Οι ΗΠΑ παρέχουν στρατιωτική ενίσχυση στο 73% των δικτατορικών καθεστώτων του πλανήτη

Για δεκαετίες, οι Αμερικανοί πολίτες έχουν ακούσει επανειλημμένα από την κυβέρνησή τους και τα ιδιωτικά ΜΜΕ ότι το κίνητρο για τις πολεμικές επιθέσεις που εξαπολύει ο πρόεδρός τους είναι γενικά η ανάγκη αντίδρασης απέναντι σε επιθετικές ή καταπιεστικές πράξεις διαφόρων «σατανικών δικτατόρων». Μας είπαν ότι έπρεπε να εισβάλουμε στο Ιράκ επειδή ο Σαντάμ Χουσεϊν ήταν ένας σατανικός δικτάτορας. Έπρεπε να βομβαρδίσουμε την Λιβύη, επειδή ο Μουαμάρ Καντάφι ήταν ένας σατανικός δικτάτορας, αποφασισμένος να αιματοκυλήσει το λαό του. Σήμερα, φυσικά, μας λένε ότι θα πρέπει να στηρίξουμε τους αντάρτες στη Συρία, επειδή ο Μπασάρ Αλ-Άσσαντ είναι ένας σατανικός δικτάτορας και ότι θα πρέπει να ακονίσουμε τα σπαθιά μας ενάντια στον Κιμ Γιονγκ-Ουν της Βόρειας Κορέας και τον Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας, επειδή είναι και αυτοί σατανικοί δικτάτορες.

Τα παραπάνω αποτελούν μέρος της γενικότερης ρητορικής των κυρίαρχων, ιδιωτικών ΜΜΕ – η οποία συνήθως δεν αμφισβητείται από κανέναν – που υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ ηγούνται του συνασπισμού των «Δυτικών δημοκρατιών» σε έναν παγκόσμιο αγώνα ενάντια στην τρομοκρατία και τον ολοκληρωτισμό, με στόχο την προαγωγή της δημοκρατίας.

Θέτω ένα απλό ερώτημα: Είναι αληθή τα παραπάνω; Η κυβέρνηση των ΗΠΑ αντιτίθεται όντως στα δικτατορικά καθεστώτα και προασπίζεται την δημοκρατία ανά τον πλανήτη, όπως μας έχουν πει επανειλημμένως;

Η εξεύρεση της αλήθειας δεν είναι εύκολη υπόθεση, όμως ομοσπανδιακές πηγές μας δίνουν μιαν απάντηση: Όχι. Σύμφωνα με το σύστημα της οργάνωσης Freedom House για την αξιολόγηση των πολιτικών δικαιωμάτων ανά τον κόσμο, υπάρχουν 49 κράτη στον πλανήτη, τα καθεστώτα των οποίων, με βάση τα στοιχεία του 2015, μπορούν σε γενικές γραμμές να χαρακτηριστούν «δικτατορικά». Σύμφωνα με τα δημοσιονομικά στοιχεία του 2015, του τελευταίου έτους για το οποίο έχουμε μέχρι στιγμής δημοσιευμένα στοιχεία, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ παρείχε στρατιωτική στήριξη σε 36 από τα καθεστώτα αυτά, με την ευγενική χορηγία των φόρων που πληρώνετε. Οι ΗΠΑ στηρίζουν αυτή τη στιγμή πάνω από το 73% των δικτατορικών καθεστώτων που υπάρχουν στον κόσμο!

Οι περισσότεροι πολιτικοποιημένοι άνθρωποι γνωρίζουν μερικές από τις πιο δημοσιοποιημένες περιπτώσεις, όπως την στρατιωτική ενίσχυση δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων που παρέχεται στην παγκόσμια πρωτεύουσα των αποκεφαλισμών, τη μισογύνικη μοναρχία της Σαουδικής Αραβίας και την καταπιεστική στρατιωτική δικτατορία που έχει πλέον την εξουσία στην Αίγυπτο. Παρόλα αυτά, οι απολογητές της ιμπεριαλιστικής εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας πιθανώς να προσπαθήσουν να δικαιολογήσουν μια τέτοια είδους στήριξη, υποστηρίζοντας πως η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος αποτελούν τις εξαιρέσεις στον κανόνα. Θα υποστηρίξουν, πιθανώς, ότι τα γενικότερα εθνικά μας συμφέροντα στη Μέση Ανατολή απαιτούν να παραβλέψουμε προς το παρόν την καταπιεστική φύση των συγκεκριμένων κρατών, προκειμένου να εξυπηρετήσουμε ένα ευρύτερο, δημοκρατικό σχέδιο σε ένα μεταγενέστερο, τελικό στάδιο.

Μια τέτοια ανοησία θα μπορούσε να δεχτεί κριτική από πολλές οπτικές, ξεκινώντας πρώτα από όλα από τον ταξικά μεροληπτικό τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνεται το τι συνιστά «εθνικό συμφέρον» των ΗΠΑ. Η έρευνά μου, όμως, για την στήριξη των ΗΠΑ στα δικτατορικά καθεστώτα ανά τον κόσμο αποδεικνύει ότι οι ενισχύσεις που παρέχει η κυβέρνησή μας στη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο δεν αποτελούν επ’ουδενί εξαίρεση στον κανόνα. Είναι ο κανόνας.

Πηγές και Μεθοδολογία της έρευνας

Δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρω πόσα από τα δικτατορικά καθεστώτα στον πλανήτη υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ. Από ότι φαίνεται κανείς δεν συγκεντρώνει ή διατηρεί μια λίστα, οπότε έπρεπε να το κάνω μόνος μου. Να λοιπόν πώς κατέληξα στο συμπέρασμά μου:

Βήμα 1ο: Καθόρισα πόσες από τις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο μπορούν σε γενικές γραμμές να χαρακτηριστούν δικτατορικές.

Ένας κοινώς αποδεκτός ορισμός της «δικτατορίας» είναι ότι πρόκειται για ένα σύστημα διακυβέρνησης στο οποίο ένα πρόσωπο ή μια μικρή ομάδα διαθέτει απόλυτη κρατική εξουσία, καθοδηγώντας, κατά συνέπεια, όλες τις κρατικές πολιτικές επιλογές και τις σημαντικές κυβερνητικές πράξεις – στερώντας από το λαό τη δυνατότητα να αλλάξει αυτές τις πολιτικές ή να αντικαταστήσει τους κυβερνώντες με άλλα μέσα πέρα από την επανάσταση ή το πραξικόπημα. Εξέτασα, αρχικά, πολλές ιστοσελίδες και οργανώσεις που ισχυρίζονταν ότι διαθέτουν λίστες των δικτατοριών που υπάρχουν ανά τον κόσμο, όμως οι περισσότερες είτε ήταν παρωχημένες είτε περιλάμβαναν μόνο τους «χειρότερους δικτάτορες» του κόσμου είτε είχαν παρόμοιες αδυναμίες, ή/και γενικότερα δεν περιέγραφαν με κάποιο τρόπο τη μεθοδολογία που ακολούθησαν προκειμένου να φτάσουν στη συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση. Ξέμεινα,εντέλει, με βασική πηγή τις ετήσιες εκθέσεις «Για την Ελευθερία στον Κόσμο» που δημοσιεύει η οργάνωση Freedom House, καθώς διέθετε την πιο εμπεριστατωμένη λίστα.

Αυτό δεν ήταν απολύτως ικανοποιητικό, καθώς η Freedom House μεροληπτεί ξεκάθαρα υπέρ των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης των ΗΠΑ[1]. Για παράδειγμα, κατατάσσει την Ρωσία στην κατηγορία των δικτατοριών. Στην εισαγωγή της έκθεσης «Για την Ελευθερία στον κόσμο» το 2017, εκφράζει την άποψη ότι «η Ρωσία, μέσω σοκαριστικών επιδείξεων ύβρεως και επιθετικότητας, παρενέβη στις εσωτερικές πολιτικές διαδικασίες των ΗΠΑ και άλλων δημοκρατιών, κλιμάκωσε την στρατιωτική της στήριξη προς το δικτατορικό καθεστώς του Άσσαντ στη Συρία και εδραίωσε την παράνομη κατοχή της σε περιοχές της Ουκρανίας». Μια πιο αντικειμενική οπτική θα παρατηρούσε ότι οι ισχυρισμοί περί ανάμειξης της ρωσικής κυβέρνησης στις αμερικανικές εκλογές δεν έχουν αποδειχθεί (εκτός κι αν έχει κανείς την τάση να δέχεται ανεπιφύλακτα ότι υποστηρίζουν ορισμένες μυστικές υποηρεσίες των ΗΠΑ)· ότι η αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ κυβέρνηση της Συρίας ζήτησε επισήμως την βοήθεια της Ρωσίας, κατά τρόπο σύμφωνο προς το διεθνές δίκαιο (σε αντίθεση με ότι ισχύει για τις επιθετικές πράξεις των ΗΠΑ και την στήριξή τους στην εκεί συντελούμενη εξέγερση)· θα αναγνώριζε τουλάχιστον ότι η ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία έλαβε χώρα εντός του γενικότερου πλαισίου της ξεδιάντροπης στήριξης που παρείχαν οι ΗΠΑ στο συντελούμενο στη χώρα πραξικόπημα.

Μολαταύτα, οι εκθέσεις της Freedom House φαίνεται πως είναι οι καλύτερες (αν όχι οι μόνες) εμπεριστατωμένες «μετρήσεις» της κατάστασης των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, που καλύπτουν κάθε κράτος στον κόσμο. Η οργάνωση χρησιμοποιεί μία ομάδα 130 περίπου αναλυτών από το εσωτερικό και το εξωτερικό, ειδικούς συμβούλους από τον ακαδημαϊκό χώρο, επιστημονικά επιτελεία και κοινότητες προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίοι φέρονται να αξιοποιούν μια ευρεία γκάμα πηγών, που περιλαμβάνει ειδησεογραφικά άρθρα, ακαδημαϊκές μελέτες, εκθέσεις μη κυβερνητικών οργανισμών και προσωπικές συνεντεύξεις. Οι «μετρήσεις» των αναλυτών συζητιούνται και υποστηρίζονται στις ετήσιες απολογιστικές συναντήσεις, που οργανώνονται για κάθε περιοχή του πλανήτη και παρακολουθούνται από το προσωπικό της Freedom House και από ένα πάνελ ειδικών. Οι τελικές «μετρήσεις» αποτυπώνουν την κοινή άποψη των αναλυτών, των ειδικών συμβούλων και του προσωπικού, ενώ σκοπός τους είναι η δυνατότητα σύγκρισης των στοιχείων από έτος σε έτος, αναφορικά με κράτη και ευρύτερες περιοχές. Η Freedom House αναγνωρίζει ότι «παρά το γεγονός ότι το στοιχείο της υποκειμενικότητας υπάρχει αναπόφευκτα σε ένα τέτοιου είδους εγχείρημα, κατά τη διαδικασία των αξιολογήσεων δίνεται έμφαση στη μεθοδολογική συνέπεια, τη διανοητική αυστηρότητα και τις δίκαιες, αμερόληπτες κρίσεις».

Καθένας μπορεί να διατηρεί τις αμφιβολίες του, όμως θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι η προφανής μεροληψία της Freedom House απέναντι στις ΗΠΑ στην πραγματικότητα εξυπηρετεί ακόμη περισσότερο τους σκοπούς της δικής μου έρευνας. Αν η ομάδα των ειδικών της ΜΚΟ κλίνει προς μια πιο ευνοϊκή για την κυβέρνηση των ΗΠΑ οπτική των πραγμάτων, αυτό σημαίνει ότι πιθανότατα θα ενέδιδε στον πειρασμό να μην εντάξει κράτη που στηρίζονται από τις ΗΠΑ στην κατηγορία των δικτατοριών. Κοντολογίς, εάν μέχρι και η Freedom House κατατάσσει μια κυβέρνηση που στηρίζεται από τις ΗΠΑ στις δικτατορίες, τότε μπορεί να είναι κανείς αρκετά σίγουρος ότι, εν προκειμένω, ο χαρακτηρισμός αυτός ευσταθεί.

Στην παρούσα έρευνα, έχω χρησιμοποιήσει την έκθεση της Freedom House «για την Ελευθερία στον κόσμο» του έτους 2016, παρά το γεγονός ότι έχει δημοσιευθεί και η έκθεσή της για το 2017. Το έκανα αυτό επειδή η έκθεση του 2016 αποτυπώνει την αξιολόγησή της για την κατάσταση των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών όπως αυτή είχε το 2015, πράγμα που αντιστοιχεί χονδρικά με τα στοιχεία για την στρατιωτική ενίσχυση και τις πωλήσεις όπλων των ΗΠΑ, που είναι διαθέσιμα για το δημοσιονομικό έτος 2015 (1 Οκτώβρη 2014 – 30 Σεπτέμβρη 2015) και το ημερολογιακό έτος 2015. (Θα συντάξω μία ανανεωμένη έκθεση μόλις δημοσιευθούν τέτοιου είδους στοιχεία για το δημοσιονομικό έτος 2016).

Για την εκτίμηση της κατάστασης των «πολιτικών δικαιωμάτων» και «ατομικών ελευθεριών» σε ένα κράτος, η Freedom House χρησιμοποιεί ένα βαθμολογικό σύστημα, προκειμένου να αξιολογήσει κάθε χώρα ως «ελεύθερη», «μερικώς ελεύθερη», και «ανελεύθερη», με κάθε κατηγορία να γνωρίζει και εσωτερική διαβάθμιση ανάλογα με τη βαθμολογία κάθε κράτους. Η οργάνωση περιγράφει το βαθμολογικό της σύστημα ως εξής: «Μία χώρα ή μια περιοχή λαμβάνει δύο βαθμολογίες (από το 7 έως το 1) – μία για τα πολιτικά δικαιώματα και μία για τα ατομικά -, που βασίζονται στις συνολικές βαθμολογίες που κατέγραψε η χώρα στα συγκεκριμένα ερευνητικά ερωτήματα, που αφορούσαν την κατηγορία των πολιτικών ή των ατομικών δικαιωμάτων αντίστοιχα. Κάθε συνολική βαθμολογία κυμαίνεται από το 1 έως το 7, με το 1 να αντιπροσωπεύει τον ύψιστο βαθμό ελευθερίας και το 7 τον χαμηλότερο, και αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη γκάμα βαθμολογήσεων στα επιμέρους ερωτήματα».

Προκειμένου να καθορίσω στην έρευνά μου ποιες χώρες μπορούν να χαρακτηριστούν δικτατορικές, επικεντρώθηκα μόνο στις βαθμολογίες τους αναφορικά με την κατάσταση των «πολιτικών δικαιωμάτων» και κατέταξα τα κράτη που έχουν αξιολογηθεί με 6 ή 7 στην κατηγορία των δικτατοριών. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι τα ατομικά δικαιώματα δεν έχουν σημασία, όμως το ζητούμενο στην παρούσα έρευνα είναι η αξιολόγηση του βαθμού της απολυταρχίας της πολιτικής ηγεσίας μιας χώρας, όχι η αξιολόγηση στοιχείων όπως η ελευθερία της έκφρασης, του τύπου κλπ. Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, όπως είναι φυσικό, τα κράτη με χαμηλές βαθμολογίες στον τομέα των πολιτικών δικαιωμάτων έχουν χαμηλές βαθμολογίες και στον τομέα των ατομικών δικαιωμάτων. Μια αξιολόγηση, όμως, της κατάστασης των πολιτικών δικαιωμάτων σε μία χώρα με βαθμό 6 ή 7 αντιστοιχεί πολύ περισσότερο στον ορισμό που δώσαμε για τα δικτατορικά καθεστώτα, σύμφωνα με το χαρακτηρισμό που δίνει η Freedom House για κάθε βαθμολογία:

6 – «Τα κράτη και οι περιοχές με βαθμολογία 6 αναγνωρίζουν πολύ περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα. Η διακυβέρνηση ασκείται από ένα μοναδικό κόμμα ή από στρατιωτικές δικτατορίες, από θρησκευτικές ιεραρχίες ή απόλυτους μονάρχες. Πιθανώς να αναγνωρίζουν ορισμένα πολιτικά δικαιώματα, όπως κάποιας μορφής αντιπροσώπευση ή αυτονομία για τις μειονότητες, ενώ μερικά από αυτά τα καθεστώτα είναι παραδοσιακές μοναρχίες, που ανέχονται την ύπαρξη πολιτικού διαλόγου και αποδέχονται επίσημα αιτήματα εκ μέρους του λαού».

7 – «Στις χώρες και τις περιοχές με βαθμολογία 7 αναγνωρίζονται ελάχιστα ή και καθόλου πολιτικά δικαιώματα, εξαιτίας της σοβαρής κυβερνητικής καταπίεσης που υπάρχει, σε συνδυασμό κάποιες φορές και με τη διεξαγωγή εμφυλίου πολέμου. Στα κράτη αυτά μπορεί επίσης να εκλείπει μία επίσημη και λειτουργική κεντρική κυβέρνηση και να μαστίζονται από την ακραία βία ή να κυβερνώνται από τοπικούς πολέμαρχους.»

Αν και είναι συζητήσιμο το κατά πόσο ταιριάζει σε ένα κράτος χωρίς καθόλου «λειτουργική κεντρική διακυβέρνηση» ο χαρακτηρισμός της δικτατορίας, πιστεύω ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση που σε ένα κράτος η διακυβέρνηση ασκείται defactoαπό πολέμαρχους ή αντίπαλους στρατούς ή παραστρατιωτικές ομάδες. Μια τέτοια κατάσταση σημαίνει απλώς ότι το κράτος αυτό κυβερνάται από δύο ή και περισσότερους δικτάτορες αντί για έναν.

Με βάση το σύστημα αξιολόγησης της Freedom House, το 2015 υπήρχαν λοιπόν 49 κράτη που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σε γενικές γραμμές ως δικτατορίες, και είναι τα εξής:

Το Αφγανιστάν, η Αλγερία, η Ανγκόλα, το Αζερμπαϊτζάν, το Μπαχρέιν, η Λευκορωσία, το Μπρουνέι, το Μπουρούντι, η Καμπότζη, το Καμερούν, η Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία, το Τσαντ, η Κίνα, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (Congo-Kinshasa), η Δημοκρατία του Κονγκό (Congo – Brazzaville), η Κούβα, το Τζιμπουτί, η Αίγυπτος, η Ισημερινή Γουϊνέα, η Ερυθραία, η Αιθιοπία, η Γκαμπόν, η Γκάμπια, το Ιράν, η Ιορδανία, το Καζακστάν, το Λάος, η Λιβύη, η Μαυριτανία, η Μιανμάρ, η Βόρεια Κορέα, το Ομάν, το Κατάρ, η Ρωσία, η Ρουάντα, η Σαουδική Αραβία, η Σομαλία, το Νότιο Σουδάν, το [Βόρειο] Σουδάν, η Σουαζιλάνδη, η Συρία, το Τατζικιστάν, η Ταϊλάνδη, το Τουρκμενιστάν, η Ουγκάντα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ουζμπεκιστάν, το Βιετνάμ και η Υεμένη.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Freedom House συμπεριέλαβε στις αξιολογήσεις της για το έτος 2015 και αρκετές ακόμη «οντότητες», που βαθμολογήθηκαν με 6 ή 7 στον τομέα των πολιτικών δικαιωμάτων, ο χαρακτήρας των οποίων ως ανεξάρτητων κρατών ήταν ιδιαίτερα αμφισβητούμενος: Κριμέα, Λωρίδα της Γάζας, Αζάντ Τζαμού και Κασμίρ, Νότια Οσετία, Θιβέτ, Υπερδνειστερία, Δυτική Όχθη και Δυτική Σαχάρα. Στην καταμέτρησή μου για τις 49 δικτατορίες που υφίσταντο στον πλανήτη το 2015 απέκλεισα αυτές τις περιοχές, που είτε είναι ήσσονος σημασίας είτε είναι αμφισβητούμενες.

Βήμα 2ο: Προσδιόρισα ποιες από όλες τις δικτατορίες στον κόσμο έλαβαν το 2015 χρηματοδότηση για στρατιωτική εκπαίδευση, για ανάπτυξη των εξοπλισμών τους ή εγκεκριμένες πωλήσεις όπλων από τις ΗΠΑ:

Σε αυτό το ερευνητικό στάδιο, βασίστηκα σε 4 πηγές, για τις δύο από τις οποίες χρειάστηκε αρκετό ψάξιμο μέχρι να τις εντοπίσω:

Α. Κοινή Έκθεση του Υπουργείου Άμυνας και του State Department των ΗΠΑ προς το Κογκρέσο, με τίτλο: «Εκπαίδευση Ξένων Στρατευμάτων κατά τα δημοσιονομικά έτη 2015-16 – Τόμος I και Τόμος II (Country Training Activities)»:

Αυτή είναι η πιο πρόσφατη ετήσια έκθεση που συντάχθηκε βάσει της διάταξης 656 του Νόμου για την Ενίσχυση Ξένων Κρατών (Foreign Assistance Act) του 1961 (όπως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί), και της διάταξης 652 του Νόμου για το Γενικό Προϋπολογισμό (Consolidated Appropriations Act), του 2008, που απαιτούν «να συντάσσεται, με ευθύνη του Υπουργείου Άμυνας και του State Department, μία έκθεση για τους συνολικούς πόρους που δαπανήθηκαν κατά το προηγούμενο δημοσιονομικό έτος για την στρατιωτική εκπαίδευση ξένου στρατιωτικού προσωπικού, καθώς και για τις δαπάνες που προτείνονται για το τρέχον δημοσιονομικό έτος»· από τους προαναφερόμενους πόρους εξαιρούνται όσοι αφορούν κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, την Αυστραλία, την Νέα Ζηλανδία και την Ιαπωνία.

Η έκθεση αυτή παρέχει στοιχεία για τις δαπάνες των ΗΠΑ για προγράμματα στρατιωτικής εκπαίδευσης, όπως το πρόγραμμα Πωλήσεων Στρατιωτικού Εξοπλισμού σε Ξένα Κράτη, τις Επιχορηγήσεις για Ξένα Στρατεύματα, το πρόγραμμα Διεθνούς Στρατιωτικής Εκπαίδευσης, το πρόγραμμα “Global Train and Equip” και το πρόγραμμα “Aviation Leadership” για την εκπαίδευση των πιλότων· ακόμη, για το πρόγραμμα Έκτακτων Αναλήψεων που προβλέπει ο Νόμος για την Ενίσχυση Ξένων Κρατών, το οποίο εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρο των ΗΠΑ να διατάξει την έκτακτη άντληση πόρων για στρατιωτικό υλικό, υπηρεσίες και εκπαίδευση, εάν προκύψει μία «αναπάντεχη κατάσταση ανάγκης, για την αντιμετώπιση της οποίας απαιτείται άμεση παροχή στρατιωτικής βοήθειας σε μια ξένη χώρα» και η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με άλλα μέσα. Στο πλαίσιο της έρευνάς μου, κατατάσσω τις παραπάνω δαπάνες στην κατηγορία της χρηματοδοτούμενης από τις ΗΠΑ στρατιωτικής εκπαίδευσης (Received US Military Training – βλ. Διαγράμματα στο τέλος).

Η έκθεση περιλαμβάνει στοιχεία και για τις δαπάνες των ΗΠΑ για την καταπολέμηση των ναρκωτικών και του εγκλήματος, για επιχειρήσεις για την παγκόσμια ειρήνη, για κέντρα μελετών για την ασφάλεια, για την απαγόρευση των ναρκωτικών και δραστηριότητες εναντίον τους, για την ενίσχυση επιχειρήσεων αποναρκοθέτησης, για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, για προγράμματα εκπαίδευσης στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας με μη θανατηφόρα μέσα κ.ά.· τις δαπάνες αυτές, στο πλαίσιο της έρευνας μου, δεν τις συμπεριέλαβα στις συνολικές δαπάνες για παροχή στρατιωτικής βοήθειας ή εκπαίδευσης. Είναι αρκετά βέβαιο ότι η ενίσχυση που παρέχουν οι ΗΠΑ μέσω τέτοιων προγραμμάτων θα μπορούσε να λειτουργήσει στην πράξη ως παροχή στρατιωτικής ενίσχυσης στα κράτη – λήπτες, αλλά προτιμώ να είμαι ιδιαίτερα επιφυλακτικός.

Από την έκθεση, προκύπτει ακόμη ότι στο πρόγραμμα για την Διεθνή Στρατιωτική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (International Military Education and Training – IMET) συμμετείχαν και απλοί πολίτες, ενώ περιελάμβανε την παροχή εκπαίδευσης γύρω από «στοιχεία του δημοκρατικού πολιτεύματος των ΗΠΑ, όπως είναι το δικαστικό σύστημα, η εποπτεία της νομοθετικής εξουσίας, η ελεύθερη έκφραση, τα ζητήματα ισότητας και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Θα μπορούσε, λοιπόν κανείς να ασκήσει κριτική στην επιλογή μου να εντάξω τις δαπάνες για το πρόγραμμα IMET στις δαπάνες για παροχή στρατιωτικής βοήθειας, με το επιχείρημα ότι στην πραγματικότητα εκπαιδεύει ξένους πολίτες και στρατιώτες στις δημοκρατικές, αντι-δικτατορικές αξίες. Όμως, μπορούμε να υποθέσουμε πως η κατάρτιση και εκπαίδευση στο πλαίσιο του παραπάνω προγράμματος καλείται «στρατιωτική» για κάποιο λόγο. Το πρόγραμμα βοηθάει τους μαθητευόμενους «στην βαθύτερη κατανόηση των ζητημάτων ασφάλειας και των μέσων για την αντιμετώπισή τους», και παρέχει «εκπαίδευση που ενισχύει τις ικανότητες των ενόπλων δυνάμεων των συμμετεχόντων κρατών, ώστε να μπορούν να υποστηρίξουν κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις και να λειτουργήσουν από κοινού με τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις». Με βάση τα παραπάνω, πιστεύω πως είναι δικαιολογημένη η προσμέτρηση του IMET στις δαπάνες για παροχή στρατιωτικής ενίσχυσης, ενώ θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει ότι το πρόγραμμα αυτό θα μπορούσε πιθανώς, κατά καιρούς, να παίζει κάποιο ρόλο στην υπεράσπιση των δημοκρατικών αρχών.

