Ο Κατρούγκαλος απεσύρθη. Με το νόμο του τι θα γίνει;

Τρεις ημέρες πριν τις εκλογές, αποσύρεται από υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ ο Γιώργος Κατρούγκαλος. Ο λόγος της απόσυρσης ήταν η αναφορά του, κατά τη διάρκεια προεκλογικής συζήτησης, στην ανάγκη σύνδεσης των ασφαλιστικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών με το εισόδημά τους, συμπληρώνοντας ότι αυτό θα επιφέρει, στο 80% των περιπτώσεων, μείωση των εισφορών.

Η κυβέρνηση έσπευσε να εκμεταλλευθεί εκλογικά το «αυτογκόλ», αξιοποιώντας την συσσωρευμένη οργή ασφαλισμένων και συνταξιούχων για τις οδυνηρές επιπτώσεις που έχει επιφέρει στις ζωές τους ο διαβόητος νόμος 4387/2016, που έμεινε στην ιστορία σαν «νόμος Κατρούγκαλου» από το όνομα του εισηγητή του, τότε υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της κυβέρνησης Σύριζα-ΑΝΕΛ.

Ο νόμος Κατρούγκαλου, ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και προβληματικό στην εφαρμογή του κείμενο, εξυπηρέτησε τρεις στόχους: Να μειώσει άμεσα τις ασφαλιστικές δαπάνες του κράτους μειώνοντας τις συντάξεις. Να υπάρχει ένας αυτόματος κόφτης σε κάθε μελλοντική πιθανή αύξηση συντάξεων (αποτέλεσμα εξωγενών παραγόντων) δηλαδή να αποτελεί ένα μόνιμο συνταξιουχικό μνημόνιο. Και τέλος, να απαλλάξει τρόικα και κυβέρνηση από τον πονοκέφαλο δικαστικών αποφάσεων κατά οριζόντιων περικοπών, αφού πλέον δεν έχουμε περικοπές αλλά …«επανυπολογισμό» συντάξεων.

Με τον 4387, μετά το «εκσυγχρονιστικό» μέτρο της υπαγωγής από 1.1.2017 όλων των ασφαλισμένων στον ΕΦΚΑ, αρχίζει η σφαγή. Οι συνταξιούχοι χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, στους πριν και τους μετά. Οι μετά θα δουν τις συντάξεις τους μειωμένες κατά τουλάχιστον 20%. Οι πριν διατηρούν το ποσό που θα έχαναν αν ήταν «μετά», όχι όμως σαν κανονική σύνταξη αλλά σαν «προσωπική διαφορά». Προσωρινά στην αρχή, μόνιμα μετά. Από αυτήν θα αφαιρείται κάθε πιθανή μελλοντική αύξηση στις συντάξεις ώστε η τελική αύξηση για αυτούς να είναι 0%. Οι συντάξεις χηρείας πριν τα 67 ουσιαστικά καταργούνται, με εξαιρέσεις και πάντως για περιορισμένο διάστημα. Οι συντάξεις αναπηρίας περικόπτονται (μείωση της εθνικής σύνταξης) ανάλογα με το ποσοστό ανικανότητας. Μειώνονται οι επικουρικές συντάξεις. Για τους Δ.Υ. κατάργηση του ΤΠΔΥ (μεταφορά του στο ΕΤΕΑΕΠ) και νέα δραματική μείωση του εφ’ άπαξ. Μετά την προηγούμενη που ήταν 38%, τώρα με τον νέο τρόπο υπολογισμού, ξεπερνάει το 50%. Αναπροσαρμογή, προς τα κάτω, των μερισμάτων του ΜΤΠΥ. Και φυσικά αυξήσεις εισφορών κάθε είδους για τους εν ενεργεία ασφαλισμένους. Με την ταυτόχρονη ψήφιση και του «πολυνομοσχεδίου» και τα νέα φορολογικά μέτρα του, το χτύπημα ολοκληρώνεται. Αν, μετά από αυτά και αρκετά άλλα, κάποιος συνταξιούχος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα και αναγκαστεί να δουλέψει ή να συμπληρώσει το εισόδημά του με κάποιες ελιές στο χωριό, η σύνταξή του κόβεται κατά 60%.

Το αρχικό αφήγημα Κατρούγκαλου ήταν ότι, με το νέο νόμο, δεν θα υπάρξει μείωση αλλά οριακά κάποιες συντάξεις θα αυξηθούν λίγο! Φυσικά, μετά την κατακραυγή, το αφήγημα αλλάζει: o νόμος μπορεί να είναι σκληρός αλλά υπηρετεί έναν ανώτερο σκοπό: τη σωτηρία των ταμείων και ολόκληρου του ασφαλιστικού συστήματος.

Η Νέα Δημοκρατία, τότε αντιπολίτευση, σπεύδει να καπηλευθεί τη λαϊκή κατακραυγή, δεσμευόμενη να καταργήσει τον 4387 μόλις γίνει κυβέρνηση. Όταν αυτό συνέβη, αντί για κατάργηση του νόμου, άρχισαν να μιλούν για κατάργηση των δυσμενών διατάξεών του. Την κατάλληλη στιγμή (Οκτώβρης 2019) το ΣΤΕ με πρόεδρο τη Σακελαροπούλου (κάτι … συμπτώσεις που επιφυλάσσει η ζωή) κρίνει συνταγματικά νόμιμο (συνολικά) το ν. Κατρούγκαλου. Πρόβλημα εντοπίζει μόνο στα ποσοστά αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης και στον υπολογισμό της επικουρικής. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη με το «νόμο Βρούτση» (ν. 4670/2020) απλώς συμμορφώνεται με την απόφαση του ΣΤΕ. Αυξάνει τα ποσοστά της ανταποδοτικής σύνταξης για όσους έχουν από 31 έως 40 συντάξιμα χρόνια (κυρίως από 35-40) και βελτιώνει τον υπολογισμό της επικουρικής. Όλα τα κρίσιμα ζητήματα του προηγούμενου νόμου, παραμένουν ανέγγιχτα.

Η οριστική κατάργηση του νόμου Κατρούγκαλου ή Κατρούγκαλου-Βρούτση ή με οποιοδήποτε άλλο όνομα, και η αντικατάστασή του από έναν νέο ασφαλιστικό νόμο που θα υπηρετεί τα συμφέροντα ασφαλισμένων και συνταξιούχων, παραμένει ανεκπλήρωτο αίτημα πάλης.

Με αυτή την έννοια, η απόσυρση της υποψηφιότητας Κατρούγκαλου στο παρά 5, μπορεί να έχει το ενδιαφέρον που έχει κάθε μη συνηθισμένο εκλογικό περιστατικό, να τροφοδοτεί εύστοχα (ή όχι) πειράγματα στα προεκλογικά καφενεία, να γεμίζει χρόνους σε τηλεοπτικά παράθυρα ή κατεβατά στα social media, αλλά μέχρι εκεί. Γιατί το κύριο είναι όχι ο Κατρούγκαλος, αλλά ο νόμος του. Ο οποίος, 7 χρόνια μετά, και παρά τους όποιους αγώνες, εξακολουθεί να είναι σε ισχύ. Και απ’ ότι φαίνεται οι εκλογές της Κυριακής λίγο θα τον επηρεάσουν. Το τι θα γίνει με αυτόν, ελάχιστα θα κριθεί στις κάλπες. Ενώ θα έπρεπε να κριθεί ΚΑΙ εκεί. Αλλά τέτοιου είδους θέματα δεν είναι από τα πρώτα στην ατζέντα αυτών των εκλογών…

ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και Υγεία: Όχι ίδια, αλλά όμοια προγράμματα

Από τη μία, έχουμε τη δεδομένη και δηλωμένη διάθεση της ΝΔ, να ιδιωτικοποιήσει την υγεία εκχωρώντας όλο και μεγαλύτερή ελευθερία στα ιδιωτικά συμφέροντα με τη πρόσφατη νομοθεσία. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ, με το ένοχο μακρινό παρελθόν (2015-2019), το πρόσφατο παρελθόν της πανδημίας αλλά και τη πιθανή «δεύτερη φορά αριστερά» δεν δεσμεύεται σε καμία μεγάλη τομή προς όφελος της υγείας του λαού. Ούτως ή αλλιώς έδωσε όλο το χώρο και το χρόνο στην ΝΔ να διαμορφώσει τις συνθήκες αποποίησης των ευθυνών της. Στην κρίσιμη στιγμή για το ΕΣΥ ο ΣΥΡΙΖΑ δια στόματος Ξανθού, παρά τις εκατόμβες νεκρών στη διάρκεια της πανδημίας, πρότεινε συμπολίτευση με κοινό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης, γιατί δεν ήταν «η ώρα καταμερισμού ευθυνών», για να βάλει πάλι πλάτη, με την διαγραφή Κουρουμπλή όταν είπε την αλήθεια για την υπερβάλλουσα θνητότητα. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλο και οι δυο μαζί θυσιάζουν την Υγεία του λαού στο βωμό της δημοσιονομικής πειθαρχίας, της επιτήρησης και των εντολών του ευρωενωσιακου επιτελείου.

Αναλυτικότερα:

1. ΝΔ και ΣYΡIZA στο ζήτημα της υποστελέχωσης υπόσχονται σχεδόν το ίδιο. Για 10.000 προσλήψεις νοσηλευτικού προσωπικού μιλάει η ΝΔ. Ενώ με 15.000 στοχευμένες προσλήψεις σε βάθος τετραετίας πλειοδοτεί ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να προσδιορίζει αν είναι νοσηλευτές ή γιατροί, ή “μονιμοποίηση όσων επικουρικών βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της πανδημίας”. Κανείς δεν είδε και δεν άκουσε για τα 10.000 κενά σε γιατρούς και 30.000 σε λοιπό προσωπικό σύμφωνα με τις ομοσπονδίες, πριν την πανδημία. Επί της ουσίας κανείς εκ των δύο δεν δεσμεύεται συγκεκριμένα αν και πόσες μόνιμες θέσεις γιατρών και νοσηλευτών θα προκηρυχθούν. Τα υπόλοιπα είναι ξαναειπωμένα παραμύθια της Χαλιμάς και παιχνίδια με αριθμούς. Να θυμίσουμε ότι τόσο επί ΣΥΡΙΖΑ όσο και επί ΝΔ σαν “πρόσληψη” προσμετρούταν ακόμα και η ανανέωση σύμβασης επικουρικού προσωπικού κατά 3 ή 6 μήνες.

2. ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα της μισθολογικής καθήλωσης των υγειονομικών ταυτίζονται στη δημιουργική ασάφεια και την μπαρουφολογία. Η ΝΔ δια στόματος Μητσοτάκη διαφημίζει την πρόσφατη ιλιγγιώδη αύξηση στο ιατρικό μισθολόγιο κατά 150 ευρώ καθαρά. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται εισαγωγικό μισθό 2000 ευρώ για τους γιατρούς (1350 είναι σήμερα). Κανείς απ’ τους δυο δεν αναφέρεται στο νοσηλευτικό μισθολόγιο που είναι καθηλωμένο εδώ και πάνω από 10 χρόνια. Και οι δυο ξεχνούν τις πολλαπλές δεσμευτικές για την πολιτεία αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων για επαναφορά του ιατρικού μισθολογίου στα προ μνημονίων επίπεδα (συνολικά εντός μνημονίων είχαμε σωρευτική μείωση έως 40%).

