Δεν είμαστε δεδομένοι για τη Δύση; Από πότε;

Η πενθήμερη επίσκεψη του Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ ξεκίνησε σήμερα από το Σικάγο. Η κυβερνητική αποστολή συναντήθηκε με επιχειρηματίες – εκπροσώπους μεγάλων εταιρειών. Το μήνυμα της συνάντησης, το “Greekcomeback”, κινείται στη γνωστή ρότα του “Successstory”, της εξόδου από την κρίση και τα μνημόνια, της επανόδου στις αγορές. Φυσικά, το παρελθόν έχει δείξει ότι η οικονομική και όχι μόνο πορεία της χώρας δεν αποκαθίσταται με διάφορα σλόγκαν, με διακηρύξεις αυτοπεποίθησης ή με πλειοδοσία σε προσκλήσεις επενδυτών. Είναι ζήτημα πολιτικό, και στο βαθμό που η πολιτική συνταγή μένει η ίδια, δε μπορούμε να περιμένουμε θεαματικές αλλαγές στο πεδίο των αποτελεσμάτων.

Αρκετά έχουν λεχθεί σχετικά με την επίσημη πρόσκληση του Λευκού Οίκου στον Αλέξη Τσίπρα. Ο “παλιός αστικός τύπος” ωρύεται για το τέλος της αθωότητας του κ.Τσίπρα και της Αριστεράς (τώρα την ανακάλυψαν, τα 3 χρόνια ψήφισης και εφαρμογής μνημονίων δε μετράνε άραγε;). Φυσικά, με όρους επικοινωνιακού μάρκετινγκ είναι πιο αποτελεσματικό να ανακαλύπτεις κάθε μέρα με όλο και μεγαλύτερη έκπληξη αυτό που ήδη ήξερες καιρό πριν, παρά να ισχυρίζεσαι ότι μια διαδικασία απλώς σταθεροποιείται, προχωράει, βαθαίνει, εντείνεται. Από την άλλη, η ετεροχρονισμένη ανακάλυψη του τέλους της τσιπρικής αθωότητας αποδεικνύει και το κάλπικο της αντιπολιτευτικής ρητορικής του πάλαι ποτέ κεντροαριστερού χώρου της Ελλάδας. Ποτέ δεν άσκησε σοβαρή κριτική στα μνημόνια, που άλλωστε αυτή πρωτόφερε στη χώρα. Εκφώνησε μόνο κούφια αντιπολιτευτικά λόγια. Η “δυσανεξία” στους ακροδεξιούς τύπου Τραμπ είναι η μόνη πολιτική “βαριά βιομηχανία” που έχει απομείνει στη νεοφιλελεύθερη κεντροαριστερά, στη χώρα μας αλλά και διεθνώς.

Γεωπολιτικά “Think Tanks” τονίζουν την ιστορική ευκαιρία που πρέπει να εκμεταλλευτεί ο Έλληνας Πρωθυπουργός. Δηλαδή τα σύννεφα στις αμερικανο – τουρκικές σχέσεις να αξιοποιηθούν υπέρ της αναβάθμισης της Ελλάδας σε στρατηγικό εταίρο της δυτικής και ειδικότερα της αμερικάνικης γεωπολιτικής στην περιοχή. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ελλείψει Τουρκίας, περισσεύει ένας ιδιαίτερα ελκυστικός ρόλος για τη χώρα μας στην περιοχή: όχι αυτή του μαντρόσκυλου των αμερικάνων, καθώς τα κυβικά της χώρας μας (αλλά και η φυσιογνωμία της ντόπιας αστικής τάξης) δεν αντιστοιχούν σε κάτι τέτοιο, αλλά του πιο πιστού υποτακτικού, του πιο αγαπημένου, του πιο αταλάντευτου εταίρου των αμερικανών στην περιοχή (εδώ τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της ντόπιας ελίτ είναι κάτι παραπάνω από συμβατά).

Στη βάση αυτή, ο πρωθυπουργός για μια ακόμη φορά παίζει τα ρέστα του σε μια τονωτική ένεση με προέλευση το εξωτερικό. Όταν η πολιτική δε βγαίνει, αναζητείται ο από μηχανής θεός. Ή, ο απελπισμένος από τα μαλλιά του πιάνεται.

Είναι διδακτικό να δει κανείς τι έγινε στο πρόσφατο παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις. Όταν για παράδειγμα ο πρωθυπουργός έπαιξε τα ρέστα του στην αλλαγή των ευρωπαϊκών συσχετισμών προς όφελος των “δημοκρατικών” σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Η απόκλιση μεταξύ επιθυμίας και πραγματικότητας σφραγίστηκε εκκωφαντικά με το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών, οι οποίες αν άλλαξαν κάτι, στο περίπου παγιωμένο σκηνικό των γερμανικών πολιτικών προτεραιοτήτων για την ΕΕ, είναι προς την πιο σφιχτή διαχείριση και όχι το αντίστροφο. Η αναμονή για τον “έξωθεν” και εκτός προγράμματος πολιτικό παράγοντα που θα παρεισφρύσει στο πολιτικό παιχνίδι και θα διευκολύνει τα πράγματα για τη χώρα και την κυβέρνηση αποδείχτηκε φιάσκο.

Ακόμη, είναι διδακτικό να δει κανείς τι έγινε στο πιο μακρινό παρελθόν όταν η χώρα εκτίμησε ότι ταιριάζει γεωπολιτικά και μπορεί να προσδεθεί με ασφάλεια σε έναν μεγάλο ξένο πάτρωνα. Η διεκδίκηση του ρόλου του αγαπημένου παιδιού της Αγγλίας στην περιοχή, στη βάση της λογικής “είναι κυρίαρχοι” και “τώρα μας έχουν ανάγκη”, με προοπτική αμοιβαίων κερδών για την προστάτιδα και για την προστατευόμενη χώρα, έφερε τη μικρασιατική καταστροφή το 1922.

Το γεωπολιτικό πεδίο είναι ένας χώρος όπου πολλά είναι δυνατό να αμφισβητηθούν και να ανατραπούν ανά πάσα στιγμή. Πόσο μάλλον σε μια περίοδο οξυμένης διεθνούς κρίσης του συστήματος όπως η σημερινή, που βάζει τους βασικούς παίκτες σε θέση αντιπαράθεσης. Μετατρέπεται σε “κινούμενη άμμο”.

Πρώτον, η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση καλό είναι να μη λαμβάνεται ως θέσφατο. Η ρευστότητα δεν επιτρέπει να “παίζεις τα ρέστα σου” πάνω σε μια αμφίβολη και προσωρινή “φωτογραφική εικόνα” ή εκτίμηση.

Δεύτερον, δεδομένης της απομάκρυνσης της Τουρκίας από τη Δύση, αποτελεί δρόμο ανάτασης η ακόμα μεγαλύτερη πρόσδεση της χώρας μας στη Δύση; Η Δύση δεν είναι αυτή που έχει επιβάλλει τα μνημόνια, την επιτροπεία και έχει βυθίσει τη χώρα στο χάος; Η Δύση (ΗΠΑ) δε μεθόδευσε την κυπριακή τραγωδία; Η Δύση δεν είναι που ποντάρει στη διαιώνιση των “ελληνοτουρκικών”;

Τρίτον, δεδομένης της δυναμικής που αναπτύσσεται γεωπολιτικά, η χώρα είναι διατεθειμένη να εμπλακεί σε παιχνίδια ισχύος για λογαριασμό των ΗΠΑ και της “προστατευτικής φτερούγας” τους απέναντι σε άλλα συμφέροντα στην περιοχή; (Στο ενεργειακό μέτωπο, οι ΗΠΑ θέλουν να κρατήσουν τους Ρώσους εκτός Ευρώπης, τη στιγμή που η Γερμανία συμφωνεί με τον Πούτιν τον NordStream 2, ενώ η Γαλλία και η Ιταλία ζητούν τη χαλάρωση των αμερικανικών κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας).

Τέταρτον, το μέγεθος, η ισχύς και το ειδικό βάρος της Τουρκίας δεν αναιρούνται εν μια νυκτί, ούτε εξισώνεται με μια διαλυμένη οικονομική αποικία, τσιράκι της Δύσης όπως η Ελλάδα (ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τα αμερικανικά πλάνα ήταν να συναντηθεί ο Τσίπρας με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και όχι με τον Τραμπ και μόνο κατόπιν ελληνικής επιμονής συμφωνήθηκε η συνάντηση να γίνει με τον Τραμπ. Τη στιγμή που ο απείθαρχος Ερντογάν συνομιλεί κατευθείαν με τον πρόεδρο των ΗΠΑ).

Η εκμετάλλευση των ενδο – ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Αφορά την αριστερά, τους λαούς και τα καταπιεζόμενα έθνη, με την προϋπόθεση της χάραξης και υλοποίησης του δικού τους ανεξάρτητου σχεδιασμού. Της πολιτικής ανεξαρτησίας μιας εξουσίας που εργάζεται για την έξοδο του λαού από το τέλμα. Και που εντάσσει σε αυτό το σχεδιασμό και σε αυτή την πολιτική την αξιοποίηση των μετατοπίσεων και των αντιθέσεων που παρατηρούνται στο διεθνές επίπεδο.

Όχι με όρους προσχώρησης στα ιμπεριαλιστικά πλάνα διαλέγοντας πλευρά (τον ισχυρό ή αυτόν που μας αρέσει περισσότερο), όχι με όρους κακώς εννοούμενου ρεαλισμού (“τι να κάνουμε, με κάποιον πρέπει να είμαστε..”), οχι με όρους απελπισίας (“δε βγαίνει τίποτα άλλο, θα παίξουμε ένα τελευταίο – γεωπολιτικό χαρτί”). Είναι γνωστό ότι “όταν τσακώνονται οι ελέφαντες, ποδοπατάνε τα ποντίκια”. Αλλά με γνήσια πολύπλευρη εξωτερική πολιτική.

Πολύ μελάνι έχει χυθεί για τα ανταλλάγματα που θα ζητήσει ο Έλληνας Πρωθυπουργός. Χρέος, παρεμβάσεις ΔΝΤ, αμερικάνικες εγγυήσεις σε Αιγαίο και ΑΟΖ. Να φανταστούμε ότι θα τα διαπραγματευτεί με την ίδιο ζήλο που επέδειξε κατά τη διαπραγμάτευση με τον Σόιμπλε; Με την ίδια πολιτική γραμμή του ενδοτισμού και της συναίνεσης; Το “δεν έχουμε σχέδιο β” για την ευρωζώνη και τον Σόιμπλε σήμαινε ότι η κυβέρνηση Τσίπρα θα δεχόταν (με λύπη της ή όχι, αδιάφορο) ό,τι την ανάγκαζε να δεχτεί η Δύση. Με τον Τραμπ άραγε θα έχει “σχέδιο β” σε περίπτωση διαφωνίας; Συνομιλεί και με άλλους προνομιακούς συμμάχους; Έχει κάποιο διαπραγματευτικό χαρτί στις συζητήσεις που θα γίνουν; Αν αυτό είναι η “υποχρεωτικά στρατηγική σχέση που επιθυμούν πλέον οι ΗΠΑ με τη χώρα μας”, μετά την τουρκική απομάκρυνση, αυτό δεν αρκεί. Είναι σαν το χαρτί “μας θέλουν στην Ευρωζώνη για λόγους σταθερότητας” που έπαιξε η χώρα μας απέναντι στον Σόιμπλε και τη Γερμανία, του οποίου την τύχη δε χρειάζεται να μνημονεύσουμε. Πρακτικά τα παραπάνω θα συρρικνωθούν, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια δήλωση για το χρέος και μια δήλωση για τα ελλονοτουρκικά. Δηλαδή στο απόλυτο μηδέν.

“Η Ελλάδα δεν είναι δεδομένη” διακηρύσσει ο κυβερνητικός τύπος, είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μπορεί να υπερτονίζεται η υπογραφή της ανανέωσης της συμφωνίας για τη χρήση της βάσης της Σούδας από τις ΗΠΑ για “ένα μόνο χρόνο” (όπως άλλωστε γίνεται για δεκαετίες) αντί για την “5ετή” που ζητούσαν οι αμερικάνοι, ωστόσο τίποτα δε μαρτυρεί αμφισβήτηση της επίσης για δεκαετίες γραμμής πρόσδεσης της χώρας στο άρμα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Ίσα – ίσα εμπεδώνεται η συμμετοχή της χώρας στον αμερικάνικης έμπνευσης άξονα “Ελλάδα – Ισραήλ – Αίγυπτος – Κύπρος”. Και ενώ κάποιοι περιφερειακοί παίκτες (Ερντογαν) φαίνονται απείθαρχοι, η Ελλάδα δείχνει παραδειγματική αφοσίωση στο βορειοατλαντικό δόγμα.

Το πρόβλημα είναι ακριβώς ότι η Ελλάδα είναι απελπιστικά δεδομένη στον (και εξαρτημένη από) δυτικό ιμπεριαλισμό, αμερικανικό ή ευρωπαϊκό. Αυτή είναι μια διαχρονική αλήθεια, ισχύει για δεκαετίες. Ισχύει με μεγαλύτερη ένταση σήμερα, στην εποχή της διεθνούς κρίσης, της κρίσης της ευρωζώνης και της ελληνικής κρίσης. Αύριο θα ισχύει σε υπερθετικό βαθμό, δεδομένης της συνέχειας στην ίδια πολιτική κατεύθυνση, του ρεαλισμού και της υπακοής στους “δυτικούς εταίρους”.

Η χώρα πρέπει να πάψει να είναι δεδομένη για τη Δύση. Πρέπει να μπει φρένο στην ασυδοσία των ισχυρών και στην υποτίμηση των “φτωχών συγγενών” τύπου Ελλάδας. Για να γίνει αυτό, απαιτείται μια νέα εξουσία, ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο, με το λαό στο προσκήνιο. Που θα λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την εθνική ανεξαρτησία, την επιβίωση και την αξιοπρέπεια του λαού. Είναι αναγκαία η ρήξη με τους δυτικούς “φίλους” μας. Αποχώρηση από Ε/Ζ, στάση πληρωμών στο χρέος. Εθνικό νόμισμα – εθνικοποίηση τραπεζών – παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αποχώρηση από ΕΕ. Αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, να φύγουν οι νατοϊκές βάσεις από την Ελλάδα, πρώτα από όλα της Σούδας. Καμία ανανέωση παραχώρησης ελληνικού εδάφους για νατοϊκή βάση στις ΗΠΑ. Πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, όχι πρόσδεση σε κάποιο ιμπεριαλιστικό άρμα.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *