Η Παλαιστίνη ως δοκιμασία της λογικής και της ανθρωπιάς μας

Το κείμενο βασίζεται σε ομιλία που εκφωνήθηκε σε εκδήλωση για το λαό της Γάζας και της Παλαιστίνης.

Η κατάσταση στην Παλαιστίνη διαχρονικά παρουσιάζεται ως ασύλληπτα περίπλοκη, χαρακτηριστικό δε είναι τ’ ότι όταν θέλουμε να καταδείξουμε κάτι ως δυσεπίλυτο το συγκρίνουμε με το μεσανατολικό. Υπονοείται από διάφορους ότι ακόμα και με το εφόδιο εκατοντάδων βιβλίων κι ερευνών για το ζήτημα, πάλι είναι δύσκολο να εκφέρει κανείς τελεσίδικες κρίσεις. Πως κι οι καλύτεροι και πιο σπουδαγμένοι ανάμεσά μας δεν μπορούν ν’ αναμετρηθούν μ’ αυτό το τιτάνιο για την ανθρώπινη διανόηση έργο. Εδώ παρεισφρέει και μια οριενταλιστική ματιά: πώς να χωρέσει ο μέσος έλλογος (δηλ. ευρωπαϊκός) νους τ’ ασύλληπτα που γίνονται απ’ αυτά τα μυστήρια εξωτικά όντα της Ανατολής;

Γίνεται μια συντονισμένη προσπάθεια να θαφτεί το θέμα κάτω από τόνους αδιαπέραστου από την κρίση σχετικισμού. Κάποτε οι Παλαιστίνιοι κάνανε το τάδε, οι Ισραηλινοί κάνανε το δείνα, κι αυτή η συνθήκη εκτείνεται απαράλλακτη τόσο προς το παρελθόν όσο και προς το μέλλον, μια μεταφυσική προαιώνια σύγκρουση που βαστάει απ’ την απαρχή του σύμπαντος κι ως τέτοια θα αναπαράγεται αναλλοίωτη στον αιώνα τον άπαντα.

Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο πολύπλοκα. Γιατί παρότι κάθε ιστορικό φαινόμενο έχει την πολυπλοκότητά του, το βάθος και τις αποχρώσεις του, εντούτοις το Παλαιστινιακό είναι απ’ τις λίγες, αν όχι η μόνη περίπτωση, που όσο περισσότερο εντρυφήσει κανείς τόσο πιο απόλυτη είναι η κρίση που προκύπτει: το δίκιο είναι με τους Παλαιστίνιους.

Γιατί σε τελική ανάλυση είναι αδύνατο να ξεφύγει κανείς απ’ την πραγματικότητα: το κράτος του Ισραήλ είναι το τελευταίο ανοιχτά και καταστατικά αποικιοκρατικό κράτος στον κόσμο, απότοκο μιας εθνικιστικής-φασιστικής ιδεολογίας, του σιωνισμού, δηλαδή της ιδεολογίας που αντί για την ενσωμάτωση των Εβραίων στις κοινωνίες που ζούσαν, επέτασσε τη δημιουργία έθνους-κράτους των Εβραίων στη γη της Παλαιστίνης εκτοπίζοντας τους γηγενείς κατοίκους της.

Μιας ιδεολογίας που στο σχηματισμό και την επικράτησή της επωφελήθηκε από 3 πράγματα:

  • τους διωγμούς των Εβραίων στην Ευρώπη, με αποκορύφωμα το Ολοκαύτωμα
  • τον αντισημιτισμό των αρχουσών τάξεων των Μεγάλων Δυνάμεων, ειδικά πριν τον Β’ ΠΠ αλλά και μετά απ’ αυτόν, που οδηγούσε σε μια ενθουσιώδη αποδοχή της ιδέας ενός εβραϊκού κράτους μακριά από το δικό τους
  • την ανάγκη ύπαρξης ενός αταλάντευτου ευρωατλαντικού στηρίγματος στην γεωστρατηγικά εξαιρετικά κρίσιμη περιοχή της Μέσης Ανατολής μέσα σε μια θάλασσα Αράβων

Σιωνισμός χωρίς την άφθονη στήριξη από τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα κατάφερνε ποτέ να ορθοποδήσει. Αυτήν ακριβώς τη στήριξη μόχλευσε ώστε το 1948 να προβεί σε μια πρωτοφανή εκστρατεία βίας, τρομοκρατίας και δολοφονιών με σκοπό τον μαζικό εκτοπισμό των Παλαιστινίων και την εκπλήρωση του σιωνιστικού ονείρου: την ίδρυση ισραηλινού κράτους, με εβραϊκή πλειοψηφία, στην Παλαιστίνη. Τα γεγονότα αυτά αποτυπώθηκαν στην παλαιστινιακή μνήμη ως Νάκμπα, Καταστροφή.

Απ’ τη στιγμή της σύλληψής του, η αποικιοκρατική φύση της ιδεολογίας του σιωνισμού τον έκανε ευθέως ανταγωνιστικό με το Παλαιστινιακό εθνικό αίσθημα. Πολύ απλά μια ιδεολογία βασισμένη στον επεκτατισμό, το ρατσισμό έναντι όλων των άλλων λαών πλην του «εκλεκτού» και την αυταπάτη εκπλήρωσης ενός προαιώνιου βιβλικού πεπρωμένου δεν θα μπορούσε ποτέ να συνυπάρξει με οτιδήποτε άλλο.

Η αντίδραση των υπόλοιπων αραβικών κρατών στη Νάκμπα, ήταν ανεπαρκής και εξαρχής καταδικασμένη στην αποτυχία. Εναντίον του νεότευκτου Ισραήλ επιχείρησαν στρατοί από 4 κράτη, αθροιστικά λιγότεροι από 24.000 άνδρες, που αντιστοιχούσαν σε λιγότερο από 1/3 των Ισραηλινών δυνάμεων. Για να μην μιλήσουμε για την έλλειψη μεταξύ τους συντονισμού, την ποιότητα του εξοπλισμού που έφεραν και της εκπαίδευσης που είχαν λάβει. Ο Ισραηλινός ιστορικός Avi Shlaim αναφέρει ότι «στην πραγματικότητα ήταν ένας απ’ τους πιο οικτρά διχασμένους, ανοργάνωτους, άτακτους στρατούς στη σύγχρονη πολεμική ιστορία». Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά θα συνόδευαν τη στάση των αραβικών κρατών απέναντι στο Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους και την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεών τους στις επόμενες δεκαετίες.

Έκτοτε, η μοίρα των Παλαιστινίων, περιπλανόμενων και καταπιεζόμενων, και η αδιάλλακτη εχθρότητα του Ισραήλ απέναντι σ’ αυτούς και όλα τα αραβικά κράτη που το περιτριγυρίζουν αποτελούν το μεγαλύτερο αγκάθι της Μέσης Ανατολής, το οποίο πολλές δυτικής κυβερνήσεις υποκρίνονται ότι προσπαθούν να επιλύσουν, συστηματικά και σταθερά υπονομεύοντας τα δικαιώματα του Παλαιστινιακού λαού.

Από τη Νάκμπα προκύπτουν οι εδαφικοί σχηματισμοί της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, τα μόνα παλαιστινιακά εδάφη που δεν κατάφερε να κατακτήσει το Ισραήλ το 1948. Η Δυτική Όχθη περιήλθε στον έλεγχο της γειτονικής της Ιορδανίας και η Λωρίδα της Γάζας στην Αίγυπτο αντίστοιχα. Αυτό όμως άλλαξε με τον πόλεμο των 7 ημερών του 1967, όταν το Ισραήλ με μια αιφνιδιαστική επίθεση σε όλα τα γειτονικά του αραβικά κράτη, κατατρόπωσε τους στρατούς τους και κατέλαβε ό,τι δεν πρόλαβε το 1948. Έκτοτε τα εδάφη αυτά τελούν υπό ισραηλινή στρατιωτική κατοχή.

Στην αντίσταση που ξέσπασε, είτε αυτή ήταν ένοπλη, όπως του PLO απ’ τη δεκαετία του ’50, της Χαμάς κι άλλων μετέπειτα, είτε άοπλη και κινηματική όπως οι εξεγέρσεις του Παλαιστινιακού λαού, οι ξακουστές Ιντιφάντα, η απάντηση του Ισραήλ ήταν μία κι απαράλλακτη: στυγνή καταστολή, δυσθεώρητα δυσανάλογα αντίποινα για κάθε πλήγμα εναντίον του, περαιτέρω περίσφιξη κι ατσάλωμα της σιδηράς πυγμής με την οποία καταστέλλει κάθε έκφραση παλαιστινιακής εθνικής ταυτότητας.

Αυτή η σιδηρά πυγμή βασίζεται στο εξής τρίπτυχο καταπίεσης: διωγμός, κατοχή, απαρτχάιντ. Στο εσωτερικό του, ένα σύστημα απαρτχάιντ, συστηματικά μεροληπτικό κατά των Αράβων Ισραηλινών πολιτών, φροντίζει ώστε να παραμένουν πολίτες δεύτερης κατηγορίας έναντι των Εβραίων. Έτσι συνεχίζεται η προσπάθεια εκδίωξής τους ή έστω επιτυγχάνεται η υποταγή τους στο σιωνιστικό ζυγό.

Στα κατεχόμενα εδάφη ο Ισραηλινός στρατός που τα διοικεί, λειτουργεί σαν κανονικός στρατός κατοχής. Συλλήψεις στο σωρό που γίνονται επ’ αόριστον διοικητικές κρατήσεις, καθημερινοί κι εξαθλιωτικοί έλεγχοι ώστε να εμπεδωθεί η απανθρωποποίηση των Παλαιστινίων κι η κατωτερότητά τους έναντι των Ισραηλινών Εβραίων, κατεδαφίσεις σπιτιών για «λόγους ασφαλείας» και άνοιγμα χώρου για την ίδρυση (παράνομων και διεθνώς καταδικασμένων) ισραηλινών εποικισμών.

Σ’ όλη αυτή την υπόθεση το Ισραήλ είχε πάντα έναν απαρασάλευτο υποστηρικτή: τις ΗΠΑ. Ήδη από τη λήξη του Β’ ΠΠ αλλά με ιδιαίτερη ένταση μετά τον πόλεμο των επτά ημερών του 1967, οι ΗΠΑ στέκονταν πάντα στο πλευρό του, παρέχοντας αμέριστη στρατιωτική, υλική, οικονομική και διπλωματική στήριξη. Οι Αμερικάνοι θα φρόντιζαν οι διατυπώσεις των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ να είναι τέτοιες ώστε να αφήνουν παραθυράκια για μετέπειτα ισραηλινές διεκδικήσεις ή στη χειρότερη απλά θα ασκούσαν το βέτο τους όπου δεν τους έβγαινε (πάντα θάβοντας τα δικαιώματα των Παλαιστινίων). Κάθε χρόνο οι Αμερικάνοι δίνουν οικονομική βοήθεια στο Ισραήλ της τάξης των δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αθροιστικά, το Ισραήλ απ’ την ίδρυσή του έχει λάβει απ’ τις ΗΠΑ περίπου 300 δισεκατομμύρια.

Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις των οποίων έχουν ηγηθεί οι ΗΠΑ, έκρυβαν την μία παγίδα μετά την άλλη για τους Παλαιστίνιους κι ήταν απ’ την αρχή σχεδιασμένες μαζί με την ηγεσία του Ισραήλ και αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Συστηματικά ζητούνταν απ’ τους Παλαιστίνιους και την όποια ηγεσία τους είχαν τη διάθεση να αναγνωρίσουν Αμερικανοί κι Ισραηλινοί, δραματικές εκχωρήσεις και παραιτήσεις από δικαιώματά τους που βασίζονταν στο διεθνές δίκαιο, με αντάλλαγμα στην καλύτερη ψήγματα αυτοδιοίκησης και στη χειρότερη απλά υποσχέσεις που δεν έμελλαν να υλοποιηθούν ποτέ. Αλλά ακόμα κι αυτά τα ψήγματα αυτοδιοίκησης δεν δίνονταν με στόχο τη σταδιακή ίδρυση των θεσμών εκείνων που προοπτικά θα μετασχηματιστούν μια μέρα σ’ ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος. Μόνος τους πραγματικός ρόλος ήταν η ανάληψη των καθηκόντων των κατοχικών ισραηλινών δυνάμεων, στα πλαίσια της αναπροσαρμογής της σιωνιστικής στρατηγικής μπροστά στο μεγάλο κόστος (οικονομικό, πολιτικό κλπ) της κατοχής. Να γίνει δηλαδή μια μερίδα Παλαιστινίων αυτό που ήταν μέχρι τότε οι Ισραηλινοί στρατιώτες, τοποτηρητές της τάξης που επιθυμεί το Ισραήλ στα κατεχόμενα. Αυτό υλοποιήθηκε με τη δημιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής, μισητής απ’ τον λαό της για την ευθυγράμμισή της με ΗΠΑ και Ισραήλ και την αποτυχία της να παράξει ένα θετικό αποτέλεσμα για τους Παλαιστινίους.

Κοινός στόχος τόσο του Ισραήλ όσο και των Αμερικάνων είναι η διαχείριση των Παλαιστινίων μέσω της σποράς και διατήρησης διχόνοιας μεταξύ τους. Όταν απ’ τις δημοτικές εκλογές του 2006, εκ των πιο ορθά διεξαγμένων στον αραβικό κόσμο βάσει διεθνών παρατηρητών (μεταξύ των οποίων κι ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ James Carter) η Χαμάς, που ακουλουθούσε μια πολιτική σύγκρουσης με το Ισραήλ, επικράτησε συντριπτικά των δυνάμεων του PLO, που προωθούσαν κι εφάρμοζαν μια πολιτική διαπραγματεύσεων με το Ισραήλ που οδηγούσε από ήττα σε ήττα και ολοένα και περισσότερες παραχωρήσεις δίχως αντίκρυσμα, ΗΠΑ και Ισραήλ κινήθηκαν αστραπιαία δυναμιτίζοντας τις προσπάθειες ένωσης του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος και επιδιώκοντας το οριστικό σχίσμα τους, το οποίο και συνέβη. Έτσι προέκυψε μια πολύ βολική συνθήκη για τους Ισραηλινούς και τους Αμερικάνους υποστηρικτές τους, καθώς μπορούσαν δείχνοντας το διχασμό των Παλαιστινίων και να αναφωνούν «δεν υπάρχει αξιόπιστος εταίρος απ’ την Παλαιστίνη για να διαπραγματευτούμε μαζί του» και ταυτόχρονα να αποκαλούν «τρομοκράτη» όποιον αντιστεκόταν στις πολιτικές τους.

Στο μεταξύ το Ισραήλ έχει αναπτύξει ένα σύστημα διαχείρισης κάθε μερίδας: Στη Δυτική Όχθη που διοικείται απ’ την υποτακτική Παλαιστινιακή Αρχή δείχνει το πρόσωπο της πανταχού παρούσας κατοχικής δύναμης συνεχίζοντας ανενόχλητο την επί δεκαετιών του πολιτική, και στη Λωρίδα της Γάζας που ελέγχεται απ’ την ενοχλητική Χαμάς συντηρεί ασφυκτική πολιορκία και κάθε τόσο εισβάλλει σκοτώνοντας εκατοντάδες ή και χιλιάδες Παλαιστινίων αδιακρίτως προφασιζόμενο ότι κάνει πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας.

Καθώς το σιωνιστικό κατασκεύασμα είναι καθόλα εξαρτώμενο από εξωτερική στήριξη, έχει ζωτική ανάγκη να επιμελείται ενδελεχώς την εικόνα που εκπέμπει προς τα έξω. Γι’ αυτό επιστρατεύει την Hasbara (εξήγηση στα εβραϊκά), που δεν είναι τίποτα πέρα από ένα Israel-splaining, όπου το Ισραήλ λέει με ύφος ανωτερότητας στη διεθνή κοινή γνώμη: «Μη βλέπεις τι λέμε, κάνουμε και λέμε ότι θα κάνουμε. Να ‘χεις πάντα στο νου σου ότι εμείς είμαστε απόγονοι των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, του μεγαλύτερου και ΜΟΝΟΥ εγκλήματος αυτής της κλίμακας που έγινε ποτέ στον κόσμο. Ντάξει τώρα, μην ακούς αυτούς τους όντως επιβιώσαντες του Ολοκαυτώματος που μας κατηγορούν ότι συμπεριφερόμαστε στους Παλαιστίνιους όπως οι Ναζί σε μας, αυτοί είναι τρελοί, Εβραίοι που μισούν τους εαυτούς τους και την πατρίδα τους. Ο ισραηλινός στρατός είναι ο πιο ηθικός στον κόσμο, φαίνεται κι απ’ τ’ όνομά του (το οποίο είναι Ισραηλινή Αμυντική Δύναμη). Εγώ στη θέση σου δεν θα ασκούσα κριτική στο Ισραήλ, αυτά τα κάνουν μόνο κάτι αντισημίτες.» Ούτε λίγο ούτε πολύ, δουλειά της Hasbara είναι η διατήρηση της εικόνας του Ισραήλ ως του μόνου και μόνιμου θύματος και οποιουδήποτε αντιτίθεται στο Ισραήλ ως του μόνου θύτη.

Ενδεικτικά, σ’ ένα ντοκιμαντέρ ένα εβραιο-ισραηλινός ιστορικός έλεγε: «Το 1988, 40 χρόνια μετά τη Νάκμπα (πόλεμο της ανεξαρτησίας για τους Ισραηλινούς) έπρεπε να αποχαρακτηριστούν ιστορικά ντοκουμέντα στην κατοχή του IDF – Επειδή δεν ήθελαν να τα δημοσιεύσουν όλα εξέδωσαν ένα έγγραφο που περιέγραφε τα κριτήρια με βάση τα οποία θα διαλεγόταν τι θα δημοσιευόταν και τι όχι και λένε ότι δεν θα δημοσιευτεί υλικό που αφορά «τον εκτοπισμό Αράβων», “την εκκένωση κοινοτήτων και κατοίκων”, “βίαιη συμπεριφορά έναντι κρατουμένων που παραβιάζει τη Συνθήκη της Γενεύης”, “βίαιη συμπεριφορά εναντίον του Αραβικού πληθυσμού και βιαιοπραγίες: θανάτωση, δολοφονία μη σύμφωνη με τις συνθήκες μάχης, βιασμό, ληστεία, λαφυραγωγεία, υλικό που μπορεί να βλάψει την εικόνα του IDF παρουσιάζοντάς τον ως στρατό κατοχής δίχως ηθικά στάνταρ”». Είναι πράγματι απορίας άξιο πώς μπορεί ένα κρατικό έγγραφο να βάζει δίχως να το συνειδητοποιεί τέτοιο αυτογκόλ, παραδεχόμενο στην ουσία τη διάπραξη εγκλημάτων διά της ρητής απόκρυψης των ντοκουμέντων που βρίσκονται στην κατοχή του και τα στοιχειοθετούν.

Αλλά καθώς οι εγγενείς αντιφάσεις του σιωνιστικού σχεδίου οδηγούνται στα άκρα τους, καθώς γίνεται όλο και πιο κατανοητή η φύση των γεγονότων, καθώς το Ισραήλ βασίζεται ολοένα και περισσότερο στη βία και τον εξευτελισμό του διεθνούς δικαίου για την επιβολή της ακόρεστης κυριαρχίας του, τόσο περισσότερο αυτή η εικόνα θρυμματίζεται. Ο κόσμος αρχίζει να ξυπνά, οι συνειδήσεις αρχίζουν να αλλάζουν με γοργό ρυθμό, καθώς εκτίθεται η διεθνής (ή μάλλον δυτική) υποκρισία:

Αν ένα κράτος καταπατάει σύνορα επεκτείνοντας με τη βία την κυριαρχία του, όπως η Ρωσία, καταδικάζεται.

Αν ένα κράτος έχει πυρηνικά όπλα έξω από κάθε πλαίσιο διεθνούς ελέγχου, όπως η Βόρεια Κορέα, καταδικάζεται .

Αν ένα κράτος συστηματικά καταπιέζει μια μερίδα του πληθυσμού του, όπως η Κίνα, καταδικάζεται.

Αν ένα κράτος στηρίζεται στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, όπως το Αφγανιστάν ή το Ιράν, καταδικάζεται.

Αν ένα κράτος είναι επιθετικό προς τους γείτονες του και δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις υπερεθνικών θεσμών, όπως το Ιράκ πριν το 2003, καταδικάζεται .

Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό που χρειάζεται για να χαίρει ένα κράτος της ανεπιφύλακτης και πλήρους διεθνούς στήριξης είναι τα κάνει όλα αυτά μαζί και σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ οποιονδήποτε άλλο.

Σήμερα στη Γάζα κρίνεται το αν θα μπορούμε να λεγόμαστε άνθρωποι.

Πριν λίγες μέρες αυτοπυρπολήθηκε ένας Αμερικανός στρατιώτης. Απ’ την αρχή τα συστημικά μέσα προσπάθησαν να καλύψουν το γεγονός αναφερόμενα σε ψυχολογικά προβλήματα. Ούτε που χωράει στο νου τους η ιδέα ότι μπορεί κάποιος να νιώθει τόσο πολύ να πνίγεται απ’ το δίκιο, τόσο πολύ να αποστρέφεται το να γίνει συνένοχος στο μεγαλύτερο έγκλημα που συντελείται σήμερα σε ζωντανή μετάδοση που να καταλήξει σε μια τόσο ακραία λύση. Ούτε που μπορούν να διανοηθούν για μια στιγμή πώς είναι να μην είσαι λακές των συμφερόντων των ισχυρών και να αφουγκραστείς τους αδύναμους και καταπιεσμένους του κόσμου.

Μακάρι να πάρει διαστάσεις επιδημίας και πανδημίας η μέχρι θανάτου δυσανεξία στο άδικο. Μακάρι να κατασπαράσσονται τα σωθικά μας από κάθε επιβολή σε βάρος των αδυνάτων κι ανυπεράσπιστων. Μακάρι να σταματάει η καρδιά μας όσο βλέπουμε εικόνες φρίκης σαν αυτές της Γάζας. Μακάρι όλοι μας να μην μπορούμε να ησυχάσουμε μέχρι να ξέρουμε ότι κάναμε ό,τι ήταν δυνατό για να σταματήσει κάθε ιμπεριαλιστικό έγκλημα και να μην ξαναγίνει κανένα άλλο.

Η νέα γενιά στους δρόμους… γυρεύοντας μια αλλιώτικη ζωή

Με μεγάλη ηλιακή απόσταση από τη σπουδάζουσα γενιά κατά συνέπεια με ότι αυτό  σημαίνει για την έλλειψη γνώσης της και άρα για την μεγάλη πιθανότητα λάθους, μάλλον δεν μου προκύπτει εύκολα  ότι η νέα γενιά ξεσηκώνεται  μόνο και μόνο για να μη γίνει νόμος του κράτους η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Ναι για αρκετές βδομάδες η πανεπιστημιακή κοινότητα και η ελληνική κοινωνία συγκλονίστηκε  από τις καταλήψεις και τις μαζικές αγωνιστικές κινητοποιήσεις των φοιτητών. Ναι η σπουδάζουσα νεολαία επέβαλλε ατζέντα στα κοινοβουλευτικά κόμματα και βεβαίως σε ορισμένα τους άλλαξε και την στάση και την ψήφο τους για το επίμαχο νομοσχέδιο. Ναι η νέα γενιά κατέβηκε στους δρόμους του αγώνα κάνοντας το παρθενικό της ταξίδι όχι γιατί την κατέβασε ο Κουτσούμπας , ο Κασσελάκης, ο θεσμικός κοινοβουλευτικός… Απέδειξε ότι δεν είναι μειοψηφία αλλά  γενιά που επέλεξε –και ας μην γνωρίζει την έννοια- να γίνει συγκρουσιακή αντιπολίτευση   Γιατί  μάλλον υπάρχει κατι πιο βαθύ που την πληγώνει, που σπρώχνει τη νέα γενιά να αναζητήσει στους δρόμους του αγώνα, μια άλλη ελπίδα μια άλλη αλήθεια ίσως και γιατί όχι να γυρεύει  μια αλλιώτικη ζωή.

Μήπως αυτό το κάτι άλλο είναι η αναζήτηση μιας άλλης συλλογικής κοινωνικής ταυτότητας της γενιάς τους; Μιας άλλης ταυτότητας που μετασχηματίζει  και την αντίστοιχη  ατομική. Την αποκαλούν γενιά Ζ, ενώ έχει ακούσει για τη γενιά της αντίστασης, του 114, των Λαμπράκηδων, του Πολυτεχνείου, της μεταπολίτευσης… Είναι μια γενιά που έζησε στα παιδικά της  χρόνια την κρίση και τον φόβο, την φτώχεια, την υποβάθμιση, την ανέχεια, και την απώλεια της ατομικής και της εθνικής αξιοπρέπειας, που η κρίση και οι μνημονιακές πολιτικές της έσπειραν. Είναι η γενιά που έζησε τον φόβο, τον θάνατο και τον διετή εγκλεισμό με τις σκληρές απαγορεύσεις μέσα στο COVID, που έζησε σε μια χώρα με τις χειρότερες στατιστικές και τους χιλιάδες θανάτους, με ένα διαλυμένο σύστημα υγείας αλλά με μια εύρωστη  οικονομικά ιδιωτική υγεία.

Η γενιά Ζ, όπως την αποκαλούν, αγωνίζεται για βδομάδες, δημιουργώντας μια πολύ ευχάριστη ελπιδοφόρα έκπληξη. Αφορμή για αυτό τον αγώνα είναι η μια επιπλέον αντιδραστική μεταρρύθμιση μετά την αποτυχία της πανεπιστημιακής αστυνομίας, που στην πράξη δεν εφαρμόζεται. Είναι η επιμονή της κυβέρνησης να ξαναφέρει στην επιφάνεια τα ιδιωτικά πανεπιστήμια/εκδοτήρια πτυχίων. Όταν μάλιστα αυτή η μεταρρύθμιση της ίδιας κυβέρνησης της ΝΔ, είχε μείνει στα χαρτιά πριν 18 χρόνια, από τον αγώνα μιας άλλης γενιάς.

Μήπως όμως η αιτία βρίσκεται στην αναζήτηση, αυτής της γενιάς να δώσει και να βρεί το νόημα στο(στην ) Ζ. Γιατί αυτό που της προσφέρθηκε σαν ζωή δεν την ικανοποιεί, δεν της αρέσει .Γιατί της έχουν επιβάλλει να ζεί σε ένα άχρωμο διαρκές παρόν χωρίς μέλλον και χωρίς πολλές προσδοκίες αλλά με υψηλές απαιτήσεις, χωρίς ατομικά όνειρα – όμορφες εκπλήξεις και κοινωνικά οράματα.

Είναι η γενιά που έζησε και ζει τις «φυσικές» καταστροφές, την έκρηξη της ακρίβειας, μα πάνω από όλα την μαζική δολοφονία των Τεμπών. Τα Τέμπη ήταν το κρίσιμο σημείο, για να λειτουργήσουν  οι καρδιές με σκέψεις. Για να πλημμυρίσουν με συναισθήματα τους νέους και τις νέες που ήδη πενθούσαν για τη χαμένη διετία τους για το δύσκολο και απροσδιόριστο μέλλον τους. Συναισθήματα οργισμένου θυμού, απελπισίας, ανασφάλειας και ασφυξίας όταν στα μάτια τους προβάλλει ένας νεοφιλελεύθερος μονόδρομος που τους εγκλωβίζει μέσα στους τοίχους του, όταν  δεν εμφανίζονται πραγματικές και εφικτές εναλλακτικές που να τους γεμίζουν με αισιοδοξία. Η γενιά Ζ δεν χωράει  και δεν συγκινείται  από το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, δεν γνωρίζει η και  θεωρεί  χρεοκοπημένο τον «υπαρκτό σοσιαλισμό». Μήπως αυτή  είναι η βάση των μεγάλων αδιεξόδων της;

Είναι η γενιά -άμεσα θα γίνει- της μετανάστευσης και του ξεριζώματος για μια (καλύτερη) δουλειά, είναι η γενιά της ευέλικτης εργασίας, του ευέλικτου εργαζόμενου που είναι σε θέση -όντας αδύναμος- να αποδεχθεί κάθε καθήκον ρόλο και καταναγκασμό για να είναι αποδοτικός και δεκτικός από τα αφεντικά. Διαισθάνεται ότι θα είναι η γενιά που ζει για να δουλεύει. Είναι η γενιά της τηλεργασίας, της μοναξιάς, που κυνηγάει τον ίδιο της τον εαυτό για επιτυχίες και επιδόσεις. Είναι αυτή και η προηγούμενη γενιά με τα πολλαπλά κρούσματα κρίσεων πανικού και κατάθλιψης που έχουν γίνει   πελάτες των κάθε λογής ψυχολόγων και φαρμακευτικών ουσιών που υπόσχονται θεραπεία στην ατομική «ανεπάρκεια», στην έλλειψη αυτοπεποίθησης…

Αυτή η γενιά είναι ένα καζάνι που σιγόβραζε αόρατα και πλέον ξεπέρασε με έκρηξη  τον κρίσιμο βαθμό του βρασμού. Αναζητείται πλέον, αν υπάρχει και ποιο είναι το σημείο εκτόνωσης.

Η γενιά αυτή είχε και έχει συσσωρεύσει  πολλούς πάρα πολλούς και διαφορετικούς λόγους αντίδρασης. Ανακάλυψε την δυνατότητα αλλά και την ικανότητα της να δημιουργήσει μια μεγάλη ρωγμή για να γυρέψει τους όρους μιας άλλης ύπαρξης της, για να προβάλει στο προσκήνιο, για να πρωταγωνιστήσει πραγματικά, γιατί πολύ απλά η ζωή της ανήκει.

Σε αυτή την ανακάλυψη την βοήθησε τόσο η νεοφιλελεύθερη δεξιά της ΝΔ που με αμετροεπή αλαζονεία εκτιμούσε ότι δεν έχει αντίπαλο (μάλλον γιατί κοίταζε μόνο τα έδρανα της βουλής) και γέμιζε τα εκπορνευμένα ΜΜΕ με την προπαγάνδα της για το πόσο ωφέλιμα είναι τα μη κρατικά πανεπιστήμια (επιχειρώντας να κάνει κουρελόχαρτο το σύνταγμα), όσο όμως και η αριστερά . Αυτή βεβαίως, η εν πολλές από το παρελθόν  αμαρτίες  αριστερά, που για πρώτη φορά ενώθηκε από κοινού σε ένα αγωνιστικό πλαίσιο και παρόλες τις ιδιοτελείς σκοπιμότητες για  οργανωτική-εκλογική ανάπτυξη και κυριαρχία ήταν ο πυροκροτητής ενός νικηφόρου αγώνα.

Γιατί ήταν αγώνας και όχι μπάχαλο που αναφέρει ο παχυλά  αμειβόμενος υπάλληλος του νεοφιλελευθερισμού και διευθυντής της «Καθημερινής» Παπαχελάς. Αγώνας μαζικός μεγάλης διάρκειας, με συνελεύσεις επιχειρήματα, αποδεικτικό λόγο(σε αυτό βοήθησαν και οι πραγματικοί πνευματικοί πατέρες, που ήταν οι καθηγητές που τίμησαν το δημόσιο Παν/μιο και τον ρόλο τους), με ζωντανές καταλήψεις, με εκδηλώσεις με μαζικές πορείες με πανελλαδικότητα, με συντριπτική μειοψηφία τα γαλάζια παιδιά της ΔΑΠ. Πόσα χρόνια, πόσες δεκαετίες  είχαμε να δούμε κάτι τέτοιο και μάλιστα σε μια περίοδο κυριαρχίας της δεξιάς και με χωρίς καν κοινοβουλευτικό αντίπαλο;

Γιατί είναι νικηφόρος αυτός ο αγώνας; γιατί η νέα γενιά ήξερε από τα Τέμπη  και  πλέον το έμαθε ακόμα καλλίτερα και σε βάθος ότι η ιδιωτικοποίηση αντιπροσωπεύει κάτι πολύ κακό και βλάπτει σοβαρά τις ζωές μας. Γιατί ανακάλυψε τον τρόπο να μαθαίνει,  να γίνεται συλλογικότητα, να φτιάχνει κοινότητες, να συζητά, να συμφωνεί, να διαφωνεί, να ενώνεται και να  συγκρούεται. Γιατί διεκδικεί την δική της φωνή και ταυτότητα. Γιατί εκ των πραγμάτων ξεπερνάει την ιδεολογία που πιστεύει στο άτομο, γιατί αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική  αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων και έχει σημασία το πρόσημο της, καθώς και το πόσοι πως και ποιοι δρουν πολιτικά.

Είναι νικηφόρος αυτός ο αγώνας γιατί θα συνεχισθεί. Θα συνεχισθεί γιατί η μάχη για την κατάργηση του άρθρου 16 έχει και άλλα επεισόδια και δεν τελείωσε με την ψήφιση του νομοσχεδίου. Γιατί αυτός ο αγώνας θα μεταφερθεί και μέσα στη καθημερινή φοιτητική ζωή μιας και αποκαλύφθηκαν οι καθηγητές που σιτίζονται από το δημόσιο πανεπιστήμιο αλλά είναι υπέρ των ιδιωτικών εκδοτηρίων πτυχίων, που η κυβέρνηση τα ονομάζει μη κρατικά. Γιατί μάλλον είναι οι ίδιοι «ακαδημαϊκοί» που δεν δίνουν λογαριασμό και είναι ανεξέλεγκτοι  για τις αυθαιρεσίες τους ενάντια στους φοιτητές για όλες τις διαδικασίες πειθάρχησης που επιβάλλουν στη διδασκαλία, στις εξετάσεις…Γιατί είναι πολλά αυτά που ενοχλούν γιατί υπάρχουν συσσωρευμένα προβλήματα και ένα κατεστραμμένο οικονομικά δημόσιο πανεπιστήμιο…

Είναι νικηφόρος αυτός ο αγώνας για όλους εμάς που έχουμε μάθει πολύ καλά με συζητήσεις και λόγους της ήττας και να υπάρχουμε μέσα  στην κοινοτοπία της αδράνειας, γιατί μας ξεβολεύει και μας αναγκάζει να βαθύνουμε σε μια αυτοκριτική που στην ουσία δεν έγινε ποτέ τα τελευταία 15 κρίσιμα χρόνια που «χάσαμε χωρίς να ρίξουμε μια τουφεκιά».

Είναι νίκη για όλους μας. Γιατί δείχνει και δίνει ένα παράδειγμα και μια απάντηση στο ερώτημα: Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιός; Η απάντηση δεν είναι ο μεσσίας ούτε η Δευτέρα παρουσία. Η απάντηση είναι τώρα, ΕΜΕΙΣ

Μπορεί η λεγόμενη αριστερά να αντιμετωπίσει σαν νικηφόρο αυτό τον αγώνα; Θα ήταν θετική η απάντηση αν κάνει έμπρακτα βήματα να αλλάξει τον τρόπο που υπάρχει και που σκέφτεται. Να συζητήσει, τα συνθήματα τις μορφές, τους όρους και τις προϋποθέσεις ύπαρξης κοινωνικών κινημάτων  του ρόλου της και της σχέσης της με αυτά. Να μάθει να ενώνεται όχι κυρίως για τις εκλογές αλλά για να υπάρξει μέσα στον κόσμο, για να βοηθήσει στα μικρά κοινωνικά «αντάρτικα», στις μικρές διεκδικήσεις που μπορούν να γίνουν νικηφόρες και να αλλάξουν τον τρόπο και την εμπιστοσύνη που οι βασικές μάζες δείχνουν και  σκέφτονται για τούς αγώνες. Γιατί η κρίση εμπιστοσύνης δεν λύνεται με συνθήματα και παχιά λόγια, δεν λύνεται με το γνωστό προεκλογικό παιχνίδι του μουτζούρη, με τις κοινοτοπίες του σχολιασμού και της αδράνειας και τις φλυαρίες των ανακοινώσεων που δεν διαβάζονται ούτε από τα μέλη των οργανώσεων. Απαιτείται νυστέρι σε όλο το σώμα της αριστεράς στον τρόπο που σκέφτεται που δρα και που δεν ενώνεται -αλλά και δεν ενώνει- εκεί που υπάρχει ανάγκη να ενωθεί.

Είναι αυταπάτη κάποιοι να νομίζουν ότι η επιστροφή των νέων στην πολιτική θα γίνει με τους παλιούς καλούς(;) κλασικούς όρους, να εκτιμούν ότι είναι δεδομένη η στροφή της νεολαίας προς την αριστερά, όταν αυτή η αριστερά είναι είτε ανυπόληπτη, είτε ακίνδυνη είτε συνεχίζει να έχει τον ρόλο του καλού ψηφοδοχείου. Το ζήτημα της οικοδόμησης μιας άλλης συνείδησης μέσα στη νέα γενιά που να είναι ικανή να  συνδέει την αντίθεση της με την ιδιωτικοποίηση με τον αγώνα για την εξάλειψη της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης απαιτεί μια άλλη αριστερά (που μπορεί να υπάρξει) που να διακατέχεται από το επαναστατικό πνεύμα. Απαιτεί μια αριστερά που να μιλήσει αξιόπιστα για ένα άλλο κόσμο και να τον προδιαγράφει σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής, σε κριτική αντιπαράθεση με τον σημερινό κόσμο και τον αντίστοιχο ανθρωπότυπο που χτίζεται, που να οικοδομήσει μια αξιόπιστη δύναμη άμεσα χρήσιμη  στους από κάτω και  άμεσα επικίνδυνη στους από πάνω

Σήμερα όμως αυτή τη νίκη της νέας γενιάς  πρέπει να την γιορτάσουμε γιατί μας έδωσε μια αίσθηση αισιοδοξίας, γιατί ήταν μια νίκη των από  κάτω.

Άρθρο 16: το Σύνταγμα καταλύεται όποτε θέλει η άρχουσα τάξη

Η ωμή και απροκάλυπτη παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος, το οποίο αφού απέτυχε να αναθεωρηθεί δια της νόμιμης οδού, παρακάμπτεται από τον κοινό νομοθέτη (κοινοβουλευτική πλειοψηφία) διά νόμου, θα έπρεπε να σημάνει έναν παλλαϊκό, δημοκρατικό ξεσηκωμό. Είναι η πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση που ένα άρθρο του Συντάγματος με ρητή  και μονοσήμαντη ερμηνεία παρακάμπτεται προκλητικά από μια νομοθετική ρύθμιση, δίχως την προβλεπόμενη από τον νόμο Συνταγματική Αναθεώρηση. Πρόκειται για καραμπινάτο αντισυνταγματικό πραξικόπημα.

Θυμίζουμε την ακριβή διατύπωση του άρθρου 16, παράγραφος 5:

H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση.  

Και λίγο παρακάτω στην παράγραφο 9:

H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.

Μια τόσο ακριβής, ρητή και μονοσήμαντη συνταγματική διατύπωση, ανατρέπεται με νόμο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Πρόκειται για μία ακόμη απόδειξη ότι η άρχουσα τάξη και τα κόμματά της δεν έχουν τον παραμικρό δισταγμό να τσαλαπατήσουν τη συνταγματική νομιμότητα όταν αυτή δεν τους βολεύει. Κατηγορούν υποκριτικά τους άλλους (και συνήθως την Αριστερά, το συνδικαλιστικό κίνημα και τους λαϊκούς αγώνες) ότι δεν σέβονται τη νομιμότητα, κρατώντας για τον εαυτό τους το δικαίωμα να παραβιάζουν το γράμμα και το πνεύμα όχι απλώς ενός νόμου, αλλά του Συντάγματος. Τέτοια εξώφθαλμη παράβαση του οποίου, δεν έχει υπάρξει ξανά στη μεταπολιτευτική ιστορία. 

Σε αυτή τη βίαιη και ωμή παραβίαση της συνταγματικής τάξης έχουν προσέλθει αρωγοί διάφοροι επιφανείς συνταγματολόγοι, (σχεδόν όλοι με ρόλο και πολιτική θέση κατά τη μνημονιακή περίοδο), που ως διά μαγείας έσπευσαν να γνωμοδοτήσουν θετικά για την παράκαμψη του άρθρου 16 ακριβώς πριν τεθεί το θέμα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αυτοί οι συνταγματολόγοι ήταν και το ισχυρό επιχείρημα της ΝΔ να καταλύσει το άρθρο 16. Δίχως να μπορεί να εμφανίσει κανένα έλλογο νομικό επιχείρημα, ο υπουργός Πιερρακάκης πανηγυρίζει όχι για την (παντελώς διαστροφική) ερμηνεία του άρθρου 16 αλλά για το “μέγεθος” των συνταγματολόγων που γνωμοδότησαν θετικά για την κυβέρνηση: “Βενιζέλος! Μανιτάκης! Αλιβιζάτος!”. Απέναντι στην πρωτοφανή παραβίαση ρητών συνταγματικών προβλέψεων η εκτελεστική εξουσία παραθέτει απλώς τα ονόματα όσων της “επιτρέπουν” να παραβιάζει το Σύνταγμα. 

Πρόκειται βέβαια για εκείνα τα “βαριά ονόματα” συνταγματολόγων που δεν είδαν τίποτα αντισυνταγματικό στην εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας με τα μνημόνια, που δεν ενοχλήθηκαν όταν η Βουλή ψήφιζε μέσα σε μια νύχτα αμετάφραστους νόμους που οι βουλευτές δεν είχαν καν διαβάσει, που δεν ενοχλήθηκαν (ίσα ίσα ορισμένοι πρωταγωνίστησαν) σε αποκαθήλωση εκλεγμένης κυβέρνησης από τους δανειστές (Παπανδρέου και αντικατάστασή του από Παπαδήμο). Πρόκειται για συνταγματολόγους οι οποίοι αποφάνθηκαν ότι το δημοψήφισμα του 2015 είναι αντισυνταγματικό ή ότι ο Τσίπρας με τη Novartis διαπράττει το έγκλημα της …εσχάτης προδοσίας. Αυτοί ακριβώς οι “επιφανείς” συνταγματολόγοι, τυφλωμένοι από το πολιτικό τους μίσος για την Αριστερά και το δημόσιο Πανεπιστήμιο, παρείχαν ένα διάτρητο φύλλο συκής στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για να παραβιάζει απροκάλυπτα ρητή συνταγματική επιταγή.

Πέραν της ευθείας και απροκάλυπτης παραβίασης της συνταγματικής απαγόρευσης, τίθεται το εξής θέμα: Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ κυβερνούν τον τόπο από τη μεταπολίτευση και μετά, με την εξαίρεση της τετραετίας του ΣΥΡΙΖΑ. Από το 1990 και μετά η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων είναι σημαία της ΝΔ. Από το 2004 και μετά προσχώρησε σε αυτή την άποψη και το ΠΑΣΟΚ. Επιχειρήθηκε πολλές φορές να αναθεωρηθεί το άρθρο 16 ώστε να καταστεί δυνατή η ίδρυση των ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Οι προσπάθειες απέτυχαν. Ποτέ μέχρι σήμερα, δεν είχε κανείς σκεφτεί να παρακάμψει το Σύνταγμα μέσω μιας απλής ρύθμισης του κοινού νομοθέτη. Οι ίδιοι που γνωμοδοτούν σήμερα υπέρ της δυνατότητας να παρακαμφθεί το Σύνταγμα, επί τρεις και πλέον δεκαετίες, διακονούσαν κάποια άλλη επιστήμη; Δεν ήταν συνταγματολόγοι; Πότε ανακάλυψαν ότι το άρθρο 16 μπορεί να παρακαμφθεί δια της πλαγίας; Το 2023; Επί τριάντα χρόνια γιατί όλοι μα όλοι οι συνταγματολόγοι, τα πολιτικά κόμματα, τα ΜΜΕ, οι κυβερνήσεις και η απλή λογική, συμφωνούσαν ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια προσκρούουν στο άρθρο 16; Τι ξαφνική επιφοίτηση Αγίου Πνεύματος είναι αυτή που συντελέσθηκε ξαφνικά στους τρεις “κορυφαίους συνταγματολόγους” της χώρας; Και ακόμα περισσότερο: Πουθενά στο προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ (μιλάμε για το 2023) δεν υπάρχει μισή λέξη για τη νομοθετική παράκαμψη του άρθρου 16. Η ΝΔ αποφάσισε να παρακάμψει το άρθρο 16 μέσω νομοθετικής ρύθμισης, μετά τις εκλογές, μην έχοντας πει το παραμικρό για τις προθέσεις της πριν από αυτές. Δείγμα και αυτό της “βαθιάς στρατηγικής σκέψης” της ελληνικής άρχουσας τάξης που αποδεικνύεται αρπαχτή και ρεσάλτο της συγκυρίας.

Ακόμα και αν οι συγκεκριμένοι συνταγματολόγοι έπραξαν ως λαγοί και ταυτόχρονα σερβιτόροι της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας Μητσοτάκη, ικανοί να γνωμοδοτούν θετικά για το οτιδήποτε αρκεί αυτό να βολεύει την άρχουσα τάξη, η πλειοψηφία συνταγματολόγων και ακαδημαϊκών, ακόμα και αυτών που είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, διατήρησαν την αξιοπρέπεια και την εντιμότητά τους και στάθηκαν απέναντι στην αντισυνταγματική εκτροπή. Θεώρησαν (όπως πικρά το έθεσε ο Γιώργος Κουβελάκης) ότι το να “φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια”.

Επιλέξαμε να αναδημοσιεύσουμε μια σειρά από παρεμβάσεις από ακαδημαϊκούς, νομικούς, συνταγματολόγους, όχι απαραίτητα υπέρμαχους του αποκλειστικά δημόσιου χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, που σημείο προς σημείο ξεγυμνώνουν το πρωτοφανές αντισυνταγματικό πραξικόπημα που τελέστηκε στη χώρα μας. 

Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να τα διαβάσουν προσεκτικά. 

Θα συνειδητοποιήσουν καλύτερα το βάθος, την έκταση και την προκλητικότητα της συνταγματικής εκτροπής που ενορχήστρωσε η κυβέρνηση με τους συνταγματολόγους της.

Οκτώ καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου κρίνουν αντισυνταγματικές τις διατάξεις για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια

Πρόκειται για μια σύντομη δήλωση οκτώ καθηγητών συνταγματικού δικαίου που αποκαθιστούν την πραγματικότητα και επιβεβαιώνουν ότι αυτό που λέει το Σύνταγμα είναι αυτό που όλοι καταλαβαίνουμε και όχι αυτό που η κυβέρνηση Μητσοτάκη και οι συνταγματολόγοι της εννοούν. Η ρητή διατύπωσή τους είναι: 

Στο άρθρο 16 του Συντάγματος προβλέπεται ρητά ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, ότι οι καθηγητές τους είναι δημόσιοι λειτουργοί και ότι η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Κατά τη γνώμη μας η ρητή αυτή απαγόρευση δεν μπορεί να παρακαμφθεί με βάση μία σύμφωνη με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Άλλωστε η Ελλάδα ούτε έχει καταδικασθεί ποτέ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εξαιτίας της απαγόρευσης λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, ούτε καν έχει παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο. Συνεπώς για την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, κερδοσκοπικών ή μη, απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση.

«Αυτό που διαβάζουμε όλοι στο Άρθρο 16, σημαίνει αυτό που διαβάζουμε»

Πρόκειται για τη σύνοψη της εκδήλωσης της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων με θέμα “Η παράκαμψη του Άρθρου 16 και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια”. Ανάμεσα σε άλλα, και σε ό,τι αφορά την αιφνίδια ανακάλυψη του “πολυεπίπεδου συνταγματισμού και της πολλαπλότητας των έννομων τάξεων (εθνική, ενωσιακή, διεθνής)” που επικαλούνται οι συνταγματολόγοι που διευκόλυναν   ο Ακρίτας Καϊδατζής σημειώνει: 

Το Ενωσιακό Δίκαιο, η ελευθερία της εγκατάστασης, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (GATS) υπάρχουν, έχουν κυρωθεί, εδώ και δεκαετίες. Αν λοιπόν, πράγματι το Ενωσιακό Δίκαιο επέτρεπε τη λειτουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης “από πάντα”, πώς γίνεται και το ανακαλύψαμε τώρα, πριν λίγους μήνες; Αυτοί που συμβουλεύανε όλους όσοι, από το 1990 και μετά, έχουν υποβάλει αιτήματα-προτάσεις αναθεώρησης του άρθρου 16 σε όλες αναθεωρήσεις που έχουν γίνει, το 2001, το 2008, το 2019, σε όλες τις προτάσεις που έχουν γίνει, προκειμένου να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, γιατί το είχαν ανακαλύψει από τότε; Ήταν κακοί σύμβουλοι, ήταν κακοί νομικοί αυτοί που τους συμβούλευαν; Επίσης, τα ελληνικά δικαστήρια και το ΣτΕ, χρόνια λένε αυτό που λέει το Σύνταγμα.

Αντισυνταγματική η λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων

Ο Ξενοφών Κοντιάδης υπενθυμίζει τις ρητές συνταγματικές διατάξεις:

Άρθρο 16 παρ. 5 εδ. α’ «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».
Άρθρο 16 παρ. 6 εδ. α’ «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί».
Άρθρο 16 παρ. 8. εδ. β’ «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».

Και συμπληρώνει:

Το Σύνταγμα όχι απλώς είναι εδώ σαφέστατο, αλλά και διατυπωμένο με τρόπο επιτακτικότερο από ό,τι σε άλλες διατάξεις. Στο άρθρο 16 χρησιμοποιήθηκαν λέξεις με ιδιαίτερο βάρος, όπως «παρέχεται αποκλειστικά» και «απαγορεύεται».

Και σε ότι αφορά την “πολλαπλότητα της έννομης τάξης” δηλαδή το ευρωενωσιακό δίκαιο που τάχα υπό το πρίσμα του οποίου πρέπει να ερμηνεύσουμε το ελληνικό Σύνταγμα ακόμα και σε πλήρη αντίθεση με τις διατάξεις του, ο καθηγητής είναι σαφής:

 Όμως για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν υφίσταται αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 165 παρ. 1 ΣΛΕΕ). Αν προβλεπόταν στο ενωσιακό δίκαιο η δυνατότητα εγκατάστασης ιδιωτικών πανεπιστημίων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είχε ήδη εγκαλέσει την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζήτημα που δεν τέθηκε ποτέ.

Ιδιωτικά Πανεπιστήμια και η κακομεταχείριση του συνταγματικού λόγου

Ο Γιάννης Δρόσος, ομότιμος καθηγητής συνταγματικού δικαίου, σημειώνει ότι η αντισυνταγματική παράκαμψη του άρθρου 16 δεν είναι απλώς μια περί του Συντάγματος ερμηνεία αλλά τμήμα ενός ενιαίου πολιτικού τρίπτυχου:

Η εισαγόμενη μεταβολή προετοιμάζεται από χρόνια με βάση δύο, αρχικά, θεμέλια, στα οποία προστέθηκε ο βιασμός του άρθρου 16, ως τρίτου. Το πρώτο θεμέλιο είναι ο συστηματικός διασυρμός των ελληνικών Πανεπιστημίων στον οποίο μετέχουν και μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας… Το δεύτερο θεμέλιο είναι …ο σχεδόν μεσσιανικός τρόπος που προβάλλεται η εισαγωγή, δίπλα στο δημόσιο θεμέλιο της οργάνωσης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, και ένα αγοραίο θεμέλιο, και η προβολή ότι αυτό θα είναι ο καταλύτης όχι απλώς για την υπέρβαση «παθογενειών» του δημόσιου Πανεπιστημίου, αλλά για την συνολική ανάταση και πρόοδο της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας και συμβολή στην οικονομική της ανάπτυξη. Η τρίτη πτυχή του τριπτύχου είναι το ρεσάλτο που γίνεται στο άρθρο 16 του Συντάγματος, δηλαδή η εν τοις πράγμασι κατάλυσή του, αφού η αναθεώρηση, όποτε στο παρελθόν προτάθηκε, απορρίφθηκε. 

Αναφερόμενος σε μια εκ των θετικών γνωμοδοτήσεων των Βενιζέλου – Σκουρή για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια στην οποία οι συνταγματολόγοι της εξουσίας αποφαίνονται ότι το ζήτημα των ιδιωτικών Πανεπιστημίων “εξήλθε” (!) του ελληνικού συνταγματικού δικαίου και εισήλθε στο πεδίο του ευρωενωσιακού δικαίου (άρα το άρθρο 16 δεν πρέπει καν να υπάρχει), ο κ. Δρόσος σημειώνει:

Πρόκειται για έμμεση, αλλά σαφέστατη παραδοχή ότι το Σύνταγμα απαγορεύει όσα προβλέπει το σχετικό νομοσχέδιο και όσα οι εμβληματικοί αυτοί συνάδελφοι επιθυμούν να γίνουν, και για τον λόγο αυτό επιχειρούν, με μία βολική αποφυγή του κεντρικού θέματος, που είναι αν έχει ή όχι ισχύ και εφαρμογή στη χώρα μας το άρθρο 16 του Συντάγματός της, να μεταφέρουν το κεντρικό για την επιχειρούμενη νομοθετική ρύθμιση θέμα σε πεδίο άλλο από εκείνο του Συντάγματος.

«Πολυεπίπεδος συνταγματισμός»: απολογητική ιδεολογία ή εξελικτική αναγκαιότητα; (Σκέψεις με αφορμή την ερμηνευτική επαναπροσέγγιση του άρθρου 16)

Ο Α.Παπατόλιας, διδάκτορας δημοσίου δικαίου στο Πανεπιστήμιο Paris X, υποβάλει σε ήπια κριτική την άποψη των συνταγματολόγων Βενιζέλου και Σκουρή ότι “στο πλαίσιο του πολυεπίπεδου συνταγματισμού και της πολλαπλότητας των έννομων τάξεων (εθνική, ενωσιακή, διεθνής), πρέπει να ερμηνεύονται πάντοτε σε αρμονία προς το Ενωσιακό και το Διεθνές Δίκαιο”. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι στην κριτική προσέγγιση του “συνταγματικού πλουραλισμού”, του “συνταγματικού εξελικτικισμού”, της “πολλαπλότητας της έννομης τάξης”, του “πολυεπίπεδου συνταγματισμού”, του “επαυξημένου δικαίου” (δηλαδή των διεθνών συνθηκών), όλων εκείνων των εννοιών δηλαδή που προβάλλουν οι Βενιζέλος, Σκουρής, Μανιτάκης, Αλιβιζάτος κλπ για να νομιμοποιήσουν την κατάργηση του άρθρου 16 δίχως συνταγματική αναθεώρηση, ο κ. Παπατόλιας αντιπαραθέτει την ουσιώδη λογική του Αριστόβουλου Μάνεση:

Ο Μάνεσης, ποτέ δεν συνέχεε στις αναλύσεις του την περιγραφή του ισχύοντος δικαίου με την άσκηση «συνταγματικής πολιτικής». Δεν θα μπορούσε, έτσι, ποτέ να αποδεχθεί ότι η βασική αποστολή ενός «επαυξημένου Συνταγματικού Δικαίου» είναι η διάδοση ενός πολιτικού προγράμματος ή η εμπέδωση μιας αναμορφωτικής agendas εις βάρος του τυπικού Συντάγματος. Το πιθανότερο είναι ότι θα καταλόγιζε στον πολυεπίπεδο συνταγματισμό ότι: α) αποτελεί ιδεολόγημα που συγκαλύπτει τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης μεταξύ κρατών και υπερεθνικών θεσμών στην παγκόσμια κατανομή ισχύος, β) παράγει πρακτικά αποτελέσματα που αποσκοπούν στη νομιμοποίηση υφιστάμενων δομών και κυρίαρχων πρακτικών εξουσίας και, ίσως, γ) ότι οι «αρχές» και «αξίες» που προτείνει δεν διαθέτουν συνταγματική περιωπή παρά μόνο στον βαθμό που περιλαμβάνονται στο ισχύον Σύνταγμα και όχι όταν εμφανίζονται ως «άγραφοι κανόνες» που προκύπτουν από αξιολογικές κρίσεις των ερμηνευτών τους.

 Ο Αββάς Σιεγιές και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια

Η παρέμβαση του Γ. Κατρούγκαλου έχει σαφώς πιο πολεμικό και πολιτικό χαρακτήρα. Υπενθυμίζει την αναφορά του Α.Μάνεση στον Αββά Σεγιές ότι “Ένα Σύνταγμα είναι ένα απλό κομμάτι χαρτί, εκτός εάν εφαρμόζεται. Τη στιγμή που ένα Σύνταγμα δεν είναι πλέον σεβαστό, δεν υπάρχει εξουσία, νόμος, δικαιοσύνη, χώρα. Ένα Σύνταγμα πρέπει να είναι δεσμευτικό, διαφορετικά δεν είναι τίποτα”, για να επισημάνει ακριβώς ότι η συνταγματολογίζουσα παραβίαση του άρθρου 16, καθιστά σε τελική ανάλυση το Σύνταγμα “ένα τίποτα”.

Ο Γ. Κατρούγκαλος θέτει ένα φλέγον πολιτικό ερώτημα:

Εάν δεν είναι αναγκαία η συνταγματική αναθεώρηση, γιατί η Νέα Δημοκρατία σε όλες τις σχετικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης του 2019, είχε προτείνει την κατάργηση των σχετικών ρυθμίσεων του άρθρου 16, αναγνωρίζοντας μάλιστα ρητά ότι μόνον έτσι μπορεί να προκύψει «το αναγκαίο συνταγματικό έρεισμα, ώστε η ανώτατη παιδεία της Χώρας μας ν’ ανταποκριθεί μ’ επιτυχία στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού και διεθνούς εκπαιδευτικού περιβάλλοντος»;

Στην ουσία δηλαδή επισημαίνει ότι πολιτικοί λόγοι χειραγώγησης της βούλησης του συντακτικού νομοθέτη και παράκαμψης του Συντάγματος επιβάλλουν την αιφνίδια ανακάλυψη “νέων ερμηνειών” (“πολυεπίπεδων”, “μη δογματικών”, “εξελικτικών” κοκ) που οι συνταγματολόγοι Βενιζέλος, Μανιτάκης, Αλιβιζάτος παρέχουν εν αφθονία προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη. 

Σε ότι αφορά το κρίσιμο ζήτημα της “ερμηνείας” του άρθρου 16 υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, ο Γ. Κατρούγκαλος επισημαίνει ότι όταν μια συνταγματική διάταξη είναι σαφής, δεν επιδέχεται ερμηνείας (από τον κοινό νομοθέτη), αλλά αναθεώρησης (από τον συντακτικό νομοθέτη).

Όμως, δεν νοείται ερμηνεία αντίθετη με το συγκεκριμένο γράμμα μιας ξεκάθαρης κανονιστικής διάταξης: interpretatio cessat in claris, επί των σαφών δεν νοείται ερμηνεία.  Κάθε τελολογική, «σύμφωνη με» ή «σε αρμονία με» ερμηνεία, επιτρέπεται να προσδιορίσει το νόημα (ή να διασώσει το κύρος μιας διάταξης, εάν υπάρχει αντίθετος κανόνας ανώτερης τυπικής ισχύος) μόνον επιλέγοντας ανάμεσα στις εκδοχές εκείνες που επιτρέπει η  γραμματική της διατύπωση. Όπως έγραφε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, (ο ερμηνευτής) «δεν μπορεί να αγνοήσει τον «πυρήνα» του νοήματος που έχει τεθεί από τον ιστορικό συντακτικό νομοθέτη σε συγκεκριμένο κείμενο (…). Διότι, διαφορετικά, η βούληση του ερμηνευτή ή (και) εφαρμοστή θα αντικαθιστούσε απλώς, ουσιαστικά, τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη».

Επομένως, οι ρητές διατάξεις ότι «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση», ή ότι «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί», ή ότι «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται», δεν επιδέχονται ανταγωνιστικής και αντιθετικής ερμηνείας από αυτό που απλά και καθαρά ορίζουν. Τυχόν ανταγωνιστική ερμηνεία, καταργεί στην ουσία το Σύνταγμα καθιστώντας το, ακριβώς ένα “τίποτα”.

Ψευδοερμηνευτική κατάργηση του άρθρου 16

Ο Ακρίτας Καϊδατζής, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου επισημαίνει ότι:

Αυτά λέει το Σύνταγμα. Λέει αυτά που όλοι καταλαβαίνουμε –χωρίς να χρειάζεται να είμαστε ειδικοί, νομικοί ή συνταγματολόγοι–, αν διαβάσουμε τις διατάξεις του. Αυτά που όλοι διαβάζουμε, αυτά εννοεί το Σύνταγμα. Δεν υπάρχουν κρυμμένα νοήματα ούτε συγκαλυμμένες ερμηνείες που, τάχα, μόνο κάποιο ιερατείο ειδικών μπορεί να «αποκαλύψει».

Υπογραμμίζει επίσης ότι:

Το ενωσιακό δίκαιο δεν λέει πουθενά αυτό που μας λένε ότι λέει. Δεν νοείται λοιπόν δια της, δήθεν, ερμηνείας να «παρακάμπτεται», όπως κατ’ ευφημισμόν λέγεται, –ακριβέστερα, να εξουδετερώνεται, ακόμα ακριβέστερα, ουσιαστικά να καταργείται– ορισμένη συνταγματική διάταξη. … είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι πουθενά το δίκαιο της Ένωσης, ούτε οι ιδρυτικές συνθήκες ούτε το παράγωγο δίκαιο, δεν περιέχει διατάξεις για την οργάνωση και τον τρόπο παροχής της ανώτατης ή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στα κράτη μέλη. Ο λόγος είναι απλός. Η οργάνωση των εκπαιδευτικών συστημάτων, ιδίως της ανώτατης εκπαίδευσης, παραμένει στην αρμοδιότητα των κρατών, δεν έχει εκχωρηθεί στην ΕΕ. 

Και διατυπώνει το ίδιο φλέγον ερώτημα που έχουν διατυπώσει και όλοι οι άλλοι συνταγματολόγοι που θεωρούν ότι το κύρος του Συντάγματος είναι σημαντικότερο από την εξυπηρέτηση της κυβερνητικής πολιτικής:

Το ενωσιακό δίκαιο ισχύει στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες. Αν από την ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών πράγματι απέρρεε δικαίωμα παροχής υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τότε γιατί κανείς ποτέ δεν διεκδίκησε να παρέχει τέτοιες υπηρεσίες στην Ελλάδα, προσδοκώντας μετά την απόρριψη του αιτήματός του από τις ελληνικές αρχές να κινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη διαδικασία επί παραβάσει και να εκδώσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδικαστική για τη χώρα μας απόφαση; (όπως συνέβη στην υπόθεση του «βασικού μετόχου»).

Δεύτερον, και κυριότερο, αν η λύση για όσους βλέπουν ως πρόβλημα την απουσία ιδιωτικών πανεπιστημίων ήταν πράγματι τόσο απλή (επίκληση και ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου), τότε γιατί κανείς ποτέ μέχρι τώρα δεν την πρότεινε, αλλά διαχρονικά οι υπέρμαχοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων υπέβαλλαν προτάσεις για την αναθεώρηση του άρθρου 16, παραδεχόμενοι ότι το άρθρο ως έχει απαγορεύει την ίδρυσή τους; Ήταν άραγε τόσο κακοί νομικοί, είχαν τέτοιαν άγνοια του ενωσιακού δικαίου όλοι όσοι –δηλαδή οι πάντες!– τόσα χρόνια, μέχρι πριν λίγους μήνες, αναγνώριζαν πως μόνο μετά από συνταγματική αναθεώρηση είναι δυνατή η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων;

Τέλος, σε αντίθεση με τον κ.Βενιζέλο που θεωρούσε τους πολιτικούς του αντιπάλους ως ενόχους “εσχάτης προδοσίας”, ο κ. Καϊδατζής θέτει έμμεσα, χωρίς ακραίους χαρακτηρισμούς, το ερώτημα αν τα μέλη της κυβέρνησης και οι βουλευτές υπακούουν αυτό που έχουν ορκιστεί να υπακούουν, δηλαδή το Σύνταγμα, ή κάτι άλλο:

Τα μέλη της κυβέρνησης, που κατά το άρθρο 85 του Συντάγματος είναι συλλογικώς υπεύθυνα για την κυβερνητική πολιτική, επομένως και για το νομοσχέδιο που θα κατατεθεί, όπως και όσοι βουλευτές το υπερψηφίσουν έχουν ορκιστεί να υπακούν στο Σύνταγμα. Όχι στο ενωσιακό δίκαιο. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπήρχε αντίθεση μεταξύ άρθρου 16 και του ενωσιακού δικαίου (που δεν υπάρχει), κανείς αξιωματούχος, λειτουργός ή και απλός υπάλληλος του ελληνικού κράτους δεν δικαιούται αυτοβούλως να παραβεί το Σύνταγμα, αν δεν έχει προηγουμένως διαπιστωθεί αρμοδίως (π.χ. με απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ) ότι πράγματι υπάρχει τέτοια αντίθεση και δεν είναι δυνατή η εναρμόνιση των αντίθετων διατάξεων. 

Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια ως δοκιμασία του κανονιστικού κύρους του Συντάγματος

Ο ανώτατος δικαστικός και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης των κυβερνήσεων του Α. Παπανδρέου Γιώργος Κουβελάκης, ξεκινά την παρέμβασή του ξεκαθαρίζοντας ότι είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων:

Να εξηγούμεθα, είμαι υπέρ της ίδρυσης και λειτουργίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. 

Αποδεικνύει στην αμέσως επόμενη πρόταση όμως ότι επειδή ο ίδιος και αρκετοί άλλοι είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, δεν πρέπει να φτάσουμε στην καταπάτηση του Συντάγματος:

Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος, που ακολουθεί την εξέλιξη της Κοινωνίας και των Ιδεών. Μέχρι του σημείου, όμως, που ο ερμηνευτής αποδίδει, όπως ο μουσικός, τη σύνθεση της παρτιτούρας που έχει μπροστά του και δε συνθέτει δικιά του. Μέχρις εκεί, που η νομική επιστήμη παραμένει επιστήμη, και όχι τέχνη διαπραγμάτευσης και μετατροπής του ήσσονος λόγου σε κρείττονα ή με την ίδια ευκολία το αντίστροφο, κατά την αυθαίρετη επιλογή και ιεράρχηση του «ερμηνευτή».

Και επιμένει ότι μία ολόκληρη χώρα, το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, το σύνολο των συνταγματολόγων, μέχρι τις εκλογές του 2023, θεωρούσε ότι το Σύνταγμα επιτάσσει αυτό που λέει και όχι κάτι άλλο που αιφνιδίως ανακαλύφθηκε όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε να ιδρύσει ιδιωτικά Πανεπιστήμια, παρά το άρθρο 16:

Πρόσφατα, σειρά άρθρων, γνωμοδοτήσεις ακαδημαϊκών και πολιτικών ανακάλυψαν μετά από 50 χρόνια από την ψήφιση και ισχύ του Συντάγματος του ’75, και σχεδόν 45 από την είσοδό μας στην ΕΟΚ, ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν έχει την έννοια που όλοι νομίζαμε (Κυβερνήσεις, Συμβούλιο Επικρατείας κλπ.). Η φώτιση ήρθε – ξαφνικά. (;) 

Και αποδεικνύοντας ότι η εντιμότητα πρέπει να χαρακτηρίζει όσους μιλούν για το Σύνταγμα και ειδικά όσων το λειτούργημα είναι να το ερμηνεύουν, επιμένει:

Ζούμε στην εποχή της ιδεολογικής ισοπέδωσης, όμως μία κάποια σταθερά την έχουμε ανάγκη, ιδιαίτερα τώρα. Ας φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε ανάγκη περισσότερο από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια.

Και στην ουσία λέει αυτό που ισχύει, ανεξάρτητα από το αν καμιά πολιτική δύναμη δεν έχει το θάρρος να το παραδεχτεί ανοικτά και δημόσια. Ότι δηλαδή ζούμε μια φάση συνταγματικής εκτροπής, παραβίασης του Συντάγματος, δηλαδή ότι  έχουμε μια κυβέρνηση επίορκη, υπόλογη για συνειδητή αντισυνταγματική πράξη.

Η τήρηση του Συντάγματος, τόσο απαραίτητη για τη σταθερότητα της Δημοκρατίας μας και την προστασία των ατομικών ελευθεριών, επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, περιλαμβανομένων και των νομικών που καλό είναι να μη χρησιμοποιούν την Τέχνη τους, ώστε να καθίσταται νομιμοφανής η παραβίασή του.

Υπενθυμίζουμε ξανά ότι ο Γ. Κουβελάκης είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, θεωρεί όμως ότι η λειτουργία τους πρέπει να επιτραπεί με συνταγματική αναθεώρηση και όχι με αντισυνταγματική νομοθετική ρύθμιση. Από αυτή την άποψη, οι επισημάνσεις του για τη συνταγματικότητα του νόμου Πιερρακάκη, ίσως έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από τις επισημάνσεις συνταγματολόγων που είναι υπέρμαχοι των δημόσιων πανεπιστημίων. 

Αναπάντητα ερωτήματα για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Γιατί η κυβέρνηση επέλεξε την κατάλυση αντί της αναθεώρησης του Συντάγματος;

Ο καθηγητής Σωτηρέλλης βάζει κατευθείαν το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων σε ότι αφορά τον “μεταρρυθμιστικό οίστρο” της κυβέρνησης που δεν μπορεί να κρατηθεί μέχρι την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση:

Προς τι λοιπόν αυτή η «πρεμούρα»; Και γιατί έπρεπε να γίνει με τόσο τραυματικούς όρους σε σχέση με το Σύνταγμα; Το μόνο που μπορώ να σκεφθώ είναι ότι η αντιπολίτευση, όλων σχεδόν των αποχρώσεων, έχει δίκιο: η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα με μία ελεγχόμενη μονοκομματική πλειοψηφία, διότι γνωρίζει ότι οι λύσεις που θα ήθελε να επιβάλει τώρα δεν είναι εύκολο να γίνουν αποδεκτές με τις ευρύτερες συναινέσεις που επιτάσσει η συνταγματική αναθεώρηση. Ή, για να το πούμε πιο απλά και πιο καθαρά, διότι φοβάται ότι τα υπόλοιπα κόμματα θα ζητήσουν ευλόγως μία συνολική ρύθμιση και δεν θα είναι διατεθειμένα να δεχθούν μία επιλεκτική και αποσπασματική διευθέτηση ιδιωτικών συμφερόντων σαν αυτήν που επιχειρείται σήμερα.

Και αποκαλύπτει την εμφανή σκοπιμότητα των γνωμοδοτήσεων των “επιφανών” συναδέλφων του που ως διά μαγείας έσπευσαν να γνωμοδοτήσουν μόλις η κυβέρνηση εξέφρασε την επιθυμία της να ξεπεράσει τον συνταγματικό σκόπελο:

Μόνο έτσι εξηγείται γιατί ξαφνικά είδαν το φως της δημοσιότητας, σχεδόν ταυτόχρονα και με συντονισμένες κινήσεις όλων των ενδιαφερόμενων μερών (κυβέρνησης και προετοιμαζόμενων «επενδυτών»), ορισμένες επί τούτω γνωμοδοτήσεις και τοποθετήσεις… με τις οποίες καλούμαστε να ξεχάσουμε ότι γνωρίζαμε έως σήμερα για το άρθρο 16 του Συντάγματος, τόσο από την νομολογία όσο και από την θεωρία (των παλαιότερων απόψεων των ιδίων συμπεριλαμβανομένων…) και να δεχθούμε ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος, παρά τις απόλυτες και κατηγορηματικές διατυπώσεις του, μπορεί (ή και επιβάλλεται…) να αχρηστευθεί πλήρως, προκειμένου να ευοδωθουν τα σχέδια της κυβέρνησης (τα οποία αρχικά έφταναν μέχρι και την σύσταση ιδιωτικών κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων –εξ ού και οι τόσο ”large” σχετικές γνωμοδοτικές ερμηνείες, πλην Αλιβιζάτου– αλλά στην πορεία ο υπουργός μάλλον αποφάσισε ότι πρέπει να κινηθεί με αυτοσυγκράτηση και να περιορίσει την παρέμβασή του σε «μη κερδοσκοπικά» παραρτήματα ξένων Πανεπιστημίων, χωρίς πάντως να διασφαλίσει εν τέλει, παρά τις εξαγγελίες του, ούτε τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα αλλά ούτε και την στοιχειώδη έστω εξομοίωσή τους με τα δημόσια, από την άποψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας).

Στη συνέχεια ο κ. Σωτηρέλλης παραθέτει όλες τις τοποθετήσεις της επιστημονικής κοινότητας που ακολούθησαν την ομοβροντία θετικών για την παράκαμψη του άρθρου 16 γνωμοδοτήσεων καταλήγοντας ότι “κατέστη αναμφισβήτητο ότι η άποψη που συμπλέει με τα σχέδια της κυβέρνησης είναι εν τέλει προδήλως μειοψηφική”.

Ο καθηγητής παραθέτοντας και πάλι τις ρητές επιταγές και απαγορεύσεις του Συντάγματος αναρωτιέται: 

Τι άλλο θα μπορούσε να λέει ένα Σύνταγμα, για να γίνει σαφέστερο; Ποια ερμηνεία μπορεί να διαστρέψει ή να παρακάμψει το νόημα αυτών των διατάξεων εκτός από μια contra constitutionem «ερμηνεία», που θεωρεί το Σύνταγμα λάστιχο, το οποίο μπορεί να τανύζεται κατά το δοκούν;

Ιδιαίτερη σημασία τέλος έχει η σημείο προς σημείο αντιπαράθεση που κάνει με τα θεωρητικά σχήματα που επικαλούνται οι θετικοί προς την κυβέρνηση συνταγματολόγοι για να δικαιολογήσουν την αδικαιολόγητη παράβαση της συνταγματικής διάταξης: Την επιχειρηματολογία περί «ζωντανού» ή «δυναμικού» Συντάγματος, που πρέπει να «προσαρμόζεται στις εξελίξεις», τη θεωρία του “επαυξημένου συντάγματος” και του “πολυεπίπεδου συνταγματισμού”, τον ερμηνευτικό σχετικισμό, τον ευρωπαϊκό πατριωτισμό που “εκλαμβάνει αξιωματικά την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν εξ ορισμού και σε κάθε περίπτωση υπερέχουσα Έννομη Τάξη”.  

Ο καθηγητής κλείνει ως εξής:

Το διακύβευμα είναι τεράστιο, διότι δεν αφορά, εν κατακλείδι, ένα συνταγματικό άρθρο αλλά το ίδιο το μέλλον του Συντάγματος, ως θεμελιώδους κανονιστικού πλαισίου που παρέχει ασφάλεια δικαίου και εγγυάται το δημόσιο συμφέρον, τις ανθρωπιστικές αξίες  και τις πάγιες δημοκρατικές και δικαιοκρατικές κατακτήσεις του ευρωπαϊκού συνταγματισμού.

Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων

Ο καθηγητής Καϊδατζής θέτει χωρίς περιστροφές το ερώτημα του τι πρέπει να κάνει ο λαός. Απαντά ότι “Οι πολίτες δικαιούνται να ελέγχουν την τήρηση του Συντάγματος”. Αναφερόμενος μάλιστα στην περίφημη πρόταση “η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων”, σημειώνει ότι 

Έχει σημασία να κατανοήσουμε για ποιο λόγο το Σύνταγμα εξοπλίζει τους πολίτες με αυτή την ευθύνη. Το Σύνταγμα είναι βεβαίως ένας νόμος κι αυτό, που όμως διαφέρει από όλους τους υπόλοιπους νόμους, το κοινό δίκαιο. Ενώ το κοινό δίκαιο θεσπίζεται από όργανα της κρατικής εξουσίας για να ρυθμίσει και να περιορίσει τη συμπεριφορά των πολιτών, το Σύνταγμα θεσπίζεται, στο όνομα και για λογαριασμό των πολιτών, για να ρυθμίσει και να περιορίσει την εξουσία των κρατικών οργάνων. Και, ενώ το πότε παραβιάζεται το κοινό δίκαιο κρίνεται από κρατικά όργανα, ιδίως και τελικά τα δικαστήρια, το πότε παραβιάζεται το Σύνταγμα δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στην κρίση κρατικών οργάνων, δηλαδή εκείνων τη συμπεριφορά των οποίων υποτίθεται ότι ρυθμίζει. Αυτός είναι ο λόγος που –παράλληλα με τις άλλες, τις θεσμικές εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος, όπου ορισμένο κρατικό όργανα ελέγχει αν κάποιο άλλο παραβίασε το Σύνταγμα– ο πατριωτισμός των Ελλήνων ανάγεται σε αυτοτελή, και με μιαν έννοια ύπατη, εγγύηση τήρησης του Συντάγματος.

Το πολιτικό διακύβευμα είναι το παρακάτω:

Το νομοσχέδιο για την ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων που συζητιέται στη βουλή είναι απροκάλυπτα και κραυγαλέα αντισυνταγματικό. Το άρθρο 16 του Συντάγματος που όλοι διαβάζουμε και όλοι καταλαβαίνουμε –δεν χρειάζεται να είμαστε ειδικοί– λέει πως τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με ακαδημαϊκή ελευθερία και εγγυήσεις για τους διδάσκοντές τους. Τίποτε από αυτά δεν είναι τα διαβόητα «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» που προβλέπει το νομοσχέδιο.

Στις εύλογες αντιδράσεις πολλών –φοιτητικό κίνημα, πανεπιστημιακοί, ενδιαφερόμενοι πολίτες– μια συνήθης απόκριση είναι του τύπου: «Δεν σας πέφτει λόγος για το αν το νομοσχέδιο είναι ή δεν είναι αντισυνταγματικό, δεν είστε ειδικοί. Υπάρχουν ειδικοί, νομικοί και συνταγματολόγοι, που έχουν βρει – ακριβέστερα: κατασκευάσει– μιαν ερμηνεία –ακριβέστερα: παρερμηνεία– που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 16 δεν σημαίνει αυτό που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε, αλλά κάτι διαφορετικό». Η απάντηση εδώ πρέπει να είναι απερίφραστη: Το άρθρο 120 αναθέτει σε εμάς, τους πολίτες –όλους τους πολίτες, όχι μόνο τους ειδικούς– την ευθύνη για την τήρηση του Συντάγματος. Βεβαίως και μας πέφτει λόγος, βεβαίως και μπορούμε να κρίνουμε αν ένα νομοσχέδιο είναι αντίθετο σ’ αυτά που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε ότι λέει το Σύνταγμα.

Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου

Ο καθηγητής Κ. Γιαννακόπουλος θέτει το ζήτημα της σύγκρουσης του εθνικού με το ενωσιακό δίκαιο στην πραγματική του βάση: 

Την αλλοίωση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, διότι το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) δέχεται ότι μια τέτοια μέθοδος «δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου» (υπόθεση C-573/17). Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, τα ανώτατα δικαστήρια όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών -και, πάντως, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας- δεν δέχονται την απόλυτη υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι των εθνικών Συνταγμάτων τους. Όταν, μάλιστα, τα δικαστήρια αυτά απευθύνουν σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, ουδόλως θεωρούν αναντίρρητα δεσμευτικές τις απαντήσεις του. Πίσω από μια περίτεχνη διπλωματία νομικών όρων, εξελίσσεται ένας πόλεμος μεταξύ των εθνικών δικαστών και του ΔΕΕ για τη διεκδίκηση της εκφοράς του τελευταίου λόγου. Σε κάθε περίπτωση, προτού αποφανθούν τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια, συνήθως μετά από προσφυγή ιδιωτών, και προτού το ΔΕΕ εκφέρει ειδική σχετική κρίση, καμία σοβαρή ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν διανοείται να απαξιώσει, από μόνη της, το Σύνταγμά της κατ’ επίκληση ερμηνειών του ενωσιακού δικαίου. 

Στην ουσία ο καθηγητής λέει ότι δεν υπάρχει σοβαρή και κυρίαρχη ευρωπαϊκή χώρα που να δέχεται μια αντίθετη στο εθνικό συνταγματικό της δίκαιο ερμηνεία του ΔΕΕ (Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης), τα εθνικά δικαστήρια ΔΕΝ θεωρούν δεσμευτικές τις απαντήσεις των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, πολύ περισσότερο δεν προστρέχουν ως Χατζηαβάτηδες να προεξοφλήσουν την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι το εθνικού (σε θέμα μάλιστα που το ευρωπαϊκό δεν έχει τυπική αρμοδιότητα) και να παραβιάσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο το εθνικό τους Σύνταγμα. Εδώ όμως είναι Ελλάδα.

ο κ. Γιαννακόπουλος καταλήγει:

Στην όλη υπόθεση, το μείζον διακύβευμα δεν είναι τόσο η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων, όσο ο σεβασμός του κύρους των θεμελιωδών -εθνικών και ευρωπαϊκών- κανόνων δικαίου, ώστε η Ελλάδα να θεωρείται αξιοπρεπής ευρωπαϊκή χώρα.

Υπεράσπιση του Συντάγματος

Ο καθηγητής κ. Μποτόπουλος ξεκινά με μια πικρή διαπίστωση:

Να λοιπόν που φτάσαμε σε αυτό το σημείο: να πρέπει να υπερασπιστούμε το Σύνταγμα μας, αφού, με την πρόσφατη ψήφιση του νόμου για τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια», παραβιάστηκε μπροστά στα μάτια όλων το άρθρο 16. Και τούτο παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις περί αντισυνταγματικότητας του σχετικού νομοσχεδίου εκ μέρους πολλών, αν όχι της πλειοψηφίας των συνταγματολόγων της Χώρας.

Και συνοψίζει την πολιτική σημασία της αντισυνταγματικής εκτροπής που ενορχήστρωσε η κυβέρνηση με μια χούφτα “επιφανών” συνταγματολόγων, που όταν συμπεριφέρονταν ως συνταγματολόγοι και όχι ως πολιτικοί οπαδοί δίδασκαν στους υπόλοιπους ότι πρέπει να σέβονται το Σύνταγμα. . 

Το Σύνταγμα θα έπρεπε να το είχε υπερασπιστεί, καταρχήν και μετά λόγου γνώσης, σύσσωμη η κοινότητα των ειδικών, δηλαδή των συνταγματολόγων -πόσο μάς λείπουν ο Μάνεσης και ο Τσάτσος… Όσοι υπερασπιζόμαστε το Σύνταγμα χαρακτηριζόμαστε παρωχημένοι ή σχολαστικοί και αναγκαζόμαστε να επιχειρηματολογήσουμε για τα αυτονόητα εναντίον αυτών που μας είχαν διδάξει τα αυτονόητα:

    • την κανονιστική εμβέλεια του Συντάγματος, που όταν λέει, 7 μόνο φορές σε όλο το κείμενο, «απαγορεύεται», απαιτεί να τηρείται η απαγόρευση. …
    • το θεμελιώδες γεγονός ότι καμία ερμηνεία δεν μπορεί να αντιστρέψει ή να παραμερίσει το περιεχόμενο ρητής διάταξης θετού δικαίου, πόσο μάλλον συνταγματικού επιπέδου, και ότι, ειδικώς η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, «συμπληρώνει και επεκτείνει το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος», ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να «το περιορίζει», ποτέ όμως να το διαστρέφει ή να το καταργεί, κάτι που δέχεται και το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης…
    • τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος: ο μόνος τρόπος να τραπεί το «απαγορεύεται» σε «επιτρέπεται» είναι μέσω συνταγματικής αναθεώρησης,
    • τη σχέση του Συντάγματος με το ευρωπαϊκό/ενωσιακό δίκαιο, που είναι μια σχέση εναρμόνισης και όχι σύγκρουσης, πόσο μάλλον όταν, ειδικά στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει σύγκρουση, αφού το ίδιο το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 165 παρ. 1 Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρθρο 14 παρ. 2 Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων), ρητά καθορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση οργανώνεται με βάση τις εθνικές –στην κορυφή των οποίων βρίσκονται οι συνταγματικές- ρυθμίσεις,
    • τη δημοκρατική σημασία του Συντάγματος, που είναι όχι απλώς κείμενο πολιτικό, αλλά κείμενο που εκφράζει δεσμευτικά, στο υψηλότερο επίπεδο, τη βούληση της νομοθετικής εξουσίας και άρα του κοινωνικού σώματος στην ολότητα του. Η «ρευστοποίηση» του Συντάγματος και η μείωση της κανονιστικής του ισχύος συνιστούν όχι μόνο νομικές παραβιάσεις, αλλά και δημοκρατικές απειλές.

Επίλογος

Το Σύνταγμα στην πολιτική ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε κατάκτηση των πολιτών και των εθνών έναντι της απολυταρχίας. Ήταν ο συντεταγμένος τρόπος να περιοριστεί η αυθαιρεσία των ελέω Θεού μαναρχών και να διασφαλιστεί σιγά σιγά και σταδιακά η λαϊκή κυριαρχία έστω στην τυπική – αστική της μορφή, η ισονομία και η ισοπολιτεία. 

Στην εποχή του εκδικητικού και επιθετικού νεοφιλελευθερισμού, το Σύνταγμα συχνά στέκει εμπόδιο στις αδίστακτες φιλοδοξίες του κεφάλαιου και της εξουσίας να αλώσει κάθε πτυχή της κοινωνικής δραστηριότητας, να ελέγξει τον πληθυσμό, να περιορίσει την εθνική κυριαρχία σε όφελος των μεγάλων ιμπεριαλιστικών ενώσεων ή στρατιωτικών συμμαχιών (ΕΕ, ΝΑΤΟ κλπ).

Η ουσιαστική παραβίαση του Συντάγματος έχει συμβεί πολλάκις στην πρόσφατη ελληνική ιστορία (εκ μέρους των ορκισμένων να το τηρούν κυβερνήσεων και όχι κάποιων ταραξιών ή ανατροπέων του πολιτεύματος) με το μνημονιακό αίσχος, την επί της ουσίας παράδοση της εξουσίας στους δανειστές και τον ευτελισμό της Βουλής να είναι το χαρακτηριστικότερο όλων.

Ωστόσο είναι η πρώτη φορά που ρητή και απολύτως κατανοητή και σε μικρά παιδιά συνταγματική απαγόρευση ανατρέπεται με το έτσι θέλω μιας κυβέρνησης που δεν το είχε καν θέσει στο προεκλογικό της πρόγραμμα (σ.σ. την νομοθετική παραβίαση της απαγόρευσης – όχι την ανάγκη ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων μέσω αναθεώρησης) και τη σύμφωνη γνώμη συνταγματολόγων που άλλα δίδασκαν όταν ήταν πράγματι συνταγματολόγοι και άλλα γνωμοδοτούν σήμερα που είναι κατά βάση θεράποντες της εξουσίας. 

Κανονικά, η κατάφωρη και βάναυση παραβίαση του Συντάγματος θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε ένα νέο 1-1-4 (σήμερα 120), όπου ο λαός επικαλούμενος ότι “η τήρηση του Σύντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων” και όχι στη βουλιμία των Μητσοτάκη, Βενιζέλου κλπ υπέρ του ιδιωτικού κεφαλαίου, θα ζητούσε την αποπομπή της επίορκης κυβέρνησης και την απόδοση πολιτικών και ποινικών ευθυνών για την παραβίαση του Συντάγματος. 

Ζούμε όμως σε μια εποχή και ένα συσχετισμό όπου όσοι παραβιάζουν το Σύνταγμα κουνάνε το δάχτυλο στην κοινωνία και η κοινωνία παρακολουθεί σοκαρισμένη και σαστισμένη την απόλυτη ρευστοποίηση των κατακτήσεων της Γαλλικής Επανάστασης, της Αμερικανικής Επανάστασης, των επαναστάσεων του 1848, της δικής μας 3ης Σεπτεμβρίου, και τόσων άλλων ορόσημων της ιστορίας της ανθρωπότητας που πλέον καταργούνται για να πισωγυρίσουμε όχι στην απολυταρχία μιας οικογένειας αυτοκρατόρων ή βασιλέων αλλά στην απολυταρχία του κεφαλαίου.

Υπεράσπιση του Συντάγματος

 Να λοιπόν που φτάσαμε σε αυτό το σημείο: να πρέπει να υπερασπιστούμε το Σύνταγμα μας, αφού, με την πρόσφατη ψήφιση του νόμου για τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια», παραβιάστηκε μπροστά στα μάτια όλων το άρθρο 16.

Και τούτο παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις περί αντισυνταγματικότητας του σχετικού νομοσχεδίου εκ μέρους πολλών, αν όχι της πλειοψηφίας των συνταγματολόγων της Χώρας[1]. Παρά την αποκαθήλωση, από την ίδια την κυβέρνηση, της αρχικής σκέψης να χρησιμοποιήσει, ως τρόπο εισχώρησης των «ιδιωτικών πανεπιστημίων» στο ελληνικό δίκαιο, το άρθρο 28 του Συντάγματος, μέσω σύναψης διεθνών συμφωνιών με άλλες χώρες[2]. Παρά τη σαφή ανάδειξη από τη δημόσια συζήτηση ότι δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής, προκειμένου να επιτευχθεί ο ίδιος σκοπός, ούτε η «νομολογία Soros» του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκής Ένωσης[3], ούτε η «νομολογία του βασικού μετόχου» του Συμβουλίου της Επικρατείας[4]. Και παρά τη διαπίστωση ότι τα «Παραρτήματα» του νόμου, που υποτίθεται ότι θα σέβονταν το άρθρο 16[5], είναι στην πραγματικότητα νέα νομικά πρόσωπα (με την καινοφανή ονομασία «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» -«νππε»- και την μη ασκούσα νομική επιρροή  προσθήκη ότι θα πρόκειται, κατά δήλωση του νόμου, για «μη κερδοσκοπικά ιδρύματα»), τα οποία θα εκδίδουν «ελληνικούς» πανεπιστημιακούς τίτλους: δεν πρόκειται, συνεπώς, για «εγκατάσταση παρατημάτων» αλλά για εισχώρηση στην ελληνική έννομη τάξη νέου –απαγορευόμενου- τύπου ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων[6].

Είναι η πρώτη φορά στη μεταπολίτευση που συμβαίνει τέτοια ευθεία παραβίαση –έμμεσες έχουν υπάρξει πολλές και συνέβη ίσως πάλι πρόσφατα με την παράνομη χρήση προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Συντάγματος) από ευρωβουλευτή. Είναι επίσης η πρώτη φορά που η βιασύνη για μια επιχειρηματική διευθέτηση, ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο μεταρρυθμιστικός ζήλος, επικρατούν, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης και ψήφο της Βουλής, όχι μόνο του γράμματος και του πνεύματος του Συντάγματος αλλά της κοινής λογικής. Γιατί δεν αντέχει στη δοκιμασία της λογικής –εκτός αν κάποιο μυαλό λειτουργεί με όρους κομματικούς ή «ακολουθεί» πρόσωπα και όχι επιχειρήματα- ούτε ότι μέσω της ερμηνείας, «ενωσιακού» ή άλλου τύπου, μπορεί να επιτραπεί κάτι που το Σύναγμα απαγορεύει, ούτε ότι συνταγματική αναθεώρηση είναι απαραίτητη, αλλά μετά την ψήφιση νόμου που χωρίς αναθεώρηση θα είναι αντισυνταγματικός[7].

Το Σύνταγμα θα έπρεπε να είχε υπερασπιστεί, καταρχήν και μετά λόγου γνώσης, σύσσωμη η κοινότητα των ειδικών, δηλαδή των συνταγματολόγων -πόσο μάς λείπουν ο Μάνεσης και ο Τσάτσος, που θα είχαν βρει τον τρόπο να αποφύγουμε αυτά που ακούμε σήμερα από την κοινωνία: «αφού δεν τα βρίσκετε μεταξύ σας, τι μας νοιάζει εμάς το Σύνταγμα». Και δικαίως τα ακούμε, όταν όχι μόνο δεν είμαστε μια γροθιά, αλλά όσοι υπερασπιζόμαστε το Σύνταγμα χαρακτηριζόμαστε παρωχημένοι ή σχολαστικοί και αναγκαζόμαστε να επιχειρηματολογήσουμε για τα αυτονόητα εναντίον αυτών που μας είχαν διδάξει τα αυτονόητα:

  • την κανονιστική εμβέλεια του Συντάγματος, που όταν λέει, 7 μόνο φορές σε όλο το κείμενο, «απαγορεύεται», απαιτεί να τηρείται η απαγόρευση. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με την απαγόρευση, και μάλιστα τριπλή (άρθρο 16 παρ. 5,6 και 8), λειτουργίας ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που να έχουν άλλη μορφή από νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου –νπδδ- και να στηρίζονται σε ιδιωτικούς πόρους,
  • το θεμελιώδες γεγονός ότι καμία ερμηνεία δεν μπορεί να αντιστρέψει ή να παραμερίσει το περιεχόμενο ρητής διάταξης θετού δικαίου, πόσο μάλλον συνταγματικού επιπέδου[8], και ότι, ειδικώς η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, «συμπληρώνει και επεκτείνει το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος»[9], ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να «το περιορίζει», ποτέ όμως να το διαστρέφει ή να το καταργεί, κάτι που δέχεται και το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C-573/17)[10]
  • τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος: ο μόνος τρόπος να τραπεί το «απαγορεύεται» σε «επιτρέπεται» είναι μέσω συνταγματικής αναθεώρησης,
  • τη σχέση του Συντάγματος με το ευρωπαϊκό/ενωσιακό δίκαιο, που είναι μια σχέση εναρμόνισης και όχι σύγκρουσης, πόσο μάλλον όταν, ειδικά στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει σύγκρουση, αφού το ίδιο το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 165 παρ. 1 Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρθρο 14 παρ. 2 Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων), ρητά καθορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση οργανώνεται με βάση τις εθνικές –στην κορυφή των οποίων βρίσκονται οι συνταγματικές- ρυθμίσεις,
  • τη δημοκρατική σημασία του Συντάγματος, που είναι όχι απλώς κείμενο πολιτικό, αλλά κείμενο που εκφράζει δεσμευτικά, στο υψηλότερο επίπεδο, τη βούληση της νομοθετικής εξουσίας και άρα του κοινωνικού σώματος στην ολότητα του. Η «ρευστοποίηση» του Συντάγματος και η μείωση της κανονιστικής του ισχύος συνιστούν όχι μόνο νομικές παραβιάσεις, αλλά και δημοκρατικές απειλές.

Το Σύνταγμα, που έχουν ψηφίσει και στο οποίο ορκίζονται, θα έπρεπε και οι βουλευτές να είχαν βάλει πάνω από πολιτικά προγράμματα, κυβερνητικές πιέσεις, προσωπικές φιλοδοξίες, τα ήξεις αφήξεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής[11]. Στοιχειώδες αίσθημα ευθύνης, αυτοπροστασίας και αυτοσυγκράτησης θα έπρεπε να είχε κάνει να πρυτανεύσει, υπεράνω κομματικών συσχετισμών, η απλή σκέψη ότι ακόμα και αν ήταν απλώς αμφιλεγόμενο τι επιτρέπει και τι απαγορεύει το Σύνταγμα, η Βουλή, ως εκφραστής της λαϊκής βούλησης, θα έπρεπε να οδηγηθεί σε λύση συμφιλίωσης –την αναθεώρηση- και όχι σύγκρουσης –στο όνομα, μάλιστα, μιας ανεξήγητης βιασύνης.

Τέλος, για το Σύνταγμα θα έπρεπε –αλλά δεν βρέθηκε κανείς να του το εμφυσήσει- να μάχεται το κοινωνικό σύνολο, αφού γεύεται και επιθυμεί την υπό τη σκέπη του δημοκρατία και έχει πατριωτικό καθήκον (άρθρο 120 Συντάγματος) να διεκδικεί πλήρως και αδιάκοπα την τήρηση του.

Τώρα πλέον, μετά την ψήφιση του νόμου, μόνος υπερασπιστής του Συντάγματος μένει το Συμβούλιο της Επικρατείας, από το οποίο, στη βέβαια περίπτωση που προσβληθεί μια στηριζόμενη στο νέο νόμο διοικητική πράξη, θα «ζητηθεί» από την κυβέρνηση όχι μόνο να μεταστρέψει τη νομολογία του, αλλά να νομολογήσει ότι για την ελληνική ανώτατη εκπαίδευση δεν ισχύει το ελληνικό Σύνταγμα.

Κι όμως, η νομολογία του ΣτΕ σε σχέση με το άρθρο 16 είναι πάντα στην ίδια γραμμή, από το 1974 έως σήμερα:

  • «απαγορεύεται απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες, ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών» και δεν επιτρέπεται να τρωθεί «ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης και το κύρος του δημοσίου πανεπιστημίου» (ΣτΕ 922/2023)[12],
  • τα ΑΕΙ «δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα αλλά οι σκοποί τους, όπως προβλέπονται από το Σύνταγμα (άρθρο 16), αποβλέπουν στην προαγωγή της επιστημονικής έρευνας και του ερευνητικού και εν γένει εκπαιδευτικού έργου και άρα δεν εμπίπτουν στην έννοια της «επιχείρησης»» (ΣτΕ 2350-63/2023)[13],
  • είναι «διαφορετικό το ζήτημα της επαγγελματικής αναγνώρισης τίτλων σπουδών από το ζήτημα της ακαδημαϊκής αναγνώρισης αυτών» (ΣτΕ 3451/2011, 3101/2027, 2253/2019)[14].

Το ζήτημα είναι εθνικής συνταγματικής τάξης, αφού, παρά την –ορθότερα: μέσα στην- υπαρκτή ελληνική ιδιοτυπία της απαγόρευσης «ιδιωτικών πανεπιστημίων», την ανώτατη εκπαίδευση ρυθμίζει, με αρμοδιότητα που της παρέχει και το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο, η εθνική έννομη τάξη. Δεν είναι, συνεπώς, νομοτελειακή η θέση προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πάντως, σε περίπτωση που τεθεί τέτοιο ερώτημα, η απάντηση πάλι με όρους εθνικής συνταγματικής τάξης, και υπό το φως της ελληνικής νομολογίας, θα κριθεί.

Με την «υπόθεση των ιδιωτικών πανεπιστημίων», το Δικαστήριο της συνταγματικής νομιμότητας έχει, συνεπώς, μια μεγάλη ευκαιρία να δώσει σε όλους, και κυρίως στην κοινωνία, ένα μάθημα συνταγματικής δημοκρατικότητας.

 

[1] Μια επισκόπηση των κειμένων που έχουν δημοσιευθεί σε αυτή εδώ την ιστοσελίδα το επιβεβαιώνει. Σε ρεπορτάζ των Reporters United αναφέρονται, με αντίστοιχες παραπομπές σε άρθρα και γνωμοδοτήσεις τους: «ενδεικτικά: Κωνσταντίνος ΓιαννακόπουλοςΑλκιβιάδης ΔερβιτσιώτηςΓιάννης ΔρόσοςΑκρίτας ΚαϊδατζήςΙφιγένεια ΚαμτσίδουΓιώργος ΚατρούγκαλοςΞενοφών ΚοντιάδηςΠαναγιώτης ΜαντζούφαςΚώστας ΜποτόπουλοςΓιώργος ΣωτηρέληςΠάνος ΛαζαράτοςΒασιλική ΧρήστουΚώστας Χρυσόγονος)». Θα μπορούσαν να προστεθούν, από αυτούς που γνωρίζω, οι Γιώργος Κουβελάκης («Ας διαφυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε περισσότερο από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια»), Ηλίας Νικολόπουλος, Γιώργος Καραβοκύρης, Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Απόστολος Παπατόλιας, Γιάννης Τασόπουλος («θα ήταν από κάθε άποψη προτιμότερο το «νέο» άρθρο 16 να προέκυπτε μέσα από συνταγματική αναθεώρηση» και «η προσπάθεια δικαιολόγησης της νέας ερμηνείας μέσα από μια νομικοπολιτική ρητορική περί «ζωντανού Συντάγματος» δεν νομίζω ότι είναι ούτε ορθή ούτε χρήσιμη»), καθώς και οι Καθηγητές Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Αστέρης Πλιάκος, Χάρης Τσιλιώτης, Αντώνης Μεταξάς, Μανώλης Περάκης, Βασίλης Χατζόπουλος, υπογράφοντες το σχετικό Υπόμνημα της ΕΕΕΣ (Ένωσης Επιστημόνων Ευρωπαϊκών Σπουδών) προς την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων (προσβάσιμο στην ιστοσελίδα euscientists.eu), όπου γίνεται λόγος για «πρόδηλη ασυμβατότητα των νππε με τις σαφούς και αδιάστικτης διατύπωσης διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος»

[2] Βλ. Αντώνη Μανιτάκη, «Η κρυφή γοητεία του άρθρου 28 του Συντάγματος», στα ΝΕΑ, 16 Ιουλίου 2023 και αναδημοσίευση στο  www.constitutionalism.gr

[3] «Επιτροπή κατά Ουγγαρίας», (C-66/18 της 6.10.2020), όπου επρόκειτο για κρίση σχετική με την επιχειρηματική ελευθερία και υπό συνταγματικό καθεστώς –της Ουγγαρίας- που δεν περιέχει απαγόρευση ίδρυσης «ιδιωτικών πανεπιστημίων»

[4] Στην περίπτωση του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος, η εθνική νομοθεσία περιόριζε αρμοδιότητα οικονομικού χαρακτήρα, άρα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προσέκρουε σε ενωσιακή αρμοδιότητα, και όχι σε εκπαιδευτική αρμοδιότητα, η οποία ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο

[5] Έτσι, χαρακτηριστικά, ο Α. Μανιτάκης, στην Καθημερινή, 11 Φεβρουαρίου 2024: «η νομοθετική πρωτοβουλία, εφόσον (η έμφαση δική μου) περιορίζεται στην πρόβλεψη εγκατάστασης παραρτημάτων, μόνον (η έμφαση δική μου), αλλοδαπών πανεπιστημίων … δεν ανοίγει την πόρτα στην ίδρυση νέων ιδιωτικών πανεπιστημίων. Διότι άλλο ίδρυση και άλλο εγκατάσταση παραρτήματος». Συνεπώς, προεκτείνω, το ότι δεν πρόκειται για παράρτημα, αλλά για νέο ίδρυμα, δημιουργεί συνταγματικό πρόβλημα

[6] Βλ. αναλυτικά, Κ. Μποτόπουλου, «Εικονικά Πανεπιστήμια», στο Βήμα, 20 Φεβρουαρίου 2024

[7] Στο βιβλίο των Β. Σκουρή/Ε/ Βενιζέλου, «Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιοι ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος», εκδ. Σάκκουλα, 2024, αναφέρεται: «Η εξαγγελθείσα αναθεώρηση του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος προϋποθέτει την τήρηση των διαδικαστικών προδιαγραφών του άρθρου 110 παρ. 2-6. Ακόμα συνεπώς (ο τονισμός δικός μου) και αν όλες οι διαδικασίες κινηθούν με τον ταχύτερο ρυθμό, υπάρχει ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο εξακολουθεί να έχει πρακτική σημασία το ερώτημα για τα περιθώρια που έχει ο εθνικός νομοθέτης…». Με όλο το σεβασμό, αυτό το «συνεπώς» και αυτά τα προ της αναθεώρησης περιθώρια αμφισβητούμε αρκετοί

[8] Άλλο το ότι όλες οι διατάξεις υπόκεινται σε ερμηνεία και άλλα τα όρια της ερμηνείας σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της λογικής. Άλλο το «ζωντανό Σύνταγμα» και άλλο η contra constitutionem εφαρμογή του (αντίθετος ο Νίκος Αλιβιζάτος, «Δεν αντίκεται στο Σύνταγμα η λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα», στο Νομικό Βήμα, 72 (2024)/1, σελ. 46)

[9] Ευάγγελος Βενιζέλος, «Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων και Ερμηνεία του Συντάγματος», εκδ. Σάκκουλα, 2022, σελ. 59

[10] Η απόφαση, που υπενθυμίζεται από τον Κ. Γιαννακόπουλο, «Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου», στο Βήμα, 3 Μαρτίου 2024, καθώς και από το Υπόμνημα της ΕΕΣ (βλ. υποσημ. 1), επισημαίνει ότι η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία «δεν μπορεί να χρησιμεύει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου»

[11] Που πάντως, στην σχετική Έκθεση της επί του νομοσχεδίου, αναφέρει σαφώς ως «κρατούσα έως σήμερα» ερμηνεία και νομολογία εκείνη που θεωρεί ότι «δεν δύναται να ανατραπεί» η συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 16 «στο πλαίσιο οποιασδήποτε ερμηνευτικής προσαρμογής»

[12] Κάτι εντελώς διαφορετικό από την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων για τα κολέγια ή επιβολής διδάκτρων σε μεταπτυχιακές σπουδές, όπως ρητά αναφέρει και η ήδη μνημονευθείσα Έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής

[13] Άρα δεν μπορεί να γίνει επίκληση της επιχειρηματικού δικαιώματος που ενδεχομένως ενυπάρχει (και) στην ανώτατη εκπαίδευση για παράκαμψη του τρόπου με τον οποίο το Σύνταγμα ρυθμίζει την ανώτατη εκπαίδευση

[14] Άρα δεν ισχύει ότι μπορεί να γίνει χρήση της νομολογίας για τα «κολέγια» ως βάση για αλλαγή νομολογίας σε σχέση με τα πανεπιστήμια

Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου

Toν 19o αιώνα, οι Γάλλοι έθεταν τη σφραγίδα «Bon pour l’Orient» (καλό για την Ανατολή) σε διπλώματα φοιτητών που προέρχονταν από οθωμανικές περιοχές και θεωρούνταν χαμηλής ποιότητας για την Ευρώπη αλλά κατάλληλα για τις αποικίες. Δυστυχώς, φτάσαμε στο σημείο να μην είναι υπερβολικό να φανταστεί κανείς, σήμερα, μια ανάλογη σφραγίδα τόσο στο νομοσχέδιο για τα μη κρατικά ΑΕΙ που συζητείται στη Βουλή, όσο και σε ορισμένες νομικές ερμηνείες που το στηρίζουν.

Η συνταγματική απαγόρευση ιδιωτικών πανεπιστημίων θεσπίστηκε το 1975 με το σκεπτικό ότι «η Ανώτατη Παιδεία είναι και οφείλει να είναι μόνον κρατική δια τον φόβον του μπίζνες (Business)» (Δ. Νιάνιας, Πρακτικά Β΄ Υποεπιτροπής, 30.1.1975). Η απαγόρευση αυτή επιβεβαιώθηκε με τις συνταγματικές αναθεωρήσεις του 2001, του 2008 και του 2019. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξελίξεις, συνεχίζει να απορρίπτει κάθε προσπάθεια καταστρατήγησής της (ΣτΕ 1071/2021 και 1789/2023). Τα δε πρόσφατα γεγονότα στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ κατέδειξαν τον επίκαιρο χαρακτήρα της, καθώς ακόμη και τα πιο φημισμένα μη κρατικά ΑΕΙ δεν κατορθώνουν να διασώσουν την αυτονομία τους απέναντι στους ιδιώτες χρηματοδότες τους. Υπό το πρίσμα όλων αυτών, στους περισσότερους ευρωπαϊκούς νομικούς κύκλους, δύσκολα θα τολμούσε κανείς να προβάλλει επίμονα δυναμικές ερμηνείες σύμφωνα με τις οποίες το σαφές γράμμα του άρθρου 16 πρέπει να αλλοιωθεί, χωρίς τυπική συνταγματική αναθεώρηση, ως δήθεν χουντικό και απαρχαιωμένο.

Την αλλοίωση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, διότι το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) δέχεται ότι μια τέτοια μέθοδος «δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου» (υπόθεση C-573/17). Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, τα ανώτατα δικαστήρια όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών -και, πάντως, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας- δεν δέχονται την απόλυτη υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι των εθνικών Συνταγμάτων τους. Όταν, μάλιστα, τα δικαστήρια αυτά απευθύνουν σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, ουδόλως θεωρούν αναντίρρητα δεσμευτικές τις απαντήσεις του. Πίσω από μια περίτεχνη διπλωματία νομικών όρων, εξελίσσεται ένας πόλεμος μεταξύ των εθνικών δικαστών και του ΔΕΕ για τη διεκδίκηση της εκφοράς του τελευταίου λόγου. Σε κάθε περίπτωση, προτού αποφανθούν τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια, συνήθως μετά από προσφυγή ιδιωτών, και προτού το ΔΕΕ εκφέρει ειδική σχετική κρίση, καμία σοβαρή ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν διανοείται να απαξιώσει, από μόνη της, το Σύνταγμά της κατ’ επίκληση ερμηνειών του ενωσιακού δικαίου. Κάθε φορά δε που μια τέτοια κυβέρνηση επιλέγει, για οποιονδήποτε λόγο, να ακολουθήσει επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι αντίθετες στο Σύνταγμά της, το κάνει μόνον μετά από τυπική αναθεώρηση του τελευταίου.

Χωρίς να απελευθερώνει πλήρως την ανώτατη εκπαίδευση, το επίμαχο νομοσχέδιο αναθέτει αποφασιστικές αρμοδιότητες σε ιδιόμορφα εθνικά «παραρτήματα» αλλοδαπών πανεπιστημίων. Προσποιείται, μάλιστα, ότι αυτά τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου σέβονται κάποιες πτυχές του άρθρου 16, χωρίς να τεκμηριώνει επαρκώς τους περιορισμούς ενωσιακών δικαιωμάτων που προκύπτουν από τις πτυχές αυτές. Παραγνωρίζει δε ότι το άρθρο 16 εμποδίζει να ανακληθεί η επιφύλαξη στη συμφωνία GATS, η οποία στερεί από τα μη ευρωπαϊκά πανεπιστήμια την προστασία του δικαίου της Ένωσης. Πρόκειται για μια μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου, η οποία επιδιώκει, βραχυπρόθεσμα, τη δημιουργία τετελεσμένων που νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και, μεσοπρόθεσμα, το άνοιγμα του δρόμου και σε κερδοσκοπικά ΑΕΙ. Θα ήθελε πολύ θάρρος για να υποστηρίξει κανείς σε αξιόπιστους νομικούς κύκλους της Ευρώπης ότι μια τέτοια εργαλειοποίηση συνδυασμένων παραβιάσεων του εθνικού, του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου είναι καταρχήν θεμιτή και, πάντως, πρέπει να ελεγχθεί βάσει μόνον του ενωσιακού δικαίου.

Στην όλη υπόθεση, το μείζον διακύβευμα δεν είναι τόσο η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων, όσο ο σεβασμός του κύρους των θεμελιωδών -εθνικών και ευρωπαϊκών- κανόνων δικαίου, ώστε η Ελλάδα να θεωρείται αξιοπρεπής ευρωπαϊκή χώρα.

Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων

«Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων», λέει το άρθρο 120 παρ. 4, η ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος. Τα ίδια έλεγε το άρθρο 114 του προηγούμενου Συντάγματος του 1952, που έγινε λαϊκό σύνθημα και σύμβολο δημοκρατικών αγώνων: «Ένα – Ένα – Τέσσερα». Στην ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος αποτυπώνεται η λογική του συνταγματικού πατριωτισμού. Παρότι στην επιστημονική συζήτηση η έννοια παραμένει αμφιλεγόμενη1, στην αφετηρία του ο συνταγματικός πατριωτισμός είναι κάτι αρκετά απλό: Πατριώτης είναι ο καλός πολίτης. Και καλός πολίτης είναι αυτός που νοιάζεται για τη δημοκρατία και την τήρηση του Συντάγματος. Τα λέει ωραία η παρ. 2 του ίδιου άρθρου 120: «O σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων».

Ότι το ίδιο το Σύνταγμα επιφορτίζει «τους Έλληνες» –κάθε πολίτη ατομικά και, κυρίως, συλλογικά μαζί με άλλους– με την ευθύνη της τήρησης του Συντάγματος σημαίνει δύο πράγματα, το πρώτο εκ των οποίων συχνά παραβλέπεται. Σημαίνει, ότι οι ίδιοι οι πολίτες έχουν εκ του Συντάγματος το δικαίωμα, πρώτον, να ελέγχουν πότε δεν τηρείται το Σύνταγμα και, δεύτερον, να ενεργούν για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας.

Οι πολίτες δικαιούνται να ελέγχουν την τήρηση του Συντάγματος

Ως προς το πρώτο: Η ρήτρα «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων» αποκτά νόημα μόνον όταν οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν οι ίδιοι πότε δεν τηρείται το Σύνταγμα. Η επίκληση στον πατριωτισμό των Ελλήνων παρέλκει, είναι άνευ αντικειμένου, όταν την παραβίαση του Συντάγματος την έχει ήδη διαπιστώσει κάποιο όργανο της κρατικής εξουσίας, ιδίως δικαστήριο. Διότι, στην περίπτωση αυτή, το κρατικό όργανο που διαπιστώνει την παραβίαση έχει και την εξουσία να ενεργήσει το ίδιο για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας.

Έχει σημασία να κατανοήσουμε για ποιο λόγο το Σύνταγμα εξοπλίζει τους πολίτες με αυτή την ευθύνη. Το Σύνταγμα είναι βεβαίως ένας νόμος κι αυτό, που όμως διαφέρει από όλους τους υπόλοιπους νόμους, το κοινό δίκαιο. Ενώ το κοινό δίκαιο θεσπίζεται από όργανα της κρατικής εξουσίας για να ρυθμίσει και να περιορίσει τη συμπεριφορά των πολιτών, το Σύνταγμα θεσπίζεται, στο όνομα και για λογαριασμό των πολιτών, για να ρυθμίσει και να περιορίσει την εξουσία των κρατικών οργάνων. Και, ενώ το πότε παραβιάζεται το κοινό δίκαιο κρίνεται από κρατικά όργανα, ιδίως και τελικά τα δικαστήρια, το πότε παραβιάζεται το Σύνταγμα δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στην κρίση κρατικών οργάνων, δηλαδή εκείνων τη συμπεριφορά των οποίων υποτίθεται ότι ρυθμίζει2. Αυτός είναι ο λόγος που –παράλληλα με τις άλλες, τις θεσμικές εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος, όπου ορισμένο κρατικό όργανα ελέγχει αν κάποιο άλλο παραβίασε το Σύνταγμα– ο πατριωτισμός των Ελλήνων ανάγεται σε αυτοτελή, και με μιαν έννοια ύπατη, εγγύηση τήρησης του Συντάγματος3.

Με άλλα λόγια, το άρθρο 120 παρ. 4 αναγνωρίζει (και προϋποθέτει) ότι κάθε πολίτης –χωρίς να χρειάζεται να είναι ειδικός, νομικός ή συνταγματολόγος– δικαιούται να έχει λόγο για τον «δικό» του νόμο, την άμυνά του απέναντι στην κρατική εξουσία, το Σύνταγμα. Να το διαβάζει, να το ερμηνεύει και να εκφέρει τη γνώμη ότι ορισμένη ενέργεια κρατικού οργάνου το παραβιάζει. Χωρίς να χρειάζεται να εξαρτά τη γνώμη του αυτή από την κρίση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου. Αντισυνταγματικό δεν είναι μόνον ό,τι κρίθηκε ως τέτοιο από κάποιο δικαστήριο ή άλλο κρατικό όργανο. Βεβαίως, σε αντίθεση με τα κρατικά όργανα, οι πολίτες δεν ασκούν αρμοδιότητα. Το σύνολο των πολιτών, ο λαός, δεν είναι ένα ενιαίο σώμα. Κάποιοι μπορεί να θεωρούν ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά. Άλλοι θα συμφωνούν, άλλοι θα διαφωνούν και άλλοι, ίσως οι περισσότεροι, απλώς θα αδιαφορούν. Επομένως, η γνώμη (κάποιων) πολιτών ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά ούτε δεσμευτικότητα έχει ούτε οποιαδήποτε νομική σημασία. Έχει όμως πολιτική σημασία, που δεν πρέπει να υποτιμούμε. Γίνεται πολιτικό επιχείρημα, πολιτικό σύνθημα, ακόμα και σύμβολο πολιτικών αγώνων –ας ξαναθυμηθούμε το «Ένα – Ένα – Τέσσερα». Πρόκειται για αυτό που αποκαλείται πολιτικός συνταγματισμός (σε αντιδιαστολή προς το νομικό συνταγματισμό)4.

Οι πολίτες δικαιούνται να ενεργούν για την τήρηση του Συντάγματος

Ως προς το δεύτερο: Το άρθρο 120 παρ. 4 αναθέτει στο λαό, τους Έλληνες πολίτες, την ευθύνη τήρησης του Συντάγματος. Τί μπορούν να κάνουν όσοι θεωρούν ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά; Σε οριακές στιγμές, μπορούν βεβαίως να κάνουν αυτό που λέει η συνέχεια της διάταξης: «δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Να αντισταθούν. Τεχνικά, το δικαίωμα αντίστασης πράγματι ενεργοποιείται μόνον όταν επιχειρείται κατάλυση του πολιτεύματος με βίαια μέσα5. Απολύτως κατανοητή όταν γράφτηκε το 1975, μετά την πτώση του καθεστώτος της απριλιανής δικτατορίας, η ρήτρα αυτή έχει στις μέρες μας όλο και λιγότερη σημασία. Τα πολιτεύματα πλέον δεν (χρειάζεται να) καταλύονται με τη βία, με πραξικοπήματα και με τανκς. Διαβρώνονται και υπονομεύονται σταδιακά και εκ των έσω, από κυβερνώντες που έρχονται στη εξουσία με φαινομενικά δημοκρατικό τρόπο, μέχρις ότου φτάνει κάποια στιγμή που συνειδητοποιούμε πως παραμένουν στην εξουσία με όχι και τόσο δημοκρατικό τρόπο.

Πέραν από αυτές τις οριακές στιγμές όπου ενεργοποιείται το δικαίωμα αντίστασης, πώς εκδηλώνεται στην πολιτική καθημερινότητα ο πατριωτισμός των Ελλήνων ως εγγύηση τήρησης του Συντάγματος; Οι πολίτες που θεωρούν ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά μπορούν φυσικά να προσφύγουν σε κάποιο άλλο κρατικό όργανο, ιδίως δικαστήριο, ζητώντας του να αποκαταστήσει τη συνταγματική νομιμότητα. Παρότι είναι βεβαίως κι αυτή μια δυνατότητα, δεν είναι πάντως αυτό το νόημα της ρήτρας του άρθρου 120 παρ. 4. Το Σύνταγμα κάνει επίκληση στον πατριωτισμό των Ελλήνων, ακριβώς όταν η αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας δεν είναι δυνατή ή αναμενόμενη ή, έστω, αποτελεσματική από την άσκηση των αρμοδιοτήτων κρατικών οργάνων. Η πεμπτουσία, επομένως, της ρήτρας δεν έγκειται σε νομικές ενέργειες, αλλά σε πολιτικές.

Ποιες είναι αυτές οι πολιτικές ενέργειες; Η πιο απλή: οι πολίτες μπορούν να ασκούν πίεση στους αντιπροσώπους τους προκειμένου, για παράδειγμα, να καταψηφίσουν ένα νομοσχέδιο που θεωρούν αντισυνταγματικό ή να υπερψηφίσουν την κατάργηση ενός νόμου που θεωρούν αντισυνταγματικό. Επίσης, το δικαίωμα της ψήφου: οι πολίτες μπορούν να καταψηφίσουν όσους θεωρούν ότι ενήργησαν αντισυνταγματικά ή να υπερψηφίσουν όσους υπόσχονται να αποκαταστήσουν τη συνταγματική νομιμότητα. Περαιτέρω, οι πολίτες μπορούν να ενεργούν όχι μόνο μέσω των θεσμών αντιπροσώπευσης, αλλά και άμεσα: Ασκώντας το δικαίωμα αναφοράς ή το δικαίωμα συνάθροισης, με διαμαρτυρίες, συγκεντρώσεις, πορείες και με κάθε άλλο νόμιμο μέσο. Οι πολίτες μπορούν να προσφεύγουν ακόμα και σε πιο δραστικές μορφές λαϊκής αντιπολίτευσης που υπερβαίνουν την τυπική νομιμότητα (πολιτική ανυπακοή, κατάληψη δημόσιων κτιρίων, άσκηση συμβολικής βίας) –αποδεχόμενοι βεβαίως στην περίπτωση αυτή το ενδεχόμενο να υποστούν τις έννομες συνέπειες.

Η αντισυνταγματικότητα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων

Από τα παραπάνω μπορεί να αντλήσει κάποιος ένα ή δύο διδάγματα χρήσιμα για την τρέχουσα συγκυρία. Το νομοσχέδιο για την ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων που συζητιέται στη βουλή είναι απροκάλυπτα και κραυγαλέα αντισυνταγματικό. Το άρθρο 16 του Συντάγματος που όλοι διαβάζουμε και όλοι καταλαβαίνουμε –δεν χρειάζεται να είμαστε ειδικοί– λέει πως τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με ακαδημαϊκή ελευθερία και εγγυήσεις για τους διδάσκοντές τους. Τίποτε από αυτά δεν είναι τα διαβόητα «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» που προβλέπει το νομοσχέδιο.

Στις εύλογες αντιδράσεις πολλών –φοιτητικό κίνημα, πανεπιστημιακοί, ενδιαφερόμενοι πολίτες– μια συνήθης απόκριση είναι του τύπου: «Δεν σας πέφτει λόγος για το αν το νομοσχέδιο είναι ή δεν είναι αντισυνταγματικό, δεν είστε ειδικοί. Υπάρχουν ειδικοί, νομικοί και συνταγματολόγοι, που έχουν βρει – ακριβέστερα: κατασκευάσει– μιαν ερμηνεία –ακριβέστερα: παρερμηνεία– που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 16 δεν σημαίνει αυτό που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε, αλλά κάτι διαφορετικό». Η απάντηση εδώ πρέπει να είναι απερίφραστη: Το άρθρο 120 αναθέτει σε εμάς, τους πολίτες –όλους τους πολίτες, όχι μόνο τους ειδικούς– την ευθύνη για την τήρηση του Συντάγματος. Βεβαίως και μας πέφτει λόγος, βεβαίως και μπορούμε να κρίνουμε αν ένα νομοσχέδιο είναι αντίθετο σ’ αυτά που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε ότι λέει το Σύνταγμα.

Στο, εξίσου εύλογο, ερώτημα κάποιων τί μπορούμε να κάνουμε για να διασφαλίσουμε την τήρηση του Συντάγματος, μια συνήθης απόκριση είναι του τύπου: «Να προσφύγετε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα δικαστήρια, αν θεωρείτε αντισυνταγματικό το νομοσχέδιο. Αυτά είναι τα μόνα αρμόδια να κρίνουν αν υπάρχει αντισυνταγματικότητα». Και εδώ η απάντηση πρέπει να είναι: Το άρθρο 120 αναθέτει σε εμάς, τους πολίτες –και όχι στα δικαστήρια– την ευθύνη της πρόληψης: να αποτρέψουμε την αντισυνταγματικότητα προτού αυτή γίνει δεσμευτική πράξη της κρατικής εξουσίας, προτού γίνει νόμος. Το μεγάλο έλλειμμα του δικαστικού ελέγχου της αντισυνταγματικότητας είναι πως, εξ ορισμού, είναι κατασταλτικός, έρχεται μετά την εφαρμογή του νόμου, όταν έχουν ήδη διαμορφωθεί καταστάσεις που η ανατροπή τους μπορεί να έχει κόστος και παράπλευρες συνέπειες. Κι αυτό επηρεάζει αναπόφευκτα την κρίση τους. Μικρή σημασία έχουν προσφυγές ή μηνύσεις που θα εκδικαστούν μετά από μήνες ή χρόνια, όταν θα έχουν πια δημιουργηθεί τετελεσμένα.

Τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την τήρηση του Συντάγματος όπως την εννοεί το άρθρο 120 είναι πολιτικά, όχι νομικά. Παραδόξως –ή ίσως όχι και τόσο παραδόξως– από το δημόσιο λόγο επί του νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια απουσιάζει ένα πολιτικό μέσο πίεσης που, εν δυνάμει, μπορεί να αποδειχθεί το πιο αποτελεσματικό, περισσότερο από οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια: Η διαβεβαίωση των κομμάτων της μείζονος, τουλάχιστον, αντιπολίτευσης ότι θα καταργήσουν το νόμο όταν έρθουν στην εξουσία θα προβλημάτιζε, αν μη τι άλλο, και ενδεχομένως θα έκανε διστακτικούς όσους σχεδιάζουν να επενδύσουν στη μπίζνα της πανεπιστημιακής παραπαιδείας που προωθεί το νομοσχέδιο.

1 J.-WMüllerΣυνταγματικός πατριωτισμός, Εκδ. Παπαζήση, 2012.

2 L. Kramer, The People Themselves: Popular Constitutionalism and Judicial Review, Oxford University Press, 2004.

3 Αρ. Μάνεσης, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, τόμ. Ι-ΙΙ [1956-1961], Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, επανέκδοση 1991.

4 R. Bellamy, Political Constitutionalism, Oxford University Press, 2007.

5 Φ. Σπυρόπουλος, Το δικαίωμα αντίστασης κατά το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος [1987], Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, επανέκδοση 2022.

Πηγή: Consitutionalism.gr

Αναπάντητα ερωτήματα για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Γιατί η κυβέρνηση επέλεξε την κατάλυση αντί της αναθεώρησης του Συντάγματος;

Α. Από την αρχή της συζήτησης για την νομοθετική αναγνώριση παραρτημάτων ξένων ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα ένα ερώτημα πλανάται στην ατμόσφαιρα, με ολοένα αυξανόμενη ένταση. Με ποιο κριτήριο επελέγη μία τόσο αμφιλεγόμενη, (τουλάχιστον…) νομοθετική ρύθμιση, ενώ εφέτος συμπληρώνεται πενταετία από την προηγούμενη συνταγματική αναθεώρηση, που επιτρέπει την μόνη θεσμικά καθαρή και συνταγματικά επιτρεπτή αντιμετώπιση του ζητήματος; Το ερώτημα τέθηκε επανειλημμένα και σε όλους τους τόνους, από πολλές πλευρές, αλλά πειστική απάντηση δεν δόθηκε. Διότι δεν φαντάζομαι ότι η κυβέρνηση έχει αξίωση να πιστέψουμε ότι πέντε ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη εκλογική της νίκη –και αφού μεσολάβησε μία αλλοπρόσαλλη και πλήρως αποτυχημένη πολιτική από την προκάτοχο του σημερινού υπουργού– την έπιασε ξαφνικά ένας τόσο έντονος μεταρρυθμιστικός οίστρος, που δεν μπορεί να κρατηθεί άλλα τρία χρόνια, προκειμένου να δοθούν οι επιβαλλόμενες ολοκληρωμένες και συναινετικές λύσεις.

Προς τι λοιπόν αυτή η «πρεμούρα»; Και γιατί έπρεπε να γίνει με τόσο τραυματικούς όρους σε σχέση με το Σύνταγμα;

Το μόνο που μπορώ να σκεφθώ είναι ότι η αντιπολίτευση, όλων σχεδόν των αποχρώσεων, έχει δίκιο: η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα με μία ελεγχόμενη μονοκομματική πλειοψηφία, διότι γνωρίζει ότι οι λύσεις που θα ήθελε να επιβάλει τώρα δεν είναι εύκολο να γίνουν αποδεκτές με τις ευρύτερες συναινέσεις που επιτάσσει η συνταγματική αναθεώρηση. Ή, για να το πούμε πιο απλά και πιο καθαρά, διότι φοβάται ότι τα υπόλοιπα κόμματα θα ζητήσουν ευλόγως μία συνολική ρύθμιση και δεν θα είναι διατεθειμένα να δεχθούν μία επιλεκτική και αποσπασματική διευθέτηση ιδιωτικών συμφερόντων σαν αυτήν που επιχειρείται σήμερα.

Μόνο έτσι εξηγείται γιατί ξαφνικά είδαν το φως της δημοσιότητας, σχεδόν ταυτόχρονα και με συντονισμένες κινήσεις όλων των ενδιαφερόμενων μερών (κυβέρνησης και προετοιμαζόμενων «επενδυτών»), ορισμένες επί τούτω γνωμοδοτήσεις και τοποθετήσεις (Φ. Σπυρόπουλου[1], Ευ. Βενιζέλου – Β. Σκουρή[2], Ν. Αλιβιζάτου[3] και Α. Μανιτάκη[4]) με τις οποίες καλούμαστε να ξεχάσουμε ότι γνωρίζαμε έως σήμερα για το άρθρο 16 του Συντάγματος, τόσο από την νομολογία όσο και από την θεωρία (των παλαιότερων απόψεων των ιδίων συμπεριλαμβανομένων…) και να δεχθούμε ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος, παρά τις απόλυτες και κατηγορηματικές διατυπώσεις του, μπορεί (ή και επιβάλλεται…) να αχρηστευθεί πλήρως, προκειμένου να ευοδωθουν τα σχέδια της κυβέρνησης (τα οποία αρχικά έφταναν μέχρι και την σύσταση ιδιωτικών κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων –εξ ού και οι τόσο ”large” σχετικές γνωμοδοτικές ερμηνείες, πλην Αλιβιζάτου– αλλά στην πορεία ο υπουργός μάλλον ότι πρέπει να κινηθεί με αυτοσυγκράτηση και να περιορίσει την παρέμβασή του σε «μη κερδοσκοπικά» παραρτήματα ξένων Πανεπιστημίων, χωρίς πάντως να διασφαλίσει εν τέλει, παρά τις εξαγγελίες του, ούτε τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα αλλά ούτε και την στοιχειώδη έστω εξομοίωσή τους με τα δημόσια, από την άποψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας).

*****

Β. Το ζήτημα βέβαια της καθιέρωσης ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν τίθεται για πρώτη φορά. Από την δεκαετία του ’90 το σημερινό κυβερνών κόμμα το θέτει διαρκώς σε όλες τις αναθεωρητικές πρωτοβουλίες. Ωστόσο, η μεγάλη διαφορά σε σχέση με το παρελθόν, είναι ότι κανένας από τους επιφανείς νομικούς που ανέλαβαν (με προεξάρχοντα τον τ. πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο[5])  το βάρος της υποστήριξης των σχετικών προτάσεων, δεν διανοήθηκε να ισχυρισθεί ότι  θα μπορούσε να γίνει μία τόσο σημαντική αλλαγή χωρίς συνταγματική αναθεώρηση. Εξ άλλου, και η έως τώρα νομολογία του ΣτΕ δεν αφήνει κανένα σχετικό περιθώριο, με σαφέστατες και κατηγορηματικές διατυπώσεις (Βλ. ενδεικτικά  τις πρόσφατες ΣτΕ 922/2023, 1789/2023, που επαναλαμβάνουν όλες τις σχετικές προηγούμενες, και πρβλ. την σχετική Ανακοίνωση των Διοικητικών Δικαστών, 12.2.2024). ενώ χαρακτηριστικές το σημείο αυτό είναι οι μαχητικές πρόσφατες τοποθετήσεις αφ’ενός της πρώην αντιπροέδρου του ΣτΕ Μαρίας Καραμανώφ[6] και αφ’ετέρου του (εμβληματικού) πρώην Yπουργού Δικαιοσύνης και Συμβούλου Επικρατείας, Γιώργου Κουβελάκη[7].

Τα παράδοξα, όμως, δεν σταματούν εδώ. Δεν έφτασε το ότι οι επιστημονικές απόψεις υπέρ των κυβερνητικών επιδιώξεων έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία –δεδομένης και της απολυτότητάς των περισσότερων από αυτές– αλλά ξεκίνησε και μία συστηματική προσπάθεια να πεισθούν όλοι, κόμματα και κοινή γνώμη, όχι μόνον ότι αυτή είναι η ορθή συνταγματικά άποψη αλλά και ότι είναι κρατούσα[8], υπολογίζοντας μάλλον στην ευρύτατη προβολή της από τα «καθεστωτικά» μέσα της διαπλοκής…

Ωστόσο, τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα ήθελε η κυβέρνηση. Πολύ γρήγορα ξεκίνησαν οι πρώτες έντονα κριτικές παρεμβάσεις (ιδίως από τους Κ. Μποτόπουλο[9], Ιφ, Καμτσίδου[10], Π. Λαζαράτο[11], Κ. Γιαννακόπουλο[12], Γ. Κατρούγκαλο[13] Δ. Σαραφιανό[14], που απαντούσαν πειστικά και εμπεριστατωμένα, σημείο προς σημείο, στις προαναφερθείσες γνωμοδοτήσεις. Οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν με την κοινή δήλωση οκτώ καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου (Αλκ. Δερβιτσιώτης, Γ. Δρόσος, Ακρ. Καϊδατζής, Ιφ. Καμτσίδου, Ξεν. Κοντιάδης, Παν. Μαντζούφας, Γ. Σωτηρέλης, Κ. Χρυσόγονος), που συνόψισε όλη την προηγηθείσα επιχειρηματολογία για την αντισυνταγματικότητα του νομοσχεδίου[15] ως εξής:

«Με αφορμή ορισμένες γνωμοδοτήσεις και τοποθετήσεις συναδέλφων, που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η πλειονότητα των καθηγητών συνταγματικού Δικαίου τάσσεται αναφανδόν υπέρ της συνταγματικότητας των κυβερνητικών σχεδίων για την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας. Αισθανόμαστε λοιπόν την ανάγκη να δηλώσουμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

Στο άρθρο 16 του Συντάγματος προβλέπεται ρητά ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, ότι οι καθηγητές τους είναι δημόσιοι λειτουργοί και ότι η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Κατά τη γνώμη μας η ρητή αυτή απαγόρευση δεν μπορεί να παρακαμφθεί με βάση μία σύμφωνη με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Άλλωστε η Ελλάδα ούτε έχει καταδικασθεί ποτέ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εξαιτίας της απαγόρευσης λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, ούτε καν έχει παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο. Συνεπώς για την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, κερδοσκοπικών ή μη, απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση.

Διευκρινίζουμε ότι η τοποθέτησή μας απέναντι στην ως άνω αντίθετη προς το Σύνταγμα ερμηνεία δεν οφείλεται σε πολιτική αντίθεσή μας ως προς τη λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, επί της οποίας καθένας από εμάς διατηρεί τη προσωπική του άποψη υπέρ ή κατά, αλλά στην υποχρέωσή μας να προασπίσουμε την τήρηση του Συντάγματος. Άλλωστε, σε τριάμισι χρόνια από τώρα είναι δυνατόν να έχει ολοκληρωθεί η συνταγματική αναθεώρηση, οπότε το ζήτημα της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων θα μπορούσε να τεθεί ευχερώς στην ορθή συνταγματική του βάση».

Την σκυτάλη πήρε στη συνέχεια η Ένωσης Επιστημόνων Ευρωπαϊκών Σπουδών, με «Υπόμνημα επί του ν/σ «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου–Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων» (εν συνεχεία της σχετικής επιστημονικής εκδήλωσης που έγινε στο ΔΣΑ, 15.2.2024)» Το Υπόμνημα αυτό,  που υποβλήθηκε στην Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων και το υπογράφουν, ως μέλη του ΔΣ, πέντε καθηγητές Ευρωπαϊκού Δικαίου (Αστ. Πλιάκος, Χ. Τσιλιώτης, Αντ. Μεταξάς, Μαν. Περάκης, Β. Χατζόπουλος), κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος αλλά με πολύ πιο αναλυτική θεωρητική επεξεργασία, καταρρίπτοντας, ιδίως, σε όλα τα κρίσιμα σημεία, την αξιοπιστία των γνωμοδοτήσεων στο πεδίο του ευρωενωσιακού δικαίου[16]:

«1. Η οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης, στην οποία εμπίπτει και το ζήτημα της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων, εμπίπτει στις κρατικές αρμοδιότητες. H αρχή των δοτών αρμοδιοτήτων είναι θεμελιώδης και δεν επιτρέπεται η καταστρατήγησή της. 2. Η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας από τα κράτη μέλη υπόκειται στην τήρηση θεμελιωδών ενωσιακών αρχών, όπως η αρχή απαγόρευσης των διακρίσεων, η αρχή της αναλογικότητας και η αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς όμως να μπορεί να εξουδετερώνεται και να καθίσταται άνευ νοήματος η κατανομή αρμοδιοτήτων. 3. Δεν υφίστανται ενωσιακοί κανόνες πρωτογενούς ή παραγώγου δικαίου, ή διεθνών συμφωνιών συναφθεισών από την Ένωση, που να ρυθμίζουν την οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης στα κράτη μέλη, απονέμοντας μάλιστα δικαιώματα σε ιδιώτες, σύμφωνα με τους οποίους να υπάρξει ερμηνεία των αντίστοιχων εθνικών κανόνων…

Το Ενωσιακό δίκαιο, λόγω της κατανομής αρμοδιοτήτων με τα ΚΜ, ικανοποιείται πλήρως με την… επαγγελματική αναγνώριση. Η ακαδημαϊκή αναγνώριση κείται εκτός των αρμοδιοτήτων της ΕΕ: ούτε μπορεί να τη θεσμοθετήσει, ούτε μπορεί να την απαιτήσει… 

Κατά συνέπεια, δεν χωρεί σύμφωνη ερμηνεία του άρθρου 16 Σ με ενωσιακούς κανόνες ή αρχές που να ρυθμίζουν τα εν λόγω ζητήματα, διότι, αφενός τέτοιοι κανόνες δεν υφίστανται, και αφετέρου η οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 16 Σ δεν προσκρούει στις θεμελιώδεις εκείνες αρχές του ενωσιακού δικαίου, που διέπουν την άσκηση ακόμη και των παρακρατηθεισών από τα κράτη μέλη αρμοδιοτήτων».

Ακολούθησε και νέος κύκλος τοποθετήσεων, από τον Ξ. Κοντιάδη[17], την Βασ. Χρήστου[18], την Ιφ. Καμτσίδου[19], τον Αντ. Μεταξά[20], τον Κ. Γιαννακόπουλο[21] και τον Γ. Δρόσο[22], με κοινό παρονομαστή την κατάφωρη αντισυνταγματικότητα του κυβερνητικού νομοσχεδίου αλλά και την στηλίτευση των συμπαρομαρτουσών μεθοδεύσεων, ανακολουθιών και τροποποιήσεων επί τα χείρω.

Με όλες αυτές τις αντιδράσεις, στις οποίες πρέπει να συνυπολογισθούν και αυτές της Μαρ. Καραμανώφ και του Γ. Κουβελάκη, που προαναφέρθηκαν, κατέστη αναμφισβήτητο ότι η άποψη που συμπλέει με τα σχέδια της κυβέρνησης είναι εν τέλει προδήλως μειοψηφική, τόσο στον χώρο του συνταγματικού και του διοικητικού όσο κι στον χώρο του ευρωπαϊκού δικαίου, ακόμη και αν θεωρήσουμε επιστημονικές και όχι πολιτικές –όπως τις θεωρώ με τα δικά μου κριτήρια– τις θέσεις που εξέφρασαν οι Π. Πικραμένος[23], Γ. Καμίνης[24] και Α. Λοβέρδος[25]. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν οι Σπ. ΒλαχόπουλοςΓ. Δελλής, οι οποίοι, όταν έγιναν οι αρχικές εξαγγελίες, άφηναν μεν κατ’αρχήν –και υπό προϋποθέσεις– κάποια περιθώρια για την πλέον μετριοπαθή εκδοχή των μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων[26] (που τελικά υιοθέτησε ο υπουργός) πλην όμως απέφυγαν επιμελώς, στην συνέχεια, να τοποθετηθούν  ad hoc –από όσο γνωρίζουμε τουλάχιστον– ως προς το αν το συγκεκριμένο πλέον νομοσχέδιο, ιδίως μετά και τις τροποποιήσεις του, πληροί τις προϋποθέσεις συνταγματικότητας που έθεσαν[27]. Αντίθετα ο Χ. Ανθόπουλος[28], παρότι υπεισήλθε ακροθιγώς μόνο στον γενικότερο προβληματισμό, εξέφρασε έντονους συνταγματικούς προβληματισμούς για το νομοσχέδιο, εστιάζοντας κατά βάση στην μη διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Χαρακτηριστική επίσης υπήρξε η σχετική τοποθέτηση του Γ. Σαρμά, τον οποίο επικαλέσθηκαν όλοι όσοι απέβλεψαν στην διευκόλυνση των σχεδίων της κυβέρνησης, παραπέμποντας σε παλαιότερη πράγματι αξιόλογη πλην όμως γενική και προσανατολισμένη μονομερώς στο ευρωενωσιακό δίκαιο μελέτη του[29]. Ωστόσο, σε μία πρόσφατη ad hoc πλέον παρέμβασή του[30] εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις για τον αν μπορεί μια τέτοια ρύθμιση να περάσει από το Συμβούλιο Επικρατείας, θεωρώντας, εν κατακλείδι, πιο πιθανή εκδοχή να την κρίνει συνταγματική μόνο ως προς την ρύθμιση των επαγγελματικών δικαιωμάτων, δηλαδή να αποδεχθεί μία παραλλαγή των σήμερα ισχυόντων… [31]

Όταν λοιπόν κατακάθισε ο κουρνιαχτός, έγινε φανερό ότι η  επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος, παρά την σκανδαλώδη προβολή από τα μέσα και τους δημοσιογράφους της διαπλοκής,  είχε πενιχρά αποτελέσματα. Αποδείχθηκε ότι από τον χώρο της επιστήμης κανείς σχεδόν, πλην των γνωμοδοτησάντων που προαναφέρθηκαν, δεν βλέπει θερμά το εγχείρημα της κυβέρνησης. Άντε να προσθέσουμε και την της Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα[32] και τους δύο (Βλαχόπουλο, Δελλή) που δείχνουν ανοχή, και αυτήν υπό αυστηρές προϋποθέσεις, κατά τα προεκτεθέντα. Όλοι οι άλλοι, δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα, είναι απέναντι… Είναι η κρατούσα γνώμη… Και σε αυτήν συμπεριλαμβάνονται όλοι σχεδόν οι εν ενεργεία καθηγητές Ελληνικού και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου… για να μην υπάρχουν παρανοήσεις…

******

Γ. Έκρινα σκόπιμο να προβώ σε αυτήν την αναλυτική ανασκόπηση της έως τώρα επιστημονικής αντιμετώπισης του θέματος, διότι καλό είναι να ομιλούμε καθαρά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον διάλογο που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης». Σημασία έχει όχι μόνον να αξιολογούμε κάποιες επιστημονικές απόψεις, in abstracto,  αλλά και να τις εντάσσουμε σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, μέσα στο οποίο διατυπώνονται, ώστε να έχουμε μία πλήρη εικόνα των πολλαπλών συμπαραδηλώσεων από τις οποίες καθορίζεται ή έστω απλώς επηρεάζεται ο επιστημονικός λόγος. Ιδίως δε όταν αυτός ο λόγος παρακάμπτει τόσο απροκάλυπτα ένα συνταγματικό άρθρο, η διατύπωση του οποίου δεν αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο παρανοήσεων ως προς τα ισχύοντα, όπως τονίζουν όλοι όσοι αμφισβητούν την συνταγματικότητα του νομοσχεδίου. Παραθέτω:

Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση”. «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί».

«Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».

Τι άλλο θα μπορούσε να λέει ένα Σύνταγμα, για να γίνει σαφέστερο; Ποια ερμηνεία μπορεί να διαστρέψει ή να παρακάμψει το νόημα αυτών των διατάξεων εκτός από μια contra constitutionem «ερμηνεία», που θεωρεί το Σύνταγμα λάστιχο, το οποίο μπορεί να τανύζεται κατά το δοκούν;

Δεν σκοπεύω βέβαια να επαναλάβω τα επιχειρήματα όλων όσοι έχουν συμβάλει στην προσπάθεια υπεράσπισης της αξιοπιστίας του Συντάγματος. Έχουν ειπωθεί όλα και μάλιστα με αξιοσημείωτη ενάργεια και πληρότητα αλλά και με αρκετό –και ευπρόσδεκτο–  πάθος. Το μόνο που θα επιχειρήσω, συνοψίζοντας κατά κάποιον τρόπο τα κρισιμότερα σημεία των έως τώρα επιστημονικών  αντιδράσεων, για τις αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις της κυβέρνησης και την θεωρητική τους κάλυψη, είναι να αναδείξω τις συγκεκριμένες κερκόπορτες  μέσω των οποίων επιχειρείται η  παράκαμψη του Συντάγματος:

Η πρώτη είναι η επιχειρηματολογία περί «ζωντανού» ή «δυναμικού» Συντάγματος, που πρέπει να «προσαρμόζεται στις εξελίξεις». Η επιχειρηματολογία αυτή γενικώς και υπό προϋποθέσεις έχει θεωρητική βάση[33]. Στην συγκεκριμένη όμως περίπτωση μόνο θυμηδία μπορεί να προκαλέσει, όταν προβάλλεται λίγο πριν συμπληρωθεί η πενταετής προθεσμία για να εκκινήσει η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία στη συνέχεια μπορεί να ολοκληρωθεί αμέσως μετά τις επόμενες εκλογές… Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα για την «προσαρμογή» του Συντάγματος στα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα, με τις απαιτούμενες συναινέσεις και χωρίς να το τραυματίσουμε ανεπανόρθωτα για την ικανοποίηση, απλώς, ιδιωτικών συμφερόντων. Διότι φυσικά κανένας δεν είναι δυνατόν να πεισθεί ότι ο βασικός στόχος της κυβέρνησης είναι να βάλει όριο στην ασυδοσία των κολλεγίων (στο  «eldorado», όπως το αποκάλεσε) όταν είναι γνωστό ότι ο σύλλογός τους όχι μόνον δεν τρόμαξε από τους λεονταρισμούς αλλά αντίθετα ζήτησε και γνωμοδότηση προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης των κυβερνητικών σχεδίων…

Η δεύτερη κερκόπορτα, είναι το “επαυξημένο Σύνταγμα”, που επικαλούνται οι Σκουρής-Βενιζέλος (ό.π.). Είναι μια αντίληψη που εντάσσεται στην πραγμάτευση του «πολυεπίπεδου συνταγματισμού»[34] και απηχεί, ειδικότερα, την θεωρία της «συνταγματοποίησης», την οποία εισήγαγαν ιδίως κάποιοι διεθνολόγοι, προκειμένου να μας πείσουν ότι η παραδοσιακή έννοια του Συντάγματος, ως απόρροιας της λαϊκής κυριαρχίας, έχει διαχυθεί πλέον σε όργανα υπερεθνικά, ακόμη και με ελάχιστη ή καθόλου δημοκρατική νομιμοποίηση, οι κανόνες των οποίων υπερισχύουν ή, σε κάθε περίπτωση, σχετικοποιούν πολλαπλώς το Σύνταγμα. Η αντίληψη αυτή, πέρα από το ότι πάσχει από έναν ιδιότυπο και απλώς «διαπιστωτικό» εμπειρισμό –διότι ασφαλώς παρατηρείται σε κάποιο βαθμό μια υποδόρια αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων– βρίσκεται σε συνεχή αντιπαράθεση με τον συνταγματισμό, όπως τον γνωρίζουμε, επιχειρώντας να τον απομακρύνει από τις ρίζες του και να τον υποτάξει στις ιδιωτικές μεταλλάξεις της εξουσίας και στην διαλεκτική των τεχνικών της[35]. Στο πλαίσιο δε μιας τέτοιας θεώρησης, είναι εύλογο να παρουσιάζεται ο «ερμηνευτής» –εν είδει ιερατείου…– σαν περισσότερο κατάλληλος να διαγνώσει το «νόημα» χωρίς τους περιορισμούς της γραμματικής, ιστορικής –«οριτζιναλιστικής»  κατά την γνωμοδότηση Σκουρή-Βενιζέλου[36]– και συστηματικής ερμηνείας, ακόμη και αντίθετα με ρητές διατυπώσεις του Συντάγματος[37]. Πέραν του ότι, βέβαια, μια τέτοια άποψη οδηγεί νομοτελειακώς στην πλήρη αποδυνάμωση του κανονιστικού περιεχομένου και του άρθρου 110 του Συντάγματος, άρα, σε τελευταία ανάλυση, του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος.

Η τρίτη κερκόπορτα είναι ο ερμηνευτικός σχετικισμός, ο οποίος παρεισάγει στην ερμηνεία όχι μόνο μια σειρά από ρευστά, αβέβαια και συχνά αυθαίρετα  ηθικοπολιτικά κριτήρια αλλά και έναν αφόρητο υποκειμενισμό, που κατά κανόνα συνδέεται με έναν εξ ίσου αφόρητο και συχνά ναρκισιστικό ελιτισμό, καθώς   αναγορεύει τον ερμηνευτή σε οιονεί πηγή δικαίου, μιας και δεν δεσμεύεται από  κανένα ερμηνευτικό κανόνα που θα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω την αυθεντία του, ακόμη και όταν προτείνει ανερμάτιστες θεωρητικές κατασκευές. Χαρακτηριστικός είναι, για παράδειγμα, ο έωλος ισχυρισμός του Μανιτάκη ότι το άρθρο 16, εμποδίζοντας την εγκατάσταση των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων στην χώρα μας –που εντάσσεται κατά το ευρωενωσιακό δικαιο προεχόντως στην οικονομική/επιχειρηματική ελευθερία– παραβιάζει αφ’ενός μεν το ίδιο το Σύνταγμα[38]… (επαναφέροντας από το παράθυρο την περίεργη θεωρία των «αντισυνταγματικών διατάξεων του Συντάγματος») αφ’ετέρου δε την ακαδημαϊκή ελευθερία[39]. Μόνο που πρόκειται για την κατά Μανιτάκη ακαδημαϊκή ελευθερία, που δεν βρίσκει κανένα απολύτως έρεισμα στην ακαδημαϊκή ελευθερία όπως την δίδαξε ο δάσκαλός του Αριστόβουλος Μάνεσης[40] και όπως την εξειδίκευσαν αναλυτικά και συστηματικά οι ίδιοι οι μαθητές του, τόσο γενικά[41] όσο και ad hoc[42]

Η  τέταρτη κερκόπορτα, αφορά ερμηνευτικές επιλογές οι οποίες αντανακλούν έναν ιδιότυπο πλην ανιστόρητο «ευρωπαϊκό πατριωτισμό», Αυτός εκλαμβάνει αξιωματικά την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν εξ ορισμού και σε κάθε περίπτωση υπερέχουσα Έννομη Τάξη,  οι κανόνες της οποίας πρέπει να επιβάλλονται χωρίς αντίρρηση και χωρίς αμφισβήτηση. Παραβλέπεται έτσι η φύση του ευρωπαϊκού δικαίου, που αναπτύσσει την κανονιστική του εμβέλεια  ευρισκόμενο σε μία συνεχή και διαρκώς μεταβαλλόμενη διελκυστίνδα με τα εθνικά δίκαια –και ιδίως με τα εθνικά Συντάγματα– στο πλαίσιο μιας  ιδιάζουσας και συχνά αντιφατικής ένωσης κρατών και λαών (όπως την ανέδειξε με μοναδικό τρόπο ο Δημήτρης Τσάτσος[43]). Υπό αυτό το πρίσμα, ο εθνικός συνταγματικός πατριωτισμός έχει συχνά μεγαλύτερη σημασία, διότι το Ευρωπαϊκό Δίκαιο δεν είναι εξ ορισμού προτιμητέο, σε σχέση με το εθνικό. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που η εθνική προστασία είναι πολύ πιο αξιόπιστη και ολοκληρωμένη, ενώ δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η μυθοποιημένη θεά της ΕΕ, σε βάρος συνήθως άλλων δικαιωμάτων, είναι η οικονομική ελευθερία, μέσω της οποίας επιχειρείται να δοθεί μία αγοραία χροιά και στις άλλες ελευθερίες. Αυτό όμως, σε συνδυασμό με το δημοκρατικό της έλλειμμα, έρχεται σε σύγκρουση με την δημοκρατική παράδοση των ευρωπαϊκών κρατών και με το ίδιο το ευρωπαϊκό δημοκρατικό μοντέλο, το οποίο χαρακτηρίζεται, ιδίως, από παραπληρωματικότητα ως προς την υπηρέτηση των επί μέρους αρχών που το διέπουν και δεν εξαντλείται σε μία μονομερή υποκατάστασή τους από ερμηνείες που προτάσσουν αξιωματικά τις προτεραιότητες, τις ιεραρχήσεις και τα προτάγματα των ευρωπαϊκών αγορών…

Με άλλα λόγια, και αυτό αφορά ιδίως τις αναλύσεις των Βενιζέλου-ΣκουρήΣπυρόπουλουΜανιτάκη και –εν μέρει- Σαρμά (ό.π.), οι αγοραίες ελευθερίες της ΕΕ πρέπει να ερμηνεύονται όσο το δυνατόν πιο συσταλτικά, σε σχέση με τις εθνικές ελευθερίες, που είναι πιο ισορροπημένες και λιγότερο μονοδιάστατες. Άρα, το να ανακαλύπτουμε δεσμευτικό ενωσιακό δίκαιο εκεί που δεν υπάρχει (συγκεκριμένα στην ρύθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης –που είναι ξεκάθαρα εθνική αρμοδιότητα– και στον ατελή και δυσεφάρμοστο, εν πολλοίς, Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) και να προτείνουμε την επέκταση της οικονομικής ελευθερίας και πέραν της επαγγελματικής ελευθερίας –πολύ δε περισσότερο και με πλήρη υποβάθμισση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης– είναι απλώς μία οικονομίστικη εκτροπή του πολιτικού φιλελευθερισμού. Έτσι επιτυγχάνεται, για να θυμηθούμε τον παλιό αγωνιστικό Μανιτάκη, «ένας μόνιμος νεοφιλελεύθερος στόχος: η συνταγματική εξομοίωση των τεσσάρων οικονομικών ελευθεριών (ελευθερία κίνησης προσώπων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίου), με τις θεμελιώδεις ατομικές ελευθερίες»[44]. Αυτός ο στόχος όμως, τον οποίο δικαίως ξόρκιζε τότε (αν και ξιφουλκώντας κακώς κατά της απόπειρας καθιέρωσης Ευρωπαϊκού Συντάγματος…) υπερβαίνει τα εσκαμμένα και αχρηστεύει πλήρως, στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου ευρωπαϊσμού, το Σύνταγμα…

Η πέμπτη κερκόπορτα είναι η καταχρηστική και παραπλανητική ταυτόχρονα προσπάθεια αξιοποίηση της «σύμφωνης με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεία του Συντάγματος», με επίκληση μάλιστα της τραυματικής υπόθεσης του «βασικού μετόχου» (η οποία όμως είναι άσχετη (όπως επισημαίνουν ή/και αποδεικνύουν πειστικά όλοι οι αντιδρώντες συγγραφείς που προαναφέρθηκαν). Όπως έχει ήδη επισημανθεί σε όλους τους τόνους, από όσους ασχολούνται με το ελληνικό και με το ευρωπαϊκό Δημόσιο Δίκαιο, σύμφωνη ερμηνεία δεν νοείται σε πλήρη αντίθεση με το Σύνταγμα.  Αυτή η απλή προϋπόθεση –η οποία αναφέρεται μάλιστα (απλώς για να αναφερθεί…) και σε μία υποσημείωση στην γνωμοδότηση Βενιζέλου Σκουρή–  αρκεί για να τινάξει στον αέρα την σχετική επιχειρηματολογία, όπως επίσης επισημαίνουν όλοι οι προαναφερθέντες συγγραφείς που τάσσονται κατά της συνταγματικότητας του νομοσχεδίου. Πέρα από αυτό, όμως, έχει ήδη δοθεί αναλυτικά και τεκμηριωμένα απάντηση ότι δεν πληρούται στην συγκεκριμένη περίπτωση ούτε η δεύτερη προϋπόθεση για μια τέτοια ερμηνεία, διότι το προβαλλόμενο σαν «ευρωπαϊκό δίκαιο» είναι απλώς μία ψευδεπίγραφη θεωρητική κατασκευή χωρίς αντίκρυσμα, διότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση, όπως προείπαμε,  είναι χωρίς καμία αμφιβολία εθνική και όχι ευρωενωσιακή αρμοδιότητα. Αυτό άλλωστε το γνωρίζει και η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που δεν έκανε τόσα χρόνια καμία κίνηση σε βάρος της χώρας μας. Άρα το ευρωενωσιακό δίκαιο, προς το οποίο, δήθεν, θα έπρεπε να εναρμονισθεί το Σύνταγμα, είναι στην πραγματικότητα μία προβολή αυτού που θα ήθελε η κυβέρνηση να ισχύει, προκειμένου να επιτύχει –υπερτονίζοντας την κανονιστική του ισχύ και διαστρέφοντας την νομολογιακή του αντιμετώπιση– την αχρήστευση του ελληνικού Συντάγματος…

*****

Δ. Πριν κλείσω, κάποια υστερόγραφα:

Το πρώτο αφορά την Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS). Είναι πράγματι απορίας άξιον το ότι οι γνωμοδοτήσαντες δεν αναφέρουν το παραμικρό για την ρητή επιφύλαξη που έχει τεθεί από την χώρα μας στον τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης[45], ακριβώς λόγω του Συντάγματός μας. Αυτό σημαίνει όμως, στην πράξη, ότι τα αγγλικά, τα αμερικανικά και τα όποια άλλα εκτός Ε.Ε. Πανεπιστήμια δεν καλύπτονται ούτως ή άλλως από το νομοσχέδιο, παρά τα αμετροεπώς θρυλούμενα  ότι θα κάνουν ουρά για να έλθουν στην Ελλάδα…

Το δεύτερο υστερόγραφο αφορά το υποτιθέμενο «χουντικό παρελθόν» των επίμαχων διατάξεων του άρθρου 16, την οποία υπερτονίζει ο Ν. Αλιβιζάτος[46]. Ειλικρινά αδυνατώ να κατανοήσω αυτήν την μομφή. Κυριολεκτικά με ξεπερνά. Είναι ύποπτο λέει το άρθρο 16, διότι σε μια πρώτη τους μορφή οι διατάξεις του για τα ΝΠΔΔ και για το καθεστώς των διδασκόντων καθιερώθηκαν με τα χουντικά «συντάγματα». Δηλαδή τίποτε δεν κατάλαβαν για τις σκοτεινές καταβολές του άρθρου 16 Σ οι αγωνιστές κατά της χούντας καθηγητές (μεταξύ των οποίων Μάνεσης, Βεγλερής, Κουμάντος, Παπαντωνίου, Πλασκοβίτης,  Τσάτσος, Παπανούτσος) και όλοι οι επιφανείς πολιτικοί, από τον Κ. Καραμανλή μέχρι τον Α. Παπανδρέου και από τους Ηλιού, Κύρκο και Φλωράκη μέχρι τον Σημίτη, που πρωτοστάτησαν όχι μόνο στην καθιέρωση (με σημαντικές μάλιστα βελτιώσεις καθώς η αυτοδιοίκηση έγινε πλήρης  αυτοδιοίκηση και οι δημόσιοι υπάλληλοι δημόσιοι λειτουργοί) αλλά και στην διατήρηση των επίμαχων ρυθμίσεων του άρθρου 16Σ, παρά τις σειρήνες και τις απόπειρες για αλλαγή του… [47].

Να θυμίσω βέβαια ότι και τα κοινωνικά δικαιώματα στα χουντικά συντάγματα πρωτοκαθιερώθηκαν. Μήπως είναι και αυτά δημοκρατικώς ύποπτα; Μήπως γι’αυτό οι δύο από τους γνωμοδοτήσαντες, μαζί με έναν σημερινό υπουργό και δύο επιφανείς εκπροσώπους του εγχώριου νεοφιλελευθερισμού πρότειναν την κατάργησή των κοινωνικών δικαιωμάτων στο «καινοτόμο» Σύνταγμά τους[48];

Το τρίτο υστερόγραφο αφορά τα Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, με τα οποία, εμφανιζόμενα δήθεν σαν διφυή, επιχειρείται να παρακαμφθεί η συνταγματική απαγόρευση (χωρίς βέβαια να διευκρινίζεται το πως οι διδάσκοντες θα είναι «δημόσιοι λειτουργοί» και ιδίως το πως θα διασφαλισθεί η ακαδημαϊκή ελευθερία. Την καλύτερη απάντηση, βέβαια, απέναντι σε αυτές τις ερμηνευτικές αυθαιρεσίες, είχε δώσει ο ίδιος ο Ευ. Βενιζέλος, σχολιάζοντας παλαιότερη σχετική πρόταση:

«Στην ελληνική, όπως και σε όλες τις ευρωπαϊκές ηπειρωτικές έννομες τάξεις, ακόμη και αν ονομάζεται «πανεπιστημιακό» ‘η «εκκλησιαστικό» ή «διφυές», σε τελευταία ανάλυση ταξινομείται ως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου με κριτήριο την νομική φύση των διαφορών που ανακύπτουν και άρα τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων που επιλαμβάνονται και τη νομική φύση των εργασιακών σχέσεων του κυρίως τουλάχιστον διδακτικού τους προσωπικού».

Έχει κανείς οποιαδήποτε απορία για το πώς θα ταξινομηθούν τα προτεινόμενα στο νομοσχέδιο νομικά πρόσωπα;

Τέταρτο και τελευταίο. Σοβαρολογούν στην κυβέρνηση όταν μιλούν για «ελεύθερα πανεπιστήμια»; Μήπως τα εννοούν όπως την «ελεύθερη ραδιοτηλεόραση» που ήταν απλώς «ιδιωτική ραδιοτηλεόραση», λειτούργησε σε συνθήκες «φαρ ουέστ» και στράφηκε τελικά κατά της ελευθερίας της ενημέρωσης, υποκαθιστώντας το κρατικό μονοπώλιο με το ολιγοπώλιο της διαπλοκής; Ούτε καν τα φημισμένα μη κρατικά Πανεπιστήμια του εξωτερικού δεν φαίνονται πλέον και πολύ ελεύθερα, αν αναλογισθεί κανείς την πρόσφατη παραίτηση δύο πρυτάνεων, επειδή τόλμησαν να στηλιτεύσουν την γενοκτονία που συντελείται στη Γάζα. Λέτε να αποδειχθούν «ελεύθερα» τα μεταλλαγμένα ΙΕΚ και τα ποικίλα Funds που ετοιμάζονται πυρετωδώς να παραστήσουν τα Πανεπιστήμια;

*****

Ε. Επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα:

Αξίζει τελικά, για χάρη της συγκεκριμένης –εσπευσμένης, απροετοίμαστης και εν τέλει μονοκομματικής– προσπάθειας καθιέρωσης μιας μορφής ιδιωτικών Πανεπιστημίων να τραυματισθεί τόσο έντονα το κανονιστικό κύρος του Συντάγματος; Ναι λέει η κυβέρνηση και μαζί της κάποιοι, ελάχιστοι  ευτυχώς, συνάδελφοι. Όχι λέμε με στεντόρεια φωνή όλοι (σχεδόν) οι άλλοι, που θεραπεύουμε το Συνταγματικό, το Διοικητικό και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ανεξάρτητα από το ποια είναι επί της ουσίας η άποψή μας για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Και την ίδια στάση αναμένουμε να τηρήσει και το Συμβούλιο Επικρατείας, αν η κυβέρνηση επιμείνει, όπως φαίνεται, στο συνταγματικό της πραξικόπημα και αν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνεχίσει την τακτική των προκατόχων της, αρνούμενη να προβεί –όπως έχει κατά την άποψή μου την αρμοδιότητα– σε επί της ουσίας έλεγχο συνταγματικότητας. Το διακύβευμα είναι τεράστιο, διότι δεν αφορά, εν κατακλείδι, ένα συνταγματικό άρθρο αλλά το ίδιο το μέλλον του Συντάγματος, ως θεμελιώδους κανονιστικού πλαισίου που παρέχει ασφάλεια δικαίου και εγγυάται το δημόσιο συμφέρον, τις ανθρωπιστικές αξίες  και τις πάγιες δημοκρατικές και δικαιοκρατικές κατακτήσεις του ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Αυτό λοιπόν που θα κληθεί, σε τελευταία ανάλυση, να απαντήσει το Συμβούλιο Επικρατείας είναι το αν μπορεί η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία να επιβάλλει επιλεκτικά και αυθαίρετα τις επιλογές της, παρακάμπτοντας αλά κάρτ το Σύνταγμα και ξηλώνοντας άκριτα το «πουλόβερ» της Δημοκρατίας… Και είμαστε βέβαιοι, χρησιμοποιώ πληθυντικό διότι πιστεύω ότι διερμηνεύω την άποψη όλων των αντιδρώντων, ότι θα δώσει ξεκάθαρα την δέουσα απάντηση, κλείνοντας τα αυτιά στις σειρήνες της εκτελεστικής εξουσίας, εμμένοντας στην πάγια σχετική νομολογία του και σεβόμενο, εν τέλει, την θεσμική του αξιοπρέπεια, που ταυτίζεται στο σημείο αυτό με την θεσμική αξιοπρέπεια του ίδιου του ελληνικού κράτους

[1] Γνωμοδότηση (για τον Υπουργό Παιδείας) με το «ερώτημα αν, εν όψει του άρθρου 14 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να συσταθούν Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα από ιδιώτες», 27.11.2023.

[2] Βλ. Γνωμοδότηση (με άγνωστο εντολέα), Η σύμφωνη με το Ενωσιακό Δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος και το περιθώριο ανάληψης νομοθετικών πρωτοβουλιών στο πεδίο της μη κρατικής ανώτατης εκπαίδευσης, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024 (και περίληψή της : Mη κρατικά ΑΕΙ, Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 Συντάγματος, Τα Νέα, 9.12.2024), καθώς και Μη κρατικά ΑΕΙ – Σε ποια έννομη τάξη; Καθημερινή, 26.2.2024.

[3] Βλ. Γνωμοδότηση (Για τον Σύνδεσμο Ελληνικών Κολλεγίων), Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα,  30.10.2024 (ΝοΒ 2/24)  και  Όταν η πολιτική ατολμία κρύβεται πίσω από τον νομικό σχολαστικισμό, Βήμα της Κυριακής, 3.3.2024, Constitutionalism.gr, 4.3.2024

[4] Βλ. ιδίως Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης  (κείμενο με δομή γνωμοδότησης), Constitutionalism.gr,  11-07-2023  καθώς και: Η διάτρητη, συνταγµατικά, απαγόρευση του άρθρου 16, Καθημερινή, 16 Ιουλίου 2023 και Constitutionalism.gr, 24.8.2024,  H κρυφή γοητεία του άρθρου 28 του Συντάγματος, ΝΕΑ, 16 Ιουλίου 2023 και Constitutionalism.gr, 25.8.2024, Η συνταγματικότητα της εγκατάστασης παραρτημάτων αλλοδαπών μη κρατικών πανεπιστημίων. Μια οφειλόμενη απάντηση, Constitutionalism.gr, 28.8.2024, Η ερμηνεία της διάταξης  (Οι διακρατικές συμφωνίες αντιμέτωπες με το άρθρο 16Σ), Βήμα της Κυριακής, 27.08.23 και Constitutionalism.gr, 03.09.2024, Αναχρονιστική και αντίθετη στην ακαδημαϊκή ελευθερία, ΝΕΑ,  27/01/2024 και Constitutionalism.gr, 05.02.2024.

[5] Πρβλ. Σημεία ομιλίας του τ. Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου, κατά τον εορτασμό των 180 χρόνων του ΕΜΠ (2017), που άπτονται επίκαιρων προβληματισμών για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, Constitutionalism.gr, 4.3.2024.

[6] Η οποία αφού επισημάνει ότι «Το νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια γεννά ένα ζήτημα πολύ σοβαρότερο και από το ίδιο το μέλλον της Ανώτατης Παιδείας στην Ελλάδα. Διακυβεύει το μέλλον όχι απλώς του Κράτους Δικαίου αλλά της έννοιας του Δικαίου αυτής καθ’ εαυτήν», διαρρηγνύει τα ιμάτιά της για την «πρωτοφανή στα νομικά χρονικά ερμηνευτική προσέγγιση» καθώς «Από το 1975 μέχρι σήμερα η παροχή της ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση (άρθ. 16 παρ. 5), η απαγόρευση της ίδρυσης ανωτάτων σχολών από ιδιώτες (άρθ. 16 παρ. 8) και η ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού για τους Καθηγητές ΑΕΙ (άρθ. 16 παρ. 6) είχε για όλους, δικαστές, νομικούς, καθηγητές, πολιτικούς και απλούς πολίτες την ίδια ακριβώς έννοια» για να καταλήξει στο ότι «Μοναδική συνταγματική οδός για να αλλάξουν όλα αυτά είναι η διαδικασία της αναθεώρησης… ο ρόλος της [οποίας] είναι να προηγείται και να υπαγορεύει τις ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη και όχι να έπεται και να υπαγορεύεται από τα τετελεσμένα γεγονότα που δημιουργούνται από συνειδητά αντισυνταγματικές νομοθετικές επιλογές» Βλ. «Βόμβα» της πρώην αντιπροέδρου του ΣτΕ για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια – «Μόνο με συνταγματική αναθεώρηση», Τα Νέα, 12.02.2024

[7] Ο οποίος, αφού διευκρινίσει ότι: «Είμαι υπέρ της ίδρυσης και λειτουργίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος, που ακολουθεί την εξέλιξη της Κοινωνίας και των Ιδεών. Μέχρι του σημείου, όμως, που ο ερμηνευτής αποδίδει, όπως ο μουσικός, τη σύνθεση της παρτιτούρας που έχει μπροστά του και δε συνθέτει δικιά του. Μέχρις εκεί, που η νομική επιστήμη παραμένει επιστήμη, και όχι τέχνη διαπραγμάτευσης και μετατροπής του ήσσονος λόγου σε κρείττονα ή με την ίδια ευκολία το αντίστροφο, κατά την αυθαίρετη επιλογή και ιεράρχηση του «ερμηνευτή», τονίζει με έμφαση: «Ας φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε ανάγκη περισσότερο από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια… Η τήρηση του Συντάγματος, τόσο απαραίτητη για τη σταθερότητα της Δημοκρατίας μας και την προστασία των ατομικών ελευθεριών, επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, περιλαμβανομένων και των νομικών που καλό είναι να μη χρησιμοποιούν την Τέχνη τους, ώστε να καθίσταται νομιμοφανής η παραβίασή του… Οι γνώμες βέβαια είναι ελεύθερες και να αλλάζουν, ακόμη και από τύψεις. Όμως εδώ δεν πρόκειται γι’ αυτήν την ελευθερία. Αλλιώς θα ακολουθούσαμε τη συλλογιστική του Μαρξ, όχι του Καρόλου αλλά του Γκάουτσο Μάρξ, που έλεγε «αυτή είναι η γνώμη μου, και αν δεν σας αρέσει, έχω κι άλλες». Ίσως, δε, να μην είναι περιττό να θυμίσω πόσο επικίνδυνο είναι οι προσωπικές απόψεις να ενδύονται τον μανδύα της ερμηνείας του Συντάγματος και των κοινοτικών κειμένων. Το άρθρο 16 πρέπει να αναθεωρηθεί. Η αναθεώρηση όμως είναι λίγο πιο χρονοβόρα –θυμίζω, πάντως, ότι μπορεί να ξεκινήσει μέσα στο 2024 – και λίγο πιο δύσκολη, καθώς απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία. Αλλά αυτή είναι… Ζούμε σε θεσπισμένη έννομη τάξη, σε συντεταγμένη Πολιτεία. Μέχρι την αναθεώρηση του Συντάγματος, όσο και αν θέλουμε, όσο και αν διαστέλλουμε τα μεν και στενεύουμε τα δε, δεν μας επιτρέπει με απλό Νόμο να ρυθμίσουμε διαφορετικά αυτό που ορίζει…» (Βλ. Γ. Κουβελάκη, Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια ως δοκιμασία του κανονιστικού κύρους του Συντάγματος, Constitutionalism.gr, 1.3.2024).

[8] Χαρακτηριστική στο σημείο αυτό είναι η δήλωση το Ν. Αλιβιζάτου, ο οποίος, με περισσή βεβαιότητα, προκαταλαμβάνοντας τόσο την θέση της θεωρίας όσο και την θέση της νομολογίας, δήλωσε: «Συνεπώς, ερμηνευόμενο το Σύνταγμα υπό το φως αυτών των εξελίξεων, δεν εμποδίζει, νομίζω ότι αυτό το θέμα η νομική πλευρά έχει λυθεί. Υπάρχουν κάποιες, αν θέλετε, μεμονωμένες φωνές συναδέλφων οι οποίοι υποστηρίζουν το αντίθετο. Έχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι τουλάχιστον συμφωνούμε και νομίζω ότι και στα δικαστήρια αν τεθεί το θέμα θα δεχθούν την άποψη ότι το Σύνταγμα είναι ένα ζωντανό κείμενο το οποίο εξελίσσεται» (Παρατίθεται σε efsyn.gr, 5.2.2024).

[9] Διάλογος με το Δάσκαλο Αντώνη Μανιτάκη. Επί του άρθρου του «Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης», Constitutionalism.gr, 20.07.2023.

[10] Το Πανεπιστήμιο ανάμεσα στο κράτος και την αγορά, Constitutionalism.gr, 23.07.2023, Η παραβίαση του άρθρου 16 Συντ. δεν είναι ένας απλός ερμηνευτικός νεωτερισμός, Constitutionalism.gr, 03.01.2024.

[11] Λίγα θεμελιώδη για το άρθρο 16 Συντάγματος, Ανοιχτό Παράθυρο, 26.07.2023, Η γνωμοδότηση Σκουρή- Βενιζέλου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, Dikastiko.gr, 31.01.2024 και Πάνος Λαζαράτος: Και πάλι – Μη Κρατικά ΑΕΙ και Σύνταγμα, Dikastiko.gr, 31.01.2024.

[12] Βλ. ιδίως Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, Constitutionalism.gr, 31.10.2023,  Ο σεβασμός του Συντάγματος και η επιφύλαξη που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, Constitutionalism.gr, 05.12.10.2023

[13] Ο Αββάς Σιεγιές και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, Constitutionalism.gr, 02.01.2024

[14] Περί του άρθρου 16 και άλλων δαιμονίων, Constitutionalism.gr, 11.01.2024.

[15] Οκτώ καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου κρίνουν αντισυνταγματικές τις διατάξεις για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, Constitutionalism.gr, 10.2.2024.

[16] Δημοσιεύθηκε στο Constitutionalism.gr, 25.02.2024.

[17] Αντισυνταγματική η λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, Constitutionalism.gr, 14.02.2024.

[18] Το αίτημα «Πανεπιστήμιο», Constitutionalism.gr, 21.02.2024.

[19] Ιδιωτικά Πανεπιστήμια: Τροποποιήσεις του νομοσχεδίου προς το χειρότερο, The Press Project, 28.2.2024.

[20] Μη κρατικά ΑΕΙ και ενωσιακό δίκαιο: Μεταξύ πραγματικότητας και προσχήματος, Constitutionalism.gr, 04.03.2024.

[21] Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου, Constitutionalism.gr, 04.03.2024.

[22] Ιδιωτικά Πανεπιστήμια και η κακομεταχείριση του συνταγματικού λόγου, Syntagma Watch 04.03.2024.

[23] Συνταγματικός παλαιοημερολογητισμός, Τα Νέα, 27.1.2024.

[24] Γιατί να πούμε «ναι» στα μη κρατικά πανεπιστήμια,  Protagon.gr, 29.2.2024.

[25] “Λέω ναι ρητά, δυνατά και ανοικτά στην ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων”, Dikastiko.gr, 05.03.2024

[26] Βλ. Β. Βλαχόπουλου, Μία Θεμελιώδης προϋπόθεση, που πρέπει να τηρηθεί και Γ. Δελλή, Καλοδεχούμενες εξαγγελίες, θα κριθούν στην πράξη,  Καθημερινή, 7.7.2023.

[27] Δεν είναι μάλιστα συμπτωματικό ότι ο Σπ. Βλαχόπουλος, σε πρόσφατο άρθρο του, απλώς παρουσίασε τις διάφορες απόψεις ,χωρίς  να λάβει θέση υπέρ των γνωμοδοτησάντων (Δημόσια και ιδιωτικά Πανεπιστήμια – Μια ακόμη λάθος προτεραιοποίηση στον δημόσιο λόγο, Dikastiko.gr, 26.2.2024).

[28] Το άρθρο 16 και η διασφάλιση των αρχών του, Τα Νέα, 24.2.2024

[29] Βλ. Η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ως ενωσιακό θεμελιώδες δικαίωμα. Το άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων,  ΔτΑ 77/2018.

[30] Βλ. Η προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας κεντρικό ζητούμενο για το μέλλον της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, Constitutionalism.gr, 16.2.2024.

[31] Πρβλ. στο σημείο αυτό την εμπεριστατωμένη προσέγγιση, τόσο από συνταγματική όσο και υπό ευρωενωσιακή σκοπιά,  από τον Μ. Ιωαννίδη, Η συνταγματική απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων υπό το πρίσμα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Μια απόπειρα συνολικής θεώρησης, ΤοΣ 2009.

[32] Μη κρατικό πανεπιστήμια : επιθυμητή αλλά όχι απαραίτητη η αναθεώρηση του άρθρου 16,

Βήμα της Κυριακής, 25.2.2024.

[33] Βλ. αντί άλλων Ap. Vlachogiannis, La living Constitution, Classiques Garnier, Paris 2014.

[34] Βλ. αναλυτικά Απ. Παπατόλια, «Πολυεπίπεδος συνταγματισμός»: απολογητική ιδεολογία ή εξελικτική αναγκαιότητα; (Σκέψεις με αφορμή την ερμηνευτική επαναπροσέγγιση του άρθρου 16), Constitutionalism.gr, 7.2.2024.

[35] Πρβλ. Γ. Σωτηρέλη, Το Σύνταγμα στην εποχή της κρίσης. Προς ένα νέο συνταγματισμό;», σε: Α-Ι. Δ. Μεταξάς (Σχεδίαση του έργου – Εισαγωγικά Κείμενα), Πολιτική Επιστήμη: Διακλαδική και συγχρονική προσέγγιση της πολιτικής πράξης, V. Πολιτικοί Θεσμοί. Δομές και Λειτουργίες, Εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2016 (και σε: Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, 2η έκδοση, Παπαζήσης  2023,  Επίμετρο, σ. 572 επ.,  http://www.constitutionalism.gr [καταχώρηση: 10.9.2012])

[36] Οπ., σ. 6.

[37] Πρβλ. Γιαννακόπουλου, Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 167 επ.

[38] Βλ. ιδίως, Η διάτρητη, συνταγµατικά, απαγόρευση του άρθρου 16, Καθημερινή, 16 Ιουλίου 2023 και Constitutionalism.gr,.

[39] Βλ. ιδίως, Αναχρονιστική και αντίθετη στην ακαδημαϊκή ελευθερία, ΝΕΑ,  27/01/2024 και Constitutionalism.gr, 05.02.2024

[40] Βλ. Αρ. Μάνεση, Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη Ι, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη  1980, σ. 674 επ.

[41] Βλ. Π. Μαντζούφα, Ακαδημαϊκή Ελευθερία, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1997..

[42] Ιφ. Καμτσίδου, Η αναθεώρηση του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 Συντ. στην κατεύθυνση κατάργησης του δημόσιου χαρακτήρα των ΑΕΙ:  Όρια του εθνικού Συντάγματος και των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών-μελών της Ε.Ε., σε: Τιμητικός Τόμος για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, ΙΙΙ, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 213 επ.

[43] Βλ. Δ. Τσάτσου, Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία, Για μια Ευρωπαϊκή Ένωση των Κρατών, των Λαών, των Πολιτών και του Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Πολιτισμού, κδ. Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2007.

[44] Βλ. Το «Σύνταγμα της Ευρώπης αντιμέτωπο με την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2004, σ. 99. Υποσημ. 127.

[45] Βλ. ιδίως Γ. Κατρούγκαλο, ό.π., και Κ. Γιαννακόπουλο, Ο σεβασμός του Συντάγματος και η επιφύλαξη που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, Constitutionalism.gr, 05.12.10.2023.

[46] Βλ. ενδεικτικά: Ν. Αλιβιζάτος στο Πρώτο: Αναχρονιστική η άποψη που δεν δέχεται τα Μη Κρατικά Πανεπιστήμια-Έχει ρίζες στον εμφύλιο και στον Γεώργιο Παπαδόπουλο (δηλώσεις του στο Πρώτο Πρόγραμμα, ErtNews, 5.2.2024 και ό.π. υποσημ. 8.

[47] Πρβλ. και Ε. Βενιζέλου, Ατζέντα 16 για το ελληνικό πανεπιστήμιο του 21ου αιώνα, Πόλις, Αθήνα 2007, σ. 62 επ.

[48] Βλ. Ν. Αλιβιζάτος/Π. Βουρλούμης/Γ. Γεραπετρίτης/Γ. Κτιστάκης/Στ. Μάνος/Φ. Σπυρόπουλος, Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα, Η καθημερινή 2016, σ. 20-21, άρθρο 18.

Πηγή: constitutionalism.gr

Παλαιστίνη-Ισραήλ: Η απάτη της “διαμάχης”, η πραγματικότητα της αποικιοκρατίας

Απ’ τις απαρχές του το παλαιστινιακό ζήτημα αναπαρίσταται από δυτικά ΜΜΕ, ακαδημαϊκούς, σχολιαστές, πολιτικούς και κυβερνήσεις ως μια “σύγκρουση”, μια “διαμάχη” ίσων (ή έστω περίπου ίσων, σε κάθε περίπτωση ομόλογων) μερών, δικαιολογώντας ταυτόχρονα μια “ουδέτερη” στάση ίσων αποστάσεων στις κατά καιρούς οξύνσεις της βίας και κλιμακώσεις της έντασης. Εύλογη πολιτική πρόταση που προκύπτει απ’ αυτή τη στάση είναι το κάλεσμα για αποφυγή των ακραίων αντιδράσεων κι απ’ τις δυο μεριές, ασπασμός της οδού των διαπραγματεύσεων, αναθεματισμός στην ειρήνη και τις ανθρωπιστικές αξίες της Δύσης.

Η σκοπιά αυτή όμως είναι παραπλανητική, καθώς κρύβει ιστορική παραχάραξη, πολιτική υστεροβουλία και ηθική διπροσωπία.

Αντ’ αυτής, πιο ακριβής, χρήσιμη, τεκμηριωμένη και ικανή να περιγράψει τη δομική ανισομετρία που διέπει τη σχέση Παλαιστίνης-Ισραήλ, είναι αυτής της εποικιστικής αποικιοκρατίας.

Τι σημαίνει όμως εποικιστική αποικιοκρατία; Σύμφωνα με τον Jeff Halper, εβραιο-ισραηλινό ακτιβιστή και ακαδημαϊκό, «[ε]ποικιστική αποικιοκρατία είναι μια μορφή αποικιοκρατίας όπου ξένοι έποικοι φθάνουν σε μια χώρα με την πρόθεση να την κυριεύσουν. Η “άφιξή” τους είναι στην πραγματικότητα εισβολή. Οι έποικοι δεν είναι μετανάστες, έρχονται με την πρόθεση να αντικαταστήσουν τον ιθαγενή πληθυσμό, όχι να ενσωματωθούν στην κοινωνία του. […] Μια “λογική εξολόθρευσης”, που σύμφωνα με τον Patrick Wolfe είναι εγγενής σε όλα τα σχέδια εποικιστικής αποικιοκρατίας, “εξαφανίζει” τους Ιθαγενείς μέσω εκτοπισμού, περιθωριοποίησης, ενσωμάτωσης ή ευθείας γενοκτονίας. Μέσω μυθευμάτων περί ιστορικά κατοχυρωμένης κυριότητας [entitlement], οι έποικοι επικυρώνουν το δικαίωμά τους στη γη» (Jeff Halper, Decolonizing Israel, Liberating Palestine).

Πρόκειται για μια έννοια που συχνά μετέρχεται η εθνικιστική και φασιστική ακροδεξιά για να περιγράψει το φαινόμενο της μετανάστευσης λαών της ανατολής και του νότου προς την Ευρώπη, εντελώς και σκόπιμα παραγνωρίζοντάς το, προσδίδοντας εποικιστικό σκοπό στους άκληρους και τους εξαθλιωμένους της οικονομικής και πολιτικής καταπίεσης που γεννούν ο ιμπεριαλισμός κι οι πόλεμοί του. Προσδιοριστικό στοιχείο της ακροδεξιάς εξάλλου είναι το να καμώνεται ότι εγκύπτει σε λαϊκά προβλήματα κι ανησυχίες, μόνο για ν’ αποστρέφει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και πάλη μακριά από τα κέντρα εξουσίας που είναι υπεύθυνα για τη μιζέρια της και να τις στρέψει έναντι άλλων καταπιεσμένων κι ακόμα εντονότερα απ’ αυτήν εκμεταλλευόμενων. Ούτε που διανοήθηκε ποτέ η εγχώρια και παγκόσμια ακροδεξιά και τα αστικά συστήματα που τη στηρίζουν να αποδώσουν το χαρακτηρισμό της εποικιστικής αποικιοκρατίας στα κράτη των Ευρωπαίων εποίκων στην Αμερική και την Ωκεανία, που χτίστηκαν πάνω στην εξολόθρευση και περιθωριοποίηση των -κακώς λεγόμενων- Ινδιάνων και Αβορίγινων. Πολλώ δε μάλλον, στην περίπτωση του Ισραήλ.

Η σιωνιστική ιδεολογία εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στην κεντρική και ειδικά την ανατολική Ευρώπη, όπου οι εβραϊκοί πληθυσμοί ήταν παραδοσιακά μεγαλύτεροι και υπόκεινταν σε απηνείς διωγμούς από τους χριστιανούς (η λέξη πογκρόμ είναι ρωσικής προέλευσης και χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά για να περιγράψει τις βάναυσες επιθέσεις εναντίον των Εβραίων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας τον 19ο και 20ο αιώνα).

Επηρεαζόμενη από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ευνοούσε την άνοδο του εθνικισμού (που είχε ήδη ευδοκιμήσει στην δυτική Ευρώπη, δίνοντας τα πρώτα μοντέρνα κράτη στις αρχές του φιλελευθερισμού), μια μικρή μερίδα Εβραίων βρίσκει την απάντηση για τους διωγμούς της κοινότητάς τους στην ίδρυση ενός κράτους των Εβραίων στην αρχέγονη γη του βιβλικού ιουδαϊσμού, την τότε Παλαιστίνη. Έτσι γεννάται ο σιωνισμός.

Ο σιωνισμός, ως εθνικιστικό κίνημα, ήταν από την αρχή εμποτισμένος με τα χαρακτηριστικά των ανατολικοευρωπαϊκών εθνικισμών της περιόδου. Κάθε εθνικισμός κατά το στάδιο συγκρότησής του συνοδεύεται απ’ την ανάδυση εθνικών μύθων γύρω απ’ την κυρίαρχη στον εκάστοτε χώρο εθνότητα, η οποία αυτοαναγορεύεται ως ο αυθεντικός λαός-φυλή. Όμως, ενώ στις δυτικές κοινωνίες αυτοί οι μύθοι έφθιναν δίνοντας χώρο σε μια πιο συμπεριληπτική αντίληψη του έθνους που αντί να δίνει έμφαση σε κοινές ρίζες προσέβλεπε σ’ ένα κοινό μέλλον, στις κοινωνίες ανατολικά του Ρήνου ιστορικά επικράτησε η επιμονή στους εθνικούς μύθους περί αρχέγονης ομογενούς καταγωγής όλων των μελών της κυρίαρχης εθνότητας, διαμορφώνοντας μια ιδέα περί έθνους ως μια κλειστή, άκαμπτη οντότητα που καθορίζεται περισσότερο απ’ τον αποκλεισμό παρά τη συμπερίληψη. Το αντίστοιχο στην γερμανική άρια φυλή, την τόσο πασπαλισμένη με τους ανυπόστατους εθνικούς μύθους που προαναφέραμε, βρήκαν οι σιωνιστές στους Εβραίους, τον εκλεκτό λαό του βιβλικού θεού, στον οποίο ο τελευταίος είχε κληροδοτήσει τη γη του Ισραήλ, της Ιουδαίας κοκ.

Παρότι κατά βάση κοσμικό κίνημα συγκροτημένο από άθεους Εβραίους, ο σιωνισμός αντλεί τη νομιμοποίησή του από τη Βίβλο (συγκεκριμένα τη Βίβλο, όχι εν γένει τα εβραϊκά θρησκευτικά κείμενα), μια αντίφαση που τον συνοδεύει ως σήμερα δίνοντας ώθηση σε πολιτικά και ιδεολογικά τερατουργήματα. Κόντρα σε κάθε ιστορικό, ανθρωπολογικό κλπ δεδομένο, ισχυρίζεται ότι κοινή καταγωγή όλων των όπου γης Εβραίων (με έμφαση στη βιολογική σύνδεση) είναι η σύγχρονη Παλαιστίνη και τα περίχωρά της, αποκλειστικά βασιζόμενο σε μια πρόσληψη της Βίβλου ως ιστορικού ντοκουμέντου.

Κι αυτό είναι το σημείο που ο αναδυόμενος εβραϊκός εθνικισμός των Εβραίων της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης τέμνεται και σμίγει με την αποικιοκρατική ευρωπαϊκή ιδεολογία του 19ου αιώνα. Στα μάτια των σιωνιστών, η Παλαιστίνη ήταν μια γη έρημη, εγκαταλελειμμένη, ρημαγμένη από την αχρησία, στερημένη των ευεργεσιών του συνετού (δυτικο)Ευρωπαίου και των υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων του. «Μια χώρα χωρίς λαό, για ένα λαό δίχως χώρα», ήταν ένα κεντρικό του σύνθημα.

Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Η Παλαιστίνη τον 19ο αι. ήταν κάθε άλλο παρά αυτό. Ήταν μια ιδιαίτερα ανεπτυγμένη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τον καπιταλισμό να κάνει τα πρώτα του σκιρτήματα και την συνεπακόλουθη ανάδυση μιας διακριτής Παλαιστινιακής-Αραβικής εθνικής ταυτότητας (όπως συνέβαινε σε όλα τα μήκη της καταρρέουσας Οθωμ. Αυτοκρατορίας κι είχε ήδη συμβεί στον ελλαδικό χώρο νωρίτερα). Κατοικούνταν αδιάλειπτα για χιλιετίες από μουσουλμανικές, χριστιανικές και εβραϊκές κοινότητες που συνυπήρχαν ειρηνικά κι αρμονικά μέσα στους ίδιους οικισμούς και πόλεις, με την επικράτηση διαφορετικής εξ’ αυτών στο διάβα των αιώνων.

Όπως αναφέραμε παραπάνω, ένα εποικιστικό αποικιοκρατικό σχέδιο αποσκοπεί στον εκτοπισμό του γηγενούς πληθυσμού και την υφαρπαγή της γης του. Έτσι λοιπόν ο σιωνισμός επιστρατεύει το ρατσιστικό οπλοστάσιο, ακονισμένο απ’ την προγενέστερη χρήση των Ευρωπαίων αποικιοκρατών. Στο σιωνιστικό λόγο, οι γηγενείς Άραβες κάτοικοι – όχι Παλαιστίνιοι – αντιμετωπίζονταν ως ένας αραιά διασπαρμένος πληθυσμός πρωτόγονων νομάδων και χωρικών, ως βάρβαροι Ασιάτες που απεχθάνονται τον (δυτικό, ποιον άλλο;) πολιτισμό. Ως τέτοιοι μπορούσαν να παραμεριστούν. Ο πρώιμος σιωνισμός καλούσε το ζήτημα του εκτοπισμού των Παλαιστινίων το «κρυφό ζήτημα».

Αξίζει και πάλι να τονίσουμε ότι κινητήρια δύναμη για την εξολόθρευση του ντόπιου δεν είναι ο ρατσισμός, αλλά η ανάγκη για πρόσβαση στη γη του. Ο ρατσισμός έρχεται ως απαραίτητο συμπλήρωμα αυτής της ανάγκης. Η ανάγκη για υφαρπαγή γης ήδη υπό χρήση είναι αυτή που προσδίδει στον έποικο-αποικιοκράτη την ουσία του. «Όταν ένας πληθυσμός έρχεται σε μια χώρα με σκοπό να την κυριεύσει, τότε έχουμε εισβολή. Οι έποικοι καθίστανται τέτοιοι από κατάκτηση, όχι απλά απ’ τη μετανάστευση», μας υπενθυμίζει ο Jeff Halper.

Ο σιωνισμός θα προβεί σε γάμο ευκαιρίας με τον αντισημιτισμό της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης και τις επεκτατικές βλέψεις της. Για τους ιθύνοντες νόες των μεγάλων δυνάμεων, και ειδικά της Βρετανίας, ο σιωνισμός αντιπροσώπευε μια χρυσή διπλή ευκαιρία: να απαλλαγούν απ’ τους «μιαρούς Εβραίους» στο εσωτερικό τους (που είχαν ήδη αρχίσει να αποτελούν δραστήρια κι εξέχοντα μέλη των εργατικών κινημάτων) και ταυτόχρονα να έχουν ένα πιστό τοποτηρητή των συμφερόντων τους σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη και κρίσιμη περιοχή, ένα σταυροδρόμι μεταξύ των ασιατικών αποικιακών τους κτήσεων και των ευρωπαϊκών τους μητροπόλεων.

Είναι σίγουρο πέραν πάσης αμφιβολίας ότι χωρίς την διπλωματική, υλικοτεχνική, στρατιωτική και διοικητική στήριξη των Άγγλων ο σιωνισμός δεν θα είχε καταφέρει ποτέ να ορθοποδήσει και να επικρατήσει σ’ ένα τόσο αντίξοο γι’ αυτόν περιβάλλον (θυμίζουμε ότι ο σιωνισμός για καιρό δεν έλκυε παρά μια οικτρή μειοψηφία των Εβραίων, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων επιδίωκε την ενσωμάτωση στις ευρωπαϊκές κοινωνίες που ζούσε, κι όχι τη μεταφορά της στην πολιτισμικά ξένη γι’ αυτούς τους μέση ανατολή, περιτριγυρισμένη από Άραβες).

Οι Άγγλοι, στους οποίους ως νικητές επί των Οθωμανών κι αποφαινόμενους για το διαμελισμό της αυτοκρατορίας είχε δοθεί κυριότητα της Παλαιστίνης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρείχαν αναγνώριση και νομιμοποίηση στις διεκδικήσεις των σιωνιστών, προώθησαν τη μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη και ανέπτυξαν τους εβραϊκούς οιονεί κρατικούς θεσμούς, σαμποτάροντας παράλληλα τους αντίστοιχους παλαιστινιακούς σε κάθε ευκαιρία.

Επιστέγασμα των βρετανικών προσπαθειών οι οποίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησαν να συμπληρώνονται και αντικαθίστανται από αυτές των Αμερικανών, ήταν η πρόταση του ΟΗΕ το 1947 για διαμελισμό της Παλαιστίνης σε εβραϊκό κι αραβικό κράτος. Η άρνηση των Παλαιστινίων να δεχθούν μια πρόταση που έδινε τη μισή γη τους σε λιγότερο απ’ το 1/3 του πληθυσμού που με το έτσι θέλω αποφάσισε να εκτοπίσει τον γηγενή πληθυσμό απ’ τα πατρογονικά εδάφη του, απαντήθηκε από την ενορχηστρωμένη και βάναυση επίθεση των σιωνιστών, σ’ ένα καταστροφικό πλήγμα που έκτοτε έχει αφήσει τη μέση ανατολή αιμορραγούσα.

Πράξη γένεσης του κράτους του Ισραήλ αποτελεί η Νάκμπα (Καταστροφή στα αραβικά) του 1948, η εκστρατεία βίας, δολοφονιών, διωγμών και τρόμου που εξαπέλυσαν οι πάνοπλες εβραϊκές πολιτοφυλακές (εκπαιδευμένες κι εξοπλισμένες επί δεκαετίες από τους Άγγλους) εναντίον παλαιστινιακών γειτονιών, χωριών και πόλεων. Ακρογωνιαίος λίθος του Ισραήλ είναι αυτή η σειρά θηριωδιών που οδήγησε στον εκτοπισμό άνω των 700.000 Παλαιστινίων, πάνω από 70% πληθυσμού τους, και την εκπλήρωση του σιωνιστικού ονείρου: ενός κράτους όπου πλειοψηφία θα αποτελούν οι Εβραίοι.

Το Ισραηλινό κράτος ενσωμάτωσε πλήρως την αποικιοκρατική θεσμική δομή (τραπεζική, πολιτική, αυτοδιοικητική κλπ) που παρέλαβε απ’ τους Άγγλους, και συνέχισε την εφαρμογή των μέτρων καταπίεσης των Παλαιστινίων στο εσωτερικό του που είχαν εισηγηθεί οι Άγγλοι (παρότι μέχρι πρότινος, επειδή εν μέρει θίγονταν κι οι Εβραίοι απ’ αυτά, τα καταδίκαζαν). Μέσα από τη Νάκμπα, το Ισραήλ κατάφερε να υφαρπάξει το 78% των εδαφών της ιστορικής Παλαιστίνης. Το σχέδιο διχοτόμησης του ΟΗΕ, που έδινε το ήδη μαξιμαλιστικό και άδικο 52% των εδαφών, δεν αποτελούσε ποτέ πραγματικό γνώμονα των σιωνιστών, που έτσι κι αλλιώς εποφθαλμιούσαν το σύνολο της Παλαιστίνης (κι όχι μόνο). Ήταν κομβικό επειδή νομιμοποιούσε διεθνώς την ύπαρξη εβραϊκού κράτους, δηλαδή κράτους με εβραϊκή πλειοψηφία. Κι αυτό αποτελεί ακόμα ένα χαρακτηριστικό της ιδεολογίας της εποικιστικής αποικιοκρατίας: Οι έποικοι διεκδικούν κυριαρχία επί όλου του εδάφους που θεωρούν δικαιωματικά ή κληρονομικά δικό τους, ακόμα κι αν δεν το κατέχουν ακόμη. Αυτό αποδείχθηκε κι από την μετέπειτα εισβολή του ισραηλινού στρατού στα υπόλοιπα εδάφη της Παλαιστίνης που δεν κατάφερε να κατακτήσει το 1948, μετατρέποντάς τα στα λεγόμενα κατεχόμενα εδάφη της Δυτικής Όχθης (στα σύνορα με την Ιορδανία) και της Λωρίδας της Γάζας (στα σύνορα με την Αίγυπτο). Αυτό το σκεπτικό εξακολουθεί να κυβερνά στο Ισραήλ και σήμερα και να καθοδηγεί τις αποφάσεις των σιωνιστικών ελίτ.

Από την ίδρυσή του το κράτος του Ισραήλ έχει βασίσει την κυριαρχία του επί των Παλαιστινίων, αυτών που ζουν εντός των αναγνωρισμένων συνόρων του ως το 1967 ως Ισραηλινοί πολίτες κι αυτών επί των οποίων επιβάλλεται ως κατοχική δύναμη στα κατεχόμενα εδάφη (και τους οποίους βεβαίως δεν αναγνωρίζει ως πολίτες του), σ’ ένα τρίπτυχο καταπίεσης: διωγμός, κατοχή, απαρτχάιντ.

Το απαρτχάιντ που έχει στήσει το Ισραήλ έχει και ξεκάθαρη νομική πτυχή. Η βουλή του Ισραήλ, η Κνέσετ, έχει μεταθέσει μέρος των ευθυνών του κράτους σε οργανισμούς όπως τον Παγκόσμιο Σιωνιστικό Οργανισμό, το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο και τον Εβραϊκό Σύνδεσμο, που είναι συνταγματικά ταγμένοι στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των Εβραίων, αποκλείοντάς απ’ τις μέριμνές τους αυτά των Παλαιστινίων (που αποτελούν μειονότητα της τάξης του 20% εντός του Ισραήλ).

Επιπλέον έχει στηθεί ένα δαιδαλώδες, καφκικό δικονομικό σύστημα εξόφθαλμα προκατειλημμένο εναντίον των Αράβων πολιτών του Ισραήλ. Σύμφωνα με ισραηλινούς νόμους, η πρότερη παλαιστινιακή ιδιοκτησία μπορούσε νόμιμα να απαλλοτριωθεί απ’ το κράτος μετά από 3 χρόνια αχρησίας. Όντας όμως αποκλεισμένοι απ’ το να γυρίσουν στα εδάφη απ’ τα οποία εκτοπίστηκαν, οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι δεν έχουν καν δυνατότητα να δούνε, πόσο μάλλον να αξιοποιήσουν, τις ιδιοκτησίες τους. Ταυτόχρονα απαγορεύεται η πώληση σε Παλαιστίνιους εδαφών ή κτισμάτων χτισμένων σε ισραηλινή κρατική γη ή που ανήκουν σε εβραϊκούς εθνικούς θεσμούς.

Αυτή η πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών αποτυπώνεται και στη δημογραφία. Υπάρχει ένα μοτίβο δομημένου διαχωρισμού, με τη διασπορά των Αράβων εντός του Ισραήλ μεταξύ πολλών διαφορετικών χωριών και πόλεων ώστε να αποτελούν πάντα μειοψηφίες, αναμειγνύοντας Μουσουλμάνους, Χριστιανούς και Δρούζους προσπαθώντας να παροξύνουν τις μεταξύ τους αντιθέσεις, κάνοντας τη διαχείριση όλων τους απ’ τη μεριά του ισραηλινού κράτους ευκολότερη υπόθεση.

Στα κατεχόμενα εδάφη της Δυτικής Όχθης, όπου όπως και στη Γάζα το Ισραήλ ελέγχει πλήρως τον εναέριο χώρο, ηλεκτρομαγνητικές συχνότητες κλπ, έχει εγκατασταθεί η Πολιτική Διοίκηση (πολιτική κατ’ ευφημισμό, καθώς αυτής ηγείται αξιωματικός του ισραηλινού στρατού) που μεταξύ άλλων αποφασίζει ποιος θα χτίσει και πού, προβαίνει σε κατεδαφίσεις [1], κατάσχει εδάφη για στρατιωτική ή άλλη χρήση (οι «ανάγκες ασφαλείας» του Ισραήλ είναι ακόρεστες κι ανυπέρθετες ταυτόχρονα), ελέγχει και κατευθύνει την ίδρυση (παράνομων και διεθνώς καταδικασμένων) ισραηλινών εποικισμών, έχει χωρίσει τη Δυτική Όχθη σε «ζώνες ασφαλείας» και επιβάλλει περιορισμούς μετακίνησης στους Παλαιστίνιους.

Μέχρι σήμερα έχουν ιδρυθεί πάνω από 250 οικισμοί εποίκων στα κατεχόμενα, στους οποίους διαμένουν περισσότεροι από 750.000 Ισραηλινοί. Μέσα απ’ αυτούς τους παράνομους εποικισμούς και τη σκοπούμενη συνένωση και ενσωμάτωσή τους στον εθνικό ισραηλινό κορμό, το Ισραήλ προσβλέπει στη δημιουργία μιας περιοχής αδιάκοπου, ανεμπόδιστου ισραηλινού ελέγχου και ταυτόχρονα στην απομόνωση των Παλαιστινίων σε «μπαντουστάν», αποκομμένους, απομονωμένους θύλακες μειωμένης κυριαρχίας. Ο κατακερματισμός των Παλαιστινίων επιτυγχάνεται και απ’ το δίκτυο ισραηλινών αυτοκινητοδρόμων [2] που τέμνουν τα κατεχόμενα, καθιστώντας πρακτικά αδιαχώριστη τη Δυτική Όχθη απ’ το καθ’ αυτό Ισραήλ.

Σαν να μην φτάναν όλ’ αυτά, το Ισραήλ παίρνει κι άλλα μέτρα για το θρυμματισμό και την ασφυξία της παλαιστινιακής κοινωνίας. Ως κλασική κατοχική δύναμη που συναντά ντόπια αντίσταση, κάνει εκτεταμένη χρήση συνεργατών, παρέχοντας (ή υποσχόμενη ότι θα παράσχει) σε Παλαιστίνιους σε ακραία αποστέρηση ή ανάγκη (την οποία έχει δημιουργήσει η ίδια η κατοχή) απαραίτητα φάρμακα, ταξιδιωτικά έγγραφα, παραγραφή κατασκευασμένων απ’ το στρατό κατηγοριών κλπ. Επιπλέον, καταφεύγει κατά κόρον σε μαζικές συλλήψεις και διοικητικές κρατήσεις οι οποίες μπορούν να κρατήσουν επ’ αόριστον [3].

Αυτά τα μέτρα συμπληρώνονται από μια οικονομική σκοπούμενης απο-ανάπτυξης. Το Ισραήλ περισφίγγει την παλαιστινιακή οικονομική δραστηριότητα, περιορίζοντας τις δραστηριότητες τραπεζών και βιομηχανιών ώστε να μην ανταγωνίζονται τις αντίστοιχες ισραηλινές. Το Ισραήλ ελέγχει τα δασμολογικά κι εμπορικά έσοδα της Παλαιστινιακής Αρχής (της μαριονέτας των Αμερικάνων και Ισραηλινών που κάνει τη δουλειά τους αντ’ αυτών στη Δυτική Όχθη), τα οποία ανέρχονται στα 2/3 των συνολικών εσόδων της, έχοντας παράλληλα τον τελικό λόγο κι εν τέλει αποκλείοντας ό,τι έχει να κάνει με εισαγωγές κι εξαγωγές, πνίγοντας εν τη γενέσει της οποιαδήποτε δυναμική ανάπτυξης της παλαιστινιακής οικονομίας. Σύμφωνα πάλι με τον Jeff Halper, «όχι μόνο η Παλαιστινιακή οικονομία αποτρέπεται απ’ το ν’ αναπτυχθεί, αλλά είναι απροστάτευτη από μια ισραηλινή οικονομία που είναι κατά 60 φορές μεγαλύτερή της».

Το 1/3 των Παλαιστινίων εργάζονταν ως χειρώνακτες εργάτες στους ισραηλινούς εποικισμούς, τελώντας υπό μία επιπλέον συνθήκη εκβιασμού καθώς ακόμα κι αυτό το πενιχρό βιος που τους επιτρεπόταν ήταν άμεσα εξαρτημένο με τη συμμόρφωση με το αποικιακό καθεστώς και την αποδοχή των παράνομων εποικισμών του. Απ’ το 1987, με το ξέσπασμα της πρώτης Ιντιφάντα [4], αυτό περικόπηκε, με άμεσο αποτέλεσμα την ένταση της φτώχειας (άμεση υλοποίηση του σιωνιστικού εκβιασμού). Το 2018 στη Δυτική Όχθη η ανεργία ανερχόταν στο 31%, στη Λωρίδα της Γάζας στο 52%, το 1/3 των νοικοκυριών τελούσε υπό καθεστώς επισιτιστικής επισφάλειας και το 70% των Παλαιστινίων (και 2/3 των παιδιών) βρισκόταν σε βαθιά φτώχεια [5].

Το πρόβλημα με την εξύμνηση της λογικής της ασφάλειας (που ανεξαιρέτως επικαλείται κάθε αποικιοκρατικό καθεστώς ώστε να πραγματοποιήσει τις επεκτατικές βλέψεις του) είναι ότι αναπότρεπτα συνεπάγεται το απαρτχάιντ. Η ασφάλεια του Ισραήλ επιτάσσει τα πάντα, από την κατοχή παλαιστινιακών εδαφών, την κατεδάφιση σπιτιών, το τσάκισμα της κοινωνίας ως και το στραγγαλισμό της οικονομίας.

Την ίδια στιγμή που το Ισραήλ παίρνει (παράνομα) περίπου 30% των υδάτινων πόρων του απ’ τους υδροφόρους ορίζοντες της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, αρνείται ότι εκτελεί κατοχή επί των εδαφών αυτών. Απ’ τη σκοπιά του Ισραήλ, που εποφθαλμιά να ενσωματώσει τα κατεχόμενα απ’ αυτό εδάφη (αλλά χωρίς του Παλαιστίνιους που διαμένουν σ’ αυτά), δεν μπορείς να ασκείς κατοχή σε κάτι που σου ανήκει.

Ο σιωνισμός είχε το δυστύχημα να αναδυθεί στη δύση της εποχής της αποικιοκρατίας, όταν πια οι υποδουλωμένοι λαοί της ανατολής και του νότου εξεγείρονταν και αποτίνασσαν τον αποικιοκρατικό ζυγό των Ευρωπαίων δυναστών τους, χτίζοντας δικά τους  ανεξάρτητα κράτη. Γεννήθηκε δηλαδή σε μια εποχή απονομιμοποίησης της αποικιοκρατικής τάξης πραγμάτων, όταν ο ιμπεριαλισμός αναγκαζόταν να λάβει διαφορετικές, πιο κεκαλυμμένες μορφές ελέγχου και εγκατέλειπε μορφές τυπικής κυριαρχίας υπέρ μιας ουσιαστικής.

Αντιμέτωπο με την αντίσταση που προκαλεί η βία της κατοχής του, το Ισραήλ μόνιμα καμώνεται το αμυνόμενο μέρος, ισχυριζόμενο ότι υπερασπίζεται τον εαυτό του έναντι άλογων, απρόκλητων επιθέσεων. Ο χαρακτηρισμός από μεριάς του κάθε μορφής αντίστασης ως «τρομοκρατίας» απηχεί την κλασική αποικιοκρατική τακτική της αποπολιτικοποίησης του αγώνα των γηγενών, της απανθρωποποίησής των ίδιων των καταπιεσμένων και την αντιστροφή της αιτιακής σχέσης. Παραγνωρίζεται ότι η αντίσταση στον εκτοπισμό, ακόμα κι αν μετέρχεται βίαιων μέσων, δεν μπορεί να συγκρίνεται (πόσο μάλλον να εξισώνεται) με τη στρατιωτική επεκτατική εκστρατεία των αποικιοκρατών. Πρόκειται για παραπλανητική ισοδυναμία, στραπατσάρισμα της κοινής λογικής, καταπάτηση του διεθνούς δικαίου, ιστορικό πισογύρισμα. Γι’ αυτό ο χαρακτηρισμός της υπόθεσης ως “σύγκρουσης” (που υπονοεί δύο μέρη-συγκρουόμενους, αυτόματα καθιστώντας τους ομόλογους αν όχι ίσους) μπορεί μεν να έχει προπαγανδιστική χρησιμότητα για το σιωνισμό και τους υποστηρικτές του, αλλά είναι άχρηστη για την ερμηνεία της πραγματικότητας. Γιατί η αποικιοκρατία είναι μια μονομερής πράξη-επιβολή και συνεπάγεται δομική ανισομετρία ισχύος, ακριβώς όπως ισχύει μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης [6].

Ακόμα και στο εσωτερικό του, το Ισραήλ δεν είναι κράτος όλων των πολιτών του. Όπως λέει ο Shlomo Sand, «[τ]ο Ισραήλ πρέπει να περιγραφεί ως “εθνοκρατία”. Ακόμα καλύτερα, ας το καλέσουμε εβραϊκή εθνοκρατία με φιλελεύθερα στοιχεία – τουτέστιν, ένα κράτος του οποίου κύριος σκοπός είναι η εξυπηρέτηση όχι ενός πολιτικού-ισότιμου δήμου αλλά ενός βιολογικο-θρησκευτικού έθνους που είναι καθόλα πλαστό ιστορικά, αλλά δυναμικό, εμφορούμενο από αποκλεισμό και διάκριση στην πολιτική του έκφραση. […] Κυριαρχούμενο απ’ την ειδική σιωνιστική αντίληψη του εθνικισμού, το κράτος του Ισραήλ εξακολουθεί ν’ αρνείται, εξήντα χρόνια μετά την ίδρυσή του, να δει τον εαυτό του ως μια δημοκρατία που υπηρετεί τους πολίτες της. […] Το Ισραήλ  επιμένει να βλέπει τον εαυτό του ως ένα Εβραϊκό κράτος που ανήκει σε όλους τους Εβραίους του κόσμου, παρότι δεν είναι πλέον καταδιωκόμενοι πρόσφυγες αλλά πλήρως αφομοιωμένοι πολίτες των χωρών όπου επέλεξαν να διαμένουν» (Shlomo Sand, The Invention of the Jewish People).

Οποιαδήποτε κουβέντα για λύση του παλαιστινιακού ζητήματος δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψιν της το αποικιοκρατικό καθεστώς που έχουν στήσει ο σιωνισμός και το Ισραήλ. Είτε μια λύση δύο κρατών, είτε μια λύση ενός κράτους, είτε οτιδήποτε άλλο ανάμεσό τους, θα αποδειχθεί θνησιγενές στο βαθμό που δεν απευθυνθεί στο βασικό: την ανάγκη αποαποικιοποίησης της Παλαιστίνης. Όχι απλά κατάπαυση πυρός, όχι απλά παλαιστινιακό κράτος, αλλά πλήρη αποκατάσταση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, αυτών που ζούνε υπό το τριπλό καθεστώς καταπίεσης του Ισραήλ κι αυτών που σκόρπισαν σ’ όλη τη γη, διωγμένοι από μια αποικιοκρατική δύναμη και στιγματισμένοι ως ανάξιοι από τα φερέφωνά της.

  1. Το Ισραήλ έχει καταδεφίσει 55.000 κτίρια απ’ το 1967, πολλά απ’ τα οποία στέγαζαν πολλαπλές κατοικίες
  2. Στους αυτοκινητοδρόμους αυτούς φυσικά έχουν πρόσβαση μόνο οι Ισραηλινοί. Έτσι, αυτοί μπορούν να πηγαινοέρχονται μεταξύ κατεχόμενων και Ισραήλ χωρίς να χρειαστεί ν’ αντικρύσουν ή να συγχρωτιστούν με Άραβα
  3. Πάνω από 800.000 Παλαιστίνιοι έχουν κρατηθεί απ’ το 1967 ως το 2014, αντιπροσωπεύοντας παραπάνω από 40% του ανδρικού πληθυσμού
  4. Μαζική λαϊκή εξέγερση των Παλαιστινίων των κατεχόμενων εδαφών της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας εναντίον της ισραηλινής κατοχής
  5. Κι αυτό σύμφωνα με τους έτσι κι αλλιώς προβληματικούς ορισμούς της φτώχειας από την Παγκόσμια Τράπεζα. Τα πραγματικά νούμερα είναι ασφαλώς (πολύ) μεγαλύτερα
  6. Τ’ ότι στη μια περίπτωση (του Ισραήλ) έχουμε να κάνουμε με κράτος και στη δεύτερη (Παλαιστίνη) μ’ ένα χρέπι που φυτοζωεί στο βαθμό που είναι χρήσιμο σε Ισραήλ και ΗΠΑ είναι ενδεικτικό

Πηγή: Στο Νησί

Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια ως δοκιμασία του κανονιστικού κύρους του Συντάγματος

Να εξηγούμεθα,

Είμαι υπέρ της ίδρυσης και λειτουργίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος, που ακολουθεί την εξέλιξη της Κοινωνίας και των Ιδεών.

Μέχρι του σημείου, όμως, που ο ερμηνευτής αποδίδει, όπως ο μουσικός, τη σύνθεση της παρτιτούρας που έχει μπροστά του και δε συνθέτει δικιά του.

Μέχρις εκεί, που η νομική επιστήμη παραμένει επιστήμη, και όχι τέχνη διαπραγμάτευσης και μετατροπής του ήσσονος λόγου σε κρείττονα ή με την ίδια ευκολία το αντίστροφο, κατά την αυθαίρετη επιλογή και ιεράρχηση του «ερμηνευτή». Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος που τείνει προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Καλό και όχι κακό θα μας κάνει.

Πρόσφατα, σειρά άρθρων, γνωμοδοτήσεις ακαδημαϊκών και πολιτικών ανακάλυψαν μετά από 50 χρόνια από την ψήφιση και ισχύ του Συντάγματος του ’75, και σχεδόν 45 από την είσοδό μας στην ΕΟΚ, ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν έχει την έννοια που όλοι νομίζαμε (Κυβερνήσεις, Συμβούλιο Επικρατείας κλπ.). Η φώτιση ήρθε – ξαφνικά. (;) Το άρθρο 16, λένε, ενόψει της Ευρωπαϊκής Συνθήκης και των υποχρεώσεών μας, που προκύπτουν από την Είσοδό μας στην Ε.Ε., δεν είναι αντίθετο στη λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων. Για να γίνει μάλιστα πιο απεχθής η απαγόρευση, Ίδρυσης Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, που επιβάλλει η κατά γράμμα εφαρμογή του άρθρου 16, θυμίζουν ότι ήταν ρύθμιση του μετεμφυλιακού Κράτους και της Χούντας, που την περιέλαβε στα Συντάγματά της. Η υπόμνηση έχει την ιστορική της σημασία δεν προσθέτει όμως νομικό επιχείρημα. Θυμίζω με τη σειρά μου ότι ο Κίσσινγκερ έλεγε «το να παραβεί απλό νόμο η Διοίκηση είναι εύκολο, όταν όμως πρόκειται να παραβιάσει το Σύνταγμα χρειάζεται λίγη περισσότερη προσπάθεια». Ο Κίσσινγκερ, όπως οι πολλοί δέχονται πια, δεν είχε ηθική συνείδηση και οι κυνικές επιλογές του δε γνώριζαν φραγμούς.

Το Σύνταγμα του ’75 δεν αντέγραψε μηχανικά, με το άρθρο 16, τη ρύθμιση της Χούντας. Τότε το κλίμα αποκατάστασης της Δημοκρατίας ξέπλυνε, σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, το προπατορικό αμάρτημα. Ήταν κομμάτι της αποκατάστασης της Δημοκρατίας η Δημόσια Δωρεάν Εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες.

Ζούμε στην εποχή της ιδεολογικής ισοπέδωσης, όμως μία κάποια σταθερά την έχουμε ανάγκη, ιδιαίτερα τώρα. Ας φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε ανάγκη περισσότερο από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια.

Η Ευρωπαϊκή Συνθήκη επιφυλάσσει στις Εθνικές Νομοθεσίας την Οργάνωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης και το άρθρο 16 του Ελληνικού Συντάγματος την οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απαγορεύει την ίδρυση και επομένως λειτουργία Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Αυτά είναι τα όρια και οι οδηγοί του ερμηνευτή.

Η προσπάθεια διάκρισης της Ίδρυσης από τη Λειτουργία και των δύο από την εγκατάσταση στη χώρα μας ξένων πανεπιστημίων, που έχουν ιδρυθεί σε άλλη Νομική Τάξη και υπάρχουν στο εξωτερικό, δέχεται ως συμπεράσματα που δεν προκύπτουν από τη βασική σκέψη, θυμίζοντας την υπέροχη στήλη non sequitur μεγάλης ξένης εφημερίδας. Το όλον παίζει με τη λογική και την έννοια των λέξεων.

Η άποψη ότι το «απαγορεύεται» του άρθρου 16 δεν μπορεί, εν όψει της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, να έχει την έννοια της απόλυτης απαγόρευσης, θυμίζει νοσταλγικά ένα από τα συνθήματα του Παρισινού Μάη του ’68 «απαγορεύεται το απαγορεύεται». Όμως ο Σηκουάνας δεν είναι πια το ίδιο ποτάμι και η πραγματικότητα είναι ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία, αφήνοντας στις εθνικές νομοθεσίες να οργανώσουν την Ανώτατη Εκπαίδευση, επιτρέπει το «απαγορεύεται».

Μας αρέσει άλλωστε να υποστηρίζουμε ότι η Εκπαίδευση δεν είναι μια οποιαδήποτε επιχειρηματική οικονομική δραστηριότητα, η Ανώτατη δε, ως διδασκαλία και άσκηση επιστήμης και ιδεών, έχει άλλους κανόνες.

Οι γνώμες βέβαια είναι ελεύθερες και να αλλάζουν, ακόμη και από τύψεις. Όμως εδώ δεν πρόκειται γι’ αυτήν την ελευθερία. Αλλιώς θα ακολουθούσαμε τη συλλογιστική του Μαρξ, όχι του Καρόλου αλλά του Γκάουτσο Μάρξ, που έλεγε «αυτή είναι η γνώμη μου, και αν δεν σας αρέσει, έχω κι άλλες». Ίσως, δε, να μην είναι περιττό να θυμίσω πόσο επικίνδυνο είναι οι προσωπικές απόψεις να ενδύονται τον μανδύα της ερμηνείας του Συντάγματος και των κοινοτικών κειμένων. Το άρθρο 16 πρέπει να αναθεωρηθεί. Η αναθεώρηση όμως είναι λίγο πιο χρονοβόρα –θυμίζω, πάντως, ότι μπορεί να ξεκινήσει μέσα στο 2024 – και λίγο πιο δύσκολη, καθώς απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία. Αλλά αυτή είναι.

Ζούμε σε θεσπισμένη έννομη τάξη, σε συντεταγμένη Πολιτεία. Μέχρι την αναθεώρηση του Συντάγματος, όσο και αν θέλουμε, όσο και αν διαστέλλουμε τα μεν και στενεύουμε τα δε, δεν μας επιτρέπει με απλό Νόμο να ρυθμίσουμε διαφορετικά αυτό που ορίζει. Η βιασύνη να καθαρίσουμε με απλό νόμο όλο το θέμα, υποτιμά εκείνο που μετά την αναθεώρηση θα γίνει.

Η τήρηση του Συντάγματος, τόσο απαραίτητη για τη σταθερότητα της Δημοκρατίας μας και την προστασία των ατομικών ελευθεριών, επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, περιλαμβανομένων και των νομικών που καλό είναι να μη χρησιμοποιούν την Τέχνη τους, ώστε να καθίσταται νομιμοφανής η παραβίασή του.

Σκέφτεται κανείς ότι η απαξίωση του κανονιστικού κύρους ακόμη και μιας, κάθε φορά, διάταξης του Συντάγματος, ανοίγει τον δρόμο για πολλών ειδών αυταρχικές επιλογές;

Πηγή: consitutionalism.gr

Ψευδοερμηνευτική κατάργηση του άρθρου 16

Οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι, επί της αρχής και στο σύνολό τους, αντισυνταγματικές ως αντίθετες στο άρθρο 16 παράγραφοι 5, 6 και 8 του Συντάγματος. Το νομοσχέδιο προβλέπει τη δυνατότητα λειτουργίας πανεπιστημίων με τη μορφή νομικών προσώπων του ιδιωτικού δικαίου, τα αποκαλούμενα «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» (ν.π.π.ε.). Όμως το Σύνταγμα ορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Κατά το νομοσχέδιο, τα ν.π.π.ε. μπορεί να είναι δημόσια ή ιδιωτικά. Όμως το Σύνταγμα ορίζει πως η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Το νομοσχέδιο, παρότι ψευδεπίγραφα χαρακτηρίζει «μη κερδοσκοπικά» τα ν.π.π.ε., επιτρέπει την «παροχή υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» έναντι ανταλλάγματος (διδάκτρων) στο πλαίσιο συμβατικής σχέσης. Όμως το Σύνταγμα, ορίζοντας πως παρέχεται αποκλειστικά από ν.π.δ.δ., θέτει την ανώτατη εκπαίδευση εκτός συναλλαγών. Οι διδάσκοντες στα ν.π.π.ε. θα είναι μισθωτοί που υπόκεινται στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη τους. Όμως το Σύνταγμα ορίζει πως οι καθηγητές των πανεπιστημίων είναι δημόσιοι λειτουργοί.

Υπάρχει μια ακόμη αντισυνταγματικότητα, ίσως η πιο ντροπιαστική. Από το σύνολο των διατάξεων του άρθρου 16 απορρέει το δικαίωμα ισότιμης πρόσβασης όλων των Ελλήνων στην εκπαίδευση. Ένα ενιαίο σύστημα πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση με κανόνες που ισχύουν για όλους, όπως είναι οι πανελλαδικές εξετάσεις, διασφαλίζει την ισοτιμία. Το νομοσχέδιο, αντιθέτως, καθιερώνει πρόσβαση δύο ταχυτήτων: με ανταγωνιστική διαδικασία εξετάσεων στα δημόσια πανεπιστήμια, με το χρήμα σε συνδυασμό με μιαν ελάχιστη, στα όρια του αστείου, βαθμολογική επίδοση στα ψευδώνυμα ν.π.π.ε.

 

Το άρθρο 16 λέει αυτό που όλοι διαβάζουμε

Τα παραπάνω συνοψίζουν τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει μια συνταγματική κριτική στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας. Χρειάζεται να δούμε πώς φτάνουμε σ’ αυτά. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο, πρώτα απ’ όλα, να διαβάσουμε τί λέει το Σύνταγμα.

Το άρθρο 16 του Συντάγματος λέει καταρχάς: «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται» (παρ. 8). Η απαγόρευση μοιάζει αρκούντως σαφής. Δεν είναι, λένε κάποιοι. Το Σύνταγμα απαγορεύει τη «σύσταση», λένε, αλλά όχι απαραιτήτως και την εγκατάσταση στην Ελλάδα παραρτημάτων πανεπιστημίων που έχουν συσταθεί σε άλλο κράτος. Αυτή θα ήταν ενδεχομένως μια υποστηρίξιμη ερμηνεία, αν το Σύνταγμα δεν έλεγε τίποτε άλλο για την ανώτατη εκπαίδευση. Όμως το άρθρο 16 περιέχει δύο ακόμα διατάξεις, πολύ σημαντικότερες από την προηγούμενη. Η πρώτη λέει: «H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση» (παρ. 5). Και η δεύτερη: «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα» (παρ. 6).

Το Σύνταγμα, επομένως, δεν απαγορεύει απλώς τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (παρ. 8). Απαγορεύει κάθε είδους, μορφής και ονομασίας πανεπιστήμιο που δεν λειτουργεί ως πλήρως αυτοδιοικούμενο ν.π.δ.δ. (παρ. 5) με καθηγητές δημόσιους λειτουργούς (παρ. 6).        Δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός ή συνταγματολόγος για να αντιληφθεί ότι αυτή είναι μια απόλυτη απαγόρευση. Οι λέξεις «αποκλειστικά» και «απαγορεύεται» δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας. Επιτάσσοντας ως αποκλειστική τη μορφή του ν.π.δ.δ., το Σύνταγμα θέτει εκτός συναλλαγών την ανώτατη εκπαίδευση. Απαγορεύει, με άλλα λόγια, τα πανεπιστήμιο-επιχείρηση, είτε ιδιωτικό είτε κρατικό. Απαγορεύει την παροχή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ως παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις έναντι αμοιβής στο πλαίσιο συναλλακτικών σχέσεων με αντισυμβαλλομένους-πελάτες. Η ανώτατη εκπαίδευση, κατά το άρθρο 16, δεν είναι εμπόρευμα. Τα πανεπιστήμια δεν είναι επιχειρήσεις. Οι φοιτητές δεν είναι πελάτες. Οι διδάσκοντες δεν είναι μισθωτοί υπάλληλοι κανενός εργοδότη, ώστε να υπόκεινται στο διευθυντικό του δικαίωμα.

Ας σταθούμε λίγο σ’ αυτό το τελευταίο. Γιατί είναι οι καθηγητές πανεπιστημίου δημόσιοι λειτουργοί, έχουν δηλαδή ένα status που προσομοιάζει με των δικαστικών; Και γιατί ακόμα και οι συμβασιούχοι των πανεπιστημίων επιτελούν, κατά το Σύνταγμα, δημόσιο λειτούργημα, άρα έχουν αξιώσεις αυξημένων εγγυήσεων και προστασίας; Διότι μόνον έτσι διασφαλίζεται η ακαδημαϊκή ελευθερία, που κατοχυρώνεται στην παρ. 1 του άρθρου 16. Διότι δεν νοείται πανεπιστήμιο χωρίς ακαδημαϊκή ελευθερία. Διότι πανεπιστήμιο είναι η ακαδημαϊκή ελευθερία: η απεριόριστη, με όριο μόνο το καθήκον υπακοής στο Σύνταγμα, ελευθερία έρευνας και διδασκαλίας. Δεν είναι πανεπιστήμιο ένας εκπαιδευτικός οργανισμός που ο ιδιοκτήτης ή ο διευθυντής του έχει τη δυνατότητα να υπαγορεύει στους διδάσκοντες τί και πώς να διδάσκουν και τί να μην διδάσκουν, τί και πώς να ερευνούν και τί να μην ερευνούν, ποιους και πόσους να περνούν στις εξετάσεις κ.ο.κ. Γι’ αυτό το λόγο, διότι μόνον έτσι διασφαλίζεται η ακαδημαϊκή ελευθερία, το Σύνταγμά μας αναγνωρίζει ως πανεπιστήμια μόνο πλήρως αυτοδικοικούμενα ν.π.δ.δ με καθηγητές δημόσιους λειτουργούς.

Αυτά λέει το Σύνταγμα. Λέει αυτά που όλοι καταλαβαίνουμε –χωρίς να χρειάζεται να είμαστε ειδικοί, νομικοί ή συνταγματολόγοι–, αν διαβάσουμε τις διατάξεις του. Αυτά που όλοι διαβάζουμε, αυτά εννοεί το Σύνταγμα. Δεν υπάρχουν κρυμμένα νοήματα ούτε συγκαλυμμένες ερμηνείες που, τάχα, μόνο κάποιο ιερατείο ειδικών μπορεί να «αποκαλύψει».

Αρκετοί θεωρούν πως όσα λέει το Σύνταγμα για την ανώτατη εκπαίδευση είναι παρωχημένα, αναχρονιστικά ή οτιδήποτε άλλο. Παρότι προσωπικά διαφωνώ, αυτή είναι μια απολύτως σεβαστή άποψη (όπως, άλλωστε, και κάθε κριτική στο Σύνταγμα). Όσοι την υποστηρίζουν, έχουν κάθε δικαίωμα να προτείνουν την αναθεώρηση του άρθρου 16. Τέτοιες προτάσεις έχουν υποβληθεί πλειστάκις, όχι μόνο στο δημόσιο διάλογο, αλλά και επισήμως, σε διαδικασίες συνταγματικής αναθεώρησης. Όπου, πάντως, απορρίφθηκαν και τις τρεις φορές που υποβλήθηκαν: στις αναθεωρήσεις του 2001, του 2008 και του 2019. Κάποιοι θεωρούν ότι, ακριβώς επειδή κατά τη γνώμη τους το άρθρο 16 είναι παρωχημένο κλπ., θα πρέπει να ερμηνεύεται όσο γίνεται πιο στενά και συσταλτικά ώστε, όπου δίνεται η δυνατότητα, να αναγνωρίζονται ερμηνευτικά σχετικοποιήσεις, παρεκκλίσεις, εξαιρέσεις Παρότι και εδώ διαφωνώ, και αυτή είναι μια σεβαστή άποψη. Με ένα απαράβατο όριο, όμως: ότι θα παραμένει πάντως ερμηνεία, δηλαδή επιλογή μεταξύ περισσότερων, καταρχήν υποστηρίξιμων, νοηματικών εκδοχών που απορρέουν από το γράμμα της διάταξης. Η ψευδοερμηνευτική εξουδετέρωση κάθε κανονιστικού περιεχομένου της διάταξης δεν είναι ερμηνεία, είναι αναίρεση της κανονιστικότητας, δηλαδή κατ’ ουσίαν και κατ’ αποτέλεσμα κατάργηση, της διάταξης.

 

Το ενωσιακό δίκαιο δεν λέει πουθενά αυτό που μας λένε ότι λέει

Δεν νοείται λοιπόν δια της, δήθεν, ερμηνείας να «παρακάμπτεται», όπως κατ’ ευφημισμόν λέγεται, –ακριβέστερα, να εξουδετερώνεται, ακόμα ακριβέστερα, ουσιαστικά να καταργείται– ορισμένη συνταγματική διάταξη. Δυστυχώς, αυτό ακριβώς κάνει το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας. Ας δούμε γιατί.

Καταρχάς, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το δίκαιο της ΕΕ μάς υποχρεώνει να «παρακάμψουμε» τη συνταγματική απαγόρευση λειτουργίας πανεπιστημίων που δεν είναι αυτοδιοικούμενα ν.π.δ.δ. για τρεις ευρύτατες κατηγορίες επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης: Πρώτον, για επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών της ΕΕ. Δεύτερον, και δεδομένου ότι τόσο η ΕΕ όσο και τα κράτη μέλη της είναι συμβαλλόμενα μέρη στη GATS (Γενική συμφωνία για συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών) του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, για επιχειρήσεις των συμβαλλόμενων κρατών (όπου, σημαντικό, περιλαμβάνεται το Ηνωμένο Βασίλειο). Και τρίτον, δεδομένου ότι υφίσταται στοιχείο διασυνοριακότητας που ενεργοποιεί την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, για ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν με οποιονδήποτε τρόπο συμβληθεί με πανεπιστήμιο κάποιου από τα κράτη των δύο προηγούμενων κατηγοριών.

Αν αυτές οι κατηγορίες επιχειρήσεων «εξαιρούνται», μέσω υποτίθεται του ενωσιακού δικαίου, τότε τί απομένει από την απαγόρευση του άρθρου 16; Τεχνικά, θα εξακολουθεί να ισχύει για αμιγώς ελληνικές επιχειρήσεις που η δραστηριότητά τους δεν έχει κάποιο στοιχείο διασυνοριακότητας. Ο καθένας αντιλαμβάνεται όμως ότι ακόμα κι αυτές οι επιχειρήσεις μπορούν πανεύκολα να παρακάμψουν (εδώ ο όρος είναι ακριβής) τη συνταγματική απαγόρευση, αν συνάψουν μιαν οποιαδήποτε συμφωνία, ακόμα και εικονική, με ένα οποιοδήποτε πανεπιστήμιο, ακόμα και το πιο αναξιόπιστο, του εξωτερικού. Στην πραγματικότητα λοιπόν και κατ’ αποτέλεσμα, οι διατάξεις του άρθρου 16 για την ανώτατη εκπαίδευση δεν θα σημαίνουν απολύτως τίποτα, θα παραμείνουν κενό γράμμα. Αυτό όμως παύει πια να είναι ερμηνεία, είναι ψευδοερμηνευτική εξουδετέρωση του κανονιστικού περιεχομένου, δηλαδή άτυπη κατάργηση των συνταγματικών διατάξεων.

Έχει κάποια βασιμότητα ο παραπάνω ισχυρισμός; Καταρχάς, είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι πουθενά το δίκαιο της Ένωσης, ούτε οι ιδρυτικές συνθήκες ούτε το παράγωγο δίκαιο, δεν περιέχει διατάξεις για την οργάνωση και τον τρόπο παροχής της ανώτατης ή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στα κράτη μέλη. Ο λόγος είναι απλός. Η οργάνωση των εκπαιδευτικών συστημάτων, ιδίως της ανώτατης εκπαίδευσης, παραμένει στην αρμοδιότητα των κρατών, δεν έχει εκχωρηθεί στην ΕΕ. Τότε πού θεμελιώνεται ο προβαλλόμενος ισχυρισμός; Κυρίως, στις γενικές διατάξεις με τις οποίες κατοχυρώνονται οι θεμελιώδεις κοινοτικές ελευθερίες. Κάθε επιχείρηση που δραστηριοποιείται νομίμως σε ορισμένο κράτος μέλος της ΕΕ έχει το δικαίωμα να εγκαθίσταται και να παρέχει υπηρεσίες σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος.

Η ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών, μάς λέει το Υπουργείο, σημαίνει πως μια επιχείρηση παροχής υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης οποιουδήποτε κράτους μέλους της ΕΕ (ή συμβαλλόμενου κράτους της GATS) μπορεί να εγκατασταθεί ή/και να παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα. Αυτό είναι απολύτως σωστό. Είναι μάλιστα κάτι που συμβαίνει εδώ και χρόνια. Δεκάδες πανεπιστήμια του εξωτερικού παρέχουν υπηρεσίες στη χώρα μας μέσω συμφωνιών που έχουν συνάψει με ελληνικά κολλέγια. Η ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών, συνεχίζει το Υπουργείο, σημαίνει περαιτέρω πως μια επιχείρηση παροχής υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης οποιουδήποτε κράτους μέλους της ΕΕ (ή συμβαλλόμενου κράτους της GATS) μπορεί να παρέχει υπηρεσίες «πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» στην Ελλάδα.

Εδώ ακριβώς υπάρχει το λογικό άλμα που συνιστά και τη μεγάλη λαθροχειρία του νομοσχεδίου. Το ενωσιακό δίκαιο πράγματι κατοχυρώνει το δικαίωμα επιχειρήσεων άλλων κρατών, ακόμα και επιχειρήσεων στον τομέα της εκπαίδευσης, ακόμα και επιχειρήσεων παροχής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, να εγκαθίστανται ή/και να παρέχουν «υπηρεσίες» στην Ελλάδα. Όμως το ενωσιακό δίκαιο δεν μάς λέει (διότι η ΕΕ, όπως είπαμε, δεν έχει τη σχετική αρμοδιότητα) με ποιον τρόπο (και σε ποια βαθμίδα) εντάσσονται οι παρεχόμενες υπηρεσίες στο εκπαιδευτικό σύστημα του κάθε κράτους μέλους. Δεδομένου ότι η ΕΕ έχει αρμοδιότητα στο πεδίο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, το ενωσιακό δίκαιο (οδηγία 2005/36) υποχρεώνει τη χώρα μας να αναγνωρίσει επαγγελματικά την εκπαίδευση που παρέχεται μέσω κολλεγίων από πανεπιστήμια του εξωτερικού. Κι αυτό είναι κάτι που πράγματι συμβαίνει εδώ και χρόνια, συστηματικά ιδίως μετά το π.δ. 38/2010. Όμως καμία υποχρέωση δεν έχει η χώρα μας από το ενωσιακό δίκαιο να αναγνωρίσει και ακαδημαϊκά την εκπαίδευση που παρέχουν, μέσω κολλεγίων ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, πανεπιστήμια του εξωτερικού στη χώρα μας. Με απλά λόγια: υποχρεούμαστε να δεχτούμε την παροχή υπηρεσιών, δεν υποχρεούμαστε να αναγνωρίσουμε τις παρεχόμενες υπηρεσίες ως πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Αυτό που δεν υποχρεούται από το ενωσιακό δίκαιο να πράξει ο Έλληνας νομοθέτης (την ακαδημαϊκή εξομοίωση), απαγορεύεται εκ του Συντάγματος να το πράξει.

Κι όμως, αυτό ακριβώς κάνει, ως μη όφειλε, το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας. Οι ερμηνευτικές ακροβασίες, με την επίκληση διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που δεν λένε –ή δεν λένε απαραιτήτως– αυτό που το Υπουργείο ισχυρίζεται ότι λένε, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Το πόσο αδύναμη, ανεπαρκής και, τελικά, μη πειστική είναι η επιχειρηματολογία του Υπουργείου προκύπτει ήδη από δύο εμπειρικές παρατηρήσεις.

Πρώτον, το ενωσιακό δίκαιο ισχύει στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες. Αν από την ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών πράγματι απέρρεε δικαίωμα παροχής υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τότε γιατί κανείς ποτέ δεν διεκδίκησε να παρέχει τέτοιες υπηρεσίες στην Ελλάδα, προσδοκώντας μετά την απόρριψη του αιτήματός του από τις ελληνικές αρχές να κινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη διαδικασία επί παραβάσει και να εκδώσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδικαστική για τη χώρα μας απόφαση; (όπως συνέβη στην υπόθεση του «βασικού μετόχου»).

Δεύτερον, και κυριότερο, αν η λύση για όσους βλέπουν ως πρόβλημα την απουσία ιδιωτικών πανεπιστημίων ήταν πράγματι τόσο απλή (επίκληση και ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου), τότε γιατί κανείς ποτέ μέχρι τώρα δεν την πρότεινε, αλλά διαχρονικά οι υπέρμαχοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων υπέβαλλαν προτάσεις για την αναθεώρηση του άρθρου 16, παραδεχόμενοι ότι το άρθρο ως έχει απαγορεύει την ίδρυσή τους; Ήταν άραγε τόσο κακοί νομικοί, είχαν τέτοιαν άγνοια του ενωσιακού δικαίου όλοι όσοι –δηλαδή οι πάντες!– τόσα χρόνια, μέχρι πριν λίγους μήνες, αναγνώριζαν πως μόνο μετά από συνταγματική αναθεώρηση είναι δυνατή η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων;

 

Ερμηνευτικός βολονταρισμός και συνταγματικός πατριωτισμός

Έχουμε λοιπόν, από τη μια, το σαφές και απερίφραστο γράμμα μιας συνταγματικής διάταξης και, από την άλλη, μιαν ερμηνευτική κατασκευή που συναρμόζει με περίτεχνο και επινοητικό –αλλά, φευ, κάθε άλλο παρά προφανή– τρόπο διάφορες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, καμία εκ των οποίων δεν προβλέπει ρητά αυτό που αποτελεί το συμπέρασμα του ερμηνευτικού συλλογισμού.

Γιατί άραγε πρέπει να επιλέξουμε μια, στην καλύτερη περίπτωση, θολή ερμηνευτική κατασκευή από τη σαφήνεια των συνταγματικών κανόνων; Ένας λόγος να το κάνουμε θα ήταν αν ήμασταν υποχρεωμένοι να το κάνουμε. Αν υπήρχε, για παράδειγμα, απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που, βάσει αυτής της ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου, καταδικάζει την Ελλάδα διότι απέρριψε αίτημα κάποιου πανεπιστημίου άλλου κράτους να εγκατασταθεί ή με άλλο τρόπο να παράσχει υπηρεσίες στην Ελλάδα. Όπως υπήρξε απόφασή του στη διαβόητη υπόθεση του «βασικού μετόχου». (Η οποία, παρεμπιπτόντως και παρά τα όσα παραπειστικά προβάλλονται, ελάχιστη αναλογία έχει με την υπόθεση των ιδιωτικών πανεπιστημίων). Όμως τέτοια απόφαση και γενικότερα τέτοια υποχρέωση δεν υπάρχει –και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορούσε να υπάρξει.

Περαιτέρω, και κυρίως, γιατί άραγε πρέπει να επιλέξουμε, αυτοβούλως και εθελούσια, χωρίς κανείς να μας το επιβάλλει, να απεμπολήσουμε και να ακυρώσουμε ένα μέρος του Συντάγματός μας; (που, αν δεν μας αρέσει, μπορούμε σε κάθε περίπτωση να το αλλάξουμε). Πολλώ δε μάλλον, που αυτό που προβάλλεται ως, δήθεν, σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 είναι στην πραγματικότητα άτυπη κατάργηση διατάξεών του. Και που, αντιθέτως, η (μόνη πραγματική) σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 γίνεται εδώ και χρόνια, με την επαγγελματική αναγνώριση της εκπαίδευσης που ξένα πανεπιστήμια παρέχουν μέσω κολλεγίων.

Τα μέλη της κυβέρνησης, που κατά το άρθρο 85 του Συντάγματος είναι συλλογικώς υπεύθυνα για την κυβερνητική πολιτική, επομένως και για το νομοσχέδιο που θα κατατεθεί, όπως και όσοι βουλευτές το υπερψηφίσουν έχουν ορκιστεί να υπακούν στο Σύνταγμα. Όχι στο ενωσιακό δίκαιο. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπήρχε αντίθεση μεταξύ άρθρου 16 και του ενωσιακού δικαίου (που δεν υπάρχει), κανείς αξιωματούχος, λειτουργός ή και απλός υπάλληλος του ελληνικού κράτους δεν δικαιούται αυτοβούλως να παραβεί το Σύνταγμα, αν δεν έχει προηγουμένως διαπιστωθεί αρμοδίως (π.χ. με απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ) ότι πράγματι υπάρχει τέτοια αντίθεση και δεν είναι δυνατή η εναρμόνιση των αντίθετων διατάξεων. Μέχρι τότε, υπέχει εκ του Συντάγματος και εκ του όρκου του την υποχρέωση να (συν)ερμηνεύει κατά τέτοιο τρόπο τις αντίθετες διατάξεις, ώστε να περισώζει το μέγιστο δυνατό κανονιστικό περιεχόμενο αμφοτέρων. Όπως γίνεται εδώ και χρόνια, με την επαγγελματική αλλά όχι ακαδημαϊκή αναγνώριση της εκπαίδευσης που παρέχεται μέσω κολλεγίων. Αντιθέτως, παραβαίνει τον όρκο του, αν αυτοβούλως παραμερίσει πλήρως, δηλαδή καταργήσει, τη συνταγματική διάταξη, δήθεν, για να εφαρμόσει το ενωσιακό δίκαιο. Όπως κάνει το νομοσχέδιο. Ο πατριωτισμός είναι επίσης –και κυρίως– και συνταγματικός πατριωτισμός. «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων», επιβεβαιώνει το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος.

Πηγή: Constitutionalism.gr