιοκρατικό (σε μια περίοδο που μεσουρανούσαν και τα δύο) πρόγραμμα εκδιωγμού κι εθνοκάθαρσης.

Ο Τέοντορ Χερτσλ, εκ των ιδρυτών του σιωνιστικού κινήματος, έγραφε το 1895: «Πρέπει να απαλλοτριώσουμε ήπια την ατομική ιδιοκτησία στα εδάφη που θα μας παραχωρηθούν. Πρέπει να προσπαθήσουμε να ωθήσουμε τον άπορο πληθυσμό πέρα απ’ τα σύνορα με το να του βρούμε απασχόληση σε τρίτες χώρες, ενώ θα του την αρνούμαστε στη δική μας. […] Τόσο η απαλλοτρίωση [των περιουσιών και της γης] όσο κι η αφαίρεση των φτωχών πρέπει να γίνουν διακριτικά κι επιφυλακτικά». Παράλληλα δήλωνε με χαρακτηριστικά ευρωπαϊκή αυταρέσκεια ότι ο αποικισμός της Παλαιστίνης από Ευρωπαίους Εβραίους θα ωφελήσει τους ντόπιους. Στα μάτια του εξάλλου, όπως κι όλων των Σιωνιστών, η Παλαιστίνη ήταν ένας έρημος, αναξιοποίητος τόπος κατοικημένους από οπισθοδρομικούς Άραβες.

Ακόμα όμως κι αυτές οι πρώιμες προθέσεις για εθνοκάθαρση έμελλαν να γίνουν πιο ξεκάθαρα γενοκτονικές, καθώς υπέρμαχοι του σιωνισμού όπως ο Ζε’έβ Ζαμποτίνσκι αναγνωρίζουν πως: «Κάθε ιθαγενής πληθυσμός στον κόσμο αντιστέκεται στους αποικιοκράτες όσο υπάρχει η ελάχιστη ελπίδα ότι μπορεί να απαλλαγεί απ’ τον κίνδυνο να εποικιστεί. Αυτό κάνουν οι Άραβες στην Παλαιστίνη», και αλλού γράφει: «Ο σιωνισμός είναι αποικιοκρατικό εγχείρημα κι ως εκ τούτου η επιτυχία του θα κριθεί από τις ένοπλες δυνάμεις» (βλ. Jeff Halper –Decolonizing Israel, Liberating Palestine).

Έκτοτε αποτελεί συμβατική σοφία του Ισραηλινού κράτους ότι ο μόνος τρόπος να συνυπάρξει με τους λαούς που καταπιέζει και γειτνιάζει είναι μέσω ενός «σιδηρού τοίχους» τουφεκιών, επιβαλλόμενο με συντριπτική στρατιωτική ισχύ σε καθετί που προσλαμβάνει ως απειλή (δηλαδή στα πάντα). Διαδοχικές ισραηλινές κυβερνήσεις την έχουν χρησιμοποιήσει για να επιβληθούν έναντι των Αράβων, και κανένας λαός δεν έχει υποφέρει περισσότερο απ’ αυτή τη στρατηγική του σιωνισμού, κανένας δεν έχει στερηθεί τόσο πολύ των αναφαίρετων και διεθνώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του, απ’ τον Παλαιστινιακό λαό.

Το Ισραήλ, καθ’ όλη τη διάρκεια των σχέσεών του με τους Παλαιστίνιους (τους οποίους δεν αναγνωρίζει ως έθνος την ίδια στιγμή που ορίζει ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε διαπραγμάτευση την πλήρη αναγνώριση του ίδιου και του λαού που εκπροσωπεί) και μέσα από την εκτύλιξη των αλλεπάλληλων κι ελάχιστα διαφοροποιούμενων μασκαράδων που εμμονικά αλλά άστοχα ονομάζει «διαπραγματεύσεις», ποτέ δεν προσέφερε στους Παλαιστίνιους τη δημιουργία δικού τους κράτους (λες κι είναι κάτι που είναι δικό του για να το προσφέρει). Στόχος κι αποτέλεσμα αυτών των «διαπραγματεύσεων» από τη μεριά του Ισραήλ, ήταν η ανάλωση των Παλαιστίνιων σ’ αυτές ενόσω αυτό συνεχίζει απρόσκοπτα την παράνομη (και διεθνώς καταδικασμένη) εποικιστική του δραστηριότητα, διαμορφώνοντας τετελεσμένα τα οποία οι Παλαιστίνιοι θα πρέπει να δεχτούν στον εκάστοτε επόμενο γύρο «διαπραγματεύσεων».

Το μόνο που έχει προσφέρει μέχρι τώρα (και που αποτελεί καθεστώς στη Δυτική Όχθη) είναι ένα καθεστώς ανύπαρκτης κυριαρχίας, όπου με αντάλλαγμα τη μερική απόσυρση των ισραηλινών κατοχικών δυνάμεων (από εδάφη που δεν τους ανήκουν, και στα οποία σε κάθε περίπτωση επεμβαίνουν κατά βούληση), έχει μετατρέψει την Παλαιστινιακή Αρχή (το θεσμό που προέκυψε μέσα από τις συμφωνίες του Όσλο και αποτελεί το απόγειο της παλαιστινιακής υποδούλωσης) σε τοποτηρητή του Ισραήλ, απαλλάσσοντας το τελευταίο από την άμεση επιβολή μιας δαπανηρής κατοχής αλλά εξυπηρετώντας απαρέγκλιτα κι ανυπερθέτως τις επιδιώξεις του κράτους-δολοφόνου περί ασφάλειάς του. Ένα καθεστώς που οδηγεί στην κατάπνιξη του όποιου σκιρτήματος παλαιστινιακής αντίστασης από μια Παλαιστινιακή Αρχή, τερματικά διεφθαρμένη κι απελπιστικά απορροφημένη σε μια αδιέξοδη πορεία «διαπραγματεύσεων» για να μπορέσει ν’ αναθεωρήσει.

Για όποιον δε δεν δέχεται αυτή τη μοίρα της αυτο-αστυνόμευσης και της αυτο-καταστολής της δίκαιης παλαιστινιακής αντίστασης, το Ισραήλ του επιφυλάσσει τη μοίρα της Γάζας: μαζικές δολοφονικές στρατιωτικές επιθέσεις έναντι ενός άμαχου πληθυσμού δίχως τακτικό στρατό ή κρατική υπόσταση και προστασία, στο όνομα της «καταπολέμησης της τρομοκρατίας».

Τελευταίος, λοιπόν, χαιρετισμός προς το κράτος δολοφόνο τους άθλιους απολογητές του: ο καιρός που τα ψέματά σας έγειραν αξιώσεις απ’ την αλήθεια έχει τελειώσει. Ολοένα και περισσότερο οι λαοί του κόσμου αντιλαμβάνονται το μέγεθος της αδικίας που συντελείται. Βασιστείτε όσο ακόμα μπορείτε στα σαθρά δυτικά σας στηρίγματα, αυτούς τους άπληστους ωφελούμενους γενοκτονιών ανά τον κόσμο, έρχεται όμως κι αυτωνών ο καιρός. Τα εγκλήματά σας θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στην ιστορία της ανθρωπότητας, δίπλα στο Ολοκαύτωμα, τη ρίψη ατομικών βομβών στην Ιαπωνία κι όλα τα εγκλήματα του ιμπεριαλισμού.

Η έσχατη προσπάθεια άσκησης έφεσης του Julian Assange

Ο Τζούλιαν Ασάνζ θα ασκήσει αυτή την εβδομάδα την τελευταία του έφεση στα βρετανικά δικαστήρια για να αποφύγει την έκδοσή του. Αν εκδοθεί, αυτό θα σημάνει τον θάνατο των ερευνών του Τύπου για την εσωτερική λειτουργία της εξουσίας

ΛΟΝΔΙΝΟ – Εάν ο Τζούλιαν Ασάνζ δεν λάβει άδεια να ασκήσει έφεση κατά της έκδοσής του στις Ηνωμένες Πολιτείες ενώπιον μιας ομάδας δύο δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο του Λονδίνου αυτή την εβδομάδα, δεν θα έχει καμία άλλη δυνατότητα προσφυγής στο βρετανικό νομικό σύστημα. Οι δικηγόροι του μπορούν να ζητήσουν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) αναστολή της εκτέλεσης βάσει του Κανονισμού 39, το οποίο δίνεται σε «εξαιρετικές περιστάσεις» και «μόνο όταν υπάρχει άμεσος κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης». Αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το βρετανικό δικαστήριο θα συμφωνήσει. Μπορεί να διατάξει την άμεση έκδοση του Τζούλιαν πριν από την έκδοση απόφασης βάσει του Κανονισμού 39 ή μπορεί να αποφασίσει να αγνοήσει [ενδεχόμενο] αίτημα του ΕΔΑΔ να επιτραπεί στον Τζούλιαν να εκδικαστεί η υπόθεσή του από το δικαστήριο.

Η σχεδόν 15ετής δίωξη του Julian, η οποία έχει επιβαρύνει σε μεγάλο βαθμό τη σωματική και ψυχολογική του υγεία, γίνεται στο όνομα της έκδοσής του στις ΗΠΑ, όπου θα δικαστεί για την υποτιθέμενη παραβίαση 17 κατηγοριών του Νόμου περί Κατασκοπείας του 1917, με ενδεχόμενη ποινή κάθειρξης 170 ετών.

Το ‘έγκλημα’ του Τζούλιαν είναι ότι δημοσίευσε απόρρητα έγγραφα, εσωτερικά μηνύματα, εκθέσεις και βίντεο της αμερικανικής κυβέρνησης και του αμερικανικού στρατού το 2010, τα οποία δόθηκαν από την whistleblower του αμερικανικού στρατού Τσέλσι Μάνινγκ. Αυτός ο τεράστιος όγκος υλικού αποκάλυψε σφαγές αμάχων, βασανιστήρια, δολοφονίες, τον κατάλογο των κρατουμένων που κρατούνταν στο Γκουαντάναμο και τις συνθήκες στις οποίες υποβάλλονταν, καθώς και τους κανόνες εμπλοκής στο Ιράκ. Αυτοί που διέπραξαν αυτά τα εγκλήματα—συμπεριλαμβανομένων των πιλότων ελικοπτέρων των ΗΠΑ που δολοφόνησαν δύο δημοσιογράφους του Reuters και άλλους 10 πολίτες και τραυμάτισαν σοβαρά δύο παιδιά, γεγονότα που καταγράφηκαν εξ ολοκλήρου στο βίντεο Collateral Murder—δεν διώχθηκαν ποτέ ποινικά.

Ο Τζούλιαν αποκάλυψε αυτό που η αμερικανική αυτοκρατορία προσπαθεί να σβήσει από την Ιστορία.

Η δίωξη του Julian είναι ένα δυσοίωνο μήνυμα για τους υπόλοιπους από εμάς. Αψηφήστε το αμερικανικό imperium, αποκαλύψτε τα εγκλήματά του, και όποιος κι αν είστε, από όποια χώρα κι αν έρχεστε, όπου κι αν ζείτε, θα σας κυνηγήσουν και θα σας φέρουν στις ΗΠΑ για να περάσετε το υπόλοιπο της ζωής σας σε ένα από τα πιο σκληρά συστήματα φυλακών στη γη. Αν ο Τζούλιαν κριθεί ένοχος, αυτό θα σημάνει τον θάνατο της ερευνητικής δημοσιογραφίας για τις εσωτερικές λειτουργίες της κρατικής εξουσίας. Η κατοχή, και πολύ περισσότερο η δημοσίευση, διαβαθμισμένου υλικού—όπως έκανα εγώ όταν ήμουν δημοσιογράφος στους New York Times—θα ποινικοποιηθεί. Και αυτό είναι το ζητούμενο, το οποίο κατανοούν οι New York Times, Der Spiegel, Le Monde, El País και The Guardian, οι οποίες εξέδωσαν κοινή επιστολή με την οποία καλούν τις ΗΠΑ να αποσύρουν τις κατηγορίες εναντίον του.

Ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας Άντονι Αλμπανέζε και άλλοι ομοσπονδιακοί νομοθέτες ψήφισαν την Πέμπτη να σταματήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία τον εγκλεισμό του Τζούλιαν, σημειώνοντας ότι αυτός προέκυψε από το ότι «έκανε τη δουλειά του ως δημοσιογράφος» για να αποκαλύψει «στοιχεία για παραπτώματα των ΗΠΑ».

Η νομική υπόθεση εναντίον του Τζούλιαν, την οποία κάλυψα από την αρχή και θα καλύψω ξανά στο Λονδίνο αυτή την εβδομάδα, έχει μια παράξενη ποιότητα του είδους του βιβλίου “Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων“, όπου δικαστές και δικηγόροι μιλούν με σοβαρό ύφος για το νόμο και τη δικαιοσύνη, ενώ ταυτόχρονα γελοιοποιούν τις πιο βασικές αρχές των πολιτικών ελευθεριών και της νομολογίας.

Πώς μπορούν να προχωρούν οι ακροάσεις όταν η ισπανική εταιρεία ασφαλείας της πρεσβείας του Ισημερινού, η UC Global, όπου ο Τζούλιαν αναζήτησε καταφύγιο για επτά χρόνια, παρείχε στη CIA βιντεοσκοπημένη παρακολούθηση των συναντήσεων μεταξύ του Τζούλιαν και των δικηγόρων του, παραβιάζοντας το απόρρητο δικηγόρου-πελάτη; Αυτό και μόνο θα έπρεπε να είχε οδηγήσει στην απόρριψη της υπόθεσης από το δικαστήριο.

Πώς μπορεί η κυβέρνηση του Ισημερινού υπό τον Λένιν Μορένο να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο ανακαλώντας το καθεστώς ασύλου του Τζούλιαν και επιτρέποντας στη Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου να εισέλθει στην πρεσβεία του Ισημερινού—κυρίαρχο έδαφος του Ισημερινού—για να μεταφέρει τον Τζούλιαν σε ένα αστυνομικό φορτηγάκι που τον περίμενε;

Γιατί τα δικαστήρια αποδέχθηκαν την εισαγγελική θέση ότι ο Τζούλιαν δεν είναι νόμιμος δημοσιογράφος;

Γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία αγνόησαν το άρθρο 4 της Συνθήκης Έκδοσής τους που απαγορεύει την έκδοση για πολιτικά αδικήματα;

Πώς επιτρέπεται να συνεχιστεί η υπόθεση κατά του Julian αφού ο βασικός μάρτυρας των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Sigurdur Thordarson—ένας καταδικασμένος απατεώνας και παιδόφιλος—παραδέχτηκε ότι κατασκεύασε τις κατηγορίες που διατύπωσε κατά του Julian;

Πώς μπορεί ο Τζούλιαν, ένας Αυστραλός πολίτης, να κατηγορηθεί βάσει του νόμου περί κατασκοπείας των ΗΠΑ, όταν δεν συμμετείχε σε κατασκοπεία και δεν είχε την έδρα του στις ΗΠΑ όταν έλαβε τα έγγραφα που διέρρευσαν;

Γιατί τα βρετανικά δικαστήρια επιτρέπουν την έκδοση του Τζούλιαν στις ΗΠΑ, όταν η CIA—εκτός από το να θέσει τον Τζούλιαν υπό 24ωρη βιντεοσκοπημένη και ψηφιακή παρακολούθηση όσο βρισκόταν στην πρεσβεία του Ισημερινού—εξέταζε το ενδεχόμενο απαγωγής και δολοφονίας του, σχέδια που περιλάμβαναν μια πιθανή ανταλλαγή πυροβολισμών στους δρόμους του Λονδίνου με τη συμμετοχή της Μητροπολιτικής Αστυνομίας;

Πώς μπορεί να καταδικαστεί ο Τζούλιαν ως εκδότης όταν δεν απέκτησε και δεν διέρρευσε τα απόρρητα έγγραφα που δημοσίευσε, όπως έκανε ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ;

Γιατί η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν κατηγορεί τον εκδότη των New York Times ή του Guardian για κατασκοπεία αφού και αυτές δημοσίευσαν το ίδιο υλικό που είχε διαρρεύσει σε συνεργασία με το WikiLeaks;

Γιατί ο Τζούλιαν κρατείται σε απομόνωση σε φυλακή υψίστης ασφαλείας χωρίς δίκη για σχεδόν πέντε χρόνια, όταν η μόνη τεχνική παράβαση του νόμου είναι η παραβίαση των όρων εγγύησης όταν ζήτησε άσυλο στην πρεσβεία του Ισημερινού; Κανονικά αυτό θα συνεπαγόταν πρόστιμο.

Γιατί του αρνήθηκαν την εγγύηση αφού τον έστειλαν στις φυλακές Belmarsh;

Αν ο Julian εκδοθεί, το δικαστικό του λιντσάρισμα θα γίνει χειρότερο. Η υπεράσπισή του θα εμποδιστεί από τους αντιτρομοκρατικούς νόμους των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του Νόμου περί Κατασκοπείας και των Ειδικών Διοικητικών Μέτρων (Special Administrative MeasuresSAMs). Θα συνεχίσει να εμποδίζεται να μιλάει στο κοινό—εκτός από σπάνιες περιπτώσεις—και να αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση. Θα δικαστεί από το Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ για την Ανατολική Περιφέρεια της Βιρτζίνια, όπου οι περισσότερες υποθέσεις κατασκοπείας έχουν κερδηθεί από την αμερικανική κυβέρνηση. Το γεγονός ότι οι ένορκοι προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από άτομα που εργάζονται ή έχουν φίλους και συγγενείς που εργάζονται για τη CIA και άλλες υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας που έχουν την έδρα τους όχι μακριά από το δικαστήριο, αναμφίβολα συμβάλλει σε αυτή τη σειρά δικαστικών αποφάσεων.

Τα βρετανικά δικαστήρια, από την πρώτη στιγμή, έκαναν την υπόθεση διαβόητα δύσκολη στην κάλυψη, περιορίζοντας σημαντικά τις θέσεις στην αίθουσα του δικαστηρίου, παρέχοντας συνδέσεις βίντεο που ήταν ελαττωματικές, και στην περίπτωση της ακρόασης αυτής της εβδομάδας, απαγορεύοντας σε οποιονδήποτε εκτός Αγγλίας και Ουαλίας, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων που είχαν καλύψει στο παρελθόν τις ακροάσεις, να έχει πρόσβαση σε σύνδεσμο για τις υποτιθέμενες δημόσιες διαδικασίες.

Ως συνήθως, δεν ενημερωνόμαστε για τα χρονοδιαγράμματα ή τα ωράρια. Το δικαστήριο θα εκδώσει απόφαση στο τέλος της διήμερης ακροαματικής διαδικασίας στις 20 και 21 Φεβρουαρίου; Ή θα περιμένει εβδομάδες, ακόμη και μήνες, για να εκδώσει μια απόφαση, όπως έχει κάνει στο παρελθόν; Θα επιτρέψει στο ΕΔΑΔ να εκδικάσει την υπόθεση ή θα μεταφέρει αμέσως τον Τζούλιαν στις ΗΠΑ; Έχω τις αμφιβολίες μου για το αν το Ανώτατο Δικαστήριο θα περάσει την υπόθεση στο ΕΔΑΔ, δεδομένου ότι ο κοινοβουλευτικός βραχίονας του Συμβουλίου της Ευρώπης, που δημιούργησε το ΕΔΑΔ, μαζί με τον Επίτροπο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του, αντιτίθενται στην «κράτηση, έκδοση και δίωξη του Julian», επειδή αποτελεί «επικίνδυνο προηγούμενο για τους δημοσιογράφους». Θα ικανοποιήσει το δικαστήριο το αίτημα του Τζούλιαν να είναι παρών στην ακροαματική διαδικασία ή θα αναγκαστεί να παραμείνει στις φυλακές υψηλής ασφαλείας Belmarsh της Βρετανικής Αστυνομίας στο Thamesmead του νοτιοανατολικού Λονδίνου, όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν; Κανείς δεν είναι σε θέση να μας πει.

Ο Τζούλιαν σώθηκε από την έκδοση τον Ιανουάριο του 2021, όταν η περιφερειακή δικαστής Vanessa Baraitser στο δικαστήριο του Westminster αρνήθηκε να εγκρίνει το αίτημα έκδοσης. Στην 132 σελίδων απόφασή της, διαπίστωσε ότι υπήρχε «σημαντικός κίνδυνος» ο Julian να αυτοκτονήσει λόγω της σκληρότητας των συνθηκών που θα υφίστατο κρατούμενος από το σωφρονιστικό σύστημα των ΗΠΑ. Αλλά αυτό ήταν μια λεπτή κλωστή. Η δικαστής αποδέχθηκε ότι όλες τις κατηγορίες που απαγγέλθηκαν από τις ΗΠΑ εναντίον του Τζούλιαν ήταν καλόπιστες. Απέρριψε τα επιχειρήματα ότι η υπόθεσή του είχε πολιτικά κίνητρα, ότι δεν θα είχε δίκαιη δίκη στις ΗΠΑ και ότι η δίωξή του αποτελεί επίθεση στην ελευθερία του Τύπου.

Η απόφαση της Baraitser ανατράπηκε αφού η κυβέρνηση των ΗΠΑ άσκησε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο του Λονδίνου. Παρόλο που το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε τα συμπεράσματα της Baraitser σχετικά με τον «σημαντικό κίνδυνο» αυτοκτονίας του Julian εάν υποστεί ορισμένες συνθήκες εντός μιας αμερικανικής φυλακής, δέχθηκε επίσης τέσσερις διαβεβαιώσεις που περιέχονταν στο αμερικανικό διπλωματικό σημείωμα αριθ. 74, που δόθηκε στο δικαστήριο τον Φεβρουάριο του 2021, το οποίο υποσχόταν ότι ο Julian θα τύχει καλής μεταχείρισης.

Η αμερικανική κυβέρνηση υποστήριξε στο διπλωματικό σημείωμα ότι οι διαβεβαιώσεις της «απαντούν πλήρως στις ανησυχίες που έκαναν τη δικαστή [στο κατώτερο δικαστήριο] να αποδεσμεύσει τον κ. Ασάνζ». Οι ‘διαβεβαιώσεις’ αναφέρουν ότι ο Τζούλιαν δεν θα υποβληθεί σε SAMs. Υπόσχονται ότι ο Τζούλιαν, Αυστραλός πολίτης, μπορεί να εκτίσει την ποινή του στην Αυστραλία, εάν η αυστραλιανή κυβέρνηση ζητήσει την έκδοσή του. Υπόσχονται ότι θα λάβει επαρκή κλινική και ψυχολογική φροντίδα. Υπόσχονται ότι, πριν και μετά τη δίκη, ο Τζούλιαν δεν θα κρατηθεί στο Διοικητικό Κατάστημα Μέγιστης Ασφάλειας (ADX) στη Florence του Κολοράντο.

Αυτά ακούγονται καθησυχαστικά. Αλλά είναι μέρος της κυνικής δικαστικής παντομίμας που χαρακτηρίζει τη δίωξη του Τζούλιαν.

Κανείς δεν κρατείται προδικαστικά στην ADX Florence. Η ADX Florence δεν είναι επίσης η μόνη φυλακή υψίστης ασφαλείας στις ΗΠΑ όπου μπορεί να φυλακιστεί ο Τζούλιαν. Θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε μία από τις άλλες εγκαταστάσεις μας που μοιάζουν με το Γκουαντάναμο, σε μία Μονάδα Διαχείρισης Επικοινωνιών (CMU). Οι CMU είναι εξαιρετικά περιοριστικές μονάδες που αναπαράγουν τη σχεδόν πλήρη απομόνωση που επιβάλλουν οι SAM. Οι ‘διαβεβαιώσεις’ δεν είναι νομικά δεσμευτικές. Όλες συνοδεύονται από ρήτρες διαφυγής.

Εάν ο Julian κάνει «κάτι μετά την προσφορά αυτών των διαβεβαιώσεων που πληροί τις προϋποθέσεις για την επιβολή SAMs ή την αποστολή σε ADX», θα υπόκειται, όπως παραδέχθηκε το δικαστήριο, σε αυτές τις σκληρότερες μορφές ελέγχου. Εάν η Αυστραλία δεν ζητήσει μεταφορά, αυτό «δεν μπορεί να αποτελέσει αιτία για κριτική προς τις ΗΠΑ ή λόγο για να θεωρηθούν οι διαβεβαιώσεις ανεπαρκείς όσον αφορά την ικανοποίηση των ανησυχιών της δικαστού», αναφέρεται στην απόφαση. Και ακόμη και αν δεν συνέβαινε αυτό, ο Τζούλιαν θα χρειαζόταν 10-15 χρόνια για να ασκήσει έφεση κατά της ποινής του μέχρι [την οριστική εκδίκαση από]το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, χρόνος που θα ήταν υπεραρκετός για να τον καταστρέψει ψυχολογικά και σωματικά. Η Διεθνής Αμνηστία δήλωσε ότι οι «διαβεβαιώσεις δεν αξίζουν το χαρτί στο οποίο είναι γραμμένες».

Οι δικηγόροι του Τζούλιαν θα προσπαθήσουν να πείσουν δύο δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου να του δώσουν άδεια να ασκήσει έφεση στην οποία θα προβάλλει ορισμένα από τα επιχειρήματα κατά της έκδοσης, τα οποία η δικαστής Baraitser απέρριψε τον Ιανουάριο του 2021. Οι δικηγόροι του, αν η άσκηση έφεσης γίνει δεκτή, θα υποστηρίξουν ότι η δίωξη του Julian για τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα συνιστά «σοβαρή παραβίαση» του δικαιώματός του στην ελευθερία του λόγου, ότι ο Julian διώκεται για τις πολιτικές του απόψεις, κάτι που δεν επιτρέπει η συνθήκη έκδοσης μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΗΠΑ, ότι ο Julian κατηγορείται για «καθαρά πολιτικά αδικήματα» και η συνθήκη μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΗΠΑ απαγορεύει την έκδοση υπό τέτοιες συνθήκες, ότι ο Τζούλιαν δεν πρέπει να εκδοθεί για να αντιμετωπίσει δίωξη όπου ο Νόμος περί Κατασκοπείας «επεκτείνεται με πρωτοφανή και απρόβλεπτο τρόπο», ότι οι κατηγορίες θα μπορούσαν να τροποποιηθούν με αποτέλεσμα ο Τζούλιαν να αντιμετωπίσει τη θανατική ποινή και ότι ο Τζούλιαν δεν θα τύχει δίκαιης δίκης στις ΗΠΑ.

Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο χορηγήσει στον Τζούλιαν την άδεια να ασκήσει έφεση, θα οριστεί νέα ακροαματική διαδικασία κατά την οποία θα υποστηρίξει τους λόγους της έφεσής του. Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο αρνηθεί να χορηγήσει στον Τζούλιαν άδεια έφεσης, η μόνη επιλογή που απομένει είναι να προσφύγει στο ΕΔΑΔ. Εάν δεν μπορέσει να πάει την υπόθεσή του στο ΕΔΑΔ [για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν], θα εκδοθεί στις ΗΠΑ.

Η απόφαση να ζητηθεί η έκδοση του Τζούλιαν, η οποία σχεδιάστηκε από την κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα, προωθήθηκε από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ μετά τη δημοσίευση από το WikiLeaks των εγγράφων που είναι γνωστά ως Vault 7, τα οποία αποκάλυψαν τα προγράμματα κυβερνοπολέμου της CIA, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν σχεδιαστεί για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των αυτοκινήτων, των έξυπνων τηλεοράσεων, των web browsers και των λειτουργικών συστημάτων των περισσότερων έξυπνων τηλεφώνων.

Η ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος έγινε εξίσου αιμοδιψής με τους Ρεπουμπλικάνους μετά τη δημοσίευση από το WikiLeaks δεκάδων χιλιάδων ηλεκτρονικών μηνυμάτων που ανήκαν στην Εθνική Επιτροπή του Δημοκρατικού Κόμματος (DNC) και σε ανώτερα στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του John Podesta, προέδρου της προεκλογικής εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2016.

Τα ηλεκτρονικά μηνύματα Podesta αποκάλυψαν ότι η Κλίντον και άλλα μέλη της διοίκησης Ομπάμα γνώριζαν ότι η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ—που είχαν και οι δύο δωρίσει εκατομμύρια δολάρια στο Ίδρυμα Κλίντον—ήταν μεγάλοι χρηματοδότες του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στη Συρία. Αποκάλυψαν απομαγνητοφωνήσεις τριών ιδιωτικών συνομιλιών που έδωσε η Κλίντον στην Goldman Sachs— για τις οποίες πληρώθηκε 675.000 δολάρια—ένα ποσό τόσο μεγάλο που μόνο ως δωροδοκία μπορεί να θεωρηθεί. Η Κλίντον εμφανίζεται στα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου να λέει στις οικονομικές ελίτ ότι θέλει «ανοιχτό εμπόριο και ανοιχτά σύνορα» και πιστεύει ότι τα στελέχη της Wall Street είναι σε καλύτερη θέση για να διαχειριστούν την οικονομία, δήλωση που έρχεται σε αντίθεση με τις προεκλογικές της υποσχέσεις για οικονομική μεταρρύθμιση. Αποκάλυψαν τη στρατηγική της εκστρατείας της Κλίντον, που η ίδια περιέγραψε ως «Pied Piper», η οποία χρησιμοποιούσε τις επαφές της στον Τύπο για να επηρεάσει τις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικάνων προβάλλοντας αυτούς που αποκαλούσε «πιο ακραίους υποψηφίους», για να εξασφαλίσει ότι ο Τραμπ ή ο Τεντ Κρουζ θα κερδίσουν το χρίσμα του κόμματός τους. Αποκάλυψαν ότι η Κλίντον γνώριζε εκ των προτέρων τις ερωτήσεις σε ένα προκριματικό ντιμπέιτ. Τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εξέθεσαν επίσης την Κλίντον ως έναν από τους αρχιτέκτονες του πολέμου και της καταστροφής της Λιβύης, ενός πολέμου που πίστευε ότι θα έδινε λάμψη στα διαπιστευτήριά της ως υποψήφια πρόεδρος.

[Κάποιοι] δημοσιογράφοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι οι πληροφορίες αυτές, όπως και τα αρχεία καταγραφής του πολέμου, θα έπρεπε να παραμείνουν μυστικές. Αλλά αν το κάνουν, δεν μπορούν να αποκαλούνται δημοσιογράφοι.

Η ηγεσία των Δημοκρατικών, η οποία προσπάθησε να κατηγορήσει τη Ρωσία για την εκλογική της ήττα από τον Τραμπ – σε αυτό που έγινε γνωστό ως Russiagate – κατηγόρησε ότι τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου Podesta και οι διαρροές του DNC αποκτήθηκαν από χάκερ της ρωσικής κυβέρνησης, αν και μια έρευνα υπό τον Robert Mueller, τον πρώην διευθυντή του FBI, «δεν συγκέντρωσε επαρκή παραδεκτά στοιχεία ότι το WikiLeaks γνώριζε—ή ακόμη και ότι εθελοτυφλούσε» για οποιοδήποτε υποτιθέμενο χακάρισμα από το ρωσικό κράτος.

Ο Τζούλιαν διώκεται επειδή παρέδωσε στο κοινό τις σημαντικότερες, από την εποχή της δημοσίευσης των Pentagon Papers, πληροφορίες για τα εγκλήματα και την ψευδολογία της αμερικανικής κυβέρνησης. Όπως όλοι οι μεγάλοι δημοσιογράφοι, ήταν αμερόληπτος. Ο στόχος του ήταν η εξουσία.

Δημοσιοποίησε τη δολοφονία σχεδόν 700 αμάχων που είχαν πλησιάσει πολύ κοντά σε αμερικανικές φάλαγγες και σημεία ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων εγκύων γυναικών, τυφλών και κωφών και τουλάχιστον 30 παιδιών.

Δημοσιοποίησε τους περισσότερους από 15.000 αδήλωτους θανάτους ιρακινών πολιτών και τα βασανιστήρια και την κακοποίηση περίπου 800 ανδρών και αγοριών, ηλικίας 14 έως 89 ετών, στο στρατόπεδο κράτησης του Γκουαντάναμο.

Μας έδειξε ότι η Χίλαρι Κλίντον διέταξε το 2009 Αμερικανούς διπλωμάτες να κατασκοπεύουν τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν και άλλους εκπροσώπους του ΟΗΕ από την Κίνα, τη Γαλλία, τη Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο, κατασκοπεία που περιελάμβανε τη λήψη DNA, σαρώσεων ίριδας, δακτυλικών αποτυπωμάτων και προσωπικών κωδικών πρόσβασης.

Αποκάλυψε ότι ο Ομπάμα, η Χίλαρι Κλίντον και η CIA υποστήριξαν το στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιουνίου 2009 στην Ονδούρα, το οποίο ανέτρεψε τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο Μανουέλ Ζελάγια, αντικαθιστώντας τον με ένα δολοφονικό και διεφθαρμένο στρατιωτικό καθεστώς.

Αποκάλυψε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαπέλυσαν μυστικά επιθέσεις με πυραύλους, βόμβες και μη επανδρωμένα αεροσκάφη στην Υεμένη, σκοτώνοντας πλήθη από αμάχους.

Κανένας άλλος σύγχρονος δημοσιογράφος δεν έχει καν πλησιάσει τη σημασία των δικών του αποκαλύψεων.

Ο Τζούλιαν είναι ο πρώτος. Εμείς είμαστε οι επόμενοι.

Πηγή: The Chris Hedges Report

Μετάφραση: Κ. Μηλολιδάκης

Ένα σύντομο ιστορικό των συνεχώς διαψευδομένων αλλά με επιμονή επαναλαμβανομένων ‘προβλέψεων’ περί κατάρρευσης της Ρωσικής Οικονομίας

Το ακόλουθο άρθρο γνώμης περιγράφει τις προβλέψεις περί κατάρρευσης της Ρωσικής οικονομίας (ως αποτέλεσμα των κυρώσεων) που με σοβαρότητα λανσάρονται επί δύο έτη τώρα από–υποτίθεται–σοβαρούς δυτικούς αναλυτές, πολιτικούς, ειδικούς και κάθε είδους ‘σοφούς’. Η κατάσταση αποδεικνύει αυτό που λένε οι μαρξιστές εδώ και διακόσια χρόνια: οι οικονομικές θεωρήσεις και αναλύσεις των αστών επιστημόνων πάντα περνούσαν μέσα από το κόσκινο της ταξικής τους θέσης καταντώντας μια άσκηση πάνω στην προπαγάνδα παρά μια νηφάλια επιστημονική προσέγγιση. Πολύ περισσότερο που στη δεδομένη περίπτωση κάθε ‘επιστημονική’ ανάλυση πρέπει πρώτα να δώσει αποδείξεις ‘πολιτικά ορθής’ οπτικής γωνίας, αλλιώς ‘μαύρο φίδι που έφαγε’ τον διεκπεραιωτή της.

Οι φωτογραφίες, οι λεζάντες τους, όπως επίσης όλες οι παραπομπές τεκμηρίωσης καθώς και τα σχόλια, είναι από τον μεταφραστή.

«Οι κυρώσεις λειτουργούν»: Για δύο χρόνια πολιτικοί και αναλυτές προσφέρουν ζοφερές προβλέψεις που δεν φαίνεται να υλοποιούνται ποτέ

Του Henry Johnston[1], συντάκτη του RT.

Από τότε που ξεκίνησε η στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας τον Φεβρουάριο του 2022, υπάρχει μια σταθερή ροή προβλέψεων από δυτικούς πολιτικούς, αναλυτές και σχολιαστές σχετικά με την επικείμενη κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας.

Στην πραγματικότητα, οι προβλέψεις ξεκίνησαν ακόμη και πριν από εκείνες τις μοιραίες ημέρες του Φεβρουαρίου. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, όταν η συγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία προκαλούσε μια αισθητή ανησυχία στους κόλπους της χρηματοοικονομικής κοινότητας, θυμάμαι να συναντώ στη Μόσχα έναν εκπατρισμένο στη Δύση οικονομικό αναλυτή.

«Αν η Ρωσία ‘εισβάλει’», μου είπε ο συνομιλητής μου, «θα γυρίσουν πίσω στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 1980 – μια πρωτόγονη, εξαθλιωμένη οικονομία με δυτικά αγαθά διαθέσιμα κυρίως στη μαύρη αγορά».

Μιλούσε ως εάν το δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα να ήταν ο ομφάλιος λώρος από τον οποίο εξαρτιόταν η οικονομία της Ρωσίας για να διατηρηθεί. Δεν ήταν καθόλου μόνος του σε αυτή την άποψη.

Το αρχικό κύμα των προβλέψεων (αν μπορεί κανείς να αποκαλέσει ‘προβλέψεις’ τις υπερβολικές εξαγγελίες που προέρχονταν από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη εκείνη την εποχή) ήταν θριαμβευτικό και γεμάτο αυτοπεποίθηση σε τόνο—αλλά και εντελώς αποκαλυπτικό. Η δυτική ελίτ πίστευε πραγματικά ότι είχε στο οπλοστάσιό της ένα οικονομικό όπλο μαζικής καταστροφής και ότι το είχε αναπτύξει με καταστροφικά αποτελέσματα κατά της Ρωσίας.

«Θα προκαλέσουμε την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας», δήλωσε ωμά ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Bruno Le Maire σε τοπικό ειδησεογραφικό κανάλι λιγότερο από μία εβδομάδα μετά την έναρξη της σύγκρουσης.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν πέτυχε να διατυπώσει μια ακόμη πιο δυσοίωνη νότα. «Οι κυρώσεις μας αναμένεται να εξαλείψουν τα οικονομικά επιτεύγματα της Ρωσίας των τελευταίων 15 ετών», δήλωσε. «Θα καταπνίξουμε την ικανότητα της Ρωσίας να αναπτύξει την οικονομία της για πολλά χρόνια». Τα σχόλια αυτά ήρθαν μετά τη διάσημη πλέον ειρωνεία του για το ρούβλι ότι έχει μετατραπεί σε “ερείπια”.[2]

Οι σοβαρές ιστορικές συγκρίσεις ήταν πολλές και όχι μόνο από τους πολιτικούς. Η JPMorgan παρομοίασε αυτό που αντιμετώπιζε η Ρωσία με την κρίση του 1998, όταν το ρούβλι έχασε τα δύο τρίτα της αξίας του, οι αποταμιεύσεις εξανεμίστηκαν και η χώρα αθέτησε το χρέος της. Η τράπεζα προέβλεψε πτώση του ΑΕΠ κατά 11% το 2022.

O εικονιζόμενος Γάλλος υπουργός Οικονομικών Bruno Le Maire στις 1 Μαρτίου του 2022 σε συνέντευξή του στο Γαλλικό δημόσιο ραδιοφωνικό δίκτυο France Info δήλωνε: «Θα προκαλέσουμε την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας. Διεξάγουμε ολοκληρωτικό οικονομικό και χρηματοπιστωτικό πόλεμο κατά της Ρωσίας, του Πούτιν και της κυβέρνησής του, και ας είμαστε σαφείς, ο ρωσικός λαός θα πληρώσει επίσης τις συνέπειες». Όσα είπε συμπληρώθηκαν με μια δήλωση η οποία αποδεικνύει το μέγεθος του διαζυγίου των ευρωπαϊκών ελίτ από την πραγματικότητα: «Η οικονομική και χρηματοπιστωτική ισορροπία δυνάμεων είναι απολύτως υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία βρίσκεται στη διαδικασία ανακάλυψης της δικής της οικονομικής δύναμης», δήλωσε.

Στη φωτογραφία βλέπουμε τον Τζο Μπάιντεν καθώς προβλέπει, κάτω από τις επευφημίες των συνέδρων, ότι μέσα σε ένα χρόνο οι κυρώσεις θα πνίξουν τόσο τις κατακτήσεις της Ρωσικής οικονομίας κατά τα προηγούμενα 15 έτη όσο και την ανάπτυξή της στο μέλλον. «Μόνο μέσα σε ένα χρόνο, οι κυρώσεις μας πιθανότατα θα εξαλείψουν τα οικονομικά κέρδη της Ρωσίας των τελευταίων 15 ετών. Επειδή έχουμε αποκόψει τη Ρωσία από την εισαγωγή τεχνολογιών… θα καταπνίξουμε την ικανότητα της Ρωσίας να αναπτύξει την οικονομία της για πολλά από τα επόμενα χρόνια». Αυτή η ομιλία δόθηκε στο North Americas Building Trades Unions [NABTU] Legislative Conference, Washington, DC, April 6, 2022. Φωτογραφία © Getty Images / Drew Angerer

Προκειμένου να μην μείνει πίσω, ο πολιτικός αναλυτής Maximilian Hess προχώρησε ακόμη περισσότερο, λέγοντας ότι η Ρωσία οδεύει «όχι μόνο πίσω στο χάος της δεκαετίας του 1990, αλλά σε μια ακόμη πιο βαριά κατάσταση που μοιάζει περισσότερο με το 1918».

Η Ρωσία αντιμετώπιζε επίσης αυτό που ένας καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες αποκάλεσε «πλήρη απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο, η οποία αποτελεί πράγματι καταστροφή με πολλούς διαφορετικούς τρόπους». Δεν είναι, βέβαια, σαφές πώς αυτός ο ισχυρισμός συμβάδιζε με το γεγονός ότι χώρες που αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έχουν επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία.

Ήδη από τις αρχές Απριλίου, ωστόσο, λίγο περισσότερο από ένα μήνα μετά την έναρξη της σύγκρουσης, μπορούσε να εντοπιστεί κάποια μετρίαση της υπερβολής. Η Ρωσία, άλλωστε, δεν είχε ακριβώς καταρρεύσει και μάλιστα ο αρχικός οξύς πανικός είχε υποχωρήσει πολύ γρήγορα. Μεταξύ των πρώτων που σημείωσαν την εκκολαπτόμενη ανθεκτικότητα της Ρωσίας ήταν ο Economist, ο οποίος έγραψε ένα άρθρο στο οποίο έθετε το ερώτημα: «Η στρατηγική της Δύσης εξακολουθεί άραγε να πηγαίνει σύμφωνα με το σχέδιο;»”. Ήταν, προς τιμήν του εντύπου, μια αρκετά ισορροπημένη απεικόνιση του πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα.

Ο εικονιζόμενος, διακεκριμένος οικονομικός αναλυτής, ανώτερος συνεργάτης (fellow) του Foreign Policy Research Institute  και περιζήτητος ‘Ρωσολόγος’ Maximilian Hess, του οποίου το βιβλίο «Οικονομικός πόλεμος: Η Ουκρανία και η παγκόσμια σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης» επιλέχτηκε από τους Financial Times ως ένα από τα «βιβλία που πρέπει να διαβάσετε» κατά το 2023, θεωρούσε ως εξαιρετικά ήπιες τις προβλέψεις του Τζο Μπάιντεν για το είδος της καταστροφής που θα επέφεραν οι οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία. Κατά τον Hess, σε άρθρο του της 4ης Μαρτίου 2022: «Η Ρωσία βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με την επιλογή μεταξύ μιας νέας οικονομικής κρίσης τύπου 1918, 1991 ή 1998. Αν ο Πούτιν δεν αποσυρθεί από την Ουκρανία ή αν ο ρωσικός λαός δεν μπορέσει με άλλο τρόπο να επιβάλει αλλαγή στη στρατηγική του Κρεμλίνου, μια κατάρρευση τύπου 1918 είναι το βασικό σενάριο και οι εκδοχές [κατάρρευσης] όπως αυτές της δεκαετίας του 1990 είναι αισιόδοξες».

Περίπου με την εμφάνιση αυτού του άρθρου σημειώνεται η απαρχή μιας αλλαγής στον τόνο του αφηγήματος «Η—Ρωσία—Καταρρέει» κατά τους επόμενους μήνες. Πλέον οι τέσσερις καβαλάρηδες της αποκάλυψης δεν καλπάζουν προς το Κρεμλίνο. Οι εξωφρενικές ιστορικές συγκρίσεις υποχώρησαν. ‘Αλλά μην τυχόν και κάνετε κανένα λάθος’, διαβεβαίωναν οι δυτικοί αναλυτές, ‘η ρωσική οικονομία βρίσκεται σε κακή κατάσταση—απλώς η κάθοδος αποδείχθηκε λίγο πιο αργή και λιγότερο δραματική από ό,τι αναμενόταν’.

Ένα άρθρο του Atlantic Council από τον Ιούνιο του 2022 ενσαρκώνει αυτή τη μετατόπιση, με τίτλο: «Η επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία είναι ένα μακροχρόνιο παιχνίδι. Να πώς θα κερδίσουμε». Το περιοδικό Foreign Policy συνέχισε να επιμένει στο θέμα της [επικείμενης] κατάρρευσης, αλλά ο τίτλος ενός άρθρου από τον Ιούλιο του 2022 «Κατά βάση, η Ρωσική Οικονομία καταρρέει εκ των έσω» [“Actually, the Russian Economy Is Imploding”] έχει προσθέσει αυτή την πολύ χαρακτηριστική λέξη «κατά βάση» [“actually”]. Μεταφράζεται περίπου ως: ‘υπάρχουν πολλά στοιχεία για το αντίθετο, αλλά εμείς εξακολουθούμε να το υποστηρίζουμε’[3].

Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022, η ευφορία των πρώτων εβδομάδων είχε δώσει τη θέση της σε μια υφέρπουσα δυσφορία. Το CNN δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Οι ρωσικές κυρώσεις αργούν να δαγκώσουν, καθώς Αμερικανοί αξιωματούχοι παραδέχονται την δυσαρέσκειά τους για τον ρυθμό του πόνου που αυτές προκαλούν στη Μόσχα».

Στο άρθρο, «ανώτεροι αξιωματούχοι των ΗΠΑ» δήλωσαν στο CNN ότι υπήρχε απογοήτευση για το γεγονός ότι οι περιορισμοί δεν είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο μέχρι στιγμής, αλλά πίστευαν ότι οι πιο σκληρές επιπτώσεις πιθανώς δεν θα υλοποιούνταν μέχρι τις αρχές του 2023. Οι αρχές του 2023, φυσικά, ήρθαν και παρήλθαν.

Εν τω μεταξύ, μια επιχείρηση διάσωσης των προσχημάτων σχετικά με τον πραγματικό στόχο των κυρώσεων είχε ήδη μπει μπροστά και μπορούσε να γίνει αντιληπτή σε αυτό το άρθρο όπως και σε πολλά άλλα. Ένας άλλος αξιωματούχος δήλωσε στο μέσο ότι εκείνοι που επεξεργάζονταν τις κυρώσεις στην πραγματικότητα «πάντα πίστευαν ότι οι πιο δραστικές επιπτώσεις δεν θα ήταν απαραίτητα και άμεσες», προσθέτοντας ότι «πάντα το βλέπαμε αυτό ως ένα μακροπρόθεσμο παιχνίδι». Με άλλα λόγια, ήξεραν από την αρχή ότι τίποτα δεν επρόκειτο να συμβεί σύντομα. Ίσως κάποιος θα μπορούσε να το είχε πει αυτό στον Μπάιντεν και να τον γλιτώσει από την αμηχανία να μιλάει με λυρισμό για τη διαγραφή των οικονομικών κατακτήσεων των τελευταίων 15 ετών.

Τον Φεβρουάριο του 2023, κυκλοφόρησε μια σειρά από δημοσιεύματα του τύπου ‘οι κυρώσεις ένα χρόνο μετά’. Το γενικό ύφος τους ήταν καθαρά αυτό της αποτροπής της απογοήτευσης μέσω της εστίασης στο μακροπρόθεσμο παιχνίδι. Ο συγγραφέας[4] μιας έκθεσης του Martens Centre για τις κυρώσεις έγραψε: «Μην κοιτάτε το ρολόι κάθε πέντε λεπτά για να δείτε αν οι κυρώσεις λειτουργούν. Ασκήστε στρατηγική υπομονή».

Πράγματι, για το πρώτο μέρος του 2023, το κυρίαρχο ύφος ήταν σε μεγάλο βαθμό μια απρόθυμη αναγνώριση της ανθεκτικότητας της ρωσικής οικονομίας, αναμεμειγμένη με παραμένουσες χαρωπές εμμονές ότι η μέρα της κρίσης για τη Ρωσίας θα έρθει. Εν τω μεταξύ, κατά περίεργο τρόπο, τα άρθρα που άρχισαν να εμφανίζονται στον δυτικό Τύπο έμοιαζαν να έχουν γραφτεί πάνω στο ίδιο καλούπι: αρχίζουν με μια ευθεία παραδοχή ότι η Ρωσία δεν καταρρέει στην πραγματικότητα, πριν ξεκινήσουν μια συζήτηση για το πώς κάτω από την επιφάνεια συσσωρεύονται κάθε είδους προβλήματα.

Τον Αύγουστο, το αφήγημα ‘η Ρωσία καταρρέει’ πήρε λίγο αέρα στα πανιά του όταν το ρούβλι μπήκε σε μια δύσκολη φάση και έσπασε ακόμη και το ψυχολογικά σημαντικό φράγμα των 100 [ρουβλίων] έναντι του δολαρίου. Εκείνη την εποχή είχε υποχωρήσει περίπου 20% σε ετήσια βάση και ήταν μεταξύ των νομισμάτων με τις χειρότερες επιδόσεις μεταξύ των αναδυόμενων αγορών. Εμφανίστηκε μια πληθώρα άρθρων που συζητούσαν τα δεινά του ρουβλίου και υποστήριζαν ότι η αποδυνάμωση του νομίσματος ήταν ενδεικτική των πολυαναμενόμενων ρωγμών που επιτέλους είχαν αρχίσει να εμφανίζονται.

Ένα άρθρο γνώμης του Bloomberg που συζητούσε αυτό που αποκαλούσε «άρρωστο ρούβλι» είχε τον υπότιτλο: «Οι κυρώσεις δεν έχουν παραβιάσει το οικονομικό φρούριο της Ρωσίας, αλλά έχουν βάλει ωρολογιακή βόμβα κάτω από τα θεμέλιά του». Αλλά η εισαγωγή του άρθρου διατηρούσε το παραπάνω μοτίβο: «Οι δυτικές χώρες έχουν επιβάλει περισσότερες από 13.000 κυρώσεις στη Ρωσία – αλλά η ρωσική οικονομία δεν δείχνει κανένα σημάδι κατάρρευσης»[5].

Την αμέσως επόμενη ημέρα, ο Timothy Ash, ένας σημαίνων βετεράνος αναλυτής αναδυόμενων αγορών, έγραψε ένα άρθρο που επίσης ξεκίνησε με μια μικρή υποχώρηση. «Ένα παράπονο που ακούγεται συχνά… είναι ότι οι δυτικές κυρώσεις δεν αποδίδουν», αρχίζει το άρθρο. «Ας το αναγνωρίσουμε αυτό από την αρχή – η Ρωσία επιδεικνύει μεγάλη οικονομική ανθεκτικότητα και αντοχή»[6].

Αλλά τελικά φτάνει στο κύριο θέμα, το οποίο είναι ότι το εξασθενημένο ρούβλι είναι ένα «κόκκινο φως που αναβοσβήνει και δείχνει ότι οι κυρώσεις όντως λειτουργούν». Ως απόδειξη αναφέρει ότι «σε καμία χώρα δεν αρέσει να βλέπει το νόμισμά της να υποτιμάται, καθώς αυτό συνεπάγεται οικονομικά προβλήματα, ιδίως αποδυνάμωση της θέσης του ισοζυγίου πληρωμών, και προκαλεί υψηλό πληθωρισμό». Η κεντρική τράπεζα, υποστηρίζει, «δεν θα άφηνε το ρούβλι να διολισθήσει αν δεν βρισκόταν σε δυσχερή θέση». Το πώς ακριβώς η κεντρική τράπεζα ήταν ‘σε δυσχέρεια’ δεν εξηγείται, αλλά κάτι απειλητικό πρέπει να παραμόνευε κάτω από τις σανίδες του πατώματος.

Για να στηρίξει το ρούβλι το περασμένο φθινόπωρο, η Ρωσία έκανε αυστηρότερους τους νομισματικούς ελέγχους και αύξησε τα επιτόκια και έκτοτε το νόμισμα σταθεροποιήθηκε. Βεβαίως, πρόκειται για προσωρινά μέτρα που οι αρχές αναγκάστηκαν να λάβουν ως απάντηση σε μια ανισορροπία. Όμως ο Ash και άλλοι χειροκροτητές των κυρώσεων πίστευαν σαφώς ότι θα επιτυγχάνονταν περισσότερα [στην κατεύθυνση της καταστροφής της ρωσικής οικονομίας] από τη μεταβλητότητα του ρουβλίου.

Με το «κόκκινο φως που αναβοσβήνει» να έχει μειωθεί σε μια αμυδρή λάμψη, η αφήγηση προχώρησε παρακάτω. Δεν έχουμε δει πολλές ιστορίες για το ρούβλι πρόσφατα. Το επόμενο και πιο πρόσφατο θέμα στο οποίο προσκολλήθηκαν οι θιασώτες του ‘η Ρωσία καταρρέει’ είναι η ιδέα ότι η ρωσική οικονομία υπερθερμαίνεται. Μια οικονομία θεωρείται ότι υπερθερμαίνεται όταν επεκτείνεται με μη βιώσιμο ρυθμό που φτάνει στα όρια της ικανότητάς της να καλύψει τη ζήτηση.

Το θέμα της υπερθέρμανσης καθιερώθηκε και, όπως ήταν αναμενόμενο, ακολούθησε ένα κύμα άρθρων. Ο Economist δημοσίευσε ένα άρθρο τον Δεκέμβριο, στο οποίο συζητούσε το αυξημένο ποσοστό πληθωρισμού της Ρωσίας, το υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ που δαπανάται για την άμυνα και την εκρηκτική έλλειψη εργατικού δυναμικού. Ενώ παραδέχεται ότι «οι προβλέψεις για οικονομική κατάρρευση—που έγιναν σχεδόν ομοιόμορφα από δυτικούς οικονομολόγους και πολιτικούς στην αρχή του πολέμου στην Ουκρανία—αποδείχθηκαν παταγωδώς λανθασμένες»,—το μοτίβο ισχύει!—ισχυρίζεται ότι η ρωσική οικονομία δεν μπορεί να αντέξει τέτοια επίπεδα ανάπτυξης.

Παρόλο που το άρθρο συνεχίζει αναγνωρίζοντας τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν για τον μετριασμό των επιπτώσεων αυτής της υπερθέρμανσης, καταλήγει με τις λέξεις: «[αλλά] στη Ρωσία υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα από την οικονομική σταθερότητα», υπονοώντας ότι η ρωσική ηγεσία θυσιάζει την οικονομία για να κερδίσει τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Πρόκειται για μια αξιοσημείωτη παρατήρηση καθώς προέρχεται από το δυτικό στρατόπεδο, όπου πολλοί πολιτικοί—σκεφτείτε πρώτα και κύρια τη Γερμανία—έχουν επιδείξει μεγάλη προθυμία να θυσιάσουν την οικονομική σταθερότητα στο βωμό των φαντασιοπληξιών περί Ουκρανίας.

Στον απόηχο του Economist ήρθε ένα μακροσκελές άρθρο στο περιοδικό Foreign Affairs, γραμμένο από την Alexandra Prokopenko, μια ρωσικής καταγωγής ερευνήτρια στο Carnegie Russia Eurasia Center στο Βερολίνο. Με τίτλο “Το μη βιώσιμο όργιο δαπανών του Πούτιν”, ήταν επίσης φτιαγμένο σύμφωνα με το ίδιο πρότυπο, αναγνωρίζοντας ότι η οικονομία της Ρωσίας έχει διαψεύσει τις προβλέψεις πριν προχωρήσει στην ανακοίνωση των κακών ειδήσεων [για τη Ρωσία]. Τα κακά νέα είναι η υπερθέρμανση της οικονομίας. Η άποψή της είναι ότι τα εκπληκτικά ισχυρά στοιχεία ανάπτυξης της Ρωσίας, «αντί να σηματοδοτούν οικονομική υγεία [είναι αντίθετα] σύμπτωμα υπερθέρμανσης».

Παρόμοια με το άρθρο του Economist, η Prokopenko θίγει τις υψηλές κρατικές δαπάνες -ιδιαίτερα για την άμυνα- καθώς και την αύξηση των μισθών λόγω έλλειψης εργατικού δυναμικού και τον υψηλό πληθωρισμό, τα οποία συνθέτουν «μια ψευδαίσθηση ευημερίας». Αναρωτιέται κανείς τι θα είχε να πει η Prokopenko με έδρα το Βερολίνο για τη νέα της υιοθετημένη χώρα, όπου όλα τα ίχνη ευημερίας—απατηλής ή μη—ξεθωριάζουν γρήγορα.

Παρόλο που η Prokopenko επιδίδεται στη συνήθη ρωσοφοβική ρητορική και στις φθαρμένες δυτικές εμμονές, ορισμένες από τις ανησυχίες της για την υπερθέρμανση έχουν εκφραστεί από τις ίδιες τις ρωσικές αρχές. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος υπερθέρμανσης είναι ένα αναγνωρισμένο ως υπαρκτό πρόβλημα. Τον Σεπτέμβριο, για παράδειγμα, η κεντρική τράπεζα προειδοποίησε ότι η οικονομία μπορεί να έχει αναπτυχθεί πέραν του παραγωγικού της δυναμικού. Ιστορικά, μια ιδιαίτερα επικίνδυνη πτυχή της υπερθέρμανσης αποτελούν οι φούσκες περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες τείνουν να προκαλούν καταστροφές σε μια οικονομία όταν σκάσουν. Η Ρωσία έχει γίνει μάρτυρας μιας πρωτοφανούς ανόδου των τιμών των ακινήτων—γεγονός που, και πάλι, δεν έχει διαφύγει της προσοχής της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία έχει ζητήσει να τερματιστεί ένα γενναιόδωρο κρατικά επιδοτούμενο πρόγραμμα ενυπόθηκων δανείων, ώστε να μην δημιουργηθεί φούσκα.

Πέρα από τις συζητήσεις σχετικά με την υπερθέρμανση, αξίζει να σταματήσουμε για μια στιγμή για να αναλογιστούμε από πού ξεκινήσαμε και πού φτάσαμε. Αυτό που ξεκίνησε ως προβλέψεις για άμεση οικονομική κατάρρευση έχει εξελιχθεί σε συλλογισμούς ότι η ρωσική οικονομία αναπτύσσεται υπερβολικά γρήγορα! Ίσως η τελευταία ελπίδα του κοινού που υποστηρίζει ότι ‘η Ρωσία καταρρέει’ να είναι η ιδέα ότι η ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία θα υπερθερμανθεί και θα πέσει στον γκρεμό.

Μένει να δούμε πού θα πάει η ρωσική οικονομία από εδώ και πέρα, αλλά αν τα τελευταία (σχεδόν) δύο χρόνια είναι ενδεικτικά, θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και να προσαρμόζεται. Εν τω μεταξύ, οι εκπατρισμένοι τραπεζίτες έχουν ως επί το πλείστον περάσει στην ασημαντότητα και εγώ δεν βρέθηκα σε καμία μαύρη αγορά. Παρατηρώντας τους πολυσύχναστους δρόμους από ένα πολύβουο καφέ της Μόσχας, αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι πόσο πεζή είναι η σκηνή. Οι άνθρωποι περνούν μόνοι και σε ομάδες, συνομιλούν, κοιτάζουν τα τηλέφωνά τους, πίνουν καφέ και δεν ακούω καμία κουβέντα για την οικονομία ή το ρούβλι.

Οι δυτικοί ειδήμονες και οι αξιωματούχοι που απαρέγκλιτα ξεφουρνίζουν το τελευταίο αφήγημα περί οικονομικής κατάρρευσης θα συνεχίσουν να γαβγίζουν, αλλά το καραβάνι προχωράει.

Πηγή: RT.com

Μετάφραση – επιμέλεια: Κ. Μηλολιδάκης

[1] Ο Henry Johnston είναι στέλεχος του αγγλόφωνου Russia Today.  Έχει εργαστεί για πάνω από μια δεκαετία στον χρηματοπιστωτικό τομέα και είναι κάτοχος άδειας FINRA Series 7 και Series 24.

[2] Είναι η γνωστή ‘εξυπνάδα/λογοπαίγνιο’ του Μπάιντεν που αναπαράχθηκε ευρύτατα από τα καθεστωτικά δυτικά ΜΜΕ, καθώς ruble=ρούβλι, rubble=ερείπια.

[3] «Οι διεθνείς κυρώσεις και η εθελοντική αποχώρηση των επιχειρήσεων δεν είναι καθόλου αναποτελεσματικές ή απογοητευτικές, όπως πολλοί έχουν υποστηρίξει, αλλά αντίθετα έχουν ασκήσει καταστροφική επίδραση στη ρωσική οικονομία. Η επιδείνωση της οικονομίας λειτουργεί ως ισχυρό, αν και παραγνωρισμένο, συμπλήρωμα του επιδεινούμενου πολιτικού τοπίου που αντιμετωπίζει ο Πούτιν» παρατηρεί το άρθρο.

[4] Συγγραφέας της έκθεσης με τίτλο «Πέρα από τις επικεφαλίδες: Οι πραγματικές συνέπειες των Δυτικών κυρώσεων στη Ρωσία» είναι ο Ρώσος εμιγκρές Vladimir Milov, υποστηρικτής του μακαρίτη ακροδεξιού Αλ. Ναβάλνι, που διετέλεσε μάλιστα και αναπληρωτής υπουργός ενέργειας της Ρωσίας κατά το 2002.

[5] Και σ’ αυτό το άρθρο συγγραφέας είναι μια ακροδεξιά εμιγκρέ, η πρώην σύμβουλος της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας  Alexandra Prokopenko, νυν περιπλανώμενη ανά τα think tanks της Γερμανίας και της Δύσης γενικότερα. Στο άρθρο δίνει πλήθος συμβουλών προς τη Δύση ώστε οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας να καταστούν πιο αποτελεσματικές.

[6] Ο τίτλος του άρθρου είναι χαρακτηριστικός: «Να εγκαταλειφθεί η ελπίδα για τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας; Μην το κάνετε», με υπότιτλο: «Δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε πότε οι δυτικές κυρώσεις θα πλήξουν τη ρωσική οικονομία, αλλά υπάρχουν ελπιδοφόρα σημάδια».

Το αδιέξοδο του Ισραήλ, τόσο της ηγεσίας του όσο και της αντιπολίτευσής του

ΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΟ ΙΣΡΑΗΛ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΠΟΥ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΘΕΛΑ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ

Μεταφράζω εδώ ένα σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, άρθρο του Aluf Benn, αρχισυντάκτη της γνωστής Ισραηλινής αντιπολιτευόμενης εφημερίδας Haaretz. Μην περιμένετε εδώ το είδος των ριζοσπαστικών αναλύσεων και απόψεων καθιερωμένων Εβραίων επικριτών του Ισραήλ, όπως του παλαίμαχου Νόαμ Τσόμσκι ή του Νόρμαν Φινκελστάϊν, του Έιρον Ματέ, του Μαξ Μπλούμενταλ και τόσων άλλων Εβραίων αναλυτών καθώς και απλών ανθρώπων που αρνούνται και παλεύουν με θάρρος την γενοκτονία που συντελείται στο όνομα του Σιωνισμού. Ούτε να περιμένετε μια αντικειμενική και αμερόληπτη εξιστόρηση των επανειλημμένων αποτυχιών των επί πολλά έτη επιχειρουμένων ειρηνευτικών διαδικασιών (για μια τέτοιου είδους εξιστόρηση η καλύτερη πηγή είναι ο Νόρμαν Φινκελστάϊν). Αλλού βρίσκεται η αξία αυτού του άρθρου.

Ο Aluf Benn, όπως και η Haaretz, αντανακλούν τον προβληματισμό μιας μειοψηφούσας (πλέον) μερίδας της Ισραηλινής κοινωνίας που βλέπει το σαφές αδιέξοδο των πολιτικών εθνοκάθαρσης. Όχι μόνο ‘αδιέξοδο’ αλλά και δρόμο προς την καταστροφή του εγχειρήματος “Ισραήλ”. Το ερώτημα είναι τι αντιπαρατάσσει αυτή η μερίδα στις θηριωδίες των σφαγών, της γενοκτονίας και της εθνοκάθαρσης—λέξεις που κατηγορηματικά αρνείται να καταγράψει ο αντιπολιτευόμενος Aluf Benn, αν και με ευκολία χαρακτηρίζει τους Παλαιστίνιους αντιστασιακούς ως τρομοκράτες—ως δυνατότητα επίλυσης του Παλαιστινιακού.

Και επίσης, αν και ο Benn ασκεί κριτική στην υποβάθμιση του παλαιστινιακού από την Ισραηλινή αντιπολίτευση, εν τούτοις μια προσεκτική ανάγνωση του κειμένου του θα δείξει ότι και αυτός, όπως η φιλελεύθερη και κεντρώα αντιπολίτευση, εστιάζει στην ‘εσωτερική’ ρηγμάτωση της Ισραηλινής κοινωνίας που προκαλεί η προσπάθεια της συμμαχίας του ακραίου σιωνιστικού άξονα που κυβερνά τη χώρα να επιφέρει θεμελιακές αλλαγές στα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του κράτους και των θεσμών της κοινωνίας.

Αν και τελικά και ο Aluf Benn θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ‘μία από τα ίδια’, παρά τις ενδεχομένως καλές του προθέσεις, το ιστορικό που παραθέτει είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό για τις εξελίξεις μέσα στην ίδια την Ισραηλινή κοινωνία και για την αδυναμία του Ισραήλ να μετεξελιχθεί από κράτος-απαρτχάιντ σε κράτος για όλους τους πληθυσμούς που ζουν υπό την σκέπη του.

Συστήνω θερμά το προσεκτικό διάβασμα του άρθρου του αρχισυντάκτη της Haaretz προκειμένου να αποκτήσουμε γνώση τόσο για τις εσωτερικές εξελίξεις προς την θεοκρατία και τον απολυταρχισμό του Εβραϊκού κράτους όσο και για την αδυναμία της ισραηλινής αντιπολίτευσης να αντισταθεί σε αυτόν τον ταχύτατα εξελισσόμενο εκφασισμό της ισραηλινής κοινωνίας. Ιδιαίτερα οι ανεπάρκειες και η έλλειψη οποιουδήποτε σχεδίου διεξόδου από την αντιπολίτευση, όχι μόνο την κεντρώα και τη φιλελεύθερη, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο ρητά, αλλά και από την κεντροαριστερή που εκφράζει η ίδια η Haaretz, αναδύονται ανάγλυφα μέσα από το προσεκτικό διάβασμα του άρθρου του αρχισυντάκτη της Haaretz.

Δημοσιευμένο στο θεωρούμενο ως το πλέον ‘έγκριτο’ περιοδικό της δυτικής διπλωματίας, το Foreign Affairs, η εμφάνισή του εκεί δεν είναι καθόλου τυχαία καθώς ο κύριος όγκος των διπλωματικών σωμάτων των Δυτικών χωρών, των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων, εκφράζει την βαθύτατη ανησυχία του για την αξιοπιστία που θα έχει στο μέλλον η δουλειά τους μεταξύ των μη Δυτικών χωρών, μετά την άνευ όρων υποστήριξη της Δύσης στην συντελούμενη γενοκτονία.

Κ. Μηλολιδάκης

————————————————-

Η αυτοκαταστροφή του Ισραήλ – ο Νετανιάχου, οι Παλαιστίνιοι και το τίμημα της αμέλειας

Του Aluf Benn, αρχισυντάκτη της Haaretz

Foreign Affairs, Μάρτιος/Απρίλιος 2024[1]

Δημοσιεύθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024

Μια φωτεινή μέρα του Απριλίου του 1956, ο Μοσέ Νταγιάν, ο μονόφθαλμος αρχηγός του επιτελείου των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (IDF), πήγε νότια στο Ναχάλ Οζ, ένα πρόσφατα ιδρυμένο κιμπούτς κοντά στα σύνορα με τη Λωρίδα της Γάζας. Ο Dayan ήρθε για να παραστεί στην κηδεία του 21χρονου Roi Rotberg, ο οποίος είχε δολοφονηθεί το προηγούμενο πρωί από Παλαιστίνιους ενώ περιπολούσε στα χωράφια έφιππος. Οι δολοφόνοι έσυραν το πτώμα του Rotberg στην άλλη πλευρά των συνόρων, όπου βρέθηκε ακρωτηριασμένο, με τα μάτια του βγαλμένα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πανεθνικό σοκ και αγωνία.

Αν ο Νταγιάν μιλούσε στο σημερινό Ισραήλ, θα χρησιμοποιούσε τον επικήδειο λόγο του κυρίως για να κατακεραυνώσει τη φρικτή σκληρότητα των δολοφόνων του Ρότμπεργκ. Αλλά καθώς βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1950, η ομιλία του ήταν αξιοσημείωτα συμπαθητική προς τους δράστες. «Ας μην ρίχνουμε την ευθύνη στους δολοφόνους», είπε ο Dayan. «Εδώ και οκτώ χρόνια κάθονται στους προσφυγικούς καταυλισμούς στη Γάζα και μπροστά στα μάτια τους εμείς μετατρέπουμε τα εδάφη και τα χωριά όπου κατοικούσαν αυτοί και οι πατεράδες τους σε δική μας περιουσία». Ο Dayan αναφερόταν στη nakba, που στα αραβικά σημαίνει “καταστροφή”, όταν η πλειοψηφία των Παλαιστινίων Αράβων οδηγήθηκε στην εξορία με τη νίκη του Ισραήλ στον πόλεμο ανεξαρτησίας του 1948. Πολλοί μετεγκαταστάθηκαν βίαια στη Γάζα, συμπεριλαμβανομένων των κατοίκων των κοινοτήτων που τελικά έγιναν εβραϊκές πόλεις και χωριά κατά μήκος των συνόρων.

Ο Dayan κάθε άλλο παρά ήταν υποστηρικτής της παλαιστινιακής υπόθεσης. Το 1950, μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, οργάνωσε την εκτόπιση της εναπομείνασας παλαιστινιακής κοινότητας της συνοριακής πόλης Al-Majdal, τη σημερινή ισραηλινή πόλη Ashkelon. Παρόλα αυτά, ο Dayan συνειδητοποίησε αυτό που πολλοί Εβραίοι Ισραηλινοί αρνούνται να αποδεχτούν: Οι Παλαιστίνιοι δεν θα ξεχνούσαν ποτέ τη nakba ούτε θα σταματούσαν να ονειρεύονται την επιστροφή στα σπίτια τους. «Ας μην πτοούμαστε όταν βλέπουμε την απέχθεια που φουντώνει και γεμίζει τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων Αράβων που ζουν γύρω μας», δήλωσε ο Dayan στον επικήδειό του. «Αυτή είναι η επιλογή της ζωής μας – να είμαστε προετοιμασμένοι και οπλισμένοι, δυνατοί και αποφασισμένοι, ώστε να μην μας πετάξουν το σπαθί από τη γροθιά μας και κοπούν οι ζωές μας».

Στις 7 Οκτωβρίου 2023, η διαχρονική προειδοποίηση του Νταγιάν υλοποιήθηκε με τον πιο αιματηρό τρόπο που ήταν δυνατόν. Ακολουθώντας ένα σχέδιο που καταστρώθηκε από τον Yahya Sinwar, έναν ηγέτη της Χαμάς γεννημένο σε μια οικογένεια που εκδιώχθηκε από την Al-Majdal, Παλαιστίνιοι μαχητές εισέβαλαν στο Ισραήλ σε σχεδόν 30 σημεία κατά μήκος των συνόρων της Γάζας. Πετυχαίνοντας τον απόλυτο αιφνιδιασμό, ξεπέρασαν τις ισχνές άμυνες του Ισραήλ και προχώρησαν σε επιθέσεις σε ένα μουσικό φεστιβάλ, σε μικρές πόλεις και σε περισσότερα από 20 κιμπούτζιμ. Σκότωσαν περίπου 1.200 πολίτες και στρατιώτες και απήγαγαν πολύ περισσότερους από 200 ομήρους. Βίασαν, λήστεψαν, έκαψαν και λεηλάτησαν. Οι απόγονοι των κατοίκων των προσφυγικών καταυλισμών του Dayan, τροφοδοτούμενοι από το ίδιο μίσος και απέχθεια που περιέγραψε ο ίδιος, αλλά τώρα καλύτερα οπλισμένοι, εκπαιδευμένοι και οργανωμένοι, είχαν επιστρέψει για εκδίκηση.

Η 7η Οκτωβρίου ήταν η χειρότερη καταστροφή στην ιστορία του Ισραήλ. Αποτελεί εθνικό και προσωπικό σημείο καμπής για όποιον ζει στη χώρα ή σχετίζεται με αυτήν. Έχοντας αποτύχει να σταματήσει την επίθεση της Χαμάς, οι IDF απάντησαν με συντριπτική δύναμη, σκοτώνοντας χιλιάδες Παλαιστίνιους και ισοπεδώνοντας ολόκληρες γειτονιές της Γάζας. Αλλά ακόμη και καθώς οι πιλότοι ρίχνουν βόμβες και οι κομάντος ξετρυπώνουν τις σήραγγες της Χαμάς, η ισραηλινή κυβέρνηση δεν έχει υπολογίσει την εχθρότητα που προκάλεσε την επίθεση—ή ποιες πολιτικές θα μπορούσαν να αποτρέψουν μια άλλη. Η σιωπή της οφείλεται στην εντολή του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος αρνήθηκε να παρουσιάσει ένα μεταπολεμικό όραμα ή μια μεταπολεμική τάξη. Ο Νετανιάχου έχει υποσχεθεί να «καταστρέψει τη Χαμάς», αλλά πέρα από τη στρατιωτική βία, δεν έχει καμία στρατηγική για την εξάλειψη της ομάδας και κανένα σαφές σχέδιο για το τι θα την αντικαταστήσει ως de facto κυβέρνηση της μεταπολεμικής Γάζας[2].

Η αποτυχία του να χαράξει στρατηγική δεν είναι τυχαία. Ούτε είναι πράξη πολιτικής σκοπιμότητας που αποσκοπεί στη διατήρηση του δεξιού συνασπισμού του. Για να ζήσει ειρηνικά, το Ισραήλ θα πρέπει επιτέλους να έρθει σε συμφωνία με τους Παλαιστίνιους, και αυτό είναι κάτι στο οποίο ο Νετανιάχου έχει αντιταχθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Έχει αφιερώσει τη θητεία του ως πρωθυπουργός, τη μεγαλύτερη στην ισραηλινή ιστορία, στην υπονόμευση και τον παραγκωνισμό του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος. Έχει υποσχεθεί στο λαό του ότι μπορεί να ευημερήσει χωρίς ειρήνη. Έχει πουλήσει στη χώρα την ιδέα ότι μπορεί να συνεχίσει να κατέχει παλαιστινιακά εδάφη για πάντα με μικρό εσωτερικό ή διεθνές κόστος. Και ακόμη και τώρα, στον απόηχο της 7ης Οκτωβρίου, δεν έχει αλλάξει αυτό το μήνυμα. Το μόνο πράγμα που έχει πει ο Νετανιάχου ότι θα κάνει το Ισραήλ μετά τον πόλεμο είναι να διατηρήσει μια «περίμετρο ασφαλείας» γύρω από τη Γάζα -ένας ελάχιστα καλυμμένος ευφημισμός για μακροχρόνια κατοχή, συμπεριλαμβανομένου ενός κλοιού κατά μήκος των συνόρων που θα φάει ένα μεγάλο κομμάτι της πενιχρής παλαιστινιακής γης.

Όμως το Ισραήλ δεν μπορεί πλέον να παραμένει εθελοτυφλούν σε τέτοιο βαθμό. Οι επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου απέδειξαν ότι η υπόσχεση του Νετανιάχου ήταν κούφια. Παρά τη νεκρή ειρηνευτική διαδικασία και το φθίνον ενδιαφέρον άλλων χωρών, οι Παλαιστίνιοι κράτησαν ζωντανό τον αγώνα τους. Στα πλάνα που τράβηξαν οι κάμερες σώματος της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, οι εισβολείς ακούγονται να φωνάζουν: «Αυτή είναι η γη μας!» καθώς περνούν τα σύνορα για να επιτεθούν σε ένα κιμπούτς. Ο Sinwar διαμόρφωσε ανοιχτά την επιχείρηση ως πράξη αντίστασης και είχε προσωπικά κίνητρα, τουλάχιστον εν μέρει, από τη nakba. Ο ηγέτης της Χαμάς πέρασε 22 χρόνια σε ισραηλινές φυλακές και λέγεται ότι έλεγε συνεχώς στους συγκρατούμενούς του ότι το Ισραήλ έπρεπε να ηττηθεί για να μπορέσει η οικογένειά του να επιστρέψει στο χωριό της.

Το τραύμα της 7ης Οκτωβρίου ανάγκασε τους Ισραηλινούς, για άλλη μια φορά, να συνειδητοποιήσουν ότι η σύγκρουση με τους Παλαιστίνιους είναι κεντρικό στοιχείο της εθνικής τους ταυτότητας και απειλή για την ευημερία τους. Αυτή δεν μπορεί να παραβλεφθεί ή να παρακαμφθεί, και η συνέχιση της κατοχής, η επέκταση των ισραηλινών οικισμών στη Δυτική Όχθη, η πολιορκία της Γάζας και η άρνηση οποιουδήποτε εδαφικού συμβιβασμού (ή ακόμη και της αναγνώρισης των παλαιστινιακών δικαιωμάτων) δεν θα φέρει στη χώρα διαρκή ασφάλεια. Ωστόσο, η ανάκαμψη από αυτόν τον πόλεμο και η αλλαγή πορείας είναι βέβαιο ότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, και όχι μόνο επειδή ο Νετανιάχου δεν θέλει να επιλύσει την παλαιστινιακή σύγκρουση. Ο πόλεμος έπιασε το Ισραήλ ίσως στην πιο διχασμένη στιγμή της ιστορίας του. Στα χρόνια που προηγήθηκαν της επίθεσης, η χώρα ήταν κατακερματισμένη από την προσπάθεια του Νετανιάχου να υπονομεύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς της και να τη μετατρέψει σε μια θεοκρατική, εθνικιστική απολυταρχία. Τα νομοσχέδια και οι μεταρρυθμίσεις του προκάλεσαν εκτεταμένες διαμαρτυρίες και διχόνοια που απειλούσαν να διαλύσουν τη χώρα πριν από τον πόλεμο και θα τη στοιχειώνουν και μετά το τέλος της σύγκρουσης. Στην πραγματικότητα, η μάχη για την πολιτική επιβίωση του Νετανιάχου θα γίνει ακόμη πιο έντονη από ό,τι ήταν πριν από την 7η Οκτωβρίου, καθιστώντας δύσκολη για την χώρα την αναζήτηση της ειρήνης.

Αλλά ό,τι και να συμβεί στον πρωθυπουργό, δεν είναι πιθανό να γίνει μία σοβαρή συζήτηση στο Ισραήλ σχετικά με τη διευθέτηση των σχέσεων με τους Παλαιστίνιους. Η ισραηλινή κοινή γνώμη στο σύνολό της έχει μετατοπιστεί προς τα δεξιά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ασχολούνται όλο και περισσότερο με μια κρίσιμη προεδρική εκλογική αναμέτρηση. Δεν θα υπάρχει πολλή ενέργεια ή κίνητρο για την αναζωπύρωση μιας ουσιαστικής ειρηνευτικής διαδικασίας στο εγγύς μέλλον.

Η 7η Οκτωβρίου εξακολουθεί να αποτελεί σημείο καμπής, αλλά εναπόκειται στους Ισραηλινούς να αποφασίσουν τι είδους σημείο καμπής θα είναι. Αν επιτέλους λάβουν υπόψη τους την προειδοποίηση του Dayan, η χώρα θα μπορούσε να ενωθεί και να χαράξει μια πορεία προς την ειρήνη και την αξιοπρεπή συνύπαρξη με τους Παλαιστίνιους. Αλλά οι ενδείξεις μέχρι στιγμής δείχνουν ότι οι Ισραηλινοί θα συνεχίσουν, αντίθετα, να πολεμούν μεταξύ τους και να διατηρούν την κατοχή επ’ αόριστον. Αυτό θα μπορούσε να καταστήσει την 7η Οκτωβρίου την αρχή μιας σκοτεινής εποχής στην ιστορία του Ισραήλ—μιας εποχής που θα χαρακτηρίζεται από περισσότερη και αυξανόμενη βία. Η επίθεση τότε δεν θα ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά ένα προμήνυμα για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.

 

———————-

ΟΙ ΑΘΕΤΗΜΕΝΕΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ

Στη δεκαετία του 1990, ο Νετανιάχου ήταν ένα ανερχόμενο αστέρι στη δεξιά σκηνή του Ισραήλ. Αφού έγινε γνωστός ως πρεσβευτής του Ισραήλ στον ΟΗΕ από το 1984 έως το 1988, έγινε ευρέως γνωστός ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης στις συμφωνίες του Όσλο, το σχέδιο του 1993 για τη συμφιλίωση Ισραηλινών και Παλαιστινίων που υπογράφηκε από την ισραηλινή κυβέρνηση και την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Μετά τη δολοφονία του πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν τον Νοέμβριο του 1995 από έναν ακροδεξιό ισραηλινό ζηλωτή και ένα κύμα παλαιστινιακών τρομοκρατικών επιθέσεων σε ισραηλινές πόλεις, ο Νετανιάχου κατάφερε να νικήσει τον Σιμόν Πέρες, βασικό αρχιτέκτονα της ειρηνευτικής συμφωνίας του Όσλο, με οριακή διαφορά στην κούρσα για την πρωθυπουργία το 1996. Μόλις ανέλαβε την εξουσία, υποσχέθηκε να επιβραδύνει την ειρηνευτική διαδικασία και να μεταρρυθμίσει την ισραηλινή κοινωνία «αντικαθιστώντας τις ελίτ», τις οποίες θεωρούσε ‘μαλακές’ και επιρρεπείς στην αντιγραφή των δυτικών φιλελεύθερων προτύπων, με ένα σώμα από θρησκευτικά και κοινωνικά συντηρητικούς.

Οι ριζοσπαστικές φιλοδοξίες του Νετανιάχου, ωστόσο, συνάντησαν τη συνδυασμένη αντίθεση των παλαιών ελίτ και της κυβέρνησης Κλίντον. Στην ισραηλινή κοινωνία, που τότε εξακολουθούσε να υποστηρίζει γενικά μια ειρηνευτική συμφωνία, επίσης γρήγορα ξίνισε η ακραία ατζέντα του πρωθυπουργού. Τρία χρόνια αργότερα, ανατράπηκε από τον φιλελεύθερο Εχούντ Μπαράκ, ο οποίος δεσμεύτηκε να συνεχίσει τη διαδικασία του Όσλο και να λύσει το παλαιστινιακό ζήτημα στο σύνολό του.

Αλλά ο Μπαράκ απέτυχε, όπως και οι διάδοχοί του. Όταν το Ισραήλ ολοκλήρωσε τη μονομερή αποχώρησή του από το νότιο Λίβανο την άνοιξη του 2000, δέχθηκε διασυνοριακές επιθέσεις και απειλήθηκε από μια μαζική οικοδόμηση της Χεζμπολάχ. Στη συνέχεια, η ειρηνευτική διαδικασία κατέρρευσε καθώς οι Παλαιστίνιοι ξεκίνησαν τη δεύτερη ιντιφάντα εκείνο το φθινόπωρο. Πέντε χρόνια αργότερα, η απόσυρση του Ισραήλ από τη Λωρίδα της Γάζας άνοιξε το δρόμο στη Χαμάς για να αναλάβει την εξουσία εκεί. Το ισραηλινό κοινό, που κάποτε υποστήριζε την ειρήνευση, έχασε την όρεξή του να αντιμετωπίσει τους κινδύνους ασφαλείας που την συνόδευαν. «Τους προσφέραμε το φεγγάρι και τα αστέρια και πήραμε ως αντάλλαγμα βομβιστές αυτοκτονίας και ρουκέτες», ήταν ένα κοινό ρεφρέν. (Το αντεπιχείρημα—ότι το Ισραήλ είχε προσφέρει πολύ λίγα και δεν θα συμφωνούσε ποτέ σε ένα βιώσιμο παλαιστινιακό κράτος—βρήκε μικρή απήχηση). Το 2009, ο Νετανιάχου επέστρεψε στην εξουσία, νιώθοντας δικαιωμένος. Εξάλλου, οι προειδοποιήσεις του κατά των εδαφικών παραχωρήσεων στους γείτονες του Ισραήλ είχαν επαληθευτεί.

Επιστρέφοντας στην εξουσία, ο Νετανιάχου προσέφερε στους Ισραηλινούς μια βολική εναλλακτική λύση στην απαξιωμένη πλέον φόρμουλα ‘γη έναντι ειρήνης’. Το Ισραήλ, υποστήριξε, θα μπορούσε να ευημερήσει ως χώρα δυτικού τύπου—και να προσεγγίσει ακόμη και τον αραβικό κόσμο στο σύνολό του—ενώ παράλληλα θα απωθούσε στο περιθώριο τους Παλαιστίνιους. Το κλειδί ήταν το ‘διαίρει και βασίλευε’. Στη Δυτική Όχθη, ο Νετανιάχου διατήρησε τη συνεργασία για την ασφάλεια με την Παλαιστινιακή Αρχή, η οποία έγινε ντε φάκτο υπεργολάβος του Ισραήλ για την αστυνόμευση και τις κοινωνικές υπηρεσίες, και ενθάρρυνε το Κατάρ να χρηματοδοτήσει την κυβέρνηση της Χαμάς στη Γάζα. «Όποιος αντιτίθεται σε ένα παλαιστινιακό κράτος πρέπει να υποστηρίξει την παράδοση κονδυλίων στη Γάζα, επειδή η διατήρηση του διαχωρισμού μεταξύ της ΠΑ στη Δυτική Όχθη και της Χαμάς στη Γάζα θα αποτρέψει την ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους», δήλωσε ο Νετανιάχου στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του το 2019. Πρόκειται για μια δήλωση που έχει επιστρέψει για να τον στοιχειώσει.

Ισραηλινοί στρατιώτες κοντά στο Sderot, Ισραήλ, Οκτώβριος 2023. Amir Cohen / Reuters

Ο Νετανιάχου πίστευε ότι μπορούσε να κρατήσει τις δυνατότητες της Χαμάς υπό έλεγχο μέσω ενός ναυτικού και οικονομικού αποκλεισμού, των πρόσφατα αναπτυγμένων συστημάτων πυραυλικής και συνοριακής άμυνας και των περιοδικών στρατιωτικών επιδρομών κατά των μαχητών και των υποδομών της ομάδας. Αυτή η τελευταία τακτική, που ονομάστηκε «κούρεμα του γκαζόν», έγινε αναπόσπαστο μέρος του ισραηλινού δόγματος ασφαλείας, μαζί με τη «διαχείριση της σύγκρουσης» και τη διατήρηση του status quo. Η επικρατούσα τάξη, πίστευε ο Νετανιάχου, ήταν ανθεκτική. Κατά την άποψή του, ήταν επίσης βέλτιστη: η διατήρηση μιας πολύ χαμηλού επιπέδου σύγκρουσης ήταν λιγότερο πολιτικά επικίνδυνη από μια ειρηνευτική συμφωνία και λιγότερο δαπανηρή από έναν μεγάλο πόλεμο.

Για πάνω από μια δεκαετία, η στρατηγική του Νετανιάχου φάνηκε να λειτουργεί. Η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική βυθίστηκαν στις επαναστάσεις και τους εμφυλίους πολέμους της Αραβικής Άνοιξης, καθιστώντας την παλαιστινιακή υπόθεση πολύ λιγότερο σημαντική. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις έπεσαν σε νέα χαμηλά επίπεδα και οι περιοδικές πυραυλικές επιθέσεις από τη Γάζα συνήθως αναχαιτίζονταν. Με εξαίρεση έναν σύντομο πόλεμο κατά της Χαμάς το 2014, οι Ισραηλινοί σπάνια χρειάστηκε να έρθουν αντιμέτωποι με Παλαιστίνιους μαχητές. Για τους περισσότερους ανθρώπους, τις περισσότερες φορές, η σύγκρουση ήταν εκτός οπτικού πεδίου και εκτός μυαλού.

Αντί να ανησυχούν για τους Παλαιστίνιους, οι Ισραηλινοί άρχισαν να επικεντρώνονται στο να ζήσουν το δυτικό όνειρο της ευημερίας και της ηρεμίας. Μεταξύ Ιανουαρίου 2010 και Δεκεμβρίου 2022, οι τιμές των ακινήτων υπερδιπλασιάστηκαν στο Ισραήλ, καθώς ο ορίζοντας του Τελ Αβίβ γέμισε με πολυώροφα διαμερίσματα και συγκροτήματα γραφείων. Οι μικρότερες πόλεις επεκτάθηκαν για να φιλοξενήσουν την έκρηξη. Το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά περισσότερο από 60 τοις εκατό, καθώς οι επιχειρηματίες της τεχνολογίας ξεκίνησαν επιτυχημένες επιχειρήσεις και οι εταιρείες ενέργειας βρήκαν υπεράκτια κοιτάσματα φυσικού αερίου στα ισραηλινά ύδατα. Οι συμφωνίες ανοικτής πρόσβασης με άλλες κυβερνήσεις μετέτρεψαν τα ταξίδια στο εξωτερικό, μια σημαντική πτυχή του ισραηλινού τρόπου ζωής, σε φθηνή δραστηριότητα. Το μέλλον φαινόταν λαμπρό. Η χώρα, όπως φαινόταν, είχε ξεπεράσει τους Παλαιστίνιους, και μάλιστα χωρίς να θυσιάσει τίποτα—έδαφος, πόρους, κεφάλαια—προς την κατεύθυνση μιας ειρηνευτικής συμφωνίας. Οι Ισραηλινοί μπορούσαν να έχουν και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο.

Σε διεθνές επίπεδο, η χώρα ευημερούσε επίσης. Ο Νετανιάχου άντεξε στις πιέσεις του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να αναβιώσει τη λύση των δύο κρατών και να παγώσει τους ισραηλινούς οικισμούς στη Δυτική Όχθη, εν μέρει σφυρηλατώντας μια συμμαχία με τους Ρεπουμπλικάνους. Αν και ο Νετανιάχου απέτυχε να εμποδίσει τον Ομπάμα να συνάψει πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, η Ουάσινγκτον αποσύρθηκε από το σύμφωνο μετά την επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία. Ο Τραμπ μετέφερε επίσης την αμερικανική πρεσβεία στο Ισραήλ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ και η κυβέρνησή του αναγνώρισε την προσάρτηση των Υψιπέδων του Γκολάν, που ανήκουν στη Συρία, από το Ισραήλ. Υπό τον Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν το Ισραήλ να συνάψει τις Συμφωνίες του Αβραάμ, ομαλοποιώντας τις σχέσεις του με το Μπαχρέιν, το Μαρόκο, το Σουδάν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα -μια προοπτική που κάποτε φαινόταν αδύνατη χωρίς μια ειρηνευτική συμφωνία Ισραήλ-Παλαιστίνης. Φορτία αεροπλάνων με Ισραηλινούς αξιωματούχους, στρατιωτικούς αρχηγούς και τουρίστες άρχισαν να συχνάζουν στα κομψά ξενοδοχεία των σεϊχικών βασιλείων του Κόλπου και στα σουκ του Μαρακές[3].

Καθώς παραμέρισε το παλαιστινιακό ζήτημα, ο Νετανιάχου εργάστηκε επίσης για την αναδιαμόρφωση της εσωτερικής κοινωνίας του Ισραήλ. Αφού κέρδισε μια επανεκλογή έκπληξη το 2015, ο Νετανιάχου συγκρότησε έναν δεξιό συνασπισμό για να αναβιώσει το παλιό του όνειρο να πυροδοτήσει μια συντηρητική επανάσταση. Για άλλη μια φορά, ο πρωθυπουργός άρχισε να καταφέρεται εναντίον των ‘ελίτ’ και ξεκίνησε έναν πολιτισμικό πόλεμο εναντίον του πρώην κατεστημένου, το οποίο θεωρούσε εχθρικό προς τον ίδιο και πολύ φιλελεύθερο για τους υποστηρικτές του. Το 2018, κέρδισε την ψήφιση ενός σημαντικού, αμφιλεγόμενου νόμου που όριζε το Ισραήλ ως «το έθνος-κράτος του εβραϊκού λαού» και διακήρυττε ότι οι Εβραίοι είχαν το «μοναδικό» δικαίωμα να «ασκούν αυτοδιάθεση» στο έδαφός του. Ο νόμος αυτός έδινε προτεραιότητα στην εβραϊκή πλειοψηφία της χώρας και υποβίβαζε τον μη εβραϊκό λαό της[4].

Την ίδια χρονιά, ο συνασπισμός του Νετανιάχου κατέρρευσε. Στη συνέχεια, το Ισραήλ βυθίστηκε σε μια μακρά πολιτική κρίση, με τη χώρα να σέρνεται σε πέντε εκλογικές αναμετρήσεις μεταξύ 2019 και 2022—καθεμία από αυτές ένα δημοψήφισμα για την εξουσία του Νετανιάχου. Η ένταση της πολιτικής μάχης αυξήθηκε από μια υπόθεση διαφθοράς εναντίον του πρωθυπουργού, που οδήγησε στην ποινική παραπομπή του το 2020 και σε μια συνεχιζόμενη δίκη. Το Ισραήλ διχάστηκε μεταξύ των ‘Μπιμπιστών’ και των ‘Απλά όχι Μπιμπιστών’. («Μπίμπι» είναι το παρατσούκλι του Νετανιάχου.) Στις τέταρτες εκλογές, το 2021, οι αντίπαλοι του Νετανιάχου κατάφεραν τελικά να τον αντικαταστήσουν με μια ‘κυβέρνηση αλλαγής’ με επικεφαλής τον δεξιό Ναφτάλι Μπένετ και τον κεντρώο Γιαΐρ Λαπίντ. Για πρώτη φορά, ο [κυβερνητικός] συνασπισμός περιελάμβανε ένα αραβικό κόμμα.

Ακόμα κι έτσι, η αντιπολίτευση κατά του Νετανιάχου δεν αμφισβήτησε ποτέ τη βασική προϋπόθεση της διακυβέρνησής του: ότι το Ισραήλ θα μπορούσε να ευημερήσει χωρίς να αντιμετωπίσει το παλαιστινιακό ζήτημα. Η συζήτηση για την ειρήνη και τον πόλεμο, παραδοσιακά ένα κρίσιμο πολιτικό θέμα για το Ισραήλ, έγινε είδηση των τελευταίων σελίδων. Ο Μπένετ, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός του Νετανιάχου, παρομοίασε την παλαιστινιακή σύγκρουση με “θραύσματα στον πισινό” με τα οποία η χώρα θα μπορούσε να ζήσει. Αυτός και ο Λαπίντ επεδίωκαν να διατηρήσουν το status quo απέναντι στους Παλαιστίνιους και να επικεντρωθούν απλώς στο να μην εκλεγεί ο Νετανιάχου.

Αυτή η διαπραγμάτευση, φυσικά, αποδείχθηκε αδύνατη. Η ‘κυβέρνηση της αλλαγής’ κατέρρευσε το 2022, αφού απέτυχε να παρατείνει σκοτεινές νομικές διατάξεις που επέτρεπαν στους εποίκους της Δυτικής Όχθης να απολαμβάνουν πολιτικά δικαιώματα τα οποία ταυτόχρονα αρνούνταν στους μη Ισραηλινούς γείτονές τους. Για ορισμένα από τα αραβικά μέλη του συνασπισμού, η υπογραφή σε αυτές τις διατάξεις απαρτχάιντ ήταν ένας υπερβολικός [μη αποδεκτός] συμβιβασμός.

Για τον Νετανιάχου, που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δίκη, η κατάρρευση της κυβέρνησης ήταν ακριβώς αυτό που ήλπιζε. Καθώς η χώρα διοργάνωνε ακόμη μία εκλογική αναμέτρηση, ενίσχυσε τη βάση του από δεξιούς, υπερορθόδοξους Εβραίους και κοινωνικά συντηρητικούς Εβραίους. Για να ξανακερδίσει την εξουσία, απευθύνθηκε ιδιαίτερα στους εποίκους της Δυτικής Όχθης, μια δημογραφική ομάδα που εξακολουθούσε να θεωρεί την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση ως τον λόγο ύπαρξής της. Αυτοί οι θρησκευόμενοι σιωνιστές παρέμειναν προσηλωμένοι στο όνειρό τους να εβραιοποιήσουν τα κατεχόμενα εδάφη και να τα καταστήσουν επίσημο τμήμα του Ισραήλ. Ήλπιζαν ότι αν τους δινόταν η ευκαιρία, θα μπορούσαν να εκδιώξουν τον παλαιστινιακό πληθυσμό αυτών των εδαφών. Είχαν αποτύχει να αποτρέψουν την εκκένωση των εβραίων εποίκων από τη Γάζα το 2005, όταν ο Αριέλ Σαρόν ήταν πρωθυπουργός, αλλά στα χρόνια που ακολούθησαν, έχουν σταδιακά καταλάβει θέσεις-κλειδιά στον ισραηλινό στρατό, τη δημόσια διοίκηση και τα μέσα ενημέρωσης, καθώς τα μέλη του κοσμικού κατεστημένου είχαν στρέψει την προσοχή τους στην απόκτηση χρημάτων στον ιδιωτικό τομέα.

Οι εξτρεμιστές είχαν δύο βασικές απαιτήσεις από τον Νετανιάχου. Το πρώτο, και πιο προφανές, ήταν η περαιτέρω επέκταση των εβραϊκών οικισμών. Το δεύτερο ήταν να καθιερωθεί μια ισχυρότερη εβραϊκή παρουσία στο Όρος του Ναού, τον ιστορικό χώρο τόσο του εβραϊκού Ναού όσο και του μουσουλμανικού τζαμιού Αλ Άκσα στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ[5]. Από τότε που το Ισραήλ πήρε τον έλεγχο της γύρω περιοχής στον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, έχει δώσει στους Παλαιστίνιους οιονεί αυτονομία στον χώρο, από φόβο ότι η απομάκρυνσή του από την αραβική διακυβέρνηση θα υποκινούσε μια κατακλυσμιαία θρησκευτική σύγκρουση. Αλλά η ισραηλινή ακροδεξιά επιδιώκει εδώ και καιρό να το αλλάξει αυτό. Όταν ο Νετανιάχου εξελέγη για πρώτη φορά το 1996, έδωσε πρόσβαση σε ένα τείχος μέσω μιας υπόγειας σήραγγας σε έναν αρχαιολογικό χώρο δίπλα στο Αλ Άκσα για να εκθέσει λείψανα από την εποχή του Δεύτερου Ναού, προκαλώντας μια βίαιη έκρηξη αραβικών διαδηλώσεων στην Ιερουσαλήμ[6]. Η δεύτερη παλαιστινιακή Ιντιφάντα το 2000 προκλήθηκε ομοίως από μια επίσκεψη στο Όρος του Ναού από τον Σαρόν, τότε ηγέτη της αντιπολίτευσης ως επικεφαλής του κόμματος του Νετανιάχου, του Λικούντ.

Τον Μάιο του 2021, η βία ξέσπασε και πάλι. Αυτή τη φορά, ο κύριος προβοκάτορας ήταν ο Itamar Ben-Gvir, ένας ακροδεξιός πολιτικός που έχει εξυμνήσει δημοσίως τους Εβραίους τρομοκράτες. Ο Ben-Gvir είχε ανοίξει ένα “κοινοβουλευτικό γραφείο” σε μια παλαιστινιακή γειτονιά στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, όπου οι Εβραίοι έποικοι, χρησιμοποιώντας παλιούς τίτλους ιδιοκτησίας, έχουν εκδιώξει ορισμένους κατοίκους, και οι Παλαιστίνιοι πραγματοποίησαν μαζικές διαμαρτυρίες σε απάντηση. Αφού εκατοντάδες διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στο Αλ Άκσα, η ισραηλινή αστυνομία πραγματοποίησε έφοδο στο συγκρότημα του τεμένους. Ως αποτέλεσμα, ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ Αράβων και Εβραίων που γρήγορα εξαπλώθηκαν σε εθνοτικά μικτές πόλεις σε όλο το Ισραήλ. Η Χαμάς χρησιμοποίησε την επιδρομή ως δικαιολογία για να στοχεύσει την Ιερουσαλήμ με ρουκέτες, γεγονός που έφερε ακόμη περισσότερη βία στο Ισραήλ και έναν ακόμη γύρο ισραηλινών αντιποίνων στη Γάζα.

Παρόλα αυτά, οι μάχες εκτονώθηκαν όταν το Ισραήλ και η Χαμάς κατέληξαν σε νέα κατάπαυση του πυρός σε συγκλονιστικά σύντομο χρονικό διάστημα. Το Κατάρ συνέχισε τις πληρωμές του και το Ισραήλ έδωσε άδειες εργασίας σε ορισμένους κατοίκους της Γάζας για να βελτιώσει την οικονομία της λωρίδας και να μειώσει την επιθυμία του πληθυσμού για συγκρούσεις. Η Χαμάς στάθηκε αδρανής όταν το Ισραήλ χτύπησε μια συμμαχική πολιτοφυλακή, την Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ, την άνοιξη του 2023. Η σχετική ησυχία κατά μήκος των συνόρων επέτρεψε στις IDF να αναδιατάξουν τις δυνάμεις τους και να μετακινήσουν τα περισσότερα τάγματα μάχης στη Δυτική Όχθη, όπου θα μπορούσαν να προστατεύσουν τους εποίκους από τρομοκρατικές επιθέσεις[7]. Στις 7 Οκτωβρίου, έγινε σαφές ότι αυτές οι αναδιατάξεις ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε o Sinwar.

 

———————–

ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΟΥ ΜΠΙ-ΜΠΙ

Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2022 στο Ισραήλ, ο Νετανιάχου κέρδισε ξανά την εξουσία. Ο συνασπισμός του κατέλαβε 64 από τις 120 έδρες του ισραηλινού κοινοβουλίου, μια σαρωτική νίκη για τα πρόσφατα δεδομένα. Τα βασικά στελέχη της νέας κυβέρνησης ήταν ο Bezalel Smotrich, ο ηγέτης ενός εθνικιστικού θρησκευτικού κόμματος που εκπροσωπεί τους εποίκους της Δυτικής Όχθης, και ο Ben-Gvir. Σε συνεργασία με τα υπερορθόδοξα κόμματα, ο Νετανιάχου, ο Smotrich και ο Ben-Gvir επινόησαν ένα σχέδιο για ένα αυταρχικό και θεοκρατικό Ισραήλ. Οι κατευθυντήριες γραμμές του νέου υπουργικού συμβουλίου, για παράδειγμα, διακήρυτταν ότι «ο εβραϊκός λαός έχει αποκλειστικό, αναφαίρετο δικαίωμα σε ολόκληρη τη Γη του Ισραήλ» -απορρίπτοντας ευθέως κάθε παλαιστινιακή κατοχή εδαφών, ακόμη και στη Γάζα. Ο Smotrich έγινε υπουργός Οικονομικών και τέθηκε επικεφαλής της Δυτικής Όχθης, όπου ξεκίνησε ένα τεράστιο πρόγραμμα επέκτασης των εβραϊκών οικισμών. Ο Ben-Gvir ορίστηκε υπουργός εθνικής ασφάλειας, έχοντας τον έλεγχο της αστυνομίας και των φυλακών. Χρησιμοποίησε την εξουσία του για να ενθαρρύνει περισσότερους Εβραίους να επισκεφθούν το Όρος του Ναού (Αλ Άκσα). Μεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου του 2023, περίπου 50.000 Εβραίοι το επισκέφθηκαν -περισσότεροι από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη αντίστοιχη περίοδο που έχει καταγραφεί. (Το 2022, υπήρχαν 35.000 Εβραίοι επισκέπτες στο Όρος).

Η ακραία νέα κυβέρνηση Νετανιάχου προκάλεσε την οργή των ισραηλινών φιλελευθέρων και κεντρώων. Αλλά παρόλο που ο εξευτελισμός των Παλαιστινίων ήταν κεντρικό θέμα στην ατζέντα τους, οι επικριτές αυτοί συνέχισαν να αγνοούν την τύχη των κατεχομένων εδαφών και του Αλ Άκσα όταν κατήγγειλαν το υπουργικό συμβούλιο. Αντ’ αυτού, επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στις δικαστικές μεταρρυθμίσεις του Νετανιάχου. Οι προτεινόμενοι νόμοι που ανακοινώθηκαν τον Ιανουάριο του 2023, θα περιόριζαν την ανεξαρτησία του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ—του θεματοφύλακα των πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια χώρα που δεν έχει επίσημο σύνταγμα—και θα διέλυαν το σύστημα νομικών συμβουλών που παρέχει ελέγχους και ισορροπίες στην εκτελεστική εξουσία. Αν είχαν τεθεί σε ισχύ, τα νομοσχέδια θα διευκόλυναν πολύ περισσότερο τον Νετανιάχου και τους συνεργάτες του να οικοδομήσουν μια απολυταρχία και ίσως τον γλίτωναν ακόμη και από τη δίκη του για διαφθορά.[8]

Τα νομοσχέδια για τη δικαστική μεταρρύθμιση ήταν, χωρίς αμφιβολία, εξαιρετικά επικίνδυνα. Δικαίως προκάλεσαν ένα τεράστιο κύμα διαμαρτυριών, με εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινούς να διαδηλώνουν κάθε εβδομάδα. Αλλά αντιμετωπίζοντας αυτό το πραξικόπημα, οι αντίπαλοι του Νετανιάχου ενήργησαν και πάλι σαν η κατοχή να ήταν ένα άσχετο θέμα. Παρόλο που οι νόμοι συντάχθηκαν εν μέρει για να αποδυναμώσουν την όποια νομική προστασία θα έδινε το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ στους Παλαιστίνιους, οι διαδηλωτές απέφευγαν να αναφέρουν την κατοχή ή τη νεκρή ειρηνευτική διαδικασία από φόβο μήπως συκοφαντηθούν ως αντιπατριώτες. Στην πραγματικότητα, οι διοργανωτές εργάστηκαν για να παραγκωνίσουν όσους από τους διαδηλωτές διαδήλωναν κατά της κατοχής από το Ισραήλ προκειμένου να αποφύγουν την εμφάνιση εικόνων με παλαιστινιακές σημαίες στις διαδηλώσεις. Η τακτική αυτή πέτυχε, εξασφαλίζοντας ότι το κίνημα διαμαρτυρίας δεν θα ‘μολυνθεί’ από την παλαιστινιακή υπόθεση: Οι Ισραηλινοί Άραβες, οι οποίοι αποτελούν περίπου το 20% του πληθυσμού της χώρας, απέφυγαν σε μεγάλο βαθμό να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις. Αυτό όμως δυσκόλεψε την επιτυχία του κινήματος. Δεδομένων των δημογραφικών δεδομένων του Ισραήλ, οι κεντροαριστεροί Εβραίοι πρέπει να συνεργαστούν με τους Άραβες της χώρας, αν θέλουν ποτέ να σχηματίσουν κυβέρνηση. Απονομιμοποιώντας τις ανησυχίες των Ισραηλινών Αράβων, οι διαδηλωτές έδωσαν τροφή ακριβώς στη στρατηγική του Νετανιάχου.

Ο Ben-Gvir καθώς καλεί το Ισραήλ να ανοικοδομήσει τους οικισμούς στη Λωρίδα της Γάζας,
Ιερουσαλήμ, Ιανουάριος 2024. Ronen Zvulun / Reuters

Με τους Άραβες εκτός, η μάχη για τις δικαστικές μεταρρυθμίσεις συνεχίστηκε ως ενδοεβραϊκή υπόθεση. Οι διαδηλωτές υιοθέτησαν τη γαλανόλευκη σημαία με το αστέρι του Δαβίδ και πολλοί από τους ηγέτες και ομιλητές τους ήταν συνταξιούχοι ανώτεροι στρατιωτικοί. Οι διαδηλωτές επιδείκνυαν τα στρατιωτικά τους διαπιστευτήρια, αντιστρέφοντας την πτώση του κύρους που σκίαζε τις IDF από την εισβολή στον Λίβανο το 1982. Οι έφεδροι πιλότοι, οι οποίοι είναι ζωτικής σημασίας για την ετοιμότητα και τη μαχητική ισχύ της πολεμικής αεροπορίας, απείλησαν να αποσυρθούν από την υπηρεσία τους εάν ψηφιστούν οι νόμοι. Σε μια επίδειξη θεσμικής αντίθεσης, οι ηγέτες των IDF απέκρουσαν τον Νετανιάχου όταν αυτός απαίτησε την πειθάρχηση των εφέδρων.

Το γεγονός ότι οι IDF θα έρχονταν σε ρήξη με τον πρωθυπουργό δεν αποτέλεσε έκπληξη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς καριέρας του, ο Νετανιάχου συγκρούστηκε συχνά με τον στρατό και οι ισχυρότεροι αντίπαλοί του ήταν απόστρατοι στρατηγοί που έγιναν πολιτικοί, όπως ο Σαρόν, ο Ράμπιν και ο Μπαράκ – για να μην αναφέρουμε τον Μπένι Γκαντζ, τον οποίο ο Νετανιάχου έκανε μέλος του έκτακτου πολεμικού υπουργικού συμβουλίου του, αλλά μπορεί τελικά να τον αμφισβητήσει και να τον διαδεχθεί στην πρωθυπουργία. Ο Νετανιάχου έχει από καιρό απορρίψει το όραμα των στρατηγών για ένα Ισραήλ που να είναι ισχυρό στρατιωτικά αλλά ευέλικτο διπλωματικά. Έχει επίσης χλευάσει τις προσωπικότητές τους, τις οποίες θεωρεί άτολμες, χωρίς φαντασία και ακόμη και υπονομευτικές. Επομένως, δεν ήταν σοκαριστικό όταν απέλυσε τον ίδιο του τον υπουργό Άμυνας, τον στρατηγό εν αποστρατεία Yoav Gallant, αφού ο Gallant εμφανίστηκε σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση τον Μάρτιο του 2023 για να προειδοποιήσει ότι τα ρήγματα που υπάρχουν στο Ισραήλ έχουν καταστήσει τη χώρα ευάλωτη και ότι επίκειται πόλεμος.

Η απόλυση του Gallant οδήγησε σε περισσότερες αυθόρμητες διαμαρτυρίες στους δρόμους και ο Νετανιάχου τον επανέφερε στη θέση του. (Παραμένουν πικροί αντίπαλοι, ακόμη και όταν διευθύνουν μαζί τον πόλεμο.) Αλλά ο Νετανιάχου αγνόησε την προειδοποίηση του Gallant. Αγνόησε επίσης μια πιο λεπτομερή προειδοποίηση που δόθηκε τον Ιούλιο από τον επικεφαλής αναλυτή των στρατιωτικών πληροφοριών του Ισραήλ ότι οι εχθροί θα μπορούσαν να χτυπήσουν τη χώρα. Ο Νετανιάχου προφανώς πίστευε ότι αυτές οι προειδοποιήσεις είχαν πολιτικά κίνητρα και αντανακλούσαν μια σιωπηρή συμμαχία μεταξύ των εν ενεργεία στρατιωτικών αρχηγών στο αρχηγείο των IDF στο Τελ Αβίβ και των πρώην διοικητών που διαμαρτύρονταν στους δρόμους.

Για να είμαστε ακριβείς, οι προειδοποιήσεις που έλαβε ο Νετανιάχου επικεντρώθηκαν κυρίως στο δίκτυο συμμάχων του Ιράν στην ευρύτερη περιοχή και όχι στη Χαμάς. Παρόλο που το σχέδιο επίθεσης της Χαμάς ήταν γνωστό στις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες, και παρόλο που η ομάδα έκανε ελιγμούς μπροστά από τα παρατηρητήρια των IDF, οι ανώτεροι στρατιωτικοί αξιωματούχοι και οι αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών δεν κατάφεραν να διανοηθούν ότι ο αντίπαλός τους στη Γάζα θα μπορούσε πραγματικά να το πραγματοποιήσει, και έθαψαν τις αντίθετες εισηγήσεις. Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου ήταν, εν μέρει, μια αποτυχία της γραφειοκρατίας του Ισραήλ.

Παρόλα αυτά, είναι αδικαιολόγητο το γεγονός ότι ο Νετανιάχου δεν συγκάλεσε καμία σοβαρή συζήτηση σχετικά με τις πληροφορίες που έλαβε, όπως αδικαιολόγητη είναι και η άρνησή του να συμβιβαστεί σοβαρά με την πολιτική αντιπολίτευση και να θεραπεύσει το ρήγμα που υπάρχει στη χώρα. Αντ’ αυτού, αποφάσισε να προχωρήσει με το δικαστικό πραξικόπημά του, ανεξάρτητα από τις σοβαρές προειδοποιήσεις και τις πιθανές αντιδράσεις. «Το Ισραήλ μπορεί να τα καταφέρει χωρίς μερικές μοίρες της Πολεμικής Αεροπορίας», δήλωσε αλαζονικά, «αλλά όχι χωρίς κυβέρνηση».

Τον Ιούλιο του 2023, ο πρώτος δικαστικός νόμος ψηφίστηκε από το ισραηλινό κοινοβούλιο, σε μια άλλη κορυφαία στιγμή για τον Νετανιάχου και τον ακροδεξιό συνασπισμό του. (Τελικά ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, τον Ιανουάριο του 2024.) Ο πρωθυπουργός πίστευε ότι σύντομα θα εξυψωνόταν ακόμη περισσότερο μετά τη σύναψη ειρηνευτικής συμφωνίας με τη Σαουδική Αραβία, το πλουσιότερο και σημαντικότερο αραβικό κράτος, στο πλαίσιο μιας τριπλής συμφωνίας που περιελάμβανε ένα αμυντικό σύμφωνο ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας. Το αποτέλεσμα θα ήταν η απόλυτη νίκη της ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής: μια αμερικανοαραβική-ισραηλινή συμμαχία κατά του Ιράν και των περιφερειακών εντολοδόχων του. Για τον Νετανιάχου, θα ήταν ένα κορυφαίο επίτευγμα που θα τον έκανε αγαπητό στο κατεστημένο[9].

Ο πρωθυπουργός ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του που στις 22 Σεπτεμβρίου ανέβηκε στη σκηνή της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για να προωθήσει έναν χάρτη της «νέας Μέσης Ανατολής», με επίκεντρο το Ισραήλ. Αυτό ήταν ένα σκόπιμο χτύπημα στον εκλιπόντα αντίπαλό του Πέρες, ο οποίος επινόησε αυτή τη φράση μετά την υπογραφή των συμφωνιών του Όσλο. «Πιστεύω ότι βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας ακόμη πιο δραματικής τομής: μιας ιστορικής ειρήνης με τη Σαουδική Αραβία», καυχήθηκε ο Νετανιάχου στην ομιλία του. Οι Παλαιστίνιοι, ξεκαθάρισε, δεν είχαν γίνει παρά μία δεύτερη σκέψη τόσο για το Ισραήλ όσο και για την ευρύτερη περιοχή. «Δεν πρέπει να δώσουμε στους Παλαιστίνιους δικαίωμα βέτο στις νέες ειρηνευτικές συνθήκες», είπε. «Οι Παλαιστίνιοι αποτελούν μόνο το δύο τοις εκατό του αραβικού κόσμου». Δύο εβδομάδες αργότερα, η Χαμάς επιτέθηκε, κάνοντας θρύψαλα τα σχέδια του Νετανιάχου.

 

———————————-

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΡΗΞΗ

Ο Νετανιάχου και οι υποστηρικτές του προσπαθούν να μεταθέσουν την ευθύνη για την 7η Οκτωβρίου μακριά από τον ίδιο. Ο πρωθυπουργός, υποστηρίζουν, παραπλανήθηκε από τους επικεφαλής των υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών που δεν τον ενημέρωσαν για μια προειδοποίηση της τελευταίας στιγμής ότι κάτι ύποπτο συνέβαινε στη Γάζα (αν και ακόμη και αυτές οι ενδείξεις συναγερμού ερμηνεύτηκαν ως σημάδια μιας μικρής επίθεσης ή απλώς ως ‘θόρυβος’). «Σε καμία περίπτωση και σε κανένα στάδιο δεν προειδοποιήθηκε ο πρωθυπουργός Νετανιάχου για τις πολεμικές προθέσεις της Χαμάς», έγραψε το γραφείο του Νετανιάχου στο Twitter αρκετές εβδομάδες μετά την επίθεση. «Αντιθέτως, η εκτίμηση ολόκληρου του κλιμακίου ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών και του επικεφαλής της Shin Bet, ήταν ότι η Χαμάς είχε τρομάξει και αναζητούσε μια διευθέτηση». (Αργότερα ζήτησε συγγνώμη για την ανάρτηση αυτή).

Αλλά η ανικανότητα του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών, όσο θλιβερή και αν ήταν, δεν μπορεί να προστατεύσει τον πρωθυπουργό από την ενοχή – και όχι μόνο επειδή, ως επικεφαλής της κυβέρνησης, ο Νετανιάχου φέρει την τελική ευθύνη για ό,τι συμβαίνει στο Ισραήλ. Η απερίσκεπτη προπολεμική πολιτική του να διχάζει τους Ισραηλινούς έκανε τη χώρα ευάλωτη, δελεάζοντας τους συμμάχους του Ιράν να χτυπήσουν μια διχασμένη κοινωνία. Ο εξευτελισμός των Παλαιστινίων από τον Νετανιάχου βοήθησε τον ριζοσπαστισμό να ευδοκιμήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι η Χαμάς ονόμασε την επιχείρησή της «Πλημμύρα του Αλ Άκσα» και παρουσίασε τις επιθέσεις ως έναν τρόπο προστασίας του Αλ Άκσα από την εβραϊκή κατάληψη. Η προστασία του ιερού μουσουλμανικού τόπου θεωρήθηκε ως λόγος για να επιτεθούν στο Ισραήλ και να αντιμετωπίσουν τις αναπόφευκτα ολέθριες συνέπειες μιας αντεπίθεσης των IDF.

Το ισραηλινό κοινό δεν έχει απαλλάξει τον Νετανιάχου από την ευθύνη για την 7η Οκτωβρίου. Το κόμμα του πρωθυπουργού έπεσε κατακόρυφα στις δημοσκοπήσεις και η δημοτικότητά του επίσης, αν και η κυβέρνηση διατηρεί την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η επιθυμία της χώρας για αλλαγή δεν εκφράζεται μονάχα από τις έρευνες της κοινής γνώμης. Ο μιλιταρισμός έχει επιστρέψει κατά μήκος όλης της χώρας. Οι διαδηλωτές κατά του Μπίμπι έσπευσαν να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους στην εφεδρεία [του στρατεύματος] παρά τις διαμαρτυρίες, καθώς οι πρώην διοργανωτές των διαδηλώσεων κατά του Νετανιάχου αντικατέστησαν τη δυσλειτουργική ισραηλινή κυβέρνηση στη φροντίδα των ατόμων που εκκενώθηκαν από το νότο και το βορρά της χώρας. Πολλοί Ισραηλινοί έχουν οπλιστεί με πιστόλια και τουφέκια εφόδου, υποβοηθούμενοι από την εκστρατεία του Ben-Gvir για τη χαλάρωση της ρύθμισης των ιδιωτικών φορητών όπλων. Μετά από δεκαετίες σταδιακής μείωσης, ο αμυντικός προϋπολογισμός αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 50 τοις εκατό.

Κόσμος διαδηλώνει κατά της κυβέρνησης Νετανιάχου, Τελ Αβίβ, Ισραήλ,
Ιανουάριος 2024. Alexandre Meneghini / Reuters

Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές, αν και κατανοητές, είναι επιταχύνσεις [της ακολουθούμενης πορείας] και όχι μετατοπίσεις [από την ακολουθούμενη πορεία]. Το Ισραήλ εξακολουθεί να ακολουθεί τον ίδιο δρόμο στον οποίο το οδηγεί εδώ και χρόνια ο Νετανιάχου. Η ταυτότητά του είναι πλέον λιγότερο φιλελεύθερη και ισόνομη, περισσότερο εθνοτικο-εθνικιστική[10] και μιλιταριστική. Το σύνθημα «Ενωμένοι για τη Νίκη», που βλέπουμε σε κάθε γωνία του δρόμου, δημόσιο λεωφορείο και τηλεοπτικό κανάλι στο Ισραήλ, στοχεύει στην ενοποίηση της εβραϊκής κοινωνίας της χώρας. Στην αραβική μειονότητα του κράτους, η οποία στη συντριπτική της πλειοψηφία υποστήριξε μια γρήγορη κατάπαυση του πυρός και ανταλλαγή κρατουμένων, έχει επανειλημμένα απαγορευτεί από την αστυνομία να πραγματοποιήσει δημόσιες διαμαρτυρίες. Δεκάδες Άραβες πολίτες έχουν παραπεμφθεί νομικά για αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που εξέφραζαν την αλληλεγγύη τους στους Παλαιστίνιους στη Γάζα, ακόμη και αν οι αναρτήσεις δεν υποστήριζαν ή επιδοκίμαζαν τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου. Πολλοί φιλελεύθεροι Ισραηλινοί Εβραίοι, εν τω μεταξύ, αισθάνονται προδομένοι από δυτικούς ομολόγους τους που, κατά την άποψή τους, έχουν ταχθεί στο πλευρό της Χαμάς. Αναθεωρούν τις προπολεμικές απειλές τους να μεταναστεύσουν μακριά από τη θρησκευτική απολυταρχία του Νετανιάχου και οι ισραηλινές εταιρείες ακινήτων αναμένουν ένα νέο κύμα εβραίων μεταναστών που αναζητούν να ξεφύγουν από τον αυξανόμενο αντισημιτισμό που βιώνουν στο εξωτερικό[11].

Και, όπως συνέβαινε και προπολεμικά, σχεδόν κανένας Ισραηλινός Εβραίος δεν σκέφτεται πώς θα μπορούσε να επιλυθεί ειρηνικά η παλαιστινιακή σύγκρουση. Η ισραηλινή αριστερά, που παραδοσιακά ενδιαφερόταν για την επιδίωξη της ειρήνης, έχει πλέον σχεδόν εκλείψει. Τα κεντρώα κόμματα του Γκαντζ και του Λαπίντ, νοσταλγώντας το παλιό καλό Ισραήλ πριν από τον Νετανιάχου, φαίνεται να αισθάνονται σαν στο σπίτι τους στη νέα μιλιταριστική κοινωνία και δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν την κυρίαρχη δημοτικότητά τους, υποστηρίζοντας τις διαπραγματεύσεις “Γη για Ειρήνη”. Και η Δεξιά είναι πιο εχθρική προς τους Παλαιστίνιους από ποτέ.

Ο Νετανιάχου έχει εξισώσει την Παλαιστινιακή Αρχή με τη Χαμάς και, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει απορρίψει τις αμερικανικές προτάσεις να την καταστήσει μεταπολεμικό κυβερνήτη της Γάζας, γνωρίζοντας ότι μια τέτοια απόφαση θα αναβίωνε τη λύση των δύο κρατών. Τα ακροδεξιά φιλαράκια του πρωθυπουργού θέλουν να ερημώσουν τη Γάζα και να εξορίσουν τους Παλαιστίνιους της σε άλλες χώρες, δημιουργώντας μια δεύτερη nakba που θα άφηνε τη γη ανοιχτή για νέους εβραϊκούς οικισμούς. Για να εκπληρώσουν αυτό το όνειρο, ο Ben-Gvir και ο Smotrich απαίτησαν από τον Νετανιάχου να απορρίψει κάθε συζήτηση για μια μεταπολεμική ρύθμιση στη Γάζα που θα αφήνει τους Παλαιστίνιους επικεφαλής και απαίτησαν από την κυβέρνηση να αρνηθεί να διαπραγματευτεί για την περαιτέρω απελευθέρωση των ισραηλινών ομήρων. Έχουν επίσης εξασφαλίσει ότι το Ισραήλ δεν θα κάνει τίποτα για να σταματήσει τις νέες επιθέσεις των Εβραίων εποίκων κατά των Αράβων κατοίκων της Δυτικής Όχθης.

Αν το παρελθόν αποτελεί προηγούμενο, η χώρα δεν είναι εντελώς χωρίς ελπίδα. Η ιστορία δείχνει ότι υπάρχει πιθανότητα ο προοδευτισμός να επανέλθει και οι συντηρητικοί να χάσουν την επιρροή τους. Μετά από προηγούμενες μεγάλες επιθέσεις, η ισραηλινή κοινή γνώμη μετατοπίστηκε αρχικά προς τα δεξιά, αλλά στη συνέχεια άλλαξε πορεία και αποδέχθηκε εδαφικούς συμβιβασμούς με αντάλλαγμα την ειρήνη. Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ το 1973 οδήγησε τελικά στην ειρήνη με την Αίγυπτο- η πρώτη Ιντιφάντα, που ξεκίνησε το 1987, οδήγησε στις συμφωνίες του Όσλο και στην ειρήνη με την Ιορδανία- και η δεύτερη Ιντιφάντα, που ξέσπασε το 2000, έληξε με τη μονομερή αποχώρηση από τη Γάζα.

Αλλά οι πιθανότητες να επαναληφθεί αυτή η δυναμική είναι αμυδρές. Δεν υπάρχει καμία παλαιστινιακή ομάδα ή ηγέτης αποδεκτός από το Ισραήλ με τον τρόπο που υπήρξε η Αίγυπτος και ο πρόεδρός της μετά το 1973. Η Χαμάς είναι προσηλωμένη στην καταστροφή του Ισραήλ και η Παλαιστινιακή Αρχή είναι αδύναμη. Το Ισραήλ, επίσης, είναι αδύναμο: η πολεμική του ενότητα έχει ήδη ραγίσει, και οι πιθανότητες είναι μεγάλες ότι η χώρα θα διασπαστεί περαιτέρω αν και όταν οι μάχες μειωθούν. Οι αντι-Μπιμπιστές ελπίζουν να προσεγγίσουν τους απογοητευμένους Μπιμπιστές και να επιβάλουν πρόωρες εκλογές φέτος. Ο Νετανιάχου, με τη σειρά του, θα υποδαυλίσει τους φόβους και θα στυλώσει τα πόδια. Τον Ιανουάριο, συγγενείς ομήρων εισέβαλαν σε κοινοβουλευτική συνεδρίαση για να απαιτήσουν από την κυβέρνηση να προσπαθήσει να απελευθερώσει τα μέλη των οικογενειών τους, στο πλαίσιο μιας σύγκρουσης μεταξύ των Ισραηλινών για το αν η χώρα θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην ήττα της Χαμάς ή να κάνει μια συμφωνία για την απελευθέρωση των υπόλοιπων αιχμαλώτων. Ίσως η μόνη ιδέα στην οποία υπάρχει ενότητα είναι η εναντίωση σε μια συμφωνία “Γη έναντι Ειρήνης”. Μετά την 7η Οκτωβρίου, οι περισσότεροι Εβραίοι Ισραηλινοί συμφωνούν ότι οποιαδήποτε περαιτέρω παραχώρηση εδαφών θα δώσει στους μαχητές ένα ορμητήριο για την επόμενη σφαγή.

Τελικά, λοιπόν, το μέλλον του Ισραήλ μπορεί να μοιάσει πολύ με την πρόσφατη ιστορία του. Με ή χωρίς τον Νετανιάχου, η «διαχείριση των συγκρούσεων» και το «κούρεμα του γκαζόν» θα παραμείνουν η κρατική πολιτική—πράγμα που σημαίνει περισσότερη κατοχή, εποικισμούς και εκτοπίσεις. Αυτή η στρατηγική μπορεί να φαίνεται ως η λιγότερο επικίνδυνη επιλογή, τουλάχιστον για ένα ισραηλινό κοινό που έχει σημαδευτεί από τη φρίκη της 7ης Οκτωβρίου και είναι κουφό σε νέες προτάσεις ειρήνης. Αλλά θα οδηγήσει μόνο σε περισσότερη καταστροφή. Οι Ισραηλινοί δεν μπορούν να περιμένουν σταθερότητα αν συνεχίσουν να αγνοούν τους Παλαιστίνιους και να απορρίπτουν τις προσδοκίες τους, την ιστορία τους, ακόμη και την παρουσία τους.

Αυτό είναι το μάθημα που θα έπρεπε να έχει πάρει η χώρα από την αρχαία προειδοποίηση του Dayan. Το Ισραήλ πρέπει να προσεγγίσει τους Παλαιστίνιους και ο ένας τον άλλον, αν θέλει μια βιώσιμη και με σεβασμό συνύπαρξη.

[1] Οι φωτογραφίες και οι παραπομπές είναι οι πρωτότυπες του άρθρου. Οι σημειώσεις και τα σχόλια είναι του μεταφραστή.

[2] Ο Νετανιάχου και η συμμαχία του αρνούνται την υπαγωγή της Γάζας στην Παλαιστινιακή Αρχή, που διοικεί την Δ. Όχθη έχοντας λίγο-πολύ αποδεχθεί να λειτουργεί ως πληρεξούσιος του Ισραήλ, παρά τις σχετικές προτάσεις των Αμερικανών, επειδή φοβούνται ότι μια τέτοια ενοποίηση της διοίκησης των Παλαιστινίων θα μπορούσε να αναζωπυρώσει τις διεκδικήσεις για τη λύση ‘των δύο κρατών’.

[3] Τα souk στο Μαρόκο είναι παζάρια πολύ δημοφιλή στους τουρίστες, με σημαντικότερα αυτά του Marrakech

[4] Φυσικά, αυτός είναι ο ορισμός του απαρτχάιντ, έστω και αν ο Aluf Benn δεν θέλει να εκστομίσει τη λέξη.

[5] Ο Εβραϊκός Ναός φυσικά δεν υπάρχει εδώ και σχεδόν δύο χιλιετίες. Αντίθετα, το τζαμί Αλ Άκσα, από τους ιερότερους χώρους των Μουσουλμάνων (τρίτος στην ιεραρχία μετά την Μέκκα και την Μεδίνα), βρίσκεται στο Όρος του Ναού και στην παρούσα του μορφή εδώ και σχεδόν μία χιλιετία.

[6] Το 1996, οι Παλαιστίνιοι ανακάλυψαν ότι το Ισραήλ είχε σκάψει κρυφά μια σήραγγα που οδηγούσε στην αρχαία περιοχή του τείχους Al-Buraq, γεγονός που προκάλεσε συγκρούσεις με τους Παλαιστίνιους με 63 νεκρούς και 600 τραυματίες. Γνωστό στους Εβραίους ως «Δυτικό Τείχος» ή «Τείχος των Δακρύων», το Τείχος Al-Buraq είναι το δυτικό τμήμα του συγκροτήματος του τζαμιού Αλ-Άκσα. Στις 21 Μαΐου του 2023 το υπουργικό συμβούλιο του Ισραήλ με πρωτοβουλία του Νετανιάχου σε μια επίδειξη πρόκλησης συνεδρίασε εντός του τούνελ κάτω από το τζαμί.

[7] Φυσικά αυτοί που πραγματοποιούν τις ‘τρομοκρατικές επιθέσεις’ και απαλλοτριώνουν τους κατοίκους από τη γη τους είναι οι έποικοι. Η ορολογία του διευθυντή σύνταξης της Χααρέτζ είναι χαρακτηριστική των ορίων εκείνων που αντιπολιτεύονται από κεντροαριστερές θέσεις τον Νετανιάχου στο Ισραήλ.

[8] Βλέπουμε και πάλι εδώ ότι για την φιλελεύθερη και κεντρώα αντιπολίτευση τα ουσιώδη ζητήματα ζωής και θανάτου που αφορούν τους Παλαιστινίους και τη σχέση τους με το κράτος-απαρτχάιντ δεν υπάρχουν στην πράξη.

[9] Mainstream στο αγγλικό κείμενο. Πρόκειται για το ‘κοσμικό κατεστημένο’ κατά Aluf Benn, δηλαδή για τις κοινωνικές και πολιτικές ελίτ που έχει παραμερίσει η ‘νέα τάξη’ του Νετανιάχου. Οι διαφορές σχίζουν κάθετα όλη την κοινωνία του Ισραήλ και έχουν να κάνουν και με την χώρα προέλευσης των κατοίκων του—οι προερχόμενοι από αφρικανικές και ασιατικές χώρες, μέχρι πρόσφατα σε περιθωριακή θέση, με τον Νετανιάχου αναλαμβάνουν τα ινία του κράτους από τους εξ Ευρώπης και ΗΠΑ προερχομένους. Με το θέμα έχει ασχοληθεί συστηματικά ο Alastair Crooke.

[10] Ethnonationalist στο πρωτότυπο. Σύμφωνα με την Wikipedia, «o εθνοτικός εθνικισμός, γνωστός και ως εθνο-εθνικισμός, είναι μια μορφή εθνικισμού στην οποία το έθνος και η εθνικότητα ορίζονται με βάση την εθνότητα, με έμφαση σε μια εθνοκεντρική (και σε ορισμένες περιπτώσεις εθνοκρατική) προσέγγιση σε διάφορα πολιτικά ζητήματα που σχετίζονται με την εθνική επιβεβαίωση μιας συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας». Ουσιαστικά, με απλά λόγια, την ισραηλινή εθνικότητα μπορούν να έχουν μόνο οι εθνοτικά Εβραίοι, την ουκρανική εθνικότητα μόνο οι εθνοτικά Ουκρανοί (και όχι οι εθνοτικά Ρώσοι), την ελληνική εθνικότητα μόνο οι εθνοτικά Έλληνες, κ.ο.κ. Πρόκειται για ρατσιστική προσέγγιση που συνεπάγεται την καταστολή των δικαιωμάτων των μη εθνοτικά Εβραίων (απαρτχάιντ).

[11] Είναι ιδιαίτερα κουραστική, αν όχι γελοία, αυτή η συνεχής ταύτιση της κριτικής προς τις γενοκτονικές πολιτικές του Ισραήλ με τον αντισημιτισμό, από την οποία μοιάζει να μην ξεφεύγει ούτε ο αρχισυντάκτης της Haaretz. Είναι περίεργη εμμονή στην προπαγάνδιση αυτών των απόψεων που όλο και περισσότερο απομονώνουν το κράτος-απαρτχάιντ από την υπόλοιπη ανθρωπότητα.

Πηγή: Foreign Affairs

Μετάφραση – επιμέλεια: Κ. Μηλολιδάκης

Οι ‘αντι-συμβατικές ιδέες’ της Ισραηλινής πολιτικής ελίτ για την ανάπτυξη και διατήρηση του καθεστώτος απαρτχάιντ στη χώρα

Το παρόν είναι ένα σημαντικό θεωρητικό άρθρο του πρώην Βρετανού διπλωμάτη Alastair Crooke, με μεγάλο πλούτο ιδεών όσον αφορά τη στρατηγική της σιωνιστικής ανάπτυξης του κράτους του Ισραήλ. Το άρθρο ασχολείται με την κεντρική ιδέα ότι μέσω της ασάφειας στα εκάστοτε όρια και την  θόλωση του καθιερωμένου και οριοθετημένου χώρου γίνεται δυνατός ο αποικιοκρατικός έλεγχος των Παλαιστινιακών πληθυσμών. Η ιδέα αυτή, που αρχικά αποτελούσε στρατιωτικό δόγμα, έχει σταδιακά διεισδύσει στην ισραηλινή πολιτική σφαίρα, γράφει ο Alastair Crooke.

Το άρθρο παρουσιάζει και μεγάλο ενδιαφέρον στο τελικό του συμπέρασμα για την κατά πάσα πιθανότητα, σύμφωνα με τον Crooke, τροπή που θα λάβει η παραδοσιακή πολιτική των ‘ρευστών συνόρων’ από τον Νετανιάχου στην προσπάθεια να διαιωνιστεί η παγίδευση του Παλαιστινιακού λαού σε ένα καθεστώς ‘διαφοροποιημένων δικαιωμάτων’, δηλαδή απαρτχάιντ, το οποίο ταυτίζεται με την αντίληψη της ‘αποκλειστικότητας’ που βρίσκεται στην καρδιά του Σιωνισμού.

Το ρευστό “Τελικό Παιχνίδι” του Νετανιάχου – Δεν είναι τέχνασμα, αλλά επιστροφή σε παλαιότερη σιωνιστική στρατηγική

Του Alastair Crooke, 22 Ιανουαρίου 2024

Ο μακαρίτης Αριέλ Σαρόν, ένας επί μακρόν ισραηλινός στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης, εκμυστηρεύτηκε κάποτε στον στενό του φίλο Uri Dan ότι «οι Άραβες δεν είχαν ποτέ αποδεχτεί πραγματικά την παρουσία του Ισραήλ … και έτσι, μια λύση δύο κρατών δεν ήταν δυνατή – ούτε καν επιθυμητή».

Στο μυαλό αυτών των δύο – όπως και για τους περισσότερους Ισραηλινούς σήμερα – κρύβεται ο ‘γόρδιος δεσμός’ που βρίσκεται στην καρδιά του σιωνισμού: Πώς να διατηρηθούν τα διαφοροποιημένα δικαιώματα σε ένα φυσικό έδαφος που περιλαμβάνει έναν μεγάλο παλαιστινιακό πληθυσμό.

Οι ισραηλινοί ηγέτες πίστευαν ότι με την αντισυμβατική προσέγγιση του Σαρόν για τη “χωρική ασάφεια”, το Ισραήλ βρισκόταν κοντά στην ανάπτυξη μιας λύσης στον γρίφο της διαχείρισης των διαφοροποιημένων δικαιωμάτων μέσα σε ένα κράτος σιωνιστικής πλειοψηφίας, το οποίο περιλαμβάνει σημαντικές μειονότητες. Οι Παλαιστίνιοι, πίστευαν πολλοί Ισραηλινοί (μέχρι πρόσφατα), περιορίζονταν επιτυχώς σε έναν διαγραμμισμένο πολιτικό και φυσικό χώρο – και μάλιστα είχαν ‘εξαφανιστεί’ σε σημασία – για να έρθει η Χαμάς, στις 7 Οκτωβρίου, να τινάξει στον αέρα όλο αυτό το περίτεχνο μοντέλο.

Το γεγονός αυτό πυροδότησε έναν ευρύτατα διαδεδομένο και υπαρξιακό φόβο ότι το σιωνιστικό εγχείρημα θα μπορούσε ενδεχομένως να καταρρεύσει, εάν τα σιωνιστικά θεμέλια της αποκλειστικότητας απορρίπτονταν από μια ευρεία αντίσταση έτοιμη να οδηγήσει το ζήτημα σε πόλεμο.

Το πρόσφατο άρθρο του Αμερικανού δημοσιογράφου Steve Inskeep—Η Έλλειψη Στρατηγικής του Ισραήλ είναι η Στρατηγική—φέρνει στο επίκεντρο το φαινομενικό παράδοξο: Ότι ενώ ο Νετανιάχου είναι πολύ σαφής σχετικά με αυτό που δεν θέλει, την ίδια στιγμή παραμένει πεισματικά αδιαφανής σχετικά με αυτό που θέλει ως μέλλον για τους Παλαιστίνιους που ζουν σε ένα κοινόχρηστο έδαφος.

Για όσους πιστεύουν ότι η ειρήνη στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε (ή θα έπρεπε) να είναι ο στόχος του Νετανιάχου, αυτή η αδιαφάνεια εμφανίζεται ως σοβαρό ‘ελάττωμα’ για την επίλυση της κρίσης στη Γάζα. Ωστόσο, αν ο Νετανιάχου (που υποστηρίζεται από το υπουργικό του συμβούλιο και την πλειοψηφία των Ισραηλινών) δεν προσφέρει καμία στρατηγική για την ειρήνη με τους Παλαιστίνιους, τότε ίσως η παράλειψή της να μην είναι ‘ελάττωμα’, αλλά να είναι το χαρακτηριστικό της.

Για να κατανοήσετε το υποκείμενο οξύμωρο, πρέπει να αντιληφθείτε γιατί ο Αριέλ Σαρόν και ο Uri Dan ‘είπαν όσα είπαν’, και να καταλάβετε πώς η στρατιωτική εμπειρία του Σαρόν από τον πόλεμο του 1973 έχει ουσιαστικά διαμορφώσει ολόκληρο το παλαιστινιακό μοντέλο [του Ισραήλ]. Το 2011, έγραψα ένα άρθρο στο Foreign Policy, στο οποίο διατυπώθηκε η άποψη ότι η αντίληψη του Σαρόν περί Παλαιστινιακής Μόνιμης Ασάφειας ήταν -και παραμένει- η βασική απάντηση των Σιωνιστών στο πώς να παρακάμψουν το παράδοξο που ενυπάρχει στον Σιωνισμό. Τριάντα χρόνια αργότερα, εξακολουθεί να ελλοχεύει σε όλες τις πρόσφατες δηλώσεις του Νετανιάχου (και των ισραηλινών ηγετών όλου του πολιτικού φάσματος).

Ήδη από το 2008, η υπουργός Εξωτερικών (και δικηγόρος), Τζίπι Λίβνι, εξηγούσε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες γιατί «η μόνη απάντηση του Ισραήλ (στο ζήτημα της συντήρησης του Σιωνισμού) ήταν να διατηρήσει τα σύνορα του κράτους απροσδιόριστα – κατέχοντας παράλληλα τους σπάνιους υδάτινους και εδαφικούς πόρους – κρατώντας τους Παλαιστίνιους σε μια κατάσταση μόνιμης αβεβαιότητας, να εξαρτώνται από την καλή θέληση του Ισραήλ».

Και σημείωσα σε ένα ξεχωριστό κείμενο:

«Η Λίβνι έλεγε ότι ήθελε το Ισραήλ να είναι ένα Σιωνιστικό κράτος – βασισμένο στο Νόμο της Επιστροφής[1] και ανοιχτό σε κάθε Εβραίο. Ωστόσο, η εξασφάλιση ενός τέτοιου κράτους σε μια χώρα με πολύ περιορισμένη επικράτεια  σημαίνει ότι η γη και το νερό πρέπει να παραμείνουν υπό Εβραϊκό έλεγχο, με διαφοροποιημένα δικαιώματα για Εβραίους και μη Εβραίους. Δικαιώματα που επηρεάζουν τα πάντα, από τη στέγαση και την πρόσβαση στη γη, μέχρι τις θέσεις εργασίας, τις επιδοτήσεις, τους γάμους και τη μετανάστευση».

Επομένως, η λύση των δύο κρατών, εκ των πραγμάτων, δεν έλυνε το πρόβλημα της διατήρησης του Σιωνισμού, αλλά μάλλον το επιδείνωνε. Το αναπόφευκτο αίτημα για πλήρη ισότητα των Παλαιστινίων όσον αφορά τα δικαιώματά τους θα έφερνε το τέλος των εβραϊκών ‘ειδικών δικαιωμάτων’ και του ίδιου του Σιωνισμού, υποστήριξε η Λίβνι—μια απειλή σχετικά με την οποία συμφωνούν οι περισσότεροι Σιωνιστές.

Η απάντηση του Σαρόν σε αυτό το απόλυτο παράδοξο, ωστόσο, ήταν διαφορετική:

Ο Σαρόν είχε ένα εναλλακτικό σχέδιο για τη διαχείριση μιας μεγάλης μη εβραϊκής ‘εξωτερικής ομάδας’, που θα είχε φυσική παρουσία μέσα σε ένα Σιωνιστικό κράτος διαφοροποιημένων δικαιωμάτων. Η εναλλακτική λύση του Σαρόν κατέληγε στην αποτροπή μιας λύσης δύο κρατών εντός σταθερών συνόρων.

Αυτό υποδήλωνε έναν πολύ διαφορετικό τρόπο σκέψης, σε αντίθεση με ό,τι εδώ και καιρό θεωρούνταν διεθνώς ως γενική συναίνεση: Δηλαδή, ότι η λύση των δύο κρατών θα αναδυόταν τελικά—κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες—επειδή αυτό ήταν προς το απώτερο δημογραφικό συμφέρον του Ισραήλ[2].

Οι ρίζες της ‘εναλλακτικής’ του Σαρόν βρίσκονταν στη ριζικά ανορθόδοξη στρατιωτική του σκέψη για το πώς θα υπερασπιστεί το κατεχόμενο τότε Σινά από τον Αιγυπτιακό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Αίγυπτο το 1973.

Η έκβαση του Ισραηλινο-Αραβικού πολέμου του 1973 δικαίωσε πλήρως το δόγμα του Σαρόν για μια δικτυακή άμυνα που βασιζόταν σε ένα πλέγμα υπερυψωμένων οχυρών σημείων που ήταν διασκορπισμένα σε όλο το βάθος του Σινά – ένα πλαίσιο που λειτουργούσε ως μια εκτεταμένη χωρική ‘παγίδα’ που παρείχε στους Ισραηλινούς υψηλό επίπεδο κινητικότητας, ενώ παρέλυε τον εχθρό που παγιδευόταν μέσα στο πλέγμα των αλληλοσυνδεόμενων οχυρών σημείων.

(Αν ο αναγνώστης παρατηρήσει την ομοιότητα αυτής της προσέγγισης με τους ισραηλινούς στρατηγικούς κόμβους από οικισμούς-‘οχυρά’ που είναι σήμερα διασκορπισμένοι στη Δυτική Όχθη, αυτό δεν είναι τυχαίο!).

Ο Σαρόν οραματιζόταν την έκταση ολόκληρης της Δυτικής Όχθης ως ένα εκτεταμένο, διαπερατό και προσωρινό ‘σύνορο’. Αυτή η προσέγγιση μπορούσε επομένως να αγνοήσει οποιαδήποτε λεπτή γραμμή με μολύβι, που θα σχεδιαζόταν για να υποδηλώσει κάποιο πολιτικό σύνορο. Αυτό το πλαίσιο αποσκοπούσε στο να αφήσει τους Παλαιστίνιους σε μια κατάσταση μόνιμης αβεβαιότητας, εγκλωβισμένους μέσα σε ένα πλέγμα αλληλοσυνδεόμενων οικισμών και υποκείμενους σε Ισραηλινές στρατιωτικές επεμβάσεις κατά την αποκλειστική κρίση του Ισραήλ.

Το 1982, ο Σαρόν επεξεργάστηκε το σχέδιο “Η” ενός πλέγματος οχυρών εποικισμών στη Δυτική Όχθη, στο οποίο θα καθρεπτιζόταν η στρατηγική που είχε ακολουθηθεί στο Σινά. Αυτή η αμυντική στρατηγική, ωστόσο, είχε επίσης ως αποτέλεσμα να προσδώσει νέο σκοπό και νομιμοποίηση στον ‘Εποικιστικό Σιωνισμό’.

Η επιτυχία αυτής της στρατηγικής οδήγησε έτσι στη μετατροπή της από μια ουσιαστικά στρατιωτική αμυντική δομή (με στόχο την παράλυση των Παλαιστινίων μέσα σε ένα πλέγμα ισχυρών σημείων των IDF[3]) σε μια κεντρική προσέγγιση, στη συνέχεια, για τη διαχείριση των Παλαιστινίων ευρύτερα. Με την πάροδο των ετών, αυτή θα γινόταν πιο κατασταλτική, πιο καταχρηστική και πιο απεχθής. Και τελικά, [αυτή η προσέγγιση] έσπειρε τη λύση απαρτχάιντ των δύο κρατών.[4]

Όταν ο Αριέλ Σαρόν ‘τράβηξε’ τις ίδιες τις άκρες της συνοριακής γραμμής του Ισραήλ και τις ‘έριξε’ εκατέρωθεν της Δυτικής Όχθης, ουσιαστικά έλεγε ότι οι έποικοι της Δυτικής Όχθης είναι η χωρικά διευρυμένη συνοριακή γραμμή της προ του 1967 επικράτειας, όπως ακριβώς είχε επεκτείνει τα σύνορα του Ισραήλ μέσω των πλεγμάτων των οχυρών-σημείων στο Σινά.

Αυτό ακριβώς ήταν το νόημα του οράματός του: Δεν έχει σημασία αν το Ισραήλ βρίσκεται στα προ του 1967 ή στα μετά το 1967 εδάφη—όλα τα σύνορα ήταν ρευστά και μεταβαλλόμενης μορφής, κατά την άποψή του. Τα επεκταμένα, ελαστικά, διαπερατά, με πλέγματα-παγίδες ‘σύνορα’ του Σαρόν ξεκίνησαν έτσι μια διαδικασία—στη στρατιωτική σφαίρα—της θόλωσης των διακρίσεων μεταξύ ενός εσωτερικού πολιτικού χώρου και ενός εξωτερικού. Αυτό, μαζί με την έννοια του Sharon για τον ‘μη σεβαστό’ χώρο, έγινε το καθιερωμένο ισραηλινό στρατιωτικό δόγμα.

«Θέλουμε να αντιπαραθέσουμε στον διαγραμμισμένο χώρο της παραδοσιακής, παλιομοδίτικης στρατιωτικής πρακτικής την ομαλότητα που επιτρέπει την κίνηση στον χώρο, μια κίνηση που διασχίζει ανεμπόδιστα τα όποια σύνορα και εμπόδια. Αντί να περιορίζουμε και να οργανώνουμε τις δυνάμεις μας σύμφωνα με τα υπάρχοντα σύνορα, θέλουμε να κινούμαστε μέσα από αυτά», σημείωνε ένας ανώτερος ισραηλινός αξιωματικός το 2006.[5]

Είναι κρίσιμο ότι η ιδέα του θολώματος του καθιερωμένου και οριοθετημένου χώρου διείσδυσε σταδιακά από την στρατιωτική στην ισραηλινή πολιτική σφαίρα. Επιπλέον, η αρχή της σύγχυσης αυτού που βρίσκεται εντός με αυτό που βρίσκεται εκτός έχει επεκταθεί στον πολιτικό και νομικό χώρο των Κατεχόμενων Παλαιστινιακών Εδαφών. Επέτρεψε τη διαμόρφωση ενός χώρου δύο επιπέδων, υπάγοντας τους Ισραηλινούς Εβραίους και τους Παλαιστίνιους Άραβες σε διαφορετικά συστήματα κινητικότητας και διοικητικής μεταχείρισης.

Οι διαφοροποιημένοι νομικοί και διοικητικοί χώροι παγίωσαν έτσι και τη Σιωνιστική πολιτική αρχή της διαφοροποίησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Αυτό το σύστημα δύο επιπέδων προβλέπει τον πολιτικό αποκλεισμό των Παλαιστινίων, αλλά διατηρεί την εξάρτηση και τη νομική ένταξη των Παλαιστινίων κάτω από τον ισραηλινό μηχανισμό ελέγχου. Το σύστημα αυτό είναι ουσιαστικά ένα σύστημα εξαίρεσης στην κυριαρχία, με το οποίο έχουν ασχοληθεί φιλόσοφοι όπως ο Carl Schmitt και ο Giorgio Agamben.

Ας προχωρήσουμε γρήγορα στη σημερινή εποχή: Μόλις καταστεί σαφές ότι ο πρωταρχικός στόχος είναι αυτός της διατήρησης του Σιωνισμού, τότε όλα όσα κάνει ο Νετανιάχου βγάζουν νόημα. Η ουσία του προβλήματος παραμένει αμετάβλητη: Η εγγενής αντίφαση ενός Σιωνιστικού κράτους εξαιρέσεων που ενσωματώνει μια σημαντική μη εβραϊκή εξω-ομάδα χωρίς δικαιώματα—είτε αυτή βρίσκεται στο περιφραγμένο γκέτο της Γάζας είτε στο ‘πλέγμα οχυρών των εποίκων’ στη Δυτική Όχθη—έχει καταστεί μη βιώσιμη.

Μόλις το ‘σύστημα’ διαχωρισμού του Αριέλ Σαρόν καταρρεύσει (όπως συνέβη στις 7 Οκτωβρίου), ιδέες όπως οι προτάσεις του Μπλίνκεν για την “επόμενη μέρα” στη Γάζα εγείρουν αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του σιωνιστικού σχεδίου καθαυτού. Με απλά λόγια, ο Σιωνισμός θα πρέπει να επανεξεταστεί—ή να εγκαταλειφθεί.

Το ίδιο και οι πολιτικές απαντήσεις της Δύσης θα πρέπει να επανεξεταστούν. Οι καλοπροαίρετες κοινοτοπίες για μια ‘λύση’ δύο κρατών είναι εδώ και χρόνια πολύ πίσω. Πολύ νερό έχει κυλήσει κάτω από τη γέφυρα. Ίσως θα ήταν καλύτερο αν η Δύση μπορούσε να αρχίσει να εξετάζει τις συνέπειες της ήττας για εκείνους που έχουν αγκαλιάσει τη μία πλευρά σε αυτήν τη σύγκρουση. Είναι περισσότερα από τις σκέτες ενέργειες του Ισραήλ στη Γάζα που βρίσκονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου στη Χάγη, πολλά άλλα επίσης δικάζονται (από τη σκοπιά του Παγκόσμιου Νότου).

Άραγε θα μπορούσε στ’ αλήθεια να είχε επιτύχει αυτή η ισραηλινή ‘ενσωμάτωση δια του αποκλεισμού’; Το τεχνο-χωροταξικό πολιτικό σύστημα του Σαρόν, παρά την αξίωσή του για φιλοσοφική νομιμοποίηση, τελικά, στη ρίζα του δεν είναι παρά μια εξέλιξη του υποδείγματος που έχει συνδεθεί με έναν βασικό Σιωνιστή θεωρητικό, τον Βλαντιμίρ Γιαμποτίνσκι: δηλαδή ένας διαφορετικός τρόπος για να επιτευχθεί η ‘εξαφάνιση’ των Παλαιστινίων.

Και αν η παλαιστινιακή εξω-ομάδα δεν μπορεί να ‘εξαφανιστεί’ μέσω των τεχνο-χωρικών κατασκευών, δεν θα ήταν έκπληξη αν η λογική της κατάστασης οδηγούσε τον Νετανιάχου και την κυβέρνησή του πίσω στην αρχική στρατηγική του Σαρόν για ριζική έλλειψη σεβασμού του στρατιωτικού χώρου και των πολιτικών συνόρων—να αιφνιδιάσει και να δημιουργήσει μια εκτεταμένη χωρική παγίδα για τους Παλαιστίνιους (όπως έκανε ο Σαρόν με τον αιγυπτιακό στρατό).

«Το Ισραήλ είναι το κράτος του εβραϊκού λαού», υπογράμμισε η Λίβνι το 2008—τονίζοντας τη Σιωνιστική ‘βασική γραμμή’—«και θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι όταν μιλάμε για τον «λαό του», αυτός είναι ο εβραϊκός λαός, με την Ιερουσαλήμ να είναι η ενιαία και αδιαίρετη πρωτεύουσα του Ισραήλ και του εβραϊκού λαού εδώ και 3007 χρόνια».

Πηγή: Strategic Culture

Μετάφραση – επιμέλεια: Κ. Μηλολιδάκης

Οι σημειώσεις στο τέλος είναι του μεταφραστή.

[1] Ο “Νόμος της Επιστροφής” είναι ένας ισραηλινός νόμος, που ψηφίστηκε στις 5 Ιουλίου 1950, ο οποίος δίνει στα άτομα με έναν ή περισσότερους Εβραίους παππούδες και στους συζύγους τους το δικαίωμα να μετεγκατασταθούν στο Ισραήλ και να αποκτήσουν την ισραηλινή υπηκοότητα.

[2] Εδώ υπονοείται ότι με δεδομένη την αυξημένη γεννητικότητα των Παλαιστινιακών πληθυσμών, το Ισραήλ θα δεχόταν τελικά τη λύση των δύο κρατών με διακριτά σύνορα προκειμένου να διατηρήσει την ταυτότητά του.

[3] IDF: Israel Defense Forces (Δυνάμεις Άμυνας του Ισραήλ). Τα αρχικά που χρησιμοποιεί ο Ισραηλινός στρατός. Όλο και περισσότεροι σχολιαστές, δημοσιογράφοι, κ.λπ. χρησιμοποιούν τον όρο IOF: Israel Occupation Forces (Δυνάμεις Κατοχής του Ισραήλ) στα κείμενά τους.

[4] Ο Crooke εννοεί εδώ την παρούσα κατάσταση όπου οι δύο Παλαιστινιακές οντότητες (Δ. Όχθη και Γάζα) δεν διαθέτουν τον έλεγχο σε βασικά δικαιώματα–νερό, ηλεκτρικό, πρόσβαση στον έξω κόσμο, κ.λπ.

[5] Πήρα το θάρρος εδώ και άλλαξα την παραπομπή του συγγραφέα επειδή η σελίδα στην οποία εκείνος παραπέμπει δεν υπάρχει. Υποθέτω όμως ότι παρέπεμπε στην ίδια πηγή, μια διατριβή Master’s στο πανεπιστήμιο Trent του Καναδά η οποία ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με τις θεωρίες του Ισραηλινού απόστρατου ταξίαρχου Shimon Naveh, ο οποίος είναι ο αξιωματικός των IDF στον οποίο αναφέρεται ο Crooke. Μέσα στη διατριβή (την οποία κατεβάζει σε PDF ο σύνδεσμος που παραθέτω) υπάρχει το σχετικό απόσπασμα σε εκτεταμένη μορφή καθώς και παραπομπή στην πρωτότυπη πηγή [Naveh, Shimon, “Between the Striated and the Smooth,” Insecurity. (Issue 22, Summer 2006)].

Το Ισραήλ καταγγέλλει το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης του ΟΗΕ για (σωστά το μαντέψατε) αντισημιτισμό

Το Διεθνές Δικαστήριο απέρριψε την Παρασκευή το αίτημα του Ισραήλ να αποσυρθεί η εκδίκαση της υπόθεσης γενοκτονίας που είχε υποβάλει εναντίον του η Νότια Αφρική, αποφασίζοντας με τεράστια πλειοψηφία[1]  ότι η υπόθεση θα εκδικαστεί στη συνέχεια και δίνοντας εντολή στο Ισραήλ να απέχει από τη δολοφονία και τη βλάβη των Παλαιστινίων στο μεταξύ.

Πολλοί υποστηρικτές της Παλαιστίνης εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για το γεγονός ότι το ΔΔΔ δεν διέταξε ρητά την κατάπαυση του πυρός, ενώ πολλοί άλλοι (συμπεριλαμβανομένων των αξιωματούχων της Νότιας Αφρικής) υποστηρίζουν ότι η απόφαση είναι πολύ θετική και ισοδυναμεί με εντολή κατάπαυσης του πυρός, επειδή απαιτεί τον τερματισμό της βλάβης στα μέλη της προστατευόμενης ομάδας.

Τα αυτοκρατορικά μέσα ενημέρωσης τονίζουν επιθετικά την απουσία εντολής κατάπαυσης του πυρός στα πρωτοσέλιδά τους και πολλοί απολογητές του Ισραήλ προπαγανδίζουν την απουσία αυτή ως νίκη για το αγαπημένο τους εθνικιστικό κράτος, αλλά τέτοιου είδους επιδεικτικές θριαμβολογίες υπονομεύονται σοβαρά από τον τρόπο με τον οποίο υψηλόβαθμοι Ισραηλινοί αξιωματούχοι κατηγορούν σήμερα το ΔΔΔ για αντισημιτισμό και λένε ότι το Ισραήλ πρέπει να αγνοήσει τις αποφάσεις του.

«Το διεθνές δικαστήριο υπερέβη τα εσκαμμένα, όταν έκανε δεκτό το αντισημιτικό αίτημα της Νότιας Αφρικής να συζητηθεί ο ισχυρισμός περί γενοκτονίας στη Γάζα, και τώρα αρνείται να απορρίψει το αίτημα συλλήβδην», κατήγγειλε ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας Yoav Gallant σε απάντηση της απόφασης.

«Η απόφαση του αντισημιτικού δικαστηρίου της Χάγης αποδεικνύει αυτό που ήταν ήδη γνωστό: Το δικαστήριο αυτό δεν επιδιώκει τη δικαιοσύνη, αλλά τη δίωξη του εβραϊκού λαού», δήλωσε ο ισραηλινός υπουργός εθνικής ασφάλειας Itamar Ben Gvir.

Ο Ben Gvir έγραψε επίσης στο Twitter «Hague Schmague» αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης, κάτι που πιθανότατα θα μείνει στην ιστορία ως το πλέον ισραηλίσιο tweet όλων των εποχών.

Όλοι συζητούν για το αν η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου είναι χρήσιμη ή όχι, και δεν γνωρίζω αρκετά ούτε από τη μία ούτε από την άλλη πλευρά για να είμαι βέβαιη είτε έτσι είτε αλλιώς, αλλά από εκεί που βρίσκονται τα πράγματα αυτή τη στιγμή μου φαίνεται απίθανο ότι οι διαχειριστές της ισραηλινής πολεμικής μηχανής θα φρίκαραν τόσο πολύ και θα ανέσυραν το παλιό, χιλιοπαιγμένο τραγούδι και χορό του “αντισημιτισμού”, αν δεν υπήρχε κάτι ουσιαστικό σε αυτήν.

Ο δικηγόρος για διεθνή θέματα Francis Boyle, ο οποίος κέρδισε προσωρινά μέτρα κατά της Γιουγκοσλαβίας στο ΔΔΔ το 1993, δήλωσε τα εξής για την απόφαση:

«Πρόκειται για μια μαζική, συντριπτική νομική νίκη της Δημοκρατίας της Νότιας Αφρικής κατά του Ισραήλ για λογαριασμό των Παλαιστινίων. Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ μπορεί τώρα να αναστείλει τη συμμετοχή του Ισραήλ στις δραστηριότητές της, όπως έκανε για τη Νότια Αφρική και τη Γιουγκοσλαβία. Μπορεί να δεχτεί την Παλαιστίνη ως πλήρες μέλος. Και—ειδικά από τη στιγμή που το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο είναι μια φάρσα—μπορεί να δημιουργήσει ένα δικαστήριο για να διώξει τους ανώτατους αξιωματούχους της ισραηλινής κυβέρνησης, τόσο τους πολιτικούς όσο και τους στρατιωτικούς”.[2]

Επομένως, εκτιμήστε την απόφαση του ΔΔΔ σύμφωνα με τον βαθμό που την αξιολογείτε. Σε κάθε περίπτωση η σφαγή στη Γάζα εξακολουθεί να χρειάζεται επειγόντως να τερματιστεί, και μόνο ο χρόνος θα δείξει αν η εξέλιξη της Παρασκευής είχε κάποια σημαντική επίδραση στην έκβαση αυτής της φρίκης.

Αλλά δικέ μου, τι δεν θα έδινα για να ήμουν μύγα στον τοίχο στις συναντήσεις που είχαν στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών την Παρασκευή. Είναι κάτι τέτοιες μέρες που μας θυμίζουν γιατί οι διαχειριστές της αυτοκρατορίας πέρασαν στη χρήση της άνευ νοήματος φράσης «διεθνής τάξη βασισμένη σε κανόνες» αντί να μιλούν για “διεθνές δίκαιο”.


[1] Στο θέμα της δικαιοδοσίας εκδίκασης της υπόθεσης, στο οποίο ειδικά αναφέρεται εδώ η Caitlin Johnstone, σύμφωνα με τις πληροφορίες, η απόφαση ήταν ομόφωνη.

[2] Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC) δεν πρέπει να μπερδεύεται με το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνη (ICJ). To πρώτο δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ΟΗΕ, σε αντίθεση με το δεύτερο. Ο ‘εισαγγελέας’ του ICC Καρίμ Αχμάντ Χαν έχει κατηγορηθεί επανειλημμένα και με στοιχεία για διαφθορά. Πρόκειται για τον ίδιο που εξέδωσε ένταλμα σύλληψης κατά του Πούτιν ενώ καθυστερεί προσφυγές που έχουν ασκηθεί κατά του Ισραήλ εδώ και πολλά χρόνια.

Πηγή: https://www.caitlinjohnst.one/p/israel-accuses-the-icj-of-you-guessed

Μετάφραση: Κ. Μηλολιδάκης