Πέντε ιστορίες για την Κούβα, τον Φιντέλ και τον Τσε

Γεννιέται η Κούβα

Επανάσταση και αποκάλυψη: οι μαύροι είχαν τώρα πρόσβαση στις παραλίες, εκείνες τις παραλίες που τους ήταν απαγορευμένες γιατί ξέβαφε το δέρμα τους και τις λέρωνε, και ξαφνικά βγήκαν στην επιφάνεια όλες οι Κούβες που έκρυβε η Κούβα.

Στα βουνά, στο εσωτερικό του νησιού, παιδιά που δεν είχαν δει ποτέ τους κινηματογράφο αγάπησαν τον Τσάρλι Τσάπλιν, και οι δάσκαλοι έφεραν το αλφάβητο στις πιο απόμερες περιοχές, εκεί όπου τέτοια σπάνια πράγματα δεν έφταναν ποτέ.

Σε μια κρίση τροπικής τρέλας, η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα άρχισε να περιοδεύει σύσσωμη, με Μπετόβεν κι απ’ όλα, σε χωριά χαμένα από το χάρτη, και οι ντόπιοι έφτιαχναν με κέφι ταμπέλες προσκαλώντας τον κόσμο: “Ελάτε να χορέψουμε και να γλεντήσουμε με την Συμφωνική Ορχήστρα!”.

Βρισκόμουνα στα ανατολικά του νησιού, εκεί όπου τα μικρά χρωματιστά σαλιγκάρια πέφτουν βροχή από τα δέντρα, και τα γαλάζια βουνά της Αϊτής διαγράφονται στον ορίζοντα.

Σε ένα χωματόδρομο διασταυρώθηκα με ένα ζευγάρι.

Εκείνη πήγαινε καβάλα στο γαϊδούρι, κάτω από την ομπρέλα, για να προφυλαχτεί από τον ήλιο.

Εκείνος, με τα πόδια.

Ήταν και οι δυο ντυμένοι γιορτινά, μια βασίλισσα και ένας βασιλιάς, άτρωτοι από το χρόνο και τη λάσπη: ούτε μια τσάκιση, ούτε ένας λεκές στα κατάλευκα ρούχα τους, που ποιος ξέρει πόσα χρόνια περίμεναν, πόσους αιώνες, από την ημέρα του γάμου τους, καταχωνιασμένα στο ντουλάπι.

Τους ρώτησα πού πήγαιναν. Μου απάντησε εκείνος:

“Πάμε στην Αβάνα. Στο καμπαρέ Τροπικάνα. Έχουν εισιτήρια για το Σάββατο”.

Και χάιδεψε την τσέπη του για να σιγουρευτεί.

Εγώ μπορώ

Όταν το 1961 ένα εκατομμύριο Κουβανοί έμαθαν να διαβάζουν και να γράφουν, έσβησαν τα κοροϊδευτικά χαμόγελα και οι σπλαχνικές ματιές που είχαν δεχτεί οι εθελοντές, όταν είχαν ανακοινώσει πως αυτό θα γινόταν μέσα σε ένα χρόνο.

Μετά από καιρό η Κάθριν Μέρφι συγκέντρωσε κάποιες αναμνήσεις:
Γκρισέλντα Αγκιλέρα: Οι γονείς μου είχαν πάρει μέρος στο πρόγραμμα του αλφαβητισμού, εδώ στην Αβάνα. Εγώ τους παρακαλούσα να με πάρουν μαζί τους, αλλά δεν ήθελαν. Κάθε πρωί έφευγαν από τα χαράματα και οι δύο, ενώ εγώ έμενα σπίτι μέχρι το βράδυ. Μια μέρα, αφού τους είχα χιλιοπαρακαλέσει, με πήραν μαζί τους. Ο πρώτος μου μαθητής ονομαζόταν Κάρλος Πέρες Ίσλα. Ήταν πενήντα οχτώ χρονών. Εγώ, εφτά.

Σίξτο Χιμένες: Ούτε εμένα με άφηναν, να τους συνοδεύσω. Ήμουνα δώδεκα χρονών, ήξερα να γράφω και να διαβάζω, κάθε μέρα τους παρακαλούσα, αλλά τίποτα. Είναι πολύ επικίνδυνο, έλεγε η μητέρα μου. Κι ακριβώς εκείνες τις μέρες έγινε η απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων, είχαν έρθει οι εγκληματίες να εκδικηθούν, οι αφέντες της Κούβας, διψασμένοι για αίμα. Εμείς τους ξέραμε καλά, παλιά μας είχαν κάψει το σπίτι δυο φορές, πάνω στο βουνό. Τότε η μητέρα μου ετοίμασε το σακίδιό μου. Αντίο, μου είπε.

Σίλα Οσόριο: Η μητέρα μου συμμετείχε στο πρόγραμμα αλφαβητισμού στο βουνό, κάπου κοντά στο Μανσανίγιο. Είχα αναλάβει μια οικογένεια με εφτά παιδιά. Κανένας τους δεν ήξερε γραφή και ανάγνωση. Έμεινε στο σπίτι τους έξι μήνες. Την ημέρα μάζευε καφέ, κουβαλούσε νερό… Τα βράδια έκανε μάθημα. Όταν πια είχαν μάθει όλοι, έφυγε. Είχε πάει μόνη της αλλά δεν επέστρεψε μόνη. Για φαντάσου, αν δεν είχε πάει να τους μάθει γράμματα, εγώ δεν θα είχα γεννηθεί.

Χόρχε Οβιέδο: Εγώ ήμουνα δεκατεσσάρων χρονών όταν ήρθαν στο Πάλμα Σοριάνο οι εθελοντές. Δεν είχα πάει ποτέ μου σχολείο. Πήγα στο πρώτο μάθημα, ζωγράφισα κάτι μπαστούνια και τότε κατάλαβα: ήταν εκείνο που μου άρεσε. Την επόμενη το έσκασα από το σπίτι και πήρα τους δρόμους. Κάτω από τη μασχάλη είχα το αλφαβητάρι. Περπάτησα πολύ, μέχρι που έφτασα σε ένα απόμερο χωριό στην ανατολική μεριά. Παρουσιάστηκα σαν εθελοντής. Έκανα το πρώτο μάθημα, επανέλαβα ό,τι είχα ακούσει στο Πάλμα Σοριάνο. Τα θυμόμουνα όλα. Για το δεύτερο μελέτησα, ή μάλλον μάντεψα τι ακριβώς έλεγε το αλφαβητάρι. Στα επόμενα μαθήματα…
Εγώ μάθαινα γράμματα στους άλλους πριν ακόμα μάθω ο ίδιος να γράφω και να διαβάζω. Μπορεί να έγιναν και τα δυο συγχρόνως, ποιος ξέρει.

Φιντέλ

Οι εχθροί του λένε ότι ήταν ένας μονάρχης δίχως στέμμα, και πως δεν ξεχώριζε τη συμφωνία από την ομοφωνία.

Σε αυτό οι εχθροί του έχουν δίκιο.

Οι εχθροί του λένε ότι, αν ο Ναπολέων διέθετε μια εφημερίδα όπως η Γκράνμα, κανένας Γάλλος δεν θα είχε πληροφορηθεί την πανωλεθρία στο Βατερλό.

Σε αυτό οι εχθροί του έχουν δίκιο.

Οι εχθροί του λένε πως άσκησε την εξουσία μιλώντας πολύ και ακούγοντας λίγο, γιατί είχε συνηθίσει περισσότερο στον ήχο της φωνής του παρά στις άλλες φωνές.

Σε αυτό οι εχθροί του έχουν δίκιο.

Όμως οι εχθροί του δεν λένε πως, όταν έγινε η εισβολή στην Κούβα, δεν έβαλε το στήθος του μπροστά απλά και μόνο για να τον απαθανατίσει η Ιστορία,

πως αντιμετώπισε όλους τους τυφώνες σαν να ήταν κι ο ίδιος ένας τυφώνας,

πως γλίτωσε από εξακόσιες τριάντα δολοφονικές απόπειρες,

πως με την αποφασιστικότητά του, που ήταν μεταδοτική, κατάφερε να κάνει την αποικία πατρίδα,

και πως δεν ήταν χάρη στα μάγια του Μαντίγκα ή στο θαύμα του Θεού,

πως αυτή η νέα πατρίδα κατάφερε να επιβιώσει μετά από δέκα προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών, έτοιμους πάντα να ορμήσουν με μαχαίρι και με πιρούνι να τη φάνε.

Οι εχθροί του επίσης δεν λένε ότι η Κούβα είναι μια παράξενη χώρα, γιατί δεν παίρνει μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Υποτέλειας.

Ούτε λένε πως η επανάσταση, τιμωρημένη απ’ όλες τις μεριές, είναι αυτό που κατάφερε να γίνει, όχι εκείνο που ήθελε να γίνει. Δεν λένε πως κατά ένα μεγάλο βαθμό, το τείχος ανάμεσα σ’ εκείνο που ποθούσε και στην πραγματικότητα ψήλωνε εξαιτίας του εμπάργκο που της είχε επιβάλει η αυτοκρατορία, η οποία δεν άφησε να αναπτυχθεί μια δημοκρατία κουβανέζικης ιδιαιτερότητας, αλλά υποχρέωσε την κοινωνία να στρατευθεί, δίνοντας στη γραφειοκρατία, που για κάθε λύση έχει κι ένα πρόβλημα, τα άλλοθι που χρειάζεται για να δικαιολογείται και να διαιωνίζεται.

Ούτε λένε πως παρά τα προβλήματα, παρά τις επιθέσεις από τα έξω και τις αυθαιρεσίες εκ των έσω, αυτό το βασανισμένο νησί που επιμένει να είναι χαρούμενο κατάφερε να είναι η λιγότερο άδικη λατινοαμερικανική κοινωνία.

Ούτε λένε οι εχθροί του πως κάτι τέτοιο επιτεύχθηκε χάρη στην αυτοθυσία του λαού της Κούβας, αλλά και στην ισχυρογνωμοσύνη και τα αναχρονιστικά ιδεώδη ενός ιππότη που πολεμούσε πάντα στο πλευρό των αδικημένων, όπως εκείνου του άλλου ιππότη, στα μέρη της Καστίλης.

Μια σύντομη ανασκόπηση για το πώς η Αμερική σπέρνει Δημοκρατίες.

Το 1915 οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλα στην Αϊτή. Ο Ρόμπερτ Λάνσινγκ, εξ ονόματος της κυβέρνησης, εξήγησε ότι η μαύρη φυλή δεν μπορούσε να κυβερνηθεί από μόνη της, καθώς έχει “έμφυτη μέσα της την άγρια ζωή και είναι ανίκανη από την φύση της για τον Πολιτισμό”. Οι εισβολείς παρέμειναν δεκαεννιά χρόνια. Τον πατριώτη Σαρλμάν Περάλτ τον σταύρωσαν σε μια πόρτα.

Η κατοχή της Νικαράγουας είχε κρατήσει είκοσι ένα χρόνια, και κατέληξε στη δικτατορία του Σομόσα, ενώ η κατοχή της Δημοκρατίας του Αγίου Δομίνικου κράτησε εννιά και κατέληξε στη δικτατορία του Τρουχίγιο.

Το 1954 οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκαινίασαν με βομβαρδισμούς τη δημοκρατία στη Γουατεμάλα, δίνοντας τέλος στις ελεύθερες εκλογές και σε άλλες παρόμοιες διαστροφές. Το 1964, οι στρατηγοί που απέτρεψαν τις ελεύθερες εκλογές και άλλες παρόμοιες διαστροφές στη Βραζιλία, έλαβαν χρήματα, όπλα, πετρέλαιο και συγχαρητήρια από το Λευκό Οίκο. Κάτι ανάλογο συνέβη και στη Βολιβία, όπου κάποιος είπε συμπερασματικά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η μόνη χώρα όπου δεν γίνονται πραξικοπήματα, γιατί εκεί δεν υπάρχει πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώθηκε όταν ο στρατηγός Πινοτσέτ υπάκουσε στο προειδοποιητικό σήμα κινδύνου του Χένρι Κίσινγκερ, κι απέτρεψε να γίνει η Χιλή, “λόγω ανευθυνότητας του λαού της”, κομμουνιστική.

Λίγο νωρίτερα, ή αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες βομβάρδισαν τρεις χιλιάδες φτωχούς στον Παναμά για να πιάσουν έναν αποστάτη γραφειοκράτη, αποβίβασαν στρατό στον Άγιο Δομίνικο για να αποτραπεί η επιστροφή ενός εκλεγμένου από το λαό προέδρου, και αναγκάστηκαν να επιτεθούν στη Νικαράγουα ώστε να εμποδίσουν τη Νικαράγουα να εισβάλει στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω του Τέξας.

Την ίδια εποχή η Κούβα είχε δεχτεί μια φιλική επίσκεψη, εκ μέρους της Ουάσιγκτον, από αεροπλάνα, πολεμικά πλοία, μισθοφόρους κι εκατομμυριούχους, σε εκπαιδευτική αποστολή. Δεν μπόρεσαν να περάσουν πέρα από τον Κόλπο των Χοίρων.

Μια φωτογραφία: Μάτια που αγκαλιάζουν όλο τον κόσμο

Αβάνα, Πλατεία της Επανάστασης, Μάρτιος του 1960.

Ένα πλοίο ανατινάχτηκε στο λιμάνι. Εβδομήντα έξι εργάτες νεκροί. Το πλοίο μετέφερε όπλα και πολεμοφόδια για την άμυνα της Κούβας, και η κυβέρνηση του Αϊζενχάουερ έχει απαγορεύσει στην Κούβα να υπερασπιστεί τον εαυτό της.

Το πλήθος έχει ξεχυθεί στους δρόμους της πόλης.

Ο Τσε Γκεβάρα κοιτάζει από την εξέδρα εκείνη την αγανάκτηση.

Έχει στα μάτια όλο εκείνο το πλήθος.

Ο Κόρντα τράβηξε τη φωτογραφία όταν οι “γενειοφόροι” ήταν περίπου ένα χρόνο στην εξουσία.

Η εφημερίδα του δεν τη δημοσιεύει. Ο διευθυντής δεν της βρίσκει τίποτα το ιδιαίτερο.

Τα χρόνια περνούν. Η φωτογραφία εκείνη θα γίνει το σύμβολο της εποχής μας.


 

Οι παραπάνω ιστορίες περιέχονται στο βιβλίο “Καθρέφτες” του Εντουάρντο Γκαλεάνο.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *