Το αμερικανικό «τζιχάντ εξπρές»: Ινδονησία – Αφγανιστάν – Συρία – Φιλιππίνες

Ήταν αργά τη νύχτα, αλλά στο αεροδρόμιο Soekarno-Hatta της Τζακάρτας, Τερματικό 3, υπήρχε πλήθος οικογενειών και φίλων που περίμεναν την άφιξη των δικών τους από το εξωτερικό.Ο φίλος μου Noor Huda Ismail είχε μόλις αφιχθεί από τη Σιγκαπούρη  και αποφάσισα να πάω να τον πάρω από το αεροδρόμιο για να κουβεντιάσουμε. […] κατά τη μία ώρα της διαδρομής προς την πρωτεύουσα και να ανταλλάξουμε ιδέες και πληροφορίες.

Ο  Huda  θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως ο πιο ενήμερος Ινδονήσιος «ειδικός για την τρομοκρατία». Μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, μεγάλωσε και εκπαιδεύτηκε σε μαντρασάδες (θρησκευτικά σχολεία) από τα οποία βγήκαν τα πιο διαβόητα στελέχη του τζιχάντ (ιερού πολέμου) στην Ινδονησία. Αργότερα, κατάφερε να «ξεκοπεί» από τον μουσουλμανικό φονταμενταλισμό, να μελετήσει και να γίνει τελικά ένας σεβαστός κινηματογραφιστής και διανοητής.

Επί χρόνια, οι δυο μας μελετάμε το περίπλοκο δίχτυ που έχει δημιουργήσει ο δυτικός ιμπεριαλισμός – ένα δίχτυ που κυριολεκτικά κατέστρεψε ολόκληρες χώρες, κλείνοντας άλλες «πίσω από τα σίδερα» σε μια πραγματική νεοαποικιακή δουλεία. Όλα αυτά έγιναν , βεβαίως, στο όνομα της «ελευθερίας και της δημοκρατίας», χρησιμοποιώντας συχνά διάφορες θρησκείες σαν εργαλεία, ακόμη και σαν όπλα.

Κατά τη διαδρομή λοιπόν συγκρίναμε τις σημειώσεις μας στα γρήγορα. Ο Huda με ενημέρωσε για την ταινία του «Jihad Selfie», και εγώ για το πολιτικό μυθιστόρημά μου «Aurora»,  ένα βιβλίο για το Αφγανιστάν που ακόμη το γράφω.

«Το Αφγανιστάν», είπε, «εκεί βρίσκονται οι αιτίες πολλών πραγμάτων … Θα θυμάσαι τη δεκαετία του 1980, τότε που οι ΗΠΑ χρησιμοποίησε κάποια στελέχη του τζιχάντ από την Ινδονησία, στέλνοντάς τα στο Αφγανιστάν…».

Ναι θυμόμουν αυτό το γεγονός. Γνώριζα ορισμένα πράγματα, αλλά όχι όλα. Το ότι Ινδονήσιοι και Μαλαίσιοι πήγαν να πολεμήσουν ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και στις κυβερνήσεις του Μπαμπράκ Καρμάλ και μετά του Μοχάμετ Νατζιμπουλάχ στο Αφγανιστάν ήταν κάτι με το οποίο ουδέποτε είχα ασχοληθεί στα βιβλία ή στις ταινίες μου. Τώρα, ένιωθα ότι ήταν κάτι σημαντικό, πολύ σημαντικό, με το οποίο έπρεπε να καταπιαστώ.

«Huda», ρώτησα, «πόσοι Ινδονήσιοι πήγαν να πολεμήσουν στο Αφγανιστάν, μετά τη σοβιετική επέμβαση, το 1979;»

Ο Huda δεν δίστασε, εξάλλου πάντα ξέρει τους αριθμούς:

«Μόνο από μία ομάδα προέρχονταν 350 μαχητές. Οι Ινδονήσιοι που πολέμησαν στο Αφγανιστάν είχαν τη βάση τους σε ένα στρατόπεδο που ανήκε στην Ittehad-al-Islami (Ισλαμική Ένωση). Το στρατόπεδο το διοικούσε ο Ustad Abdul Rab Rasul Sayyaf . Βεβαίως ο Rab Rasul Sayyaf είναι βαχαβίτης και οι βαχαβίτες χρηματοδοτούνταν εξ ολοκλήρου από τις ΗΠΑ. Αυτό που βλέπουμε σήμερα, όλες αυτές οι ‘τρομοκρατικές απειλές’, είναι ένα φαινόμενο μπούμερανγκ για ό,τι έχουν κάνει οι ΗΠΑ στην περιοχή, ιδίως στο Αφγανιστάν. Ακόμη και το ISIS τώρα: στα  2003 ήλθαν να ανατρέψουν τον Σαντάμ…»

Θα μπορούσα να συναντήσω κάποιον «απόφοιτο» του Αφγανιστάν εδώ στην Τζακάρτα;

«Βεβαίως, μπορείς», ένευσε καταφατικά. «Θα το κανονίσω όσο θα βρίσκεσαι εδώ».

***

Πριν από τη συνάντηση με τον τζιχαντιστή που είχε πολεμήσει στο Αφγανιστάν, ταξίδεψα στην πόλη Μπαντούγκ όπου συναντήθηκα με τον Iman Soleh, έναν καθηγητή στο τμήμα Κοινωνικής και Πολιτικής Επιστήμης (Πανεπιστήμιο του  Padjadjaran- UNPAD). Πρόκειται για  άλλη μια αναγνωρισμένη αυθεντία στο θέμα της «τρομοκρατίας». Ήλθε στο ξενοδοχείο μου μαζί με τη σύζυγό του, την καθηγήτρια Antik Bintari, ειδική στη διαχείριση συγκρούσεων, που διδάσκει στο ίδιο πανεπιστήμιο.

Ο καθηγητής  Iman Soleh και εγώ συζητήσαμε αρκετά για τη σχέση ανάμεσα στην «παλιά φρουρά» των Νοτιοασιατών (κυρίως Ινδονήσιων και Μαλαίσιων) τζιχαντιστών, των αποκαλούμενων «αποφοίτων του Αφγανιστάν», και για την πρωτοπορία, «ένα νέο κύμα» που σήμερα επιχειρεί να αποσταθεροποιήσει ακόμη και να καταστρέψει τη Συρία και τις Φιλιππίνες.

Παρόλο που η ονομασία «τζιχάντ» χρησιμοποιείται κατ’ εξακολούθηση και «κυριολεκτικά» σε όλα τα κατεστημένα δυτικά ΜΜΕ, ήταν σαφές σε όλους μας ότι πίσω από τις κτηνώδεις μάχες και τις περισσότερες φρικαλεότητες που εξαπολύθηκαν σε χώρες όπως η Συρία και [πρόσφατα] οι Φιλιππίνες κρύβονται γεωπολιτικά συμφέροντα της Δύσης γενικά και των ΗΠΑ πιο συγκεκριμένα.

Ο καθηγητής  Soleh εξήγησε τη «δυναμική» ως προς αυτό:

«Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, οι ΗΠΑ φοβούνταν το αποκαλούμενο ‘ντόμινο’. Μεταξύ άλλων πραγμάτων που συμβαίνουν σήμερα στις Φιλιππίνες υπό τον πρόεδρο Ντουτέρτε, η κυβέρνηση θέτει υπό έλεγχο τις δραστηριότητες των πολυεθνικών μεταλλευτικών ομίλων και η Δύση δεν μπορεί να το αποδεχθεί.  Οι Φιλιππίνες θέτουν τις περιβαλλοντικές ανησυχίες τους πάνω από τα βραχυπρόθεσμα κέρδη. Για τα εκατομμύρια των αριστερών αγωνιστών εδώ στην Ινδονησία και σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία, ο Ντουτέρτε αποτελεί παράδειγμα».

Συνεπώς, βάσει της ιμπεριαλιστικής λογικής,  πρέπει να οργανωθεί επίθεση στις Φιλιππίνες, να αποσταθεροποιηθεί η χώρα και γενικά να γίνει ό,τι και στη Συρία. Η ανυπακοή τιμωρείται με θάνατο. Και πώς αλλιώς θα γίνει αυτό αν όχι με το πιο αποφασιστικό όπλο που χρησιμοποιεί η Δύση επί δεκαετίες; Με τις εξτρεμιστικές θρησκευτικές τρομοκρατικές ομάδες. Ποια είναι η πιο αποτελεσματική ομάδα μαχητών για να φέρει σε πέρας  αυτό τον δύσκολο σκοπό, αν όχι οι τζιχαντιστές από τις ομάδες που ήδη έχουν αποδειχθεί τόσο αποτελεσματικές και θανάσιμες σε τόπους όπως το Αφγανιστάν;

Τώρα πλέον, ουδείς από όσους είναι έστω και ελάχιστα πληροφορημένοι για το θέμα αμφιβάλλει ότι η Δύση κατά κύριο λόγο ενδιαφέρεται να διατηρήσει «επ’ άπειρον τη σύγκρουση» σε αρκετές περιοχές του κόσμου. Όπως ο καθηγητής Soleh παρατηρεί:

«Πιστεύω ότι όλα αυτά δεν γίνονται μόνο για να ‘αποσταθεροποιηθούν’ οι Φιλιππίνες, αλλά  και γιατί η χώρα έχει περιοχές εν δυνάμει συγκρούσεων που θα μπορούσαν να ‘καλλιεργηθούν’. Το πιο χαρακτηριστικό  παράδειγμα είναι το κυρίως μουσουλμανικό νησί Μιντανάο σε μια χώρα που είναι κατ’ εξοχήν καθολική. Όπως ξέρουμε, οι Φιλιππίνες εμπλέκονται επίσης στη διαμάχη για τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, και οι ΗΠΑ επιχειρούν να κυριαρχήσουν πλήρως σ’ αυτή την περιοχή…»

Ο πρόεδρος Ντουτέρτε διέπραξε ένα «ασυγχώρητο λάθος» στα μάτια της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου, προσπαθώντας να επιλύσει την εδαφική διαφορά με την Κίνα όσο πιο γρήγορα και αποτελεσματικά ήταν δυνατόν.

***

Ας επιστρέψουμε όμως το «εξπρές τζιχάντ». Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το υπόβαθρο:

Η ινδονησιακή τζιχαντιστική, σαλαφιστική ομάδα Darul Islam είχε ως σκοπό τη δημιουργία χαλιφάτου και στράφηκε ενάντια στο κοσμικό/σοσιαλιστικό κράτος επί προέδρου Σοεκάρνο τη δεκαετία του 1950 και του 1960. Αυτή η ομάδα έλεγε: «Η τρομοκρατία είναι halal –επιτρεπτή”.

Ο καθηγητής  Saleh  αποσαφηνίζει:

«Τελικά, το ινδονησιακό κράτος διέλυσε την ‘Darul Islam’, αλλά σύντομα δημιουργήθηκε ένα παρακλάδι της, η ‘Komando Jihad’».

Η Komando Jihad μετασχηματίστηκε αργότερα στην υπερεθνική  ομάδα της Νοτιοανατολικής Ασίας  Jamaah Islamiyah (με πνευματικό ηγέτη της τον  Abu Bakar Bashir). Η ομάδα αυτή διατηρεί ενεργούς δεσμούς και συνεργασία με την al-Qaeda και το  Ισλαμικό Μέτωπο Απελευθέρωσης Μόρο [Μιντανάο] στις Φιλιππίνες, για να ονοματίσουμε μόνο δύο θρησκευτικές ανταρτικές ομάδες.

«Μαχητές από την Komando Jihad πήγαν στο Αφγανιστάν. Ιδεολογικά ήταν σκληροπυρηνικοί σαλαφιστές, αλλά με δυτική υποστήριξη. Πήραν δυτική βοήθεια για να αποκτήσουν όπλα και άλλα βασικά μέσα. Σύμφωνα με τις επαφές μου στις ινδονησιακές μυστικές υπηρεσίες, οι ΗΠΑ στήριζαν αυτή τη διείσδυση της ‘Komando Jihad’ και άλλων στο Αφγανιστάν.  Γνωρίζω επίσης ότι ο διοικητής του ινδονησιακού  στρατού στη δεκαετία του 1980, στρατηγός Moerdani, υποστήριζε τους Ινδονήσιους και Αφγανούς τζιχαντιστές, προμηθεύοντάς τους με όπλα (συμπεριλαμβανομένων των AK-47’s).
Και πάλι βάσει των πηγών μου στις ινδονησιακές μυστικές υπηρεσίες, οι ΗΠΑ βοήθησαν άμεσα στην  ‘αναχώρηση’ Ινδονήσιων τζιχαντιστών για το Αφγανιστάν, υπό την κάλυψη ‘ομάδων ισλαμικών σπουδών’ και άλλων ‘κοινοτήτων’ και η διαδρομή που ακολουθήθηκε ήταν: Ινδονησία-Μαλαισία-Φιλιππίνες-Αφγανιστάν».

Αυτά τα γεγονότα δεν έχουν τύχει ευρείας δημοσιότητας, αλλά δεν θα εξέπλητταν κανέναν εξοικειωμένο με την ινδονησιακή ιστορία: μετά το βάναυσο, καθοδηγούμενο από τις ΗΠΑ στρατιωτικό/θρησκευτικό πραξικόπημα του 1965, η Ινδονησία μετατράπηκε ταχύτατα από μια αντιιμπεριαλιστική, διεθνιστική και προοδευτική χώρα στον πιο πιστό σύμμαχο της Δύσης σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία. Κυρίαρχη «ιδεολογία» του νέου φασιστικού φιλοδυτικού καθεστώτος με επικεφαλής τον στρατηγό Σουχάρτο έγινε ο «αντικομμουνισμός». Επί χρόνια οι κομμουνιστές καθώς και οι υποτιθέμενοι κομμουνιστές σφαγιάζονταν σε όλο το αρχιπέλαγος, ενώ ο κομμουνισμός ως ιδεολογία απαγορεύθηκε, όπως και η κινεζική γλώσσα και κουλτούρα, συμπεριλαμβανομένων των δράκων και των παιχνιδιών. Η αντικομμουνιστική προπαγάνδα έγινε το μοναδικό δείγμα «πνευματικής» τροφής. Η τέταρτη πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου υπέστη ολική αντιδραστική επαναρρύθμιση και έγινε μία από τις πιο «θρηκευόμενες» χώρες  — λίγα χρόνια αργότερα κατέρρευσε κοινωνικά και πνευματικά.

Στην Ινδονησία, οι κατηγορίες για «αθεϊσμό» χρησιμοποιήθηκαν ευρέως προκειμένου να προκαλέσουν αναταραχή και να ωθήσουν στον εξτρεμισμό χιλιάδες δυνητικά και ήδη υπάρχοντα στελέχη του τζιχάντ.  Η αντίθεση στον αθεϊσμό, ακόμη και στην εκκοσμίκευση, έγινε το σύνθημα συσπείρωσης εκείνων που ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για τον τελικό σκοπό και όνειρο – το χαλιφάτο.

Στο Αφγανιστάν, η Δύση έπαιξε το ίδιο «παιχνίδι»,  όπως στην Ινδονησία μετά το 1965 και αλλού,  στη διάρκεια της «σοβιετικής εποχής».  Είναι σαφές και προφανές ότι το ιμπεριαλιστικό σχέδιο που καταρτίστηκε στην Ουάσιγκτον και το Λονδίνο είχε αρκετές εκδοχές και εφαρμόστηκε επιτυχώς σε πολλές διαφορετικές χώρες.

Στην Καμπούλ, ο θρυλικός Αφγανός διανοούμενος , δρ Omara Khan Masoudi,  μου εξήγησε:

«Το μεγαλύτερο λάθος που έκανε η Σοβιετική Ένωση στο Αφγανιστάν ήταν το ότι επιτέθηκε ευθέως στη θρησκεία. Εάν επέμενε αρχικά στα ίσα δικαιώματα και σιγά σιγά οδηγούσε προς τις αντιφάσεις της θρησκείας, πιθανώς θα είχε αποτέλεσμα … Αλλά άρχισαν να κατηγορούν τη θρησκεία για την καθυστέρηση της χώρας μας, στην πραγματικότητα για καθετί. Ή τουλάχιστον αυτή την ερμηνεία έδωσε ο συνασπισμός των εχθρών τους και βεβαίως η Δύση. Γιατί, όμως, η τρέχουσα δυτική εισβολή είναι τόσο ‘επιτυχής’; Γιατί υπάρχει τόσο μικρή πνευματική αντιπολίτευση; Κοιτάξτε το καθεστώς της Καμπούλ … Στη διάρκεια της διακυβέρνησής του, οι ΗΠΑ έπεισαν τους ανθρώπους ότι η δυτική εισβολή είναι ‘θετική’, ‘σέβεται τη θρησκεία και τις κουλτούρες τους’. Επαναλαμβάνουν συνεχώς ‘βάσει της τάδε και της δείνα σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών’  και πάλι ‘όπως αποφάσισαν τα Ηνωμένα Έθνη’. Χρησιμοποίησαν το ΝΑΤΟ, μια πολύ μεγάλη ομάδα χωρών, σαν ομπρέλα. Υπήρχε ένα ΄άκρως αποτελεσματικό’ πρωτόκολλο, το οποίο ανέπτυξαν … Σύμφωνα μ’ αυτό, δεν έκαναν τίποτε και ποτέ μονομερώς, αλλά πάντα με τη ΄διεθνή συναίνεση΄, προκειμένου να ‘βοηθήσουν τον αφγανικό λαό’. Από την άλλη, η Σοβιετική Ένωση δεν είχε ποτέ την ελάχιστη ευκαιρία να εξηγηθεί.  Δέχτηκε αμέσως επίθεση και σε όλα τα μέτωπα».

Στην πραγματικότητα, η Δύση πάντα χρησιμοποιούσε (και τελικά κατάφερε να εκτρέψει) το Ισλάμ. Ορισμένοι σπουδαίοι μουσουλμάνοι διανοητές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνάντησα στην Τεχεράνη, θεωρούν  ότι η Ουάσιγκτον, το Λονδίνο, το Παρίσι και άλλα κέντρα του δυτικού ιμπεριαλισμού και της νεοαποικιοκρατίας πέτυχαν, σε πολλά μέρη του κόσμου, να δημιουργήσουν μια εντελώς νέα και (για πολλούς αληθινούς και ευφυείς μουσουλμάνους) μη αναγνωρίσιμη θρησκεία.

***

Τα στελέχη του ινδονησιακού τζιχάντ που σκληραγωγήθηκαν στο Αφγανιστάν και εκπαιδεύτηκαν από Πακιστανούς τελικά επέστρεψαν στη χώρα τους. Εκεί «έπιασαν δουλειά», συμμετέχοντας σε λουτρά αίματος και σε δολοφονίες όπως αυτές στο νησί Άμπον  (περιοχή Μαλούκου) και στο  Πόσο (περιοχή Σουλαουέζι). Στο Άμπον, η σύγκρουση διήρκεσε από το 1999 μέχρι το 2002, 8.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν, ενώ χιλιάδες και των δύο φύλων  υπέστησαν βάναυσα, χωρίς τη θέλησή τους, περιτομή και ακρωτηριάστηκαν γενετικά.  Στο Άμπον είδα τους τζιχαντιστές εν δράσει, να κόβουν μέχρι θανάτου ένα αθώο αγόρι, μπροστά στα μάτια ενός πλήθους περαστικών που επιδοκίμαζαν.  Αργότερα περιέγραψα αυτή τη φρίκη στο διήγημα «Σημείο χωρίς επιστροφή» (“Point of No Return”).

Τότε, ήξερα ελάχιστα για τα συμβάντα στα οποία υπήρξα μάρτυρας και προσπαθούσα να τεκμηριώσω. Μόνο πολύ αργότερα, στο Μπαντούγκ, τον Μάιο του 2017, οι Iman Soleh και  Antik Bintari  μου εξήγησαν:

«Το Πόσο και το Άμπον, αυτά είναι ο ‘αφγανικός κρίκος’». «Στη διάρκεια εκείνων των σφαγών, συμμετείχαν  ακόμη κάποιοι ‘παλιοί τζιχαντιστές’ της εποχής του Αφγανιστάν. Ωστόσο, συμμετείχαν επίσης κάποιοι ‘φρέσκοι’ μαχητές, πολλοί από τους οποίους εκπαιδεύονταν από τους Ινδονήσιους ‘Αφγανούς’. Το Πόσο και το ΄Αμπον στην πραγματικότητα έπαιξαν το ρόλο των πεδίων  εκπαίδευσης. Μετά από αυτά τα γεγονότα, αναδείχθηκε μια νέα γενιά τζιχαντιστών».

***

Το ίδιο βράδυ –πολύ αργά τη νύχτα— αφού είχα οδηγήσει στον απελπιστικά μποτιλιαρισμένο κεντρικό αυτοκινητόδρομο που ενώνει την Μπαντούγκ με την Τζακάρτα, συνάντησα τον κ. Farihin, δραστήριο μέλος της εκτός νόμου οργάνωσης “JI” (Jamaah Islamiyah), έναν άνθρωπο που είχε συναντήσει προσωπικά τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, που είχε πολεμήσει στην Πακτιά και σε άλλες επαρχίες του Αφγανιστάν, πρώην μουτζαχεντίν και αμετανόητο τζιχαντιστή.

Ήθελα πολύ να μάθω, να καταλάβω πώς σκέφτονταν οι «απόφοιτοι του Αφγανιστάν», πώς έβλεπαν τον κόσμο και ποιοι ήταν οι σκοποί τους.

Ο κ. Farihin ήταν όντως εντυπωσιακός άνθρωπος: ευθύς, δυνατός, αρρενωπός, περήφανος, πολύ ευγενικός και με σκέψη εξ ολοκλήρου προϊόν πλύσης εγκεφάλου…

Το μίσος του για τον κομμουνισμό ήταν απεριόριστο, επικό. «Έβλεπε» παντού κομμουνιστές: στη Συρία, στη σημερινή Ρωσία, ακόμη και στο Αφγανιστάν του Καρζάι [πρωθυπουργού] και του Γκάνι [προέδρου]. Οτιδήποτε έστω και ανεπαίσθητα κοσμικό, οτιδήποτε δεν ήταν το χαλιφάτο, ήταν «κομμουνιστικό» μέσα σ’ αυτόν τον απλοϊκό, αλλά αποφασισμένο νου.

Αρχίσαμε με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν:

«Συνάντησα τον Οσάμα φευγαλέα, το 1987 και το 1988, αλλά τότε δεν ήταν ‘ουλαμάς’. Χρηματοδοτούσε τους μουτζαχεντίν. Ήταν εργολάβος στην επαρχία Πακτιά και είχε τη βάση του βόρεια αυτής της επαρχίας, σε ένα αραβικό στρατόπεδο, βοηθούσε τους μουτζαχεντίν και κατασκεύαζε δρόμους. Αφού μπήκαν οι Σοβιετικοί στο Αφγανιστάν, οι άνθρωποι του Οσάμα σχημάτισαν ένα ‘συμβούλιο’, ήταν σαν μια σκιώδης κυβέρνηση των μουτζαχεντίν».

Ο κ. Farihin πήγε στο Αφγανιστάν το 1987. Στη συνέχεια η ομάδα του  NII (Negara Islam Indonesia – Ισλαμικό Κράτος της Ινδονησίας) έλαβε μια «πρόσκληση» από τους μουτζαχεντίν.

Τι τον ώθησε να πάει στο Αφγανιστάν;

«Σ’ όλη την Ινδονησία ακουγόταν ότι μια μουσουλμανική χώρα είχε δεχθεί επίθεση από τη Σοβιετική Ένωση. Η αρχική επιθυμία μου ήταν να πολεμήσω τη Σοβιετική Ένωση. Αρχικά δεν μου επέτρεψαν να πάρω μέρος στις μάχες και δεν με έστειλαν στο Αφγανιστάν, αλλά στο Πακιστάν. Με διέταξαν να σπουδάσω στην εκεί  Στρατιωτική Ακαδημία Etihad Islami. Κάποια στιγμή, όλοι οι ξένοι τζιχαντιστές έπρεπε να φύγουν από το Πακιστάν και έτσι πήγαμε κατευθείαν στο Αφγανιστάν. Στην επαρχία Πακτιά έστησαν ένα ολόκληρο στρατόπεδο για εμάς. Εκεί μας επιτέθηκαν οι Σοβιετικοί αρκετές φορές, επιτέθηκαν στο δικό μας και στο ‘αραβικό στρατόπεδο’. Χρησιμοποιήθηκαν μαχητικά MIG-21. Όμως τότε οι Ρώσοι είχαν ήδη αρχίσει να αποσύρονται. Αφού έφυγαν οι Σοβιετικοί, στο Αφγανιστάν κυβερνούσε ακόμη μια κομμουνιστική κυβέρνηση, έτσι πολεμήσαμε και αυτήν. Ήμουν έτοιμος να πολεμήσω: πρώτα απ’ όλα τους Σοβιετικούς, παρά εκείνες τις κομμουνιστικές αφγανικές κυβερνήσεις. Στο Πακιστάν, είδα Ρώσους αιχμαλώτους, πιλότους, δεμένους με χειροπέδες. Δεν τους φοβόμουν».

Παρατήρησα αμέσως ότι ο κ.  Farihin δεν ένιωθε περηφάνια που την ομάδα του και γενικά τους μουτζαχεντίν τους υποστήριζαν οι ΗΠΑ και οι άλλες δυτικές χώρες. Επαναλάμβανε ότι δεν «είδε» άμεση αμερικανική ανάμειξη στη βοήθεια, ότι τα εφόδια έρχονταν από το Κατάρ, τη Σαουδική Αραβία και άλλες μουσουλμανικές χώρες. Γι’ αυτόν, ήταν ουσιώδες να φανεί η μάχη του στο Αφγανιστάν σαν «καθαρός» πανισλαμικός αγώνας.

Δεν ήμουν εκεί για να του αντιπαρατεθώ, αλλά για να ακούσω.

Μίλησε για τα μέτωπα στα οποία είχε πολεμήσει: στη Νανγκαράρ και την Τζαλαλαμπάντ, μεταξύ άλλων:

«Πήγαινα κατά σειρά σε διάφορα μέτωπα. Ο πόλεμος , οι μάχες ήταν ‘μεθοδικές’».

«Ποιος, όμως, ήταν ο στόχος;» ρώτησα.

Δεν δίστασε καθόλου να απαντήσει.

«Ο στόχος ήταν απλός: θέλαμε να εμποδίσουμε να γίνει αποδεκτή στο Αφγανιστάν η κομμουνιστική ιδεολογία».

Πόσα ήξερε για τον κομμουνισμό;

«Στην πραγματικότητα, οι γνώσεις μου γι’ αυτόν ήταν πολύ ρηχές. Κανένα πρόβλημα: ήμαστε πολεμικές μηχανές για τους μουτζαχεντίν. Μας είπαν ότι οι κομμουνιστές δεν πιστεύουν στον Θεό και ότι υποστηρίζουν το κοσμικό κράτος».

Αναρωτήθηκα αν γνώριζαν οτιδήποτε για το βελτιωμένο ιατρικό σύστημα, για την εκπαίδευση, για τη δημόσια παροχή στέγης, μεταφορών, αγαθών του πολιτισμού…

«Ξέρω πως ό,τι έκαναν οι κομμουνιστές ήταν καλό … Αλλά επειδή πίστευαν στον κομμουνισμό και το σοσιαλισμό, δεν ήταν ορθό, ήταν ‘haram’ [απαγορευμένο]. Εκείνο που μετρούσε ήταν ο όρκος μας στον Θεό. Από την άποψη της σημασίας, ο Θεός είναι το υπ’ αριθμόν ένα, και μετά έρχεται ο κόσμος των ανθρώπων».

Τον ρώτησα πώς βλέπει το σημερινό Αφγανιστάν.

«Όσο η κυβέρνησή του είναι κομμουνιστική, θα την πολεμάμε … Προσεύχομαι να νικήσουν οι Ταλιμπάν».

Προς στιγμήν νόμισα ότι παρανόησα: η κυβέρνηση του Αφγανιστάν είναι κομμουνιστική; Δεν ξέρει τίποτε για τις ΗΠΑ, για τη δυτική κατοχή;

«Ναι, αλλά οι ΗΠΑ πήγαν στο Αφγανιστάν για να πολεμήσουν τους Ταλιμπάν, όχι τον κομμουνισμό. Η κυβέρνηση είναι ακόμη κομμουνιστική, μαριονέτα της Ρωσίας».

Άλλαξα θέμα γρήγορα, αλλά τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν. Τον ρώτησα για τη Συρία και για το Ιράκ. Απάντησε ευγενικά:

«Εκπαιδεύω, εκπαιδεύουμε εθελοντές που είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν στη Συρία. Η Συρία δεν είναι μόνο κομμουνιστική, ξέρετε –Άσαντ και Ρώσοι–, αλλά και σιιτική».

Στη σημερινή Ινδονησία το να είσαι σιίτης είναι μεγάλο έγκλημα. Άνθρωποι δολοφονούνται, εξορίζονται και τρομοκρατούνται επειδή είναι σιίτες. Έγινα μάρτυρας σε ένα τέτοιο γεγονός, στο νησί Μαντούρα.

«Οι ‘απόφοιτοι του Αφγανιστάν’ εκπαιδεύουν, ιδεολογικά και στρατιωτικά,  μαχητές που είναι πρόθυμοι να πάνε στο εξωτερικό. Δεν είμαι σίγουρος αν το γνωρίζει η κυβέρνηση. Ίσως το γνωρίζουν οι μυστικές υπηρεσίες.  Στην εποχή του Σουχάρτο, υποστηριζόταν η μάχη εναντίον του κομμουνισμού. Είδα μέλη των ινδονησιακών μυστικών υπηρεσιών να αναπτύσσονται στα στρατόπεδα Αφγανών προσφύγων  στην Πεσαβάρ του Πακιστάν. Η πακιστανική μυστική υπηρεσία μάς είπε ότι η ινδονησιακή μυστική υπηρεσία διεξήγε επιχειρήσεις στην περιοχή.  Τότε, η Ινδονησία υποστήριζε τους μουτζαχεντίν και έτσι παίρναμε κάποια εφόδια απ’ αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων. Τότε, η Ινδονησία και το Πακιστάν είχαν θερμές φιλικές σχέσεις. Η πακιστανική μυστική υπηρεσία έκανε τη ζωή μας πολύ εύκολη: πηγαινοερχόμαστε ελεύθερα  μεταξύ Αφγανιστάν και Πακιστάν μέσω των συνόρων, ενώ σε αμάχους αυτό δεν επιτρεπόταν…»

Και ποια ήταν η αμοιβή; Ασφαλώς οι τζιχαντιστές δεν πολεμούσαν δωρεάν.

Η χαμηλότερη αμοιβή ήταν 150 δολάρια το μήνα, πολλά χρήματα για τη φτωχή Ινδονησία στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι αξιωματικοί έπαιρναν από 300 ως 400 δολάρια.

Πριν χωριστούμε, μιλήσαμε για το Αφγανιστάν, ως χώρα. Θυμήθηκε με συγκίνηση:

«Μου αρέσει αυτή η χώρα. Είναι όμορφη. Μου άρεσε η θρησκευτική ζωή εκεί. Οι Αφγανοί μας φέρονταν πολύ ευγενικά, μας μεταχειρίζονταν σαν φιλοξενούμενους … Μας πρότειναν επίσης  να παντρευτούμε γυναίκες τους, αλλά εκεί η τιμή της νύφης  ήταν πολύ υψηλή.  Κάποιες γυναίκες  είχαν γαλάζια μάτια και θέλαμε πολύ να τις παντρευτούμε, αλλά δεν είχαμε την οικονομική άνεση με τους μέτριους ‘μισθούς’ μας».

Του λείπει το Αφγανιστάν;

«Ναι».

«Και εμένα», ένευσα. «Αλλά θα ξαναπάω σύντομα».

Δεν αγκαλιαστήκαμε. Ήδη είχε καταλάβει ότι ανήκαμε στις αντίθετες πλευρές του οδοφράγματος και ότι πιθανώς ήμαστε μεγάλοι εχθροί μεταξύ μας. Αλλά μέχρι να χωριστούμε, παραμείναμε ευγενικοί, πολύ ευγενικοί: κατά τα αφγανικά ήθη.

***

«Οι τζιχαντιστές στην Ινδονησία εναντίον του αμερικανικού ιμπεριαλισμού; Ο, όχι, με κανέναν τρόπο», λέει χαμογελώντας η Dina Y. Sulaeman, μια Ινδονήσια πολιτική αναλύτρια, συγγραφέας του βιβλίου «Χιόνια στο Χαλέπι» ( “Salju Di Aleppo” ):

«Ο τζιχάντ στον οποίο θέλουν να συμμετέχουν οι Ινδονήσιοι βασίζεται στο μίσος… Στο βιβλίο μου εξηγώ πως οι Ινδονήσιοι πολεμιστές στη Συρία συνδέονται με αρκετές οργανώσεις: ‘Ikhwanul Muslimin’, ‘Hizbut Tahrir’ και Al Qaeda/ISIS.  Δυστυχώς, αυτές οι οργανώσεις έχουν υποστηρικτές στην Ινδονησία. Αυτοί διασπείρουν ψεύτικες φωτογραφίες και βίντεο για τη Συρία, προκειμένου να δημιουργήσουν συμπόνια, ακόμη και θυμό στον ινδονησιακό λαό ώστε να δώσει χρήματα ή και να συμμετάσχει στον τζιχάντ.  Γι’ αυτούς είναι μια καλή δοσοληψία. Διεξάγουν «ιερό πόλεμο», θα πάνε στον παράδεισο και επιπλέον πληρώνονται. Κατηγορούν τον Άσαντ ότι είναι ‘άπιστος’. Αυτό είναι το σύνθημα για τη συσπείρωσή τους».

«Η ‘κάλυψη’ από τα ινδονησιακά ΜΜΕ απλώς μεταφράζει όσα λένε τα δυτικά ΜΜΕ: το CNN, το BBC και άλλα…. Αν όχι αυτά, το Al-Jazeera που συχνά είναι χειρότερο … Το αποτέλεσμα είναι οι Ινδονήσιοι να ‘ανησυχούν πολύ’ για τη Συρία. Βεβαίως, στα βιβλία μου προσπαθώ να διορθώσω αυτές τις λανθασμένες απόψεις, αλλά ο μηχανισμός προπαγάνδας είναι πολύ ισχυρός».

«Όπως στο Αφγανιστάν», πρόσθεσα.

Νωρίτερα είχα ρωτήσει τον Noor Huda Ismail:

“Ωστόσο, οι ‘απόφοιτοι του Αφγανιστάν’ και οι οπαδοί του ISIS δεν νιώθουν,  αναγκαία, αμοιβαία συμπάθεια, έτσι δεν είναι;»

Ο Huda ένευσε καταφατικά, αλλά πρόσθεσε:

«Η Al-Qaeda και το  ISIS δεν τα πάνε καλά μαζί. Οι περισσότεροι μαχητές που υποστηρίζουν το ISIS συγκεντρώνονταν στο ίδιο τζαμί. Χρησιμοποιούν τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Ίσως οι ‘απόφοιτοι του Αφγανιστάν’ και οι υποστηρικτές του ISIS να μην νιώθουν αμοιβαία συμπάθεια, αλλά μοιράζονται την ίδια ιδεολογία, που είναι να ανατρέψουν και να αμφισβητήσουν τα εκκοσμικευμένα συστήματα».

«Και στην Ινδονησία;»

«Ναι, και στην Ινδονησία»

Το «εξπρές τζιχάντ» τρέχει τώρα και πάλι με ταχύτητα. Και η μία χώρα μετά την άλλη κομματιάζεται κάτω από τους ανελέητους τροχούς του.

Όσοι νομίζουν ότι γίνονται «όλα για το πετρέλαιο» κάνουν λάθος. Βεβαίως, η Δύση προσπαθεί να ελέγξει, πλήρως και με θηριωδίες, όλες αυτές τις κινήσεις στη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική , στο Ιράν και στο Αφγανιστάν. Αλλά δεν σταματά σ’ αυτό: τζιχαντιστικές ομάδες, που δημιουργήθηκαν από τη Δύση και τους συμμάχους της του Περσικού Κόλπου, χρησιμοποιήθηκαν για να αποσταθεροποιήσουν τους δύο μεγαλύτερους αντιπάλους της Δύσης: τη Ρωσία και την Κίνα.

Η Σοβιετική Ένωση ξεγελάστηκε και εισήλθε στο Αφγανιστάν το 1979, και στη συνέχεια καταστράφηκε βάρβαρα. Το ίδιο το Αφγανιστάν στην πορεία «θυσιάστηκε», οι κοινωνικές δομές του κατέρρευσαν και οι ελπίδες που είχε ο λαός του στραγγαλίστηκαν. Η Κίνα υποφέρει σήμερα από τις επιχειρήσεις αρκετών μουσουλμανικών τρομοκρατικών ομάδων και από άλλα θρησκευτικά εμφυτεύματα, που όλα ανεξαιρέτως υποστηρίζονται από τη Δύση.

Το πιο πιθανό είναι να αποτελέσουν οι Φιλιππίνες το επόμενο «μέτωπο». Αυτή η δραστηριότητα υπήρχε επί χρόνια και δεκαετίες στο Σούλου, στην αυτόνομη μουσουλμανική περιοχή του Μιντανάο, και αλλού, αλλά καθώς αυτό το κείμενο πάει για τύπωμα τα πράγματα επιδεινώνονται.

Η καταπολέμηση της τρομοκρατίας σε μέρη όπως η Συρία και το Αφγανιστάν ήταν και θα είναι όλο και περισσότερο ένας από τους βασικούς στόχους της εξωτερικής πολιτικής του Πεκίνου και της Μόσχας, προκειμένου να βοηθήσουν τις χώρες που πολιορκούνται και να αποτρέψουν το να γίνουν πεδία εκπαίδευσης των «αντικομμουνιστικών» και αντι-κοσμικών, θρησκευτικών, τρομοκρατικών στρατών.

Πηγή: Global Research

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

ΗΠΑ: ο πόλεμος μεταξύ των ελίτ – οι ολιγάρχες τα πάνε καλά, ο λαός υποφέρει

Σε μια κλίμακα πρωτοφανή από την «μεγάλη» παγκόσμια ύφεση της δεκαετίας του 1930, στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα σημειώνονται οξύτατες πολιτικές επιθέσεις, διαιρέσεις και υφαρπαγές εξουσίας. Απολύσεις κυβερνητικών αξιωματούχων, έρευνες του Κογκρέσου, απαιτήσεις για προεδρική παραπομπή, κυνηγητό μαγισσών, απειλές φυλάκισης για «επίδειξη περιφρόνησης προς το Κογκρέσο» και απροκάλυπτες διαμάχες για την εξουσία έχουν θρυμματίσει τη βιτρίνα πολιτικής ενότητας και συναίνεσης ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες ισχυρές μερίδες της ολιγαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών.

Για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία, ο εκλεγμένος πρόεδρος παλεύει σε καθημερινή βάση να ασκήσει την κρατική εξουσία. Τα ελεγχόμενα από την αντιπολίτευση κρατικά (όπως η εθνική δημόσια ραδιοφωνία) και εταιρικά όργανα μαζικής προπαγάνδας αντιπαρατίθενται στην προεδρία. Ομάδες της στρατιωτικής ελίτ και της επιχειρηματικής ολιγαρχίας συγκρούονται στην εγχώρια και τη διεθνή σκηνή. Οι ολιγάρχες διαπληκτίζονται και επιτίθενται ο ένας τον άλλον. Κατασκευάζουν πλαστές κατηγορίες, συνωμοτούν και εξαπατούν. Οι πολιτικοί ακόλουθοί τους, ως μάρτυρες αυτών των μνημειωδών συγκρούσεων, είναι βουβοί, κουφοί και τυφλοί ως προς  τα πραγματικά συμφέροντα που διακυβεύονται.

Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον ολιγάρχη πρόεδρο και τους ολιγάρχες της αντιπολίτευσης έχει σοβαρές συνέπειες για τις αντίστοιχες μερίδες τους και για τον αμερικανικό λαό. Οι πόλεμοι και η κατάκτηση αγορών, που επιδιώκουν οι ομάδες των ολιγαρχών, ώθησαν τις αντιτιθέμενες ολιγαρχικές δυνάμεις στην απόκτηση ελέγχου επί των  μέσων πολιτικής χειραγώγησης (ΜΜΕ και δικαστικών διώξεων).

Ο έντονος πολιτικός ανταγωνισμός και η ανοικτή πολιτική αντιπαράθεση δεν έχει καμιά σχέση με τη «δημοκρατία» όπως υπάρχει σήμερα στις ΗΠΑ.

Στην πραγματικότητα, η απουσία πραγματικής δημοκρατίας επιτρέπει στους ολιγάρχες να συγκρούονται στα σοβαρά. Ο περιθωριοποιημένος και απολίτικος λαός είναι ανίκανος να αξιοποιήσει υπέρ του τη σύγκρουση μεταξύ των ολιγαρχικών μερίδων και να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του.

Τι δεν αφορά η «σύγκρουση» μεταξύ των ολιγαρχών

Η μάχη «ζωής και θανάτου» ανάμεσα στις μερίδες των ολιγαρχών δεν αφορά την ειρήνη!

Καμία από τις ολιγαρχικές ομάδες που εμπλέκεται σ’ αυτή τη διαμάχη δεν τάσσεται υπέρ δημοκρατικών ή ανεξάρτητων κυβερνήσεων.

Καμία πλευρά δεν επιδιώκει τον εκδημοκρατισμό της αμερικανικής πολιτικής/εκλογικής διαδικασίας ή τη διάλυση του μηχανισμού του αστυνομικού κράτους.

Καμία πλευρά δεν δεσμεύεται με «κοινωνικό συμβόλαιο» απέναντι στους Αμερικανούς εργάτες και υπαλλήλους.

Καμία δεν ενδιαφέρεται για πολιτικές αλλαγές  που είναι αναγκαίες ώστε να αντιμετωπιστεί η συνεχής διάβρωση του βιοτικού επιπέδου ή η πρωτοφανής αύξηση της «πρώιμης» θνησιμότητας ανάμεσα στα εργατικά και αγροτικά στρώματα της χώρας.

Παρά τις ομοιότητές τους όμως, που απορρέουν από τον βασικό στόχο ο οποίος συνίσταται στη διατήρηση της ισχύος/εξουσίας της ολιγαρχίας ενάντια στα συμφέροντα του γενικότερου πληθυσμού, υπάρχουν βαθιές διαιρέσεις σχετικά με το περιεχόμενο και την κατεύθυνση του προεδρικού καθεστώτος και του κρατικού μηχανισμού.

Και τι αφορά 

Υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των μερίδων της ολιγαρχίας πάνω στο ζήτημα των πολέμων και των «επεμβάσεων».

Η «αντιπολίτευση»  (το Δημοκρατικό Κόμμα και κάποιες ρεπουμπλικανικές ελίτ) επιδιώκει τη συνέχιση της πολιτικής των πλανητικών πολέμων, με πιο συγκεκριμένο  στόχο την αντιπαράθεση με τη Ρωσία και την Κίνα, όπως επίσης τη συνέχιση των περιφερειακών πολέμων στην Ασία και στη Μέση Ανατολή. Υπάρχει πεισματική άρνηση τροποποίησης της στρατιωτικής πολιτικής, παρά τις καταστροφικές συνέπειες στο εσωτερικό των ΗΠΑ (οικονομική παρακμή και αυξανόμενη φτώχεια) και διεθνώς, με τις μαζικές εθνικές εκκαθαρίσεις, την τρομοκρατία, την αναγκαστική μετανάστευση των προσφύγων πολέμου στην Ευρώπη, την πείνα και τις επιδημίες (όπως η χολέρα και ο λιμός στην Υεμένη).

Η προεδρία Τραμπ ευνοεί την ένταση της αντιπαράθεσης με το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, καθώς και την επέμβαση στη Συρία, τη Βενεζουέλα και την Υεμένη.

Η «αντιπολίτευση» υποστηρίζει τις πολυμερείς οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες (όπως η TTP και η  NAFTA), ενώ ο Τραμπ ευνοεί τις επικερδείς «διμερείς» συμφωνίες, βασίζεται στις εμπορικές και επενδυτικές δοσοληψίες με τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα του Κόλπου και στο σχηματισμό ενός επιθετικού στρατιωτικού «άξονα» (ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας-Ισραήλ-Εμιράτων) για να ανατρέψει το εθνικιστικό καθεστώς του Ιράν και να διαμελίσει τη χώρα.

Η «αντιπολίτευση» επιδιώκει τη διεξαγωγή πολέμων και βίαιης «αλλαγής καθεστώτος», προκειμένου να αντικαταστήσει ανυπάκουους «τυράννους» και εθνικιστές και να εγκαταστήσει «πελατειακές κυβερνήσεις» οι οποίες θα παραχωρούν βάσεις στην αμερικανική στρατιωτική αυτοκρατορία. Ο Τραμπ εναγκαλίζεται τους υπάρχοντες δικτάτορες που μπορούν να επενδύσουν στο εσωτερικό πρόγραμμά του για τις υποδομές.

Η «αντιπολίτευση» επιδιώκει τη μεγιστοποίηση του ρόλου που παίζει παγκοσμίως η στρατιωτική ισχύς της Ουάσιγκτον. Ο Τραμπ αποβλέπει στην επέκταση του ρόλου των ΗΠΑ στην παγκόσμια αγορά.

Και οι δύο μερίδες της ολιγαρχίας υποστηρίζουν τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, έχουν διαφορές  όμως όσον αφορά το χαρακτήρα και τα μέσα του.

Για την «αντιπολίτευση», κάθε χώρα, μεγάλη ή μικρή, μπορεί να αποτελέσει στόχο στρατιωτικής κατάκτησης. Ο Τραμπ τείνει να ευνοεί την επέκταση των κερδοφόρων εξωτερικών αγορών μαζί με την προβολή της αμερικανικής στρατιωτικής κυριαρχίας.

Ολιγάρχες: ομοιότητες ως προς την τακτική

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ολιγαρχών δεν αποκλείει ομοιότητες ως προς τα μέσα και την τακτική. Και οι δύο ομάδες προωθούν την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, υποστηρίζουν τον πόλεμο της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη και την επέμβαση στη Βενεζουέλα. Υποστηρίζουν το εμπόριο με την Κίνα και τις διεθνείς κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία και το Ιράν. Επιδεικνύουν δουλικό σέβας προς το κράτος του Ισραήλ και ευνοούν το διορισμό ανοικτά σιωνιστικών παραγόντων στον πολιτικό, οικονομικό μηχανισμό και στις μυστικές υπηρεσίες.

Αυτές οι ομοιότητες όμως υπόκεινται σε αψιμαχίες τακτικής,  πολιτικού προπαγανδιστικού χαρακτήρα. Η «αντιπολίτευση» καταγγέλλει όποια απόκλιση της πολιτικής έναντι της Ρωσίας ως «προδοσία», ενώ ο Τραμπ κατηγορεί την «αντιπολίτευση» ότι θυσιάζει τους Αμερικανούς εργάτες για χάρη της  NAFTA.

Παρά τις αποχρώσεις τακτικής και τις ομοιότητες, ο άγριος ενδο-ολιγαρχικός ανταγωνισμός απέχει πολύ από το να γίνεται για το θεαθήναι. Όποιες κι αν είναι οι πραγματικές ή οι προσποιητές ομοιότητες και διαφορές, η αντιπαράθεση των ολιγαρχών για την ιμπεριαλιστική και εγχώρια εξουσία επιφέρει μεγάλες συνέπειες στην πολιτική και συνταγματική τάξη πραγμάτων.

Ολιγαρχική πολιτική εκπροσώπηση και παράλληλο αστυνομικό κράτος

Η εξελισσόμενη διαμάχη ανάμεσα στην προεδρία Τραμπ και την «αντιπολίτευση» δεν αποτελεί μια συνήθη αψιμαχία όσον αφορά τη νομοθεσία ή τις αποφάσεις. Δεν αφορά επίσης, απλώς, τον έλεγχο του δημόσιου πλούτου της χώρας. Η σύγκρουση περιστρέφεται γύρω από τον έλεγχο του καθεστώτος και την άσκηση της κρατικής εξουσίας.

Η «αντιπολίτευση» διαθέτει μια εντυπωσιακή διάταξη δυνάμεων, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μηχανισμός των μυστικών υπηρεσιών (NSA, Homeland Security, FBI, CIA, κ.λπ.) και ένας ουσιώδης τομέας του Πενταγώνου και της αμυντικής βιομηχανίας. Επιπλέον, έχει δημιουργήσει νέα κέντρα ισχύος με σκοπό την εκδίωξη του Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του χώρου της Δικαιοσύνης. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά με το διορισμό του πρώην επικεφαλής του FBI Ρόμπερτ Μιούλερ ως «ειδικού ανακριτή» και βασικών στελεχών των υπηρεσιών του γενικού εισαγγελέα/υπουργού Δικαιοσύνης, όπως του αναπληρωτή γενικού εισαγγελέα Ρομπ Ρόζενστάιν.  Ο Ρόζενστάιν διόρισε τον Μιούλερ, αφότου απομονώθηκε αναγκαστικά ο γενικός εισαγγελέας «Τζεφ» Σέσιον (σύμμαχος του Τραμπ) διότι είχε «συναντηθεί» με Ρώσους διπλωμάτες κατά την άσκηση των καθηκόντων του στο Κογκρέσο, όντας ανώτατο στέλεχος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας.   Αυτή η «απομόνωση» αφαίρεσε σημαντικές αρμοδιότητες από τον πιο σημαντικό σύμμαχο του Τραμπ στη Δικαιοσύνη.

Το δίχτυ της αντιπολιτευτικής ισχύος απλώνεται και περιλαμβάνει πρώην αξιωματούχους του αστυνομικού κράτους, μεταξύ των οποίων τον Μάικλ Τσέρτοφ (συνεργάτη του Ρ. Μιούλερ) και επικεφαλής της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας  υπό τον Μπους τον νεότερο, τον Τζον Μπρέναν (CIA), τον Τζέιμς Κομέι (FBI) και άλλους.

Η «αντιπολίτευση» κυριαρχεί στα βασικά όργανα προπαγάνδας — στον Τύπο («Washington Post», «Financial Times», «New York Times» και «Wall Street Journal») και  στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο (ABC, NBC, CBS και PBS/ NPR), τα οποία ταχύτατα μεγαλοποιούν γεγονότα  και κατηγορούν  τον πρόεδρο και τους συμμάχους του για ένα όλο και επεκτεινόμενο πλέγμα ατεκμηρίωτων «εγκλημάτων και παραπτωμάτων». Νεοσυντηρητικά και φιλελεύθερα think tanks και ιδρύματα, ακαδημαϊκοί ειδικοί και σχολιαστές έχουν ενωθεί σε μια «χορωδία υστερίας» και τροφοδοτούν τη φρενίτιδα εκδίωξης του Τραμπ.

Ο Αμερικανός πρόεδρος διαθέτει μια όλο και πιο ευάλωτη βάση υποστήριξης στο υπουργικό του συμβούλιο, στην οικογένεια και τους στενότερους συμβούλους του. Διαθέτει μια μειοψηφία υποστηρικτών στα νομοθετικά σώματα και πιθανώς στο Ανώτατο Δικαστήριο, παρόλο που πλειοψηφεί σ’ αυτά το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.

Διαθέτει επίσης την παθητική υποστήριξη των ψηφοφόρων του, αλλά αυτοί δεν έχουν την ικανότητα κινητοποίησης στους δρόμους. Είναι περιθωριοποιημένοι.

Εκτός της πολιτικής (του «βάλτου» όπως αποκάλεσε ο Τραμπ την Ουάσιγκτον), η εμπορική, επενδυτική, φορολογική πολιτική και οι απορρυθμίσεις του Τραμπ υποστηρίζονται  από την πλειονότητα των επενδυτών που αποκόμισαν κέρδη από την άνοδο των χρηματιστηρίων μετά την εκλογή του. Ωστόσο, το «χρήμα» φαίνεται να μην επηρεάζει το παράλληλο κράτος.

Η απόκλιση ανάμεσα στους επενδυτές υποστηρικτές του Τραμπ και στην πολιτική ισχύ του αντιπολιτευόμενου κρατικού μηχανισμού αποτελεί μια από τις πιο ασυνήθιστες αλλαγές του αιώνα μας.

Με δεδομένη την αδυναμία του στο εσωτερικό της χώρας και το επαπειλούμενο πραξικόπημα, ο Τραμπ στράφηκε προς την εξασφάλιση «συμφωνιών» με εξωτερικούς συμμάχους, συμπεριλαμβανομένων εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η πώληση όπλων ύψους πολλών δισ.  δολαρίων στη Σαουδική Αραβία και στα Εμιράτα του Κόλπου [360 δισ.  δολάρια σε μία δεκαετία] θα χαροποιήσει το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και τους εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους σ’ αυτό.

Οι πολιτικοί και διπλωματικοί «τεμενάδες» του στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Νετανιάχου θα πρέπει να ευχαρίστησαν πολλούς Αμερικανούς σιωνιστές.

Αλλά οι συναντήσεις με παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες και η σύνοδος του G7 στη Σικελία απέτυχαν να εξουδετερώσουν την εξωτερική αντίθεση στον Τραμπ.

Οι ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του NATO δεν δέχτηκαν τις απαιτήσεις του Τραμπ για αύξηση της οικονομικής συμβολής τους στη συμμαχία και καταδίκασαν την απροθυμία του να προσφέρει άνευ όρων στρατιωτική στήριξη στα νέα μέλη του ΝΑΤΟ. Δεν έδειξαν συμπάθεια για τα εσωτερικά του προβλήματα.

Εν ολίγοις, οι υποστηρικτές του Τραμπ στο εξωτερικό, οι συναντήσεις και οι συμφωνίες θα έχουν ελάχιστο αντίκτυπο στον εσωτερικό συσχετισμό δύναμης.

Επιπλέον, υπάρχουν μακροχρόνιοι δεσμοί ανάμεσα στους διάφορους κρατικούς μηχανισμούς της ΕΕ και των ΗΠΑ, οι οποίοι ενισχύουν την εμβέλεια της αντιπολίτευσης στις επιθέσεις της κατά του Τραμπ.

Παρόλο που οι προεδρικοί και οι αντιπολιτευόμενοι ολιγάρχες διαιρούνται πάνω σε ουσιώδη θέματα, αυτά τα θέματα είναι κάθετα και όχι οριζόντια σχίσματα – ένα ζήτημα των πολέμων «τους» ή των πολέμων «μας».

Ο Τραμπ όξυνε την ιδεολογική διαμάχη με τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν, υποσχέθηκε να αυξήσει τα χερσαία στρατεύματα στο Αφγανιστάν και στη Συρία, ενίσχυσε τη στρατιωτική και συμβουλευτική στήριξη της σαουδαραβικής εισβολής στην Υεμένη και αύξησε την υποστήριξη προς τις βίαιες διαδηλώσεις και τις οχλοκρατικές επιθέσεις στη Βενεζουέλα.

Η «αντιπολίτευση» απαιτεί να αυξηθούν οι προκλήσεις ενάντια στη Ρωσία και στους συμμάχους της και να συνεχιστούν οι εφτά πόλεμοι του Ομπάμα.

Ενώ και οι δύο ομάδες των ολιγαρχών υποστηρίζουν τους συνεχείς πολέμους, η μεγάλη διαφορά είναι ποιος διαχειρίζεται τους πολέμους και ποιος θα καταστεί υπεύθυνος για τις συνέπειες.

Οι συγκρουόμενες ολιγαρχίες διαχωρίζονται ως προς το ποιος ελέγχει τον κρατικό μηχανισμό, εφόσον η ισχύς τους εξαρτάται από το ποια πλευρά κατευθύνει τους κατασκόπους και δημιουργεί τις χαλκευμένες ειδήσεις.

Σήμερα και οι δύο ολιγαρχικές μερίδες βγάζουν η μία τα «άπλυτα» της άλλης στη φόρα, και καλύπτουν τις κοινές παράνομες πρακτικές τους στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό.

Οι ολιγάρχες του Τραμπ θέλουν να μεγιστοποιήσουν τις οικονομικές συμφωνίες μέσω «άκριτης» υποστήριξης γνωστών τυράννων, η «αντιπολίτευση» υποστηρίζει «κριτικά» τυράννους με αντάλλαγμα την εκχώρηση εδαφών για αμερικανικές βάσεις και στρατιωτική στήριξη των «επεμβάσεων».

Ο Τραμπ προωθεί μεγάλες φορολογικές περικοπές προς όφελος των ολιγαρχών συμμάχων του, προχωρώντας ταυτόχρονα σε μεγάλες περικοπές κοινωνικών προγραμμάτων για τους κακότυχους ψηφοφόρους του. Η «αντιπολίτευση» υποστηρίζει πιο ήπιες φορολογικές περικοπές και μικρότερες μειώσεις στα κοινωνικά προγράμματα.

Συμπέρασμα

 Η μάχη μεταξύ των ολιγαρχικών μερίδων στις ΗΠΑ δεν έχει φτάσει ακόμη σε αποφασιστική κλίμακα. Ο Τραμπ είναι ακόμη πρόεδρος. Η «αντιπολίτευση» ανοίγει  το δρόμο της με τις έρευνές της και τις εντυπωσιακές αποκαλύψεις στα ΜΜΕ.

Ο πόλεμος προπαγάνδας συνεχίζεται. Τη μια ημέρα τα αντιπολιτευόμενα  ΜΜΕ  εστιάζουν σε έναν μετανάστη φοιτητή που απελάθηκε και την επομένη ο πρόεδρος παρουσιάζει στοιχεία για νέες θέσεις εργασίας στην αμερικανική στρατιωτική βιομηχανία.

Η αναδυόμενη συνεργασία αριστερών και νεοσυντηρητικών ακαδημαϊκών (δηλ. Νόαμ Τσόμσκι-Γουίλιαμ Κρίστολ) καταγγέλλει εξ αρχής την προεδρία Τραμπ ως εθνική «καταστροφή». Παράλληλα, συνασπίζονται επενδυτές της Γουόλ Στριτ και ελευθεριακοί για να καταγγείλουν την αντίσταση της «αντιπολίτευσης» στις μεγάλες φορολογικές «μεταρρυθμίσεις».

Ολιγάρχες όλων των αποχρώσεων και των τάσεων διαγκωνίζονται για τη συνολική κρατική εξουσία και τον πλούτο, ενώ οι πολίτες στην πλειονότητά τους αποκαλούνται «αποτυχημένοι» από τον Τραμπ ή «απαράδεκτοι» από τη μαντάμ Κλίντον.

Το κίνημα «ειρήνης», οι ομάδες για τα δικαιώματα των μεταναστών και οι ακτιβιστές του κινήματος «Η ζωή των μαύρων μετράει» έχουν μετατραπεί σε ανόητους υπηρέτες που σέρνουν το βαγόνι των ολιγαρχών της «αντιπολίτευσης», ενώ οι εργάτες της «ζώνης της σκουριάς», οι φτωχοί των αγροτικών περιοχών και οι  υπάλληλοι της μεσαίας τάξης που χάνουν την κοινωνική τους θέση είναι αδύναμοι δουλοπάροικοι, δεμένοι στο κάρο του προέδρου Τραμπ.

Επίλογος

Μετά την αιματοχυσία, όταν και εάν ανατραπεί ο πρόεδρος Τραμπ, οι υπάλληλοι της κρατικής ασφάλειας με τα καθωσπρέπει σκούρα κοστούμια τους θα επιστρέψουν στα άνετα γραφεία τους για να επιβλέψουν το «σύνηθες» έργο της κατασκοπίας των πολιτών και να εξαπολύσουν μυστικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό.

Τα ΜΜΕ θα βγάλουν στον αέρα μερικές εντυπωσιακές πληροφορίες και «λόγια της αλήθειας» από τον νέο κάτοχο του Οβάλ Γραφείου.

Η ακαδημαϊκή αριστερά θα διατυπώσει κάποια κριτική ενάντια στον πιο πρόσφατο «επικεφαλής ολιγάρχη» ή θα κοκορευτεί για το πώς η ηρωική της «αντίσταση» απέτρεψε μια εθνική καταστροφή.

Ο Τραμπ, πρώην πρόεδρος, και ο ολιγάρχης γαμπρός του Τζάρεντ Κάσνερ θα υπογράψουν νέες συμφωνίες στον τομέα των ακινήτων. Οι Σαουδάραβες θα λάβουν τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια των αμερικανικών όπλων για να εφοδιάσουν ξανά το ISIS ή τους διαδόχους του και να διαβρώσουν περαιτέρω την  «τεράστια και κραυγάζουσα από πόνο» ερημιά της αμερικανικής Μέσης Ανατολής. Το Ισραήλ θα απαιτήσει ακόμη πιο συχνές «εξυπηρετήσεις» από τον νέο Αμερικανό πρόεδρο.

Οι θριαμβευτές αρθρογράφοι θα διατυμπανίσουν ότι το μοναδικό πολιτικό σύστημά «μας», παρά την «πρόσφατη αναταραχή», απέδειξε ότι η δημοκρατία πάντα νικά … μόνο οι άνθρωποι υποφέρουν!

Ζήτω οι ολιγάρχες!

Πηγή: The James Petras Website 31 May 2017 via Global Research

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου