Ο χατζηαβατισμός δεν είναι εξωτερική πολιτική – Μια κριτική στο ευρωατλαντικό εξαρτημένο πολιτικό προσωπικό

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Δεν είναι μυστικό ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι η πλέον φιλο-αμερικανική κυβέρνηση των τελευταίων ετών στην Ελλάδα. Θα την ανταγωνίζονταν ίσως η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, η οποία μετά τον ταλαντευόμενο προς τη Ρωσία Καραμανλή, επανέφερε τη χώρα στον “ίσιο ατλαντικό δρόμο”, αν οι συγκυρίες μετά το 2015 δεν αφαιρούσαν και τα τελευταία φύλλα συκής. Η προσωρινή “σύγκρουση” της κυβέρνησης Τσίπρα με τη Γερμανία και τις Βρυξέλλες την έφερε σε στενή σχέση με τις ΗΠΑ, ενώ οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή διαμόρφωσαν το (όχι και τόσο νέο) δόγμα Κοτζιά – Τσίπρα στην εξωτερική πολιτική: Είμαστε η πλέον σταθερή ατλαντική φιλοαμερικανική δύναμη, σε ευθεία συνεργασία με τον άξονα Ισραήλ – Αίγυπτος – Σ. Αραβία, λειτουργούμε ως ενεργούμενα των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή, ειδικά την εποχή που η Τουρκία εμφανίζεται άτακτη και ασταθής απέναντι στην αμερικανική υπερδύναμη.

Σε διάστημα λίγων μηνών είχαμε: 1. Τη στάση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στο μακεδονικό με την ευθεία πίεση για λύση στο όνομα και ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ επειδή οι ΗΠΑ βιάζονται να κατοχυρώσουν θέσεις και δυνάμεις στα Δυτικά Βαλκάνια. 2. Την επίσκεψη Ερντογάν κατά την οποία ο Τσίπρας -στηριζόμενος σε υπερατλαντικές διαβεβαιώσεις- εμφάνισε τάχα δυναμικό προφίλ στα εξωτερικά θέματα. 3. Την περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων με το κράτος του Ισραήλ, ακυρώνοντας (αν όχι εξευτελίζοντας) μια μακρόχρονη παράδοση φιλίας και αλληλεγγύης προς τον Παλαιστινιακό λαό. 4. Την εμπέδωση του άξονα Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ – Αίγυπτος ως τα καλά παιδιά των ΗΠΑ στην περιοχή με άμεση συνεργασία στα ζητήματα ενεργειακής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο. 5. Τη σύσφιξη σχέσεων με τη Σ. Αραβία με την πώληση όπλων σε ένα ημιφασιστικό κράτος, με την -τουλάχιστον περίεργη- συμφωνία Καμένου. 6. Το πάγωμα των σχέσεων με τη Ρωσία, η οποία, όταν η Τουρκία τσαλάκωσε τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ λόγω Κουρδικού, έσπευσε να προσεταιριστεί τον Ερντογάν.Ωστόσο, αν και όλα τα εξαπτέρυγα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ θα θεωρούσαν ότι αυτό το δόγμα αποτελεί μια ιδιοφυή σύλληψη που βάζει την Ελλάδα στο κέντρο των εξελίξεων ως τη βασική σταθερή και αταλάντευτη φιλο-ατλαντική δύναμη στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο, η πραγματικότητα ήρθε ακόμη μια φορά να κονιορτοποιήσει τις προσδοκίες του Χατζηαβατισμού. Η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να θεωρεί ότι έχει τη στήριξη των ΗΠΑ, αλλά το νέο θερμό επεισόδιο στα Ίμια υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχουν προστάτες, υπάρχουν συμφέροντα.

Ο εμβολισμός του ελληνικού σκάφους από τουρκική ακταιωρό αποτελεί τη σοβαρότερη εμπλοκή στα Ίμια μετά την κρίση του 1996. Της εμπλοκής αυτής είχαν προηγηθεί οι φαιδρότητες του φαιδρού υπουργού που ντύνεται στρατηγός και πηγαίνει να πετάει στεφάνια από μακριά στα Ίμια. Από αρκετά μακριά, καθώς κοντά στα Ίμια ισχύει το αμερικανικής επιβολής δόγμα “no men, no ships, no flags”.

Η νέα πρόκληση στα Ίμια αποτελεί μια τουρκική υπενθύμιση στις ΗΠΑ ότι παρόλη τη ψυχρότητα των τελευταίωνετών, αποτελεί αναντικατάστατο παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή. Αλλά όχι μόνο: Αποτελεί τροχιοδεικτική βολή ότι τυχόν απώλειες στα ανατολικά της Τουρκίας (Κουρδιστάν), θα αντισταθμιστούν με κέρδη στα δυτικά της (Κύπρος, Αιγαίο). Συνιστά επίσης δήλωση ότι η Τουρκία δεν θα λείψει από το μεγάλο φαγοπότι που ανοίγεται στις ενεργειακές πηγές της Μεσογείου, αλλά και στους εμπορικούς της δρόμους. Τέλος, ισχύει ότι εκτονώνεται μια εκρηκτική κατάσταση στο εσωτερικό της που πιέζει για επεκτατικές και επιθετικές κινήσεις.

Η ελληνική κυβέρνηση πήγε για μαλλί θεωρώντας ότι έχει τη στήριξη του ευρωατλαντικού άξονα και βγήκε κουρεμένη. Οι Βρυξέλλες δήλωσαν ότι «το σκάφος που εμβολίστηκε αγοράστηκε με λεφτά των ευρωπαίων φορολογουμένων» (φοβερό επιχείρημα…), ενώ οι ΗΠΑ δια του πρεσβευτή τους στην Αθήνα είχαν προβλέψει σατανικά δύο εβδομάδες πριν ότι «φοβούνται ένα ενδεχόμενο ατύχημα στο Αιγαίο». Η κυβέρνηση Τσίπρα από εκεί που παρίστανε το λιοντάρι λίγες μέρες πριν, θεωρώντας ότι τα τρέχοντα αμερικανικά συμφέροντα την προστατεύουν, επανήλθε στο ρόλο του λαγού, μιλώντας για …Γεωγραφία, ενώ στην τηλεφωνική του συνομιλία με τον τούρκο ομόλογό του ο Τσίπρας ξέχασε να αναφέρει ότι η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί τα Ίμια ελληνικά. Η αξιωματική αντιπολίτευση ζήτησε να …ενημερωθούν οι ΗΠΑ και η ΕΕ, ενώ το σύνολο των μακεδονομάχων που ήταν έτοιμοι για πόλεμο ενάντια στους γυφτοσκοπιανούς, τώρα ψάχνονται γιατί οι ΗΠΑ κράτησαν πολιτική ίσων αποστάσεων…

Το συμπέρασμα; Ο χατζηαβατισμός του να θεωρείς ότι υπερασπίζεις τα εθνικά σου συμφέροντα στηριζόμενος στην ανύπαρκτη ομπρέλλα προστασίας του ευρωατλαντικού άξονα είναι επικίνδυνος. Πρώτον επειδή βάζει στον πάγκο του χασάπη τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα (τα λαϊκά και τα δημοκρατικά έχουν ήδη σφαγιαστεί με τα μνημόνια ΠΑΣΟΚ – ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ). Δεύτερον επειδή οι επικίνδυνοι τυχοδιωκτισμοί ένθεν κακείθεν οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε ατύχημα που μπορεί να γίνει δυστύχημα έως και πολεμική σύρραξη. Και τρίτον επειδή όλο αυτό το σκηνικό είναι βούτυρο στο ψωμί του εθνικισμού και του ρατσισμού.

Όλα υποτάσσονται στις επιλογές της άρχουσας τάξης, που για να συνεχίσει να υπάρχει και να κερδοφορεί θα πρέπει να είναι καλός διαμεσολαβητής των δυτικών συμφερόντων στην περιοχή και φανατικός χειροκροτητής των οικονομικών συνταγών των δανειστών. Οποιαδήποτε αλλαγή στον προσανατολισμό της χώρας, απαιτεί σύγκρουση με την αστική τάξη της Ελλάδας και την κυβέρνησή της, σύγκρουση με το οικονομικό και το γεωπολιτικό πλαίσιο του ευρωατλαντισμού, της παγκοσμιοποίησης.

Σε όσους δε ονειρεύονται πανεθνική άμυνα υπεράσπισης των Ιμίων απαντάμε: Τα κυριαρχικά δικαιώματα και την εθνική ανεξαρτησία δεν μπορεί να τα υπερασπίσει μια κυβέρνηση που είναι ως το μεδούλι βουτηγμένη στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, έχοντας δώσει γη και ύδωρ στους δανειστές. Ούτε ένα πολιτικό προσωπικό που δεν μπορεί καν να διανοηθεί τη δυνατότητα της εθνικής και κοινωνικής αξιοπρέπειας έξω από τα ευρωατλαντικά συμφέροντα. Τίποτα δεν μας ενώνει με όσους έσφαξαν το λαό και πούλησαν τη χώρα.

Τα «εθνικά» όρια της αστικής τάξης

Στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα στην στρατηγική -και ως εκ τούτου εξαιρετικά εύφλεκτη- ζώνη της Μέσης Ανατολής διαμορφώθηκε μια ιδιαίτερη κατάσταση την οποία μπορούμε να ορίσουμε ως «στρατηγικό κενό». Με το τελευταίο εννοούμε την απουσία μιας δύναμης ή ενός συστήματος δυνάμεων που θα είχε τη ισχύ να επιβληθεί στα τοπικά και στα επιμέρους συμφέροντα επιβάλλοντας το δικό της νόμο και, κάτω από αυτόν, την σταθερότητα στην περιοχή. Για πολλούς αιώνες στην ζώνη αυτή η σταθερότητα εξασφαλιζόταν από την ισχύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά από αυτήν από το αποικιακό ευρωπαϊκό σύστημα και, τέλος, στα πιο κοντινά στα δικά μας χρόνια από τον ισχυρό «δυτικό» συνασπισμό του Ψυχρού Πολέμου. Στον τελευταίο δέσποζε η υπερδύναμη Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Οι καιροί όμως αλλάζουν και οι συσχετισμοί μεταβάλλονται. Οι δημογραφικές μεταβολές, τα οικονομικά μεγέθη, οι στρατιωτικές δυνατότητες ανέτρεψαν σε βάρος του δυτικού συνασπισμού δυνάμεων τις ισορροπίες. Η αλλαγή των δεδομένων εμφανίστηκε δραματικά στο προσκήνιο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ακριβώς τη στιγμή που στη δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ θριαμβολογούσαν για την επικράτηση και την επιβολή του δικού τους καπιταλισμού σε ολόκληρο τον κόσμο. Σχεδόν απρόσμενα, σε καιρούς ευδαιμονίας, οι νικητές του Ψυχρού Πολέμου έχασαν όλους τους θερμούς πολέμους που εξαπέλυσαν στην περιοχή. Για την ακρίβεια κέρδισαν όλες τις μάχες, ανακάλυψαν όμως με έκπληξη ότι τα μεγέθη δεν τους επέτρεπαν πλέον να κερδίσουν τον πόλεμο. Από τις επιβλητικές εκστρατείες, τύπου Αφγανιστάν και Ιράκ, περιορίστηκαν στους δι’ αντιπροσώπων πολέμους και σε αντίστοιχους σχεδιασμούς: η «Αραβική Άνοιξη» ήταν η ελπιδοφόρα καινοτομία που όμως οδήγησε στο κενό και στη απογοήτευση.Η αποτυχία των δυτικών δυνάμεων και των μηχανισμών τους -Ενωμένης Ευρώπης, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ- και η συνακόλουθη αποκάλυψη των περιορισμένων δυνατοτήτων τους, ανέδειξε στη στρατηγική αυτή περιοχή περιφερειακές δυνάμεις οι οποίες έσπευσαν, με ολοένα και πιο αποφασιστικούς τρόπους να διεκδικήσουν τα όσα οι «δυτικοί» δεν μπορούσαν πλέον να ελέγξουν: η πλέον αποφασιστική των αναμετρήσεων μεταξύ των νέων μνηστήρων λαμβάνει χώρα στην πολύπαθη Συρία, όπου όλοι οι παλαιοί και νέοι διεκδικητές κυριαρχίας αναμετριόνται πάνω στα πτώματα και στα ερείπια των Σύρων και της Συρίας: Ιράν, Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Ισραήλ είναι άμεσοι συμμέτοχοι στο πολεμικό παιχνίδι. Η παραγκωνισμένη στα 1990 Ρωσία βρήκε μέσα από το ίδιο παιχνίδι την ευκαιρία να μπει και πάλι στο πεδίο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ενώ οι ΗΠΑ και οι «πρόθυμοι» σύμμαχοί της κάνουν και αυτοί τον πόλεμο που μπορούν: κυρίαρχοι του αέρα βομβαρδίζουν δικαίους και αδίκους σε ένα παράξενο είδος πολέμου –«αντιποίνων» θα λέγαμε- όπου ελλείψει δυνατοτήτων χερσαίας επέμβασης – κατάκτησης, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποφασιστικό αποτέλεσμα.

Το παιχνίδι είναι πολεμικό. Ως εκ τούτου κερδίζει αυτός που βάζει στρατιώτες και όπλα στο σκηνικό. Το Ιράν το κατάλαβε πρώτο αυτό, η Ρωσία επίσης, η Σαουδική Αραβία με αυτό που μπορεί, τους μισθοφόρους. Με κάποια καθυστέρηση λόγω του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού, το κατάλαβε και η Τουρκία. Διστακτικά στην αρχή, σε κλίμακα αληθινού πολέμου στη συνέχεια, ο τουρκικός στρατός βρίσκεται σε ολοένα και μεγαλύτερους αριθμούς στο έδαφος της Συρίας και του Ιράκ. Φυσικά ο πόλεμος έχει απώλειες, στρατιώτες σκοτώνονται, δάκρυα και πόνος γονέων συγγενών, φίλων, εμφανίζονται στις τηλεοπτικές εικόνες. Δεν είναι έξω από τις πολιτικούς σχεδιασμούς η θλίψη για τους πεσόντες. Εισάγει την κοινωνία ολόκληρη στην «κανονικότητα» του πολέμου, την εθίζει στις μικρές δόσεις σε τρόπο ώστε να μπορεί να δεχθεί τις μεγαλύτερες. Η Τουρκία με τον τεράστιο στρατό, με την φιλόδοξη στρατιωτική βιομηχανία, με οικονομία που χωρίς να είναι ακόμα «οικονομία πολέμου», τείνει προς τα εκεί, βρίσκει στη Συρία τον τρόπο να αξιοποιήσει πολιτικά τα στρατιωτικά της επιχειρήματα. Να προωθεί δηλαδή τα συμφέροντα και τα σχέδια της άρχουσας τάξης της χώρας δια του πολέμου.

Ερχόμαστε στο σημείο που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη δική μας χώρα και το δικό μας λαό. Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ζώνες αστάθειας. Από βορρά τα Βαλκάνια, από τα ανατολικά το μεσανατολικό κενό. Η ίδια η χώρα είναι ο ορισμός της γεωπολιτικής «μαύρης τρύπας». Το πρόβλημα είναι το ακόλουθο: στο νομικό πεδίο -στο διεθνές δίκαιο- η χώρα κατέχει μια πολλά υποσχόμενη θέση. Τα χωρικά της ύδατα σε συνδυασμό με την ζώνη «Αποκλειστικής Οικονομικής Εκμετάλλευσης» (ΑΟΖ), εκτείνονται σε έκταση 500.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, στο ένα πέμπτο της Μεσογείου. Δεν πρόκειται για «άγονες» εκτάσεις. Οι ενεργειακές ανακαλύψεις ή έστω οι βάσιμες προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί καθιστούν ετούτες τις θαλάσσιες εκτάσεις το ίδιο ενδιαφέρουσες για τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό με τις ερήμους της Σαουδικής Αραβίας. Ως εκεί η τύχη δείχνει να χαμογελά στην χώρα μας.

Φαίνεται όμως ότι η τύχη αυτή χαμογελά στην Ελλάδα όσο η αντίστοιχη των γερμανο-ολλανδών αγροτών εποίκων στη Νότιο Αφρική, στην Οράγγη και στο Τρανσβαάλ. Και αυτοί κατέκτησαν-απέκτησαν μια τεράστια επικράτεια όπου έβοσκαν τα κοπάδια τους και καλλιεργούσαν τη γη τους. Όταν σε αυτή βρέθηκαν κοιτάσματα χρυσού η τύχη έγινε ατυχία. Αιματηρός πόλεμος και τελικά κατάκτηση από τους ισχυρούς γείτονες, τους Βρετανούς του Ακρωτηρίου. Ο φυσικός πλούτος είναι τελικά κατάρα για τις χώρες και τους λαούς που διαθέτουν αναντίστοιχη με τα εμπλεκόμενα συμφέροντα ισχύ. Η Ελλάδα θυμίζει στο ζήτημα αυτό τους δυστυχισμένους Μπόερς του 1900.

Πρόκειται για μια χώρα αδύναμη κοινωνικά και, ως εκ τούτου, πολιτικά. Την κυβερνά μια αστική τάξη «μετεμφυλιακή» που έκτισε την οικονομική, κοινωνική και πολιτική της κυριαρχία υπηρετώντας κατακτητές. Που έμαθε να ζει και να πορεύεται στη σκιά των «μεγάλων», στην υπηρεσία τους, και που, χάρη στα όπλα και στα χρήματα των τελευταίων, δεν δίστασε να συντρίψει τον λαό της χώρας κάθε φορά που αυτός σήκωνε κεφάλι. Μια αστική τάξη που έχει στις ρίζες της την απάνθρωπη συντριβή ενός λαϊκού κινήματος που, μεταξύ πολλών άλλων, δίδαξε αυτό που είναι ο πατριωτισμός. Ετούτο τον πατριωτισμό του λαού ποικιλότροπα απεχθάνεται η κυρίαρχη αστική μας τάξη. Πότε πιθηκίζοντας όσα «κοσμοπολίτικα» συναντά, πότε ομνύοντας πίστη και αφοσίωση στους «αφέντες-προστάτες», πότε καταθέτοντας στα πόδια και στα συμφέροντά τους τις τύχες της χώρας, του λαού, του μέλλοντος μας.

Ας δούμε τι είναι για ετούτη την αστική τάξη -και τις συνακόλουθες κυβερνήσεις, «αριστερές» ή δεξιές, που την εκφράζουν- η «άμυνα» της χώρας. Ένα πλέγμα «εξυπηρετήσεων» των ισχυρών της προστατών με το αζημίωτο γι αυτήν και με γνώμονα μοναδικό την ικανοποίηση των ισχυρών μητροπόλεων της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής «δύσης». Η μόνη «στρατηγική» συνίσταται στην επίκληση της παρέμβασης και της προστασίας των «ισχυρών» κάθε φορά που αναδεικνύεται η εθνική αδυναμία.

Η πολιτική των εξοπλισμών αποτυπώνει εύγλωττα την κατάσταση. Τα εξοπλιστικά «προγράμματα» ανακοινώνονται συνήθως μετά από κάποια «επίσημη» και επικοινωνιακή συνάντηση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας με αντίστοιχη της όποιας δυτικής μητρόπολης. Μέσα στο πακέτο των «συμφωνηθέντων» περιλαμβάνεται συνήθως και το όποιο «συμβόλαιο» στα εξοπλιστικά. Η επίσκεψη του Τσίπρα στον Τραμπ συνοδεύτηκε από ανακοινώσεις για την αναβάθμιση των F-16 και ακολουθήθηκε από την ανεκδιήγητη απόκτηση ελικοπτέρων Kiowa προερχόμενα από τον χώρο απορριμάτων προς καταστροφή του αμερικανικού στρατού! Ο απληροφόρητος αναγνώστης οπωσδήποτε θα έχει δει τα ελικόπτερα αυτά είτε στην ταινία «Αποκάλυψη τώρα» είτε στην «Black Hawk down!”. Πραγματικά ετούτα τα οπλικά συστήματα πρωταγωνιστούσαν σε πολέμους που έγιναν πενήντα ή εικοσιπέντε χρόνια πριν από τις μέρες μας!

Οι καλές σχέσεις με τη Γαλλία του Μακρόν οδήγησαν στην εμμονή για την αγορά γαλλο-ιταλικών φρεγατών FREMM. Το τι ακριβώς θα κάνουν στο κλειστό Αιγαίο πανάκριβα πλοία των 7.000 τόνων παραμένει τακτικά, στρατηγικά και λογικά αδιευκρίνιστο. Παράλληλα η χώρα παραδίδει με απλή αίτηση και χωρίς περαιτέρω διαδικασίες βάσεις και «διευκολύνσεις» σε όποια νατοϊκή δύναμη το αιτηθεί. Διαφημίζει δε τα πλεονεκτήματα θέσεων όπως η Σκύρος, η Κάρπαθος, η Καλαμάτα, έτσι ώστε οι «ισχυροί» να ενδιαφερθούν και για αυτά. Ένα στρατιωτικό ΤΑΙΠΕΔ έχει δημιουργηθεί σε αυτόν τον χώρο! Το προφανές γεγονός ότι η «συνδιοίκηση» -τουλάχιστον- των στρατιωτικών βάσεων μειώνει κατά πολύ την σημασία τους για την πραγματική άμυνα της χώρας, απλά δεν σχολιάζεται. Δεν σχολιάζεται διότι απλά δεν υπάρχει ούτε καν η υποψία ότι η άμυνα της εθνικής επικράτειας είναι αποκλειστικά και μόνο υπόθεση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Ασυνείδητα ή ενσυνείδητα ετούτο το καθήκον έχει παραχωρηθεί σε «φίλους», «συμμάχους» και «προστάτες». Και αυτό σε εποχές όπου τα δρώμενα στη Συρία μαρτυρούν καθημερινά το πόσο ευμετάβλητη είναι η στάση και οι προθέσεις των μεγάλων σε κατάσταση «στρατηγικού κενού».

Ακόμα και οι «επικοινωνιακές» τακτικές προδίδουν τις βαθύτερες σκέψεις. Τα δάκρυα που χύθηκαν για τον εμβολισμό του περιπολικού «Γαύδος» του Λιμενικού Σώματος από τουρκικό πολεμικό (το TCSG703 Umut δηλώνεται ως σκάφος του λιμενικού από τους Τούρκους, σε ολόκληρο τον κόσμο όμως είναι πολύ σπάνιο φαινόμενo να εξοπλίζονται σκάφη του λιμενικού με πυροβόλο των 76 χλστ!) επικεντρώνονταν στο γεγονός ότι το πληγέν σκάφος χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ποσοστό 80% περίπου. Η ιδέα και η ελπίδα ότι οι Ευρωπαίοι θα ένοιωθαν κάποιο είδος οργής για την καταστροφή της «δικής τους» περιουσίας φαίνεται πως διακατέχει τους «επικοινωνιακούς υπεύθυνους», ένστολους και μη.

Η όλη συνταγή ήταν από καιρό προφανές ότι είχε ημερομηνία λήξης. Η τελευταία προσδιορίστηκε από τη στιγμή που η Τουρκία αισθάνθηκε αρκετά δυνατή ώστε να προσθέσει το στρατιωτικό χαρτί στο πολιτικό της οπλοστάσιο. Πολύ λίγοι μπορούν να ακολουθήσουν σε αυτό το πεδίο. Και η Ελλάδα βρίσκεται απόλυτα απροετοίμαστη μπροστά σε αυτό. Οι συμμαχίες και οι ιμπεριαλιστικοί συνασπισμοί στους οποίους οι αστικές κυβερνήσεις εναπόθεσαν την προστασία των εθνικών συμφερόντων αδυνατούν επίσης να ακολουθήσουν στο δρόμο αυτό. Οι πόλεμοι τους γίνονται σχεδόν αποκλειστικά στην περιοχή «δι αντιπροσώπων» (proxy–wars στην αγγλοσαξωνική ορολογία). Αυτό σημαίνει ότι οι συμμαχίες τους και οι εγγυήσεις που αυτές παράγουν είναι ασταθείς και διαρκώς μεταβαλλόμενες. Με άλλα λόγια ελάχιστα πράγματα αξίζουν. Το μόνο «όπλο» των ελληνικών αστικών κυβερνήσεων είναι απλά άσφαιρο.

Κάθε φορά που κατεδαφίζονται “εθνικά” δίκαια και περικόπτεται η εθνική κυριαρχία και η εθνική επικράτεια, οι φωνές για τα “εθνικά ζητήματα” φθάνουν ως τον ουρανό. Μη νομίσει κανείς ότι αφορούν τη συγκεκριμένη απειλή και τον πραγματικό ένοχο της επιβουλής. ‘Οχι! Οι φωνές αφορούν πάντα ένα θέμα άσχετο, μια απειλή που δεν υπάρχει (το εάν θα υπάρξει στο μέλλον είναι άλλη υπόθεση – για το παρόν μιλούμε τώρα). Υπαινίσσομαι το περίφημο «όνομα»… Στην Κατοχή, θυμίζω, οι παράγοντες του ναζιστικού καθεστώτος της Ελληνικής Πολιτείας -οι δωσίλογοι- έκαναν “εθνικό αγώνα” ενάντια στους πάντες εκτός από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς που κατείχαν, λεηλατούσαν και διαμέλιζαν τη χώρα. Παλιές τακτικές, παλιά τεχνογνωσία της άρχουσας τάξης.

Στις βραχονησίδες του Αιγαίου ΣΗΜΕΡΑ, στα κυπριακά πελάγη ΣΗΜΕΡΑ δημιουργούνται κάθε μέρα τετελεσμένα σε βάρος των λαών της Κύπρου και της Ελλάδας – της επικράτειας και των δικαιωμάτων των χωρών αυτών. Επειδή σε αυτά τα σπουδαία η αστική τάξη ελάχιστα έχει να πει και λιγότερα να πράξει, το «όνομα» προσφέρεται ως ιδανική δίοδος απόδρασης από την σκληρή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που και αυτής το κόστος οι λαοί θα αναλάβουν να το πληρώσουν.

Πηγή: Κατιούσα

Η Ημέρα της Μαρμότας στη Γερμανία, Συνέντευξη με τον Fabio Di Masi

Μια συνέντευξη της Julia Damphouse με τον Fabio de Masi

Ο βουλευτής του Die Linke Fabio de Masi σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για συνασπισμό στη Γερμανία, η εξέγερση εντός του SPD, και τι σημαίνει όλο αυτό για την αριστερά της χώρας.

Τέσσερις μήνες μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας, το πιο ισχυρό κράτος της Ευρωζώνης παραμένει χωρίς κυβέρνηση. Το Σεπτέμβριο, και τα δυο μέλη του μεγάλου συνασπισμού – η AngelaMerkelαπό τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) και ο Martin Schulz από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) – έχασαν έναν σημαντικό αριθμό εδρών. Αυτό άνοιξε δρόμο για αυξημένη πολιτική επιρροή του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).

Αρχικά, το SPD απάντησε σε αυτά τα αποτελέσματα με το να επιμένει πως δε θα κυβερνούσε με την κεντροδεξιά ξανά. Αλλά, καθώς οι μήνες περνούν, και άλλοι σχηματισμοί του συνασπισμού έχουν ναυαγήσει, η αποφασιστικότητα έχει μειωθεί. Τώρα ο επιβλητικός συνασπισμός (γνωστός ως GroKo, συντομογραφία για GroßeKoalition) έχει επιστρέψει στο τραπέζι, με μια συγκέντρωση του SPDνα ψηφίζει με μικρή διαφορά για άνοιγμα των διαπραγματεύσεων.

Αλλά αυτή τη φορά εκεί γύρω φαίνεται να υπάρχει σημαντική αντίσταση μέσα στο κόμμα σε μια συμφωνία, με τη νεαρή πτέρυγα JUSOS να ηγείται μιας καμπάνιας για να την απορρίψει. Ο σκοπός τους έχει ενισχυθεί από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις στη Γερμανία, που δείχνουν ότι το SPD πέφτει ακόμη περισσότερο και μόλις τέσσερις μονάδες μπροστά από την ακροδεξιά.

Επομένως, τι σημαίνει όλο αυτό για τη Γερμανική Αριστερά; Και πώς μπορεί το DieLinke, αποδεχόμενο το ίδιο ένα απογοητευτικό αποτέλεσμα εκλογών, να απαντήσει στην κατάσταση; Η Julia Damphouse μιλά με τον βουλευτή του Die Linke Fabio de Masi για τις τελευταίες εξελίξεις.

Στην κατεύθυνση του Συνασπισμού

JD: Καθώς η κάλυψη του Τύπου στην αγγλική γλώσσα είναι μικρή από τις εκλογές της Γερμανίας το Σεπτέμβριο, θα μπορούσατε να δώσετε μια επισκόπηση σχετικά με το τι έχει συμβεί ειδικά όσον αφορά στις συζητήσεις για συνασπισμό;

FD: Το πρώτο αξιοπρόσεκτο αποτέλεσμα των εκλογών ήταν η Εναλλακτική για τη Γερμανία, που έφτασε δυνατά στο 13 τοις εκατό. Δεν υπήρχε ξεκάθαρη πλειοψηφία για την AngelaMerkel, οπότε επιχείρησε να σχηματίσει ένα συνασπισμό «Τζαμάικα» ανάμεσα στη δική της συντηρητική Χριστιανοδημοκρατική Ένωση, το φιλελεύθερο Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP), και του Πράσινους. Το όνομα προέρχεται από τα χρώματά τους συνδυασμένα: μαύρο, κίτρινο και πράσινο αντίστοιχα. Μετά από σχεδόν έναν μήνα διαπραγματεύσεων, το FDP αποφάσισε να αποσυρθεί από τις διαπραγματεύσεις. Η εντύπωσή μου ήταν ότι ήθελαν να χρησιμοποιήσουν το πλεονέκτημά τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να αναγκάσουν τη Merkelνα παραιτηθεί. Με το να βγουν δυνατά εναντίον της Merkel, αυτό τους επέτρεψε να γίνουν ελκυστικοί σε παραδοσιακούς ψηφοφόρους της δεξιάς πτέρυγας που έχουν μετακινηθεί προς το AfD.

Ενώ αυτές οι διαπραγματεύσεις βρίσκονταν σε εξέλιξη, ο MartinSchulz, ο πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), απέκλεισε την είσοδο και πάλι σε κυβέρνηση σε ένα νέο μεγάλο συνασπισμό. Αντιθέτως, θέλησε να ανανεώσει τη θέση της σοσιαλδημοκρατίας ως την επίσημη αντιπολίτευση. Τώρα, όμως, που η πιθανότητα ενός συνασπισμού «Τζαμάικα» είναι εκτός τραπεζιού, ο μοναδικός άλλος εφικτός διακανονισμός είναι ένας μεγάλος συνασπισμός. Την προηγούμενη βδομάδα το SPDδιοργάνωσε εθνικό συνέδριο, και εκεί μια μικρή πλειοψηφία εκπροσώπων, το 56 τοις εκατό, ψήφισαν να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις για συνασπισμό με το CDU.

Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι ανεπτυγμένοι από εκείνους στο SPDπου υποστηρίζουν την είσοδο στις διαπραγματεύσεις για συνασπισμό. Ο πρώτος είναι ότι φοβούνται πως το να μην μπουν στις διαπραγματεύσεις θα σημαίνει γρήγορες εκλογές, πιθανόν τον Απρίλη, που θα κάνει το SPDνα πάρει ένα ακόμη χειρότερο αποτέλεσμα από το ιστορικά χαμηλό τους 20 τοις εκατό το Σεπτέμβριο. Οι αξιωματούχοι του κόμματος ανησυχούν, δικαίως αλλά με κυνικό τρόπο, ότι θα χάσουν τις δουλειές τους. Δεύτερον, γνωρίζουν ότι το να μην μπουν στην κυβέρνηση θα σημαίνει προηγουμένως πως υπουργοί σε υψηλές θέσεις θα είναι πάλι απλά τακτικά μέλη του κοινοβουλίου. Τρίτον, νομίζουν ότι η Merkel βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, ότι το CDU θα είναι απελπισμένο να σχηματίσει έναν κυβερνητικό συνασπισμό και ότι το SPD θα μπορέσει να υπαγορεύσει τους όρους της συμφωνίας υπέρ του.

Έχουν υπάρξει κάποιες προχωρημένες κουβέντες, όπου συζητήθηκαν πιθανοί όροι της συμφωνίας για συνασπισμό. Δε φαίνεται ότι οι Σοσιαλδημοκράτες θα κερδίσουν πολύ από το περιεχόμενο. Ένα κομμάτι που διεκδικούν είναι η σταθεροποίηση του ύψους της σύνταξης στο 48 τοις εκατό του μέσου όρου του εισοδήματος που κερδίζει ένας εργάτης κατά τη διάρκεια της εργασιακής του ζωής. Ήταν προηγουμένως 53 τοις εκατό κάτω από μια συντηρητική κυβέρνηση και, στην πραγματικότητα, το SPD ήταν υπεύθυνο για τις πολιτικές που την έκοψαν αρχικά.

Ωστόσο, πριν μπορέσει να γίνει κάποια συμφωνία, το ερώτημα του αν το SPD θα μπει σε μεγάλο συνασπισμό θα τεθεί σε ψηφοφορία από όλα τα μέλη του κόμματος. Η νεανική πτέρυγα του SPD (JUSOS) έχει ξεκινήσει μια καμπάνια για να ενθαρρύνει τον κόσμο που αντιτίθεται σε έναν μεγάλο συνασπισμό να μπουν στο κόμμα και να ψηφίσουν ενάντια στις συζητήσεις για συνασπισμό.

JD: Η καμπάνια του JUSOS έχει συγκριθεί με το Momentum, το κίνημα γύρω από τον JeremyCorbyn στο Βρετανικό Εργατικό Κόμμα. Έχει αξία η σύγκριση;

FD: Δε θεωρώ ότι είναι μια έγκυρη σύγκριση. Πρώτα απ’ όλα, δεν υπάρχει Corbynστο SPD. Η ηγετική καμπάνια του Corbyn αντιπροσώπευσε μια πραγματική προοπτική της δραστικής αλλαγής της πολιτικής κατεύθυνσης ενός από τα πιο νεοφιλελεύθερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη. Ωστόσο, εδώ ο στόχος είναι απλά να αποτρέψουμε άλλον ένα μεγάλο συνασπισμό. Τούτου λεχθέντος, παρά τη διαφορά στο πεδίο εφαρμογής, αυτός είναι ένας από τους πιο έντονους εσωτερικούς διαλόγους μέσα στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία εδώ και χρόνια. Δεν είναι κάτι που πρέπει να αγνοήσουμε, αλλά από ολόκληρη την καμπάνια ενάντια σε ένα μεγάλο συνασπισμό λείπει ένα πολιτικό πρόγραμμα. Αυτό είναι το αδύναμο σημείο τους.

JD: Επομένως, η καμπάνια #NoGroKo (δηλαδή όχι στο μεγάλο συνασπισμό) δεν είναι το Momentum. Αλλά υπάρχει καμιά πιθανότητα το SPD να κινηθεί ίσως προς τα αριστερά στο μέλλον;

FD: Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε το SPDνα κινηθεί προς τα αριστερά ήταν αν είχε ένα πολιτικό σχέδιο εκφρασμένο από εκείνους στο SPD που αντιτίθενται στην πολιτική των προηγούμενων μεγάλων συνασπισμών. Δεν είναι αρκετό να πούμε «Όχι στο GroKo», πρέπει να υπάρχει πολιτικό πρόγραμμα. Η αριστερή πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας δεν έχει εκφράσει ισχυρή κριτική σε σαφή προγραμματισμένα πεδία. Μιλούν μερικές φορές για φορολογική δικαιοσύνη, για παράδειγμα, αλλά υπάρχει ελάχιστη κριτική δέσμευση με τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το ρόλο της Γερμανίας σε αυτήν.

Δεν εννοώ ότι δεν υπάρχει επιθυμία για περισσότερες δραστικές θέσεις. Πολλά από τα απλά μέλη του κόμματος υποστηρίζουν τις πολιτικές του DieLinke, αλλά δεν υπάρχει αξιόπιστο πρόσωπο αυτήν τη στιγμή μέσα στο SPDπου να μπορεί να εκπροσωπήσει ένα περισσότερο αριστερό πρόγραμμα. Υπάρχουν άνθρωποι με καλές προθέσεις όπως ο αργηχός της νεολαίας του κόμματος, KevinKühnert, ο οποίος προειδοποιεί ενάντια στην αυτοκαταστροφή του κόμματος μέσω ενός νέου μεγάλου συνασπισμού, αλλά δεν εκφράζει ένα πιο θετικό όραμα για το πώς πρέπει να μοιάζει το SPD. Αυτή η συζήτηση δεν έχει λάβει χώρα ακόμη.

JD: Στις εκλογές του Σεπτέμβρη, το AfD ήρθε τρίτο όσον αφορά στις έδρες. Αν υπήρχε άλλος ένας μεγάλος συνασπισμός, αυτοί θα γίνονταν η επίσημη αντιπολίτευση. Μερικοί το βλέπουν αυτό ως τον ισχυρότερο λόγο για το SPD για να μείνει εκτός. Αν, όμως, το κάνουν, είμαστε καταδικασμένοι σε τέσσερα χρόνια συζήτησης υπό τους όρους του AfD;

FD: Η άνοδος του AfD είναι το αποτέλεσμα της εμφανούς έλλειψης εναλλακτικής στα πολιτικά της Γερμανίας. Το όνομά τους δεν είναι σύμπτωση. Όμως δεν είναι μια πραγματική εναλλακτική στα περισσότερα πεδία, δεν είναι μόνο ρατσιστές αλλά ενάντια στα δικαιώματα των εργατών και υπέρ των περικοπών στους φόρους των πλουσίων. Είναι έξυπνοι, ωστόσο, και προσπαθούν έρθουν κοντά με το παλαιότερο και πιο απομονωμένο κομμάτι του εκβιομηχανισμένου εργατικού δυναμικού της Γερμανίας. Οι πολιτικές των κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων της Γερμανίας έχουν προετοιμάσει το έδαφος για το είδος της κοινωνικής αναταραχής που το AfD εκμεταλλεύεται. Συνεπώς, το επιχείρημα ότι το SPDπρέπει να μείνει εκτός κυβέρνησης για να αποτρέψει το AfD από το να είναι η αντιπολίτευση, δεν είναι αρκετό. Θα θεωρούνται ακόμη ως η εναλλακτική μέχρι το SPD ή το DieLinke να μπορέσουν να αμφισβητήσουν το πολιτικό καθεστώς.

Όταν ο Schulzεξελέγη για πρώτη φορά αρχηγός του SPD, υπαινίχθηκε την ανατροπή κάποιων μεταρρυθμίσεων της εργατικής αγοράς που εισήγαγε το κόμμα του στο Πρόγραμμα 2010. Ακόμη και η αμυδρή κίνηση σε αυτήν την κατεύθυνση προκάλεσε την αύξηση των ψήφων του κόμματος περίπου 10 τοις εκατό. Ωστόσο, το SPDπαρέμεινε στην κυβέρνηση αντί να χρησιμοποιήσει μια ενδεχόμενη πλειοψηφία με το DieLinke και οι Πράσινοι στο τελευταίο κοινοβούλιο για να διορθώσουν μερικά από τα προηγούμενα λάθη τους, προκαλούν γρήγορες εκλογές και θέτουν το πρόγραμμα. Επομένως, η δημοσιότητα του Schulzήταν απλά προσωρινή. Υπάρχει ένα σημαντικό τμήμα ψηφοφόρων που το SPDθα μπορούσε να εκμεταλλευτεί, που είναι απογοητευμένοι, αλλά που επίσης δεν έχουν γίνει, δυστυχώς, ψηφοφόροι του DieLinke.

Αριστερή αντιπολίτευση

JD: Γιατί το DieLinke έχει αποτύχει να συγκεντρώσει περισσότερους από τους δυσαρεστημένους πρώην ψηφοφόρους του SPD;

FD: Μερικοί ψηφοφόροι, ενώ είναι υπέρ των αιτημάτων μας σε ζητήματα όπως μεταρρυθμίσεις στις συντάξεις και λήξη της παρουσίας του γερμανικού στρατού στο εξωτερικό, δεν πιστεύουν ότι έχουμε τη ικανότητα να θεσπίσουμε όντως τέτοιες πολιτικές. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Corbyn ως τον αρχηγό του Εργατικού Κόμματος, επειδή δεν υπήρχε η προοπτική της αλλαγής της κατεύθυνσης της χώρας. Το DieLinkeδεν έχει αυτήν την ικανότητα. Και από την SahraWagenknecht μέχρι την KatjaKipping εκεί υπάρχει μια ποικιλία διαφορετικών αντιλήψεων πολιτικής στρατηγικής για το κόμμα. Πρέπει να δεχτούμε ότι χάσαμε κάποια από τη μαζική μας απήχηση ως αντικαθεστωτική δύναμη απέναντι στο AfD. Ωστόσο, άλλος ένας μεγάλος συνασπισμός θα μπορούσε να οδηγήσει στη ρήξη εντός του SPD. Το ερώτημα τότε θα γινόταν, μπορούμε να προσελκύσουμε εκείνους που απογοητεύονται ακόμη περισσότερο;

JD: Την τελευταία φορά που μιλήσατε με το Jacobin, αναφέρατε το ενδιαφέρον της SahraWagenknechtγια το σχηματισμό ενός αριστερού λαϊκού κινήματος εμπνευσμένου από την Επαναστατική Γαλλία (FranceInsoumise) του Mélenchon. Θα μπορούσε κάτι σαν αυτό να παρουσιάσει μια νέα ευκαιρία για την Αριστερά στη Γερμανία;

FD: Η SahraWagenknecht έχει δίκιο σε δυο παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι ότι κατά την προηγούμενη δεκαετία, έχει γίνει μια μετακίνηση των ψηφοφόρων μακριά από τα κόμματα της Αριστεράς. Περίπου στην αλλαγή της χιλιετίας, οι συνδυασμένες ψήφοι του DieLinke, του SPD και των Πρασίνων σταθερά δημιούργησαν μια πλειοψηφία. Ωστόσο, η πλειοψηφία αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ, και τώρα, ακόμη κι αν επρόκειτο να θεωρούμε ακόμα ότι οι Πράσινοι είναι μια αριστερή δύναμη, αυτά τα τρία κόμματα δε θα μπορούσαν πλέον να σχηματίσουν πλειοψηφία στην κυβέρνηση.

Δεύτερον, το γεγονός ότι το DieLinke δεν έχει καταφέρει να πείσει εκατομμύρια δυσαρεστημένων πρώην ψηφοφόρους του SPD, και /ή τα μέλη τους, δείχνει ότι χρειάζεται ενός είδους αλλαγή στη στρατηγική για να ειδωθεί το κόμμα ως μια αξιόπιστη εναλλακτική. Το ερώτημα είναι, είμαστε εμείς, το DieLinke ή η Αριστερά γενικά, σε θέση να δημιουργήσουμε ένα φόρουμ για να μιλήσουμε σχετικά με μια αριστερή ανανέωση στη Γερμανία χωρίς να εγκαταλείψουμε το DieLinke ως το μόνο επιτυχημένο κεντροαριστερό κόμμα στη Γερμανία εδώ και δεκαετίες;

Πιστεύω ότι η SahraWagenknechtήθελε να ερευνήσει τις απόψεις του κόσμου πριν προχωρήσει σε περαιτέρω δράση, για να δει αν θα μπορούσε να στείλει ένα σημάδι στα μέλη του SPD, όπως είχε κάνει πιο πριν ο πρώην αρχηγός του SPD, OskarLafontaine. Η πρόθεσή της ήταν να δείξει ότι συζητήσεις σχετικά με το μέλλον της γερμανικής αριστεράς δεν είναι απαραίτητο να γίνονται μόνο εντός των παραμέτρων του DieLinke. Αυτό δε σημαίνει ότι θέλει να σχηματίσει νέο κόμμα, αλλά, αντιθέτως, ότι κατανοεί πως τα μέλη του SPD ίσως να μην επιθυμούν να αλλάξουν σε ένα διαφορετικό κόμμα, όπου δεν είναι εξοικειωμένοι με την εσωτερική δυναμική, και δεν είναι σίγουροι αν είναι ευπρόσδεκτοι.

JD: Ποιες είναι οι προοπτικές για το DieLinke στο κοντινό μέλλον;

FD: Το DieLinke έχει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την απογοήτευση που νιώθει ο γερμανικός λαός γενικά σχετικά με το χάος και την αβεβαιότητα αυτών των διαπραγματεύσεων για συνασπισμό. Μπορούμε να κερδίσουμε ανθρώπους με το να τους δείξουμε ότι παραμένουμε συγκεντρωμένοι στα κύρια ζητήματα που επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Είμαστε πολύ επιτυχημένοι όταν έχουμε καθαρές θέσεις στα ζητήματα της στέγασης, των κοινωνικών υπηρεσιών, της προστασίας του εργασιακού χώρου και των συντάξεων.

Ωστόσο, έχουμε τα δικά μας εσωτερικά προβλήματα. Υπάρχουν αγώνες δύναμης μέσα στην ηγεσία του κόμματος. Κάποιοι άνθρωποι εκφράζουν ανησυχίες για τον μεταβαλλόμενο δημογραφικά πυρήνα ψηφοφόρων, που γίνεται νεότερος, πιο αστικός, και πιο ακαδημαϊκός. Και ενώ βεβαίως καλωσορίζουμε νέους ανθρώπους, πρέπει να ανησυχούμε που χάνουμε ψηφοφόρους που βρίσκονται ανάμεσα στους ανέργους, και ανάμεσα στα πιο παραδοσιακά απασχολούμενα μέλη των εργατικών συνδικάτων.

Είμαστε σε μια περίοδο με μια τεράστια ποσότητα δυσαρεστημένων με την πολιτική στη Γερμανία. Στο παρελθόν, το DieLinkeέχει προσπαθήσει να πείσει ανθρώπους πως, αν είχαν ψηφίσει εμάς, οι ζωές τους θα άλλαζαν προς το καλύτερο. Αντιθέτως, χρειάζεται να πούμε πως δεν είναι αρκετό να ψηφίσεις ένα κόμμα. Η θετική αριστερή πολιτική χρειάζεται οι άνθρωποι να σηκώσουν τον αγώνα στην καθημερινή τους ζωή, όπως στις επιθέσεις στα δικαιώματα των εργατών και στην υποχρηματοδότηση των δημοσίων υπηρεσιών. Αυτό που μπορούμε να μάθουμε από το Momentum είναι το να βγούμε στους δρόμους και να εμπλακούμε περισσότερο στις καθημερινές καμπάνιες που επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Χρειαζόμαστε μια αλλαγή στη πολιτική κουλτούρα.

Μετάφραση: Εβίτα Ευσταθίου

Πηγή: Jacobin

Το ΚΚΕ, η αριστερά και τα συλλαλητήρια της πατριδοκαπηλείας

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Το πατριδοκάπηλο συλλαλητήριο της 4ης Φεβρουαρίου τελειώσε. Ο βασικός κερδισμένος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και σε δεύτερο χρόνο η ακροδεξιά εντός και εκτός της ΝΔ. Μέρος του συστήματος (ΝΔ, ΜΜΕ) «έπαιξε» αυτό το συλλαλητήριο σε μια αντικυβερνητική κατεύθυνση και η αναδιάταξη στη δεξιά-ακροδεξιά παραμένει ερώτημα.

Η εναπομείνασα αριστερά και οι αριστεροί, μετράνε τις πληγές τις επόμενης μέρας. Όχι μόνο γιατί ένα πάλαι ποτέ σύμβολο της, ο Μίκης, μίλησε σαν εκπρόσωπος τύπου της ακροδεξιάς πτέρυγας της ΝΔ και νομιμοποίησε τους Ναζί. Αλλά κυρίως γιατί η συνολική της εικόνα, τις βδομάδες αυτές του «μακεδονικού», ήταν μια εικόνα μικροκομματικών επιδιώξεων και άστοχων τοποθετήσεων.

Άλλοι θεώρησαν ότι θα καβαλήσουν το κύμα της «πατριωτικής» έξαρσης για να ψαρέψουν σε θολά νερά, όπως η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Άλλοι μεταξύ εθνικισμού και καιροσκοπισμού, οι οποίοι όπου βλέπουν κόσμο να κινείται βλέπουν θετικές διεργασίες (Καταλονία πριν 2 μήνες, πατριδοκάπηλα συλλαλητήρια σήμερα), όπως η ομάδα γύρω από την εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς. Χωρίς κανένα κριτήριο, αρχές, αξίες.

Άλλοι έγιναν πρόθυμη συνιστώσα του «αντιεθνικιστικού» μετώπου στο οποίο πρωτοστατεί η κυβέρνηση. Κάποιοι, έξω από κάθε κοινή λογική, πρωτοστάτησαν στο να εξαφανίσουν το υπαρκτό πρόβλημα του αλυτρωτισμού της ΠΓΔΜ-που είναι μια ειδική μορφή εθνικισμού-πρόβλημα που αναγνωρίζει όμως ο νυν πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ Ζάεφ.

Έλλειψε εκκωφαντικά μια αντιιμπεριαλιστική παρέμβαση και τοποθέτηση, σε ένα κατεξοχήν πρόβλημα ιμπεριαλιστικής προωθούμενης «λύσης». Και σε ένα τέτοιο καθήκον, ιστορικά και πολιτικά, η κομμουνιστική αριστερά έπρεπε να πρωτοστατήσει.

Η απλή, λογική, «αυτονόητη» ανάγκη, για μια πλατιά πρωτοβουλία με κεντρικά συνθήματα έξω τα ΝΑΤΟ από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια-καμία συμφωνία για χάρη του ΝΑΤΟ δεν τέθηκε.

Μια πρωτοβουλία που θα μπορούσε να καλέσει από παρεμβάσεις στις γειτονιές έως μια αντιιμπεριαλιστική διαδήλωση, κάποιες μέρες πριν το συλλαλητήριο των πατριδοκάπηλων, στην πρεσβεία των ΗΠΑ, την «μήτρα» των λύσεων και το βασικό υπεύθυνο – όχι το μοναδικό – των προβλημάτων στην περιοχή.

Το «αντιφασιστικό» συλλαλητήριο του Σαββάτου, το οποίο κάλεσαν Ανταρσυα, ΛΑΕ και άλλες δυνάμεις, δεν ήταν κάτι τέτοιο. Από το βασικό σύνθημα έως την κατάληξη (γραφεία Χρυσής Αυγής) δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα. Ήταν ένα αντιφασιστικό συλλαλητήριο, ετεροκαθοριζοταν από τη δράση των χρυσαυγιτών, αντικειμενικά εντάσσονταν στη λογική του «αντιεθνικιστικού μετώπου», αφήνοντας έξω την βασική πλευρά της αντίθεσης, που είναι η κυβερνητική Νατοϊκή γραμμή για «συμβιβασμό και λύση».

Μια πρωτοβουλία που θα έδινε ένα ανεξάρτητο αντιιμπεριαλιστικό και πατριωτικό στίγμα της αριστεράς και θα εμπόδιζε την ταύτιση πατριωτισμού-εθνικισμού.

Μια πρωτοβουλία στην οποία θα τίθονταν οι βασικοί αντίπαλοι. Το ΝΑΤΟ, οι βάσεις του από τη Σούδα ώς την υπερ-βάση στο Κόσσοβο, τα κόμματα που το στηρίζουν, από το ΣΥΡΙΖΑ έως τη ΝΔ , την κεντροαριστερά και τη Χρυσή Αυγή.

Μια πρωτοβουλία για την οποία το ΚΚΕ, λόγω μαζικότητας και μόνο, είχε ευθύνες. Τι νόημα έχουν οι κομματικές παρελάσεις των χιλιάδων μελών όταν αυτός ο κόσμος δεν καλείται να αναλάβει δράση όταν αναπτύσσονται οι δυναμικές; Είναι γνωστή η ανθενωτική λογική του ΚΚΕ. Γιατί έστω δεν οργάνωσε ένα τέτοιο συλλαλητήριο; Δεν είναι πρόβλημα για το ΚΚΕ ότι ο συνολικός συσχετισμός αντιδραστικοποιείται με τα συλλαλητήρια των πατριδοκάπηλων; Περιμένει το ΚΚΕ από τον «αντικυβερνητικό» αγώνα του εσμού της δεξιάς-ακροδεξιάς να πάρει κάποιο (εκλογικό) κοκκαλάκι; Δε θέλει να συγκρουστεί-πάλι για χάριν των δημοσκοπήσεων- με το ρεύμα της «πατριωτικής» έξαρσης; Στο πρωτοσέλιδο της Κυριακής ο Ριζοσπάστης ονομάτιζε ως υπεύθυνο τα σχέδια ΗΠΑ-Ε.Ε. στην περιοχή και τους αλυτρωτισμούς. Σωστό, Όμως με πρωτοσέλιδα θα γίνει αποκάλυψη του ρόλου του ΝΑΤΟ, καταγγελία της κυβέρνησης, της ΝΔ και των πατριδοκάπηλων και απόσπαση κόσμου που αγωνιά και στον οποίο ψαρεύουν οι παραπάνω με θολά και εθνικιστικά συνθήματα;

Αλήθεια ποιος ο ρόλος και ο χαρακτήρας του ΚΚΕ στην ελληνική κοινωνία; Να «τα λέει» και να «έχει πάντα δίκιο»; Υπάρχουν άμεσα καθήκοντα κάθε φορά; Η δεν απασχολεί το ΚΚΕ πως χτίζονται οι συνειδήσεις και οι συσχετισμοί κάθε φορά; Πως φτιάχτηκε το μέτωπο των πατριδοκάπηλων από εθνικιστές έως τη ΝΔ και πρώην αριστερούς; Έπρεπε το ΚΚΕ να καλέσει κάθε αντιΝΑΤΟική-αντιιμπεριαλιστική φωνή και δύναμη για το δικό μας μέτωπο, σε κόντρα με τον κοσμοπολιτισμό και τον εθνικισμό; Η από θέση αρχής το ΚΚΕ δε θα συμμαχεί ποτέ, για κανένα θέμα και με κανέναν;

Το ΚΚΕ «γιορτάζει» τα 100 χρόνια του. Συχνά – πυκνά στελέχη του επικαλούνται την πολύχρονη πείρα του. Σίγουρα έχει την πείρα να αντιληφθεί τι θα σήμαινε ένα συλλαλητήριο αρκετών χιλιάδων διαδηλωτών στην πρεσβεία των ΗΠΑ με κεντρικά συνθήματα έξω τα ΝΑΤΟ από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια-καμία συμφωνία για χάρη του ΝΑΤΟ. Πως θα πίεζε από τον Άδωνι, έως και το Μίκη. Δεν του «ξέφυγε», ηθελημένα δεν το έπραξε. Με κριτήριο την κάλπη και το κόμμα-μαγαζί και όχι τον γενικό συσχετισμό και τη λεηλασία του κόσμου από τον εθνικισμό και τον κυβερνητικό κοσμοπολιτισμό.

Μεγάλος κερδισμένος ο ΣΥΡΙΖΑ από το συλλαλητήριο

Τα φαινόμενα ίσως απατούν, αλλά το σημερινό συλλαλητήριο για τη Μακεδονία βγάζει κερδισμένο τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πρώτον επειδή αποδεικνύει για μια ακόμα φορά, και στην ελληνική άρχουσα τάξη και στον ιμπεριαλισμό, ότι το κόμμα που εξυπηρετεί πιο αποτελεσματικά και ικανά τα αστικά συμφέροντα και τις επιδιώξεις του ευρωατλαντικού άξονα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Η άρχουσα τάξη έχει γραμμή για το μακεδονικό και είναι ανταγωνιστική με το κεντρικό σύνθημα του συλλαλητηρίου. Δεν είμαστε στα 1992 όταν σύσσωμος ο αστικός κόσμος οχυρώθηκε πίσω από τη μη παράδοση του ονόματος. Η σημερινή γραμμή του αστισμού είναι η αποδοχή σύνθετης ονομασίας ανοίγοντας το δρόμο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και (μελλοντικά) και στην ΕΕ. Είναι η γραμμή που επιβάλουν με κάθε μέσο οι διεθνείς οργανισμοί και τα επιχειρηματικά συμφέροντα, είναι η λύση που επιζητά το ελληνικό κεφάλαιο. Στη γραμμή αυτή συντάσσονται σημαντικά τμήματα της ΝΔ, ακόμη και αν η πατριδοκαπηλεία και ο εθνικισμός παραμένουν αναγκαίες γέφυρες της αξιωματικής αντιπολίτευσης με το εκλογικό της ακροατήριο. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποκαθιστά ανοικτά τη ΝΔ ως το κατεξοχήν κόμμα της αστικής τάξης. Αφού κατακάτσει ο κουρνιαχτός από το συλλαλητήριο ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδίσει κι άλλους πόντους στην εμπιστοσύνη του αστισμού και των δανειστών. Η αλλοπρόσαλη και αντιφατική στάση της ΝΔ που από την αποδοχή της σύνθετης ονομασίας εδώ και εικοσιπέντε χρόνια, μεταπήδησε στο «καμιά παραχώρηση στο όνομα» για λόγους εκλογικού ακροατηρίου, θα πιστωθεί αρνητικά.

Δεύτερον, επειδή ο αντίπαλος της κυβέρνησης, όπως αναδείχθηκε από το συλλαλητήριο δεν είναι ένα μαζικό κίνημα πρώτα και κύρια ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και στην άνωθεν (και σε αυτά τα πλαίσια) επιβαλλόμενη λύση του ονοματολογικού. Στο συλλαλητήριο εκφράστηκε ένα συνονθύλευμα δυνάμεων, που ακόμα και αν στο σύνολό τους δεν είναι εθνικιστικές, συγκροτείται κάτω από το εθνικιστικό, ρηχό, ανιστόρητο και επικίνδυνο «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική». Η πατριδοκαπηλεία και ο εθνικισμός για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όχι απλά δεν είναι επικίνδυνος αντίπαλος, αλλά είναι ένας βολικός αντίπαλος. Η μετακύλιση της κρίσης στον εθνικισμό είναι μια διαχρονικά καλή συνταγή για την άρχουσα τάξη. Το συλλαλητήριο, υπό αυτούς τους όρους, ήταν λοιπόν καλοδεχούμενο από ισχυρό τμήμα του κατεστημένου, ακόμη και αν το επί της ουσίας αίτημά του (“όχι στη σύνθετη ονομασία”) δεν είναι αποδεκτό και θα ανατραπεί πανεύκολα σε λίγες μέρες. Τα πράγματα θα ήταν αλλιώς αν αντί για έναν εθνικιστικό και εύκολα αντιμετωπίσιμο αντίπαλο, υπήρχε ένα αντιμπεριαλιστικό κίνημα που υπερασπίζεται την εθνική ανεξαρτησία και κατανοεί ότι αυτός που την απειλεί δεν είναι η σύνθετη ονομασία αλλά η διαχρονική βαλκανοποίηση της Βαλκανικής από τους ευρωατλαντικούς προστάτες. Στην περίπτωση αυτή η κυβέρνηση Τσίπρα θα έπρεπε να απολογείται, όχι γιατί αποδέχεται τη σύνθετη ονομασία, αλλά γιατί έχει καταντήσει το πιστότερο σκυλάκι των ΗΠΑ και της ΕΕ και μετά την κοινωνική και οικονομική καταστροφή των μνημονίων, βάζει και την ίδια τη χώρα στον πάγκο του χασάπη ιμπεριαλισμού.

Τρίτον, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ εύκολα πλέον θα πιέσει και θα κερδίσει από τα δεξιά του, καθώς από τα αριστερά του δεν απειλείται από κανέναν. Θα πιέσει αποτελεσματικά το ακραίο κέντρο και τον λεγόμενο μεσαίο χώρο, θα ζορίσει ακόμη και τη ΝΔ που με το ένα πόδι παραβρίσκεται στα συλλαλητήρια της πατριδοκαπηλείας και με το άλλο πόδι διεκδικεί να είναι το σύγχρονο ευρωπαϊκό αστικό κόμμα, το αγαπημένο των δανειστών και της άρχουσας τάξης. Σε αντίθεση με αυτά που φανταζόμαστε, τα συλλαλητήρια δεν υπαγορεύουν την πολιτική των κυβερνήσεων (το 2015 δεν είναι μακριά), ούτε κερδίζουν εκλογές. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ παίζουν πλέον στο ίδιο γήπεδο, καθώς εκφράζουν τα ίδια ταξικά συμφέροντα. Νικητής θα είναι αυτός που θα πείσει ότι εκφράζει καλύτερα τα συμφέροντα της τάξης που υπηρετεί. Η κυβέρνηση Τσίπρα αποδείχθηκε ικανότερη να εμπεδώσει κοινωνικά και οικονομικά τα μνημόνια και να δεσμεύσει τη χώρα σε επιτροπεία διαρκείας και εσαεί λιτότητα. Ακόμη περισσότερο, στο μακεδονικό, η κυβέρνηση Τσίπρα εκφράζει πολύ πιο καθαρά τις επιδιώξεις της ελληνικής άρχουσας τάξης. Η επίλυση του θέματος της ονομασίας και η συνακόλουθη ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ είναι η κατεύθυνση που έχει χαράξει ο ευρωατλαντικός άξονας και ακολουθεί πλήρως ο ελληνικός αστισμός. Ο οποίος, παρεμπιπτόντως, μετά την κατραπακιά των μνημονίων και της οικονομικής καθίζησης, βλέπει πεδίο δόξης λαμπρόν, συνοδευόμενο από ανταλλάγματα (έστω και ελάχιστα), αν η Ελλάδα εδραιωθεί ως η σταθερή, δυτικόφιλη, υπάκουη δύναμη της περιοχής.

Τέταρτον, γιατί το συλλαλητήριο της Αθήνας, παρά το ότι πολιτικά μετατοπίστηκε από τον ακραιφνή εθνικιστικό χαρακτήρα του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης, δεν δίνει διέξοδο στο πρόβλημα. Η συμμετοχή του Μίκη επιχείρησε να ξεπλύνει τον χαρακτηρισμό του συλλαλλητηρίου ως ακροδεξιό, αλλά η ομιλία του ήταν χειρότερη από τη συμμετοχή του. Η αποθέωση του μέχρι πρότινος «εθνολαϊκιστή αντιμνημονιακού» Μίκη από το ΣΚΑΙ είναι ενδεικτική. Δεν είναι το πρώτο, ίσως ούτε το χειρότερο λάθος που κάνει ο Μ.Θεοδωράκης ως πολιτικός, αλλά το πρόβλημα είναι βαθύτερο για τους υποστηρικτές του συλλαλητηρίου. Το πλαίσιο που συγκρότησε το σημερινό συλλαλητήριο είναι παιχνιδάκι για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η δε αποστροφή του Μίκη «αφήστε τους Σκοπιανούς να ζουν τον εθνικό τους μύθο, αλλά εμείς δεν θα τους παραδεχτούμε ποτέ ως Μακεδόνες» σημαίνει ότι η μόνη εναλλακτική στη σύνθετη ονομασία υπό το ΝΑΤΟ, είναι η διπλή ονομασία που ντε φάκτο υπάρχει: Οι Έλληνες θα αποκαλούν τη γειτονική χώρα Σκόπια και όλος ο άλλος κόσμος Μακεδονία. Σπουδαία επιτυχία… Απέναντι σε αυτό η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει μια πολύ πειστικότερη αφήγηση: Εμπέδωση του ρόλου της χώρας ως πειθήνιας και σταθερής δυτικόφιλης δύναμης, εκμετάλλευση των προβλημάτων των ΗΠΑ με την άτακτη Τουρκία και προβολή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ως της φιλοαμερικανικότερης κυβέρνησης της περιοχής, ολοσχερής προσχώρηση στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αίγυπτος, παραχώρηση στη σύνθετη ονομασία για να ενταχθεί η ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και να επιταχυνθεί/διασφαλιστεί η αμερικανική απόβαση στα Δυτικά Βαλκάνια. Στα πλαίσια αυτά όλο και κάποιο αντάλλαγμα μπορεί να έρθει, σε μια καθημαγμένη από τα μνημόνια χώρα. Αν συγκρίνουμε τις δύο, τάχα αντιπαραθετικές πολιτικές, η αφήγηση ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πειστικότερη από τις ρηχές και διόλου αντιμπεριαλιστικές κραυγές του συλλαλητηρίου. Πειστικότερη όχι μόνο για την άρχουσα τάξη, αλλά και για ισχυρά τμήματα κοσμοπολίτικων μεσαίων στρωμάτων.

Συμπέρασμα;

Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως η λογική και ήρεμη δύναμη που βγάζει όλη τη δύσκολη δουλειά για την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό. Πέραν της εμπέδωσης των μνημονίων (εργασία ιδιαίτερα δύσκολη προ του 2015 και με τεράστιο πολιτικό κόστος), προβάλει ως ικανός διαχειριστής των ευνοϊκών συγκυριών στα εθνικά θέματα (πίεση ΝΑΤΟ για επίλυση του ονοματολογικού). Η κόντρα του δεν είναι με ένα αντιμπεριαλιστικό λαϊκό κίνημα, αλλά με ένα συνονθύλευμα εθνικιστικών και πατριδοκάπηλων δυνάμεων, εύκολα διαχειρίσιμων. Ταυτόχρονα το δίπολο ΣΥΡΙΖΑ VS Ακροδεξιά λειτουργεί ως ευτυχής σανίδα σωτηρίας για την ίδια την κυβέρνηση Τσίπρα. Τέλος η δεξιά πολυκατοικία μπαίνει σε φάση τριγμών καθώς θα πρέπει να συμβιβάσει την κληρονομιά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για ένα κόμμα καθαρόαιμο εκφραστή των συμφερόντων των ΗΠΑ και του αστισμού, με τη σημερινή διαχείριση του Κυριάκου Μητσοτάκη που αποδεικνύει για δεύτερη φορά μετά τον ΓΑΠ ότι «τα παιδιά δεν κάνουν για τη δουλειά» την οποία τους αναθέτουν.

Κοντολογίς, ο ΣΥΡΙΖΑ ανασυντάσσεται σε βάθος χρόνου, υποκαθιστά τη ΝΔ ως το αποτελεσματικότερο αστικό/φιλοΕΕ/φιλοΗΠΑ κόμμα, εκφράζει το μεσαίο χώρο του «ακραίου κέντρου» και της «κοινής λογικής», υποβιβάζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε απολογητή των ρηχών, εθνικιστικών και αναποτελεσματικών γραφικοτήτων, ενώ στριμώχνει και τις όποιες εξ αριστερών του δυνάμεις κάτω από τη δική του ομπρέλα προβάλλοντας (και τεχνηέντως υπερτονίζοντας) τον κίνδυνο της ακροδεξιάς. Τρία χρόνια μετά τη μεγάλη απάτη του Γενάρη του 2015, εξακολουθεί να αναζητείται αντιπολίτευση.