Το διαδίκτυο ως εργαλείο ελέγχου και η χίμαιρα της αμεσοδημοκρατίας

Το σύστημα «κοινωνικής αξιολόγησης»

Η ιδέα είναι απλή. Πως αξιολογεί ο καθένας μας ένα ξενοδοχείο στην πλατφόρμα του airbnb, ή ένα εστιατόριο στο tripadvisor;

Η κυβέρνηση της Κίνας είχε την ιδέα το 2014 να στήσει μια διαδικτυακή πλατφόρμα όπου ο κάθε πολίτης θα αξιολογείται… από κράτος και εταιρείες. Οι εταιρείες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα, όσον αφορά τη συλλογή και τη διαχείριση των δεδομένων είναι 8, ανάμεσα τους και η Alibaba (ας πούμε η κινέζικη Google με δεδομένα για πάνω από 1 δις κινέζους χρήστες του διαδικτύου).

Το πρόγραμμα «τρέχει» πιλοτικά και εθελοντικά σε μια σειρά δήμους που αφορούν μερικά εκατομμύρια κατοίκους και ως το 2020 θα επεκταθεί σε όλη την Κίνα. Δεν είναι γνωστό, προς το παρόν, αν η συμμετοχή θα είναι υποχρεωτική για όλους τους κατοίκους, αν και με βάση τους χειρισμούς που θα γίνουν μπορεί να καταστεί τέτοιο.

Οι επικριτές του συστήματος «κοινωνικής αξιολόγησης» της Κίνας, κυρίως των δυτικών μίντια, διαμαρτύρονται ότι είναι ένα εργαλείο για την κοινωνική παρακολούθηση και την πολιτική καταστολή. Ανάμεσα τους αρκετές εταιρείες από το εξωτερικό που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, στελέχη επιχειρήσεων, δημοσιογράφοι. Η κινεζική κυβέρνηση απαντάει ότι είναι ένας τρόπος ενίσχυσης της διοικητικής αποτελεσματικότητας και ενθάρρυνσης της εμπιστοσύνης και της ηθικής συμπεριφοράς των πολιτών της.

Οι πολίτες αξιολογούνται για «παραβάσεις» όπως το κάπνισμα σε τρένα, η χρήση εισιτηρίων που έχουν λήξει ή η ληξιπρόθεσμη καταβολή προστίμων και φόρων, η διάδοση ψευδών πληροφοριών ή η πρόκληση προβλήματος στις πτήσεις, σύμφωνα με δηλώσεις της κυβέρνησης πάντα. Σύνολο οι «μεταβλητές»-παραβάσεις που προσμετρώνται είναι μεταξύ 30 έως 50. Ποικίλουν ανάλογα αν είσαι κρατικός αξιοματούχος ή όχι, αν ταξιδεύεις συχνά, αν οδηγάς. Μάλιστα οι υποστηρικτές του συστήματος «κοινωνικής αξιολόγησης» αναφέρουν τις 1100 περίπου περιπτώσεις κρατικών αξιωματούχων που μπήκαν σε «μαύρες λίστες» ως διεφθαρμένοι, με βάση τις χαμηλές αξιολογήσεις που συγκέντρωσαν.

Οι πολίτες με καλή αξιολόγηση μπορούν να έχουν πρόσβαση σε καλύτερα ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα σπίτια και ακόμη σχολεία. Όσοι έχουν κακή αξιολόγηση μπορούν προσωρινά ή μόνιμα να απαγορεύεται να πάρουν αεροπλάνα ή τρένα, όπως συνέβη σε 6,15 εκατομμύρια άτομα το 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης. Σε μια πιλοτική εφαρμογή στην πόλη Hangzhou η κυβέρνηση δήλωσε ότι οι πολίτες με υψηλές αξιολογήσεις κοινωνικής πιστοληπτικής ικανότητας έχουν δωρεάν πρόσβαση σε εγκαταστάσεις γυμναστικής και συντομότερους χρόνους αναμονής στο νοσοκομείο.

Η απαίτηση για περισσότερο αυταρχισμό

Στην ουσία ο ανατολίτικος Κινέζικος αυταρχισμός κάνει αυτό που ντρέπεται να εκστομίσει, προς το παρόν, η «φιλελεύθερη» δύση. Η λογική της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων από το κράτος, με ποινές που αφορούν το μισθό ή και τη θέση είναι μια ιδέα που όλο και κερδίζει έδαφος. Και μάλιστα στα πιο προχωρημένα νεοφιλελεύθερα πρότυπα η τεχνολογία δίνει ιδέες για την αξιολόγηση απευθείας από τους χρήστες των υπηρεσιών. Σε αρκετές ανεπτυγμένες χώρες η «κατάδοση» πολιτών στο κράτος για μικρές παραβάσεις (σκουπίδια, κάπνισμα) είναι νομιμοποιημένη και άρα θα είναι και νομιμοποιημένο ένα πιο προσεκτικό σύστημα κοινωνικής αξιολόγησης. Τέλος η αγοραία κουλτούρα της συλλογής πόντων και εκπτωτικών καρτών έχει επίσης εμπεδωθεί και δημιουργεί μια νομιμοποιητική βάση για τέτοιου είδους συστήματα. Διάφορα ηθικά διλήμματα για τα ατομικά δικαιώματα, εύκολα θα ξεπεραστούν με μερικές έξυπνες τακτικές, όσον αφορά την πολιτικά «φιλελεύθερη» δύση. Για παράδειγμα στην αρχή μπορεί να συλλέγουν πόντους περισσότερο στη λογική της «επιβράβευσης» (πχ εκπτώσεις) και λιγότερο με βάση την τιμωρία, όπως ο αποκλεισμός από πτήσεις, σχολεία, νοσοκομεία.

Κινέζικος αυταρχισμός ή νεοφιλελευθερισμός με «σεβασμό στα ατομικά δικαιώματα» μοιράζονται κοινές ανάγκες ωστόσο. Σε μια πρωτοφανής κρίση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της εμπιστοσύνης γενικά σε κάθε θεσμό, το διαδίκτυο έρχεται να οργανώσει εκ νέου τις σχέσεις υποτέλειας και ελέγχου.

Ποιος θα πείσει τον πολίτη να πιεστεί να πληρώσει  τους φόρους του στην ώρα του, όταν γύρω του το μεγάλο κεφάλαιο κάνει πραγματικό πάρτι φοροδιαφυγής στις offshore;

Ποιος θα ελέγξει κάθε «ατίθαση» κοινωνική συμπεριφορά; Η απονομιμοποιημένη στη νέα γενιά εκκλησία και οι εκπρόσωποι της; Οι βολεμένοι και πολλές φορές και ανήθικοι δικαστές, πολιτικοί και κάθε εκπρόσωπος της άρχουσας τάξης;

Ποιος θα αποκαταστήσει τελικά τη χαμένη εμπιστοσύνη μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων σε ένα πολιτικό σύστημα απονομιμοποιημένο όπου η ψαλίδα μεταξύ τους μεγαλώνει διαρκώς;

Η Κίνα δείχνει μια εικόνα από τον αυταρχισμό του μέλλοντος στις υπό διαρκή κρίση δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.

Αυταρχισμός με τη χρήση του διαδικτύου, τη συνεργασία κράτους και εταιρειών big data (Google, Alibaba, Amazon, Facebook) και βέβαια με γενναίες δόσεις λογικής της αγοράς, με εκπτώσεις, με ακριβά και φτηνά σχολεία, πανεπιστήμια, διακοπές. Υπάρχουν ηθικά εμπόδια, κυρίως όσον αφορά τα προσωπικά δεδομένα, αλλά υπάρχει και ισχυρή νομιμοποιητική βάση. Και κυρίως υπάρχει μια κρίση στις «δυτικές δημοκρατίες». Ποιος περίμενε πριν 2-3 χρόνια τον Τραμπ ή τον Μπολσονάρο να ηγούνται σε χώρες του G20;

Οι χίμαιρες του διαδικτύου

Υπάρχει μια άποψη που περίπου θεωρεί το διαδίκτυο ως ένα ουδέτερο εργαλείο που θα φέρει πιο κοντά την αμεσοδημοκρατία, τη συνεργασία, τη χειραφέτηση του ατόμου.

Που έβλεπε τέλος της πολιτικής, μαρασμό του κράτους, απεριόριστες δυνατότητες για το άτομο μέσω της πολλαπλής του διασύνδεσης, νέες μορφές συλλογικότητας που υπερβαίνουν το κόμμα ή άλλες παρόμοιες που γεννήθηκαν στο έδαφος των ταξικών αντιθέσεων.

Το 2011 είδαν στην «Αραβική Άνοιξη» μια εξέγερση μέσω του διαδικτύου που θα έσπαγε την απολυταρχία. Οι απόψεις αυτές δεν έχουν επιβεβαιωθεί.

Το διαδίκτυο το χρησιμοποιούν πολύ καλύτερα τα κράτη και οι μεγάλες εταιρείες στην ταξική πάλη κατά των εργαζομένων και των λαών. Και αυτό γιατί έχουν τα μέσα, αλλά κυρίως γιατί είναι οργανωμένοι έξω από τη σφαίρα του διαδικτύου. Ενώ οι υποτελείς τάξεις δεν είναι.

Το διαδίκτυο δεν είναι μια τεχνολογία που βοηθάει τη χειραφέτηση γενικά του ατόμου. Το διαδίκτυο εκ των πραγμάτων διασυνδέει άτομα και όχι τάξεις, αλλά αυτό δεν φαίρνει πιο κοντά την χειραφέτηση, ίσως την απομακρύνει. Η χειραφέτηση και υπευθυνοποίηση του ατόμου προϋποθέτει την κοινωνική απελευθέρωση, να χειραφετηθούν ως τάξη. Χωρίς αυτή το άτομο αναπαράγει στο διαδίκτυο την κυρίαρχη ιδεολογία, δεν παράγει νέα ανταγωνιστική ιδεολογία μέσω της συνεργασίας και της επικοινωνίας. Αυτό το βλέπουμε καθημερινά μέσα από το τι αναπαράγεται στα social media.

Η συνείδηση του ατόμου αλλάζει μέσα από την κίνηση των μαζών, μέσα από μαζικά κινήματα, μέσα από επαναστάσεις. Δεν υπάρχουν βήματα μπρος τα μπρος στην ατομική απελευθέρωση σε μια κοινωνία όπου τα άτομα κάνουν βήματα προς τα πίσω ως σκλάβοι της οικονομικής ανάγκης-ανέχειας. Πολύ περισσότερο, δε βοηθάει το ιντερνετ στην ατομική απελευθέρωση σε μια κοινωνία κεφαλαιοκρατική. Στη μετατροπή του σε παγκόσμια διασυνδεδεμένο υπάκουο καταναλωτή βοηθάει, στην παγκόσμια διαδικτυακή αγορά. Και θα ελέγχεται – αξιολογείται με βάση αυτό στις πλατφόρμες των social credit systems.

Τα παραπάνω δε σημαίνουν βέβαια να απαρνηθούμε την τεχνολογία. Ή ότι δεν αντιλαμβανόμαστε ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της τεχνολογίας λύνει προβλήματα που απασχόλησαν τις πρώτες απόπειρες σοσιαλιστικής οικοδόμησης (πχ κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία). Σημαίνουν όμως ότι κατανοούμε ότι το πρόβλημα των εργαζόμενων στρωμάτων και των συμμάχων τους είναι ότι δεν είναι οργανωμένοι αυτοτελώς ως τάξεις έξω από το διαδίκτυο στην πραγματική δημόσια σφαίρα. Στο δικό τους κόμμα.

Τέλος, τα social credits θέτουν εκ των πραγμάτων τη σχέση ατόμου/κοινωνίας σε μια εποχή που κυριαρχεί η δικαιωματική πολιτική που υποκριτικά φλυαρεί για τα ατομικά δικαιώματα . Μία οπτική που θα κάνει κριτική στο πρόγραμμα της κινέζικης κυβέρνησης στο ότι η κοινωνία, μέσω αυτού του κρατικού προγράμματος, θα ελέγχει το άτομο, στη λογική της υπεράσπισης των ατομικών δικαιωμάτων, δεν αρκεί. Υπάρχει τέτοια κρίση εμπιστοσύνης που το ερώτημα της σχέσης ατόμου – κοινωνίας θα τεθεί και στις δυτικές κοινωνίες. Στο παρελθόν, σε μια παρόμοια κρίση, σε αυτό το ερώτημα δόθηκαν δύο διαφορετικές απαντήσεις. Η φασιστική και η κομμουνιστική-σοσιαλιστική.

Οι κομμουνιστές δεν είναι κατά του κοινωνικού ελέγχου στο άτομο. Όμως το “βασίλειο της ατομικής ελευθερίας” που έγραψε ο Μαρξ δεν έχει σχέση με το βασίλειο του κρατικού αυταρχισμού που έχει ανάγκη ο άγριος κινέζικος καπιταλισμός. Ούτε βέβαια έχει καμία σχέση με το χωρίς ηθικά – πολιτικά – κοινωνικά όρια ανταγωνιστικό άτομο του αμερικάνικου μοντέλου και του νεοφιλελευθερισμού όπου ο καθένας με βάση τη δύναμη που έχει (σωματική, αντοχή, τύχη, καταγωγή, λεφτά) κάνει ότι γουστάρει και είναι ανεξέλεγκτος, πολλές φορές και κατά της κοινωνίας.

Μπορεί να ακούγεται λογικό μέσω του κοινωνικού ελέγχου – αξιολόγησης ο άλλος να μην παρκάρει σε ράμπες ΑΜΕΑ ή να μην πετάει σκουπίδια στο δάσος και στις παραλίες αλλά αυτές θα είναι οι τριτεύουσες πλευρές. Το ερώτημα είναι ποιος θα αξιολογεί, ποιον και με ποια κριτήρια;

Στις παρούσες συνθήκες τα social credits θα παράξουν ένα εφιαλτικό τοπίο. Αν προχωρήσουν το κράτος και οι μεγάλες εταιρείες θα συγκεντρώσουν τέτοια ποσότητα δεδομένων, αλλά και εργαλεία χειρισμού (τιμωρία και αποκλεισμός για εργασία, υγεία, παιδεία ή/και μπόνους και εκπτώσεις για εμπορεύματα) που τα δεδομένα που μαζεύουν σήμερα η Google και η Facebook θα είναι πταίσμα… Κυριολεκτικά η επιβίωση ενός ατόμου και η αποδοχή του στην κοινωνία θα εξαρτάται από τα social credits. Ο τέλειος μηχανισμός διαμόρφωσης συναίνεσης.

Η αντιπαράθεση Ιταλίας – ΕΕ, η Aριστερά και η άνοδος της ακροδεξιάς

H νέα κυβέρνηση της Ιταλίας

Η κυβέρνηση της Ιταλίας προέκυψε την 1η Ιουνίου του 2018 με Πρωθυπουργό τον Ιταλό νομικό Τζουζέπε Κόντε. Οι εκλογές είχαν διενεργηθεί 3 μήνες νωρίτερα τον Μάρτιο του 2018 και ανέδειξαν μεγάλους νικητές το κίνημα 5 αστέρων που ίδρυσε ο Ιταλός κωμικό Μπέμπε Γκρίλο το 2009 και συγκέντρωσε 32% και την Λίγκα του Βορρά που συμμετέχοντας σε συνασπισμό της δεξιάς συγκέντρωσε μόνη της 18%. Παρά την συμφωνία των δύο κομμάτων ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας αρνήθηκε τον σχηματισμό κυβέρνησης καταγγέλλοντας τον Σαβόνα που προτάθηκε για υπουργός οικονομικών ως ευρωσκεπτικιστή που θα ανατίναζε την πορεία της Ιταλίας στην Ευρωζώνη.

Πριν τις εκλογές του Μαρτίου του 2018, όπου οι επικριτές τις ΕΕ συγκέντρωσαν μαζί περί του 60% των ψήφων και η Σοσιαλδημοκρατία συρρικνώθηκε σε ποσοστά μικρότερα του 20%, είχαν προηγηθεί το δημοψήφισμα στην Ελλάδα και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, το Brexit του 2016, το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας το 2017 και φυσικά το δημοψήφισμα που διενέργησε ο Ρέντσι το 2016 και στο οποίο εισέπραξε μία ηχηρή σφαλιάρα που οδήγησε στην παραίτηση του και στην διενέργεια εκλογών. Η σφαλιάρα όμως αυτή (60% ΟΧΙ) με αφορμή την συνταγματική αναθεώρηση έφτασε μέχρι το διευθυντήριο των Βρυξελλών και της Φραγκφούρτης και ουσιαστικά ήταν καταδίκη των πολιτικών που επέβαλε η ΕΕ στην Ιταλία τα χρόνια της κρίσης.

Η Ιταλία που τώρα ταπεινώνεται από την ΕΕ με αφορμή το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατέθεσε η κυβέρνηση της για το 2019 δεν είναι αμελητέα οικονομική δύναμη, δεν είναι μια περιφερειακή χώρα όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία ή η Πορτογαλία. Μιλάμε για την 4η μεγαλύτερη χώρα της ΕΕ και την 8η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, μέλος του G20 και του ΝΑΤΟ με παραδοσιακά πολύ ισχυρή βιομηχανία και μεγάλη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού στα εργοστάσια του Βορρά. Η περιοχή της Λομβαρδίας (Μιλάνο- Τορίνο) είναι η μεγαλύτερη βιομηχανική ζώνη της Ευρώπης και η FIAT της οικογένειας Ανιέλι απασχολούσε στα εργοστάσια της στο Τορίνο 100.000 εργαζόμενους. Τα στοιχεία δίνονται για να δειχθεί ότι μιλάμε για μία χώρα με πολύ μεγάλη οικονομική βάση που παρά την ανισομετρία βιομηχανικού Βορρά- υποβαθμισμένου και γεωργικού Νότου διατηρούσε ένα καλό επίπεδο για τους εργαζόμενους.

Η είσοδος στο ενιαίο νόμισμα και το προχώρημα της παγκοσμιοποίησης τα τελευταία 20 χρόνια άφησε «ριγμένη» την ανεπτυγμένη αστική τάξη της χώρας, η οποία μετακύλησε την κρίση στους εργαζόμενους. Η ανεργία διπλασιάστηκε από το 2007 και σήμερα είναι 11% και 28% στους νέους, η βιομηχανική παραγωγή έπεσε 25% το χρέος αυξήθηκε 30% σε 8 χρόνια σαν αποτέλεσμα της κρίσης των επιτοκίων δανεισμού την περίοδο 2011-2013 όπου ενώ όλοι πληρώναμε σε ευρώ οι χώρες του Νότου (που δεν ήταν σε μνημόνια) δανείζονταν με απαγορευτικά υψηλά επιτόκια ενώ η Γερμανία με αρνητικά. Παρότι η κρίση της Ιταλίας δεν ήταν κρίση χρέους όπως η ελληνική, οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν με περικοπές παροχών σε παιδεία, σε υγεία και σε ασφάλιση οδήγησαν και στην αύξηση του χρέους (σήμερα 2η στην ΕΕ μετά την Ελλάδα) και σε πτώση του ΑΕΠ. Στην Ιταλία σήμερα 5 εκατ. άνθρωποι είναι κάτω από το όριο της φτώχιας. Η ένταξη σε ένα ενιαίο νόμισμα χωρίς όμως ενιαία κρατική δομή δημιούργησε τεράστιες ανισομετρίες.

Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι το πεδίο της οικονομίας και της κοινωνίας που οικοδομεί δημιουργεί το εύφορο έδαφος που πάνω του φυτρώνουν οι ιδέες της αμφισβήτησης αυτού που το γεννάει. Παιδιά αυτής της πραγματικότητας είναι το κίνημα 5 αστέρων που ιδρύθηκε το 2009 και το 2018 αναδείχθηκε πρώτο κόμμα. Η Λίγκα του Βορρά παρότι πιο έμπειρη πολιτικά είναι ένα αποσχιστικό κόμμα της αστικής τάξης που σε αυτήν την συγκυρία κατάφερε να ξεφύγει από την σκιά του Μπερλουσκόνι και αξιοποιώντας και το μεταναστευτικό πρόβλημα της Ιταλίας (600.000 μετανάστες το 2018) έδωσε «εύκολες» απαντήσεις στα αίτια της κρίσης. Ο ευρωσκεπτικισμός και η αντιπαράθεση με την ΕΕ εκφράζεται πολιτικά από μία συμμαχία ενός «απολιτίκ» μορφώματος με ακροδεξιούς με σφραγίδα, που όμως είχαν μια αφήγηση για το κεντρικό πρόβλημα της Ιταλίας. Την υποβάθμιση της στα πλαίσια της Ε.Ε., υποβάθμιση που στο λαό γινόταν κατανοητή μέσα από την επιβαλλόμενη λιτότητα και τη διαχείριση του μεταναστευτικού που αντιμετωπίζει την Ιταλία (και την Ελλάδα) ως αποθήκη ψυχών της Ε.Ε. Αντίθετα, η σοσιαλδημοκρατία είναι σφιχτά δεμένη στο άρμα των Βρυξελλών ενώ η παλιά άρχουσα τάξη (Μπερλουσκονισμός) αδυνατεί να προσφέρει απαντήσεις και να ξεπλύνει τα αμαρτήματα του παρελθόντος.

H αντιπαράθεση με την ΕΕ

Ο προϋπολογισμός που κατέθεσε η Ιταλική κυβέρνηση απορρίφθηκε γιατί προέβλεπε ελλείμματα 2.5%, με την κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι βάζει πρώτα την επιστροφή στην ανάπτυξη και την ευημερία των πολιτών και μετά την μείωση του ελλείμματος, εξαγγέλλοντας επίδομα στήριξης για τους πιο φτωχούς. Τα ελλείμματα όμως απαγορεύονται στην υπό γερμανική κυριαρχία ζώνη του Ευρώ και ο προϋπολογισμός επεστράφη ως απαράδεκτος για διορθώσεις. Το ιερατείο των Βρυξελών (Ντράγκι, Γιούνκερ, Σόλτς, Μοσκοβισί) συνέστησε προσοχή και συμμόρφωση με τα συμφωνηθέντα και απείλησε ότι θα καταψηφίσει.

Από την άλλη, ο Nigel Farage βασικός υποστηρικτής του Brexit έσπευσε να στηρίξει το κίνημα 5 αστέρων και τον Ντι Μάιο ενώ η Μαρίν Λεπέν συναντήθηκε με τον Σαλβίνι (ηγέτη της Λίγκας και υπ. Εσωτερικών) και εξήγγειλαν ούτε λίγο ούτε πολύ «ένα μέτωπο που θα αγωνίζεται εναντίον της ΕΕ υπέρ της Ευρώπης» χωρίς όμως να εκθέτουν ένα εναλλακτικό σχέδιο.

Δημιουργείται ένα «μαύρο μέτωπο» που επιλέγει να επενδύσει πολιτικά και να συμπορευτεί με τους ριγμένους της παγκοσμιοποίησης: αστικές τάξεις χωρών που θίγονται από το ευρώ και την υπό γερμανική ηγεμονία ΕΕ, μεσαία τάξη που φτωχοποιείται, φτωχά στρώματα που μπορούν να στραφούν ενάντια στους μετανάστες. Η κόντρα στην παγκοσμιοποίηση περιέχει και εθνικιστικά- ξενοφοβικά συνθήματα (Τραμπ: τείχος στο Μεξικό, Σαλβίνι: κανένα πλοίο στην Ιταλία, δεν περισυλλέγουμε μετανάστες από την θάλασσα) όμως η πυρήνας της είναι η ανάταξη- ανάταση των εθνικών οικονομιών. Άρα ένα σχέδιο που περιλαμβάνει: δασμούς σε ξένα προϊόντα, ελλείμματα για να τροφοδοτηθεί ανάπτυξη, υποτίμηση νομίσματος για αύξηση των εξαγωγών και ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι για τον έλεγχο νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών.

Στην παρούσα φάση το μέτωπο αυτό δεν έχει εναλλακτική απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Η Λεπέν και ο Σαλβίνι δεν θέτουν θέμα εξόδου από το ευρώ και την Ε.Ε., ούτε η ιταλική κυβέρνηση έχει σχέδιο Β για σύγκρουση με το σύμφωνο σταθερότητας και επιστροφή στη λιρέτα. Οι παλινωδίες στο Brexit ή το ότι η ιταλική κυβέρνηση επιδιώκει να τα βρει με την Ε.Ε. για τον προϋπολογισμό, είναι δείκτης της ποιότητας και του βάθους αυτής της αμφισβήτησης. Υπάρχει διαπραγμάτευση κάθε αστικής τάξης για τον τρόπο ένταξης της στην παγκοσμιοποίηση, υπάρχει ένα δούναι και λαβείν. Ισχύει ότι μπορεί αυτή η αστάθεια να δημιουργήσει όρους πραγματικής ρήξης με το υπάρχον παγκόσμιο σύστημα, όμως οι από το 2010 μαζικές αμφισβητήσεις από τη Β. Αφρική, έως την Ισπανία και την Ελλάδα, την Καταλονία και την Βρετανία και τώρα την Ιταλία υπογραμμίζουν το βασικό πρόβλημα της εποχής. Πρέπει να συγκροτηθούν οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να θέσουν στρατηγική και τακτική για τη ρήξη με τη παγκοσμιοποίηση, με το σημερινό παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα δηλαδή για να είμαστε συγκεκριμένοι. Και οι δυνάμεις αυτές είναι αυτές που έχουν ή θα όφειλαν να έχουν αναφορά στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους, δηλαδή η αριστερά. Οι συμμαχίες πρέπει να αφορούν συνολικά τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης και οι παρούσες αντιπαραθέσεις μας αφορούν. Όμως πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε παντού ρήξεις και ευκαιρίες χωρίς να υπάρχουν τα υποκείμενα της ρήξης που θα μετατρέψουν μια ασταθή κατάσταση σε ευκαιρία.

Όσο δε συγκροτούνται αυτές οι δυνάμεις, το «μαύρο μέτωπο» θα αναπτύσσεται και μια τέτοια εξέλιξη θα έχουμε και στις επερχόμενες ευρωεκλογές, όπως φαίνεται. Το αν η ανάπτυξη του σημαίνει περαιτέρω διαλυτικές καταστάσεις πχ για την Ε.Ε., η μια νέα ισορροπία ισχύος δεν το ξέρουμε. Φαίνεται όμως ότι υπάρχει κοινή στάση του «μαύρου μετώπου» και του λεγόμενου «αντιλαϊκιστικού» στο βασικό δόγμα, το νεοφιλελευθερισμό, για την οικονομία και την κοινωνία.

H  Αριστερά

Σε μια οικονομία που ολοκληρώνεται, σε ένα σύστημα που ενοποιείται και οι εθνικές συγκροτήσεις (κράτη) φαίνεται να ξεθωριάζουν θα υπάρχουν νικητές και χαμένοι. Θα υπάρχουν στιγμές έντασης και κρίσης, θα υπάρχουν και στιγμές «ασταθούς» ισορροπίας δυνάμεων. Παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις θα εξατμίζονται ενώ άλλες θα δημιουργούνται. Πολιτικές ισορροπίες δεκαετιών θα ανατρέπονται σε ορίζοντα μηνών. Οι ρυθμοί με τους οποίους τρέχουν οι εξελίξεις, αναδεικνύονται ευκαιρίες και προκύπτουν τα κρίσιμα καθήκοντα, διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Σε αυτές τις εποχές τις κρίσης όμως η μάχη δίνεται με πολύ χειρότερους όρους από την πλευρά του υποκειμενικού παράγοντα. Υπάρχει ένας μεγάλος «απών»: Η αριστερά, οι κομμουνιστές και τα πολιτικά και κοινωνικά μέτωπα τους. Αυτό το δεδομένο ορίζει το πλαίσιο, θέτει τα όρια τις διεκδίκησης, της ανατροπής, της «νίκης». Εγκλωβίζει την σκέψη σε «αυτό που μπορεί να γίνει» και όχι σε «αυτό που χρειάζεται να γίνει».

Η περιθωριοποίηση και η οργανωτική εξαφάνιση της Αριστεράς στην Ευρώπη δεν είναι όμως φυσικό φαινόμενο. Έχει εξηγήσεις και οι απολογισμοί πρέπει να γίνουν. Ορισμένα ερωτήματα είναι όμως αμείλικτα:

Γιατί δεν συνδέθηκε η λαϊκή αμφισβήτηση στην ΕΕ και στο ευρώ με αριστερά αντανακλαστικά αλλά η δεξιά και ακροδεξιά πολιτική κυριάρχησε;

-Γιατί ενώ οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές σε Ελλάδα και Ευρώπη για την αφήγηση της Αριστεράς, οι εκτιμήσεις της επιβεβαιώθηκαν και τα παραδοσιακά κόμματα συρρικνώθηκαν, οι δυνάμεις της Αριστεράς συρρικνώθηκαν ακόμα πιο πολύ;

-Ποιο είναι το εύρος των πολιτικών συμμαχιών που χρειάζεται να γίνουν από την Αριστερά ενάντια στην ΕΕ; Η ηγεμονία εντός των μετώπων είναι προαπαιτούμενο η επίδικο;

Η κρίση που σάρωσε τις πολιτικές ισορροπίες στο νότο της Ευρώπης από το 2010 υπήρξε αντικειμενικά μια επικίνδυνη ευκαιρία για την Αριστερά. Η Αριστερά όμως δεν συνδέθηκε με την αμφισβήτηση, είτε λόγω οργανωτικής αδυναμίας (αυτό όμως δεν αποτελεί συγχωροχάρτι) είτε λόγω ιδεολογικής πρόσδεσης στο άρμα του ευρωκομμουνισμού (περίπτωση Ιταλικής αριστεράς, PCI, Επανίδρυση, ιταλοποίηση κλπ. και γαλλικής αριστεράς), είτε λόγω φόβου να στηριχτεί στις δυνάμεις του λαού (τέτοια και η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ, δημοψήφισμα 2015). Τα δε τμήματα της που αναφέρονται στην επανάσταση και την ανατροπή δεν κατάφεραν να έχουν ούτε καν στοιχειώδη κοινή λογική παρέμβασης, αλλά αναχώρησαν από τον πολιτικό αγώνα.

Μπορεί η αριστερά να εκφράσει το αντι – ΕΕ αίτημα και την αντι – ΕΕ πολιτική με λαϊκό τρόπο, κόντρα στο λαϊκισμό της ακροδεξιάς; Πρακτικά και θεωρητικά η απάντηση πρέπει να είναι θετική. Όμως ήδη έχει αργήσει να δοθεί, ήδη κατασπαταλήθηκε το μεγάλο ρεύμα των προσδοκιών που ανέβασε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ήδη τα σημεία αναξιοπιστίας και φθοράς της υπαρκτής αριστεράς είναι αρκετά. Παρόλα αυτά η απάντηση του παραπάνω ερωτήματος ακόμα και στις μέρες μας θα αποβεί καθοριστική για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, την επιβίωση – αξιοπρέπεια των λαϊκών στρωμάτων, την εθνική ανεξαρτησία χωρών, την πολιτική επιβίωση της ίδιας της Αριστεράς. Μέχρι στιγμής δε δίνει τέτοια δείγματα γραφής. Στην πλειοψηφία, η ευρωπαϊκή αριστερά είναι βουτηγμένη στον μεταρρυθμιστισμό, στην αποδοχή του γερμανικής ΕΕ, στην προσπάθεια «αλλαγής της ΕΕ από τα μέσα», με επιτυχίες ανάλογες με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ.

Η αντι – ευρωπαϊκή αριστερά δεν έχει σηκώσει το γάντι απέναντι στην ΕΕ. Αρνείται ή αδυνατεί να παρέμβει με τρόπο καθοριστικό στις εξελίξεις. Πέρα από τις διατυπώσεις, από το 2010 και μετά θα έπρεπε να οικοδομεί μέτωπο ενάντια στην ΕΕ – μέτωπο διεξόδου από την κρίση. Αυτό το μέτωπο θα συρρίκνωνε και τις εθνικιστικές λαϊκίστικες δυνάμεις που σήμερα αναπτύσσονται σε χώρες της ΕΕ και θα δημιουργούσε καλύτερους όρους για τις δυνάμεις της εργασίας. Ο συσχετισμός που δημιουργείται μέσα από μεταβατικές διεκδικήσεις και αγώνες αντικαπιταλιστικού και αντιμπεριαλιστικού χαρακτήρα και αναδεικνύει σαν κεντρικούς στόχους την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, φέρνει πιο κοντά και στρατηγικούς στόχους μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης και εξουσίας. Τα τελευταία χρόνια η Αριστερά θα μπορούσε να έχει επενδύσει στα 3 ΟΧΙ, ελληνικό, βρετανικό, ιταλικό και να πάρει προωθητικές αντι – ΕΕ πρωτοβουλίες. Αν η αριστερά αυτή είχε φιλοδοξίες, ανταγωνιστική προς το σύστημα λογική, πίστη στη δύναμη του λαού και στον εαυτό της, θα αξιοποιούσε τη σημαντική αυτή «στιγμή», για να ανοίξει μια συνολική αντιπαράθεση με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ΕΕ, που μόνο δεινά προοιωνίζεται για το λαό.

Ένας τέτοιος πολιτικός λόγος και στάση από την αριστερά, ή έστω από τμήμα της, θα μπορούσε να έχει σημαντικά αποτελέσματα σε συνθήκες που ο λαός αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης. Σε τέτοιες στιγμές τα ιδεολογήματα δεκαετιών είναι δυνατό να καταρρεύσουν, στο βαθμό που προβάλλει μια πειστική πολιτική πρόταση διεξόδου. Ένα στέρεο ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο απέναντι στην ΕΕ, που θα έχει υλικά αποτελέσματα και θα συγκροτεί κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, είναι αναγκαίος όρος για την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία, για τη διέξοδο από την κρίση, την επιβίωση του λαού.

Σήμερα χρειάζεται και απολογισμός και δράση ταυτόχρονα για την ανασύνθεση και τη συγκρότηση μιας νέας πολιτικής δύναμης στην αριστερά. Το πρόβλημα αφορά και την Ελλάδα, αλλά ξεπερνά τα σύνορα της.

Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ήταν ένα χτύπημα, πανευρωπαϊκά, σε μια ελπίδα ότι η αριστερά μπορεί να πρωταγωνιστήσει σε έναν εναλλακτικό δρόμο λαϊκής κυριαρχίας και σύγκρουσης με την Ε.Ε.. Σήμερα είμαστε πιο πίσω. Η αριστερά σε Ελλάδα και Ευρώπη πολιτικά είναι σε ανυποληψία και οργανωτικά σε συρρίκνωση, ενώ η ενδυνάμωση του ακροδεξιού λαϊκισμού στήνει ένα δίπολο «λαϊκιστές» και εθνικιστές- δημοκράτες και οπαδοί της παγκοσμιοποίησης. Το δίπολο αυτό δε θα είναι ακριβώς το δίπολο δεξιάς – σοσιαλδημοκρατίας του παρελθόντος καθώς το επίδικο του έθνους κράτους και της λαϊκής κυριαρχίας θα είναι κεντρικό, ενώ στα λεγόμενα κοινωνικά θέματα η ατζέντα θα πηγαίνει όλο και πιο δεξιά-αντιδραστικά. Στο δίπολο αυτό οι δυνάμεις της αριστεράς θα πρέπει να αντισταθούν και να συγκροτηθούν σε ανεξαρτησία και από τους δύο πόλους. Ούτε αντι-ακροδεξιά μέτωπα ούτε σκέτα αντι-ΕΕ αλλά φιλονεοφιλελεύθερα μέτωπα. Αυτός είναι ο πρώτος όρος πολιτικά για μια  αριστερά σήμερα που θα θέλει να αρχίσει ξανά από την αρχή.

Μπολσονάρο

Οι εκλογές στην Βραζιλία

Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία ήταν μια διευρυμένη νίκη του φασίστα υποψήφιου Χαίρ Μπολσονάρο επί του Φερνάντο Αντάντ, πρώην υπουργού παιδείας και υποψήφιου του Κόμματος των Εργαζομένων με την στήριξη του Λούλα. Ο Μπολσονάρο έφτασε ελάχιστα βήματα από το να νικήσει από τον πρώτο γύρο, και σχεδόν σίγουρα θα είναι ο νικητής του δεύτερου γύρου, που πραγματοποιείται στις 28 Οκτωβρίου.

Το πλαίσιο στο οποίο διενεργούνται οι εκλογές είναι εκείνο της χειρότερης οικονομικής κρίσης στην  ιστορία της Βραζιλίας από το 1930, με μια πτώση του Α.Ε.Π. περίπου στο 7% μεταξύ 2015 και 2016 και μία ελάχιστη ανάκτηση στο 1% κατά την διάρκεια του 2017. Η πτώση αυτή γίνεται ιδιαίτερα αισθητή  στο επονομαζόμενο ABCD, τη βιομηχανική ζώνη γύρω από το Σάο Πάολο, με το κλείσιμο  και την συρρίκνωση πολλών επιχειρήσεων και την απότομη αύξησης της ανεργίας. Η ανεργία αγγίζει το 13,8% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Ο Μπολσονάρο, στρατιωτικός ο ίδιος εν αποστρατεία, έχει στις λίστες του πολλούς αξιωματικούς, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο υποψήφιος για την αντιπροεδρία, ο απόστρατος στρατηγός, εδώ και μόλις ένα χρόνο, Χάμιλτον Μουράο. Λίγο πριν αποστρατευθεί, εισηγήθηκε την δυνατότητα άμεσης στρατιωτικής επέμβασης στην Βραζιλία. Επίσης όμως και ο αρχηγός του στρατού, στρατηγός Βίγιας Μπόας, έκανε διφορούμενες δηλώσεις, που μπορούν να ερμηνευθούν υπό το ίδιο πρίσμα. Τα εγκλήματα της στρατιωτικής δικτατορίας που κυβέρνησε την Βραζιλία από το 1964 ως το 1984, ποτέ δεν δικάστηκαν. Μάλιστα ο Μουράο υποστήριξε πως «τα ανθρώπινα δικαιώματα ισχύουν για τους δεξιούς».

Να θυμίσουμε πως ο Τεμέρ, ο πρόεδρος της Βραζιλίας από τότε που η Ντίλμα Ρούσεφ αποπέμφθηκε μέσω ενός θεσμικού πραξικοπήματος το 2017, ήδη είχε αποφασίσει μία άμεση στρατιωτική επέμβαση στις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο στρατηγός Βάλτερ Σόουζα Μπράγκα Νέτο έφτασε να έχει κάτω από τις διαταγές του την αστυνομία, την πυροσβεστική και τα σωφρωνιστήρια. Σε εκείνη την φάση ο Εντουάρντο Βίγιας Μπόας ζήτησε «νομικές εγγυήσεις», ώστε οι στρατιώτες του σε καμία περίπτωση να μην δικαστούν από την τακτική δικαιοσύνη αλλά μόνο από στρατοδικείο.

Ο Μπολσονάρο  πέρα από τις γνωστές του σεξιστικές, ομοφοβικές, ρατσιστικές και  χαρακτηριστικές για τον μισογυνισμό τους  απόψεις, υποστηρίζει τα βασανιστήρια και εξύμνησε τον ναύαρχο Ματσάδο, που πέθανε πρόσφατα, βασανιστή κατά την διάρκεια της χούντας, μεταξύ άλλων και της ίδιας της Ντίλμα Ρούσεφ. Εισηγείται βίαιη καταστολή της εγκληματικότητας, και πολλοί από τους οπαδούς του συνηθίζουν να πυροβολούν με ένα όπλο, ως ένδειξη συμφωνίας με αυτές τις θέσεις. Η  εγκληματικότητα έχει αυξηθεί στην Βραζιλία λόγω της κρίσης και του εμπορίου ναρκωτικών. Κατά την διάρκεια του 2017 63.000 άτομα έχασαν την ζωή τους.

Στο πρόγραμμα του εισηγείται ανοιχτά την ιδιωτικοποίηση του φυσικού αερίου  και άλλων δημόσιων ενεργών στρατηγικών τομέων, για να χρησιμοποιήσει τα έσοδα για την μείωση του δημόσιου χρέους και άρα και των τόκων του χρέους. Εγγυάται  την σταθερότητα της μακροοικονομίας επιδιώκοντας την δημοσιονομική ισορροπία τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης και το δημοσιονομικό πλεόνασμα τον δεύτερο χρόνο. Επιδιώκει τη διεύρυνση της ελεύθερης αγοράς, την μείωση των φόρων και της γραφειοκρατίας.

Η μεγαλοαστική βραζιλιάνικη τάξη, με επίκεντρο το Σάο Πάολο, προτιμούσε τον Αλκμίν ως υποψήφιο, μιας και την εκπροσωπεί απευθείας, αλλά λόγω της χαμηλής επίδοσης αυτού του υποψήφιου στις δημοσκοπήσεις, έγειρε προς τον Μπολσονάρο. Σε αυτό έπαιξε και κάποιο ρόλο και ο διορισμός ως οικονομικού συμβούλου του, του Πάουλο Γκουέδες, οικονομολόγου εκπαιδευμένου στο Σικάγο, ένα «Chicago boy», όπως θα λέγαμε. Ο Γκουέδες είναι τραπεζίτης και μέτοχος της  Br. Investmens, που έχει στην κατοχή της διάφορες εταιρείες λιανικής. Ήταν υποστηρικτής της ιδιωτικοποίησης όλων των κρατικών επιχειρήσεων της Βραζιλίας  συμπεριλαμβανομένης και της Petrobras. Ο Γκουέδες είχε προτείνει την επιβολή φόρου στις τραπεζικές συναλλαγές και ο Μπολσονάρο το ανασκεύασε κατευθείαν. Η πανίσχυρη ευαγγελική εκκλησία επίσης εκδήλωσε την υποστήριξη της στο πρόσωπο του Μπολσονάρο.

Ένα άλλο σημαντικό γεγονός ήταν η μεγάλη αποχή που έφτασε το 20,3%, που ισοδυναμεί με 30 εκατομμύρια ψηφοφόρων. Αν προστεθούν τα λευκά 2,65% ή 3,1 εκατομμύρια και τα άκυρα 5,14% ή 7,2 εκατομμύρια, τότε το σύνολο ξεπερνά το ποσοστό του δεύτερου κόμματος, του Αντάντ. Το ποσοστό των λευκών, άκυρων και αποχής είναι ιδιαίτερα ψηλό στην πολιτεία του Σάο Πάολο, την πιο βιομηχανική της χώρας. Φαίνεται πως ένα τμήμα του πληθυσμού όλο και πιο μεγάλο κάθε φορά, δεν εκπροσωπείται από κανέναν υποψήφιο, και πιο συγκεκριμένα, δείχνει να απορρίπτει το ίδιο το σύστημα με ένα τρόπο μη οργανωμένο όμως, μιας και κανείς δεν κάλεσε σε λευκή ψήφο.

Σε ότι αφορά τον Αντάντ, να θυμίσουμε πως η κυβέρνηση Λούλα υποστηρίχθηκε από μία συμμαχία με συμμετοχή του Κόμματος Εργαζομένων, του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βραζιλίας και του Κόμματος του Δημοκρατικού Κινήματος Βραζιλίας. Ο Τεμέρ έσπασε την συμμαχία και αυτός και το κόμμα του, το Κ.Δ.Κ.Β., υποστηρίχτηκαν από τις κυρίαρχες τάξεις της χώρας, παρά τις καταγγελίες εναντίον του για διαφθορά και δωροδοκία. Τον είχαν ανάγκη για να βγάλει την βρώμικη δουλειά, να επιβάλει την εργατική μεταρρύθμιση που ψηφίστηκε και το συνταξιοδοτικό που ακόμα δεν κατάφεραν να περάσουν. Η εργατική μεταρρύθμιση  αλλάζει τον κανονισμό του 1943, και αφήνει στους εργαζομένους ατομικά, και όχι στα σωματεία, την διαπραγμάτευση του μεροκάματου, επιπλέον μειώνονται οι υποχρεώσεις της εργοδοσίας και παραβλέπεται το εργατικό δίκαιο.

Ο Λούλα κατηγορήθηκε για δωροδοκία από την Petrobras και συνελήφθη. Παρά τις πολυάριθμες διαδηλώσεις υποστήριξης και τα δικαστικά μέσα, δεν επιτράπηκε να είναι υποψήφιος. Ήδη η κυβέρνηση της Ρούσεφ εφάρμοσε μια σειρά αντιλαϊκών μέτρων  λιτότητας ως απάντηση στις συνέπειες της διεθνούς κρίσης και των δομικών προβλημάτων της βραζιλιάνικης οικονομίας. Προβλήματα που οξύνθηκαν από την παρατεταμένη ξηρασία.

Ρόλο επίσης στην πολιτική κατάσταση της Βραζιλίας έπαιξαν τα σκάνδαλα της διαφθοράς που ξέσπασαν, ξεκινώντας από την υπόθεση Όντεμπρεχτ, υπόθεση που επίσης έπληξε εταιρίες και στην δική μας χώρα (σ.μτφ. Αργεντινή). Εκεί επίσης η διαφθορά σκότωσε, όπως εξάλλου συνέβη με γέφυρες και άλλα έργα που σχετίζονται ιδιαίτερα με το Μουντιάλ του 2014. Στο φως βγήκαν οι δωροδοκίες εκατομμυρίων των κατασκευαστικών εταιριών (Όντεμπρεχτ, Καμάργκο, Κορέα κλπ), προς κυβερνητικούς λειτουργούς.

Από τότε, οι εργαζόμενοι και ο βραζιλιάνικος λαός πραγματοποίησαν πολυάριθμους  αγώνες, με διάφορες εκφράσεις, ενάντια στην οικονομική και κοινωνική κατάσταση, σε βαθμό που δεν ήταν γνώριμος στην Βραζιλία. Μία χώρα που δεν έχει την παράδοση της Αργεντινής στις κινητοποιήσεις στο δρόμο. Οι αγώνες αυτοί  ξεκίνησαν το 2013, αλλά ποτέ δεν υπήρξε ένα συντονιστικό κέντρο και το κεντρικό συνδικάτο, η CUP, παρέμεινε στο ρόλο της υπεράσπισης της κυβέρνησης του Κόμματος των Εργαζομένων. Οι καταλήψεις γης σταμάτησαν από την ηγεσία του Κινήματος των Χωρίς Γη, που είναι κοντά στο Κόμμα Εργαζομένων.

Από την άλλη πλευρά οι χώροι  της επαναστατικής αριστεράς, προπαγάνδιζαν την πάλη ενάντια στην λιτότητα και την κρίση, την ανάγκη μιας λαϊκής αγροτικής  μεταρρύθμισης, την φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου, τον λαϊκό έλεγχο στα ΜΜΕ, φυλακή για τους διεφθαρμένους και επίλυση των μεγάλων προβλημάτων κατοικίας, εκπαίδευσης και υγείας των λαϊκών στρωμάτων. Βέβαια, οι χώροι αυτοί είναι ακόμα αρκετά μικροί, παρότι όπως γνωρίζουμε, είναι πιθανό να αναπτυχθούν γοργά.

Πηγή: pcr.org.ar

Μετάφραση: Παντελής Κουτσιανάς

Σάρα Βάγκενκνεχτ

Απέναντι στη Μέρκελ | Μια συνέντευξη με τη Σάρα Βάγκενκνεχτ.

Συνέντευξη στον Bhaskar Sunkara, η αγγλική μετάφραση έγινε από τον Adam Baltner.

Μιλάμε με την βουλευτή της Αριστεράς Σάρα Βάγκενκνεχτ για την αμφιλεγόμενη πρωτοβουλία της για το κίνημα «Ξεσηκωθείτε» και το μέλλον της γερμανικής αριστεράς.

Η Σάρα Βάγκενκνεχτ είναι συνηθισμένη στις αντιπαραθέσεις. Ξεκινώντας την πολιτική καριέρα της στην χαοτική περίοδο που ακολούθησε τη γερμανική επανένωση το 1990, στα είκοσι της εντάχθηκε στο Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS) και υπήρξε για αρκετά χρόνια σημαίνον μέλος της κομμουνιστικής του τάσης.

Το 2009 μετακόμισε από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο στο γερμανικό κοινοβούλιο, λίγο καιρό αφ’ ότου το PDS ενώθηκε με μια αριστερή διάσπαση των Σοσιαλδημοκρατών σχηματίζοντας την Αριστερά, ενώ υπηρετεί ως συμπροεδρεύουσα της κοινοβουλευτικής ομάδας της Αριστεράς από το 2010. Αν και έχει κατηγορηθεί ότι ενισχύει την πόλωση τόσο στο κόμμα της όσο και στην ευρύτερη αριστερά, σε εθνικό επίπεδο παραμένει η πιο αναγνωρίσιμη δημόσια φιγούρα του κόμματος και η πιο δημοφιλής πολιτικός, με το ένα τέταρτο των Γερμανών ψηφοφόρων να δηλώνει ότι θα ψήφιζε ένα εκλογικό ψηφοδέλτιο με επικεφαλής τη Βάγκενκνεχτ. Η θέση της ως συμπροεδρεύουσα της κοινοβουλευτικής ομάδας και οι συχνές εμφανίσεις της στα μέσα ενημέρωσης την έχουν αναδείξει στη σημαντικότερη πολιτικό της γερμανικής αριστεράς.

Από το 2016 και έπειτα ξεσήκωσε νέες αντιδράσεις, ασκώντας κριτική στη θέση της Άνγκελα Μέρκελ για την προσφυγική της πολιτική. Κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι απέτυχε να κινητοποιήσει τις αναγκαίες ενισχύσεις και υποδομές ώστε να αποφευχθεί η υπέρμετρη επιβάρυνση των τοπικών κυβερνήσεων και της αγοράς εργασίας από την προσφυγική κρίση, οδηγώντας έτσι σε μια κλιμάκωση της κοινωνικής έντασης σε μια ήδη πολωμένη κοινωνία. Η δήλωσή της αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις τόσο εντός του κόμματός της όσο και στο ευρύτερο πολιτικό φάσμα, με πολλούς να την κατηγορούν ότι συναινεί με την άκρα δεξιά στο πλαίσιο μια συνολικότερης στρατηγικής επαναπροσέγγισης των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης που έχουν μετακινηθεί προς την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AFD).

Τον περασμένο χρόνο τόσο η Βάγκενκνεχτ όσο και ο σύντροφός της και πολιτικός της σύμμαχος Όσκαρ Λαφοντέν άνοιξαν μια δημόσια συζήτηση για την ανάγκη ενός πλατιού, αριστερού-λαϊκιστικού σχηματισμού που να ανακόψει την άνοδο της άκρας δεξιάς και να συνενώσει μια κεντροαριστερή πλειοψηφία της γερμανικής πολιτικής, ικανή να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων στην βουλή. Ο νέος σχηματισμός που ονομάζεται «Aufstehen» (Ξεσηκωθείτε) δημιούργησε τη διαδικτυακή του πλατφόρμα στις αρχές Αυγούστου και έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση με μια συνέντευξη τύπου στο Βερολίνο στις 4 Σεπτεμβρίου. Στους βασικούς υποστηρικτές του, πέρα από τη Βάγκενκνεχτ, συμπεριλαμβάνονται πολλά μέλη της αριστερής πτέρυγας των Σοσιαλδημοκρατών, ο κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Στρεκ και μια σειρά προσωπικότητες από τον τύπο και τον πολιτισμό. Από τότε πάνω από 150.000 άνθρωποι έχουν υπογράψει για να συμμετάσχουν στο νέο «κίνημα», αν και το πρόγραμμά του είναι ακόμα προς διαπραγμάτευση.

Το «Ξεσηκωθείτε» είναι ένα στοίχημα παρόμοιο κατά κάποιο τρόπο με την «Ανυπότακτη Γαλλία» του Ζαν Λυκ Μελανσόν. Στοχεύει να ανακόψει την ανάπτυξη του ακροδεξιού λαϊκισμού αλλά και να προσεγγίσει αποξενωμένους ψηφοφόρους υπερβαίνοντας τις υπάρχουσες οργανώσεις της Αριστεράς, πιθανά διαλύοντας θεσμούς που χρειάστηκε γενιές για να εδραιωθούν. Και οι δύο πρωτοβουλίες θέτουν ερωτήματα σχετικά με το μέλλον του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, την φύση του αριστερού λαϊκισμού, και πως να προσεγγίσει κανείς ανθρώπους που έχουν πέσει στα χέρια της δεξιάς χωρίς ταυτόχρονα να εγκαταλείψει τον πυρήνα των διεθνιστικών αρχών της αριστεράς.

Ο εκδότης του Jacobin, Bhaskar Sunkara, βρέθηκε στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο για την προώθηση του νέου συλλογικού τόμου στη γερμανική γλώσσα με τίτλο «Jacobin: Die Anthologie». Βρέθηκε με την Βάγκενκνεχτ για να ακούσει και τη δίκη της οπτική σχετικά με το κίνημα «Ξεσηκωθείτε» και τις σχετικές αντιδράσεις.

Για το πως πάρθηκε η απόφαση για τη σύσταση του «Ξεσηκωθείτε»…

Σημείο εκκίνησης για το «Ξεσηκωθείτε» αποτέλεσε ο σχηματισμός ενός ακόμα μεγάλου συνασπισμού μεταξύ της κεντροδεξιάς Χριστιανικής Δημοκρατικής Ένωσης (CDU) και του κεντροαριστερού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2017. Αυτό σήμαινε τότε την συνέχιση ακριβώς των ίδιων πολιτικών που είχαμε να αντιμετωπίσουμε τα τελευταία χρόνια – πολιτικές που υποβάλλουν τον λαό σε πολύ υψηλά επίπεδα κοινωνικής ανασφάλειας, που οδηγούν στη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων και που διασπούν την κοινωνία.

Γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι η δημοκρατία μας δεν λειτουργεί πλέον. Το βιομηχανικό λόμπι και οι πλούσιοι ασκούν πολύ μεγαλύτερη επιρροή από τους απλούς πολίτες και αυτή τη στιγμή στη Γερμανία η πολιτική δεξιά είναι το μόνο κομμάτι που επωφελείται από αυτήν την κατάσταση. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (ΑFD) – ένα κόμμα που διαδηλώνει στο δρόμο χέρι-χέρι με τους νεοναζί – έχει αναδειχθεί σε ηγέτη της αντιπολίτευσης.

Σε αυτό λοιπόν το σημείο είπα ότι πρέπει να ξεκινήσουμε κάτι καινούργιο, ότι χρειαζόμαστε ένα νέο κίνημα που να επαναδραστηριοποιήσει όλον εκείνο τον κόσμο που δεν αισθάνεται να εκπροσωπείται από τα υπάρχοντα κόμματα και που να πιέσει για κοινωνικά δικαιότερη πολιτική.

Για τα πρότυπα του «Ξεσηκωθείτε»…

Λοιπόν οι συνθήκες διαφέρουν από χώρα σε χώρα αλλά φυσικά και παρακολουθούμε τι κάνει το PODEMOS και κυρίως τι συμβαίνει στη Γαλλία. Η Ανυπότακτη Γαλλία είναι ένα ακόμα κίνημα που λειτουργεί εκτός των παραδοσιακών κομματικών δομών. Και παρ’ όλα αυτά ο ηγέτης του, Ζαν Λυκ Μελανσόν, έλαβε περίπου 20% των ψήφων στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2017.

Έχουμε επίσης μια στενή σχέση με το Momentum, μια εξωκοινοβουλευτική καμπάνια πίσω από την τεράστια μεταστροφή του Εργατικού Κόμματους στο Ηνωμένο Βασίλειο και την εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία του κόμματος. Είμαστε σε επαφή μαζί τους και καταμετρούμε ακόμα και μερικά από τα μέλη τους στις γραμμές μας – μέλη του Εργατικού Κόμματος που ζουν στη Γερμανία.

Για τους στόχους του «Ξεσηκωθείτε»…

Σίγουρα θέλουμε να ανακόψουμε την συνεχώς αυξανόμενη ανισότητα. Θέλουμε να σταματήσουμε την επέκταση του τομέα χαμηλών μισθών και τελικά να τον καταργήσουμε εντελώς.

Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και άλλες χώρες με ιδιαίτερα απορυθμισμένες αγορές εργασίας που χαρακτηρίζονται από εξπρές προσλήψεις και απολύσεις, η ύπαρξη αυτού του τομέα είναι σχετικά νέα στη Γερμανία. Ιστορικά μιλώντας οι ισχυρά ρυθμισμένες αγορές εργασίας έχουν υπάρξει ο κανόνας εδώ, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ήταν κυρίαρχες. Σε γενικές γραμμές ο λαός είχε σχετικά ασφαλείς θέσεις εργασίας. Αυτό έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 20 χρόνια.

Με μία λέξη, θα μπορούσε να πει κανείς ότι θέλουμε κυβερνητικές ρυθμίσεις για να προστατεύσουμε τον λαό από τους εργοδότες εάν χρειαστεί, και από το κίνητρο του καθαρού κέρδους. Και φυσικά θέλουμε το κράτος ξανακάνει τα κοινωνικά αγαθά διαθέσιμα και προσβάσιμα σε όλους, είτε αυτό είναι η κατοικία, είτε η υγεία, είτε οι συντάξεις.

Είμαστε σε ένα σημείο τώρα όπου όλα ιδιωτικοποιούνται, με τιμές που αγγίζουν τα ύψη. Ακόμα και τα θεραπευτήρια και να νοσοκομεία έχουν ανοίξει στο κέρδος. Πιστεύουμε ότι οι παροχές που προσφέρουν αυτοί οι θεσμοί είναι δημόσιας ευθύνης και θα πρέπει να βρίσκονται υπό δημόσια διοίκηση.

Για τη σχέση της με την Αριστερά (Die Linke), τις επιτυχίες και της αποτυχίες της…

Η Αριστερά (Die Linke) αποτελεί χωρίς αμφιβολία μια πολύ σημαντική επιτυχία: για πρώτη φορά στην ιστορία της Γερμανίας ένα κόμμα στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας καθιερώθηκε στο γερμανικό κοινοβούλιο, λαμβάνοντας σταθερά ποσοστά γύρω στο 10%.

Ο στόχος της Αριστεράς ήταν επίσης να αυξήσει την πίεση της στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, για να το αναγκάσει να ακολουθήσει περισσότερο σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές. Μέχρι σήμερα κάτι τέτοιο δεν το έχουμε επιτύχει που σημαίνει ότι πρέπει να πάμε μόνοι μας. Αυτό είναι και το κίνητρο πίσω από τη δημιουργία του «Ξεσηκωθείτε» – είπα στον εαυτό μου, δεν μπορούμε απλά να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτά που κάναμε μέχρι σήμερα.

Χρειαζόμαστε την Αριστερά ως κόμμα, χαίρομαι που υπάρχει, και το «Ξεσηκωθείτε» δεν θέλει να την θέσει υπό αμφισβήτηση. Αλλά μια κοινωνική αντιπολίτευση χρειάζεται να στηριχθεί από κοινωνική πίεση για να μπορέσει να ασκήσει το έργο της στο κοινοβούλιο. Είναι στην πρόθεση του «Ξεσηκωθείτε» να επεκτείνει την κοινωνική αυτή πίεση και να φτάσει πέρα από τις γραμμές στήριξης της Αριστεράς.

Για την κριτική που δέχεται το «Ξεσηκωθείτε» από αντιρατσιστικές οργανώσεις…

Έχουμε μέλη – μερικά από τα οποία προσμετρώνται στα ιδρυτικά μας – που είναι ενεργά στην δουλειά με τους πρόσφυγες και που συστρατεύτηκαν με το «Ξεσηκωθείτε» ακριβώς επειδή ένα από τα βασικά ζητήματά μας αυτή τη στιγμή είναι το να ανακόψουμε την άνοδο της ακροδεξιάς στη Γερμανία και να σταματήσουμε τον λαό από να πηγαίνει στη δεξιά από φόβο και αγανάκτηση για την κοινωνική του κατάσταση.

Αυτό που συνέβη στις ΗΠΑ, όπου κατά βάση οι εργαζόμενοι των αποβιομηχανοποιημένων περιοχών εξέλεξαν τον  Ντόναλτ Τραμπ, συμβαίνει και στη Γερμανία αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Φυσικά η Εναλλακτική για τη Γερμανία δεν πρόκειται να κερδίσει την καγκελαρία, αλλά είναι σίγουρα μια εξαιρετικά επικίνδυνη εξέλιξη. Για το λόγο αυτό πολλοί άνθρωποι που φοβούνται τη δεξιά ολίσθηση βλέπουν την προσπάθειά μας ως εξαιρετικής σημασίας.

Φυσικά αυτό περιλαμβάνει το να απαντάς και στα προβλήματα που σχετίζονται με τη μετανάστευση. Πιστεύω ήταν μια κακή στρατηγική για την Αριστερά το να προσπαθήσει να απαντήσει στα προβλήματα αυτά σαν να μην υπήρχαν ή να τα αγνοήσει, και με τον τρόπο αυτό να τα αφήσει στη δεξιά. Και υπάρχουν προβλήματα: ως αποτέλεσμα της αναποτελεσματικής πολιτικής για την κατοικία τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια φοβερή κατάσταση έντασης στην αγορά κατοικίας και οι άνθρωποι ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο για τα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα ενώ τα ενοίκια συνεχίζουν να ανεβαίνουν, ιδιαίτερα στις πιο φτωχές γειτονιές. Φυσικά αυτό θα οδηγήσει σε ενστάσεις για την έλευση περισσότερων προσφύγων, οι οποίοι θα πάνε επίσης στις φτωχότερες γειτονιές να βρουν κατοικίες.

Στην αγορά εργασίας – η οποία όπως έχω ήδη αναφέρει είναι δραματικά απορυθμισμένη – ο ανταγωνισμός στον τομέα χαμηλών μισθών εντείνεται. Οι πρόσφυγες χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για να πιέσουν τους μισθούς προς τα κάτω, το οποίο με τη σειρά του τροφοδοτεί αντιπροσφυγικά συναισθήματα. Πρέπει να κάνουμε ξεκάθαρο ποιος ευθύνεται για τα προβλήματα αυτά – φυσικά όχι οι πρόσφυγες. Αλλά πρέπει να μιλήσουμε για αυτά τα προβλήματα, ακόμα και αν για μερικούς είναι δύσκολα.

Για την κριτική περί εθνικισμού και για τον εθνικισμό γενικότερα…

Θεωρώ τον εθνικισμό ασύμβατο με την πολιτική της αριστεράς. Για μένα, ο εθνικισμός σημαίνει το να θεωρείς τον εαυτό σου ανώτερο από κάποιον άλλο με βάση την προέλευση του – την εθνικότητά του – και να υποτιμάς άλλα έθνη και κουλτούρες, το να τους βλέπεις ως κατώτερους. Αυτό, για μένα, είναι ο εθνικισμός, απορρίπτω θεμελιωδώς αυτόν τον τρόπο σκέψης και δεν θα αποδεχόμουν υπό καμία συνθήκη να τον υποθάλψω.

Είναι όμως τελείως διαφορετικό το να απαιτείς από το κράτος, έτσι όπως υπάρχει σήμερα, να επιστρέψει στην άσκηση της ρυθμιστικής του εξουσίας. Και είναι ξεκάθαρο για μένα ότι αυτός ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος του καπιταλισμού χωρίς σύνορα – του εντατικοποιημένου, ασυγκράτητου  καπιταλισμού – είναι πάνω από όλα ένας κόσμος που ωφελεί τις μεγάλες επιχειρήσεις.

Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν δημοκρατικοί θεσμοί που να λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Έχουμε αφεθεί μόνο με τα κράτη να παίζουν περισσότερο ή λιγότερο τον ρόλο των δυνητικά λειτουργικών, δημοκρατικών, ρυθμιστικών σωμάτων. Γι’ αυτό το «Ξεσηκωθείτε» απαιτεί από το κράτος να ρυθμίζει τον καπιταλισμό με γνώμονα τα συμφέροντα των πολιτών του και να θέτει όρια στα κίνητρα του κέρδους.

Για την Ευρώπη, την ΕΕ και την ευρωπαϊκή αριστερά…

Θα ήθελα να δω μια Ευρώπη εντός της οποίας κράτη και λαοί θα ζουν μεταξύ τους με αρμονία, στην οποία το αμοιβαίο μίσος δε θα ξεσπάσει ποτέ ξανά. Όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση όπως υπάρχει σήμερα είναι μια δύναμη διαίρεσης που τροφοδοτεί σε τελική ανάλυση τα εθνικιστικά κινήματα. Η Ευρώπη των Βρυξελών είναι μια αντιδημοκρατική, συγκεντρωτική ύπαρξη που πυροδοτεί τη διάλυση του κοινωνικού κράτους και προωθεί τις ιδιωτικοποιήσεις και στην οποία η Γερμανία καταλαμβάνει μια απόλυτα κυρίαρχη θέση.

Τη στιγμή αυτή μπορούμε να δούμε αντιστάσεις σε πολλές χώρες ενάντια σε αυτήν την κατάσταση. Οι λαοί λένε ότι δεν θέλουν να κυβερνώνται από το Βερολίνο, και δικαιολογημένα, γιατί στην πραγματικότητα κυριαρχούνται και κυβερνώνται από το Βερολίνο με πολλούς τρόπους. Το είδαμε στο απόγειο της κρίσης χρέους της Ευρώπης, όταν η ομοσπονδιακή μας κυβέρνηση υπαγόρεψε το πως η Ελλάδα και άλλες χώρες θα έπρεπε να απαντήσουν.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συνθήκες που είναι βαθιά νεοφιλελεύθερες στο περιεχόμενό τους, που στοχεύουν να προωθήσουν ένα μοντέλο απορυθμισμένου καπιταλισμού, ιδιωτικοποιήσεων και αποσάθρωσης του κοινωνικού κράτους. Εάν θέλουμε να επανενώσουμε την Ευρώπη, χρειαζόμαστε μια θεμελιακά διαφορετική νομική βάση για να το πετύχουμε. Το υπάρχον πλαίσιο δεν θα επαρκεί ποτέ και σε τελική ανάλυση διευκολύνει την αποσύνθεση. Δεν το βλέπουμε πλέον μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στη Σουηδία έχουμε επίσης τους Σουηδούς Δημοκράτες, ένα βαθιά ευρωσκεπτικιστικό δεξιό κόμμα που έχει ενισχυθεί ιδιαίτερα, και αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα.

Για τους ψηφοφόρους της Εναλλακτικής για τη Γερμανία και τον κίνδυνο να υιοθετήσει αντιδραστικές ιδέες για να τους προσεγγίσει…

Δεν μπορούμε να τροφοδοτούμε τις προκαταλήψεις και τα ρατσιστικά συναισθήματα. Αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Παρ’ όλα αυτά, φυσικά και πρέπει να παλέψουμε και κερδίσουμε πίσω ψηφοφόρους της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, πολλοί από τους οποίους λίγο πολύ αποτελούν την ταξική σύνθεση της αριστεράς. Συχνά αυτοί οι άνθρωποι είναι φτωχότεροι, εργάζονται σε μη ελκυστικές δουλείες, παίρνουν χαμηλές συντάξεις και αισθάνονται ξεχασμένοι από την πολιτική αυτής της χώρας και έχουν δίκιο – δεν αισθάνονται απλά έτσι, είναι η πραγματικότητα. Και πρέπει να ιδωθεί ως αποτυχία της ευρύτερης αριστεράς το γεγονός ότι κινήθηκαν στα δεξιά αυτοί οι άνθρωποι. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες τα δεξιά κόμματα κερδίζουν από τα αριστερά, εξαιτίας της αποτυχίας της αριστεράς.

Γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι σημαντικό να προσεγγίσουμε ξανά αυτούς τους ανθρώπους, όσο σημαντικό είναι να προσεγγίσουμε και όλους αυτούς που δεν ψηφίζουν πλέον καθόλου. Αυτό αντιπροσωπεύει μια ακόμα μεγαλύτερη κατηγορία, αυτή των δυσανάλογα φτωχότερων. Χαίρομαι πραγματικά γιατί οι άνθρωποι που προσεγγίζουμε σήμερα με το «Ξεσηκωθείτε» – πάνω από 140.000 άνθρωποι έχουν υπογράψει μέχρι σήμερα – στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν έχουν σχέση με κανένα κόμμα. Είναι φανερό ότι αγγίζουμε ένα φάσμα στο οποίο τα πολιτικά κόμματα δεν φτάνουν πλέον.

Γιατί το «Ξεσηκωθείτε» δεν σχηματίστηκε στα πλαίσια του κόμματος της Αριστεράς…

Δεν μπορείς να προωθήσεις ένα ακομμάτιστο πρότζεκτ μέσα από ένα πολιτικό κόμμα. Είναι πολύ σημαντικό για μένα – και ευτυχώς είμαστε επιτυχημένοι σε αυτόν τον τομέα – να συμπεριλάβουμε ανθρώπους από την σοσιαλδημοκρατία, ειδικά μερικές πιο γνωστές φιγούρες όπως ο Σίμον Λάνγκε, που αντέκρουσε την ηγέτιδα του κόμματος Αντρέα Νάλες από τα αριστερά στο τελευταίο συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Έχουμε επίσης έναν βουλευτή του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και έναν αριθμό γνωστών σοσιαλδημοκρατών παλαιότερων γενεών και αυτοί οι άνθρωποι δεν θα ήταν ανοιχτοί σε ένα πρότζεκτ σχεδιασμένο να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κόμματος της Αριστεράς. Απλά δεν θα πρόσφεραν την υποστήριξή τους.

Για το μια πιθανή αριστερή στροφή στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και το αν μπορεί ακόμα να κερδηθεί ο μέσος ψηφοφόρος του…

Πιστεύω ότι αυτό θα ήταν αρκετά δύσκολο με τις λειτουργίες του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ειδικά σε εθνικό επίπεδο, όπου έχουν προωθήσει εδώ και πολλά χρόνια μια διαφορετική πολιτική. Ταυτόχρονα, περισσότερα από πέντε χιλιάδες μέλη των Σοσιαλδημοκρατών έχουν υπογράψει για το «Ξεσηκωθείτε» και είναι ξεκάθαρο ότι οι τρέχουσες πολιτικές των Σοσιαλδημοκρατών έχουν απομακρύνει ψηφοφόρους του κόμματος εδώ και χρόνια.

Υπήρξε μια σύντομη στιγμή λίγο περισσότερο από έναν χρόνο πριν, λίγο αφ’ ότου ο Μάρτιν Σουλτς επιλέχθηκε για υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών, που υπήρξε κάποια ελπίδα ότι το κόμμα θα γινόταν και πάλι πραγματικά σοσιαλδημοκρατικό. Μέσα σε λίγες μέρες τι κόμμα ανέβηκε δημοσκοπικά στο 30%, ένα άλμα δέκα μονάδων. Αυτό δεν κράτησε πολύ, καθώς ο Σουτλς αποδείχθηκε απογοητευτικός, αλλά δείχνει πόσο μεγάλη είναι η δυνατότητα.

Για το όραμά της για έναν πραγματικά δημοκρατικό σοσιαλισμό και για την κοινωνία που ονειρεύεται…

Νομίζω ότι χρειαζόμαστε άμεσα μια συζήτηση για την κοινωνία πέρα από τον καπιταλισμό, που δεν γυρίζει απλά πίσω στο μοντέλο του ανατολικού μπλοκ ή σε αυτό που έζησα ως παιδί στην ανατολική Γερμανία. Το σύστημα αυτό απέτυχε και δεν λείπει σε κανέναν μας. Αυτό ήταν μια κρατική οικονομία.

Αλλά έχω προτείνει στα βιβλία μου – ανάμεσα σε άλλα στο βιβλίο μου Ευημερία χωρίς Απληστία – ότι πιστεύω πως υπάρχουν και άλλες πιθανές μορφές ιδιοκτησίας. Για μένα η ερώτηση κλειδί για κάθε δίκαιη κοινωνία είναι το σε ποιόν ανήκει η οικονομία: ποιος ελέγχει τις επιχειρήσεις, ποιος επωφελείται της παραγωγής – με άλλα λόγια, ποιος κερδίζει από την εργασία του λαού.

Πιστεύω ότι η σχετικότητα του Μαρξ στην ερώτηση αυτή δεν έχει αλλάξει και ότι η εκμετάλλευση θα πρέπει να υπερνικηθεί με την μεταφορά της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων στους ανθρώπους που τις δουλεύουν. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να ανήκουν στους εργάτες τους και όχι σε κάποια hedge funds ή σε οικογενειακές δυναστείες. Αυτό για μένα είναι μια κρίσιμη ερώτηση για κάθε δίκαιη κοινωνία.

Πηγή: Jacobin

Μετάφραση: Νάσια Πλιακογιάννη

Εκλογές στη Βαυαρία

Για τις εκλογές στη Βαυαρία

Το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών του κρατιδίου της Βαυαρίας θεωρήθηκε από πολλούς ιστορικό. Στην πραγματικότητα αποτελεί ένα ακόμα επεισόδιο μιας παρατεταμένης πολιτικής κρίσης που ταλανίζει τη χώρα από το ξέσπασμα της κρίσης της ευρωζώνης το 2010 και, κυρίως, της προσφυγική κρίση το 2015. Αν και ψήγματά μιας επικείμενης πολιτικής κρίσης ήταν ήδη ορατά, οι εθνικές εκλογές του περασμένου φθινοπώρου ξεδίπλωσαν γεγονότα και έφεραν στο προσκήνιο τα πολιτικά αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η χώρα: τη ραγδαία άνοδο της ακροδεξιάς και την κοινωνική πόλωση, την κρίση των παραδοσιακών κομμάτων με τη διάλυση της σοσιαλδημοκρατίας και την εσωκομματική αναταραχή των χριστιανοδημοκρατών, την αδυναμία εξεύρεσης κυβερνητικών λύσεων και τις συνεχείς προστριβές στο κυβερνητικό στρατόπεδο αλλά και την άνοδο κινημάτων και της ριζοσπαστικοποίησης και πολιτικής ενεργοποίησης ενός κομματιού της κοινωνίας.

Εάν και στο οικονομικό πεδίο η Γερμανία επωφελήθηκε τα μέγιστα από την κρίση της ευρωζώνης, στο πολιτικό δεν βγαίνει αλώβητη. Μέχρι σήμερα η ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός που σχηματίστηκε με μεγάλη δυσκολία ένα χρόνο σχεδόν πριν, δεν έχει καταφέρει να πείσει. Είναι διάχυτη η αίσθηση της ακυβερνησίας, είναι εμφανείς η αδυναμία του κυβερνητικού στρατοπέδου να ασκήσει το έργο του, είναι κατάφορες οι αντιθέσεις μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων. Η Μέρκελ δεν μπορεί άλλο, ο Ζεεχόφερ είναι πολύ δεξιός για να γίνει αποδεκτός, η Νάλες δεν τραβάει, τα πολιτικά στρατόπεδα που εκπροσωπούν δεν μπορούν να βρουν κοινούς βηματισμούς. Και ενώ το πολιτικό αντικατοπτρίζει υπαρκτές αντιθέσεις του αστικού στρατοπέδου, υποβόσκει μια γενικότερη κοινωνική δυσαρέσκεια και ταυτόχρονα μια σημαντική κοινωνική πόλωση που εντείνεται από το γενικότερο κλίμα και ασκεί εκ νέου πιέσεις ουσιαστικά σε το πολιτικό φάσμα. Μέχρι τώρα οι πιέσεις αυτές έχουν οδηγήσει σε μια σημαντική πολιτική μετακίνηση προς στα δεξιά. Το τελευταίο διάστημα όμως βγαίνει στο προσκήνιο ένα κομμάτι κόσμου που αντιδρά μαζικά στη δεξιά στροφή της κοινωνίας και της πολιτικής. Νέα μαζικά κινήματα εμφανίζονται στις μεγάλες πόλεις, νέες συζητήσεις ανοίγουν αναπόφευκτα στην αριστερά που θέτουν ζητήματα-ταμπού για την γερμανική αριστερή πολιτικοποίηση – όπως το ζήτημα της ΕΕ και της Ευρώπη, του ιμπεριαλισμού και της θέσης της Γερμανίας κλπ – ενώ νέα μορφώματα οργανώνονται δειλά, επιχειρώντας να διεμβολίσουν, να πιέσουν από τα αριστερά αλλά και να πολιτικοποιήσουν και να ενώσουν. Κυριαρχούν βέβαια ακόμα τα επιμέρους ζητήματα και η εύκολη πολιτικοποίηση και λείπει ένα πολιτικό υποκείμενο που να μπορεί να συγκεντρώσει την κατάσταση. Έτσι η αντίδραση μέχρι στιγμής διοχετεύεται σε ασφαλή για το σύστημα κανάλια, σε συνθηματική πολιτική και εύκολη ψήφο.

Γεγονός είναι ότι οι οικονομικές αντιθέσεις που ξεδιπλώθηκαν ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της κρίσης της ευρωζώνης, προκάλεσαν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε πολιτικό επίπεδο, μεταφέροντας γρήγορα την κρίση από το οικονομικό και στο πολιτικό. Η αστική τάξη δεν βγαίνει από την κρίση αυτή ούτε αλώβητη ούτε ενιαία και αδιαίρετη. Βασικά, γιατί δεν βγαίνει από την κρίση. Το αστικό στρατόπεδο δεν είναι ενιαίο, δεν φαίνεται να είναι σίγουρο για το πως θέλει θα συνεχίσει και είναι ιδεολογικά πολωμένο. Η αδυναμία του να δώσει μακροχρόνιες λύσεις δημιουργεί προστριβές και αντιθέσεις, τόσο διακρατικές όσο και ενδοκρατικές. Ταυτόχρονα, η κρίση  διαλύει κοινωνικά συμβόλαια δεκαετιών και απελευθερώνει δυνάμεις, που αδυνατούν όμως αυτή τη στιγμή να βρουν λύσεις εκτός συστήματος. Έτσι γίνονται εύκολα υποχείρια στα χέρια των συστημικών προτάσεων στην που δυστυχώς δεν απειλούν το σύστημα, του δίνουν αντιθέτως χώρο και χρόνο να ανασυνταχθεί και να επαναπροσδιοριστεί στις νέες συνθήκες. Αυτό αφορά τόσο τα νέα «λαϊκιστικά», ακροδεξιά μορφώματα όσο και τη δημοφιλή σήμερα πολιτική των ταυτοτήτων και των δικαιωμάτων. Και ενώ υπάρχει ορατή μια πολιτική ευκαιρία, αυτή χάνεται όσο η αριστερά δεν δίνει τις δικές της απαντήσεις.

Για το αποτέλεσμα των εκλογών[1]

Η Βαυαρία είναι μια αρκετά ιδιαίτερη περιοχή, από τις παραδοσιακά πιο συντηρητικές περιοχές της Γερμανίας, με αρκετά μεγάλη σημασία για την κεντρική γερμανική πολιτική τόσο λόγω της οικονομικής της δύναμης όσο και για του μεγέθους της. Με πληθυσμό λίγο μεγαλύτερο από 12 εκατομμύρια, η Βαυαρία είναι το πολυπληθέστερο κρατίδιο της Γερμανίας. Ταυτόχρονα, είναι το οικονομικά πιο ισχυρό και παραγωγικό. Ενδεικτικά, η ανεργία πέρσι έκλεισε περίπου στο 2,8%[2]ενώ ανά περιοχές κινήθηκε αρκετά κάτω του 2%, μπορεί δηλαδή να χαρακτηριστεί σχεδόν ανύπαρκτη. Το 18%[3] περίπου της συνολικής γερμανικής παραγωγής, βιομηχανικής και αγροτικής, παράγεται στη Βαυαρία, με ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά τα έτη 2009-2017 λίγο πάνω από 39%[4], η μεγαλύτερη σε επίπεδο Γερμανίας. Είναι ίσως λοιπόν το κρατίδιο που επωφελείται περισσότερο από όλα από την ίδια την οικονομική κρίση και κυρίως την κρίση της ευρωζώνης και τη σκληρή Γερμανική πολιτική. Το μέσο εισόδημα βρίσκεται περίπου στα 45.000€[5] το χρόνο, το υψηλότερο της Γερμανίας με αρκετές διακυμάνσεις βέβαια από περιοχή σε περιοχή, ενώ άνω του 80% του πληθυσμού θεωρεί την οικονομική του κατάσταση καλή, δηλώνει γενικά ικανοποιημένο και αποζητά σταθερότητα.

Οι χριστιανοκοινωνιστές του CSU, του αδελφού-συνεργαζόμενου κόμματος των χριστιανοδημοκρατών, χοντρικά κυβερνούν από τις αρχές της δεκαετίας του 50, δέκα χρόνια πριν δε τα εκλογικά ποσοστά τους αγγίζαν το 60%. Γενικά είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς την βαυαρική πολιτική και χωρίς τους χριστιανοκοινωνιστές, μια τοπικιστική, νεοφιλελεύθερη και συντηρητική έκδοση του μερκελικού κόμματος[6]. Η αριστερά της Βαυαρίας υπήρξε πάντα από αδύναμη έως ανύπαρκτη, παρά το μεγάλο ποσοστό εργατών στην περιοχή. Η βασική δύναμη συγκέντρωσης της εργατικής τάξης υπήρξε πάντοτε η σοσιαλδημοκρατία. Το πεδίο ήταν πάντα δύσκολο και εχθρικό για την υπόλοιπη αριστερά. Τόσο το υψηλό βιοτικό επίπεδο ακόμα και της ίδιας της εργατικής τάξης όσο και η γενικότερη κυρίαρχη ιδεολογία της περιοχής, ακραία τοπικιστική και ελιτιστική, δεν αποτελούν πρόσφορο έδαφος. Είναι δύσκολο να ορίσει κανείς το πως μπορείς να κάνεις αριστερή πολιτική και ιδεολογική δουλειά στο πιο πλούσιο κρατίδιο μιας ιμπεριαλιστικής, ισχυρής χώρας που επωφελείται και ζει από την ισχυρή θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη και τον κόσμο. Και η αριστερά δεν φαίνεται να έχει βρει ουσιαστικά την απάντηση.

Οι εκλογές λοιπόν αποτέλεσαν την απόλυτη ήττα για τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού του Βερολίνου, τους χριστιανοκοινωνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες. Οι μεν χριστιανοκοινωνιστές μετράνε το δεύτερο χειρότερο ποσοστό από υπάρξεώς τους, περίπου 37%, και αδυνατούν να σχηματίσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Οι δε σοσιαλδημοκράτες, με 9%, ουσιαστικά καταποντίζονται. Σε μια πρώτη ανάλυση μπορεί κανείς να πει με σιγουριά ότι τα δύο κόμματα πληρώνουν ακριβώς τα προβλήματα τις κεντρικής πολιτικής, την αδυναμία της κυβέρνησης, τους ενδοκυβερνητικούς διαξιφισμούς, τη μικροπολιτική και την αντιφατικότητα. Είναι η πρώτη φορά που γερμανική κυβέρνηση φαντάζει τόσο ευάλωτη. Και από την προοδευτική και από τη συντηρητική-ακροδεξιά μεριά εκφράζεται μια δυσαρέσκεια από την υπάρχουσα πολιτική. Τα δύο κόμματα λοιπόν γίνονται στόχος αυτής της δυσαρέσκειας.

Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτού που χάνουν οι χριστιανοκοινωνιστές έχει να κάνει με ένα κομμάτι κόσμου που θεωρεί λάθος την υποχωρητική στάση του κόμματος στο κεντρικό πολιτικό, κυρίως στο μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα. Δυσφορεί με τον «φιλελευθερισμό» της Μέρκελ, θέλει πιο σκληρή πολιτική, νιώθει να απειλείται για κάποιο λόγο. Ένα πρώτο στοιχείο είναι ότι υπάρχουν ανακατατάξεις στη δεξιά πολυκατοικία, με την εμφάνιση για πρώτη φορά στη Βαυαρία της Εναλλακτικής για τη Γερμανία. Όσο και αν ξενίζει η εμφάνιση ενός ακραίου νεοφασιστικού μορφώματος στη Βαυαρική βουλή, η μετακίνηση αυτή ήταν αναμενόμενη καθώς η εναλλακτική αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστική δύναμη σε όλες τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά όμως στη Βαυαρία είναι ίσως διαφορετικά, ένας άλλου είδους αστικός εθνικισμός-τοπικισμός που δεν απορρέει από την πραγματικότητα των «αποτυχημένων της παγκοσμιοποίησης», όπως στην ανατολική Γερμανία, αλλά των επιτυχημένων αυτής. Και αυτό γιατί στην περιοχή υπήρχε πάντα μια αίσθηση ανωτερότητας, απόρροια της οικονομικής επιτυχίας της περιοχής, ένας ελιτισμός ως αποτέλεσμα της οικονομικής της δύναμης και ένας διάχυτος ατομικισμός. Στο πλαίσιο αυτό το ποσοστό της Εναλλακτικής για τη Γερμανία δε σοκάρει αν και προβληματίζει, κινήθηκε δε σε χαμηλότερα επίπεδα από άλλα κρατίδια και δεν προσέγγισε τόσους πολλούς νέους ψηφοφόρους όσο αλλού. Γιατί οι χριστιανοκοινωνιστές καταλαμβάνουν ούτως ή άλλως τον χώρο της συντηρητικής δεξιάς, μετακινούνται δε σταθερά όλο και δεξιότερα, με τη σκληρή τους πολιτική στο μεταναστευτικό, με τις μαζικές απελάσεις, με την ακραία πολιτική εσωτερικής ασφάλειας και τον νέο αστυνομικό νόμο που σε εμάς θα θύμιζε χούντα, με την επαναθρησκευτικοποίηση του κράτους απέναντι στο μουσουλμανικό κίνδυνο,  με τη γενικότερη ρητορική τους περί υπεροχής της Βαυαρίας και της κουλτούρας της.

Η άλλη πλευρά εδώ είναι ότι οι χριστιανοκοινωνιστές χάνουν ένα κομμάτι κόσμου που τοποθετεί τον εαυτό του στο χώρο της κεντροδεξιάς, που θεωρεί μεν τον εαυτό του από φιλελεύθερο έως νεοφιλελεύθερο στην οικονομία αλλά που ξενίζεται από τον ρατσιστικό λόγο και την σκληρή πολιτική, που έχει και άλλες ανησυχίες (περιβάλλον, ταυτότητες κλπ), που αναζητά μια πιο μετριοπαθή στάση, που θέλει ένταξη των προσφύγων, που δεν αρέσκεται από τη δεξιά πίεση που ασκούν οι χριστιανοκοινωνιστές στη Γερμανική κυβέρνηση. Ο κόσμος αυτός πάει είτε σε μικρότερα κόμματα της δεξιάς, όπως τους Φιλελεύθερους και τους Ελεύθερους Ψηφοφόρους που ανεβαίνουν οριακά, το μεγαλύτερο όμως κομμάτι του περνάει στους πράσινους. Δεν είναι τυχαίο ότι το κόμμα των χριστιανοκοινωνιστών και ο ηγέτης του Ζεεχόφερ βρέθηκαν στο κέντρο των διαμαρτυριών στην περιοχή τους τελευταίους μήνες. Και είναι γεγονός ότι οι διαρροές των χριστιανοκοινωνιστών κινούνται περισσότερο προς τους πράσινους από ότι προς την Εναλλακτική για τη Γερμανία.

Οι πράσινοι είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι των εκλογών. Τα τελευταία χρόνια δε έχουν εξελιχθεί σε κόμμα μπαλαντέρ, παντός καιρού και πολιτικού κλίματος, κερδίζοντας ψηφοφόρους και από τα δεξιά τους και από τα αριστερά τους. Στη Βαυαρία καρπώνονται το σύνολο σχεδόν των χαμένων ψήφων των σοσιαλδημοκρατών και ένα μεγάλο μέρος των χριστιανοκοινωνιστών. Είναι μια εύκολη επιλογή καθώς τους πράσινους θα τους βρεις παντού: στο δρόμο για τα δικαιώματα των μεταναστών και ενάντια στην κυβέρνηση αλλά και στις τοπικές κυβερνήσεις να συγκυβερνούν με τους χριστιανοδημοκράτες. Είναι με το κεφάλαιο αλλά και με τα δικαιώματα και την κοινωνική δικαιοσύνη, με την οικολογία και τη βιωσιμότητα αλλά και με την οικονομική ανάπτυξη, γενικά ενάντια στο μίσος στην πολιτική αλλά και με την ασφάλεια. Γενικά είναι με όλους και με όλα, εύκολα συνθήματα, που πάντα σχεδόν διαψεύδονται όταν καλούνται να τα κάνουν πολιτική. Γιατί στην πραγματική ζωή πρέπει να παίρνεις θέση. Και οι πράσινοι, όσο και αν σήμερα βρίσκονται στο δρόμο, έχουν από καιρό πάρει θέση με το κεφάλαιο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά τους σημειώνονται στις πιο πλούσιες περιοχές, στα μεσαία και ανώτερα μεσαία και στα πιο μορφωμένα κοινωνικά στρώματα. Η πολιτική τους έχει όρια. Καρπώνονται λοιπόν σήμερα ένα ποσοστό που δεν τους ανήκει, που μάλλον θα γυρίσει πίσω στις ρίζες του, στην αριστερά και τη δεξιά, όταν αυτές καταφέρουν να ανασυνταχθούν. Ελλείψει εναλλακτικών όμως, οι πράσινοι καταφέρνουν να κρατάνε μια δυναμική και ουσιαστικά να εγκλωβίζουν.

Και εδώ φυσικά πρέπει να έρθουμε στο θέμα σοσιαλδημοκρατία. Οι σοσιαλδημοκράτες πληρώνουν και θα συνεχίσουν να πληρώνουν την πρόσδεσή τους στο άρμα του νεοφιλελευθερισμού και του γερμανικού κεφαλαίου. Πληρώνουν τη συνολικότερη κρίση και διάλυση της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία εκφράζεται στη Γερμανία αρχικά με την νεοφιλελεύθερη πολιτική Σρέντερ στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, μια βαθιά νεοφιλελεύθερη πολιτική επίθεσης στα εργασιακά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος που δούλεψε στην κατεύθυνση της ισχυροποίησης του εξαγωγικού γερμανικού κεφαλαίου. Μια πολιτική που άνοιξε το δρόμο στο γερμανικό ιμπεριαλισμό, επιβάλλοντας την συμπόρευση των σοσιαλδημοκρατών με τη δεξιά, τους κυβερνητικούς «μεγάλους συνασπισμούς» και τις συγκυβερνήσεις σοσιαλδημοκρατών/χριστιανοδημοκρατών/χριστιανοκοινωνιστών. Εντός των συγκυβερνήσεων αυτών οι σοσιαλδημοκράτες διατυμπάνιζαν συνεχώς την αδυναμία τους μπροστά στον ισχυρό πόλο της Μέρκελ, κράτησαν στάση διγλωσσίας σε μια σειρά ζητημάτων, ουσιαστικά σύρθηκαν μπροστά στις επιταγές του Γερμανικού κεφαλαίου για ισχυρή γερμανική κυβέρνησης, για ισχυρή Γερμανία και γερμανική Ευρώπη. Η στάση τους αυτή αποξένωσε τελείως τη σοσιαλδημοκρατία από την παραδοσιακή βάση της, τους εργαζόμενους, τους βιομηχανικούς εργάτες και τα συνδικάτα και τους έχει οδηγήσει σε μια βαθιά εσωτερική κρίση, με κόσμο να φεύγει και προς τα αριστερά αλλά και προς τα δεξιά. Οι σοσιαλδημοκράτες πληρώνουν την αδυναμία τους να αποτελέσουν αντιπολίτευση, το ότι δεν έχουν εναλλακτική πρόταση και πολιτική ταυτότητα. Ο μέσος Γερμανός ψηφοφόρος δεν τους αναγνωρίζει πλέον λόγο ύπαρξης. Έχουν απογοητεύσει δε και αυτούς που ήλπιζαν σε ένα αντίβαρο στους ισχυρούς χριστιανοδημοκράτες, σε αυτούς που νόμιζαν ότι με τη συμμετοχή τους σε μια κυβέρνηση συνεργασίας ίσως θα μπορούσαν να πιέσουν προς τα αριστερά και να κάνουν τη διαφορά. Στην πραγματικότητα παραδόθηκαν. Ότι κρατάνε μένει είτε για ιστορικούς λόγους, είτε γιατί ελπίζει ότι θα αλλάξει το κόμμα, είτε απλά γιατί ζει και επωφελείται από αυτό(κυρίως συνδικαλιστές και πολιτικό προσωπικό). Η μετακίνηση ψηφοφόρων από τη σοσιαλδημοκρατία στους πράσινους δείχνει ότι απεγκλωβίζονται μάζες που παραμένουν στον προοδευτικό γενικά χώρο και θα μπορούσαν να αποτελέσουν κοινό για κάποια αριστερά στο μέλλον. Δείχνει όμως ότι οι μάζες αυτές πηγαίνουν σχετικά δεξιότερα, επιλέγοντας τα επί μέρους ζητήματα και τη ρεαλιστική πολιτική, εγκλωβίζονται. Ερώτημα είναι το γιατί η αριστερά δεν αποτελεί απάντηση και αν θα μπορούσε να αποτελέσει στο μέλλον. Ρόλο έπαιξε και το ζήτημα της χαμένης ψήφου, καλύτερα όμως να αποφεύγει κανείς τις τεχνικές απαντήσεις σε αμιγώς σε τελική ανάλυση πολιτικές ερωτήσεις.

Γιατί λοιπόν η αριστερά δεν παίρνει το χαμένο ποσοστό της σοσιαλδημοκρατίας; Η αριστερά δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα ισχυρή στη Βαυαρία. Έχει δε υποκειμενικές αλλά και αντικειμενικές δυσκολίες που είναι δύσκολο να υπερβεί. Στην πραγματικότητα το σημερινό της ποσοστό αποτελεί επιτυχία, αφού ανεβαίνει σε όλες τις περιφέρειες, ανά περιοχές δε διπλασιάζεται. Αρχικά, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι δύσκολο να κάνεις αριστερή πολιτική σε μια περιοχή με τα χαρακτηριστικά της Βαυαρίας. Φυσικά και υπάρχουν στρώματα που θα μπορούσε να επέμβει πιο ενεργά. Ακόμα και σε αυτούς όμως είναι δύσκολο. Η αποϊδεολογικοποίηση της αριστεράς και η αποκοπή της από την εργατική τάξη, σε ένα τέτοιο περιβάλλον δείχνει και τα όρια της. Λανθασμένα πέφτει στη λούπα της επί μέρους πολιτικής, από την οποία κερδίζει κάποιο κόσμο, έχει όμως αντικειμενικά όρια. Από την άλλη πλευρά η μικρή της βάση, η ποινικοποίηση που υπέστη τις προηγούμενες δεκαετιών στο πλαίσιο της πολιτικής των δύο άκρων που ακολουθήθηκε στη Γερμανία μετά την πτώση του τείχους – που στη Βαυαρία ήταν ιδιαίτερα σκληρή – και η σύνδεσή της με την ανατολική Γερμανία, δεν βοήθησαν ποτέ στην ανάπτυξή της. Τα εσωκομματικά της προβλήματα δε είναι ορατά και εδώ. Δεν πρέπει όμως να υποτιμηθεί το γεγονός ότι η πολιτική κρίση δημιουργεί κινήματα και ακροατήρια και απελευθερώνει δυνάμεις. Χαρακτηριστικά είναι τα μεγάλα κινήματα που αναπτύχθηκαν στη Βαυαρία τα τελευταία δύο χρόνια, ενάντια στο νέο νόμο εσωτερικής ασφάλειας, ενάντια στους χριστιανοκοινωνιστές και τη δεξιά στροφή της Βαυαρίας, υπέρ των μεταναστών και των προσφύγων, ενάντια στην παγκοσμιοποίηση κ.α. Γενικά υπάρχει μια κινητοποίηση στη βάση της Βαυαρικής κοινωνίας αλλά δεν φαίνεται να μπορεί αυτή η αριστερά να τη μαζέψει. Το ρόλο της συγκέντρωσης δυνάμεων προσπαθεί να παίξει η νέα πρωτοβουλία Βάγκεκνεχτ-Λαφοντέν για τη δημιουργία ενός πλατιού κινήματος βάσης με συνελευσιακά χαρακτηριστικά και χαλαρότερη οργάνωση από τη στενά κομματική, που να προσεγγίζει κόσμο της γενικότερη κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς και απεγκλωβισμένους των σοσιαλδημοκρατών και των πρασίνων και να έχει ως βασικό κορμό το κόμμα της Αριστεράς. Έχει αρχίσει ήδη να κάνει την εμφάνιση της και έχει αρχίσει να συγκεντρώνει ένα κόσμο ευρύτερης αριστερής πολιτικοποίησης, δέχεται όμως δριμύτατη κριτική από την κυρίαρχη τάση του κόμματος της Αριστεράς, που την βλέπει περισσότερο ως απειλή παρά ως ευκαιρία.

Η επόμενη μέρα

Το βασικότερο είναι η επόμενη μέρα. Αν και σε επίπεδο Βαυαρίας δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή πλεύσης, όποιο και από τα κυβερνητικά σενάρια και να επικρατήσει. Αυτά είναι γενικά τρία: κυβέρνηση χριστιανοκοινωνιστών είτε με τους κεντροδεξιούς πλην νεοφιλελεύθερους τοπικιστές Ελεύθερους Ψηφοφόρους, είτε με τους πράσινους είτε με τους σοσιαλδημοκράτες. Το τρίτο σενάριο είναι και το πιο απίθανο. Το δεύτερο θα είχε ένα ενδιαφέρον. Θα βλέπαμε τι θα σήμαινε αυτό για τους πράσινους και τις εξαγγελίες τους και πιθανά θα απελευθέρωνε μια ακόμα μεγαλύτερη δυναμική, τόσο αυτή που πήραν τώρα αλλά που σίγουρα δεν είναι δική τους όσο και ενός αριστερότερου κόσμου που βρίσκεται ακόμα στους κόλπους τους και που σε ένα τέτοιο σενάριο πιθανά θα απεγκλωβίζονταν. Επίσημα οι πράσινοι δηλώνουν αδυναμία να συγκυβερνήσουν με τους ακραίους χριστιανοκοινωνιστές, προβάλλοντας τα ίδια αδιέξοδα που συνάντησαν κατά τις αποτυχημένες διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης το περασμένο Φθινόπωρο. Θα δούμε τι θα συμβεί όμως εάν δεχτούν πιέσεις. Η βάση τους πάντως δεν είναι τελείως αρνητική στην πιθανότητα. Είναι απίθανο όμως να πιεστούν από κάπου όσο υπάρχει η λύση των Ελεύθερων Ψηφοφόρων. Το πρώτο σενάριο είναι και η πιο ασφαλής επιλογή και μάλλον η πιο εφικτή, ξεκάθαρη δεξιά κυβέρνηση χωρίς πολλές παρεκκλίσεις και με ξεκάθαρο ηγεμονικό ρόλο των χριστιανοκοινωνιστών.

Το σημαντικό είναι ο ρόλος που παίζουν οι βαυαρικές εκλογές στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και η επίδραση τους στον εύθραυστο συνασπισμό. Αρχικά, πληθαίνουν οι φωνές τόσο στους χριστιανοδημοκράτες όσο και στους χριστιανοκοινωνιστές που στέκονται κριτικά απέναντι στη Μέρκελ, τόσο προσωπικά όσο και πολιτικά. Η Μέρκελ φαίνεται να μην μπορεί πλέον να κρατήσει τις αναγκαίες ισορροπίες μέσα στο κομματικό συνασπισμό της και να μην μπορεί να ηγηθεί της κυβέρνησης. Πιέσεις δέχεται τόσο από τα αριστερά της όσο και από τα δεξιά της. Οι επικριτές από τα αριστερά την κατηγορούν πως υποτάσσεται στην ακροδεξιά πίεση των χριστιανοκοινωνιστών για να μην διαλυθεί ο κυβερνητικός συνασπισμός και πως ουσιαστικά εντείνει με τη στάση της το κλίμα ακυβερνησίας. Από τα δεξιά δε πιέζεται για σκληρότερη πολιτική, ειδικά στο μεταναστευτικό, κάτι που την βγάζει εκτός των ορίων της φιλελεύθερης στο κοινωνικό πολιτικής που έχει ακολουθήσει μέχρι σήμερα. Πιέζεται δε και κοινωνικά, τόσο από μια κοινωνική δεξιά που βαίνει συνεχώς δεξιότερα και που της πέφτει υπέρ το δέον φιλελεύθερη όσο και από μια πιο κεντρώα δεξιά που βλέπει τις ακραίες φωνές της κυβέρνησης σαν παραφωνία. Όλοι ζητάν καθαρότερη πολιτική που όμως θα σήμαινε να σπάσουν αυγά και να χαραχτούν νέοι δρόμοι και αυτό για το αστικό στρατόπεδο δεν είναι εύκολο. Το παιχνίδι τακτικισμού που παίζεται μέχρι στιγμής απλά επιτείνει το αδιέξοδο. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι οι υπάρχουσες λύσεις σε ένα μέλλον χωρίς Μέρκελ σημαίνουν πιθανότατα ακόμα δεξιότερη μετατόπιση, ακόμα περισσότερη σκλήρυνση της πολιτικής και ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις στην Ευρώπη.

Ταυτόχρονα η διάλυση της σοσιαλδημοκρατίας οδηγεί μοιραία σε επαναδιαπραγμάτευση της θέσης της στην κυβέρνηση και στο κομματικό σύστημα. Είναι ισχυρές οι φωνές που ζητάνε αλλαγή πλεύσης και αριστερή στροφή, αντιπολίτευση και επαναπροσδιορισμό του κόμματος. Υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι της βάσης που πιέζει, κυρίως η νεολαία που τοποθετήθηκε ανοιχτά κατά της συμμέτοχης του κόμματος στη νέα κυβέρνηση. Δεν είναι απίθανο να λοιπόν αποτραβηχτούν από τον κυβερνητικό συνασπισμό, πράγμα που θα έριχνε φυσικά την κυβέρνηση. Οι ισορροπίες είναι γενικά λεπτές. Οι εκλογές της Έσσης σε δυο βδομάδες είναι πιθανό να ξεδιπλώσουν δυναμικές. Πάντως αρχικά μάλλον υπάρχει μια στάση αναμονής, αν και όλα μέχρι στιγμής δείχνουν ότι τα αποτελέσματα της Έσσης θα είναι ανάλογα της Βαυαρίας και θα προκαλέσουν εξελίξεις.

[1]Για μια επισκόπηση της συνολικής μετακίνησης των Βαυαρών ψηφοφόρων: https://landtagswahl.br.de/esvdata/soft/ec/ltwby18-default/br24/analysen.html και http://www.tagesschau.de/multimedia/bilder/uvotealbum-991.html?fbclid=IwAR3TNoyJt0SR1eilZ82nB_wumKoUmezAovwD-DNd9JbZ3k3QMBYUVGW9oEY.

[2] Bundesagentur für Arbeit, https://statistik.arbeitsagentur.de/Navigation/Statistik/Statistik-nach-Regionen/Politische-Gebietsstruktur/Bayern-Nav.html, last accessed: 17.10.2018

[3]Horst Kahrs (2018). Die Wahl zum 18. Bayrischen Landtag and 14. Oktober 2018: Wahlbericht und Kommentar. ΙνστιτούτοΡόζαςΛούξεμπουργκ, https://www.rosalux.de/fileadmin/rls_uploads/pdfs/Themen/wahlanalysen/2018-10-14_LTW_BY_WNB.pdf

[4]Horst Kahrs (2018). Die Wahl zum 18. Bayrischen Landtag and 14. Oktober 2018: Wahlbericht und Kommentar. ΙνστιτούτοΡόζαςΛούξεμπουργκ, https://www.rosalux.de/fileadmin/rls_uploads/pdfs/Themen/wahlanalysen/2018-10-14_LTW_BY_WNB.pdf

[5]Στο ίδιο.

[6]Στις κεντρικές εκλογές κατεβαίνουν ως συνεργαζόμενοι με το μερκελικό κόμμαCDUαλλά συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις για τον συντονισμό της κεντρικής κυβέρνησης ως ανεξάρτητος παράγοντας.

Μεταμοντερνισμός

Μεταμοντερνισμός

Επιστημολογικά (όσον αφορά την επιστήμη) τις τελευταίες δεκαετίες έχει προκύψει μια αλλαγή της συλλογιστικής, η οποία δεν είναι ούτε για καλό και δεν είναι και ‘αθώα’.

Ποια είναι αυτή;

Ο μεταμοντερνισμός.

Με απλά λόγια όλα τα κοινωνικά φαινόμενα δεν κρίνονται στο πλαίσιο που τα γέννησε και που τα ορίζει, αλλά μελετώνται ξεκομμένα από την εποχή τους με τα γυαλιά του σήμερα και ακόμη χειρότερα με τις αγκυλώσεις του σήμερα, λέγε με πολιτική ορθότητα.

Έτσι λ.χ. η Γαλλική Επανάσταση μπορεί να είναι για τα μπάζα γιατί αντιμετώπισε με σκληρή καταστολή τους εχθρούς της (λ.χ. γκιλοτίνα), δεν έδωσε ψήφο στις γυναίκες ενώ την ίδια ώρα μπορεί να κατηγορηθεί και για ‘εθνικισμό’, μιας και ο εθνικός της ύμνος είναι πολύ βίαιος ενάντια στους ξένους εχθρούς (δες τη Μασσαλιώτιδα). Άλλο αν η Γαλλική Επανάσταση πραγματοποιήθηκε δύο και πλέον αιώνες πριν, σε άλλο πλαίσιο και με άλλα επίδικα.

Υπάρχει όμως και συνέχεια.

Βασικό στοιχείο του μεταμοντερνισμού δεν είναι απλά ότι όλοι έχουν σήμερα δικαίωμα στη θέση και την έκφραση της, αλλά κυρίως ότι όλοι πάνω-κάτω έχουν δίκιο. Έτσι φονιάς και θύμα μάλλον έχουν εξίσου δίκιο. Εξουσιαστής και εξουσιαζόμενος το ίδιο. Δίκιο έχει τόσο αυτός που απειλεί με το όπλο όσο κι εκείνος που τον υπακούει.

Τι εντέλει προκαλεί αυτό;

Στις ανθρωπιστικές επιστήμες έχει επέλθει μια γενικευμένη αοριστολογία και υποκειμενικότητα, αρκετά συχνά και μια εκτεταμένη μπουρδολογία. Όλοι εν δυνάμει έχουν δίκιο, ό,τι παλιό δεν είναι ταυτόσημο του ιδεατού σημερινού είναι για πέταμα, ενώ πολύ συχνά ξεφυτρώνουν «επιστημονικοί» τομείς που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα στις ανάγκες της κοινωνίας (λ.χ. ιστορία των συναισθημάτων κ.α.).

Κι αυτό μόνο αθώο δεν είναι.

Η επιστήμη ούτε προέκυψε για την πάρτη της ούτε υπάρχει για να καλύπτει την αυταρέσκεια της. Υπάρχει για να πηγαίνει ένα και πολλά βήματα μπροστά την κοινωνία. Μόνο που η πρόοδος είναι μια διαδικασία που βασίζεται σε σταθερές, χειροπιαστές σταθερές, και πολύ συχνά στη διατύπωση, κατόπιν εξέτασης, μιας σταθερής αλήθειας.

Ο πολιτισμός και η πρόοδος τροφοδοτούνται από μια πληθώρα προσεγγίσεων που μπορεί να είναι ανταγωνιστικές, αλλά πάντα προχωρούν βάσει μιας και μοναδικής σταθεράς – μιας και μοναδικής αλήθειας. Αυτό πιστοποιεί η ανθρώπινη ιστορία.

Έτσι λοιπόν ο μεταμοντερνισμός κάνει μια μεγάλη ζημιά. Μέσω της σχετικότητας και της σχετικής ορθότητας όλων, δεν βρίσκει και δεν θέλει να απαντά στο συγκεκριμένο. Για την αλήθεια δεν το βλέπει ή δεν θέλει να το δει.

Έτσι οι μάζες χάνουν τη δυνατότητα προοδευτικά να ορίζουν το συγκεκριμένο, να διακρίνουν την αιτία και το αποτέλεσμα ενώ κακά τα ψέματα, μαθαίνοντας τους πάντες να έχουν δίκιο, τα όρια μεταξύ αλήθειας και ψέματος παύουν να υπάρχουν.

Κι αυτό το τελευταίο ειδικά δεν μπορεί να είναι επιστήμη.

Όπως δεν μπορεί να είναι και αθώο.

Η αντιπαράθεση Ιταλίας – ΕΕ, η αριστερά και η άνοδος της ακροδεξιάς

Ομιλητές: Moreno Pasquineli, MPL – Programma 101 (σύνδεση με skype), Μιχάλης Τριβιζάκης, ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Διοργάνωση: antapocrisis.gr
Ημερομηνία: Τετάρτη 24/10 19:30
Ε. Λάμψα 11 (μετρό Πανόρμου)

 

Κοτζιάς

Ο Κοτζιάς φεύγει, η πρεσβεία όμως είναι αμετακίνητη

Η παραίτηση Κοτζιά μετά την κόντρα του με τον Καμμένο, έρχεται σε μια περίοδο που η πολιτική του Κοτζιά θριαμβεύει. Και μπορεί ο Καμένος σαν άλλος Χατζηαβάτης να υποστήριζε από τις ΗΠΑ την ίδρυση Νατοϊκών βάσεων σε κάθε ελληνική πόλη, ο Κοτζιάς όμως ήταν αυτός που καθόρισε την εξωτερική πολιτική της Νατοϊκότερης κυβέρνησης που υπήρξε μετά τη μεταπολίτευση.

Ο Κοτζιάς στο μακρινό παρελθόν υπηρέτησε με μοναδική ευελιξία και προσαρμοστικότητα τον υπαρκτό σοσιαλισμό του Γιαρουζέλσκι και του Μπρέζνιεφ. Μετά την πτώση του 89-91 όμως, δεν δίστασε να μπει με φόρα και φανατισμό στην υπηρεσία της υπερδύναμης.

Αυτός άλλωστε ήταν ο ιθύνων νους του Υπουργείου Εξωτερικών την εποχή του Γ. Παπανδρέου και του Άλεξ Ρόντου. Αυτός ήταν που διατύπωσε το δόγμα πρόσδεσης της χώρας στον αντιδραστικό άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αιγύπτου. Αυτός ήταν που «διέγνωσε» ότι η αδυναμία της Τουρκίας να παίξει το ρόλο του Νατοϊκού τοποτηρητή στην περιοχή, δίνει ελεύθερο χώρο στην Ελλάδα να γίνει καθαρόαιμος πράκτορας των αμερικανικών συμφερόντων. Αυτός ήταν που έκλεισε τη συμφωνία των Πρεσπών, προς ευτυχία των ΗΠΑ που είδαν μετά από καιρό έναν ικανό ατζέντη τους στο τιμόνι της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Τέλος, αυτός ήταν που έβαλε φωτιά στις σχέσεις Ρωσίας – Ελλάδας, με ακραίο και προκλητικό τρόπο, σαν κοινός προβοκάτορας του Στέητ Ντιπάρτμεντ.

Κοντολογής, με τύπους σαν τον Κοτζιά, οι ΗΠΑ δεν χρειάζονται καν να διατηρούν πρεσβευτή και πρεσβεία. Κάνουν την δουλειά τους καλύτερα, αμεσότερα και φθηνότερα.

Η κόντρα με τον Καμμένο δεν έχει σε τίποτα να κάνει με διαφοροποιήσεις από αυτή την πολιτική. Ο Καμμένος δεν είναι περισσότερο φιλοαμερικάνος από τον Κοτζιά, αντίθετα, ο λαϊκισμός του και ο αμοραλισμός της κοινοβουλευτικής του επιβίωσης, ίσως τον κάνει ασταθέστερο σύμμαχο των υπηρεσιών του Στέητ Ντιπάρτμεντ.

Η αφορμή της παραίτησης Κοτζιά βρίσκεται στην κάλυψη που διαρκώς παρέχει ο Τσίπρας στον Καμμένο και στην απόπειρα να κρατηθεί αυτή η κυβέρνηση με κάθε τρόπο στην εξουσία για όσο περισσότερο γίνεται. Η ουσιαστική αιτία βρίσκεται στην επανατοποθέτηση δυνάμεων μέσα και γύρω από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τη ματιά στην επόμενη μέρα, μετά τις εκλογές. Ο Κοτζιάς επιχείρησε την απεμπλοκή του, διατηρώντας για τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ την εικόνα του «ήρωα» που έβγαλε πολλή δουλειά και παραιτήθηκε, θιγμένος, από τον «κακό» Καμμένο. Ταυτόχρονα απομακρύνεται από τις δυσκολίες που απέκτησε πλέον η συμφωνία των Πρεσπών, μετά το πρόσφατο δημοψήφισμα στα Σκόπια. Έχει κάθε δυνατότητα να εμφανίζεται ως ο αρχιτέκτονας της συμφωνίας, που όμως δεν φέρει καμιά ευθύνη για τυχόν μελλοντικά της αδιέξοδα.

Σε κάθε περίπτωση, η φιλονατοϊκότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης δεν πρόκειται να αλλάξει ρότα. Θα εξακολουθήσει στην ίδια κατεύθυνση στήριξης του Ισραήλ, εξυπηρέτησης των ΗΠΑ, αντιρωσικής υστερίας. Από αυτή την άποψη, το άρπαγμα του Χατζηαβάτη των ΗΠΑ Πάνου Καμμένου με τον ατζέντη των ΗΠΑ Νίκο Κοτζιά, πρέπει να αφήνει το λαό παγερά αδιάφορο.

Ζητούμενο είναι η ανατροπή της πολιτικής τους.

Απεργία

Περί απεργιών: όταν χάνεται η κοινή λογική

Από τις αρχές του μήνα παρακολουθούμε ένα παιχνίδι εντυπώσεων μεταξύ σωματείων, συνδικαλιστικών ενώσεων, εργατικών παρατάξεων για την προκήρυξη (και βασικά για την ημερομηνία προκήρυξης) πανελλαδικής απεργίας. Η κατάσταση που διαμορφώνεται στο εργατικό κίνημα θα ήταν για γέλια, συνυπολογίζοντας όμως το τοπίο τα τελευταία χρόνια και την ανυποληψία στην οποία έχει περιέλθει ο συνδικαλισμός, δεν υπάρχει χώρος για γέλια παρά μόνο για κλάματα.

Στα τέλη του Σεπτέμβρη με πρωτοβουλία του ΠΑΜΕ ανακοινώνεται «πανελλαδική απεργία» για τις 8 Νοέμβρη που στηρίζεται από όσα σωματεία, ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα ελέγχονται από το ΠΑΜΕ. Στις αρχές Οκτώβρη η πρωτοβουλία πρωτοβάθμιων σωματείων για συντονισμό ανακοινώνει «απεργία πρωτοβάθμιων σωματείων» την 1η Νοέμβρη. Στις 15/10 το Γενικό Συμβούλιο της ΑΔΕΔΥ αποφάσισε «24ωρη απεργιακή κινητοποίηση» για τις 14 Νοέμβρη. Προφανώς δεν έχει κανένα νόημα η συζήτηση για το ποιος κάλεσε πρώτος, δεύτερος κοκ, απλά τα παραπάνω αναφέρονται για την ιστορία. Το πρόβλημα είναι ο υπαρκτός κίνδυνος σε μια τέτοια περίοδο αποσυγκρότησης έως και διάλυσης του κινήματος να βρεθούμε με 3 (!) ανακοινωμένες απεργίες σε διάστημα δύο εβδομάδων (1,8,14/11). Σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά ενός τέτοιου τραγέλαφου, αλλά δεν μπορεί τα επαναλαμβανόμενα καταστροφικά σφάλματα να μην προκαλούν αγανάκτηση και ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση σε όσους επιμένουν να προβληματίζονται και να σκέφτονται, με τα πόδια στο έδαφος, για την ανασυγκρότηση του κινήματος.

Το θέμα με τις ημερομηνίες δεν είναι το κύριο, αν και θα ακουστούν, και ήδη ακούγονται, επιχειρήματα ένθεν κακείθεν για το ποια είναι η καταλληλότερη. Το πρόβλημα είναι πιο συνολικό, πιο βαθύ για τον προσανατολισμό και τη δράση του εργατικού κινήματος (εξ’ άλλου πόσους εργαζόμενους αφορούν πλέον αυτού του τύπου οι διαγκωνισμοί); Το «παιχνιδάκι» των ημερομηνιών είναι γνωστό στις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες που προφανώς δεν θέλουν να γίνει τίποτα και υπονομεύουν ανοιχτά τις εργατικές διεκδικήσεις. Η απάντηση όμως των δυνάμεων που θέλουν να εκφράσουν τα εργατικά συμφέροντα ποια είναι; Να μπουν στο «παιχνίδι» και να καταλήξουμε με 3 απεργίες. Ακόμα και από τακτικής άποψης να δεις το θέμα, θα έπρεπε να επιλεγεί μια ημερομηνία και εκεί να πέσουν όλες οι δυνάμεις, αλλά εκεί χάνεται η κοινή λογική… Βασιλεύει η δύναμη της συνήθειας, η αδράνεια, ο μαγαζακισμός.

Η αναγνώριση της πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί στη χώρα είναι απαραίτητος όρος για να ανοίξουμε την συζήτηση για την κατεύθυνση των εργατικών ταξικών δυνάμεων. Η πολιτική κρίση που παρατηρήθηκε με την είσοδο της χώρας στο μνημόνιο φαίνεται πως εξομαλύνεται (έστω και προσωρινά) με την αναζήτηση της αναγκαίας ισορροπίας και το στήσιμο ενός νέου (μικρότερου) δικομματισμού (ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ). Η αναφορά στα γενικά πολιτικά αιτήματα ήταν ανάγκη μιας προηγούμενης περιόδου που είχε το έντονο άρωμα της κεντρικής αντιπαράθεσης. Σήμερα η στόχευση πρέπει να είναι σε ώριμα αιτήματα, στην αύξηση του εισοδήματος και των μισθών των εργαζομένων, στην ανάκτηση των απωλειών, στην ανατροπή των φορομπηχτικών μέτρων και της λιτότητας. Οι κυβερνητικές εξαγγελίες για την έξοδο από το μνημόνιο, με το τέλος του προγράμματος, στρώνουν το έδαφος μιας νέας «μεταμνημονιακής» πραγματικότητας, που αφήνει περιθώρια για τέτοιους αγώνες. Παραδείγματα το τελευταίο διάστημα υπήρξαν, όχι πολλά, αλλά υπήρξαν. Το πεδίο στο οποίο θα κριθούμε όλοι είναι αν και κατά πόσο μπορούμε να αμφισβητήσουμε αυτή την πραγματικότητα.

Οφείλουμε επιπλέον να αναγνωρίσουμε τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης. Τα 8 χρόνια μνημονίου, μειώσεων, περικοπών, λιτότητας έχουν αφήσει τα σημάδια τους στο εργατικό κίνημα. Σαφώς και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες είναι συμβιβασμένες και ξεφτιλισμένες, αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος της κάμψης των εργατικών αγώνων. Το πρόβλημα είναι κυρίως πολιτικό-ιδεολογικό και λιγότερο οργανωτικό (ποιος ελέγχει τη ΓΣΕΕ, ποιοι κυριαρχούν στα σωματεία κλπ). Οι διαψεύσεις των προσδοκιών με την συνθηκολόγηση της κυβέρνησης έσπειραν την απογοήτευση, το δηλητήριο του «δεν υπάρχει εναλλακτική» στους εργαζομένους, στη νεολαία, στο λαό και ο εγκλωβισμός στο δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ (αφού δεν βλέπουν άλλη εναλλακτική), δεν απαντώνται με άλματα στο κενό, με απεργίες κάποιων πρωτοβάθμιων σωματείων. Τέτοιες άστοχες κινήσεις δεν στερούνται μόνο αποτελεσματικότητας αλλά και σοβαρότητας, συμβάλλοντας στην απογοήτευση του κόσμου. Αναγνώριση του αρνητικού συσχετισμού δύναμης σημαίνει αναγνώριση της φάσης του κινήματος, επομένως ώριμα αιτήματα, κλαδικοί αγώνες – εστίες αντίστασης στους χώρους δουλειάς και ζύμωση για πανεργατικό αγώνα πάνω σε 2-3 ζητήματα που μπορούν να συσπειρώσουν τους πάντες (συνταξιούχους, εργαζομένους, ανέργους) όπως πχ αύξηση κατώτατου μισθού, αφορολόγητο, κλαδικές συμβάσεις. Οι διαχωρισμοί για το «πλαίσιο», την πλατεία, την ημερομηνία έρχονται σε αντιπαράθεση για ακόμη μία φορά με την κοινή λογική.

Η κοινή λογική λέει ότι όλες οι δυνάμεις που βρίσκονται σε αντικυβερνητική, αντινεοφιλελεύθερη κατεύθυνση οφείλουν να κινηθούν από κοινού, μετωπικά, μαχητικά. Τη μεγαλύτερη ευθύνη για το ότι αυτή η κοινή λογική δεν επικρατεί, την έχει το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ. Όχι όμως την αποκλειστική. Το παιχνίδι της μετατροπής των εργατικών διεκδικήσεων σε στοιχήσεις πίσω από τους πολιτικούς φορείς της Αριστεράς, παίζεται δυστυχώς σε όλους τους χώρους.

Ο προβληματισμός που αναπτύσσεται για την ανάγκη δημιουργίας άλλου αγωνιστικού κέντρου πέρα και έξω από τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες είναι σωστός και δίκαιος. Η ανάγκη να αναζωογονηθεί ο συνδικαλισμός και να συσπειρώνει τους εργαζομένους, τα σωματεία να αποκτήσουν ζωή και να μην είναι σφραγίδες σε κομματικές επιδιώξεις, να εκφραστεί όλος ο κόσμος που είναι εκτός επίσημου εργασιακού φάσματος (επισφαλείς, άνεργοι, μερικώς απασχολήσιμοι) κλπ είναι υπαρκτά ζητήματα αλλά το πρόβλημα δεν είναι οργανωτικό, ούτε καν σκέτα συνδικαλιστικό. Στην Ελλάδα το συνδικαλιστικό κίνημα σχετίζεται πάντα με τις πολιτικές διεργασίες και έχει μια διαφορετική πορεία και ιστορία από ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία). Το να ξεκινήσουν διεργασίες στην αριστερά για ένα νέο ρεύμα και μια νέα πολιτική κίνηση που να απαντάει στην πραγματικότητα, στο νέο δικομματισμό, στο δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, να σπάει το δόγμα του «ΤΙΝΑ» θα είναι βοηθητικό για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Σε συνδυασμό με αυτές τις διεργασίες μπορεί να αυξηθεί η διεκδικητικότητα των εργαζομένων, να δημιουργηθούν νέα σωματεία, να υπάρξουν τροποποιήσεις στους συσχετισμούς στο συνδικαλιστικό κίνημα και όχι με απεργίες μερικών εκατοντάδων μελών των αριστερών οργανώσεων.

φαρμακοβιομηχανίες

Οι φαρμακοβιομηχανίες στο σύγχρονο καπιταλισμό

Η φαρμακοβιομηχανία βρίσκεται εδώ και δεκαετίες στις πρώτες θέσεις της λίστας με τα υψηλότερα κέρδη[1]. Ο μύθος λέει ότι τα κέρδη της προέρχονται από την παραγωγή και την πώληση του πλήθους των θεραπευτικών επιτευγμάτων που έχει πετύχει η έρευνά της, όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Πρώτα από όλα, μετά την έκπτωση των φόρων, μόνο το 1,3% περίπου των χρημάτων που ξοδεύει η βιομηχανία φαρμάκων κατευθύνεται όντως στη βασική έρευνα, τον τύπο δηλαδή της έρευνας που οδηγεί στην παραγωγή νέων φαρμάκων[2]. Δεύτερον, η πλειοψηφία των νέων φαρμάκων που παράγονται από τις φαρμακευτικές εταιρίες προσφέρουν από ελάχιστα έως και καθόλου στην κατεύθυνση της δημιουργίας νέων θεραπευτικών επιλογών. Για παράδειγμα, τη δεκαετία 2005-2014, από τα 1.032 νέα φάρμακα και νέες θεραπευτικές χρήσεις παλαιότερων φαρμάκων που εισήχθησαν στη γαλλική αγορά μόνο 66 παρείχαν σημαντικά πλεονεκτήματα συγκριτικά με παλαιότερες θεραπείες, την ίδια στιγμή που περισσότερα από τα μισά αξιολογήθηκαν ως «τίποτα το καινούργιο» και 177 κατακρίθηκαν ως «απαράδεκτα», καθώς συνοδεύονταν από σοβαρές παρενέργειες και καθόλου πλεονεκτήματα[3].

