Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ

1. Η πρόσφατη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, το Brexit, η αύξηση της επιρροής των φασιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη, αλλά και, σε καλύτερη κατεύθυνση, η εκλογική νίκη του Σύριζα στην Ελλάδα και η άνοδος του Podemos, στην Ισπανία, αποτελούν εκδηλώσεις του βάθους της κρίσης του συστήματος του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Αυτό το σύστημα, που πάντα θεωρούσα μη βιώσιμο, υφίσταται ρήγματα μπροστά στα μάτια μας μέσα στον ίδιο τον πυρήνα του. Όλες οι προσπάθειες να το σώσουν με μικρές προσαρμογές –προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα– είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.

Τα ρήγματα του συστήματος αυτού δεν είναι συνώνυμα με προόδους προς τη δημιουργία μιας εναλλακτικής λύσης για τους λαούς: το φθινόπωρο του καπιταλισμού δεν συμπίπτει αυτομάτως με την άνοιξη των λαών. Τα διαχωρίζει μια παύση, προσδίδοντας στην εποχή μας έναν δραματικό τόνο που εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους. Παρ’ όλα αυτά, τα ρήγματα αυτά –επειδή ακριβώς είναι αναπόφευκτα– θα πρέπει να συλλαμβάνονται ως ιστορική ευκαιρία για τους λαούς. Ανοίγουν το δρόμο για πιθανές θετικές εξελίξεις προς τη δημιουργία μιας εναλλακτικής λύσης , η οποία αποτελείται από δύο αξεχώριστα στοιχεία: (i) σε εθνικό επίπεδο, την εγκατάλειψη των βασικών κανόνων της φιλελεύθερης οικονομικής διαχείρισης προς όφελος σχεδίων λαϊκής κυριαρχίας που διευκολύνουν την κοινωνική πρόοδο, (ii) σε διεθνές επίπεδο, τη δημιουργία ενός παγκόσμιου συστήματος πολλών κέντρων μέσω διαπραγματεύσεων. Παράλληλες πρόοδοι σ’ αυτά τα δύο επίπεδα θα καταστούν δυνατές μόνο εάν οι πολιτικές δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς συλλάβουν τη στρατηγική αυτών των αλλαγών και κατορθώσουν να κινητοποιήσουν τις λαϊκές τάξεις προς την επίτευξή τους. Προς το παρόν αυτό δεν είναι κατορθωτό, όπως έδειξαν οι υποχωρήσεις του Σύριζα, οι αμφισημίες και οι συγχύσεις της ψήφου στη Βρετανία και στις ΗΠΑ και η ακραία δειλία των κληρονόμων του ευρωκομμουνισμού.

2. Το σύστημα που κυριαρχεί στις χώρες της ιστορικής ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ. Δυτική Ευρώπη, Ιαπωνία) βασίζεται στην απόλυτη εξουσία των εθνικών χρηματοπιστωτικών ολιγαρχιών. Αυτές διαχειρίζονται το σύνολο των εθνικών παραγωγικών συστημάτων, έχοντας πετύχει να υπαγάγουν σχεδόν όλες τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, στη γεωργία, τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, σε καθεστώς υπεργολάβων προς αποκλειστικό όφελος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αυτές οι ολιγαρχίες διαχειρίζονται επίσης κατ’ αποκλειστικότητα τα πολιτικά συστήματα που κληρονόμησαν από την αστική εκλογική και κοινοβουλευτική δημοκρατία, έχοντας ως οικόσιτά τους τα δεξιά και κεντροαριστερά/ σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά κόμματα, με τίμημα τη διάβρωση της νομιμοποίησης της ίδιας της αστικής δημοκρατίας. Αυτές οι ολιγαρχίες ελέγχουν επίσης τους μηχανισμούς προπαγάνδας , μετατρέποντας τους διευθυντές των ειδησεογραφικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών μέσων, σε υπαλλήλους στη δική τους αποκλειστικά υπηρεσία. Καμία από αυτές τις πλευρές της δικτατορίας της ολιγαρχίας δεν αμφισβητείται από τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα στις χώρες της τριάδας, ιδίως στις ΗΠΑ.

Οι ολιγαρχίες της τριάδας προσπαθούν επίσης να επεκτείνουν την εξουσία τους σε ολόκληρο τον πλανήτη, επιβάλλοντας μια ειδική μορφή παγκοσμιοποίησης: τον παγκοσμιοποιημένο φιλελευθερισμό. Όμως, σ’ αυτό το πεδίο, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη αντίσταση από ό,τι μέσα στις κοινωνίες τους, ως κληρονόμοι και ωφελημένες από τα “πλεονεκτήματα” της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Διότι, αν και τα κοινωνικά δεινά που επιφέρει ο φιλελευθερισμός είναι ορατά στη Δύση, είναι δεκάδες φορές χειρότερα στις περιφέρειες του συστήματος, σε τέτοιο βαθμό ώστε ελάχιστα πολιτικά καθεστώτα να φαίνονται νομιμοποιημένα στα μάτια των λαών τους. Εύθραυστες σε ακραίο βαθμό, οι εργολαβικές των διεθνών καπιταλιστικών κέντρων άρχουσες τάξεις και τα κράτη που αποτελούν τους ιμάντες μεταβίβασης της κυριαρχίας του συλλογικού ιμπεριαλισμού της τριάδας ορθώς θεωρούνται από τις ολιγαρχίες των κέντρων αυτών αβέβαιοι σύμμαχοι. Συνεπώς, η λογική του συστήματος είναι να επιβάλει τη στρατιωτικοποίηση και το ιμπεριαλιστικό δικαίωμα της επέμβασης –συμπεριλαμβανομένου του πολέμου– στις χώρες του Νότου και της Ανατολής. Οι ολιγαρχίες της τριάδας είναι όλες “γεράκια”. Το ΝΑΤΟ, το εργαλείο της μόνιμης επιθετικότητάς τους, έχει, κατά συνέπεια, γίνει ο πιο σημαντικός θεσμός του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Απόδειξη αυτής της επιθετικότητας ήταν και ο τόνος των επισημάνσεων του Μπαράκ Ομπάμα κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιοδείας του στην Ευρώπη (Νοέμβριος 2016): διαβεβαίωσε τους Ευρωπαίους υποτελείς για τη δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Προφανώς, ο οργανισμός αυτός δεν παρουσιάστηκε ως όργανο επίθεσης –όπως πράγματι είναι– αλλά ως μέσο διασφάλισης της “άμυνας” της Ευρώπης. Από ποιον απειλείται;

Πρώτα απ’ όλα από τη Ρωσία, όπως μας λένε οι υπάλληλοι των ΜΜΕ. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική: ο Πούτιν κατηγορείται γιατί δεν δέχτηκε το ευρω-ναζιστικό πραξικόπημα του Κιέβου και την κυβέρνηση των γκάνγκστερ που εγκαταστάθηκε στη Γεωργία. Πρέπει να αναγκαστεί να τα αποδεχθεί –εκτός από τις οικονομικές κυρώσεις– και μέσω των πολεμικών απειλών της Χίλαρι Κλίντον.

Στη συνέχεια, όπως μας λένε, απειλείται από την τρομοκρατία του ισλαμικού τζιχαντισμού. Και πάλι, η κοινή γνώμη χειραγωγείται απόλυτα όσον αφορά αυτό το θέμα. Ο τζιχαντισμός αποτελεί το αναπόφευκτο προϊόν της συνεχούς υποστήριξης εκ μέρους της ιμπεριαλιστικής τριάδας του αντιδραστικού πολιτικού Ισλάμ που το εμπνεύστηκαν και το χρηματοδοτούν οι βαχαβίτες του Περσικού Κόλπου. Η άσκηση της αποκαλούμενη ισλαμικής iισχύος αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την ολική καταστροφή της ικανότητας των κοινωνιών της περιοχής αυτής να αντισταθούν στις υπαγορεύσεις της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ταυτόχρονα, προσφέρει το πιο αποτελεσματικό πρόσχημα, δίνοντας επίφαση νομιμοποίησης στις στρατιωτικές επεμβάσεις του ΝΑΤΟ. Απ’ αυτή την άποψη, ο Τύπος στις ΗΠΑ αναγνώρισε την κατηγορία του Τραμπ –ότι η Κλίντον είχε υποστηρίξει ενεργητικά την ίδρυση του Ισλαμικού Κράτους– ως απολύτως βάσιμη.

Εδώ χρειάζεται να προσθέσουμε ότι οι διακηρύξεις που συνοδεύουν τις επεμβάσεις του ΝΑΤΟ και τα περί υπεράσπισης της δημοκρατίας αποτελούν μια φάρσα συγκρινόμενα με την πραγματικότητα.

3. Συνεπώς, τα καλά νέα είναι η ήττα της Χίλαρι Κλίντον – και όχι ο θρίαμβος του Ντόναλντ Τραμπ. Ίσως, αποκρούεται η απειλή του γένους των πιο επιθετικών γερακιών των οποίων ηγούνται οι Ομπάμα Κλίντον. Και λέω “ίσως”, επειδή δεν είναι σαφές αν ο Τραμπ θα οδηγήσει τη χώρα του σε άλλο δρόμο.

Κατ’ αρχάς, ούτε η γνώμη της πλειοψηφίας που τον υποστήριξε ούτε της μειοψηφίας που διαδηλώνει εναντίον του τον υποχρεώνει να ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο. Η αντιπαράθεση αφορά απλώς ορισμένα προβλήματα της κοινωνίας στις ΗΠΑ (ιδίως τον αντιφεμινισμό και το ρατσισμό). Δεν αμφισβητεί τα οικονομικά θεμέλια του συστήματος που αποτελούν τη ρίζα της υποβάθμισης των κοινωνικών συνθηκών για σημαντικά τμήματα της κοινωνίας. Η ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης εκείνης των μονοπωλίων, μένει άθικτη. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Τραμπ είναι δισεκατομμυριούχος ήταν πλεονέκτημα και όχι εμπόδιο στην εκλογή του. Επιπλέον, ουδέποτε έγινε συζήτηση για την επιθετική εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον. Θα θέλαμε πολύ να δούμε σήμερα τους διαδηλωτές που απορρίπτουν τον Τραμπ να διαμαρτύρονται και κατά των επιθετικών θέσεων της Κλίντον πριν από τις εκλογές. Αυτό δεν έγινε, όπως είναι εμφανές. Οι πολίτες των ΗΠΑ δεν καταδίκασαν τις στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό και τα πραγματικά εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας που συνδέονται μ’ αυτές.

Η καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς δημιούργησε πολλές ελπίδες. Τολμώντας να εισαγάγει μια κοινωνική προοπτική στην αντιπαράθεση, ο Σάντερς έδωσε το έναυσμα για μια υγιή πολιτικοποίηση της κοινής γνώμης, που πλέον δεν είναι περισσότερο αδύνατη στις ΗΠΑ απ’ ό,τι αλλού. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να οικτίρουμε, υπ’ αυτές τις συνθήκες, την παράδοση του Σάντερς και το ότι κάλεσε τον κόσμο να υποστηρίξει την Κλίντον.

Σημαντικότερο από την “κοινή γνώμη” είναι το ότι η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ δεν διανοείται άλλη εξωτερική πολιτική από αυτή που ασκείται από την εποχή της ίδρυσης του ΝΑΤΟ εδώ και 70 χρόνια – από τη διασφάλιση της κυριαρχίας της σε όλο τον πλανήτη.

Μας λένε ότι στους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς που κυριαρχούν στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία υπάρχουν “περιστερές” και “γεράκια”. Ο πρώτος απ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς είναι βεβαίως καταχρηστικός: πρόκειται για γεράκια που απλώς σκέφτονται λίγο περισσότερο όταν πρόκειται να ξεκινήσουν μια νέα επιθετική εκστρατεία. Ο Τραμπ και η ακολουθία του μπορεί να συγκαταλέγονται σ’ αυτούς. Όχι ότι αυτό είναι θετικότερο. Πρέπει να υπάρχει επίγνωση: να αποφευχθούν οι ψευδαισθήσεις για τον Τραμπ, αλλά επίσης να αξιοποιηθεί η μικρή ρωγμή στο αμερικανικό οικοδόμημα για να ενισχυθούν πιθανές εξελίξεις προς τη δημιουργία μιας άλλης παγκοσμιοποίησης που να εμπεριέχει κάποιο σεβασμό στα δικαιώματα των λαών και στην απαίτηση για ειρήνη. Οι Ευρωπαίοι υποτελείς της Ουάσιγκτον φοβούνται αυτή τη δυνατότητα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Οι επισημάνσεις του Τραμπ σχετικά με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι αντιφατικές. Από τη μια, φαίνεται πρόθυμος να αναγνωρίσει το βάσιμο των φόβων της Ρωσίας για τα επιθετικά σχέδια του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και τη Γεωργία και να αναγνωρίσει ότι η Μόσχα υποστηρίζει τη Συρία σε μια μάχη εναντίον της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας. Από την άλλη όμως, έχει δηλώσει ότι θα καταργήσει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Επιπλέον, ακόμη δεν γνωρίζουμε εάν είναι αποφασισμένος να ακολουθήσει την πολιτική του Ομπάμα της χωρίς όρους υποστήριξης του Ισραήλ ή προτίθεται να προσδιορίσει αυτή την υποστήριξη.

4. Συνεπώς, πρέπει να τοποθετήσουμε την εκλογική νίκη του Τραμπ μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των εκδηλώσεων των εσωτερικών ρηγμάτων του συστήματος. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις παραμένουν αμφίσημες μέχρι σήμερα , προαναγγέλλοντας δυνατότητες για μια καλύτερη εξέλιξη αλλά και για απεχθείς μετατοπίσεις.

Ορισμένες εξελίξεις που συνδέονται μ’ αυτές τις εκδηλώσεις δεν αμφισβητούν, πάντως, την εξουσία της ολιγαρχικής άρχουσας τάξης. Αυτό σηματοδοτούν η υπόθεση του Brexit, η εκλογή του Τραμπ και τα προγράμματα των Ευρωπαίων φασιστών.

Η [εκ μέρους των Συντηρητικών] καμπάνια για το Brexit εμπεριείχε εμετική επιχειρηματολογία. Επιπλέον, δεν αμφισβητεί τη θεμελιώδη καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική επιλογή της Μ. Βρετανίας. Απλώς υποδεικνύει ότι, κατά τη διεξαγωγή της εξωτερικής πολιτικής του, το Λονδίνο θα πρέπει να έχει περιθώριο ελιγμών που να του επιτρέπει να συναλλάσσεται απευθείας με τους εταίρους του, πρώτα απ’ όλα με τις ΗΠΑ. Πίσω όμως απ’ αυτή την επιλογή διαφαίνεται επίσης κάτι που θα έπρεπε να είναι γνωστό: ότι η Μ. Βρετανία δεν αποδέχεται μια γερμανική Ευρώπη. Αυτή η διάσταση του Brexit είναι θετική.

Οι φασίστες στην Ευρώπη, που ο αέρας φουσκώνει τα πανιά τους, δεν ανταγωνίζονται την εξουσία των ολιγαρχιών στις αντίστοιχες χώρες τους. Το μόνο που επιθυμούν είναι να τους επιλέξουν αυτές οι ολιγαρχίες για να ασκήσουν την εξουσία στην υπηρεσία τους. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούν αηδιαστικά και άλλα ρατσιστικά επιχειρήματα που τους καθιστούν ανίκανους να απαντήσουν στις πραγματικές προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν οι λαοί των χωρών τους.

Η δύναμη του Τραμπ γειτνιάζει με αυτό το είδος της κίβδηλης κριτικής στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Ο “εθνικιστικός” τόνος στοχεύει στο να ενισχύσει τον έλεγχο της Ουάσιγκτον πάνω στους υποτελείς συμμάχους της και όχι να τους παραχωρήσει την ανεξαρτησία που δεν ζητούν καν. Από αυτή την άποψη, ο Τραμπ θα μπορούσε να υιοθετήσει κάποια μετριοπαθή μέτρα προστατευτισμού, τα οποία είχαν επιβάλει, ούτως ή άλλως, οι αμερικανικές κυβερνήσεις στους κατώτερους συμμάχους τους χωρίς να το λένε, απαγορεύοντάς τους να προβούν σε αντίποινα. Ως προς αυτό, μπορεί να δει κανείς μια αναλογία για το τι πιθανώς επιθυμεί να κάνει η βρετανική κυβέρνηση με το Brexit.

Ο Τραμπ δήλωσε ότι τα προστατευτικά μέτρα που σκέφτεται στοχεύουν πρωτίστως την Κίνα. Πριν από αυτόν, ο Ομπάμα και η Κλίντον είχαν ήδη μετατοπίσει το κέντρο βάρους των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων από τη Μ. Ανατολή στην Ανατολική Ασία, υποδεικνύοντας την Κίνα ως τον μεγάλο αντίπαλο. Αυτή η επιθετική οικονομική και στρατιωτική στρατηγική, σε κατάφωρη αντίθεση με τις αρχές του φιλελευθερισμού ως υπερασπίστρια του οποίου προβάλλεται η Ουάσιγκτον, θα μπορούσε να γίνει μπούμερανγκ ωθώντας την Κίνα προς μια σωτήρια εξέλιξη: στην ενίσχυση της τεράστιας εσωτερικής αγοράς της και στην αναζήτηση άλλων εταίρων μεταξύ των χωρών του Νότου.

Θα φτάσει ο Τραμπ τόσο μακριά ώστε να ακυρώσει τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικού (NAFTA); Εάν το κάνει, θα προσφέρει υπηρεσία στους λαούς του Μεξικού και του Καναδά απελευθερώνοντάς τους από το καθεστώς των αδύναμων υποτελών και ωθώντας τους να αναζητήσουν νέες κατευθύνσεις με βάση την ανεξαρτησία των σχεδιασμών τους. Δυστυχώς, είναι απίθανο η τεράστια πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών αντιπροσώπων στη Βουλή και τη Γερουσία, που έχουν παράσχει την άνευ όρων υποστήριξή τους στα συμφέροντα των αμερικανικών ολιγαρχιών, να επιτρέψει στον Τραμπ να προχωρήσει τόσο πολύ.

Οι συνέπειες της εχθρότητας του Τραμπ απέναντι στη συμφωνία για την κλιματική αλλαγή είναι λιγότερο σοβαρές απ’ αυτές που υποδεικνύουν οι Ευρωπαίοι πρωταγωνιστές της, διότι, δυστυχώς, είναι σαφές, –ή θα έπρεπε να είναι σαφές– ότι η συμφωνία, όπως και να ‘χει, θα μείνει νεκρό γράμμα, εφόσον οι πλούσιες χώρες δεν προτίθενται να τηρήσουν τις οικονομικές δεσμεύσεις τους σ’ αυτόν τον τομέα.

Από την άλλη, ορισμένες άλλες εκδηλώσεις των εσωτερικών ρηγμάτων της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης συνδέονται με θετικές κοινωνικές εξελίξεις, άλλες αδύναμες, άλλες πιο ισχυρές.

Στην Ευρώπη, η εκλογική νίκη του Σύριζα και η άνοδος του Podemos αποτελούν μέρος αυτού του πλαισίου. Αλλά τα σχέδια αυτών των νέων δυνάμεων παραμένουν αντιφατικά: από τη μια απορρίπτουν την επιβεβλημένη λιτότητα, ενώ από την άλλη καλλιεργούν ψευδαισθήσεις ότι μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να μεταρρυθμιστεί. Η ιστορία έχει δείξει ήδη πόσο εσφαλμένη είναι η αισιοδοξία γι’ αυτή τη μεταρρύθμιση, που στην πραγματικότητα είναι αδύνατη.

Στη Λατινική Αμερική, οι πρόοδοι που σημειώθηκαν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα σήμερα αμφισβητούνται. Τα κινήματα που επέβαλαν αυτές τις προόδους υποτίμησαν τον αντιδραστικό χαρακτήρα των μεσαίων τάξεων στις χώρες αυτές, ιδίως στη Βραζιλία και στη Βενεζουέλα, οι οποίες αρνήθηκαν να μοιραστούν με την εργατική τάξη τα οφέλη οποιασδήποτε ανάπτυξης αξίζει το όνομά της.

Τα αναδυόμενα σχέδια –ιδίως της Κίνας και της Ρωσίας– παραμένουν εξίσου αμφίβολα: είναι αντικειμενικός ο σκοπός τους να “προλάβουν” τις αναπτυγμένες χώρες με καπιταλιστικά μέσα και στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, την οποία είναι αναγκασμένες να αποδεχθούν; Ή, έχοντας επίγνωση ότι η πραγματοποίηση αυτού του σκοπού είναι αδύνατη, θα προσανατολιστούν οι κυβερνήσεις των εν λόγω αναδυόμενων χωρών περισσότερο προς την κατεύθυνση ανεξάρτητων και κυρίαρχων σχεδίων;

Πηγή: http://mrzine.monthlyreview.org

Αναδημοσίευση από το sxedio-b.gr

27 Δεκεμβρίου 1917: Όταν η ρωσική επαναστατική κυβέρνηση εθνικοποιούσε το τραπεζικό σύστημα της Ρωσίας

27 Δεκεμβρίου 1917 – H ρωσική επαναστατική κυβέρνηση εθνικοποιεί όλες τις τράπεζες της χώρας και τα περιουσιακά τους στοιχεία.

«Η εγκληματική κερδοσκοπία του τραπεζικού συστήματος της μπουρζουαζίας, που εκτυλίσσεται  από την αρχή του πολέμου, και το σαμποτάζ των ιθυνόντων – έφεραν τον στρατό σε κατάσταση λιμοκτονίας και προκάλεσε την κατάρρευση ολόκληρης της οικονομικής ζωής. Οι ενέργειες των τραπεζιτών συνέβαλαν στην πείνα του πληθυσμού στις πρωτεύουσες και σε άλλες μεγάλες πόλεις.

Γι ‘αυτό, όλες οι ιδιωτικές τράπεζες είχαν τεθεί υπό δημόσιο έλεγχο στις 2 Δεκεμβρίου του 1917. Ωστόσο, οι όροι του επιβεβλημένου ελέγχου, παραβιάστηκαν με εγκληματικό τρόπο από τις τράπεζες:
α) οι τράπεζες συνέχισαν να υποστηρίζουν τους σαμποτέρ και τους κερδοσκόπους,
β) οι τράπεζες δεν είχαν υποβάλει οικονομικές εκθέσεις και έκρυβαν τα κέρδη τους.
Έτσι, χρειάζεται επειγόντως να εισαχθεί ένας αποτελεσματικός  έλεγχος των τραπεζών.
Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να αποσπαστεί το σύνολο του τραπεζικού συστήματος από τα χέρια των αρπακτικών και των κερδοσκόπων. Πρέπει να εκδιώξει τους σαμποτέρ και να τους αντικαταστήσει με τους ειλικρινείς υπηρέτες του λαού, που ενεργούν υπό την εποπτεία των Σοβιέτ [Συμβουλίων] των αγροτών, των εργαζομένων και των εκπροσώπων του στρατού».
Και το έργο είναι πάνω σας, στρατιώτες και ναύτες!
Σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων θα πρέπει να καταληφθούν  οι εγκαταστάσεις των ιδιωτικών τραπεζών, να απομακρυνθούν  από τις τράπεζες όλοι οι εγκληματίες και να εξασφαλισθεί  ο λαϊκός έλεγχος στους χώρους όπου προηγουμένως κυριαρχούσαν μόνο η θήρευση και η εξαπάτηση. Δεν πρέπει να ανεχθούμε οποιαδήποτε διαταραχή και  βία εκεί. Αλλά θα πρέπει να τιμωρήσουμε αυστηρά όποιον τολμά να αντιταχθεί στη βούληση του λαού”.

Λαϊκοί Επίτροποι: N.Podvoisky, G.Blagonravov, V.Menzhynsky. Πετρούπoλη, 27 Δεκεμβρίου 1917

25 χρόνια από την υποστολή της Σοβιετικής σημαίας στο Κρεμλίνο. Λήθη, θλίψη, αυτοκριτική ή κάτι περισσότερο;

Το παρακάτω σύντομο άρθρο δημοσιεύθηκε στις 26/12/2016 ως σχόλιο του antapocrisis για την επέτειο της αποκαθήλωσης της κόκκινης σημαίας από το Κρεμλίνο, στις 26 Δεκεμβρίου 1991. Πέντε χρόνια μετά, η επέτειος των 30 χρόνων από το τυπικό τέλος της ΕΣΣΔ, λίγα καινούρια πράγματα έχει να προσφέρει στο δημόσιο προβληματισμό. Ενώ η πανδημία δείχνει με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο τα όρια και τις εγγενείς αδυναμίες των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών να αντιμετωπίσουν την υγειονομική απειλή, και η πορεία του κόσμου διόλου δεν δικαιώνει τους κήρυκες του “τέλους της ιστορίας”, από την άλλη μεριά, η σοβαρή και αυτοκριτική αποτίμηση της πτώσης της ΕΣΣΔ, δεν κάνει βήματα προς τα μπρος. Κυριαρχεί μια ρετρό, απλουστευμένη και ακίνδυνη νοσταλγία για την εποχή που η κόκκινη σημαία κυμάτιζε στο Κρεμλίνο. Αυτή η νοσταλγία αδυνατεί να εξηγήσει για ποιο λόγο το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, που έβγαινε με τεράστιο κύρος και πρωτοφανή δύναμη από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σαράντα χρόνια μετά ήταν απωθητικό, δίχως λαϊκή υποστήριιξη, με τους πρωτοστάτες του να αλλαξοπιστούν εν μία νυκτί και να γίνονται γενίτσαροι, παραδιδόμενο στη χλεύη των αντιπάλων του.
Αλλά για όλα αυτά, το antapocrisis θα επανέλθει.

Σαν σήμερα, 26 Δεκεμβρίου 1991, η σοβιετική σημαία κυμάτισε για τελευταία φορά πάνω από το Κρεμλίνο. Είχε προηγηθεί το βράδυ των Χριστουγέννων του 1991 το διάγγελμα Γκορμπατσόφ με το οποίο ανακοίνωνε την τυπική πλέον διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, αναγνωρίζοντας το πρωτόκολλο της Άλμα-Άτα που λίγες μέρες νωρίτερα είχε κηρύξει τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Επί δύο περίπου χρόνια είχε προηγηθεί μια φαντασμαγορική διαδικασία αποσυγκρότησης του μπλοκ του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Εικοσιπέντε χρόνια μετά, πολλά μπορεί κάποιος να σημειώσει. Από τον χαρακτήρα των μαζικών αλλά ταυτόχρονα αντιδραστικών κινητοποιήσεων ενάντια στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού, μέχρι την απροκάλυπτη εμπλοκή της Δύσης και τις στημένες τηλεοπτικές υπερβολές που έφτιαχναν το απαραίτητο κλίμα για την «κατάρρευση σε ζωντανή μετάδοση» του τείχους του Βερολίνου, του καθεστώτος Τσαουσέσκου, του πραξικοπήματος του Αυγούστου κοκ. Παρόλα αυτά, τρία είναι τα βασικά σημεία στα οποία 25 χρόνια μετά, αξίζει κανείς να σταθεί:

Πρώτον στη μαζική νοσταλγία των λαών της Ανατολικής Ευρώπης για τα παλιά καθεστώτα. Όσο έντονη ήταν η αποστροφή προς οτιδήποτε θύμιζε σοσιαλισμό λίγες δεκαετίες νωρίτερα, τόσο βαθιά είναι σήμερα η διάψευση των προσδοκιών για τον υπαρκτό καπιταλισμό των στερήσεων, της ανεργίας, της φτώχειας. Και όσο και αν τα κέντρα μελετών προσπαθούν να μειώσουν τη σημασία των ευρημάτων τους, κάθε έρευνα δίνει συντριπτικά και αδιάψευστα στοιχεία για αυτό που όλοι υποψιαζόμαστε, αλλά κανείς δεν τολμά να πει φωναχτά: Οι λαοί τότε ζούσαν καλύτερα, και αφού γεύτηκαν το όνειρο της ελεύθερης αγοράς, μπορούν πλέον να συγκρίνουν. Οι προπαγανδιστές του ακραίου κέντρου και της ελεύθερης οικονομίας μπορεί να βυσσοδομούν για τα αίσχη του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά θα μας επιτρέψουν να πιστέψουμε αυτούς που έζησαν στο πετσί τους και την παλιά και τη νέα κατάσταση. Ασφαλή συμπεράσματα από τη σύγκριση του υπαρκτού σοσιαλισμού και του υπαρκτού καπιταλισμού, μπορούν να βγάλουν οι λαοί από την ίδια τους την πείρα και όχι οι κρατικοδίαιτοι αεριτζήδες που μασάνε ΕΣΠΑ με δέκα μασέλες.

Δεύτερον στην ηχηρή διάψευση των προσδοκιών του υπόλοιπου κόσμου για την κοινωνία της δημοκρατίας και της ελευθερίας που θα ερχόταν με το τέλος του κομμουνισμού και του ψυχρού πολέμου. Επί εικοσιπέντε έτη δεν υπάρχει ούτε μια αλλαγή με θετικό και προοδευτικό πρόσημο. Από τις αντεργατικές ανατροπές και μεταρρυθμίσεις μέχρι την έκρηξη των πολεμικών αναμετρήσεων, των περιφερειακών συγκρούσεων και των σφαγών. Σε όλα τα επίπεδα, σε όλους τους τομείς, τα πράγματα για την κοινωνική πλειοψηφία έγιναν χειρότερα. Η ζωή μας έγινε πιο εντυπωσιακή, πιο γρήγορη, τεχνολογικά πολύ πιο εύκολη, αλλά κοινωνικά και οικονομικά πολύ πιο δύσκολη. Η μακρά πορεία υποχώρησης και τελικής κατάρρευσης του σοσιαλιστικού στρατοπέδου σήμαινε και την έκλειψη του αντίπαλου δέους στον καπιταλισμό. Το ξεσάλωμα του νεοφιλελευθερισμού την τελευταία εικοσιπενταετία στηρίχτηκε στην πτώση του μισητού αντιπάλου. Και ανεξάρτητα με το πόσο κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με τα σοσιαλιστικά εγχειρήματα, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι η ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, ακόμη και υπό καπιταλιστικό καθεστώς, βελτιώθηκε με κατακτήσεις που παραχωρήθηκαν υπό τον φόβο της ΕΣΣΔ και του κοινωνικού μετασχηματισμού.

Τρίτον στην επιφανειακή και λειψή αυτοκριτική και ανασκόπηση της κομμουνιστικής Αριστεράς για την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τις αιτίες της. Τα απλοϊκά σχήματα για τον προδότη Γκορμπατσόφ και τα τελευταία μόνο άσχημα χρόνια, δεν κρύβουν τον βαθμιαίο επί δεκαετίες μετασχηματισμό των σοσιαλιστικών καθεστώτων σε κάτι απωθητικό ή και αποκρουστικό, αντιδημοκρατικό και γραφειοκρατικό. Η κινέζικη κριτική και το εγχείρημα της Πολιτιστικής Επανάστασης αποτελούν μια αναξιοποίητη ακόμα συμβολή με έκταση και βάθος ανεκμετάλλευτα. Τα σύγχρονα εγχειρήματα της κομμουνιστικής Αριστεράς του 21ου αιώνα οφείλουν να αντλούν κριτικές συνεισφορές από ιστορικά ρεύματα και πολλαπλές συμβολές, και ανάμεσά τους η κινέζικη εμπειρία είναι η βασικότερη.

Είναι απαραίτητο η τολμηρή και ειλικρινής διαπίστωση ότι «τότε οι λαοί ζούσαν καλύτερα» (που πλέον πρέπει να γίνεται φωναχτά), να πηγαίνει μαζί με μια βαθιά και όχι επιφανειακή αυτοκριτική του κομμουνιστικού κινήματος, για τις αναπηρίες, τα σακατιλίκια, τις ασχήμιες και τα όρια της πρώτης απόπειρας. Μια τέτοια αυτοκριτική οφείλει να είναι τολμηρή, απολογιστική αλλά ταυτόχρονα επιθετική και όχι απολογητική.

Η υποστολή της σοβιετικής σημαίας – και ανεξάρτητα από το τι αυτή έφτασε να συμβολίζει τα τελευταία χρόνια- κόστισε ανυπολόγιστα στους λαούς και τα έθνη. Η σημερινή βαρβαρότητα σε όλη τη γη, και στην Ελλάδα, έχει στενή σχέση με αυτό που αποτυπώθηκε στον ιστό του Κρεμλίνου εικοσιπέντε χρόνια πριν. Και η πραγματικότητα παραστάσεων που χτίστηκε επιδέξια από εχθρούς και «φίλους» δεν μπορεί να κρύψει την πραγματικότητα που βιώνει σήμερα η κοινωνική πλειοψηφία.

Εικοσιπέντε χρόνια είναι λίγα ή πολλά για να γιατρευτούν οι πληγές που άφησε η πρώτη απόπειρα και να αντιστραφεί ο συσχετισμός δύναμης που κληρονομήθηκε από το κλείσιμο του εικοστού αιώνα; Η απάντηση δεν αφορά τον χρόνο καθαυτό, εικοσιπέντε χρόνια μπορεί να είναι πάρα πολλά ή και πολύ λίγα. Ο χρόνος εξαρτάται από πυκνότητα, την ποιότητα, το βάθος που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα εγχειρήματα της κομμουνιστικής Αριστεράς. Και εδώ οι ελλείψεις είναι πολλές και η δουλειά που πρέπει να γίνει ακόμη περισσότερη.

Ευρωπαϊκό Συντονισμό για την έξοδο από την Ε.Ε.

ΕΕ: Το ΟΧΙ των λαών θα βρει το στόχο

Κείμενο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ για τα 25 χρόνια από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Πρόσφατα συμπληρώθηκαν 25 χρόνια από τη Σύνοδο του Μάαστριχτ (9 Δεκεμβρίου 1991), ενώ στις 7 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται άλλα τόσα από την υπογραφή της ομώνυμης συνθήκης. Η ΕΕ γιορτάζει λοιπόν. Γιουνκέρ, Σουλτς και Ντάισελμπλουμ συναντήθηκαν στο Μάαστριχτ για να τιμήσουν την επέτειο. Στις δηλώσεις τους όμως, τη θέση των πάλαι ποτέ «πανηγυρικών» περί σύγκλισης, ευημερίας και ισότητας, παίρνει ο μονόδρομος, ο φόβος και η προειδοποίηση – απειλη. Αυτή είναι η σύγχρονη συνεκτική ουσία της ΕΕ. Η αποτυχία του ευρω-οικοδομήματος και ο συνακόλουθος ευρω-σκεπτικισμός ρίχνουν βαριά τη σκιά τους σε κάθε συζήτηση για το παρόν ή το μέλλον της ΕΕ.

Ας θυμηθούμε το Μάαστριχτ

1. Η συνθήκη του Μάαστριχτ αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης της ΕΕ. Στην ομώνυμη κωμόπολη της Ολλανδίας, οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΟΚ, των 12 τότε κρατών (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Ιρλανδία, Δανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα), συνομολόγησαν τη μετεξέλιξη της σε Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Από τότε ακολούθησαν δύο διευρύνσεις, προς την ΕΕ των 15 και προς την ΕΕ των 27 αντίστοιχα.

2. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ θεμελιώθηκε πάνω στις τέσσερεις «ελευθερίες». Την ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και του εργατικού δυναμικού. Το θεμέλιο της ΕΕ δεν είναι ουδέτερο ή επιδεκτικό τροποποιήσεων/αναθεωρήσεων: είναι ο καθαρός νεοφιλελευθερισμός.

3. Βασικό συστατικό της Συνθήκης του Μάαστριχτ αποτέλεσε το «πρόγραμμα σύγκλισης», βάσει κριτηρίων που έπρεπε να πληρούν τα κράτη: περιορισμός του πληθωρισμού στο 4 – 5%, μείωση των ελλειμμάτων του Δημοσίου, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στο 3%, περιορισμός του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 60%.

4. Υποτιθέμενοι στόχοι: η εγκαθίδρυση μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης, η ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητας των οργάνων, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των οργάνων, η ανάπτυξη της κοινωνικής διάστασης της Κοινότητας, η θέσπιση μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας.

5. Συμπληρώθηκε από σειρά μεταγενέστερων συνθηκών (Άμστερνταμ, Νίκαια, Λισαβόνα κλπ) που περιελάμβαναν σημαντικές ρυθμίσεις και επίδικα: σύμφωνο σταθερότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, συμφωνία Σένγκεν, ανταγωνιστικότητα ευρωενωσιακού κεφαλαίου, τρόπος λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και διαδικασία λήψης αποφάσεων, δικαστικό σύστημα.

Τι σημαίνουν τα παραπάνω σήμερα;

Η εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης συνταγής είχε δύο καταστροφικές συνέπειες: (α) τσάκισμα του κόσμου της εργασίας (β) τσάκισμα της ευρωπαϊκής περιφέρειας/ του ευρωπαϊκού “νότου”. Η κατάργηση του 8ώρου, η ελαστική/μερική απασχόληση, η απελευθέρωση των απολύσεων συναντούν την ανατίναξη ολόκληρων χωρών/περιοχών εξαιτίας της επέλασης της αγοράς, των πολυεθνικών, των ισχυρών ευρωπαϊκών οικονομιών.

Η σημερινή δημοσιονομική επιβολή εδώ ακριβώς έχει την καταγωγή της. Στο πρόγραμμα σύγκλισης του Μάαστριχτ. Δεν είναι συγκυριακή. Είναι στρατηγική της ΕΕ, είναι καταστατική της αρχή. Συναντώντας την οικονομική κρίση, που εκφράστηκε και ως κρίση χρέους, η πολιτική της δημοσιονομικής επιβολής πήρε δρακόντειο χαρακτήρα. Ο Σόιμπλε δεν είναι “σκοτεινό κέντρο” όπως διατείνεται ο πρωθυπουργός, είναι η ψυχή της ΕΕ, που είναι γερμανικής έμπνευσης φυσικά.

Λόγω του οξύτατου εντός ΕΕ ανταγωνισμού ανάμεσα στα κράτη, στη σύνοδο του Μάαστριχτ δόθηκε προτεραιότητα στη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ) και τα ζητήματα της Πολιτικής Ενωσης παραπέμφθηκαν για αντιμετώπιση στο μέλλον. Υπογραμμίζεται έτσι εξαρχής ο “ουτοπικός” χαρακτήρας της Ένωσης με την πλήρη έννοια, διότι εμφανίζεται η παγκόσμια ιστορική πρωτοτυπία να προηγείται δηλαδή η οικονομική ενοποίηση της πολιτικής (που δεν έχει αποδειχθεί ποτέ), καθώς και η ενοποίηση διαφορετικών οικονομιών σε μία χωρίς ρυθμίσεις. Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι κάποιοι κερδίζουν και κάποιοι χάνουν, ενώ αναπτύσσονται ανειρήνευτες αντιθέσεις μεταξύ κεφαλαίων και κρατών. Η «υπαρκτή – εφικτή» ενοποίηση προέκυψε στη βάση των αρχών του κεφαλαίου και του νεοφιλελευθερισμού καθώς και των στρατηγικών συμφερόντων πολιτικών και οικονομικών του τότε διευθυντηρίου Γαλλίας και Γερμανίας.

Αν πριν από 25 χρόνια υπήρχαν ορισμένοι που έκαναν λόγο για «γερμανική» ενοποίηση και «μεταμφιεσμένο μάρκο», σήμερα δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που θα αμφισβητήσει την αλήθεια της παραπάνω φράσης. Το σημερινό τερατούργημα δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Η Ε/Ζ, το σημερινό σιδερένιο κλουβί για εργαζόμενους και χώρες ολόκληρες, αποτέλεσε βασική προτεραιότητα της συνθήκης του Μάαστριχτ.

Είναι σαφές ότι οι σημερινές εξελίξεις τροχιοδρομήθηκαν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ. Τότε όμως το ελληνικό πολιτικό σύστημα δήλωνε εκστασιασμένο από τις «ευρωπαϊκές προοπτικές» και αγωνία έκδηλη μήπως φτάσουμε καθυστερημένα ή μήπως χάσουμε ακόμα το τρένο της ΕΕ.

Η στάση του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ

Επειδή ορισμένα πράγματα δεν είναι τυχαία, ο Συνασπισμός, με τις όποιες διαφοροποιήσεις του (πχ καταψήφιση του ενός απο τους δύο ευρωβουλευτές του), το 1992 ψήφισε τη συνθήκη του Μάαστριχτ, μαζί με τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και την Πολιτική Άνοιξη. Η Συνθήκη ψηφίστηκε στη Βουλή χωρίς οι βουλευτές να τη γνωρίζουν, αφού δεν τους δόθηκε το κείμενο, κανένα κρατικό όργανο δεν την έδωσε στη δημοσιότητα (θυμίζει κάτι;).

Σε συνθήκες κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ, η απάτη της «Ευρώπης των λαών» έγινε το νέο όραμα για τον (ούτως ή άλλως ευρω – κομμουνιστικής καταγωγής) ΣΥΝ αλλά και για την ευρωπαϊκή αριστερά εν γένει. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός επί της ουσίας δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, τουλάχιστον ως πλειοψηφική άποψη/ γραμμή του κόμματος. Τα αποτελέσματα της φανατικής αυτής προσκόλλησης τα ζούμε σήμερα με δραματικό τρόπο.

Μάαστριχτ και Ελλάδα

Για την Ελλάδα, ο νεοφιλελευθερισμός της ΕΟΚ/ΕΕ, όπως συνταγματοποιήθηκε ουσιαστικά στο Μάαστριχτ, οδήγησε σε περαιτέρω συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, καταστροφή παραδοσιακών κλάδων και στη βιομηχανία και στην αγροτική οικονομία, αύξηση του τομέα εμπορίου και υπηρεσιών, αύξηση των εισαγωγών εμπορευμάτων, εξαγορά επιχειρήσεων από τις πολυεθνικές. Βάθυνε και εκσυχρονίστηκε ο μεταπρατικός και εξαρτημένος χαρακτήρας της οικονομίας της Ελλάδας. Έφερε την απασχόληση στη θέση της εργασίας. Επένδυσε σε στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, τις μεγέθυνε στο έπακρο, έφερε τη χώρα στο γκρεμό.

Η έκρηξη της κρίσης ήταν η εκπυρσοκρότηση ενός όπλου που είχε οπλίσει 25 χρόνια πριν, αν όχι νωρίτερα, με προδιαγεγραμμένη τη συνέχεια. Η τράπουλα ήταν σημαδεμένη από τη στιγμή που δεν υπήρξε κανένα σοβαρό και μετρήσιμο αντίπαλο δέος που να αντιπαλέψει στα λόγια και στα έργα το Μάαστριχτ, την ΕΕ, την υποτέλεια της χώρας, τη θυσία του κόσμου της εργασίας. Αντίθετα, πολλά οικονομικά και πολιτικά επιτελεία δούλεψαν συστηματικά και με σθένος για τη σημερινή Ελλάδα της χρεοκοπίας, της επαιτείας στους δανειστές και της ανεργίας. Είναι αυτά τα επιτελεία που έπιναν και πίνουν νερό στο όνομα του «ανήκουμε στη Δύση/ανήκουμε στην ΕΕ».

Αποτυχία. Αποσκιρτήσεις που ξορκίζονται.

Το πρόβλημα της ΕΕ δεν είναι όμως η Ελλάδα. Είναι τα εγγενή της αδιέξοδα και αντιφάσεις, η ανισότητα – οριζόντια και κάθετη – που περικλείει και εντείνει καθημερινά. Είναι η παγκόσμια οικονομική κρίση, που εμφανίζεται με ιδιαίτερη ένταση στον ευρωπαϊκό χώρο, λόγω της αρχιτεκτονικής της ΕΕ και ειδικά της Ευρω – ζώνης. Η ΕΕ δοκιμάζεται σκληρά. Η Μεγάλη Βρετανία αποχωρεί, η Ελλάδα και η Ιταλία ψηφίζουν ηχηρά ΟΧΙ σε δημοψηφίσματα με διαφορετικά ερωτήματα, αλλά με κοινό παρονομαστή, την οργή – απόγνωση για την επιδείνωση της θέσης τους, που σε μεγάλο βαθμό δε μπορεί παρά να χρεώνεται στα ιερατεία της ΕΕ. Η δυσαρέσκεια και ο ευρωσκεπτικισμός είναι έκδηλοι σε κάθε χώρα της ΕΕ, προπαντώς στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου.

Το υποτιθέμενο «ιδεώδες» έχει ξεθωριάσει, δεν πείθει πια παρά ελάχιστους ιδεοληπτικούς ή μεροληπτούντες υπέρ των συμφερόντων ορισμένων ελίτ. Έτσι, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την ημέρα της επετείου, αποφαίνεται πως «καμιά χώρα δε μπορεί να ακολουθήσει χωριστή πορεία». Νουθετεί: «εκείνοι που νομίζουν ότι είναι η ώρα να αποδομηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, να γίνει κομμάτια, να μας χωρίσουν (…) έχουν εντελώς άδικο», ενώ εκτιμά ότι «χωρίς την ΕΕ καμία χώρα-μέλος δεν είναι ικανή από μόνη της να έχει οποιοδήποτε πολιτικό βάρος στον κόσμο».

Κινήσεις αμφισβήτησης και αποδεσμεύσεις υπάρχουν και θα υπάρξουν με πιο έντονο τρόπο στο άμεσο μέλλον. Ζητούμενο είναι το πρόσημο αυτών των κινήσεων. Αν αφεθεί η αντι – ΕΕ πολιτική μονοπώλιο στην ακροδεξιά, τα λαϊκά στρώματα θα αναζητήσουν εκεί χώρο έκφρασης. Είναι μια διαδικασία σε εξέλιξη, τη ζούμε τα τελευταία χρόνια, με μεγάλα περιθώρια κλιμάκωσης.

Η Αριστερά;

Μπορεί η αριστερά να εκφράσει το «αντι – ΕΕ αίτημα» και την αντι – ΕΕ πολιτική με αυθεντικό – λαϊκό τρόπο, κόντρα στο λαϊκισμό της ακροδεξιάς; Πρακτικά και θεωρητικά η απάντηση πρέπει να είναι θετική. Όμως ήδη έχει αργήσει τουλάχιστον 6 χρόνια να δοθεί, ήδη κατασπαταλήθηκε το μεγάλο ρεύμα των προσδοκιών που ανέβασε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ήδη τα σημεία αναξιοπιστίας και φθοράς της υπαρκτής αριστεράς είναι αρκετά.      Παρόλα αυτά η απάντηση του παραπάνω ερωτήματος ακόμα και στις μέρες μας θα αποβεί καθοριστική για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, την επιβίωση – αξιοπρέπεια των λαϊκών στρωμάτων, την εθνική ανεξαρτησία χωρών, την πολιτική επιβίωση της ίδιας της αριστεράς.

Μέχρι στιγμής δε δίνει τέτοια δείγματα γραφής. Στην πλειοψηφία, η ευρωπαϊκή αριστερά είναι βουτηγμένη στον μεταρρυθμιτισμό, στην αποδοχή του ΕΕ – μονοδρόμου, στην προσπάθεια «αλλαγής της ΕΕ από τα μέσα», με επιτυχίες ανάλογες με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ.

Η αντι – ευρωπαϊκή αριστερά δεν έχει σηκώσει το γάντι απέναντι στην ΕΕ. Αρνείται ή αδυνατεί να παρέμβει με τρόπο καθοριστικό στις εξελίξεις. Πέρα από τις διατυπώσεις, από το 2010 και μετά θα έπρεπε να οικοδομεί μέτωπο ενάντια στην ΕΕ – μέτωπο διεξόδου από την κρίση. Αυτό το μέτωπο θα συρίκνωνε και τις φασίζουσες εθνικιστικές λαικίστικες δυνάμεις που σήμερα αναπτύσσονται σε χώρες της ΕΕ και ευνόητο είναι πως θα δημιουργούσε καλύτερους όρους στο συσχετισμό δύναμης μεταξύ των δυνάμεων της εργασίας και των δυνάμεων του κεφαλαίου. Ο τέτοιος συσχετισμός που δημιουργείται μέσα απο μεταβατικές διεκδικήσεις και αγώνες αντικαπιταλιστικού και αντιμπεριαλιστικού χαρακτήρα και αναδεικνύει σαν κεντρικούς στόχους την εθνική και λαική κυριαρχία, φέρνει πιο κοντά και στρατηγικούς στόχους μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης και εξουσίας. Τα 2 τελευταία χρόνια η Αριστερά θα μπορούσε να έχει επενδύσει στα 3 ΟΧΙ, ελληνικό, βρετανικό, ιταλικό και να πάρει προωθητικές αντι – ΕΕ πρωτοβουλίες. Θα μπορούσε αυτές τις μέρες να έχει ανάγει σε πρώτο θέμα τη “μαύρη” επέτειο του Μάαστριχτ. Αν η αριστερά αυτή είχε φιλοδοξίες, ανταγωνιστική προς το σύστημα λογική, πίστη στη δύναμη του λαού και στον εαυτό της, θα αξιοποιούσε τη σημαντική αυτή στιγμή, για να ανοίξει μια συνολική συζήτηση/αντιπαράθεση για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ΕΕ, που μόνο δεινά προοιωνίζεται για το λαό μας.

Ένας τέτοιος πολιτικός λόγος και στάση από την αριστερά, ή έστω από τμήμα της, θα μπορούσε να έχει σημαντικά αποτελέσματα σε συνθήκες που ο λαός αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης. Σε τέτοιες στιγμές τα ιδεολογήματα δεκαετιών είναι δυνατό να καταρρεύσουν, στο βαθμό που προβάλλει μια πειστική/συνεκτική πολιτική πρόταση διεξόδου. Ένα στέρεο ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο απέναντι στην ΕΕ, που θα έχει υλικά αποτελέσματα και θα συγκροτεί κοινωνικό – πολιτικές συμμαχίες, είναι αναγκαίος όρος για την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία, για τη διέξοδο από την κρίση, την επιβίωση του λαού.

Η ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση σε κρίση

Κείμενο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Από το Brexit στο ιταλικό δημοψήφισμα και από την Λεπέν στον Τραμπ

Τα πυκνά γεγονότα του 2016, σε παγκόσμια κλίμακα, έρχονται να επιβεβαιώσουν μια υπαρκτή τάση της εποχής μας. Η οικονομική κρίση, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και οι κοινωνικές σχέσεις, σπρώχνουν σε μια ανάποδη πορεία από αυτή που χαράχτηκε και ακολουθήθηκε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Η παγκοσμιοποίηση αμφισβητείται, οι διακρατικές – υπερκρατικές ενώσεις μπαίνουν σε τροχιά κλυδωνισμών και η επιστροφή στα εθνικά σύνορα ή σε ενός τύπου εθνικό προστατευτισμό, είναι μια επιλογή που συζητιέται ανοικτά. Δεν σημαίνει ότι έτσι θα βαδίσουν τα πράγματα, ή ότι η τάση θα μετασχηματιστεί σε κατάσταση, σημαίνει όμως ότι τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά. Σε αυτή τη γενική αποσταθεροποίηση συνηγορεί η ανάδυση λαϊκιστικών, ξενοφοβικών πολιτικών εκφράσεων στον «πολιτισμένο» δυτικό κόσμο. Ταυτόχρονα όμως αυτή η τάση διαμορφώνεται από υπαρκτές κοινωνικές πολώσεις σε εθνικό επίπεδο, και αυτό διαμορφώνει στοιχεία στρατηγικής για μια Αριστερά που θέλει να είναι αντισυστημική.

Από το πέρασμα στο ενιαίο σύστημα κοινωνικών σχέσεων σε Δύση και Ανατολή, μετά και την τυπική κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την διάλυση της ΕΣΣΔ και του λεγόμενου σοσιαλιστικού στρατοπέδου, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ακολούθησε μια επιθετική στρατηγική. Είναι ο κύριος υπεύθυνος για μια σειρά πολεμικών αναμετρήσεων σε Μέση Ανατολή, Βαλκάνια, Ευρωπαϊκή Ασία. Η βίαιη είσοδος περιοχών στο ενιαίο σύστημα αγοράς και κοινωνικών σχέσεων πραγματοποιήθηκε παράλληλα με το πολιτικό – οικονομικό γεγονός που ήταν η ραγδαία εξάπλωση και η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού. Στην πραγματικότητα εμφανίζονται στοιχεία μιάς νέας εποχής, αυτής της αμερικάνικης ηγεμονίας και της πολιτικής οικονομίας του άγριου νεοφιλελευθερισμού, που αντικαθιστά τον κεϋνσιανισμό, το κράτος πρόνοιας, δικαίου κλπ. Η αρχή – παρ’ όλο που στην ιστορία δεν υπάρχουν αρχές αλλά τάσεις και διαδικασίες – βεβαίως έχει γίνει από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε βασικά σαν περίοδος της παγκοσμιοποίησης.

Η ιμπεριαλιστική και νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση τροποποίησε και τροποποιεί όλο το διεθνές οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και κράτησε 30 ένδοξα, όπως συνηθίζεται να λέγεται, χρόνια του καπιταλισμού. Να σημειώσουμε εδώ ότι η τέτοια τοποθέτηση βασίζεται και προνομιοποιεί τη δύση και τα χαρακτηριστικά της. Επί πολλά χρόνια, αν όχι αιώνες, η οπτική στη δημόσια σφαίρα είναι περισσότερο δυτικοκεντρική παρά πλανητική, αν και πλέον θα αναγκαζόμαστε όλο και περισσότερο να «βλέπουμε» το σύνολο. Για παράδειγμα σε μόνιμη γενική κρίση βρίσκεται η Αφρική στο σύνολό της, καθώς και πολλές περιοχές της Ασίας και της Ν.Αμερικής, την ίδια στιγμή που ορισμένα τμήματα των ίδιων περιοχών «εντάχθηκαν» στο παγκόσμιο σύστημα αυτήν την περίοδο και σημείωσαν οικονομική μεγέθυνση και όχι ύφεση. Βασικά όμως μιλάμε για παγκόσμια κρίση με αφορμή την κρίση των ανεπτυγμένων περιοχών κατα βάση του «δυτικού πολιτισμού».

Η αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης στα χρόνια 2000-2007 είχε περισσότερο ένα δικαιωματικό προσανατολισμό παρά ένα συνολικό ταξικό ή λαϊκό. Με την κρίση μια «παγκόσμια» αμηχανία έβαλε πέπλο σιωπής στα αντιπαγκοσμιοποιητικά κινήματα, δημιουργώντας ταυτόχρονα εθνικές κινήσεις και συζητήσεις για το ποιος έχει την ευθύνη ή ακόμα και το αν ή πώς δραπετεύεις από το υπάρχον πλαίσιο. Η συζήτηση παρέμεινε αναιμική και τα αποτελέσματα παραμένουν ανεπαρκή. Ωστόσο το βάθεμα και το άπλωμα της κρίσης δημιούργησαν μια γενική αμφισβήτηση για τρία πράγματα που αλληλοεξαρτώνται ως ένα βαθμό: α) Την παγκοσμιοποίηση και τον συνδεδεμένο με αυτή νεοφιλελευθερισμό, β) Το πολιτικό σύστημα και την δημοκρατία, γ) Την εθνική λαϊκή κυριαρχία και την κατάλυσή της. Όλο αυτό το φαινόμενο αμφισβήτησης παραμένει χωρίς προσανατολισμό και σχέδιο και πολύ περισσότερο χωρίς «θετική πρόταση». Αναζητούνται βεβαίως διαρκώς οριακές προτάσεις, που όμως είναι προτάσεις ρύθμισης του καπιταλισμού, και όχι προτάσεις και σχέδιο εξόδου από αυτόν.

Η πρώτη διεθνοποίηση (στις αρχές του περασμένου αιώνα πριν από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο) οδήγησε, -όχι βεβαίως απο μόνη της και αυτόματα- σε μία χρεωκοπία του τότε καπιταλισμού και σε μία μεγάλη -αν και προσωρινή όπως έδειξε η ιστορία- ήττα του. Η ανάπτυξη του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, η ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος, η συγκρότηση «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα έβαλαν όχι σε μία απλή ρύθμιση, αλλά σε ένα μεγάλο συμβιβασμό το κεφάλαιο με τις δυνάμεις της εργασίας.

Η περίοδος μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο ήταν μία περίοδος διαρκούς ευμάρειας-ευημερίας, ανάπτυξης που είχε και κοινωνικοπολιτικές συνέπειες. Δημιουργήθηκε μια πολυάριθμη μεσαία τάξη που ιδεολογικά-πολιτικά βοηθούσε στην ηγεμονία της αστικής τάξης μέσα από ένα μεγάλο πλέγμα συναινέσεων και όχι μόνο. Η σοσιαλδημοκρατία έκφραζε το πνεύμα συναίνεσης εκείνης της περιόδου καλύτερα από τα κλασσικά ρεπουμπλικάνικα-χριστιανοδημοκρατικά δεξιά κόμματα. Η κομμουνιστική αριστερά μετά το 1960 είτε αποκομμουνιστοποιήθηκε είτε περιθωριοποιήθηκε. Η αποκομμουνιστικοποίηση που κρατά έως τις μέρες μας διαλύοντας πλέον συλλογικότητες, προσπάθειες, αγωνιστές, δεν σήμαινε διάλυση της αριστεράς αλλά ενσωμάτωσή της στο σύστημα. Ο δικαιωματισμός, ο κοσμοπολιτισμός-ψευδοδιεθνισμός, ο εκσυγχρονισμός-μεταρρυθμιτισμός, η αποστροφή της ταξικής πολιτικής και η εγκατάλειψη της εργατικής τάξης με την ταυτόχρονη «ανακάλυψη» νέων υποκειμένων, στην ουσία υποδήλωναν ένα πράγμα. Ο καπιταλισμός και το πλαίσιό του ηγεμόνευε μέσα στον «αντίπαλό» του, δηλαδή στην ίδια την Αριστερά και στο εργατικό κίνημα. Αυτό το ιστορικό διάλλειμα και ο συμβιβασμός του συστήματος (τα λεγόμενα κοινωνικά συμβόλαια), που είχε προσωρινά χαρακτηριστικά, αντιμετωπίστηκε από την σοσιαλδημοκρατία και τμήματα της πάλαι ποτέ κομμουνιστικής Αριστεράς ως μια νίκη και επιβεβαίωση του καπιταλισμού και του δυναμισμού του, ως απόδειξη ότι δεν υπάρχει άλλο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης πιο συμβατό από τον καπιταλισμό, πολιτικό σύστημα πιο δημοκρατικό από την κοινοβουλευτική δημοκρατία, οικονομία εφικτή έξω από την έννοια της αγοράς. Όλα αυτά που εδραιώθηκαν μεταπολεμικά, σήμερα βρίσκονται σε αμφισβήτηση.

Δεν αποτελούσε εξαίρεση η Ελλάδα. Είναι πλέον σήμερα αυτονόητο οτι χωρίς τα παραπάνω δεν μπορούν να κατανοηθούν ούτε οι ευρωπαϊκές ιδέες και πορείες ούτε ο κοινοβουλευτισμός και ο κρατισμός. Η θεοποίηση του αντικειμενικού, ότι δηλαδή τα πράγματα πάνε έτσι και όχι αλλιώς, λόγω αντικειμενικών παραμέτρων και μονόδρομων και όχι λόγω επιλογών του κεφαλαίου και κοινωνικών σχέσεων ή συσχετισμών, συνοδευότανε από την έκσταση για τα θαύματα της επιστήμης και της τεχνολογίας και από τον κρυφό ή και φανερό χλευασμό της «ορθοδοξίας» του μαρξισμού ως μιας εκ των πραγμάτων αντιδημοκρατικής και «παράλογης» θεωρίας και πρακτικής. Σε αυτό το πλαίσιο την τιμητική της είχε η στοχοποίηση της περιόδου Στάλιν και Γ’ Διεθνούς, γιατί έτσι πιο εύκολα και διά της πλαγίας χτυπιόταν ο λενινισμός ή καλύτερα η επανάσταση.

Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι η ήττα της σημερινής Αριστεράς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο έχει βάθος και ρίζες. Και για να αντιμετωπιστεί πρέπει η τομή να είναι βαθιά. Η ήττα όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δυνάμεις ή ότι δεν γεννιούνται από την ίδια την μήτρα του συστήματος αντιθέσεις και όροι ανάπτυξης αντίπαλων δυνάμεων.

Η κρίση σαν ευκαιρία για το κεφάλαιο αδράχτηκε απο όλες τις δυνάμεις του και επιφέρει μια σειρά ανατροπές. Γεννά όμως και αντιστάσεις. Η σημαντική συρρίκνωση της μεσαίας τάξης, η φτωχοποίηση της εργατικής τάξης, ο εμπορικός πόλεμος που ‘χει θύματα και από την πλευρά του κεφαλαίου, έχει δημιουργήσει ένα ανθρώπινο υλικό, μια «παράταξη» ανόμοιων στρωμάτων και συμφερόντων, που όμως συμφωνεί σε κάτι κεντρικό. Δεν θέλει να χάσει άλλο από την παγκοσμιοποίηση. Ψελλίζει την ανάγκη ρύθμισης ή φωνάζει ενάντια στο παλιό πολιτικό σύστημα. Παρενθετικά, το ίδιο το πολιτικό σύστημα και η δημοκρατία του έχουν αλλάξει σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση.

Αυτή η «παράταξη ενάντια στην παγκοσμιοποίηση», που καθόλου δεν είναι σχηματοποιημένη και έχει εντελώς αντιφατικά χαρακτηριστικά, φωνάζει ενάντια στο σύστημα με μπόλικο πλέον θυμό. Αποτελείται στην οριακή πλειοψηφία της από χαμηλότερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα και μπορεί να διατηρεί συντηρητικές ιδεολογικές καταβολές. Διατηρεί ένα ορισμένο ταξικό ένστικτο αλλά δεν αναπτύσσει καμιά συνείδηση. Γι’ αυτό και η αντίθεσή του μπορεί να πάρει δύο μορφές.

Η πρώτη και η πιο εύκολη είναι η ροπή στη καταγγελία του «σάπιου πολιτικού συστήματος και σκηνικού» που κάτω από όρους μπορεί να παραπέμπει και στο φασισμό, στον ολοκληρωτισμό, ίσως στις τυφλές εξεγέρσεις. Ένας τέτοιος θυμός υπήρξε και μετά τη Βαϊμάρη στη Γερμανία γεννώντας τον φασισμό και τον ναζισμό. Οφείλουμε βεβαίως να μην ξεχνάμε πως στον μεσοπόλεμο, ενώ υπήρχαν οι υλικές-κοινωνικές-πολιτικές βάσεις για να υπάρξουν ρεύματα προς το φασισμό-ναζισμό, υπήρχε και μία άλλη οργάνωση και συνοχή της κοινωνίας (συνδικάτα, οργανώσεις, κομμουνιστικά κόμματα, πολιστικές λέσχες κλπ) που σήμερα δεν υπάρχει. Αυτό έχει σημασία – βάζει και καθήκοντα – γιατί ο κοινωνικός κατακερματισμός έχει οδηγήσει στη διάλυση των μορφών της κοινωνικής συνοχής και στην οικοδόμηση του εγώ-ατόμου, που κοροϊδεύεται και φλυαρεί περί ατομικών δικαιωμάτων, ενώ έχει απολέσει τα κοινωνικά του δικαιώματα (εργασία, παιδεία, υγεία κλπ).

Η δεύτερη μορφή αυτής της ετερόκλητης δύναμης -που συνιστά την πρόκληση της εποχής μας για την κομμουνιστική αριστερά- είναι ότι αυτό το δυναμικό θα μπορούσε να αποτελέσει τμήμα ενός μεγάλου κινήματος που θα ξεφεύγει από τον καπιταλισμό. Είτε το θέλουμε είτε όχι αυτό το «ρεύμα» έχει την εθνική βάση σαν αρχικό σημείο αναφοράς. Ο πραγματικός διεθνισμός του σήμερα είναι στον εθνικό χώρο να ανατραπεί το υπάρχον πολιτικό-οικονομικό και παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο και να συγκροτείται ένας διεθνισμός που ενώνει λαϊκές τάξεις και στρώματα υπερασπίζοντας τα συμφέροντά τους. Δε μπορεί να υπάρξει υπεράσπιση αυτών των συμφερόντων χωρίς ρήξη με αυτούς τους κανόνες, ρήξη με την παγκοσμιοποίηση. Αυτό το συμπέρασμα ορθώνεται αδιαμφισβήτητο τόσο από το παράδειγμα της Ελλάδας, όσο και από τα παραδείγματα της Λ. Αμερικής.Το δίπολο αντίσταση στην εθνική βάση – απεύθυνση για τη συγκρότηση διεθνούς κινήματος είναι η κατεύθυνση που οφείλει να προσανατολίζει τη δράση των κομμουνιστικών αριστερών προοδευτικών δυνάμεων. Η κατεύθυνση βέβαια απαιτεί πολύ περισσότερα προχωρήματα καθώς και απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα για το πώς υπάρχει η δυνατότητα μια ή περισσότερες χώρες να έρθουν σε ρήξη με διεθνές οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο και να εφαρμόσουν ένα σχέδιο που να είναι βιώσιμο και ταυτόχρονα ανθεκτικό στις πιέσεις του ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Η δύση ανησυχεί για τα εκτρώματά της (τα ακροδεξιά και φασιστικά μορφώματα που εμφανίζονται παντού και που δεν τολμά να τα ονομάσει) και τους δίνει τον τίτλο λαϊκιστικά, προσπαθώντας ταυτόχρονα να τα τσουβαλιάσει και με την ριζοσπαστική αμφισβήτηση) και την ίδια στιγμή βάζει στο στόχαστρο τον Φιντέλ Κάστρο, υπερασπιζόμενη τη δημοκρατία και την ειρήνη, που πολλαπλώς έχουν βιαστεί από τους καπιταλιστές και ιμπεριαλιστές. Ανησυχεί ο «δυτικός πολιτισμός» για το τι μπορεί να δημιουργηθεί από τα αριστερά και όχι για τις εκ δεξιών τερατογενέσεις. Η άνοδος των εθνικιστικών οργανώσεων και κομμάτων και μάλιστα η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας -προς το παρόν τουλάχιστον- είναι ελεγχόμενη, δηλαδή εντός πλαισίων. Στην Ευρώπη για παράδειγμα, κανένα από αυτά τα μορφώματα δεν θέτει καθαρά το ζήτημα της διάλυσης της ευρωζώνης και στην ουσία δεν θέτει κανένα αλλο σχεδιο οικοδόμησης και εθνικής συγκρότησης, παρα μόνο τον περιορισμό των συνεπειών στο έθνος – κράτος τους με τη λογική «να μη χασουμε εμείς». Κλασικό δείγμα τέτοιας συμπεριφοράς η αντιευρωπαϊκή δεξιά στη Μ. Βρετανία, με προεξάρχοντα τον λαϊκιστή Φάραντζ ο οποίος εξαφανίστηκε μετά το Brexit. Ο κίνδυνος για τη διάλυση της Ευρωζώνης δεν προέρχεται από την Αυστρία, ή από χώρες που κινδυνεύουν να αναδείξουν ακροδεξιές κυβερνήσεις, αλλά από τις δύο μεγάλες χώρες (Γερμανία – Γαλλία), από τις εκρηκτικές αντιφάσεις που πυροδοτεί η υπεράσπιση των συμφερόντων τους και από τις ίδιες τις ενδογενείς αντιθέσεις που έχει το οικοδόμημα της ευρωζώνης.

Στις μέρες μας και μετα την εκλογή Τραμπ τα ερωτήματα είναι πολλά. Τέλος της PAXAMERICANA και της αμερικάνικης μονοκρατορίας; Τέλος η αλλαγή στρατηγικών συμμαχιών για τις ΗΠΑ του Τραμπ; Θα προχωρήσει -μπορεί όμως;- σε ένα προσεταιρισμό των Ρώσων, στοχοποιώντας κεντρικά την Κίνα, προσπαθώντας να την πολεμήσει εμπορικά, νομισματικά, ενεργειακά; Τέλος των υπαρχόντων συνόρων στην περιοχή της Μ. Ανατολής και ποια νέα ισορροπία μπορεί να επιτευχθεί και ποιο βάθος χρόνου ύπαρξης μπορεί να έχει; Οδεύουμε σε μια μικρή επιστροφή στην εθνική βάση – τουλάχιστον των ιμπεριαλιστικών μεγάλων δυνάμεων – που θα σημαίνει και μια ανάπαυλα ή στασιμότητα της ανάπτυξης του καπιταλισμού σε άλλες περιοχές; Θα υπάρξει τέλος των διατλαντικών συμφωνιών εμπορίου ή πάγωμά τους και επαναδιαπραγμάτευση; Προφανώς αυτή τη στιγμή πέραν της πίεσης ή της στοχοποίησης της Κίνας από τις ΗΠΑ, πιέζεται και η ΕΕ (ακόμη κι αν η Μέρκελ προβάλλει σαν το «αντίπαλο δέος» και παγκόσμιος εξισορροπιστής του Τραμπ στην Ευρώπη), ενώ στην Ανατολή τον ρόλο αυτό αγκομαχεί να αναλάβει η Ιαπωνία.

Στην περιοχή μας τα πράγματα θα αλλάξουν. Ισορροπίες, σύνορα, συμμαχίες, κρατικές οντότητες, εθνικές φιλοδοξίες κλπ. Αυτό βέβαια δεν θα γίνει άμεσα. Θέλει τον χρόνο του, έχει τους ρυθμούς του. Όμως αυτό που δεν θα αλλάξει –γιατί επί της ουσίας δεν αμφισβητείται- είναι οι σχέσεις εκμετάλλευσης αλλά και οι σχέσεις μεταξύ κυρίαρχων κρατών και κυριαρχούμενων, στο βαθμό που δεν υπάρχει το πραγματικό αντίπαλο δέος. Η δε περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου θα παραμένει εύφλεκτη και διαρκώς ευάλωτη όσο δεν αναδύονται μαζικά και γνήσια λαϊκά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα. Η περίπτωση της Συρίας είναι ενδεικτική του κενού αλλά και των καταστροφικών του επιπτώσεων.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ιταλία είναι μια ακόμα ρωγμή στην ιμπεριαλιστική και νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που στην Ευρώπη εκφράζεται και συμβολοποιείται με την ευρωζώνη και την ΕΕ. Προστίθεται στο βρετανικό ΟΧΙ, εμφανίζει παραπλήσια κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά. Το ιταλικό ΟΧΙ δεν είναι ενα καθαρό όχι στην ευρωζώνη παρόλο που περιέχει και υποστηρίχθηκε απο δυνάμεις που καθαρά θέτουν το ζήτημα της αποχώρησης απο το ευρώ. Είναι όμως μια ρωγμή που μαζί με το BREXIT δημιουργούν πονοκέφαλο στο διευθυντηριο Βερολίνου-Βρυξελλών. Αποτελεί και μια ευκαιρία και για την Ελλαδική μας περίπτωση να αυξηθεί ο προβληματισμός και να τεθεί με διαφορετικούς όρους η αποδέσμευσή μας απο Ευρώ και ΕΕ. Το ιταλικό ΟΧΙ υποστηρίχθηκε από πληβεία ταξικά στρώματα (βλ. Ιταλικό Νότο αλλά και τις εργατικές ομοσπονδίες) ενώ βρήκε αντιμέτωπό του τον ιταλικό σύνδεσμο βιομηχάνων καθώς και όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα (ντόπιο και διεθνές). Ο φόβος μάλιστα βρίσκεται ακριβώς εκεί, στην καρδιά του κτήνους, δηλαδή στο τραπεζικό σύστημα που στην Ιταλία παραπαίει και μπορεί να δημιουργήσει αλυσιδωτές κρίσιμες καταστάσεις στην ΕΚΤ και βεβαίως σε όλες τις τράπεζες της ευρωζώνης. Οι πολιτικές δυνάμεις του ΟΧΙ δεν είναι ουτε όμοιες ούτε εχουν το ίδιο πρόγραμμα (η ακροδεξιά λίγκα καθως και ο δεξιός Μπερλουσκόνι δεν μοιάζουν σε τίποτα με την ιταλική αριστερά ή τα εργατικά συνδικάτα). Το κεντρικό όμως είναι ότι υπάρχει και καταγράφεται διαρκώς ενας δυναμικός ευρωσκεπτικισμός που ασφυκτιά να εκφραστεί.

Τα ελπιδοφόρα ΟΧΙ των λαών εκφράζουν την υλική, πραγματική βάση που έχει η μαζική αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση και τον νεοφιλελευθερισμό. Πολιτικά φαινόμενα σαν την εκλογή Τραμπ ή την εδραίωση Λεπέν πατούν σε αυτή την υλική βάση, δεν έχουν όμως τίποτα το θετικό. Αποτελούν πισωγύρισμα για την εργαζόμενη πλειοψηφία καθώς στέκονται στο έδαφος ενός νεοφιλελευθερισμού των «εθνικών ορίων». Αποτελούν όμως επιβεβαίωση της γνωστής ρήσης ότι το κενό δεν διαρκεί πολύ, καλύπτεται από κάποιους, αν κάποιοι άλλοι δεν πάρουν τις αναγκαίες και βαθιές πρωτοβουλίες για να το καλύψουν. Σήμερα αναζητείται μια Αριστερά που να μπορεί να αντιληφθεί τις υπαρκτές και εν δυνάμει θετικές κοινωνικές διεργασίες, να προχωρήσει σε θεωρητική και πολιτική τομή με ένα παρελθόν που βαρύνεται από την αποδοχή της παγκοσμιοποίησης, να ηγηθεί ενός νέου και πιο ουσιαστικού κύκλου αγώνων ενάντια στην ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση και στις σχέσεις κυριαρχίας που περιλαμβάνει, γενικεύοντας ταυτόχρονα το θέμα της χρεοκοπίας του καπιταλισμού.

Νομισματική ενοποίηση: Από τους ακρογωνιαίους λίθους για την προώθηση της παγκοσμιοποίησης

Εγώ ομολογώ ότι μ’ αρέσει να διαβάζω τα κείμενα του προέδρου της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) Μάριο Ντράγκι, ειδικά τα παλιότερα όπου μίλαγε πιο ανοιχτά, γιατί τώρα κάπως τα έχει μαζέψει. Ο Μ. Ντράγκι, σε αντίθεση με τον Σόρος, Ομπάμα, Μέρκελ, Σόϋμπλε, Ντάσεμπλουμ και πάει λέγοντας, ομολογεί ξεκάθαρα ποια είναι τα σχέδια των Διευθυντηρίων και οι συνέπειές τους χωρίς να αφήνει να υπεισέρχεται η πραγματική υποψία συνομωσίας. Εκφέρει κατ΄εμένα ένα σπάνιο είδος λόγου γι αυτόν τον κόσμο στον οποίον ανήκει γιατί μιλάει για την οικονομία σα να μην υπάρχουν άλλοι παράγοντες που την επιρρεάζουν, σα να μην υπάρχουν ασύμμετρες απειλές που βοηθούν στην επιβολή κάποιων αποφάσεών της. Γι αυτόν δεν υπάρχουν και είναι ενδιαφέρον να μαθαίνουμε πώς λειτουργεί η καθαρή οικονομία έστω κι αν ξέρουμε εμείς ότι οι συνομωσίες και οι ασύμμετρες απειλές και υπάρχουν και επιδρούν στις συνειδήσεις των ανθρώπων.

Σε μια ομιλία του λοιπόν στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι στις 27/11/14 (η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “The Athens Review of books” τευχ. 58, Ιανουάριος 2015) ο Μ. Ντράγκι λέει:«Συχνά θεωρούμε λαθεμένα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση- και η ζώνη του ευρώ- είναι οικονομικές ενώσεις που δεν στηρίζονται σε πολιτική ένωση. Αυτό αντανακλά μια βαθειά παρανόηση για το τι σημαίνει οικονομική ένωση: είναι από τη φύση της πολιτική.

Η Ενιαία Αγορά είναι η ίδια ένα πολιτικό κατασκεύασμα που δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς τις κατάλληλες πολιτικές δομές. Μια ισχυρή αρχή ανταγωνισμού έχει ανάγκη από ένα εκτελεστικό όργανο για να εφαρμόζει την πολιτική ανταγωνισμού, έναν νομοθέτη για να συντάσσει τους νόμους που την διέπουν και έναν δικαστικό λειτουργό για να επιλύει τις διαμάχες που προκύπτουν με βάση την ισχύουσα νομοθεσία…

Ομοίως το παραστατικό χρήμα είναι κι αυτό ένα πολιτικό κατασκεύασμα και η νομισματική ένωση δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς τις κατάλληλες πολιτικές δομές…».

Και οι πολιτικές δομές βέβαια που μπορούν να κάνουν να λειτουργήσει αποτελεσματικά όλο αυτό το κατασκεύασμα που έφτιαξαν είναι η δημιουργία μιάς υπερκυβέρνησης με ενοποίηση των εθνικών κρατών, αυτό που προωθείται έτσι κι αλλιώς σταδιακά με βαθμιαία μεταφορά όλων των αρμοδιοτήτων των εθνικών κρατών σε υπερεθνικούς θεσμούς. Πριν δημιουργηθεί όμως αυτή η ανάγκη (σ’ συτούς που την έχουν βέβαια) της υπερκυβέρνησης προηγήθηκε μια άλλη ανάγκη: η κατάλυση της ουσιαστικής εθνικής κυριαρχίας τών κρατών ώστε να παραδοθούν χωρίς πολλές δυνατότητες αντίστασης στις αφομοιωτικές ρουφήχτρες της Ε.Ε. Και η ανάγκη γι αυτή την κατάλυση ξεκίνησε από τις Τράπεζες και τα ευρωπαϊκά αλλά και παγκόσμια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δεν αφορούσε μόνο την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων αλλά και τη διάλυση όλων των μικρών τραπεζών ώστε οι κεντρικοί κολοσσοί να πάρουν στα χέρια τους όλη τη ροή του χρήματος και βέβαια την πλανητική εξουσία που πηγάζει απ’ αυτή.

Την κατάργηση ενός κράτους φέρνει πρώτα απ’όλα η εξουδετέρωση της εθνικής του τράπεζας. Όταν υπήρχαν ακόμα τέτοιες τράπεζες, σε περίπτωση οικονομικής δυσπραγίας η κυβέρνηση (τότε που υπήρχαν στοιχειωδώς εθνικές κυβερνήσεις) μπορούσε να καταφύγει στα εξής βασικά μέτρα (και σε άλλα αλλά μιλάμε για πιο χρησιμοποιημένα) για να την ξεπεράσει:

-να υποτιμήσει το νόμισμά της για να τονώσει τις εξαγωγές της ( αυτή ήταν και η πιο βασική προσφυγή)

-να προχωρήσει σε εσωτερικό δανεισμό με διάφορους τρόπους από την εθνική της τράπεζα

-να εκδόσει πληθωριστικό χρήμα με ένα παράλληλο πρόγραμμα εξισορρόπησης.

-να δανειστεί από τους πολίτες με έκδοση κρατικών ομολόγων

και μόνο σε σε έσχατη περίπτωση να αυξήσει τους φόρους (κάτι που συνήθως έφερνε την πτώση της). Για μείωση μισθών δεν γινόταν λόγος, μπορεί να τους ροκάνιζε ο πληθωρισμός αλλά την άμεση μείωση την προλάβαινε η προσφυγή στα προηγούμενα μέτρα.

Όμως οι συχνές υποτιμήσεις στις οποίες προσφεύγαν οι κυβερνήσεις μέσω των τραπεζών για να ανακάμψουν την οικονομία τους δημιουργούσε ανασφάλεια στους επενδυτές οι οποίοι ήθελαν προβλέψιμο επενδυτικό τοπίο. Έτσι δημιουργήθηκε και η ανάγκη για ενοποίηση των νομισμάτων και δημιουργία ενός σκληρού νομίσματος που να αντέχει στις διακυμάνσεις, δημιουργία δε μιάς κεντρικής τράπεζας που να το διαχειριζεται και η οποία θα επέβαλε τους κανόνες της αφαιρώντας αρμοδιότητες από τις εθνικές και αποκτώντας το μονοπώλιο της κοπής νομίσματος.

Μ’ αυτήν την τράπεζα χάθηκαν όλες οι δυνατότητες και οι τρόποι ξεπεράσματος κάποιου οικονομικού σοκ από ένα κράτος και έμεινε μόνο ο εξωτερικός δανεισμός ο οποίος όμως μπορούσε να γίνει μόνο μέσα από τους κανόνες της κεντρικής τράπεζας και από τις αδιανόητες πριν μειώσεις μισθών και συντάξεων, την αύξηση της φορολογίας και του ξεπουλήματος όλης της κρατικής περιουσίας.

Στο άρθρο στο οποίο αναφέρθηκα, ο Ντράγκι ομολογεί ξεκάθαρα ότι με το κοινό νόμισμα χάθηκαν οι δυνατότητες για τα κράτη να ξεπεράσουν τις κρίσεις τους με υποτίμηση νομίσματος αφού όλες οι αρμοδιότητες ελέγχου της ροής του χρήματος πέρασαν στην κεντρική τράπεζα της Ευρώπης η οποία έπρεπε να διαφυλάξει τη «σκληρότητα» του ευρώ.Και τα κράτη λέει αφού δεν έχουν πια τη δυνατότητα να καταφεύγουν στα παραδοσιακά μέσα ξεπεράσματος των κρίσεων, θα πρέπει να επικεντρωθούν στη δρομολόγηση άλλων αντισταθμιστικών μηχανισμών που είναι η «προσαρμογή» των δημοσίων δαπανών, οι απολύσεις και οι περικοπές στους μισθούς. Και φυσικά μια χώρα σαν την Ελλάδα που είναι βυθισμένη στο χρέος και δεν προβλέπεται να επανακάμψει αφού κάθε νέος δανεισμός πηγαίνει στην εξυπηρέτηση του παλιού χρέους, η διαδικασία μειώσεων θα είναι συνεχής μέχρι να φτάσουν στο μηδέν. Γιατί δεν έχει πια δικιά της τράπεζα και γιατί πρέπει να σωθεί το κοινό νόμισμα που το επέβαλαν κάποιοι ισχυροί επενδυτές και οι κολοσσοί των τραπεζών. Και θα εξακολουθήσουν να το υποστηρίζουν ακόμα κι αν γίνει η γη συντρίμμια.

Το κοινό νόμισμα, όπως λέει ο Ντράγκι, δημιουργεί σταδιακά και άλες ανάγκες: ενοποίηση τραπεζών, κοινό προϋπολογισμό και, εξυπακούεται, τελικά πολιτική ενοποίηση με ολική κατάργηση της εθνικής ανεξαρτησίας των επί μέρους κρατών. Το εκκολαπτόμενο υπερκράτος όμως δεν θα γίνει ποτέ μια νέα, απλά μεγαλύτερη πατρίδα για τους ανθρώπους. Δεν έχει, ούτε θα έχει στο μέλλον ένα βασικό γνώρισμα των εθνικών κρατών : δεν προβλέπεται σ’ αυτό καμιά δυνατότητα μεταφοράς πόρων από τις περισσότερο στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές ή σ’ αυτές που βιώνουν οικονομική δυσπραγία, αυτό μάλιστα φροντίσαν οι νομοθέτες της Ε.Ε. να απαγορεύεται. Δηλαδή τα σημερινά εθνικά κράτη θα αντιμετωπίζονται σαν τέτοια μόνο όταν πρόκειται να «κόψουν το λαιμό τους» για να ξεπεράσουν μια κρίση αλλά θα χάσουν κάθε ανεξάρτητη οντότητα όσο αφορά την αυτοκυβέρνησή τους και οποιαδήποτε λήψη αποφάσεων. Έτσι θα προχωρήσει το μπλοκ της Ε.Ε. στη γενικευμένη παγκοσμιοποίηση της οποίας είναι ήδη ένα προχωρημένο φυλάκιο.

Με το κείμενό του αυτό ο πρόεδρος της Ε.Κ.Τ. αφήνει μια αίσθηση σα να μας λέει «Αφού σα μαλάκες παραδόσατε ό,τι είχατε και δεν είχατε γι αυτό το κοινό νόμισμα από το οποίο μόνο εμείς επωφελούμαστε, ακούστε τώρα τι θα έχετε για ανταπόδοση». Γιατί τον κ. Ντράγκι τον απασχολεί η πιθανότητα να φύγει κάποιο κράτος από την ευρωζώνη. Θεωρεί καταστροφική μια τέτοια έξοδο για την ίδια την ευρωζώνη, ενώ έμμεσα μ΄αυτά που λέει δικαιολογεί το κράτος που θα έπαιρνε τέτοια πρωτοβουλία. Και επειδή είναι άνθρωπος με καθαρό λόγο (ήταν τουλάχιστον) όπου δεν υπεισέρχονται απειλές και εκβιασμοί, θεωρεί πιθανό ένα τέτοιο ενδεχόμενο το οποίο πιστεύει ότι θα δρομολογήσει το τέλος της ευρωζώνης όποιο κι αν είναι το κράτος που θα έκανε κάτι τέτοιο, γιατί θα έδινε το σήμα για να ακολουθήσουν κι άλλα.

Ανησυχεί ο Ντράγκι γι αυτό το οποίο ολοφάνερα θεωρεί φυσιολογική εξέλιξη και μιλάει σα να είναι οι χώρες της Ε.Ε. ελεύθερες να αποφασίζουν για το μέλλον τους. Ανησυχεί μάλλον για το ενδεχόμενο κάποια χώρα που θα αποχωρήσει να δείξει ότι υπάρχει ζωή και έξω από την Ε.Ε. Και τονίζει ότι θα είναι αναπόφευκτες οι αποχωρήσεις αν τα κράτη δεν βρουν μέσα στην Ευρωζώνη αντισταθμιστικά οφέλη γι αυτά που έχασαν όταν μπήκαν. Και ενώ αυτά που έχασαν μοιάζει ο ίδιος να τα ξέρει καλά (δημιουργώντας πολλά ερωτηματικά για τους υπεύθυνους κυβερνήτες των χωρών που απεμπόλησαν την ανεξαρτησία τους, όσο στραβή κι αν ήταν, για να βάλουν τις χώρες τους σ’ αυτό το μόρφωμα), τα αντισταθμιστικά οφέλη τα ψάχνει ακόμα. Και σαν ιδέα προτείνει την ικανοποίηση που θα έχουν οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι των χωρών – μελών της Ε.Ε. με την ουσιαστική συμμετοχή, η οποία θα πρέπει να εξασφαλιστεί, στη διαμόρφωση των αποφάσεων σε μια τόσο ισχυρή ένωση. Εδώ γελάνε βέβαια αλλά δεν ξέρω πόση διάθεση θα έχουν να γελάσουν οι άνθρωποι που εξαθλιώνονται για να κρατηθεί ισχυρό το νόμισμα που επεδίωξαν και επέβαλαν οι επενδυτές της παγκοσμιοποίησης μαθαίνοντας ότι ναι μεν διαλύθηκαν οι ίδιοι, η οικογένειά τους και η χώρα τους αλλά κάποια στελέχη της κυβέρνησης έχουν την τιμή να συνεδριάζουν μαζί με τους κορυφαίους της Ε.Ε. Πέρα του ότι αυτή η συμμετοχή δεν αξίζει τίποτα αφού τώρα πια μπορούμε να δούμε ότι η ενοποίηση δεν γίνεται στη βάση καμιάς ισότητας αλλά τα κράτη που προσχωρούν σ’ αυτήν την ένωση το κάνουν διατηρώντας την ισχύ που ήδη διαθέτουν και οι ισχυροί έχουν μέσα για να εξοντώνουν τους αδύναμους. Η ένωση αυτή –πρότυπο δείχνει με τι τρόπο θα προωθηθεί η παγκοσμιοποίηση συνολικά

Τώρα βέβαια ο κ. Ντράγκι πρέπει να έχει λάβει υπόψη του ότι και οι εκβιασμοί είναι ένας τρόπος για να κρατηθούν στην ευρωζώνη οι χώρες που τυχόν θα ήθελαν να αποχωρήσουν αφού κάποιες είναι αιχμάλωτες μέσω του χρέους και αφού ο ίδιος ήταν που εφάρμοσε τα capital controls στην Ελλάδα.

Αυτά όμως μας οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: η εγκατάλειψη του κοινού νομίσματος θα είναι πραγματικά ένα χτύπημα στην παγκοσμιοποίηση. Φυσικά δεν είναι απλό να γίνει, δεν φεύγεις μ’ ένα «άντε γειά», χρειάζεται σοβαρή μελέτη και σχεδιασμό, χρειάζεται ανθρώπους με αποφασιστικότητα αλλά και γνώσεις που να οργανώσουν την προσπάθεια, αδύνατον όμως δεν είναι.

Προς το παρόν θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι λαοί δεν το ξέρουν αλλά έχουν ένα βαρύ όπλο στα χέρια τους: το τορπίλισμα του ενιαίου νομίσματος της ευρωζώνης. Σαν χάρτινος πύργος θα πέσουν μαζί του κι ένα σωρό όργανα και επιτροπές που φτιάχτηκαν για να απορροφήσουν αρμοδιότητες από τα εθνικά κράτη κι αυτό θα βλάψει πολύ την παγκοσμιοποίηση στην πορεία προς την οποία ηγείται το μόρφωμα της Ε.Ε.

Αξίζει τον κόπο, με όποιες δυνάμεις έχουμε να το προωθήσουμε.

Σε αναμονή πολιτικών εξελίξεων η Ιταλία

Λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες και η Ιταλία προετοιμάζεται για το δημοψήφισμα που θα καθορίσει το μέλλον της αναθεώρησης του ιταλικού συντάγματος του 1947. Σωματεία και οργανώσεις προετοιμάζονται για την αυριανή ψηφοφορία στην οποία η κυβέρνηση Ρέντσι, το σύνολο των ΜΜΕ καθώς και τα ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων όλων των κλάδων εχουν ταχθεί υπέρ του ναι. Αντίθετα, οργανώσεις της αριστεράς, σωματεία βάσης όπως το UBS και τα λαικά στρώματα θα εκφραστούν μέσω του ΟΧΙ.

italia savvato 1

Το δημοψήφισμα έχει μετατραπεί σε ψήφο αποδοκιμασίας του Ρέντσι, της πολιτικής της λιτότητας και της των πολιτικών της ΕΕ της οποίας η παρούσα κυβέρνηση είναι ο κύριος εκφραστής. Το ΟΧΙ σημειώνει ένα οριακό προβάδισμα μέχρι στιγμής αλλά καθοριστική θα είναι η ψήφος των αναποφάσιστων. Ο συντονισμός NO! SocialPlatform, στον οποίο συμμετέχουν το Δίκτυο Κομμουνιστών και το σωματείο USB διεξάγει καμπάνια υπερ του ΟΧΙ συνδέοντας τις προοδευτικές δυνάμεις που επιθυμούν την απομάκρυνση του Ρέντσι μέσω ενός βροντερού ΟΧΙ. Το μιντιακό κατεστημένο σύσσωμο στηρίζει το ναι και εδώ και εβδομάδες έχει εξαπολύσει εκστρατεία εκφοβισμού της κοινωνίας για τα δεινά που θα έρθουν σε περίπτωση ανάδειξης ενός ισχυρού ΟΧΙ. Μέχρι και ο Ρέντσι έχει δηλώσει πως σε ήττας του ναι θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση. Μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του ναι και του ΟΧΙ θα κάνει πιο σίγουρη την ανατροπή της κεντροαριστερής κυβέρνησης.

Εκτός της αριστεράς, η φασιστική δεξιά και η ακροδεξιά έχουν τοποθετηθεί υπερ του ΟΧΙ προβάλλοντας ταυτόχρονα αντι-μεταναστευτική ατζέντα και χρησιμοποιώντας την αντίθεση τους στην ΕΕ εργαλειακά σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουν τα λαϊκά στρώματα τα οποία έχουν πληγεί από τις πολιτικές των τελευταίων κυβερνήσεων και ειδικότερα από τις μεταρρυθμίσεις στα εργασιακό, στην υγεία και την εκπαίδευση. Μάλιστα ο Ρέντσι χρησιμοποίησε σαν επιχείρημα υπερ του ναι και επιχείρησε να ταυτίσει την αριστερά με την ακροδεξιά λόγω της αντίθεσης τους στην αναθεώρηση του συντάγματος. Πάντως, σε πρόσφατη αντι-συγκέντρωση κατά των εγκαινίων φασιστικού παραρτήματος της CASAPOUND σε προάστιο της Ρώμης δεκάδες αντιφασίστες συνελήφθησαν από την αστυνομία και αντιμετωπίζουν βαριές κατηγορίας, αποδεικνύοντας ότι τα φασιστικά κόμματα αν και εμφανίζονται αντί-συστημικά παραμένουν τα «αγαπημένα» παιδιά του συστήματος.

italia savvato 2

Είναι αναγκαίο την Κυριακή να εκφραστεί ένα ισχυρό ΟΧΙ κατά της συνταγματικής αναθεώρησης η οποία οδηγεί σε ακόμα ένα πιο ισχυρό-συγκεντρωτικό κράτος με μόνο σκοπό να εφαρμόζει τις οδηγίες των τεχνοκρατών των Βρυξελλών πιο αποτελεσματικά και να πλήττει τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Είναι ακόμα πιο σημαντικό την νίκη αυτήν να μην την καρπωθούν οι φασίστες αλλά ένα προοδευτικό-αριστερό μέτωπο που θα ηγηθεί την επόμενη μέρα της ήττας του ευρωπαϊσμού και θα μπορέσει να οδηγήσει αυτό το ΟΧΙ σε ένα πραγματικό ΟΧΙ όλων των λαών ενάντια στην φτώχεια, την υποτέλεια και τον πόλεμο, ενάντια στην ΕΕ και στο ευρώ.

Για το antapocrisis.gr, Άλεξ Μπουμπουκιώτης και Κώστας Χαιρόπουλος.

Ιταλικό Δημοψήφισμα: επιστροφή στον 19ο αιώνα (;)

Την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου οι ιταλοί θα προσέλθουν στις κάλπες για να απαντήσουν, μονολεκτικά, αν θα αποδεχθούν ή όχι μια συνταγματική μεταρρύθμιση. Μια μεταρρύθμιση το περιεχόμενο της οποίας έχει συσκοτιστεί συστηματικά, όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας.

Η κυβέρνηση Ρέντζι, σε αγαστή συνεργασία με τον ιταλικό ΣΕΒ, την ΕΕ, τον Γιούνκερ και τον Σόιμπλε, τον αμερικανό πρέσβη κι άλλους δημοκρατικούς θεσμούς και ευαγή ιδρύματα, προσπάθησε να αλλάξει την συζήτηση. Η κυβέρνηση, καθόλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας μοίρασε λεφτά και υποσχέσεις (θα τα πάρει πίσω, στο πολλαπλάσιο, στις 5 του μήνα), κατηγόρησε τους αντιπάλους της ως φασίστες και αντιδημοκράτες (υπέρ του ΟΧΙ είναι η Εθνική Ένωση Παρτιζάνων και όλοι οι εν ζωή πρόεδροι και αντιπρόεδροι του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας), ως εκπροσώπους του «κατεστημένου» (9 στους 10 διευθύνοντες σύμβουλοι επιχειρήσεων, σύμφωνα με δημοσκόπηση της εφημερίδας Il Sole 24 ore είναι με το ΝΑΙ). Με μια πρωτότυπη καμπάνια, η οποία περιείχε όλα όσα ακούσαμε στην χώρα μας, τις μέρες του δημοψηφίσματος του 2015, προσπάθησε να εκφοβίσει και να εκβιάσει τους ιταλούς πολίτες. Αν βγει το ΟΧΙ θα ανέβουν τα σπρεντ, θα χάσουμε κάθε αξιοπιστία στην Ευρώπη, όλοι θα μας λένε τεμπέληδες και προνομιούχους, θα πεθαίνουν οι καρκινοπαθείς στα νοσοκομεία, θα έρθει επιδημία ηπατίτιδας (ναι, είναι αλήθεια, ειπώθηκε κι αυτό….).

Μια τέτοιου είδους καμπάνια υπέρ του ΝΑΙ, οργανωμένη από έναν πρώην σύμβουλο του Ραχόι, του Κάμερον και του Ομπάμα, ήταν μάλλον αναμενόμενη, από τη στιγμή που καμία εκστρατεία που να προβάλλει τα θετικά της προτεινόμενης συνταγματικής μεταρρύθμισης δεν ήταν εφικτή. Κάτι πολύ λογικό, αν σκεφτεί κανείς ποιο είναι το επίδικο: η περιστολή της δημοκρατίας.

Ας πάμε ένα βήμα πίσω, κι ας κοιτάξουμε τί ήταν το ιταλικό σύνταγμα. Ήταν ο καρπός μιας συντακτικής εθνοσυνέλευσης του συνόλου των αντιφασιστικών δυνάμεων. Ήταν το προϊόν της συναίνεσης μεταξύ κομμουνιστών, σοσιαλιστών, φιλελεύθερων και χριστιανοδημοκρατών. Ήταν το κείμενο που γράφτηκε από τους σημαντικότερους ιταλούς πολιτικούς και νομικούς της δεκαετίας του 1940. Όχι μόνο γράφτηκε, αλλά και έγινε αντικείμενο επιμέλειας και φιλολογικής επεξεργασίας, διότι, κάποτε, κάποιοι άνθρωποι, ήθελαν κάποια θεμελιώδη κείμενα, όπως είναι οι συνταγματικές χάρτες, να είναι απλά, κατανοητά από όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, και ταυτόχρονα υφολογικά άψογα. Το τελευταίο δεν είναι μια λεπτομέρεια, αν σκεφτεί κανείς ότι τα 43 προς αναθεώρηση άρθρα είναι, τώρα, γραμμένα, σκοπίμως, κατά τρόπον ώστε να μην διαβάζονται. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί είναι διατυπωμένα σαν να ήταν κανονικοί νόμοι, δηλαδή με εσωτερικές και εξωτερικές παραπομπές, αλλά δεν διαθέτουν καν συνοχή, ενώ κάποια συγκρούονται σκοπίμως και μεταξύ τους.

Τι σημαίνει, όμως, λιγότερη δημοκρατία; Σημαίνει, καταρχάς, λιγότερος έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας, αύξηση των αρμοδιοτήτων της κεντρικής κυβέρνησης, αφαίρεση αρμοδιοτήτων από την τοπική αυτοδιοίκηση, κατάργηση, όχι της Γερουσίας αλλά των γερουσιαστών.

Ας κοιτάξουμε λίγο αυτό το τελευταίο. Με την προτεινόμενη αναθεώρηση δεν καταργείται απλά το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα, η Γερουσία, αλλά αντικαθίστανται οι εκλεγμένοι γερουσιαστές από ένα (αριθμητικά μειωμένο) σώμα διορισμένων περιφερειαρχών και περιφερειακών συμβούλων, οι οποίοι έτσι μετατρέπονται σε «γερουσιαστές του σαββατοκύριακου», αφού μόνο τότε μπορούν να αφήνουν τα καθήκοντά τους στα αξιώματα για τα οποία εξελέγησαν από τους πολίτες. Η δικαιολογία είναι ότι, με αυτό τον τρόπο, γίνεται εξοικονόμηση πόρων και… χρόνου ως προς την νομοθέτηση. Παρόλα τα ψέματα που πουλάει η κυβέρνηση Ρέντζι, βέβαια, περί δήθεν εξοικονόμησης δισεκατομμυρίων από αυτή την κίνηση, το πραγματικό όφελος είναι της τάξης των 30 εκατομμυρίων (σε έναν προϋπολογισμό 800 δισεκατομμυρίων). Στην πραγματικότητα, η μετα-«δημοκρατία» του Ρέντζι ξεμπερδεύει με ένα «ενοχλητικό» νομοθετικό σώμα, το οποίο συχνά μπλόκαρε νομοθετήματα.

Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, πίσω από αυτή και όλες τις υπόλοιπες αλλαγές, προβάλλει ένα συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο, βέβαια, δεν είναι καθόλου «νέο» ή «εκσυγχρονιστικό». Η πρόταση Ρέντζι ολοκληρώνει, επιτέλους, ό,τι τα ιταλικά πολιτικά κόμματα δεν κατόρθωσαν να κάνουν, τουλάχιστον από το 1982. Ο σκοπός δεν είναι άλλος από μια πολιτειακή αλλαγή. Για την θέσπιση ενός είδους προεδρικής δημοκρατίας, χωρίς όμως τα θεσμικά αντίβαρα που προβλέπονται στις υπόλοιπες προεδρικές δημοκρατίες, παγκοσμίως. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, βέβαια, για το ότι καμιά σοβαρή πολιτική δύναμη δεν θα επιθυμούσε να «χαρίσει» στον αντίπαλό της, εάν εκείνος κέρδιζε τις εκλογές, τόσο μεγάλη δύναμη, οι προηγούμενες προσπάθειες συνταγματικής μεταρρύθμισης εγκαταλείφθηκαν στο μέσον.

Από ποιον θα ελέγχεται, λοιπόν, η εκτελεστική εξουσία, σύμφωνα με την πρόταση Ρέντζι; Είπαμε προηγουμένως ότι δεν θα ελέγχεται από μια (δοτή) Γερουσία. Δεν θα ελέγχεται, ούτε από τις Ανεξάρτητες Αρχές, τις οποίες θα διορίζει η ίδια. Δεν θα ελέγχεται από το Συνταγματικό Δικαστήριο, παρά μόνο εκ των υστέρων, μετά από χρόνια, δηλαδή όταν πλέον δεν θα υπάρχει επίδικο.

Ας ανοίξουμε μια, διόλου ασήμαντη, παρένθεση, για να απαντήσουμε εδώ, από ποιον θα εκλέγεται η κυβέρνηση. Διότι, η πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης συνδυάζεται, εμμέσως πλην σαφώς, και με έναν συγκεκριμένο εκλογικό νόμο, ο οποίος δίνει την απόλυτη πλειοψηφία σε ένα κόμμα το οποίο έχει λάβει στις εκλογές, υπολογίζοντας και τα ποσοστά της αποχής, την ψήφο 1 στους 7 ή 8 πολίτες. Δηλαδή, με ένα ποσοστό λίγο πάνω από το 20% εκλέγεις έναν παντοδύναμο και ανεξέλεγκτο πρόεδρο της κυβέρνησης, ο οποίος μόνο κατ’ όνομα θα ονομάζεται πρωθυπουργός. Πρωθυπουργός, βέβαια, ο οποίος εκλέγεται με δεύτερο γύρο, και άρα, ουσιαστικά, απευθείας από τον λαό, όπως προβλέπει ο σημερινός εκλογικός νόμος.

Δεν πρόκειται για ένα λεκτικό παιχνίδι, για ένα στενό ζήτημα ορισμών: Ως γνωστόν, στις τυπικές, φιλελεύθερες προεδρικές δημοκρατίες, ο πρόεδρος εκλέγεται ξεχωριστά από την νομοθετική εξουσία. Στην πιο γνωστή προεδρική δημοκρατία, μάλιστα, στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος συχνά δεν ελέγχει καν τα δυο νομοθετικά σώματα, εκ των οποίων, επιπροσθέτως, το ένα, η Γερουσία, εκλέγεται όχι όλη μαζί αλλά κατά 1/3 κάθε δυο χρόνια, ενδιαμέσως δηλαδή της προεδρικής θητείας. Στην περίπτωση της Ιταλίας του Ρέντζι, βέβαια, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, με το τέχνασμα ότι πρόκειται περί προεδρευόμενης, κι όχι προεδρικής δημοκρατίας.

Θα μπορούσε, κανείς, να σκεφτεί ότι στην γειτονική μας χώρα, εξαιτίας και ιστορικών λόγων, πολλές και σημαντικές αρμοδιότητες έχουν περιέλθει, εδώ και χρόνια, στην τοπική αυτοδιοίκηση. Πράγματι. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η συνταγματική μεταρρύθμιση που προτείνεται τις μεταφέρει στην κεντρική κυβέρνηση. Αρμοδιότητες που σχετίζονται με υποδομές, μεταφορές, προστασία του περιβάλλοντος, εργασιακά, ίδρυση επιχειρήσεων, «προστασία της ανταγωνιστικότητας», οτιδήποτε αφορά ζητήματα «στρατηγικής σημασίας» περιέρχονται στην κεντρική κυβέρνηση. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά σε κάθε περίπτωση εναπομείνασας αρμοδιότητας, η κυβέρνηση έχει δικαίωμα να νομοθετήσει διαφορετικά ενώ, ταυτόχρονα, υπερισχύει η κοινοτική νομοθεσία του ιταλικού συντάγματος.

Μια τέτοιου είδους πολιτειακή αλλαγή, λοιπόν, προβάλλεται ως μεταρρύθμιση, εκσυγχρονισμός και εξοικονόμηση πόρων. Για ποιον εκσυγχρονισμό, βέβαια, μιλάμε, όταν, για παράδειγμα, η προτεινόμενη μορφή Γερουσίας υπήρξε, κάποτε, στην Ιταλία, το 1848, θεσπισμένη κατόπιν παραχώρησης στους υπηκόους του, από τον βασιλιά Κάρλο Αλμπέρτο; Οι ιταλοί συνταγματολόγοι το γνωρίζουν, γι’ αυτό άλλωστε ο Ρέντζι, στους καταλόγους με υπογραφές (πλούσιων και διάσημων….) υποστηρικτών του ΝΑΙ, δεν κατόρθωσε να βρει ούτε έναν σοβαρό νομικό.

Εκατό χρόνια μετά τον Κάρλο Αλμπέρτο, το 1948, γράφτηκε ένα άλλο σύνταγμα για να αντικαταστήσει το δικό του, το οποίο, κατά την ρήση που υπάρχει σε κάθε εγχειρίδιο ιταλικής συνταγματικής ιστορίας προέβλεπε τον ορισμό από τον βασιλιά ακόμα και του αλόγου του, στη θέση του πρωθυπουργού. Το ισχύον ιταλικό σύνταγμα, το τελευταίο θεσμικό κατάλοιπο της αντιφασιστικής νίκης, παρά τις 43 μικρότερες αναθεωρήσεις που έχει υποστεί, θεωρείται πλέον από την κυρίαρχη πολιτική τάξη, της Ιταλίας αλλά και της Ευρώπης, επικίνδυνο. Ίσως και να είναι, αν θυμηθεί κανείς τα λόγια ενός εκ των συντακτών του, του Πιέρο Καλαμαντρέι:

«Όταν σας έλεγα προηγουμένως ότι [το Σύνταγμα μας] είναι ένα άψυχο χαρτί, δεν έλεγα αλήθεια. Όχι, δεν είναι ένα άψυχο χαρτί, είναι μια διαθήκη, μια διαθήκη εκατό χιλιάδων νεκρών. Αν θέλετε να δείτε πού γεννήθηκε το Σύνταγμά μας, πηγαίνετε στα βουνά, εκεί όπου έπεσαν οι αντάρτες, στις φυλακές που κλείστηκαν, στα χωράφια που τους κρέμασαν. Οπουδήποτε σκοτώθηκε ένας ιταλός προασπίζοντας την ελευθερία και την αξιοπρέπεια, πηγαίνετε εκεί, νέοι μου, έχοντας κατά νου ότι εκεί γεννήθηκε το Σύνταγμά μας».

Αυτός ακριβώς είναι ο κόσμος που δεν θέλουν.

Πηγή: Red notebook

Προσοχή μην έρθει ο Μητσοτάκης! (με αφορμή την εργατική δολοφονία στα Everest)

Τη μία μέρα η κυβέρνηση Τσίπρα ψηφίζει νομοσχέδιο που διευκολύνει το «επιχειρείν». Με τη συμφωνία της ΝΔ η οποία ψήφισε «ΝΑΙ» επί της αρχής, η κυβέρνηση του τρίτου μνημονίου κατέθεσε το πολυνομοσχέδιο για τις επιχειρήσεις. Την άλλη μέρα, σε εργασίες που γίνονταν στο υπόγειο του Everest της πλατείας Βικτωρίας, έχασε τη ζωή της η λογίστρια Βασιλική Παραστατίδου. Τα δύο γεγονότα δεν είναι καθόλου άσχετα και αν υπήρχε μια στάλα φιλότιμο, η δολοφονία της εργαζόμενης θα οδηγούσε την ίδια ώρα σε ακύρωση του πολυνομοσχεδίου του «επιχειρείν». Αλλά φιλότιμο δεν υπάρχει.

Το πολυνομοσχέδιο που κατέθεσε ο Υπουργός Οικονομίας κ. Παπαδημητρίου με την κατοχυρωμένη πλέον μνημονιακή διαδικασία του κατεπείγοντος, χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τον επιχειρηματικό κόσμο και τις γραφίδες που τον εκπροσωπούν, ανάμεσά τους την Καθημερινή και το capital. Η μέχρις ευτελισμού απλοποίηση των διαδικασιών ίδρυσης και λειτουργίας μιας επιχείρησης αποτελεί όχι μόνο προαπαιτούμενο του τρίτου μνημονίου, αλλά και διακαή στόχο της ελληναράδικης αεριτζίδικης φιλοσοφίας του επιχειρείν. Σύμφωνα με αυτή τη φιλοσοφία, το βασικό πρόβλημα στην ελληνική οικονομία δεν είναι η εξοντωτική λιτότητα και η μακροχρόνια ύφεση, αλλά η γραφειοκρατία και οι κρατικοί έλεγχοι.

Η κυβέρνηση Τσίπρα την ίδια ώρα που απέδιδε τιμές στον Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα, νομοθετούσε ένα πολυνομοσχέδιο που υλοποιεί τους μύχιους πόθους του Μητσοτάκη (ή αν θέλετε του Μάνου ή ακόμα και του Τζήμερου). Το νομοσχέδιο απλοποιεί την αδειοδότηση της βιομηχανίας τροφίμων, των τουριστικών καταλυμάτων και των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος. Το δολοφονικό ανώνυμο «ταχυφαγείο» (όπως το αποκαλούσαν όχι μόνο τα ιδιωτικά κανάλια αλλά και η δημόσια ΕΡΤ) εμπίπτει στην τρίτη κατηγορία και άπτεται της πρώτης.

Η κυβέρνηση Τσίπρα νομοθέτησε την άμεση αδειοδότηση μιας επιχείρησης απλώς με τη γνωστοποίηση έναρξης της λειτουργίας της και τον εκ των υστέρων έλεγχο. Κι αν νομίζει ο καλοπροαίρετος αναγνώστης ότι ο εκ των υστέρων έλεγχος αρκεί, στο νομοσχέδιο δηλώνεται ρητά ότι αν περάσει η προθεσμία 60 ημερών και δεν μπορέσει λόγω έλλειψης πόρων ή προσωπικού να γίνει ο απαραίτητος έλεγχος, παρέχεται η έγκριση. Στη διαδικασία αυτή εμπλέκονται πλέον –για πρώτη φορά- και ιδιωτικοί φορείς, που αντικαθιστώντας τις υποστελεχωμένες δημόσιες υπηρεσίες θα μπορούν να ελέγχουν και να εγκρίνουν.

Ανάμεσα σε αυτά που διαβάζουμε στο πολυνομοσχέδιο είναι καταργήσεις υγειονομικής καταλληλότητας, καταργήσεις εκ των προτέρων υγειονομικών ελέγχων, καταργήσεις υποχρέωσης υποβολής αρχιτεκτονικών σχεδίων, αποφάσεων περιβαλλοντικών όρων, ακόμη και κατάργηση πιστοποιητικού πυρασφάλειας για καταλύματα κάτω των 51 κλινών.

Την επόμενη φορά που μια δολοφονία από εργοδοτική και κυβερνητική πρόθεση (ή αμέλεια για τους καλόπιστους) συμβεί, οι θεραπαινίδες του πρώτου, δεύτερου και τρίτου μνημονίου, μπορούν να κρώζουν για «άτυχη στιγμή» μιας «εργαζόμενης μητέρας» σε «γνωστό ταχυφαγείο».

Και οι κυβερνητικοί αυλοκόλακες μπορούν να σπρώχνουν το έγκλημα κάτω από το χαλάκι παλαμοκροτώντας τη θλιβερή παρουσία του Τσίπρα στην κηδεία του Φιντέλ Κάστρο και απειλώντας ότι αν δεν θέλουμε τον Τσίπρα, θα έρθει ο Μητσοτάκης. Την όχι και τόσο μικρή λεπτομέρεια ότι ο Τσίπρας νομοθετεί όλα όσα θα ήθελε να νομοθετήσει ο Μητσοτάκης μας τη θύμισε στη Βουλή ο εισηγητής της ΝΔ Σταϊκούρας: «Όχι μόνο εφαρμόσατε την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ κι όσα εμείς δεν είχαμε ψηφίσει, αλλά τώρα φέρνετε διατάξεις από την τρίτη εργαλειοθήκη».

Προσοχή παιδιά, μην έρθει ο Μητσοτάκης…

Διαδήλωση υπέρ του ΟΧΙ λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες στην Ιταλία

Μέτρια ήταν η συμμετοχή σήμερα στην πορεία κατά του ΟΧΙ στο ιταλικό δημοψήφισμα. Συμμετείχαν αρκετές οργανώσεις της αριστεράς και σωματεία που αντιτίθενται στην συνταγματική αναθεώρηση και στην πολιτική της κυβέρνησης Ρέντσι.

Το κάλεσμα ήταν για τις 5 το απόγευμα 200 μέτρα απο την Γερμανική Πρεσβεία με εντονο τον συμβολισμό της επέμβασης της Γερμανίας στην προεκλογική περίοδο της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος.

Η αστυνομία είχε δώσει οδηγίες να μην γίνει πορεία αλλά συγκέντρωση η οποία δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει τα 50 άτομα διαφορετικά υπήρχε ο κίνδυνος να διαλυθεί απο την αστυνομία. Παρ’ όλα αυτά πάνω από 150 άτομα συγκεωντρώθηκαν στην Ρώμη, ενω ταυτόχρονα διεξάγονταν αντίστοιχες συγκεντρώσεις σε άλλες 2 Ιταλικές πόλεις (Νάπολη και Μπολώνια). Τα συνθήματα που κυριαρχούσαν ήταν κατά της πολιτικής του Ρέντσι, κατά της εγχώριας και ευρωπαϊκής ελίτ η οποία υπερασπίζεται το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα. Χαιρετισμό απηύθυναν συνδικαλιστές, μέλη οργανώσεων και νεολαίοι, ενώ έγινε και αναφορά στην Ελλάδα και στην δυσάρεστη εμπειρία του ελληνικού δημοψηφίσματος με την ευχή το ιταλικο δημοψήφισμα να αποτελέσει απαρχή εξελίξεων οι οποίες θα οδηγήσουν στην απαρχή της ανατροπής των ντόπιων και ξένων ελίτ που καταδυναστεύουν τις χώρες του νότου στο σύνολό τους και οδηγούν στην φτώχεια, την ανεργία, την υποαπασχόληση και την μετανάστευση νέων ανθρώπων.