Τεχνολογία και Σοσιαλιστική Στρατηγική

«Ο,τιδήποτε άλλο, εκτός από το κεφάλαιο». Για τους οικονομολόγους της κυρίαρχης ιδεολογίας η παραπάνω φράση αποτελεί τον σιωπηρό κανόνα που κατευθύνει την συζήτηση για τα αίτια της κοινωνικής ανισότητας. Από την νευρική απάντηση του Greg Mankiw προς το κίνημα Occupy, ως τον ισχυρισμό του Tyler Cowen, ότι η τεχνολογία έχει καταστήσει την μεσαία τάξη παρωχημένη, αυτοί που είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον να εξηγήσουν τα οικονομικά στους Αμερικανούς είναι πρόθυμοι να δικαιώσουν τους πλούσιους.

Το επιχείρημα του Cowen, συγκεκριμένα, αναπτύσσει ένα συλλογιστικό μοτίβο που γίνεται ολοένα και πιο κυρίαρχο στην αντιπαράθεση για το ζήτημα της κοινωνικής ανισότητας. Καθώς έρχονται αντιμέτωποι με αδιάσειστα στοιχεία για την άνοδο του 1% των πλουσιότερων, πολλοί οικονομολόγοι έχουν βρει καταφύγιο στην ιδέα της «τεχνολογικής ανάπτυξης που οδηγεί σε μεροληψία υπέρ ορισμένων δεξιοτήτων». Υποστηρίζουν ότι η τεχνολογική πρόοδος έχει εξαλείψει τη ζήτηση για μια μία σειρά από ικανότητες του εργαζόμενου πληθυσμού, επιβραβεύοντας ταυτόχρονα όσους διαθέτουν ταλέντα που ταιριάζουν στο νέο μοντέλο οικονομίας.Σε μια άλλη εποχή, η παραπάνω θέση θα ήταν επικίνδυνη. Η αντίληψη ότι η τεχνολογική πρόοδος θα απέφερε τους καρπούς της σε όλα τα τμήματα της κοινωνίας υπήρξε διαχρονικά βασικό στοιχείο της αμερικανικής ιδεολογίας.

Σήμερα, παρόλα αυτά, στην εποχή που τα αντιπολιτευτικά κινήματα βρίσκονται σε υποχώρηση, το στοιχείο της τεχνολογικής ανάπτυξης παρουσιάζεται ως αναπόφευκτο. Εκεί που η τεχνολογική ανάπτυξη συντηρούσε κάποτε την ελπίδα για την εξομάλυνση των ατελειών της αμερικανικής κοινωνίας, προβάλλεται σήμερα ως η αιτία των ατελειών αυτών και ως αιτιολόγηση για την μονιμότητά τους.

Παρόλα αυτά, ορισμένοι δεν είναι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν την ουτοπική προοπτική που προσφέρει η τεχνολογία. Μία οργάνωση που αυτοαποκαλείται Ινστιτούτο για την Εμπειρία των Πελατών (Institutute of Customer Experience – ICE) – θυγατρική εταιρία της Human Factors International Α.Ε. – υπέβαλε ένα τολμηρό σχέδιο (στο Indiegogo*, φυσικά) για την άμεση καταπολέμηση της μάστιγας της κοινωνικής ανισότητας. Το σχέδιο είναι μία εφαρμογή για smartphones που λέγεται Equalize.

Στο σύντομο βίντεο που συνόδευε την υποβολή του σχεδίου, η διευθύνουσα σύμβουλος του Ινστιτούτου, η Apala Lahiri Chavan (που διατηρεί λογαριασμό στο Twitter με το όνομα “Futurist Apala”) προσφέρει στους χρήστες της εφαρμογής την δυνατότητα να μειώσουν την ανισότητα, όπως αυτή εκδηλώνεται σε έξι βασικούς τομείς, από το έμφυλο ζήτημα ως την πείνα και την ευτυχία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω μίας εφαρμογής για smartphones που επιτρέπει στους χρήστες να συγκεντρώνουν πόντους, που λέγονται “smileys”, προσφέροντας διάφορες μορφές εθελοντικής εργασίας, από τη δωρεά βιβλίων ως την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε παιδιά.

Αυτού του είδους η «παιχνιδοποίηση» υπόσχεται ταχύτερες και πιο αποτελεσματικές λύσεις στο ζήτημα της ανισότητας από αυτές που μπορούν να προσφέρουν οι κυβερνήσεις μέσω της «αξιοποίησης των υπηρεσιών του χρήστη».

Η τεχνοφοβία μοιάζει μάλλον ως η μόνη απάντηση της Αριστεράς στο ζήτημα. Για κάθε ανισότητα, μας παρουσιάζεται μια υποτιθέμενη πολιτικά ουδέτερη λύση, βασισμένη στην τεχνολογία, που υπόσχεται να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των φτωχών χωρίς να θίξει σε καμία περίπτωση τα προνόμια των ισχυρών. Σε ένα τόσο αποπολιτικοποιημένο κλίμα, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί ριζοσπάστες έχουν καταστεί καχύποπτοι απέναντι στην τεχνολογία και βλέπουν τις κυριαρχικές κοινωνικές σχέσεις ως εγγεγραμμένες στις ίδιες τις παραγωγικές δυνάμεις.

Μια τέτοια στάση, όπως κι αν δικαιολογείται, αδικεί την παρακαταθήκη που έχει αφήσει η σοσιαλιστική θεωρία στο ζήτημα της τεχνολογίας. Από την εποχή της γέννησης του σύγχρονου εργατικού κινήματος, ο προβληματισμός γύρω από τη θέση που έχει η τεχνολογική πρόοδος στις προσπάθειες αντιμεπτώπισης του «κοινωνικού ζητήματος» υπήρξε βασικό στοιχείο για τη σοσιαλιστική θεωρία.

Αν μελετήσουμε ορισμένες θέσεις που καθόρισαν τον σοσιαλιστικό τρόπο σκέψης στο ζήτημα της τεχνολογίας, μπορούμε να τις αξιοποιήσουμε, για να ξαναχτίσουμε ένα ρόλο για εκείνους που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν αυτά που ο Μπρεχτ ονόμασε «τα νέα δεινά» στα χέρια των «παιχνιδοποιών» κι όσων παρεμποδίζουν την εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Ο Μαρξ και το Ξόρκι του Μάγου

Η τεχνολογική ανάπτυξη βρισκόταν στο επίκεντρο της σκέψης του Μαρξ γύρω από την καπιταλιστική κοινωνία και τα ζητήματα που σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Σε αντίθεση με τους ουτοπικούς σοσιαλιστές που προηγήθηκαν, ο Μαρξ υπήρξε ανυποχώρητος στο ότι ο δικός του σοσιαλισμός θα ήταν επιστημονικός, συμβατός με τις πρόσφατες κατακτήσεις της ανθρώπινης γνώσης.

Η θέση αυτή στην πραγματικότητα υποβάθμισε σημαντικά το βαθμό στον οποίο διανοητές όπως ο Robert Owen και ο Charles Fourier υπήρξαν και αυτοί παιδιά του Διαφωτισμού, αφιερωμένοι στην ορθολογική χειραφέτηση της ανθρωπότητας. Παρόλα αυτά, η παραπάνω θέση αποτέλεσε μια ισχυρή διακήρυξη που χάρασσε την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον επιστημονικό και τον ουτοπικό σοσιαλισμό.

Η ενασχόληση, όμως, του Μαρξ με το ζήτημα της επιστήμης και της τεχνολογίας υπήρξε πολύ βαθύτερη από τον απλό ανταγωνισμό για την ηγεμονία εντός του σοσιαλιστικού κινήματος. Ήταν ο πρώτος που προσδιόρισε από πού προερχόταν ο απίστευτος τεχνολογικός δυναμισμός του καπιταλισμού. Ενώ οι αστοί οικονομολόγοι, όπως ο Adam Smith, είδαν τον καταμερισμό της εργασίας και την ανάπτυξη των αγορών ως νομοτελειακή πηγή τεχνολογικής προόδου, ο Μαρξ είδε τα ταξικά ρήγματα που βρίσκονται κάτω από αυτή τη διαδικασία.

Ακόμη πιο σημαντικό είναι το ότι αναγνώρισε την παραγωγικότητα του καπιταλισμού στον τεχνολογικό τομέα ως μία από τις βασικές αρετές του. Χωρίς το πλεόνασμα που δημιούργησε ο καπιταλισμός, το δόγμα της κοινωνικής ισότητας θα σήμαινε απλά την γενίκευση των αναγκών. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Μαρξ επαίνεσε ακόμη πιο εκστατικά τον καπιταλισμό:

«H μπουρζουαζία, στη διάρκεια των εκατό μόλις χρόνων της κυριαρχίας της, έχει δημιουργήσει πιο μαζικές και πιο κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις από ότι είχαν όλες οι προηγούμενες γενιές μαζί».

Είναι ξεκάθαρο πως ο Μαρξ δεν ήταν τεχνοφοβικός. Κι όμως λίγο παρακάτω από το συγκεκριμένο απόσπασμα ακολουθεί ένα από τα πιο διάσημα χωρία σε όλο του το έργο. Παραπέμποντας στον Goethe, παρομοιάζει το κεφάλαιο με «το μάγο που δεν μπορεί να ελέγξει πια τις δυνάμεις του κάτω κόσμου που αφύπνισε με τα ξόρκια του».

Όπως παρατηρεί ο S. S. Prawer στο βιβλίο του «Ο Καρλ Μαρξ και η Παγκόσμια Λογοτεχνία», η μνεία του Μαρξ περιέχει στην πραγματικότητα μια σημαντική διαφοροποίηση από το πρωτότυπο κείμενο του Goethe. Στο έργο του Goethe, είναι ο νεαρός μαθητευόμενος του μάγου που χάνει των έλεγχο των δυνάμεων, ενώ για τον Μαρξ είναι ο ίδιος ο μάγος. Δεν θα υπάρξει κάποιος υπεύθυνος ενήλικος που θα έρθει ως από μηχανής θεός να συμμαζέψει το χάος που θα έχει προκαλέσει το κεφάλαιο. Για τον Μαρξ, η παραγωγικότητα και η αναρχία του καπιταλισμού συνδέονταν στην ίδια του την ουσία.

Η κριτική για την καταστροφικότητα του κεφαλαίου που ασκεί ο Μαρξ στο Μανιφέστο συμβαδίζει με την αντίληψή του για τον επιστημονικό σοσιαλισμό. Ως ένας καλός ριζοσπαστικός διανοητής του Διαφωτισμού, έστρεψε τις αξίες του ορθολογισμού ενάντια στο σύστημα που ισχυριζόταν ότι τις ενσάρκωνε. Ενώ ιδεολόγοι από τον Smith ως τον Bentham ισχυρίζονταν ότι ο καπιταλισμός ενσάρκωνε τον ορθολογισμό καθώς άφηνε ελεύθερες τις ανθρώπινες δυνάμεις να καινοτομήσουν, ο Μαρξ είδε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί απέκρυπταν έναν δομικό παραλογισμό που βρίσκεται στην καρδιά του συστήματος.

Στον καπιταλισμό, παρατηρούμε κρίσεις «οι οποίες, σε παλαιότερες εποχές, θα έμοιαζαν με παραλογισμό – την επιδημία την υπερ-παραγωγής». Το σύστημα δημιουργεί όλο και μεγαλύτερα επίπεδα παραγωγικότητας από την ανθρώπινη εργασία, ενώ ταυτόχρονα θέτει αυτήν την παραγωγικότητα πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο. Ο Μαρξ, για τον οποίο το υπέρτατο αγαθό ήταν η συνειδητή εξουσία του καθενός πάνω στην μοίρα του, έβλεπε στην αντίθεση αυτή το κλειδί για την καταστροφή του καπιταλισμού.

Παρά το ότι επικεντρωνόταν στους συστημικούς παραλογισμούς του κεφαλαίου, ο Μαρξ υπήρξε προσεκτικός και στο ζήτημα της ταξικής φύσης των τεχνολογικών του ανισοτήτων. Υπό τον καπιταλισμό, ο εργάτης είναι «κάθε μέρα και ώρα υποδουλωμένος από τη μηχανή,» για την οποία μετατρέπεται σε ένα «απλό εξάρτημα», αναλώσιμο και αντικείμενο εκμετάλλευσης. Τον ταξικό χαρακτήρα της τεχνολογικής ανάπτυξης θα μελετούσε πιο προσεκτικά ο Μαρξ στα έργα του Grundrisse και Κεφάλαιο, όπου διερεύνησε πιο διεξοδικά τις επιπτώσεις του εκμηχανισμού της παραγωγής και τους ταξικούς αγώνες που αυτός προκάλεσε.

Η θεωρητική παρακαταθήκη που άφησε ο Μαρξ στο ζήτημα της τεχνολογίας είναι, λοιπόν, σύνθετη και αποτελείται από δύο ζεύγη αντιθέσεων. Πρώτον, εξαιτίας του τεχνολογικού δυναμισμού του, έβλεπε στο κεφάλαιο τόσο την καταδίκη όσο και την σωτηρία της ανθρωπότητας. Αρνούμενος είτε την απλή αποδοχή είτε την απόρριψη του χαρακτήρα της τεχνολογικής προόδου στον καπιταλισμό, ο Μαρξ προτίμησε να την αναλύσει, αναγνωρίζοντας τις κινητήριες δυνάμεις της και τον ρόλο που δύναται να παίξει στην διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού.

Δεύτερον, ο Μαρξ επέστησε την προσοχή του τόσο σε μορφές παραλογισμού που απελευθερώνει η παραγωγικότητα του καπιταλισμού σε γενικό – κοινωνικό επίπεδο, όσο και σε μορφές κυριαρχίας που εμφανίζονται σε συγκεκριμένο – ταξικό επίπεδο, όπως η επίπτωση του εκμηχανισμού στους εργάτες.

Ως εκ τούτου, ο Μαρξ χάραξε ένα νέο δρόμο σκέψης στις συζητήσεις για το ζήτημα της τεχνολογίας, που θα επιζούσε πάνω από έναν αιώνα μετά το θάνατό του. Η γενιά των σοσιαλιστών που ακολούθησε τον Μαρξ απέτυχε, σε γενικές γραμμές, να διατηρήσει αυτό το δρόμο σκέψης και υπέπεσε είτε στη μία είτε στην άλλη πλευρά των αντιθέσεων, την υπέρβαση των οποίων αυτός αναζητούσε.

Οι σοσιαλιστές στην Εποχή του Τέυλορ

Οι σοσιαλιστές που ήρθαν αντιμέτωποι με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την επακόλουθη φρίκη γνώρισαν έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από αυτόν που άφησε ο Μαρξ το 1883. Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν, η επιστήμη είχε προχωρήσει με τρομακτική ταχύτητα, όπως καταμαρτυρεί η χρήση του αερίου μουστάρδας και του πολυβόλου. Επιπροσθέτως, ο ταξικός χαρακτήρας αυτής της αλλαγής είχε γίνει όλο και πιο προφανής, καθώς ο Τεϋλορισμός και η επιστημονική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας προσπαθούσαν να υποβάλλουν τους εργάτες στο εργοστάσιο στις ίδιες αρχές λειτουργίας που είχαν και οι μηχανές του εργοστασίου.

Η εμφάνιση των νέων ειδών επιστημονικής γνώσης υπήρξε αφορμή για μια σημαντική διαμάχη εντός του σοσιαλιστικού κινήματος. Οι θέσεις κυμαίνονταν από την απόλυτη απόρριψη ως την πιο εκστατική αποδοχή των νέων τεχνολογιών της αποδοτικότητας. Κατά μήκος αυτού του φάσματος απόψεων, οι σοσιαλιστές απέτυχαν να διατηρήσουν τα θεωρητικά και πολιτικά επιτεύγματα του Μαρξ, οπισθοχωρώντας σε μια ορισμένη μονομέρεια που τους καθιστούσε ανίκανους να αντιμετωπίσουν βασικές πλευρές της συγκυρίας.

Οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (International Workers of the World – IWW) αποτέλεσαν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της παρορμητικής απόρριψης της τεχνολογίας στο σοσιαλιστικό κίνημα της εποχής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι IWW, που είναι περίφημοι στην Αριστερά για τον ακτιβισμό τους, απέκτησαν μια ορισμένη κακοφημία ως υπέρμαχοι του σαμποτάζ. Είναι διάσημη η δήλωση του “Big” Bill Haywood στο Cooper Union ότι: «Δεν γνωρίζω τίποτα άλλο που να μπορεί να φέρει τόση ευχαρίστηση σε εσάς και τόση οργή στο αφεντικό, όσο μια μικρή δολιοφθορά στο σωστό μέρος και στο σωστό χρόνο. Ανακαλύψτε τι σημαίνει αυτό. Δεν πρόκειται να σας βλάψει και θα σακατέψει το αφεντικό».

Εξαιτίας των παραπάνω, ο Haywood και άλλοι αριστεροί απομακρύνθηκαν από το Αμερικανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Socialist Party of America – SPA) και έπρεπε να οργανώσουν τους IWW χωρίς την υποστήριξη μιας μεγαλύτερης οργάνωσης. Οι IWW κάθε άλλο παρά αναθεώρησαν· αντιθέτως διεύρυναν την υποστήριξή τους στις πρακτικές δολιοφθοράς, ανάγοντάς την σε γενική αρχή που περιελάμβανε πολλά περισσότερα από την καταστροφή των μηχανών.

Κατά τη διάρκεια της ιδιαίτερα δριμείας απεργίας του 1912 στο Patterson, την οποία καθοδηγούσαν οι IWW, σημειώθηκαν καταστροφές βιομηχανικής περιουσίας αξίας μόλις 25$. Για τους IWW το σαμποτάζ είχε κυρίως την έννοια της συνειδητής υπαναχώρησης από την αποδοτικότητα, με οποιοδήποτε μέσο. Σαμποτάζ αποτελούσε η απλή αξίωση να έχουν οι ίδιοι οι εργάτες την εξουσία να καθορίζουν το ρυθμό και το επίπεδο της προσπάθειας που θα κατέβαλλαν κατά την εργασία τους.

Εντός του πλαισίου του Τεϋλορισμού και της επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας, τα παραπάνω δεν ήταν παρά η κήρυξη του πολέμου ενάντια στους εργοδότες, πράγμα που οι IWW γνώριζαν καλά. Μεγάλο μέρος του αγώνα τους στράφηκε συνειδητά ενάντια στους «επιτηρητές της αποδοτικότητας», που αφαιρούσαν ενεργά ακόμη και τα ελάχιστα περιθώρια ελέγχου που είχαν οι εργάτες στο χώρο της εργασίας τους. Οι IWW αναγνώριζαν ότι η επιστημονική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας, που περιελάμβανε τα πάντα, από τις μετρήσεις του χρόνου και των κινήσεων ως την εισαγωγή της γραμμής παραγωγής, αντιπροσώπευε την καταστροφή της εργατικής τάξης και ως εκ τούτου μάχονταν εναντίον της με τα αντίστοιχα μέσα.

Ο William English Walling, που ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος και ήταν υποστηρικτής των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου, υποστήριζε ότι «κατ’ αντιστοιχία, όσο περισσότερο οι επιστημονικές μέθοδοι αύξησης της αποδοτικότητας εφαρμόζονται στην βιομηχανία, ένα από τα καλύτερα και πιο φυσικά όπλα του εργάτη είναι η επιστημονική ανάπτυξη μεθόδων παρεμβολής στην αποδοτικότητα». Για τους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου, ο στόχος ήταν να μπλοκάρουν με τα εργαλεία τους τα γρανάζια της προόδου, ακόμη και στην κυριολεξία αν χρειαζόταν.

Ο αγώνας των IWW ενάντια στην επικράτηση του τεϋλορικού μοντέλου ήταν, φυσικά, εντελώς δικαιολογημένος. Ωστόσο, εξαιτίας της ακλόνητης άρνησής τους απέναντι στην τεχνολογική πρόοδο, υπονόμευσαν στοιχεία αυτού του αγώνα. Στο ζήτημα αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, οι IWW φαίνονταν περισσότερο απασχολημένοι με την καταστροφή της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων παρά με την οικοδόμηση μιας νέας.

Ο ακραίος αριστερισμός τους, που εκδηλωνόταν πολλές φορές με μια αδιαφορία για τη σύναψη συμβάσεων με τους εργοδότες, τους καθιστούσε παντελώς ανίκανους να κάνουν τακτικές υποχωρήσεις όταν κάτι τέτοιο ήταν αναγκαίο. Η παραπάνω ικανότητα αποτελεί πάντα σημαντικό ελιγμό για τους εργάτες που σε γενικές γραμμές βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με το κεφάλαιο, αλλά είναι ειδικότερα καίριας σημασίας στον αγώνα για την υπαναχώρηση από την αποδοτικότητα.

Γιατί στην τελική, αν οι εργάτες είναι υπερβολικά επιτυχημένοι σε μια τέτοια υπαναχώρηση, οι εργοδότες τους θα οδηγηθούν εκτός αγοράς από εταιρίες που επιβάλλονται πιο αποτελεσματικά στους εργάτες τους. Σε τέτοιες καταστάσεις, η δυνατότητα να διαπραγματεύεται κανείς μια προσωρινή οπισθοχώρηση που να διατηρεί έναν καλύτερο ταξικό συσχετισμό είναι καίριας σημασίας, και η άγνοια των IWW για την σοσιαλιστική παρακαταθήκη στο ζήτημα των προ-τεχνολογικών ενστίκτων, δεν τους επέτρεψε να λειτουργήσουν έτσι. Στο ζήτημα αυτό, αλλά και στις προσπάθειες των IWW γενικότερα, απεδείχθη ότι μια απλή απόρριψη των απαιτήσεων του κεφαλαίου δεν είναι ικανή να τις υπερνικήσει.

Στη Σοβιετική Ρωσία…

Η Σοβιετική Ένωση στις απαρχές της γνώρισε μια πολύ πιο ζωντανή αντιπαράθεση σχετικά με τις αρχές της επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας. Πριν την επανάσταση, ο Βλαντιμίρ Λένιν είχε εκφράσει μια αμφιταλαντευόμενη στάση απέναντι στον Τεϋλορισμό. Στο άρθρο του «Το τεϋλορικό σύστημα – Η υποδούλωση του ανθρώπου από τη μηχανή» του 1914, είχε αφενός καταφερθεί ενάντια στη βαρβαρότητα του συστήματος και είχε παρουσιάσει τους προβληματισμούς του σχετικά με τις εμπλοκές που θα μπορούσε να προκαλέσει στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Ο Λένιν ήταν ξεκάθαρος στο ζήτημα του ταξικού περιεχομένου του Τεϋλορισμού. Σε ένα παλαιότερο άρθρο του για το ζήτημα, είχε δηλώσει ότι «τα επιτεύγματα στη σφαίρα της τεχνολογίας και της επιστήμης στην καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι παρά επιτεύγματα στην απόσπαση του ιδρώτα των εργατών». Στο άρθρο «Το τεϋλορικό σύστημα», σημείωνε πως η αύξηση της αποδοτικότητας που επέφερε η επιστημονική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας δεν ωφέλησε ποτέ τους εργάτες, αλλά τους έφερε μόνο υπερεργασία και ανεργία.

Το στοιχείο, όμως, του Τεϋλορισμού που κέντριζε το ενδιαφέρον του Λένιν ήταν τόσο η παραγωγικότητα που υποσχόταν όσο και η σπατάλη που δημιουργούσε. Παρατηρούσε με απογοήτευση ότι «αυτός ο ορθολογικός και αποδοτικός καταμερισμός της εργασίας περιορίζεται στο κάθε εργοστάσιο ξεχωριστά», ενώ η οικονομία ως σύνολο κυβερνιέται ακόμη από την αναρχία της αγοράς.

Ο Λένιν ανυπομονούσε για τη μέρα που εργάτες θα είχαν τον έλεγχο της οικονομίας και πίστευε ακράδαντα ότι θα «μπορούσαν να εφαρμόσουν αυτές τις αρχές του ορθολογικού καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας, όταν η τελευταία απελευθερωθεί από τη σκλαβιά του κεφαλαίου». Για τον Λένιν, ο Τεϋλορισμός ήταν βάρβαρος στην υφιστάμενη εκδοχή του, όμως θα μπορούσε εύκολα να επανανοηματοδοτηθεί από τους εργάτες σε μια σοσιαλιστική κοινωνία.

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι Μπολσεβίκοι εφάρμοσαν στην πράξη αυτές τις ιδέες. Σε μια χώρα κακοποιημένη πρώτα από τους ιμπεριαλιστικούς κι έπειτα από τους εμφυλίους πολέμους, το ζήτημα της παραγωγικότητας της εργασίας ήταν πολύ πιο επείγον από ότι εμφανιζόταν στις προπολεμικές αναζητήσεις του Λένιν. Στον Τεϋλορισμό, ο Λένιν και άλλοι μπολσεβίκοι ηγέτες είδαν μια πιθανή λύση στο πρόβλημα της ανεπάρκειας αγαθών. Προσέλαβαν ειδικούς σε ζητήματα παραγωγικότητας από τις ΗΠΑ και εργάστηκαν για τον μετασχηματισμό του σοβιετικού εργατικού δυναμικού.

Η συζήτηση για τον Τεϋλορισμό εντός του κόμματος των Μπολσεβίκων σύντομα μετατράπηκε σε αντιπαράθεση μεταξύ δύο βασικών πτερύγων. Η πρώτη, που σχηματίστηκε γύρω από τον Alexei Gastev, έδειξε ενθουσιασμό για τις ενδεχόμενες μετρήσεις του χρόνου και των κινήσεων των Ρώσων εργατών και ξεκίνησε να οργανώνει εργαστήρια για την διεξαγωγή τέτοιων ερευνών. Μια δεύτερη ομάδα, που ήταν επίσης αφοσιωμένη στο ζήτημα της αποδοτικότητας στην παραγωγή, αλλά δεν ξετρελαινόταν με τις επιστημονικές αξιώσεις του Τεϋλορισμού, θα διαμόρφωνε τελικά μία οργάνωση που αυτοαποκαλούνταν Liga Vremya – η Λίγκα του Χρόνου. Αυτές οι δύο ομάδες θα αντιμάχονταν καθ’ όλη την πρώιμη περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο Gastev υποστήριζε ότι κάποιες μέθοδοι της επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας είχαν πολλά να προσφέρουν στους Ρώσους εργάτες. Πέρα από το ότι οδηγούσαν σε άνοδο του βιοτικού επιπέδου, η αναδιάρθρωση του εργοστασίου με επιστημονικά κριτήρια λειτουργούσε αντικειμενικά για το συμφέρον των εργατών. Αντιμέτωποι με την επιλογή ανάμεσα σε ένα χαοτικό κι σ’ ένα αποδοτικά οργανωμένο εργοστάσιο, ο Gastev δεν είχε καμία αμφιβολία για το πιο από τα δύο μοντέλα θα διάλεγαν οι εργάτες. Η εκστρατεία προπαγάνδας και καλλιέργειας του πάθους για τον Σοβιετικό Τεϋλορισμό θα μπορούσε να διεξαχθεί σε μεγάλο βαθμό μέσα από τη μέθοδο των επιδείξεων.

Οι αντίπαλοι του Gastev, από την άλλη πλευρά, έδειχναν μεγαλύτερο σκεπτικισμό σχετικά με το τι θα μπορούσε να προσφέρει ο Τεϋλορισμός στην υπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Σε αντίθεση με τον ανασχηματισμό των ενεργειών των εργατών γύρω από πιο αποδοτικά οργανωμένες γραμμές παραγωγής, έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στην αυτοματοποίηση των ανεπιθύμητων θέσεων εργασίας. Η Λίγκα του Χρόνου απέρριπτε τον Τεϋλορισμό, καθώς τον έβλεπε ως δέσμευση στενά στην αποδοτικότητα. Αντί να αναδιοργανώσει απλώς τον χώρο εργασίας, ήθελαν να ηγηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα σε έναν αγώνα για την αναδιοργάνωση ολόκληρης της κοινωνίας κατά τρόπο πιο αποδοτικό.

Οι προτάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση περιελάμβαναν την αντικατάσταση αόριστων εκφράσεων όπως το «ίσως» ή το «με κάποιο τρόπο» από έναν «ακριβή υπολογισμό» ή ένα «διεξοδικά μελετημένο σχέδιο» και την λήψη μέτρων για τη σταδιακή μείωση της διάρκειας των ομιλιών στις διασκέψεις. Η Λίγκα του Χρόνου προσπαθούσε να μεταδώσει το πάθος για την αποδοτικότητα στη ρωσική εργατική τάξη χρησιμοποιώντας μέσα διαφώτισης και προπαγάνδας. Αντιμετώπιζαν το εργαστήριο του Gastev ως το οχυρό της «χρονομετρικής βαρβαρότητας».

Εντέλει, ο Τεϋλορισμός δεν εφαρμόστηκε στην επαναστατική Ρωσία με κάποιον συστηματικό τρόπο, αν και αυτό ήταν περισσότερο αποτέλεσμα του χάους και των στερήσεων που επικρατούσαν στην μετεπαναστατική κοινωνία παρά της οργανωμένης αντίθεσης σε αυτόν. Μεταγενέστερα, στην ΕΣΣΔ υπό την ηγεσία του Στάλιν, οι αξιωματούχοι του Σοβιετικού κράτους κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες για την αύξηση της παραγωγικότητας. Είναι, όμως, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι προσπάθειες αυτές δεν στηρίζονταν τόσο στην αναδιάρθρωση της παραγωγής με πρότυπο τον Τεϋλορισμό αλλά περισσότερο στην προτροπή των εργατών με βάση ηθικά κίνητρα. Το Σταχανοφικό κίνημα, που προσπαθούσε να πείσει τους εργάτες να ακολουθήσουν το παράδειγμα ενός ανθρακωρύχου που είχε πετύχει νέα ρεκόρ παραγωγικότητας, αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της τάσης.

Σε κάθε περίπτωση, η αντιπαράθεση γύρω από τον Τεϋλορισμό κατά την πρώιμη περίοδο του Σοβιετικού κράτους καταδεικνύει την κυριαρχία των προβληματισμών για το ζήτημα της παραγωγικότητας στις συζητήσεις των σοβιετικών περί επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας. Η απελπισία που επικρατούσε και το εύθραυστο της σοβιετικής κοινωνίας συνέβαλαν αναμφίβολα στην ανάπτυξη του παραπάνω προβληματισμού, αλλά όπως μαρτυρούν και τα προπολεμικά κείμενα του Λένιν, το έντονο ενδιαφέρον για τις δυνατότητες που είχε ο Τεϋλορισμός διαπερνούσε σε βάθος τη σκέψη των Μπολσεβίκων.

Παρά το γεγονός ότι μελέτησαν τόσο τους συστημικούς παραλογισμούς του καπιταλισμού όσο και την αναγκαιότητα της τεχνολογικής προόδου για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, οι Σοβιετικοί θεωρητικοί αγνόησαν σχετικά τον ταξικό χαρακτήρα του Τεϋλορισμού.

Το φορντιστικό «ειδύλλιο» του Γκράμσι

Η πιο ενθουσιώδης από πλευράς σοσιαλιστών υποστήριξη του Τεϋλορισμού κατά την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν προήλθε, παρόλα αυτά, από την ηγεσία του νέου Σοβιετικού κράτους, αλλά από ένα κελί φυλακής. Ο Αντόνιο Γκράμσι, γράφοντας μέσα από μια φασιστική φυλακή, υπήρξε ενθουσιώδης σχετικά με τις προοπτικές που γεννούσε για την υπόθεση του κοινωνικού μετασχηματισμού το μοντέλο που ονόμαζε Φορντισμό.

Προβληματιζόμενος, όπως πάντα, για τη σχετική καθυστέρηση της Ιταλίας, ο Γκράμσι έβλεπε το Φορντισμό ως απειλή για τα οπισθοδρομικά και παρασιτικά στρώματα της ιταλικής κοινωνίας. Ο Φορντισμός αντιπροσώπευε τις πιο εκσυγχρονιστικές τάσεις στην καπιταλιστική κοινωνία. Πράγματι, ο Γκράμσι θεωρούσε το Φορντισμό τόσο μεγάλο επίτευγμα, ώστε δεν ήταν σίγουρος αν το μοντέλο αυτό μπορούσε να εφαρμοστεί πλήρως υπό το καπιταλιστικό καθεστώς· πιθανώς μόνο ο σοσιαλισμός να μπορούσε να ολοκληρώσει την ανάπτυξή του.

Ο Γκράμσι πίστευε ότι ο Φορντισμός καθιστούσε αναγκαίο το μετασχηματισμό της εργατικής τάξης, ώστε να προσαρμοστεί στις νέες μεθόδους βιομηχανικής παραγωγής. Υποστήριζε ότι η σύγχρονη βιομηχανία απαιτούσε «μιαν αυστηρή πειθάρχηση των σεξουαλικών ενστίκτων (στο επίπεδο του νευρικού συστήματος) και μαζί με αυτή την ενίσχυση του θεσμού της «οικογένειας»… και τη ρύθμιση και σταθερότητα των σεξουαλικών σχέσεων».

Πιο συγκεκριμένα, ο Γκράμσι θεωρούσε ότι αυτού του είδους η καταπίεση των σεξουαλικών ενστίκτων – την οποία χαρακτήριζε αλλού πάλη «ενάντια στο ζωώδες στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης» – ήταν θετική. Η εργατική τάξη απειλούνταν και απωθούνταν από την «ελευθεριότητα» των μεσοστρωμάτων, που ήταν ανίκανα να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της βιομηχανικής κοινωνίας.

Η ποτοαπαγόρευση στις ΗΠΑ αποτελούσε μία πτυχή της κατασκευής του νέου ανθρώπου της βιομηχανικής εποχής, και ο Γκράμσι πίστευε, όσο κι αν φαντάζει απίθανο, ότι η αμερικανική εργατική τάξη υποστήριζε την ποτοαπαγόρευση, αλλά αυτή υπονομευόταν από τους μεσοαστούς λαθρεμπόρους.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι ο Γκράμσι δεν ασκούσε κριτική στο Φορντισμό. Η κριτική του, όμως, αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά την εφαρμογή του συστήματος αυτού στο πλαίσιο της ταξικής κοινωνίας. Στον καπιταλισμό, η κατασκευή του ανθρώπου της βιομηχανικής εποχής, που προέκυπτε ως ανάγκη εξαιτίας των σύγχρονων τεχνικών παραγωγής, μπορούσε να επιτύχει μόνο μερικώς, καθώς θα επιβάλλονταν πάντοτε εξαναγκαστικά και από τα πάνω στους εργάτες. Ο Γκράμσι υποστήριξε ότι ο Φορντισμός μπορούσε να αναπτυχθεί ολοκληρωτικά μόνο όταν η εργατική τάξη καταλάμβανε την εξουσία και προσαρμοζόταν συνειδητά στις απαιτήσεις του μοντέλου αυτού.

Στη σκέψη του Γκράμσι, οι προβληματισμοί σχετικά με την παραγωγικότητα κατέληξαν να κυριαρχούν επί των αντιλήψεων περί κοινωνικής αλλαγής. Αντί η τεχνολογία να καθιστά το σοσιαλισμό δυνατό, ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας μετατράπηκε σε απλό μέσο για την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων. Φυσικά, στοιχεία της παραπάνω αντίληψης υπήρχαν πάντοτε και στον Μαρξ. Στα εγκώμια, όμως, που πλέκει ο Γκράμσι για τον άνθρωπο της βιομηχανικής εποχής και την σεξουαλική πειθαρχία, η αντίληψη αυτή αναδεικνύεται ως κεντρικό στοιχείο της σοσιαλιστικής προοπτικής.

O Γκράμσι και άλλοι σοσιαλιστές κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, αποδείχθηκαν ανίκανοι να διατηρήσουν την λεπτότητα της σκέψης του Μαρξ απέναντι στον τεχνολογικό δυναμισμό του κεφαλαίου. Δεν θα πρέπει να τους κρίνουμε πολύ αυστηρά γι’ αυτό. Από τις προκλήσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέχρι το κελί μιας φασιστικής φυλακής, οι επαναστάτες αυτοί ήρθαν αντιμέτωποι με τις κοινωνικές αντιθέσεις που γεννά η επιστήμη και η τεχνολογία κατά τρόπο πολύ πιο αιχμηρό από ότι ο Μαρξ. Θα πρέπει, όμως, να αναγνωρίσουμε ότι δεν ανταπεξήλθαν στις απαιτήσεις, προκειμένου να βελτιωθούμε στο μέλλον.

Η Νέα Αριστερά και οι Μηχανές

Η Νέα Αριστερά των δεκαετιών ‘60- ‘70, παρά το γεγονός ότι δεν ηγήθηκε ποτέ αγώνων τόσο μεγάλων όσο ο Λένιν και ο Γκράμσι, έκανε καλύτερη δουλειά όσον αφορά τη διατήρηση της περίπλοκης ανάλυσης του Μαρξ σχετικά με το δυναμικό ρόλο της τεχνολογίας στον καπιταλισμό. Υπάρχουν δύο θεωρητικές συνεισφορές που είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για όσους ριζοσπαστικούς προβληματίζονται γύρω από το ζήτημα της τεχνολογίας στο σήμερα: το έργο του Harry Braverman «Εργασία και Μονοπωλιακός Καπιταλισμός» και η διαφωτιστική δουλειά του Βρετανού σοσιαλιστή ChrisHarman γύρω από το ζήτημα της ψηφιοποίησης.

OBraverman ήταν ένας Αμερικανός τροτσκιστής, ο οποίος, μετά από μια μακρά θητεία ως σιδηρουργός, κατέληξε διευθυντής του MonthlyReviewPress, του τμήματος δηλαδή έκδοσης βιβλίων του ομώνυμου, αξιοσέβαστου σοσιαλιστικού περιοδικού. Όσο βρισκόταν σε αυτή τη θέση, έγραψε το «Εργασία και Μονοπωλιακός Καπιταλισμός», το οποίο αντλούσε στοιχεία τόσο από την προσωπική του εμπειρία στον εργασιακό χώρο όσο και από μια εκτενή μελέτη της θεωρίας για την διοίκηση επιχειρήσεων, από τον Frederick Winslow Taylor ως τον Peter F. Drucker.

Ο Braverman κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Τεϋλορισμός βρισκόταν στην καρδιά της σύγχρονης πρακτικής διαχείρισης της εργασίας. Για αυτόν, όμως, η έννοια του Τεϋλορισμού ήταν εντελώς διαφορετική από αυτό που αντιλαμβάνονταν οι περισσότεροι άνθρωποι. Τόσο στη λαϊκή συνείδηση όσο και στη συνείδηση της Αριστεράς, το στοιχείο που ξεχώριζε στον Τεϋλορισμό ήταν η εμμονή του με τις βέλτιστες πρακτικές και την αποδοτικότητα. Το χρονόμετρο αποτελεί το σύμβολο αυτής της εκδοχής του Τεϋλορισμού: μια τακτική για το μετασχηματισμό της εργασίας, προκειμένου να καταστεί αυτή πιο αποδοτική.

O Braverman υποστήριξε πως η παραπάνω οπτική αγνοούσε παντελώς το ταξικό φορτίο του Τεϋλορισμού, το οποίο είναι απαραίτητο στοιχείο για την κατανόηση του όλου εγχειρήματος. Ο Τεϋλορισμός, όπως υποστήριξε, δεν ήταν απλά μια αφηρημένη πρακτική για την βελτίωση της αποδοτικότητας της εργασίας, αλλά μία πρακτική διαχείρισης της μισθωτής εργασίας σε μία καπιταλιστική κοινωνία.

Ερευνώντας διεξοδικά το εκτενές έργο του Taylor, ο Braverman κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Τεϋλορισμός θα μπορούσε να συνοψιστεί σε τρεις θεμελιώδεις αρχές:

Πρώτον, στην αποσύνδεση της εργασίας από τις ικανότητες των εργατών. Αυτό σήμαινε τον ανασχεδιασμό της παραγωγικής διαδικασίας, ώστε να μην στηρίζεται στα ταλέντα που έφερνε μαζί του κάθε εργάτης. Μεγάλο κομμάτι της βιομηχανικής παραγωγής κατά τα τέλη του 19ου αιώνα στηριζόταν στους εξειδικευμένους εργάτες, η γνώση των οποίων για την παραγωγική διαδικασία συχνά ξεπερνούσε αυτήν των εργοδοτών τους· Ο Taylor αντελήφθη ότι κάτι τέτοιο έφερνε τους εργάτες σε εξαιρετικά πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με τον εργοδότη τους, στην μεταξύ τους πάλη για τον ρυθμό της εργασίας.

Οι καπιταλιστές όχι μόνο ήταν ανίκανοι να εφαρμόσουν τεχνικές που αγνοούσαν, αλλά δεν είχαν καν τη δυνατότητα να εκφέρουν κρίση όταν οι εργάτες τους έλεγαν ότι η παραγωγική διαδικασία δεν μπορούσε να κινηθεί ταχύτερα. Η εργασία έπρεπε να ανασχεδιαστεί έτσι ώστε οι εργοδότες να μην βασίζονται στους υπαλλήλους τους για τη γνώση της παραγωγικής διαδικασίας.

Η κατάσταση αυτή έπρεπε να αναστραφεί. Ο Braverman ονόμασε τη δεύτερη αυτή αρχή «διαχωρισμό της σύλληψης από την εκτέλεση». Στο παρελθόν, οι ίδιοι οι εργάτες σχεδίαζαν μεγάλο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας, αποφασίζοντας για το πότε και πόσο γρήγορα θα περατώσουν τα διάφορα καθήκοντα.

Ο Taylor υποστήριξε πως και το στοιχείο αυτό αποδυνάμωνε τη θέση των εργοδοτών σε σχέση με τους εργαζόμενούς τους. Η παραγωγική διαδικασία δεν θα μπορούσε ποτέ να εξορθολογιστεί όσο οι εργάτες είχαν τον έλεγχο του σχεδιασμού της. Οι εργάτες δεν θα αντικαθιστούσαν ποτέ μία διαδικασία που εκτελείται από οκτώ εργάτες με μία που εκτελείται από επτά. Αυτού του είδους οι αλλαγές είναι, φυσικά, αυτές που επιδιώκει πάντοτε η διαχείριση της παραγωγικής διαδικασίας. Προκειμένου να τις επιτύχει, η σύλληψη της ιδέας θα έπρεπε να διαχωριστεί από την εκτέλεσή της εντός της επιχείρησης.

Ο διαχωρισμός αυτός έδωσε τη δυνατότητα να εφαρμοστεί η τελική αρχή της επιστημονικής διαχείρισης της παραγωγής: η εκ μέρους της διοίκησης της επιχείρησης χρήση του μονοπωλίου της γνώσης και του ελέγχου που έχει πάνω στην παραγωγή, ώστε να ανασχεδιάσει κάθε πτυχή της παραγωγικής διαδικασίας. Από τη στιγμή που η διοίκηση είχε διαχωρίσει την παραγωγή από τις ικανότητες των εργατών και την σύλληψη από την εκτέλεση, θα μπορούσε να ελέγχει κάθε στιγμή της παραγωγικής διαδικασίας, να το φτάσει στα άκρα και να δει σε ποια σημεία θα μπορούσαν να πιεστούν περισσότερο οι εργάτες.

Η αυτοματοποίηση της εργασίας που αναπόφευκτα επέφερε η παραπάνω διαδικασία αποτέλεσε θείο δώρο για τους εργοδότες στο πλαίσιο της ευρύτερης ταξικής πάλης, καθώς διευκόλυνε απίστευτα τη χρήση απεργοσπαστών. Ήταν πολύ ευκολότερο να βρει κανείς απεργοσπάστες ικανούς να πατούν κουμπιά σε μια γραμμή παραγωγής παρά να βρει εργάτες με την υψηλή εξειδίκευση του ύστερου 19ου αιώνα.

Με τη διατύπωση των τριών αυτών γενικών αρχών, ο Braverman αποκατέστησε την έμφαση που έδινε ο Μαρξ στις ταξικές επιπτώσεις που έχει η τεχνολογία στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η επιστημονική διεύθυνση της παραγωγής δεν αποτελούσε ταξικά ουδέτερη τεχνική αύξησης της αποδοτικότητας, αλλά σχέδιο για τον έλεγχο των εργατών στο πλαίσιο της πάλης τους ενάντια στο κεφάλαιο. Η αποτυχία κατανόησης της θέσης αυτής είναι εμφανής στα έργα του Λένιν και του Γκράμσι για τον Τεϋλορισμό και το Φορντισμό, πράγμα που οδηγεί με σχετική ακρίβεια στα μονομερή συμπεράσματα που έβγαλαν σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής τεϋλορικών τεχνικών στην μετα-καπιταλιστική κοινωνία.

O Braverman έχει δεχτεί πολλές φορές την άδικη επίκριση ότι αγνοεί τη συνδικαλιστική δράση των εργαζομένων στη θεώρησή του. Η παραπάνω κριτική παρανοεί τη θέση του, η οποία λαμβάνει ως δεδομένη την αντίσταση των εργατών στις πιέσεις του κεφαλαίου και διερευνά τον τρόπο με τον οποίο το κεφάλαιο προσπαθεί να υπερνικήσει την αντίσταση αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, αληθεύει ότι άφησε εκτός βιβλίου τους προβληματισμούς που σχετίζονταν περισσότερο με την πάλη των εργατών.

Οι προβληματισμοί αυτοί αναπτύχθηκαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, την ίδια περίπου περίοδο που εκδόθηκε το «Εργασία και Μονοπωλιακός Καπιταλισμός». Το 1979, η βρετανική εργατική τάξη βρισκόταν ξεκάθαρα στην έναρξη μιας περιόδου ήττας. Το αγωνιστικό κύμα που είχε κορυφωθεί το 1974, με την πτώση της κυβέρνησης των Συντηρητικών, είχε υποχωρήσει ταχέως και η Margaret Thatcher ετοιμαζόταν να ξεκινήσει την επίθεσή της στην εργατική τάξη.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι εργοδότες, αναλογιζόμενοι τα χρόνια των εργατικών αγώνων από τους οποίους είχαν μόλις γλυτώσει, στράφηκαν στον εκμηχανισμό και την ψηφιοποίηση. Ένας τρόπος αντιμετώπισης της αστάθειας του μισθολογικού κόστους ήταν να επενδύσουν στις μηχανές αντί για τους εργάτες. Τα παραπάνω συνέπεσαν χρονικά με την ανάπτυξη ψηφιακής τεχνολογίας κατάλληλης να χρησιμοποιηθεί επικερδώς σε περιβάλλον γραφείου. Ως εκ τούτου, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τον εκτοπισμό διαφόρων υπαλλήλων γραφείου στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν την περίοδο εκείνη μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Αυτό ήταν το γενικότερο πλαίσιο εντός του οποίου ο αείμνηστος Βρετανός σοσιαλιστής Chris Harman έγραψε ένα βιβλιαράκι με τον τίτλο: «Κινδυνεύει η δουλειά σου από μια μηχανή;». Ο Harman αποτελούσε ηγετικό στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος των Εργατών (Socialist Workers Party), το οποίο είχε την εποχή εκείνη ως βάση του την εργατική τάξη, ως αποτέλεσμα της δουλειάς που είχε κάνει στο κίνημα των συνδικαλιζόμενων στον κλάδου του εμπορίου.

Για τους σοσιαλιστές στις ΗΠΑ σήμερα, οι ριζοσπαστικές οργανώσεις θεωρούνται εξ ορισμού αποκομμένες από την εργατική τάξη, όμως στην Βρετανία της δεκαετίας του ’70, τα προγράμματα των σοσιαλιστικών οργανώσεων δοκιμάζονταν στην πράξη από επιτελεία και υποστηρικτές σε εργατικούς χώρους σε ολόκληρη τη χώρα. Το βιβλιαράκι του Harman προσπαθούσε να παρέχει μια στρατηγική κατεύθυνση σε αγωνιστές της εργατικής τάξης που προσαρμόζονταν σε μια περίοδο οπισθοχώρησης.

Για τους σκοπούς του άρθρου, το πιο σημαντικό τμήμα του φυλλαδίου είναι το «Για ποιο πράγμα να παλέψουμε». Για τον Harman, το βασικό ζητούμενο ήταν η διατήρηση του εργατικού ελέγχου εντός του εργασιακού χώρου. Όπως το έθετε ο ίδιος: «Αυτό που αμφισβητούμε δεν είναι η τεχνολογία, αλλά ο έλεγχος της τεχνολογίας από διοικήσεις αφοσιωμένες στην επίτευξη κέρδους».

Η στρατηγική που σκιαγραφούσε ήταν πιο εκλεπτυσμένη συγκριτικά με εκείνη των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου. Αντί να αντιστέκονται σε κάθε προσπάθεια εισαγωγής περαιτέρω μηχανικών μέσων στον χώρο εργασίας, παρότρυνε τους εργάτες να θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις στις προσπάθειες της διοίκησης για εξορθολογισμό, κάθε μία από τις οποίες στόχευε στην διατήρηση της ισχύος της εργατικής τάξης. Σε αυτές περιλαμβάνονταν αιτήματα όπως:

  • Καμία χρήση τεχνολογικών μέσων αξιολόγησης της ταχύτητας ή της ακρίβειας κάθε επιμέρους εργαζομένου
  • Συμμετοχή στη διαπραγμάτευση όλων των εργαζομένων που πρόκειται να επηρεαστούν από την τεχνολογική αλλαγή, άμεσα ή έμμεσα
  • Όχι στην θυματοποίηση των εργατών που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις νέες τεχνολογίες
  • Καμιά επιτάχυνση του ρυθμού εργασίας μέσω της μείωσης προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης ή παραίτησης
  • Γραπτές δεσμεύσεις από πλευράς διοίκησης για μη εισαγωγή νέων τεχνολογιών χωρίς προηγούμενη συμφωνία των μελών του σωματείου

Όλα αυτά χάρασσαν μια στρατηγική για τους εργάτες που ήταν δεκτική της τεχνολογικής αλλαγής στους χώρους εργασίας, αλλά και αφοσιωμένη στο να διοχετεύσει την αλλαγή αυτή σε κατευθύνσεις που δεν θα έβλαπταν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης εντός των εγκαταστάσεων παραγωγής.

O Harman επιθυμούσε, πιο συγκεκριμένα, να προτείνει μια στρατηγική διαφοροποιημένη από εκείνη που ανέπτυσσαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, οι οποίες ζητούσαν απλώς εγγυήσεις ενάντια στις απολύσεις. Η στρατηγική αυτή, όμως, επέτρεπε μια πιο σταδιακή αποδυνάμωση των σωματείων.

Κάθε επιχείρηση υφίσταται σε κάποιο βαθμό εναλλαγή του εργατικού δυναμικού της σε έναν ορισμένο χρόνο και, με το να μην αντικαθιστούν τους υπαλλήλους που αποχωρούσαν εθελουσίως, οι εργοδότες μπορούσαν να επιβάλλουν μεγαλύτερο φόρτο εργασίας στου εναπομείναντες, χωρίς καν να χρειαστεί να προβούν σε απολύσεις. Τα σχέδια των συνδικαλιστικών οργανώσεων που αποσκοπούσαν αποκλειστικά στη διατήρηση σταθερών των επιπέδων απασχόλησης και των αμοιβών, χωρίς να αμφισβητούν πλέον την διαχειριστική εξουσία των εργοδοτών, επέτρεπαν στους εργοδότες να επιτυγχάνουν τους στόχους τους περισσότερο μέσα από σταδιακές αλλαγές παρά μέσα από δραστικές αναδιαρθρώσεις.

Για τον Harman, ο ιδανικός στόχος της κινητοποίησης κάθε σωματείου γύρω από το ζήτημα της τεχνολογίας δεν αφορούσε απλώς την επίτευξη μίας συμφωνίας γύρω από τα επικείμενα, αλλά την κατάληψη ισχυρότερων θέσεων μάχης εκ μέρους των εργατών για τον επόμενο γύρο αντιπαραθέσεων. Όπως και στην ανάλυση του Braverman, η οπτική αυτή υποδείκνυε μία κατανόηση των κινήτρων που οδηγούν το κεφάλαιο στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών βαθύτερη από αυτήν που μαρτυρεί το έργο του Λένιν ή του Γκράμσι.

Ταυτόχρονα, η επικέντρωσή του στην επίτευξη συμφωνιών με την διοίκηση, που θα επέτρεπαν στον εξορθολογισμό να προχωρήσει, υπό την προϋπόθεση της διατήρησης της ισχύος της εργατικής τάξης, προσφέρει πολλά περισσότερα σε στρατηγικό επίπεδο από ότι μια καθολική απόρριψη της τεχνολογικής αλλαγής στους χώρους εργασίας.

Βγάζοντας το Κεφάλαιο από την πρίζα

Ο Braverman και ο Harman έχουν πολλά να προσφέρουν στους ριζοσπάστες που αναμετρώνται σήμερα με το ζήτημα της καπιταλιστικής τεχνολογίας και με τους ιδεολογικούς της υπερασπιστές. Αντί να θεωρούν τις εξουσιαστικές σχέσεις εγγεγραμμένες στα τεχνολογικά δημιουργήματα, όπως πολλοί ριζοσπάστες συνηθίζουν σήμερα, οι Braverman και Harman προσέγγισαν το ζήτημα της τεχνολογίας στην βάση των ευρύτερων ταξικών συνθηκών εντός των οποίων αυτή βρίσκει εφαρμογή.

Όσο βρίσκονται υπό τον έλεγχο των καπιταλιστών, τα τεχνολογικά επιτεύγματα αποτελούν, όπως υποστήριζε ο Λένιν, επιτεύγματα στην απόσπαση του ιδρώτα των εργατών. Αυτό, όμως, δεν εξαντλεί τις προοπτικές της τεχνολογικής προόδου, η οποία, όπως αντιλαμβανόταν ο Λένιν και ο Μαρξ, μπορεί να υποσχεθεί την χειραφέτηση από την εργασία, ακόμη και αν σήμερα φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα.

Οι θεωρητικές συνεισφορές τους προτείνουν ορισμένες κατευθυντήριες για τους σύγχρονους αγώνες γύρω από το ζήτημα της τεχνολογίας. Πάνω από όλα, το ζήτημα της διατήρησης και της διεύρυνσης της εργατικής ισχύος εντός του χώρου εργασίας θα πρέπει να είναι κεντρικό στοιχείο αυτών των αγώνων.

Κομβικής σημασίας είναι η πρόταση ότι οι προσεγγίσεις του ζητήματος της τεχνολογίας που επικεντρώνονται πρωτίστως σε προβληματισμούς αναφορικά με τη διανομή του πλούτου δεν είναι σήμερα επαρκείς. Οι εγγυήσεις για διατήρηση θέσεων εργασίας ή ακόμη και μισθών και προνομίων ενόψει επερχόμενων τεχνολογικών αλλαγών απλώς δεν επαρκούν· η ταξική ισχύς των εργοδοτών είναι τόσο μεγάλη ώστε τέτοιου είδους συμφωνίες μπορούν κάλλιστα να συμβαδίζουν με το τσάκισμα της ισχύος της εργατικής τάξης εντός των παραγωγικών εγκαταστάσεων. Μάλιστα, το κεφάλαιο εμφανίζεται συχνά πολύ πρόθυμο να διατηρήσει τα προνόμια της παρούσας γενιάς εργαζομένων, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι η επόμενη γενιά δεν θα τα απολαύσει ποτέ.

Η παραπάνω οπτική έχει σήμερα ιδιαίτερη σημασία, καθώς η διαδικασία ανοικοδόμησης της ισχύος της εργατικής τάξης σ’ ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο θα είναι αδιαμφισβήτητα μακρά. Οι καπιταλιστές θα συνεχίσουν να εισάγουν νέες τεχνολογίες που θα δυσχεραίνουν την εργασιακή ζωή και, για το άμεσο μέλλον, η τεχνοκρατική ηγεμονία των ειδικών σε θέματα παραγωγικότητας και των όσων υπονομεύουν την εξέλιξη της ανθρωπότητας, υπερασπιζόμενοι το statusquo, θα έχει συνέχεια, μαζί με τα παθολογικά ιδεολογήματα που τους συνοδεύουν.

Η μαρξιστική θεώρηση για τις πολλαπλές πλευρές που έχει η τεχνολογία στο καπιταλιστικό σύστημα θα είναι κομβικής σημασίας για την κατανόηση των παραπάνω διαδικασιών. Για την πραγματική, όμως, αλλαγή της κατάστασης θα απαιτηθεί η διατύπωση μιας στρατηγικής για την οργάνωση των εργατών και την αντίστασή τους.

*Ο Paul Heideman είναι διδάκτορας Αμερικανικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Rutgers του Newark.

Πηγή: https://www.jacobinmag.com/2015/04/braverman-gramsci-marx-technology

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη


* Σ.τ.Μ: Το Indiegogo είναι μία ιστοσελίδα στην οποία μπορεί κάποιος να υποβάλλει ένα σχέδιο ή μία ιδέα ζητώντας από το κοινό να τη χρηματοδοτήσει, ώστε να υλοποιηθεί. Πρόκειται για τη μέθοδο ανεύρεσης κεφαλαίων που καλείται crowdfunding.

ΕΕ και ΔΝΤ επιβάλλουν στην Ιταλία χούντα «τεχνοκρατών»

«Το ευρώ είναι ένας ζουρλομανδύας που κατασκευάστηκε στη Γερμανία». Το Βερολίνο, συνεχίζει «δεν έχει αλλάξει την άποψή του για το ρόλο του στην Ευρώπη από την εποχή του Ναζισμού». Η συμμετοχή δε στην ευρωζώνη «περιλαμβάνει φασισμό χωρίς δικτατορία και, από οικονομική σκοπιά, μια μορφή ναζισμού, χωρίς μιλιταρισμό»! Όλα αυτά κι άλλα εξ ίσου ενδιαφέροντα γράφει κατά λέξη ο Πάολο Σαβόνα, που προτάθηκε από το λαϊκό και κεντρώο Κίνημα των Πέντε Αστέρων και την ακροδεξιά Λίγκα του Βορρά για νέος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, στο βιβλίο του «Σαν εφιάλτης, σαν όνειρο».

Η απόρριψή στη συνέχεια από τον πρόεδρο της Ιταλικής δημοκρατίας, Σέρτζιο Μοταρέλα, του Πάολο Σαβόνα που περιλαμβανόταν στην πρόταση του εντολοδόχου πρωθυπουργού Τζουσέπε Κόντε με το σκεπτικό ότι «θα μπορούσε να προκαλέσει την αναπόφευκτη έξοδο της Ιταλίας από το ευρώ» οδήγησε την πολιτική κρίση στην Ιταλία σε κορύφωση. Η πραξικοπηματική στάση του ιταλού προέδρου που λειτούργησε σαν εμπορικός αντιπρόσωπος της Γερμανίας στην Ιταλία, ήταν πλήρως προβλέψιμη γιατί εδώ και εβδομάδες δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένη και να μη δηλώσει πώς θα έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να διασφαλίσει τα συμφέροντα του ευρώ. Η απόφαση δε την Κυριακή, 28 Μαΐου του Ματαρέλα να δώσει την εντολή σχηματισμού υπηρεσιακής κυβέρνησης τεχνοκρατών στο πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του ΔΝΤ, και πρώην στέλεχος της ιταλικής κεντρικής τράπεζας Κάρλο Κοταρέλι, ώστε να οδηγήσει την Ιταλία σε πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο εξωθεί τα πράγματα στα άκρα. Οδηγεί την Ιταλία σε μετωπική σύγκρουση με το Τέταρτο Ράιχ που πιθανότατα παρήγγειλε κι όχι απλώς θεώρησε ευπρόσδεκτη τη νέα προσφυγή στις κάλπες. Χρειάζεται πολύ απειρία για να θεωρηθούν τυχαία τα λόγια του ιταλού εφημεριδοπώλη από το κέντρο της Ρώμης (ναι, καλά διαβάσατε…) με τα οποία ξεκινούσε την ανάλυσή του το γερμανικό περιοδικό Spiegel, κι ο οποίος προέβλεπε ότι τον Σεπτέμβρη θα έχουμε εκλογές…Το εν εξελίξει συνταγματικό πραξικόπημα στη γειτονική μας χώρα προσφέρεται ωστόσο για πολλά και σοβαρότατα συμπεράσματα. Αξιολογούμε:

Πρώτον, όποιος εξακολουθεί να πιστεύει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι θεματοφύλακας και κοιτίδα της δημοκρατίας είναι τουλάχιστον επικίνδυνος. Στις Βρυξέλλες έχει την έδρα της μια μεταμοντέρνα δικτατορία που δε διστάζει όχι μόνο να εξαθλιώσει έναν λαό για να διασώσει τις τράπεζες (βλ. Ιρλανδία, Ελλάδα), όχι μόνο να ανατρέψει εκλεγμένους πρωθυπουργούς (βλ. Παπανδρέου και Μπερλουσκόνι το Νοέμβριο του 2011), όχι μόνο να γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων της την ετυμηγορία των λαών όπως εκφράζεται μέσω δημοψηφισμάτων (βλ. από Ιρλανδία μέχρι Ελλάδα τον Ιούλιο του 2015), αλλά ακόμη και να ακυρώσει τη νωπή λαϊκή ψήφο αν δεν συμφωνεί με τα συμφέροντα της. Μέχρι πρόσφατα ξέραμε ότι ένα μη επιθυμητό αποτέλεσμα δημοψηφίσματος οδηγεί σε αλλεπάλληλα δημοψηφίσματα μέχρι να βγει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πλέον μάθαμε ότι το ίδιο θα γίνεται και με τις γενικές εκλογές. Θα ψηφίζουμε μέχρι να βγαίνουν ευρωλιγούρηδες πολιτικοί. Κι αν δεν τους προτιμούμε, κακό του κεφαλιού μας…

Δεύτερο, όποιος εξακολουθεί να πιστεύει ότι η Ευρώπη με τους θεσμούς της στέκεται στον αντίποδα των ανεξέλεγκτων αγορών είναι τουλάχιστον αφελής. Το σήμα της πολιτικής επίθεσης στην Ιταλία δόθηκε από τις αγορές που ανέβασαν τις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων, λειτουργώντας σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Στο επίκεντρο ήταν το ιταλικό δημόσιο χρέος που αγγίζοντας τα 2,3 τρισ. ευρώ ή το 132% του ιταλικού ΑΕΠ, υποτίθεται ότι αποτελεί ωρολογιακή βόμβα για όλη τη Ευρώπη. Μα αυτό συμβαίνει ούτως ή άλλως! Η προοπτική ραγδαίας ανόδου των επιτοκίων από το φθινόπωρο (με την Τουρκία και την Αργεντινή να αποτελούν ευαίσθητο σεισμογράφο των αναταράξεων που έρχονται) θα αφήσει εκτεθειμένη την Ιταλία στις κερδοσκοπικές επιθέσεις. Το σχέδιο Πέντε Αστέρων και Λίγκας (δες εν συντομία εδώ) είναι πρωτίστως σχέδιο σωτηρίας απέναντι στους τριγμούς που σωστά προβλέπουν ότι έρχονται. Οι Βρυξέλλες αντίθετα, που φημίζονται για την κοντόφθαλμη λογική τους σημασία δίνουν στη διάσωση του πρότζεκτ του ευρώ, κι ας θυσιαστεί η Ιταλία το 2019 χωρίς να έχουν σχέδιο διαχείρισης της επικείμενης κρίσης. Εναποθέτουν τη μοίρα όλων μας στις αγορές…

Επιπλέον κι επί της ουσίας, το σκεπτικό των αγορών δεν στέκει, είναι ανοησία: ανεβάζουν τα επιτόκια γιατί υποτίθεται ότι η νέα κυβέρνηση θα προκαλέσει κρίση χρέους. Μα είναι ηλίθιοι οι Σαλβίνι και ντι Μάγιο να προκαλέσουν κρίση χρέους στην ίδια τους τη χώρα; Μέχρις στιγμής η πικρή μας εμπειρία μας έχει δείξει ότι κρίσεις προκαλούν μόνο οι αγορές, για να διασώσουν τα κεφάλαιά τους με τη βοήθεια του ΔΝΤ (πλέον και του ΕΣΜ) που λειτουργούν σαν ασφαλιστική εταιρεία των κερδοσκόπων καταβάλλοντας στο ακέραιο τα προσδοκώμενα κέρδη κι αφήνοντας στους λαούς τα τιμωρητικά μνημόνια…

Τρίτο συμπέρασμα: μην πιστεύετε τα ΜΜΕ! Από τους Financial Times, που είχαν τίτλο σε εντιτόριαλ τους ότι «η Ρώμη ανοίγει τις πύλες της στους βαρβάρους» μέχρι το όργανο της καγκελαρίας Spiegel κι όλο το φιλελεύθερο πολιτικό και εκδοτικό κατεστημένο επιδόθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου προπαγάνδα να διασύρουν την κυβέρνηση 5 Αστέρων και Λίγκας, με αλλεπάλληλα δημοσιεύματα για το μούφα πτυχίο του Τζουσέπε Κόντε, κατηγορίες περί λαϊκισμού, κι άλλα. Αν τους ενοχλούσε πραγματικά όμως η συμμετοχή του ρατσιστή Σαλβίνι στην κυβέρνηση γιατί αποδέχθηκαν τον Πάνο Καμμένο; Γιατί δεν αντέδρασαν στην ακροδεξιά κυβέρνηση της Αυστρίας; Γιατί έδιναν οι ίδιες οι Βρυξέλλες χρήματα στη Ρώμη μέχρι τώρα κι όσο στην κυβέρνηση ήταν οι κεντροαριστεροί για να εξαγοράζει φύλαρχους στη Λιβύη και τη Σομαλία ώστε να λειτουργούν στα αφρικανικά εδάφη ως προκεχωρημένα φυλάκια της Frontex, φυλακίζοντας και βασανίζοντας; Αυτό δηλαδή που γίνεται στο Αιγαίο στόχος ήταν να γίνεται πριν τα εκατομμύρια προσφύγων δουν το μπλε της Μεσόγειου… Επομένως, αν κάτι τους ενοχλεί είναι ότι στην Ιταλία αναδείχθηκε πρώτο «κόμμα» ένα αστικό μεν, αλλά ανταγωνιστικό απέναντι στα σχέδια της ευρωκρατίας και της Γερμανίας, που υποσχόμενο την ανατροπή της λιτότητας κατάφερε συγκυριακά να επικοινωνήσει με το λαό!

Τέταρτο και σημαντικότερο, κι αυτό το συμπέρασμα προκύπτει απαντώντας στο πολύ απλό ερώτημα: αν το πρωτοφανές συνταγματικό made in Germany πραξικόπημα της Ιταλίας αφορά εμάς στην Ελλάδα και δη την Αριστερά. Οι δραματικές εξελίξεις μας ενδιαφέρουν πρώτα απ’ όλα γιατί μας αφορά η λειτουργία της δημοκρατίας στο βαθμό που εξασφαλίζει την έκφραση της λαϊκής βούλησης. Όταν ένας πρόεδρος – μαριονέτα των Βρυξελλών και του Βερολίνου αρνείται να ορκίσει μια κυβέρνηση επειδή δεν του …κάνει ένας υπουργός τότε αποκαλύπτεται ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας ακόμη κι αυτών των εκλογών με τη σύγχρονη αστική δημοκρατία. Ή, η σύγχρονη ολοκληρωτική της μετάλλαξη…

Το γεγονός δε ότι την μάχη με το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες τη δίνει το εντελώς αμήχανο και απροετοίμαστο Κίνημα των Πέντε Αστέρων (που κινδυνεύει να ηττηθεί κατά κράτος στις επόμενες εκλογές, χάνοντας το 32% που κέρδισε ως πρώτο κόμμα, και να έχει την τύχη του Συνασπισμού το 1989-1990) σε συνεργασία με την Λίγκα του Βορρά (που από 17% που κέρδισε τον Μάρτιο στις εκλογές του φθινοπώρου θα διπλασιάσει τα ποσοστά της σε βαθμό να σχηματίσει ακόμη και ακροδεξιά κυβέρνηση μαζί με τους Αδελφούς της Ιταλίας και τη Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι) πρέπει να μας προβληματίσει κι όχι να μας κάνει να αποστρέψουμε το βλέμμα μας και να γυρίσουμε την πλάτη μας στην Ιταλία. Αρχικά, ας κρατήσουμε την επιμονή της σκληρής ιταλικής Δεξιάς να προτείνει τον πολέμιο του ευρώ ως υπουργό Οικονομικών, που βρίσκεται στον αντίποδα της απαράμιλλης οσφυοκαμψίας της ελληνικής κυρίαρχης Αριστεράς, η οποία σε ένα τέτοιο αίτημα θα έκανε για πολλοστή φορά ασκήσεις κωλοτούμπας. Όπως κι έκανε άλλωστε αρνούμενη να τιμήσει τη λαϊκή ψήφο του Ιανουαρίου και του Ιουλίου το 2015.

Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι το ευρώ γεννάει αντιθέσεις. Στον αντίποδα της κυρίαρχης συλλογιστικής και προπαγάνδας περί κοινού νομίσματος, ενωμένης Ευρώπης, συλλογικών συμφερόντων ή κατάργησης των συνόρων, το κοινό νόμισμα γεννά τους νεκροθάφτες του, με την ίδια φυσικότητα που ο Τσίπρας μπορεί να υποστηρίζει άλλα το πρωί κι άλλα το βράδυ, άλλα δημόσια κι άλλα ιδιωτικά. Κι αν αυτό δεν το καταλαβαίνει η Αριστερά που είτε επιδίδεται σε διαγωνισμούς ομορφιάς για να σαγηνεύσει το Βερολίνο είτε επιδίδεται σε ασκήσεις βερμπαλισμού απαξιώντας να ασχοληθεί με κάτι τόσο ταπεινό και «λίγο» όπως είναι το ευρώ, φτάνοντας στο σημείο να χαρακτηρίζει «αριστερούς μονεταριστές» του πολέμιους του ευρώ, τότε την ευκαιρία θα την αδράξει η άκρα Δεξιά, εκπροσωπώντας ωστόσο κατά προτεραιότητα τα αστικά συμφέροντα που είναι ενάντια στο ευρώ κι όχι τα λαϊκά, εργατικά συμφέροντα. Μια ευκαιρία έτσι να βαθύνει ο ριζοσπαστισμός, φτάνοντας στο στόχο της σύγκρουσης με την ΕΕ, ξεκινώντας από ένα τόσο καθημερινό θέμα θα έχει χαθεί, όπως χάθηκαν και τόσες άλλες… Τόσο απλά!

Πηγή: ΚΟΜΜΟΝ

Να μην εκδοθεί στην Τουρκία ο αγωνιστής Τουργκούτ Καγιά – Άμεση χορήγηση πολιτικού ασύλου

Ο Τουργκούτ Καγιά (Turgut Kaya), 45χρονος ιστορικός και δημοσιογράφος σε αριστερή τουρκική εφημερίδα, με δημόσια πολιτική δράση από τα φοιτητικά του χρόνια ως αριστερός με φιλοκουρδικές απόψεις, έχει υποστεί σοβαρές διώξεις από τις τουρκικές αρχές. Ενώ ήταν φοιτητής, το 1992 συνελήφθη για την πολιτική του δράση να υπερασπίζεται τα ακαδημαϊκά και δημοκρατικά δικαιώματα. Παρέμεινε στη φυλακή για δύο μήνες. Το 1994 συνελήφθη ξανά με την κατηγορία του μέλους παράνομης οργάνωσης και υποβλήθηκε σε απάνθρωπα βασανιστήρια. Παρέμεινε στη φυλακή για άλλους δύο μήνες. Το 1997 συνελήφθη για τρίτη φορά και στη διάρκεια της προφυλάκισης ξεκίνησε απεργία πείνας που κράτησε 30 μέρες. Αποφυλακίστηκε το 2000 μετά από τρία χρόνια προφυλάκισης.

Το 2005 άρχισε να δουλεύει ως συντάκτης προοδευτικής εφημερίδας, δημοσιεύοντας κατά καιρούς πολιτικά άρθρα. Συνελήφθη ξανά το 2006 για 6 ολόκληρα χρόνια σε φυλακές τύπου F, με κατηγορίες βασισμένες στον αντιτρομοκρατικό νόμο. Υποβλήθηκε ξανά σε βασανιστήρια και για πάνω από ένα χρόνο παρέμεινε στην απομόνωση, χωρίς δικαίωμα επαφής με κανέναν. Από την αποφυλάκισή του το 2012 έως το 2015 συνέχισε την πολιτική του δράση, εργαζόμενος ως δημοσιογράφος και εξέδωσε το δίτομο βιβλίο Πρωτόγονη κοινωνία, ασιατικός τρόπος παραγωγής και οθωμανική κοινωνία. Υπό τον κίνδυνο νέας σύλληψης, το 2015 υποχρεώθηκε να καταφύγει στην Ελλάδα.Ο Τουργκούτ Καγιά, μαζί με άλλους τρεις αγωνιστές από την Τουρκία, είχε συλληφθεί στην Ελλάδα το 2015, ύστερα από αίτημα του τουρκικού κράτους, με την κατηγορία ότι ήταν μέλος του TKP/ML. Η απελευθέρωσή του, όπως και των άλλων αγωνιστών, ήταν αποτέλεσμα του πλατιού κινήματος συμπαράστασης που αναπτύχθηκε σε ολόκληρη τη χώρα. Τώρα, ενώ είναι σε διαδικασία αίτησης πολιτικού ασύλου, κρατείται ξανά προς έκδοσή του στην Τουρκία. Είναι σίγουρο ότι σε περίπτωση που επιστρέψει την Τουρκία, ο Τουργκούτ Καγιά θα φυλακιστεί για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, θα κινδυνεύσει να υποστεί βασανιστήρια και κακομεταχείριση, ενώ θα αντιμετωπίσει και έτερες ποινικές διώξεις και καταδίκες εις βάρος του λόγω των πολιτικών του φρονημάτων.

Το Συμβούλιο Εφετών Θράκης με μία πρωτοφανή απόφαση αποφάσισε την έκδοσή του στην Τουρκία, ενώ στις 15/5/2018 κατά την εκδίκαση της έφεσής του στον Άρειο Πάγο, ο Εισαγγελέας πρότεινε και πάλι την έκδοσή του.

Ο Άρειος Πάγος θα εκδώσει την τελική του απόφαση στις 30/5/2018. Είναι καθήκον του αριστερού και δημοκρατικού κινήματος της χώρας μας να καταγγείλει και να αποτρέψει αυτήν την εγκληματική ενέργεια για την οποία την τελική ευθύνη θα έχει η ελληνική κυβέρνηση. Είναι αναγκαία η ενεργή παρουσία μας στον Άρειο Πάγο την Τετάρτη το πρωί στις 30 Μάη.

Γιατί αγωνιστήκαμε

Στις δεκαετίες που πέρασαν ζήσαμε μια μακρόσυρτη ταφή του 1968. Και με την πεντηκοστή επέτειο φτάσαμε σε κάτι σαν μια θριαμβευτική κηδεία με κρατική δαπάνη. Κάποιοι από τους νεκροθάφτες είναι άνθρωποι που έπαιξαν ηγετικό ρόλο στο κίνημα.

Με τη σημασία και το νόημά της να μειώνεται, είναι δύσκολο να εξηγήσω γιατί αυτή η εξέγερση ενέπλεξε μια ολόκληρη γενιά σε όλες τις ηπείρους μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Σήμερα, το κυρίαρχο ρεύμα θυμάται μερικά καλά από το ’68, αλλά μόνο τα πιο αδύναμα και ανώδυνα – μια ελευθεριάζουσα ατομικότητα – και ακυρώνει τα πάντα μέσα σε αυτό το κίνημα που ήταν πραγματικά δύσκολα και επικίνδυνα για το σύστημα. Στην Ιταλία, το ’68 το θυμόμαστε απλά ως ναρκωτικά, σεξ, και Rock and Roll – μια εξέγερση ενάντια στους γονείς και στους δασκάλους.

Μπορούμε συνεπώς να καταλάβουμε γιατί η πεντηκοστή επέτειος δεν ενδιαφέρει καθόλου τη σημερινή νεολαία. Ούτως ή άλλως, στο πλαίσιο αυτής της ατομικής ελευθερίας, έχουν ήδη πάρει αυτό που ήθελαν.

Αλλά αυτό δεν είναι η πραγματική ιστορία. Η καινοτομία του ’68 ήταν ακριβώς η προσπάθειααπελευθέρωσης της ελευθερίας από την αστική ελευθεριότητα, ήταν ο αγώνας να ενταχθεί η ελευθερία στις κοινωνικές σχέσεις, δηλαδή σε ένα συλλογικό πλαίσιο. Αυτό που αμφισβητήθηκε παντού, δεν ήταν μόνο οι δάσκαλοι και οι γονείς αλλά το ίδιο το σύστημα – το καπιταλιστικό σύστημα.

Μάο, Μαρκούζε, Μαρξ

Το 1968, ο ορθόδοξος μαρξισμός ήταν σε θέση να συναντηθεί με την αμερικανική κοινωνιολογία, τη Σχολή της Φρανκφούρτης και τη Βρετανική Νέα Αριστερά, καθώς και τη σκέψη που ήρθεαπό τον Τρίτο Κόσμο.

Σήμερα θα μπορούσε κανείς να χλευάσει την κοινή εμφάνιση των Μάο, Μαρκούζε και Μαρξ στα πλακάτ μας. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτό είχε κάποια νόημα: Μάο, γιατίπαρά την αναταραχή που προκάλεσε η Πολιτιστική Επανάσταση (για την οποία εμείςδεν γνωρίζαμε παρά πολύ λίγα,) πραγματικά χρειάζονταν να βομβαρδίσουμε το γενικό επιτελείο, το οποίοείχε κλειστά αυτιά σε ό,τι λέγαμε. Μαρκούζε, γιατί φέρνοντας στην πολιτική τη νέα και απαραίτητη διάσταση της ευτυχίας – πέρα ​​από την εξουσίακαι τα χρήματα – εμπλούτισε σε μεγάλο βαθμό την ιδέα της ελευθερίας. Και Μαρξ, γιατί ό,τιεπιθυμούσαμε,μπορούσε να φαίνεται εφικτό, αλλά ήταν πολιτικά αδύνατο μέσα στοπλαίσιο του καπιταλισμού.

Ένα από τα πιο χρήσιμα ντοκουμέντα για την κατανόηση του πώς το πρόβληματης σχέσης μεταξύ της ελευθερίας του καθενός και της ελευθερίας όλων, τέθηκε σε όλο το κίνημα, είναι ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα του BBCτης 13ης Ιουνίου 1968. Παρουσιάστηκε από τον ανταποκριτή εξωτερικής πολιτικής του καναλιού RobertMcKenzie και παρουσίασε εξέχουσες ηγετικές φυσιογνωμίες του κινήματος από όλο τον κόσμο.

Ένας ήταν ο Daniel Cohn-Bendit, ο οποίος ήταν ενεργός στο Παρίσι: «Κριτικάρουμε κάθε κοινωνία στην οποία τα άτομα είναι παθητικά και δεν έχουν τη δύναμη να αλλάξουν αυτό που εξαναγκάζονται να κάνουν». Για τον Lewis Cole, από το Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης,«Οι σπουδαστές δεν πιστεύουν πλέον ότι η σημερινή κοινωνία μπορεί να τους εξασφαλίσει ένα πραγματικό δικαίωμα να κάνουν τις κοινωνικές αλλαγές που εγγυώνται την ελευθερία τους». Για τον Yasuo Ishii στο Τόκιο, «Αγωνιζόμαστε πάνω από όλα για μια κοινωνία στην οποία η δημοκρατίαδεν είναι μια τυπικότητα, στην οποία ένα οποιοδήποτε άτομο θεωρείται ίσο με τα άλλα, ανεξάρτητααπό την πραγματικότητα των κοινωνικοοικονομικών διαφορών». Για τον KarlDietrich Wolff στο Βερολίνο: «Κάνετε λάθος αν πιστεύετε ότι είναι ένα κίνημα των σπουδαστών, κάτι που δεν είναι καθόλου αληθές. Το γεγονός ότι οι δυτικές κοινωνίες συνεχώς σπαταλούν τον πλούτο και επιβιώνουν με καταπιεστικές μεθόδους στα εργοστάσια και στα σχολεία, αφορά όλους». Για τον Jan Kavan στην Πράγα: «Δεν νομίζουμε ότι αυτή είναι η σοσιαλιστική κοινωνία που ισχυρίζεται ότι είναι. Δεν πρόκειται για ζήτημα πνευματικής ελευθερίας, ζητάμε τις θεμελιώδεις ελευθερίες όχι μόνο των διανοουμένων αλλά και των εργαζομένων». Για τη Dragana Stavijel στο Βελιγράδι: «Απαιτούμε όχι μόνο τα δικαιώματά μας,αλλά τα δικαιώματα όλων εκείνων, των σπουδαστών και των εργαζομένων, που έθεσαν ως στόχο τους τον σοσιαλισμό,τη δημοκρατία που χρειαζόμαστε». Για τον Ekkehart Krippendorff, από το Βερολίνο: «Οι σοσιαλιστικές κοινωνίες έχουν επιλύσει ορισμένες από τις βασικές αντιφάσεις που είναι εγγενείςκαπιταλιστικές κοινωνίες, έχουν απαλλοτριώσει την ιδιωτική ιδιοκτησία και τα μέσαπαραγωγής, τώρα πρέπει να αγωνιστούμε για την κοινωνικοποίησή τους». Για τον Luca Meldolesi στοΡώμη: «Όλοι οι σπουδαστές στα Πανεπιστήμια εξεγείρονται, αλλά κάνετε λάθος αν μιλάτε για την τάξη των σπουδαστών. Όσο τα πανεπιστήμια ιδρύθηκαν στο έδαφος των προνομίων της άρχουσας τάξης, δεν υπήρχαν προβλήματα, αλλά τώρα που πολλοί περισσότεροι σπουδαστές γίνονται δεκτοί σε αυτά, διαιρούνται, διαφοροποιούνται, επιλέγονται. Αυτό δημιουργεί μια νέα δυνατότητα για εξέγερση». Για τον TariqAli, έναν Πακιστανό στο Λονδίνο, «Αυτό που μας ενώνει…είναι το συναίσθημά μαςότι ο καπιταλισμός είναι απάνθρωπος και άδικος».

Ένας άλλος συμμετέχων ήταν ο Ισπανός Luca Martin de Hijas, ο οποίος περιορίστηκε ν σημειώσει ότι το κίνημα στη χώρα του ήταν παράνομο και η βασική προτεραιότητα ήταν η ίδια η ελευθερία.

Τα δύο ’68 της Ιταλίας

Η αντίληψη ότι η μεγαλύτερη ευημερία που προκάλεσαν οι επιτυχίες του καπιταλισμού δεν κατέστησε το σύστημα παρωχημένο, αλλά μάλλον εμπλουτίστηκε με νέο περιεχόμενο, ήταν το πραγματικό σημείο τριβής με τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα, δηλαδή το Ιταλικό (PCI) και το Γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα (PCF). Τα παραδοσιακά κόμματα ήταν πεπεισμένα για την ανάγκη να παραμείνουν εντός των ορίων του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβιβασμού, για να τονώσουν την ανάπτυξη της παραγωγής και, πάνω απ’ όλα, εξακολουθούσαν να επιδιώκουν την αναζήτηση μιας ευρείας συμμαχίας.

Τα κόμματα αυτά δεν είδαν ότι τα νέα και διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα είχαν εισέλθει στη σκηνή, ενεργά σε σχέση με νέες ανάγκες και αντιφάσεις. Πρώτα απ’όλα οι σπουδαστές – τους οποίους οι κομμουνιστές συνέχισαν να αποκρούουν για μεγάλο χρονικό διάστημα ως «πλούσια παιδιά», ανεύθυνους επαναστάτες με περιορισμένη σχέση με την εργατική τάξη. Αυτή η στάση είχε κόστος, επειδή έχασαν την ευκαιρία να συλλάβουν το νέο πνεύμα που είχε προκύψει.

Παρά τον κοινό αυτό πυρήνα, το ’68 δεν εξελίχθηκε με τον ίδιο τρόπο παντού. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, υπήρξε μια διχαστική συζήτηση μέσα στο PCI ήδη πριν από το 1968, ακριβώς πάνω στο ερώτημα για το ιστορικό στάδιο που βρισκόμαστε. Ήταν η Ιταλία ακόμα μια καθυστερημένη χώρα που έπρεπε να ολοκληρώσει την αστική επανάστασήτης, ή οι αντιθέσεις του προηγμένου καπιταλισμού ήταν ήδη κυρίαρχες, σε διαπλοκή φυσικά με τις προηγούμενες; Αυτό δημιούργησε τη σύγκρουση μεταξύ της Δεξιάς του PCI και της Αριστεράς, με επικεφαλής τον Pietro Ingrao. Η ομάδα που οδήγησε αυτή τη συζήτηση πέρα ​​από τα όρια της «νομιμότητας» οδηγήθηκε σε έξοδο από το PCI. Αυτή η ομάδα δημιούργησε τότε το Μανιφέστο (IlManifesto), το οποίο ήταν αρχικά ένα περιοδικό και στη συνέχεια μια καθημερινή εφημερίδα, και τελικά οδήγησε στη δημιουργία του Κόμματος Προλεταριακής Ενότητας (PDUP). Εντάχθηκα σε αυτό μαζί με ένα μεγάλο μέρος του κινήματος του ’68.

Στην Ιταλία, οι πρώτες διαδηλώσεις άρχισαν το 1967, όταν ορισμένα πανεπιστήμια καταλήφθηκαν από τους φοιτητές που διαμαρτυρήθηκαν για ένα νομοσχέδιο – τον περίφημο Νόμο 2314, ο οποίος προωθήθηκε από τον χριστιανοδημοκράτη υπουργό Luigi Gui. Ο νόμος αυτός ήταν μια υπόγεια απόπειρα να υποταχθούν οι σπουδές στην αγορά. Οι πρώτοι που κινητοποιήθηκαν ήταν από το Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Αυτό ήταν σημαντικό, επειδή ο αγώνας καθοδηγήθηκε από νέους που μεγάλωσαν σε θρησκευτικές οργανώσεις σημαδεμένες από την επιρροή του Βατικανού. Όχι μόνο τα σχολεία αλλά και οι καθεδρικοί ναοί κατελήφθησαν.

Ενώ η αναταραχή ήταν στο αποκορύφωμά της, μια αντιπροσωπεία από το PCF (Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα) ήρθε στη Ρώμη για μια από τις τυπικές συναντήσεις με το (όχι και πολύ αγαπητό) PCI (Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα). Έκπληκτη από το τι συνέβαινε, η γαλλική αντιπροσωπεία επέκρινε το «αδελφό κόμμα» του PCI, λέγοντας ότι «τίποτα τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί στο κατώφλι μας, επειδή έχουμε τον πλήρη έλεγχο των κινήσεων».

Μόλις λίγους μήνες αργότερα ήρθε ο περίφημος γαλλικός Μάης. Το PCF συνελήφθη απροετοίμαστο και αντέδρασε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Πρώτα απ’όλα, ενήργησε υπό την αιγίδα του μοναδικού εκπροσώπου της εργατικής τάξης, σε τέτοιο βαθμό ώστε η ελεγχόμενη από το Κομμουνιστικό Κόμμα συνδικαλιστική ένωση CGT αρνήθηκε να συναντηθεί με τη φοιτητική οργάνωση UNEFπου είχε ζητήσει μια τέτοια συνάντηση για να συντονίσουν τις κοινές ενέργειες εναντίον της κυβέρνησης. Έφτασε μέχρι του σημείου να υποστηρίξει την απέλαση από τη Γαλλία του «Γερμανού αναρχικού» Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, τον πιο διάσημο ηγέτη του παριζιάνικου ’68.

Στην Ιταλία, όπως και στη Γαλλία, υπήρξαν συγκρούσεις μεταξύ των φοιτητών και εξοργισμένων εργατικών συνδικάτων ακριβώς έξω από τις πύλες των μεγάλων εργοστασίων. Αλλά τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά στην Ιταλία, επειδή υπήρχε ένα διαφορετικό Κομμουνιστικό Κόμμα και συνδικάτα, πιο ανοιχτά στις νέες τάσεις. Ήταν ακριβώς αυτή η στάση που επέτρεψε τις νέες μορφές αγώνα και οι νέες απαιτήσεις που πρόβαλαν οι σπουδαστές να υιοθετηθούν από ένα ευρύτερο κίνημα.

Το 1969, όταν έγινε η εκπληκτική κινητοποίηση γύρω από την ανανέωση της εθνικής σύμβασης τεχνικών – το λεγόμενο «Καυτό Φθινόπωρο» – οι δύο δυνάμεις ήταν σε σαφή σύγκλιση. Αυτή ήταν η φάση που οδήγησε σε νέες μορφές εκπροσώπησης – πολιτική εκπροσώπηση, και όχι μόνο μέσω συνδικαλιστικών οργανώσεων. Το ’69 υπήρχαν εργοστασιακές επιτροπές, επιτροπές ζώνης, μια ολόκληρη σειρά σχηματισμών που άντεξαν στην πάροδο του χρόνου, βοηθώντας τεχνικούς και διανοούμενους να συμμετάσχουν. Αυτό πυροδότησε σημαντικές πολιτιστικές και οργανωτικές μετατοπίσεις: υπήρξε δημοκρατική ψυχιατρική, δημοκρατική ιατρική, δημοκρατική δικαιοσύνη, ακόμη και δημοκρατική αστυνομία. Αρχικά, είχε επίσης σημαντική αντανάκλαση και στο Κοινοβούλιο, οδηγώντας στην ψήφιση ιστορικών μεταρρυθμίσεων: το Καταστατικό των Εργαζομένων, τη θέσπιση εθνικού συστήματος δημόσιας υγείας και την αναθεώρηση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Λίγα χρόνια αργότερα, με το φεμινιστικό κίνημα που πυροδοτήθηκε από το ’68, θα έρθει η νομιμοποίηση πρώτα του διαζυγίου και στη συνέχεια της έκτρωσης.

Ενώ το Ιταλικό ’68 έκανε μάλλον λιγότερο θόρυβο από το Γαλλικό, διήρκεσε πολύ περισσότερο, συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων της Νέας Αριστεράς. Οι οργανώσεις αυτές είχαν καθιερωθεί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και το 1976 θα έστελναν επίσης μια μικρή ομάδα στο Κοινοβούλιο, ως ενιαία λίστα, την Προλεταριακή Δημοκρατία.

Ωστόσο, αυτή ήταν και η αρχή της πτώσης, καθώς το PCI – το οποίο ενώ αρχικά είχε καταλήξει να καβαλήσει το αριστερό κύμα που είχε επιβάλει το ‘68 στην ιταλική κοινωνία γενικά – τώρα επέλεξε τη θλιβερή διαδρομή του «ιστορικού συμβιβασμού». Επρόκειτο για μια απόπειρα συμφωνίας με τη Χριστιανική Δημοκρατία, από τη θέση του αδύναμου, η οποία, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, τελείωσε άσχημα. Η απογοήτευση -και, για πολλούς, ο θυμός προς ό,τι θεωρήθηκε ως προδοσία της Αριστεράς- ήταν μία από τις αιτίες, αν και σίγουρα όχι η μόνη, που ενθάρρυνε την τραγική στροφή προς την τρομοκρατία.

Μερικοί θεωρούν το 1977 ως ένα είδος δεύτερου ’68 στην Ιταλία. Πράγματι, οδήγησε σε ένα νέο κύμα διαδηλώσεων στα πανεπιστήμια. Αλλά τα περιεχόμενα της διαμαρτυρίας και οι μορφές πάλης είχαν αλλάξει και αυτή ήταν η αρχή της παρακμής και στη συνέχεια της ήττας. Από τη μια πλευρά υπήρξε το ρεύμα της λεγόμενης «εργατικής αυτονομίας», το σύνθημα της οποίας δεν ήταν «δουλειά», αλλά «ενάντια στη δουλειά». Αυτό οδήγησε σε βίαιες συγκρούσεις και αποκοπή οποιασδήποτε πραγματικής σχέσης με τα εργοστάσια. Από την άλλη πλευρά ήταν οι λεγόμενοι «Μητροπολιτικοί Ινδιάνοι», μια απάντηση στην περαιτέρω προλεταριοποίηση των φοιτητών, που κατέφυγαν σε μια υπαρξιακή διαμαρτυρία που ήταν όλο και λιγότερο πολιτική.

Η Πράγα, η Ευρώπη και το Μανιφέστο

Φυσικά, δεδομένου του πλαισίου, το ’68 στην Ανατολική Ευρώπη ήταν αρκετά διαφορετικό. Το αποκορύφωμα ήταν η Γιουγκοσλαβία, όπου υπήρχε μια ομοιότητα ανάμεσα στην κατάληψη του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου – το οποίο ξαναβαφτίστηκε σε «Κόκκινο Πανεπιστήμιο Καρλ Μαρξ» – και στα κινήματα σε χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία. Αλλού στον κομμουνιστικό κόσμο υπήρχε μια γενικευμένη εξέγερση της νεολαίας, αναβιώνοντας το πνεύμα και τη δύναμη μιας δημοκρατικής, αντι-γραφειοκρατικής λαϊκής διαμαρτυρίας που είχε σιγήσει από το 1956. Όλα ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 1968, όταν ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ ανέλαβε τα ηνία του Τσεχοσλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος και της κυβέρνησης, ορίζοντας μια νέα πορεία που προκάλεσε τον ενθουσιασμό όχι μόνο σε εκείνη τη χώρα, αλλά και σε όλες τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Η Τσεχοσλοβακία είδε βαθμούς ελευθερίας άνευ προηγουμένων, που επέτρεψαν τη μουσική, τα ρούχα, και τη λογοτεχνία της γενιάς του ’68 από την άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος, τα οποία εξαπλώθηκαν ως ιός σε όλη τη χώρα. Αυτή η άνθηση της ελπίδας καταστράφηκε βάναυσα από τα σοβιετικά τανκς που εισέβαλαν στην Πράγα στις 21 Αυγούστου. Όπως σημειώνει ο Umberto Eco σε μια αξιομνημόνευτη ανταπόκρισή του από την πρωτεύουσα της Τσεχίας, τα τανκς αποκρούστηκαν από τους μακρυμάλληδες νέους της Πράγας που περικύκλωσαν τους Σοβιετικούς στρατιώτες και τους προσκαλούσαν να χορέψουν μαζί τους. Φώναζαν σαρκαστικά: «Ξυπνήστε τον Λένιν, ο Μπρέζνιεφ τρελλάθηκε!».

Ο στόχος της εισβολής της Μόσχας δεν ήταν μόνο – όπως ισχυρίστηκαν λίγες κομμουνιστικές οργανώσεις και ανάμεσά τους το Κόμμα της Κούβας – η καταστολή των αντεπαναστατικών δυνάμεων, αλλά το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ντούμπτσεκ. Στις 22 Αυγούστου, το κόμμα αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει ένα ειδικό μυστικό συνέδριο.

Οι θέσεις που προέκυψαν από την έκτακτη αυτή διαδικασία, που πραγματοποιήθηκε σε ένα εργοστάσιο στην περιφέρεια της κατεχόμενης πρωτεύουσας, έφτασαν σε εμάς τους επόμενους μήνες και δημοσιεύθηκαν στο πρώτο τεύχος του “Il Manifesto”. Αυτό το περιοδικό γεννήθηκε κατευθείαν από αυτό που συνέβη στην Πράγα. Ήταν το αποτέλεσμα της ρήξης μέσα στο PCI: υπήρχαν άλλοι λόγοι για τη διάσπαση φυσικά, αλλά ήταν αυτά τα γεγονότα που την επιτάχυναν.

Σε αντίθεση με τα «αδελφά κόμματα» το PCI καταδίκασε κατηγορηματικά την εισβολή, αλλά κατηγόρησε το Σοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα απλώς για ένα «λάθος», ενώ το Manifesto κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό το σύστημα δεν μπορούσε πλέον να μεταρρυθμιστεί. Η ομάδα στην καρδιά του περιοδικού απομακρύνθηκε από το PCI και από το 1969 και μετά, ήταν οργανικό μέρος του κινήματος που ξεπήδησε από το ’68, το οποίο τώρα έπαιρνε τη μορφή διάφορων πολιτικών ομάδων.

Ακόμα όμως θυμάμαι, πώς, κατά τις ημέρες που ακολούθησαν την εισβολή στην Πράγα, ήμασταν έκπληκτοι από την έλλειψη αντίδρασης ανάμεσα σε ένα μεγάλο μέρος της γενιάς του ‘68. Οι κομμουνιστές ήταν συγκλονισμένοι, αλλά για τους περισσότερους, αυτή η εμβληματική σοβιετική ενέργεια φαινόταν κάτι μακρινό, σχεδόν σαν να μην τους απασχολούσε. Οι περισσότεροι πήραν μια θέση ίσων αποστάσεων μεταξύ του Ντούμπτσεκ και του Μπρέζνιεφ, καχύποπτοι για τη νέα πορεία της Τσεχοσλοβακίας που τους φαινόταν σαν μια επικίνδυνη στροφή προς τα δεξιά.

Ο Ρούντι Ντούτσκε ήταν ο μόνος ηγέτης που ενδιαφέρθηκε για την πρωτοβουλία των μεταρρυθμίσεων και τον Απρίλιο πήγε στην Πράγα, λίγο πριν τραυματιστεί σοβαρά από την απόπειρα εναντίον της ζωής του κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στο Βερολίνο. Ένα από τα πράγματα που είδε στην Πράγα ήταν ότι υπάρχει ο «κίνδυνος προσωρινής εξύψωσης των αστικοδημοκρατικών δυνάμεων» και η «διείσδυση αντι-σοσιαλιστικών ιδεών».

Κανένας από τα Νέα Αριστερά στην Ιταλία, από τις πιο διακεκριμένους εκδόσεις όπως Quaderni Piacentini, Classe e Stato, και Nuovo Impegno της τροτσκιστικής πλευράς, ούτε ακόμα η Lotta Continua και η Potere Operaio, κατανόησε το μέγεθος του τι είχε συμβεί. Ένα κείμενο από την ομάδα της Potere Operaio στην Πίζα, αμέσως μετά την αυτοκτονία του Jan Palak, έκρινε ότι οι αναλύσεις των νέων τεχνοκρατών της Πράγας (οι οικονομολόγοι πίσω από τη νέα πορεία του Ντούμπτσεκ) «αδίστακτα υιοθέτησαν τα δυτικά νεο-καπιταλιστικά πρότυπα». Αυτό, περισσότερο απ’ όλα υπαινίσσονταν ότι οι μεταρρυθμίσεις στην Τσεχοσλοβακία απομακρύνονταν από τις αυστηρές μορφές ισότητας, αυτό δηλαδή που επεδίωκε το κίνημα στα εργοστάσια της Ιταλίας.

Στη Γαλλία υπήρξε η ίδια δυσπιστία και, σε μεγάλο βαθμό, αδιαφορία, όπως και στο ισχυρό κίνημα του ‘68 στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, το οποίο κατεστάλη σκληρά (με περισσότερους από 800 συλληφθέντες φοιτητές). Στο μέσον της επίθεσης Τετ (σ.μτφ. μεγάλης έκτασης επίθεση των κομμουνιστών ανταρτών στο Βιετνάμ), το αμερικανικό κίνημα ενδιαφερόταν κυρίως για το τι συνέβαινε στο Βιετνάμ και επιτέθηκε στο Υπουργείο Άμυνας, το οποίο χρησιμοποιούσε ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Κολούμπια για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Η απόσταση τους από το τσεχοσλοβακικό δράμα δεν σήμαινε συμπάθεια για την ΕΣΣΔ. Αλλά η πρόκληση για το καθεστώς της Μόσχας παίχτηκε σε άλλο γήπεδο, στο όνομα άλλων λαών, στους λαούς του Τρίτου Κόσμου. Το ’68 βρέθηκε αντιμέτωπο με μια νέα έκρηξη συνείδησης: μετά την Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα, ο κόσμος φάνηκε να μετατοπίζεται προς μια σχετικά ειρηνική συνύπαρξη, υπό την αιγίδα των δύο υπερδυνάμεων, μια ισορροπία μέσα σε ένα νεοκαπιταλιστικό πλαίσιο. Αλλά αυτό δεν ήταν η πραγματικότητα: ο πρόσφατα ανεξαρτητοποιημένος Τρίτος Κόσμος δεν εντασσόταν σε αυτή την εικόνα και η αντίσταση του Βιετνάμ ήταν μόνο η αιχμή του δόρατος μιας γενικότερης εξέγερσης.

Στους εξεγερμένους του ’68, η ΕΣΣΔ έμοιαζε με έναν από τους δύο χωροφύλακες που επιδιώκουν να σώσουν την «ειρήνη» καταπολεμώντας κάθε αναταραχή που ρίσκαρε να διαταράξει αυτή την εικόνα. Το να σκεφτεί κανείς να ενσωματώσει αυτή την αναστάτωση, μέσα στο πενιχρό πλαίσιο του παραδοσιακού αριστερού ρεφορμισμού, ήταν αδύνατο. Υπό αυτή την έννοια, είναι γεγονός ότι το ’68, που σχεδόν παντού, αμφισβήτησε το status quo που επέβαλε η αντίληψη των δύο μεγάλων δυνάμεων για συνύπαρξη, ήταν «Κινέζικο». Ήταν μια κριτική διαφορετική από εκείνη που είχαν οι προηγούμενες γενιές που βρέθηκαν σε επαφή με την κομμουνιστική σκέψη, καθώς τώρα ζούσαν τη δραματική, μη αναστρέψιμη κρίση του σοβιετικού κοινωνικού μοντέλου.

Θα πρέπει να αναφέρω ότι σε αυτή τη σύνοψη του ’68 δεν μίλησα για φεμινισμό. Σε αντίθεση με όσα λένε οι αγιογραφικοί επίσημοι εορτασμοί, το ’68 δεν ήταν φεμινιστικό. Αντίθετα, ήταν ακόμα πολύ σεξιστικό. Λίγες γυναίκες μιλούσαν στις συνελεύσεις και συχνά έμπαιναν στα μικρότερα καθήκοντα, φτάνοντας στο σημείο να τις αποκαλούν «αγγέλους των αντιγραφικών μηχανών». Όλα αυτά δεν αναιρούν το γεγονός ότι το κίνημα είχε αντίκτυπο στον φεμινισμό, αλλά το φεμινιστικό κίνημα ήταν κάτι που είχε προκύψει νωρίτερα, σε μορφή μικρών ομάδων, και έκανε τη δική του σιωπηλή, παράλληλη πρόοδο, μόνο για να εκραγεί τέσσερα ή πέντε χρόνια αργότερα.

Αυτό ήταν αποτέλεσμα του ’68, υπό την έννοια ότι αυτό το κίνημα – το οποίο βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα ξέσπασμα συλλογικής υποκειμενικότητας – έδωσε στις γυναίκες το θάρρος να κρατήσουν το μικρόφωνο. Ωστόσο, όταν μίλησαν, μίλησαν ενάντια στις οργανώσεις που είχαν αναδυθεί από το ’68. Αυτό συνέβη στην Ιταλία, όταν οι γυναίκες έκαναν μια εντυπωσιακή έξοδο από τη Lotta Continua, την οργάνωση που ήταν πιο αδιάφορη στο μήνυμά τους. Αλλά είχε επίσης επίδραση και αλλού, όπως στην ομάδα Il Manifesto-PDUP, η οποία είχε από νωρίς δώσει χώρο στο περιοδικό στα πρώτα βήματα αυτού του φεμινιστικού κύματος. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, πολλές κολεκτίβες των γυναικών επέλεξαν το δρόμο της ξεχωριστής πολιτικής δραστηριότητας.

Η χαρά του αγώνα

Πριν από λίγες εβδομάδες, στην αίθουσα διδασκαλίας της Σχολής Επιστημών του Πανεπιστημίου της Ρώμης ξεκίνησαν οι εορτασμοί της επετείου στην ιταλική πρωτεύουσα. Ο Paolo Mieli – εκείνη την εποχή αγωνιστής της Lotta Continua και αργότερα πρόεδρος του ισχυρότερου εκδοτικού ομίλου της Ιταλίας, ο οποίος εκδίδει την εφημερίδα Corriere della Sera – έκανε μια οξεία παρατήρηση. Υπενθυμίζοντας την περίοδο αυτή, μίλησε πρωτίστως για το πόσο σημαντικό ήταν για τους νέους της εποχής το γεγονός ότι το κίνημα τους επέτρεψε να αποδράσουν από τη μοναξιά, να ξεπεράσουν την ατομική διάσταση. Ότι προσέφερε την ευτυχία που έρχεται με την ανακάλυψη του άλλου, το να γίνεσαι κομμάτι μιας συλλογικότητας, να γίνεσαι πρωταγωνιστής.

Αυτό σήμαινε ταυτόχρονα την ανακάλυψη τόσο της πολιτικής όσο και της υποκειμενικότητας που απαιτείται για την άσκηση πολιτικής. Θα έλεγα ότι η βαρύτερη απώλεια που έχουμε, μετά τα κέρδη του ’68, είναι ότι η πολιτική δεν θεωρείται πια πηγή ευτυχίας. Το νόημά της έχει αλλάξει, γιατί έχει υποβαθμιστεί από μια σοβαρή κρίση δημοκρατίας.

Η Rita di Leo, Ιταλίδα κοινωνιολόγος, μόλις έγραψε ένα βιβλίο για την εκατονταετηρίδα της Οκτωβριανής Επανάστασης με τίτλο From From Lenin to Zuckerberg. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μετά από χιλιάδες χρόνια κατά τα οποία προσπαθούσαμε να οικοδομήσουμε τον πολιτικό, κοινωνικό άνθρωπο, χάρη στον «Άνθρωπο του Αλγορίθμου», επιστρέψαμε στον πρωτόγονο, ακοινώνητο άνθρωπο. Το μόνο που μένει είναι να προετοιμαστούμε για τη βαρβαρότητα. Είμαι λιγότερο καταστροφολόγος από αυτήν – αλλά ανησυχώ.

Πηγή: Jacobin

Μετάφραση: antapocrisis.gr

Για τον Μάη του 68

Τοποθέτηση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ στην Πανελλαδική Συνάντηση του ΑΡΔΙΝ (Απρίλιος 2018).

1. Να κοιτάξουμε τον Μάη με κριτική και αυθάδεια

50 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πρωτόγνωρη έκρηξη της νεολαίας της Γαλλίας, τον Μάη του 1968. Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί γι αυτό το πρωτοφανές γεγονός και διάφορες εξηγήσεις έχουν δοθεί. Δεν λείπουν ερμηνείες και παρερμηνείες, καπηλείες και αποθεώσεις. Η επικρατούσα ερμηνεία του Μάη σήμερα, είναι αυτή ενός νεανικού και ρομαντικού σκιρτήματος. Μιας έκρηξης αντισυμβατικότητας από μερίδες των νέων, μιας «ωδής» στην απελευθέρωση. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

Από τη μεριά μας οφείλουμε να κοιτάξουμε τον Μάη του 68 με την αναγκαία αυθάδεια που θα μπορέσει να βγάλει την παγκόσμια έκρηξη του 1968 από το μουσείο και να την κάνει χρήσιμη στο σήμερα. Ο Μάης χρειάζεται υπεράσπιση για αυτό που πραγματικά ήταν, επανατοποθέτηση για το συνολικότερο παγκόσμιο πλαίσιο που καθόρισε την εξέλιξή του, και τέλος, θετική κριτική στον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα του.

2. Πώς ήταν ο κόσμος 50 χρόνια πριν;

Ας διευκρινίσουμε το εξής: Όταν αναφερόμαστε στον Μάη του 68 δεν περιοριζόμαστε μονάχα στον Γαλλικό Μάη. Συμπεριλαμβάνουμε την επαναστατική θύελλα σε όλο τον κόσμο από τις αρχές της δεκαετίας του 60 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70. Η υφήλιος επί δεκαπέντε περίπου χρόνια συνταράσσεται από επαναστατικές θύελλες, εξεγέρσεις, επαναστάσεις, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Σε Ασία, Αφρική, Λατινική Αμερική, τα κινήματα αυτά, παλεύουν να σπάσουν τα δεσμά του ιμπεριαλισμού, ενώ πολλά από αυτά πασχίζουν να αποτινάξουν τον αποικιακό ζυγό που είχε επιβληθεί από τις αρχές του περασμένου αιώνα στις χώρες τους.

Ανάμεσα σε πολλές περιπτώσεις ενδεικτικά αναφέρουμε τις εξής: ο αντιαποικιακός αγώνας για την ανεξαρτησία του Κονγκό, το Κίνημα της Μαύρης Συνείδησης που εμφανίστηκε στη Νότια Αφρική στα μέσα της δεκαετίας του 60 και έφτασε στο σημείο της ένοπλης αντίστασης. Η ανεξαρτησία της Γκάνας λίγο νωρίτερα (1957), μέχρι πρότινος βρετανικής αποικίας. Τα απελευθερωτικά κινήματα στις πορτογαλικές αποικίες της Γουινέας και του Πράσινου Ακρωτηρίου. Στην Αμερική το αντάρτικο της Κολομβίας, ο ένοπλος αγώνας στη Νικαράγουα μέχρι την πτώση του φιλοαμερικάνικου καθεστώτος, το αντάρτικο της Κολομβίας, ο αγώνας της Ουρουγουάης και το πορτορικάνικο κίνημα για την ανεξαρτησία. Στη Μέση Ανατολή η ίδρυση του Λαϊκού Μετώπου της Παλαιστίνης και η ένοπλη αντίσταση για την υπεράσπιση της παλαιστινιακής υπόθεσης. Και τα παραπάνω αποτελούν μόνο κάποια παραδείγματα από το σύνολο της αντίστασης της περιόδου.

Ξεχωριστά αναφέρουμε την περίπτωση της Κουβανικής Επανάστασης που επικράτησε το 1959, κάτω από τη μύτη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.

Η γη ολόκληρη συγκλονίζεται από την πρωτοφανούς ωμότητας επέμβαση των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Μετά την αποτίναξη του γαλλικού ζυγού, και τη νίκη των Βιετναμέζων το 1954, η χώρα διχοτομείται στην Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ (Βόρεια) και στο Νότιο Βιετνάμ. Το δεύτερο βρίσκεται υπό καθεστώς το οποίο είχε τις πλάτες των ΗΠΑ. Οι φρικαλεότητες της υπερδύναμης σε συνδυασμό με τον ηρωικό αγώνα του βιετναμέζικου λαού, αποτέλεσαν φάρο για τους αγώνες της εποχής, έδωσαν ώθηση στον παγκόσμιο αντιιμπεριαλιστικό αγώνα που διεξάγονταν και επηρέασαν μια σειρά από περιοχές του κόσμου και το Βιετνάμ έγινε σύμβολο του αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Τελικώς, η αποχώρηση των αμερικάνικων στρατευμάτων έγινε το 1973, ενώ το 1976 και μετά την οριστική απελευθέρωση του νότιου τμήματος, σχηματίστηκε η Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ.

Λίγα χρόνια πριν το 68 ξεσπά στην Κίνα η Πολιτιστική Επανάσταση. Για τη σημασία της εντός του κομμουνιστικού κινήματος θα μιλήσουμε παρακάτω, ωστόσο αξίζει να αναφέρουμε την τεράστια επίδραση που άσκησαν οι ιδέες των κινέζων κομμουνιστών για την επανάσταση που πρέπει να γίνει μέσα στην επανάσταση. Η κριτική στο σοβιετικό μοντέλο είναι συντριπτική και επηρεάζει κινήματα, κόμματα και επαναστάσεις σε όλο τον πλανήτη.

Πέρα από την περιφέρεια του πλανήτη, οι θύελλες συνταράζουν και τις μητροπόλεις του καπιταλισμού. Στις ΗΠΑ συγκροτείται το κίνημα των μαύρων για τα πολιτικά δικαιώματα, ενώ η πιο μαχητική του πτέρυγα προσανατολίζεται στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης. Ενδεικτικά, οι Μαύροι Πάνθηρες, το πιο γνωστό, μαχητικό, ηρωικό κίνημα, στην καρδιά του καπιταλισμού, στο καταστατικό τους αναφέρονται ότι εμπνέονται από τη σκέψη του Μάο Τσε Τουνγκ, το δε FBI τους χαρακτηρίζει ως το μεγαλύτερο κίνδυνο για τις ΗΠΑ.

Στην Ευρώπη, πέραν από τον Γαλλικό Μάη, στον οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα, μεγάλης σημασίας είναι ο αγώνας που ξεκινάει στην Ιταλία το 1968, γνωστός και ως ιταλικό φθινόπωρο, από εργάτες και φοιτητές. Είναι αντίστοιχης δυναμικής με τα γαλλικά γεγονότα, απλώνεται όμως σε πολύ μεγαλύτερη διάρκεια, ενώ η στάση του ιταλικού ΚΚ, είναι στάση συμβιβασμού, αντίστοιχη με αυτήν του ΚΚΓ όπως θα δούμε παρακάτω. Όπως και να χει, ο μεταπολεμικός κόσμος ζει στις αντιθέσεις του, ενώ η ιδέα της επανάστασης επανέρχεται στο προσκήνιο σε παγκόσμιο επίπεδο, ταράζοντας συθέμελα το σύστημα του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού.

Η κατάσταση των «δυνατών» και η συνεργασία.

Επιμένοντας στη συζήτηση γύρω από το πλαίσιο της περιόδου, οφείλουμε να επισημάνουμε τη νέα φάση της αμερικανοσοβιετικής συνεργασίας μετά το πέρας του ψυχρού πολέμου. Η ΕΣΣΔ πλέον αναγνωρίζει τα «καλά» της Δύσης, δηλαδή την αγορά, την κατανάλωση, το κέρδος κ.α. Το πρότυπο που προβάλλεται πλέον από τη νέα ηγεσία, δεν είναι μια κοινωνία μεταβατική που μάχεται προκειμένου να ανατρέψει την παλιά κατάσταση πραγμάτων και να μετασχηματιστεί σε μια επαναστατική κατεύθυνση, αλλά μια κοινωνία που προσαρμόζεται. Είναι σαφής πλέον η αλλαγή της πορείας. Τα γεγονότα στις 21 Αυγούστου του 1968 στην Τσεχοσλοβακία, γνωστά ως Άνοιξη της Πράγας, εντάσσονται σε ένα τέτοιο πλαίσιο κρίσης των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Από την άλλη πλευρά, η μεταπολεμική ανάπτυξη του καπιταλισμού γίνεται χωρίς μεγάλες κρίσεις. Η έκρηξη του καταναλωτισμού πέραν από μια αίσθηση ευημερίας, διαμορφώνει και μια μαζική κουλτούρα. Αυτή χαρακτηρίζεται από καταναλωτικό ντελίριο, θέτει ως όνειρο ζωής την κοινωνική αναγνώριση, διαμορφώνει έναν πυρήνα αξιών που «μετράει» την ευτυχία και την επιτυχία σε συνάρτηση με την οικονομική βάση. Κυρίαρχοι εκφραστές του εν λόγω μοντέλου οι ΗΠΑ, ενώ όλες οι δυτικές κοινωνίες ακολουθούν από πίσω.

3. Η επανάσταση μπορεί να καταντήσει αντεπανάσταση

Στην επαναστατική θύελλα των δεκαετιών 60-70, το τότε διεθνές κέντρο του κομμουνιστικού κινήματος (Σοβιετική Ένωση) θα σταθεί από ουδέτερα έως εχθρικά, ως δύναμη καταστολής των κινημάτων αμφισβήτησης και αντίστασης απέναντι στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Αυτό οι σημερινοί παράγοντες του ΚΚΕ που ξαναγράφουν την ιστορία του κόμματός τους καταπώς βολεύει την τωρινή ηγεσία του, δεν πρέπει να το ξεχνούν. Εκείνα τα χρόνια (ξεκινώντας πιο «ανοιχτά» το 1960), διεξάγεται σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα σε ΚΚΣΕ και ΚΚΚ, η οποία προηγείται του διεθνούς ξεσηκωμού και σφραγίζει τη θέση που θα πάρει η κάθε δύναμη. Η κινέζικη κριτική στις στρεβλώσεις, τις υποχωρήσεις, τις συνθηκολογήσεις της σοβιετικής ηγεσίας είναι εξαιρετικά σημαντική και έχει τεράστια επίδραση στις θύελλες και στις εκρήξεις που θα ακολουθήσουν. Οι κινέζοι κομμουνιστές προειδοποιούν ότι η επανάσταση μπορεί να μετατραπεί σε αντεπανάσταση και το κόκκινο να γίνει μαύρο.

Δύο χρόνια πριν το 68, εξαπολύεται η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα. Αποτελεί προσπάθεια επανακαθορισμού των στόχων του κομμουνιστικού κινήματος ενάντια στις δυνάμεις που σπρώχνουν την επανάσταση στον καπιταλιστικό δρόμο. Αυτή είναι η πρώτη οργανωμένη απόπειρα του κομμουνιστικού κινήματος να καταπολεμήσει την αναθεώρηση που επιχειρείται σε όλα τα πεδία. Η Πολιτιστική Επανάσταση ανοίγει νέους δρόμους και προχωρά στην πιο ουσιαστική μέχρι τότε κριτική των αντιλήψεων για την εξουσία, την οικονομία, το δίκαιο, τη μόρφωση.Μια προσπάθεια η οποία θέτει ατζέντα και επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό παγκόσμια την κίνηση των μαζών.

Έχει μάλιστα σημαντική επιρροή στον ίδιο τον Γαλλικό Μάη και τα ζητήματα που θα θέσει, ζητήματα κριτικής στη γνώση και στην επιστήμη. Η μαοϊκή Κίνα, επιλέγει να ταχθεί ενεργητικά με την πλευρά της αντίστασης απέναντι στον ιμπεριαλισμό και στις δυνάμεις της αντίδρασης, αντίσταση που σημειώνει σημαντικές νίκες σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης. Και δεν είναι μόνο η Κίνα. Το μανιφέστο του Τσε Γκεβάρα «Να δημιουργήσουμε δύο, τρία… πολυάριθμα Βιετνάμ: αυτό είναι το σύνθημα!» ήδη με τον τίτλο του έρχεται σε ολομέτωπη σύγκρουση με την πυροσβεστική γραμμή της ΕΣΣΔ και συντάσσεται με τις επαναστατικές θύελλες που συγκλονίζουν τον πλανήτη. Στο σύνθημα της «συνεργασίας», αντιπαραβάλλεται η γραμμή της γενικής ανάφλεξης και της ολομέτωπης σύγκρουσης με τον ιμπεριαλισμό. Κατευθυντήρια αρχή είναι ότι ο κόσμος έχει μπει σε μια αποφασιστική αναμέτρηση, καθοριστικής σημασίας για το μέλλον των λαών.

Διαμορφώνεται λοιπόν βαθμιαία συνείδηση στους αγωνιζόμενους ανά τον κόσμο ότι ανήκουν σε ένα παγκόσμιο μέτωπο. Από τον φοιτητή στη Γαλλία, τον εργάτη στην Ιταλία, τους αντάρτες στο Βιετνάμ, το κίνημα των μαύρων στις ΗΠΑ, τους Κινέζους αγωνιστές και τους επαναστάτες των εξαρτημένων χωρών, διαμορφώνεται μια συναντίληψη στόχων και σκοπών. Ο Μαξ Ελμπάουμ, στέλεχος του βορειοαμερικάνικου ριζοσπαστικού κινήματος γράφει: «Ο αντιρατσισμός και ο αντιιμπεριαλισμός ήταν η εμπροσθοφυλακή της νέας ριζοσπαστικής συνείδησης. Η κύρια διεθνής έμπνευση ερχόταν από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που φαίνονταν να διαλύουν καθημερινά την έννοια του ανίκητου για τις ΗΠΑ. Ήταν η στιγμή που η Βιετναμέζικη και η Κουβανέζικη Επανάσταση, η Λαϊκή Κίνα και τα μαρξιστικά ένοπλα κινήματα στη Λατινική Αμερική, την Ασία, την Αφρική και την Μέση Ανατολή φαίνονταν να αλληλοσυνδέονται σε έναν ασταμάτητο χείμαρρο».

4. Τα γεγονότα του Μάη του 68

Έτσι φτάνουμε στον Μάη του 68 που αποτελεί μια σημαντική αλλά επιμέρους πλευρά και που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ανεξάρτητα από το γενικότερο πλαίσιο των κοσμοϊστορικών γεγονότων που περιγράφηκαν. Παρόλα αυτά, ο Μάης είναι που καταγράφεται ως σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Κι ενώ η έκρηξη θα έρθει τον Μάη του 68, το σπέρμα της προϋπάρχει αρκετό διάστημα πιο πριν. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 60 παράλληλα με τον αγώνα που δίνει ο Αλγερινός λαός εναντία στους Γάλλους αποικιοκράτες, αναπτύσσεται ένα κίνημα αλληλεγγύης στον Αλγερινό λαό εντός της Γαλλίας. Η Ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Βιετνάμ θα ξεσηκώσει τους Γάλλους νεολαίους. Από την πρώτη κιόλας στιγμή συγκροτούνται επιτροπές ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Πέρα όμως από τα παραπάνω στοιχεία και τον αναβρασμό στους κόλπους της νεολαίας, αυτό που οδήγησε στην εξέγερση είναι η κατάσταση που επικρατεί εκείνη την περίοδο στην Γαλλία. Η ενίσχυση του ρόλου των πολυεθνικών, η ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού και του ανταγωνισμού. Η διαμόρφωση του προτύπου του εργάτη γρανάζι της παραγωγής, με κάθε του κίνηση συγκεκριμένη και αυτοματοποιημένη χωρίς καμία δημιουργικότητα και χωρίς να ξέρει τι παράγει. Η δημιουργία της λεγόμενης καταναλωτικής κοινωνίας είναι γεγονός, ενώ από την επιχειρούμενη αναδιάρθρωση δε θα μπορούσε να λείπει η παιδεία. Τα παραπάνω θέτουν τα πλαίσια στα οποία διαμορφώνονται οι νέοι επιστήμονες: υπερεξειδικευμένοι και πάντα στην υπηρεσία των εταιριών και της παραγωγής. Παράλληλα πολλοί τομείς χτυπιούνται από την ανεργία. Εκείνη την περίοδο μάλιστα, οικοδομούνται πανεπιστημιουπόλεις στις άκρες ή και έξω από τις πόλεις, σε μια προσπάθεια γκετοποίησης των ανήσυχων φοιτητών, ώστε να δυσκολεύει η επαφή τους με τα υπόλοιπα κομμάτια της κοινωνίας, ενώ σκληρά μέτρα καταστολής περιμένουν όσους αντιδρούν.

Οι κοινωνικές πιέσεις κάνουν τη σύγκρουση να μη θέλει και πολύ για να εκδηλωθεί. Οι προληπτικές συλλήψεις ακτιβιστών που εναντιώθηκαν στον πόλεμο του Βιετνάμ αλλά και οι συλλήψεις φοιτητών σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις θα φέρουν την αντίδραση των φοιτητών.

Στις 22 Μαρτίου, οι φοιτητές ως απάντηση στις μαζικές συλλήψεις καταλαμβάνουν το κτίριο της διοίκησης του Πανεπιστημίου της Ναντέρ. Δημιουργείται το κίνημα της 22 Μάρτη.

Στις 30 Απρίλη το πανεπιστήμιο της Ναντέρ κλείνει. Οι φοιτητές καταφεύγουν στην Σορβόννη.

Στις 3 του Μάη η αστυνομία επιτίθεται στους φοιτητές της Σορβόννης. Οι φοιτητές στήνουν οδοφράγματα και συγκρούονται με την αστυνομία. Είναι η πρώτη εκδήλωση της εξέγερσης που θα μείνει στην ιστορία ως Γαλλικός Μάης.

Στις 6 του Μάη πάνω από 30.000 διαδηλωτές είναι στους δρόμους. Οι φοιτητές τραγουδούν την «Διεθνή». Συλλαμβάνονται 422 φοιτητές. Τραυματίζονται 600 φοιτητές και 345 αστυνομικοί. Το κίνημα επεκτείνεται σε πολλές πόλεις της Γαλλίας που έχουν πανεπιστήμια. Ο υπουργός Παιδείας Αλέν Περφίτ απαγορεύει στον πρύτανη της Σορβόννης να ανοίξει το πανεπιστήμιο.

Τη νύχτα της 10ης προς την 11η Μαΐου η εξέγερση των φοιτητών κορυφώνεται. 60 οδοφράγματα στήνονται στους δρόμους του Παρισιού. 720 άτομα τραυματίζονται ελαφρά, 367 σοβαρά.

13 Μάη κηρύσσεται γενική απεργία από τα συνδικάτα. 800.000 διαδηλωτές βρίσκονται στους δρόμους. Η γενική απεργία απλώνεται σε όλη τη χώρα και παραλύει τα πάντα.

16 Μάη Γάλλοι εργάτες μαζί με φοιτητές καταλαμβάνουν εργοστάσια με πρώτο της αυτοκινητοβιομηχανίας Ρενό. Ο πρωθυπουργός Ζορζ Πομπιντού δηλώνει ότι οι φοιτητές «θα αντιληφθούν και θα υποστούν τη σιδηρά χείρα του νόμου»

20 Μάη όλη η χώρα έχει παραλύσει. Δέκα εκατομμύρια εργάτες απεργούν στη Γαλλία.

24 Μάη ο πρόεδρος, στρατηγός Ντε Γκωλ απειλεί με παραίτηση αν δεν εγκριθούν τα μέτρα που προτείνει στο δημοψήφισμα που προκηρύσσει για τον Ιούνιο. Το ίδιο βράδυ ξεσπούν τα βιαιότερα επεισόδια του Γαλλικού Μάη. Το χρηματιστήριο καίγεται.

27 Μάη η κυβέρνηση και συνδικάτα, υπογράφουν τις συμφωνίες της Γκρενέλ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, ελπίζοντας σε εκτόνωση της κατάστασης υπογράφει συμφωνίες για γερές αυξήσεις στους μισθούς.

30 Μάη ο στρατηγός Ντε Γκωλ διαλύει την εθνοσυνέλευση και προκηρύσσει εκλογές στις 23 Ιουνίου. Στο μήνυμά του προς τον γαλλικό λαό τονίζει ότι υπάρχει «κίνδυνος κομμουνιστικής δικτατορίας».

Την επομένη, χιλιάδες Γάλλοι συμμετέχουν σε πορεία συμπαράστασης στον στρατηγό Ντε Γκωλ.

12 Ιουνίου επιβάλλεται στρατιωτικός νόμος στην Γαλλία. Απαγορεύονται οι διαδηλώσεις και μια σειρά οργανώσεων της Αριστεράς.

Τα γεγονότα φανερώνουν ότι τέθηκαν για πρώτη φορά από φοιτητική νεολαία ανοιχτά πολιτικά αιτήματα με έντονο αντισυστημικό χαρακτήρα, ενώ εμφανίστηκε πρωτοφανής αλληλεγγύη και κοινότητα στόχων με κινήματα χωρών της Περιφέρειας, ενάντια στην αποικιοκρατία και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Την καθολική σπουδαστική εξέγερση ακολούθησε καθολική απεργιακή κινητοποίηση με καταλήψεις εργοστασίων, επιστημονικών κέντρων, εταιριών κτλ. Η καταστολή συνοδεύτηκε από την κλασσική μέθοδο του «διαίρει και βασίλευε», μιας και υπογράφτηκαν συμφωνίες για αυξήσεις στους μισθούς, προκειμένου να διασπάσουν το μέτωπο φοιτητών και εργαζόμενων. Κομβικό ρόλο σε αυτό το βρώμικο παιχνίδι διαδραμάτισαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες που ελέγχονταν από το ΚΚ Γαλλίας. Το συγκεκριμένο κόμμα είχε καταγγελτική τοποθέτηση απέναντι στην εξέγερση, απαιτώντας την απομόνωση και το χτύπημα των «αριστερίστικων γκρουπούσκουλων», σε πλήρη σύμπνοια με το καθεστώς του τότε προέδρου, Ντε Γκωλ.

5. Η σαρωτική κριτική του Μάη

Η εξέγερση του Μάη ασκεί καθολική κριτική: Στο υπάρχον Πανεπιστήμιο, στην παρεχόμενη γνώση, στην εξάρτηση της επιστήμης από το κεφάλαιο. Στην καταναλωτική κοινωνία, στον αποξενωμένο άνθρωπο, στο συντηρητισμό. Στην τακτοποιημένη Αριστερά, στα επίσημα Κομμουνιστικά Κόμματα. Στους εξοντωτικούς ρυθμούς εργασίας.

Ο Μάης ήταν πάνω από όλα κριτική. Εκτοξεύει δυσπιστία απέναντι στα κυρίαρχα πρότυπα και αφορά ένα ευρύ φάσμα εκφάνσεων, από την κατανάλωση και τον ρόλο της οικογένειας μέχρι τις διαπροσωπικές / ερωτικές σχέσεις και τον πολιτισμό.

Ο Μάης κάνει σαρωτική κριτική σε όλα. Επιστήμη, τέχνες, σεξ κλπ. Σε όλες τις λεγόμενες δευτερεύουσες αντιθέσεις. Και είναι προοδευτική κριτική. Όμως όλα αυτά θα ήταν είτε ρηχά, είτε μειοψηφικά, είτε ανώδυνα από τότε, αν δεν υπήρχε ισχυρό κίνημα που θα πατούσε στις βασικές αντιθέσεις, δηλαδή το αντιπολεμικό, το αντιιμπεριαλιστικό, τα εθνικοαπελευθερωτικά και σε τελική ανάλυση, το κομμουνιστικό, την γενική πεποίθηση που υπήρχε τότε ότι υπάρχει ένας διαφορετικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας, ποιοτικά ανώτερος, ο σοσιαλισμός. Η εμπορευματοποίηση άλλωστε και η προβολή δευτερευουσών, πλευρών της εξέγερσης που παράλληλα αποσιωπούσε το επαναστατικό πνεύμα που χαρακτήριζε την εποχή, ήταν μια έξυπνη τακτική προκειμένου να ξεδοντιαστεί η εξέγερση, να κοπεί το νήμα της από τις επόμενες γενιές και να χρησιμοποιηθεί ως μια ιδέα που μπορούσε να πουληθεί, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Από την άλλη η μεταγενέστερη ενσωμάτωση από τον καπιταλισμό μέρους της κριτικής του Μάη αποτέλεσε και μια ανάγκη του ίδιου του συστήματος για μια ανανέωση του.

50 χρόνια μετά, πλευρές αυτής της κριτικής (στον καθωσπρεπισμό, στην οικογένεια, στην ποπ κουλτούρα, στο σεξισμό, στην πατριαρχία, στο ρατσισμό) είναι ενεργές, είτε εμπορευματοποιημένες, είτε ως μέρος του προγράμματος μιας “ευαίσθητης” κεντροαριστεράς, ενώ σε άλλες δεν υπάρχει σχεδόν καμία αμφισβήτηση (όπως η επιστήμη και η γνώση) με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την έλλειψη ιεραρχήσεων και προτεραιοτήτων.

Έτσι το γυναικείο κίνημα και το κίνημα ενάντια στην πατριαρχία έγινε σπουδές φύλου, στα πανεπιστήμια των καπιταλιστικών μητροπόλεων ή βασική ατζέντα της Χίλαρι Κλίντον, ο αντιρατσισμός διαφημιστική καμπάνια της Μπένετον, η κριτική στην ανισότητα πρόσφατη διαφήμιση της Cosmote, το MTV πλασάρεται ως αντεργκράουντ, η Apple θα λανσαριστεί ως το σύμβολο της μάχης ενάντια στην τεχνοκρατία. Ενώ η οριζοντιότητα ενάντια στην ιεραρχία, η ελευθεριότητα ενάντια στον καθωσπρεπισμό, η ομαδικότητα ενάντια στον ατομισμό, η δήθεν ελεύθερη δημιουργικότητα ενάντια στην τυποποίηση έχει γίνει το σλόγκαν στα εργασιακά περιβάλλοντα των μεγάλων πολυεθνικών στο marketing και στις νέες τεχνολογίες. Facebook, Google, Amazon κοκ. Όσον αφορά τα στελέχη βέβαια, γιατί οι ανήλικοι εργάτες στην Ασία δουλεύουν, για τις ίδιες επιχειρήσεις, με όρους 19ου αιώνα.

Σε κάθε περίπτωση όλες οι παραπάνω αντιφάσεις δείχνουν κάτι. Ο καπιταλισμός χρειάζεται ανανέωση. Και χρειάζεται και το οραματικό και το ηθικό στοιχείο, σε ένα στεγνό κόσμο εμπορευμάτων. Χρειάζεται και τον ηδονισμό κόντρα στον πουριτανισμό, και να «ξεφεύγουμε» από έναν βαρετό κόσμο. Όλα τα αγοράζει, όλα μπορεί να τα ενσωματώσει, εκτός από την κριτική στο κέρδος, την εκμετάλλευση λαών και εθνοτήτων, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, όλα τα διαχειρίζεται προς όφελος του εκτός από ένα κίνημα που ζητάει τη ριζική ανατροπή του.

6. Η Ανολοκλήρωτη θύελλα

Το 1968 αποτέλεσε μια ανολοκλήρωτη θύελλα που συγκλόνισε τον κόσμο. Δεν ανέτρεψε την καπιταλιστική κοινωνία, παρότι την υπέβαλε σε εξοντωτική κριτική. Δεν γέννησε μια ικανή για την ανατροπή Αριστερά, παρότι από τους κόλπους του ξεπήδησε ένας γαλαξίας ριζοσπαστικών τάσεων, κομμάτων και κινήσεων που άφησαν το στίγμα τους στους μετέπειτα αγώνες.

Ο Γαλλικός Μάης δε βασίστηκε στους καθιερωμένους πολιτικούς σχηματισμούς. Υπήρχε αδυναμία να συγκροτηθεί ένας φορέας ικανός να δώσει κατεύθυνση και οργάνωση στον αγώνα. Το ΚΚΓ έδρασε όπως είπαμε πυροσβεστικά και άλλες μικρότερες δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς μόλις γεννιόντουσαν και περιοριζόντουσαν κυρίως στους φοιτητικούς κύκλους.

Η σχέση αυθόρμητου – συνειδητού είναι ένα πρόβλημα που δεν έλυσε ο Μάης. Ίσως και να μην μπορούσε. Ακόμα και έτσι όμως, η αναλογία της οργανωμένης αριστεράς με τον κόσμο που συμμετείχε στην εξέγερση αριθμητικά και ποιοτικά ήταν πολύ μεγάλη, ειδικά σε σύγκριση με τα σημερινά δεδομένα. Και σε αυτό το σημείο προκύπτει ότι τη σχέση αυθόρμητου συνειδητού πρέπει να τη βλέπει κανείς στο ιστορικό της πλαίσιο. Σήμερα είμαστε πολύ πιο πίσω όσον αφορά το συνειδητό στοιχείο. Βρισκόμαστε σε εποχή που στόχο αποτελεί η συγκρότηση συνειδητού υποκειμένου και όχι η γενικά η διάχυση σε αυθόρμητες κινητοποιήσεις.

7. Επιστροφή στην κανονικότητα;

Ο Γαλλικός Μάης, όπως και το Ιταλικό φθινόπωρο ήταν εξεγέρσεις στα όρια της επαναστατικής κατάστασης, κρίσιμες για το που θα γύρει ο συσχετισμός και στη Δύση. Δεν ήταν λοιπόν, παράξενο που ακτινοβόλησε στην νεολαία της Δύσης μια κίνηση στα πρότυπα της Κινέζικης Πολιτιστικής Επανάστασης και ενάντια στον προβαλλόμενο ως σοσιαλισμό από την Σοβιετική Ένωση. Έτσι άλλωστε, εξηγείται και η λυσσαλέα πολεμική από τα σοβιετόφιλα Κ.Κ. Ο ρόλος που έπαιξαν τα ΚΚ αυτών των χωρών, και όχι μόνο, ήταν καθοριστικός, καθώς είχαν αποποιηθεί τον επί της ουσίας ρόλο ενός κομμουνιστικού κόμματος εδώ και πολλά χρόνια. Η προσαρμογή τους, η σταδιακή ένταξή τους στο σύστημα, η αποδοχή της ΕΣΣΔ «της συνεργασίας» ως ηγέτιδας δύναμης, είναι κάποια από τα στοιχεία που διαμορφώνουν πρόσφορο έδαφος για όσα έμελλε να ακολουθήσουν.

Ο βρώμικος ρόλος που διαδραμάτισε ένα τμήμα του κομμουνιστικού κινήματος εκείνη την περίοδο, ήταν καθοριστικός για την εξέλιξη των πραγμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Η μη επικράτηση του άλλου τμήματος, του ζωντανού, του ελπιδοφόρου είναι μια μεγάλη κουβέντα που ξεφεύγει από τα όρια της σημερινής συζήτησης. Το σίγουρο όμως είναι ότι στο κομμουνιστικό κίνημα έγιναν επιλογές μέχρι να φτάσουμε στην τυπική κατάρρευση του 89. Σήμερα μιλάμε στο φόντο της ήττας εκείνης, αλλά η αποκομμουνιστικοποίηση συντελούνταν για δεκαετίες. Η τελική εξέλιξη των γεγονότων δεν αποτελεί ένα μοιραίο γεγονός. Ήταν ζήτημα επιλογών, στρατηγικών, συσχετισμών. Και υπήρχαν διαφορετικές επιλογές, ώστε τα πράγματα να πάνε αλλιώς σε παγκόσμιο επίπεδο, άσχετα με το αν αυτές οι επιλογές δεν έγιναν ποτέ πλειοψηφικές.

8. Κληρονομιά για αξιοποίηση, κληρονομιά για κριτική

Σήμερα ο Μάης παρουσιάζεται ακίνδυνος από το σύστημα. Κάποιοι λένε ότι ο Μάης του 68 δεν ανανέωσε το σοσιαλισμό αλλά τον καπιταλισμό, ενσωματώνοντας πλευρές της κριτικής της εξέγερσης και αφήνοντας στο απυρόβλητο την συνολική κριτική. Ο Γαλλικός Μάης όμως, όπως και το σύνολο των κινημάτων αυτών, είχαν κάτι πιο βαθύ. Παρόλες τις αδυναμίες του, εναντιώθηκε στο σύνολο του συστήματος των κοινωνικών σχέσεων, εναντιώθηκε στην επιχειρούμενη καπιταλιστική αναδιάρθρωση, υπερασπίστηκε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και στάθηκε αλληλέγγυα σε όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Για τους παραπάνω λόγους η αναταραχή των δεκαετιών 60, 70 καταπολεμήθηκε λυσσασμένα και από τα δεξιά και από τα «αριστερά».

Ο Μάης λοιπόν, αφήνει παρακαταθήκες.

Η πρώτη και η πιο σημαντική είναι ότι είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι. Ακόμα και αν δεν έχεις εγγύηση επιτυχίας, ακόμα και αν η εξέγερση είναι αυθόρμητη και όχι μπολσεβίκικα σχεδιασμένη, ακόμα και αν ξέρεις ότι τα καύσιμα δεν επαρκούν. Η εξέγερση είναι δίκαιη.

Η δεύτερη παρακαταθήκη προέρχεται και αυτή από ένα μαοϊκό σύνθημα. Να τολμάμε να αγωνιζόμαστε, να τολμάμε να νικάμε. Είναι περίεργο αυτό το σύνθημα με τα τρία ρήματα, αλλά είναι βαθύ και ουσιαστικό. Και αφορά όχι μόνο αυτό που έγινε (τόλμη για αγώνα) αλλά και αυτό που δεν έγινε (τόλμη -και προϋποθέσεις- για νίκη).

Η τρίτη παρακαταθήκη έρχεται από μια φράση της Λούξεμπουργκ. Θα νικήσουμε γιατί δεν χάσαμε την ικανότητά μας να μαθαίνουμε. Η αρνητική έκβαση μιας εξέγερσης ή μιας επανάστασης δεν κρίνει τελεσίδικα τις εξεγέρσεις και τις επαναστάσεις. Εδώ πρέπει να επανέλθουμε στην «αυθάδεια» για την οποία μιλήσαμε στην αρχή. Να κοιτάξουμε τον Μάη και την έκρηξη του 1968 ως αυτό που ήταν με το μεγαλείο του αλλά και τα όρια και τις υπαρκτές του αντιφάσεις. Και να δουλέψουμε για να υπερβούμε τα όρια που περιγελούν διαρκώς τις προσδοκίες μας.

Η τέταρτη παρακαταθήκη αφορά την ανάγκη της γενικευμένης αμφισβήτησης. Η νεολαία πρέπει σήμερα να αμφισβητήσει. Δεν αμφισβητεί, και χωρίς αμφισβήτηση δε μπορεί να γεννήσει νέες ιδέες και κίνηση. Να αμφισβητήσει τα προγράμματα σπουδών στη σχολή, το επάγγελμα που θα κάνει, τον καταναλωτισμό, την μαζική κουλτούρα, τα social media, το ρατσισμό και πρώτα απ’ όλα τον ιμπεριαλισμό.

Τέλος, για τη σύγχρονη αριστερά δεν είναι το 1968 αυτό που θα δώσει την αποφασιστική ώθηση στη θεωρία και την πρακτική. Ακόμη και αν πολλοί βλέπουν σε αυτή την περίοδο τη γέννηση της σημερινής Αριστεράς. Ο Μάης ήταν η έκρηξη των αντιφάσεων του καπιταλισμού και του υπαρκτού σοσιαλισμού πενήντα χρόνια πριν. Σήμερα, έχουμε διαφορετικά καθήκοντα και με αυτά πρέπει να αναμετρηθούμε και να απαντήσουμε. Πηγαίνοντας πενήντα χρόνια πίσω, στο Μάη του 68, αλλά και εκατό χρόνια πίσω στον Οκτώβρη του 17, αντλώντας από το παρελθόν υλικό για το παρόν και το μέλλον.

Σήμερα βοά εκκωφαντικά η ανάγκη της συγκρότησης υποκειμένων που θα μπορούν να ανασκοπήσουν από την ιστορική ήττα του εικοστού αιώνα, να αναλάβουν πρωτοβουλίες, να ανασυγκροτήσουν δυνάμεις, να αναστηλώσουν τα μνημεία μας και τις αναφορές μας, αλλά κυρίως να οριοθετήσουν τα χαρακώματα και τις θέσεις μάχης που σήμερα έχουμε ανάγκη.

70 χρόνια από τη Νάκμπα

O κύριος στόχος της Νάκμπα (σ.μ. ο όρος σημαίνει Καταστροφή και αναφέρεται στην εκδίωξη των Παλαιστινίων από τη γη τους το 1948 για να εγκατασταθούν Εβραίοι έποικοι και να ιδρυθεί το κράτος του Ισραήλ), ήταν για το Ισραήλ να εξαφανίσει τους Παλαιστίνιους. Η μαζική απέλαση είχε σκοπό να οδηγήσει στην αραίωση του ντόπιου πληθυσμού.  Τα δικαιώματα και τα εδάφη θα ξεχνιούνταν και οι Παλαιστίνιοι θα αντιμετωπίσουν τις απώλειές τους. Οι εκδιωχθέντες θα χαθούν στις γύρω περιοχές των φτωχών αραβικών κρατών και θα ξεχάσουν την κατακτημένη και καταστραμμένη πατρίδα τους. Η βία θα τους έσπρωχνε στην υποταγή και στη λήθη.

Μετά από εβδομήντα χρόνια, η Νάκμπα απέτυχε. Το Ισραήλ δεν μπόρεσε να εξαφανίσει τους Παλαιστινίους. Υπάρχουν πλέον περισσότεροι Παλαιστίνιοι στην Παλαιστίνη από ποτέ, και οι Παλαιστίνιοι υπερασπίζονται ισχυρά τα δικαιώματά τους στη γη και την παραμονή στην πατρίδα τους. Οι μαζικές διαμαρτυρίες της Γάζας δείχνουν πως οι Παλαιστίνιοι εξακολουθούν να βρίσκουν νέους τρόπους να αγωνίζονται για τον δίκαιο σκοπό τους. Συνεχίζεται μια μακρά ιστορία μαζικής λαϊκής εξέγερσης ξεκινώντας με την εξέγερση της Παλαιστίνης το 1936. Οι Παλαιστίνιοι συνεχίζουν να αντιστέκονται και δεν έχουν παραιτηθεί από την επιθυμία τους να ζήσουν με αξιοπρέπεια στην πατρίδα τους.Το Ισραήλ αρνείται να δει αυτή την πραγματικότητα. Αρνείται την Καταστροφή, αρνείται ότι τα εδάφη του 1967 είναι παράνομα κατεχόμενα (λέει ότι «αμφισβητούνται») και αρνείται να παραδεχτεί ότι ελέγχει όλες τις βασικές πτυχές της ύπαρξης των Παλαιστινίων. Κατηγορεί τα θύματα για τα πάντα. Οι Παλαιστίνιοι είναι υπεύθυνοι για τον δικό τους πόνο και το θάνατο επειδή (και ο κατάλογος είναι μακρύς): δεν δέχονται τη νέα πραγματικότητα για το πώς διαμορφώθηκαν τα εδάφη, δεν θέλουν ειρήνη, δεν αναγνωρίζουν το Ισραήλ, μένουν στο παρελθόν, χρησιμοποιούν ανθρώπινες ασπίδες, δεν αγαπούν τα παιδιά τους και τα διδάσκουν να μισούν, υποστηρίζουν τη Χαμάς και τον τρόμο, είναι αντισημίτες, ακολουθούν μια βίαιη θρησκεία όπως το Ισλάμ.

Αυτός ο αποικιακός ρατσισμός και ο εθνικός ναρκισσισμός εμπόδισαν το Ισραήλ να δεχτεί ότι οι Παλαιστίνιοι είναι ανθρώπινα όντα με βασικά (αν όχι ίσα) ανθρώπινα δικαιώματα. Μόνο οι Ισραηλινοί αξίζουν την ασφάλεια, την ανεξαρτησία και την κανονική ζωή. Οι υπάνθρωποι Παλαιστίνιοι μπορούν να ζήσουν με πολύ λιγότερα. Σε καμία περίπτωση στην ιστορία των εβδομήντα ετών του Ισραήλ (συμπεριλαμβανομένων των ετών κατά τη διάρκεια της συμφωνίας ειρήνης του Όσλο), το Ισραήλ δεν απέφυγε να προωθήσει αυτή τη βίαιη κοσμοθεωρία – πόσο μάλλον να την αμφισβητήσει. Μάλλον το ανάποδο.

Όπως όλες οι αποικίες των αποίκων, το Ισραήλ χτίζει πάνω στο φόβο. Ο δημόσιος χώρος δηλητηριάζεται με υστερία για τους εχθρούς που θέλουν να «σκοτώσουν τους Εβραίους»: αντισημίτες, Άραβες γεμάτοι μίσος, νέοι Χίτλερ και ιρανικές βόμβες. Μετά από τέτοιες αμείλικτες και καθημερινές επιθέσεις στα μήντια, είναι δύσκολο για τους περισσότερους Ισραηλινούς να κρατήσουν οποιαδήποτε απόσταση από το κράτος ή το στρατό τους. Έτσι, η πλειοψηφία κάνει ό, τι της λένε, και κατηγορεί τους Άραβες για τα πάντα. Ζητωκραυγάζουν και επικροτούν: Περισσότεροι ελεύθεροι σκοπευτές, περισσότερες βόμβες, περισσότερες σφαγές.

Πόσο μπορεί να διαρκέσει αυτή η κατάσταση; Εβδομήντα χρόνια μετά τη Νάκμπα και ακόμα περισσότερα χρόνια παλαιστινιακού αγώνα, είναι αδύνατο να είναι απαισιόδοξος.

Παρόλο που οι Παλαιστίνιοι είναι πιο κατακερματισμένοι από ποτέ, πιο εγκλωβισμένοι και κυριαρχούμενοι, πιο διαιρεμένοι μεταξύ τους, έχουν βαθιά πεποίθηση ότι ο σκοπός τους είναι δίκαιος και ο αγώνας τους είναι σωστός. Με κάθε Παλαιστίνιο σκοτωμένο, με κάθε ταπείνωση, μια αυξανόμενη αίσθηση σταθερότητας ενισχύεται. Αυτό δεν θα περάσει. Αυτό δεν θα ξεχαστεί. Το Ισραήλ θα πληρώσει το πολιτικό κόστος της σκληρής απάνθρωπης συμπεριφοράς του.

Όσο για το Ισραήλ, τίποτα, ποτέ δεν είναι αρκετό. Και δεν μπορεί ποτέ να εξαντλήσει τις δικαιολογίες, τις κούφιες εξηγήσεις ή τα ιδιαίτερα επιχειρήματα. Ακόμη και η επίσημη ισραηλινή αριστερά διέπεται από αυτή τη λογική: πάντα θα υπάρχει ένα μπλοκ οικισμών που πρέπει να κρατήσουν, πάντα θα υπάρχει ένα κομμάτι γης όπου οι ισχυρισμοί τους είναι βάσιμοι και σωστοί, πάντα θα υπάρχει μια αίσθηση ότι η άλλη πλευρά φταίει για την κατάστασή της. Η αυτό-θυματοποίηση του Ισραήλ είναι λευκή εντολή για την καταπίεση άλλων αιωνίως. Και οι άποικοι της είναι βουτηγμένοι μέχρι το μεδούλι στην ιδεολογία της εβραϊκής υπεροχής.

Αλλά βαθιά μέσα τους οι Ισραηλινοί γνωρίζουν ότι οι Παλαιστίνιοι δεν πρόκειται να πάνε πουθενά και αυτό πρέπει να το υπολογίσουν. Πόσο ακόμα μπορούν να ακυρώνουν έναν ολόκληρο λαό που αρνείται να εγκαταλείψει; Πόσο καιρό μπορεί να διατηρηθεί το πρότζεκτ εποικισμού που διεξάγει το Ισραήλ; Τίποτα δεν είναι για πάντα. Ούτε η «αιώνια εβραϊκή πρωτεύουσα». Αυτές είναι κενές λέξεις που αρνούνται τις πραγματικότητες του φυλετικού διαχωρισμού καθώς και την ασταθή όσο και παράνομη κατοχή.

Οι τάξεις των υποστηρικτών του Ισραήλ ανά τον κόσμο επίσης αραιώνουν και γίνονται πιο ακραίες. Ποιος πιστεύει τώρα το Ισραήλ και ποιος πιστεύει αυτό που κάνει; Ένας απατεώνας όπως ο Trump τον οποίο κανείς δεν εμπιστεύεται; Ένας αντισημιτικός πάστορας όπως ο Robert Jeffress που πιστεύει ότι το Ολοκαύτωμα ήταν μέρος του σχεδίου του Θεού να δημιουργήσει το Ισραήλ; Τι ιστορική προσβολή ήταν αυτή, σε 6 εκατομμύρια θύματα, για να σηματοδοτήσει τις εορταστικές εκδηλώσεις της ημέρας ανεξαρτησίας του Ισραήλ! Είναι ο Trump και ο Jeffress ό,τι καλύτερο μπορεί να συγκεντρώσει το Ισραήλ σήμερα; Με τόσο αξιολύπητους «αληθινούς φίλους», τι να τους κάνεις τους εχθρούς;

Εβδομήντα χρόνια μετά τη Νάκμπα, η ελπίδα βρίσκεται στην παλαιστινιακή λαϊκή αποφασιστικότητα. Η ελπίδα βρίσκεται σε μια νέα γενιά νέων Ευρωπαίων και Αμερικανών που πιστεύουν ότι ο αγώνας της Παλαιστίνης είναι ηθική και δίκαιη υπόθεση. Η ελπίδα έγκειται στο ότι το 80% των Αμερικανών Εβραίων τάσσεται εναντίον της μετακίνησης της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ. Η ελπίδα βρίσκεται σε ένα ευρύ παγκόσμιο συναίσθημα ότι το Ισραήλ είναι κράτος παρίας.

Η Νάκμπα θα τελειώσει. Μια μέρα θα νικήσουμε.

Πηγή: Jacobin

Μετάφραση: antapocrisis.gr 

Η σκοτεινή πλευρά της ισραηλινής ανεξαρτησίας: Εθνοκάθαρση και ναζιστικού τύπου Lebensraum [σαν να λέμε Γάζα, σήμερα]

Στις 14 Μαΐου 1948,  το Ισραήλ κήρυξε την ανεξαρτησία του. Κάθε 15 Μαΐου, οι Παλαιστίνιοι τιμούν επίσημα την ημέρα της  Nakba.  Nakbaσημαίνει καταστροφή και αυτό ακριβώς ήταν η ανεξαρτησία του Ισραήλ για πάνω από 700.000 Άραβες και τα 5 εκατομμύρια των απογόνων τους-προσφύγων που εκδιώχθηκαν από τη γη τους, εξορίστηκαν, συχνά με τρομερή βία, προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για το ισραηλινό κράτος.

Χώρα χωρίς λαό;Στα τέλη του 19ου αιώνα, εμφανίστηκε ο σιωνισμός ως ένα κίνημα για την αναδημιουργία μιας εβραϊκής πατρίδας στην Παλαιστίνη, που τότε ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρόλο που οι Εβραίοι διοικούσαν βασίλεια σ’ αυτή την περιοχή πριν από 2.000 χρόνια, ουδέποτε αριθμούσαν πάνω από το 10% του πληθυσμού, από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.  Μια βασική προϋπόθεση του σιωνισμού ήταν αυτό που αποκάλεσε ο θεωρητικός των πολιτισμών Έντουαρντ Σαΐντ «εξαιρεμένη  παρουσία» του γηγενούς πληθυσμού της Παλαιστίνης. Κεντρικός μύθος των πρώτων σιωνιστών ήταν πως η Παλαιστίνη ήταν μια «χώρα χωρίς λαό [προορισμένη] για έναν λαό χωρίς χώρα».

Στον πυρήνα του, ο σιωνισμός είναι αποικιστικό κίνημα  λευκών Ευρωπαίων σφετεριστών που παραγκωνίζουν  Άραβες τους οποίους συχνά βλέπουν ως κατώτερους ή καθυστερημένους. Ο Τέοντορ Χερτσλ, πατέρας του σύγχρονου πολιτικού σιωνισμού, φανταζόταν το εβραϊκό κράτος της Παλαιστίνης ως «προμαχώνα του πολιτισμού ενάντια στη βαρβαρότητα». Άλλοι πρώιμοι σιωνιστές είχαν προειδοποιήσει για τα αρνητικά αυτού του τρόπου σκέψης. Ο μεγάλος Εβραίος δοκιμιογράφος Αχάντ Χα’ αμ είχε γράψει:

Συνηθίζουμε να πιστεύουμε ότι οι Άραβες είναι άγριος λαός της ερήμου που, σαν τους γαϊδάρους, δεν βλέπουν ούτε καταλαβαίνουν τι συμβαίνει γύρω τους. Αυτό είναι μεγάλο λάθος. Οι Άραβες … βλέπουν και καταλαβαίνουν τι κάνουμε και τι θέλουμε να κάνουμε στη χώρα. Όταν έλθει η στιγμή που θα αναπτυχθούμε σε  σημείο που να πάρουμε τη γη τους … οι γηγενείς δεν θα παραμερίσουν τόσο εύκολα [στο Enclosure: Palestinian Landscapes in a Historical Mirror].

Η εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη αυξήθηκε σημαντικά λόγω των πογκρόμ και του συχνά λυσσασμένου αντισημιτισμού που εκδηλώθηκε στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Καθώς, προς τα τέλη του  Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ο έλεγχος της Παλαιστίνης πέρασε από την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Βρετανία, ο Άρθουρ Μπάλφουρ, τότε υπουργός Εξωτερικών, διακήρυξε «την ίδρυση μιας εθνικής πατρίδας για τον εβραϊκό λαό στην Παλαιστίνη». Οι Ισραηλινοί και οι υποστηρικτές τους συχνά παραθέτουν τη Διακήρυξη Μπάλφουρ όταν υπερασπίζονται τη νομιμοποίηση του Ισραήλ. Αυτό που ουδέποτε αναφέρουν είναι ότι η  Διακήρυξη λέει παρακάτω ότι «δεν θα γίνει  τίποτε που μπορεί να ζημιώσει τα πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα των υπαρχουσών μη εβραϊκών κοινοτήτων στην Παλαιστίνη».

Οι «υπάρχουσες μη εβραϊκές κοινότητες» αποτελούσαν τότε πάνω από το 85% του πληθυσμού. Καθώς η σιωνιστική μετανάστευση αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό στα χρόνια του μεσοπολέμου, η σύγκρουση ανάμεσα στους νεοφερμένους Εβραίους και στους Άραβες που ζούσαν στην Παλαιστίνη επί αιώνες ήταν αναπόφευκτη.

Το παλαιστινιακό πρόβλημα

Ορισμένοι Άραβες αντέδρασαν στη μαζική είσοδο των Εβραίων  με ταραχές και επιθέσεις εναντίον τους. Οι Εβραίοι απάντησαν σχηματίζοντας πολιτοφυλακές. Εκατοντάδες Εβραίοι και Άραβες δολοφονήθηκαν σε συγκρούσεις και σφαγές κατά τη δεκαετία του 1920 και καθώς άλλο ένα μεγάλο κύμα εβραϊκής μετανάστευσης κατέκλυσε την Παλαιστίνη με την άνοδο του Χίτλερ, η Βρετανία συγκρότησε την Επιτροπή Πιλ για να εξετάσει το «παλαιστινιακό πρόβλημα». Η επιτροπή πρότεινε μια «λύση δύο κρατών», ενός για τους Εβραίους και ενός για τους Άραβες, με την Ιερουσαλήμ υπό βρετανικό έλεγχο για να προστατεύονται οι ιεροί τόποι των Εβραίων, των χριστιανών και των μουσουλμάνων.

Καθώς όμως πολλαπλασιάζονταν οι αραβικές επιθέσεις και τα εβραϊκά αντίποινα,  η Βρετανία, εξοργισμένη,  εξέδωσε το 1939 τη Λευκή Βίβλο ΜακΝτόναλντ, η οποία περιόριζε την εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη. Η Βίβλος δήλωνε με έμφαση ότι η «διακήρυξη Μπάλφουρ … δεν αποσκοπούσε να μετατρέψει την Παλαιστίνη σε εβραϊκό κράτος ενάντια στη βούληση του αραβικού πληθυσμού της χώρας». Στο εξής, οι εβραϊκές πολιτοφυλακές που πλέον ήταν οι επιτιθέμενες δυνάμεις και συχνά πραγματοποιούσαν απρόκλητες επιθέσεις εναντίον των Αράβων, άρχισαν να στοχεύουν και τους Βρετανούς κατακτητές.

Οι δύο πιο διαβόητες εβραϊκές τρομοκρατικές ομάδες ήταν η Irgun και η  Lehi, υπό την καθοδήγηση αντίστοιχα των Μεναχέμ Μπέγκιν και Γιτζάκ Σαμίρ, που αμφότεροι έγιναν πρωθυπουργοί του Ισραήλ. Η Irgun, που ήταν πολύ πιο ενεργή, πραγματοποίησε δολοφονίες και επιθέσεις με στόχο την εκδίωξη των Βρετανών. Στις 22 Ιουλίου 1946, η Irgun έβαλε βόμβα στο ξενοδοχείο «Βασιλιάς Δαβίδ» της Ιερουσαλήμ, σκοτώνοντας 91 ανθρώπους, μεταξύ των οποίων 17 Εβραίους – η επίθεση αυτή γιορτάζεται ακόμη στο Ισραήλ. Έβαλε βόμβες και άνοιξε πυρ σε αγορές με μεγάλο πλήθος, σε τρένα, σε κινηματογράφους και στα αστυνομικά και στρατιωτικά φυλάκια των Βρετανών, σκοτώνοντας εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Η Lehi, παράλληλα, δολοφόνησε, το 1944, τον Βρετανό υπουργό Αποικιών στο Κάιρο, ενώ σχεδίαζε να δολοφονήσει και τον Ου. Τσόρτσιλ.

«Δεν υπάρχει χώρος και για τους δύο»

Η Βρετανία, η οποία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμετώπιζε ισχυρούς οικονομικούς περιορισμούς ενώ η φήμη της δεχόταν πλήγματα, αποσύρθηκε από την Παλαιστίνη το 1947. Το «παλαιστινιακό πρόβλημα» παραδόθηκε στα νεοσύστατα Ηνωμένα Έθνη τα οποία, υπό την πίεση των ΗΠΑ, ψήφισαν το διαμελισμό της χώρας. Στους Άραβες δεν δόθηκε η δυνατότητα να πουν τη γνώμη τους. Οι Εβραίοι, με ένα τρίτο του πληθυσμού, πήραν το 55% του εδάφους. Οι Άραβες οργίστηκαν. Οι Εβραίοι πανηγύρισαν.

Ωστόσο, υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα με το σχέδιο διαμελισμού που επεξεργάστηκε ο ΟΗΕ. Εάν το κράτος του Ισραήλ επρόκειτο να είναι ταυτόχρονα εβραϊκό και δημοκρατικό, εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι θα έπρεπε να φύγουν. Για πάντα. Χρόνια νωρίτερα, ο Γιόζεφ Βάιτς, διευθυντής του Εβραϊκού Ταμείου Εθνικών Γαιών, είχε πει:

Μεταξύ μας πρέπει να είναι σαφές ότι δεν υπάρχει χώρος για δύο λαούς σ’ αυτή τη χώρα … και δεν υπάρχει άλλος τρόπος εκτός της μεταφοράς των Αράβων από εδώ στις γειτονικές χώρες … Δεν πρέπει να αφήσουμε ούτε ένα χωριό, ούτε μια φυλή. [Dying to Forget: Oil, Power, Palestine, and the Foundations of U.S. Policy in the Middle East].

«Κάτι σαν πογκρόμ»

Έτσι, ο Δαβίδ Μπεν-Γκουριόν, που έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ, και ο εσώτερος κύκλος της ισραηλινής ηγεσίας επεξεργάστηκαν το PlanD [Plan Dalet, το τέταρτο γράμμα της εβραϊκής αλφαβήτου], με «βασικό σκοπό την επιχείρηση καταστροφής των αραβικών χωριών», σύμφωνα με επίσημες διαταγές. Ορισμένες φορές η απλή απειλή βίας αρκούσε για να αναγκάσουν τους Άραβες να φύγουν από τα σπίτια τους. Άλλες φορές για να τους διώξουν έκαναν εκτεταμένες σφαγές. Στην πιο διαβόητη από τις 24 που ο Ισραηλινός ιστορικός Μπένι Μόρις αναγνώρισε ως σφαγές της Nakba, πάνω από 100 Άραβες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, δολοφονήθηκαν από εβραϊκές πολιτοφυλακές στο Ντέιρ Γιασίν, στις 9 Απριλίου 1948. Ένας εντεκάχρονος επιζών θυμόταν αργότερα:

«Έσπασαν την πόρτα, όρμησαν μέσα και άρχισαν να ψάχνουν … Πυροβόλησαν το γαμπρό και όταν μία από τις κόρες του ούρλιαξε, την πυροβόλησαν κι αυτή. Μετά φώναξαν τον αδελφό μου και τον πυροβόλησαν μπροστά μας  και όταν η μάνα μου ούρλιαξε κι έπεσε πάνω στον αδελφό μου, κρατώντας τη μικρή μου αδελφή που ακόμη βύζαινε, πυροβόλησαν και τη μάνα μου και τη σκότωσαν».

«Μου φάνηκε σαν πογκρόμ», ομολόγησε ο Μορντεκάι Γκιχόν, ένας αξιωματούχος των μυστικών υπηρεσιών της παραστρατιωτικής οργάνωσης Haganah, που σύντομα θα γινόταν ο πυρήνας των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων. «Φαινόταν όπως τότε που  οι Κοζάκοι ορμούσαν μέσα στις εβραϊκές γειτονιές». Εκτεταμένες λεηλασίες και κτηνώδεις, συχνά θανάσιμοι βιασμοί θύμιζαν επίσης τα αντισημιτικά πογκρόμ, μόνο που τώρα, αντί για θύματα,  επιτιθέμενοι ήταν οι Εβραίοι.

Τα νέα από το Ντέιρ Γιασίν εξαπλώθηκαν σαν  πυρκαγιά σε ξερόκλαδα  σ’ όλη την Παλαιστίνη, και πολλοί Άραβες έφυγαν για να σώσουν τη ζωή τους.  Αυτό ακριβώς ήθελαν οι Εβραίοι στρατιωτικοί διοικητές, οι οποίοι έβαζαν στα μεγάφωνα τις «εγγραφές του τρόμου», όπως έλεγαν, ουρλιαχτά δηλαδή παιδιών και γυναικών, όταν πλησίαζαν στα αραβικά χωριά.  Συνήθως, οι εβραϊκές πολιτοφυλακές όταν έκαναν επιθέσεις έδιναν την ευκαιρία στα θύματά τους να δραπετεύσουν, οι διοικητές προτιμούσαν να τρομοκρατούν τους Άραβες και να τους ωθούν στο φευγιό, παρά τις υπερβολικές σφαγές.

«Όπως οι Ναζί»

Η εθνοκάθαρση που πραγματοποίησαν οι Εβραίοι  στην Παλαιστίνη εις βάρος του αραβικού πληθυσμού εντάθηκε στο έπακρο όταν εισέβαλαν αραβικοί στρατοί από την Αίγυπτο, την Ιορδανία, τη Συρία και το Ιράκ, με σκοπό να διαλύσουν το νεογέννητο ισραηλινό κράτος. Στις 11 Ιουλίου 1948, ο Μοσέ Νταγιάν, μελλοντικός υπουργός Εξωτερικών και Άμυνας, επέδραμε στη Λίντα και σφαγίασε, με αυτόματα όπλα, χειροβομβίδες και κανόνι, πάνω από 250 άνδρες, γυναίκες και παιδιά — δεν εξαίρεσε ούτε τους υπερήλικες. Αυτό που ακολούθησε, με βάση τις εντολές του μελλοντικού πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν, ήταν η επονομαζόμενη Πορεία Θανάτου της Λίντα: 50-70.000 Άραβες εκδιώχθηκαν από την πόλη τους. Ο Ισραηλινός ρεπόρτερ Άρι Σάβιτ έγραψε:

Τα παιδιά κραύγαζαν, οι γυναίκες ούρλιαζαν, οι άνδρες οδύρονταν. Δεν υπήρχε νερό. Κάθε τόσο, μια οικογένεια … σταματούσε στην άκρη του δρόμου για να θάψει ένα μωρό που δεν είχε αντέξει τη ζέστη, για να αποχαιρετίσει μια γιαγιά που είχε καταρρεύσει από την κούραση. Μετά από λίγο, τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Μια μητέρα εγκατέλειψε κάτω από ένα δέντρο το μωρό της που έκλαιγε δυνατά, μια άλλη εγκατέλειψε το μόλις μιας εβδομάδας αγοράκι της [«Lydda 1948. A city, a massacre and the Middle East Today”, New Yorker, 2013.]

Η διεθνής κοινότητα έφριξε και εξοργίστηκε με τις κτηνωδίες που διέπραξαν οι Εβραίοι στα 1948-49. Στις ΗΠΑ, μια ομάδα εξεχόντων Εβραίων, συμπεριλαμβανομένου του Άλμπερτ Αϊνστάιν, επέκρινε με δριμύτητα τους «τρομοκράτες» που επιτέθηκαν στο Ντέιρ Γιασίν. [Μια επιστολή προς τους New York Times που υπογράφουν ο Α. Αϊνστάιν, η Χ. Άρεντ, ο Σ. Χουκ και αξίζει να διαβαστεί, ιδίως σήμερα: https://archive.org/details/AlbertEinsteinLetterToTheNewYorkTimes.December41948, σ.τ.μ.].

Άλλοι συνέκριναν τις εβραϊκές πολιτοφυλακές με τους Γερμανούς, μεταξύ αυτών ήταν και ο Άαρον Κίσλινγκ, πρώτος υπουργός Γεωργίας του Ισραήλ, που μοιρολογούσε γιατί «τώρα οι Εβραίοι συμπεριφέρονται όπως οι Ναζί, όλη μου η ύπαρξη συγκλονίζεται».

Πράγματι, οι Εβραίοι συμπεριφέρονταν περίπου όπως οι Ναζί όταν εκδίωκαν ή αφάνιζαν Άραβες για να δημιουργήσουν τον δικό τους «lebensraum» (ζωτικό χώρο) στην Παλαιστίνη.  Όταν όλα τέλειωσαν, πάνω από 400 αραβικά χωριά είχαν καταστραφεί ή εγκαταλειφθεί και οι κάτοικοί  τους –κάποιοι από τους οποίους ακόμη κρατούν τα κλειδιά των κλεμμένων σπιτιών τους— δεν επέστρεψαν ποτέ. Ο Μοσέ Νταγιάν, ένας από τους δοξασμένους ήρωες του Ισραήλ, σε μια ομιλία του το 1969 ομολόγησε, χωρίς να την ονοματίσει,  ότι το Ισραήλ πραγματοποίησε εθνοκάθαρση:

«Ήλθαμε σ’ αυτή τη χώρα, που ήδη κατοικούνταν από Άραβες, και ιδρύσαμε ένα εβραϊκό κράτος. Στη θέση των αραβικών χτίστηκαν εβραϊκά χωριά. Ακόμη δεν γνωρίζετε τα ονόματα εκείνων των αραβικών χωριών και δεν σας κατηγορώ, επειδή δεν υπάρχουν πλέον εκείνα τα βιβλία γεωγραφίας. Όχι μόνο  τα βιβλία εκείνα δεν υπάρχουν, μα ούτε και τα αραβικά χωριά βρίσκονται εκεί που ήταν. Δεν υπάρχει μέρος  σ’ αυτή τη χώρα που να μη ζούσε σ’ αυτό αραβικός πληθυσμός».

Πόλεμος ενάντια στην αλήθεια και τη μνήμη

Σήμερα, είναι οδυνηρό που λείπει αυτού του είδους η ειλικρίνεια τόσο ανάμεσα στους Εβραίους του Ισραήλ όσο και στους ομοθρήσκους και στους υποστηρικτές τους στις ΗΠΑ. Εκτός από τις προσπάθειες να φιμώσουν ακόμη και να θέσουν εκτός νόμου τα ειρηνικά κινήματα διαμαρτυρίας όπως το  κίνημα Μποϊκοτάζ, Απόσυρση Επενδύσεων και Κυρώσεις (BDS) στο κράτος του Ισραήλ, οι σιωνιστές και οι απολογητές σύμμαχοί τους –ορισμένοι με τη δική τους ανταγωνιστική ατζέντα [η αναφορά είναι για τους ευαγγελιστές οπαδούς του Τραμπ]—επιδιώκουν επιθετικά να σβήσουν από τη μνήμη τη Nakba. Αυτό επιτυγχάνεται με την άρνηση των εγκλημάτων που έχουν διαπράξει οι Ισραηλινοί και με τον στιγματισμό ως αντισημιτιστών όσων επιμένουν να τα θυμίζουν.

Η πιο σκαιά μεταχείριση επιφυλάσσεται στους Εβραίους που τολμούν να ρίχνουν φως στις βαναυσότητες του Ισραήλ. Ο Τέντι Κατζ, απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Χάιφα και ένθερμος σιωνιστής που αποκάλυψε τη μαζική σφαγή 230 Αράβων αιχμαλώτων, στην Ταντούρα, στις 22 Μαΐου  1948*, μηνύθηκε, εξευτελίστηκε δημοσίως και του αφαιρέθηκε το πτυχίο του για «προσβολή», επειδή απλώς είπε την άσχημη και άβολη αλήθεια. Η ισραηλινή κυβέρνηση έφτασε στο σημείο να στερήσει το «εκ γενετής  δικαίωμα επιστροφής» στο Ισραήλ σε όσους Εβραίους είναι επικριτικοί, ένα δικαίωμα που παραχωρείται σε κάθε άλλο Εβραίο στον κόσμο.

Ούτε επιστροφή, ούτε υποχώρηση

Καθώς οι Παλαιστίνιοι που υπέστησαν τη Nakba (Καταστροφή) εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες συχνά σε άθλια στρατόπεδα γειτονικών χωρών, τα Ηνωμένα Έθνη ενέκριναν το Ψήφισμα 194 (1948), το οποίο εγγυάται ότι κάθε Παλαιστίνιος πρόσφυγας θα μπορούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του και να λάβει αποζημίωση για τις καταστροφές. Ουδείς επέστρεψε. Το Ισραήλ αγνοεί και αυτό και πλήθος άλλων ψηφισμάτων του ΟΗΕ που εκδόθηκαν τις επόμενες δεκαετίες, και την ατιμωρησία του την εξασφαλίζει η τεράστια και αταλάντευτη υποστήριξη των ΗΠΑ.

Έχοντας αυτό το ελεύθερο και αυτή την ενθάρρυνση, το Ισραήλ υπάρχει 70 χρόνια ως κράτος και έχει συμπληρώσει μισό αιώνα παράνομης κατοχής στη Δυτική Όχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τα υψώματα του Γκολάν. Σήμερα, οι  παράνομοι οικισμοί /αποικίες των Εβραίων αποτελούν την αιχμή του δόρατος μιας εθνοκάθαρσης Αράβων στην Παλαιστίνη σε αργή κίνηση. Οι οικισμοί και οι δρόμοι που ανήκουν μόνο σε Εβραίους, το τείχος διαχωρισμού και τα πανταχού παρόντα στρατιωτικά φυλάκια ελέγχου είναι, σύμφωνα με τον Τζίμι Κάρτερ, τοn Ντέσμοντ Τούτου και άλλους, τα θεμέλια ενός κράτους απαρτχάιντ. Οι τακτικές εισβολές στη Γάζα, όπου στους  100 νεκρούς Παλαιστίνιους ισοδυναμεί 1 Ισραηλινός, η σφαγή ολόκληρων οικογενειών και η διαρκής οικονομική ασφυξία, καταδικάζονται παγκοσμίως  ως εγκλήματα πολέμου.

Και μέσα σ’ όλα αυτά, ο παλαιστινιακός λαός αντέχει, παρά τις τρομερές αντιξοότητες. Οι πιο έντιμοι από τις παλιότερες γενιές των σιωνιστών το είχαν προβλέψει. Όπως ο Αχάντ Χα’αμ το 1891 που προειδοποίησε ότι οι «γηγενείς δεν θα παραμερίσουν τόσο εύκολα» ή ο Μπεν Γκουριόν αργότερα που αναγνώρισε ότι «ένας λαός που πολεμάει ενάντια στους σφετεριστές της γης του δεν θα κουραστεί τόσο εύκολα».  Εβδομήντα χρόνια αργότερα, ούτε οι Παλαιστίνιοι ούτε οι Εβραίοι έχουν κουραστεί και ο κόσμος δεν είναι πιο κοντά στη λύση του «παλαιστινιακού προβλήματος». Ταυτόχρονα, Εβραίοι, Άραβες και ο κόσμος όλος προετοιμάζεται για την επόμενη αναπόφευκτη έκρηξη.

Αυτή είναι η θανάσιμη κληρονομιά της αποικιοκρατίας.

Πηγή: CounterPunch, Αναδημοσίευση από το Σχέδιο Β

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

 


* “Όλοι οι άνδρες της Ταντούρα μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο του χωριού, τους έβαλαν σε γραμμές και τους διέταξαν να αρχίσουν να σκάβουν, και οι άνδρες της κάθε γραμμής που τελείωναν το σκάψιμο πυροβολούνταν και έπεφταν μέσα στους λάκκους. Πράγμα που θυμίζει σε ορισμένους από εσάς αυτό που έκαναν οι Γερμανοί… μόλις τρία χρόνια μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο”—Teddy Katz, διάλεξη, Ν. Υόρκη 14/4/2005.(Σ.τ.μ.)

Η ιμπεριαλιστική στρατηγική της κατάκτησης: συνθήκες ειρήνης και αφοπλισμού

Εισαγωγή

Τα τελευταία χρόνια η αμερικανική ιμπεριαλιστική στρατηγική επιδίωξε να μειώσει το κόστος της ήττας και της υπονόμευσης ανεξάρτητων χωρών.

Τα μέσα και η μέθοδος είναι πολύ ορατά:–Καμπάνιες διεθνούς προπαγάνδας που δαιμονοποιούν τον υποδεικνυόμενο εχθρό. [Σ’ αυτές συμμετέχουν, και σ’ ένα βαθμό τις νομιμοποιούν, διάφορες υποτιθέμενα αριστερές ομάδες ή ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σ.τ.μ.]

–Στράτευση και συνεργασία Ευρωπαίων και περιφερειακών συμμάχων (Αγγλίας, Γαλλίας, Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ).

–Στρατολόγηση, εκπαίδευση και εξοπλισμός ντόπιων και ξένων μισθοφόρων που βαφτίζονται «αντάρτες» ή «δημοκράτες».

–Οικονομικές κυρώσεις ώστε να προκληθούν κοινωνικές εντάσεις μέσα στη χώρα-στόχο και πολιτική αστάθεια.

–Προτάσεις για τη διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας. Διαπραγματεύσεις χωρίς αμοιβαίες παραχωρήσεις, οι οποίες περιέχουν αλλαγές στα στρατηγικά όπλα με αντάλλαγμα υποσχέσεις για τον τερματισμό των κυρώσεων, για διπλωματική αναγνώριση και ειρηνική συνύπαρξη.

Ο στρατηγικός στόχος των ιμπεριαλιστών είναι ο αφοπλισμός προκειμένου να διευκολυνθεί η στρατιωτική και πολιτική παρέμβαση η οποία οδηγεί στην ήττα, στην κατοχή και στην αλλαγή καθεστώτος. Η επιβολή «πελατειακού καθεστώτος» που διευκολύνει τη λεηλασία των οικονομικών πόρων και εγγυάται την παραμονή των στρατιωτικών βάσεων όπως και τη διεθνή ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ και την παροχή ορμητηρίου για περαιτέρω κατακτήσεις εναντίον γειτονικών χωρών και ανεξάρτητων ηγετών που οι ΗΠΑ τους θεωρούν αντιπάλους τους.

Αυτό το πρότυπο παρατηρείται σε διάφορες περιοχές του κόσμου όπου εμφανίζονται χαρακτηριστικά παραδείγματα της αμερικανικής τακτικής και στρατηγικής για την οικοδόμηση αυτοκρατορίας, ιδίως στη Βόρεια Αφρική (Λιβύη), στη Μέση Ανατολή (Ιράκ, Παλαιστίνη, Συρία και Ιράν), στην Ασία (Βόρεια Κορέα) και στη Λατινική Αμερική (FARC στην Κολομβία).

Περίπτωση 1: Λιβύη

Ύστερα από αρκετές δεκαετίες αποτυχημένων προσπαθειών να ανατραπεί η δημοφιλής κυβέρνηση του Μ. Καντάφι μέσω τοπικών φυλετικών και μοναρχικών ένοπλων ομάδων και μέσω διεθνών οικονομικών κυρώσεων, οι ΗΠΑ πρότειναν μια πολιτική διαπραγματεύσεων και συμβιβασμού.

Άρχισαν διαπραγματεύσεις για να τερματιστούν οι κυρώσεις, πρόσφεραν διπλωματική αναγνώριση και εισδοχή στη «διεθνή κοινότητα», με αντάλλαγμα την εγκατάλειψη από τη Λιβύη των στρατηγικών όπλων συμπεριλαμβανομένων των μακράς εμβέλειας βαλλιστικών πυραύλων και άλλων αποτελεσματικών αποτρεπτικών μέσων. Οι ΗΠΑ, όλως, δεν μείωσαν τις στρατιωτικές βάσεις τους– τη στρατιωτική ετοιμότητά τους– που στόχευαν την Τρίπολη.

Το 2003, ο Καντάφι υπέγραψε μια συμφωνία με τον Μπους τον νεότερο. Υπογράφηκαν επίσης σημαντικές αμερικανο-λιβυκές συμφωνίες για το πετρέλαιο και διπλωματικές συμφωνίες. Η σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Μπους Κοντολίζα Ράις επισκέφθηκε τον πρόεδρο Καντάφι, ως μια συμβολική ενέργεια ειρήνης και φιλίας — την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ διοχέτευαν στρατιωτική βοήθεια σε ένοπλες ομάδες μέσα στη χώρα.

Τον Φεβρουάριο του 2011, οι ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Ομπάμα και την υπουργό Εξωτερικών Χ. Κλίντον μαζί με τους συμμάχους τους της ΕΕ (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο …) βομβάρδισαν τη Λιβύη – τις υποδομές της, τα λιμάνια, τα κέντρα μεταφορών, τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, τα νοσοκομεία και τα σχολεία της … Οι ΗΠΑ και η ΕΕ στήριξαν ένοπλες μισθοφορικές ομάδες που πήραν τον έλεγχο μεγάλων πόλεων και αιχμαλώτισαν, βασάνισαν και δολοφόνησαν τον Μ. Καντάφι. Πάνω από 2 εκατομμύρια μετανάστες εργάτες αναγκάστηκαν να φύγουν προς την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ή να επιστρέψουν στην Κεντρική Αφρική.

Περίπτωση 2: Ιράκ

Το Ιράκ υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν έπαιρνε όπλα και οικονομική βοήθεια από την Ουάσιγκτον για να επιτεθεί στο Ιράν. Αυτή η ντε φάκτο συμφωνία ώθησε τον Ιρακινό πρόεδρο να πιστέψει ότι η συνεργασία μεταξύ του εθνικιστικού Ιράκ και της ιμπεριαλιστικής Ουάσιγκτον εξέφραζε μια κοινή ατζέντα. Συνεπώς, η Βαγδάτη θεώρησε ότι θα είχε τη σιωπηρή αμερικανική υποστήριξη στην εδαφική της διαφορά με το Κουβέιτ. Όταν ο Σαντάμ εισέβαλε στο Κουβέιτ, οι ΗΠΑ βομβάρδισαν, κατέστρεψαν, κατέλαβαν και διαμέλισαν το Ιράκ. Υποστήριξαν την κατάληψη εδάφους από τους Κούρδους στο βορρά και επέβαλαν ζώνη απαγόρευσης πτήσεων. Στη συνέχεια, ο πρόεδρος Κλίντον βομβάρδισε επανειλημμένα το Ιράκ [επιβλήθηκαν επίσης εξαντλητικές οικονομικές κυρώσεις μέσω του ΟΗΕ], αλλά απέτυχε να απομακρύνει τον Σαντάμ.

Επί Μπους νεότερου, οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν πόλεμο μεγάλης κλίμακας, εισέβαλαν και έθεσαν υπό κατοχή το Ιράκ, δολοφονώντας αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες Ιρακινών και διαλύοντας όλη τη χώρα. Οι ΗΠΑ κατεδάφισαν συστηματικά το σύγχρονο κοσμικό κράτος και τους ζωτικούς θεσμούς του, υποδαυλίζοντας ταυτόχρονα τις πιο βάναυσες θρησκευτικές και εθνοτικές συγκρούσεις μεταξύ σιιτών και σουνιτών Ιρακινών.

Η απόπειρα του Ιράκ να συνεργαστεί με την Ουάσιγκτον τη δεκαετία του 1980 ενάντια στο Ιράν οδήγησε στην εισβολή, την καταστροφή της χώρας, τη δολοφονία χιλιάδων μη θρησκευτικών ηγετών, συμπεριλαμβανομένου του Σ. Χουσεΐν, καθώς και όλης της εκκοσμικευμένης και επιστημονικής διανόησης, και στη μετατροπή του Ιράκ σε ένα ξεδοντιασμένο υποτελές κράτος.

Περίπτωση 3: Συρία

Ο πρόεδρος της Συρίας Μπασάρ Άσαντ, σε αντίθεση με τον Καντάφι και τον Χουσεΐν, διατήρησε κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας απέναντι στα ανοίγματα της Ουάσιγκτον, παρόλο που αποδέχτηκε τις αμερικανικές επιδρομές στον Λίβανο και τη στήριξη της χριστιανικής μειονότητας και της φιλοδυτικής αντιπολίτευσης από τις ΗΠΑ.

Το 2011, οι ΗΠΑ παραβίασαν τον σιωπηρό συμβιβασμό τους και έδωσαν όπλα και χρήματα στους τοπικούς ισλαμιστές πελάτες τους για να τροφοδοτήσουν μια εξέγερση που πήρε τον έλεγχο μεγάλου μέρους της υπαίθρου χώρας και μεγάλων πόλεων, συμπεριλαμβανομένης της μισής Δαμασκού. Ο Άσαντ ζήτησε την υποστήριξη της Ρωσίας, του Ιράν και των μαχητών της λιβανέζικης Χεζμπολάχ. Τα επόμενα εφτά χρόνια, οι ένοπλες μισθοφορικές ομάδες που υποστηρίζουν οι ΗΠΑ και η ΕΕ ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, παρά την τεράστια στρατιωτική, οικονομική και επιμελητειακή υποστήριξη από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία.

Ενώ η Λιβύη και το Ιράκ απέτυχαν, η Συρία επέζησε και ανέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της, επειδή είχε την ετοιμότητα να εξασφαλίσει μια συμμαχία με στρατηγικούς συμμάχους πετυχαίνοντας να εξουδετερώσει τις ένοπλες μισθοφορικές ομάδες στο έδαφός της.

Περίπτωση 4: FARC (Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας)

Οι FARC σχηματίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ως στρατός χωρικών, κατά κύριο λόγο, που αυξήθηκε από 200 αρχικά σε σχεδόν 30.000 μαχητές με εκατομμύρια υποστηρικτές κυρίως στην ύπαιθρο. Στην πραγματικότητα, εκτός των μεγάλων πόλεων, στην Κολομβία είχε επικρατήσει ένα δυαδικό σύστημα εξουσίας.

Οι FARC έκαναν αρκετές προσπάθειες να διαπραγματευτούν μια συμφωνία ειρήνης με το κολομβιανό ολιγαρχικό καθεστώς. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μια προσωρινή συμφωνία οδήγησε τμήματα των FARC στην παράδοση των όπλων, τη συγκρότηση ενός κόμματος, της Πατριωτικής Ένωσης, και στη συμμετοχή στις εκλογές. Μετά από αρκετές εκλογικές επιτυχίες, η ολιγαρχία αιφνίδια παραβίασε τη συμφωνία, εξαπέλυσε μια εκστρατεία τρόμου και δολοφόνησε 5.000 ακτιβιστές του κόμματος και αρκετούς προεδρικούς και κοινοβουλευτικούς υποψήφιους, καθώς και εκλεγμένους αξιωματούχους. Έτσι, οι FARC επέστρεψαν στον ένοπλο αγώνα.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων διαπραγματεύσεων, στα 1980-81, το ολιγαρχικό καθεστώς σταμάτησε αιφνίδια τις συνομιλίες και πραγματοποίησε επιδρομές στο σημείο των συναντήσεων με σκοπό να δολοφονήσει τους αντιπροσώπους των FARC, οι οποίοι κατόρθωσαν να διαφύγουν. Παρά τις επανειλημμένες αποτυχίες, το 2016, οι FARC συμφώνησαν να διεξάγουν «διαπραγματεύσεις ειρήνης» με το καθεστώς του Χουάν Μάρκος Σάντος, ενός πρώην υπουργού Άμυνας που είχε ηγηθεί της εκστρατείας μαζικής εξόντωσης στις αγροτικές περιοχές και στις φτωχογειτονιές των πόλεων το 2001-2010. Όμως, είχαν ήδη πραγματοποιηθεί μεγάλες πολιτικές αλλαγές μέσα στις FARC. Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, είχαν δολοφονηθεί ή είχαν πεθάνει οι ιστορικοί ηγέτες και είχαν αντικατασταθεί από μια νέα φρουρά που δεν είχε ούτε την εμπειρία ούτε τη δέσμευση να εξασφαλίσει συμφωνίες οι οποίες θα προωθούσαν την ειρήνη με δικαιοσύνη, κρατώντας ταυτόχρονα τα όπλα στην περίπτωση που το αναξιόπιστο ολιγαρχικό καθεστώς, το οποίο είχε σαμποτάρει επανειλημμένα τις διαπραγματεύσεις, υπαναχωρούσε από τις «συμφωνίες ειρήνης».

Επιδιώκοντας τυφλά την ειρήνη, οι FARC συμφώνησαν να αποστρατεύσουν και να αφοπλίσουν τον επαναστατικό τους στρατό. Απέτυχαν να εξασφαλίζουν έλεγχο επί των κοινωνικο-οικονομικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένου του αναδασμού γης. Η ασφάλεια αφέθηκε στα χέρια των στρατιωτικών δυνάμεων του καθεστώτος που συνδέονται με τους μεγάλους γαιοκτήμονες, τις εφτά αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις και τα αποσπάσματα θανάτου των εμπόρων ναρκωτικών.

Η «συμφωνία ειρήνης» κατέστρεψε τις FARC. Όταν αφοπλίστηκαν, το καθεστώς υπαναχώρησε από τη συμφωνία: δεκάδες μαχητές των FARC δολοφονήθηκαν ή αναγκάστηκαν να φύγουν, οι ολιγάρχες διατήρησαν όλο τον έλεγχο στη γη εκτοπίζοντας τους αγρότες, αρπάζοντας φυσικούς πόρους, τη δημόσια χρηματοδότηση, και οι ελίτ έλεγξαν τις εκλογικές διαδικασίες. Οι ηγέτες των FARC και οι απλοί αγωνιστές φυλακίστηκαν και απειλήθηκαν με θανάτωση, ενώ τα ιδιωτικά και δημόσια ΜΜΕ επιδίδονται σε συνεχές μπαράζ εχθρικής προπαγάνδας εναντίον τους.

Η καταστροφική συμφωνία ειρήνης των FARC οδήγησε σε εσωτερικές διασπάσεις, διαιρέσεις και απομόνωση. Στα τέλη του 2017, οι FARC διαλύθηκαν: κάθε ομάδα ακολούθησε τον δικό της δρόμο. Ορισμένοι συνενώθηκαν και πάλι σε μικρές ανταρτικές ομάδες, άλλοι εγκατέλειψαν τον αγώνα και επιδίωξαν απασχόληση, νέες ευκαιρίες συνεργασίας με το καθεστώς ή έγιναν καλλιεργητές κόκας.

Η ολιγαρχία και οι ΗΠΑ εξασφάλισαν την παράδοση και την ήττα των FARC μέσω διαπραγματεύσεων που ουδέποτε εκπληρώθηκαν κατά τη διάρκεια τεσσάρων δεκαετιών στρατιωτικής σύγκρουσης.

Περίπτωση 5: Ιράν: η Πυρηνική Συμφωνία

Το 2015, το Ιράν υπέγραψε μια συμφωνία με εφτά συνυπογράφοντες: τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Κίνα, τη Ρωσία και την ΕΕ. Η συμφωνία προέβλεπε ότι το Ιράν θα περιόριζε την παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου το οποίο έχει διπλή χρήση –πολιτική και στρατιωτική— και θα την μετέφερε εκτός χώρας. Επέτρεψε την επιθεώρηση των πυρηνικών εγκαταστάσεών του από δυτικές υπηρεσίες – οι οποίες βρήκαν ότι η Τεχεράνη τηρεί πλήρως τις προβλέψεις της συμφωνίας.

Ως αντάλλαγμα, οι ΗΠΑ και οι συνεργάτες τους συμφώνησαν να τερματίσουν τις οικονομικές κυρώσεις, να ξεπαγώσουν τα ιρανικά περιουσιακά στοιχεία και να τερματίσουν τους εμπορικούς, τραπεζικούς και επενδυτικούς περιορισμούς.

Οι Ιρανοί τήρησαν πλήρως τα συμφωνηθέντα. Τα εργαστήρια εμπλουτισμένου ουρανίου σταμάτησαν να παράγουν και μετέφεραν εκτός χώρας το υπόλοιπο στοκ. Οι διεθνείς επιθεωρητές απέκτησαν πλήρη πρόσβαση στις ιρανικές εγκαταστάσεις.

Αντιθέτως, η κυβέρνηση του Ομπάμα δεν τήρησε τη συμφωνία. Ορισμένες κυρώσεις καταργήθηκαν, άλλες όμως ενισχύθηκαν, περιορίζοντας απόλυτα την πρόσβαση του Ιράν στις χρηματοπιστωτικές αγορές – μια σαφής παραβίαση της συμφωνίας.

Με την εκλογή του Ντ. Τραμπ, οι ΗΠΑ απέρριψαν τη συμφωνία («η χειρότερη που έχει συναφθεί ποτέ») και σε συνέργεια με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπ. Νετανιάχου απαίτησαν την πλήρη επαναφορά των κυρώσεων, τη διάλυση όλων των αμυντικών συστημάτων του Ιράν και την υποταγή του στις υπαγορεύσεις των ΗΠΑ, Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας όσον αφορά τη Μέση Ανατολή.

Με άλλα λόγια, ο Τραμπ απέρριψε τη συμφωνία, σε αντίθεση με όλες τις μεγάλες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, ευνοώντας τις θέσεις του Ισραήλ για απομόνωση, αφοπλισμό και επίθεση στο Ιράν και για την εγκατάσταση ενός καθεστώτος ανδρεικέλων στην Τεχεράνη.

Ο Γάλλος πρόεδρος Εμ. Μακρόν επιχείρησε να «τροποποιήσει» (sic) τη συμφωνία, προκειμένου να συμπεριλάβει κάποιες απαιτήσεις του Τραμπ όσον αφορά τις νέες στρατιωτικές παραχωρήσεις εκ μέρους του Ιράν, στις οποίες περιλαμβάνονται (1) η εγκατάλειψη των συμμάχων του στην περιοχή (Συρία, Ιράκ, Υεμένη, Παλαιστίνη, Λίβανος-Χεζμπολάχ και ισλαμικά μαζικά κινήματα), (2) η διάλυση και ο τερματισμός του εξελιγμένου αμυντικού συστήματος διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων, (3) η αποδοχή της αμερικανικής (ισραηλινής) επιτήρησης και επιθεώρησης όλων των ιρανικών στρατιωτικών βάσεων και επιστημονικών κέντρων.

Η παρέμβαση του Μακρόν επιδίωκε να «σώσει» τη μορφή της «συμφωνίας» καταργώντας τα ουσιαστικά στοιχεία της. Ο Μακρόν συμμερίζεται τους σκοπούς του Τραμπ, αλλά επιδιώκει μια βήμα προς βήμα προσέγγιση, βασισμένη στην «τροποποίηση» της υπάρχουσας συμφωνίας. Ο Τραμπ επέλεξε την προσέγγιση του Ισραήλ, μια μετωπική αποκήρυξη συνολικά της συμφωνίας, συνοδεία ανοικτών απειλών στρατιωτικής επίθεσης, εάν το Ιράν απορρίψει τις παραχωρήσεις που απαιτούν οι ΗΠΑ και αρνηθεί να παραδοθεί στην Ουάσιγκτον.

Περίπτωση 6: Παλαιστίνη

Οι ΗΠΑ υποκρίθηκαν ότι μεσολάβησαν σε μια συμφωνία ειρήνης μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, που όριζε πως το Ισραήλ θα αναγνώριζε την Παλαιστίνη, θα τερμάτιζε την αποικιοποίησή της και θα επιδίωκε ειρηνικό διακανονισμό με αμοιβαία συμφωνία σε μια λύση δύο κρατών βάσει των προ του 1967 συνόρων και εδαφών και των ιστορικών δικαιωμάτων. Οι ΗΠΑ επί Κλίντον χαιρέτισαν τη συμφωνία και στη συνέχεια υποστήριξαν όλες τις παραβιάσεις της, τρέχουσες και μελλοντικές, από τους Ισραηλινούς. Πάνω από 600.000 έποικοι του Ισραήλ άρπαξαν γη και έδιωξαν δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους. Το Ισραήλ εισβάλλει συνέχεια στη Δυτική Όχθη και έχει δολοφονήσει και φυλακίσει δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους, έχει πάρει ολοκληρωτικά τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ. Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν, όπλισαν και χρηματοδότησαν βήμα προς βήμα την εθνοκάθαρση εις βάρος των Παλαιστίνιων που εφάρμοσε το Ισραήλ και την αλλαγή της σύνθεσης του πληθυσμού της Παλαιστίνης με την εγκατάσταση Εβραίων εποίκων.

Περίπτωση 7: Βόρεια Κορέα

Πρόσφατα, οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι τάσσονται υπέρ μιας κατόπιν διαπραγματεύσεων συμφωνίας την πρωτοβουλία για την οποία είχε ο Βορειοκορεάτης πρόεδρος Κιμ Γιονγκ-ουν. Η Πιονγιάνγκ προσφέρθηκε να τερματίσει τα πυρηνικά προγράμματα και τις πυρηνικές δοκιμές της και να διαπραγματευτεί μια συμφωνία διαρκούς ειρήνης που να περιλαμβάνει την αποπυρηνικοποίηση της χερσονήσου της Κορέας και τη διατήρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Νότια Κορέα.

Ο Τραμπ ακολούθησε μια τακτική «υποστήριξης» των διαπραγματεύσεων … ενώ, παράλληλα, ενέτεινε τις οικονομικές κυρώσεις και συνέχισε τις στρατιωτικές ασκήσεις στη Νότια Κορέα. Στην πορεία προς τις διαπραγματεύσεις οι ΗΠΑ δεν έκαναν αμοιβαίες παραχωρήσεις. Ο Τραμπ απειλεί να αποχωρήσει από τις διαπραγματεύσεις εάν η Β. Κορέα δεν υποταχθεί στην θέση της Ουάσιγκτον να αφοπλιστεί και να διαλύσει τα αμυντικά της συστήματα.

Με άλλα λόγια, ο Τραμπ απαιτεί από τη Β. Κορέα να ακολουθήσει την πολιτική εκείνη η οποία οδήγησε στην αμερικανική εισβολή, στρατιωτική κατάκτηση και καταστροφή του Ιράκ, της Λιβύης και των FARC.

Οι διαπραγματεύσεις της Ουάσιγκτον για μια συμφωνία ειρήνης με τη Β. Κορέα θα ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι με την πρόσφατα παραβιασθείσα από τις ΗΠΑ «πυρηνική συμφωνία» με το Ιράν – μονομερής αφοπλισμός της Τεχεράνης και στη συνέχεια υπαναχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία.

Για όσους οικοδομούν αυτοκρατορίες όπως οι ΗΠΑ, οι διαπραγματεύσεις αποτελούν μια τακτική αντιπερισπασμού για να αφοπλίσουν ανεξάρτητες χώρες, προκειμένου να τις εξασθενίσουν και στη συνέχεια να επιτεθούν, όπως δείχνουν όλα τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Συμπέρασμα

Στο κείμενό μας υπογραμμίσαμε πώς χρησιμοποιεί η Ουάσιγκτον τις «διαπραγματεύσεις» και τις «ειρηνευτικές διαδικασίες»: ως τακτικά όπλα για την οικοδόμηση της αυτοκρατορίας. Αφοπλίζοντας τους αντιπάλους, διευκολύνει τους στρατηγικούς σκοπούς, όπως η αλλαγή καθεστώτος.

Η επίγνωση ότι οι ιμπεριαλιστές είναι δόλιοι εχθροί δεν σημαίνει ότι οι χώρες πρέπει να απορρίπτουν τις ειρηνευτικές διαδικασίες και διαπραγματεύσεις – επειδή αυτό θα έδινε στην Ουάσιγκτον ένα προπαγανδιστικό όπλο. Αντ’ αυτού, οι αντίπαλοι του ιμπεριαλισμού θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τις παρακάτω κατευθύνσεις.

–Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να οδηγούν σε αμοιβαίες παραχωρήσεις – οι παραχωρήσεις δεν πρέπει να είναι μονόπλευρες, και κυρίως δεν πρέπει να μην είναι αμοιβαίες οι μειώσεις οπλικών προγραμμάτων.

–Οι διαπραγματεύσεις δεν πρέπει ποτέ να οδηγούν σε διάλυση των αμυντικών δυνάμεων, πράγμα που καθιστά πιο ευάλωτες τις χώρες και επιτρέπει αιφνίδιες επιθέσεις. Οι διαπραγματευτές πρέπει να διατηρούν την ικανότητά τους να επιβάλλουν υψηλό κόστος στις ιμπεριαλιστικές παραβιάσεις και ιδίως στις αιφνίδιες ανατροπές των στρατιωτικών και οικονομικών συμφωνιών. Οι ιμπεριαλιστές που παραβιάζουν τις συμφωνίες διστάζουν να επέμβουν όταν το ανθρώπινο και εθνικό τίμημα που θα πληρώσουν είναι υψηλό και πολιτικά αντιδημοφιλές.

–Όσοι εναντιώνονται στα ιμπεριαλιστικά σχέδια δεν πρέπει να είναι απομονωμένοι. Πρέπει να εξασφαλίζουν στρατιωτικές συμμαχίες. Η περίπτωση της Συρίας είναι σαφής. Ο Άσαντ έχτισε μια συμμαχία με τη Ρωσία, το Ιράν και τη Χεζμπολάχ που απέκρουσε αποτελεσματικά τους ένοπλους μισθοφόρους που στήριζαν οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, η ΕΕ, η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία.

Το Ιράν συμφώνησε να εξαλείψει την πυρηνική του ικανότητα, αλλά διατήρησε το πρόγραμμα των διηπειρωτικών αμυντικών του πυραύλων που του δίνει τη δυνατότητα αντιποίνων στην περίπτωση αιφνίδιων στρατιωτικών επιθέσεων από το Ισραήλ ή τις ΗΠΑ. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι το Ισραήλ θα επιμείνει να αναλάβουν οι ΗΠΑ το κόστος των πολέμων στη Μ. Ανατολή, προς δικό του όφελος.

Η Β. Κορέα έχει ήδη προχωρήσει σε μονομερείς, μη αμοιβαίες παραχωρήσεις έναντι των ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό έναντι της Ν. Κορέας. Εάν δεν μπορέσει να εξασφαλίσει συμμάχους (όπως η Κίνα και η Ρωσία) και εάν τερματίσει το πρόγραμμα των αποτρεπτικών πυρηνικών της όπλων θα υποστεί πίεση για ακόμη μεγαλύτερες παραχωρήσεις.

Η άρση των οικονομικών κυρώσεων μπορεί να εντάσσεται στις αμοιβαίες παραχωρήσεις, αλλά όχι με την υπονόμευση των στρατηγικών αμυντικών ικανοτήτων.

Οι βασικές αρχές είναι αμοιβαιότητα, στρατηγική άμυνα και τακτική οικονομική ευελιξία. Η κεντρική ιδέα είναι ότι δεν υπάρχουν μόνιμοι σύμμαχοι, μόνο μόνιμα συμφέροντα. Η πλανημένη εμπιστοσύνη στις αλαζονικές δυτικές ιμπεριαλιστικές «αξίες» και η μη ρεαλιστική αναγνώριση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων μπορεί να αποβούν μοιραίες για ανεξάρτητους ηγέτες και καταστροφικές για ένα λαό, όπως δείχνουν καθαρά οι περιπτώσεις του Ιράκ, της Λιβύης και της Παλαιστίνης, και κόντεψαν να γίνουν μοιραίες για τη Συρία. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό του Ιράν: οι ΗΠΑ υπέγραψαν μια συμφωνία το 2015 και την αποκήρυξαν το 2018.   Επιβάλλεται η Β. Κορέα να διδαχθεί από την ιρανική εμπειρία.

Το ιμπεριαλιστικό χρονοδιάγραμμα για την αποκήρυξη μιας συμφωνίας μπορεί να ποικίλλει. Η Λιβύη υπέγραψε συμφωνία αφοπλισμού με τις ΗΠΑ το 2003 και η Ουάσιγκτον τη βομβάρδισε το 2011.

Όπως και να έχει, ο κανόνας είναι ένας: δεν υπάρχει ιστορικό παράδειγμα ιμπεριαλιστικής δύναμης που να απαρνιέται τα συμφέροντά της για να τηρήσει μια συμφωνία. Τηρεί τις συμφωνίες μόνο όταν δεν έχει άλλη επιλογή.

Πηγή: Global Research

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Να μη συνηθίσουμε τη σιωνιστική βαρβαρότητα. Να μη σιωπήσουμε για τη σφαγή 43 Παλαιστινίων από το Ισραήλ.

Χρέος κάθε ανθρώπου που θέλει να λέγεται άνθρωπος είναι να πάρει θέση για το νέο έγκλημα του σιωνισμού. Σήμερα σφαγιάστηκαν 43 Παλαιστίνιοι διαδηλωτές στη Γάζα και πάνω από 2.000 τραυματίστηκαν από αληθινά πυρά και χημικά. Τη σκανδάλη στο νέο αυτό μαζικό έγκλημα πάτησε το κράτος του Ισραήλ, αλλά το όπλο οπλίστηκε από την απόφαση -πρόκληση των ΗΠΑ να αγνοήσουν δεκάδες ψηφίσματα του ΟΗΕ ενάντια στην παράνομη κατάληψη της Ανατολικής Ιερουσαλήμ από τον ισραηλινό στρατό το 1967 και να μεταφέρουν την πρεσβεία τους στην Ιερουσαλήμ. Η διεθνής νομιμότητα απαιτούσε από το Ισραήλ να αποσυρθεί από την κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ. Η διεθνής κοινότητα χειροκροτεί την κατοχή, τη νομιμοποιεί και δικαιολογεί τις νέες σφαγές του σιωνισμού.

Η σφαγή στη Γάζα ήταν η απάντηση του σιωνιστικού κράτους στη διαδήλωση 35.000 Παλαιστινίων ενάντια στη μεταφορά της πρωτεύουσας του Ισραήλ στα Ιεροσόλυμα. Η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ για μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ υλοποίησε μια επί χρόνια ειλημμένη απόφαση όλων των πτερύγων του αμερικανικού κατεστημένου και αποτέλεσε άμεση στήριξη στην επιχειρούμενη από το σιωνισμό διεθνή νομιμοποίηση της κατοχής της Ανατολικής Ιερουσαλήμ.

Οι Παλαιστίνιοι παρομοιάζουν τη συγκεκριμένη κίνηση με μια νέα Νάκμπα («Καταστροφή»). Η Νάκμπα, η Ολοκληρωτική Καταστροφή, η μαζική έξοδος των Παλαιστίνιων από τα σπίτια και τη γη τους εξαιτίας του επιθετικού Ισραηλινού εποικισμού, κλείνει αύριο ακριβώς 70 χρόνια. Στη θλιβερή επέτειο της Καταστροφής, το κράτος δολοφόνος του Ισραήλ αποφάσισε να θυμίσει σε όλο τον κόσμο τη φύση του.

Οι ΗΠΑ βάψαν και πάλι τα χέρια τους στο αίμα με αυτή τους την απόφαση. Η ΕΕ υποκριτικά από τη μια ψηφίζει υπέρ της διεθνούς νομιμότητας και από την άλλη στηρίζει και ενισχύει τον εξευτελισμό της από τις πράξεις του Ισραήλ. Και η πλέον αμερικανόδουλη και φιλοσιωνιστική κυβέρνηση που πέρασε ποτέ από την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, η κυβέρνηση του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ στέκεται στο πλευρό του κράτους δολοφόνου του Ισραήλ και στηρίζει με ένοχη σιωπή το νέο αιματοκύλισμα.

Όλοι αύριο 15/5 στις 19.30 στην πρεσβεία του Ισραήλ.

Θερμός πόλεμος: η ρωσομανία σε σημείο βρασμού

Έχουμε πόλεμο;

Ναι, από πολλές απόψεις.

Πρόκειται για έναν ανελέητο οικονομικό, διπλωματικό και ιδεολογικό πόλεμο με μια ιδέα  (μέχρι στιγμής) στρατιωτικού πολέμου και με μια πολύ δυνατή μυρωδιά περισσότερου, επικείμενου  στρατιωτικού πολέμου.

Εννοώ, βεβαίως, τον πόλεμο με τη Ρωσία, αν και η Ρωσία είναι ένας από τους πολλούς στόχους  αναδυόμενων αντιπάλων που οι ΗΠΑ θέλουν απελπισμένα να τιθασεύσουν πριν κάποιος απ’ αυτούς ή ένας συνδυασμός τους γίνει πολύ δυνατός για να ηττηθεί.  Οι στόχοι περιλαμβάνουν χώρες όπως η Κίνα και το Ιράν,  που είναι αναπτυσσόμενες δυνάμεις ικανές να αντισταθούν στην αμερικανική στρατιωτική επιθετικότητα εναντίον των εδαφών τους και σε περιφερειακό επίπεδο, και έχουν επιδείξει αρκετή τόλμη μη μένοντας μέσα στα προκαθορισμένα γεωπολιτικά κλουβιά τους.

Όμως η Ρωσία είναι η μόνη χώρα που παρενέβαλε τις στρατιωτικές της δυνάμεις στο αμερικανικό πρόγραμμα αλλαγής καθεστώτων – εμμέσως στην Ουκρανία, όπου δεν έφυγε από τη μέση, και ευθέως στη Συρία, όπου παρεμβλήθηκε ενεργά. Έτσι το εστιακό σημείο της επίθεσης είναι η Ρωσία, ο πρώτιστος στόχος  μιας παραδειγματικής τιμωρίας.

Όλα αυτά συνιστούν έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, ακόμη και πιο επικίνδυνο από τον παλιό;

Ο όρος αυτός θα ταίριαζε στην κατάσταση πριν από λίγους μήνες, αλλά η ταχύτητα, η μανία και ο συντονισμός της αντίδρασης της Δύσης/ΝΑΤΟ στην υποτιθέμενη δηλητηρίαση με νευροτοξικό παράγοντα του πρώην διπλού πράκτορα Σκρίπαλ και της κόρης του, στην Αγγλία, και η συγκρότηση πολεμικού υπουργικού συμβουλίου στην Ουάσιγκτον δείχνουν, κατά τη γνώμη μου, ότι η κατάσταση κινείται σε ένα άλλο επίπεδο επιθετικότητας.

Πέρα από τον Ψυχρό Πόλεμο. Ονομάστε τον Θερμό. Και η θερμοκρασία αυξάνεται.

Η ουσία του θέματος

[Στους δυτικούς σχεδιασμούς] εμπεριέχονται δύο βασικές εικασίες που, συνδυασμένες, καθιστούν την παρούσα κατάσταση πιο επικίνδυνη από ό,τι ένας Ψυχρός Πόλεμος.

Η μία είναι η εικασία της ενοχής –ή ακριβέστερα η εικασία ότι πάντα μπορεί να εκτοξεύονται κατηγορίες περί ρωσικής ενοχής και αυτό να εμπεδώνεται στη δυτική σκέψη.

Η κατασκευασμένη κατακραυγή για την υποτιθέμενη δηλητηρίαση των Σκρίπαλ το δείχνει πολύ χαρακτηριστικά.

Το άμεσο συμπέρασμα της Τερέζα Μέι ότι η ρωσική κυβέρνηση φέρει μετά βεβαιότητας την αποκλειστική ευθύνη για τη δηλητηρίαση των Σκρίπαλ είναι λογικά, επιστημονικά και ιατροδικαστικά αδύνατο.

Η ψευδής βεβαιότητα είναι το άκρον άωτον των ψευδών ειδήσεων. Απλώς, αυτό που ισχυρίζεται  η Μέι, ότι  «δεν υπάρχει άλλο συμπέρασμα εκτός του ότι είναι ένοχο το ρωσικό κράτος», δεν είναι αληθές. Το ψεύδος αυτής της δήλωσης  έχει επιβεβαιωθεί από πολλές πηγές – στις οποίες  συμπεριλαμβάνονται εκείνοι που ανέπτυξαν την αποκαλούμενη ουσία “Novichok”, μια σοβαρή ανάλυση πρώην επιθεωρητή των Ηνωμένων Εθνών στο Ιράκ που εργάστηκε στην καταστροφή των ρωσικών χημικών όπλων, κατεστημένες δυτικές επιστημονικές εκδόσεις όπως το New Scientist (“Other countries could have made “russian” nerve agent”) και η έμμεση, πραγματική, αλλά χωρίς να αναγνωρίζεται, αποκήρυξη αυτού του συμπεράσματος από την ίδια τη βρετανική κυβέρνηση. Όπως ανέφερε η βρετανική κυβέρνηση κατά λέξη,  βρήκε: «έναν νευροτοξικό παράγοντα ή σχετική ουσία», «ενός τύπου που ανέπτυξε η Ρωσία». Συνεπώς, είναι απόλυτο, θετικό, βέβαιο, αναμφίβολο ότι η ρωσική κυβέρνηση παρήγαγε το “Novichok”… ή κάτι άλλο.

Η Τερέζα Μέι λέει ψέματα, όποιος σιγοντάρει τον ισχυρισμό της ψευδούς βεβαιότητάς της λέει ψέματα, όλοι γνωρίζουν ότι λένε ψέματα και οι Ρώσοι γνωρίζουν ότι όλοι αυτοί γνωρίζουν πως λένε ψέματα.

Έχοντας υπόψη όλα αυτά, αναρωτιέται κανείς πώς  θα μπορούσε αντιμετωπιστεί  στα σοβαρά το τελεσίγραφο της Μέι το οποίο, αγνοώντας τις διαδικασίες της Σύμβασης για τα Χημικά Όπλα,  έδινε στη Ρωσία 24 ώρες για να «εξηγήσει» — δηλαδή να ομολογήσει και να ζητήσει συγχώρεση για το υποτιθέμενο έγκλημα.

Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι η Γαλλία, αρχικά, και μάλλον με οξύτητα, αρνήθηκε να θεωρήσει δεδομένη τη ρωσική ενοχή, και όπως δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπός της: «Δεν κάνουμε πολιτική με τη φαντασία. Αν υπάρξουν αποδείξεις, τότε θα έλθει η στιγμή των αποφάσεων». Αλλά, κροτάλισε το μαστίγιο –ασφαλώς όχι από το αδύναμο χέρι του Γουάιτχολ— απαιτώντας ενότητα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στην καταδίκη της Ρωσίας. Έτσι, σε μια εξαιρετική επίδειξη πειθαρχίας που μπορούσε να διαταχθεί και να ενορχηστρωθεί μόνο από το ιμπεριαλιστικό κέντρο, η Γαλλία συμπαρατάχθηκε  με τις ΗΠΑ και άλλες 20 χώρες στη μεγαλύτερη από ποτέ απέλαση Ρώσων διπλωματών.

Οι δυτικές κυβερνήσεις και τα υπάκουα σ’ αυτές  ΜΜΕ έδωσαν την εντολή  να εκληφθεί ως γεγονός η ρωσική ενοχή για την «πρώτη επιθετική χρήση νευροτοξικού παράγοντα» στην Ευρώπη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.  Όποιος τολμά –όπως ο Τζέρεμι Κόρμπιν ή ο [πρώην πρέσβης της Βρετανίας στο Ουζμπεκιστάν] Κρεγκ Μάρεϊ–  να διακόψει τη χορωδία του «Καταδίκη πρώτα! Ετυμηγορία μετά!» ζητώντας αποδείξεις, αντιμετωπίζεται με μια καταιγίδα δυσφήμησης.

Σ’ αυτό το σημείο, οι δυτικοί κατήγοροι δεν φαίνεται να νοιάζονται πόσο οφθαλμοφανώς αβάσιμη, αν όχι γελοία, είναι μια κατηγορία. Η εικασία της ρωσικής ενοχής, μαζί με τον εξευτελισμό όποιου την αμφισβητεί, έχει γίνει το αναμφισβήτητο κριτήριο της δυτικής/αμερικανικής πολιτικής και μιντιακής ατμόσφαιρας.

Ο παλιός ψυχροπολεμικός μακαρθισμός έχει γίνει η νέα φαντασιόπληκτη πολιτική του Θερμού Πολέμου.

Επίδειξη περιφρόνησης [και νταηλίκια]

Αυτή η κήρυξη διπλωματικού πολέμου σχετικά με το επεισόδιο των Σκρίπαλ είναι η κορύφωση μιας εξελισσόμενης τυμπανοκρουσίας ιδεολογικού πολέμου που δαιμονοποιεί τη Ρωσία και τον Πούτιν προσωπικά με τους πιο προβλέψιμους και εμπρηστικούς όρους.

Τα περασμένα δύο χρόνια, η Χίλαρι Κλίντον, ο Τζον Μακέιν, ο Μάρκο Ρούμπιο και ο Μπόρις Τζόνσον μας έχουν πει ότι ο Πούτιν είναι ο νέος Χίτλερ. Για τους Ρώσους, είναι μια άκρως θρασεία αναλογία. Στο κάτω κάτω, η σοβιετική Ρωσία ήταν αυτή που κυρίως αντιμετώπισε τον Χίτλερ, νίκησε τον ναζιστικό στρατό με κόστος το θάνατο 20 εκατομμυρίων πολιτών της, ενώ η βασιλική βρετανική οικογένεια δεν ήταν καθόλου απρόσβλητη από τη γοητεία του χιτλερικού φασισμού [https://www.theguardian.com/commentisfree/2015/jul/19/nazi-hitler-royal-family] και οι Βρετανοί ποδοσφαιριστές παρουσίασαν την εξής οδυνηρή εικόνα στο Βερολίνο το 1938.

Φαίνεται ότι αυτό που θέλουν να γίνει είναι «πόλεμος». Τους περασμένους 18-24 μήνες, μας κατέκλυσαν τα δυσοίωνα βίντεο των Μόργκαν Φρίμαν και Ρομπ Ράινερ «Δεχόμαστε επίθεση. Είμαστε σε πόλεμο», όπως και η δικομματική επιμονή (Χ. Κλίντον, Τζ. Μακέιν) ότι η υποτιθέμενη ρωσική παρέμβαση στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές θα πρέπει να θεωρηθεί «πολεμική ενέργεια» ισοδύναμη με τον ιαπωνικό βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ. Πράγματι, ο νέος σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ, ο παράφρων πολεμοκάπηλος  Τζον Μπόλτον, το αποκαλεί σαφώς  “casus belli,  μια αληθινή πολεμική ενέργεια”.

Ακόμη και ο στρατός μπαίνει στο χορό. Η κατηγορία περί του νευροτοξικού παράγοντα ακολουθήθηκε από δηλώσεις του στρατηγού Τζον Νίκολσον, διοικητή των αμερικανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, που κατηγόρησε τη Ρωσία ότι εξοπλίζει τους Ταλιμπάν!  Είναι αξιοσημείωτο το ότι αυτός ο ανώτερος Αμερικανός στρατιωτικός αναφέρεται στη Ρωσία ως «τον εχθρό»: «Είχαμε αναφορές των Ταλιμπάν, που εμφανίστηκαν στα μίντια, για οικονομική υποστήριξη που τους παρέχει ο εχθρός».

Πράγμα που είναι εντελώς περίεργο, επειδή οι Ταλιμπάν εμφανίστηκαν και ισχυροποιήθηκαν κατά  τον αμερικανο-τζιχαντιστικό πόλεμο εναντίον των σοβιετικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, ενώ οι Ταλιμπάν και η Ρωσία διατηρούν «διαρκή εχθρότητα» ανάμεσά τους όπως το τοποθετεί η Κέιτ Κλαρκ του Δικτύου Αναλυτών του Αφγανιστάν.  Επιπλέον, ο δεκαεξάχρονος πόλεμος των Αμερικανών εναντίον των Ταλιμπάν βασίστηκε στη Ρωσία, η οποία τους επέτρεψε να μεταφέρουν εφόδια μέσω του εδάφους της και είναι «η βασική πηγή καυσίμων για τις ανάγκες της συμμαχίας στο Αφγανιστάν».

Έτσι, ο στρατηγός έπρεπε να παραδεχθεί ότι η υποτιθέμενη ρωσική «αποσταθεροποιητική δραστηριότητα» ήταν κάτι καινούργιο: «Αυτή η δραστηριότητα κορυφώθηκε στην πράξη τους τελευταίους 18-24 μήνες … Όταν βλέπει κανείς τη χρονική στιγμή χονδρικά συσχετίζεται με το διάστημα που τα πράγματα στη Συρία άρχισαν να εκτραχύνονται. Είναι λοιπόν ενδιαφέρον να σημειώσουμε το συγχρονισμό του όλου θέματος».

Ασφαλώς και είναι.

Ο οικονομικός πόλεμος εναντίον της Ρωσίας διεξάγεται μέσω μιας σειράς κυρώσεων που φαίνεται αδύνατο να αναστραφούν, επειδή ο εκπεφρασμένος στόχος τους είναι να αποσπάσουν ομολογία, μετάνοια και αποκατάσταση για εγκλήματα που αποδίδονται στη Ρωσία  και η Ρωσία δεν έχει διαπράξει, ή δεν έχει αποδειχθεί ότι έχουν διαπραχθεί, ή είναι παντελώς πλαστά και δεν έχουν διαπραχθεί από κανέναν. Η λογική είναι: Σταματάμε να δεχόμαστε τους τραπεζικούς λογαριασμούς σας και τα προξενεία σας και θα σας αφήσουμε να παίξετε μαζί μας  εάν ομολογήσετε και μετανοήσετε για κάθε έγκλημα για το οποίο  σας κατηγορούμε. Ερωτήσεις δεν επιτρέπονται.

Αυτό βεβαίως δεν είναι σοβαρό πλαίσιο για διεθνείς σχέσεις αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ  κυρίαρχων κρατών. Είναι εντελώς παιδαριώδες. Στριμώχνει όλους, ακόμη και το μέρος που επιχειρεί να το επιβάλλει, σε μια  θέση απ’ την οποία δεν υπάρχει διαφυγή. Είναι δυνατόν ποτέ να εγκαταλείψει η Ρωσία την Κριμαία, να ομολογήσει ότι κατέρριψε το μαλαισιανό αεροπλάνο, ότι μας κορόιδεψε για να ψηφίσουμε τον Τραμπ, ότι δολοφόνησε τους Σκρίπαλ, ότι εξοπλίζει μυστικά τους Ταλιμπάν και άλλες φαντασιοπληξίες; Πρόκειται ποτέ να πουν οι ΗΠΑ «Δεν πειράζει!» [εφόσον έχουν εκτοξεύσει αυτές τις ψευδείς κατηγορίες]; Ποιο είναι το επόμενο βήμα; Έτσι διαμορφώνεται  το αδιέξοδο του νταή.

Ούτε είναι αυτή  μια προσέγγιση που επιδιώκει να διευκρινίσει οποιαδήποτε από τα «εγκλήματα»  για τα οποία κατηγορείται η Ρωσία. Όπως είπε η Βικτόρια Νούλαντ (το κλιντονικό ισοδύναμο του Τζον Μπόλτον) στο NPR,  πρέπει να «σταλεί μήνυμα» στη Ρωσία. Και όπως είπε ο Ρώσος πρέσβης στην Ουάσιγκτον Ανατόλι Αντόνοφ, με την πρόσφατη μαζική απέλαση διπλωματών οι ΗΠΑ «καταστρέφουν ό,τι ελάχιστο έχει απομείνει στις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις». Έλαβε το μήνυμα.

Όλα αυτά μοιάζουν με συντονισμένη καμπάνια που άρχισε ως αντίδραση  στην παρεμβολή της Ρωσίας στα αμερικανικά σχέδια για αλλαγή καθεστώτος στην Ουκρανία και ειδικά στη Συρία, η οποία εναρμονίστηκε –τους τελευταίους 18-24 μήνες— με πολλά και διάφορα μοτίβα δυσαρέσκειας, των ελίτ ή λαϊκά, για τις προεδρικές εκλογές του 2016 και έφτασε στο κρεσέντο τις τελευταίες εβδομάδες με την ομόφωνη και αχαλίνωτη  μετατροπή της Ρωσίας «στον Εχθρό» [“enemization” of Russia] [1]. Όλο αυτό είναι δύσκολο να περιγραφεί αλλιώς εκτός από πολεμική προπαγάνδα – κατασκευή συναίνεσης  για στρατιωτική σύγκρουση.

Η καταστροφή της δυνατότητας για ομαλές, μη συγκρουσιακές, διακρατικές σχέσεις και η καθιέρωση της Ρωσίας ως «του εχθρού» είναι ακριβώς το περιεχόμενο αυτής της καμπάνιας.  Είναι το «μήνυμα» και το αποτέλεσμά της – για τον αμερικανικό λαό, όσο και για τη ρωσική κυβέρνηση. Νομίζω ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι η Ρωσία, η οποία για πολύ καιρό ήταν απρόθυμη να δεχθεί ότι η Αμερική δεν ενδιαφέρεται για τη «συνεργασία», έχει πλέον ακούσει και κατανοήσει αυτό το μήνυμα, ενώ ο αμερικανικός λαός το έχει ακούσει, αλλά δεν το κατανοεί.

Είναι δύσκολο να δει κανείς πού μπορεί να οδηγηθεί η κατάσταση ώστε να μη συνεπάγεται στρατιωτική σύγκρουση.  Αυτό σχετίζεται στενά με τους διορισμούς του Μάικ Πομπέο [υπουργού Εξωτερικών], της Τζίνα Χάσπελ [διευθύντριας της CIA] και του Τζον Μπόλτον [συμβούλου εθνικής ασφάλειας] – που συγκροτούν μια ομάδα πολεμοκάπηλων που πολλοί τη βλέπουν ως τον πυρήνα του πολεμικού υπουργικού συμβουλίου του Τραμπ. Ο Μπόλτον, ο διορισμός του οποίου  δεν χρειάζεται επικύρωση από τη Γερουσία, είναι ένας επικίνδυνος φανατικός που επιχείρησε να ωθήσει τους Ισραηλινούς να επιτεθούν στο Ιράν πριν ακόμη το θελήσουν οι ίδιοι και έχει αναγγείλει ότι το 2019 θα γίνει αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν.  Όπως αναφέρθηκε, θεωρεί ότι η Ρωσία του έχει δώσει ήδη το “casus belli”.  Ακόμη και οι πολύ συγκρατημένοι, ως προς αυτά,  New York Times  προειδοποιούν ότι με αυτούς τους διορισμούς «οι πιθανότητες ανάληψης στρατιωτικής δράσης θα αυξηθούν δραματικά».

Η δεύτερη εικασία στην οποία βασίζεται ο αμερικανικός τρόπος σκέψης καθιστά σήμερα τη στρατιωτική αντιπαράθεση πιθανότερη απ’  ό,τι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου: όχι μόνο υπάρχει η εικασία της [ρωσικής] ενοχής, αλλά και η εικασία της αδυναμίας.  Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστικοί διαχειριστές είναι σίγουροι ότι μπορούν να διατυπώσουν ανεμπόδιστα  την εικασία της ενοχής και να τη  διατηρήσουν στον δυτικό κόσμο. Την εικασία της αδυναμίας την έχουν εσωτερικεύσει – πάρα πολλοί από αυτούς, φοβούμαι –με μεγάλη μακαριότητα.

Πρόκειται για μια πτυχή της αμερικανικής αυτοαντίληψης μεταξύ των διαμορφωτών της πολιτικής οι καριέρες των οποίων ωρίμασαν στον μετασοβιετικό κόσμο. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Αμερικανοί αυτοελέγχονταν μέσω της υπόθεσης ότι , στρατιωτικά, η Σοβιετική Ένωση ήταν ισοδύναμος αντίπαλος, μια χώρα που μπορούσε και θα υπερασπιζόταν τα εδάφη και τα συμφέροντά της έναντι μιας άμεσης αμερικανικής στρατιωτικής επίθεσης – «σφαίρες συμφερόντων» που δεν θα έπρεπε να υποστούν επίθεση. Η διαχείριση του θεμελιώδους ανταγωνισμού γινόταν με απρόθυμο μεν, αλλά αμοιβαίο σεβασμό.

Εξάλλου, υπήρχε και η πρόσφατη κοινή ιστορία της συμμαχίας εναντίον του φασισμού. Και η επίγνωση ότι η Σοβιετική Ένωση, με όποιον στρεβλό  τρόπο, αντιπροσώπευε τη δυνατότητα ενός μετακαπιταλιστικού μέλλοντος και υποστήριζε τα μετα-αποικιακά κινήματα εθνικής απελευθέρωσης που της έδιναν αξιοσημείωτο κύρος σε όλο τον κόσμο.

Η αμερικανική ηγεσία μπορεί να μισούσε τη Σοβιετική Ένωση, δεν την καταφρονούσε όμως. Ουδείς Αμερικανός ηγέτης θα αποκαλούσε τη Σοβιετική Ένωση όπως αποκάλεσε ο Τζον Μακέιν τη Ρωσία, «βενζινάδικο που έχει μασκαρευτεί σε χώρα».  Και ουδείς ανώτατος Αμερικανός ή Βρετανός ηγέτης  θα είχε μιλήσει για τη Σοβιετική Ένωση όπως μίλησε ο Γκάβιν Ουίλιαμσον, ο Βρετανός υπουργός Άμυνας, για τη Ρωσία: «Να πάει να χαθεί και να το βουλώσει».

Πρόκειται για έναν λόγο που θεωρεί δεδομένα τη δική του ορθότητα, κύρος και ανώτερη εξουσία, παρόλο που προδίδει την αδυναμία του. Είναι ο λόγος του απογοητευμένου παιδιού. Ή ενός νταή.  Η Ρωσία δεν θα «το βουλώσει» ούτε θα «πάει να χαθεί» και οι Βρετανοί δεν μπορούν να την αναγκάσουν – και το ξέρουν ότι δεν μπορούν. Μπορεί όμως να πιστεύουν ότι ο μπαμπάκας από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού μπορεί και θα τους υποστηρίξει. Και ο μπαμπάκας μπορεί να πιστεύει το ίδιο για τον εαυτό του.

Όπως όλοι οι νταήδες, οι άνθρωποι που εμπλέκονται σ’ αυτή την αλαζονική  συζήτηση δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν ότι δεν εκφοβίζουν τη Ρωσία. Απλώς την προσβάλλουν και την οδηγούν να συμπεράνει ότι δεν έχει απομείνει τίποτε από τους θετικούς, μη συγκρουσιακούς δεσμούς «συνεργασίας» μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας. Οι μετά το επεισόδιο των Σκρίπαλ απελάσεις διπλωματών σε όλο τον κόσμο, που φαίνονται σκόπιμα και απελπιστικά υπερβολικές, μπορεί τελικά να έπεισαν τη Ρωσία ότι δεν έχει πλέον καμία χρησιμότητα να επιδιώκει τη συνεργασία. Ο αμερικανικός λαός  είναι εκείνος που  θα πρέπει να φοβηθεί από το ενδεχόμενο αυτό.

Ο εχθρός του εχθρού μου είμαι εγώ.

Το μόνο που πέτυχαν οι ΗΠΑ είναι να μετατραπούν σε εχθρό για τους Ρώσους. Καλά θα έκαναν οι Αμερικανοί να καταλάβουν πόσο βαθιά έχει αποξενώσει τον ρωσικό λαό η υποκριτική και περιφρονητική στάση τους και πόσο έχει δυναμώσει την ηγεσία του Βλάντιμιρ Πούτιν – όπως τους είχαν προειδοποιήσει πολλοί από τους επικριτές του. Η φαντασιοπληξία ότι θα τροφοδοτήσουν ένα «φιλελεύθερο» κίνημα στη Ρωσία που θα επαναφέρει κάποιον νέο Γιέλτσιν διαλύθηκε στο ψύχος του 77% της ημέρας των προεδρικών εκλογών. Ο Πούτιν υποστηρίζεται ευρέως και σταθερά στη Ρωσία, επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει την αντίσταση σ’ αυτά τα σχέδια.

Οι Αμερικανοί που θέλουν να κατανοήσουν αυτή τη δυναμική, και τι έχει προκαλέσει στη Ρωσία η Αμερική με τα ίδια της τα χέρια, θα πρέπει να ακούσουν το πάθος, την οργή και την απογοήτευση  στη δήλωση για την επανεκλογή του Πούτιν που έκανε  κάποια η οποία  αυτοχαρακτηρίζεται «φιλελεύθερη» (χρησιμοποιώντας, νομίζω, τη λέξη με την πνευματική παράδοση και όχι με την αμερικανική πολιτική έννοια), η  Μαργαρίτα Σιμονιάν, αρχισυντάκτρια της RT TV:

Ουσιαστικά,  η Δύση θα πρέπει να τρομοκρατηθεί όχι επειδή το 76% των Ρώσων ψήφισαν τον Πούτιν, αλλά επειδή αυτές οι εκλογές έδειξαν ότι το 95% του ρωσικού πληθυσμού υποστηρίζει τις συντηρητικές-πατριωτικές, τις κομμουνιστικές και τις εθνικιστικές ιδέες. Αυτό σημαίνει ότι οι φιλελεύθερες ιδέες  μετά βίας επιβιώνουν ανάμεσα σε ένα γλίσχρο 5% του πληθυσμού.

Και αυτό είναι δικό σας λάθος, δυτικοί φίλοι μου. Εσείς μας ωθήσατε στη λογική του οι «Ρώσοι δεν παραδίνονται ποτέ»…

Με όλη την αδικία και τη σκληρότητά σας, την ιεροεξεταστική υποκρισία και τα ψέματά σας, μας αναγκάσατε να μη σας σεβόμαστε. Εσάς και τις αποκαλούμενες «αξίες» σας.

Δεν θέλουμε πια να ζούμε όπως εσείς. Επί πενήντα χρόνια, μυστικά και φανερά, θέλαμε να ζούμε όπως εσείς. Όχι πια.

Δεν σας σεβόμαστε πλέον και δεν σεβόμαστε όποιους ανάμεσά μας σας υποστηρίζουν και όλους όσους σας υποστηρίζουν. …

Γι’ αυτό μπορείτε να κατηγορήσετε μόνο τον εαυτό σας. …

Εν τω μεταξύ, μας ωθήσατε να συσπειρωθούμε γύρω από τον εχθρό σας. Αμέσως μόλις τον ανακηρύξατε εχθρό, ενωθήκαμε γύρω του ….

Εσείς επιβάλλατε την αντίθεση ανάμεσα στον πατριωτισμό και τον φιλελευθερισμό.  Αν και δεν θα έπρεπε να είναι αλληλοαποκλειόμενες έννοιες. Αυτό το ψεύτικο δίλημμα, που εσείς το δημιουργήσατε, μας έκανε να διαλέξουμε τον πατριωτισμό.

Παρόλο που πολλοί από εμάς είμαστε φιλελεύθεροι, εμού συμπεριλαμβανομένης.

Τώρα, ξεκαθαρίστε. Δεν σας έχει μείνει πολύς χρόνος.

Πράγματι, η στρατηγική των «ξεσηκωμών»/ έγχρωμων επαναστάσεων έχει τελειώσει σε όλο τον κόσμο. Απαξιώθηκε μοιραία από την ίδια την υποτιθέμενη επιτυχία της. Όλοι στη Μέση Ανατολή είδαν τι αποτελέσματα είχε στο Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία  και οι Ρώσοι είδαν τι αποτελέσματα είχε στην Ουκρανία και στην ίδια τη Ρωσία. Ούτε στη Ρωσία, ούτε στο Ιράν (ούτε σε άλλη χώρα  που να έχει σημασία) δεν πρόκειται οι Αμερικανοί, με τις κυρώσεις, τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις τους και τα τεχνάσματά τους, να τροφοδοτήσουν λαϊκή εξέγερση που να μετατρέψει τη χώρα σε ένα  διαλυμένο κράτος -πελάτη της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον.

Ακόμη περισσότερη φαντασιοπληξία ως πολιτική.

Ο παλιός νέος κόσμος που η Ουάσιγκτον θέλει δεν θα  γεννηθεί χωρίς τη στρατιωτική μαμή. Οι ΗΠΑ θέλουν ξανά μια υπάκουη Ρωσία (και μια υπάκουη «διεθνή κοινότητα»), και νομίζουν ότι μπορούν να το επιβάλλουν.

Ο κόμπος του φόβου

Δείτε το παρακάτω απόσπασμα από την ιστοσελίδα The Saker, ενός αναλυτή θεμάτων άμυνας που γεννήθηκε στην Ελβετία από ρωσική στρατιωτική οικογένεια, «μελετά σε όλη τη ζωή του τις ρωσικές και σοβιετικές στρατιωτικές υποθέσεις» και έζησε επί μία εικοσαετία στις ΗΠΑ. Είναι ένας από τους πιο οξυδερκείς αναλυτές της Ρωσίας και της Συρίας τα τελευταία χρόνια. Το απόσπασμα είναι από άρθρο του περασμένου έτους , μετά την πυραυλική επίθεση του Τραμπ στο αεροδρόμιο Αλ Σαϊράτ της Συρίας – άλλη μια στιγμιαία τιμωρία για ένα «αποδεδειγμένο σε μία ημέρα, θετικά και απόλυτα, χημικό έγκλημα»:

Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει αμερικανική πολιτική σε οποιονδήποτε τομέα.

Οι Ρώσοι εξέφρασαν απέχθεια και οργή γι’ αυτή την επίθεση και άρχισαν να λένε ανοιχτά ότι οι Αμερικανοί ήταν “недоговороспособны”.  Η λέξη αυτή κατά κυριολεξία σημαίνει «ανίκανοι για συμφωνίες» ή ανίκανοι να συνάπτουν και στη συνέχεια να τηρούν μια συμφωνία. Αν και ευγενική, αυτή η έκφραση είναι επίσης πολύ βαριά, εφόσον δεν υπονοεί κυρίως μια σκόπιμη εξαπάτηση, αλλά την έλλειψη της ίδιας της ικανότητας να κάνουν συμφωνίες και να τις τηρούν. … Όμως το να λέγεται ότι σε έναν πυρηνικό κόσμο μια υπερδύναμη είναι «ανίκανη για συμφωνίες» αποτελεί μια τρομερή και ακραία διάγνωση. 

Αυτό σημαίνει ότι οι Ρώσοι έχουν κατά βάση εγκαταλείψει την ιδέα ότι έχουν να κάνουν με ενήλικες, νηφάλιους και νοητικά υγιείς εταίρους με τους οποίους μπορούν να διαλέγονται… 

Σε όλα τα χρόνια που εκπαιδευόμουν και εργαζόμουν  ως στρατιωτικός αναλυτής, πάντα έπρεπε να θεωρώ δεδομένο ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι ήταν αυτό που αποκαλούμε «ορθολογικοί δρώντες». Οι Σοβιετικοί ασφαλώς ήταν. Όπως και οι Αμερικανοί…

Δεν  βρίσκω την κυβέρνηση Τραμπ μόνο «μη ικανή για συμφωνίες», τη βρίσκω εντελώς αποσπασμένη από την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, μέσα στις ψευδαισθήσεις. …

Δυστυχώς, όπως και ο Ομπάμα πριν απ’ αυτόν, ο Τραμπ φαίνεται να πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει το παιχνίδι του «πυρηνικού δειλού» ενάντια στη Ρωσία. Αλλά δεν μπορεί. Επιτρέψτε μου να είμαι σαφής ως προς αυτό:  αν στριμωχτούν στη γωνία, οι Ρώσοι θα πολεμήσουν, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει πυρηνικό πόλεμο.

Υπάρχει εξήγηση για τις αμερικανικές ψευδαισθήσεις.  Η παρούσα γενιά της αμερικανικής ηγεσίας κακόμαθε και η κρίση της θόλωσε από τις μακάριες μετασοβιετικές δεκαετίες ατιμωρησίας των ΗΠΑ.

Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι ΗΠΑ θέλουν πλήρους κλίμακας πόλεμο με τη Ρωσία, είναι ότι η Αμερική δεν τον φοβάται[2].

Γιατί θα έπρεπε να τον φοβάται; Μήπως επειδή, επί  είκοσι χρόνια, οι ΗΠΑ θεωρούσαν δεδομένο ότι μπορούσαν να εκφοβίζουν τη Ρωσία ώστε να μην παρεμποδίζει τον ιμπεριαλιστικό σκοπό τους οπουδήποτε ήθελαν να επέμβουν;

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (και μόνο επειδή εξαφανίστηκε η Σοβιετική Ένωση), οι ΗΠΑ ήταν ελεύθερες να χρησιμοποιούν στρατιωτική δύναμη ατιμωρητί. Για κάποιο χρονικό διάστημα, οι ΗΠΑ είχαν τον μεθύστακα υπηρέτη τους, τον Γιέλτσιν, να κυβερνά τη Ρωσία και να μην ορθώνει ανάστημα στις στρατιωτικές επεμβάσεις τους. Δεν ακούστηκε κιχ όταν ο Κλίντον ουσιαστικά μετέφερε στο ΝΑΤΟ (δηλ. στις ίδιες τις ΗΠΑ) την εξουσία των αποφάσεων για το ποιες στρατιωτικές επεμβάσεις είναι αναγκαίες και νομιμοποιημένες. Επί είκοσι χρόνια περίπου, -από τη Γιουγκοσλαβία μέχρι τη Λιβύη- καμία χώρα δεν είχε τη στρατιωτική ισχύ ή τη πολιτικο-διπλωματική βούληση να αντισταθεί σ’ αυτές τις επεμβάσεις.

Όμως, η κατάσταση άλλαξε. Ακόμη και το Πεντάγωνο αναγνωρίζει ότι η αμερικανική αυτοκρατορία βρίσκεται σε μια φάση «μετά-την-πρωτοκαθεδρία» – «ξεφτίζει» και ακόμη ίσως «καταρρέει». Ο κόσμος είδε να εξασθενεί η κοινωνική και οικονομική δύναμη της Αμερικής και να εξαφανίζεται εντελώς το πρόσχημα της νομιμοποίησής της. Ο κόσμος είδε να εξαπλώνεται παντού  η στρατιωτική ισχύς της Αμερικής και να μην κερδίζει σταθερή αξία πουθενά. Δεκαέξι χρόνια και ο πανίσχυρος αμερικανικός στρατός δεν μπορεί να νικήσει τους Ταλιμπάν. Και τώρα, φταίει η Ρωσία και γι’ αυτό!

Εν τω μεταξύ, αρκετές χώρες σε κρίσιμες περιοχές  απέκτησαν στρατιωτική αυτοπεποίθηση και πολιτική βούληση ώστε να απορρίπτουν τις εικασίες της αμερικανικής αλαζονείας – η Κίνα, στον Ειρηνικό, το Ιράν στη Μ. Ανατολή,  και η Ρωσία στην Ευρώπη και, έκπληξη!, στη Μ. Ανατολή επίσης. Κατά το οικείο πρότυπο, η αγωνία της Αμερικής για τη φθίνουσα ισχύ της αυξάνει την αντισταθμιστική επιθετικότητά της. Και όπως αναφέρθηκε, εφόσον η Ρωσία ήταν η χώρα που έδειξε τη νέα στρατιωτική αυτοπεποίθηση πιο αποτελεσματικά, μ’ αυτήν ασχολήθηκε πρώτα απ’ όλα η Αμερική.

Το ακατάπαυστο κύμα κυρώσεων και απελάσεων είναι η επίδειξη του νταή της σχολικής αυλής που σφίγγει τη γροθιά του για να φοβίσει τον καινούργιο μαθητή. ΟΚ, όλοι πήραν το μήνυμα. Τι θα κάνουν οι ΗΠΑ τώρα, θα ξεσφίξουν τη γροθιά ή θα χτυπήσουν;

Ας είμαστε σαφείς για το ποιος είναι ο νταής στον κόσμο. Όπως είναι προφανές σε κάθε άτομο που καταλαβαίνει έστω και ελλιπώς τα πράγματα, η Ρωσία δεν πρόκειται να επιτεθεί ούτε στις ΗΠΑ ούτε στην Ευρώπη. Η Ρωσία δεν έχει δεκάδες στρατιωτικές βάσεις, μαχητικά πλοία και αεροπλάνα στα σύνορα της Αμερικής. Δεν διατηρεί σχεδόν χίλιες στρατιωτικές βάσεις σ’ όλο τον πλανήτη. Η Ρωσία δεν έχει στρατιωτικές δυνάμεις  να βιαιοπραγούν σ’ όλο τον κόσμο, όπως κάνει η Αμερική, ούτε το θέλει ούτε το χρειάζεται. Αυτό δεν οφείλεται στον πασιφισμό της Ρωσίας ή του Πούτιν, αλλά στο ότι  η Ρωσία, με βάση τη σημερινή της θέση στην πολιτική οικονομία του κόσμου, δεν έχει να κερδίσει τίποτε απ’ αυτό.

Ούτε χρειάζεται η Ρωσία κάποια επιθετικά τεχνάσματα για να «αποσταθεροποιήσει» και να σπείρει τη διαίρεση στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Η ανισότητα, η λιτότητα, τα κύματα των μεταναστών από τους πολέμους που προκαλούν τα [δυτικά] σχέδια αλλαγής καθεστώτων και οι αστυνομικοί που πατούν χαρούμενοι τη σκανδάλη με την πρώτη ευκαιρία στις γειτονιές των ΗΠΑ κάνουν θαυμάσια  δουλειά σ’ αυτόν τον τομέα.  Η Ρωσία δεν είναι υπεύθυνη για τα αμερικανικά προβλήματα με το κίνημα Black Lives Matter ή με τους Ταλιμπάν.

Όλα όσα λέγονται περί ρωσικής ευθύνης προκύπτουν από την πολιτική της φαντασιοκοπίας.

Οι ΗΠΑ, με τη φθίνουσα αυτοκρατορία τους, είναι εκείνες που έχουν πρόβλημα, ένα πρόβλημα  που ωθεί σε  στρατιωτική επιθετικότητα. Διότι, ποια άλλα εργαλεία έχουν οι Αμερικανοί ιθύνοντες για να βάλουν ξανά στη θέση τους, με πρώτη τη Ρωσία, όσους «σηκώνουν κεφάλι»;

Πρέπει να είναι δύσκολο, όντως, για εκείνους που σάρωναν τη μια χώρα μετά την άλλη ανεμπόδιστα, επί είκοσι χρόνια, να μη σκέφτονται ότι μπορούν να βγάλουν τη Ρωσία από τη μέση με κάποιες πραγματικά εκφοβιστικές απειλές ή με μια δυο γροθιές που θα της ματώσουν τη μύτη. Με κάποιες διακριτές  μικρές  κλιμακώσεις της αντιπαράθεσης.  Ήδη έχουν υπάρξει τέτοια συμβάντα – η πυραυλική επίθεση του Τραμπ στη Συρία, η κατάρριψη ρωσικού μαχητικού αεροπλάνου από τους Τούρκους, οι αμερικανικές επιθέσεις σε ρωσικό προσωπικό (φαινομενικά ιδιώτες μισθοφόρους) στη Συρία— αλλά όχι μεγάλος πόλεμος.  Κάποιες φορές όμως μαθαίνεις με τον σκληρό τρόπο την αλήθεια του αντίστροφου κανόνα του [πυγμάχου] Μάικ Τάισον: «Όλοι έχουν σχέδιο για το παιχνίδι μέχρι να χτυπήσουν τον άλλο στο πρόσωπο».

Ας εξετάσουμε έναν συγκεκριμένο κίνδυνο κλιμάκωσης για τον οποίο κάθε ενημερωμένος παρατηρητής, και κάθε Αμερικανός, θα έπρεπε να έχει επίγνωση.

Ο τόπος που οι ΗΠΑ και η Ρωσία είναι κυριολεκτικά, γεωγραφικά, πιο κοντά στη σύγκρουση είναι η Συρία. Όπως αναφέρθηκε, οι ΗΠΑ και η νατοϊκή σύμμαχός τους Τουρκία έχουν ήδη επιτεθεί και σκοτώσει Ρώσους στη Συρία, οι ΗΠΑ και οι νατοϊκοί σύμμαχοί τους διατηρούν μια πολύ μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη από ό,τι η Ρωσία στη Συρία και στην γύρω περιοχή. Από την άλλη, η Ρωσία έχει προβεί σε πολύ αποτελεσματική χρήση των δυνάμεών της, συμπεριλαμβανομένων αυτών που το πρακτορείο Reuters αποκαλεί «εξελιγμένους πυραύλους κρουζ» που εκτοξεύονται από αεροπλάνα, πλοία και υποβρύχια και οι οποίοι έπληξαν στόχους του ISIS με μεγάλη ακρίβεια από απόσταση 1.000 χιλιομέτρων.

Η Ρωσία λειτουργεί επίσης με βάση το διεθνές δίκαιο, ενώ οι ΗΠΑ δεν το κάνουν. Η Ρωσία μάχεται μαζί με τη Συρία για την ήττα των τζιχαντιστών και την αποκατάσταση της ενότητας της συριακής επικράτειας. Οι ΗΠΑ μάχονται με τους τζιχαντιστές πελάτες τους για την ανατροπή της συριακής κυβέρνησης και τον κατακερματισμό της χώρας. Η Ρωσία παρενέβη στη Συρία όταν ο Ομπάμα ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ θα επιτεθούν στις συριακές ένοπλες δυνάμεις, κηρύσσοντας στην πράξη πόλεμο. Αν καμία από τις πλευρές δεν αποδεχθεί την ήττα και δεν επιστρέψει στην πατρίδα της, είναι πολύ πιθανό να υπάρξει κάποια άμεση σύγκρουση. Στην πραγματικότητα, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι δεν θα υπάρξει.

Πριν από δύο εβδομάδες, η Συρία και η Ρωσία ανακοίνωσαν ότι οι ΗΠΑ σχεδίαζαν μια μεγάλη επίθεση εναντίον της συριακής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου του βομβαρδισμού  κυβερνητικών κτιρίων στη Δαμασκό. Ο Βαλέρι Γκερασίμοφ, επικεφαλής του γενικού επιτελείου της Ρωσίας, προειδοποίησε: «Στην περίπτωση απειλής της ζωής των πολιτών μας που υπηρετούν στο στρατό, οι ένοπλες δυνάμεις της Ρωσίας θα λάβουν μέτρα αντιποίνων εναντίον των πυραύλων και των εκτοξευτών που χρησιμοποιήθηκαν». Σ’ αυτό το πλαίσιο, «εκτοξευτές» είναι τα  αμερικανικά πλοία στη Μεσόγειο.

Επίσης πριν από δύο εβδομάδες, η Ρωσία ανακοίνωσε ότι έχει αναπτύξει έναν αριθμό νέων, άκρως εξελιγμένων οπλικών συστημάτων. Συζητήθηκε εάν για κάποια από τα όπλα που πρόκειται να αναπτυχθούν μπορεί ή δεν μπορεί να μπλοφάρουν οι Ρώσοι, αλλά ένα απ’ αυτά που έχει ήδη αναπτυχθεί, το αποκαλούμενο Dagger (Kinzhal,όχι οι πύραυλοι που αναφέρθηκαν παραπάνω), είναι ένας υπερηχητικός πύραυλος κρουζ που εκτοξεύεται από αέρος, καλύπτει 5-7.000 μίλια την ώρα και έχει βεληνεκές 1.200 μιλίων. Ο αναλυτής Αντρέι Μαρτιάνοφ ισχυρίζεται ότι «ουδέν σύγχρονο ή άμεσα αναμενόμενο σύστημα εναέριας άμυνας που έχει αναπτυχθεί από οποιονδήποτε νατοϊκό στόλο μπορεί να διακόψει την πορεία ακόμη και ενός πυραύλου με αυτά τα χαρακτηριστικά. Μια ομοβροντία 5-6 τέτοιων πυραύλων εγγυάται την καταστροφή οποιασδήποτε αρμάδας αεροπλανοφόρου ή άλλης ομάδας επιφανείας». Εκτοξεύεται από τον αέρα. Δηλαδή, από οπουδήποτε.

Οι ΗΠΑ δεν έχουν επιτεθεί ακόμη, όποιον λόγο κι αν έχουν  (ο ρεπόρτερ του «Sputnik»  Suliman Mulhem, παραθέτει έναν «στρατιωτικό παρατηρητή» που υποστηρίζει ότι αυτό οφείλεται στις ρωσικές προειδοποιήσεις). Αυτό είναι θετικό. Αλλά, με δεδομένη την τρέχουσα κατάσταση  της άκρως επιθετικής, «μετά-την-πρωτοκαθεδρία», αμερικανικής πολιτικής – όπου συμπεριλαμβάνονται  η ρωσομανία, η σιωνιστική επιδίωξη να καταστραφούν η Συρία και το Ιράν και η συγκρότηση του αμερικανικού πολεμικού υπουργικού συμβουλίου που προαναφέρθηκε— πόσο απίθανο είναι να προβούν οι ΗΠΑ , στο άμεσο μέλλον, σε μια τέτοια επίθεση εναντίον στόχου που η Ρωσία θεωρεί κρίσιμο να υπερασπιστεί;

Και η Συρία αποτελεί μόνο ένα από τα θέατρα όπου η στρατιωτική σύγκρουση με τη Ρωσία είναι πολύ πιθανή, εκτός αν η μία πλευρά αποδεχθεί την ήττα και αποχωρήσει. Θα εγκαταλείψει η Ρωσία τους ρωσόφωνους του Ντονμπάς αν τους επιτεθούν μαζικά οι φασιστικές δυνάμεις του Κιέβου με την υποστήριξη των ΗΠΑ;  Θα κάτσει στην άκρη και θα κοιτά παθητικά εάν οι αμερικανικές και ισραηλινές δυνάμεις επιτεθούν στο Ιράν; Ποιος θα υποχωρήσει και θα αποδεχθεί την απώλεια: ο Τζον Μπόλτον ή ο Βλάντιμιρ Πούτιν;

Πράγμα το οποίο μας φέρνει στο κρίσιμο ερώτημα: τι θα κάνουν οι ΗΠΑ αν η Ρωσία βυθίσει ένα αμερικανικό πλοίο; Πόσα βήματα απομένουν μέχρι αυτή η κατάσταση να εξελιχθεί σε κανονικό πόλεμο, ίσως και πυρηνικό; Ή μήπως οι Αμερικανοί σχεδιαστές (και εσείς αγαπητοί αναγνώστες) είναι απολύτως σίγουροι ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί ποτέ, επειδή οι ΗΠΑ έχουν τρομερά όπλα, και πάρα πολλά, και οι Ρώσοι πιθανώς θα χάσουν όλα τα πλοία τους στη Μεσόγειο αμέσως, αν δεν πάθουν κάτι ακόμη χειρότερο, και θα συμβιβαστούν με οτιδήποτε αντί να προχωρήσουν ένα ακόμη βήμα. Οι Ρώσοι, όπως όλοι, οφείλουν να γνωρίζουν ότι οι Αμερικανοί πάντα νικούν.

Πόσο ευτυχείς είμαστε μ’ αυτό, ε; Βολεμένοι στην κουβέρτα μας ; Επειδή οι Ρώσοι δεν θα πολεμήσουν, ενώ οι Ταλιμπάν θα πολεμήσουν.

Αυτό ακριβώς εννοούν οι Αμερικανοί μη φοβούμενοι τον πόλεμο με τη Ρωσία (ή τον πόλεμο γενικά). Δεν είναι παρά μια επίδειξη περιφρόνησης.

Η όπερα Σκρίπαλ, με διεύθυνση των  ΗΠΑ, με όλη την Ευρώπη και τα δυτικά ΜΜΕ να τραγουδούν αρμονικά, καθιστά σαφές ότι οι Αμερικανοί παραγωγοί του θεάματος  δεν δίνουν ρόλο  στη Ρωσία στη δική τους παγκόσμια σκηνή. Και αυτή η περιφρόνηση καθιστά ακόμη πιο πιθανό τον πόλεμο. Ιδού και πάλι η ιστοσελίδα The Saker, που τεκμηριώνει  το πόσο επικίνδυνη είναι για όλους η απομόνωση που επιβάλλουν τόσο απερίσκεπτα οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι πελάτες τους στη Ρωσία και στους εαυτούς τους:

Τώρα απελαύνουν Ρώσους διπλωμάτες μαζικά, και αισθάνονται πολύ δυνατοί και  αρρενωποί. …

Η αλήθεια είναι ότι αυτή είναι η κορυφή ενός πολύ μεγάλου παγόβουνου. Στην πραγματικότητα, οι κρίσιμες διαβουλεύσεις σε επίπεδο ειδικών, που είναι εξαιρετικά σημαντικές μεταξύ πυρηνικών υπερδυνάμεων, έχουν σταματήσει εδώ και πολύ καιρό. Έχουν πέσει κάτω από τις τηλεφωνικές κλήσεις σε κορυφαίο επίπεδο.  Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν όταν δύο πλευρές ετοιμάζονται για πόλεμο.  Επί πολλούς μήνες η Ρωσία και το ΝΑΤΟ ετοιμάζονται για πόλεμο στην Ευρώπη … Πολύ γρήγορα η πραγματική δράση θα αφεθεί στις ΗΠΑ και τη Ρωσία.  Έτσι, οποιαδήποτε σύγκρουση θα μετατραπεί ταχύτατα σε πυρηνική. Και για πρώτη φορά στην ιστορία, οι ΗΠΑ θα πληγούν πολύ σκληρά, όχι μόνο στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή ή την Ασία, αλλά και στη δική τους ήπειρο.

Μαζικές απελάσεις διπλωματών, οικονομικός πόλεμος,  συντονισμένη προπαγάνδα, κανένα ενδιαφέρον να απευθυνθούν ή να ακούσουν την άλλη πλευρά. Αυτό που βλέπουμε τους περασμένους μήνες είναι το «είδος των πραγμάτων που συμβαίνουν όταν δύο πλευρές ετοιμάζονται για πόλεμο».

Όσο λιγότερο φοβούνται οι Αμερικανοί τον πόλεμο, τόσο λιγότερο αντιλαμβάνονται την πιθανότητα να γίνει και τόσο πιο πιθανό είναι να τον κάνουν.

Έτοιμοι ή όχι

Η ιστοσελίδα  The Saker  παρουσιάζει ένα δίπτυχο που οδηγεί στον πυρήνα του θέματος. Θα ήταν καλό να το διαβάσει κανείς και να σκεφθεί προσεκτικά:

1. Οι Ρώσοι φοβούνται τον πόλεμο. Οι Αμερικανοί δεν φοβούνται.
2. Οι Ρώσοι είναι έτοιμοι για πόλεμο. Οι Αμερικανοί δεν είναι.

Η Ρωσία φοβάται τον πόλεμοΣτον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο σκοτώθηκαν πάνω από 20 εκατομμύρια Σοβιετικοί πολίτες, οι μισοί απ’ αυτούς ήταν άμαχοι.  Ήταν εικοσαπλάσιοι από τις απώλειες Αμερικανών και Βρετανών μαζί. Όλη η χώρα καταστράφηκε.  Μόνο στις 872 ημέρες πολιορκίας του Λένινγκραντ πέθαναν εκατομμύρια, μεταξύ αυτών και ο αδελφός του Βλάντιμιρ Πούτιν. Ο πληθυσμός της πόλης αποδεκατίστηκε από τις ασθένειες και την πείνα, κάποιοι έφτασαν στο σημείο του κανιβαλισμού. Τα Wikileaks αποκαλούν αυτή την πολιορκία «μία από τις πιο μακροχρόνιες και καταστροφικές πολιορκίες στην ιστορία [και] πιθανώς με τις μεγαλύτερες απώλειες ανθρώπινων  ζωών». Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέθαναν και στην εννιάμηνη πολιορκία του Στάλινγκραντ.

Στη Ρωσία, όλοι ανεξαιρέτως γνωρίζουν αυτή την ιστορία. Εκατομμύρια ρωσικές οικογένειες έχουν υποφέρει. Ασφαλώς υπήρξε  μυθοποίηση του αγώνα και των ηρώων, αλλά οι Ρώσοι γνωρίζουν βαθιά μέσα τους τον πόλεμο και γνωρίζουν ότι μπορεί να τους συμβεί. Δεν θέλουν να γίνει ξανά πόλεμος. Θα κάνουν σχεδόν τα πάντα για να τον αποφύγουν. Οι Ρώσοι δεν είναι επιπόλαιοι όσον αφορά τον πόλεμο. Τον φοβούνται. Δεν τον παίρνουν αψήφιστα.

Οι Αμερικανοί δεν φοβούνται τον πόλεμο. Δεν έχουν ζήσει ποτέ κάτι αντίστοιχα καταστροφικό έστω και στο ελάχιστο. Στον εμφύλιο πόλεμο, πριν από 150 χρόνια, πέθαναν περίπου 620.000. (Και είμαστε ακόμη σε σύγχυση!) Το αμερικανικό έδαφος δεν έχει δεχθεί επίθεση σημαντικής στρατιωτικής δύναμης από τον πόλεμο του 1812 [με τους Άγγλους].  Έκτοτε, οι χειρότερες επιθέσεις σε αμερικανικό έδαφος ήταν δύο μεμονωμένα γεγονότα (το Περλ Χάρμπορ και η 11η Σεπτεμβρίου), με απόσταση εβδομήντα χρόνων και συνολικές απώλειες περίπου έξι χιλιάδες ανθρώπους. Αυτές είναι οι εμβληματικές στιγμές της Αμερικής Υπό Πολιορκία.

Για τον αμερικανικό πληθυσμό, οι πόλεμοι είναι «κάπου εκεί μακριά», σ’ αυτούς πολεμάει μια μικρή ομάδα Αμερικανών που πάει στον πόλεμο και επιστρέφει ή δεν επιστρέφει. Ο θάνατος, η καταστροφή και η μυρωδιά του πολέμου –που φέρνουν οι ΗΠΑ στους λαούς σ’ όλο τον κόσμο ασταμάτητα— ούτε είναι ορατά ούτε βιώνονται μέσα στη χώρα τους. Οι Αμερικανοί δεν μπορούν να διανοηθούν με οποιαδήποτε άλλη πλην της πιο αφηρημένης έννοιας ότι μπορεί να συμβεί πόλεμος εδώ, σ’ αυτούς. Για τον γενικό πληθυσμό, η περί πολέμου συζήτηση είναι απλώς ένας παρεμβαλλόμενος και ασήμαντος πολιτικός θόρυβος στον Μόργκαν Φρίμαν που ανταγωνίζεται με την σταρ της πορνογραφίας  Στόρμι Ντάνιελς και τις Καρντάσιανς για την προσοχή του κοινού.

Οι Αμερικανοί είναι πολύ ανέμελοι όσον αφορά τον πόλεμο: συνεχώς απειλούν άλλες χώρες πολεμικά, η κυβέρνηση τον πλασάρει με ψεύδη και τα πολιτικά κόμματα τον προωθούν τυχοδιωκτικά για να νικήσουν τους αντιπάλους τους – και κανείς δεν δίνει δεκάρα. Για τους Αμερικανούς, ο πόλεμος είναι μέρος ενός παιχνιδιού. Δεν τον φοβούνται. Τον παίρνουν αψήφιστα.

Οι Ρώσοι είναι έτοιμοι για πόλεμο. Οι ναζί νικήθηκαν –στη σοβιετική Ρωσία, από σοβιετικούς πολίτες και από τον Κόκκινο Στρατό— επειδή οι άνθρωποι μαζικά αντιστάθηκαν  και πολέμησαν  ενωμένοι για μια νίκη που κατανοούσαν πόσο σημαντική ήταν. Δεν θα μπορούσαν να αντέξουν τρομακτικές πολιορκίες και να νικήσουν τους ναζί με άλλο τρόπο. Με άλλα λόγια, οι Ρώσοι κατανοούν ότι ο πόλεμος είναι μια κρίση θανάτου και καταστροφής που πλήττει όλη την κοινωνία και μπορεί να κερδηθεί μέσω μαζικής και δύσκολης προσπάθειας που βασίζεται στην κοινωνική αλληλεγγύη.  Αν οι Ρώσοι αισθανθούν ότι πρέπει να πολεμήσουν, αν αισθανθούν πολιορκημένοι, ξέρουν ότι θα σταθούν μαζί, θα αντιμετωπίσουν τα χτυπήματα που έρχονται και θα πολεμήσουν μέχρι τέλους. Δεν θα επιτρέψουν ξανά να φτάσει ο πόλεμος στις πόλεις τους, ενώ ο επιτιθέμενος χουχουλιάζει στις κουβέρτες. Θα είναι ένας κόσμος πόνου.  Θα αναπτύξουν και θα χρησιμοποιήσουν όποιο όπλο μπορούν. Και το πιο σκληρό τους όπλο δεν είναι ο υπερηχητικός πύραυλος, είναι η αλληλεγγύη που συνεπάγεται το 77%. Δεν θα επιζητήσουν τον πόλεμο, αλλά εάν γίνει είναι έτοιμοι να πολεμήσουν.

Οι Αμερικανοί δεν είναι έτοιμοι για πόλεμο:  οι Αμερικανοί βιώνουν τη φρίκη του πολέμου σαν μια σειρά μεμονωμένων τραγωδιών των οικογενειών των πεσόντων, που παρουσιάζονται με βινιέτες ανθρώπινου ενδιαφέροντος στις βραδινές ειδήσεις. Ατομικές τραγωδίες, όχι κοινωνική καταστροφή.

Ούτως ή άλλως, είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς την κοινωνική καταστροφή του πολέμου, αλλά η αμερικανική κουλτούρα δεν συμπεριλαμβάνει τη σκέψη περί αυτού συγκεκριμένα.  Η κοινωνική φαντασίωση του πολέμου αντανακλάται σε μη αληθινά σενάρια ενός σύμπαντος υπερηρώων ή μιας αποκάλυψης νεκροζώντανων. Η εξωγήινη ακτίνα θανάτου μπορεί να ανατινάξει το Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ, αλλά ο ήρωας και η οικογένειά του (που σήμερα περιλαμβάνει αμφίβολου φύλου έφηβο και οπωσδήποτε σκύλο) θα επιβιώσει και θα θριαμβεύσει. Κακοί, ήρωες και κοινωνία ως κόμικ.

Ένας λόγος που εξηγεί αυτή την κατάσταση, και πρέπει να τον αναγνωρίσουμε, είναι η επικράτηση της θατσερικής φιλελεύθερης καπιταλιστικής ιδεολογίας του  «δεν υπάρχει κοινωνία». Συγχαρητήρια Άιν Ραντ, δεν υπάρχει πλέον αμερικανική κοινωνία. Υπάρχει μόνο κάθε  ένας ξεχωριστά, ως επίδοξος επιχειρηματίας για τον εαυτό του /της. Έτσι όμως δεν συγκροτείται μια μαχόμενη κοινότητα.

Επιπλέον, ενώ η Αμερική βρίσκεται συνεχώς σε πόλεμο, ουδείς κατανοεί το σκοπό του. Αυτό συμβαίνει διότι ο αληθινός σκοπός δεν μπορεί να εξηγηθεί ποτέ και πρέπει να κρυφτεί πίσω από κάποια βολική αφηρημένη έννοια –«δημοκρατία», «οι ελευθερίες μας» κοκ. Ο λόγος αυτού του είδους μπορεί να κινητοποιεί ορισμένους ανθρώπους για λίγο, αλλά χάνει τη γοητεία του τη στιγμή που κάποιος δέχεται πλήγμα κατά πρόσωπο.

Χρειάζεται μόνο ελάχιστο χρόνο για να διαπιστώσει ο καθένας ότι ουδείς απειλεί να επιτεθεί με το στρατό του και να καταστρέψει τις ΗΠΑ και με λίγο χρόνο παραπάνω ο καθένας μπορεί να καταλάβει πόσο ψεύτικα είναι όλα αυτά περί «δημοκρατίας και ελευθεριών» και να θυμηθεί πόσο συχνά του είπαν ψέματα πριν. Υπάρχουν πάρα πολλές πληροφορίες (και γι’ αυτό η ανώτατη ιμπεριαλιστική διοίκηση θέλει να ελέγχει το διαδίκτυο). Γιατί, διάβολε, πολεμάω; Μετά απ’ αυτό, υπάρχουν πολλά ερωτήματα  και πολλοί πλέον ρωτούν, πριν δεχθούν το χτύπημα στο πρόσωπο.

Αυτή η έλλειψη κοινωνικής κατανόησης και πολιτικής στήριξης μεταφράζεται σε αδυναμία να συμμετάσχει ο κόσμος σε έναν μεγάλο, παρατεταμένο πόλεμο με βαριές ανθρώπινες  απώλειες – «εκεί πέρα μακριά» αλλά και στο κάθε σπίτι. Η αμερικανική κουλτούρα μπορεί να υιοθετεί με ενθουσιασμό τις ειδικές δυνάμεις που δίνουν μαθήματα στους «κακούς» κάπου στον κόσμο μέσα από τις τηλεοπτικές σειρές, αλλά τη στιγμή που θα αρχίζουν να ανατινάζονται αμερικανικά σπίτια και να πέφτουν αμερικανικά κορμιά ο ενθουσιασμός θα γίνει κραυγή αγωνίας, και αυτό θα συμβεί εδώ.

Οι Αμερικανοί είναι έτοιμοι για σαματά, για το επιχειρηματικό σόου Shark Tank και το  Zombie Apocalypse. Δεν είναι όμως έτοιμοι για πόλεμο.

Παίρνεις ό,τι έχεις ποντάρει

Το «Russiagate», που άρχισε εντελώς συνηθισμένα κατά την προεδρική εκστρατεία σαν όπλο των Δημοκρατικών για να χάσει ο Τραμπ, έχει μετατραπεί σήμερα σε ρωσομανία  — συστοιχία όπλων που εκτοξεύονται από ποικίλους τομείς του κράτους, σε μια σειρά στόχους  που θεωρείται ότι, ακόμη και δυνητικά, αντιστέκονται στον ιμπεριαλιστικό μιλιταρισμό. Στόχος είναι και ο Τραμπ –ακόμη, και για όσο θα θεωρείται αναξιόπιστος— μέσω νομικής δίωξης άπειρου εύρους (το πιθανότερο  είναι να τον ρίξουν για κάτι που δεν έχει καμία σχέση με τη Ρωσία). Τώρα η Ρωσία γίνεται στόχος, με πλήρη ισχύ, των οικονομικών, διπλωματικών, ιδεολογικών –και, δοκιμαστικά, των στρατιωτικών— όπλων του κράτους. Ίσως το πιο σημαντικό είναι πως Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, ιδίως όσοι διαφωνούν, γίνονται στόχοι του ενοποιημένου μπαράζ των ΜΜΕ τα οποία επιτίθενται σε κάθε έκφραση ριζοσπαστικής κριτικής, σε οτιδήποτε «σπέρνει τη διαίρεση», ως προδοσία υπέρ των Ρώσων – από το κίνημα Black Lives Matter και την καμπάνια του Μπ. Σάντερς, μέχρι την άποψη «θα μπορούσαν να το είχαν κάνει άλλες χώρες».

Η εντυπωσιακή επιτυχία αυτής της τελευταίας επίθεσης παίζει κρίσιμο ρόλο στο να καταστεί πιο πιθανός ένας πόλεμος και πρέπει να αντιμετωπιστεί.  Γιατί είναι ικανοί  να αυξήσουν το ρίσκο του πολέμου με μια πυρηνική δύναμη, προκειμένου να μαζέψουν πόντους κατά του Τραμπ ή της Τζιλ Στάιν – βεβαίως μόνο εκείνοι που ούτε λογαριάζουν, ούτε φοβούνται, ούτε είναι έτοιμοι για πόλεμο θα έκαναν ένα τόσο βλακώδες και επικίνδυνο πράγμα.

Είναι αδύνατο να προβλέψουμε με βεβαιότητα εάν, πότε ή με ποιον θα ξεκινήσει ένας μείζων θερμός πόλεμος. Η ίδια χαοτική αποδιοργάνωση και αυθορμησία της κυβέρνησης Τραμπ που αυξάνει τον κίνδυνο του πολέμου θα μπορούσε επίσης να συντελέσει στην αποτροπή του. Ο Τζον Μπόλτον ίσως απολυθεί πριν ακόμη ξυρίσει το μουστάκι του. Αλλά η κατάσταση μοιάζει με χύτρα ταχύτητας και η θερμοκρασία έχει αυξηθεί πολύ.

Σε ένα προηγούμενο άρθρο, υποστήριζα ότι πρώτος στόχος στρατιωτικής επίθεσης θα ήταν πιθανώς η Βενεζουέλα, ακριβώς επειδή θα ήταν μια εύκολη νίκη που δεν δημιουργούσε κίνδυνο στρατιωτικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία. Ακόμη υπάρχει αυτή η πιθανότητα. Όπως είδαμε με τον πρώτο πόλεμο στο Ιράκ (που βοήθησε να τερματιστεί το «σύνδρομο του Βιετνάμ») και με τον  δεύτερο  (που αναβίωσε αυτό το σύνδρομο κατά κάποιον τρόπο), η ιμπεριαλιστική ανώτατη διοίκηση χρειάζεται να εξοικειώσει το αμερικανικό κοινό με μια αμερικανική νίκη σχεδόν χωρίς ανθρώπινες απώλειες, προκειμένου να το δελεάσει για έναν πόλεμο που θα φέρει πόνο.

Αλλά το νέο πολεμικό υπουργικό συμβούλιο μπορεί να οδηγηθεί στην πρόκληση ενός μεγάλου γεγονότος  — μιας επίθεσης στο Ιράν. Ο Τραμπ, ο Πομπέο και ο Μπόλτον είναι φανατικοί υποστηρικτές της αλλαγής καθεστώτος στο Ιράν. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν θα αχρηστευθεί  και όλοι θα δουλέψουν σκληρά για να εκπληρωθεί η μυστική συμφωνία που έχει συνάψει ήδη η κυβέρνηση Τραμπ με το Ισραήλ «να αντιμετωπίσουν  την πυρηνική ώθηση του Ιράν, τα πυραυλικά προγράμματά του και άλλες απειλητικές δραστηριότητες» – ή όπως το εξέφρασε ο Τραμπ: «σακατέψτε  το [ιρανικό] καθεστώς και οδηγήστε το στην κατάρρευση». (Παρεμπιπτόντως, αυτή τη συμφωνία τη διαπραγματεύτηκε και την υπέγραψε ο προηγούμενος υποτίθεται όχι και τόσο πολεμοχαρής σύμβουλος εθνικής ασφαλείας Χ. Ρ. Μακμάστερ.)

Ωστόσο, μια επίθεση στο Ιράν συνεπάγεται ότι οι Αμερικανοί είτε θα εξασφαλίσουν ότι δεν θα παρεμβληθεί η Ρωσία ή θα καταστήσουν σαφές ότι δεν νοιάζονται αν θα παρεμβληθεί. Έτσι, οι απειλητικές κινήσεις -χωρίς να εξαιρούνται στρατιωτικές ασκήσεις- εναντίον της Ρωσίας θα αυξηθούν είτε η Ρωσία είναι άμεσος στόχος είτε όχι.

Η πολιορκία βρίσκεται σε εξέλιξη.

Οι Αμερικανοί που θέλουν να συνεχίσουν να παίζουν με τη φωτιά, καλά θα έκαναν να ακούσουν με προσοχή το στόχο τον οποίο θέλουν να πλήξουν. Ακούστε τον Βλάντιμιρ Πούτιν να μιλά σε δυτικούς δημοσιογράφους, το 2017, στην Αγία Πετρούπολη:

Χρόνο με το χρόνο γνωρίζουμε τι θα συμβεί, και αυτοί γνωρίζουν ότι γνωρίζουμε. Εσείς λέτε ιστορίες και τις διαχέετε στους πολίτες των χωρών σας. 

Με τη σειρά του, ο λαός σας δεν νιώθει την αίσθηση του επικείμενου κινδύνου – και αυτό με ανησυχεί.   

Πώς μπορείτε να μην καταλαβαίνετε  ότι ο κόσμος σύρεται σε μια μη αναστρέψιμη κατεύθυνση. Αυτό είναι το πρόβλημα.

Εν τω μεταξύ υποκρίνονται ότι δεν συμβαίνει τίποτε. Δεν ξέρω πώς να γίνω κατανοητός από εσάς πλέον.

Η Ρωσία δεν υπερηφανεύεται ούτε κομπάζει ούτε απειλεί ούτε ενθουσιάζεται με την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στη Συρία. Όταν θεωρήθηκε αναγκαίο –όταν οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να επιτεθούν στον συριακό στρατό— απλώς το έκανε. Και οι μεγάλοι Αμερικανοί  πολιτικοί σκακιστές ακόμη προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις αυτού του γεγονότος. Εργάζονται σκληρά για να βρουν στο σωστό μείγμα απειλών, μπλόφας, κυρώσεων, απελάσεων, προσβολών, στρατού στα σύνορα και επιθέσεων τύπου «ματωμένης μύτης» για να την εξαναγκάσουν σε παράδοση. Θα έπρεπε να ακούσουν το στόχο τους που δεν κουράζεται να μιλά για «συνεργασία», που δήλωσε σαφώς πώς θα αντιδρούσε η χώρα του σε προηγηθείσες ενέργειες (π.χ. στο ενδεχόμενο ακύρωσης της συνθήκης για τους διηπειρωτικούς πυραύλους και στάθμευση  τέτοιων πυραύλων στην Αν. Ευρώπη), η οικογένεια του οποίου έχει υποφέρει από πολεμικές καταστροφές τις οποίες οι Αμερικανοί ούτε να φανταστούν δεν μπορούν, κατά συνέπεια παίρνει στα σοβαρά, φοβάται τον πόλεμο και είναι έτοιμος για αυτόν με τρόπους που δεν είναι έτοιμοι οι Αμερικανοί. Και δεν παίζει τα παιχνίδια τους.

Πηγή: CounterPunch

*Ο Jim Kavanagh είναι Αμερικανός, πρώην καθηγητής ανώτερης εκπαίδευσης, αρθρογράφος σε πολλά προοδευτικά Μέσα.

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

 


[1] Ειρωνικά, δεδομένης της τρέχουσας ορμητικότητας της ρωσομανίας, αυτή είναι μια αναφορά σε παρατηρήσεις της Janet Napolitano, “The Enemization of Everything or an American Story of Empathy & Healing?

[2] Αν και είναι γελοίο που χρειάζεται να ειπωθεί: εδώ δεν μιλώ για τον ψευδοφόβο που σπέρνει η μιντιακή παρουσίαση του «ισχυρού ανδρός», του «κτηνώδους δικτάτορα» Βλάντιμιρ Πούτιν. Αυτός ο φόβος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής ως κόμικ – ένας σούπερ κακός που, όπως όλοι ξέρουμε, στο τέλος θα νικηθεί.