Νίκη είναι να βγαίνεις από μια δύσκολη κατάσταση

1. Αποφεύγοντας την επαναλαμβανόμενη συζήτηση για την ήττα του λαϊκού κινήματος και της Αριστεράς, δεν πρέπει να αποφύγουμε να αναγνωρίσουμε τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης που καθορίζει σχέδια, πρακτικές, αλλά και τη σκέψη και την ψυχολογία των βασικών λαϊκών τάξεων και στρωμάτων. Αναμφίβολα είμαστε μπροστά σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση και το βασανιστικό ερώτημα είναι το αν, πότε, και κάτω από ποιους όρους αυτή η πραγματικότητα μπορεί να αντιστραφεί. Το ερώτημα αυτό συνυπάρχει –καθόλου άδικα- με την αμφισβήτηση αν εμείς είμαστε ικανοί να την υπερβούμε. Και τούτο διότι αυτή η πραγματικότητα είναι συνισταμένη πολλών καταστάσεων, αντιλήψεων και πρακτικών που πηγάζουν από το μακρινό παρελθόν και φθάνουν έως τις μέρες μας. Ο συσχετισμός δύναμης και οι διαδικασίες ανατροπής του αφορούν τη στρατηγική και την ταχτική του σήμερα. Το στρατηγικό ερώτημα είναι το πώς από την κατάσταση της παθητικής υποχώρησης και της συνολικής διάλυσης, θα περάσουμε στην κατάσταση της συγκρότησης, της οικοδόμησης και της ενεργοποίησης οργανώσεων και λαϊκών κινημάτων.

2. Η χρεοκοπία του υπαρκτού σοσιαλισμού βαραίνει παγκόσμια στις συνειδήσεις όλων των προοδευτικών ανθρώπων, που βιώνουν στο πετσί τους τις σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, που αντιλαμβάνονται την καπιταλιστική βαρβαρότητα, που αγωνίζονται για την ανθρώπινη χειραφέτηση. Η είσοδος στον άγριο νεοφιλελευθερισμό και η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης βρήκε ανέτοιμη και σε αμηχανία την υπαρκτή Αριστερά που κινήθηκε στα πλαίσια των δευτερευουσών αντιθέσεων, πολιτικά ουραγός και ιδεολογικά αδύναμη. Ο ιμπεριαλισμός εισήλθε δυναμικά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του παγκόσμιου χωριού, σε ιδεολογικό, πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό πεδίο. Η συζήτηση όμως για αυτόν ήταν πολύ φτωχή. Ο ιμπεριαλισμός εξοστρακίστηκε από την ατζέντα συζήτησης και δράσης της Αριστεράς. Επικρατεί η φροντίδα για τα ατομικά δικαιώματα. Μπαίνει σε δεύτερη μοίρα η πολύ δυσκολότερη -είναι αλήθεια- υπεράσπιση των συλλογικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών αγαθών. Αποτέλεσμα είναι η διάρρηξη σχέσεων με τα πληττόμενα στρώματα και τάξεις. Επικρατεί η πολιτική γύρω από τις τραγικές συνέπειες της ιμπεριαλιστικής πρακτικής (πχ μετανάστες). Ξεχνιέται όμως η θεωρία και η πράξη για ένα κίνημα αντιπαράθεσης με τον ιμπεριαλισμό. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πολιτική τακτική, πρωτοβουλίες και συμμαχίες για ανάκτηση σε εθνικό επίπεδο των εξουσιών που έχουν μεταφερθεί στις ιμπεριαλιστικές υπερεθνικές ολοκληρώσεις (πχ ΕΕ). Θα σήμαινε ακόμη συγκέντρωση δυνάμεων για χτύπημα στους εκάστοτε αδύναμους και κρίσιμους κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (πχ. ευρώ). Η αδιαφορία και η υποτίμηση του εθνικού ζητήματος συνοδεύονταν με έναν τάχα διεθνιστικό κοσμοπολιτισμό που βοηθούσε τα μάλα στο πέρασμα της παγκοσμιοποίησης. Στην Ελλάδα πληρώνουμε ακόμα αυτό το διεθνιστικό φαντασιακό της «Ευρώπης των λαών» το οποίο προώθησε το ευρωκομμουνιστικό και τροτσκιστικό ρεύμα, και το οποίο όμως αποδέχθηκε, με συνθηματολογικές και μόνο διαφωνίες, σχεδόν το σύνολο της Αριστεράς.