Η βιομηχανία των φαρμάκων προσπαθεί να αιτιολογήσει τα υψηλά επίπεδα των κερδών της με το επιχείρημα ότι η έρευνα για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων ενέχει από τη φύση της πολύ μεγάλο οικονομικό κίνδυνο. Σε αυτό το σημείο, οι φαρμακευτικές εταιρίες ισχυρίζονται πως μόνο μία σε κάθε 10.000 νέες χημικές ενώσεις καταλήγει όντως στην παραγωγή ενός νέου φαρμάκου. Αυτό μπορεί να αληθεύει, ωστόσο η πλειοψηφία των χημικών ενώσεων που αποτυγχάνουν εγκαταλείπεται σε πολύ πρώιμα στάδια της έρευνας, όταν το κόστος είναι ακόμη χαμηλό. Το ποσό των 2,6 δις δολλαρίων που μνημονεύεται ως το αναγκαίο κόστος για να φτάσει ένα νέο φάρμακο στην αγορά[4] προκύπτει από απόρρητα στοιχεία των εταιριών και οι υπολογισμοί έχουν στηριχθεί σε ένα σύνολο εικασιών που έχει αμφισβητηθεί ευρέως [5]. Αν η ανάπτυξη νέων φαρμάκων ήταν μια υπόθεση με τόσο μεγάλο ρίσκο, τότε θα περίμενε κανείς τα κέρδη των εταιριών να γνωρίζουν διακυμάνσεις από καιρού εις καιρόν. Αντιθέτως, από το 1980 έως σήμερα, όλες οι μεγάλες εταιρίες τα πηγαίνουν πολύ καλά οικονομικά. Όπως σημειώνουν ο Stanley Finkelstein, γιατρός, και ο Peter Temin, οικονομολόγος, -εργαζόμενοι αμφότεροι στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (MIT) – «Όσες φορές κι αν έχουν προειδοποιήσει οι ειδικοί αναλυτές της φαρμακοβιομηχανίας ότι η λήξη μιας πατέντας θα οδηγήσει τη μία ή την άλλη εταιρία σε εξαφάνιση, αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ»[6].

Παρά τα διαχρονικά εντυπωσιακά επίπεδα κερδοφορίας που επιτυγχάνει, η βιομηχανία φαρμάκων περνάει κρίση εξαιτίας τριών αιτίων: της λήξης δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας που αναμενόταν να οδηγήσει σε μία απώλεια εσόδων της τάξης των 75 δις δολλαρίων κατά το διάστημα 2010-2015, της μικρής διοχέτευσης νέων φαρμάκων στην αγορά και της συμπίεσης των τιμών σε πολλές χώρες, στις οποίες συμπεριλήφθηκαν πρόσφατα και οι ΗΠΑ[7]. Η κρίση αυτή αντικατοπρίζει την ανάδυση της χρηματιστικοποίησης, της μετατόπισης δηλαδή του κέντρου βάρους της οικονομικής δραστηριότητας από την παραγωγή υλικών αγαθών στις χρηματιστηριακές δραστηριότητες, που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Pedro Cuatrecasas, από το τμήμα Φαρμακολογίας και Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, στο San Diego, υποστηρίζει ότι: “Οι μέτοχοι, οι τραπεζίτες – επενδυτές και οι αναλυτές, που γνωρίζουν ελάχιστα για την ανακάλυψη νέων φαρμάκων, ασκούν τεράστιες πιέσεις για άμεσα κέρδη στους διευθύνοντες συμβούλους και τα διοικητικά συμβούλια των φαρμακευτικών εταιριών»[8].

Προκειμένου να συνεχίσει να προσελκύει τη χρηματοπιστωτική κοινότητα, η βιομηχανία φαρμάκων έχει αναπτύξει σειρά νέων στρατηγικών. Με τη στρατηγική ανάπτυξης φαρμάκων “blockbusters” να στερεύει από κέρδη, οι εταιρίες έχουν μετατοπιστεί στο μοντέλο ανάπτυξης φαρμάκων “nichebuster” (βλ. παρακάτω). Με τη διοχέτευση λιγότερων πιθανών προϊόντων στη γραμμή της έρευνας και ανάπτυξης των εταιριών, έχει γίνει έτι σημαντικότερη η διασφάλιση ότι τα υπό ανάπτυξη φάρμακα θα περάσουν άθικτα από τη διαδικασία έγκρισης. Για να το πετύχουν αυτό οι φαρμακευτικές εταιρίες έχουν βαθύνει τη σχέση τους με τις εποπτικές υπηρεσίες, ώστε να καταστρατηγήσουν ή να διαφθείρουν τους στόχους των εποπτικών διαδικασιών, συχνά με την συμπαιγνία και της κυβέρνησης. Στοιχείο – κλειδί για την επιβίωση της βιομηχανίας φαρμάκων είναι η δυνατότητά της να επεκτείνει την χρονική περίοδο για την οποία έχει το μονοπώλιο στην πώληση προϊόντων, πράγμα που μεταφράζεται σε ισχυρότερα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, τόσο στον ανεπτυγμένο κόσμο όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες που αντιπροσωπεύουν τα αναδυόμενα οικονομικά κέντρα ανάπτυξης. Με την απειλή της μείωσης των τιμών να καραδοκεί, εναλλακτικός τρόπος για να αυξήσουν τα κέρδη τους οι εταιρίες είναι να αυξήσουν τον όγκο της συνταγογράφησης των υπαρχόντων και των νέων φαρμάκων. Η επίτευξη αυτού του στόχου περνά μέσα από τον έλεγχο της γνώσης σχετικά με το πώς και πότε θα πρέπει να συνταγογραφούνται φάρμακα. Το υπόλοιπο αυτής της πραγματείας απασχολείται με τη διερεύνηση των τεσσάρων αυτών στοιχείων: της ανάπτυξης φαρμάκων τύπου “nichebuster”, της διαφθοράς των μηχανισμών εποπτείας, της ενίσχυσης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και του ελέγχου της γνώσης γύρω από τα οφέλη και τις επιπτώσεις της χρήσης των φαρμακευτικών προϊόντων.

 Από τα φάρμακα κατηγορίας “blockbuster” στην κατηγορία “nichebuster”

Μέχρι πριν λίγα χρόνια, η φαρμακοβιομηχανία λειτουργούσε με βάση το μοντέλο που είναι γνωστό ως “blockbuster”. Η βιομηχανία στόχευε στην ανάπτυξη φαρμάκων για χρόνιες παθήσεις, συνήθεις στις ανεπτυγμένες χώρες, όπως οι καρδιοπάθειες ή ο διαβήτης, και έπειτα τα προωθούσε πολύ στην αγορά, με την προσδοκία πωλήσεων που άγγιζαν το 1 δις δολλάρια ετησίως. Οι ασθένειες που εκδηλώνονται κατά κύριο λόγο ή αποκλειστικά στις αναπτυσσόμενες χώρες σε μεγάλο βαθμό αγνοούνταν, καθώς οι ασθενείς που προσβάλλονταν δεν είχαν αξιόλογη αγοραστική δύναμη. Από τα 850 νέα θεραπευτικά προϊόντα που προωθήθηκαν στην αγορά την περίοδο 2000-2011, μόνο 37 (4%) ήταν ενδεδειγμένα για τέτοιου τύπου ασθένειες[9].

Πρόσφατα, εφόσον έχουν εξαντληθεί όλοι οι «εύκολοι» στόχοι, υπήρξε μετατόπιση από το μοντέλο “blockbuster” στο μοντέλο “nichebuster”, κατά το οποίο οι φαρμακευτικές εταιρίες στοχεύουν μικρές θεραπευτικές αγορές με φάρμακα που μπορούν να πουλήσουν για εκατοντάδες χιλιάδες δολλάρια σε κάθε ασθενή για μια ετήσια θεραπεία. Κατά αυτήν την έννοια, οι προκλήσεις που γνωρίζει η φαρμακοβιομηχανία ομοιάζουν με αυτές που αντιμετωπίζουν και άλλες βιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας. Η εξάντληση αγορών αποτελεί εγγενή συνθήκη στον καπιταλισμό, που απαιτεί «προϊόντα με διακριτική ικανότητα», -στην περίπτωσή μας όλο και πιο ακριβά προϊόντα για όλο και πιο μικρές αγορές-, προκειμένου να διασφαλίσει την κερδοφορία. Στις ΗΠΑ το κόστος των φαρμάκων που περιορίζουν την εξέλιξη της σκλήρυνσης κατά πλάκας έχει ανέλθει από 8.000-11.000$ ετησίως, που ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90, σε 60.000$ ετησίως[10]. Το 2013, 120 ογκολόγοι από 15 χώρες ένωσαν τις δυνάμεις τους για να καταγγείλουν τις τιμές των νέων αντικαρκινικών φαρμάκων, που έχουν φτάσει τις 100.000$ ή και παραπάνω για μια ετήσια θεραπεία[11]. Η άποψη ότι οι τιμές αυτές δικαιολογούνται από το υψηλό κόστος της έρευνας και ανάπτυξης των φαρμάκων θα πρέπει να εγκαταλειφθεί, όπως επιβεβαιώνει και ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Pfizer, Hank Mckinnel, που δήλωσε ότι: «αποτελεί πλάνη να ισχυρίζεται κανείς ότι η βιομηχανία μας ή οποιαδήποτε άλλη βιομηχανία κοστολογεί ένα προϊόν με γνώμονα την απόσβεση του κόστους για την έρευνα και ανάπτυξη[12]». Οι τιμές καθορίζονται από το πόσο μπορεί να αντέξει η αγορά. Όσο πιο απελπισμένοι είναι οι ασθενείς, τόσο πιο πολλά είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν.

Η διαφθορά στο σύστημα εποπτείας των φαρμάκων

Προτού οι εταιρίες μπορέσουν να αρχίσουν να κερδίζουν από τα φάρμακα που παράγουν, αυτά θα πρέπει να λάβουν έγκριση για να διοχετευθούν στην αγορά. Ωστόσο, σε μεγάλο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου, η προϋπόθεση αυτή είναι απλώς τυπική, καθώς το 1/3 των χωρών έχουν ελάχιστη ή πολύ μικρή ικανότητα εποπτείας της αγοράς φαρμάκων[13]. Ακόμη και σε χώρες όπως η Ινδία, ο έλεγχος των φαρμάκων είναι πολλές φορές μια κοροϊδία, όπως δείχνει και το παράδειγμα της εξέτασης κάποιων συνδυαστικών φαρμακευτικών προϊόντων (fixed-dose combination), προϊόντων που περιέχουν δηλαδή δύο ή περισσότερες δραστικές ουσίες, κατά το έτος 2011-12. Η έρευνα πρόσφατα αποκάλυψε ότι οι εταιρίες εκμεταλλεύτηκαν τα χαμηλά επίπεδα του ελέγχου για να πουλήσουν «πολλά εκατομμύρια δόσεις […] συνδυαστικών φαρμακευτικών προϊόντων που περιελάμβαναν φάρμακα, η χρήση των οποίων έχει περιοριστεί, απαγορευθεί ή εξαρχής απορριφθεί σε άλλες χώρες εξαιτίας της σύνδεσής της με σοβαρές παρενέργειες, ακόμη και με το θάνατο[14]».

Το ρυθμιστικό πλαίσιο για τα φάρμακα στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαβρωθεί μέσω της επιρροής της φαρμακοβιομηχανίας. Η Courtney Davis και ο John Abraham, που διδάσκουν φαρμακευτικές πολιτικές στο King’s College του Λονδίνου, παρατηρούν ότι «τα τελευταία 30 χρόνια έχουμε δει ένα σωρό απορρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων, που φαινομενικά στοχεύουν στην προώθηση της φαρμακευτικής καινοτομίας, η οποία θεωρείται πως εξυπηρετεί ταυτόχρονα τόσο τα εμπορικά συμφέροντα της φαρμακοβιομηχανίας όσο και την υγεία των πολιτών[15]». Μια αιτιολόγηση για τους λόγους που επιτρέπεται κάτι τέτοιο να συμβαίνει προκύπτει από τη νεοφιλελεύθερη θεωρία της μεροληψίας υπέρ των επιχειρήσεων[16]. Ο Abraham υποστηρίζει πως «Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία επιτρέπει τη δυνατότητα ύπαρξης ενός σχετικά ισχυρού, παρεμβατικού κράτους, το οποίο μπορεί να ενθαρρύνει την (απο)ρύθμιση της αγοράς φαρμάκων υπέρ των συμφερόντων των εταιριών και από κοινού με αυτές[17]».  Ο Abraham υποστηρίζει ακόμη ότι η φαρμακοβιομηχανία έχει τη δυνατότητα να καθοδηγεί το καθεστώς εποπτείας επηρεάζοντας όχι μόνο τις εποπτικές αρχές, αλλά και την ευρύτερη δημόσια διοίκηση κατά τρόπο άμεσο, μέσα από το lobbying, οικονομικές δωρεές και άλλες δραστηριότητες – για παράδειγμα, μέσω του να επιτύχει το διορισμό εκπροσώπων φαρμακευτικών εταιριών σε επιτροπές υπεύθυνες για το γενικότερο κυβερνητικό σχεδιασμό. Ως άμεσο αποτέλεσμα, το κράτος υποστηρίζει ενεργητικά τους ευρείς μεταρρυθμιστικούς στόχους της φαρμακοβιομηχανίας.

Η καθαρότερη εκδήλωση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στο σύστημα εποπτείας των φαρμάκων είναι η ευρύτατη υιοθέτηση ανταποδοτικών τελών που καταβάλουν οι εταιρίες ως πληρωμή για τις υπηρεσίες των ρυθμιστικών αρχών, όπως η Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) και η Ρυθμιστική Αρχή Φαρμάκων και Προϊόντων Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου (UK MHRA). Οι μειώσεις της δημόσιας χρηματοδότησης του FDA αποτέλεσαν το βασικό μοχλό πίεσης για την εφαρμογή του συστήματος των ανταποδοτικών τελών στις ΗΠΑ. Η συνεχιζόμενη διστακτικότητα του Κογκρέσου να αυξήσει τη χρηματοδότηση του FDA ανάγκασε τον οργανισμό να εγκαταλείψει την προηγούμενη θέση του για αντίθεση στο σύστημα χρηματοδότησης μέσω ανταποδοτικών τελών που θα καταβάλλουν οι εταιρίες. Κατ’ εφαρμογή του Νόμου για τους Χρήστες Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων του 1992 (Prescription Drug User Fees Act – PDUFA), η βιομηχανία φαρμάκων συμφώνησε σε έναν συμβιβασμό: τα ανταποδοτικά τέλη που θα κατέβαλε θα λειτουργούσαν συμπληρωματικά προς την χρηματοδότηση του Κογκρέσου και τα χρήματα θα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την βελτιστοποίηση της αποδοτικότητας και της ταχύτητας της διαδικασίας αξιολόγησης νέων φαρμάκων με εμπορική επωνυμία. Κατά συνέπεια, η πλειοψηφία των πόρων από τα ανταποδοτικά τέλη αφιερώθηκε για την πρόσληψη επιπλέον προσωπικού αξιολόγησης των φαρμάκων. Μόνο μετά το 2007 επετράπη στην Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων να χρησιμοποιήσει κάποια από αυτά τα επιπλέον χρήματα για την εποπτεία της ασφάλειας προϊόντων που είχε ήδη εγκρίνει.

Ο PDUFA επικυρωνόταν ακολούθως ανά πενταετία, με την τελευταία ανανέωσή του να γίνεται το 2012. Ένα βασικό χαρακτηριστικό του PDUFA είναι ότι περιλαμβάνει διατάξεις που δεσμεύουν τον FDA να βελτιώνει διαρκώς το ποσοστό των νέων φαρμακευτικών εφαρμογών που εγκρίνονται εντός ορισμένης χρονικής περιόδου[18]. Καθώς οι πατέντες έχουν ορισμένη χρονική διάρκεια, όσο περισσότερο καιρό διατίθεται ένα φάρμακο στην αγορά τόσο μεγαλύτερο είναι το κέδρος των εταιριών από τις πωλήσεις του. Ο PDUFA, επιτρέποντας την ταχύτερη διάθεση των φαρμάκων στην αγορά, είχε ως αποτέλεσμα περισσότερα κέδρη για τις εταιρίες.

Έως το 1989, το 65% της χρηματοδότης της Διεύθυνσης Ελέγχου των Φαρμάκων στο Ηνωμένο Βασίλειο (ο προκάτοχος του MHRA) προερχόταν από τα ανταποδοτικά τέλη και το 35% από τη φορολογία. Τότε, η χρηματοδότηση άλλαξε και προέρχεται πλέον κατά 100% από τα ανταποδοτικά τέλη που καταβάλλουν οι εταιρίες, γεγονός που αντανακλούσε τη φιλοσοφία της κυβέρνησης των Συντηρητικών υπό την Θάτσερ, που πίστευε ότι η επιστήμη θα πρέπει να αναγκαστεί να «ανταποκρίνεται ταχύτερα» στις ανάγκες της βιομηχανίας[19]. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο, η φιλοσοφία των ανταποδοτικών τελών φαίνεται πως έχει γίνει αποδεκτή ήδη από την ίδρυση της αντίστοιχης εποπτικής αρχής. Γεννάται, λοιπόν, το ερώτημα: ποια συμφέροντα εξυπηρετούνται κατά προτεραιότητα, αυτά των πολιτών ή εκείνα των φαρμακοβιομηχανιών;

Τα αποδεικτικά στοιχεία καταδεικνύουν πως το σύστημα των ανταποδοτικών τελών έχει αρνητικές συνέπειες στην δημόσια ασφάλεια. Στις ΗΠΑ, ο καθιερωμένος χρόνος για την αξιολόγηση μίας αίτησης για την έγκριση ενός νέου φαρμάκου είναι 300 ημέρες και, κατ’ εφαρμογή του PDUFA, ο FDA υποχρεούται να διεκπεραιώνει το 90% των αιτήσεων εντός αυτών των χρονικών ορίων. Αν αυτός ο στόχος δεν επιτευχθεί, η ανανέωση της υποχρέωσης καταβολής ανταποδοτικών τελών εκ μέρους των εταιριών διακινδυνεύεται, με αποτέλεσμα να απειλείται ο οργανισμός με απώλεια σημαντικού μέρους της χρηματοδότησής του. Στην πράξη, φαίνεται πως όσο ο FDA παλεύει για να φτάσει την προθεσμία έκδοσης της απόφασης, τόσο χαλαρώνει τα στάνταρντς του για την αξιολόγηση της ασφάλειας του προϊόντος. Συγκριτικά με τα φάρμακα που εγκρίνονταν σε άλλες χρονικές περιόδους, αυτά που εγκρίνονταν κατά το τελευταίο δίμηνο πριν την παρέλευση των προθεσμιών είχαν 5 φορές περισσότερες πιθανότητες να αποσυρθούν από την αγορά για λόγους ασφαλείας και περίπου 4.5 φορές περισσότερες πιθανότητες να λάβουν μεταγενέστερα την ένδειξη του «μαύρου κουτιού», την ένδειξη δηλαδή που μπορεί να επιβάλλει ο FDA να φέρουν τα φάρμακα με τις πιο επικίνδυνες παρενέργειες[20].

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν κατατεθεί μία αίτηση για έγκριση νέου φαρμάκου στον EMA, ο οργανισμός είναι υπεύθυνος για την επιλογή των λεγόμενων «Εισηγητή» και «Συν-εισηγητή» (Rapporteur και Co-Rapporteur), δηλαδή πρέπει να επιλέξει ποιες από όλες τις εθνικές υπηρεσίες των κρατών-μελών θα διεκπεραιώσουν την αίτηση αξιολόγησης. Με δεδομένο ότι η πλειοψηφία των εποπτικών αρχών στις χώρες της Ε.Ε. χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από τα ανταποδοτικά τέλη, υπάρχει συχνά έντονος ανταγωνισμός μεταξύ τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν το ρόλο του Εισηγητή και Συν-εισηγητή, ώστε να εξασφαλίσουν έσοδα[21]. Ο ανταγωνισμός θέτει τις εθνικές εποπτικές αρχές υπό σημαντική πίεση, ώστε να συμμορφώνονται στο χρονοδιάγραμμα 210 ημερών που θέτει η Ε.Ε. για την έγκριση των φαρμάκων ή και να πετυχαίνουν ακόμη μικρότερο χρόνο, καθώς ένα από τα βασικά κριτήρια των εταιριών, όταν προτείνουν κάποια υπηρεσία στον EMA για τη θέση του Εισηγητή και Συν-εισηγητή, είναι τα ποσοστά των ταχείων διεκπεραιώσεων της διαδικασίας. Οι πέντε από τους συνολικά 15 εργαζόμενους στις γερμανικές, σουηδικές και βρετανικές εποπτικές αρχές, που έδωσαν συνέντευξη στους καθηγητές του Πανεπιστημίου του York, Abraham και Graham Lewis, συμφώνησαν με την άποψη ότι το χρονοδιάγραμμα αυτό αποτελεί απειλή για τη δημόσια υγεία, ενώ ακόμη πέντε απάντησαν πως πιθανώς να αποτελεί. Στο ίδιο πνεύμα, μια Επιτροπή του Βρετανικού Κοινοβουλίου αρμόδια για τη διερεύνηση της επιρροής της φαρμακοβιομηχανίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ο MHRA, όπως και πολλοί άλλοι εποπτικοί οργανισμοί, χρηματοδοτείται εξολοκλήρου από τα ανταποδοτικά τέλη που καταβάλουν αυτοί που πρέπει να εποπτεύει. Σε αντίθεση, όμως, με άλλους εποπτικούς οργανισμούς, ανταγωνίζεται άλλες ευρωπαϊκές υπηρεσίες προκειμένου να εξασφαλίσει πόρους. Η κατάσταση γεννά την εύλογη ανησυχία ότι ο οργανισμός μπορεί να ξεφύγει από το στόχο της προστασίας και της προαγωγής της δημόσιας υγείας πέρα από ό,τιδήποτε άλλο στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει πόρους από τα ανταποδοτικά τέλη των εταιριών[22]».

Αποτελεί «δικαίωμα» η διανοητική ιδιοκτησία;

Τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας (Intellectual Property Rights – IPRs) αποτελούν βασική πηγή εισοδήματος και κερδών για τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Στο σύγχρονο φαρμακευτικό περιβάλλον, τα βασικά δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας είναι τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας πάνω στα ίδια τα προϊόντα και τα δικαιώματα στα δεδομένα που παράγουν οι εταιρίες, όταν διεξάγουν κλινικές δοκιμές πριν την κυκλοφορία των προϊόντων τους στην αγορά, για να αξιολογήσουν την ασφάλεια και την αποδοτικότητά τους. Όσο πιο ισχυρή κατοχύρωση παρέχει το νομικό σύστημα μιας χώρας στα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, τόσο περισσότερο καιρό μπορούν να διατηρούν οι εταιρίες το μονοπώλιο στα προϊόντα τους και τόσο περισσότερα χρήματα μπορούν να κερδίζουν από αυτά. Συνεπώς, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η βιομηχανία φαρμάκων παλεύει όχι απλά για την προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας αλλά και για την ισχυρότερη κατοχύρωσή τους.

Μια από τις πρώτες εκδηλώσεις της μανίας με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας ήταν η άσκηση παρασκηνιακής πίεσης εκ μέρους της βιομηχανίας, που οδήγησε τις ΗΠΑ να επιμείνουν ώστε ο Καναδάς να ξηλώσει από το νομικό του σύστημα την πρόβλεψη για υποχρεωτικές άδειες* διανοητικής ιδιοκτησίας, ως αντάλλαγμα για την αρχική Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου ΗΠΑ-Καναδά του 1987[23] και έπειτα την Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου του 1994. Εκείνη την εποχή, χάρη στο σύστημα των υποχρεωτικών αδειών, ο Καναδάς μείωνε τις συνολικές φαρμακευτικές του δαπάνες κατά 15% περίπου[24]. (Μια υποχρεωτική άδεια επιτρέπει σε έναν παρασκευαστή γεννοσήμων να παράγει ένα φάρμακο ακόμη και αν αυτό υπόκειται σε πατέντα).

*[ΣτΜ: Οι υποχρεωτικές άδειες (compulsory licensing) αποτελούν την εξαίρεση στο σύστημα των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, το οποίο κατά κανόνα παραχωρεί αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης στον δημιουργό. Το σύστημα υποχρεωτικών αδειών επιτρέπει σε τρίτους να χρησιμοποιούν προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας για ορισμένες χρήσεις, που συνήθως εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, χωρίς να απαιτείται συναίνεση του δημιουργού και έναντι ορισμένης από το νόμο αμοιβής.]

Στις ΗΠΑ, τελευταία «νίκη» υπέρ των ισχυρότερων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας υπήρξε η κατοχύρωση δικαιώματος 12ετούς, αποκλειστικής εμπορικής εκμετάλλευσης των βιολογικών φαρμακευτικών προϊόντων, δηλαδή όσων αποτελούνται από ζωντανά κύτταρα. Αυτά τα δώδεκα χρόνια είναι αποτέλεσμα της πρόβλεψης για 4ετή προστασία των ερευνητικών δεδομένων και για 8ετή, μετέπειτα, αποκλειστική εκμετάλλευση των βιολογικών προϊόντων. Αυτό σημαίνει ότι ο FDA δεν θα δώσει άδεια σε ένα «βιο-ομοειδές» προϊόν, δηλαδή στο αντίστοιχο ενός γεννοσήμου στον τομέα των βιολογικών προϊόντων, κατά τη διάρκεια των 8 αυτών ετών. Πολλές φορές, η προστασία των ερευνητικών δεδομένων μπορεί να είναι πιο σημαντική κι από τις ίδιες τις πατέντες για τις εταιρίες, καθώς δεν χωρεί δικαστική προσφυγή εναντίον της, ενώ για τις πατέντες μπορεί να υπάρξει. Παρά το γεγονός ότι τα βιολογικά αντιπροσωπεύουν λιγότερο από 1% των συνταγών που γράφονται στις ΗΠΑ, ευθύνονται για το 28% της φαρμακευτικής δαπάνης, και το νούμερο αυτό αναμένεται να αυξηθεί[25]. Παραδείγματος χάριν, το Cerezyme, μια αγωγή για την νόσο του Gaucher, μιας σπάνιας, κληρονομικής διαταραχής έλλειψης ενός ενζύμου, κοστίζει 200.000$ ετησίως για κάθε ασθενή.

Σε διεθνές επίπεδο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, έχοντας τη στήριξη της φαρμακοβιομηχανίας, άσκησε πιέσεις για να διασφαλίσει την πρόβλεψη κάποιου μηχανισμού επίλυσης των διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών
(Investor – State Dispute Settlement – ISDS) στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες. Οι μηχανισμοί αυτοί επιτρέπουν στις εταιρίες να προσφεύγουν εναντίον κρατών[26]. Η εταιρία Eli Lilly έκανε χρήση των διατάξεων για την επίλυση διαφορών που προέβλεπε η Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου για να διεκδικήσει 500 εκ. δολλάρια από την κυβέρνηση του Καναδά, επειδή τα δικαστήρια του Καναδά ακύρωσαν τις πατέντες για δύο φάρμακά της[27]. Μπορεί οι διατάξεις για την προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, που περιλαμβάνονται στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην πρόσβαση σε φθηνά φάρμακα στις ανεπτυγμένες χώρες, καθώς προκαλούν καθυστέρηση στην κυκλοφορία των γεννοσήμων, όμως οι συνέπειες στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι πολύ πιο καταστροφικές. Για παράδειγμα, στο Βιετνάμ, με την υφιστάμενη νομοθεσία για τις πατέντες, το 68% των φορέων του HIV λαμβάνει αντιρετροϊκά φάρμακα, ενώ αν είχε εφαρμοστεί η αποτυχημένη τελικά Δια-ειρηνική Εμπορική Συμφωνία **(TPP), το ποσοστό αυτό θα είχε πέσει στο 30%[28].

** [Σ.τ.Μ: Trans-Pacific Partnership: Διεθνής εμπορική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλίας, Βιετνάμ, Περού, Χιλής, Μαλαισίας κ.ά. Προέβλεπε, μεταξύ άλλων, αλλαγές στα συστήματα προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, δυσχεραίνοντας έτσι την κυκλοφορία φθηνότερων, γεννοσήμων φαρμάκων. Δεν εφαρμόστηκε, καθώς οι ΗΠΑ υπό την νέα διοίκηση Τραμπ απέσυραν την υπογραφή τους.]

Η φαρμακοβιομηχανία έχει στην ιστορία της πάνω από τρεις δεκαετίες επιτυχούς άσκησης παρασκηνιακών πιέσεων για ισχυρότερα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, που αρχίζει με την εισήγηση στον 8ο Γύρο πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων της Ουρουγουάης, ο οποίος κατέληξε στην συγκρότηση του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου (World Trade Organization – WTO). Η Pfizer και ο τότε διευθύνων σύμβουλός της, Edmund Pratt, έπαιξαν βασικό ρόλο στο να πείσουν την κυβέρνηση των ΗΠΑ να θέσει το ζήτημα των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας ως βασικό στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων[29]. Το αποτέλεσμα ήταν η Συμφωνία για τις σχετιζόμενες με το Εμπόριο Πτυχές των Δικαιωμάτων Διανοητικής Ιδιοκτησίας του 1994 (Agreement on Trade-Related Aspects of Intellectual Property Rights – TRIPS), που επέβαλε ομοιόμορφες ρυθμίσεις για τις πατέντες σε όλα τα κράτη-μέλη του WTO, που σήμαιναν 20ετείς εμπορικές πατέντες για τα φαρμακευτικά προϊόντα και περιορισμό της χρήσης των υποχρεωτικών αδειοδοτήσεων ως μέσου για την επιτάχυνση της κυκλοφορίας γεννοσήμων στην αγορά. Ο στόχος της βιομηχανίας φαρμάκων ήταν να υποχρεώσει όλες τις χώρες να υιοθετήσουν στα νομικά τους συστήματα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας αντίστοιχα με εκείνα που προβλέπονταν στις ΗΠΑ, ανεξάρτητα από το επίπεδο της ανάπτυξής τους ή τη δυνατότητά τους να παρέχουν στους πλυθυσμούς τους φαρμακευτικές θεραπείες σε προσιτή τιμή. Πολλές ανεπτυγμένες χώρες δεν είχαν υιοθετήσει την πλήρη προστασία της πατέντας στα φαρμακευτικά προϊόντα έως και τη δεκαετία του ’70 ή και αργότερα, όταν το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν τους ανερχόταν σε δεκάδες χιλιάδες δολλάρια. Η συμφωνία TRIPS ανάγκασε αναπτυσσόμενες χώρες με κατά κεφαλήν ΑΕΠ εκατοντάδων ή λίγων χιλιάδων δολλαρίων να υιοθετήσουν αντίστοιχες ρυθμίσεις[30].

Εξαιτίας της ισχυροποίησης των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, ως το 2000 πολλές αναπτυσσόμενες χώρες είχαν έρθει αντιμέτωπες με μια κατάσταση όπου η τιμή της τριπλής θεραπείας για τον υιό HIV υπερέβαινε τα 10.000$ ετησίως ανά ασθενή και η δυνατότητα να έχουν πρόσβαση σε γεννόσημα φάρμακα χαμηλού κόστους επρόκειτο να εξαφανιστεί στο άμεσο μέλλον[31]. Αντιμέτωπη με αυξανόμενα ποσοστά μολύνσεων με τον ιό HIV και με τέτοιες τιμές για την αντίστοιχη θεραπεία, η Κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής πέρασε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 την «Τροποποιητική Πράξη για τον Έλεγχο των Φαρμάκων και των Σχετικών Ουσιών», η οποία προέβλεπε την υποκατάσταση των φαρμάκων που δεν υπόκειντο σε πατέντα από γεννόσημα φάρμακα και την δυνατότητα εισαγωγής γεννοσήμων, που δεν αποτελούσαν προϊόν απομίμησης, από τρίτες χώρες, χωρίς προηγούμενη άδεια των κατόχων των σχετικών δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Σε απάντηση, το 1998, 39 πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρίες, έχοντας την υποστήριξη των ΗΠΑ (επί κυβέρνησης Κλίντον) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προσέφυγαν εναντίον της κυβέρνησης της Νοτίου Αφρικής ισχυριζόμενες ότι το παραπάνω νομοθέτημα παραβίαζε τόσο τη συμφωνία TRIPS όσο και το σύνταγμα της χώρας. Εν τέλει, ενόψει της εκτεταμένης κοινωνικής αντίδρασης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ απέσυρε τη στήριξή της προς την δικαστική προσφυγή και χωρίς αυτήν οι εταιρίες απέσυραν την αγωγή τους[32].

Από τότε, οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. χρησιμοποιούν τις ρυθμίσεις της συμφωνίας TRIPS ως minimum για να θεωρηθεί μία ρύθμιση για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας αποδεκτή και προσπαθούν να εντατικοποιήσουν την προστασία τους με κάθε νεότερη εμπορική συμφωνία, εντάσσοντας σε αυτήν νέες και πιο αυστηρές διατάξεις. Ορισμένα από τα αποτελέσματα των παραπάνω κινήσεων είναι οι μεγαλύτερες περίοδοι παράτασης του χρόνου ισχύος μιας πατέντας (οι πατέντες μπορούν να παραταθούν πλέον και πέραν των 20 ετών) και η εξάλειψη της δυνατότητας προσφυγής εναντίον μιας πατέντας σε στάδιο προγενέστερο της χορήγησης του σχετικού δικαιώματος[33]. Κατ’ αντιστοιχίαν προς τις επιπτώσεις που περιγράψαμε σχετικά με την πρόσβαση σε φάρμακα για τον HIV στο Βιετνάμ, οι διατάξεις των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου που προβλέπουν εντατικότερη προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας ελαττώνουν σημαντικά την πρόσβαση σε συνταγογραφούμενα φάρμακα[34].

Η περίπτωση της Ταϋλάνδης είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα για το πώς κυβερνήσεις σε συνεργασία με τη φαρμακοβιομηχανία χρησιμοποιούν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας ως εργαλείο επιβολής στις αναπτυσσόμενες χώρες. Επικαλούμενη τις υψηλές τιμές των φαρμάκων και την υποχρέωσή της να παρέχει πρόσβαση σε βασικά φάρμακα, η Ταϋλάνδη εξέδωσε το 2006 μια υποχρεωτική άδεια για το lopinavir/ritonavir, ένα συνδυασμό ουσιών που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του HIV. Ο Επίτροπος Εμπορίου της Ε.Ε. απέστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον Υπουργό Εμπορίου της Ταϋλάνδης για το ζήτημα. Η Abbott, η εταιρία παραγωγής του lopinavir/ritonavir, αντέδρασε αποσύροντας όλες τις νέες φαρμακευτικές εφαρμογές που είχε υποβάλει στον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων της Ταϋλάνδης, συμπεριλαμβανομένης και της ιδιαιτέρως αναγκαίας, νεότερης εκδοχής του lopinavir/ritonavir, που ήταν ανθεκτική στην υψηλή θερμοκρασία[35].

Όταν τα γεννόσημα παράγονται κατόπιν χορήγησης υποχρεωτικής άδειας, οι επώνυμες εταιρίες καταγγέλλουν ταχύτατα το σχετικό μέτρο. Ο Marijn Dekkers, διευθύνων σύμβουλος της Bayer, χαρακτήρισε τις υποχρεωτικές αδειοδοτήσεις ως «κατ’ ουσίαν κλοπή», παρά το γεγονός ότι είναι απολύτως νόμιμες σύμφωνα με τη συμφωνία TRIPS. Επιπλέον, μιλώντας για το νέο και εξαιρετικά αποτελεσματικό για τη θεραπεία της ηπατίτιδας Γ φάρμακο της εταιρίας, το subosbuvir (Sovaldi), ο Dekkers σχολίασε: «Δεν αναπτύξαμε αυτό το φάρμακο για την αγορά της Ινδίας, ας είμαστε ειλικρινείς. Εννοώ, όπως γνωρίζετε, ότι αναπτύξαμε αυτό το προϊόν για δυτικούς ασθενείς, που μπορούν να το αντέξουν οικονομικά, το λέω με κάθε ειλικρίνεια»[36].

Ελέγχοντας τη γνώση

Όσες κλινικές μελέτες αποτυγχάνουν να αποδείξουν την αποτελεσματικότητα ενός σκευάσματος ή εγείρουν σημαντικούς προβληματισμούς για την ασφάλειά του, μπορούν να επηρεάσουν δραματικά την πώληση του προϊόντος. Τον Ιούλιο του 2002, τα αποτελέσματα της κλινικής μελέτης που διεξήγαγε η Πρωτοβουλία για την Υγεία των Γυναικών (Women’s Health Initiative) έδειξαν ότι ο συνδυασμός οιστρογόνων/προγεστερόνης, που χρησιμοποιείται στην θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων και καρκίνου του μαστού στις γυναίκες που βρίσκονται μετά την κλιμακτήριο.[37] Μέχρι τον Ιούνιο του 2003, οι συνταγές για το Prempro, το πιο διαδεδομένο σκεύασμα οιστρογόνων/προγεστερόνης, είχαν μειωθεί κατά 66% στις ΗΠΑ.[38]

Προκειμένου να αποφύγουν σενάρια όπως το παραπάνω και να συνεχίσουν να αυξάνουν τα έσοδά τους, οι εταιρίες έχουν διευρύνει τη δράση τους από τον έλεγχο επί της ανάπτυξης νέων φαρμάκων στον έλεγχο επί της γνώσης για τα φάρμακα αυτά, με σκοπό να διασφαλίσουν ότι θα είναι το δικό τους μήνυμα αυτό που θα φτάσει στους γιατρούς και τους ασθενείς.[39] Οι φαρμακευτικές εταιρίες χρηματοδοτούν το σύνολο σχεδόν των κλινικών δοκιμών που διεξάγονται πριν εισαχθεί ένα φάρμακο στην αγορά, εκείνων δηλαδή που χρησιμοποιούνται ως βάση για την έγκριση ενός νέου φαρμάκου ή μια νέας ένδειξης για ένα υφιστάμενο φάρμακο. Οι δοκιμές αυτές αποτελούν το θεμέλιο της γνώσης σχετικά με ένα φάρμακο, κατά συνέπεια το αποτέλεσμά τους είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Ως χρηματοδότες, οι εταιρίες ελέγχουν κάθε πτυχή των κλινικών δοκιμών: από τον αρχικό σχεδιασμό τους ως τον τρόπο διεξαγωγής και ανάλυσης των ευρυμάτων τους, τον τρόπο υποβολής τους στις εποπτικές αρχές, όπως ο FDA, το εάν και πώς θα δημοσιευτούν, και σε μεγάλο βαθμό το πώς θα παρουσιαστούν στους γιατρούς.

Η μεροληψία υπέρ των εταιρικών συμφερόντων ξεκινά από τον σχεδιασμό της κλινικής μελέτης. Όταν το νέο φάρμακο που τίθεται υπό δοκιμή εξετάζεται συγκριτικά προς ένα άλλο φάρμακο, που κυκλοφορεί ήδη στην αγορά, μπορεί να επιλεχθούν ακατάλληλα χαμηλές ή υψηλές δόσεις του ανταγωνιστικού φαρμάκου, προκειμένου είτε να μειώσουν την αποδοτικότητά του είτε να αυξήσουν τις παρενέργειές του.[40] Κατά τη δεκαετία του ’80, ο συνηθέστερος λόγος για τον τερματισμό κλινικών δοκιμών σε τελευταία ερευνητικά στάδια, στις οποίες περιλαμβάνονταν δοκιμές θεραπειών για τον καρκίνο, τις καρδιαγγειακές νόσους και τη νεογνική σηψαιμία, ήταν το οικονομικό κόστος (σε ποσοστό 43%), συγκριτικά με λόγους όπως η αποδοτικότητα του φαρμάκου (31%) και η ασφάλειά του (21%).[41] Στους οικονομικούς λόγους περιλαμβανόταν η περιορισμένη εμπορική αγορά στην οποία απευθυνόταν το φάρμακο, το ανεπαρκές αναμενόμενο κέρδος από την επένδυση και η αλλαγή στις ερευνητικές προτεραιότητες που επερχόταν μετά από συγχωνεύσεις εταιριών. Ωστόσο, η διακοπή μιας έρευνας αποκλειστικά για οικονομικούς λόγους μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση του άρθρου 6 της Διακήρυξης του Ελσίνκι, που έχει θέσει διεθνώς αναγνωρισμένες προδιαγραφές για την διεξαγωγή κλινικών ερευνών.[42] Το άρθρο 6 δηλώνει ότι: «σε ιατρικές έρευνες που περιλαμβάνουν ανθρώπινα υποκείμενα, η ευημερία κάθε ξεχωριστού ερευνητικού υποκειμένου πρέπει να προέχει έναντι όλων των άλλων συμφερόντων». Ο τερματισμός κλινικών δοκιμών, πριν αυτές ολοκληρωθούν, με βάση αποκλειστικά οικονομικά κριτήρια στην πράξη σημαίνει ότι «τα τριμηνιαία επιχειρηματικά σχέδια ή η αλλαγή των διευθυνόντων συμβούλων» προέχουν έναντι «της υπεύθυνης διεξαγωγής ιατρικής έρευνας, η οποία ενέχει ένα κοινωνικό καθήκον και μια ηθική ευθύνη που υπερβαίνει τα τριμηνιαία επιχειρηματικά πλάνα ή την αλλαγή των διευθυνόντων».[43]

Υπάρχουν αποδείξεις για το γεγονός ότι δεν τίθενται όλα τα ερευνητικά δεδομένα που προκύπτουν από κλινικές δοκιμές στη διάθεση των εποπτικών αρχών και ότι παρουσιάζονται κατά τρόπο παραπλανητικό. Η εταιρία Merck δεν παρείχε εγκαίρως στον  FDA στοιχεία για τη θνησιμότητα, που αφορούσαν δύο έρευνες για τη χρήση του rofecoxib σε ασθενείς με Alzheimer ή άλλη γνωστική βλάβη.[44] Η Glaxo Smith Kline υπέβαλε στον FDA στοιχεία σχετικά με το φάρμακό της για το άσθμα, το salmeterol, που έδιναν την εικόνα μιας προφανούς μείωσης των κινδύνων που σχετίζονται με το φάρμακο, σε σχέση με τους πραγματικούς.[45]

Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο οι εταιρίες μεταβάλλουν την ερμηνεία των ερευνητικών αποτελεσμάτων στο μεσοδιάστημα από την υποβολή των στοιχείων στον FDA έως τον πραγματικό χρόνο δημοσίευσης των ερευνητικών δεδομένων, είναι η έρευνα που εξέτασε την αποτελεσματικότητα του celecoxib, ενός μη στεροειδούς, αντιφλεγμονώδους και παυσιπόνου φαρμάκου που κατασκεύασε η Pfizer. Η έρευνα που δημοσιεύτηκε στηριζόταν σε ερευνητικά δεδομένα 6 μηνών και φαινομενικά αποδείκνυε την προστατευτική δράση του celecoxib αναφορικά με τη μείωση των γαστρορραγιών συγκριτικά με παραδοσιακά αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Ωστόσο, οι δύο κλινικές δοκιμές που παρουσιάζονταν συνδυαστικά στην δημοσίευση συνεχίστηκαν για 12 και 16 μήνες, αντίστοιχα. Σε διάστημα 12 έως 16 μηνών δεν υπήρχε καμία διαφορά σε σχέση με τις παρενέργειες στο γαστρεντερικό σύστημα ανάμεσα στους ασθενείς εκείνους που χρησιμοποιούσαν το celecoxib και στους χρήστες παραδοσιακών μη στεροειδών, αντιφλεγμονωδών φαρμάκων.[46]

Η έννοια του “ghostwriting” στο πλαίσιο της φαρμακοβιομηχανίας αναφέρεται στην πρακτική κατά την οποία οι εταιρίες, ή κάποιος που λειτουργεί εκ μέρους τους, προσλαμβάνουν συγγραφείς κειμένων ιατρικού ενδιαφέροντος προκειμένου να συντάξουν ένα ιατρικό άρθρο ή μία επιστολή, που θα βασίζεται σε ερευνητικά δεδομένα που ανήκουν στην εταιρία. Το άρθρο μεταβιβάζεται, στη συνέχεια, σε κάποιον ακαδημαϊκό ερευνητή που συμφωνεί να το υπογράψει, συνήθως έναντι αμοιβής ή για λόγους πρεστίζ που σχετίζονται με την απόκτηση περισσότερων δημοσιεύσεων. Όταν το άρθρο εντέλει τυπώνεται, δεν υπάρχει καμία αναγνώριση του ρόλου που έπαιξε ο αφανής συγγραφέας στην παραγωγή του. Η εταιρία Wyeth επιστράτευσε τέτοιους αφανείς κειμενογράφους, προκειμένου να διατηρήσει τα κέρδη ύψους 2 δις δολαρίων από τις ετήσιες πωλήσεις του Premarin και του Prempro, των δύο προϊόντων της που χρησιμοποιούνταν για θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (HRT), τόσο πριν όσο και μετά από τη δημοσίευση της Πρωτοβουλίας για την Υγεία των Γυναικών, η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι των φαρμάκων τύπου HRT υπερτερούν έναντι των πλεονεκτημάτων τους. Τα δικαστικά αρχεία καταδεικνύουν ότι οι αφανείς κειμενογράφοι έπαιξαν τεράστιο ρόλο, συντάσσοντας 26 επιστημονικές εργασίες που υποστήριζαν τη χρήση των φαρμάκων τύπου HRT. Τα άρθρα αυτά δεν αποκάλυπταν το ρόλο που έπαιξε η Wyeth στην παραγγελία και την πληρωμή της δουλειάς αυτής.[47]

Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα επιλεκτικής δημοσίευσης των αποτελεσμάτων κλινικών δοκιμών που έγιναν για λογαριασμό των φαρμακοβιομηχανιών και είχαν αρνητικά αποτελέσματα. Από τις 37 έρευνες για αντικαταθλιπτικά φάρμακα, τα αποτελέσματα των οποίων ο FDA χαρακτήρισε ως αρνητικά ή αμφισβητήσιμα, οι 22 δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ.[48] Η μη δημοσίευση όλων των δεδομένων μπορεί να οδηγήσει σε υπερκτίμηση της αποτελεσματικότητας του φαρμάκου και υποτίμηση των παρενεργειών του. Τα δημοσιευμένα στοιχεία υπερεκτίμησαν τα ωφέλη του αντικαταθλιπτικού reboxetine έναντι ψευδοφαρμάκων (placebo) έως και κατά 115%, ενώ υποτίμησαν και τους κινδύνους του.[49] Απόρρητα αρχεία της εταιρίας GlaxoSmithKline χρησιμοποιήθηκαν για να καταδείξουν τις αποκλίσεις ανάμεσα στα πραγματικά αποτελέσματα μιας έρευνας που εξέτασε την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της χρήσης του αντικαταθλιπτικού paroxetine σε εφήβους και στα αποτελέσματα που τελικά δημοσιεύτηκαν.[50] Η δημοσίευση ισχυριζόταν πως «το paroxetine δεν προκαλούσε σε γενικές γραμμές προβλήματα και ήταν αποτελεσματικό σε εφήβους με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή»[51]. Εν αντιθέσει, σύμφωνα με τα καθορισμένα από πρωτόκολλο πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια ερευνητικά αποτελέσματα, «δεν υπήρξε σημαντική διαφορά ως προς την αποτελεσματικότητα ανάμεσα στο paroxetine και τα ψευδοφάρμακα στα δύο πρωτοβάθμια και στα έξι δευτεροβάθμια αποτελέσματα», ενώ το paroxetine συσχετίστηκε με επιβλαβείς συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης μιας αύξησης του αυτοκτονικού ιδεασμού.[52]

Οι εταιρίες αναγνωρίζουν, τέλος, πως υπάρχει ένα κενό αξιοπιστίας όταν παρουσιάζουν απευθείας στους γιατρούς στοιχεία σχετικά με τα προϊόντα τους. Προκειμένου να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα, επιστρατεύουν γιατρούς και ερευνητές θεωρούμενους ως «διαμορφωτές της κοινής γνώμης». Η διατήρηση της ψευδαίσθησης ότι οι παραπάνω «διαμορφωτές» αποτελούν ανεξάρτητες πηγές πληροφόρησης είναι ζωτικής σημασίας για τις εταιρίες, προκειμένου να διατηρείται και η εμπιστοσύνη των γιατρών που παρακολουθούν τις παρουσιάσεις τους. Όταν όμως ένας τέτοιος «διαμορφωτής» αρχίζει να δρα ανεξάρτητα και να παρεκκλίνει από τις απόψεις που καλλιεργούν οι εταιρίες, τότε ακριβώς αρχίζει να αμφισβητείται και η αξία του για αυτές[53]. Ένας τέτοιος «διαμορφωτής» συνέταξε μια σειρά ιατρικών αναφορών σχετικά με ένα συγκεκριμένο φάρμακο κάποιας εταιρίας, στις οποίες, όπως αποκάλυψε, παρουσίαζε το προϊόν ως λιγότερο επωφελές συγκριτικά με ένα αντίστοιχο φάρμακο άλλης εταιρίας. Όταν οι ιατρικές αυτές αναφορές δημοσιεύτηκαν, οι προσκλήσεις που δεχόταν για να μιλήσει σε συνέδρια μειώθηκαν από 4 έως 6 μηνιαίως σε ουσιαστικά καμία[54].

Ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός

Σε μία αδημοσίευτη εργασία του, ο Βρετανός οικονομολόγος Alan Maynard αναφέρει:

«Η οικονομική θεωρία προβλέπει ότι οι εταιρίες θα επενδύουν στην αλλοίωση επιστημονικών δεδομένων κάθε φορά που οι ωφέλειες από μια τέτοια πρακτική υπερβαίνουν το κόστος. Εάν η ανακάλυψη των δεδομένων αυτών αναμένεται να επιφέρει υψηλό κόστος για τις ρυθμιστικές αρχές, τότε η αλλοίωσή τους μπορεί να είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη. Η επένδυση χρημάτων στην αλλοίωση των ερευνητικών δεδομένων, τόσο των κλινικών όσο των οικονομικών, αναμένεται να γίνεται κατά τρόπο λεπτομερή και συνολικό όσον αφορά τα φαρμακευτικά προϊόντα, καταλαμβάνοντας κάθε πτυχή των διαδικασιών αξιολόγησής τους. Οι επενδύσεις αυτού του είδους αναμένεται να είναι εκτεταμένες όσο οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε επιστημονικό επίπεδο και σε επίπεδο χάραξης πολιτικών διατηρούν τεχνοκρατικό και απόρρητο χαρακτήρα, καθιστώντας την ανακάλυψη των πραγματικών δεδομένων δυσχερή και δαπανηρή[55]».

Παρά το γεγονός ότι η φαρμακοβιομηχανία μοιάζει ανίκητη, η κρίση που αντιμετωπίζει προσφέρει την ευκαιρία να υποστηρίξουμε νέους τρόπους εισαγωγής στην αγορά φαρμάκων που θα είναι πιο οικονομικά και θα ανταποκρίνονται σε πραγματικές ιατρικές ανάγκες, κι όχι στο στόχο της μεγιστοποίησης των εταιρικών κερδών. Το Ινστιτούτο “Mario Negri” στην Ιταλία, που υφίσταται από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, έχει να παρουσιάσει έναν εναλλακτικό τρόπο διεξαγωγής φαρμακολογικών ερευνών. Αναλαμβάνει μεν την επ’ αμοιβή διεξαγωγή ερευνών για λογαριασμό φαρμακευτικών εταιριών, διατηρώντας όμως την ανεξαρτησία του, μέσω του σχεδιασμού των κλινικών ερευνών, της διεξαγωγής τους, της συλλογής και ανάλυσης των δεδομένων και της δημοσίευσης των απατελεσμάτων χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη της χρηματοδοτικής πηγής. Επιπλέον, το Ινστιτούτο δεν δέχεται αντί πληρωμής κάποια πατέντα επί των φαρμακευτικών προϊόντων ούτε απαιτεί κάποιο άλλου τύπου πνευματικό δικαίωμα, ενώ διαθέτει ελεύθερα τα ερευνητικά δεδομένα. Απορρίπτει, τέλος, κάθε χρηματοδότηση όταν το επιστημονικό προσωπικό του καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται να εξυπηρετήσει το συμφέρον της δημόσιας υγείας[56].

Αν και αξίζει να εφαρμόσουμε το μοντέλο του Ινστιτούτου “Mario Negri” σε ευρύτερη κλίμακα, παραμένει το ζήτημα της επιλογής των φαρμάκων στα οποία θα επικεντρωθεί η έρευνα, καθώς και της διαμόρφωσης της τελικής τους τιμής από τις εταιρίες. Για την αντιμετώπιση των παραπάνω υπάρχουν ορισμένες προτάσεις που κυκλοφορούν εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία, με στόχο αφενός να κατευθυνθεί η έρευνα και ανάπτυξη φαρμάκων στα προϊόντα που ανταποκρίνονται σε πραγματικές ιατρικές ανάγκες, αντί σε εκείνα που απλώς ενισχύουν τα εταιρικά κέρδη· αφετέρου να πηγάζουν τα έσοδα των εταιριών πρωτίστως από την θεραπευτική αξία των φαρμάκων κι όχι τόσο από τις τιμές τους. Ο γερουσιαστής των ΗΠΑ Bernie Sanders σύστησε νομοθετικά και αναθεώρησε τον «Ειδικό Λογαρισμών Βραβείων Ιατρικής Καινοτομίας», με στόχο την αποσύνδεση των κινήτρων για έρευνα και ανάπτυξη φαρμακευτικών εφαρμογών από τις υψηλές τιμές των φαρμάκων μέσω βραβείων που ενισχύουν την καινοτομία. «Τα παρεχόμενα κίνητρα μπορούν να συντείνουν σε σημαντικούς στόχους όπως προϊόντα που […] αντιμετωπίζουν τις ερευνητικές προτεραιότητες από τη σκοπιά της εξυπηρέτησης της υγείας[57]».

Υπάρχει, περαιτέρω, και η «θεωρία της δήμευσης» (“sequestration thesis”) που έχει διατυπωθεί από τον Arthur Schafer, Διευθυντή του «Κέντρου για την Επαγγελματική Δεοντολογία και τις Εφαρμογές της» στο Πανεπιστήμιο της Manitoba[58].  Σύμφωνα με την παραπάνω πρόταση, ένας δημόσιος οργανισμός όπως τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (National Institutes of Health) ή το αντίστοιχό του σε άλλα κράτη, θα οργάνωνε και θα διαχειριζόταν τις κλινικές έρευνες και τα δεδομένα που παράγονταν από αυτές, αντλώντας την χρηματοδότησή του από την φορολόγηση των φαρμακευτικών εταιριών και/ ή τα συνολικά φορολογικά έσοδα[59]. «Οι φαρμακευτικές εταιρίες δεν θα πλήρωναν πλέον άμεσα τους επιστήμονες για να αξιολογήσουν τα προϊόντα τους· αντιθέτως,  οι επιστήμονες θα εργάζονταν για λογαριασμό του ελεγκτικού οργανισμού».[60] Ο Dean Baker, συνιδρυτής του «Κέντρου Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας» της Ουάσινγκτον, προχωράει ακόμη περισσότερο υποστηρίζοντας ένα σύστημα σύμφωνα με το οποίο όλες οι κλινικές έρευνες θα χρηματοδοτούνται από το δημόσιο, με το κόστος τους στις ΗΠΑ να καλύπτεται μέσω των χαμηλότερων τιμών για τα φάρμακα που υπάγονται στο πρόγραμμα Medicare και σε άλλα δημόσια προγράμματα πρόνοιας*.[61]

[*Σ.τ.Μ: Αναφέρεται σε δημόσια προγράμματα πρόνοιας, μέσω των οποίων το κράτος αναλαμβάνει την κάλυψη μέρους της φαρμακευτικής δαπάνης για συγκεκριμένα φάρμακα. Η πρόταση του Dean Baker σημαίνει την προνομιακή ένταξη των φαρμάκων που θα παράγονται στις ΗΠΑ από δημόσια έρευνα στα παραπάνω προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας].

Ορισμένα εθνικά συστήματα υγείας έχουν σημειώσει σχετική επιτυχία στον έλεγχο των συνολικών φαρμακευτικών δαπανών μέσω ποικίλων μηχανισμών. Ο Καναδάς έχει θεσπίσει ένα ανώτατο όριο για την τιμή εισαγωγής στην αγορά νέων φαρμάκων στα οποία αναγνωρίζεται πατέντα.[62] Κατ’ αποτέλεσμα, οι τιμές των επώνυμων φαρμάκων είναι, κατά μέσο όρο, περίπου 50% χαμηλότερες από τις αντίστοιχες τιμές στις ΗΠΑ.[63] Παρόλα αυτά, η τιμή αναφοράς που χρησιμοποιεί ο Καναδάς για την τιμολόγηση των φαρμάκων είναι ο μέσος όρος της τιμής τους σε 7 άλλες χώρες, μεταξύ των οποίες ορισμένες από τι πιο ακριβές στον κόσμο· αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι φαρμακευτικές δαπάνες στον Καναδά αντιστοιχούν σε 713$ κατά κεφαλήν, ποσό που κατατάσσει τον Καναδά στην 4η θέση των χωρών που ξοδεύουν περισσότερα για φάρμακα[64]. Η Αυστραλία, με το «Πρόγραμμα Φαρμακευτικής Πρόνοιας», που καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού, διαπραγματεύεται τις τιμές των φαρμάκων σε εθνικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, η Αυστραλία επιτυγχάνει τιμές για επώνυμα φάρμακα που είναι 9-10% χαμηλότερες από αυτές του Καναδά[65]. Η Νέα Ζηλανδία είναι ακόμη πιο επιθετική καθώς χρησιμοποιεί το σύστημα της κατάθεσης ανταγωνιστικών προσφορών για την εισαγωγή των γενοσήμων, ενώ τιμολογεί τα επώνυμα φάρμακα με ένα σύστημα τιμών αναφοράς. Με το σύστημα τιμολόγησης βάσει τιμών αναφοράς ομαδοποιούνται σε μια κατηγορία όλα τα φάρμακα που έχουν ισοδύναμο θεραπευτικό αποτέλεσμα για ένα ορισμένο πρόβλημα υγείας και έπειτα η κυβέρνηση πληρώνει για τον ασφαλισμένο μόνο το φθηνότερο φάρμακο της κατηγορίας. Μέσω των δύο αυτών τεχνικών και μερικών ακόμη μέτρων, η Νέα Ζηλανδία πλήρωσε το 2012 μόλις 777 εκατομμύρια NZ$, αντί να δαπανήσει 2.34 δισεκατομμύρια, όπως αναμενόταν, βάσει του ρυθμού αύξησης της φαρμακευτικής δαπάνης που είχε η χώρα κατά το 2000[66].

Ωστόσο, παρά τις όποιες επιτυχίες στον περιορισμό των συνολικών δαπανών, καμία αναπτυγμένη χώρα δεν έχει δείξει πρόθυμη να ανφισβητήσει το υπάρχον καθεστώς προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, το οποίο παραχωρεί μονοπώλια για πάνω από 20 χρόνια και αποκλείει από την αγορά τα πιο φθηνά γενόσημα φάρμακα. Όλα τα συστήματα εποπτείας της αγοράς φαρμάκων χρηματοδοτούνται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό μέσω ανταποδοτικών τελών, με αποτέλεσμα να υποθάλπεται έτσι ένα σύστημα που καθιστά τις εποπτικές αρχές ευεπηρέαστες απένταντι στις ανάγκες της φαρμακοβιομηχανίας για ταχεία έγκριση νέων προϊόντων. Εν τέλει, η διεξαγωγή των κλινικών μελετών παραμένει σε όλο τον κόσμο υπό τον έλεγχο των φαρμακευτικών εταιριών. Η προώθηση των φαρμάκων τόσο στους επαγγελματίες υγείας όσο και στους καταναλωτές είναι – ακόμη και σε χώρες όπως η Νέα Ζηλανδία – ζήτημα ανεπαρκώς ρυθισμένο, με αποτέλεσμα η γνώση τόσο αυτών που συνταγογραφούν τα φάρμακα όσο και των ασθενών να παραμένει περιορισμένη.

Οι φαρμακευτικές εταιρίες είναι εξαιρετικά ισχυρές λόγω του πλούτου τους. Συγκεντρώνουν τόση δύναμη με την ενεργό σύμπραξη των ρυθμιστικών αρχών και των κυβερνήσεων που εποπτέουν τις αρχές αυτές. Η εισαγωγή ενός συστήματος χρηματοδότησης μέσω ανταποδοτικών τελών σήμανε ότι -για οργανισμούς όπως ο FDA-προτεραιότητα έχουν πλέον οι αξίες της ελεύθερης αγοράς και όχι η δημόσια υγεία. Στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου, τα φάρμακα εγκρίνονται πλέον με όλο και λιγότερα αποδεικτικά στοιχεία και  το αποτέλεσμα είναι κακής ποιότητας θεραπευτικές αγωγές και περισσότερα προβλήματα ασφάλειας των φαρμάκων που κυκλοφορούν στην αγορά. Η εντατικοποίηση της προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας μέσω διεθνών και διμερών εμπορικών συμφωνιών προστατεύει τα εταιρικά κέρδη, αλλά σημαίνει ότι περιορίζεται σε παγκόσμια κλίματα η πρόσβαση σε απαραίτητα φάρμακα, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Στην τελική, η φαρμακοβιομηχανία μπορεί να χειραγωγεί τη γνώση σχετικά με την αξία των φαρμακευτικών προϊόντων βλάπτοντας όχι μόνο την γνώση των ιατρών, αλλά –το σημαντικότερο- βλάπτοντας την υγεία των ανθρώπων. Την ίδια στιγμή που η φαρμακοβιομηχανία αναπτύσσει νέες μεθόδους για να αντιμετωπίσει την εσωτερική της κρίση, μια κρίση που είναι εγγενής στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής φαρμάκων, υπάρχουν και σοβαρές προτάσεις για το πώς να κάμψουμε την ισχύ της και να διασφαλίσουμε ότι τα φάρμακα αναπτύσσονται και τιμολογούνται κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες της υγείας κι όχι απλώς στην ανάγκη για μεγαλύτερα κέρδη.


*O Joel Lexchin διδάσκει πολιτικές για την υγεία στο Πανεπιστήμιο του York και είναι γιατρός επειγόντων περιστατικών στην ιατρική – ερευνητική οργάνωση “University Health Care” στο Toronto. Το παρόν άρθρο αποτελεί διασκευή αποσπάσματος από το βιβλίο “Η Ιατρική Περίθαλψη στο χειρουργικό κρεβάτι: Υπερβαίνοντας τον Καπιταλισμό για το καλό της Υγείας μας» του Howard Waitzkin, που είναι διαθέσιμο από τις εκδόσεις του Monthly Review.

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

[1] Harriet Washington, Deadly Monopolies(New York: Anchor, 2011); Richard Anderson, “Pharmaceutical Industry Gets High on Fat Profits,” BBC News, November 6, 2014.

Donald W. Light and Joel Lexchin, “Foreign Free Riders and the High Price of US Medicines,” BMJ331 (2005): 958–60.

[3] Prescrire Editorial Staff, “New Drugs and Indications in 2014,” Prescrire International24 (2015): 107–10.

[4] Joseph A. DiMasi, Henry G. Grabowski, and Ronald W. Hansen, “Innovation in the Pharmaceutical Industry: New Estimates of R&D costs,” Journal of Health Economics47 (2016): 20–33.

[5] Donald W. Light and Rebecca N. Warburton, “Extraordinary Claims Require Extraordinary Evidence,” Journal of Health Economics24 (2005): 1030–33.

[6] Stanley Finkelstein and Peter Temin, Reasonable Rx: Solving the Drug Price Crisis(Upper Saddle River, NJ: FT, 2008).

[7] Greg Miller, “Is Pharma Running Out of Brainy Ideas?” Science329 (2010): 502–04; David Holmes, “Skies Darken Over Drug Companies,” Lancet 379 (2012): 1863–64.

[8] Pedro Cuatrecasas, “Drug Discovery in Jeopardy,” Journal of Clinical Investigation 116 (2006): 2837–42.

[9] Belen Pedrique, Nathalie Strub-Wourgaft, Claudette Some, Piero Olliaro, Patrice Trouiller, Nathan Ford, Bernard Pécoul, and Jean-Hervé Bradol, “The Drug and Vaccine Landscape for Neglected Diseases (2000–11): A Systematic Assessment,” Lancet Global Health 1 (2013): e371–79.

[10] Daniel M. Hartung, Dennis N. Bourdette, Sharia M. Ahmed, and Ruth H. Whitham, “The Cost of Multiple Sclerosis Drugs in the US and the Pharmaceutical Industry,” Neurology 84 (2015): 2815–22.

[11] Andrew Pollack, “Doctors Denounce Cancer Drug Prices of $100,000 a Year,” New York Times, April 25, 2013.

Hank McKinnell, A Call to Action: Taking Back Healthcare for Future Generations(New York: McGraw Hill, 2005).

[13] World Health Organization, The World Medicines Situation(Geneva: WHO, 2004).

[14] Patricia McGettigan, Peter Roderick, Rushikesh Mahajan, Abhay Kadam, and Allyson M. Pollock, “Use of Fixed Dose Combination (FDC) Drugs in India: Central Regulatory Approval and Sales of FDCs Containing Non-Steroidal Anti-Inflammatory Drugs (NSAIDs), Metformin, or Psychotropic Drugs,” PLoS Medicine12 (2015): e1001826.

[15] Courtney Davis and John Abraham, Unhealthy Pharmaceutical Regulation: Innovation, Politics and Promissory Science(Hampshire, UK: Palgrave Macmillan, 2013).

[16] John Abraham, “Sociology of Pharmaceuticals Development and Regulation: A Realist Empirical Research Programme,” Sociology of Health & Illness 30 (2008): 869–85.

[17] Davis and Abraham, Unhealthy Pharmaceutical Regulation.

[18] James L. Zelenay, Jr. “The Prescription Drug User Fee Act: Is a Faster Food and Drug Administration Always a Better Food and Drug Administration?” Food and Drug Law Journal60 (2005): 261–338.

[19] John Abraham, Science, Politics and the Pharmaceutical Industry: Controversy and Bias in Drug Regulation(London: UCL Press, 1995).

[20] Daniel Carpenter, Evan James Zucker, and Jerry Avorn, “Drug-Review Deadlines and Safety Problems,” New England Journal of Medicine 358 (2008):1354–61.

[21] John Abraham and Graham Lewis, “Europeanization of Medicines Regulation,” in John Abraham and Helen Lawton Smith, eds., Regulation of the Pharmaceutical Industry(Hampshire, UK: Palgrave Macmillan, 2003), 42–81.

βλ. 21

[23] House of Commons, Health Committee, The Influence of the Pharmaceutical Industry: Fourth Report of Session 2004–05, vol. 1 (London: Stationery Office Limited, April 5, 2005).

[24] Joel Lexchin, “Pharmaceuticals, Patents and Politics: Canada and Bill C-22,” International Journal of Health Services 23 (1993): 147–60.

[25] Ameet Sarpatwari, Jerry Avorn, and Aaron S Kesselheim, “Progress and Hurdles for Follow-On Biologics,” New England Journal of Medicine 372 (2015): 2380–82.

[26] James Love, “TPP, Designed to Make Medicine More Expensive, Reforms More Difficult,” Medium, June 8, 2015, http://medium.com.

[27] Kazi Stastna, “Eli Lilly Files $500M NAFTA Suit Against Canada Over Drug Patents,” CBC News, September 13, 2013.

[28] Hazel Moir, Deborah H. Gleeson, Brigitte Tenni, and Ruth Lopert, Assessing the Impact of Alternative Patent Systems on the Cost of Health Care: The TPP and HIV Treatment in Vietnam (Sydney: Asia-Pacific Innovation Conference, 2014).

[29] Peter Drahos, “Expanding Intellectual Property’s Empire: The Role of FTAs,” International Centre for Trade and Sustainable Development, November 2003, http://ictsd.org.

[30] Jean O. Lanjouw and William Jack, “Trading Up: How Much Should Poor Countries Pay to Support Pharmaceutical Innovation?” CGD Brief 4 (2004): 1–7

[31] Campaign for Access to Essential Medicines, Untangling the Web of Antiretroviral Price Reductions(Geneva: Médecins Sans Frontières, 2010).

[32] Ellen ’t Hoen, “TRIPS, Pharmaceutical Patents, and Access to Essential Medicines: A Long Way from Seattle to Doha,” Chicago Journal of International Law 3 (2002): 27–48.

[33] Stephanie Rosenberg, “Comparative Chart of Pharmaceutical Patent and Data Provisions in the TRIPS Agreement, Free Trade Agreements Between Trans-Pacific FTA Negotiating Countries and the U.S., and the U.S. Proposal to the Trans-Pacific FTA,” Public Citizen, November 8, 2012, http://citizen.org.

[34] Youn Jung and Soonman Kwon, “The Effects of Intellectual Property Rights on Access to Medicines and Catastrophic Expenditure,” International Journal of Health Services 45 (2015): 507–29.

[35] Ellen ‘t Hoen, The Global Politics of Pharmaceutical Monopoly Power: Drug Patents, Access, Innovation and the Application of the WTO Doha Declaration on TRIPS and Public Health (Diemen: AMB, 2009).

[36] “’We Didn’t Make This Medicine for Indians…We Made It for Western Patients Who Can Afford It’: Pharmaceutical Chief Tries to Stop India Replicating Its Cancer Treatment,” Daily Mail, January 24, 2014.

[37] Writing Group for the Women’s Health Initiative Investigators, “Risks and Benefits of Estrogen Plus Progestin in Healthy Postmenopausal Women: Principal Results from the Women’s Health Initiative Randomized Controlled Trial,” JAMA 288 (2002): 321–33.

[38] Adam L. Hersh, Marcia L. Stefanick, and Randall S. Stafford, “National Use of Postmenopausal Hormone Therapy: Annual Trends and Response to Recent Evidence,” JAMA 291 (2004): 47–53.

[39] Marc-André Gagnon, The Nature of Capital in the Knowledge-Based Economy: The Case of the Global Pharmaceutical Industry (Toronto: York University Press, 2009).

[40] Antonio Nieto, Angel Mazon, Rafael Pamies, Juan J. Linana, Amparo Lanuza, Fernando Oliver Jiménez, Alejandra Medina-Hernandez, and Javier Nieto, “Adverse Effects of Inhaled Corticosteroids in Funded and Nonfunded Studies,” Archives of Internal Medicine 167 (2007): 2047–53.

[41] Joseph A DiMasi, “Success Rates for New Drugs Entering Clinical Testing in the United States,” Clinical Pharmacology & Therapeutics 58 (1995): 1–14; Bruce M. Psaty and Drummond Rennie, “Stopping Medical Research to Save Money: A Broken Pact with Researchers and Patients,” JAMA 289 (2003): 2128–31.

[42] “WMA Declaration of Helsinki: Ethical Principles For Medical Research Involving Human Subjects,” World Medical Association, March 29, 2017.

[43] βλ. 42.

[44] Bruce M. Psaty and Richard A. Kronmal, “Reporting Mortality Findings in Trials of Rofecoxib for Alzheimer Disease or Cognitive Impairment: A Case Study Based on Documents from Rofecoxib Litigation,” JAMA 299 (2008): 1813–17.

[45] Peter Lurie and Sidney M. Wofle, “Misleading Data Analyses in Salmeterol (SMART) Study,” The Lancet 366 (2005): 1261–62.

[46] James M. Wright, Thomas L. Perry, Kenneth L. Bassett, and G. Keith Chambers, “Reporting of 6-Month vs 12-Month Data in a Clinical Trial of Celecoxib,” JAMA 286 (2001):2398–99.

[47] Natasha Singer, “Medical Papers by Ghostwriters Pushed Therapy,” New York Times, August 5, 2009.

[48] Eric H. Turner, Annette M. Matthews, Efthia Linardatos, Robert A. Tell, and Robert Rosenthal, “Selective Publication of Antidepressant Trials and Its Influence on Apparent Efficacy,” New England Journal of Medicine 358 (2008): 252–60.

[49] Dirk Eyding, Monika Lelgemann, Ulrich Grouven, Martin Härter, Mandy Kromp, Thomas Kaiser, Michaela F. Kerekes, Martin Gerken, and Beate Wiseeler, “Reboxetine for Acute Treatment of Major Depression: Systematic Review and Meta-Analysis of Published and Unpublished Placebo and Selective Serotonin Reuptake Inhibitor Controlled Trials,” BMJ 341 (2010): e4737.

[50] Jon Jureidini, Leeman B. McHenry, and Peter R Mansfield, “Clinical Trials and Drug Promotion: Selective Reporting of Study 329,” International Journal of Risk & Safety in Medicine 20 (2008): 73–81.

 [51] Martin B. Keller, Neal D. Ryan, Michael Strober et al., “Efficacy of Paroxetine in the Treatment of Adolescent Major Depression: A Randomized, Controlled Trial,” Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry 40 (2001): 762–72.

[52] S. Swaroop Vedula, Lisa Bero, Roberta W Scherer, and Kay Dickersin, “Outcome Reporting in Industry-Sponsored Trials of Gabapentin for Off-Label Use,” New England Journal of Medicine 361 (2009): 1963–71.

[53] Sergio Sismondo, “‘You’re Not Just a Paid Monkey Reading Slides’: How Key Opinion Leaders Explain and Justify Their Work,” Edmund J. Safra Working Papers, Harvard University, No. 26 (2013).

[54] John W. Norton, “Is Academic Medicine for Sale?” New England Journal of Medicine 343 (2000): 508.

[55] Alan Maynard, personal communication with the author, 2001.

[56] Donald W. Light and Antonio F. Maturo, Good Pharma: The Public-Health Model of the Mario Negri Institute (New York: Palgrave Macmillan, 2015).

[57] James Love, What’s Wrong with Current System of Funding R&D, and What Are Ideas for Reforms? (Washington, D.C.: Knowledge Ecology International, 2015).

[58] Arthur Schafer, “Biomedical Conflicts of Interest: A Defence of the Sequestration Thesis—Learning From the Cases of Nancy Olivieri and David Healy,” Journal of Medical Ethics 30 (2004): 8–24.

[59] Tracy R. Lewis, Jerome H. Reichman, and Anthony Deh-Chuen So, “The Case for Public Funding and Public Oversight of Clinical Trials,” Economists’ Voice 4 (2007): 1–4; Marcia Angell, The Truth About the Drug Companies: How They Deceive Us and What to Do About It (New York: Random House, 2004).

[60] Lewis, Reichman, and So, “The Case for Public Funding and Public Oversight of Clinical Trials.”

[61] Dean Baker, “The Benefits and Savings from Publicly Funded Clinical Trials of Prescription Drugs,” International Journal of Health Services 38 (2008): 731–50.

[62] Patented Medicine Prices Review Board, Annual Report 2016 (Ottawa: PMRPB, 2017), http://pmprb-cepmb.gc.ca.

[63] Patented Medicine Prices Review Board, Annual Report 2012 (Ottawa: PMPRB, 2013).

[64] Organization for Economic Co-operation and Development, Health at a Glance 2015: OECD Indicators (Paris: OECD, 2015).

[65] Productivity Commission, 2003, Evaluation of the Pharmaceutical Industry Investment Program, Research Report (Canberra: AusInfo, 2003)

[66] Pharmaceutical Management Agency, Annual Review 2012 (Wellington: PHARMAC, 2013), http://pharmac.govt.nz.