Μίμοι του Ανδρέα, κληρονόμοι της Αυριανής

“Καθε ψήφος που δεν πάει στον ΣΥΡΙΖΑ, ενισχύει το σχέδιο της ΝΔ”, ισχυριζόταν  ο Τσιπρας την προηγούμενη εβδομάδα. “Ο σχεδιασμός της ΝΔ είναι 7 κομματική ή 8 κομματική Βουλή, που θα απαξιωθεί πλήρως και η αντιπολίτευση θα κατακερματιστεί”, ισχυρίζεται ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αυτές τις μέρες. Βγαλμένα από τις χειρότερες σελίδες του Αυριανισμού, τα επιχειρήματα Τσίπρα, πέραν του ότι δεν αντέχουν στην κοινή λογική (πχ όσο περισσότερα κόμματα μπουν στη Βουλή, τόσο λιγότερους βουλευτές θα έχει η ΝΔ), συνιστούν ύβρη για την Αριστερά και την ιστορία της. 

Η Αριστερά μεταπολιτευτικά εκβιάστηκε, λεηλατήθηκε, σύρθηκε, υποτάχθηκε και οδηγήθηκε υποτελής στο ΠΑΣΟΚ, όχι χωρίς δικιά της ευθύνη. Η θεωρία της χαμένης ψήφου, το εφεύρημα των δύο και μόνο αποκλειστικά στρατοπέδων (φως και σκότος, δημοκρατικές δυνάμεις και Δεξιά), ήταν τα βασικά επιχειρήματα με τα οποία το ΠΑΣΟΚ περιθωριοποιούσε, πίεζε, λεηλατούσε εκλογικά και πολιτικά την Αριστερά και την έκανε εκούσα άκουσα συμπλήρωμα στην πολιτική του. 

Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ συνολικότερα προέρχονται από ένα ρεύμα το οποίο πλήρωσε τους αυριανιστικούς εκβιασμούς. Δεν έχουν ωστόσο κανέναν ηθικό ή πολιτικό φραγμό στο να τους επαναλάβουν, μόνο και μόνο επειδή η συγκυρία της πολιτικής ρευστοποίησης του 2012 – 2015 τους έφερε σε θέση ισχύος, στην αρχή ως κυβέρνηση και στην πορεία ως αξιωματική αντιπολίτευση.

Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο μιας ολοσχερούς απαξίωσης έως και κατάρρευσης, παπαγαλίζει όχι απλώς τα συνθήματα του Ανδρέα, αλλά το σύνολο των αυριανιστικών επιχειρημάτων και εκβιασμών. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι δεν έχει σημασία αν ένα κόμμα από το 2,5% πάει στο 3,5% (εννοώντας προφανώς το ΜΕΡΑ25), διαστρεβλώνοντας μάλιστα ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε μικρότερη κοινοβουλευτική δύναμη του Μητσοτάκη αλλά και μια επιπλέον φωνή αντιπολίτευσης σε μια καταθλιπτική επόμενη Βουλή. Αλήθεια θα είναι πιο χρήσιμο αν ο ΣΥΡΙΖΑ πάρει 20% και όχι 19%, από το αν ένα μπει ένα κόμμα με αναφορά στην Αριστερά και στα κινήματα στην επόμενη Βουλή; Πραγματικά, ποια θα ήταν μια “πιο χρήσιμη” ψήφος;

Το πρόβλημα όμως δεν είναι κυρίως αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι για πρώτη φορά στην μεταπολιτευτική ιστορία υπάρχει η σχεδόν βεβαιότητα του να βγούμε από τις κάλπες της Κυριακής, όχι μόνο με μια ισχυρή, δεξιά, νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, αλλά έχοντας αέρα παντοδυναμίας και αίσθημα ασυδοσίας, καταγράφοντας μια τεράστια – τρομακτική διαφορά από το δεύτερο κόμμα και την αξιωματική αντιπολίτευση. 

Και αυτό, είτε αρέσει, είτε δεν αρέσει, είναι έργο με φαρδιά πλατιά την υπογραφή του Τσίπρα.

“Αποκαθήλωση”, Γαΐτης 1984

Αυτό το έργο μπορεί να το δεί κανείς από δυο πλευρές: την ορατή και τη συμβολική.

Μπλέκεται η μορφή και ο τίτλος, η φόρμα και το νόημα…

Μπορεί να δει κάποιος και τη βοήθεια σε κάποιον που “πέφτει” ή ακόμα και την προστασία για να μην πάθει μεγαλύτερη βλάβη.

Ή απλά, η αποκαθήλωση του ανθρωπάκου της σειράς…

Άλλες οπτικές, άλλοι συμβολισμοί…

Τί σχέση έχει αυτό το έργο με τη ρέουσα και όζουσα πραγματικότητα που ζούμε μετά την τραγωδία του ναυαγίου της Πύλου;

Υπάρχει ορατό το επιφαινόμενο:

Μια πολιτεία που προσεγγίζει ταχέως τη ρήση της λαομίσητης Θάτσερ: “Δεν υπάρχει κοινωνία αλλά μόνο άτομα και οι οικογένειές τους”.

Ένας μηχανισμός που ορίζεται σχεδόν απόλυτα από την οικονομική μαφία και τα παρακλάδια της στην πολιτική και στο δικαστικό σώμα

Ένας πολιτισμός που καθοδηγείται από σιχαμερές τηλεπερσόνες, εταίρες της ίδιας μαφίας που βλέπουμε στα γήπεδα και τα ξενυχτάδικα

Μια οντότητα που βαράει προσοχή στο κάθε νεύμα της πρεσβείας (μία είναι η πρεσβεία) και των ευρωπαίων υποτακτικών της

Υπάρχει, όμως και η υφέρπουσα αλληλεγγύη

Για παράδειγμα, οι ίδιοι άνθρωποι πριν από 8 χρόνια, αντιμετώπισαν σε μεγάλο βαθμό τους διερχόμενους πρόσφυγες με αλληλεγγύη και προσφορά: απλοί άνθρωποι, μαθητές δημοτικών, γιαγιάδες τίμησαν την αρχαιοελληνική λέξη Φιλοξενία (αγαπώ τον ξένο).

Το ίδιο αδιάφορο και υποκριτικό ήταν το κράτος και τότε.

Αυτό το ρεύμα της δοτικότητας, άλλαξε τη συμπεριφορά και των μηχανισμών και τα push backs έγιναν διασώσεις.

Αλλά η καλή μας πολιτεία, μερίμνησε και γι αυτό: αντί να παλέψει, κοντράροντας τα θέλω των εταίρων αποικιοκρατών που διαλύουν τις χώρες των προσφύγων, έκαναν συμφωνία με τη γείτονα και όρθωσαν φράχτες αντί να δημιουργήσουν ασφαλείς διόδους για τους ικέτες.

Και φτάσαμε εδώ: στο να αφεθούν να πνιγούν τόσες υπάρξεις και να τρέχουν επικοινωνιακά να συγκαλύψουν το έγκλημα οι κάθε ντογιάκοι, υπηρεσιακοί και τα γνωστά φερέφωνα των μαφιόζων ολιγαρχών.

Τα Τέμπη απείλησαν την εικόνα της τεχνητής ευμάρειας και έπρεπε να πνιγεί η μνήμη τους… είχαμε εκλογές το Μάη.

Η Πύλος απειλεί να ξεβράσει το βόθρο του συστήματος μαζί με τα πτώματα των πνιγμένων… έχουμε εκλογές τον Ιούνιο.

Το έργο του Γαΐτη μας καλεί να αποκαθηλώσουμε τον ανθρωπάκο της σειράς.

Να σηκώσουμε όρθιο τον Άνθρωπο που παλεύει συλλογικά για το δίκιο και μια κοινωνία που δε θα έχει άτομα να την απαρτίζουν αλλά ζωντανές συνειδήσεις.

Να μην πνίξουμε την ανθρωπιά μας, γιατί αν το κάνουμε, θα είμαστε ακόμα πιο αδύναμοι μπροστά στα δύσκολα που έρχονται.

Να τιμωρήσουμε τους υποκριτές και τους αφέντες τους…

Εχθροί μας είναι οι από πάνω κι όχι οι απανταχού από κάτω.

Μόνο έτσι θα ανατρέψουμε την εικόνα χώρου που λογίζουν τη χώρα μας οι επικυρίαρχοι.

Υπάρχει ελπίδα οι δεξιοί να ξαναγίνουν άνθρωποι;

Γελάνε κάτω από τα μουστάκια τους οι οπαδοί της Δεξιάς ή τουλάχιστον το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους. Αποσοβήθηκε ο κίνδυνος να έρθουν στη χώρα 750 ακόμα παράνομοι μετανάστες. Το πλοίο βυθίστηκε. “Να σωθούν ή να πνιγούν”, ήταν η ερώτηση. Η απάντηση που δίνουν πολλοί, πάρα πολλοί συμπολίτες μας, ήταν και αυτή που έγινε πράξη. 

Γελά κάτω από τα μουστάκια του και ο Μητσοτάκης που βλέπει μία εβδομάδα πριν τις εκλογές τη συζήτηση να μετατοπίζεται στο εξαιρετικά ευνοϊκό για τον ίδιο πεδίο της παράνομης μετανάστευσης, της φύλαξης των συνόρων, του φράχτη του Έβρου και της “προδοτικής”, “αντεθνικής” και “φιλομεταναστευτικής” στάσης της Αριστεράς. 

Βούτυρο στο ψωμί του. 

Το εκφράζει για παράδειγμα με άριστο τρόπο ο Πετρουλάκης, που όπως και κάθε ανανήψαντας, είναι βασιλικότερος του βασιλέως. Η ανείπωτη τραγωδία του ναυαγίου λειτουργεί ως ένα ακόμα βέλος στη φαρέτρα της ακροδεξιάς κοινοτυπίας. Το ζήτημα δεν είναι οι εκατόμβες των πνιγμένων, αλλά η χλεύη στους “αλληλέγγυους”. Όποια κι αν είναι η ερώτηση, η απάντηση είναι μία και μοναδική: “Θάνατος στον ΣΥΡΙΖΑ”.

Μάταια θα ψάχνουμε αν η βύθιση 650 περίπου ψυχών στα μεγαλύτερα βάθη της Μεσογείου, ακουμπά κάποιες συναισθηματικές χορδές. Δεν υπάρχει χώρος για συναίσθημα. Το μίσος και η χολή δεν έχουν αφήσει ούτε μία σπιθαμή για κάποια ελάχιστη έκφραση οδύνης. Ο αγριανθρωπισμός εκκρίνεται από κάθε πόρο του δέρματος. Και αυτό δεν αφορά μόνο τις πολιτικές ελίτ ή τις δημοσιογραφικές πένες της Δεξιάς. Διαχέεται στην κοινωνία.

Επισήμως, ο Μητσοτάκης πενθεί. Πρέπει να δείχνει ένα κάποιο ανθρωπιστικό προσωπείο διεθνώς, αλλά και να μην απωθεί το ακραίο κέντρο που τάχα εμπνέεται από τις ευρωπαϊκές αξίες. (Τζάμπα κόπος: οι ευρωπαϊκές αξίες ήταν αυτές που εφαρμόστηκαν στο ναυάγιο του πλοίου, ενώ οι ακροκεντρώοι θα ψηφίζουν Μητσοτάκη ακόμα και αν αποδειχθεί ότι το πρωθυπουργικό γραφείο τους παρακολουθούσε έναν προς έναν, παραβιάζοντας κάθε λέξη του Συντάγματος).

Ανεπισήμως όμως, η Δεξιά πανηγυρίζει. Αυξάνει τα ποσοστά της. Στριμώχνει τη διαρροή ψήφων προς τα ακροδεξιά της. Αποδεικνύει στο κοινό της ότι η φύλαξη των θαλασσίων συνόρων, αποδίδει. Αυτό που ήθελε ο Πλεύρης (“φύλαξη σημαίνει να έχουμε νεκρούς”), το υλοποιεί ο Μητσοτάκης. 

Μεγάλο μέρος των οπαδών της Δεξιάς είναι ακόμα πιο κυνικοί από την πολιτική τους ηγεσία. Χειρότεροι από τον Πλεύρη, τον Κρικέτο, τον Κυρανάκη. Οι διαμαρτυρίες άλλωστε που εκδηλώθηκαν από τον χώρο της κοινωνικής Δεξιάς, δεν αφορούσαν το γεγονός του ναυαγίου καθαυτό, αλλά το “εθνικό πένθος” που κηρύχθηκε με αφορμή το ναυάγιο. Από πού κι ως πού εθνικό πένθος για 650 μετανάστες στον πάτο της θάλασσας; 

Οι πιο ήπιοι δεξιοί βρίσκουν καταφύγιο στη βολική λύση των “αδίστακτων διακινητών”. Αφού δεν έχουν τι να πουν, πετάνε τη μπάλα στην εξέδρα. Άλλοι, πιο έντιμοι, προτιμούν τη σιωπή.

Είτε όμως αρέσει, είτε όχι, όλοι πρέπει να απαντήσουν στο αμείλικτο ερώτημα: Ανεξαρτήτως των ευρωπαϊκών ευθυνών, ανεξαρτήτως των αδίστακτων διακινητών, ανεξαρτήτως δικαιολογιών και υπεκφυγών, όταν ένα πλοίο, έτοιμο να βουλιάξει, βρίσκεται μέσα στο χώρο ευθύνης σου, τι επιλέγεις;

Να το βουλιάξεις ή να το σώσεις;

Να το αφήσεις στο έλεος της θάλασσας ή να σώσεις 650 ανθρώπινες ζωές;

Ας αναλάβει ο καθένας το κόστος της γνώμης του. 

Όταν το ερώτημα τίθεται, όχι θεωρητικά, αλλά στην πραγματική ζωή, δεν μπορείς να κρυφτείς. Δεν μπορείς να μην το απαντήσεις. 

Το ερώτημα απευθύνεται στον Μητσοτάκη, στη Σακελλαροπούλου, στον Πλεύρη, στον Γεωργιάδη, στην Μπακογιάννη, στον Ευαγγελάτο, στον Χατζηνικολάου: τη στιγμή που το πλοίο είναι στο χώρο ευθύνης σου, έτοιμο να στείλει στον πάτο της θάλασσας εκατοντάδες ψυχές, τι κάνεις; Τι επιλέγεις; Τους σώζεις ή τους αφήνεις να βουλιάξουν;

Πείτε το. Βγάλτε το από μέσα σας. Μην σας το τραβάμε με το τσιγκέλι. 

Δεν υπάρχει τρίτη βολική απάντηση. Δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής από το δίλημμα. Δεν μπορείς να αποφύγεις το ερώτημα. 

Ή τους σώζεις, ή τους βλέπεις να βουλιάζουν. 

Απαντήστε επιτέλους. 

Κι αφού οι περισσότεροι από εσάς παραδεχτούν ότι “η φύλαξη των συνόρων περιλαμβάνει το να υπάρχουν απώλειες”, όλοι οι υπόλοιποι, οι “προδότες”, οι “εθνικές εξαιρέσεις”, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν οι δεξιοί μπορούν να ξαναγίνουν άνθρωποι. 

Και παρά τον τόνο του παρόντος λιβελογραφήματος, οφείλουμε να δώσουμε καταφατική απάντηση. 

Ναι, οι δεξιοί μπορεί να ξαναγίνουν άνθρωποι. Ναι, η ιστορικά διαμορφωμένη φύση του ανθρώπου, που κάνει σήμερα ένα πλειοψηφικό κομμάτι της κοινωνίας να επιλέγει να βουλιάζει παρά να σώζει ανθρώπους, μπορεί να αλλάξει.

Ναι, οι κρετίνοι μπορεί να πάψουν να είναι κρετίνοι και οι κανίβαλοι να πάψουν να είναι κανίβαλοι. 

Αυτό όμως απαιτεί ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση. Και το πρώτο βήμα αυτής της αντιπαράθεσης είναι να μπει στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας η απάντηση στο δύσκολο ερώτημα: Όταν εκατοντάδες μετανάστες κινδυνεύουν να πνιγούν, ΝΑΙ, τους σώζουμε.

Το να λες ότι για τη μετανάστευση φταίνε τα “άθλια δίκτυα των διακινητών”, είναι σαν να λες ότι για τους πολέμους φταίει το εμπόριο όπλων

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: Δουλέμποροι υπήρξαν, επειδή υπήρχε δουλεία. Δεν υπήρξε δουλεία επειδή κάποιοι αποφάσισαν να γίνουν δουλέμποροι. Εμπόριο όπλων υπάρχει επειδή γίνονται πόλεμοι. Δεν γίνονται πόλεμοι επειδή υπάρχει εμπόριο όπλων. Διακινητές μεταναστών υπάρχουν επειδή υπάρχει παράνομη μετανάστευση. Δεν μεταναστεύουν παράνομα άνθρωποι επειδή υπάρχουν διακινητές. Και οι δουλέμποροι και οι έμποροι όπλων και οι διακινητές, αξίζουν της κατακραυγής και της οργής μας. Αλλά ας μην λοβοτομηθούμε οικειοθελώς. Όλοι οι παραπάνω, οι δουλέμποροι, οι έμποροι όπλων, οι διακινητές, είναι παράγωγα των αντίστοιχων φαινομένων και όχι η γενεσιουργός αιτία τους. 

Τούτων δοθέντων, οι ταυτόσημες και ομόηχες δηλώσεις Μητσοτάκη – Σαρμά – Ανδρουλάκη, οι οποίες δείχνουν τον αίτιο της τραγωδίας αποκλειστικά στα “άθλια δίκτυα διακινητών”, θα ήταν αφελείς και βλακώδεις, αν δεν ήταν πονηρές. 

Ακριβώς όπως στο έγκλημα των Τεμπών, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έσπευσε να δείξει προς την κατεύθυνση του ανθρώπινου λάθους και του σταθμάρχη, για να αποσείσει τις δικές της ευθύνες, έτσι και στο έγκλημα της Πύλου, η ΝΔ και τα ΜΜΕ που τη στηρίζουν έδειξαν τον ένοχο: Για τη μετανάστευση φταίνε οι διακινητές. Όπως ακριβώς για ένα έγκλημα ο κουτοπόνηρος δικολάβος θα κατηγορήσει το μαχαίρι ή το πιστόλι, για να βγάλει λάδι τον εγκληματία πελάτη του. 

Φοβερή ανακάλυψη! Θα έπρεπε να την επικοινωνήσουν σε όλο τον κόσμο, στα διεθνή φόρα που εδώ και χρόνια αναζητούν μεταναστευτικές πολιτικές, στις κυβερνήσεις όλου του κόσμου που προσπαθούν να βρουν λύση αλλά δεν τα καταφέρνουν. Να μάθουν όλοι, ότι εδώ στην Ελλάδα, ο Κυριάκος ο Μητσοτάκης, ο Σάκης ο Μουμτζής και ο Άρης ο Πορτοσάλτε, βρήκαν λύση στο πρόβλημα που ταλανίζει την ανθρωπότητα: Για τα τεράστια κύματα της παράνομης μετανάστευσης φταίνε οι διακινητές. Φταίνε δηλαδή αυτοί που καλύπτουν την ανάγκη της μετανάστευσης και όχι αυτοί που προκαλούν την ανάγκη της μετανάστευσης. Τι πιο εύκολο λοιπόν για ένα ΝΑΤΟ και μια ΕΕ που με χαρακτηριστική ευκολία βομβαρδίζει χώρες, διαλύει κράτη, ισοπεδώνει πόλεις, να τα βάλει με 3, 5 ή 10 χιλιάδες διακινητές;

Η πολιτική που θέλει την ενοχή να περιορίζεται στο όργανο και να μην ακουμπά την αιτία του φαινομένου, είναι η μοναδική διέξοδος για τον κοινωνικό και πολιτικό αγριανθρωπισμό. Γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε η αστική πολιτική τάξη να μιλήσει για την κόλαση στις χώρες προέλευσης. Κόλαση που δημιουργήθηκε από την πολιτισμένη Δύση, στην προσπάθειά της να κυριαρχήσει σε κάθε σπιθαμή εδάφους που δεν είναι υπό τον άμεσο έλεγχό της.

Αλλά όχι μόνο: Η ανακάλυψη των διακινητών ως την “αιτία” των σύγχρονων μεταναστευτικών τραγωδιών, είναι απαραίτητη για να υπεκφεύγει η ευρωπαϊκή δεξιά και η σοσιαλδημοκρατία του ακανθώδους διλήμματος: Τους σώζουμε ή τους πνίγουμε; 

Το δίλημμα είναι αμείλικτο. Τέθηκε και στην περίπτωση του ναυαγίου στα ανοικτά της Πύλου: Τους σώζουμε φέρνοντας εκατοντάδες μετανάστες σε ελληνικό έδαφος ή τους αφήνουμε (ή και σπρώχνουμε) να πνιγούν;

Την απάντηση σε ανύποπτο χρόνο το κόμμα της ΝΔ και η κυβέρνηση Μητσοτάκη την έχει δώσει. Τα push backs και ο ηθικός πανικός για τον φράχτη του Έβρου ή τα θαλάσσια σύνορα, σημαίνουν ότι οι προτεραιότητες έχουν τεθεί. Αλλά απαντήθηκε και πολύ πιο καθαρά, καθώς ήταν τα κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης Μητσοτάκη αυτά που καλούσαν “να έχουμε νεκρούς – να έχουμε απώλειες”, ώστε οι επόμενοι μετανάστες να αποθαρρυνθούν. 

Στο δίλημμα “τους σώζουμε ή τους πνίγουμε”, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν απαντά με παρρησία αυτό που πιστεύει. Κλείνει το μάτι στο απολύτως πλειοψηφικό ρεύμα του πολιτικού της χώρου που ζητά να τους πνίξουμε, αλλά την ίδια στιγμή παριστάνει την τεθλιμμένη χήρα για τις ζωές που χάθηκαν.

Και η μοναδική της διέξοδος είναι το επιχείρημα τύπου Μαρφίν: Ναι αλλά για τους διακινητές δεν λέτε τίποτα.

Το ψέμα περί συνόρων, το ναυάγιο και ο κρετινισμός

Πρέπει να είμαστε σαφείς στο εξής: ξενοφοβικοί εν γένει και ιδίως στη σημερινή δεξιά δεν υπάρχουν. Για παράδειγμα όταν έρχονται βαθύπλουτοι Άραβες, Αφρικανοί, Ασιάτες, Αμερικάνοι, Γερμανοί κλπ., πρώτη από όλους η ίδια η δεξιά τους κάνει τεμενάδες. Ενίοτε μπορεί να στήνουμε και χορούς στα λιμάνια, όπως στις ελληνικές ταινίες του ’60. Άλλωστε για την ελληνική δεξιά και τα ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης, ο εθνικός στόχος είναι να γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης. Και όχι μόνο γκαρσόνια: να σερβίρουμε ό,τι άλλο μπορεί να θέλει ένας πλούσιος τουρίστας. Αν οι ξένοι θέλουν να κάνουν οικόπεδο για τα στρατεύματά τους όλη την Ελλάδα (βλ. ΗΠΑ) θα τους τη δώσουμε. Οι ξένοι στην Ελλάδα είναι καλοδεχούμενοι λοιπόν. Αρκεί να διαθέτουν μια ιδιότητα: να έχουν λεφτά.

Δεν πρόκειται για καινούρια λογική. Η λογική της εθνικοφροσύνης αυτή ήταν πάντα και αυτή παραμένει: μαγκιές με τον αδύναμο, γονυκλισίες στον ισχυρό. «Πατριωτική» εναντίον των τότε ηττημένων αριστερών και λοιπών πολιτικών κρατουμένων, ξενόδουλη και προδοτική υπέρ των ΗΠΑ και της Τουρκίας. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτός ήταν και παραμένει ο ιδεολογικός πυρήνας της ηγεσίας της ελληνικής δεξιάς, δηλαδή της ηγεσίας της δεξιάς μιας ημιεξαρτημένης χώρας. Η ιδεολογία της εθνικοφροσύνης απονομιμοποίηθηκε λόγω του Πολυτεχνείου και της προδοσίας της Κύπρου. Η προσπάθεια επανανομιμοποίησης της εθνικοφροσύνης ξεκίνησε με τον εκσυγχρονισμό το 1996 (με έναν πιο ραφιναρισμένο τρόπο) και με πιο μετωπικό, χάρη στη σύμφυση επίσημης δεξιάς και φασιστικής ακροδεξιάς, η οποία εντάθηκε επίσης από τη δεκαετία του ’90 και πλέον ηγεμονεύει τη ΝΔ, χάρη κυρίως στα στελέχη της trash tv, τα οποία μεταπήδησαν στο κόμμα εν μέσω μνημονίων.

Οι εθνικόφρονες και σήμερα έχουν έναν εντελώς απλοϊκό, πλην όμως μέχρι ενός σημείου πειστικό, πυρήνα σκέψης: ο ελληνικός λαός είναι ανήμπορος για τα μεγάλα. Η οικονομική, εξωτερική και αμυντική πολιτική του πρέπει να εκχωρείται σε ισχυρές ξένες δυνάμεις, οι οποίες θα πουλούν προστασία στην πατρίδα μας, έστω και με αντίτιμο τη λεηλασία της χώρας. Με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα θα μετατραπεί σε μία ιδεατή μορφή «Δύσης» (κάτι το οποίο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα), έστω και ως υποδεέστερος εταίρος αυτής της (ανύπαρκτης) οικογένειας. Αυτή είναι η προπαγάνδα των συστημικών μέσων ενημέρωσης, της ΝΔ και ενός μεγάλου μέρους των ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ.

Πρόκειται περίπου για αντιγραφή της μετασοβιετικής φαντασίωσης των τότε Ρώσων ολιγαρχών. Οι μάζες των εργαζομένων και των μικρομεσαίων, προκειμένου να μην εξεγείρονται απέναντι σε αυτό το σχήμα διαρκούς μεταφοράς πλούτου προς τους «πάνω» και προς τους «έξω» θα πρέπει να καταστέλλονται και να ταΐζονται με φόβο: Από τη φορολόγηση της «μεσαίας τάξης» στην οποία δεν ανήκουν, έως την εργαλειοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης, αυτό είναι το σχέδιο. Οι Έλληνες ολιγάρχες και οι ξένες πλάτες τους, φυσικά μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα λεηλατούν ασταμάτητα. Αλλά αυτό, ο λαός δεν πρέπει να το βλέπει, εξ ου και πειθαναγκάζεται να κοιτάει μόνο δίπλα και κάτω, ποτέ πάνω. Και αν ακόμα κάποια στιγμή κοιτάξει πάνω, θα υπάρξει πλήθος μέσων ενημέρωσης να του πει ότι πάντα τα πράγματα έτσι ήταν.

Η διαχείριση του ναυαγίου της Πύλου υπακούει σε αυτούς ακριβώς τους κανόνες. Το ναυάγιο δεν έχει καμία σχέση με τη φύλαξη των συνόρων μας. Πρώτον, διότι η διάσωση ναυαγών ή εν δυνάμει ναυαγών αποτελεί βασική υποχρέωση κατά το διεθνές δίκαιο ασχέτως συνόρων, διότι οι ναυαγοί δεν είναι εισβολείς. Δεύτερον, διότι το περιστατικό έλαβε χώρα στην ελληνική περιοχή ευθύνης για έρευνα και διάσωση, όπου αν δεν εκτελούμε ορθώς τις υποχρεώσεις μας θα έρθει κάποια άλλη χώρα να διεκδικήσει de facto ή και de jure αργότερα, τη σχετική περιοχή ή τμήμα της.

Εν γένει όμως η υπόθεση του μεταναστευτικού δεν είναι υπόθεση συνόρων και εθνικής ασφάλειας. Τέτοια αποπειράται να την καταστήσει η εθνικόφρων δεξιά σε αγαστή σύμπνοια με τους δικαιωματικούς δήθεν αριστερούς και στην πραγματικότητα αφελείς φιλελεύθερους. Η μαζική μετακίνηση πληθυσμών είναι ζήτημα διεθνοπολιτικών, περιβαλλοντικών και οικονομικών κρίσεων. Κανείς μα κανείς ιστορικά δεν μετακινείται με αυτούς τους τρόπους και σε αυτό το πλαίσιο για να εισβάλλει ή να καταλάβει μια άλλη χώρα. Όποιος θέλει να καταλάβει χώρα κάνει ό,τι κάναμε και εμείς ως Ελλάδα, κατ’ εντολή των ΗΠΑ, στη Λιβύη και στη Συρία. Όταν λοιπόν η δεξιά μιλά για κλειστά σύνορα και οι δικαιωματικοί για ανοιχτά σύνορα λένε το ίδιο ακριβώς ψέμα: συνδέουν το ζήτημα της εθνικής ασφάλειας με ένα θέμα το οποίο δεν είναι ζήτημα εθνικής ασφάλειας. Επιπλέον λένε ένα ακόμα ψέμα και οι δύο πλευρές, διότι δεν υπάρχουν ούτε ερμητικώς κλειστά, ούτε ορθάνοιχτα σύνορα. Τα σύνορα ανοίγουν και κλείνουν με βάση τη νομοθεσία του κάθε κράτους σε κάθε προηγούμενο ανθρώπινης ιστορίας.

Το πρόβλημα με την ελληνική περίπτωση, το οποίο ελάχιστα αναφέρεται, δεν είναι ότι έχει ανοιχτά σύνορα (που δεν έχει) ούτε ότι δεν έχει ανοιχτά σύνορα (που δεν γίνεται να έχει διότι σε τέτοια περίπτωση δεν θα έχει σύνορα και επομένως ούτε επικράτεια), αλλά ότι δεν έχει ουσιαστικώς καμία νόμιμη μεταναστευτική πολιτική, παρότι ακόμα και αν δεν υπήρχε ζήτημα μαζικής μετακίνησης πληθυσμών θα χρειαζόμασταν τέτοια πολιτική, μεταξύ άλλων και για δημογραφικούς λόγους. Βεβαίως, ακόμα και να υπήρχε νόμιμη μεταναστευτική πολιτική επί της ουσίας, θα υπήρχαν παράνομες μετακινήσεις πληθυσμών. Αλλά αν υπήρχε νόμιμη μεταναστευτική πολιτική, δεν θα εγκλωβιζόταν τόσος κόσμος σε μια γκρίζα ζώνη ημινομιμότητας και παρανομίας μέσα στη χώρα μας, μετατρεπόμενος έτσι συχνά και σε κοινωνικό πρόβλημα.

Το επόμενο πρόβλημα είναι ότι αγνοούμε ποια είναι η φύση της μαζικής μετανάστευσης. Διαρκώς ζητούμε από την Ε.Ε. μια ορισμένη «αλληλεγγύη» υπό την έννοια του να δέχονται περισσότερους μετανάστες και πρόσφυγες οι πλουσιότερες χώρες. Στην πραγματικότητα οι αριθμοί που δέχονται η Γερμανία, η Γαλλία και άλλες πλούσιες χώρες δεν είναι μικρός. Αλλά αυτή η υποδοχή μεταναστών δεν λύνει το ζήτημα, όχι για λόγους ποσοτικούς αλλά ποιοτικούς. Η μαζική μετακίνηση που βιώνουμε πρέπει να κατανοήσουμε ότι αποτελεί τη συνέχεια της αποικιοκρατίας με άλλα μέσα. Αφού η «Δύση» και ειδικότερα οι αποικιακές δυνάμεις ρήμαξαν αυτές τις κοινωνίες με την αποικιοκρατία πρώτα και με τη νεοαποικιοκρατία κατόπιν, τώρα «ρουφάνε» το εργατικό τους δυναμικό, επειδή το έχουν ανάγκη λόγω της δημογραφικής κρίσης της «Δύσης». Ο λόγος δε, που μετακινούνται παρανόμως οι εν λόγω πληθυσμοί είναι κατά βάση το γεγονός ότι έτσι πέφτει το κόστος της εργατικής τους δύναμης. Η λύση του μεταναστευτικού-προσφυγικού είναι κατά βάση η εξής: επενδύσεις, καλές δουλειές, κράτος ευημερίας, σταθερότητα, εθνική κυριαρχία και οικονομική άνοδος στις χώρες προέλευσης. Ο κόσμος να ταξιδεύει για τουρισμό και για συγκεκριμένες δουλειές ή σπουδές. Όχι για να επιβιώσει. Η «Δύση» αρνείται κάθε τέτοια πολιτική όμως, γιατί έχει μάθει να κερδίζει κανιβαλίζοντας άλλες κοινωνίες. Εξ ου και η Κίνα γίνεται δημοφιλέστερη σε όλες αυτές τις κοινωνίες από την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ. Αν θέλουμε την πιθανότητα περιορισμού του φαινομένου της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών να ευχόμαστε το πέρασμα σε έναν πολυκεντρικό κόσμο να συντελεστεί το ταχύτερο δυνατό.

Η Ελλάδα, η οποία επίσης χρειάζεται σε ορισμένους κλάδους εργατικό δυναμικό, επειδή δεν έχει καμία εθνική πολιτική (η εθνικοφροσύνη που λέγαμε) έχει δεχτεί ευχαρίστως το ρόλο του μαντρόσκυλου ή, αν προτιμάτε, του πορτιέρη, της Ε.Ε.: πληρώνεται για να ελέγχει τα εξωτερικά σύνορα των πλουσίων της Ε.Ε. Επειδή δεν έχει νόμιμη εθνική μεταναστευτική πολιτική, δεν διοχετεύει τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς σε περιοχές, σε κοινωνικές συνθήκες και σε εργασίες που θα βοηθούσαν και τη χώρα μας και τους ίδιους ως προς την ένταξή τους, αλλά τους εγκλωβίζει είτε σε κέντρα διαλογής για τους πλουσίους της Ε.Ε. (hotspot και κέντρα κράτησης), είτε σε περιοχές των μεγάλων πόλεων στις οποίες το real estate κεφάλαιο θέλει να ρίξει τις εμπορικές αξίες, για να τις αγοράσουν τα funds φτηνά. Αυτό συμβαίνει με περιοχές του κέντρου των Αθηνών.

Οι εθνικόφρονες λοιπόν, οι οποίοι θέλουν τη χώρα εξαρτημένη, οι οποίοι τη θέλουν να είναι ο υπηρέτης ξένων και όχι εθνικών συμφερόντων, στρέφουν το μεταναστευτικό στην κατεύθυνση των συνόρων και της υπεράσπισής τους. Οι ανόητοι δικαιωματικοί ακολουθούν πιστά. Και έτσι ο λαός μας εξαχρειώνεται, καθότι και η δεξιά και η «αριστερά» του λένε ότι το μεταναστευτικό είναι πρόβλημα συνόρων, ενώ στην πραγματικότητα το μεταναστευτικό είναι η συνέχιση της αποικιοκρατίας και πρόβλημα του καπιταλισμού και της εξάρτησης, σε ό,τι αφορά την πατρίδα μας. Και κάθε λαός θέλει τα σύνορά του ασφαλή (και δικαίως). Οι πνιγμένοι και σε αυτό το ναυάγιο μόνο για τους κρετίνους ήταν παρ’ ολίγον εισβολείς. Είναι θύματα της αποικιοκρατίας. Αν δε, κατορθωθεί να μας κάνουν τους περισσοτέρους κρετίνους, θα έρθει η ώρα που θα έχουμε κι εμείς παρόμοιο τέλος.

Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ

Η υποκρισία ενός “εθνικού πένθους”

“Εθνικό πένθος” κήρυξε η υπηρεσιακή κυβέρνηση με τη σύμφωνη προφανώς γνώμη των κομμάτων. 

Εθνικό πένθος, γιατί;

Οι μετανάστες, για την πολιτική τάξη που κυβερνά, αλλά και για μια σημαντική μερίδα συμπολιτών μας είναι “εισβολείς”. Από πότε η “απόκρουση” των εισβολέων και ο συνακόλουθος χαμός τους, θα έπρεπε να βυθίζει τη χώρα σε πένθος;

Κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης Μητσοτάκη ισχυρίζονταν ότι η μετανάστευση αντιμετωπίζεται αν κάνουμε τη ζωή των μεταναστών κόλαση στην Ευρώπη. Να μην έχουν να φάνε και να πιούνε. να τους φαίνεται η χώρα προέλευσής τους, “παράδεισος” σε σχέση με αυτό που θα συναντήσουν εδώ. Πράγματι, στα βάθη της Μεσογείου, η κόλαση έγινε πραγματικότητα. Γιατί πενθούν;

Οι ίδιοι που έλεγαν ότι “η φύλαξη των συνόρων από τους μετανάστες δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν έχουμε απώλειες, αν δεν έχουμε νεκρούς”, σήμερα δικαιώθηκαν. Δεκάδες νεκροί και πολλές εκατοντάδες αγνοούμενοι – πνιγμένοι. Δεν είναι υποκριτικό να πενθούν;

Όσοι φωτογραφίζονται στο φράχτη του Έβρου, και δηλώνουν ότι ο φράχτης “είναι η προστασία των συνόρων της πατρίδας μου”, τη στιγμή που η πατρίδα είναι Νατοϊκό προτεκτοράτο, η εθνική ασφάλεια είναι σουρωτήρι από τη CIA και τη Μοσάντ, και ολόκληρη η χώρα έχει γίνει τουριστικό μπουρδέλο για τον πλούσιο Ευρωπαίο και Αμερικανό, γιατί ακριβώς πενθούν; Τα σύνορα καλώς προστατεύτηκαν από τους φτωχούς μελαμψούς, η πατρίδα καλώς εκποιείται στους πλούσιους λευκούς. 

Η Συρία ισοπεδώθηκε και λεηλατήθηκε από τις ΗΠΑ και την ΕΕ που ήθελαν να ανατρέψουν μια μη φιλική προς αυτούς κυβέρνηση. Η Λιβύη πήγε αιώνες πίσω, αναβίωσαν τα σκλαβοπάζαρα, άνθρωποι πουλιούνται ως σκλάβοι, επειδή Γαλλία και ΗΠΑ θέλησαν να βάλουν χέρι στα πετρέλαιά της και να ανατρέψουν τον Καντάφι. Η Ελλάδα συναίνεσε και υποστήριξε. Και στη Συρία και στη Λιβύη. Γιατί πενθεί για τα αποτελέσματα της πολιτικής της;

Ζωή Κωνσταντοπούλου: Ο λύκος που έγινε αρνάκι.

Ποιος θυμάται την Ζωή Κωνσταντοπούλου το 2015 στο ΣΚΑΙ ή στο MEGA να μην την αφήσουν να μιλήσει; Να μην μπορει να σταθεί; Κάθε εμφάνισή της να αποτελεί είδηση καθώς το σύστημα της επιτίθονταν ως κόκκινο πανί;

Ποιος θυμάται τη συστηματική δολοφονία χαρακτήρα της την εποχή που ψηφιζόταν το μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ, και η ίδια ως πρόεδρος της Βουλής, επιχειρούσε να αντισταθεί στον περαιτέρω εκφυλισμό της πολιτικής ζωής και του ελληνικού Κοινοβουλίου που με κλειστά μάτια ψήφιζε ένα ακόμα μνημόνιο για να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ;

Η καινούρια Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν έχει πλέον καμία σχέση.

Μπορεί τα 8 χρόνια απουσίας από την βουλή να της “κόστισαν”. Μπορεί να συζήτησε καλύτερα και με επιχειρηματικά συμφέροντα με τα οποία συνδέεται – σε χωριά του Ρεθύμνου που έχει για παράδειγμα ρίζες συγκεκριμένος “εθνικός ευεργέτης”, βγήκε 3η δύναμη με 15%. Μπορεί να συνέβη κάτι άλλο.

Αλλά ο λύκος πλέον έγινε αρνάκι. Μοιράζει μόνο καρδούλες και αγάπη. Και από θέσεις τίποτα.

Η Πλεύση Ελευθερίας είναι ένα “κόμμα” χωρίς καταστατικό, πρόγραμμα, θέσεις, μέλη.

Και αυτό είναι το πρώτο σοβαρό σημείο. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου διαπαιδαγωγεί και προωθεί ένα μοντέλο πολιτικής που ταιριάζει στην δεξιά και μάλιστα στις πιο ολοκληρωτικές πλευρές της και όχι στην αριστερά.

Ένα πρόσωπο, ανεξέλεγκτο, χωρίς καμία δέσμευση από τη βάση, τα μέλη ή τις θέσεις και το πρόγραμμα, καθώς δεν διαθέτει θέσεις πέρα από καρδούλες και φιλάκια. Η “πολιτικός ηγέτης” που μπορεί ο καθένας να την πάρει τηλέφωνο να πει το πρόβλημά του, “να καθαρίσει”. Μας θυμίζει κάτι αυτό;

Σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων για το ποια είναι η θέση της σχετικά με το δεξιά/αριστερά να απαντάει το γνωστό “ούτε δεξιά-ούτε αριστερά, αυτά είναι διαχωρισμοί του παρελθόντος”.

Στο ερώτημα τι λέτε για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Κουβαράς-Ερτ), να απαντάει “αυτά είναι διαχωρισμοί του παρελθόντος”.

Και εδώ έρχεται το δεύτερο συγκεκριμένο πρόβλημα. Τα ΜΜΕ φέρονται στην Ζωή Κωνσταντοπούλου σα να είναι από χρόνια η αγαπημένη τους. Μέσα σε 8 χρόνια συνέβη μια οβιδιακή μεταμόρφωση. Καμιά επίθεση, καμία πίεση, καμία δύσκολη ερώτηση. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ δέχονται προπηλακισμό αν πουν κάτι που να υπονοεί αμφισβήτηση της ΝΔ. Για το δε ΜΕΡΑ25 ή το ΚΚΕ δεν το συζητάμε. Αντιμετωπίζονται από τρελοί έως γραφικοί. Στην Ζωή Κωνσταντοπούλου όμως η αντιμετώπιση είναι εξοργιστικά ευγενική. Ίσως πιο ευνοϊκή ακόμα και από αυτήν που έχουν και τα κυβερνητικά στελέχη.

Βέβαια και την ίδια να ακούσει κανείς, δεν μπορεί να καταλάβει ποια είναι η κυβέρνηση στην Ελλάδα. Για την Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν υπάρχει η ΝΔ στο λεξιλόγιό της. Γιατί;

Πέρα από τις γνωστές διασυνδέσεις με συγκεκριμένα συμφέροντα, ο τωρινός ρόλος της Ζωής Κωνσταντοπούλου είναι να πιέσει και να αφήσει τον Βαρουφάκη και το ΜΕΡΑ25 εκτός βουλής. Μπορεί ο Βαρουφάκης να τιμωρείται για την δημιουργική ασάφεια γύρω από το τι θα κάνει με την απλή αναλογική, τι θα κάνει με το ΣΥΡΙΖΑ, τι θα κάνει με τις τράπεζες, αλλά για το σύστημα δε συγκρίνεται η δημιουργική ασάφεια του Βαρουφάκη και το, έστω υποτυπώδες, “κόμμα” του με την δράση σε κινήματα και με τον αντιολιγαρχικό του λόγο, με την πλήρη ασάφεια της Ζωής Κωνσταντοπούλου και την απόλυτη ασυδοσία.

Το ποιος θα είναι ο αυριανός της ρόλος δεν το ξέρουμε. Σε μια ελληνοτουρκική κρίση. Σε μια πολιτική ή οικονομική κρίση. Είναι σαφές όμως ότι το υπόδειγμα πολιτικής που παράγει είναι πιο κοντά σε αυταρχικά-απολυταρχικά πολιτικά συστήματα της δεξιάς που έρχονται από τις σκοτεινότερες στιγμές του εικοστού αιώνα, παρά σε οτιδήποτε άλλο.

Γιατί ένας εισοδηματίας που βγάζει 72.000€ τον χρόνο πρέπει να φορολογείται το ίδιο με έναν εργαζόμενο που βγάζει 22.000€ τον χρόνο;

Το παράδειγμα είναι πραγματικό, τα ονόματα όχι. Ο ένας, ας τον ονομάσουμε Δημήτρη, είναι προγραμματιστής, με ετήσιο εισόδημα 22.000€. Αν αφαιρέσουμε φόρους, εισφορές και λοιπές κρατήσεις βγάζει περίπου 1500€ καθαρά τον μήνα. Όχι καλά, όχι άσχημα. Ο άλλος, ας τον ονομάσουμε Τζώρτζη, κληρονόμησε 100.000 μετοχές του ΟΤΕ. Θα μπορούσαμε να τον πούμε και Γιώργο που κληρονομεί (ή παίρνει προίκα) 180.000 μετοχές της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακής. Ή να τον πούμε Αλέξανδρο που επίσης κληρονομεί 63.000 μετοχές του ΟΠΑΠ. Όλοι οι παραπάνω μην νομίσετε ότι είναι μεγαλομέτοχοι στις αντίστοιχες εταιρείες. Είναι απλώς άνθρωποι (γόνοι), με ρευστότητα, που έχουν μετοχές. Ο Τζώρτζης έχει το 0,02% του ΟΤΕ, ο Γιώργος έχει το 0.16% της ΤΕΡΝΑ, ο Αλέξανδρος έχει το 0,017% του ΟΠΑΠ. 

Ο Δημήτρης από την άλλη, έχει φάει τα καλύτερα χρόνια του με υποαμοιβόμενη και μαύρη εργασία, με άπειρες απλήρωτες υπερωρίες για να φτάσει στα 1500€. Έχει τα διπλά χρόνια του Τζώρτζη, του Γιώργου, του Αλέξανδρου, αλλά πληρώνει στο κράτος ως φορολογία, ακριβώς τα ίδια με αυτούς. 

Πιο συγκεκριμένα, ένα ετήσιο εισόδημα 22.000€ φορολογείται με 3.660€. Με το ίδιο ακριβώς ποσό θα φορολογηθούν ο Τζώρτζης, ο Γιώργος και ο Αλέξανδρος που εισέπραξαν μερίσματα από τις μετοχές που κατέχουν, συνολικού ύψους 73.200€ (μερίσματα του 2022). Το 5% με το οποίο φορολογούνται τα μερίσματα, δίνει ακριβώς 3.660€, και είναι ακριβώς το ίδιο ποσό το οποίο το κράτος θα εισπράξει από τον Δημήτρη, ο οποίος, με την εργασία του, έβγαλε 50.000€ λιγότερα από όσο έβγαλε καθένας από τους τρεις γόνους μόνο από τα συγκεκριμένα μερίσματα. 

Ας το επαναλάβουμε μπας και το εμπεδώσουμε. 

Ο μέτοχος μιας εταιρείας, μικρής ή μεγάλης, εισηγμένης ή όχι, αν βγάλει 73.200€ το κράτος θα του πάρει τα 3.660€, ενώ ο εργαζόμενος αν βγάλει 22.000€ και το κράτος θα του πάρει πάλι 3.660€.

Αυτή είναι η φορολογική δικαιοσύνη μιας κυβέρνησης που δουλεύει για τους γόνους, τους κληρονόμους και τους μετόχους, που δουλεύει δηλαδή για το κεφάλαιο και μισεί την εργασία. 

Λογική δεν υπάρχει πίσω από τα νούμερα. Ο ένας δουλεύει μια ζωή για να φτάσει σε αυτό τον μισθό που του δίνει περίπου 1500€ το μήνα, και ο άλλος “εισπράττει κουπόνια” καθήμενος στην Εκάλη και λιαζόμενος στη Μύκονο, και χωρίς να παράγει το παραμικρό, βγάζει 50.000€ περισσότερα από τον πρώτο, πληρώνοντας ακριβώς τον ίδιο φόρο.  

Η πραγματικότητα βέβαια είναι ακόμα χειρότερη: Από την έμμεση φορολογία που όλοι, ανεξαρτήτως εισοδήματος, πληρώνουν το ίδιο (γιατί όλοι πάνε σούπερμάρκετ, αγοράζουν βασικά είδη ανάγκης, ή πληρώνουν βενζίνη), μέχρι τη σκανδαλώδη φοροαπαλλαγή στις γονικές παροχές μέχρι 800.000€. 

Στο θέμα αυτό αξίζει να επιμείνουμε. Το σύνολο της φοροαπαλλαγής μπορεί να φτάσει 4,8 εκατομμύρια ευρώ, καθώς η απαλλαγή ισχύει για κάθε γονέα προς το παιδί, αλλά και για κάθε παππού ή γιαγιά προς τον εγγονό. Έχουμε δηλαδή 800.000 επί 6. Ο γόνος της ιστορίας μας δηλαδή, πέραν του ότι μπορεί να κάθεται, και να κερδίζει από μερίσματα 50.000€ περισσότερα από έναν προγραμματιστή, πληρώνοντας ακριβώς τον ίδιο φόρο, θα μπορούσε να κληρονομήσει και ακίνητα συνολικής αξίας κοντά 5 εκατομμυρίων ευρώ, χωρίς να πληρώσει φόρο ούτε δεκάρα τσακιστή. 

Το πλέον προκλητικό; Στην περίπτωση της διανομής μερισμάτων από ναυτιλιακή εταιρεία με έδρα την Ελλάδα, δεν υπάρχει καν ούτε αυτός ο αστείος φόρος του 5%. Τα κέρδη είναι αφορολόγητα. Στην υγειά των κορόιδων.

Γιατί να φορολογείται η εργασία τόσο πολύ και η διανομή κερδών τόσο λίγο; Γιατί πρέπει ένας εργαζόμενος με ετήσιο εισόδημα 22.000 ευρώ να πληρώνει ίδιο φόρο με έναν μέτοχο με κέρδη 73.000 ευρώ; Γιατί η φορολογία τιμωρεί τον εργαζόμενο (και ειδικά τον μισθωτό) και επιβραβεύει τον εισοδηματία; Γιατί φτάσαμε να προπηλακίζεται η οποιαδήποτε συζήτηση για μια κάποια αποκατάσταση της φορολογικής αδικίας;

Και πάνω από όλα: Γιατί ο κόσμος των γόνων, του κεφαλαίου, των εισοδηματιών και των μερισματούχων να έχει φωνή και πολιτική έκφραση, κόμμα (ή και κόμματα), γραμμή, επικοινωνία, στόχους και συγκροτημένο στρατόπεδο, και ο κόσμος της εργασίας να είναι μόνος του και ηττημένος;

Και τον Σκαλούμπακα να βάλει επικεφαλής της εκστρατείας του ο ΣΥΡΙΖΑ, συγχωροχάρτι από την αστική τάξη δεν παίρνει

Η δημόσια συζήτηση για την τοποθέτηση Μαραντζίδη στη θέση του επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται σε εντελώς λάθος βάση. Το ζήτημα δεν είναι ότι ο Μαραντζίδης είναι αντικομμουνιστής, ταγός του ιστορικού αναθεωρητισμού, φανατικός ακροκεντρώος κοκ. Αυτό θα ήταν πρόβλημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να είναι αντισυστημικό κόμμα. Δεν θέλει. Ούτε θέλει άλλωστε να περιορίσει τις απώλειες από τα αριστερά. Οι απώλειες, ή μάλλον η αναξιοπιστία προς το κέντρο και τα δεξιά, είναι που τον ενδιαφέρουν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ζήλεψε τα ιστορικά δοκίμια του Μαραντζίδη, ούτε στέρεψε από επικοινωνιολόγους και πολιτικούς επιστήμονες. Με την επιλογή αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ, για μία ακομα φορά στρέφεται προς την άρχουσα τάξη ικετεύοντάς την να τον συγχωρέσει.

Ο Μαραντζίδης, περισσότερο από ένα πρόσωπο, είναι μια δήλωση. Μαζί με τον Καλύβα μπήκαν στην προμετωπίδα του αγώνα του ιστορικού αναθεωρητισμού, της αθώωσης του δωσιλογισμού και της ενοχοποίησης της Εθνικής Αντίστασης. Με οξύτατο τρόπο στάθηκε ενάντια στο δημοψήφισμα του 2015 και στην έμμεση διακινδύνευση της ευρωατλαντικής πορείας της χώρας. Χαιρέτισε τη “σοσιαλδημοκρατικοποίηση” του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015 και το γεγονός ότι, όντας κυβέρνηση, μπόρεσε να ενσωματώσει τον ριζοσπαστισμό του πεζοδρομίου και των αγανακτισμένων της πλατείας σε θεσμικά, ευρωπαϊκά μονοπάτια. 

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε την αμερικανόπνευστη Συμφωνία των Πρεσπών, αναμενόμενα, ο Μαραντζίδης εκφράστηκε ανοιχτά υπέρ του. Δεν έπαψε ποτέ να ανήκει στο ακραίο, αντικομμουνιστικό κέντρο, υπερασπιστής του ευρωατλαντικού προσανατολισμού και της με κάθε θυσία (σ.σ. εργαζομένων) παραμονή της χώρας στην Ε.Ε. Αρθρογράφησε υπέρ της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, ερχόμενος σε διάσταση με άλλες εμβληματικές μορφές του στρατοπέδου των “μένουμε Ευρώπη”, επιχειρηματολογώντας ότι αυτήν τη μετάλλαξη, οι συστημικές δυνάμεις πρέπει να τη χαιρετίσουν. 

Η τοποθέτησή του στη θέση του επικεφαλής, σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πασχίζει απλώς να πείσει το σύστημα και την άρχουσα τάξη ότι δεν έχει τίποτα να φοβηθεί, αλλά ότι είναι πρόθυμος για τις πιο εμφατικές δηλώσεις μετανοίας. 

Αυτό είναι ο Μαραντζίδης σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα: Δήλωση μετανοίας. 

Ανεξάρτητα από την επικοινωνιακή καταιγίδα του συστήματος που εμφανίζει τον ΣΥΡΙΖΑ “ανεύθυνο”, “επικίνδυνο” και “αμετανόητο” που βρίθει κομμουνιστών οι οποίοι θα φορολογήσουν τη μεσαία τάξη και τα κέρδη των επιχειρήσεων, είναι δεδομένο ότι η άρχουσα τάξη δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ. 

Γιατί λοιπόν τον έχει στην απ’ έξω;

Αυτή είναι η απορία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι και σήμερα. 

Αυτή είναι και η απορία (και ταυτόχρονα μομφή) του Μαραντζίδη προς τις συστημικές δυνάμεις από το 2017 και μετά. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην απ’ έξω όχι για αυτά που έγιναν από το 2015 και μετά, αλλά για αυτά που υπονόησε ότι μπορούν να γίνουν πριν το 2015. Αυτό είναι θανάσιμο, ασυγχώρητο και απαράγραπτο αμάρτημα. Δεν είναι δυνατόν να αμφισβητείται ο μονόδρομος της λιτότητας και του ευρωπαϊσμού, δεν είναι δυνατόν ο λαός τον Ιούλιο του 2015 να ψηφίζει κόντρα στη βούληση της ολιγαρχίας, δεν είναι δυνατόν να τίθεται ενδεχόμενο αποχώρησης της Ελλάδας από το ευρώ και την Ε.Ε. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2015 αμφισβήτησε, άθελά του αλλά εκ των πραγμάτων, τα “ιερά και τα όσια” του ελληνικού αστισμού. Η πολεμική που δέχεται μέχρι και σήμερα, οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά την πλήρη και δίχως όρους συμμόρφωσή του, είναι προς γνώση και παραδειγματισμό: Ουδείς επιτρέπεται όχι να αμφισβητήσει, αλλά έστω να υπονοήσει την αμφισβήτηση του γύψου που έχουν διαμορφώσει ΗΠΑ, ΕΕ και ελληνική άρχουσα τάξη για τη χώρα. Ακόμα και αν αυτό το πλαίσιο σημαίνει γεωπολιτική, κοινωνική και οικονομική υποβάθμιση. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει τη μία δήλωση μετανοίας μετά την άλλη, αλλά η στάση των εγχώριων δυναμικών κέντρων απέναντί του δεν θα αλλάξει. Θα τιμωρείται εσαεί για το ότι κάποτε φλέρταρε με την ανυπακοή και έκανε το δημοψήφισμα. Θα είναι πάντα κατηγορούμενος γιατί επί των ημερών του η αστική τάξη τρόμαξε, για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση. Έγκλημα που δεν παραγράφεται, όσο κι αν ο κατηγορούμενος έχει να επιδείξει απεριόριστο σωφρονισμό και πλήρη συμμόρφωση.

Πρώτες εκτιμήσεις για το εκλογικό αποτέλεσμα

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1.

Ο ασκός του Αιόλου που φούσκωσε το 2010 – 2015 από την αντιμνημονιακή λαϊκή αγανάκτηση και ανέτρεψε το πολιτικό σκηνικό με την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, αποσυμπιέζεται. Η τιμωρία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα στοιχείο αποκαθήλωσης αυτού του ρεύματος, ωστόσο δεν είναι το μοναδικό.
Για πρώτη φορά εδώ και δέκα χρόνια η ΝΔ έχει σαφές προβάδισμα στους νέους, ηλικιακή κατηγορία που θεωρούνταν προνομιακή για την Αριστερά. Για πρώτη φορά στην ιστορία της κερδίζει φτωχές, λαϊκές, υποβαθμισμένες περιφέρειες (Δυτική Αττική, Δυτική Αθήνα, Β Πειραιά). Η διάλυση της Χρυσής Αυγής και η απαγόρευση του κόμματος Κασιδιάρη και άλλων, δεν εμπόδισε μια σωρεία ακροδεξιών – εθνικιστικών ψηφοδελτίων να τα πάνε καλά, διαμορφώνοντας μια εν δυνάμει επικίνδυνη κατάσταση.
Το ΜΕΡΑ 25 ακολουθώντας τη γραμμή ενός παλιού, καλού, αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, ζητώντας ρήξη, επίσης ηττήθηκε. Δεν υπάρχει το κοινωνικό αίτημα της σύγκρουσης σήμερα, τουλάχιστον όχι με τους όρους που υπήρχε πριν την τομή του 2015. Εδώ συγκροτείται η ηγεμονία της ΝΔ και του Κ. Μητσοτάκη.
Ωστόσο οφείλουμε να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι οι “βουβές” εκλογές και το ανέλπιστα και για τους ίδιους υψηλό ποσοστό της ΝΔ, υποδηλώνουν ότι αυτή η ηγεμονία δεν είναι ακαταμάχητη, δεν δημιουργείται από ισχυρό ρεύμα υποστήριξης, προκύπτει περισσότερο από την απόρριψη του χαμένου παρά από την επιβράβευση του νικητή. Οι πολιτικοί και κομματικοί στρατοί ήταν απόντες σε αυτή την εκλογική μάχη, δεν υπήρξε συγκροτημένο και εμφανές ρεύμα, επομένως η ρευστότητα παραμένει ως ένα υπαρκτό, όχι κύριο, στοιχείο της πολιτικής συγκυρίας.

2.

Η ΝΔ κερδίζει 150.000 ψήφους σε απόλυτα νούμερα, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει 600.000. Αυτή η καταγραφή, παρόλο που δεν ήταν αναμενόμενη σε αυτήν την έκταση, έχει ερμηνείες.
Με μια αντιπολίτευση που παρέμεινε σε ένα ρηχό αντιδεξιό – αντιΜητσοτακικό λόγο και σε ζητήματα δημοκρατίας και ύφους διακυβέρνησης, το αποτέλεσμα των εκλογών δείχνει ότι οι εκλογές κερδίζονται κατά βάση από την οικονομία. Ειδικά μετά τον εξευτελισμό της αστικής δημοκρατίας σε μια χώρα της Ε.Ε., με την ανατροπή της λαϊκής ετυμηγορίας το 2015 στο δημοψήφισμα. Το αφήγημα της ΝΔ ότι τα προβλήματα στην οικονομία είναι εξωγενή και προέρχονται από διεθνείς κρίσεις (πανδημία, πόλεμος, ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός) και πως η ίδια απαντά σε αυτές τις κρίσεις με επιθετική πολιτική ελεύθερης αγοράς, με την προσέλκυση επενδύσεων, με την κατάρριψη «μεταπολιτευτικών εμποδίων στην ανάπτυξη» (συνδικαλισμός, εργατικά δικαιώματα, προστασία περιβάλλοντος, δικαιοσύνη κλπ), με αύξηση θέσεων εργασίας και με διάθεση του πλεονάσματος στους αδύναμους, έπεισε το λαό.
Τον έπεισε γιατί, μετά την ήττα του αντιμνημονιακού αγώνα και το 3ο Μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ, η οικονομία της αγοράς θεωρείται θέσφατο μη αμφισβητήσιμο. Έχει δημιουργηθεί μια κοινωνία μειωμένων προσδοκιών όπου έστω και ένα μικρό επίδομα είναι καλοδεχούμενο. Κυρίως έπεισε τον λαό γιατί τα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης δεν ήταν τα καλύτερα. Διαλυμένα νοσοκομεία, ιδιωτικοποιημένες και υπό διάλυση υποδομές, χαμηλές συντάξεις, χαμηλοί μισθοί, έχουν όλα (και) την υπογραφή του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ΝΔ άσκησε λόγω συγκυρίας μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που στην πανδημία μοίρασε λεφτά (50 δισ), δημιούργησε κοινωνικές συμμαχίες και ακόμα περισσότερο δημιούργησε προσδοκίες. Σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο (και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ), η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η πρώτη κυβέρνηση που μοίρασε χρήμα και μείωσε φόρους. Μπορεί αυτό το χρήμα να κατευθύνθηκε κυρίως σε μονοπώλια και στους δικούς της, αλλά ένα τμήμα του έφτασε και στα χαμηλότερα και κυρίως στα μικροαστικά στρώματα.
Επιπλέον, η οικονομική συμπίεση όλων των προηγούμενων χρόνων έδωσε τη θέση της στην αναμενόμενη αποσυμπίεση, η οποία δημιούργησε εικόνες, πραγματικότητες αλλά και ψευδαισθήσεις οικονομικής μεγέθυνσης. Κυρίαρχο ρόλο εδώ έπαιξε ο τουρισμός και τα ακίνητα, που αύξησαν το εισόδημα μικρομεσαίων στρωμάτων και ιδιοκτητών που νοίκιαζαν ή πούλησαν, και δημιούργησαν προσδοκίες για περισσότερα κέρδη από μια νέα θητεία Μητσοτάκη.
Η ακρίβεια και ο πληθωρισμός χτύπησαν τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα, τα οποία όμως προεκλογικά ήταν κρυμμένα και αόρατα, καθώς όλη η συζήτηση (ακόμα και από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ) αφορούσε τη μεσαία τάξη και τα “ιερά δικαιώματά της”. Οι συνταξιούχοι από την άλλη, χρέωναν τις μειώσεις των συντάξεών τους στον ΣΥΡΙΖΑ και στον νόμο Κατρούγκαλου. Στους δε εργαζόμενους των 700-1000 ευρώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε να προτείνει κάτι διαφορετικό από τις αυξήσεις που υποσχέθηκε προεκλογικά ο Μητσοτάκης. Η διαφορά είναι ότι ο δεύτερος έκανε προεκλογική καμπάνια με το σύνθημα «ό,τι εξαγγέλλω το κάνω», ενώ ο πρώτος θεωρείται ο κατεξοχήν αναξιόπιστος πολιτικός στην Ελλάδα.
Υπάρχει επιπλέον, σαφής συντηρητική μετατόπιση σε μια σειρά ζητήματα (μεταναστευτικό, αστυνομοκρατία, δημοκρατικά δικαιώματα, συνδικαλισμός κλπ). Ο Μητσοτάκης κέρδισε, έχοντας πείσει ότι πρέπει να τελειώσουμε με τα βαρίδια της μεταπολίτευσης. Στο λεξιλόγιο του δημόσιου χώρου, σε συνθήκες ολοκληρωτικής υπεροπλίας στην ενημέρωση και στα ΜΜΕ, οι δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις εμφανίζονται σαν εμπόδιο στην πρόοδο. Φτάσαμε στο σημείο οι συνδικαλιστές, και όχι οι κυβερνήσεις, να θεωρούνται “βαθύ κράτος” και υπεύθυνοι για εγκλήματα σαν κι αυτό των Τεμπών. Αυτή η καταιγιστική προπαγάνδα, ακόμα και αν φαντάζει εξοργιστική και εκτός τόπου σε ένα αριστερό και σκεπτόμενο ακροατήριο, αφήνει κοινωνικό αποτύπωμα.
Η δεξιά στροφή στην ελληνική κοινωνία είναι σημαντική, και δεν αφορά μόνο το υψηλό ποσοστό της ΝΔ, αλλά και συνολικά το συσχετισμό Δεξιάς/Ακροδεξιάς – Κεντροαριστεράς/Αριστεράς. Αυτή η δεξιά στροφή, δεν θα είναι προφανώς απρόσβλητη, αλλά είναι παρούσα και δρώσα κατάσταση.

3.

Το δίλημμα πλέον στις επόμενες εκλογές δεν είναι Τσίπρας ή Μητσοτάκης, αλλά Τσίπρας ή Ανδρουλάκης που διαγκωνίζονται για τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ νεκραναστήθηκε από τη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ για “προοδευτική διακυβέρνηση” που κατέστησε τον Ανδρουλάκη προνομιακό συνομιλητή, απαραίτητο εταίρο, ξεπλένοντας το παρελθόν του ΠΑΣΟΚ ως πρώτης και προθυμότερης μνημονιακής κυβέρνησης.
Το ΠΑΣΟΚ προσέρχεται στις δεύτερες εκλογές με τον αέρα του νικητή και τη βοήθεια μιας επικοινωνιακής καταιγίδας που έχει ήδη αναγάγει τον Ανδρουλάκη σε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ, με την ταμπέλα του ηττημένου, επιχειρεί να διασωθεί ως βασική αντιπολίτευση στη ΝΔ, επικαλούμενος ότι μπορεί να παραμείνει ως το μοναδικό εμπόδιο σε μια παντοκρατορία Μητσοτάκη.
Ανεξάρτητα με το αν η ψαλίδα ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ μειωθεί ή αυξηθεί, το γεγονός είναι ότι το ΠΑΣΟΚ ανακάμπτει, κυρίως στην επαρχία (καθώς στην Αθήνα σχεδόν παντού είναι 4η δύναμη πίσω από το ΚΚΕ). Επιπλέον, στο πολύ κοντινό μέλλον, οι αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου θα είναι μια ακόμα ευκαιρία να αναδειχθεί το ΠΑΣΟΚ ως ο ισχυρότερος πόλος στην κεντροαριστερά, καθώς έχει πολύ ισχυρότερες δυνάμεις, προσβάσεις και μηχανισμό σε Δήμους, κράτος και συνδικαλισμό.
Στις ερχόμενες εκλογές, σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ,  θα συγκρουστούν δύο τάσεις. Η μία θα ενισχύει το ΠΑΣΟΚ σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και άλλα μικρότερα κόμματα (Πλεύση, ΜΕΡΑ) για να μπουν στη Βουλή και να μην υπάρχει η σημερινή καταθλιπτική κοινοβουλευτική εικόνα. Η άλλη, θα επιχειρεί να μαζέψει ή τουλάχιστον να μην χάσει κι άλλες δυνάμεις στην απέλπιδα απόπειρα να υπάρξει ένας κάποιος έλεγχος στον παντοδύναμο Μητσοτάκη και να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα με αναφορά στην Αριστερά η αξιωματική αντιπολίτευση.

4.

Η τιμωρία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναμενόμενη για το αμφίσημο στίγμα του, την επαμφοτερίζουσα στάση του και την ανεξίτηλα καταγεγραμμένη αναξιοπιστία του. Η ερμηνεία της ήττας του όμως, δεν μπορεί να γίνει θεωρώντας τον ΣΥΡΙΖΑ ένα αριστερό κόμμα που δεν έκανε αριστερή και μαχητική αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχασε ψήφους επειδή δεν ήταν αρκούντως αριστερός.
Αντίθετα, η ήττα προέρχεται από το γεγονός ότι όντας συστημικό κόμμα, προκαλεί ακόμα μνήμες και κάνει αναφορές στην περίοδο που ήταν αντιμνημονιακή πολιτική δύναμη. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε στο κενό, επειδή ήταν συστημική δύναμη που πατούσε σε δύο βάρκες. Και με το τείχος στον Έβρο και εναντίον. Και με την ιδιωτική ΔΕΗ και με την κρατικοποίηση της. Και με τους φόρους και κατά των φόρων. Και με τα εμβόλια και εναντίον των εμβολίων. Και με το ΝΑΤΟ και κατά της αποστολής όπλων στην Ουκρανία.
Παραμένει ως ζωντανή υπενθύμιση η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ η οποία δρα αρνητικά και σωρευτικά. Περισσότερο σήμερα, παρά το 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε το γεγονός ότι εμφανίστηκε, όμοιος στη βασική πολιτική, αλλά παντελώς αναξιόπιστος και πολύ πιο ερασιτέχνης και ανερμάτιστος, από τον νεοφιλελεύθερο μεν, αλλά συγκροτημένο, σταθερό και σίγουρο Μητσοτάκη.
Αυτή η αναξιοπιστία αποτελεί κεντρικό στοιχείο σε έναν λαό που βρέθηκε στο κέντρο της παγκόσμιας κρίσης, κουρασμένο από τις απανωτές δοκιμασίες, με ηττημένο, προδομένο και πλέον ενοχοποιημένο ή ξεχασμένο το αντιμνημονιακό αίσθημα και σε έναν κόσμο όπου ανατρέπονται οι παγκόσμιες ισορροπίες και αναζητείται η σταθερότητα (ή έστω η ψευδαίσθηση σταθερότητας) και μια κάποια κανονικότητα.
Μπροστά στην ανασφάλεια στο άγνωστο και στις αλλαγές που θα φέρει το μέλλον, αναζητούνται οι γνωστές και σταθερές επιλογές, όπως έδειξαν και οι εκλογές στην Τουρκία. Ο Μητσοτάκης, μπροστά στις αλλοπρόσαλλες πολιτικές του Τσίπρα, φαντάζει, στο λαό συγκροτημένη δύναμη.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έπρεπε να είναι ήττα της Αριστεράς, αλλά στην κοινωνία καταγράφεται ως τέτοια.
Καταγράφεται ως ήττα μιας πολιτικής που επιχείρησε να αμφισβητήσει ή έστω να διαπραγματευτεί με τους ισχυρούς (ΕΕ, τρόικα κλπ) και στην πορεία αποδέχτηκε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος και συμμορφώθηκε βάζοντας την ουρά στα σκέλια. Η τομή του 2015 είναι ζωντανή πραγματικότητα, καθόρισε και θα καθορίζει ακόμα για πολλά χρόνια την κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά.
Ο λαός με εκκωφαντικό τρόπο δήλωσε ότι δεν εμπιστεύεται τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, πολύ περισσότερο από όσο εμπιστεύεται τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ. Η επιβράβευση του δεύτερου έρχεται περισσότερο ως αποδοκιμασία του πρώτου, παρά ως συνειδητή και ενεργητική στήριξη της πολιτικής του.
Η στήριξη των ΜΜΕ και της ολιγαρχίας στη ΝΔ, όλα αυτά τα χρόνια, προφανώς και ήταν σημαντικό στοιχείο στην δημιουργία των παραπάνω τάσεων και δεδομένων, δεν είναι ωστόσο η κύρια ερμηνεία για την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ.

5.

Η νέα τετραετία Μητσοτάκη θα είναι επιθετική, χωρίς αντίπαλο και αντιπολίτευση, με ένα λαό να πορεύεται με χαμηλές προσδοκίες αλλά και αυταπάτες, τμήματά της να εξαγοράζονται με τα ψίχουλα που θα πέφτουν από το τραπέζι της ολιγαρχίας, αλλά και ένα τμήμα της κοινωνίας να παραμένει αόρατο και αποκλεισμένο.
Το εκλογικό αποτέλεσμα από αυτή την άποψη είναι εξαιρετικά αρνητικό. Συμβαδίζει με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κοινωνία, αλλά τροφοδοτεί τις χειρότερες τάσεις της. Οι διαβεβαιώσεις για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων είναι απειλή σε αυτή την κατεύθυνση, όπως και ο στόχος για μονοκομματική αναθεώρηση του Συντάγματος.
Μιλώντας ακόμα και από τη σκοπιά της αστικής δημοκρατίας, ο Κ. Μητσοτάκης δεν έχει δώσει δείγματα σεβασμού του Συντάγματος, της διάκρισης εξουσιών, της αναγνώρισης των Ανεξάρτητων Αρχών. Από τις παρακολουθήσεις και τις υποκλοπές, μέχρι την εργαλειακή χρήση της Δικαιοσύνης, και ανεξάρτητα με το ότι αυτά ποσώς επηρέασαν την εκλογική κρίση, είμαστε μπροστά σε μια δίχως ηθικούς και πολιτικούς φραγμούς αυταρχική, βοναπαρτική διακυβέρνηση.
Ο αστισμός έχει παλινορθωθεί με τον πιο επιθετικό τρόπο και ανασυγκροτείται τελειώνοντας τις “κατακτήσεις” της μεταπολίτευσης, όχι κυρίως με επιβολή και αστυνομική βία, αλλά οικοδομώντας συντηρητικές και αντιδραστικές συναινέσεις, κάνοντας την κοινωνική πλειοψηφία να “υιοθετεί” τις προσδοκίες, τις προτάσεις, τις αρχές και τις αξίες της μειοψηφίας.
Το αυξημένο ποσοστό του ΚΚΕ, παρά τις διαβεβαιώσεις, δεν “ξαναγυρνά” στην κοινωνία ως πολιτική διέξοδος. Γυρνά μόνο ως παρουσία και παρέμβαση σε κάποιους χώρους δουλειάς όπου ξεχειλώνει η εργοδοτική αυθαιρεσία. Εκεί μπαίνει από το ίδιο το ΚΚΕ τελεία. Πολιτικά μιλώντας, το ποσοστό του ΚΚΕ δεν είναι μάχιμο, δεν μετασχηματίζει τον πολιτικό συσχετισμό, γιατί δεν ενδιαφέρεται για αυτόν. Υπερίπταται, ως ψήφος με ιδεολογικό χρώμα, χωρίς όμως πολιτική χρησιμότητα.
Η ήττα του ΜΕΡΑ 25 – Συμμαχία για τη Ρήξη αφορά τόσο τα χαρακτηριστικά του επικεφαλής του, όσο, και πολύ περισσότερο στην επιμονή σε έναν παλιό αντιμνημονιακό λόγο με ολίγη ρήξη. Δεν ήταν πρόταση που διεμβόλισε τον ΣΥΡΙΖΑ από τα Αριστερά, ανεξάρτητα απο το αν η απουσία του ΜΕΡΑ 25 από την μεθεπόμενη Βουλή θα λειτουργήσει αρνητικά για τυχόν αγώνες, κινήματα, εκρήξεις.

6.

Αν η πραγματικότητα δεν ταιριάζει με τις εκτιμήσεις της Αριστεράς, θα πρέπει πιθανά να αλλάξουν οι εκτιμήσεις. Καλώς ή κακώς, επιβεβαιώνεται ότι η υπαρκτή Αριστερά τουλάχιστον από το 2015 και μετά, πρέπει να διαλυθεί και να ανασυγκροτηθεί από μηδενική βάση.
Είναι τόση η έκταση και το βάθος της ήττας και της εμπέδωσης του μονόδρομου που απαιτείται μια ολόκληρη πολιτιστική, ιδεολογική και πολιτική αντεπίθεση, η οποία όμως αναζητά στρατό και στρατηγούς.
Προτεραιότητα εδώ και χρόνια δεν ήταν και δεν είναι η συγκρότηση μετωπικών – εκλογικών σχημάτων, αλλά η επίπονη και δύσκολη πορεία ανάταξης και ανασυγκρότησης, συσπείρωσης και συγκρότησης δυνάμεων που αφορά αναγκαστικά ένα πιο “στενό” επίπεδο, αυτό της κομμουνιστικής Αριστεράς, των ανθρώπων και  των δυνάμεων που συγκινούνται από την επικαιρότητά της και αναλαμβάνουν την ευθύνη να βάλουν πλάτη στην οικοδόμησή της.
Παράλληλα με αυτό το βασικο καθήκον υπάρχει και το καθήκον της συγκρότησης μιας νέας πολιτικής δύναμης που θα αντλεί αλλά δεν θα ορίζεται από τις μάχες του παρελθόντος, δε θα συνθηματολογεί και θα συγκροτεί προγραμματικό λόγο, που θα μιλά τολμηρά για μια διαφορετική θέση της χώρας στο νέο παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης και θα έχει την εργαζόμενη κοινωνία στο τιμόνι της.