3. Η κρίση του 2008 ήταν μια ευκαιρία, μια επικίνδυνη ευκαιρία για τις επικίνδυνες τάξεις και στρώματα, μια ανατρεπτική ευκαιρία για την αντισυστημική Αριστερά. Θα μπορούσε να μπει ένα τέλος στον διακηρυγμένο θάνατο του κομμουνισμού και στην φαντασμαγορία της δύναμης και της ευρωστίας του καπιταλισμού. Θα μπορούσε ακόμη, να ανασυγκροτηθεί η επαναστατική Αριστερά, σε συνδυασμό με το ξέσπασμα μαζικών λαϊκών αγώνων σε πολλές γειτονιές του κόσμου. Οι βαθιές και καταστροφικές κρίσεις του καπιταλισμού δίνουν μια τέτοια δυνατότητα. Στην πράξη όμως εκτυλίχθηκε η χειρότερη δυνατή εκδοχή. Το κεφάλαιο άρπαξε την ευκαιρία και ξεπέρασε – προσωρινά – την χρεοκοπία του συστήματος, επιτιθέμενο στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους. Ο καπιταλισμός και όχι η Αριστερά, υπενθύμισε την κεντρικότητα της ταξικής πάλης. Πλέον το κεφάλαιο ρεφάρει και ανακτά όλο το έδαφος που επί 70 και πλέον χρόνια παραχώρησε. Οι κατακτήσεις και τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας που κερδήθηκαν υπό τον φόβο της κοινωνικής ανατροπής, αναιρούνται συστηματικά μετά την κατάρρευση του υπαρκτού, ενώ σήμερα επιταχύνεται αυτή η αναίρεση μετά την κρίση του 2008. Ο καπιταλισμός ξεπερνά τον μεταπολεμικό του ταξικό συμβιβασμό και επιτίθεται συνολικά. Ζούμε πρωτόγνωρες κοινωνικές –εργασιακές καταστάσεις που θυμίζουν τα προοκτωβριανά τοπία. Κοινωνίες της λιτότητας, της φτώχειας της ανεργίας, της επισφαλούς εργασίας. Το καινούριο στοιχείο της κρίσης είναι ο αποκλεισμός όχι της «διαφορετικότητας» αλλά της μέχρι πρότινος «βολεμένης» πλειοψηφίας των μικρομεσαίων στρωμάτων και κατηγοριών. Το γεγονός αυτό δεν αφορά αποκλειστικά κάποιες πολιτικές επιλογές. Συνδέεται με την αντικειμενική αδυναμία του καπιταλισμού που βρίσκεται σε κρίση να εξαγοράζει και να ενσωματώνει μικρομεσαία στρώματα, τουλάχιστον στον ρυθμό και την κλίμακα προηγούμενων δεκαετιών.

4. Η «υπαρκτή» Αριστερά στην Ευρώπη και στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που έθεσε η καπιταλιστική κρίση, γιατί δεν ήταν αντισυστημική Αριστερά. Η μετάλλαξη δεν έγινε ούτε το 2010, ούτε το 2015. Πολλά χρόνια πριν, και καθόλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης, είχε δημιουργηθεί μια συστημική κοινοβουλευτική λογική και είχε καλλιεργηθεί ο ευρωατλαντικός σεβασμός – αν όχι προσανατολισμός. Όσοι μάλιστα ήθελαν να εμφανίζονταν διαφορετικοί (πχ ΚΚΕ) στάθηκαν «υπεύθυνα» όσο ακριβώς χρειάστηκε, για να παραμείνουν ακίνδυνοι για την αστική πολιτική. Το ΚΚΕ, ως εθνικό και υπεύθυνο κόμμα που συνυπέγραψε το κοινωνικό συμβόλαιο με Κ.Καραμανλή και Α.Παπανδρέου, από το 1974 έως σήμερα απέδειξε ότι οι αντίπαλοι δεν πρέπει να το φοβούνται. Όποτε ο λαός ήταν στον δρόμο και η εξουσία μπορούσε να διεκδικηθεί, το ΚΚΕ τηρούσε το συμβόλαιο και αναζητούσε συμμαχίες με την σοσιαλδημοκρατία, ενώ στην κρίση φλυαρεί για την λαϊκή εξουσία, ξεχνώντας τη βασική λενινιστική θέση για τα άμεσα και ώριμα λαϊκά αιτήματα. Οι υπόλοιπες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ανέμεναν την δικαίωσή τους 30 ή 50 χρόνια μετά. Ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 δικαίωσε τις πολιτικές που είχαν ασκηθεί έως τότε (σήμερα απέμεινε με μόνη σημαία τη σύγκρουση με την διαφθορά) και εξάντλησε όλα τα ηθικά και αξιακά προτερήματα και την κληρονομιά της κομμουνιστικής Αριστεράς. Δυστυχώς, και πάνω από όλα, εμβολίασε τα λαϊκά στρώματα με την απογοήτευση, με την λογική και την ψυχολογία ότι δεν υπάρχει εναλλακτική.

5. Η ιδιώτευση, η διάλυση, η απογοήτευση, δεν αντιμετωπίζονται με την ίδια λογική με την οποία πορεύτηκε η υπαρκτή Αριστερά. Μια λογική τριάντα και πλέον ετών, όπου κυριάρχησε η συστημική κοινοβουλευτική πολιτική του ΚΚΕ και του ΣΥΝ. Αυτή η πορεία, είτε οδήγησε στην ήττα, είτε έκανε δυνάμεις και ανθρώπους να χάσουν την κοινή λογική (όπως συνέβη κατά κόρον στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά), είτε οδήγησε στην αντιγραφή της αστικής κοινοβουλευτικής πολιτικής. Από τη μια η θεωρητικολογία που εκπροσωπούσε δήθεν την εργατική τάξη, χωρίς αυτή να το γνωρίζει, με μια λογική που δεν ήθελε να ξεβολευτεί από ατελέσφορα σχήματα και μορφές, με ανιαρές επαναλήψεις, αρκεί κάτι να φαινότανε ότι κάτι έκανε. Από την άλλη, η πολιτική του εφικτού και του υπεύθυνου, με μια λογική εκπροσώπησης, και όχι δημιουργίας ικανοτήτων και συμμετοχής. Κοινή συνισταμένη ήταν μια Αριστερά που είτε ερωτοτροπούσε με την επικοινωνιακή πολιτική και μιμούνταν τον αστισμό, είτε βούλιαζε στο σεχταρισμό, γυρνώντας τις πλάτες της στον κόσμο. Μια Αριστερά που βολεύτηκε με τα επαγγελματικά στελέχη αντί για τους επαγγελματίες επαναστάτες. Στο τέλος, όλα τα οργανωμένα ρεύματα της Αριστεράς ακολούθησαν την κατηφόρα της υποτίμησης του λαϊκού παράγοντα. Η βαθύτερη αιτία έχει να κάνει με την έλλειψη προσήλωσης, πίστης και στόχου για την ανατροπή του συστήματος.

6. Στην κατάσταση αυτή, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι σήμερα αναζητείται εναλλακτική; Γεγονός είναι ότι μάζες έχουν ανεπίλυτα ερωτήματα και ανάγκες. Θέλουν, και το εκφράζουν με ιδιόρρυθμους και ακανόνιστους τρόπους, μια διαφορετική κατάσταση. Στις λαϊκές ιδίως μάζες δεν τους αρέσουν τα πράγματα όπως είναι, αλλά δεν ξέρουν πώς μπορούν να τα αλλάξουν, ούτε βεβαίως θεωρούν ότι οι ίδιες είναι ικανές να αλλάξουν τα πράγματα. Οπότε, βασικά αναθέτουν και αναμένουν. Όμως ένα κοινό ερώτημα, μια κοινή αναζήτηση αυθορμήτως σχηματίζεται. Αυτός είναι ο θεμέλιος λίθος της αισιοδοξίας για μια νέα αρχή στην προσπάθεια της ανθρώπινης χειραφέτησης. Η κρίση δεν έχει τέλος και μακροχρόνια συστημική ισορροπία δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται. Η ΕΕ συνεχίζει να κλυδωνίζεται οικονομικά και πολιτικά, βρίσκεται σε παρακμή, χωρίς ιδεολογικό ή στρατηγικό ορόσημο που να πείθει, και ταυτόχρονα σε μια θέση που συμπιέζεται από τον διεθνή ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση βρίσκει διαρκώς εμπόδια και απειλές μετά το Brexit, με πρόσφατο παράδειγμα την Ιταλία αλλά και τη γενική άνοδο των ακροδεξιών μορφωμάτων που αμφισβητούν μέχρι ενός ορίου τη συνοχή της. Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και η αδυναμία υπέρβασης της κρίσης ανατινάζουν χώρες, τόπους και κοινωνικές συνθήκες, ενώ αυξάνουν διαρκώς τους φόβους για μεγαλύτερες συγκρούσεις, οικονομικές και γεωπολιτικές. Σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον, καθόλου δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο αυτοανατίναξης της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, μολονότι στις ελίτ υπάρχει ζωηρή η επιθυμία να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία με ταχείς ρυθμούς.
Οι «από κάτω» αναζητούν και αναθέτουν την επίλυση των προβλημάτων τους σε όσους διακηρύσσουν ότι τα βάζουν με τις «ελίτ», χωρίς να θίγουν όμως το σύστημα και τις σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Αυτή είναι η εκλογική βάση της δεξιάς και της ακροδεξιάς. Αυτή η βάση θα μπορούσε να είναι η υλική δύναμη της Αριστεράς, αν δεν υποτιμούσε τον κόσμο και αν στοχοποιούσε επί του συγκεκριμένου το σύστημα. Η αναζήτηση εναλλακτικής μπλοκάρεται από την υπερίσχυση του δόγματος «δεν υπάρχει εναλλακτική». Η υπέρβαση αυτού του αδιεξόδου θα υπάρξει σε εκείνο το σημείο όπου θα υπάρξουν νίκες που θα αναδεικνύουν την δύναμη των μαζών και την αδυναμία των αντιπάλων. Οι μεγάλες νίκες απαιτούν πολλαπλές  δοκιμασίες και αρκετές δυνάμεις, ενώ έχουν ανάγκη  μικρές νίκες -παραδείγματα και αφορούν όλες τις μεριές του πλανήτη. Για παράδειγμα η νίκη του συριακού λαού υπό τον Άσσαντ, είναι μια νίκη παράδειγμα. Ή ακόμη και ο συμβιβασμός –αν υπάρξει- του διευθυντηρίου της ΕΕ με την Ιταλία, ανεξάρτητα από το ποια είναι η κυβέρνησή της, θα είναι μια νίκη που αφορά όλους τους λαούς της Ευρώπης.

7. Στην Ελλάδα, πολιτικά, η λύση ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε η αποτελεσματικότερη δυνατή για το σύστημα. Δεν αποδίδει απλά το αναμενόμενο από μια μνημονιακή κυβέρνηση έργο, αλλά καθιστά το λαϊκό κίνημα παράλυτο και σμπαραλιασμένο, διαχέοντας διαρκώς το «δεν υπάρχει εναλλακτική» από τον νεοφιλελευθερισμό. Οι επόμενες εκλογές θα αποτελέσουν πεδίο κατοχύρωσης του ΣΥΡΙΖΑ, ως του ενός από τους δύο, και μάλλον αποτελεσματικότερου πόλου της αστικής πολιτικής, ικανού να βγάζει το δύσκολο έργο, όταν οι συνθήκες δυσκολέψουν. Ταυτόχρονα, θα αναδείχνουν πολιτικά και εκλογικά το τέλος της σημερινής υπαρκτής Αριστεράς και πιο συγκεκριμένα του χώρου μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ. Η πολιτική παρέμβαση των δυνάμεων που αντιλαμβάνονται την κατάσταση οφείλει να κινηθεί στον αντίποδα της λογικής να πάμε όπως συνήθως, περιμένοντας απαθείς μια μοιραία σύγκρουση. Απαιτείται επίσης η αντιπαράθεση με τη λογική του μικρότερου κακού που διαρκώς στέλνει τον κόσμο διαλυμένο και απογοητευμένο στον ΣΥΡΙΖΑ. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση είναι όμοια κόμματα, ακολουθούν όμοια πολιτική. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ, ίδια κι απαράλλαχτα με τους προηγούμενους, εντείνει τις προσπάθειες εκμαυλισμού και εξαγοράς συνειδήσεων για να παραμείνει στην εξουσία.

8. Σήμερα χρειάζεται να ξαναρχίσουμε από την αρχή. Αυτό καταρχάς σημαίνει να μη θεωρούμε δεδομένη την επόμενη κίνησή μας. Να μην συνεχίζουμε να κάνουμε άστοχες κινήσεις. Να φροντίσουμε να ανοίξουμε με ειλικρίνεια την συζήτηση για τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης και τα μέτρα που πρέπει να λάβουμε. Απαιτείται πολιτική και οργανωτική προετοιμασία στη σημερινή συγκυρία, με πολύ σημαντικότερη αντοχή και βάθος από το παρελθόν. Δεν υπάρχουν εύκολες και μαγικές λύσεις, ούτε πολιτικές τοποθετήσεις μεγάλης κλίμακας που μπορούν να διεισδύσουν και να πείσουν ευρύτατα ακροατήρια. Χρειάζονται δοκιμασίες και πειραματισμοί στη δράση. Αυτό είναι το πρώτιστο καθήκον της επόμενης περιόδου, που μπορεί να συνδυάζεται με έντιμες δοκιμασίες ενότητας ανασυγκρότησης και ανασύνθεσης των διάσπαρτων και οργανωμένων δυνάμεων της αντιμπεριαλιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς. Είναι απαραίτητη η οικοδόμηση ενός πόλου συζήτησης και δράσης με την συμμετοχή οργανώσεων και δυνάμεων κομμουνιστικής και αντισυστημικής Αριστεράς με στόχο τον διαρκή προσδιορισμό μιας ενιαίας στρατηγικής και ταχτικής που να καταλήγει σε οργανωτικές προσεγγίσεις και ενότητες. Δεν έχουμε ανάγκη μια πολύχρωμη, πλουραλιστική ή πληθυντική Αριστερά που να χωρά τους πάντες και τα πάντα χωρίς ιεραρχήσεις, στόχους και προτεραιότητες. Ένα αριστερό και προοδευτικό μέτωπο έκφρασης των εργαζομένων και της νεολαίας θα ήταν αναγκαίο σήμερα, όμως η πρόσφατη ιστορία όμως έδειξε ότι αν δεν ξεκινήσουμε από την συγκρότηση μιας αντισυστημικής Αριστεράς, κάτι τέτοιο θα συμβαίνει με όρους που οδηγούν στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ και στο δυσμενή συσχετισμό δύναμης.

9. Έχουμε ανάγκη μια Αριστερά της κοινής λογικής μια Αριστερά με κομμουνιστική αναφορά (γιατί αυτή και μόνο αυτή μπορεί να είναι η εναλλακτική του σήμερα). Χρειαζόμαστε μια Αριστερά της μαζικής δράσης και πράξης, που δεν θεωρητικολογεί, δεν κλείνεται σε βολικά σχήματα και αλήθειες, δεν ευλογεί το ιδεολογικό της ρεύμα για να αισθάνεται δικαιωμένη. Αντίθετα, αναζητά να ακούσει και να μάθει από τον κόσμο της δουλειάς και να δοκιμάσει πρακτικές, δράσεις, μορφές και σχέσεις που να δικαιώνουν τις έννοιες μαζική, λαϊκή και ανατρεπτική. Να ενώνει και ενώνεται με στόχο την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης.