B. State Department, «Συνοπτικοί πίνακες εγκεκριμένων από το Κογκρέσο δαπανών για την παροχή ενισχύσεων σε τρίτα κράτη, Δημοσιονομικό έτος 2017».

Ο Πίνακας 3a αυτού του εντύπου παρέχει στοιχεία για το πως πραγματικά κατανέμονται οι ετήσιες δαπάνες για προγράμματα ενίσχυσης ξένων κρατών, ανά κράτος και ανά λογαριασμό, συμπεριλαμβανομένων και των δύο προγραμμάτων που μας ενδιαφέρουν, του προγράμματος Επιχορηγήσεων για Ξένα Στρατεύματα και του IMET. Από την άποψη αυτή, το παραπάνω έγγραφο αποτελεί κατά κάποιο τρόπο αντίγραφο της προηγούμενης πηγής, όμως το μελέτησα προκειμένου να διασταυρώσω τα στοιχεία μου.

Γ. Υπηρεσία για τη Συνεργασία σε θέματα Ασφάλειας, του Υπουργείου Άμυνας (DSCA), τμήμα Οικονομικής Πολιτικής και Ανάλυσης Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων, «Έκθεση ιστορικών στοιχείων αναφορικά με τις Διεθνείς Πωλήσεις Εξοπλισμών και Υλικών για Στρατιωτικές Υποδομές και άλλες μορφές Συνεργασίας στον τομέα της Ασφάλειας, 30 Σεπτεμβρίου 2015».

Η πηγή αυτή παρέχει στοιχεία για τη συνολική αξία σε δολάρια του στρατιωτικού υλικού και των υπηρεσιών που πωλήθηκαν σε ξένες κυβερνήσεις κατά το δημοσιονομικό έτος 2015, συμπεριλαμβανομένης τόσο της αξίας των συμφωνιών για μελλοντικές παραγγελίες όσο και αυτής για παραγγελίες που εκτελέστηκαν· τα στοιχεία αυτά παραθέτω στον παρακάτω πίνακα. Περιλαμβάνει, ακόμη, και άλλα στοιχεία σχετικά με την χρηματοδότηση στρατευμάτων που έφτασε σε ξένες κυβερνήσεις (είτε με τη μορφή πιστώσεων είτε με τη μορφή επιχορηγήσεων), ενώ αποτελεί μία επιπλέον πηγή για την εκπαίδευση που παρέχεται στο πλαίσιο του προγράμματος ΙΜΕΤ.

Δ. Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για ζητήματα Ειρήνης με έδρα τη Στοκχόλμη (Stockholm International Peace ResearchInstitute – SIPRI), «Στοιχεία για τη μεταφορά σημαντικών συμβατικών όπλων: ταξινομημένα ανάλογα με το κράτος – λήπτη. Συμφωνίες παράδοσης ή παραγγελίας κατά τα έτη 2015-2016».

Το Ινστιτούτο της Στοκχόλμης παρέχει ένα διαδραστικό εργαλείο με το οποίο ο χρήστης μπορεί να «παράξει» μία λίστα με τις πιο σημαντικές μεταφορές όπλων που πραγματοποιούνται από κάθε προμηθευτή, προς όλα ή προς συγκεκριμένα κράτη – λήπτες, για κάθε έτος. Παρά το γεγονός ότι το εργαλείο αυτό υπολογίζει μόνο τις «σημαντικές» μεταφορές συμβατικών όπλων, το μελέτησα προκειμένου να διασταυρώσω για άλλη μία φορά την ακρίβεια του πίνακα που κατασκεύασα. Στην ουσία επιβεβαίωσε την ακρίβεια της έκθεσης της DSCA, υπήρχαν όμως και ορισμένες πιθανές αποκλίσεις. Παραδείγματος χάριν, η DSCA καταγράφει πωλήσεις στρατιωτικού υλικού αξίας 8.000$ στην Ουγκάντα για το δημοσιονομικό έτος 2015, αλλά το Ινστιτούτο αναφέρει τη μεταφορά 10 τεθωρακισμένων οχημάτων τύπου RG-33, δύο μεταγωγικών αεροσκαφών τύπου Cessna – 208 και 15 τεθωρακισμένων οχημάτων τύπου Cougar για το ίδιο έτος. Η απόκλιση οφείλεται πιθανώς στην διαφορά τριών μηνών ανάμεσα στο δημοσιονομικό έτος 2015 και το ημερολογιακό έτος 2015, στις διαφορετικές μεθόδους χρονολόγησης των μεταφορών που έλαβαν χώρα, στις διαφορετικές μεθόδους εκτίμησης της αξίας του υλικού ή σε κάποιον άλλο, άγνωστο παράγοντα.

Βήμα 3ο: Η κατασκευή του Πίνακα

Η πρώτη στήλη του παρακάτω πίνακα περιλαμβάνει τα 49 κράτη που, σύμφωνα με τη Freedom House, κατατάσσονται στα δικτατορικά καθεστώτα. Η δεύτερη στήλη απεικονίζει τα κράτη εκείνα που έλαβαν στρατιωτική υποστήριξη από τις ΗΠΑ κατά το δημοσιονομικό έτος 2015, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέχει η πηγή Β, αλλά και η πηγή Γ. Η τρίτη στήλη απεικονίζει τα κράτη που συνήψαν συμφωνίες με τις ΗΠΑ για μελλοντικές πωλήσεις ή μεταφορές εξοπλισμών κατά το δημοσιονομικό έτος 2015, ενώ καταγράφεται και η αξία του στρατιωτικού υλικού σε δολάρια, με τα σχετικά στοιχεία να προέρχονται από την πηγή Γ αλλά και την πηγή Δ. Η τέταρτη στήλη απεικονίζει τα κράτη που όντως παρέλαβαν στρατιωτικό υλικό από τις ΗΠΑ κατά το δημοσιονομικό έτος 2015, ενώ παρατίθεται και η αξία σε δολάρια του σχετικού εξοπλισμού, με τα στοιχεία να προέρχονται από τις πηγές Γ και Δ.

USDictatorships1

USDictatorships2

US Support for the World’s Dictatorships, Fiscal Year 2015. (Chart:Rich Whitney)

Σκοπεύω να συντάξω αντίστοιχες αναφορές για την στήριξη που παρέχουν οι ΗΠΑ σε δικτατορικά καθεστώτα ανά τον κόσμο σε ετήσια βάση. Θα ξεκινήσω να επεξεργάζομαι μία έκθεση για το δημοσιονομικό έτος 2016 μόλις τα σχετικά στοιχεία καταστούν διαθέσιμα.

Πηγή: Global Research – Centre for Research on Globalization

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

O Rich Whitney είναι δικηγόρος, ηθοποιός, ραδιοφωνικός παραγωγός και DJ. Ακτιβιστής και πρώην υποψήφιος Κυβερνήτης του Κόμματος των Πρασίνων στο Illinois.


[1] Σ.τ.Μ: H Freedom House είναι μη κυβερνητική οργάνωση με έδρα τις ΗΠΑ που κατά δήλωσή της πραγματοποιεί έρευνες και υποστηρίζει τις πολιτικές ελευθερίες, τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Λαμβάνει το 86% της χρηματοδότησής της από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Περισσότερα: https://en.wikipedia.org/wiki/Freedom_House#Criticism

Η Ιταλία, η ΕΕ και ο αναγκαίος προσανατολισμός

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Η Ιταλία υπενθυμίζει τη μόνιμη κρίση στρατηγικής, ύπαρξης και προσανατολισμού της ΕΕ. Η ΕΕ δε μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ως έχει για μεγάλο διάστημα. Παράγει ανισότητα εντός κάθε χώρας αλλά και κάθετα μεταξύ του Βορρά και του Νότου. Μεταφέρει διαρκώς κυριαρχία πολιτική, οικονομική, λαϊκή από τα έθνη κράτη στις αγορές, στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και στο Βερολίνο. Οξύνει ακόμα και τις αντιθέσεις ανάμεσα σε αστικές τάξεις που κερδίζουν από αυτή τη διαδικασία και σε αστικές τάξεις που μένουν πίσω, υποβαθμίζονται, χάνουν την ανεξαρτησία τους… Οι αντιφατικοί «χαμένοι της παγκοσμιοποίησης» αντιδρούν, παράγουν πολιτικές κρίσεις, αμφισβητούν το πείραμα της ΕΕ στο σκληρό του πυρήνα. Ένα τέτοιο κρισιακό επεισόδιο είναι σε εξέλιξη και στην Ιταλία, μετά τις πρόσφατες εκλογές και την λεγόμενη αντισυστημική ψήφο.

Το πραγματικό ερώτημα, που δεν απαντιέται, είναι αν η ΕΕ – και ειδικά η ευρωζώνη – θα προχωρήσει σε μια ανώτερη ενοποίηση, σε μια ομοσπονδία, ή αν θα παραμείνει ως έχει, δημιουργώντας διαρκώς κρίσεις, με τα δομικά προβλήματα οικονομικής πολιτικής και κυριαρχίας που έχει. Η πρώτη απάντηση μοιάζει να είναι η πιο «λογική». Όμως όταν συγκρούονται συμφέροντα, δεν εξελίσσονται όλα λογικά. Γιατί παραμένουμε, είτε θέλουμε να το βλέπουμε, είτε το αποφευγουμε, στην εποχή του ιμπεριαλισμού, της ανισομετρίας και του ανταγωνισμού. Η Γερμανία δεν παραχωρεί τη δύναμη της και τα προνόμια της στις υπόλοιπες χώρες. Ή αν παραχωρήσει ταχτικά ένα πολύ μικρό μέρος, ζητάει πολλαπλάσια ανταλλάγματα. Αυτό είναι τα μνημόνια. Για την οικονομική «στήριξη» με τη μορφή δανείων, ζητήθηκαν κυριολεκτικά τα κλειδιά μιας χώρας. Αυτή την απάντηση έδωσε και η Μέρκελ στις προτάσεις Μακρόν για ένα ευρωπαϊκό ΔΝΤ και για έναν επενδυτικό (μικρό) προϋπολογισμό προς τις πιο φτωχές χώρες. Όμως μια τέτοια πολιτική από τη Γερμανία θα παράγει διαρκώς φαινόμενα καταπάτησης και συρίκνωσης της λαικής κυριαρχίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας. Όχι μόνο από χώρες σαν την Ελλάδα, αλλά και από χώρες σαν την Ιταλία ή τη Γαλλία. Και ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται. Γιατί και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, κοινώς του νεοφιλελεύθερου ιμπεριαλισμού, ο ανταγωνισμός για την ηγεμονία και η πραγματικότητα των εκμεταλλευτικών και εκμεταλλευόμενων εθνών ειναι εδώ.Τούτων δοθέντων η θέση για μεταρρύθμιση, αλλαγή, βελτίωση, εκδημοκρατισμό της ΕΕ δεν ευσταθεί με βάση την πολιτική λογική του συσχετισμού δύναμης. Είτε με τις πιο ήπιες αφηγήσεις, όπως αυτές του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, είτε με τις πιο κρουστικές, όπως του Γ. Βαρουφάκη, οι απόψεις αυτές είναι χίμαιρες. Χρόνο με το χρόνο, επεισόδιο το επεισόδιο, η θέση για ρήξη ή όχι, για αποδέσμευση ή όχι, για διάλυση η όχι της ΕΕ και της ευρωζώνης γίνεται όλο και πιο επίκαιρη, από τα ίδια τα πράγματα και τα γεγονότα. Οι ενωμένες πολιτείες της Ευρώπης για να υπάρξουν πρεπει πρωτίστως να έχει ανατιναχθεί το οικοδόμημα της ευρωζώνης και της ΕΕ. Ζουμε μια αργή διαδικασία αυτοανατίναξης, ή Γερμανικής ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας.

Σήμερα υπάρχει αμφισβήτηση και λαϊκή διαμαρτυρία ενάντια στην Ε.Ε. Η πολιτική έκφραση αυτής της διαμαρτυρίας είναι κυρίως δεξιάς ή και ακροδεξιάς κατεύθυνσης. Υπάρχουν αστικές μερίδες σε διάφορες χώρες που αντιδρούν, χωρίς προς το παρόν να έχουν εκθέσει κάποιο εναλλακτικό σχέδιο αποδέσμευσης από την ευρωζώνη ή την ΕΕ (πχ Λεπέν ή Σαλβίνι). Ήδη σε πολύ μικρό διάστημα, μετά τις πιέσεις και την αντιδημοκρατική εκτροπή των Βρυξελλών, η παρούσα κυβέρνηση 5 αστέρων-Λέγκας φαίνεται να υποχωρεί σε κάποια σημεία του προγράμματος της και να υπαναχωρεί από κάποια ρηξιακή λογική. Υπάρχουν και τα εργατικά λαϊκά στρώματα που δυσανασχετούν γιατί δέχονται τις αντιλαϊκές πολιτικές της ΕΕ. Όμως δεν έχουν πολιτική έκφραση καθώς η πλειοψηφία της αριστεράς στην Ευρώπη ήταν εδώ και δεκαετίες μια δύναμη φιλοευρωπαϊκή στα όρια της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτή η πραγματικότητα εκφράστηκε με τον πιο οδυνηρό τρόπο στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και στην Ισπανία το «αντισυστημικό» Podemos βιάζεται να ρίξει γέφυρες συννενόησης στο σοσιαλιστικό κόμμα και την κεντροαριστερά. Στην ΕΕ μετά τη δοκιμασία της οξείας κρίσης του 2008-2015 ο συσχετισμός δύναμης είναι πιο αρνητικός και όχι πιο θετικός. Κερδισμένος είναι και ο γερμανικός μονόδρομος και η εκ δεξιών «αμφισβήτηση» στην ΕΕ η οποία είναι στην ουσία αίτημα για επαναδιαπραγμάτευση ισχύος. Όχι, το πλέον πιθανό είναι ο Σαλβίνι να μην τινάξει στον αέρα την ΕΕ.

Η Ιταλία λοιπόν πρέπει να διδάξει. Από τη μία για το αναγκαίο του αντι-ευρωενωσιακού προσανατολισμού. Όχι ως σύνθημα, αλλά ως ανάλυση, πολιτική συμμαχιών, προσανατολισμό, πρόγραμμα, δράση. Από την άλλη, μετά το ΣΥΡΙΖΑ του 2015, το Brexit του 2016, την Καταλονία του 2017, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ρήξη με την ΕΕ, με πρόγραμμα τις ελάχιστες προσδοκίες, δεν γίνεται. Ούτε με την αντίληψη ότι οι εκρηκτικές αντιθέσεις από μόνες τους θα πυροδοτήσουν το κίνημα, ούτε με την αναμονή για δράση από κάποιον άλλο, ούτε με την εκχώρηση στο λαό και στην αυθόρμητη λαϊκή διαμαρτυρία των πολιτικών καθηκόντων της ρήξης με την ΕΕ. Καθήκοντα που απαιτούν συμπεράσματα από την περίοδο της κρίσης, κοινή λογική, μαζική πολιτική, πολιτική και οργανωτική προετοιμασία του απαραίτητου πολιτικού υποκειμένου. Καθήκοντα που απαιτούν διεθνιστικές πρωτοβουλίες, με γνώση ότι οι διαθέσιμες δυνάμεις σε έναν τέτοιο προσανατολισμό είναι εξαιρετικά λίγες. Οι δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς, αντί να περιμένουν (και να σχολιάζουν σχετικά) κάθε φορά το ώριμο φρούτο κάποιας ρήξης, ας ανοίξουν τη συζήτηση για τα καθήκοντα αυτά.

Κυβέρνηση Κόντε: ένα συμβιβασμός ανάμεσα στο φασιστικό ρατσισμό και την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ανακοίνωση του Δικτύου Κομμουνιστών Ιταλίας.

Έξι τεχνοκράτες, επτά στελέχη του Κινήματος Πέντε Αστέρων (M5S) και έξι στελέχη της Λέγκας. Είχαν υποσχεθεί μία πολιτική κυβέρνηση, αλλά οι τεχνοκράτες καταλαμβάνουν τις θέσεις-κλειδιά – την Πρωθυπουργία, τα Υπουργεία Οικονομικών, Ευρωπαϊκών Πολιτικών, Εξωτερικών Σχέσεων, Άμυνας, καθώς και το Υπουργείο Περιβάλλοντος (για διαφορετικούς λόγους)-, μέσω των οποίων ελέγχουν και διαχειρίζονται τις σχέσεις με την Ε.Ε. Ταυτόχρονα, τα πολιτικά πρόσωπα που προέρχονται από το Κίνημα 5 Αστέρων και την Λέγκα θα εγκατασταθούν σε Υπουργεία που θα εξαρτώνται στο έργο τους από χρηματοδότηση, την οποία, άλλοι θα αποφασίζουν αν θα διαθέσουν ή όχι.

O Enzo Moavero Milanesi, που τοποθετήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών, είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να διαβεβαιώσει τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ ότι η Ιταλία δεν θα τραβήξει και πολύ το σκοινί σε ζητήματα που αφορούν την δομή της ΕΕ. Αυτό μπορεί, μάλιστα, να το εγγυηθεί, ως πρώην Υπουργός Κοινοτικών Πολιτικών στις κυβερνήσεις του Mario Monti και του Enrico Letta, δηλαδή στις πιο φιλοευρωπαϊκές κυβερνήσεις των τελευταίων οκτώ ετών.Ο Giovanni Tria, που τοποθετήθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών, καλύπτει την πιο ευαίσθητη θέση κατά έναν τρόπο αρκούντως «ελαστικό». Στα πρόσφατα έργα του, πράγματι, υιοθετεί σε αρκετές περιπτώσεις κριτική στάση απέναντι στο ενιαίο νόμισμα (και στις πολιτικές της Γερμανίας), αλλά, ακόμη και αν θεωρεί την έξοδο από το ευρώ ως μια πιθανή δυνατότητα, αντιμετώπιζε πάντα το ενδεχόμενο αυτό ως υπερβολικά μεγάλο ρίσκο, με πολλές αρνητικές πτυχές. Έχει γράψει βιβλία από κοινού με τον Renato Brunetta, εξ ου και είναι ιδιαίτερα γνώριμος στους κύκλους του Silvio Berlusconi, τόσο γνώριμος, ώστε έχει υιοθετήσει προ πολλού την πρόταση για ενιαίο, μη αναλογικό φορολογικό σύστημα, που θα χρηματοδοτείται κυρίως από αυξήσεις του ΦΠΑ, με συνέπεια την σημαντική μείωση της λαϊκής κατανάλωσης. Δεν θα του είναι δύσκολη η συμμετοχή του στις συναντήσεις του Eurogroup.

Ο Paolo Savona – τον διορισμό του οποίου στη θέση του Υπουργού Οικονομικών αρνήθηκε να εγκρίνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εξαιτίας των θέσεών του κατά του ευρώ και της γερμανικής πολιτικής – τοποθετήθηκε εντέλει στο Υπουργείο Σχέσεων με την ΕΕ, το οποίο όμως δεν έχει αυτόνομες αρμοδιότητες αποφασιστικού χαρακτήρα. Θα μπορέσει, πάντως, να προκαλέσει ορισμένα προβλήματα στις Βρυξέλες: μένει να δούμε εάν θα το πράξει και αν θα έχει τη στήριξη της κυβέρνησής του.

Επίσης «τεχνοκράτισσα», η Elisabetta Trenta, είναι πρώην αξιωματικός του στρατού και υποδιευθύντρια μεταπτυχιακών σπουδών σε θέματα μυστικών πληροφοριών και ασφάλειας στο ιδιωτικό πανεπιστήμιο Link Campus· έχει εκπροσωπήσει το Υπουργείο Άμυνας ως στρατιωτικός αλλά και ως πολίτης σε δραστηριότητες τόσο στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό. Πρόκειται, με λίγα λόγια, για μία αξιωματικό εξειδικευμένη στα ζητήματα που κινούνται ανάμεσα στις στρατιωτικές υποθέσεις και τις μυστικές υπηρεσίες, που αποτελεί, με δεδομένο το βιογραφικό της, επιλογή-εγγύηση προς το ΝΑΤΟ και τον Ευρωπαϊκό Στρατό, παρά το γεγονός ότι χαίρει «ιδιαίτερης εκτίμησης» εντός του Κινήματος 5 Αστέρων.

Από τη στιγμή που έχουν ικανοποιηθεί η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, τι άλλο μένει; Ο ηγέτης του Κινήματος 5 Αστέρων, ο Luigi di Maio, έθεσε εαυτόν επικεφαλής τριών Υπουργείων που ενώθηκαν σε ένα – Οικονομικής Ανάπτυξης, Εργασίας και Κοινωνικής Πολιτικής – ελπίζοντας ότι θα καταφέρει να σχεδιάσει κάτι που θα μοιάζει με το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα». Θα έρθει αντιμέτωπος με τον Πρόεδρο Mattarella, εγγυητή των συμφερόντων της ΕΕ και των οικονομικά ισχυρών, καθώς και με τους 26 Υπουργούς που συγκεντρώνονται στις Βρυξέλες έτοιμοι να μπλοκάρουν κάθε κοινωνική δαπάνη που υπερβαίνει τα όσα προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας και οι λοιποί ευρωπαϊκοί περιορισμοί.

Ο αρχηγός της Λέγκας, Matteo Salvini, θα έχει πιο εύκολο έργο στο Υπουργείο Εσωτερικών. Μετακινώντας πόρους από την υποδοχή των προσφύγων στην λεγόμενη «ασφάλεια», θα μπορέσει να συνεχίσει την σωβινιστική και ξενοφοβική του προπαγάνδα. Το ίδιο ισχύει και για τον Υπουργό Οικογενειακών Υποθέσεων, ένα άτομο αντιδραστικό και κατά των αμβλώσεων.

Πέρα από τη ρατσιστική προπαγάνδα, ο συμβιβασμός με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ διευκολύνει μια ουδέτερη στάση των «αγορών» σε σχέση με τη χώρα μας, με τίμημα όμως τον πλήρη ευθυγραμμισμό με τις πολιτικές των Βρυξελλών για τους προϋπολογισμούς. Αυτό σημαίνει (σχεδόν) μηδενικούς πόρους για την υλοποίηση της «προγραμματικής συμφωνίας»· πράγματι, αυτή θα πρέπει να κινηθεί σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση με περικοπές και «μεταρρυθμίσεις» (ξεκινώντας από τις μειώσεις των συντάξεων που ζητάει η ΕΕ).

Με λίγα λόγια, υπάρχει άμεση ανάγκη για την κυβέρνηση να «αντισταθμίσει» την αδυναμία της να φέρει την «αλλαγή» που υποσχέθηκε με μέτρα επικοινωνιακού χαρακτήρα, που θα έχουν αντίκτυπο στην ψυχολογία των ανθρώπων, αλλά ασήμαντο οικονομικό κόστος. Στο μέτωπο αυτό, ο φασιστικός ρατσισμός της Λέγκας διαθέτει ένα οπλοστάσιο πολύ μεγαλύτερο και πιο «λαϊκιστικό» από τα επιχειρήματα του Beppe Grillo ενάντια στους πολιτικούς.

Η κυβέρνηση αυτή διαθέτει ένα τεράστιο πλεονέκτημα, που δεν το είχε ποτέ καμία από τις προηγούμενες: δεν υπάρχει μια αξιόπιστη κοινοβουλευτική αντιπολίτευση ως εναλλακτική. Το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) και το Forza Italia δεν πρόκειται να αμφισβητήσουν τα μέτρα οικονομικής πολιτικής με τα οποία συμφωνούν, πολλώ δε μάλλον μέτρα που έχουν συμφωνήσει λεπτομερώς με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Δημοκρατικό Κόμμα και το κόμμα «Ελεύθεροι και Ίσοι» (που αποτελείται από πρώην μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος και του κόμματος «Αριστερά Οικολογία Ελευθερία») θα περιοριστούν στο να αντιτίθενται στο φασιστικό ρατσισμό της κυβερνητικής προπαγάνδας με μια άλλη προπαγάνδα υπέρ του πολιτισμού και της προόδου, η οποία προφανώς θα αναφέρει πάντοτε ως πρότυπο την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο κόσμος της αριστεράς που επικρότησε τον Mattarella όταν παρεμπόδισε το σχηματισμό της κυβέρνησης Κινήματος 5 Αστέρων – Λέγκας πριν από λίγες ημέρες, είναι τώρα μπερδεμένος και απογοητευμένος, μιας και η κίνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας να αναγκάσει τους Salvini και Di Maio να απομακρύνουν τον ευρωσκεπτικιστή Savona από το Υπουργείο Οικονομικών, δεν είχε ως κίνητρο τον αντιφασισμό, αλλά τις υπαγορεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Είναι αναγκαία η αντιπολίτευση χωρίς εκπτώσεις, τόσο ενάντια στην κυβέρνηση, όσο και ενάντια στην κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Η κυβέρνηση αυτή είναι ένας αντιδραστικός συμβιβασμός ανάμεσα στο φασιστικό ρατσισμό και στον φιλελεύθερο ευρωπαϊσμό, ενώ η αντιπολίτευση ζητάει ακόμη περισσότερη Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ιδρυτική συνέλευση για έναν Πανελλαδικό Αντιπολεμικό Κινηματικό Συντονισμό

ΤΡΙΤΗ 12 ΙΟΥΝΙΟΥ, 19.00,
Κτήριο Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Ερμού 134

«… ο πόλεμός τους σκοτώνει ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους… »

Μπ. Μπρεχτ

Στη περιοχή μας πυκνώνουν τα σύννεφα του πολέμου. Από την Ουκρανία ως τη Συρία, στα Βαλκάνια, το Αιγαίο, την Κύπρο και τη Μέση Ανατολή, σχηματίζεται ένα τόξο θερμών αντιπαραθέσεων με κύριο υπαίτιο τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλιστικό Άξονα ΗΠΑ-ΕΕ-Ισραήλ. Οι ΗΠΑ δια του ΝΑΤΟ αναδιατάσσουν με απροκάλυπτη επιθετικότητα τις στρατιωτικές δυνάμεις του ευρωατλαντικού Άξονα, διαμελίζουν χώρες, επαναχαράσσουν σύνορα και ανατρέπουν κυβερνήσεις με πραξικοπήματα, Στην προσπάθειά τους να διασφαλίσουν την παγκόσμια κυριαρχία τους αφήνουν πίσω τους χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια πρόσφυγες. Είναι ανάγκη να απευθύνουμε ένα κάλεσμα φιλίας σε όλους τους γειτονικούς λαούς για μια λαϊκή, φιλειρηνική ασπίδα ενάντια σε κάθε επιθετικότητα, αιματοχυσία και πολεμικό τυχοδιωκτισμό.

Η Τουρκία προσπαθεί να κατοχυρωθεί με σχετική αυτονομία σαν περιφερειακή δύναμη. Από την εισβολή του τουρκικού στρατού στη Βόρεια Συρία, την αντιδημοκρατική εκτροπή στο εσωτερικό της Τουρκίας με χιλιάδες στις φυλακές, έως και την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης, το γκριζάρισμα ζωνών στο Αιγαίο και τις απειλές πολέμου με κάθε αφορμή προς την Ελλάδα, όλα δείχνουν ότι η συμμαχία Ερντογάν – Γκρίζων Λύκων προωθεί την πλέον φιλοπόλεμη, εθνικιστική και αυταρχική ατζέντα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, εκφράζοντας τα συμφέροντα της ελληνικής ολιγαρχίας, αναζητεί προστασία στο πλευρό των ΗΠΑ και εμπλέκει τη χώρα σε επικίνδυνα γεωπολιτικά σχέδια (υδρογονάνθρακες, ενεργειακοί δρόμοι, συμφωνίες με Ισραήλ και Αίγυπτο) προσπαθώντας να αναδειχθεί ο αποτελεσματικότερος επιστάτης του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Η μεταφόρτωση πυραύλων από τη ΝΑΤΟϊκή βάση της Σούδας στα αμερικανικά αεροπλανοφόρα που χτύπησαν τη Συρία κατέστησαν τη χώρα άμεσα συνυπεύθυνη, έστω και ως υποτελές ενεργούμενο.

Αυτή η πολιτική της εθελοδουλίας στον ευρωατλαντικό Άξονα –στην οποία διαχρονικά δηλώνουν πίστη όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις– εγκυμονεί τον κίνδυνο να συνθλιβεί η χώρα μεταξύ σχεδιασμών και συμμαχιών που όλο αλλάζουν. Μεθοδεύεται συστηματικά η ακόμη πιο άμεση μετατροπή της Ελλάδας σε ορμητήριο των τυχοδιωκτισμών του ευρωατλαντικού Άξονα, που προβάλλεται παραπλανητικά ως «καθήκον υπεράσπισης των συμφερόντων της πατρίδας», καθώς και η καπηλεία των αισθημάτων εθνικής ταπείνωσης (λόγω μνημονίων, επιτροπείας, ενοχοποίησης του λαού για την κρίση και το χρέος) από τον εθνικισμό, την ξενοφοβία και το φασισμό. Ποτέ και πουθενά –ούτε στην εισβολή-κατοχή της Β. Κύπρου ούτε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ούτε στην Ουκρανία ούτε στη Συρία– η ΝΑΤΟϊκή πολεμική μηχανή δεν εγγυήθηκε την ειρήνη, παρά μόνο τον πόλεμο.

Μόνο ο λαός μπορεί να εμποδίσει τον πόλεμο και να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα. Σήμερα απαιτείται η μέγιστη συσπείρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, μαζικών φορέων, διανοούμενων και καλλιτεχνών για ένα αντιπολεμικό κίνημα που θα ξεσκεπάσει την παραπληροφόρηση, θα αντιταχθεί στη μετατροπή της χώρας σε ορμητήριο και ενεργούμενο του ΝΑΤΟ και θα συμβάλει στη δημιουργία δικτύων αλληλεγγύης και ειρήνης μεταξύ ανεξάρτητων και κυρίαρχων λαών.

Στη βάση των παραπάνω απευθύνουμε κάλεσμα για την ιδρυτική συνέλευση ενός Πανελλαδικού Αντιπολεμικού Κινηματικού Συντονισμού (ΠΑΚΣ) που θα παλέψει για:

ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟ-ΝΑΤΟΪΚΩΝ ΒΑΣΕΩΝ

ΑΠΕΜΠΛΟΚΗ ΑΠΟ ΤΟ NATO

ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ

ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ

ΛΑΪΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ

Ψηφιακή εργασία και ιμπεριαλισμός

Ένας αιώνας πέρασε τώρα από τον Ιμπεριαλισμό, το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού (1916) του Λένιν και το Ιμπεριαλισμός και την Παγκόσμια Οικονομία του Μπουχάριν (1915), καθώς επίσης και από το Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου της Ρόζας Λούξεμπουργκ του 1913, τα οποία μιλούν για τον ιμπεριαλισμό ως δύναμη και εργαλείο του καπιταλισμού. Ήταν μια εποχή παγκοσμίου πολέμου, μονοπωλίων, αντιμονοπωλιακών νόμων, απεργιών για αυξήσεις στους μισθούς, ανάπτυξης της γραμμής παραγωγής του Ford, της Οκτωβριανής Επανάστασης, της Μεξικανικής επανάστασης , της αποτυχημένης Γερμανικής επανάστασης και πολλών άλλων. Μια εποχή που είδε την εξάπλωση και εμβάθυνση των παγκόσμιων προκλήσεων στον καπιταλισμό.

Αυτό το άρθρο ανασκοπεί τον ρόλο του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας στις κλασσικές μαρξιστικές έννοιες του ιμπεριαλισμού και επεκτείνει αυτές τις ιδέες στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας στην παραγωγή της πληροφορίας και την τεχνολογία της πληροφορικής στο σήμερα. Θα υποστηρίξω ότι η ψηφιακή εργασία, ως το νεότερο σύνορο της καπιταλιστικής καινοτομίας και εκμετάλλευσης, παίζει κεντρικό ρόλο στις δομές του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Πατώντας πάνω σε αυτές τις κλασικές έννοιες, η ανάλυσή μου δείχνει ότι στον νέο ιμπεριαλισμό οι βιομηχανίες της πληροφορικής αποτελούν έναν από τους πιο συγκεντροποιημένους οικονομικούς τομείς, ότι η υπερ-βιομηχανοποίηση, η χρηματιστικοποίηση και η ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας πάνε μαζί, ότι οι πολυεθνικές εταιρείες πληροφορικής βασίζονται σε εθνικά κράτη, αλλά λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο και ότι η τεχνολογία της πληροφορικής έχει μετατραπεί σε μέσο πολέμου[i].

Ορίζοντας τον Ιμπεριαλισμό

Στο “εκλαϊκευμένο σκιαγράφημά” του, όπως υποτιτλίζει το έργο του ο Λένιν, ορίζει τον ιμπεριαλισμό ως

καπιταλισμό στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης, στο οποίο έχει καθιερωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η εξαγωγή κεφαλαίου έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία, έχει αρχίσει η διάσπαση του κόσμου μεταξύ των διεθνών τραστ, έχει ολοκληρωθεί η διαίρεση του συνόλου των εδαφών της υφηλίου μεταξύ των μεγαλύτερων καπιταλιστικών δυνάμεων[ii].

Ο Μπουχάριν και ο Πρεομπραζένσκι αντιλαμβάνονταν τον ιμπεριαλισμό ως «την πολιτική των κατακτήσεων που επιδιώκει το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο στον αγώνα του για την εξεύρεση αγορών πηγών πρώτων υλών και τόπους όπου μπορεί να επενδυθεί κεφάλαιο»[iii]. Ο Μπουχάριν, σύγχρονος του Λένιν και εκδότης της Πράβντα από το 1917 έως το 1929, κατέληξε σε συμπεράσματα όμοια με τον Λένιν όσον αφορά τα βασικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού, ορίζοντας τον ιμπεριαλισμό ως ένα «προϊόν του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού» και υποστηρίζοντας ότι «το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν μπορεί να ακολουθήσει άλλη πολιτική από τον ιμπεριαλισμό».[iv]

Για τον Μπουχάριν, ο ιμπεριαλισμός είναι αναγκαστικά μια μορφή κρατικού καπιταλισμού, δύσκολη έννοια να εφαρμοστεί στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος βασίζεται περισσότερο στην παγκόσμια κυριαρχία των εταιρειών παρά από των εθνών-κρατών. Έβλεπε τα έθνη ως «κρατικο-καπιταλιστικά τραστ», κλειδωμένα σε έναν «παγκόσμιο αγώνα» που οδηγεί σε παγκόσμιους πολέμους.[v] Για τον Μπουχάριν, ο ιμπεριαλισμός είναι απλώς «η έκφραση του ανταγωνισμού» μεταξύ αυτών των τραστ, που στοχεύουν στο «να συγκεντρώσουν και να συγκεντροποιήσουν κεφαλαίο στα χέρια τους».[vi] Ο Λένιν, αντιθέτως, έγραψε ότι «ένα βασικό χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού είναι η αντιπαλότητα μεταξύ διαφόρων μεγάλων δυνάμεων στην προσπάθεια τους να επιτύχουν την ηγεμονία, δηλαδή την κατάκτηση επικράτειας, όχι απαραίτητα άμεσα για τον εαυτό τους, όσο για να αποδυναμώσουν τον αντίπαλο και να υπονομεύσουν την δική του ηγεμονία του».[vii] Η διατύπωση του Λένιν για έναν ανταγωνισμό μεταξύ των «μεγάλων δυνάμεων» είναι πιο προσεκτική από την αντίληψη του Μπουχάριν σχετικά με τα τραστ των καπιταλιστών εντός του κράτους, διότι περιλαμβάνει τόσο επιχειρήσεις όσο και κράτη.

Εν τω μεταξύ, για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ ο ιμπεριαλισμός είναι η βίαιη γεωγραφική και πολιτική επέκταση της συσσώρευσης κεφαλαίου, η

ανταγωνιστική πάλη για αυτό που παραμένει ανοιχτό από το μη καπιταλιστικό περιβάλλον …. Με την υψηλή ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών και τον όλο και πιο έντονο ανταγωνισμό τους στην απόκτηση μη καπιταλιστικών περιοχών, ο ιμπεριαλισμός μεγαλώνει σε ανομία και βία, τόσο στην επιθετικότητα έναντι του μη καπιταλιστικού κόσμου όσο και στις όλο και πιο σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ των ανταγωνιζόμενων καπιταλιστικών χωρών. Όμως, όσο πιο βίαια, αδίστακτα και συντεταγμένα επιφέρει ο ιμπεριαλισμός την παρακμή των μη καπιταλιστικών πολιτισμών, τόσο ταχύτερα τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια της καπιταλιστικής συσσώρευσης.[viii]

Η Λούξεμπουργκ επιχειρηματολογεί για το στόχο του κεφαλαίου να επεκτείνει την εκμετάλλευση παγκόσμια, να «κινητοποιήσει την παγκόσμια εργατική δύναμη χωρίς περιορισμούς, με στόχο να χρησιμοποιήσει όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της υφηλίου».[ix]

Ανεξάρτητα από τις διαφορές τους, και οι τρείς, ο Λένιν, ο Μπουχάριν και η Λούξεμπουργκ, συμμερίζονται την πεποίθηση ότι ο ιμπεριαλισμός είναι «η τελική φάση του καπιταλισμού»[x] ή μια μορφή «καπιταλισμού σε παρακμή»[xi] και ότι κατά συνέπεια η «καταστροφή της αστικής τάξης είναι αναπόφευκτη»[xii]. Τέτοιες δηλώσεις δεν αντικατοπτρίζουν μόνο την πολιτική αισιοδοξία των επαναστατών της εποχής, αλλά και μια στρουκτουραλιστική και λειτουργική αντίληψη του καπιταλισμού που θεωρούσε αναπόφευκτη την παρακμή του συστήματος. Πράγματι, γράφουν την ίδια περίοδο με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, το οποίο έμελλε να ακολουθηθεί μετά από μια μικρή περίοδο ευημερίας από τη Μεγάλη Ύφεση και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- μια πραγματικότητα που πρόσφερε αρκετή στήριξη στα επιχειρήματά τους για την παγκόσμια αστάθεια του συστήματος. Εκατό χρόνια μετά όμως, ο καπιταλισμός συνεχίζει. Αλλά ενώ μπορεί να έχει πάρει νέες μορφές, ο καπιταλισμός μπορεί ακόμα να χαρακτηριστεί ως ιμπεριαλισμός και συνεχίζει να αντιμετωπίζει μεγάλα ξεσπάσματα εξ’ αιτίας των εγγενών τάσεων του να προκαλεί κρίσεις[xiii].

Εργασία και ιμπεριαλισμός

Και οι τρεις, ο Λένιν, ο Μπουχάριν και η Λούξεμπουργκ, αντιλαμβάνονταν τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας ως κεντρικό στοιχείο του ιμπεριαλισμού. Ο Λένιν χρησιμοποιεί την έννοια του καταμερισμού της εργασίας αναφερόμενος στη διαίρεση μεταξύ των βιομηχανιών στις οποίες συγκεκριμένες τράπεζες επικεντρώνουν τις επενδυτικές τους δραστηριότητες.[xiv] Βλέπει την εξαγωγή κεφαλαίου, σε αντίθεση με την εξαγωγή αγαθών, ως ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού:

Όσο ο καπιταλισμός παραμένει αυτό που είναι, το πλεόνασμα κεφαλαίου θα χρησιμοποιηθεί όχι για να αυξηθεί το βιοτικό επίπεδο των μαζών μίας χώρας, μια και αυτό θα σήμαινε μείωση των κερδών για τους καπιταλιστές, αλλά με σκοπό την αύξηση των κερδών από την εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό προς τις αναπτυσσόμενες χώρες. Σε αυτές τα κέρδη είναι συνήθως υψηλά, επειδή το κεφάλαιο είναι σπάνιο, η τιμή της γης σχετικά χαμηλή, οι μισθοί χαμηλοί, [και] οι πρώτες ύλες φθηνές[xv].

Ομοίως, ο Μπουχάριν, βασιζόμενος στον Μαρξ, ισχυρίστηκε ότι ένας κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας μεταξύ πόλης και υπαίθρου καθώς και μεταξύ επιχειρήσεων, κλάδων, οικονομικών υποδιαιρέσεων και εθνών – ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας – αποτελεί καθοριστικό στοιχείο του καπιταλισμού.[xvi] Αυτή η διαίρεση βασίζεται εν μέρει σε φυσικά (για παράδειγμα, το «κακάο μπορεί να παραχθεί μόνο σε τροπικές χώρες»[xvii]) και εν μέρει σε κοινωνικά αίτια, στην «άνιση ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων», η οποία «δημιουργεί διαφορετικά οικονομικά μοντέλα και διαφορετικές σφαίρες παραγωγής, επεκτείνοντας έτσι το πεδίο το διεθνούς κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας[xviii]… Η εργατική δύναμη κάθε μεμονωμένης χώρας γίνεται μέρος αυτής της παγκόσμιας κοινωνικής εργασίας μέσω της ανταλλαγής που λαμβάνει χώρα σε διεθνή κλίμακα».[xix] Λαμβάνοντας υπόψη την παγκόσμια αγορά και την άνιση παραγωγικότητα, οι λιγότερο παραγωγικές χώρες αναγκάζονται να πουλούν εμπορεύματα τιμές χαμηλότερες από την αξία τους για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν, πράγμα που οδηγεί σε ένα σύστημα άνισων συναλλαγών.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ στην έννοια που έδωσε η ίδια στον ιμπεριαλισμό, επικέντρωσε την προσοχή της στις «σχέσεις μεταξύ καπιταλιστικού και μη καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής», στις οποίες

κυριαρχικές μέθοδοι είναι η αποικιοκρατική πολιτική, ένα διεθνές σύστημα δανεισμού- η πολιτική των σφαιρών επιρροής- και ο πόλεμος. Η επιβολή, η απάτη, η καταπίεση, η λεηλάτηση χρησιμοποιούνται ανοιχτά χωρίς καμία απόπειρα απόκρυψης και χρειάζεται προσπάθεια για να ανακαλύψει κανείς, μέσα σε αυτή την αλληλεπίδραση πολιτικής βίας και ανταγωνισμών ισχύος, τους βλοσυρούς νόμους της οικονομικής διαδικασίας.[xx]

Για τη Λούξεμπουργκ, οι διεθνείς σχέσεις του ιμπεριαλισμού απαιτούν καταλήστευση και εκμετάλλευση της εργασίας: «Το κεφάλαιο χρειάζεται τα μέσα παραγωγής και την εργατική δύναμη ολόκληρης της υφηλίου για την αδιάκοπη συσσώρευση του». Συνεπώς, «δεν μπορεί να τα καταφέρει χωρίς τους φυσικούς πόρους και την εργατική δύναμη όλων των χωρών … “ιδρώτας, αίμα και βρωμιά σε κάθε πόρο από το κεφάλι μέχρι τα δάχτυλα” χαρακτηρίζει όχι μόνο τη γέννηση του κεφαλαίου αλλά και την πρόοδό του στον κόσμο σε κάθε του βήμα».[xxi]

Αν και ο Λένιν, ο Μπουχάριν και η Λούξεμπουργκ διέφεραν πολιτικά από πολλές απόψεις πάνω στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού, ειδικά σε θέματα σχετικά με τον ρόλο του εθνικισμού στους ταξικούς αγώνες και την απελευθέρωση, την εθνική αυτοδιάθεση και τη χρήση ξένων αγορών στον καπιταλισμό, είναι σαφές ότι και για τους τρεις θεωρητικούς η περιφέρεια δεν είναι απλώς πηγή πρώτων υλών και αγορά για την πώληση εμπορευμάτων αλλά κομμάτι ενός διεθνούς καταμερισμού εργασίας.[xxii] Ως κομμάτι αυτού του καταμερισμού, η εκμετάλλευση των εργατών στην περιφέρεια επιτρέπει την εξαγωγή και οικειοποίηση πλεονάσματος από τις μεγάλες επιχειρήσεις.

Ο Διεθνής καταμερισμός της ψηφιακής εργασίας

Οι παγκόσμιες επικοινωνίες, με τη μορφή του τηλέγραφου και των διεθνών πρακτορείων ειδήσεων, έπαιξαν ήδη ρόλο στον ιμπεριαλισμό από την εποχή του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, συμβάλλοντας στην οργάνωση και τον συντονισμό του εμπορίου, των επενδύσεων, της συσσώρευσης, της εκμετάλλευσης και του πολέμου.[xxiii] Εκατό χρόνια αργότερα, ποιοτικά διαφορετικά μέσα πληροφόρησης και επικοινωνίας όπως οι υπερυπολογιστές, το διαδίκτυο, οι φορητοί υπολογιστές, τα tablet, τα κινητά τηλέφωνα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Αλλά όπως ακριβώς και η εργασία των εργατών στην περιφέρεια κατά τα πρώιμα στάδια του ιμπεριαλισμού, η παραγωγή της πληροφορίας και της τεχνολογίας της πληροφορικής αποτελεί μέρος ενός διεθνούς καταμερισμού εργασίας, που συνεχίζει να διαμορφώνει τρόπους παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης.[xxiv]

Οι θεωρητικοί της κριτικής θεωρίας εισήγαγαν την δεκαετία του ’80 την έννοια του νέου διεθνούς καταμερισμού της εργασίας για να τονίσουν ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες είχαν γίνει φτηνές πηγές μεταποιητικής εργασίας και να παρακολουθήσουν την άνοδο των πολυεθνικών εταιρειών.[xxv] Στο βιβλίο τους «Κρίση χωρίς τέλος», ο Τζον Μπέλαμι Φόστερ και ο Ρόμπερτ Μακ Τσίσνεϊ αναλύουν την αύξηση των πολυεθνικών ως την προσπάθεια του κεφαλαίου να ξεπεράσει τη μακροπρόθεσμη οικονομική στασιμότητα και να επιτύχει παγκόσμια μονοπωλιακά κέρδη.[xxvi] Οι πολυεθνικές στοχεύουν να μειώσουν το μερίδιο των μισθών σε παγκόσμιο επίπεδο και να αυξήσουν τα κέρδη τους, εγκαθιστώντας ένα σύστημα παγκόσμιου ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων. Η συνέπεια είναι μια παγκόσμια αύξηση της εκμετάλλευσης που ο οι δυο τους, βασιζόμενοι στο έργο του Stephen Hymer, αποκαλούν «στρατηγική διαίρεσης και διακυβέρνησης».[xxvii]

Ο Πίνακας 1 παρουσιάζει συγκριτικά στοιχεία για τις 2.000 μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες παγκοσμίως, για τα έτη 2004 και 2014. Τα έσοδα αυτών των εταιρειών αντιπροσώπευαν πάνω από το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ, πράγμα που δείχνει ότι οι πολυεθνικές ανταγωνίζονται για το μονοπώλιο σε παγκόσμιο επίπεδο. Και στα δύο αυτά χρόνια, σχεδόν τα τρία τέταρτα του ενεργητικού τους σε πάγιο κεφάλαιο εξαγόταν από χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες – χρηματοδοτήσεις, ασφάλιση, ακίνητα – γεγονός που επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό των Φόστερ και Μακ Τσίσνεϊ, ότι μπορούμε να μιλάμε με ακρίβεια για ένα σύστημα παγκόσμιου μονοπωλιακού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.[xxviii] Παρ’ όλα αυτά, το εν λόγω ενεργητικό περιλαμβάνει επίσης σημαντικά μερίδια στις βιομηχανίες μεταφορών (υποδομές μεταφορών, πετρέλαιο και φυσικό αέριο, οχήματα), στην παραγωγή και στην πληροφορική (από τα τηλεπικοινωνιακά εξαρτήματα, λογισμικά και ημιαγωγούς έως τη διαφήμιση, το διαδίκτυο, τις εκδόσεις και τις εκπομπές). Όλα αυτά δείχνουν ότι σε διαφορετικές κλίμακες, ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν στοχεύει μόνο στον μονοπωλιακό χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, αλλά και στον μονοπωλιακό καπιταλισμό στον τομέα των μεταφορών, τον μονοπωλιακό υπερ-βιομηχανικό καπιταλισμό και τον μονοπωλιακό πληροφοριακό καπιταλισμό.[xxix]

Πίνακας 1. Συγκριτικός πίνακας των 2000 μεγαλύτερων πολυεθνικών εταιρειών, 2004-2014

  2004 2014
Συνολικά έσοδα $ 19.934 δισ. $ 38.361 δισ.
Συνολικά περιουσιακά στοιχεία $ 68.064 δισ. $ 160.974 δισ.
Συνολικά κέρδη $ 760,4 δισ. $ 2.927,5 δισ.
Μερίδιο των εσόδων στο παγκόσμιο ΑΕΠ 50,8% 51,4%
Μερίδιο των χρηματοοικονομικών προϊόντων, των ασφαλίσεων και των ακινήτων στα συνολικά περιουσιακά στοιχεία 70,8% 73,6%
Μερίδιο των χρηματοοικονομικών προϊόντων, ασφαλίσεων και ακινήτων στο συνολικό κέρδος 32,5% 33,5%
Μερίδιο της βιομηχανίας της πληροφορικής στα συνολικά περιουσιακά στοιχεία 5,9% 5,5%
Μερίδιο της βιομηχανίας της πληροφορικής στα συνολικά κέρδη 0.8% 17,3%
Μερίδιο της βιομηχανίας της πληροφορικής στα συνολικά έσοδα 11,3% 13,1%
Μερίδιο της βιομηχανίας μετακινήσεων στα συνολικά περιουσιακά στοιχεία 7,5% 6,9%
Μερίδιο της βιομηχανίας των μετακινήσεων στα συνολικά κέρδη 22,4% 19%
Μερίδιο της παραγωγικής βιομηχανίας στα συνολικά περιουσιακά στοιχεία 7,1% 6,9%
Μερίδιο της παραγωγικής βιομηχανίας στα συνολικά κέρδη 28,3% 18,6%
Κινέζικες πολυεθνικές ανάμεσα στις τοπ 2000 49 207
Αμερικάνικες πολυεθνικές ανάμεσα στις τοπ 2000 751 563
Μερίδιο των κινεζικώνπεριουσιακών στοιχείων 1.1% 13,7%
Μερίδιο των κινεζικών κερδών 3,6% 14,3%
Μερίδιο των Βορειοαμερικανικών και Ευρωπαϊκών περιουσιακών στοιχείων 77,4% 63,1%
Μερίδιο των Βορειοαμερικανικών και Ευρωπαϊκών κερδών 82,9% 61,7%

Μια σημαντική αλλαγή μεταξύ του 2004 και του 2014 ήταν η αύξηση των κινεζικών πολυεθνικών, των οποίων τα μερίδια των περιουσιακών στοιχείων, των εσόδων και των κερδών αυξήθηκαν δραματικά. Οι ευρωπαϊκές και βορειοαμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες δεν ελέγχουν πλέον τα τρία τέταρτα, αλλά τα δύο τρίτα του παγκόσμιου κεφαλαίου, πράγμα που σημαίνει ότι εξακολουθούν παρ’ όλα αυτά να κυριαρχούν. Το ότι οι κινεζικές πολυεθνικές παίζουν σημαντικότερο ρόλο δεν σηματοδοτεί θεμελιώδη τομή, αλλά μάλλον δείχνει ότι η Κίνα μιμείται τον καπιταλισμό του δυτικού τύπου, προς την εμφάνιση ενός «καπιταλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά».

Ο νέος διεθνής καταμερισμός της εργασίας βρίσκεται στην καρδιά της πληροφορικής και της ψηφιακής οικονομίας που παράγει τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας (ΤΠΕ) καθώς και πληροφορία καθ’ εαυτή. Οι διάφορες μορφές φυσικής εργασίας παράγουν τεχνολογίες πληροφοριών οι οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιούνται από τους εργαζόμενους των μέσων ενημέρωσης και της βιομηχανίας του πολιτισμού για να δημιουργήσουν ψηφιακό υλικό, όπως μουσική, ταινίες, δεδομένα, στατιστικά στοιχεία, πολυμέσα, εικόνες, βίντεο, κινούμενα σχέδια, κείμενα και άρθρα. Συνεπώς, η τεχνολογία και το παραγόμενο υλικό αλληλοσυνδέονται διαλεκτικά, έτσι ώστε η οικονομία της πληροφορίας να είναι ταυτόχρονα φυσική και μη φυσική. Η οικονομία της πληροφορίας δεν αποτελεί εποικοδόμημα ούτε είναι και άυλη, αλλά μάλλον μια συγκεκριμένη μορφή της οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων που διασχίζει το χάσμα μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος.

Το σχήμα 1 δείχνει ένα μοντέλο των κυριότερων διαδικασιών παραγωγής που εμπλέκονται στον διεθνή καταμερισμό της ψηφιακής εργασίας. Κάθε στάδιο παραγωγής περιλαμβάνει ανθρώπινα υποκείμενα (S) που χρησιμοποιούν τεχνολογίες εργασίας (Τ) σε αντικείμενα εργασίας (Ο), παράγοντας ένα νέο προϊόν. Το ίδιο το θεμέλιο της παγκόσμιας ψηφιακής εργασίας είναι ο γεωργικός κύκλος εργασίας με βάση τον οποίο οι ανθρακωρύχοι εξορύσσουν μεταλλεύματα. Αυτά τα ορυκτά μετατρέπονται σε αντικείμενα στο επόμενο στάδιο παραγωγής, καθώς μετατρέπονται σε στοιχεία ΤΠΕ, τα οποία με τη σειρά τους εισέρχονται στον επόμενο εργασιακό κύκλο ως αντικείμενα: οι εργαζόμενοι στη συναρμολόγηση κατασκευάζουν τεχνολογίες ψηφιακών μέσων χρησιμοποιώντας στοιχεία ΤΠΕ ως εισροές. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των εργασιών είναι οι τεχνολογίες ψηφιακών μέσων, οι οποίες διαχειρίζονται την παραγωγή, τη διανομή, την κυκλοφορία και την κατανάλωση διαφόρων τύπων πληροφοριών.

Σχήμα 1: Ο διεθνής καταμερισμός της ψηφιακής εργασίας

Με τον όρο «ψηφιακή εργασία», επομένως, δεν εννοούμε μόνο την παραγωγή ψηφιακού περιεχομένου. Πρόκειται για μια κατηγορία που καλύπτει μάλλον το σύνολο του τρόπου της ψηφιακής παραγωγής, ένα δίκτυο γεωργικών, βιομηχανικών και πληροφοριακών εργασιών που επιτρέπει την ύπαρξη και χρήση ψηφιακών μέσων. Τα υποκείμενα (S) που εμπλέκονται στον ψηφιακό τρόπο παραγωγής -ανθρακωρύχοι, μεταποιητές, συναρμολογητές και εργαζόμενοι στον τομέα των πληροφοριών- βρίσκονται σε συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις. Επομένως, αυτό που ορίζεται ως S στο σχήμα 1 είναι στην πραγματικότητα μια σχέση S1–S2 μεταξύ των διαφορετικών αυτών υποκειμένων ή ομάδων υποκειμένων.

Σήμερα, οι περισσότερες από αυτές τις ψηφιακές σχέσεις παραγωγής διαμορφώνονται από τη μισθωτή εργασία, τη δουλεία, την απλήρωτη εργασία, την επισφαλή εργασία και την αυτοαπασχόληση, καθιστώντας το διεθνή καταμερισμό της ψηφιακής εργασίας ένα τεράστιο και σύνθετο δίκτυο αλληλοσυνδεόμενων, παγκόσμιων διεργασιών εκμετάλλευσης. Αυτά κυμαίνονται από τους σκλάβους ανθρακωρύχους του Κονγκό που εξορύσσουν μεταλλεύματα για την κατασκευή των συστατικών μερών των ΤΠΕ, τους υπερ-εκμεταλλεύσιμους μισθωτούς στα εργοστάσια της Foxconn και τους χαμηλόμισθους μηχανικούς λογισμικού στην Ινδία, στους υπεραμειβόμενους μηχανικούς λογισμικού της Google και άλλων δυτικών εταιρειών, τους επισφαλώς αυτοαπασχολούμενους που δημιουργούν και διαδίδουν κουλτούρα και τους εργάτες στα ηλεκτρονικά απόβλητα που αποσυναρμολογούν τις ΤΠΕ, εκθέτοντας τον εαυτό τους σε τοξικά υλικά.

Ας δούμε ένα παράδειγμα ψηφιακής εργασίας. Το 2015, σύμφωνα με τον κατάλογο Fortune των μεγαλύτερων πολυεθνικών εταιρειών, η Apple ήταν η δωδέκατη μεγαλύτερη εταιρεία παγκοσμίως.[xxx]Τα κέρδη της αυξήθηκαν από 37 δισεκατομμύρια δολάρια το 2013 σε 39,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2014 και 44,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2015.[xxxi] Αυτή τη χρονιά, το iPhone ανερχόταν στο 56% των πωλήσεων της εταιρείας, τα iPad σε 17%, τα Mac σε 13% και τα iTune, το λογισμικό και άλλες υπηρεσίες σε 10%.[xxxii] Η εργασία των κινέζων εργατών που ασχολούνται στην κατασκευή ενός iPhone αποτελούσαν μόνο το 1,8% της τιμής του iPhone, ενώ τα κέρδη της Apple από τις πωλήσεις του iPhone ήταν 58,5% και οι προμηθευτές της Apple, όπως η ταϊβανέζικη εταιρεία Foxconn, κέρδισαν από αυτό 14,3%.[xxxiii] Έτσι, το iPhone 6 Plus δεν κοστίζει 299 δολάρια λόγω του κόστους εργασίας, αλλά μάλλον επειδή για κάθε τηλέφωνο, η Apple κερδίζει κατά μέσο όρο 175 δολάρια και η Foxconn 43 δολάρια, ενώ οι εργαζόμενοι που συναρμολογούν τα τηλέφωνα σε ένα εργοστάσιο της Foxconn λαμβάνουν μόλις 5 δολάρια. Το υψηλό κόστος των iPhone και άλλων προϊόντων είναι συνέπεια ενός υψηλού ποσοστού κέρδους και ενός υψηλού ποσοστού εκμετάλλευσης-άμεσα αποτελέσματα του διεθνούς καταμερισμού της ψηφιακής εργασίας. Η Κίνα είναι, όπως γράφουν οι Φόστερ και ΜακΤσίσνεϊ, «ο παγκόσμιος κόμβος συναρμολόγησης» σε ένα σύστημα «παγκόσμιου αρμπιτράζ της εργασίας και … υπερεκμετάλλευσης».[xxxiv]

Σύμφωνα με τη λίστα Fortune των 500 μεγαλύτερων εταιρειών παγκοσμίως, η Foxconn είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εταιρικός εργοδότης στον κόσμο, με περισσότερους από ένα εκατομμύριο εργαζόμενους, κυρίως από νέοι μετανάστες από την ύπαιθρο.[xxxv] Η Foxconn συναρμολογεί τα iPad, iMac, iPhone και το Amazon Kindle, καθώς και κονσόλες βιντεοπαιχνιδιών των Sony, Nintendo και Microsoft. Όταν δεκαεφτά εργαζόμενοι της Foxconn προσπάθησαν να αυτοκτονήσουν μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου του 2010, οι περισσότεροι με επιτυχία, το ζήτημα των απάνθρωπων συνθηκών εργασίας στην κινεζική βιομηχανία της πληροφορικής άρχισε να προσελκύει ευρύτερη προσοχή. Ένας αριθμός ακαδημαϊκών μελετών έχουν καταγράψει από τότε την καθημερινή πραγματικότητα στα εργοστάσια της Foxconn, όπου οι εργαζόμενοι πρέπει να υπομένουν τις χαμηλές αμοιβές, τις πολλές ώρες και τις συχνές μεταβολές στα προγράμματα εργασίας τους, τα ανεπαρκή μέτρα προστασίας, τα υπερπλήρη καταλύματα που μοιάζουν με φυλακές, τα ξεπουλημένα συνδικάτα που ελέγχονται από τους αξιωματούχους της εταιρείας και που οι εργαζόμενοι θεωρούν αναξιόπιστα, τις απαγορεύσεις της επικοινωνίας και της ομιλίας κατά τη διάρκεια της εργασίας, τους ξυλοδαρμούς και την παρενόχληση από τους φύλακες και το αηδιαστικό φαγητό.[xxxvi]

Την ίδια στιγμή, η Apple διατυμπανίζει στην Έκθεση Προόδου για την Υπευθυνότητα Προμηθευτών της του 2014 ότι η εταιρεία απαιτεί από τους “προμηθευτές της να επιτυγχάνουν κατά μέσο όρο 95% συμμόρφωση με το ανώτατο 60 ώρες εργασίας τη βδομάδα”.[xxxvii] Η Σύμβαση C030 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας σχετικά με το ωράριο εργασίας συνιστά ένα ανώτατο όριο σαράντα οκτώ ώρες ανά εργάσιμη εβδομάδα και όχι περισσότερες από οκτώ ώρες την ημέρα. Το γεγονός ότι η Apple υπερηφανεύεται για την επιβολή μιας εξηντάωρης εβδομαδιαίας εργασίας για στην αλυσίδα εφοδιασμού της δείχνει ότι ο σύγχρονος ιμπεριαλιστικός διεθνής καταμερισμός της ψηφιακής εργασίας δεν είναι απλώς εκμεταλλευτικός αλλά και αποτελεσματικά ρατσιστικός: η Apple θεωρεί ότι για τους ανθρώπους στην Κίνα, οι εξήντα ώρες εργασίας είναι ένα κατάλληλο στάνταρ.

Η έκθεση της Apple για το 2014 υποστηρίζει επίσης ότι η εταιρεία έχει ελέγξει τις συνθήκες εργασίας των περισσότερων από ένα εκατομμύριο εργαζομένων. Ωστόσο, αυτοί οι έλεγχοι δεν διεξάγονται ανεξάρτητα και ούτε τα αποτελέσματά τους αναφέρονται ανεξάρτητα. Από τη στιγμή που η Apple δεν βασίζεται σε ανεξάρτητες εταιρικές οργανώσεις όπως οι Φοιτητές και Πανεπιστημιακοί ενάντια στην Εταιρική Εκμετάλλευση (Students And Sholars against Corporate Misbehavior – SACOM), οι εκθέσεις της πρέπει να θεωρούνται εγγενώς προκατειλημμένες: οι εργαζόμενοι που γίνονται αντικείμενα έρευνας από τους ίδιους τους εργοδότες τους σίγουρα δεν θα αναφέρουν τις καταγγελίες τους, αν δεν θέλουν να χάσουν τις δουλειές τους.

Όσο για τις πολυάριθμες παραβιάσεις των εργασιακών δικαιωμάτων που αναφέρονται παραπάνω, το ύφος και η γλώσσα της έκθεσης αφήνουν να εννοηθεί ότι το πρόβλημα βρίσκεται στους προμηθευτές και στις τοπικές αρχές: «Οι προμηθευτές μας πρέπει να τηρούν τα αυστηρά πρότυπα του Κώδικα Συμπεριφοράς του Προμηθευτή της Apple και κάθε χρόνο ανεβάζουμε τον πήχη των απαιτήσεών μας … Ελέγχουμε όλους τους προμηθευτές τελικής συναρμολόγησης κάθε χρόνο». Η έκθεση δεν θα μπορούσε ποτέ να αναγνωρίσει ότι η συμπεριφορά αυτή εκπορεύεται από την ανάγκη των ίδιων των πολυεθνικών να παράγουν φτηνά και γρήγορα. Η ιδεολογική στρατηγική της Apple αποσπά την προσοχή από δική της ευθύνη για την εκμετάλλευση των Κινέζων εργατών.

Συμπέρασμα: Ιδεολογία και Αντίσταση

Η Apple έχει προωθήσει το iPhone 5 ως υπέρ της «πολυχρωμίας» και το iPhone 6 ως «μεγαλύτερο από το μεγάλο». Τέτοιου είδους συνθήματα υποδηλώνουν ότι η επανάσταση της ψηφιακής τεχνολογίας έχει δημιουργήσει μια νέα και καλύτερη κοινωνία που ωφελεί όλους. Παρόμοιες ιδεολογικές υποσχέσεις και αξιώσεις προωθούνται για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το cloud computing, τα bigdata, το crowd sourcing και τα υπόλοιπα παρόμοια φαινόμενα. Τέτοιοι ισχυρισμοί αποτελούν μορφές τεχνολογικού φετιχισμού που υποθέτουν ότι η τεχνολογία από τη φύση της προωθεί μια καλή κοινωνία χωρίς να αναλύει τις κοινωνικές σχέσεις των οποίων είναι μέρος. Στον τεχνολογικό φετιχισμό, όπως ακριβώς έγραψε ο Μαρξ για τον κλασικό φετιχισμό των αγαθών, η «σαφής κοινωνική σχέση μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων» παίρνει «τη φαντασιακή μορφή μιας σχέσης μεταξύ πραγμάτων».[xxxviii]

Αντιμετωπίζοντας τον διεθνή καταμερισμό της ψηφιακής εργασίας με τις κλασσικές έννοιες του ιμπεριαλισμού του Λένιν, της Λούξεμπουργκ και του Μπουχάριν, μας βοηθά να αποκαλύψουμε αυτόν τον τεχνολογικό φετιχισμό. Το παράδειγμα της Apple δείχνει ότι η ψηφιακή τεχνολογία και οι ιδεολογίες που την πλαισιώνουν στη διαφήμιση και την πολιτική συγκαλύπτονται από τη γοητεία του νέου που αγνοεί αναγκαστικά τη συνέχιση της παγκόσμιας εκμετάλλευσης.

Η Apple επιτυγχάνει υψηλά κέρδη στον διεθνή καταμερισμό της ψηφιακής εργασίας με την εξωτερική ανάθεση της μεταποιητικής εργασίας στην Κίνα, όπου η δυτική στρατηγική της «εξαγωγής κεφαλαίου» επιτυγχάνει υψηλά κέρδη, επειδή οι μισθοί είναι χαμηλοί και ο ρυθμός εκμετάλλευσης υψηλός.[xxxix] Η εκμετάλλευση των εργαζομένων στη Foxconn, την Pegatron και άλλες εταιρίες δείχνει ότι «ο ιδρώτας το αίμα και η βρωμιά σε κάθε πόρο από το κεφάλι μέχρι το δάκτυλο χαρακτηρίζει όχι μόνο τη γέννηση του κεφαλαίου, αλλά και την πρόοδό του στον κόσμο σε κάθε του βήμα».[xl] Μέσα από όλα αυτά, οι αναλύσεις του Λένιν και της Λούξεμπουργκ παραμένουν τόσο αληθινές στον εικοστό πρώτο αιώνα όσο και πριν εκατό χρόνια.

Οι Φόστερ και Μακ Τσίσνεϊ υποστηρίζουν ότι οι «αντιθέσεις του καπιταλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά» περιλαμβάνουν την υπερεπένδυση στον τομέα των κατασκευών και την αστική ακίνητη περιουσία, χαμηλή κατανάλωση, ακραία εκμετάλλευση, αυξανόμενη ανισότητα, αχρησιμοποίητες υποδομές, διακρίσεις ενάντια των εργατών-μεταναστών προερχόμενων από τις αγροτικές περιοχές, ρύπανση και περιβαλλοντική υποβάθμιση.[xli] Ωστόσο, οι αναφορές των μέσων ενημέρωσης στη Δύση για την Κίνα τείνει να αγνοεί την ενεργή πολιτική κουλτούρα της χώρας των εργατικών και κοινωνικών αγώνων που απορρέουν από αυτές ακριβώς τις αντιφάσεις. Σύμφωνα με στοιχεία του Εργατικού Δελτίου της Κίνας, 1.276 απεργίες έλαβαν χώρα στην Κίνα το 2014.[xlii] Η Κίνα δεν είναι μονολιθική, είναι μία κοινωνία με δραστήριους και έντονους αγώνες της εργατικής τάξης κατά της εκμετάλλευσης. Τον Οκτώβριο του 2014 και μετά από τις εργατικές αναταραχές του Ιουνίου του ίδιου χρόνου, χίλιοι εργαζόμενοι προχώρησαν σε απεργία για αυξήσεις μισθών στο εργοστάσιο της Foxconn στο Chongqing.[xliii]

Ο βραχυπρόθεσμος και μεσοπρόθεσμος στόχος των αγώνων της «ψηφιακής» εργατικής τάξης θα πρέπει να είναι ο σχηματισμός εταιρειών που ελέγχονται από τους εργαζόμενους στην ψηφιακή βιομηχανία και τη βιομηχανία του πολιτισμού σε όλα τα επίπεδα της παραγωγής και σε ολόκληρο τον πλανήτη ανεξάρτητα από το αν διαταράσσει τη λειτουργία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, την ανεξάρτητη οικονομία, την εξόρυξη ορυκτών ή τη συναρμολόγηση. Μακροπρόθεσμα, ο στόχος θα πρέπει να είναι η υπέρβαση της καπιταλιστικής οργάνωσης σε αυτές τις σφαίρες, μαζί με την ίδια την καπιταλιστική κοινωνία. Το ζήτημα του ρόλου που πρέπει να διαδραματίσει η εθνική ή διεθνής διάσταση των κοινωνικών αγώνων ενάντια στον ψηφιακό καπιταλισμό είναι θέμα στρατηγικών πολιτικών συζητήσεων. Σε μια επιστολή του 1867 προς τη Διεθνή Ένωση των Εργατών, ο Μαρξ υποστήριξε ότι «για να αντιταχθούν στους εργάτες τους, οι εργοδότες είτε φέρνουν εργάτες από το εξωτερικό είτε μεταφέρουν την παραγωγή σε χώρες που υπάρχει φθηνό εργατικό δυναμικό».[xliv] Είναι τόσο αλήθεια στο σήμερα όσο ήταν και τότε, το ότι εάν η «εργατική τάξη επιθυμεί να συνεχίσει τον αγώνα της έχοντας κάποιες πιθανότητες επιτυχίας», τότε η μόνη απάντηση στην παγκόσμια καπιταλιστική κυριαρχία είναι ότι «οι εθνικές οργανώσεις θα πρέπει να γίνουν διεθνείς».[xlv]

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: Νάσια Πλιακογιάννη

 

[i] Για μια πιο λεπτομερή ανάλυση: Christian Fuchs, “Media, War and Information Technology,” in Des Freedman and Daya Kishan Thussu, eds., Media and Terrorism: Global Perspectives (London: Sage, 2012), 47–62; Christian Fuchs, “Critical Globalization Studies: An Empirical and Theoretical Analysis of the New Imperialism,” Science & Society 74, no. 2 (2010): 215–47; Christian Fuchs, “Critical Globalization Studies and the New Imperialism,” Critical Sociology 36, no. 6 (2010): 839–67; and Christian Fuchs, “New Imperialism: Information and Media Imperialism?” Global Media and Communication 6, no. 1 (2010): 33–60.

[ii] Vladimir I. Lenin, “Imperialism, the Highest Stage of Capitalism,” in Collected Works, vol. 22 (London: Lawrence and Wishart, 1927), 266–67.

[iii] Nikolai Bukharin and Evgenii Preobrazhensky, The ABC of Communism (Monmouth, UK: Merlin Press, 2007 [1920]), 119.

[iv] Nikolai Bukharin, Imperialism and World Economy (New York: Monthly Review Press, 1973), 140.

[v] Στο ίδιο, σελ. 158.

[vi] Στο ίδιο, σελ. 120-121.

[vii] Λένιν, Ιμπεριαλισμός, σελ. 269 (έκδοση αναφέρεται παραπάνω)

[viii] Rosa Luxemburg, The Accumulation of Capital (New York: Routledge, 2003 [1913]), 426–27.

[ix] Στο ίδιο, σελ. 343.

[x] Στο ίδιο, σελ. 427.

[xi] Λένιν, Ιμπεριαλισμός, σελ.300.

[xii] Bukharin and Preobrazhensky, ABC of Communism, 143.

[xiii] Περισσότερα για παράδειγμα: John Bellamy Foster and Robert W. McChesney, The Endless Crisis: How Monopoly-Finance Capitalism Produces Stagnation and Upheaval from the USA to China (New York: Monthly Review Press, 2012); David Harvey, The New Imperialism (Oxford: Oxford University Press, 2003); and Ellen Meiksins Wood, Empire of Capital (London: Verso, 2003).

[xiv] Λένιν, Ιμπεριαλισμός, σελ. 221-222.

[xv] Στο ίδιο, σελ. 241.

[xvi] Bukharin, Imperialism and World Economy, σελ. 18, 21.

[xvii] Στο ίδιο, σελ. 19.

[xviii] Στο ίδιο, σελ. 20.

[xix] Στο ίδιο, σελ. 22.

[xx] Luxemburg, The Accumulation of Capital, σελ. 432.

[xxi] Στο ίδιο, σελ. 345-46, 433.

[xxii] Βλέπε την έκθεση του Paul Mattick του 1935 «Λούξεμπουργκ εναντίoν Λένιν» στο Anti-Bolshevik Communism (Monmouth, UK: Merlin Press, 1978).

[xxiii] Christian Fuchs, Digital Labor and Karl Marx (New York: Routledge, 2014).

[xxiv] Στο ίδιο.

[xxv] Folker Fröbel, Jürgen Heinrichs and Otto Kreye, The New International Division of Labor (Cambridge: Cambridge University Press, 1981).

[xxvi] Foster and McChesney, The Endless Crisis.

[xxvii] Στο ίδιο, σελ. 114-15, 119.

[xxviii] Στο ίδιο.

[xxix] Στο ίδιο.

[xxx] Fortune Global 500 list 2015, available at http://fortune.com.

[xxxi] Apple Inc., 10-K Report 2014. Available at http://sec.gov.

[xxxii] Στο ίδιο.

[xxxiii] Jenny Chan, Ngai Pun and Mark Selden, “The Politics of Global Production: Apple, Foxconn and China’s New Working Class,” New Technology, Work and Employment 28, no. 2 (2013): 100–15.

[xxxiv] Foster and McChesney, The Endless Crisis, σελ. 172.

[xxxv] Christian Fuchs, Culture and Economy in the Age of Social Media (New York: Routledge, 2015).

[xxxvi] Βλέπε Jenny Chan, “A Suicide Survivor: The Life of a Chinese Worker,” New Technology, Work and Employment 2, no. 2 (2013): 84–99; Chan, Pun, and Selden, “The Politics of Global Production”; Foster and McChesney, The Endless Crisis, 119–20, 139–40, 173; Ngai Pun and Jenny Chan, “Global Capital, the State, and Chinese Workers: The Foxconn Experience,” Modern China 38, no. 4 (2012): 383–410; Jack L. Qiu, “Network Labor: Beyond the Shadow of Foxconn,” in Larissa Hjorth, Jean Burgess and Ingrid Richardson, eds., Studying Mobile Media: Cultural Technologies, Mobile Communication, and the iPhone (New York: Routledge, 2012), 173–89; Jack L. Qiu, Goodbye iSlave: Rethinking Labor, Capitalism, and Digital Media (Champaign, IL: University of Illinois Press, 2016); and Marisol Sandoval, “Foxconned: Labor as the Dark Side of the Information Age,” tripleC 11, no. 2 (2013): 318–47.

[xxxvii] Apple Inc., Supplier Responsibility 2014 Progress Report, http://apple.com.

[xxxviii] Karl Marx, Capital, vol. 1 (London: Penguin, 1976), 165.

[xxxix] Λένιν, Ιμπεριαλισμός, σελ. 241.

[xl] Λούξεμπουργκ, Η συσσώρευση του κεφαλαίου, σελ. 433.

[xli] Foster and McChesney, The Endless Crisis, 157.

[xlii] Απεργιακός Χάρτης του Εργατικού Δελτίου της Κίνας, http://strikemap.clb.org.hk.

[xliii] “Thousands of Foxconn Workers Strike Again in Chongqing for Better Wages, Benefits, Κινεζικό Παρατηρητήριο Εργατών, http://chinalaborwatch.org.

[xliv] Karl Marx, “On the Lausanne Congress,” in MECW, vol. 20 (London: Lawrence and Wishart 1984), σελ. 421–423.

[xlv] Στο ίδιο, σελ. 422