3. Στο κεντρικό ζήτημα του προϋπολογισμού του ΕΣΥ το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δύο τη δημοσιονομική πειθαρχία και τα σφιχτά πρωτογενή πλεονάσματα. Εντός πανδημίας με τις αποφάσεις της ΝΔ, ήμασταν η μοναδική χώρα στον κόσμο που μείωσε κρατικές δαπάνες για την υγεία. Σήμερα ο Κ.Μητσοτάκης μας εμπαίζει με τη δήλωση «Αποτελεί δέσμευση μου ό,τι μπορούμε να εξοικονομήσουμε από τον υφιστάμενο τρόπο λειτουργίας του ΕΣΥ, να επανεπενδύεται στην Υγεία εκτός από τους πόρους, που έχουν ήδη προβλεφθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης και ευρύτερα». Δηλαδή μας υπόσχεται περικοπές, δεσμευόμενος ότι αυτές οι περικοπές θα επανεπενδύονται στην υγεία. Όχι όμως μόνο στο ΕΣΥ! Προφανώς και στον ιδιωτικό τομέα της ΥΓΕΙΑΣ.

Επί ΣΥΡΙΖΑ η δημόσια δαπάνη για την υγεία συρρικνώθηκε φτάνοντας στο ιστορικό χαμηλό 5% του ΑΕΠ το 2019 ενώ με τα σφιχτά πρωτογενή πλεονάσματα δεσμεύτηκε εσαεί η χώρα σ’ αυτά τα επίπεδα, σε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ. Έστρωσε έτσι το δρόμο στη ΝΔ για συνέχιση του οικονομικού στραγγαλισμού του ΕΣΥ.  Και έρχεται σήμερα ο ίδιος ΣΥΡΙΖΑ να πει ότι τη δεύτερη φορά θα κάνει «αύξηση κρατικών δαπανών στο 7% του ΑΕΠ σε βάθος 4ετιας». Μην κοροϊδευόμαστε! ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έχουν ως βασικούς άξονες χρηματοδότησης του ΕΣΥ το ίδρυμα Νιάρχος και το Ταμείο Ανάκαμψης. Και οι δυο συναινούν στη σταδιακή απόσυρση του κράτους από την υποχρέωση του να χρηματοδοτεί το ΕΣΥ.

4. Στα θέματα που έχουν να κάνουν με τις ιδιωτικές δαπάνες υγείας ο ΣΥΡΙΖΑ θολώνει πάλι τα νερά «Δραστική μείωση των ιδιωτικών δαπανών υγείας, μέσα από τη μείωση της συμμετοχής στο κόστος φαρμάκων και την αυξημένη κάλυψη αναγκών που επιβαρύνουν τα νοικοκυριά (εργαστηριακές εξετάσεις, φυσικοθεραπεία-αποκατάσταση, οδοντιατρική φροντίδα, «αποκλειστικές νοσοκόμες», ειδική αγωγή κ.λπ.), είτε μέσα από τις δημόσιες δομές είτε με επιπλέον παροχές από τον ΕΟΠΥΥ». Στην Ελλάδα οι ιδιωτικές δαπάνες των νοικοκυριών για υπηρεσίες υγείας προσεγγίζουν το 40% των συνολικών δαπανών υγείας, ενώ στο μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. το αντίστοιχο ποσοστό είναι κάτω από το μισό από αυτό της Ελλάδα. Επιεικώς αοριστολογίες μοιάζουν οι ιδέες του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι σε αυτά τα ποσοστά. Η ΝΔ, που φρόντισε για τη γιγάντωση αυτών των ποσοστών, από την άλλη, πετάει τη μπάλα στην εξέδρα διαφημίζοντας προγράμματα πρόληψης, μείωσης της παχυσαρκίας και του καπνίσματος. Ζητήματα που θα έπρεπε να είναι δεδομένα σε προηγμένη χώρα εδώ και δεκαετίες.

5. Το κράτος έχει συνέχεια. Ο Μητσοτάκης αν ξαναβγεί δεσμεύεται ότι θα συνεχίσει το ανολοκλήρωτο έργο. Ο Πλεύρης ήδη έχει υποσχεθεί μετατροπή του ΕΣΥ και των νοσοκομείων σε ΝΠΙΔ. Εγκαθιδρύουν το ΕΣΥ Α.Ε. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τις φανφάρες δε δεσμεύεται για καμία κατάργηση συγκεκριμένων νομών της ΝΔ που ήδη έχουν ψηφιστεί και βάζουν ταφόπλακα στο δημόσιο χαρακτήρα του ΕΣΥ. Λέει ο ΣΥΡΙΖΑ «ακύρωση των νόμων της ΝΔ για τις εργασιακές σχέσεις των γιατρών και την ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας». Φοβάται να πει ποιους νόμους; Οι υγειονομικοί αγωνιστήκαν το τελευταίο διάστημα για να εμποδίσουν τόσο τον ν.4999/2022 που προβλέπει μεταξύ άλλων το δίπορτο γιατρών στο ΕΣΥ και τις ιδιωτικές κλινικές, αλλά και τον ν.4931/2022 που πέραν του αίσχους του προσωπικού γιατρού προβλέπει τα απογευματινά επί πληρωμή χειρουργεία. Ο ν.4715/2020 που προβλέπει τον ΟΔΙΠΥ που σύμφωνα με τον Μητσοτάκη θα αξιολογεί «τόσο τα οικονομικά, όσο και τα κλινικά αποτελέσματα, με εργαλεία αξιολόγησης, επιβράβευσης ή απομάκρυνσης κάποιου από τη θέση του αν δεν κάνει». Επίσης, ο ν.5034/2023 που μετατρέπει το Παιδογκολογικό Τμήμα των Νοσοκομείων Αγ. Σοφία και Αγλαΐα Κυριακού σε ΝΠΙΔ, προεκλογικό δώρο στην κ. Βαρδινογιάννη. Για όλα αυτά τα σκανδαλώδη νομοσχέδια δεν γράφτηκε μια αράδα στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Μάλλον θα καταργηθούν και αυτά σε ένα νόμο και ένα άρθρο όπως έταξε για τα μνημόνια!

6. Για το προσωπικό γιατρό ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ διαφέρουν μόνο στο όνομα. Ξεχνάνε ότι δοκιμάστηκε και ο προσωπικός γιατρός του Μητσοτάκη και ο οικογενειακός γιατρός του Τσίπρα τις προηγούμενες τετραετίες, καθώς και πώς η πανδημία αποκάλυψε την τεράστια γύμνια της πρωτοβάθμιας περίθαλψης στη χώρα. Προφανώς τεχνηέντως τα ξεχνάνε γιατί δεν έχουν κανένα σκοπό να επανδρώσουν την ΠΦΥ με προσωπικό που να αναλογεί στον πληθυσμό και τις ανάγκες του λαού. Καθημερινά ακούμε την κραυγή αγονίας αγροτικών και γενικών γιατρών σε νησιωτικές περιοχές για τους καλοκαιρινούς μήνες που έρχονται και το προσωπικό εξαναγκάζεται να λειτουργεί σαν περιπλανώμενος θίασος από κέντρο υγείας σε νοσοκομεία και το αντίστροφο. Για ποιο προσωπικό γιατρό μιλάμε όταν δεν επαρκούν οι γιατροί ούτε για την τακτική κάλυψη των εφημεριακών αναγκών;

7. Στα θέματα της ανισότητας στην πρόσβαση των πολιτών στις δομές υγείας και τον μαρασμό των επαρχιακών δομών, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ μιλούν για νέο χάρτη υγείας και ειδικά κίνητρα προσέλκυσης προσωπικού σε άγονες περιοχές. Αλλάζει μόνο η φρασεολογία και η διατύπωση. Με επιδόματα, μπόλικη αξιολόγηση και αποδοτική λειτουργία δομών τα ντύνει η ΝΔ, ενώ στρογγυλεμένα, με το «υγειονομικό ισοδύναμο» για αποζημίωση των πολιτών για υπηρεσίες που χρειάζεται να μετακινηθούν εκτός τόπου κατοικίας, ο ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να ξορκίσει το κακό του κλεισίματος κλινικών και νοσοκομείων δεν πείθει, αφού η χρηματοδότηση που περιγράφει δεν είναι άλλη από την ήδη υπάρχουσα του Μητσοτάκη δηλαδή το ταμείο ανάκαμψης, η ΕΤΕπ και το ΕΣΠΑ.

8.Τι ξεχάσανε ΝΔ κ ΣΥΡΙΖΑ. Σ’ αυτό μοιάζουν ακόμα περισσότερο:

Σε επόμενη πανδημία/μαζική καταστροφή θα είμαστε ξανά αθωράκιστοι αφού τα συμπεράσματα τους από την πανδημία, όπως προκύπτει από τα προγράμματα τους, είναι μία από τα ίδια.

Κανένας τους δεν θέλει να συγκρουστεί με την ασυδοσία του ιδιωτικού κεφαλαίου στην υγεία. Ούτε μια παρέμβαση για τις ιδιωτικές κλινικές και εργαστήρια στα προεκλογικά προγράμματα. Κανένα φρένο στην ασυδοσία του καθηγητικού κατεστημένου που συνεχώς υπονομεύει τη λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων. Τόση συζήτηση για τις ΜΕΘ/ΜΑΦ και ακόμη τα δύο κόμματα δεν έχουν οργανωμένο σχέδιο πέρα από τις δωρεές και το ΕΣΠΑ. Λίγους μήνες πριν δεν γνώριζε ο πρωθυπουργός ότι ο διασωληνωμένος ασθενής πεθαίνει εκτός ΜΕΘ, σήμερα υπόσχεται 1300 κρεβάτια ΜΕΘ. Τα κρεβάτια όμως χρειάζονται και νοσηλευτές και γιατρούς για να λειτουργήσουν. Ξέχασαν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να ασχοληθούν με κίνητρα για να μην φεύγουν οι νέοι γιατροί στο εξωτερικό ή για να επιστρέψουν οι χιλιάδες που έφυγαν τα 10 χρόνια κρίσης. Δεν άκουσαν στα γραφεία των κομμάτων τίποτα για την υπερεργασία και την υπερεφημέρευση των υγειονομικών. Δεν έφτασαν στα χέρια τους οι παραιτήσεις γιατρών σε επαρχιακά νοσοκομεία λόγω υποστελέχωσης και επισφαλούς εργασίας.

ΔΙΚΤΥΟ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

Για τις εκλογές στην Τουρκία: Η κυριαρχία Ερντογάν ένας ακόμα κρίκος στην αμφισβήτηση της δυτικής ηγεμονίας.

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Το αποτέλεσμα των τουρκικών εκλογών είναι ένας ακόμα κρίκος στην παγκόσμια τάση υποχώρησης της αμερικανικής ηγεμονίας. Ο Ερντογάν παρά τα προγνωστικά, τις δημοσκοπήσεις και τις αφόρητες δυτικές πιέσεις, καταφέρνει να τερματίσει πρώτος, πολύ κοντά στο 50% και να έχει σαφές προβάδισμα για τον 2ο γύρο, με ρυθμιστή τον εθνικιστή Ογάν. Η “μετά – Ερντογάν” εποχή, αναβάλλεται και πάλι, προς απογοήτευση του ευρω-νατοϊκού μπλοκ που είχε σπαταλήσει τεράστιες δυνάμεις στο να συγκροτήσει την αντιπολιτευτική συμμαχία των 5 (που όλοι γνώριζαν ότι είχε ημερομηνία διάλυσης), υπό τον ανεπαρκή και δεδομένο κατά τους Αμερικανούς Κιλιντσάρογλου και να κρατήσει μια εντελώς πειθήνια και δίχως λοξοκοιτάγματα Τουρκία, στο δυτικό στρατόπεδο. Η απογοήτευση του δυτικού κόσμου και κυρίως του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού έχει να κάνει με την ενίσχυση μιας τάσης απεξάρτησης από την ευρωατλαντική θηλιά πολλών χωρών της λεγόμενης περιφέρειας. Αυτή η τάση γίνεται καθημερινά κατάσταση και εμφανίζει μια άλλη, διαφορετική εικόνα, από την αμερικάνικη αφήγηση του μονοπολικού κόσμου.

Στο 98,74% των καλπών ο Ερντογάν προηγείται με 49,35%, ο Κιλιντσάρογλου ακολουθεί με 45% και ο Ογάν καταγράφει 5,22%. Πρόκειται για πλήρη ανατροπή των δημοσκοπήσεων που έδιναν σχετικά άνετο προβάδισμα στον Κιλιντσάρογλου (από 10 μονάδες διαφορά με τον Ερντογάν και πάνω). Επιπλέον στη δεύτερη κάλπη, των εκλογών για το Κοινοβούλιο, ο Ερντογάν και οι σύμμαχοί του εξασφαλίζουν την απόλυτη πλειοψηφία. Διαψεύδονται, πολύ περισσότερο, οι προσδοκίες ΗΠΑ και ΕΕ, για το τέλος της εποχής Ερντογάν. Η δυτική πολεμική εναντίον του Ερντογάν υπήρξε πολυετής, ξοδεύτηκε πολύς κόπος και χρήμα για να ενωθεί η αντιπολίτευση, και οι πιέσεις “ευθυγράμμισης” της Τουρκίας ήταν σαφείς, έστω και αν οι τόνοι της Δύσης είχαν πέσει αισθητά την τελευταία εβδομάδα.

Οι κατηγορίες για νοθεία στις τουρκικές εκλογές, παρόλο που αναπαράγονται πολλαπλώς στη Δύση και στην Ελλάδα από όσους είδαν τις προσδοκίες τους να διαψεύδονται, δεν υιοθετούνται από την αντιπολίτευση στην Τουρκία. Αυτό που πρόσαψε ο Κιλιντσάρογλου στην εκλογική διαδικασία ήταν οι εσκεμμένες διαρκείς ενστάσεις των οπαδών του Ερντογάν στις κάλπες που προηγούνταν ο Κιλιντσάρογλου, πράγμα όμως που καθυστερεί χωρίς να επηρεάζει το αποτέλεσμα. Άλλωστε δεν πρόκειται για μια αντιπολίτευση χωρίς δυνάμεις, ερείσματα και μηχανισμό, βαθιά ριζωμένο στο κράτος, στην αστυνομία και στο στρατό, που θα μπορούσε να λεηλατηθεί και να σαρωθεί εύκολα από εκλογικές νοθείες. Στις δεύτερες κάλπες ο Ερντογάν προσέρχεται με ισχυρό προβάδισμα, τόσο σε ψήφους, όσο και κυρίως στη διεκδίκηση του 5% του αντιΚούρδου υπερεθνικιστή Ογάν. Επιπλέον, η κυριαρχία του στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση θα λειτουργήσει αναπόφευκτα συσπειρωτικά υπέρ της επανεκλογής του στην προεδρία.

Η αντιπολίτευση κέρδισε τις κουρδικές περιοχές που στράφηκαν εναντίον του Ερντογάν, καθώς και τα δυτικά κοσμοπολίτικα και πιο φιλο-ευρωπαϊκά παράλια της Τουρκίας και μεγάλες πόλεις (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη κλπ). Ο Ερντογάν κυριαρχεί στην τουρκική ενδοχώρα και στις πιο φτωχές και οικονομικά και κοινωνικά καθυστερημένες επαρχίες. Επίσης κυριάρχησε στις πρόσφατα  σεισμοπαθείς περιοχές.

Η πολιτική κυριαρχία του Ερντογάν αποτυπώνεται και στο προσωπικό του κεφάλαιο καθώς εκλέγεται ηγέτης της Τουρκίας για ολόκληρο το πρώτο τέταρτο του εικοστού πρώτου αιώνα, ξεπερνώντας σε διάρκεια ακόμα και τον ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας, Κεμάλ Ατατούρκ, που κυβέρνησε 15 χρόνια. Αφορά ωστόσο, πολύ περισσότερο, τη σταδιακή μεταμόρφωση της Τουρκίας σε έναν περιφερειακό πόλο – ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου, που ξέρει να τοποθετείται στην παγκόσμια σκακιέρα με ευελιξία και προς όφελος της ανεξάρτητης εθνικής της στρατηγικής. Η Τουρκία μετασχηματίστηκε επί των ημερών του από μια τριτοκοσμικού τύπου δύναμη σε ηγεμονικό περιφερειακό πόλο, με μεγάλη δυναμική (και με προβλήματα) οικονομία, βασιζόμενη πρωτίστως στη βιομηχανία, δημιουργώντας επιπλέον μια μεσαία και μικροαστική τάξη με πολλές προσδοκίες. Ο Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε όλα στη κυριολεξία τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Τουρκίας (γεωπολιτικά, γεωοικονομικά, θρησκευτικά, πληθυσμιακά κα), ενώ ταυτόχρονα πρόβαλλε  και κυρίως υλοποιούσε  ένα μοντέλο ανεξάρτητης, πολυδιάστατης πολιτικής προς όφελος της χώρας του και της άρχουσας τάξης της.

Είναι βεβαίως αλήθεια ότι η Τουρκία του Ερντογάν είναι ένα μεγάλο κράτος με τεράστιες περιφερειακές ανισότητες και ισχυρούς ταξικούς διαχωρισμούς. Αλλά επίσης αλήθεια αποτελεί το γεγονός ότι η αντιπολιτευτική «συμμαχία» δεν είναι ούτε φιλεργατική, ούτε δημοκρατική (ας πάρουμε για παράδειγμα την δεξιά εθνικίστρια Ακσενέρ που προαλειφόταν για επικεφαλής της συμμαχίας).

Η κρίση Δύσης – Ανατολής που οξύνθηκε και επιταχύνθηκε με τον πόλεμο στην Ουκρανία βρήκε την Τουρκία έτοιμη, αποφασισμένη αλλά και προετοιμασμένη να κεφαλαιοποιήσει και να εξαργυρώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τον ρόλο της ως “ενδιάμεσου” γεωστρατηγικού παίκτη, ενός “επιτήδειου ουδέτερου”, που χωρίς να αποσκιρτά από το δυτικό στρατόπεδο και το ΝΑΤΟ, δεν διστάζει σε επιμέρους θέματα να ανεξαρτητοποιείται, να συνομιλεί με όλους, να αμφισβητεί πλευρές της δυτικής ηγεμονίας, να κατανοεί ότι ο κόσμος αλλάζει, και ότι κατά την μετάβαση αυτή, η τουρκική αστική τάξη μπορεί να κερδίσει πολύ περισσότερα αν διαπραγματευτεί, παρά αν είναι δεδομένη. Ας συγκρίνουμε αυτή τη στρατηγική με τη στρατηγική της ελληνικής άρχουσας τάξης.

Αυτό το “στρατηγικό βάθος” στον επανυπολογισμό του ρόλου της Τουρκίας είναι που γεννά την πρωτοφανή πολιτική κυριαρχία του Ερντογάν επί εικοσι και πλέον χρόνια. Αυταρχισμός, διαφθορά, καταπίεση, βαθιά οικονομική κρίση, υπερπληθωρισμός, προσφυγική κρίση, ακόμα και οι δεκάδες χιλιάδες νεκροί από τους πρόσφατους σεισμούς και με προκλητικές τις κρατικές – κυβερνητικές ευθύνες για τις εκατόμβες των θυμάτων, δεν στάθηκαν αρκετά για να κλονίσουν την κυριαρχία Ερντογάν. Αποδείχτηκε ότι πέρα από τα προσωπικά πολιτικά χαρακτηριστικά του Ερντογάν και το βαθιά ριζωμένο ισλαμιστικό ρεύμα στο σώμα της τουρκικής κοινωνίας, η Τουρκία αναγνωρίζει ότι επί της ηγεσίας του, η χώρα αναβάθμισε την παρουσία, τον ρόλο, τις προοπτικές της.

Για όσους υποστηρίζουν ότι αποκλειστικά η οικονομία κερδίζει τις εκλογές, η νίκη Ερντογάν ήρθε για να θυμίσει ότι δεν είναι μόνο η οικονομία. Είναι και η γεωπολιτική, είναι και η στρατηγική, είναι και οι διεθνείς σχέσεις και συνθήκες σε ένα μεταβατικό κόσμο, είναι δηλαδή τα οφέλη, οι αναβαθμίσεις, τα κέρδη που αποκομίζει μια άρχουσα τάξη που έχει συνείδηση των δυνατοτήτων και των ευκαιριών και δεν είναι υποτελής ως το μεδούλι. Η πολυδιάστατη γεωπολιτική κατεύθυνση της Τουρκίας άλλωστε κατά το τελευταίο διάστημα, αποδείχθηκε και οικονομικά επωφελής για την Άγκυρα, με σημαντικές οικονομικές συμφωνίες με τη Ρωσία, την Κίνα και τις χώρες του Περσικού Κόλπου. Στην πράξη, η οικονομική δυσπραγία της Τουρκίας αντιμετωπίστηκε με τις επιδέξιες γεωστρατηγικές ισορροπίες – άλλο ένα μάθημα για τη θλιβερή ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό.

Η παράταση της κυριαρχίας Ερντογάν, σε μια πρώτη ανάγνωση, δεν έχει τίποτα θετικό για τους λαούς και τους εργαζόμενους της Τουρκίας. Είναι μια σκληρή, εθνικιστική, αντιδημοκρατική διακυβέρνηση που δεν αμφισβητεί τα πρότυπα του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού. Σε μια δεύτερη ανάγνωση, η νίκη Ερντογάν, ενάντια στο συνασπισμό της αντιπολίτευσης και την ασφυκτική πίεση της Δύσης, είναι απόδειξη ότι σε καιρούς μεταβατικούς, είναι δυνατόν να υπάρξουν κυβερνήσεις, ηγεσίες και πολιτικές, που δεν ευθυγραμμίζονται με τον παγκόσμιο ηγεμόνα, ακόμα και σε χώρες που ανήκουν παραδοσιακά στο δυτικό αντικομμουνιστικό στρατόπεδο. Αρκεί βέβαια γνώμονας να είναι η ανεξάρτητη εθνική στρατηγική και όχι η πρακτόρευση των συμφερόντων των Βρυξελλών και της Ουάσινγκτον.

Στην Ελλάδα, τα κόμματα και οι δυνάμεις του ευρωνατοϊσμού, δεν έκρυψαν τις προσδοκίες τους για ήττα του Ερντογάν, εκτιθέμενες από το αποτέλεσμα. Αγνόησαν ακόμα και το γεγονός ότι από μια “στενά” εθνική σκοπιά ο Κιλιντσάρογλου και η κεμαλική αντιπολίτευση σε όλα τα ελληνοτουρκικά θέματα ήταν πιο επιθετικοί από τον Ερντογάν, κατηγορώντας τον έως και για “μειοδοσία” έναντι της Ελλάδας. Όταν όμως υπερτερούν στη σκέψη τους τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, τα “εθνικά θέματα” υποτάσσονται αναπόφευκτα στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς.

Και μετά τις εκλογές;

Η λέξη ΜΝΗΜΟΝΙΑ δεν ακούγεται πια στις προεκλογικές εμφανίσεις. Έχουμε εκλογές στη χώρα που πέρασε τη χειρότερη οικονομική κρίση εδώ και 12 χρόνια, και η πολιτική συζήτηση για την πορεία της οικονομίας, τους μισθούς και τις συντάξεις, την ακρίβεια, τα αβάσταχτα νοίκια και τα ξεχειλωμένα ωράρια είναι ανύπαρκτη.

Η λέξη ΜΝΗΜΟΝΙΑ σημαίνει απανωτές Ιδιωτικοποιήσεις, στην ουσία ξεπούλημα του Δημόσιου Τομέα στα διεθνή αρπακτικά που επί πινακίου φακής αγόρασαν λιμάνια, Τραίνα, Γη και τώρα θέλουν και το Νερό. Σημαίνει μείωση των μισθών κατά 15-20%, κατάργηση του 13ου και 14ου στο Δημόσιο, πάγωμα των τριετιών. Σημαίνει απορρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας και κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων.

Η λέξη ΜΝΗΜΟΝΙΑ είναι απαγορευμένη στο δημόσιο διάλογο αφού οδηγεί αναπόφευκτα και στο επόμενο ερώτημα «ποιος τα ψήφισε;» ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ συναγωνίζονται σε επικοινωνιακό ρεσιτάλ για το ποιος θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός της (ουσιαστικά) χρεοκοπημένης Ελλάδας.

Η λέξη ΜΝΗΜΟΝΙΑ δεν ακούγεται πια αλλά είναι εδώ περισσότερο από ποτέ. Είναι όλοι οι νόμοι και οι διατάξεις που έχουν διαλύσει τη χώρα και τα δικαιώματα των εργαζόμενων.

Τα βασικά ερωτήματα για τη χώρα και τους νέους εργαζόμενους πριν και μετά τις εκλογές παραμένουν εδώ και καιρό:

  1. Θα αυξηθεί ο κατώτατος μισθός στα 900€ καθαρά άμεσα; Θα αυξηθούν οι μισθοί στο Ιδιωτικό και στο Δημόσιο τουλάχιστον στο ύψος του τρέχοντος πληθωρισμού; Θα ξεπαγώσουν οι τριετίες στον Ιδιωτικό τομέα; Θα μπορεί ένας νέος εργαζόμενος να ζει με το μισθό που παίρνει και να καλύπτει τα βασικά έξοδα;
  2. Θα μπει φρένο στην ακρίβεια; Ή θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε όλο και περισσότερα; Θα μειωθεί ο ΦΠΑ στα βασικά είδη ή θα πάμε με το γελοίο καλάθι του νοικοκυριού που όχι απλά δεν λύνει το πρόβλημα αλλά το διαιωνίζει; Θα χτυπηθεί η αισχροκέρδεια και τα υπερκέρδη των ομίλων;
  3. Θα μπει πλαφόν στα ενοίκια; Θα περιοριστεί το Airbnb; Θα καταργηθεί η Golden Visa ή θα συνεχίσουμε να ξεπουλάμε τις πόλεις στα διεθνή αρπακτικά; Θα συσταθεί επιτέλους και στην Ελλάδα ο θεσμός της Κοινωνικής Κατοικίας με φθηνά ενοίκια σε ακίνητα δημόσιας περιουσίας; Θα γίνει το σπίτι ξανά κοινωνικό αγαθό;
  4. Θα καταργηθεί το Χρηματιστήριο Ενέργειας; Ή θα συνεχίσουν να αισχροκερδούν καθημερινά οι μαφιόζοι της ενέργειας πάνω στις πλάτες ενός ολόκληρου λαού. Το καλοκαίρι λήγει το κόλπο Μητσοτάκη με την ενσωμάτωση της Ρήτρας Αναπροσαρμογής στους λογαριασμούς για να μην φαίνονται οι αυξήσεις. Θα μπει πλαφόν στην τιμή λιανικής; Θα ξαναλειτουργήσουν τα λιγνιτικά εργοστάσια ή θα είμαστε ξανά στο έλεος κάποιας διεθνούς ενεργειακής κρίσης;
  5. Θα παρθούν πίσω οι δολοφονικές Ιδιωτικοποιήσεις; Ή θα συνεχίσουμε σα να μη συνέβησαν ούτε τα Τέμπη, ούτε η πανδημία (που σιγά σιγά ιδιωτικοποιείται και το Σύστημα Υγείας), ούτε η ενεργειακή κρίση; Θα έχουμε Δημόσια Τραίνα, Δημόσια ΔΕΗ, Ισχυρό Ε.Σ.Υ., Δημόσια ΕΥΔΑΠ; Ή θα πάρουν όλα τον δρόμο των τηλεπικοινωνιών όπως ο ΟΤΕ;
  6. Θα μπει φρένο στα εργατικά ατυχήματα; Ή θα κάνουμε πως δεν συμβαίνει τίποτα; Το 2022 ήταν χρονιά ρεκόρ για τα ατυχήματα εν ώρα εργασίας και για τους θανάτους λόγω έλλειψη μέτρων ασφαλείας και η Επιθεώρηση Εργασίας είναι πιο υποστελεχωμένη από ποτέ. Τα κέρδη των εταιριών είναι πάνω από την ανθρώπινη ζωή;

Στις 21 Μαΐου – Μαύρο Κόμματα των Μνημονίων

Γιατί δεν μου άρεσε ούτε η Ράνια Τζίμα

Τα πολιτικά debate στην Ελλάδα ποτέ δεν ήταν πολιτική συζήτηση, αποκάλυψη, πίεση και αντιπαράθεση. Ήταν και είναι πάντα φιλοφρόνηση στην εξουσία. Όχι απλά γιατί οι δημοσιογράφοι είναι άμεσα εξαρτώμενοι – σιτιζόμενοι από την κυβέρνηση, αλλά κυρίως γιατί τα ΜΜΕ δεν επιτρέπουν την παραμικρή “ανορθογραφία” που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την αστική πολιτική. 

Το πρόβλημα δεν είναι απλώς οι “όροι” του debate ή οι βαθμοί ελευθερίας των δημοσιογράφων. Το πρόβλημα είναι ότι το σύνολο των ερωτήσεων, άρα και της συζήτησης, εκκινεί από δεδομένα, στα οποία δεν επιτρέπεται αντίλογος και αμφισβήτηση, είναι δηλαδή ευθύς εξαρχής ιδεολογικά, πολιτικά και ταξικά καθορισμένα υπέρ της άρχουσας τάξης και εναντίον της εργαζόμενης πλειοψηφίας. 

Από τον δεδομένο και απαραβίαστο (επί ποινή εσχάτης προδοσίας) γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας ως φανατισμένο -στα όρια της αλλοφροσύνης- Νατοϊκό μαντρόσκυλο, μέχρι τη θρησκευτική πίστη στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, το ευρώ και την Ε.Ε. όπου όποιος αφήσει υπόνοια αμφισβήτησής τους, απειλείται με ανασκολοπισμό. 

Όταν αυτό λοιπόν το πλαίσιο είναι ιερό και απαραβίαστο, το ποιες ερωτήσεις θα γίνουν, πόσο πνευματώδεις ή βλακώδεις θα είναι, και πόσο θα έχει παπαγαλίσει ο Μητσοτάκης εκ των προτέρων τις έτοιμες απαντήσεις, είναι πράγμα δευτερεύον. Σίγουρα αποκαλυπτικό για την ποιότητα του πολιτικού και δημοσιογραφικού προσωπικού, αλλά πάντως δευτερεύον. 

Το χαρακτηριστικότερο δείγμα όλων ήταν οι επίμονες αναφορές, και στο debate, αλλά και πιο πριν, στο πόσο “κοστολογημένα” είναι τα προγράμματα των υποψηφίων. Πόσο δηλαδή οι εξαγγελίες Μητσοτάκη για επέκταση των κουπονιών και αύξηση των μισθών στους γιατρούς, ή οι εξαγγελίες Τσίπρα για αύξηση των συντάξεων και μεγαλύτερη χρηματοδότηση στην παιδεία, “κοστίζουν” στον προϋπολογισμό. 

Αν δηλαδή διαθέτουν ή όχι τον απαιτούμενο δημοσιονομικό χώρο. 

Αν θα πάρουν ή όχι την έγκριση του Στουρνάρα και της ΤτΕ. 

Αν θα τύχουν ή όχι της αποδοχής των Βρυξελλών.

Σε αυτή τη συζήτηση πρωτοστατεί η ΝΔ ως θεματοφύλακας του νεοφιλελευθερισμού, προσχωρούν όμως πλήρως ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, αποδεχόμενοι επί της ουσίας ότι μέτρο και κριτής των πάντων είναι η πανευρωπαϊκή λιτότητα και ο δημοσιονομικός ζουρλομανδύας. 

Η συζήτηση αυτή έχει ήδη οριοθετηθεί πολιτικά και ταξικά. Το γήπεδο είναι ήδη στημένο υπέρ της μνημονιακής πολιτικής, ανεξαρτήτως απόχρωσης. 

Ποιος ρώτησε, όχι αν έχουν κοστολογηθεί τα προγράμματα των κομμάτων, αλλά αν έχουν κοστολογηθεί οι ανάγκες μιας λαϊκής οικογένειας;

Ποιος πίεσε τον Μητσοτάκη, τον Τσίπρα, τον Ανδρουλάκη να πουν μπροστά στον ελληνικό λαό, με πόσα λεφτά το μήνα μπορεί αξιοπρεπώς να ζήσει σήμερα ένας άνθρωπος;

Και ποιος απαίτησε, αφού οι πολιτικοί αρχηγοί κοστολογήσουν με πόσα μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος, να απαντήσουν γιατί τον καταδικάζουν, περισσότερο από μια δεκαετία τώρα, στη μιζέρια;

Ποιος ζήτησε από τους πολιτικούς αρχηγούς να υπολογίσουν ένα προς ένα τα έξοδα του σούπερ μάρκετ, το ύψος των λογαριασμών, το ενοίκιο ή το δάνειο, τα φροντιστήρια των παιδιών, την ένδυση και υπόδυση, το κόστος θέρμανσης, το κόστος μετακίνησης;

Ποιος απαίτησε να λογοδοτήσουν οι εφαρμοστές της φτώχειας και οι κήρυκες της δημοσιονομικής εγκράτειας, πώς ακριβώς μπορεί να ζήσει σήμερα ένας άνθρωπος, όχι με τον κατώτατο μισθό των 780€, αλλά ακόμα και με τον μέσο μισθό των 1.170€;

Ουδείς ρώτησε τα παραπάνω. 

Ούτε η Ράνια Τζίμα που αποθεώνεται από το τηλεοπτικό κοινό γιατί έκανε επιθετικές ερωτήσεις. 

Γιατί το πρόβλημα δεν ήταν αν οι ερωτήσεις ήταν επιθετικές. Το πρόβλημα ήταν αν οι ερωτήσεις ξεκινούσαν από τη λάθος αφετηρία.  Η συζήτηση εδώ και χρόνια, πάντα μα πάντα, ξεκινά ανάποδα. Όχι από τις ανάγκες των ανθρώπων, αλλά από τις απαιτήσεις και τα “ιερά και τα όσια” της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα και διεθνώς. Μέχρι να τα αμφισβητήσουμε και να μπει η αμφισβήτησή τους στην ημερήσια διάταξη, τέτοια και χειρότερα debate θα έχουμε. 

Βουβές εκλογές, ελλείψεις, κενά, αλλά και ελπίδες

Αλήθεια γίνονται εκλογές;  Ναι, γιατί δεν εξηγείται αλλιώς ο γνωστός  πληθωρισμός φυλλαδίων, συνθημάτων, κινήσεων, στημένων συγκεντρώσεων, βαρετών συζητήσεων στα ΜΜΕ. Το γνωρίζουν αυτό τα  κολακευόμενα «αντικείμενα» που θεωρούνται πολίτες  και (προσ) καλούνται ως λαός να ψηφίσουν;

Κοινή διαπίστωση είναι ότι λίγες  μέρες πριν να ανοίξουν οι κάλπες έχουμε μια διάχυτη σιωπή, μια ατμόσφαιρα βουβαμάρας. Στα διλήμματα των τριών προσωπείων που υπηρετούν τη μνημονιακή ισορροπία (που όμως κάτω από όρους είναι περαστική και κινούμενη), ο κόσμος μοιάζει να αδιαφορεί. Ο κόσμος έχει αντιπάθειες, δεν εμπιστεύεται και δεν του αρέσουν τα προβαλλόμενα πρόσωπα. Οδεύουμε σε εκλογές που η ψήφος θα καθοριστεί από την ποσότητα και την ποιότητα της αντιπάθειας, το βάθος  της αναξιοπιστίας, τον θυμό των νέων.

Δεν έχουμε πλειοψηφική ψήφο πίστης, δεν έχουμε μεγάλα ποσοστά συσπείρωσης, σιγουριάς, θετικότητας ψήφου. Παραφράζοντας τον «εθνάρχη» την Κυριακή θα ψηφίζουν και την ίδια ώρα θα αισθάνονται κοψοχέρηδες.

Είναι σωστό, είναι δίκαιο όμως να είμαστε έκπληκτοι και να αναρωτιόμαστε για αυτό το βουβό κλίμα;

Θα ξεχάσουμε άραγε το τι συνέβη στην Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια; Θα ξεχάσουμε τις ομοιότητες στην πολιτική, που ακόμα και στο έγκλημα των Τεμπών μας υπενθύμισαν την διάλυση του κράτους; Θα ξεχάσουμε το κορωνοϊό και τις χιλιάδες των νεκρών, τη διάλυση του καθημαγμένου ΕΣΥ; Θα ξεχάσουμε τις ιδιωτικοποιήσεις του ηλεκτρισμού, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, τις καθηλωμένες συντάξεις και τους δεκάδες χιλιάδες νέους που μετανάστευσαν;

Οι υπεύθυνοι, είτε με αυταπάτες, είτε χωρίς, έχουν ονοματεπώνυμο: ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, όλοι μαζί, υπηρέτες και οικοδόμοι της μνημονιακής ελλαδικής πραγματικότητας, διαγκωνίζονται σήμερα για το πόσο άγρια ή ήπια θα είναι η διαχείριση της σημερινής (μνημονιακής πάντα) ισορροπίας.

Η διάχυτη αναξιοπιστία που απλώνεται στο σύνολο του επίσημου αλλά δυστυχώς ακουμπά και τον λεγόμενο ανεπίσημο πολιτικό κόσμο, μπορεί να χαρακτηρισθεί  ως πολυπαραγοντικό φαινόμενο.

Πρώτον γιατί στην ψυχολογία, στο «συλλογικό ασυνείδητο» των μαζών, έχει εμπεδωθεί η αντίληψη ότι το πλαίσιο είναι δεδομένο και δεν το πειράζει κανένας. Αυτό το πλαίσιο είναι η διπλή θηλειά που εξαρτά την ελλαδική πραγματικότητα και καθορίζει τις καθημερινές ζωές των ανθρώπων. Από τη μια, η θηλιά της ΕΕ που επιβάλλει τις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές και έχει εγκαταστήσει το μνημονιακό πλαίσιο από το 2010. Από την άλλη, η ευρωατλαντική θηλιά  όπου η μεγάλη δύναμη, οι ΗΠΑ, ως αυτοκράτορας, κάνουν ό,τι θέλουν, όπου θέλουν.  Στις καθημερινές ζωές των ανθρώπων μοιάζει η πολιτική να μην έχει κάποιο χρήσιμο ρόλο και αξία. Υπάρχει η άποψη (εσφαλμένα αλλά υπάρχει και είναι ισχυρή και βαίνει αυξανόμενη) ότι με την πολιτική και ειδικά τις εκλογικές διαδικασίες, δεν ανατρέπεται η καθημερινότητα σου, δεν καλυτερεύει η ζωή σου.

Ποιο από τα τρία πρόσωπα του δικομματισμού (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ) στην Ελλάδα θέλει να ανατρέψει αυτό το πλαίσιο ή έστω θέλει να αμφισβητήσει και να αρνηθεί  πλευρές του;

Εδώ απαγορεύεται μάλιστα δια αποκλεισμού και φραστικού προπηλακισμού οποιαδήποτε συζήτηση που θίγει ακροθιγώς το νόμισμα και την πολιτική του ευρώ, τους μη αιρετούς οργανισμούς και «άρχοντες» της Ε.Ε. με τους παχυλούς μισθούς και το θανάσιμο μίσος τους για τον κόσμο της δουλειάς.

Απαγορεύεται και η συζήτηση για το άλλοτε λαομίσητο  ΝΑΤΟ, την ίδια στιγμή που έχουν φροντίσει να αμβλύνουν την μνήμη αλλά και τα δίκαια αντιαμερικανικά αισθήματα του λαού μας. Μια συζήτηση που δεν γίνεται, ενώ είναι εμφανείς, τόσο η ρυτιδιασμένη και παρακμάζουσα οικονομικά, πολιτισμικά και πολιτικά ΕΕ, αλλά και η ανάδυση νέων πόλων στο παγκόσμιο επίπεδο, που αρνούνται στις ΗΠΑ να συνεχίζουν να παίζουν τον ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα και στο δολάριο  να είναι το αποθεματικό και παγκόσμιο ανταλλακτικό νόμισμα

Δεύτερος λόγος της πολιτικής αναξιοπιστίας είναι ότι η μορφή που παίρνει η σημερινή πολιτική έχει περισσότερο να κάνει με επικοινωνιακά τρυκ και πόζες παρά με εκπροσώπηση συμφερόντων. Σελέμπριτις να κοσμούν τα ψηφοδέλτια, λαμπερά πρόσωπα σε ιλουστρασιόν χαρτιά και καμπάνιες στο διαδίκτυο, και βέβαια εμπέδωση ότι πολιτική σημαίνει πρόσωπα και όχι έκφραση συμφερόντων. Απουσιάζουν οι άνθρωποι του πραγματικού μόχθου, όχι μόνο από τα ψηφοδέλτια αλλά πρωτίστως από τη συζήτηση. Είναι αόρατοι, είναι αποκλεισμένοι.

Αντιθέτως ο κόσμος της Εκάλης και του Κολωνακίου, αλλά και οι μεσοαστικές και κάποιες μικροαστικές κατηγορίες, αυτές που αποκαλούνται το οικονομικό κέντρο που καθορίζει το πολιτικό κέντρο και τα πράγματα στην χώρα, είναι παρόντες. Λες και αυτοί είναι το πλειοψηφικό και το καθοριστικό στοιχείο των εκλογών. Φυσικά, αυτό γίνεται για λόγους ευρύτερων κοινωνικών συναινέσεων που έχει ανάγκη η αστική πολιτική, αλλά και για να εμπεδώσει η πλειοψηφική «πλέμπα» ότι αν θέλει να είναι λιγάκι ορατή πρέπει να εξαρτηθεί από αυτούς.

Τρίτος λόγος της διευρυμένης αναξιοπιστίας είναι τα υπαρκτά ερωτήματα: παίρνονται οι αποφάσεις στο κοινοβούλιο; Έχει αξία η ψήφος; Μπορούν πραγματικά να διαμορφώνουν την πραγματικότητα οι πολιτικές αποφάσεις και η λαϊκή ετυμηγορία;

Αυτά τα ερωτήματα που ο λαός τα απαντάει αρνητικά έχουν δημιουργήσει το τεράστιο και συνεχώς αυξανόμενο αίσθημα της έλλειψης εμπιστοσύνης. Έχει συρρικνωθεί η λαϊκή κυριαρχία, η δύναμη των  εθνικών  κοινοβουλίων, η αγορά και οι θεσμοί της επιβάλλουν πολιτικές, ενώ οι από κάτω είναι αμόρφωτοι, είναι αποκλεισμένοι, αντιμετωπίζονται σαν πράγματα-αντικείμενα που δεν τους συναντάμε, δεν τους ακούμε. Αποτελούν επιπλέον εύφορο έδαφος το οποίο μπορεί να σπαρθεί το φασιστικό δηλητήριο και να αποτελέσουν μαζικό στρατό της ακροδεξιάς, η οποία βαπτίζεται με το δήθεν ταξικό μίσος της ως αντισυστημική δύναμη.

Υπάρχουμε εμείς, υπάρχουν και αυτοί, αλλά δεν είναι καθαρό, ούτε το εμείς, ούτε το αυτοί. Ενώ υπάρχουν δυο Ελλάδες, δυο κόσμοι, ενώ ο ταξικός διχασμός είναι παντού ορατός, σε όλες τις πλευρές της καθημερινής ζωής, δεν βρίσκει αξιόπιστη πολιτική έκφραση. Δεν υπάρχει το κόμμα των φτωχών που θα τα βάλει με το κόμμα των πλουσίων.

Η σημερινή μορφή της πολιτικής στην περίοδο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο. Το συναντάμε σε όλες τις χώρες του ευρωατλαντικού πόλου και στην ίδια την ιμπεριαλιστική μητρόπολη, τις ΗΠΑ. Έχει στο DNA της: την εκχώρηση της εξουσίας και των αποφάσεων στην αγορά, τη δημιουργία εθνικών και υπερεθνικών οργανισμών μη αιρετών αλλά εντεταλμένων από την αγορά, που αποφασίζουν και δεσμεύουν λαούς, περιοχές, τάξεις και στρώματα, τη συρρίκνωση της ελάχιστης λαϊκής κυριαρχίας και δημοκρατίας, τη δραματική μείωση της δύναμης των κοινοβουλίων, τον αποκλεισμό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, των φτωχών, των σύγχρονων της γης των κολασμένων. Αυτοί οι αόρατοι, οι άφωνοι, οι δίχως έκφραση, αποτελούν όμως στρατό, που στα τελευταία χρόνια προβάλλει επικίνδυνα στο προσκήνιο εκφράζοντας περισσότερο την οργή και απόγνωσή του.

Αποκλεισμένη και απαγορευμένη (κατασταλτικά, προληπτικά και  ιδεολογικά) παραμένει η συζήτηση για το πώς να πάμε αλλιώς, πώς να ξανασχεδιάσουμε και να ξανασκαλίσουμε τους δρόμους μιας εναλλακτικής πορείας, μιας χειραφέτησης που θα πατά στο τέλος του καπιταλισμού και θα απαντά ότι υπάρχει ζωή μετά τον καπιταλισμό, και αυτή βεβαίως δεν είναι η δευτέρα παρουσία. Αλλά αυτό το κενό αναζητά έκφραση, ύλη, δύναμη, σχέδιο. Πάνω από όλα αναζητάει την ανάληψη της ευθύνης να τεθεί με σοβαρούς όρους η ατζέντα της συζήτησης.

Σε αυτόν τον δρόμο, επιμένουμε ότι υπάρχουν αρκετές δυνάμεις, νέες και παλιότερες.

Επιπλέον, υπάρχουν και ανθίζουν ελπίδες, ντόπιες και εισαγόμενες.

Ελπίδα ήταν το πλειοψηφικό κύμα οργής και θυμού της νεολαίας, που στο έγκλημα των Τεμπών με συναίσθημα (χωρίς συναίσθημα η πολιτική δεν έχει ιδεολογία), πλημμύρισε τους δρόμους δείχνοντας τους ενόχους και στα τρία πρόσωπα του δικομματισμού, απαιτώντας το τέλος των ιδιωτικοποιήσεων και την επιστροφή σε ένα άλλο δημόσιο. Μια οργή και ένας θυμός που δεν έχει σήμερα πολιτική έκφραση, έστω σε μια νέα πολιτική δύναμη που θα ένωνε διαφορετικές φωνές σε μια κοινή συνισταμένη, στην ανατροπή της μνημονιακής ισορροπίας και των υπηρετών της.

Ελπίδα ήταν και ο μακροχρόνιος, ανειρήνευτος αγώνας των Γάλλων εργαζομένων και της νεολαίας που καταξεσχίζει τα αφηγήματα της ΕΕ και του Μακρόν.

Η ελπίδα, για να μετασχηματιστεί σε πολιτική φωνή και δύναμη, απαιτεί χρόνο, θέληση, κοινή λογική αλλά κυρίως ανάληψη και όχι εκχώρηση της ευθύνης. Αυτό είναι το κεντρικό ζητούμενο για όσους καταλαβαίνουν με αυτόν τον τρόπο τα πράγματα, και όχι το τι ακριβώς θα ψηφίσουμε στις 21 Μαΐου.

Προγράμματα, υποσχέσεις και «ποιος θα κυβερνήσει τελικά αυτόν τον τόπο»

Κ. Μητσοτάκης:  «Χωρίς φοβικότητα, με θάρρος και τόλμη να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Χρειαζόμαστε πλέον ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με ψηφιακά χαρακτηριστικά».

Ν. Ανδρουλάκης: «Χρέος λοιπόν των σοσιαλδημοκρατών είναι να διαμορφώσουν τις συνθήκες για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη τις οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις και θα προστατεύει τον κόσμο της εργασίας». 

Α. Τσίπρας: «Πρόκειται για τον οδικό χάρτη της προοδευτικής κυβέρνησης, για ένα συμβόλαιο με την κοινωνία, που εμπεριέχει τις δεσμεύσεις για μια κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας μακράς πνοής». 

Γ. Τσούνης, Πρέσβης ΗΠΑ: «Η εξαιρετική αυτή συνεργασία διατηρείται εδώ και πάνω από μία δεκαετία παρά τις τέσσερις διαφορετικές κυβερνήσεις και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ελλάδα…. μέσα σε αυτά τα χρόνια η Ελλάδα αναδείχθηκε «σε στρατιωτικό εφοδιαστικό κόμβο για το ΝΑΤΟ» Καμία από τις δύο πλευρές»,(σ.σ.: εννοεί ούτε η Ελλάδα, ούτε η Τουρκία) δεν έχουν το μονοπώλιο του τι είναι σωστό και τι λάθος». 

Καθημερινή (άρθρο της Ειρήνης Χρυσολωρά): «Η κεντρική ιδέα της πρότασης της Κομισιόν για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες είναι τα εθνικά μεσοπρόθεσμα σχέδια 4ετούς διάρκειας, που θα συμφωνούνται σε διμερή βάση με το κάθε κράτος-μέλος και θα προβλέπουν έναν συνδυασμό μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων. Το μέγεθος της προσαρμογής πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να εξασφαλίζει καθοδική πορεία του χρέους για χώρες με χρέος πάνω από 100% του ΑΕΠ και μείωση του ελλείμματος κατά 0,5% του ΑΕΠ τον χρόνο για χώρες με έλλειμμα πάνω από το όριο του 3% του ΑΕΠ. Αυτά θα προκύπτουν από την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους που θα κάνει η Επιτροπή… Το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023-2026, που υποβάλλει η κυβέρνηση αύριο Κυριακή 30 Απριλίου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προσπαθεί να υπακούσει σ’ αυτούς τους κανόνες, που –πάντως– βρίσκονται ακόμη υπό διαπραγμάτευση. Προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 0,7%-1% του ΑΕΠ για φέτος και στην περιοχή του 2% τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, όπως διευκρινίζεται, το πρόγραμμα αυτό έχει μόνο ένα βασικό σενάριο, που δεν περιλαμβάνει τις προεκλογικές εξαγγελίες, πλην της πρόβλεψης για αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων, κόστους 500 εκατ. ευρώ. Τα μέτρα, όμως, που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν δημοσιονομικό κόστος 1,2 δισ. ευρώ για το 2023 (περιλαμβανομένων των 500 εκατ. ευρώ των δημοσίων υπαλλήλων), που ανεβαίνει σταδιακά στα 2,2-2,3 δισ. ευρώ το 2027 (συνολικά 8 δισ. ευρώ την τετραετία). Για να εφαρμοστούν τα συγκεκριμένα μέτρα πρέπει να εξασφαλισθεί πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος μόνιμου χαρακτήρα 700 εκατ. ευρώ έως 1,8 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει πρόσθετα μόνιμα μέτρα… Σύμφωνα με τις προτάσεις της Κομισιόν, οι λεγόμενες «καθαρές δαπάνες», δηλαδή οι δαπάνες αφαιρουμένων των προσωρινού χαρακτήρα εσόδων, δεν πρέπει να αυξάνονται με ρυθμό υψηλότερο από το μεσοπρόθεσμο ΑΕΠ. Ετσι, ένα έκτακτο έσοδο, που δημιουργεί προσωρινά δημοσιονομικό χώρο, δεν δικαιολογεί αύξηση μόνιμης δαπάνης, όπως οι συντάξεις, σύμφωνα με τους νέους κανόνες. Μόνο μια μόνιμη αύξηση εσόδων, π.χ. ένας νέος φόρος, το επιτρέπει».

Το προεκλογικό κλίμα παραμένει χαλαρό έως αδιάφορο. Η αποστροφή, η απόσταση ή ακόμα και η οργή απέναντι στο πολιτικό σύστημα καθορίζει αυτή τη στάση. Τα μνημονιακά και ευρωατλαντικά κόμματα προσπαθούν να αλλάξουν το κλίμα με πλήθος υποσχέσεων, όπως διορισμοί στα υποστελεχωμένα νοσοκομεία και σχολεία, αυξήσεις στους κατακρεουργημένους από την ακρίβεια και την αισχροκέρδεια μισθούς, μειώσεις φόρων.

Δεν είναι γενικώς η έλλειψη πολιτικοποίησης ή η ανωριμότητα του ελληνικού λαού. Καλώς ή κακώς υπάρχει μια λαϊκή σοφία για το «ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο». Άσχετα αν αυτή οδηγείται τελικά σε συντηρητικοποίηση και αναδίπλωση καθώς δημιουργείται η πεποίθηση ότι «δεν αλλάζει τίποτα».

Οι δημοσιονομικοί κανόνες είναι σαφείς. Για να δώσει μια χώρα, με πρόβλημα χρέους, κάπου αυξήσεις θα πρέπει να δηλώσει ισοδύναμο μέτρο. Από ποιες δαπάνες θα κόψει ή ποιό φόρο θα προσθέσει.

Κάτι τέτοιο δεν είδαμε στο πρόγραμμα του Μητσοτάκη.

Ούτε στο πρόγραμμα Τσίπρα, το οποίο απαιτεί και περισσότερο δημοσιονομικό χώρο – πέρα από την υπόσχεση να καταργήσει τους μισούς νόμους από όσους ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε (πχ τράπεζες, ενέργεια).

Και όσον αφορά τη συζήτηση για τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, σε έναν κόσμο που γεωπολιτικά αλλάζει ραγδαία, οι διεκδικητές της εξουσίας δεν μπαίνουν καν στον κόπο να μας πουν τι θέλουν. 

Μιλά για λογαριασμό τους ο πρέσβης των ΗΠΑ.  Για να μην ξεχνάμε «ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο».

Το ερώτημα της ρήξης με το μνημονιακό και ευρωατλαντικό πλαίσιο και της διεκδίκησης μιας πιο ανεξάρτητης πολιτικής μπορεί να μην βρίσκει, προς το παρόν, πολιτική δύναμη που να το απαντά. Το λαϊκό φρόνημα παραμένει χαμηλά, μετά το τραύμα του 2015. Ωστόσο το άγχος των μνημονιακών κομμάτων να τάζουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες ή να την πέφτουν με λύσσα στο Βαρουφάκη για την παραμικρή υπόνοια μικροαμφισβήτησης των ευρωπαϊκών κανόνων, δείχνει ότι δεν μπορεί παρά να ξαναμπεί στο τραπέζι.

Διεκδίκηση ή διαχείριση;

Ανακοίνωση για τις εκλογές της 21ης Μαϊου

Για τις εκλογές της 21ης Μαΐου,
με τη ματιά μας στραμμένη στην επόμενη μέρα

  1. Παρά τη διάχυτη οργή για το έγκλημα των Τεμπών και τις καταστροφικές συνέπειες της ιδιωτικοποίησης και της διάλυσης των δημόσιων υποδομών, ο αρνητικός συσχετισμός παραμένει. Απουσιάζει ένα εναλλακτικό πολιτικό και κοινωνικό σχέδιο πέραν αυτού που παρουσιάζει ως μονόδρομο ο καπιταλισμός. Απουσιάζει και μια αξιόπιστη πολιτική δύναμη που να έχει πρόγραμμα ανατροπής αυτού του συσχετισμού δύναμης. Μεγάλο τμήμα της κοινωνίας θεωρεί ότι η Αριστερά (δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ) δοκιμάστηκε, κυβέρνησε και τελικά εφάρμοσε το ίδιο, πάνω-κάτω, νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Δεν έχει αναληφθεί σοβαρά από κανένα συλλογικά οργανωμένο υποκείμενο η ευθύνη ανατροπής αυτής της αίσθησης. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη κομμουνιστικής Αριστεράς αλλά και στην απουσία μιας μετωπικής αριστερής-προοδευτικής εναλλακτικής πολιτικής δύναμης που θα συγκρούονταν με πλευρές του σύγχρονου καπιταλισμού και θα εξέφραζε, έστω πρόσκαιρα και μερικά, τα συμφέροντα των εργαζομένων και των μικρομεσαίων στρωμάτων.
  2. Η μακρά ύφεση που πλήττει τον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο έχει αρνητικά αποτελέσματα στην καθημερινή επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων και πολύ περισσότερο των νέων εργαζομένων. Η ακρίβεια και ο πληθωρισμός μειώνουν τις προσδοκίες μιας καλύτερης ζωής και επιπλέον καθιστούν προβληματική την ίδια την επιβίωση. Σε αυτό το περιβάλλον, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζει να διαιρεί το ενιαίο σύστημα κοινωνικών σχέσεων γεωγραφικά και πολιτικά (δύση και ανατολή). Απέναντι σε αυτό το οικονομικό – γεωπολιτικό πλαίσιο έχουμε μια πολιτική πλήρους υποταγής από την πλευρά της αστικής τάξης. Τόσο η υπαγωγή της Ελλάδας στο ατλαντικό σχέδιο (ΝΑΤΟ – ΗΠΑ) όσο και η ένταξη και παραμονή στο οικονομικό ευρωπαϊκό σχέδιο (ΕΕ), δεν αμφισβητούνται θεωρητικά από τη συντριπτική πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών κομμάτων και πρακτικά – πολιτικά δεν αντιπαλεύονται από κανέναν. Από την άλλη, η εργαζόμενη κοινωνία δεν έχει υπερβεί το σοκ του 2015 και χαρακτηρίζεται από εναλλασσόμενες στιγμές μοιρολατρίας, αμηχανίας, οργής, αδιεξόδου. Εγκλήματα σαν αυτό των Τεμπών, απελευθερώνουν τη δυσαρέσκεια απέναντι στην διαχρονική και κοινή πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και αναδεικνύουν την ευθύνη των κομμάτων που την εφάρμοσαν (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ). Δεν μπορούν όμως να συγκροτήσουν το αντίπαλο πολιτικό υποκείμενο. Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε ζήτημα που προκύπτει, σε κάθε στροφή της συγκυρίας, το δίλημμα παραμένει: είτε αποδοχή του συστήματος και των πολιτικών του, είτε σύγκρουση. Ενδιάμεσες απαντήσεις και εύκολες λύσεις, δεν υπάρχουν.
  3. Το γεγονός ότι το πλαίσιο της αντιπαράθεσης είναι δεδομένο και μη αμφισβητήσιμο από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου, προσδιορίζει και τον χαρακτήρα των συγκεκριμένων εκλογών. Δεν κυοφορούνται εκπλήξεις για το τι θα συμβεί την επόμενη μέρα. Η εκλογική αναμέτρηση αφορά κυρίως την εμπέδωση του δικομματισμού και τη συνέχιση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ποιότητα, τον προβληματισμό και τα θέματα που απασχολούν τον δημόσιο διάλογο, λίγο πριν τις κάλπες. Η αναξιοπιστία της Αριστεράς είναι βαθιά και οργανική, τροφοδοτεί την ηγεμονία της απροκάλυπτης δεξιάς νεοφιλελεύθερης πολιτικής, όπως αυτή εκφράζεται από το πρόσωπο του Μητσοτάκη, κι ορίζει, είτε το θέλουμε, είτε όχι, πολύ πιο σύνθετα και στρατηγικά καθήκοντα από αυτά της μιας ή της άλλης εκλογικής στάσης.
  4. Σε αυτή τη συγκεκριμένη συνθήκη, ο δρόμος ανάταξης του λαϊκού φρονήματος, του κινήματος και της Αριστεράς δεν περνά από τις εκλογικές μάχες αλλά αφορά μια πιο βαθιά, επίπονη, δύσκολη διαδικασία ανασυγκρότησης σε όλα τα επίπεδα. Βαθύτερη εννοούμε καταρχήν την προγραμματική συγκρότηση για το τι σημαίνει μια εναλλακτική πορεία για τη χώρα και την κοινωνία σε ρήξη με την ολιγαρχία και το ευρωατλαντικό πλαίσιο, αξιόπιστες διαδικασίες συγκρότησης πολιτικού μετωπικού υποκειμένου, πέρα από την μετωπική φλυαρία και τους παραγοντισμούς της τελευταίας 10ετίας, και κυρίως επίπονη προσπάθεια οργάνωσης του κοινωνικού υποκειμένου για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Οι εκλογές μπορεί να είναι μια σημαντική στιγμή στην πολιτική διαδικασία, αλλά σημαντικότερη είναι η ανταπόκριση σε ανάγκες που υπερβαίνουν τις εκλογές. Το πρόβλημα γίνεται πιο οξύ ειδικά όταν στις εκλογικές μάχες δεν παρεμβαίνει μια πολιτική πρόταση που να απαντάει σε αυτές τις ανάγκες. Η υπέρβαση των πολλαπλών αδιεξόδων που αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία δεν θα γίνει μέσα από τη μία ή την άλλη εκλογική στάση. Ανεξάρτητα από αναλαμπές, εκρήξεις, ξεσπάσματα, ο συσχετισμός δύναμης παραμένει τέτοιος που απαιτεί βαθύτερη στάση από την εκλογική στιγμή. Αν υπήρχε εκλογική δύναμη που να υπηρετεί αυτό το πολιτικό σχέδιο ανάταξης και ανασυγκρότησης δυνάμεων, η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ θα ήταν παρούσα.
  5. Είναι προφανές ότι στεκόμαστε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο ενάντια στα κόμματα που εκφράζουν τις -όχι ίδιες- αλλά πάντως όμοιες μνημονιακές, συστημικές ή «αντισυστημικές»-ακροδεξιές, ευρωατλαντικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Δεν διαλέγουμε τον ήπιο (ΣΥΡΙΖΑ) από τον αυταρχικό (ΝΔ) διαχειριστή, μιας δεδομένης νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Η ιστορικά διαδεδομένη λογική λεηλασίας της Αριστεράς που είναι η επιλογή του «μικρότερου κακού», δηλαδή σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ, έχει επίσης ιστορικά αποδειχθεί ότι οδηγεί αναπόφευκτα στο μεγαλύτερο κακό. Στο χώρο που ορίζεται αριστερά και ριζοσπαστικά, το μεν ΚΚΕ αδιαφορεί και αποσύρεται, γιατί καταλαβαίνει ότι η παραμικρή αμφισβήτηση του συστημικού πλαισίου οδηγεί σε σύγκρουση, ενώ από την άλλη, ο ιδεολογικός προσανατολισμός του ΜΕΡΑ25 αφορά μια κεντροαριστερή φιλολαϊκή διαχείριση (που κι αυτή ακόμα δεν είναι αποδεκτή από τον σημερινό καπιταλισμό). Η δε εξωκοινοβουλευτική αριστερά επιμένει να δοκιμάζει το ίδιο ανύπαρκτο πολιτικό σχέδιο, εδώ και δεκαετίες, που δεν μετατοπίζει στο παραμικρό το συσχετισμό. Το διπλό καθήκον της οικοδόμησης τόσο της κομμουνιστικής Αριστεράς όσο και μιας νέας μετωπικής πολιτικής δύναμης, παραμένει ορφανό και δε θα λυθεί – ούτε καν θα διευκολυνθεί – στην εκλογική μάχη.
  6. Οι υπαρκτές δυνάμεις της ελληνικής αριστεράς, παρ’ όλες τις διαφορές τους, δε μπορούν ή δε θέλουν να δώσουν πολιτική διέξοδο, τώρα ή μετά τις εκλογές. Ωστόσο είτε η εκλογική λεηλασία αυτής της αριστεράς από τη λογική του μικρότερου κακού – ειδικά αν υπάρξουν δεύτερες εκλογές – είτε η αριθμητική και κοινοβουλευτική συρρίκνωσή της θα επιταχύνει την αποστράτευση την απογοήτευση τον ατομικό-ιδιωτικό δρόμο . Δυστυχώς θα εμπεδώνει βαθύτερα την αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Μια τέτοια συρρίκνωση δεν θα βοηθήσει τη δράση για χιλιάδες αριστερούς και κομμουνιστές που παλεύουν στα συνδικάτα, στα σωματεία, στους κοινωνικούς χώρους, στη δημόσια συζήτηση, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, την ολοκληρωτική ΝΑΤΟποίηση της χώρας, την αναδιανομή του πλούτου και της εξουσίας υπέρ της αστικής τάξης.
  7. Με αυτή τη λογική, καλούμε σε μαύρισμα όλων των μνημονιακών, νεοφιλελεύθερων, ακροδεξιών κομμάτων που εφάρμοσαν στο παρελθόν -και υποστηρίζουν και σήμερα- όμοιες πολιτικές. Καλούμε σε στήριξη αριστερών και ριζοσπαστικών ψηφοδελτίων, με πλήρη συνείδηση των ανεπαρκειών, των λαθών, των αναντιστοιχιών τους. Δεν μπαίνουμε σε αντιπαραθέσεις, τουναντίον, αναζητούμε δίαυλους επικοινωνίας και μορφές πολιτικής και αγωνιστικής συγκρότησης των νέων ανθρώπων και των εργαζομένων τάξεων που ψηφίζουν άκυρο ή απέχουν. Πάνω από όλα όμως, καλούμε να αναταχθούν και να ανασκοπήσουν υπαρκτές πολυάριθμες δυνάμεις και άνθρωποι για να καλυφθεί το κενό της κομμουνιστικής Αριστεράς, αλλά και να συγκεντρωθούν όροι για τη συγκρότηση μιας μετωπικής πολιτικής δύναμης που θα αναλαμβάνει το την ευθύνη της σύγκρουσης με το νεοφιλελεύθερο και ευρωατλαντικό πλαίσιο. Αυτό το διπλό καθήκον ορίζει το περιεχόμενο της πολιτικής μάχης που δίνει η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ μπροστά στις ερχόμενες εκλογές, και προφανώς υπερβαίνει τον εκλογικό ορίζοντα.

 

Αποχαιρετούμε τον σ. Τάσο Σταυρόπουλο

Έφυγε την Πρωτομαγιά από κοντά μας ο σ. Τάσος Σταυρόπουλος.

Από τα φοιτητικά του χρόνια στρατευμένος στην Αριστερά, στάθηκε με συνέπεια και συνέχεια με το μέρος του εργαζόμενου λαού. Κατά τη διάρκεια της 30ετούς θητείας του στη Β’ βάθμια εκπαίδευση πρωτοστάτησε στους αγώνες του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος των καθηγητών. Την τελευταία δεκαετία, αναδείχθηκε σε κύριο εκφραστή της αγωνιστικής στάσης στο κίνημα των συνταξιούχων και ειδικά των συνταξιούχων εκπαιδευτικών, μέσα από την Π.Ε.Σ.ΕΚ. της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος και πρόεδρός της μέχρι σήμερα.

Ο σ. Τάσος διακρίνονταν για την αταλάντευτη στάση του σε ζητήματα πολιτικών και ιδεολογικών αρχών, για την ουσιαστική  πολιτική λακωνικότητα του, την κοινή λογική που τον χαρακτήριζε και τον έκανε να προσεγγίζει τα πάντα με κριτήριο τα συμφέροντα των εργαζομένων, καθώς και για την ακούραστη ανιδιοτέλειά του σε κάθε τι μικρό ή μεγάλο που του ζητιότανε. Ο σ. Τασος, παρόλο που δεν του άρεσαν οι ετικέτες, ήταν ένας γνήσιος κομμουνιστής.

Η Παρέμβαση είχε την τύχη και συνεργάστηκε μαζί του σε πολλές μετωπικές απόπειρες, τόσο σε κεντρικό πολιτικό όσο και σε κινηματικό επίπεδο. Ιδιαίτερα θα τον θυμόμαστε από τους κοινούς αγώνες μέσα από τις γραμμές του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής και του Σχεδίου Β, για την οικοδόμηση ενός λαϊκού μετώπου διεξόδου από την κρίση, εξόδου από την ευρωζώνη.

Τον αποχαιρετούμε με σεβασμό και αγάπη.

Η απώλειά του αφήνει δυσαναπλήρωτο κενό.

Εκφράζουμε θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του.

Περί των ορίων της αριστεράς και των εκλογών

Για τις επερχόμενες εκλογές είναι καλό να μιλούμε εγκαίρως, αναλαμβάνοντας το σχετικό κόστος για την όποια λανθασμένη εκτίμηση κάνουμε. Οι εκλογές που έρχονται θα είναι πιθανότατα και αυτές, εκλογές ήττας για ό,τι μπορούμε σχηματικώς και εν μέρει υπεραπλουστετικώς να αποκαλέσουμε λαϊκά συμφέροντα.

Η επίδραση των διαδοχικών ηττών άλλου επιπέδου και άλλης σημασίας (‘90-‘91, ’96, 2009, 2015) είναι ακόμα έντονη και λειτουργεί διαλυτικώς σε κάθε προσπάθεια ανασυγκρότησης με βάθος. Επιπλέον είναι τόσο τραγική η κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αλλά και τόσο ανεπαρκή τα μικρότερα αριστερά κόμματα, ώστε πιθανότατα η ΝΔ θα μείνει πρώτη (τουλάχιστον αν δε δούμε δραματικά γεγονότα στον δρόμο προς τις κάλπες).

Την ίδια στιγμή, οι εκλογές αυτές λαμβάνουν χώρα μέσα σε ένα περιβάλλον ραγδαίων και εντυπωσιακών αλλαγών. Η Δύση χάνει με αιματηρό τρόπο (τον μόνο εφικτό δυστυχώς) τα παγκόσμια πρωτεία. Ένας άνεμος ελευθερίας φυσά στην Ασία και στην Αφρική, όχι με την έννοια της φιλελευθεροποίησης των πολιτικών συστημάτων αλλά της διαμόρφωσης ενός πλαισίου νέου δυνατοτήτων για τους (νέο-) αποικιοκρατούμενους λαούς. Παραλλήλως, δίπλα στους κινδύνους από τη χρήση πυρηνικών όπλων και την κλιματική αλλαγή, η άνοδος της τεχνητής νοημοσύνης διαμορφώνει νέες ιστορικές δυνατότητες και απειλές. Και τέλος, μια νέα φάση όξυνσης της οικονομικής κρίσης έχει ξεκινήσει.

Ένα από όλα αυτά θα αρκούσε για να μιλούμε για μια από τις πλέον κρίσιμες περιόδους των τελευταίων δεκαετιών (μετά μάλιστα από 15 χρόνια κρίσης). Όλα μαζί φτιάχνουν επιτέλους ενδιαφέροντας καιρούς.

Δυστυχώς, τα κόμματα τα οποία θα συμμετέχουν στην επόμενη Βουλή δεν έχουν προετοιμαστεί παρά σε ελάχιστο βαθμό στην καλύτερη περίπτωση, για όλα αυτά. Αν μάλιστα για τη δεξιά και τους «σώγαμπρους» του συστήματος εξουσίας κάτι τέτοιο είναι λογικό και αναμενόμενο, για την αριστερά διαφόρων εκδοχών είναι αρκετά καταθλιπτικό.

Μηδενός κόμματος της όποιας εκδοχής αριστεράς εξαιρουμένου, παραμένουν πρώτα κόμματα της Δύσης και έπειτα σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά ή οτιδήποτε άλλο. Κάποια έχουν κάνει βήματα ριζοσπαστικοποίησης πλην όμως ανεπαρκή και επιφανειακά και κάποια άλλα έχουν υιοθετήσει αντιδραστικές και αντικειμενικά φιλό-ιμπεριαλιστικές αναλύσεις με άφθονη πλην όμως ανέξοδη επαναστατική ρητορική και εθιμοτυπία. Σε κάθε περίπτωση είτε αδυνατεί, είτε δε θέλει η ελληνική αριστερά να αντιληφθεί τόσο ότι αλλάζει ο κόσμος όσο και γιατί είναι καλό το γεγονός ότι αλλάζει. Ως εκ τούτου και ασχέτως προθέσεων προδίδει τον απελευθερωτικό της ρόλο.

Επιπλέον, δεν αγγίζει παρά ελάχιστα έως καθόλου, με οργανωμένο και συλλογικό τρόπο τα σύγχρονα θέματα. Πρόγραμμα δεν είναι οι ιδέες του επικεφαλής ή μιας ηγετικής ομάδας, μεταφερμένες στα κομματικά κείμενα. Αυτό είναι παιχνίδι ακαδημαϊκής επιρροής. Πρόγραμμα είναι η κινητοποίηση οργανωμένων χώρων και προσώπων προς τη βαθιά επεξεργασία των ζητημάτων που αφορούν τον κοινωνικό σχηματισμό. Εξ ου και βλέπει κανείς να υπάρχει πλήρης απουσία σοβαρών επεξεργασιών ως προς τα μέσα παραγωγής (κατοχή και κινητοποίησή τους  σήμερα και υπό τις παρούσες συνθήκες) ως προς το ρόλο των νέων τεχνολογιών, ως προς συνέπειες της μακρόχρονης κρίσης (πχ. Δημογραφικές μεταβολές) ως προς τη συνολική και όχι μόνο επιμέρους, προετοιμασία για τη νέα φάση της κρίσης. Δεν αρκεί να μιλούμε για το ιδιωτικό ή δημόσιο χρέος επειδή αυτό αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα σε συγκεκριμένα κόμματα. Πού είναι για παράδειγμα, η συζήτηση για τις χιλιάδες αποφοίτων λυκείων και πανεπιστημίων, με μηδενικές προοπτικές δουλειάς συναφούς με τα όποια προσόντα τους; Πού είναι η συζήτηση για το ρόλο της τεχνικής παιδείας και τα εργατικά δικαιώματα; Είτε παραπέμπονται στο σοσιαλισμό, είτε χωράνε σε μια- δυο γραμμές διακηρυκτικού χαρακτήρα, όταν δεν απουσιάζουν εντελώς γιατί δε συμφώνησαν οι διαβόητες τάσεις και συνιστώσες που μας τυραννούν δεκαετίες.

Η ανεπάρκεια αυτή (ή η συνειδητή άρνηση) αποτελεί το πιο καθαρό αποτέλεσμα της ήττας ή και των ηττών. Η απομάκρυνση του κοινωνικού από το πολιτικό έχει εσωτερικευθεί από την αριστερά εξ ου και η τελευταία είναι τόσο αδύναμη. Έχουμε μια αριστερά που ηγεμονεύεται ιδεολογικώς από τον πυρήνα των δεξιών ιδεών και δη τη σημαντικότερη: την αντίληψη της πολιτικής ως «βασιλείου των ειδικών». Παρεμπιπτόντως και συνήθως, αυτοί οι «ειδικοί» δεν είναι παρά μετριότητες για να μην πούμε εντελώς αδαείς.

Δεν πρόκειται για ζήτημα έξυπνων ιδεών και καταστατικών προβλέψεων αλλά για την κυρίαρχη παρουσία της λογικής της κάστας και της εξουσιαστικής της νοοτροπίας. Οι αντιλήψεις και της αριστεράς έχουν ως όριο τη Βουλή και την εκπροσώπηση. Τα στελέχη είναι κυριολεκτικώς μια επαγγελματική ομάδα δια του κόμματος, τα οποία εν τέλει εξαντλούν τον ορίζοντά τους στο πώς θα διασφαλίσουν τη δική τους παρουσία στη Βουλή.

Ο μηχανισμός (πάντα αναγκαίος μέσα στα κόμματα) παρασιτεί εις βάρος του κοινωνικού στοιχείου, το διώχνει από την πολιτική διαδικασία, θεωρώντας ότι μπορεί να το επιστρατεύει μόνο ως άλλοθι και άθροισμα κλακαδόρων. Κούνια που τους κούναγε… Το ενδιαφέρον για τις ανάγκες του λαού φτάνει μέχρι του σημείου που δεν θα ταραχτεί η κυνική ανάγκη του μηχανισμού για αναπαραγωγή του. Όσο πιο μικρός ο μηχανισμός, τόσο πιο κυνικός. Τα όρια της σημερινής αριστεράς και επομένως και αυτών των εκλογών είναι απελπιστικά μικρά.

Ωστόσο, έστω κι έτσι είναι υπαρκτή η δυνατότητα προώθησης ορισμένων αλλαγών. Ποια είναι η σημαντικότερη; Η αποσταθεροποίηση κατά ένα μέρος του συστήματος εξουσίας. Χάρη στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχουμε υποστεί 8 χρόνια απόλυτης σταθερότητας του συστήματος εξουσίας. Αυτή η σταθερότητα γίνεται επισφαλής για λόγους εξωγενείς και ενδογενείς. Έχει νόημα λοιπόν η ψήφος αποσταθεροποίησης του συστήματος εξουσίας. Πρόκειται για ρόλο τον οποίο παρεμπιπτόντως τα ναζιστικά κατακάθια δεν μπορούν και δε θέλουν να παίξουν. Τον ρόλο του μαστιγίου του συστήματος εξουσίας θα διαδραματίσουν και πάλι.

Επομένως, με όλες τις προαναφερθείσες ανεπάρκειες και αδυναμίες εκδοχών της αριστεράς, γνωρίζοντας τα όρια τόσο αυτών των σχηματισμών, όσο και του ίδιου του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού (τα οποία θα γίνονται ολοένα στενότερα), λαμβάνοντας υπόψιν ότι η διέξοδος θα ανοίξει από το οργανωμένο κοινωνικό στοιχείο και όχι από την κάστα των κοινοβουλευτικών, η ψήφος αποσταθεροποίησης έχει νόημα. Η συγκυβέρνηση του ευρωατλαντισμού και του νεοφιλελευθερισμού πρέπει αριθμητικώς να γίνει δυσκολότερη και κατά το δυνατό να βρεθούν στη Βουλή πρόσωπα με βάθος. Πράγμα σπάνιο αλλά όχι ανύπαρκτο ακόμα και στα σημερινά ψηφοδέλτια.