Έχουμε ανάγκη από μια αντιμπεριαλιστική Αριστερά που να στοχοποιεί και να αντιπαλεύει οργανισμούς, πολιτικές  και θεσμούς οικονομικής στρατιωτικής και πολιτισμικής προώθησης  της παγκοσμιοποίησης. Που να οικοδομεί αντιπολεμικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Που  να ξαναβάζει στην ατζέντα της τον ιμπεριαλισμό και να τον ιεραρχεί σαν τον κύριο αντίπαλο, στενά συνδεδεμένο με τον καπιταλισμό. Δεν μπορούμε να είμαστε με μια παναριστερά που ο κοσμοπολιτισμός της συμβαδίζει με την υποτίμηση του εθνικού ζητήματος, θεωρώντας πως αυτός είναι ο σύγχρονος διεθνισμός.

Σήμερα έχουμε ανάγκη από μια Αριστερά που πασχίζει να έχει και να δοκιμάζει, ένα λαϊκό πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων που να οδηγεί σε επιμέρους  μικρά διεκδικητικά κινήματα με στόχο την νίκη και την αποτελεσματικότητα, για να είναι δυνατόν να ξαναγεννηθεί η ελπίδα και να αποκτήσει αξία ο συλλογικός αγώνας. Που να γνωρίζει ότι η λαϊκή εξουσία δεν έρχεται από τον ουρανό αλλά σαν αποτέλεσμα της μάχης για τα ώριμα ζητήματα. Δεν έχουμε ανάγκη ούτε από μια εντός των τειχών αριστερή πρωτοβουλία για…, ούτε από άστοχες και άμαζες απεργίες που δημιουργούν περισσότερους απεργοσπάστες παρά απεργούς, ούτε από την ανιαρά επαναλαμβανόμενη αριστερή (;) «συγκέντρωση και πορεία», που αναδεικνύει περισσότερο μια βολική μορφολαγνεία και λιγότερο ή καθόλου τη μαζική απεύθυνση και δράση.

Έχουμε ανάγκη από μια Αριστερά που έχει την απλή μαρξιστική λογική ότι οι οργανώσεις δεν οικοδομούνται από φοιτητές. Όπως επίσης ότι οι φοιτητές και οι νεολαίοι πρέπει να μπουν μπροστά σε ένα σκληρό ιδεολογικό αγώνα ενός άλλου τρόπου σκέψης και ζωής και να δημιουργήσουν ένα πολιτικό και συνδικαλιστικό πρόγραμμα που να απευθύνεται και να ασκεί επιρροή στα φτωχά λαϊκά στρώματα και τάξεις που πλήττονται και που αποκλείονται από πολύπλευρους ταξικούς φραγμούς.

Έχουμε ανάγκη από μια Αριστερά που αντιλαμβάνεται το ευρωσύστημα σαν τον κύριο συστημικό αντίπαλο και την ευρωζώνη σαν το οικονομικό και πολιτικό συνεκτικό στοιχείο του ευρωσυστήματος. Που αντιλαμβάνεται ότι απαιτείται ένα μαζικό διαρκές προπαγανδιστικό κίνημα συγκεκριμένης  αποκάλυψης και στοχοποίησής του.

Όλα αυτά  με ένα σύστημα προτεραιοτήτων αποτελούν–σίγουρα όχι για όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς, αλλά τουλάχιστον την αντιμπεριαλιστική Αριστερά με κομμουνιστική αναφορά-  ένα ορισμένο ενωτικό πλαίσιο προβληματισμού και κοινής δράσης. Αποτελούν μια πρόσκληση και μια πρόταση με στόχο να βγούμε από την δύσκολη κατάσταση ή να προλάβουμε τα χειρότερα.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *