Θα μπορούσε ο Ψυχρός Πόλεμος να επανέλθει δριμύτερος;

Πρόκειται για τον πιο μνημειώδη στρατιωτικό σχεδιασμό στον πλανήτη αυτή την εποχή. Και αναρωτιέμαι, βέβαια, αν προσέχει κανείς τι συμβαίνει, δεδομένης της αέναης «αλλαγής φρουράς» στον Λευκό Οίκο, καθώς και του τουιταρίσματος ειδήσεων και δηλώσεων, των αποκαλύψεων για τα σεξουαλικά σκάνδαλα και των κάθε λογής ερευνών του FBI. Κι όμως, όλο και περισσότερο φαίνεται ότι, χάρη στον υφιστάμενο στρατηγικό σχεδιασμό του Πενταγώνου, έχει ξεκινήσει μία νέα εκδοχή Ψυχρού Πολέμου του 21ου αιώνα (με επικίνδυνες, νέες εμπλοκές) χωρίς να το πάρει κανείς χαμπάρι.

Όταν, το 2006, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας εξέθεσε αναλυτικά ποιος θα είναι ο μελλοντικός του ρόλος στη διατήρηση της ασφάλειας, έβλεπε αποκλειστικά μία πρωτεύουσα αποστολή: τον «Μεγάλο Πόλεμο» ενάντια στην παγκόσμια τρομοκρατία. Εκείνη τη χρονιά η έκθεση που δημοσιεύει το Πεντάγωνο κάθε 4 έτη για το σχεδιασμό της αμυντικής πολιτικής υποστήριζε ότι «Από κοινού με τους συμμάχους και τους εταίρους τους, οι ΗΠΑ θα πρέπει να είναι προετοιμασμένες να διεξάγουν αυτόν τον πόλεμο σε πολλές τοποθεσίες ταυτόχρονα και για αρκετά χρόνια». Δώδεκα χρόνια αργότερα, το Πεντάγωνο έχει ανακοινώσει επισήμως ότι εκείνος ο Μεγάλος Πόλεμος βαίνει προς το τέλος του – παρά το γεγονός ότι τουλάχιστον 7 πολεμικές συρράξεις για την καταστολή εξεγέρσεων μαίνονται στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής – και ότι έχει αρχίσει ένας νέος Μεγάλος Πόλεμος, μία διαρκής εκστρατεία για να περιοριστεί η Κίνα και η Ρωσία στην Ευρασία.

«Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων, όχι η τρομοκρατία, έχει αναδειχθεί πλέον σε βασική πρόκληση για τη διατήρηση της ασφάλειας και της ευμάρειας των ΗΠΑ», ισχυρίστηκε ο Οικονομικός Διευθυντής του Πενταγώνου DavidNorquist, όταν τον Ιανουάριο δημοσιοποίησε το αίτημα του Πενταγώνου για αύξηση του προϋπολογισμού του στα $686 δις. «Γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι η Κίνα και η Ρωσία θέλουν να διαμορφώσουν έναν νέο κόσμο σύμφωνα με τις απολυταρχικές τους αξίες και να αντικαταστήσουν σταδιακά την ελεύθερη και ανοιχτή τάξη πραγμάτων που έχει διαμορφώσει τις συνθήκες παγκόσμιας ασφάλειας και ευμάρειας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα», δήλωσε.

Βέβαια, το κατά πόσον ο Πρόεδρος Τραμπ είναι αφοσιωμένος στην διατήρηση αυτής της «ελεύθερης και ανοιχτής τάξης πραγμάτων» είναι αμφισβητήσιμο, δεδομένης της απόφασής του να «τορπιλίσει» διεθνείς συμφωνίες και να πυροδοτήσει έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο. Παρομοίως, το εάν η Κίνα και η Ρωσία επιθυμούν πραγματικά να υπονομεύσουν την υφιστάμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων ή απλώς να την κάνουν λιγότερο αμερικανοκεντρική είναι ένα ερώτημα που χρειάζεται προσεκτική διερεύνηση, όμως δεν θα μας απασχολήσει τώρα. Ο λόγος είναι αρκετά απλός. Το κραυγαλέο πρωτοσέλιδο που θα έπρεπε να έχετε δει σε κάθε εφημερίδα (όμως δεν το έχετε δει πουθενά) είναι το παρακάτω: «Ο στρατός των ΗΠΑ αποφάσισε για το μέλλον μας. Αφιέρωσε τον εαυτό του και το έθνος σε ένα γεωπολιτικό αγώνα σε τρία μέτωπα, προκειμένου να αντισταθεί στην ενίσχυση των κινεζικών και ρωσικών θέσεων στην Ασία, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή».

Όσο σημαντική κι αν είναι αυτή η αλλαγή στρατηγικής, δεν πρόκειται να ακούσετε για αυτήν από τον Πρόεδρο, έναν άνθρωπο ανίκανο πνευματικά για μακρόπνοη στρατηγική σκέψη, που βλέπει τον Πρόεδρο της Ρωσίας VladimirPutin και τον κινέζο XiJinping περισσότερο σαν «άσπονδους φίλους» παρά σαν ορκισμένους αντιπάλους. Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς τις κοσμοϊστορικές αλλαγές στον στρατιωτικό σχεδιασμό των ΗΠΑ, είναι απαραίτητο να εντρυφήσει στις «γραφές» του Πενταγώνου: στα αρχεία του προϋπολογισμού και στις ετήσιες «απολογιστικές τοποθετήσεις» των περιφερειακών διοικητών, που επιβλέπουν ήδη την εφαρμογή της νεόκοπης πολιτικής των τριών μετώπων.

Η Νέα Γεωπολιτική Σκακιέρα

Η ανανεωμένη αυτή έμφαση στην Κίνα και τη Ρωσία, που χαρακτηρίζει τον στρατιωτικό σχεδιασμό των ΗΠΑ, αντικατοπτρίζει την διαδικασία κατά την οποία οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί αξιωματούχοι επαναξιολογούν την παγκόσμια στρατηγική εξίσωση· μια διαδικασία που ξεκίνησε πολύ πριν ο DonaldTrump να βρεθεί στον Λευκό Οίκο. Παρά το γεγονός ότι οι ανώτεροι διοικητές υιοθέτησαν πλήρως το αφήγημα του «μεγάλου πολέμου κατά της τρομοκρατίας», ο ενθουσιασμός τους για ατέλειωτες επιχειρήσεις κατά των τρομοκρατών, που δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, σε απομακρυσμένα και μερικές φορές επουσιώδη από στρατηγικής απόψεως σημεία του πλανήτη, άρχισε να φθίνει τα τελευταία χρόνια, καθώς είδαν την Κίνα και τη Ρωσία να εκσυγχρονίζουν τις ένοπλες δυνάμεις τους και να τις χρησιμοποιούν για να εκφοβίσουν τους γείτονές τους.

Αν και ο «μεγάλος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» τροφοδότησε μία τεράστια, συνεχιζόμενη διεύρυνση των Δυνάμεων Ειδικών Επιχειρήσεων (SOF – SpecialOperationForces) του Πενταγώνου (που αποτελούν πλέον έναν «μυστικό» στρατό 70.000 ατόμων κρυμμένων στην μεγαλύτερη στρατιωτική βάση), δεν παρείχε ιδιαίτερο λόγο ύπαρξης ή αντικείμενο εργασίας στις μονάδες που αποτελούν το «βαρύ πυροβολικό» του στρατού: στις ταξιαρχίες των τανκς, στα αεροπλανοφόρα του Ναυτικού, στις μοίρες των βομβαρδιστικών της Αεροπορίας, και πάει λέγοντας. Η Αεροπορία έπαιξε, όντως, σημαντικό υποστηρικτικό ρόλο στις πρόσφατες επιχειρήσεις σε Ιράκ και Συρία, αλλά ο τακτικός στρατός παραγκωνίστηκε σε μεγάλο βαθμό και σε αυτές και σε άλλες περιπτώσεις από τις δυνάμεις ελαφριάς εξάρτησης SOF και τα drones. Ο σχεδιασμός για έναν «πραγματικό πόλεμο» ενάντια σε έναν «ισάξιο αντίπαλο» (κάποιον με δυνάμεις και εξοπλισμό αντίστοιχο προς τα δικά μας) ήταν πολύ χαμηλότερα στις προτεραιότητες σε σχέση με τις ατέρμονες επιχειρήσεις της χώρας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Αυτό ανησύχησε και σε ορισμένες περιπτώσεις εξόργισε όλους εκείνους στον τακτικό στρατό, των οποίων η «ώρα» φαίνεται πως έφτασε πλέον.

«Σήμερα, βγαίνουμε από μία περίοδο στρατηγικής ατροφίας, έχοντας συνείδηση ότι το στρατιωτικό ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία», δηλώνει ξεκάθαρα η νέα έκθεση του Πενταγώνου για την «Εθνική Αμυντική Στρατηγική». «Αντιμετωπίζουμε αυξημένη αναταραχή σε παγκόσμιο επίπεδο, που χαρακτηρίζεται από την κρίση της υφιστάμενης εδώ και χρόνια, στηριζόμενης στους κανόνες, διεθνούς τάξης πραγμάτων» – μία επιδείνωση που για πρώτη φορά αποδίδεται επισήμως όχι στην Αλ-Κάιντα ή το Ισλαμικό Κράτος, αλλά στην επιθετική συμπεριφορά της Κίνας και της Ρωσίας. Το Ιράν και η Βόρεια Κορέα αναγνωρίζονται επίσης ως μεγάλες απειλές, ξεκάθαρα δευτερεύουσες όμως συγκριτικά με την απειλή που προβάλλει από τις δύο μεγάλες ανταγωνιστικές δυνάμεις.

Δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι η μετατόπιση αυτή στην στρατηγική απαιτεί όχι μόνο ακόμη μεγαλύτερες δαπάνες για ακριβούς, υπερσύγχρονους εξοπλισμούς αλλά και ανασχεδιασμό του παγκόσμιου, στρατηγικού χάρτη, προκειμένου να ευνοηθεί η δράση του τακτικού στρατού. Την περίοδο του μεγάλου πολέμου κατά της τρομοκρατίας, η γεωγραφία και τα σύνορα φαίνονταν να έχουν μικρή σημασία, δεδομένου ότι οι θύλακες των τρομοκρατών έμοιαζαν ικανοί να επιχειρούν οπουδήποτε εμφανιζόταν αναταραχή. Ο στρατός των ΗΠΑ, πεπεισμένος ότι θα πρέπει να είναι εξίσου ευέλικτος, προετοιμάστηκε έτσι ώστε να μπορεί να αναπτύσσει δυνάμεις ( συνήθως τύπου SOF) σε απομακρυσμένα πεδία μάχης σε όλο τον πλανήτη, ανεξαρτήτως συνόρων.

Στο νέο, όμως, γεωπολιτικό χάρτη η Αμερική έρχεται αντιμέτωπη με καλά εξοπλισμένους αντιπάλους που πρόκειται να προστατεύσουν τα σύνορά τους σε κάθε περίπτωση, συνεπώς οι δυνάμεις των ΗΠΑ παρατάσσονται πλέον σύμφωνα με μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή ενός παλαιότερου σχεδίου: κατά μήκος ένος τριπλού μετώπου σύγκρουσης. Στην Ασία, οι ΗΠΑ και οι βασικοί τους σύμμαχοι (Νότια Κορέα, Ιαπωνία, Φιλιππίνες και Αυστραλία) πρόκειται να αντιμετωπίσουν την Κίνα κατά μήκος μιας νοητής γραμμής που εκτείνεται από την Χερσόνησο της Κορέας μέχρι την ανατολική και νότια θάλασσα της Κίνας και τον Ινδικό Ωκεανό. Στην Ευρώπη, οι ΗΠΑ και οι νατοϊκοί σύμμαχοί τους θα αντιμετωπίσουν τη Ρωσία σε ένα μέτωπο που εκτείνεται από τη Σκανδιναβία και τις χώρες της Βαλτικής, προς το νότο, μέχρι τη Ρουμανία, και προς τα ανατολικά, κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας και μέχρι τον Καύκασο. Ανάμεσα στα δύο αυτά πεδία διαμάχης βρίσκεται η διαρκώς ταραγμένη Μέση Ανατολή, με τις ΗΠΑ και τους δύο καίριας σημασίας συμμάχους τους στην περιοχή, το Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία, να έρχονται αντιμέτωποι με ένα ρωσικό προπύργιο στη Συρία και ένα όλο και πιο αποφασιστικό Ιράν, που προσεγγίζει την Κίνα και τη Ρωσία. Σύμφωνα με την οπτική του Πενταγώνου, έτσι οριοθετείται ο παγκόσμιος στρατηγικός χάρτης για το προσεχές μέλλον. Να αναμένετε ότι η πλειοψηφία των επερχόμενων μεγάλων επενδύσεων και πρωτοβουλιών σε στρατιωτικό επίπεδο θα επικεντρωθεί στην ενίσχυση της ισχύος του ναυτικού, της αεροπορίας και του πεζικού των ΗΠΑ κατά μήκος αυτών των μετώπων, ενώ ταυτόχρονα θα στοχεύσει στα αδύναμα σημεία του Κινεζο-ρωσικού άξονα στις περιοχές αυτές.

Ο καλύτερος τρόπος να κατανοήσει κανείς την δυναμική της τροποποιημένης αυτής στρατηγικής είναι να μελετήσει τις επίσημες «ετήσιες τοποθετήσεις» των επικεφαλής των «ενοποιημένων μαχητικών διοικητηρίων», ή του “Αρχηγείου των Ηνωμένων Σωμάτων Πεζικού/ Ναυτικού/ Αεροπορίας/ Πεζοναυτών”, που είναι αρμόδιοι για τις περιοχές γύρω από την Κίνα και τη Ρωσία: του Αρχηγείου του Ειρηνικού (PacificCommand – PACOM), που είναι υπεύθυνο για όλες τις αμερικανικές δυνάμεις στην Ασία· του Ευρωπαϊκού Αρχηγείου (EuropeanCommand – EUCOM) , που είναι αρμόδιο για τις δυνάμεις των ΗΠΑ από την Σκανδιναβία ως τον Καύκασο· και του Κεντρικού Αρχηγείου ( CentralCommand – CENTCOM), που επιτηρεί τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, περιοχές όπου πολλοί εκ των πολέμων της χώρας «ενάντια στην τρομοκρατία» βρίσκονται ακόμη εν εξελίξει.

Οι Διοικητές αυτών των στρατιωτικών «κοινοπραξιών» είναι οι πιο ισχυροί αξιωματούχοι των ΗΠΑ εντός των «ορίων της τοπικής αρμοδιότητάς τους», ασκώντας πολύ μεγαλύτερη επιρροή σε σχέση με οποιονδήποτε Αμερικανό πρέσβη που ασκεί τα καθήκοντά του στην περιοχή (συχνά ασκούν ισχυρότερη επιρροή και από αρχηγούς κρατών). Ως εκ τούτου οι επίσημες τοποθετήσεις τους και οι «λίστες αγορών» για εξοπλισμούς που πάντοτε τις συνοδεύουν καθίστανται ιδιαίτερα σημαντικές για όσους επιθυμούν να κατανοήσουν το όραμα του Πενταγώνου σχετικά με το στρατιωτικό μέλλον των ΗΠΑ διεθνώς.

Το μέτωπο Ινδικού – Ειρηνικού

Διοικητής του Ειρηνικού (PACOM) είναι ο Ναύαρχος HarryHarrisJr., έμπειρος κυβερνήτης πολεμικών πλοίων. Στην ετήσια επίσημη τοποθέτησή του, ενώπιον της Επιτροπής της Συγκλήτου για τις Ένοπλες Δυνάμεις στις 15 Μαρτίου, ο Harris σκιαγράφησε μια ζοφερή εικόνα της στρατηγικής θέσης των ΗΠΑ στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού Ωκεανού. Στους κινδύνους που εγκυμονεί μια οπλισμένη με πυρηνικά Βόρεια Κορέα έρχεται να προστεθεί η ανάδυση της Κίνας, που αποτελεί πλέον εξαιρετική απειλή για τα ζωτικά συμφέροντα της Αμερικής, όπως υποστήριξε. Όπως υπογράμμισε, «η ταχύτατη εξέλιξη του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (People’sLiberationArmy – PLA, ο τακτικός στρατός της Κίνας) σε μία σύγχρονη, τεχνολογικά προηγμένη μαχητική δύναμη είναι τόσο εντυπωσιακή όσο και ανησυχητική». «Οι δυνατότητες του PLA εξελίσσονται ταχύτερα συγκριτικά με οποιουδήποτε άλλου κράτους στον κόσμο, χάρη στην γενναία χρηματοδότηση και τη θέσπιση σαφών προτεραιοτήτων».

Ακόμη πιο απειλητική είναι, κατά την άποψή του, η πρόοδος που έχει σημειώσει η Κίνα στην ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων μεσαίας ακτίνας δράσης (Intermediate-rangeballisticmissiles – IRBMs) και πολεμικών πλοίων προηγμένης τεχνολογίας. Όπως εξήγησε, οι πύραυλοι αυτού του τύπου είναι ικανοί να πλήξουν αμερικανικές βάσεις στην Ιαπωνία ή τη Νήσο Guam, ενώ το αναπτυσσόμενο κινεζικό Ναυτικό θα μπορούσε να αμφισβητήσει την αμερικανική κυριαρχία στις θάλασσες πέρα από τις ακτές της Κίνας και ίσως μια μέρα ακόμη και την διοίκηση της δυτικής πλευράς του Ειρηνικού Ωκεανού. «Εάν το πρόγραμμα της κατασκευής πολεμικών πλοίων συνεχιστεί, η Κίνα θα ξεπεράσει την Ρωσία και θα ανέλθει σε δεύτερη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη παγκοσμίως έως το 2020, έχοντας περισσότερα υποβρύχια και πλοία τύπου φρεγάτας ή μεγαλύτερα», δήλωσε.

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτά τα επιτεύγματα και να περιοριστεί η κινεζική επιρροή απαιτείται, φυσικά, να επενδυθούν περισσότερα από τα χρήματα των φορολογουμένων σε προηγμένα οπλικά συστήματα, ιδιαίτερα σε πυραύλους υψηλής ακριβείας. Ο Ναύαρχος Harris ζήτησε γενναία αύξηση των δαπανών για εξοπλισμούς αυτού του τύπου, ώστε να εξουδετερωθούν οι υφιστάμενες και οι μελλοντικές δυνατότητες της Κίνας και να διασφαλιστεί η στρατιωτική κυριαρχία των ΗΠΑ στον εναέριο και θαλάσσιο χώρο γύρω από την Κίνα. Δήλωσε ξεκάθαρα πως «για να αποθαρρύνουμε πιθανούς αντιπάλους στην περιοχή του Ινδικού και του Ειρηνικού, θα πρέπει να οικοδομήσουμε μια πιο φονική πολεμική μηχανή επενδύοντας στους κρίσιμους τομείς και αξιοποιώντας την καινοτομία».

Η λίστα με τις εξοπλιστικές του επιθυμίες ήταν εντυπωσιακή. Πάνω από όλα, μίλησε με μεγάλο ενθουσιασμό για τις νέες γενιές αεροσκαφών και πυραύλων – που στη γλώσσα του Πενταγώνου ονομάζονται «συστήματα αποκλεισμού περιοχής»-, οι οποίες είναι ικανές να πλήξουν τις πυροβολαρχίες των κινεζικών IRBMs και άλλα οπλικά συστήματα που έχουν ως στόχο τη διατήρηση των αμερικανικών δυνάμεων μακριά από την κινεζική επικράτεια. Υπονόησε, ακόμη, ότι δεν θα τον πείραζε καθόλου αν είχε νέους πυραύλους οπλισμένους με πυρηνικές κεφαλές για τον ίδιο σκοπό – οι πύραυλοι αυτοί θα μπορούσαν, όπως υποστήριξε, να εκτοξεύονται από πλοία και αεροσκάφη και κατά τον τρόπο αυτό να παρακαμφθεί η Συνθήκη για τα Πυρηνικά Όπλα Μεσαίας Ακτίνας, η οποία έχει κυρωθεί από τις ΗΠΑ και απαγορεύει την χρήση πυρηνικών πυραύλων μεσαίας ακτίνας που βρίσκονται στο έδαφος. (Για να σας δώσω μίαν εικόνα της «απόκρυφης» γλώσσας των ειδικών του Πενταγώνου σε ζητήματα πυρηνικών, έτσι ακριβώς το έθεσε: «Πρέπει να συνεχίσουμε να αναπτύσσουμε τις δυνατότητες πυραυλικών συστημάτων, οι προδιαγραφές των οποίων συμμορφώνονται με την Συνθήκη για τα Πυρηνικά Όπλα Μέσης Ακτίνας, έτσι ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τα συστήματα αποκλεισμού περιοχής και να επιβάλλουμε αμυντικές τακτικές»).

Τέλος, για την περεταίρω ενίσχυση της αμυντικής γραμμής των ΗΠΑ στην περιοχή, ο Harris ζήτησε την ενδυνάμωση των στρατιωτικών δεσμών με διάφορους συμμάχους και εταίρους, της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας, των Φιλιππίνων και της Αυστραλίας συμπεριλαμβανομένων. Ο στόχος του Αρχηγείου του Ειρηνικού (PACOM) είναι, όπως δήλωσε, «να διατηρήσει ένα δίκτυο ομοϊδεατών συμμάχων και συνεργατών και να καλλιεργήσει δίκτυα ασφάλειας διεπόμενα από τις αξίες εκείνες που ενισχύουν την ελεύθερη και ανοικτή διεθνή τάξη πραγμάτων». Ιδανικά, προσέθεσε, το δίκτυο αυτό θα συμπεριλάβει στο μέλλον και την Ινδία, οδηγώντας έτσι στην μεγαλύτερη περικύκλωση της Κίνας.

Το Ευρωπαϊκό Πεδίο Επιχειρήσεων

Ένα ανάλογα εμπόλεμο μέλλον, στο οποίο πρωταγωνιστούν βέβαια άλλοι παίκτες σε ένα διαφορετικό τοπίο, περιέγραψε και ο Στρατηγός CurtisScaparroti, διοικητής του Ευρωπαϊκού Αρχηγείου (EUCOM), στην κατάθεσή του ενώπιον της Επιτροπής της Συγκλήτου για τις Ένοπλες Δυνάμεις, στις 8 Μαρτίου. Για αυτόν, η Ρωσία είναι η άλλη όψη της Κίνας. Όπως το περιέγραψε ανατριχιαστικά ο ίδιος, «η Ρωσία επιθυμεί να αλλάξει την διεθνή τάξη πραγμάτων, να διασπάσει το ΝΑΤΟ, να υπονομεύσει την ηγεμονία των ΗΠΑ, προκειμένου να προστατεύσει το δικό της καθεστώς, να ανακτήσει την κυριαρχία πάνω στους γείτονές της και να αυξήσει την επιρροή της παγκοσμίως […] η Ρωσία έχει επιδείξει την αποφασιστικότητα και την ικανότητά της να παρεμβαίνει σε χώρες της περιφέρειάς της και να κάνει επίδειξη ισχύος – ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή».

Η παραπάνω οπτική, χωρίς να χρειάζεται να πούμε πολλά, διαφέρει από όσα ακούμε από τον Πρόεδρο Trump, που έχει φανεί διστακτικός στο να ασκήσει αρνητική κριτική στον VladimirPutin ή να παρουσιάσει την Ρωσία ως τον απόλυτο εχθρό. Για τους αμερικανούς αξιωματούχους του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών, όμως, η Ρωσία αποτελεί την πιο αξιοσημείωτη απειλή για τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Αυτό δηλώνεται ξεκάθαρα και με φρασεολογία που θυμίζει την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. «Η πρώτιστη στρατηγική επιδίωξή μας», τόνισε ο Scaparrotti, «είναι να αποτρέψουμε την Ρωσία από περαιτέρω επιθετικές ενέργειες και από την άσκηση αρνητικής επιρροής στους συμμάχους και τους εταίρους μας. […] Μέχρι στιγμής, βρισκόμαστε σε φάση επικαιροποίησης των επιχειρησιακών μας σχεδίων, προκειμένου να έχουμε διαθέσιμες στρατιωτικές επιλογές προς υπεράσπιση των Ευρωπαίων συμμάχων μας έναντι της ρωσικής επιθετικότητας».

Η τελευταία λέξη του Ευρωπαϊκού Αρχηγείου στην αντι-ρωσική εκστρατεία του είναι η «Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία για την Αποθάρρυνση» (EuropeanDeterrenceInitiative – EDI), ένα πρότζεκτ που πρωτοξεκίνησε ο Πρόεδρος Obama το 2014, αμέσως μετά από την ρωσική κατάληψη της Κριμέας. Το σχέδιο EDI, που έγινε αρχικά γνωστό ως «Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία για την Διαβεβαίωση» (EuropeanReassuranceInitiative), στοχεύει στην ενίσχυση των αμερικανικών και νατοϊκών δυνάμεων που έχουν αναπτυχθεί σε κράτη της «πρώτης γραμμής»- Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία και Πολωνία – και αντιμετωπίζουν την Ρωσία στο Ανατολικό Μέτωπο του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με τη λίστα των εξοπλιστικών επιθυμιών του Πενταγώνου, που κατατέθηκε το Φεβρουάριο, περίπου $6.5 δις πρόκειται να διατεθούν για την υλοποίηση του σχεδίου EDI το 2019. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πόρων θα διατεθεί για την δημιουργία μεγάλου αποθέματος πυρομαχικών στα κράτη της «πρώτης γραμμής», για την ενίσχυση των υποδομών των βάσεων της αεροπορίας, για την διεξαγωγή περισσότερων κοινών στρατιωτικών ασκήσεων των συμμαχικών δυνάμεων και για την μεταφορά περισσότερων στρατευμάτων από τις ΗΠΑ στην περιοχή. Επιπλέον, περίπου 200 εκ. δολλάρια θα διατεθούν σε μια αποστολή του Πενταγώνου στην Ουκρανία με αντικείμενο την «παροχή στρατιωτικών συμβουλών, την εκπαίδευση, και τον εξοπλισμό».

Ο Στρατηγός Scaparrotti έχει επίσης, όπως ο ομόλογός του στην περιοχή του Ειρηνικού, μια δαπανηρή λίστα εξοπλιστικών επιθυμιών, που περιλαμβάνει προηγμένα αεροπλάνα, πυραύλους και άλλα όπλα υψηλής τεχνολογίας, τα οποία, όπως υποστηρίζει, θα αντιπαρατεθούν στον εκσυγχρονισμό των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων. Επιπροσθέτως, αναγνωρίζοντας την επιδεξιότητα της Ρωσίας στον κυβερνοπόλεμο, ζητάει σημαντικές επενδύσεις στις σχετικές τεχνολογίες, ενώ υπονόησε, όπως και ο Ναύαρχος Harris, την ανάγκη για αυξημένες δαπάνες για πυρηνικά όπλα, κατάλληλα για πιθανή χρήση σε μια μελλοντική σύρραξη στον ευρωπαϊκό χώρο.

Μεταξύ Ανατολής και Δύσης: το Κεντρικό Αρχηγείο

Το Κεντρικό Αρχηγείο των ΗΠΑ (CENTCOM) επιτηρεί ένα τρομακτικό φάσμα πολεμικών συρράξεων στην τεράστια, όλο και πιο ασταθή περιοχή, που εκτείνεται από τα δυτικά όρια του Αρχηγείου του Ειρηνικού ως τα ανατολικά σύνορα του Ευρωπαϊκού Αρχηγείου. Στα περισσότερα χρόνια της πρόσφατης ιστορίας του, το CENTCOM είχε επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και συγκεκριμένα στους πολέμους σε Ιράκ, Συρία και Αφγανιστάν. Σήμερα, όμως, παρά το γεγονός ότι ο προηγούμενος «μεγάλος πόλεμος» είναι ακόμη εν εξελίξει, το Αρχηγείο έχει αρχίσει ήδη να προετοιμάζεται για την εκδοχή μιας νέας, ψυχροπολεμικής, διαρκούς μάχης, για ένα σχέδιο περιορισμού – για να ανασύρω έναν παλαιότερο όρο- τόσο της Κίνας όσο και της Ρωσίας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Στην πρόσφατη κατάθεσή του ενώπιον της Επιτροπής της Συγκλήτου για τις Ένοπλες Δυνάμεις, ο διοικητής του CENTCOM, Στρατηγός JosephVotel, επικεντρώθηκε στην τρέχουσα κατάσταση των επιχειρήσεων των ΗΠΑ κατά του ISIS στην Συρία και κατά των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν· διαβεβαίωσε, όμως, ότι η τιθάσευση της Κίνας και της Ρωσίας αποτελεί πλέον ζήτημα καίριας σημασίας για την μελλοντική στρατηγική αποστολή του Αρχηγείου: «Η προσφάτως δημοσιευθείσα «Έκθεση για την Εθνική Αμυντική Στρατηγική» υποδεικνύει την αναζωπύρωση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων ως την βασική απειλή για την εθνική ασφάλεια και οι επιπτώσεις αυτού του ανταγωνισμού είναι ήδη ορατές στην περιοχή».

Ο Votel υποστήριξε πως η Ρωσία, μέσα από την στήριξη στο συριακό καθεστώς του Basharal-Assad και τις προσπάθειες να διευρύνει την επιρροή της σε βασικούς «παίκτες», παίζει έναν όλο και πιο εμφανή ρόλο στην περιοχή που βρίσκεται υπό την αρμοδιότητα του CENTCOM. Η Κίνα επιδιώκει, επίσης, να αυξήσει την γεωπολιτική επιρροή της τόσο οικονομικά όσο και με μία μικρή, αλλά αναπτυσσόμενη στρατιωτική παρουσία. Όπως διαβεβαίωσε ο Votel, ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το υπό κινεζική διοίκηση λιμάνιGwadar στο Πακιστάν, στον Ινδικό Ωκεανό και η νέα κινεζική στρατιωτική βάση στο Djibouti, στην Ερυθρά θάλασσα, απέναντι από την Υεμένη και την Σαουδική Αραβία. Τέτοιου είδους εγκαταστάσεις, σύμφωνα με τον Votel, ενισχύουν την «στρατιωτική θέση και την επίδειξη ισχύος της Κίνας» στην περιοχή αρμοδιότητας του Αρχηγείου και αποτελούν προάγγελο ενός δύσκολου μέλλοντος για τον στρατό των ΗΠΑ.

Υπό αυτές τις συνθήκες, σύμφωνα με την κατάθεση του Votel, αποτελεί πρώτιστο καθήκον του Κεντρικού Αρχηγείου να αντισταθεί στην κινεζική και ρωσική αποφασιστικότητα από κοινού με τις PACOM και EUCOM. «Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε τις απειλές αυτές, όχι μόνο στις περιοχές όπου εδρεύουν, αλλά και σε αυτές που επηρεάζουν». Χωρίς να προχωρήσει σε περαιτέρω λεπτομέρειες, δήλωσε ότι «έχουμε αναπτύξει […] πολύ καλά σχέδια και διαδικασίες για το τρόπο που θα πετύχουμε κάτι τέτοιο».

Το ακριβές περιεχόμενο των παραπάνω είναι τουλάχιστον ασαφές, όμως σε κάθε περίπτωση γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι -παρά τις προεκλογικές υποσχέσεις του DonaldTrumpγια αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Συρία μόλις ηττηθεί ο ISISκαι οι Ταλιμπάν- ο στρατός των ΗΠΑ προετοιμάζει την επ’ αόριστον εγκατάσταση των δυνάμεών του στις χώρες αυτές (πιθανώς και σε άλλες), που βρίσκονται στην περιοχή αρμοδιότητας του CENTCOM, προκειμένου φυσικά να καταπολεμήσουν την τρομοκρατία, αλλά και για να διασφαλίσουν επίσης την ύπαρξη μόνιμης στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ σε περιοχές όπου αναμένεται ένταση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.

Πρόσκληση για την Καταστροφή

Με σχετική συντομία, οι αξιωματούχοι του αμερικανικού στρατού υποστήριξαν τον ισχυρισμό τους ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται πλέον στη φάση ενός νέου μεγάλου πολέμου σκιαγραφώντας σε γενικές γραμμές τα όρια μίας ζώνης περιορισμού, που εκτείνονται από την Χερσόνησο της Κορέας στην Ασία, μέσα από την Μέση Ανατολή, σε τμήματα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στην Ανατολική Ευρώπη και μέχρι τις Σκανδιναβικές Χώρες. Σύμφωνα με το σχέδιό τους, τα αμερικανικά στρατεύματα – ενισχυμένα από αυτά των έμπιστων συμμάχων – θα πρέπει να περιφρουρούν κάθε τμήμα αυτού του μετώπου· πρόκεται για ένα μεγαλεπίβολο σχέδιο αναχαίτισης της υποθετικής ανάπτυξης της κινεζικής και ρωσικής επιρροής, το οποίο, αν το αντιληφθούμε στην πλανητική του διάσταση, ξεπερνά κάθε φαντασία. Η ιστορία του μέλλοντος μπορεί να καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από μια τόσο υπερμεγέθη προσπάθεια.

Τα ερωτήματα που ανακύπτουν για το μέλλον περιλαμβάνουν το κατά πόσο μια τέτοια στρατηγική πολιτική είναι αξιόπιστη και πραγματικά βιώσιμη. Μία απόπειρα περιορισμού της Κίνας και της Ρωσίας με τέτοιο τρόπο θα προκαλέσει σίγουρα αντίποινα, κάποια εκ των οποίων θα είναι δύσκολο να απαντηθούν, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνοεπιθέσεων και του οικονομικού πολέμου διαφόρων μορφών. Κι αν πιστεύατε πως, όταν μία δύναμη μόνη της διεξήγαγε έναν πόλεμο κατά της τρομοκρατίας σε τεράστιες ζώνες ανά τον πλανήτη, το παράκανε, δεν έχετε δει ακόμη τίποτα: η διατήρηση μεγάλου αριθμού βαρέως εξοπλισμένων στρατευμάτων σε τρία εκτεταμένα μέτωπα θα αποβεί επίσης υπέρμετρα δαπανηρή, θα έρθει σίγουρα σε σύγκρουση με τις προτεραιότητες για τις εγχώριες δαπάνες και θα προκαλέσει πιθανότατα μια διχαστική και οξεία συζήτηση για την επαναφορά της στρατεύσιμης θητείας στις ΗΠΑ.

Το πραγματικό ερώτημα, όμως, – που δεν συζητιέται αυτή την στιγμή στην Washington – είναι το εξής: Γιατί να ακολουθήσουμε μια τέτοια πολιτική εξ αρχής; Δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι για να διαχειριστούμε την άνοδο της Κίνας και την προκλητική συμπεριφορά της Ρωσίας; Το ιδιαίτερα ανησυχητικό σε αυτήν την στρατηγική των τριών μετώπων δεν είναι απλώς ο μεγαλεπίβολος πολεμικός σχεδιασμός αλλά η τεράστια πιθανότητα για αντιπαράθεση, λάθος υπολογισμούς, κλιμάκωση της έντασης και εντέλει πραγματικό πόλεμο.

Σε πολλά σημεία κατά μήκος αυτού του μετώπου που εκτείνεται σε όλη την υφήλιο – όπως στην Βαλτική, την Μαύρη Θάλασσα, τη Συρία, την Νότια και την Ανατολική Θάλασσα της Κίνας, για να αναφέρω μερικά μόνο παραδείγματα- στρατεύματα από τις ΗΠΑ και την Κίνα ή την Ρωσία βρίσκονται ήδη σε σημαντική τριβή, ενώ συχνά «σπρώχνονται» για την κατάκτηση στρατηγικών θέσεων κατά τρόπο ικανό να οδηγήσει σε εχθροπραξίες. Οποιαδήποτε στιγμή, καθένας από αυτούς τους διαπληκτισμούς θα μπορούσε να προκαλέσει ανταλλαγή πυρών, οδηγώντας έτσι σε ακούσια κλιμάκωση της έντασης και εντέλει σε έναν πιθανό ολοκληρωτικό πόλεμο. Από εκεί και έπειτα, θα μπορούσαν να γίνουν σχεδόν τα πάντα, ακόμη και χρήση πυρηνικών όπλων. Είναι προφανές πως οι αξιωματούχοι στην Washington θα πρέπει να το ξανασκεφτούν σοβαρά πριν να δεσμεύσουν τους Αμερικανούς σε μία στρατηγική που εγκυμονεί τέτοιους κινδύνους και που θα μπορούσε να μετατρέψει την μέχρι στιγμής «προετοιμασία για τον μεγάλο πόλεμο» σε έναν πραγματικό μεγάλο πόλεμο με φονικές συνέπειες.

Πηγή: tomdispatch.com

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *