Σκέψεις και συμπεράσματα με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου

Ανακοίνωση της ΕΛΜΕ Πειραιά.

“Ο δάσκαλος δεν είναι μόνο γράμματα, είναι περισσότερο απ’ όλα ο ίδιος παράδειγμα αγωνιστικό και αποφασιστικό με τη δράση του, με το βίο και την πολιτεία του για τους μαθητές του”.

Είναι αλήθεια πως στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου γιορτάζουμε παραδόξως την αρχή και όχι το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Όμως, είτε κοιτάζει κανείς την αρχή είτε το τέλος της τετράχρονης δοκιμασίας στην οποία μπήκε τότε ο λαός και η πατρίδα μας, ένα δεν μπορεί να παραβλέψει, ότι ο λαός αναδείχτηκε σε πρωταγωνιστή των γεγονότων. Έβαλε φαρδιά την υπογραφή του και καθόρισε τις εξελίξεις. Την ίδια ώρα που ο άνθρωπος του μόχθου μάτωνε στο μέτωπο κόντρα στον ιταλικό φασισμό και πετύχαινε τη μια νίκη μετά την άλλη, κάποιοι έλεγαν «θα πάμε να ρίξουμε μερικές ντουφεκιές για την τιμή των όπλων» και προετοίμαζαν τη συνθηκολόγηση (δηλώσεις του τότε αρχηγού του ΓΕΣ Αλ. Παπάγου). Ο ελληνικός λαός ήταν για άλλη μια φορά κι εκείνος που σήκωσε το βάρος της αντίστασης ενάντια στον κατακτητή, ένας περήφανος λαός που στην πλειοψηφία του δε συνεργάστηκε με τον κατακτητή ούτε το έβαλε στα πόδια την κρίσιμη στιγμή, όπως έκανε η πλειοψηφία της άρχουσας τάξης και το πολιτικό της προσωπικό. Έμεινε εκεί, πληρώνοντας βαρύ τίμημα, είναι αλήθεια, για να υπερασπιστεί «τις καλύβες και τα πεζούλια του».Στις 21/4/1941 ο επικεφαλής στρατηγός Γ. Τσολάκογλου με τις ευλογίες του μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα υπέγραψε συνθηκολόγηση άνευ όρων με τους Γερμανούς, οι οποίοι τον διόρισαν πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό. Την άλλη μέρα της συνθηκολόγησης ο Βασιλιάς και η κυβέρνησή του με πρωθυπουργό τον Εμμ. Τσουδερό έφυγαν για την Κρήτη και στη συνέχεια στην Αίγυπτο, με γεμάτες τις αποσκευές τους με χρήμα και χρυσό. Τις πρώτες εκείνες ημέρες, που ο λαός της Αθήνας υποδεχόταν τους κατακτητές με κλειστές τις πόρτες και τα παράθυρα, οι πράξεις των ανώτερων τιτλούχων του καθεστώτος της Αθήνας συναγωνίζονται η μια την άλλη σε ξεδιαντροπιά. Μία όμως ξεχωρίζει, ως η πλέον ατιμωτική: η παράδοση των πολιτικών κρατουμένων της μεταξικής δικτατορίας (στην πλειονότητά τους κομμουνιστών, που ζήτησαν να πάνε στο μέτωπο να πολεμήσουν) στα γερμανικά στρατεύματα! Συνεπώς, αυτό που σήμερα σκόπιμα αναπαράγει η σημερινή κυβέρνηση μέσα και από τις εκδηλώσεις για την Απελευθέρωση της Αθήνας (“Αθήνα-Ελεύθερη Πόλη”), δηλαδή ότι “όλοι ήταν ενωμένοι ενάντια στον κατακτητή”, ούτε υπήρξε ούτε μπορούσε να υπάρξει σε μια κοινωνία ταξική. Άλλωστε, τι σχέση μπορεί να έχει ο λαός που πέθαινε από την πείνα με τους μαυραγορίτες που πλούτισαν μέσα στην Κατοχή; Με αυτούς που έφυγαν για το Κάιρο μαζί με το χρυσό της Ελλάδας; Με αυτούς που αρνήθηκαν να πολεμήσουν τον κατακτητή και παρέμειναν ουδέτεροι προσβλέποντας σε έναν αναβαθμισμένο ρόλο για την επόμενη μέρα;

Το φοβερό Χειμώνα του 1941-42 απειλητικό απλώνεται το φάσμα της πείνας, πάνω από τη χώρα, ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις. Μονόδρομος για το λαό η οργάνωση της αντίστασής του. Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 ιδρύεται το ΕΑΜ, μετά από πρωτοβουλία του ΚΚΕ, που υπήρξε οργανωτής και αιμοδότης της Αντίστασηςκαι την συμμετοχή του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΚΕ), του κόμματος της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (ΑΚΕ). Ταυτόχρονα διάφορες μικρότερες αντιστασιακές οργανώσεις δρουν σε μεμονωμένες περιοχές. Στην συνέχεια, το ένοπλο τμήμα του EAM, ο ΕΛΑΣ, καθώς και η οργάνωση της νεολαίας, η ΕΠΟΝ απελευθέρωσαν τη μισή Ελλάδα πολύ πριν φύγουν οι Γερμανοί. Στις ελεύθερες περιοχές (περίπου η μισή Ελλάδα είχε απελευθερωθεί έως το φθινόπωρο του ’44) λειτούργησαν σχολεία, με θέατρα και πολιτισμό, που πρώτη φορά έβλεπαν οι κάτοικοί τους. Οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου για πρώτη φορά. Με το τουφέκι τους στον ώμο, οργάνωναν την κοινωνία των αναγκών και των ονείρων τους, τη «λαοκρατία», όπως τη λέγανε. Ακόμα και τη στιγμή που οι Γερμανοί αποχωρούσαν από την Αθήνα, ο λαός συνέχιζε να δίνει τις μάχες του για να μην καταστραφούν οι υποδομές της πόλης (χαρακτηριστική η μάχη της Ηλεκτρικής στο Κερατσίνι αλλά και η μάχη στο εργοστάσιο της Κοπής την προηγούμενη μέρα). Την ίδια ώρα, όσοι απείχαν από τον αγώνα δεν έμεναν άπραγοι. Εξύφαιναν σχέδια για το νέο αλυσοδέσιμο του λαού. Όπως χαρακτηριστικά το περιγράφει και οι ποιητής Σεφέρης, μέλος της τότε «αυτοεξόριστης» κυβέρνησης του Καΐρου…

«μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι»

Δίπλα στον αγωνιζόμενο λαό στάθηκαν αρκετοί εκπαιδευτικοί. Τα σχολεία, την περίοδο της κατοχής δέχτηκαν βαρύ πλήγμα (άλλα καταστράφηκαν και άλλα επιτάχθηκαν). Ο εκπαιδευτικός κόσμος έδωσε έναν τιτάνιο αγώνα για να κρατήσει όρθιο το αγαθό της Εκπαίδευσης. Από τα πρώτα μελήματα των εκπαιδευτικών ήταν να υπάρχει συσσίτιο στα σχολεία για να ξεφύγουν οι μαθητές από την απειλή της πείνας. Πολλοί από αυτούς βοήθησαν στην κατάρτιση και την εφαρμογή του προγράμματος Παιδείας που εφαρμόστηκε στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Οι εκπαιδευτικοί μόχθησαν για να οργανωθούν από την αρχή σχολεία και να λειτουργήσουν τα παιδαγωγικά φροντιστήρια. Φυσικά, η παρουσία τους δεν έλλειψε ούτε από το ανέβασμα της πολιτιστικής κίνησης της υποβαθμισμένης υπαίθρου. Οι εκπαιδευτικοί ήταν πάντα δίπλα στο λαό ήταν σε όλες μαζικές διαδηλώσεις, αλλά και στον αγώνα που εκείνος έδωσε με το όπλο στο χέρι για την απελευθέρωση της πατρίδας. Αρκετοί εκπαιδευτικοί έγιναν στελέχη του ΕΛΑΣ και πολλοί από αυτούς πρόσθεσαν το όνομά τους στο μακρύ κατάλογο των θυμάτων του ναζισμού. Πάνω από 200 υπολογίζεται πως ήταν οι δάσκαλοι που εκτελέστηκαν. Λαμπρά παραδείγματα του αγώνα του εκπαιδευτικού κόσμου, η Ρόζα Ιμβριώτη και ο Δημήτρης Γληνός.

Ούτε όμως οι μαθητές έλειψαν από τη μάχη του λαού κόντρα στον κατακτητή. Ύψωσαν το μπόι τους τόσο, ώστε να φτάνει σε λεβεντιά το μπόι των μεγάλων. Η περιοχή του Πειραιά είναι ποτισμένη από το αίμα νεαρών ΕΠΟΝιτών που πρόσφεραν τα νιάτα του θυσία στο δίκιο του αγώνα. Συγκινητικό παράδειγμα η Άννα Παυλάκου-Θωμάκου, η ΕΠΟΝίτισσα από το Κερατσίνι, που βασανίστηκε στη Μέρλιν, πυροβολήθηκε από πράκτορα των Γερμανών και μισοπεθαμένη μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, όπου εκτελέστηκε για δεύτερη φορά. Πολλοί ήταν και οι ΕΠΟΝίτες που κόσμησαν με τη θυσία του τη μάντρα της Κοκκινιάς.

Σήμερα, μαθητές και εκπαιδευτικοί, τιμάμε τον αγώνα του λαού μας παλεύοντας για τα δικαιώματά μας στη δουλειά, στη μόρφωση, στην Υγεία, στον ελεύθερο χρόνο.

Τιμάμε ακόμα τις θυσίες του λαού μας, παλεύοντας για ν’ αναδείξουμε την ιστορική αλήθεια, κόντρα στην παραχάραξη της ιστορίας που επιχειρείται και στο χώρο της εκπαίδευσης. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της προσπάθειας εξίσωσης του κομμουνισμού με το φασισμό-ναζισμό που επιχειρείται μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια, της αθώωσης του μεγάλου κεφαλαίου που υποστήριξε την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού στην Ευρώπη, της αθώωσης των ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων που άνοιξαν το δρόμο για την άνοδο του φασισμού και της υποβάθμισης του κεφαλαίου της Εθνικής Αντίστασης. Για του λόγου το αληθές:

«σε μια εποχή που είχαν διατυπωθεί δύο διαφορετικές προτάσεις, εμπνευσμένες από τα αυταρχικά καθεστώτα που είχαν μόλις επικρατήσει στη Σοβιετική Ένωση και την Ιταλία»

«Η άσκηση βίας κατά των αντιφρονούντων από ένστολους οπαδούς του (ναζιστικού) κόμματος έγινε με την συγκατάβαση αρχικά μετριοπαθών πολιτικών σχηματισμών στο όνομα της κοινής αντίθεσης στον κομμουνισμό»

Βιβλίο Ιστορίας Γενικής Παιδείας Γ΄ Λυκείου

Για πολλά χρόνια μπορεί και εμείς οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί να αντιμετωπίσαμε με ρουτίνα ή διάθεση «να μην ξύνουμε πληγές» τη συγκεκριμένη επέτειο.

Μα τώρα πλέον η επιχείρηση παραχάραξης της Ιστορίας μέσα από βομβαριδσμό προπαγάνδας σε εφημερίδες, εκπομπές, συνέδρια ταυτίζει ναζισμό με τον κομμουνισμό, με στόχο να αμβλύνει την αντίθεση στο ναζισμό. Δυσφημεί την τότε αντίσταση στον κατακτητή ως έργο βίαιων και απολίτιστων και ίσως υπερβολική και αχρείαστη που τροφοδότησε τη βία του κατακτητή (Βιάνος, Δίστομο, Καισαριανή, Μπλόκο Κοκκινιάς κ.α.), για να καλλιεργήσει το πνεύμα της υποταγής και όχι της αντίστασης.

Μα τώρα που ο φασισμός σηκώνει πάλι κεφάλι στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη, δε μπορούμε πλέον να μην μπαίνουμε στην πρώτη γραμμή της υπεράσπισης της ιστορικής αλήθειας, μέσα κι έξω από τις τάξεις.

Όπως είπε και η μεγάλη παιδαγωγός, Ρόζα Ιμβριώτη,

«Η αποστολή του Δασκάλου είναι να φτιάξει ανθρώπους, μα για να φτιάξουμε ανθρώπους, πρέπει πρώτα εμείς να γίνουμε άνθρωποι. Δεν μπορούμε να μείνουμε έξω από τους αγώνες του λαού, να μην κάνουμε δήθεν πολιτική. Γιατί τότε κάνουμε πολιτική αντίθετη από τα συμφέροντα του λαού. Εμείς θα φτιάσουμε ανθρώπους συνειδητούς και ελεύθερους. Χρέος μας είναι να σταθούμε πλάι στο λαό μας και στην ανάγκη να τον οδηγήσουμε».

Η ταυτότητα φύλου και τα ατομικά δικαιώματα ως συγκάλυψη της συντριβής των κοινωνικών δικαιωμάτων

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Τις τελευταίες ημέρες μονοπώλησε την εσωτερική επικαιρότητα η ψήφιση του νομοσχεδίου περί της αλλαγής ταυτότητας φύλου. Το ίδιο γαϊτανάκι θα συνεχιστεί με παρόμοια θέματα της δικαιωματικής ατζέντας. Η κυβέρνηση επαίρεται για τη συνέχιση του «εκσυγχρονισμού», την εναρμόνιση με τη νομοθεσία της Ε.Ε., την υπεράσπιση στοιχειωδών ατομικών δικαιωμάτων. Είναι βέβαια η ίδια κυβέρνηση που ψηφίζει με τα δύο χέρια μνημόνια για όλους, που νομοθετεί ταυτόχρονα με τη δυνατότητα αλλαγής ταυτότητας φύλου τη θεσμοθέτηση ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, που επιβάλλει τους μισθούς των 400€, διαλύοντας την υγεία και την κοινωνική πρόνοια.

Η κεντρική πολιτική σκηνή αποκτά χαρακτηριστικά αμερικανοποίησης με γρήγορους ρυθμούς. Η κωλοτούμπα της Νέας Δημοκρατίας και η απόφασή της για αντιπαράθεση μόνο στις λεπτές γραμμές του νομοσχεδίου, αποδεικνύει ότι σε αυτή τη χώρα, τα βασικά παραμένουν αδιαπραγμάτευτα, και είναι όσα επιβάλει ή επιτρέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ανεξαρτήτως ποιος είναι κυβέρνηση και ποιος αντιπολίτευση. Η πραγματικότητα βοά πως η αντιπαράθεση γύρω από το μνημόνιο, τη χώρα και την κοινωνία που χτίζεται, έχει κλείσει προ πολλού. Ένας ιδιότυπος νέος δικομματισμός στήνεται για να διαφωνεί γύρω από επιμέρους απόψεις, θεωρίες και γνώμες αλλά το μνημονιακό μέλλον παραμένει η μόνη σταθερά, κοινή και αδιαπραγμάτευτη και για την κυβέρνηση και για την αντιπολίτευση. Πολιτικός διαχωρισμός δεν μπορεί να υπάρξει. Θα ανακαλύπτονται μόνο τεχνητές τριβές για να εγκλωβίζεται η κοινωνία στην επιλογή του μνημονιακού διαχειριστή.

Ακόμη κι αν ο αστικός εκσυγχρονισμός ήταν το βασικό ζητούμενο σήμερα, είναι απαραίτητο να ξεκινήσει από την κατάργηση της σκανδαλώδους σχέσης του κράτους με την Εκκλησία. Ο εσμός των οικονομικών σκανδάλων, του αφορολόγητου πλούτου, της παρέμβασης στην πολιτική ζωή, της ανερυθρίαστης υπεράσπισης των πιο μισαλλόδοξων και ρατσιστικών απόψεων θα όφειλε να είναι το βασικό μέτωπο αντιπαράθεσης για μια δημοκρατική αστική κυβέρνηση, πόσο μάλλον για όσους καπηλεύονται το όνομα της Αριστεράς. Η υπόκλιση και αυτής της κυβέρνησης μπροστά στο «ιερό παρακράτος», κάνει ακόμη πιο υποκριτικό τον ενθουσιασμό μπροστά στο ιδιαίτερο ζήτημα των διεμφυλικών και της αλλαγής ταυτότητας φύλου.

Αυτή η κυβέρνηση δυσφημεί την Αριστερά όποτε αναφέρεται σε αυτή. Είτε μιλά για τη δήθεν υπεράσπιση του σοσιαλισμού (δηλώσεις Κοντονή για το συνέδριο στο Ταλίν), είτε για τα ατομικά δικαιώματα του αυτοπροσδιορισμού και αυτοκαθορισμού («Πολύς γαρ ο φιλελευθερισμός λίγοι δε οι φιλελεύθεροι» έγραψε σχετικά ο Ε. Τσακαλώτος), ετοιμάζεται να λεηλατήσει και τα τελευταία συλλογικά κεκτημένα. Στην αποστροφή του υπουργού ότι η κυβέρνηση «μπορεί να διαχειριστεί το μνημόνιο και θα αφήσει συγχρόνως προοδευτικό αποτύπωμα» κρύβεται όλη η διαστροφή αυτής της κυβέρνησης. Όσο το δικαίωμα στην εργασία και την αξιοπρεπή ζωή θεωρείται de facto χαμένο στο μνημονιακό γύψο στον οποίο μας καταδίκασε ο ΣΥΡΙΖΑ, θα ανθεί η συζήτηση για την ατομικότητα, τις «ελεύθερες» επιλογές και τις ιστορικές αντιπαραθέσεις. Η μόνη αντιπαράθεση σήμερα και αύριο που μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στη ΝΔ είναι στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων (και μάλιστα στην πιο κολοβή εκδοχή τους). Είναι δηλαδή η αντιπαράθεση ανάμεσα σε μια «προοδευτική» και «αντιδραστική» οπτική, μόνο που το κοινό και αδιαπραγμάτευτο γήπεδο και για τις δύο πλευρές είναι η αστική πολιτική.

Η δυνατότητα νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου πρέπει να είναι δεδομένη. Λύνει ένα σημαντικό πρόβλημα για τους διεμφυλικούς ανθρώπους και καταργεί το βασανιστήριο της στείρωσης, της εγχείρησης, της υποχρεωτικής ορμονοληψίας κλπ. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν περιβάλλεται αυτή η νομική ρύθμιση με την αίγλη της πιο απελευθερωμένης και προοδευτικής πολιτικής, ακόμα και αν συνυπάρχει (αν δεν πασχίζει να συγκαλύψει) τον κοινωνικό και οικονομικό μεσαίωνα. Το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο όταν αποθεώνεται (και μάλιστα από τα αριστερά) η ατομική επιλογή και τα ατομικά δικαιώματα, την ώρα που τα συλλογικά δικαιώματα τσακίζονται. Και υπάρχει ολοκληρωτική προσχώρηση στο στρατόπεδο του αντιπάλου όταν καταργείται κάθε έννοια αντικειμενικής πραγματικότητας και τα πάντα προσδιορίζονται από την υποκειμενική σύλληψη (τελευταία εξέλιξη η αντίληψη του φύλου ως αποκλειστικά κοινωνικής κατασκευής). Ο ακραίος υποκειμενισμός είναι σύμπτωμα οπισθοδρόμησης και όχι προόδου.

Πιο συγκεκριμένα, με αφορμή τη συζήτηση που ακολούθησε την κατάθεση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, συντελέστηκε μια περαιτέρω μετατόπιση της Αριστεράς προς το στρατόπεδο του αντιπάλου. Δεν συζητάμε εδώ για τον αποπροσανατολισμό που επιχείρησε ο ΣΥΡΙΖΑ με την αυτοαναγόρευσή του ως τον αριστερό και προοδευτικό πόλο του πολιτικού συστήματος. Αποτελεί χυδαιότητα να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ μαθήματα ισότητας και δικαιωμάτων την ώρα που έχει περάσει στο στρατόπεδο του πιο κυνικού νεοφιλελευθερισμού. Το πρόβλημα επίσης δεν αφορά τη συνθηκολόγηση διάφορων αριστερών με το «μνημόνιο μεν, με προοδευτικό αποτύπωμα δε». Το πρόβλημα αφορά την υποκατάσταση της κύριας αντίθεσης με πλήθος δευτερεύουσων που καθόλου δεν θίγουν τον πυρήνα της αστικής και ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Όχι, ο καπιταλισμός δεν κάνει τα παιδιά μας πούστηδες. Όμως δεν έχει κανένα πρόβλημα στο να καθοδηγεί μια ευνουχισμένη Αριστερά προς την υπεράσπιση των ατομικών ελευθεριών, στο βαθμό που δεν θίγεται και δεν αμφισβητείται η κατάργηση των συλλογικών δικαιωμάτων. Αυτά που ο μαρξισμός στηλίτευε ως «κοινωνία των ιδιωτών και δικαιώματα του εγωιστικού ανθρώπου, του ανθρώπου που είναι αποχωρισμένος από τους άλλους ανθρώπους και από την κοινότητα», σήμερα αναγορεύονται στο άκρον άωτον της προοδευτικότητας. Και από εκεί που ο διαλεκτικός υλισμός αναδείκνυε την ελευθερία ως «γνώση της αναγκαιότητας» οπισθοχωρήσαμε στη δήλωση της γαλλικής επανάστασης ότι ελευθερία συνίσταται στο να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, αρκεί να μη βλάπτει τον άλλο.

Για τον κομμουνισμό ως κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, η ελευθερία οφείλει να εδράζεται στη συνένωση του ανθρώπου με τον άνθρωπο, και όχι στο διαχωρισμό του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Ανάποδα, με την οπισθοδρόμηση του τέλους της ιστορίας και της ταξικής πάλης, το πρόταγμα της κοινωνικής απελευθέρωσης αντικαθίσταται από την επίκληση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τα οποία -όλως τυχαίως- ορίζονται ατομικά και όχι συλλογικά ή ταξικά. Απέναντι σε όσους χυδαιολογούν απέναντι στην κομμουνιστική πολιτική, δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε ότι τα ατομικά δικαιώματα δεν μπορούμε να τα θεωρούμε απλά αστικά ή και περιττά στον αγώνα για μια κομμουνιστική κοινωνία. Αστική όμως είναι η πολιτική των ατομικών δικαιωμάτων και αντιδραστική εξέλιξη είναι η υιοθέτηση αυτής της πολιτικής από την Αριστερά. Σε μια σειρά χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού η πολιτική των ατομικών δικαιωμάτων και ο κατακερματισμός της πολιτικής ως υπεράσπιση των δικαιωμάτων διαφόρων μειονοτήτων (με βάση το φύλο, τη θρησκεία, το χρώμα), έγινε το διαβατήριο ή τουλάχιστον πήγε χέρι-χέρι με την ιδεολογική-πολιτική και τελικά οργανωτική διάλυση ή ενσωμάτωση αριστερών/κομμουνιστικών κομμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι και στη χώρα μας αυτή η συζήτηση κερδίζει έδαφος όταν αποσύρεται η συζήτηση και κυρίως η κίνηση για τις βασικές αντιθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, για την κομμουνιστική Αριστερά τα ατομικά δικαιώματα είναι κοινωνική υπόθεση και πρέπει να υπάρχει κοινωνική ευθύνη για την αναγνώριση και κατοχύρωσή τους. Με στόχο την ενότητα και όχι τον διαχωρισμό, με στόχο τον κοινωνικό άνθρωπο και όχι τον ιδιώτη άνθρωπο. Με συντεταγμένο και δημοκρατικό ρόλο του κράτους (ναι, ακόμα και του καπιταλιστικού), και -για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο- ρόλο των δημόσιων φορέων υγείας, πρόνοιας και υποστήριξης.

Στη σημερινή κρίση της παγκοσμιοποίησης ένα πολιτικό ρεύμα με συντηρητικές – ρατσιστικές ή εθνικιστικές απόψεις εκμεταλλεύεται την αντίθεση πλατιών στρωμάτων και ειδικά πληβειακών σε αυτήν τη διαδικασία. Η αντίθεση αυτή έχει τις βάσεις της στις οικονομικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης σε διάφορες χώρες ή περιοχές (ανεργία, αποβιομηχάνιση, φτώχεια) αλλά και σε πολιτισμικές αξίες και προτάγματα που προβάλλουν οι οπαδοί της παγκοσμιοποίησης. Στην «ελεύθερη» μετακίνηση-μετανάστευση, στην πολτοποίηση πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων από μια ομοιόμορφη δυτική-καταναλωτική κουλτούρα, στην πολιτική των ατομικών δικαιωμάτων. Τα φαινόμενα Τραμπ ή και της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς έχουν σχέση με αυτές τις διαδικασίες. Η πολιτική της «προοδευτικής» κεντροαριστεράς που από τη μία εφαρμόζει άγριο νεοφιλελευθερισμό σπρώχνωντας στην απελπισία τα λαϊκά στρώματα και από την άλλη κάνει σημαία της τα δικαιώματα των διαφόρων μειονοτήτων, σε τελική ανάλυση δε λύνει σε μια προοδευτική κατεύθυνση ούτε καν αυτά τα δικαιώματα. Πολώνει τα πληβειακά ή λιγότερα μορφωμένα στρώματα εναντίον τους. Ρίχνει λίπασμα σε αυτοματισμούς του τύπου «αυτοί ενδιαφέρονται για τους gay ή τους μετανάστες, για το λαό όχι». Η υιοθέτηση αυτής της πολιτικής από το ΣΥΡΙΖΑ (και όχι μόνο) είναι βούτυρο στο ψωμί της ΧΑ ή όποιας άλλης ακροδεξιάς-ρατσιστικής πολιτικής.

Η επόμενη μέρα θα βρει την ηττημένη Αριστερά να τσιμπάει στο επόμενο δόλωμα του ΣΥΡΙΖΑ που θα είναι η συνέχεια της ατζέντας της δικαιωματικής πολιτικής. Η τεχνητή όξυνση ανάμεσα στους διαχειριστές της ίδιας πολιτικής θα τροφοδοτείται από τις επικοινωνιακές σκοπιμότητες ανεύρεσης διαφορών ανάμεσα στο κόμμα του δεύτερου μνημονίου και στο κόμμα του τρίτου μνημονίου. Η ιατρική κάναβη φαίνεται να έχει όλα τα προσόντα να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον της Αριστεράς στην επόμενη περίοδο και να τροφοδοτήσει ένα νέο γύρο σκυλοκαβγάδων ανάμεσα στον Βορίδη και στον Καραγιαννίδη. Οι ιεραρχήσεις και οι προτεραιότητες, οι διακρίσεις ανάμεσα στις κύριες και στις δευτερεύουσες αντιθέσεις και η αριστερή τοποθέτηση στα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα είναι ακόμη ζητούμενο.

Δεν είμαστε δεδομένοι για τη Δύση; Από πότε;

Η πενθήμερη επίσκεψη του Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ ξεκίνησε σήμερα από το Σικάγο. Η κυβερνητική αποστολή συναντήθηκε με επιχειρηματίες – εκπροσώπους μεγάλων εταιρειών. Το μήνυμα της συνάντησης, το “Greekcomeback”, κινείται στη γνωστή ρότα του “Successstory”, της εξόδου από την κρίση και τα μνημόνια, της επανόδου στις αγορές. Φυσικά, το παρελθόν έχει δείξει ότι η οικονομική και όχι μόνο πορεία της χώρας δεν αποκαθίσταται με διάφορα σλόγκαν, με διακηρύξεις αυτοπεποίθησης ή με πλειοδοσία σε προσκλήσεις επενδυτών. Είναι ζήτημα πολιτικό, και στο βαθμό που η πολιτική συνταγή μένει η ίδια, δε μπορούμε να περιμένουμε θεαματικές αλλαγές στο πεδίο των αποτελεσμάτων.

Αρκετά έχουν λεχθεί σχετικά με την επίσημη πρόσκληση του Λευκού Οίκου στον Αλέξη Τσίπρα. Ο “παλιός αστικός τύπος” ωρύεται για το τέλος της αθωότητας του κ.Τσίπρα και της Αριστεράς (τώρα την ανακάλυψαν, τα 3 χρόνια ψήφισης και εφαρμογής μνημονίων δε μετράνε άραγε;). Φυσικά, με όρους επικοινωνιακού μάρκετινγκ είναι πιο αποτελεσματικό να ανακαλύπτεις κάθε μέρα με όλο και μεγαλύτερη έκπληξη αυτό που ήδη ήξερες καιρό πριν, παρά να ισχυρίζεσαι ότι μια διαδικασία απλώς σταθεροποιείται, προχωράει, βαθαίνει, εντείνεται. Από την άλλη, η ετεροχρονισμένη ανακάλυψη του τέλους της τσιπρικής αθωότητας αποδεικνύει και το κάλπικο της αντιπολιτευτικής ρητορικής του πάλαι ποτέ κεντροαριστερού χώρου της Ελλάδας. Ποτέ δεν άσκησε σοβαρή κριτική στα μνημόνια, που άλλωστε αυτή πρωτόφερε στη χώρα. Εκφώνησε μόνο κούφια αντιπολιτευτικά λόγια. Η “δυσανεξία” στους ακροδεξιούς τύπου Τραμπ είναι η μόνη πολιτική “βαριά βιομηχανία” που έχει απομείνει στη νεοφιλελεύθερη κεντροαριστερά, στη χώρα μας αλλά και διεθνώς.

Γεωπολιτικά “Think Tanks” τονίζουν την ιστορική ευκαιρία που πρέπει να εκμεταλλευτεί ο Έλληνας Πρωθυπουργός. Δηλαδή τα σύννεφα στις αμερικανο – τουρκικές σχέσεις να αξιοποιηθούν υπέρ της αναβάθμισης της Ελλάδας σε στρατηγικό εταίρο της δυτικής και ειδικότερα της αμερικάνικης γεωπολιτικής στην περιοχή. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ελλείψει Τουρκίας, περισσεύει ένας ιδιαίτερα ελκυστικός ρόλος για τη χώρα μας στην περιοχή: όχι αυτή του μαντρόσκυλου των αμερικάνων, καθώς τα κυβικά της χώρας μας (αλλά και η φυσιογνωμία της ντόπιας αστικής τάξης) δεν αντιστοιχούν σε κάτι τέτοιο, αλλά του πιο πιστού υποτακτικού, του πιο αγαπημένου, του πιο αταλάντευτου εταίρου των αμερικανών στην περιοχή (εδώ τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της ντόπιας ελίτ είναι κάτι παραπάνω από συμβατά).

Στη βάση αυτή, ο πρωθυπουργός για μια ακόμη φορά παίζει τα ρέστα του σε μια τονωτική ένεση με προέλευση το εξωτερικό. Όταν η πολιτική δε βγαίνει, αναζητείται ο από μηχανής θεός. Ή, ο απελπισμένος από τα μαλλιά του πιάνεται.

Είναι διδακτικό να δει κανείς τι έγινε στο πρόσφατο παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις. Όταν για παράδειγμα ο πρωθυπουργός έπαιξε τα ρέστα του στην αλλαγή των ευρωπαϊκών συσχετισμών προς όφελος των “δημοκρατικών” σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Η απόκλιση μεταξύ επιθυμίας και πραγματικότητας σφραγίστηκε εκκωφαντικά με το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών, οι οποίες αν άλλαξαν κάτι, στο περίπου παγιωμένο σκηνικό των γερμανικών πολιτικών προτεραιοτήτων για την ΕΕ, είναι προς την πιο σφιχτή διαχείριση και όχι το αντίστροφο. Η αναμονή για τον “έξωθεν” και εκτός προγράμματος πολιτικό παράγοντα που θα παρεισφρύσει στο πολιτικό παιχνίδι και θα διευκολύνει τα πράγματα για τη χώρα και την κυβέρνηση αποδείχτηκε φιάσκο.

Ακόμη, είναι διδακτικό να δει κανείς τι έγινε στο πιο μακρινό παρελθόν όταν η χώρα εκτίμησε ότι ταιριάζει γεωπολιτικά και μπορεί να προσδεθεί με ασφάλεια σε έναν μεγάλο ξένο πάτρωνα. Η διεκδίκηση του ρόλου του αγαπημένου παιδιού της Αγγλίας στην περιοχή, στη βάση της λογικής “είναι κυρίαρχοι” και “τώρα μας έχουν ανάγκη”, με προοπτική αμοιβαίων κερδών για την προστάτιδα και για την προστατευόμενη χώρα, έφερε τη μικρασιατική καταστροφή το 1922.

Το γεωπολιτικό πεδίο είναι ένας χώρος όπου πολλά είναι δυνατό να αμφισβητηθούν και να ανατραπούν ανά πάσα στιγμή. Πόσο μάλλον σε μια περίοδο οξυμένης διεθνούς κρίσης του συστήματος όπως η σημερινή, που βάζει τους βασικούς παίκτες σε θέση αντιπαράθεσης. Μετατρέπεται σε “κινούμενη άμμο”.

Πρώτον, η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση καλό είναι να μη λαμβάνεται ως θέσφατο. Η ρευστότητα δεν επιτρέπει να “παίζεις τα ρέστα σου” πάνω σε μια αμφίβολη και προσωρινή “φωτογραφική εικόνα” ή εκτίμηση.

Δεύτερον, δεδομένης της απομάκρυνσης της Τουρκίας από τη Δύση, αποτελεί δρόμο ανάτασης η ακόμα μεγαλύτερη πρόσδεση της χώρας μας στη Δύση; Η Δύση δεν είναι αυτή που έχει επιβάλλει τα μνημόνια, την επιτροπεία και έχει βυθίσει τη χώρα στο χάος; Η Δύση (ΗΠΑ) δε μεθόδευσε την κυπριακή τραγωδία; Η Δύση δεν είναι που ποντάρει στη διαιώνιση των “ελληνοτουρκικών”;

Τρίτον, δεδομένης της δυναμικής που αναπτύσσεται γεωπολιτικά, η χώρα είναι διατεθειμένη να εμπλακεί σε παιχνίδια ισχύος για λογαριασμό των ΗΠΑ και της “προστατευτικής φτερούγας” τους απέναντι σε άλλα συμφέροντα στην περιοχή; (Στο ενεργειακό μέτωπο, οι ΗΠΑ θέλουν να κρατήσουν τους Ρώσους εκτός Ευρώπης, τη στιγμή που η Γερμανία συμφωνεί με τον Πούτιν τον NordStream 2, ενώ η Γαλλία και η Ιταλία ζητούν τη χαλάρωση των αμερικανικών κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας).

Τέταρτον, το μέγεθος, η ισχύς και το ειδικό βάρος της Τουρκίας δεν αναιρούνται εν μια νυκτί, ούτε εξισώνεται με μια διαλυμένη οικονομική αποικία, τσιράκι της Δύσης όπως η Ελλάδα (ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τα αμερικανικά πλάνα ήταν να συναντηθεί ο Τσίπρας με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και όχι με τον Τραμπ και μόνο κατόπιν ελληνικής επιμονής συμφωνήθηκε η συνάντηση να γίνει με τον Τραμπ. Τη στιγμή που ο απείθαρχος Ερντογάν συνομιλεί κατευθείαν με τον πρόεδρο των ΗΠΑ).

Η εκμετάλλευση των ενδο – ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Αφορά την αριστερά, τους λαούς και τα καταπιεζόμενα έθνη, με την προϋπόθεση της χάραξης και υλοποίησης του δικού τους ανεξάρτητου σχεδιασμού. Της πολιτικής ανεξαρτησίας μιας εξουσίας που εργάζεται για την έξοδο του λαού από το τέλμα. Και που εντάσσει σε αυτό το σχεδιασμό και σε αυτή την πολιτική την αξιοποίηση των μετατοπίσεων και των αντιθέσεων που παρατηρούνται στο διεθνές επίπεδο.

Όχι με όρους προσχώρησης στα ιμπεριαλιστικά πλάνα διαλέγοντας πλευρά (τον ισχυρό ή αυτόν που μας αρέσει περισσότερο), όχι με όρους κακώς εννοούμενου ρεαλισμού (“τι να κάνουμε, με κάποιον πρέπει να είμαστε..”), οχι με όρους απελπισίας (“δε βγαίνει τίποτα άλλο, θα παίξουμε ένα τελευταίο – γεωπολιτικό χαρτί”). Είναι γνωστό ότι “όταν τσακώνονται οι ελέφαντες, ποδοπατάνε τα ποντίκια”. Αλλά με γνήσια πολύπλευρη εξωτερική πολιτική.

Πολύ μελάνι έχει χυθεί για τα ανταλλάγματα που θα ζητήσει ο Έλληνας Πρωθυπουργός. Χρέος, παρεμβάσεις ΔΝΤ, αμερικάνικες εγγυήσεις σε Αιγαίο και ΑΟΖ. Να φανταστούμε ότι θα τα διαπραγματευτεί με την ίδιο ζήλο που επέδειξε κατά τη διαπραγμάτευση με τον Σόιμπλε; Με την ίδια πολιτική γραμμή του ενδοτισμού και της συναίνεσης; Το “δεν έχουμε σχέδιο β” για την ευρωζώνη και τον Σόιμπλε σήμαινε ότι η κυβέρνηση Τσίπρα θα δεχόταν (με λύπη της ή όχι, αδιάφορο) ό,τι την ανάγκαζε να δεχτεί η Δύση. Με τον Τραμπ άραγε θα έχει “σχέδιο β” σε περίπτωση διαφωνίας; Συνομιλεί και με άλλους προνομιακούς συμμάχους; Έχει κάποιο διαπραγματευτικό χαρτί στις συζητήσεις που θα γίνουν; Αν αυτό είναι η “υποχρεωτικά στρατηγική σχέση που επιθυμούν πλέον οι ΗΠΑ με τη χώρα μας”, μετά την τουρκική απομάκρυνση, αυτό δεν αρκεί. Είναι σαν το χαρτί “μας θέλουν στην Ευρωζώνη για λόγους σταθερότητας” που έπαιξε η χώρα μας απέναντι στον Σόιμπλε και τη Γερμανία, του οποίου την τύχη δε χρειάζεται να μνημονεύσουμε. Πρακτικά τα παραπάνω θα συρρικνωθούν, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια δήλωση για το χρέος και μια δήλωση για τα ελλονοτουρκικά. Δηλαδή στο απόλυτο μηδέν.

“Η Ελλάδα δεν είναι δεδομένη” διακηρύσσει ο κυβερνητικός τύπος, είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μπορεί να υπερτονίζεται η υπογραφή της ανανέωσης της συμφωνίας για τη χρήση της βάσης της Σούδας από τις ΗΠΑ για “ένα μόνο χρόνο” (όπως άλλωστε γίνεται για δεκαετίες) αντί για την “5ετή” που ζητούσαν οι αμερικάνοι, ωστόσο τίποτα δε μαρτυρεί αμφισβήτηση της επίσης για δεκαετίες γραμμής πρόσδεσης της χώρας στο άρμα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Ίσα – ίσα εμπεδώνεται η συμμετοχή της χώρας στον αμερικάνικης έμπνευσης άξονα “Ελλάδα – Ισραήλ – Αίγυπτος – Κύπρος”. Και ενώ κάποιοι περιφερειακοί παίκτες (Ερντογαν) φαίνονται απείθαρχοι, η Ελλάδα δείχνει παραδειγματική αφοσίωση στο βορειοατλαντικό δόγμα.

Το πρόβλημα είναι ακριβώς ότι η Ελλάδα είναι απελπιστικά δεδομένη στον (και εξαρτημένη από) δυτικό ιμπεριαλισμό, αμερικανικό ή ευρωπαϊκό. Αυτή είναι μια διαχρονική αλήθεια, ισχύει για δεκαετίες. Ισχύει με μεγαλύτερη ένταση σήμερα, στην εποχή της διεθνούς κρίσης, της κρίσης της ευρωζώνης και της ελληνικής κρίσης. Αύριο θα ισχύει σε υπερθετικό βαθμό, δεδομένης της συνέχειας στην ίδια πολιτική κατεύθυνση, του ρεαλισμού και της υπακοής στους “δυτικούς εταίρους”.

Η χώρα πρέπει να πάψει να είναι δεδομένη για τη Δύση. Πρέπει να μπει φρένο στην ασυδοσία των ισχυρών και στην υποτίμηση των “φτωχών συγγενών” τύπου Ελλάδας. Για να γίνει αυτό, απαιτείται μια νέα εξουσία, ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο, με το λαό στο προσκήνιο. Που θα λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την εθνική ανεξαρτησία, την επιβίωση και την αξιοπρέπεια του λαού. Είναι αναγκαία η ρήξη με τους δυτικούς “φίλους” μας. Αποχώρηση από Ε/Ζ, στάση πληρωμών στο χρέος. Εθνικό νόμισμα – εθνικοποίηση τραπεζών – παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αποχώρηση από ΕΕ. Αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, να φύγουν οι νατοϊκές βάσεις από την Ελλάδα, πρώτα από όλα της Σούδας. Καμία ανανέωση παραχώρησης ελληνικού εδάφους για νατοϊκή βάση στις ΗΠΑ. Πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, όχι πρόσδεση σε κάποιο ιμπεριαλιστικό άρμα.

Απόσχιση από τη φυλακή των λαών, την ΕΕ – Να παραιτηθεί ο Ραχόι

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1. Το κίνημα για την απόσχιση της Καταλονίας αντιμετωπίστηκε με άγρια καταστολή και τσαλαπάτημα των πολιτικών δικαιωμάτων από τη μεριά της ισπανικής κυβέρνησης. Αντιμετωπίστηκε επίσης με εκβιαστικές και τραμπούκικες διαθέσεις από τη μεριά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η καταγγελία της καταστολής και της υποκρισίας αποτελεί κοινό τόπο για τους προοδευτικούς και δημοκρατικούς ανθρώπους και κοινό σημείο για την Αριστερά. Από εδώ και πέρα όμως αρχίζουν τα δύσκολα γιατί το ερώτημα δεν είναι τι αποτελεί κοινό τόπο αλλά τι (μπορεί να) συγκροτεί ελπιδοφόρα πορεία για το μέλλον. Ο ρόλος των τραπεζών, που βρίσκονται σε σύνδεση με την ΕΚΤ, με τις απειλές για μαζική φυγή δείχνει για άλλη μια φορά το έλλειμμα δημοκρατίας, καθώς και τον ηγεμόνα στο σημερινό καπιταλισμό, όπου οι αγορές, οι τράπεζες, το χρηματοπιστωτικό σύστημα καθορίζουν περισσότερα πράγματα απ’ ότι η πολιτική, οι κυβερνήσεις, τα δημοψηφίσματα. Δεν είναι εφικτή η οποιαδήποτε χειραφέτηση χωρίς τον περιορισμό των εξουσιών των τραπεζών και της «ελεύθερης οικονομίας», που αντλούν την δύναμή τους σήμερα από την ΕΕ και την ευρωζώνη.

2. Στη διαδικασία απόσχισης της Καταλονίας, οι βασικές δυνάμεις που κυριαρχούν είναι το πλειοψηφικό κομμάτι της άρχουσας τάξης της, με βασικό πρόγραμμα τα εθνικά σύμβολα και το να μην τους «αφαιμάζουν» οικονομικά οι φτωχότερες περιοχές της Ισπανίας και με σαφή στόχο να διαπραγματευθούν με την κεντρική κυβέρνηση την φορολογία τους. Οι όποιες ριζοσπαστικές φωνές και διαθέσεις είναι μειοψηφικές, ακόμη και αν το αποσχιστικό κίνημα συνεπαίρνει σημαντικά τμήματα της νεολαίας και δυναμικές κοινωνικές κατηγορίες, που έχουν κτυπηθεί από το άγριο κύμα λιτότητας, φτωχοποίησης και ανεργίας που εφαρμόζει ο Ραχόι και οι κυβερνήσεις της Ισπανίας από το 2011. Η ίδια η Καταλανική κοινωνία είναι διχασμένη στο ζήτημα της απόσχισης, ζήτημα σημαντικό για οποιοδήποτε εθνικό κίνημα. Αυτό το γεγονός από μόνο του είναι ένας δείκτης που αναδεικνύει τα όρια, αλλά δεν αποτελεί το μοναδικό πρόβλημα στη συζήτηση που διεξάγεται για την ανεξαρτησία της Καταλονίας.3. Το μεγάλο ζήτημα αφορά το χαρακτήρα της απόσχισης και κάθε απόσχισης γενικότερα. Δεν έχει κάθε κίνημα εθνικής απόσχισης δεδομένο χαρακτήρα. Το κομμουνιστικό κίνημα και η Αριστερά στηρίζουν την εθνική αυτοδιάθεση, δεν στηρίζουν όμως εξορισμού και από λόγους αρχής κάθε κίνημα απόσχισης. Απαιτούνται συγκεκριμένοι προσδιορισμοί για το τι εκφράζει και τι προκαλεί κάθε κίνημα απόσχισης και κάθε κίνημα ανεξαρτησίας. Τι εκφράζει σε επίπεδο κατεύθυνσης και προσανατολισμού, καθώς και τι είναι δυνατόν να προκαλεί στο ταξικό πεδίο, αν προωθείται σε τελική ανάλυση η υπόθεση της εργατικής τάξης. Γιατί όπως ακριβώς η αστική τάξη κατά περίπτωση στηρίζει ή καταπνίγει κάθε κίνημα απόσχισης ή ανεξαρτησίας, έτσι και η εργατική τάξη θα πρέπει κατά περίπτωση να κρίνει ανάλογα με το τι προωθεί την υπόθεσή της και την ανατροπή του συσχετισμού των δυνάμεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

4. Δεν είναι αίτημα της Αριστεράς η διάλυση των πολυεθνικών κρατών, τουλάχιστον όχι όσο οι επιμέρους εθνότητες μπορούν να συνυπάρξουν με αμοιβαίο σεβασμό, πλήρη αναγνώριση δικαιωμάτων, πολιτική και πολιτιστική αυτονομία. Ούτε είναι αίτημα της Αριστεράς η πλήρης ανατίναξη των σημερινών (καπιταλιστικών) κρατών, πόσο μάλλον κάτω από το σημερινό οικτρό συσχετισμό δύναμης που δεν προμηνύει τίποτα θετικό για την επόμενη μέρα αυτών των ανατιναγμένων κρατών. Η Αριστερά πρέπει να είναι υπέρ της συνύπαρξης διαφορετικών εθνών και εθνοτήτων -ακόμα και στο καπιταλιστικό έδαφος- με αναγνώριση και πλήρη κατοχύρωση των δικαιωμάτων, ενάντια σε κάθε μορφής καταπίεση. Η Αριστερά οφείλει να βγάλει τα συμπεράσματά της από την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, από την ανατίναξη της Λιβύης και του Ιράκ, από τον κατακερματισμό και την διάλυση «σοσιαλιστικών» χωρών, από την ίδρυση μικρών κρατιδίων, μονίμως προθύμων και εξαρτημένων των ιμπεριαλιστών και υπό στυγνά αυταρχικά καθεστώτα.

5. Υπάρχει σήμερα ζήτημα ανεξαρτησίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο; Ναι, κατηγορηματικά. Υπάρχει ζήτημα ανεξαρτησίας από την ΕΕ. Η ΕΕ ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις, ακυρώνει λαϊκές ετυμηγορίες, στραγγαλίζει μέχρι θανάτου λαούς και έθνη, επιβάλει ασφυκτικές πολιτικές. Να συζητάμε για την αυτονομία της Καταλωνίας σήμερα (με όλη την αίγλη του παρελθόντος, του ισπανικού εμφυλίου, της δημοκρατικής της παράδοσης), ή της Φλάνδρας, της Σκοτίας και της Β. Ιταλίας αύριο (χωρίς κάποια αντίστοιχη αίγλη), και ταυτόχρονα να αγνοούμε μεγαλοπρεπώς την κατάλυση κάθε ίχνους ανεξαρτησίας στα πλαίσια της ΕΕ, είναι τουλάχιστον προβληματικό. Η επανεμφάνιση «λυμένων» εθνικών ζητημάτων δεν είναι άσχετο φαινόμενο με την άνοδο των κάθε λογής συντηρητικών και εθνικιστικών δυνάμεων, σε μια Ευρώπη που βρίσκεται σε παρακμή λόγω κρίσης προσανατολισμού. Η εικόνα θυμίζει σε πολλά την παρηκμασμένη Ευρώπη των αρχών του 20ου αιώνα και αυτό δε μπορεί να διαφεύγει από την προσοχή της Αριστεράς. Προκαλεί εντύπωση και η στάση ενός τμήματος της Αριστεράς (αντικαπιταλιστικής, διεθνιστικής, δικαιωματικής ή όπως αλλιώς) η οποία δεν αντέχει το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας στην Ελλάδα, απέναντι στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και την ΕΕ, αλλά συντάσσεται με εκπληκτική ευκολία με διάφορα εθνικά κινήματα που έχουν ελάχιστη ταξική αναφορά.

6. Χρειάζεται να σηκωθούμε λίγους πόντους ψηλότερα από το επίπεδο των ελάχιστων προσδοκιών, της ήττας, του γενικευμένου αποπροσανατολισμού. Το να πιάνεται ο πνιγμένος από τα μαλλιά του, στην περίπτωση της συλλογικής σκέψης και δράσης της Αριστεράς, δεν είναι μέθοδος ανάταξης του συσχετισμού. Όπως ο πνιγμένος δεν θα σωθεί πιάνοντας τα μαλλιά του, έτσι και η Αριστερά δεν θα αναταχθεί αρπάζοντας κάθε υποψία ευκαιρίας, ακολουθώντας το συρμό και την ευκολία. Ειδικά σήμερα, μετά τις μεγάλες ήττες και διαψεύσεις, χρειάζεται μεγαλύτερη απαιτητικότητα και αυστηρότητα. Χρειάζεται αυτοκριτική για το τι κατάλαβε η Αριστερά από την «Αραβική Άνοιξη» και τις διαδικασίες στη Μ. Ανατολή. Χρειάζεται αυτοκριτική για το έλλειμμα πολιτικής προετοιμασίας και συσσώρευσης δυνάμεων κόντρα στην κυβέρνηση Τσίπρα κατά το ελληνικό δημοψήφισμα. Η διαρκής υποτίμηση του υποκειμενικού προβλήματος και ειδικά του ελλείμματος ύπαρξης και δράσης της κομμουνιστικής Αριστεράς με αντιιμπεριαλιστική στάση και ανάλυση, με κριτήρια, με τοποθέτηση συγκεκριμένη στα εθνικά ζητήματα που αναδεικνύονται, μόνο νέες απογοητεύσεις θα φέρει. Συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, ιεραρχήσεις, καθορισμός των άμεσων, κρίσιμων και αναγκαίων βημάτων. Μόνο έτσι θα υπάρξει η ελπίδα να αναμετρηθούμε κάποια στιγμή με το μεγάλο έλλειμμα της ταξικής πάλης και του κινήματος της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης.

7. Να αναζητήσουμε αυτά που μας ενώνουν σήμερα σε εθνικό ταξικό και διεθνικό επίπεδο, αυτό είναι το κρίσιμο καθήκον της Αριστεράς και συγχρόνως το αποφασιστικό βήμα για να ξαναμπεί στα μυαλά και τις καρδιές των εργαζομένων μαζών. Για να αποκτήσει την χαμένη αξιοπιστία της και να σταματήσει να υιοθετεί εύκολα πολιτικά σχήματα και αιτήματα με κοντινές ημερομηνίες λήξης. Να αναζητήσουμε τη γενική γραμμή απελευθέρωσης και ανεξαρτησίας, τη διεθνιστική γραμμή αλλαγής του συσχετισμού δύναμης. Αυτό είναι το σημείο ενότητας. Σε τελική ανάλυση, από κοινού να στοχοποιήσουμε τους κοινούς εχθρούς μας. Η αντιπαράθεση του «εμείς ή αυτοί», σήμερα δεν μπορεί να μην αναδεικνύει στο κέντρο του την ΕΕ, την ευρωζώνη και τις κυβερνήσεις που υπηρετούν τα σχέδια των πολυεθνικών, των πλουσίων, των ιμπεριαλιστών. Και στην Ισπανία (είτε στην Καταλωνία είτε στην Ανδαλουσία…) υπάρχει σημείο ενότητας, οι εχθροί είναι κοινοί και ορατοί. ΕΕ και Ραχόι με ό,τι εκπροσωπούν και με τις πολιτικές που επιβάλλουν.

Καταλονία: ένα προβλημα με πολλές αναγνώσεις…

Σε οριακο σημείο έχουν φτάσει τα πράγματα στην Καταλονία, καθώς μετά την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος, το όργιο της καταστολης από τη πλευρά της κεντρικης κυβέρνησης και την αξιοσημείωτη αντίσταση χιλιάδων ανθρώπων την περασμένη Κυριακή, η κατάσταση φαίνεται να οξύνεται δραματικά. Ο Ραχόι δυναμιτίζει κι άλλο την κατάσταση, απειλωντας ότι σε περίπτωση μονομερούς ανακήρυξης της ανεξαρτησίας θα διορίσει άλλη τοπική κυβέρνηση -όπως προβλέπει το άρθρο 155 του ισπανικού συντάγματος, ειδικό στρατιωτικό σώμα έτοιμο να επέμβει έχει ήδη μεταφερθεί στα σύνορα Αραγωνίας και Καταλονίας, ο βασιλιάς παρεμβαίνει ωμά με διάγγελμα στηρίζοντας τον Ραχόι, ενώ η κεντρική κυβέρνηση δίνει εσπευσμένα με νομοθετικό διάταγμα τη δυνατότητα στις μεγάλες τράπεζες και επιχειρήσεις που εδρεύουν στην Καταλονία να μετακομίσουν με διαδικασίες εξπρές αλλού, προκειμένου να πιεστούν κομμάτια της καταλανικης αστικής τάξης – ήδη δύο από τις μεγαλύτερες τράπεζες ετοιμάζονται να φύγουν.

Από την άλλη πλευρά, η τοπική κυβέρνηση του Πουιτζντεμόντ έχει ήδη εξαγγείλει την πρόθεση για μονομερή ανακήρυξη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση φοβούμενη ότι θα ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου και για το Βέλγιο, τον ιταλικό βορά και τη Σκωτια, στηρίζει τον Ραχόι και καλεί τις δύο πλευρές σε διάλογο.Σε ό,τι αφορά στην ουσία των πραγμάτων, κατά πρώτο είναι σαφές ότι πρέπει να καταγγελθεί η βία και καταστολή του ισπανικού κράτους ενάντια στο αυτονομιστικό κίνημα, που από ότι φάνηκε στηριζεται από ένα μεγαλο κομμάτι της καταλανικής κοινωνίας, τουλάχιστον 2 εκατομμύρια από τα 5 των εκλογέων ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας μέσα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθηκες, με χιλιάδες εισαγόμενους αστυνομικους της quardiacivil που έχουν να εμφανιστούν στην Καταλονία από τον καιρό του Φράνκο, με τραυματισμούς, συλλήψεις και εκκενώσεις σχολείων. Είναι αδιαμφισβήτητο δικαίωμα κάθε λαού να ορίζεται όπως νομίζει, να διεξάγει δημοψηφίσματα και να καθορίζει ελεύθερα το μέλλον του. Αποτελεί στοιχειώδες δημοκρατικό δικαίωμα και η Αριστερά σε όλο τον κόσμο οφείλει να το υπερασπίσει δείχνοντας έμπρακτα την διεθνιστική της αλληλεγγύη.

Πέρα από αυτό όμως υπάρχει και μία δεύτερη ουσιαστική πλευρά που αν τη χάσει η Αριστερά και σταθεί μόνο στο σημείο της καταστολής, τότε έχει χάσει το δάσος. Η πλευρά αυτή αφορά λοιπόν το ποιος δίνει το πολιτικό στίγμα στο κάθε στρατόπεδο στην καταλανική κρίση. Στο πρώτο στρατόπεδο τα πράγματα είναι πιο φανερά, τον τόνο δίνει η δεξιά του Ραχόι, του βασιλιά και των φρανκικών κατάλοιπων, συνεπικουρούμενη από τους σοσιαλιστές -παρά τις φραστικές διαφοροποιήσεις- και εννοείται το ισπανικό κεφάλαιο. Στη δεύτερη πλευρά τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα. Το αυτονομιστικό μπλόκ είναι αρκετά ετερογενές. Περιλαμβάνει μεγάλο κομματι της καταλανικής αστικής τάξης που νιώθει να συμπιέζεται από τις πολιτικές του ισπανικού κράτους και πολιτικά εκφράζεται από το  κυβερνητικό σχημα στην τοπική βουλή που αδυνατεί να δει το μέλλον της Καταλονίας έξω από την ΕΕ και τους κυρίαρχους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμους και που εδώ και χρόνια βέβαια εφαρμόζει τις ιδιες αντιλαικές πολιτικές με την Μαδρίτη.

Ας μην ξεχνάμε ότι η Καταλονία αποτελεί αυτή την στιγμή το βαρύ πυροβολικό της βιομηχανίας αλλά και του τουρισμού της Ισπανίας – έχει μόνη της το 25% των εξαγωγών της χώρας. Από την άλλη το καταλανικό κρατος είναι υποχρεωμένο να αποδίδει στην Μαδρίτη το 50% των φόρων με στόχο να διοχετεύεται τμήμα αυτών των εσόδων στις φτωχότερες περιοχές όπως η Ανδαλουσία ή η Εξτρεμαδούρα. Η απαλλαγή από το παραπάνω καθεστώς αποτελεί βασικό επιχείρημα του κυρίαρχου δεξιού αυτονομιστικού κομματος που ελέγχει την τοπική κυβέρνηση.

Το στρατόπεδο των αυτονομιστών επίσης περιλαμβάνει μετριοπαθή τμήματα της πατριωτικής φιλοευρωπαϊκής αριστεράς -ERC- αλλά και πιο ριζοσπαστικα τμήματα της καταλανικής αριστεράς -CUP- με σημαντική επιρροή στην νεολαία. Βέβαια, σημαντικά κομματια της αριστεράς όπως οι Podemos και η Ενωμένη Αριστερά δεν συμμερίζονται το αίτημα της απόσχισης. Το στρατόπεδο αυτό περιλαμβανει τέλος πληθος καταλανών που μέσα στον οδοστρωτήρα της κρίσης -και καθώς το Podemos δεν φαίνεται να πείθει ως εναλλακτική λύση, βρίσκει διέξοδο στον διαχωρισμό από την Ισπανία. Όχι στη λογική της ανεξαρτησίας όμως από την ΕΕ και τις πολιτικές του κεφάλαιου, αλλά στη λογική «να σταματήσουμε να χρηματοδοτούμε τους άλλους». Από την ως τώρα τουλάχιστον τροπή των πραγμάτων πολιτικά τον τόνο στην αυτονομιστική πλευρά τον δίνει κυρίως το συστημικό κομμάτι του καταλανικού πολιτικού προσωπικού, παρά το γεγονός ότι ένα σημαντικό τμημα της νεολαίας εχει κινητοποιηθεί τελευταία με πιο ριζοσπαστικές πλευρές του κινήματος.

Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι αν μπορεί η Αριστερά εκεί και διεθνώς -στην αντισυστημική τουλάχιστον εκδοχή της- να στοιχηθεί αυτή τη στιγμή άκριτα με την επικρατούσα άποψη του αυτονομιστικού μπλοκ, που είναι απόσχιση, αλλά μέσα στην ΕΕ και χωρίς την παραμικρή αμφισβήτηση στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του κεφαλαίου και στην ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση. Η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική. Μέχρι στιγμής οι αυτονομιστικές δυνάμεις που βάζουν τα ζητήματα από μια ταξική πλευρά φαίνεται πως δεν παίζουν καθοριστικό ρόλο στα πράγματα, εκτός και αν οι εξελίξεις είναι τέτοιες που βοηθήσουν να τροποποιηθούν οι συσχετισμοί μέσα στο ίδιο το αυτονομιστικό κίνημα, γεγονός που θα αποτελούσε μια πραγματική διέξοδο για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της Καταλονίας.